ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

    Υπoθ. Αρ.: T3215/23 

 

31 Ιουλίου 2024

[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος 

 

Μεταξύ: 

Y. M.

Αιτητής 

-και-

 Κυπριακή Δημοκρατία μέσω 

Διευθυντή Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση 

-------------------

 

 

Γ. Βασιλόπουλος (κος), Δικηγόρος για τον Αιτητή ο οποίος είναι παρόν

 

Στην απουσία των Καθ’ ων η αίτηση δυνάμει των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019)

 

[Παρών ο κ. Ηasan Md Mahamadu  για πιστή μετάφραση από Bangla σε Ελληνικά και αντίστροφα]

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Α. Α. ΑΓΡΟΤΗ Δ. Δ.Δ.Δ.Π.: Με την παρούσα προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση που περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 06/12/2023 σύμφωνα με την οποία η μεταγενέστερη αίτησή του κρίθηκε ως απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 12Βτετράκις(2)(δ) και 16Δ(3)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου Ν.6(I)/2000 ως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα.

 

Η υπό εξέταση προσφυγή ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), αφού εν τω μεταξύ υποβλήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου Υπόμνημα συνοδευόμενο από τον σχετικό διοικητικό φάκελο. Μελετώντας αυτόν, το Δικαστήριο, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ’ ων η αίτηση και η διαδικασία ολοκληρώθηκε στην παρουσία του Αιτητή, ο οποίος  εκπροσωπείται από δικηγόρο.  

 

Όπως προκύπτει από τον ενώπιον μου διοικητικό φάκελο πρόκειται για ενήλικα, υπήκοο του Μπαγκλαντές, κάτοχο διαβατηρίου της χώρας του, ο οποίος εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του στις 18/09/2019 και αφίχθηκε αυθημερόν στην Κυπριακή Δημοκρατία νόμιμα, κατέχοντας άδεια εργασίας. Δύο περίπου χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα στις 22/10/2021 συμπλήρωσε αίτηση διεθνούς προστασίας, την οποία αφού υπέβαλε, παρέλαβε αυθημερόν σχετική βεβαίωση υποβολής της.

 

Την 01/10/2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου και στις 28/05/2023 ο λειτουργός συνέταξε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή, η οποία εγκρίθηκε στις 30/05/2023. Ο Αιτητής έλαβε γνώση της απορριπτικής απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση στις 04/06/2023, μέσω επιστολής ημερομηνίας 01/06/2023, θέτοντας την υπογραφή του, αφού του επεξηγήθηκε το περιεχόμενο της στη μητρική του γλώσσα.

 

Στις 03/07/2023 ο Αιτητής καταχώρισε προσφυγή (υπ’ αριθμό 2080/23) κατά της ανωτέρω απορριπτικής απόφασης ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας. την 03/10/2023 ο συνήγορος του Αιτητή αιτήθηκε την απόσυρση της προσφυγής το δε Δικαστήριο ενέκρινε το αίτημα και απέρριψε την προσφυγή επιδικάζοντας έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπερ των Καθ’ ων η αίτηση, η δε απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου κατέστη τελεσίδικη. 

 

Δύο μήνες αργότερα και συγκεκριμένα στις 06/12/2023 ο Αιτητής υπέβαλε ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου μεταγενέστερη αίτηση ασύλου. Κατά την εξέτασή της σε προκαταρκτικό στάδιο, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου στις 06/12/2023 συνέταξε Έκθεση-Εισήγηση, με την οποία εισηγήθηκε όπως η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή κριθεί απαράδεκτη. Κατόπιν εξέτασης της εισηγητικής έκθεσης από συγκεκριμένη λειτουργό, δεόντως εξουσιοδοτημένη από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου αποφασίστηκε η απόρριψη την αίτηση ως απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 12Βτετράκις και 16Δ του Περί Προσφύγων Νόμου.

 

Η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 06/12/2023, την οποία ο Αιτητής παρέλαβε αυθημερόν, θέτοντας την υπογραφή του μετά από επεξήγηση του περιεχομένου της στη μητρική του γλώσσα.

 

Εμπρόθεσμα, ήτοι στις 20/12/2023, ο Αιτητής καταχώρησε την με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Με την αίτηση ακυρώσεως ο συνήγορος του Αιτητή προωθεί πλήθος λόγων ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, χωρίς ωστόσο αυτοί να εξειδικεύονται και να συναρτώνται με τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης.

 

Στην ενώπιον μου διαδικασία, κατά το στάδιο της ακρόασης, ο Αιτητής μέσω του συνηγόρου του ανέφερε πως κατά τη μεταγενέστερη αίτηση που υπέβαλε ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, κατέθεσε πρωτότυπα δικαστικά έγγραφα τα οποία δεν έγιναν αποδεκτά. Δήλωσε ότι αφορούν μια ψευδή υπόθεση εναντίον του πελάτη του, βάσει της οποίας κατηγορείται για συμμετοχή εναντίον της αστυνομίας κατά τη διάρκεια μίας διαδήλωσης το 2018 και εάν επιστρέψει θα τον συλλάβουν. Σε ερωτήματα που υποβλήθηκαν από το Δικαστήριο, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι αντιμετωπίζει οικονομικής φύσεως προβλήματα, καθώς και το πρόβλημα με την προαναφερθείσα υπόθεση. Σημειώνεται ότι ο Αιτητής δεν προσκόμισε οποιαδήποτε έγγραφα ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά ούτε επί του διοικητικού φακέλου προκύπτει η προσκόμιση οποιωνδήποτε εγγράφων με την υποβολή του μεταγενέστερου αιτήματος του. Ως εκ τούτου το Δικαστήριο θα εξετάσει την υπόθεση έχοντας κατά νου το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.

 

Το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου το αρμόδιο όργανο οφείλει να εξετάσει υποβληθείσες μεταγενέστερες αιτήσεις αποτελούν τα άρθρα 12Βτετρακις και 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου και προνοούν τα ακόλουθα (ο τονισμός και οι υπογραμμίσεις του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«16Δ.-(1)(α)  Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο

 (i)  Μεταγενέστερη αίτηση, ή

 (ii)  νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,

 

ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

 

(β)  Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.

 

(2)  Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης.  Ο Προϊστάμενος, λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

 

(3)(α)  Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

 

Νοείται ότι σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

         

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -

 

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.»

 

Το δε άρθρο 12Βτετράκις(2) προνοεί ότι: (οι υπογραμμίσεις του παρόντος Δικαστηρίου)

         

«Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνο εάν-

[..]

 

(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας ή [.]».

 

Με βάση τα πιο πάνω, είναι σαφές ότι με την υποβολή μεταγενέστερου αιτήματος από αιτητή/τρια ασύλου, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης, με σκοπό να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον/την αιτητή/τρια νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία δεν λήφθηκαν υπόψη στα πλαίσια εξέτασης της αρχικής του/της αίτησης. Στην περίπτωση που διαπιστωθεί ότι δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, τότε η αίτηση κρίνεται απαράδεκτη χωρίς επί της ουσίας εξέταση. Αντίθετα εάν διαπιστωθεί από τον Προϊστάμενο ότι υποβλήθηκαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση μόνο εφόσον τα υποβληθέντα από τον/την αιτητή/τρια νέα στοιχεία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας και εφόσον ο Προϊστάμενος ικανοποιείται ότι ο/η αιτητής/τρια αδυνατούσε να υποβάλει τα συγκεκριμένα στοιχεία κατά τη προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Δικαστήριο.

 

Είναι απολύτως αντιληπτό ότι η μεταγενέστερη αίτηση εξετάζεται ως ένα μεταγενέστερο διάβημα, στα πλαίσια της αρχικής αίτησης που αποφασίστηκε ήδη από το αρμόδιο όργανο. Ο Προϊστάμενος, αρχικά, έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη του όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν και να προβεί σε μια συγκριτική εξέταση της αρχικής αίτησης του Αιτητή με την μεταγενέστερή του αίτηση ώστε να διαφανεί εάν με την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησης ο Αιτητής για πρώτη φορά προβάλλει τέτοια στοιχεία ή ισχυρισμούς, τα οποία χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης.

 

Για σκοπούς εξέτασης της παρούσας υπόθεσης θεωρώ χρήσιμο όπως καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που ο Αιτητής προέβαλε σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ’ ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας.

 

Στην αρχική αίτηση που υπέβαλε στην Υπηρεσία Ασύλου, ο Αιτητής δήλωσε πως μετά την άφιξή του στη Δημοκρατία, ο εργοδότης του δεν είχε εργασία να του δώσει και ως εκ τούτου δεν πληρώθηκε, με συνέπεια να μην μπορεί να αποπληρώσει το χρέος που έχει στη χώρα του.

 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, ο Αιτητής επιβεβαίωσε ως ορθά τα όσα κατέγραψε στην αίτησή του και ανέφερε πως εγκατέλειψε τη χώρα του με σκοπό να εργαστεί και να στηρίξει την οικογένειά του. Δήλωσε επίσης πως αναχώρησε από τη χώρα του νόμιμα και πως εργάστηκε στη Δημοκρατία ως οικιακός βοηθός για μία εβδομάδα και πως εάν είχε τη δυνατότητα να συνεχίσει να εργάζεται δεν θα προέβαινε σε υποβολή αίτησης διεθνούς προστασίας. Ο Αιτητής ανέφερε σε σχετική ερώτηση πως δεν ανήκει ο ίδιος ή μέλος της οικογένειάς του σε κάποια πολιτική, θρησκευτική, στρατιωτική, εθνοτική ή κοινωνική οργάνωση ή ομάδα στη χώρα καταγωγής του. Ερωτηθείς για τις συνέπειες σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα του, ο Αιτητής αναφέρθηκε μόνο σε οικονομικής φύσεως προβλήματα και εξέφρασε την επιθυμία να παραμείνει στη Δημοκρατία για ακόμη 5 με 6 χρόνια για να εργαστεί.

 

Η Υπηρεσία Ασύλου στη βάση των πιο πάνω ισχυρισμών απέρριψε το αίτημα του Αιτητή, καθότι, παρά το ότι οι ισχυρισμοί που αφορούσαν σε οικονομικούς λόγους για τους οποίους αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα του του έγιναν αποδεκτοί, κρίθηκε ότι δεν εμπίπτουν στις απαιτούμενες προϋποθέσεις για αναγνώριση καθεστώτος πρόσφυγα (άρθρο 3, του Ν.6 (Ι)/2000) ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19, του Ν.6 (Ι)/2000). 

 

Ο Αιτητής άσκησε το δικαίωμά του σε πραγματική προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας καταχωρώντας δια συνηγόρου την υπ΄ αριθμό 2080/23 προσφυγή την οποία ωστόσο αυτοβούλως απέσυρε σε μεταγενέστερο στάδιο.

 

Στις 06/12/2023 ο Αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση μέσω της οποίας επανέλαβε πως δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα του, επειδή χρωστά ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, δεν έχει σπίτι και επειδή η οικογένειά του στηρίζεται οικονομικά σε αυτόν. Προσέθεσε πως έχει δύο παιδιά και πως οι γονείς του μένουν μαζί του. Προέβαλε τον νεοφανή ισχυρισμό ότι εκκρεμεί υπόθεση πολιτικής φύσεως εναντίον του στο Μπαγκλαντές και ανέφερε ότι θα επιστρέψει όταν αποπληρώσει το δάνειό του και όταν ολοκληρωθεί η εν λόγω υπόθεση, καθότι εάν επιστρέψει την παρούσα χρονική στιγμή θα κινδυνέψει η ζωή του.

 

Στην βάση των δηλώσεων του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός εισηγήθηκε την απόρριψη της μεταγενέστερης του αίτησης ως απαράδεκτης, δεδομένου ότι, οι οικονομικοί λόγοι για τους οποίους επιθυμεί να παραμείνει στη Δημοκρατία δεν συνδέονται με τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας, ενώ οι καινοφανείς ισχυρισμοί που προέβαλε, δεν υποβλήθηκαν λόγω δικής του υπαιτιότητας κατά τα προηγούμενα στάδια εξέτασης της αίτησής του. Ειδικότερα σημειώνει πως ενώ είχε την ευκαιρία να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς αυτούς στην προσφυγή που καταχώρισε ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, δεν το έπραξε, αφού προέβη σε απόσυρσή της.

 

Ενώπιον του Δικαστηρίου ο Αιτητής επανέλαβε τα οικονομικής φύσεως προβλήματα που αντιμετωπίζει, ενώ προέβαλε ότι ήταν παρόν το 2018 σε διαδήλωση με βομβιστικές επιθέσεις και βανδαλισμούς εναντίον της αστυνομίας και εξαιτίας αυτού εκκρεμεί μία ψευδής δικαστική υπόθεση εναντίον του. Ισχυρίστηκε ότι κατά την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησής του κατέθεσε υποστηρικτικά έγγραφα στην Υπηρεσία Ασύλου, η οποία δεν τα αποδέχτηκε και υποστηρίζει πως εσφαλμένα η Υπηρεσία Ασύλου έκρινε ότι δεν προσκόμισε νέα στοιχεία.

 

Από τα ενώπιόν μου δεδομένα, καθώς και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ως εκτέθηκε ανωτέρω, προκύπτει ότι πράγματι, με την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησής του, ο Αιτητής ανέφερε για πρώτη φορά ισχυρισμό περί υπόθεσης εναντίον του, χωρίς ωστόσο να δίνει οποιεσδήποτε λεπτομέρειες για την εν λόγω υπόθεση και ουδεμία αναφορά κάνει σε ύπαρξη σχετικών εγγράφων. Ο εν λόγω ισχυρισμός τέθηκε από τον Αιτητή γενικά και αόριστα και κατά το στάδιο της ακρόασης, κατά το οποίο αναφέρθηκε σε παρουσία του σε διαδήλωση χωρίς και πάλι να δίνει περαιτέρω πληροφορίες. Ανέφερε επίσης ότι η υπόθεση αφορά το 2018 και επομένως χρονολογία προγενέστερη της άφιξής του στη Δημοκρατία, ενώ ισχυρίστηκε ότι κατέχει έγγραφα, τα οποία ωστόσο δεν διαφαίνεται να προσκόμισε στην Υπηρεσία Ασύλου, αλλά ούτε και ενώπιον του Δικαστηρίου, ενώ θα μπορούσε να το πράξει μέσω της ορθής δικονομικής οδού. Αξίζει να σημειωθεί επίσης πως στο έντυπο μεταγενέστερης αίτησης που υπέβαλε ο Αιτητής στην Υπηρεσία Ασύλου, στο πεδίο όπου καταγράφονται προσκομισθέντα έγγραφα, δεν καταγράφεται και δεν προκύπτει οποιαδήποτε αναφορά του σε οποιοδήποτε έγγραφο. Όπως ορθά επεσήμανε η Υπηρεσία Ασύλου, ο Αιτητής κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 11/10/2022 αναφέρθηκε μόνο σε οικονομικής φύσεως προβλήματα και ουδεμία αναφορά έκανε σε πολιτική υπόθεση που εκκρεμεί εναντίον του. Λαμβάνοντας υπόψη τον ισχυρισμό που προέβαλε ο Αιτητής ενώπιον Δικαστηρίου, ότι η υπόθεση αφορά το έτος 2018, κρίνω ότι είχε την ευκαιρία να αναφέρει τον εν λόγω ισχυρισμό τόσο στην αρχική του αίτηση, όσο και κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του κατά την οποία του τέθηκαν αρκετές σχετικές ερωτήσεις, ακόμα δε και κατά την αρχική προσφυγή του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά της απορριπτικής απόφασης επί της αρχικής του αίτησης, την οποία ωστόσο αυτοβούλως απέσυρε. Συνεπώς, ορθά οι Καθ’ ων έκριναν την μεταγενέστερη αίτησή του ως απαράδεκτη στη βάση του ότι οι ισχυρισμοί του δεν αποτελούν νέα στοιχεία και περαιτέρω, ο Αιτητής, λόγω δικής του υπαιτιότητας δεν προέβαλε τους εν λόγω ισχυρισμούς κατά τα προηγούμενα στάδια εξέτασης της αίτησής του. Δεν διαφαίνεται ότι θα μπορούσαν οι Καθ’ ων η αίτηση να αποφασίσουν κάτι άλλο πέραν από το ότι η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή είναι απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 16Δ και 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν6(Ι)/2000 ως έχει τροποποιηθεί.

 

Κρίνω με το ενώπιον μου υλικό ότι οι Καθ’ ων η αίτηση αξιολόγησαν δεόντως όλους τους ισχυρισμούς του Αιτητή, κατά συνέπεια ορθά απέρριψαν την αίτηση ως απαράδεκτη. Ο Αιτητής σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν εξέφρασε οποιοδήποτε φόβο που να σχετίζεται με το πρόσωπό του, οι λόγοι που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του όπως ξεκαθαρίστηκαν στην συνέντευξή του ήταν οικονομικοί, λόγοι που επανέλαβε και κατά την ενώπιον μου διαδικασία και οι οποίοι σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να τον υπαγάγουν στην έννοια του πρόσφυγα.  Ο Αιτητής δια του συνηγόρου του δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει τον ισχυρισμό του περί εκκρεμούσας δικαστικής υπόθεσης εναντίον του και να τεκμηριώσει ότι δεν προέβαλε τον εν λόγω ισχυρισμό λόγω δίκης του υπαιτιότητας καθ’ όλη τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης ασύλου του. Στη βάση των πιο πάνω, απορρίπτονται οι ισχυρισμοί που προβάλλονται από το συνήγορό του, και δη ο ισχυρισμός περί εσφαλμένης κρίσης των Καθ’ων η αίτηση να απορρίψει ως απαράδεκτη την αίτηση του Αιτητή χωρίς δικαίωμα ακρόασης.

 

Το αρμόδιο όργανο εξετάζοντας την μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή, οφείλει να λάβει υπόψη του κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός. Είναι πάγια νομολογημένο ότι δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. 2 Α.Α.Δ. 120).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή έρευνα.

 

Λαμβάνοντας υπόψη μου το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων και δεδομένων, κρίνω ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πάσχει η ορθότητα αλλά και η νομιμότητα της απόφασης των Καθ’ ων η Αίτηση. Δεν προβλήθηκαν και δεν αποδείχθηκαν ισχυρισμοί, σε κανένα στάδιο της διαδικασίας, οι οποίοι θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε υπαγωγή του Αιτητή στις διατάξεις των άρθρων 3 ή 19 του περί Προσφύγων Νόμου και τα όσα κατέγραψε στη μεταγενέστερη αίτηση του δεν πληρούσαν τα κριτήρια που τίθενται από το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου, ώστε η μεταγενέστερη να κριθεί παραδεκτή και η διοίκηση να προβεί σε ουσιαστική εξέταση τους.

 

Τέλος δεν διαφεύγει της προσοχής μου ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, με την ΚΔΠ 166/23, αλλά και με την ΚΔΠ 191/24 καθόρισε τη χώρα καταγωγής του Αιτητή ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιείται βάση της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Καταλήγω ότι το μεταγενέστερο αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε πλήρως και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματός του ως απαράδεκτο, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της ήταν απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε το μεμπτό, ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και είναι επαρκώς αιτιολογημένη.

 

Ως εκ τούτου η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1.500 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

                                                         

                                                                    Α.Α. ΑΓΡΟΤΗ  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο