ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

Υπoθ. Αρ.: T2995/2023

10 Ιουλίου 2024

[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.] 

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

M.D.B.

Αιτητής 

-και- 

Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω

Υπηρεσίας Ασύλου 

Καθ’ ων η Αίτηση 

 

Δ. Κακουλλής (κος), Δικηγόρος για τον Αιτητή  

Στην απουσία των Καθ’ ων η αίτηση δυνάμει των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019)

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η 

 

Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ Δ. Δ.Δ.Δ.Π.:  Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 06/11/2023, σύμφωνα με την οποία η μεταγενέστερη αίτησή του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε ως απαράδεκτη και καλεί το Δικαστήριο όπως κηρύξει αυτήν άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος. Επιπλέον με δεύτερο αιτητικό, καλεί το Δικαστήριο όπως εκδώσει δήλωση και/ή διάταγμα και/ή απόφαση που να διατάσσει τους Καθ’ ων η αίτηση να επανεξετάσουν το αίτημα του Αιτητή για να του παραχωρηθεί καθεστώς πρόσφυγα μετά το επανάνοιγμα του φακέλου του.

 

Η υπό εξέταση προσφυγή ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), αφού εν τω μεταξύ υποβλήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου Υπόμνημα συνοδευόμενο από το σχετικό διοικητικό φάκελο. Μελετώντας αυτόν, το Δικαστήριο, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ’ ων η αίτηση και η διαδικασία ολοκληρώθηκε στην παρουσία μόνο του Αιτητή, o οποίος εκπροσωπείται από δικηγόρο.  

 

Όπως προκύπτει από τον ενώπιον μου διοικητικό φάκελο, πρόκειται για ενήλικα, υπήκοο Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (εφεξής «ΛΔΚ») , ο οποίος σύμφωνα με δηλώσεις του εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής το Φεβρουάριο του 2022 και μέσω Τουρκίας μετέβη στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου. Στη συνέχεια εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές στις 15/10/2022, όπου στις 16/11/2022 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας.

 

Στις 29/11/2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή από λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο παρέχοντάς του δωρεάν βοήθεια διερμηνέα. Στις 05/12/2022, ο αρμόδιος λειτουργός συνέταξε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή. Στις 27/01/2023, συγκεκριμένος λειτουργός δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου κατόπιν εξέτασης της εισηγητικής έκθεσης αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του Αιτητή.

 

Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 06/03/2023, παραλήφθηκε από τον Αιτητή αυθημερόν, θέτοντας την υπογραφή του μετά από επεξήγηση του περιεχομένου σε γλώσσα κατανοητή προς τον ίδιο, ήτοι τα Γαλλικά.

 

Εναντίον της απορριπτικής αυτής απόφασης, ο Αιτητής καταχώρισε την προσφυγή υπ’ αρ. 810/2023 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας την οποία ωστόσο στις 06/06/2023 αποσύρθηκε και κατά συνέπεια απορρίφθηκε από το Δικαστήριο, καθιστώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, τελεσίδικη.

 

Στις 06/11/2023 ο Αιτητής υπέβαλε αυτοπροσώπως μεταγενέστερη αίτηση ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου. Δια της συγκεκριμένης αίτησης, ο Αιτητής δήλωσε ότι υπέβαλε μεταγενέστερο αίτημα επειδή στη χώρα καταγωγής του κινδυνεύει από την αστυνομία. Προέβαλε δε ότι όσο ζούσε ως άστεγος, τον ενδιέφερε αποκλειστικά το να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του προκειμένου να προστατευτεί από τις συμμορίες των οποίων ήταν μέλος και οι οποίες όμως πλέον τον καταδιώκουν.

 

Κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή, αρμόδιος λειτουργός συνέταξε σχετικό σημείωμα προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με το οποίο εισηγήθηκε όπως η αίτηση του Αιτητή απορριφθεί ως απαράδεκτη στη βάση του ότι με την μεταγενέστερη αίτησή του, ο Αιτητής δεν προέβαλε νέους ισχυρισμούς αλλά επανέλαβε τους ισχυρισμούς που προέβαλε κατά την εξέταση του αρχικού του αιτήματος. Ειδικότερα, ο Αιτητής κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη ΛΔΚ γιατί δεχόταν απειλές θανάτου από μέλη μιας νεανικής συμμορίας στην οποία συμμετείχε, επειδή τον κατηγόρησαν ότι τους πρόδωσε. Οι εν λόγω ισχυρισμοί εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν ως μη αξιόπιστοι στο σύνολό τους. Δια της μεταγενέστερης αίτησής του, ο Αιτητής ουσιαστικά επανέλαβε τα όσα προέβαλε κατά το αρχικό του αίτημα. Συν τοις άλλοις, ο αρμόδιος λειτουργός προσέθεσε ότι δεν προέκυψαν νέα στοιχεία εκ των οποίων θα μπορούσε να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ, ο Αιτητής θα διατρέξει κίνδυνο να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και/ή της αρχής της μη επαναπροώθησης.

 

Ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου, μέσω δεόντως εξουσιοδοτημένου λειτουργού, μετά από εξέταση της εισηγητικής έκθεσης, αποφάσισε στις 06/11/2023 την απόρριψη της αίτησης του Αιτητή ως απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 12Βτετράκις και 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου μαζί με την αιτιολογία αυτής, η οποία περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 06/11/2023 και είναι συνταγμένη σε γλώσσα κατανοητή από τον Αιτητή, ήτοι τα Γαλλικά, παραλήφθηκε από  τον ίδιο αυθημερόν, θέτοντας την υπογραφή του.

 

Εμπρόθεσμα ο Αιτητής με τη βοήθεια συνηγόρου, καταχώρησε την με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Δια του εισαγωγικού του δικογράφου,  ο συνήγορος του Αιτητή προβάλλει πλήθος νομικών ισχυρισμών προς υποστήριξη της παρούσας προσφυγής, ωστόσο ενώπιον του Δικαστηρίου προώθησε μόνο τη θέση του ότι κακώς ο Αιτητής κρίθηκε αναξιόπιστος κατά την αρχική του αίτηση διεθνούς προστασίας καίτοι παραδέχεται ο συνήγορος ότι το παρόν Δικαστήριο δεν δύναται να εξετάσει την νομιμότητα και ορθότητα της προηγούμενης διαδικασίας αλλά μόνο το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή, κατά την οποία είναι γεγονός ότι ο Αιτητής δεν υπέβαλε νέα στοιχεία ή πορίσματα.

 

Το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου το αρμόδιο όργανο οφείλει να εξετάσει υποβληθείσες μεταγενέστερες αιτήσεις, αποτελούν τα άρθρα 12Βτετρακις και 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου και προνοούν τα ακόλουθα (ο τονισμός και οι υπογραμμίσεις του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«16Δ.-(1)(α)  Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο

(i)           Μεταγενέστερη αίτηση, ή

(ii)           νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,

 

ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

 

(β)     Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.

 

(2)     Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος, λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

 

(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

 

Νοείται ότι σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτησή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

         

(β)     Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -

 

(i)           Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii)          ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος

 

Το δε άρθρο 12Βτετράκις(2) προνοεί ότι: (οι υπογραμμίσεις του παρόντος Δικαστηρίου)

         

«Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνο εάν-

[..]

 

(δ)     η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας ή [.]».

 

Με βάση τα πιο πάνω, είναι σαφές ότι με την υποβολή μεταγενέστερου αιτήματος από αιτητή/τρια ασύλου, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης, με σκοπό να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον/την Αιτητή/τρια νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία δεν λήφθηκαν υπόψη στα πλαίσια εξέτασης της αρχικής του/της αίτησης. Στην περίπτωση που διαπιστωθεί ότι δεν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, τότε η αίτηση κρίνεται απαράδεκτη χωρίς επί της ουσίας εξέταση, σε αντίθετη περίπτωση ο Προϊστάμενος προβαίνει σε ουσιαστική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση μόνο εφόσον τα υποβληθέντα από τον/την Αιτητή/τρια νέα στοιχεία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας και εφόσον ο Προϊστάμενος ικανοποιείται ότι ο/η Αιτητής/τρια αδυνατούσε να υποβάλει τα συγκεκριμένα στοιχεία κατά τη προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Δικαστήριο.

 

Είναι απολύτως αντιληπτό ότι η μεταγενέστερη αίτηση εξετάζεται ως ένα μεταγενέστερο διάβημα, στα πλαίσια της αρχικής αίτησης που αποφασίστηκε ήδη από το αρμόδιο όργανο. Ο Προϊστάμενος, εν πρώτοις, έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη του όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν και να προβεί σε μια συγκριτική εξέταση της αρχικής αίτησης του/της Αιτητή/τριας με την μεταγενέστερή του/της αίτηση ώστε να διαφανεί εάν με την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησης ο/η Αιτητής/τρια για πρώτη φορά προβάλλει τέτοια στοιχεία ή ισχυρισμούς τα οποία χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης.

 

Κρίνω σκόπιμο όπως καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που ο Αιτητής προέβαλε σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης[1] αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ’ ων η Αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά και νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας.

 

Με την αρχική του αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας, ο Αιτητής προέβαλε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής επειδή τον καταζητούσαν με σκοπό να τον σκοτώσουν κάποιοι παιδικοί του φίλοι. Ειδικότερα, ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε την οικία του σε ηλικία 15 ετών και έμενε στο δρόμο. Δήλωσε πως υπήρχε κάτι σαν οικογένεια, η οποία φρόντιζε τον ίδιο και τα υπόλοιπα άστεγα παιδιά και όποτε τους το ζητούσαν, εκείνα προέβαιναν σε διάφορες εξυπηρετήσεις. Μεγαλώνοντας ο Αιτητής ήθελε να βρει μια δουλειά προκειμένου να νοικιάσει ένα σπίτι. Έτσι μίλησε σε  κάποιο πελάτη με τον οποίο είχε καλή σχέση και όποτε χρειαζόταν κάτι, καλούσε το συγκεκριμένο πρόσωπο. Τα άτομα όμως που γνώριζε από το δρόμο του ζήτησαν να κλέψει από το συγκεκριμένο άνδρα γιατί πίστευαν ότι αυτός εργαζόταν στον τομέα των διαμαντιών. Ο Αιτητής όμως αρνήθηκε και ενημέρωσε τον εν λόγω άνδρα σχετικά με τα σχέδια των νεαρών του άστεγων φίλων. Οι φίλοι του ωστόσο προσπάθησαν να κλέψουν από το συγκεκριμένο άνδρα, ο οποίος όμως όντας ενημερωμένος και προετοιμασμένος λόγω του Αιτητή, κατάφερε να συλλάβει τρεις από αυτούς. Οι υπόλοιποι όμως 3, οι οποίοι διέφυγαν, κατηγόρησαν τον Αιτητή ότι τους πρόδωσε. Έτσι ο Αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής γιατί ήξερε ότι οι άστεγοι συνομήλικοί του αναζητούσαν εκδίκηση, ενώ εκείνος δεν μπορούσε να κρυφτεί από αυτούς.

 

Κατά το στάδιο της προφορικής του συνέντευξης, ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής επειδή αρχικά γνώρισε ένα άτομο το οποίο όχι μόνο τον βοήθησε να βρει εργασία σε ένα πλυντήριο αυτοκινήτων, αλλά όποτε πήγαινε εκεί για να πλύνει το αυτοκίνητό του έδινε χρήματα και τον βοηθούσε οικονομικά.  Στη συνέχεια ο Αιτητής άρχισε να πηγαίνει στην οικία του συγκεκριμένου άνδρα προκειμένου να του πλύνει το αυτοκίνητο, πλην όμως τα άτομα με τα οποία ο αιτητής διέμενε ως άστεγος τον ενημέρωσαν ότι ο ανωτέρω άνδρας δραστηριοποιείται στον τομέα των διαμαντιών και άρχισαν να τον πιέζουν να κλέψει το συγκεκριμένο άνδρα. Στη συνέχεια ο Αιτητής ενημέρωσε το συγκεκριμένο άνδρα σχετικά με τις πιέσεις που δεχόταν από τους νεαρούς του φίλους. Μετά από έξι (6) ημέρες, έξι από τους φίλους του προσπάθησαν να κλέψουν από τον ανωτέρω άνδρα, όμως εκείνος κατάφερε να συλλάβει τρεις εξ αυτών. Οι υπόλοιποι τρεις διέφυγαν και διέρρευσαν παντού ότι ο Αιτητής τους είχε προδώσει, διαδίδοντας ότι σκόπευαν να πάρουν εκδίκηση. Αν και τα εν λόγω τρία άτομα διέφυγαν από τη ΛΔΚ, ο Αιτητής άρχισε να δέχεται επιθέσεις από άλλα άστεγα άτομα με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να  εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής.

 

Στη βάση των ανωτέρω, σχηματίστηκαν από τους Καθ’ ων η Αίτηση δύο ουσιώδεις ισχυρισμοί, ο πρώτος ως προς την ταυτότητα και χώρα καταγωγής του Αιτητή και ο δεύτερος ως προς τις απειλές που φέρεται να δέχτηκε από συνομήλικους αστέγους λόγω του ότι τους πρόδωσε. Αν και ο ισχυρισμός του Αιτητή αναφορικά με τα προσωπικά του στοιχεία έγινε αποδεκτός, ο δεύτερος ισχυρισμός του, που αφορά τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, έτυχε απόρριψης. Ειδικότερα, οι δηλώσεις του Αιτητή κρίθηκαν ασυνεπείς, στερούμενες συνοχής και χαρακτηριζόμενες από έλλειψη περιγραφικής λεπτομέρειας. Ο Αιτητής, όχι μόνο δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει από πόσα άτομα αποτελείτο η συμμορία στην οποία ανήκε, αλλά παρατηρήθηκε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει τον τρόπο και το λόγο για τον οποίο κατηγορήθηκε, αφού οι δηλώσεις του σχετικά με τις κατηγορίες που του αποδόθηκαν βασίστηκαν σε προσωπικές του υποθέσεις και όχι σε πραγματικά περιστατικά. Σε σχέση δε με τις απειλές που φέρεται να δέχτηκε από τους συνομήλικους αστέγους, οι δηλώσεις του κρίθηκαν ως στερούμενές σαφήνειας και περιγραφικής λεπτομέρειας, ενώ ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει την ταυτότητα του ατόμου που φέρεται να τον ενημέρωσε ότι τον καταζητούν τα μέλη της συμμορίας, επικαλούμενος ασαφώς ένα φίλο του. Στη βάση των ανωτέρω ο ισχυρισμός του Αιτητή κρίθηκε ως εσωτερικά μη αξιόπιστος.

 

Σε σχέση με την εξωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε έρευνα εκ της οποίας επιβεβαιώθηκε η ύπαρξη των συμμοριών ανηλίκων στη χώρα καταγωγής του Αιτητή, πλην όμως ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίφθηκε στο σύνολό του αφού δε θεμελιώθηκε η εσωτερική του αξιοπιστία κατά τρόπο που να αντικατοπτρίζει βιωματικά περιστατικά.

 

Κατά την αξιολόγηση του κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι στη βάση του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού του αιτητή που αφορά τα προσωπικά του στοιχεία και ελλείψει οιασδήποτε πράξης παρελθούσας δίωξης εις βάρος του, δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξής του ή άλλως κίνδυνος ο Αιτητής να υποστεί σοβαρή βλάβη κατά την επιστροφή του στην Kinshasa, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του.

 

Στο δε στάδιο της Νομικής Ανάλυσης, ο αρμόδιος λειτουργός διαπίστωσε ότι δε συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου ούτως ώστε να του εκχωρηθεί προσφυγικό καθεστώς, αλλά ούτε και αυτές του άρθρου 19 έτσι ώστε να του εκχωρηθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Καταληκτικά, ο αρμόδιος λειτουργός απέρριψε το αίτημα του αιτητή ως αβάσιμο.

 

Δεόντως εξουσιοδοτημένος λειτουργός, μετά από εξέταση της εισηγητικής έκθεσης, αποφάσισε στις 27/01/2023 την απόρριψη της αίτησης του Αιτητή. Στις 06/03/2023 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή σχετικά με το αίτημα του Αιτητή η οποία του κοινοποιήθηκε αυθημερόν, ενώ ο Αιτητής την υπέγραψε ιδιοχείρως.

 

Κατά της απορριπτικής αυτής απόφασης, ο Αιτητής καταχώρισε στις 17/03/2023 την προσφυγή υπ’ αρ. 810/2023 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, ασκώντας το δικαίωμά του σε πραγματική προσφυγή. Η εν λόγω προσφυγή ωστόσο αποσύρθηκε από τον Αιτητή και απορρίφθηκε από το παρόν Δικαστήριο στις 06/06/2023.  

 

Με την μεταγενέστερη αίτησή του, την οποία καταχώρισε ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου στις 06/11/2023, ο Αιτητής υποστηρίζει ότι ήρθε στην Κύπρο για λόγους ασφαλείας γιατί στη χώρα καταγωγής κινδύνευε από την αστυνομία. Όσο διέμενε ως άστεγος, μοναδικός του σκοπός ήταν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής προκειμένου να νιώσει ασφαλής από τις συμμορίες τις οποίες κινδύνευε και των οποίων έχει υπάρξει μέλος.

 

Εξετάζοντας το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου συνέταξε Σημείωμα με το οποίο εισηγήθηκε στον Προϊστάμενο όπως η αίτηση κριθεί απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 16Δ και 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, στη βάση του ότι ο Αιτητής δεν προσκόμισε ουσιαστικά κάποιο νέο στοιχεία αλλά τα όσα δήλωσε αποτελούν επανάληψη των ισχυρισμών που προέβαλε κατά την εξέταση του αρχικού του αιτήματος και οι οποίοι έχουν ήδη κριθεί ως μη αξιόπιστοι.

 

Το αρμόδιο, εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών πρόσωπο να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου, υιοθέτησε το Σημείωμα/Εισήγηση και απέρριψε την μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή ως απαράδεκτη, τερματίζοντας παράλληλα το δικαίωμα παραμονής του στη Δημοκρατία δυνάμει του άρθρου 16Δ(4)(β)(i).

 

Από τα ενώπιόν μου δεδομένα καθώς και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ως εκτέθηκε ανωτέρω, προκύπτει ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση εξέτασαν ορθώς τη μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή, αφού τα όσα ο Αιτητής δήλωσε αποτελούν όντως ακριβή επανάληψη των ισχυρισμών που προέβαλε κατά την εξέταση του αρχικού του αιτήματος και οι οποίοι έχουν ήδη κριθεί ως μη αξιόπιστοι.

 

Επιπρόσθετα, διαπιστώνω ότι, ως αναφέρθηκε ήδη, μετά την απορριπτική απόφαση επί της αρχικής της αίτησης, ο Αιτητής άσκησε το δικαίωμά του σε πραγματική προσφυγή καταχωρώντας την προσφυγή αρ. 810/2023 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, την οποία όμως ο ίδιος ο Αιτητής απέσυρε στις 06/06/2023.

 

Επαναλαμβάνεται ότι με την υποβολή μεταγενέστερου αιτήματος από αιτητή/τρια ασύλου, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση αυτού και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση μόνο εφόσον διαπιστώσει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον Αιτητή νέα στοιχεία τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας και εφόσον ο Προϊστάμενος ικανοποιείται ότι ο Αιτητής/τρια αδυνατούσε να υποβάλει τα συγκεκριμένα στοιχεία κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Δικαστήριο.[2]

 

 

Καταλήγω λοιπόν ότι το μεταγενέστερο αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε δεόντως και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματός του ως απαράδεκτο, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της ήταν απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε το μεμπτό, ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου.

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1500 έξοδα υπερ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ ΔΔΔΠ



[1] Βλ. άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος του 2018 , Ν. 73(Ι)/2018

[2] Bl. άρ. 16Δ(3)(β)(ii) του περί Προσφύγων Νόμου: «άνευ δικής [του] υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο