ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: T614/24

 

19 Ιουλίου, 2024

 [Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

L.B. από τη Νιγηρία

Αιτήτρια

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ

 

Καθ' ων η Αίτηση

Εμφανίσεις:

Χ. Παφίτη (κα) για Α. Λαζάρου (κα), Δικηγόρος για την Αιτήτρια.

Η Αιτήτρια παρούσα

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, επιστολής ημερομηνίας 08/04/24, με την οποία απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτηση της ως απαράδεκτη, ως άκυρη και/ή παράνομη και/ή αντισυνταγματική και στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Η Αιτήτρια συμπλήρωσε μεταγενέστερη αίτηση στις 22/03/24, ακολούθησε έκθεση/εισήγηση στις 23/03/24 και απόφαση απόρριψης της ως απαράδεκτης στις 27/03/24, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία η δικηγόρος της Αιτήτριας πρόβαλε ότι δεν είχε παραλάβει την πρώτη επιστολή απόρριψης της που αφορούσε την αρχική διαδικασία αίτησης ασύλου και αναγκάστηκε να υποβάλει μεταγενέστερη αίτηση. Ζητά δε από το Δικαστήριο να εξετάσει κατά πόσο η Αιτήτρια έλαβε ή όχι την πρώτη απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, καθότι όπως διατείνεται δεν ενημερώθηκε και/ή στην συνέχεια να εξεταστούν τα στοιχεία που αφορούν την περίπτωση της τα οποία δεν έχουν αξιολογηθεί από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την διαδικασία αξιολόγησης της μεταγενέστερης της αίτησης.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Η παρούσα υπόθεση αφορά απόρριψη μεταγενέστερου αιτήματος της Αιτήτριας για διεθνή προστασία το οποίο εξετάστηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στη βάση του Άρθρου 12Βτετράκις και Άρθρου 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000).

 

Όπως ορίζεται στο σχετικό Άρθρο 16Δ του Νόμου δεν θεωρείται οτιδήποτε το οποίο υποβλήθηκε ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Αυτό το οποίο πρωτίστως αξιολογείται από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου στα πλαίσια παραδεκτού μεταγενέστερης αίτησης είναι κατά πόσο ο αιτών υπέβαλε νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της απόφασης επί του αρχικού αιτήματος του. Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτών δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη. Εάν δε διαπιστωθεί ότι υπέβαλε νέα στοιχεία, δεν καθίσταται υποχρεωτικό για τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου να προβεί πάντα σε νέα κλήση του ενδιαφερόμενου σε συνέντευξη καθότι θα πρέπει τα στοιχεία αυτά (α) να αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης σ΄ αυτόν του καθεστώτος διεθνούς προστασίας και (β) ο αιτών - ενδιαφερόμενος προκύπτει να αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη και/ή αρχική διαδικασία εξέτασης ασύλου. Οι πιο πάνω πρόνοιες του Νόμου ενσωματώθηκαν στην εθνική νομοθεσία σε σύμπνοια με τις διατάξεις του Άρθρου 40 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ[1]. Η μεθοδολογία προκαταρκτικής αξιολόγησης επί των μεταγενέστερων αιτήσεων και/ή οι προϋποθέσεις για απόφαση επί του παραδεκτού μεταγενέστερης αίτησης επιβεβαιώνονται και στην απόφαση ΔΕΕ C-921/19, LH v Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid, ημερ.10/06/2021, ήτοι:

 

«34     Επομένως, το άρθρο 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει την εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων.

35      Το πρώτο αυτό στάδιο πραγματοποιείται επίσης σε δύο στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού που θέτουν οι ίδιες αυτές διατάξεις.

36      Επομένως, πρώτον, το άρθρο 40, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 ορίζει ότι, προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με το παραδεκτό αίτησης για διεθνή προστασία δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής, η μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία υποβάλλεται κατ’ αρχάς σε προκαταρκτική εξέταση, προκειμένου να καθοριστεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95.

37      Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 40, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την πρώτη αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα να πληροί ο αιτών τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να του αναγνωρισθεί το καθεστώς αυτό.

38      Κατά συνέπεια, οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, σύμφωνα με το άρθρο 40, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται

 

(ο τονισμός δικός μου)

 

Πρόσθετα των πιο πάνω, σημαντικότατη πρόνοια που περιλαμβάνεται στο Άρθρο 42 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ και τυγχάνει εφαρμογής στις μεταγενέστερες αιτήσεις προβλέπει ότι (α) ο αιτών έχει υποχρέωση να αναφέρει τα γεγονότα και να παρέχει αποδεικτικά στοιχεία που να δικαιολογούν τη νέα διαδικασία, και (β) επιτρέπεται η διεξαγωγή της προκαταρκτικής εξέτασης μόνο βάσει γραπτών παρατηρήσεων χωρίς να απαιτείται η εκ νέου προσωπική συνέντευξη του αιτούντα.

 

Ο αρμόδιος λειτουργός που εξέτασε το μεταγενέστερο αίτημα της Αιτήτριας, ετοίμασε σημείωμα (ερυθρά 110-107 του διοικητικού φακέλου στο εξής «Δ.Φ.») με εισήγηση όπως η μεταγενέστερη αίτηση κριθεί ως απαράδεκτη, διαπίστωση η οποία από τα ενώπιον μου στοιχεία προκύπτει να είναι απόλυτα ορθή. Γίνεται εκτενής περιγραφή από τον λειτουργό στο σχετικό σημείωμα αναφορικά με την αρχική διαδικασία ασύλου όπου καταγράφεται ότι μετά την απορριπτική απόφαση της πρώτης αίτησης ασύλου και λόγω μη προσβολής της - η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 12/09/23 κατέστη τελική. Ο λειτουργός καταγράφοντας τους λόγους του μεταγενέστερου αιτήματος της σημειώνει την επανάληψη των ισχυρισμών της Αιτήτριας που αφορούσαν μέρος του αρχικού αιτήματος της ήτοι ότι απειλείται από τον πατέρα των παιδιών της. Ως εκ τούτου, ορθά απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτηση της σε προκαταρκτικό στάδιο ως απαράδεκτη διότι δεν υπέβαλε στην ουσία νέα στοιχεία ή πορίσματα με το μεταγενέστερο αίτημα της. Στο σχετικό έντυπο μεταγενέστερου αιτήματος της απαιτείται όπως καταγράψει με λεπτομέρεια τους λόγους που ζητά από το αρμόδιο όργανο να επανεξετάσει τον φάκελο της, όπως επίσης επισυνάψει οποιαδήποτε έγγραφα ή στοιχεία. Είχε δε υποχρέωση βάση του σχετικού Εντύπου και σε συνάρτηση με την πρόνοια του Άρθρου 42 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ (που τυγχάνει εφαρμογής στις μεταγενέστερες αιτήσεις) να αναφέρει με σαφήνεια τα γεγονότα και/ή να παρέχει αποδεικτικά στοιχεία που να δικαιολογούν τη νέα διαδικασία.

 

Το δε έγγραφο που καταχώρησε η Αιτήτρια  με ένορκη δήλωση της ημερομηνίας 22/04/24, η οποία επισυνάπτεται με την προσφυγή της, διαπιστώνεται ότι ούτε αυτό το στοιχείο μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης για αριθμό λόγων.

 

Καταρχάς, το εν λόγω έγγραφο δεν επισυνάφθηκε στην μεταγενέστερη της αίτηση ως όφειλε και το Δικαστήριο στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας (που αφορά μεταγενέστερο αίτημα) δεν μπορεί να ασκήσει πρωτογενή έλεγχο εγγράφων και/ή στοιχείων που δεν υποβλήθηκαν. Σχετική επί αυτού του σημείου είναι και η απόφαση ΔΕΕ C-651/19, JP v Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, ημερ.02/09/2020, στην οποία αποφασίστηκαν, μεταξύ άλλων, και στην έκταση που μας ενδιαφέρει τα εξής:

 

«58. Στο πλαίσιο αυτό επισημαίνεται, πρώτον, αφενός, ότι πριν από κάθε μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας προηγείται μια πρώτη αίτηση η οποία έχει οριστικώς απορριφθεί, στο πλαίσιο της οποίας η αρμόδια αρχή διενήργησε εξαντλητική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει αν ο αιτών πληρούσε τις προϋποθέσεις για την παροχή διεθνούς προστασίας. Αφετέρου, πριν καταστεί απρόσβλητη η απορριπτική απόφαση, ο αιτών έχει δικαίωμα άσκησης προσφυγής κατά της απόφασης αυτής.

59. Σημειώνεται συναφώς ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 40 της οδηγίας 2013/32, η μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας αποσκοπεί στην υποβολή, από τον ενδιαφερόμενο αιτούντα, νέων στοιχείων ή πορισμάτων σε σχέση με εκείνα που εξετάστηκαν στο πλαίσιο της προηγούμενης αίτησης, τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας. Όταν η προκαταρκτική εξέταση στην οποία υποβάλλεται μια τέτοια αίτηση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα, τότε η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου II της οδηγίας αυτής. Αντιθέτως, όταν από την προκαταρκτική εξέταση δεν προκύπτουν τέτοια στοιχεία ή πορίσματα, η εν λόγω αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 33, παράγραφος 2 στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32.

60. Επομένως, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά απόφασης με την οποία απορρίπτεται ως απαράδεκτη μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας πρέπει να ελέγξει μόνον κατά πόσον, αντιθέτως προς ό,τι αποφάσισε η αρμόδια αρχή, από την προκαταρκτική εξέταση της αίτησης αυτής προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, κατά τα διαλαμβανόμενα στην προηγούμενη σκέψη. Εξ αυτού συνάγεται ότι, στο δικόγραφο της προσφυγής του ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, ο αιτών πρέπει, κατ' ουσίαν, απλώς να αποδείξει ότι βασίμως θεώρησε ότι υφίστανται νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με εκείνα που εξετάστηκαν στο πλαίσιο της προηγούμενης αιτήσεώς του.»

 

(ο τονισμός δικός μου)

 

Από την πιο πάνω απόφαση του ΔΕΕ ο ίδιος ο αιτών έχει υποχρέωση να υποβάλει νέα στοιχεία που να τεκμηριώνουν το παραδεκτό της μεταγενέστερης του αίτησης και/η να παρουσιάσει στοιχεία που να υποδεικνύει ότι η κατάσταση στη χώρα του δεν είναι ασφαλής για την περίπτωση του. Με την μεταγενέστερη της αίτηση δεν υπέβαλε την κατ΄ ισχυρισμό «έκθεση αστυνομίας» που παρουσιάζει σήμερα ενώπιον του Δικαστηρίου. Παρόλο δε που το εν λόγω έγγραφο, δεν θα αποτελούσε αντικείμενο εξέτασης, για τους λόγους που αναφέρονται ανωτέρω – ήτοι ότι στα πλαίσια εξέτασης της παρούσας προσφυγής το Δικαστήριο ελέγχει μόνον κατά πόσον, αντιθέτως προς ό,τι αποφάσισε η αρμόδια αρχή, από την προκαταρκτική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα και/ή ο αιτών τεκμηρίωσε ότι βασίμως θεώρησε ότι υφίστανται νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με εκείνα που εξετάστηκαν στο πλαίσιο της προηγούμενης αιτήσεώς του – το συγκεκριμένο έγγραφο δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό αλλά ούτε αυξάνει τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Το εν λόγω έγγραφο (α) αποτελεί εμφανώς χαλκευμένο φωτοαντίγραφο, (β) δεν έτυχε μετάφρασης για αξιολόγηση του περιεχομένου του (γ) δεν προκύπτει από πουθενά η αυθεντικότητα/γνησιότητα του, (δ) δεν μπορεί να επαληθευτεί η ταυτότητα αυτών που υπογράφουν το έγγραφο, (ε) ούτε προσθέτει οτιδήποτε στο αφήγημα της πέραν της επανάληψης των όσων αναφέρθηκαν κατά την αρχική διαδικασία αίτησης ασύλου της και/ή αρχικής της συνέντευξης όπου κρίθηκε αναξιόπιστη.

 

Πέραν των πιο πάνω ούτε έχει υποδειχθεί επαρκώς από τη συνήγορο της Αιτήτριας τί δεν λήφθηκε υπόψη από την Υπηρεσία Ασύλου το οποίο έπρεπε να ληφθεί υπόψη ή όχι κατά την έκδοση της απόφασης. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503) ούτε διαπιστώνεται ελλιπής έρευνα αλλά ούτε πλάνη περί το νόμο και των πραγματικών δεδομένων που λήφθηκαν υπόψη από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (Βλέπε  Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 ). Η δε προσβαλλόμενη απόφαση είναι αιτιολογημένη, ενώ η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης συμπληρώνεται και/ή αναπληρώνεται μέσα από τα στοιχεία του φακέλου της Αιτήτριας 1, όπως επίσης και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας με αποτέλεσμα να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270).

 

Τα όσα δε προβάλλονται ως προς την μη ενημέρωση της Αιτήτριας για την αρχική απόφαση επί της αίτησης ασύλου της απορρίπτονται. Η εν λόγω διοικητική απόφαση ημερομηνίας 27/11/23 κατέστη τελική καθότι ουδέποτε έχει προσβληθεί και/ή ούτε με προσφυγή ζητήθηκε η ακύρωση της, συνεπώς δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης στην παρούσα διαδικασία. Η προθεσμία για καταχώρηση προσφυγής  είναι ανατρεπτική και ερμηνεύεται κατά πάγια νομολογία, αυστηρά (Βλέπε Potamitis v. Water Board of Limassol (1985) 3 C.L.R. 260 και Γανωματής ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 133, Τάκη ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 4, Ε.Δ.Δ. Αρ. 36/2016 EZE ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ (1) ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, (2) ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, ημερ.19/05/2022)

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με €1600 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

                             

 

                          Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1]  της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο