ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: 1469/23

 

7 Αυγούστου, 2024

[Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

I.Β.

Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της

Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

 

Κ. Κουπαρή (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή

Μ. Τρεμούρη (κα) για Ν. Ιερωνυμίδης (κος), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ 

 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π:  Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 28/04/2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

 

Τα ουσιώδη γεγονότα της παρούσας υπόθεσης έχουν ως ακολούθως:

 

Ο Αιτητής είναι ενήλικας, υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (από τούδε και στο εξής, «Λ.Δ.Κ.») και εισήλθε παράνομα στα ελεγχόμενα από την Κυπριακή Δημοκρατία εδάφη στις 24/11/2019.

 

Στις 14/01/2020 ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση διεθνούς προστασίας και στις 03/04/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός του. Στις 24/04/2023 ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών διοικητικό λειτουργό να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος στις 28/04/2023 την ενέκρινε και απέρριψε το αίτημα του Αιτητή.

 

Στις 10/05/2023 η Υπηρεσία Ασύλου συνέταξε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης, την οποία ο Αιτητής παρέλαβε προσωπικά αυθημερόν.

 

Ο Αιτητής καταχώρησε δια της συνηγόρου του την υπό κρίση προσφυγή στις 16/05/2023.

 

Δια της γραπτής αγόρευσης της συνηγόρου του, ο Αιτητής προωθεί ως λόγους ακύρωσης την έλλειψη δέουσας έρευνας και επαρκούς αιτιολογίας ως προς τους λόγους μη υπαγωγής του Αιτητή σε συμπληρωματική προστασία υπό το εδάφιο β του άρθρου 19 του Περί Προσφύγων Νόμου. Υποστήριξε ακόμη ότι η απόφαση των Καθ’ων η αίτηση λήφθηκε κατά παράβαση της νομοθεσίας,  με πλάνη περί το νόμο και κατάχρηση εξουσίας.

 

Οι Καθ' ων η αίτηση, με τη Γραπτή τους Αγόρευση, διατείνονται ότι οι λόγοι ακύρωσης εγείρονται κατά παράβαση του Κανονισμού 7 του Ανώτατου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962 και αιτούνται όπως να μην ληφθούν υπόψη, λόγω αοριστίας. Επικουρικώς δε υποβάλλουν ότι η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος, των Νόμων και Κανονισμών, μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, σύμφωνα με τις γενικές αρχές διοικητικού δικαίου και είναι δε επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.

Με την απαντητική της αγόρευση, η συνήγορος του Αιτητή απορρίπτει όσα αναπτύσσουν οι Καθ’ων η αίτηση στην γραπτή τους αγόρευση, υποστηρίζει πως το βάρος απόδειξης μεταφέρεται στην Διοίκηση όταν αποδεικνύεται πρότερη δίωξη, πως σε περίπτωση επιστροφής του υπάρχει βάσιμος λόγος να υποστεί εκ νέου μεταχείριση που δύναται να παραβιάζει το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ και πως οι Καθ’ων η αίτηση δεν κατάφεραν να αποσείσουν το βάρος απόδειξης που έχουν καθότι δεν προέβαλαν κανένα λόγο για τον οποίο η ατομική δίωξη του Αιτητή δεν θα επαναληφθεί σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του.

 

Θα προχωρήσω με την εξέταση των εν λόγω ισχυρισμών, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο, εκτός της νομιμότητας, και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν και την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου (βλ. άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018).

 

Περί τούτου, κρίνω σκόπιμη την παράθεση αρχικά των ισχυρισμών του Αιτητή, ως αυτοί προβλήθηκαν καθ' όλη τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός του και οι οποίοι συμπεριλαμβάνονται στο περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.

 

Κατά το στάδιο της  υποβολής της αίτησής του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, ο Αιτητής ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του διότι συμμετείχε σε κίνημα πολιτών επονομαζόμενο «Lucha» ως ενεργός στρατευμένος αντάρτης. Στόχος αυτού του κινήματος ήταν να διεκδικήσει την πραγματική δημοκρατία στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και να διεκδικήσει την αποχώρηση του πρώην Προέδρου Kabila που δεν ήθελε να προκηρύξει εκλογές. Ειδικότερα ήταν μέλος της ομάδας επικοινωνίας του κινήματος Lucha, οπότε μοίραζε φυλλάδια και τοποθετούσε πανό για να ενημερώσει σχετικά με τις πορείες διαμαρτυρίας του κινήματος. Το 2011 οι εκλογές ήταν προβληματικές και το 2018 το κίνημα οργάνωσε αρκετές πορείες διαμαρτυρίας αφού ανακάλυψε «μυστικές συμφωνίες» μεταξύ του πρώην προέδρου Kabila και του νυν προέδρου Tshiekkedi, με συνωμοσία του Kabila να λάβει προστασία από τoν Tshiekkedi  έναντι υψηλόβαθμων δημοσίων υπαλλήλων. Αυτές τις «μυστικές συμφωνίες» τις κατήγγειλαν τα μέλη της οργάνωσης (μεταξύ τους και ο Αιτών) στις οργανωμένες πορείες διαμαρτυρίας μας. Από αυτό το σημείο και μετά η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών της Λ.Δ.Κ. αρχίζει να καταδιώκει τον Αιτητή. Η ζωή του βρισκόταν σε τέτοιο κίνδυνο που η γυναίκα και η κόρη του δολοφονήθηκαν από άγνωστα άτομα επειδή o Αιτητής διέφευγε τη σύλληψη. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο αναζήτησε μια χώρα όπου θα μπορούσε καταφύγει σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης. (ερ. 1 του διοικ. φακέλου).

 

Κατά τη συνέντευξή του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, τα πρακτικά της οποίας βρίσκονται κατατεθειμένα ως ερυθρά 37-53 του διοικητικού φακέλου, τέθηκαν στον Αιτητή γενικές ερωτήσεις που αφορούν την ταυτότητα, το προφίλ, την χώρα καταγωγής, την εκπαίδευση, την οικογενειακή κατάσταση και  την επαγγελματική εμπειρία αυτού. Ο Αιτητής δήλωσε ότι είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (εφεξής: Λ.Δ.Κ.), είναι έγγαμος και χριστιανός στο θρήσκευμα, πατέρας δυο παιδιών που διαμένουν με τη μητέρα τους στην Kinshasa και ότι η περιοχή καταγωγής και προηγούμενης συνήθους διαμονής του είναι η πρωτεύουσα Kinshasa στη χώρα καταγωγής του. Είναι απόφοιτος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στις εμπορικές επιστήμες και τη διοίκηση επιχειρήσεων κι εργαζόταν στην ζυθοποιία Bralima (μέρος του δικτύου της Haineken) ως εμπορικός διευθυντής από το 2006 μέχρι και το 2019.

 

 Αναφορικά με τον λόγο που τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι διωκόταν από την κυβέρνηση της Λ.Δ.Κ. ως μέλος του κινήματος “Lucha”. Ειδικότερα, δήλωσε πως κατά το έτος 2016 η ζυθοποιία στην Boma στην οποία εργαζόταν ως εμπορικός διευθυντής έκλεισε και ο ίδιος μεταφέρθηκε στο παράρτημα της Goma. Κατά την διαμονή του στην Goma, ένας πελάτης του μίλησε για το κίνημα Lucha και για το τι αυτοί κάνουν το οποίο φάνηκε ενδιαφέρον στον Αιτητή ο οποίος αποφάσισε τον Φεβρουάριο του 2017 να γίνει μέλος του εν λόγω κινήματος. Αναφορικά με την θέση που κατείχε στο κίνημα δήλωσε πως ήταν υπεύθυνος για την προώθηση των δράσεων(διαμαρτυριών/διαδηλώσεων) του κινήματος (communicator), τον διαμοιρασμό φυλλαδίων και την τοποθέτηση πανό και πως του ανατέθηκε αυτός ο ρόλος από κάποια μέλη του κινήματος επειδή είχε πολλές διασυνδέσεις.

 

Περαιτέρω, ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως τον Ιούνιο του 2018 συνελήφθη για πρώτη φορά κατά την διάρκεια διαμαρτυρίας που είχαν οργανώσει στην Goma επειδή η κυβέρνηση ήθελε να αναβάλει τις εκλογές, μεταφέρθηκε μαζί με άλλους συλληφθέντες στο αστυνομικό τμήμα όπου κρατήθηκαν για 4 ημέρες κατά την διάρκεια των οποίων ως δήλωσε δέχθηκε κακομεταχείριση. Πρόσθεσε πως οι αστυνομικοί τους έλεγαν να σταματήσουν να ασχολούνται με το κίνημα καθώς και να σταματήσουν να διαδηλώνουν και εν συνεχεία αφέθηκαν ελεύθεροι. Από τον Ιούνιο του 2018  όταν και περιήλθε εις γνώση των αρχών κατά την πρώτη του σύλληψη ότι είναι μέλος του ανωτέρω κινήματος μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2018 όταν και συνελήφθη για δεύτερη φορά  δεν συνέβη κάτι στον ίδιο από τις αρχές της χώρας καταγωγής του λόγω της ανωτέρω πολιτικής του δραστηριότητας.

 

Αναφορικά με την δεύτερη σύλληψη του, δήλωσε πως τον Δεκέμβριο του 2018 μέλη του κινήματος Lucha οργάνωσαν διαδήλωση κατά της επανεκλογής του Kabila, κατά την διάρκεια της οποίας ο ίδιος και άλλα μέλη συνελήφθησαν οδηγήθηκαν στο αστυνομικό τμήμα όπου κρατήθηκαν για 7 ημέρες και εν συνεχεία αφέθηκαν ελεύθεροι. Εν συνεχεία, δήλωσε πως τον Οκτώβριο του 2019 οι γείτονες τον πληροφόρησαν πως ένοπλοι άνδρες με πολιτικά ρούχα μπήκαν στο σπίτι τους και έσπασαν ότι βρήκαν μέσα στο σπίτι. Η γυναίκα του και τα τέκνα του έλειπαν και ο ίδιος ήταν στην δουλειά. Ερωτηθείς για ποιο λόγο οι ανωτέρω άνδρες εισέβαλαν στο σπίτι του τον Οκτώβριο του 2019, ο Αιτητής αποκρίθηκε επειδή είναι μέλος του κινήματος Lucha προσθέτοντας πως δεν έχει κάποια άλλη δραστηριότητα από την οποία θα μπορούσε να δεχθεί ενόχληση.

 

Δήλωσε πως κατά το διάστημα από την δεύτερη σύλληψη του τον Δεκέμβριο του 2018 μέχρι και την εισβολή ένοπλων ανδρών στο σπίτι τους τον Οκτώβριο του 2019 δεν είχε ενοχληθεί ξανά από τις αρχές της χώρας καταγωγής του. Περαιτέρω, ισχυρίστηκε πως ένα βράδυ τρεις εβδομάδες μετά την πρώτη εισβολή άγνωστων ανδρών στο σπίτι του, μια ομάδα άγνωστων ένοπλων ανδρών εισέβαλε για δεύτερη φορά στο σπίτι του και αφού πήραν τις ηλεκτρικές συσκευές της οικίας τον απείλησαν πως αν συνεχίσει να υποστηρίζει το ανωτέρω κίνημα και να συμμετέχει στις δράσεις του θα τον σκοτώσουν. Μετά από αυτό το περιστατικό ο Αιτητής αποφάσισε να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του. Φοβούμενος μήπως εντοπισθεί επειδή αναζητούνταν επίσημα από τις αρχές της χώρας καταγωγής του πήγε μέχρι το Kisangani και από εκεί πήρε πλοίο για την Κινσάσα και μετά πλοίο για το Brazzaville. Η σύζυγος και τα παιδιά του πήγαν στην αδελφή της συζύγου του στην Bakavu και σήμερα διαμένουν στην Κινσάσα.

 

Ερωτηθείς τι πιστεύει ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του δήλωσε πως κινδυνεύει να συλληφθεί και να δολοφονηθεί από την κυβέρνηση που επί του παρόντος βρίσκεται στην εξουσία.

 

Οι ισχυρισμοί του Αιτητή αξιολογήθηκαν από τον αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος εντόπισε στην Έκθεση - Εισήγησή του τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς που προκύπτουν από τις δηλώσεις του Αιτητή:

 

1.   Ταυτότητα, χώρα καταγωγής και προσωπικά στοιχεία/προφίλ του Αιτητή.

2.   Ο Αιτητής ήταν μέλος του κινήματος Lucha.

3. Ο Αιτητής ισχυρίζεται φόβο δίωξης από τις Αρχές της Λ.Δ.Κ. επειδή ήταν μέλος του κινήματος Lucha.

 

Με παραπομπές στις δηλώσεις του Αιτητή και αναφορές σε διαδικτυακές πηγές, o λειτουργός έκανε αποδεκτό τον πρώτο ισχυρισμό. Αντιθέτως, ο δεύτερος και τρίτο ισχυρισμός δεν έγιναν αποδεκτοί.

 

Σε σχέση με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό , ο λειτουργός επεσήμανε τα κάτωθι: Ο Αιτητής δήλωσε ότι τον Φεβρουάριο του 2017 έγινε μέλος του κινήματος Lucha, ενός μη βίαιου κινήματος που υπερασπίζεται τα δικαιώματα των πολιτών του Κονγκό (Red 46 1x, 45 2x). Ο αιτητής δήλωσε ότι ήταν μέλος της ομάδας επικοινωνίας του κινήματος στην πόλη Goma, όπου ζούσε και εργαζόταν από τότε που εντάχθηκε και ότι ο ρόλος του ήταν να ενημερώνει σχετικώς με μελλοντικές διαδηλώσεις του κινήματος να μοιράζει φυλλάδια και να αναρτά πανό.

 

Σε σχέση με την εσωτερική αξιοπιστία ο λειτουργός έκρινε πως ο Αιτητής δεν παρείχε συγκεκριμένες, επαρκείς και συνεπείς πληροφορίες για πολλές από τις δηλώσεις του. Συγκεκριμένα, ο Αιτητής απέτυχε να παράσχει επαρκείς και συνεπείς πληροφορίες για το λογότυπο του κινήματος Lucha, πληροφορίες στις οποίες μπορεί κανείς εύκολα να έχει πρόσβαση μέσω του ιστότοπού του. Όταν ρωτήθηκε για το θέμα, είπε μόνο ανεπαρκώς και ασυνεπώς ότι το λογότυπο είναι μόνο η λέξη Lucha γραμμένη με πράσινο χρώμα (ερ. 44 Δ.Φ.). Ο Αιτητής ρωτήθηκε συγκεκριμένα εάν εκτός από τη λέξη Lucha, το λογότυπο του κινήματος αποτελείται από άλλα στοιχεία, αλλά ο Αιτητής, σε αντίθεση με τις πληροφορίες που είναι διαθέσιμες στον ιστότοπο του κινήματος, δήλωσε ότι το λογότυπο αποτελείται μόνο από τη λέξη Lucha (ερ. 44 Δ.Φ.). Εύλογα θα περίμενε κανείς από τον αιτούντα να παράσχει συγκεκριμένες και συνεκτικές πληροφορίες για το λογότυπο του κινήματος, αλλά δεν το έπραξε.

 

Επιπλέον, ο Αιτητής απέτυχε να παράσχει επαρκείς και συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με τους πιο σημαντικούς πυλώνες στους οποίους βασίζονται οι αρχές του κινήματος Lucha, καθώς όταν ρωτήθηκε για το θέμα,  δήλωσε γενικά ότι το κίνημα Lucha δεν θέλει να είναι “σκλάβος του παρελθόντος ή του παρόντος” και ότι δεν αναζητούσε εξωτερική οικονομική στήριξη (ερ. 43 Δ.Φ.). Θα περίμενε κανείς εύλογα από ένα μέλος του κινήματος να είναι σε θέση να παρέχει επαρκείς και συνεπείς πληροφορίες για τους σημαντικούς πυλώνες στους οποίους βασίζεται το κίνημα, όπως αναφέρονται στην ιστοσελίδα του κινήματος, αλλά ο λειτουργός έκρινε πως ο Αιτητής παρέλειψε να το πράξει.

 

Επιπλέον, ο Αιτητής δεν παρείχε συνεπείς πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθήσει κάποιος για να γίνει μέλος του κινήματος Luca. Όταν ρωτήθηκε για αυτό το θέμα, ο Αιτητής δήλωσε ότι για να γίνει κάποιος μέλος πρέπει να γνωρίζει κάποιον ο οποίος είναι ήδη μέλος του κινήματος (ερ. 43 Δ.Φ.). Ωστόσο, όταν ζητήθηκε από τον Αιτητή να εξηγήσει γιατί, σύμφωνα με την ιστοσελίδα του κινήματος Lucha, κάποιος μπορεί να συμμετάσχει, απλώς συμπληρώνοντας μια ηλεκτρονική φόρμα αίτησης, εξήγησε ανεπαρκώς ότι τα όσα δήλωσε δεν διαφέρουν από την πραγματικότητα καθώς μπορεί κανείς να λάβει την αίτηση συμμετοχής από τρέχον μέλος (ερ. 42 Δ.Φ.). Εύλογα θα περίμενε κανείς από τον Αιτητή να παράσχει σχετικές πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθήσει κάποιος για να γίνει μέλος του κινήματος, αλλά, κατά τον λειτουργό, δεν το έπραξε.

 

Ο λειτουργός προχώρησε στην διερεύνηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του δεύτερου ισχυρισμού και διαπίστωσε ότι ο ιστότοπος του κινήματος Lucha παρέχει πληροφορίες για το λογότυπο του κινήματος, το οποίο εκτός από τη λέξη Lucha έχει τη φράση «Lutte pour le changement». Επιπλέον, ο ιστότοπος του κινήματος περιέχει την ηλεκτρονική φόρμα αίτησης, που πρέπει να συμπληρώσει κάποιος για να γίνει μέλος, ενώ βρίσκεται στη ΛΔΚ, ενώ η δήλωση πνευματικών δικαιωμάτων του ιστοτόπου χρονολογείται από το 2017. Επιπρόσθετα, ο ιστότοπος του κινήματος παρέχει πληροφορίες για τους σημαντικότερους πυλώνες στους οποίους βασίζονται οι αρχές του κινήματος Lucha, πληροφορίες που δεν επιβεβαιώνουν τις δηλώσεις του αιτούντος για το θέμα (ερ. 60-61 Δ.Φ.).

 

Με βάση τα παραπάνω, ο λειτουργός έκρινε πως δεν αποδεικνύεται η εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του Αιτητή. Επιπλέον, συνοψίζοντας, ο λειτουργός επεσήμανε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή σχετικά με το γεγονός ότι ήταν μέλος του κινήματος Lucha ήταν απροσδιόριστες και ασαφείς κι επομένως η εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του αιτούντος δεν τεκμηριώνεται, προχωρώντας στην απόρριψη του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού.

 

Σε σχέση με τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό, ο λειτουργός έκρινε πως ο Αιτητής δεν παρείχε συγκεκριμένες, επαρκείς και συνεπείς πληροφορίες για να αποδείξει ότι βρισκόταν σε κίνδυνο καθώς διώκονταν από τις αρχές του Κονγκό όντας μέλος του κινήματος Lucha. Συγκεκριμένα, για το θέμα αυτό, τα προβλήματα που αντιμετώπισε από την ένταξη του στο κίνημα τον Φεβρουάριο του 2017 έως τον Νοέμβριο του 2019, όταν έφυγε από τη χώρα, ο Αιτητής ανεπαρκώς και με γενικό τρόπο δήλωσε μόνο ότι μέχρι τον Οκτώβριο του 2019, δηλαδή περίπου ένα μήνα πριν φύγει από τη χώρα καταγωγής του, συνελήφθη δύο φορές από την αστυνομία κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων που οργάνωσε το κίνημα Lucha μαζί με άλλους διαδηλωτές. Ο Αιτητής δήλωσε ότι η πρώτη του σύλληψη έλαβε χώρα τον Ιούνιο του 2018, όταν κι αφέθηκε ελεύθερος μετά από τέσσερις ημέρες αστυνομικής κράτηση και ότι η δεύτερη ήταν τον Δεκέμβριο του 2018, όταν αφέθηκε ελεύθερος μετά από επτά ημέρες αστυνομικής κράτησης. Ο Αιτητής δήλωσε ότι και τις δύο φορές, ο ίδιος και οι συνάδελφοί του διαδηλωτές κρατήθηκαν για συμμετοχή στη διαδήλωση και ότι μετά το πέρας των γεγονότων όταν αποκαταστάθηκε η ειρήνη και η τάξη, αφέθηκαν όλοι ελεύθεροι (ερ. 40-41 Δ.).

 

Ωστόσο, ο αιτών δήλωσε ότι οι αστυνομικές αρχές γνώριζαν, τουλάχιστον από τον Ιούνιο του 2018, ότι ήταν μέλος του κινήματος Lucha (ερ. 41 Δ.Φ.) ωστόσο, εκτός από τις προαναφερθείσες συλλήψεις, είπε ότι μέχρι τον Οκτώβριο του 2019 δεν αντιμετώπισε κανένα άλλο πρόβλημα από τις αρχές (ερ. 39-40 Δ.Φ.), ενώ συνέχισε να εργάζεται στην ζυθοποιία Bralima μέχρι τον Νοέμβριο του 2019, παρόλο που ήταν γνωστό ότι ήταν μέλος της οργάνωσης Lucha (ερ. 41 Δ.Φ.)

 

Επιπλέον, κρίθηκε από τον λειτουργό πως ο Αιτητής δήλωσε αόριστα ότι τον Οκτώβριο του 2019, επειδή ήταν μέλος του κινήματος Lucha, άγνωστα ένοπλα άτομα εισέβαλαν στο οικογενειακό του σπίτι, ενώ ο ίδιος και όλα τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του ήταν απόντες και το κατέστρεψαν. Όταν ρωτήθηκε για το θέμα, ο Αιτητής δήλωσε ότι, επειδή δεν ήταν παρών, μπορούσε μόνο να προσθέσει ότι οι γείτονες του είπαν ότι είδαν ένοπλα άτομα που φορούσαν πολιτικά ρούχα να μπαίνουν στο σπίτι (ερ. 39 Δ.Φ.). Ο Αιτητής δεν παρείχε επαρκείς και συγκεκριμένες πληροφορίες που θα μπορούσαν να αποδείξουν ότι το γεγονός αυτό συνδέθηκε με το γεγονός ότι ήταν μέλος του κινήματος Luca, καθώς όταν του ζητήθηκε να παράσχει πρόσθετες πληροφορίες για το θέμα, δήλωσε ανεπαρκώς ότι έτσι πιστεύει ο ίδιος, επειδή εκτός από το κίνημα Lucha, δεν είχε άλλη δραστηριότητα που θα μπορούσε να διαταράξει την κοινωνική του ζωή κι επιπλέον πολλά άλλα μέλη πριν από αυτόν ήταν επίσης στόχοι (ερ. 39 Δ.Φ.).

 

Ακόμη ο Αιτητής  δήλωσε με γενικό τρόπο ότι τρεις εβδομάδες μετά, ένοπλοι μασκοφόροι κλέφτες μπήκαν στο σπίτι της οικογένειας του, αυτή τη φορά ενώ αυτός και η οικογένειά του ήταν παρόντες, πήραν τις ηλεκτρικές συσκευές του νοικοκυριού και προειδοποίησαν τον Αιτητή ότι αν συνεχίσει να συμμετέχει στο κίνημα Lucha, θα έβαζαν τέλος στη ζωή του (ερ. 45 Δ.Φ.). Ο Αιτητής πρόσθεσε ότι μετά από αυτό το περιστατικό, καταζητήθηκε από τις αρχές, επομένως αποφάσισε τον Νοέμβριο του 2019 να διαφύγει από τη χώρα.

 

Κρίθηκε πως ο Αιτητής δεν παρείχε επαρκείς και συγκεκριμένες πληροφορίες που θα μπορούσαν να αποδείξουν ότι καταζητείται από τις αρχές του Κονγκό, τον Νοέμβριο του 2019, καθώς όταν ρωτήθηκε εάν συνέβη κάτι συγκεκριμένο τους τελευταίους μήνες του 2019, που θα έκανε τις αρχές να θέλουν να τον συλλάβουν, δεδομένου ότι γνώριζαν ήδη, τουλάχιστον από τον Ιούνιο του 2018, ότι ήταν μέλος του κινήματος Lucha, ο Αιτητής δήλωσε ανεπαρκώς μόνο ότι δεν γνωρίζει (ερ. 38 Δ.Φ.), ενώ επίσης δεν γνώριζε εάν εκκρεμούσε σε βάρος του ένταλμα σύλληψης (ερ. 38 Δ.Φ.). Ζητήθηκε από τον Αιτητή να παράσχει πρόσθετες πληροφορίες, σχετικά με το λόγο για τον οποίο υποστήριξε ότι καταζητείται επισήμως από τις αρχές του Κονγκό, αλλά ο Αιτητής δήλωσε μόνο αόριστα και ανεπαρκώς ότι έχει αυτήν την άποψη επειδή , κατά την κρίση του, έγιναν όλα τα παραπάνω για να τον συλλάβουν (ερ. 39 Δ.Φ.), Κατά τον λειτουργό, εύλογα θα περίμενε κανείς από τον Αιτητή να παράσχει επαρκείς και συγκεκριμένες πληροφορίες που θα αποδείκνυαν ότι βρισκόταν σε κίνδυνο καθώς διωκόταν από τις Αρχές της Λ.Δ.Κ. επειδή ήταν μέλος του κινήματος Lucha, αλλά ο Αιτητής δεν κατάφερε να το καταδείξει.

 

Ο λειτουργός κατέφυγε εν συνεχεία σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σύμφωνα με τις οποίες η εξωτερική αξιοπιστία του τρίτου ισχυρισμού επιβεβαιώνεται. Ωστόσο, κατά τον λειτουργό δεν επιβεβαιώνεται η εσωτερική αξιοπιστία του τρίτου ισχυρισμού λόγω των μη λεπτομερών και μη συγκεκριμένων δηλώσεων του Αιτητή κι ως εκ τούτου και ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός κρίθηκε απορριπτέος.

 

Στη συνέχεια, ο λειτουργός προέβη σε αξιολόγηση κινδύνου και νομική ανάλυση επί τη βάσει του μοναδικού αποδεδειγμένου ουσιώδους πραγματικού περιστατικού που προέκυψε από τις δηλώσεις του Αιτητή, ήτοι της ταυτότητας, του προφίλ και της χώρα καταγωγής του, καθώς επίσης και επί τη βάσει των σχετικών πληροφοριών για την περιοχή καταγωγής και προηγούμενης συνήθους διαμονής του, και διαπίστωσε ότι δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να υποβληθεί σε μεταχείριση η οποία θα μπορούσε να ανέλθει σε επίπεδο δίωξης η σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής του στην πόλη Kinshasa της Λ.Δ.Κ.  Ο λειτουργός των Καθ' ων η Αίτηση προέβη σε αξιολόγηση του νομοθετικού πλαισίου για το προσφυγικό καθεστώς, καθώς επίσης και αυτό της συμπληρωματικής προστασίας, σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς του Αιτητή, προκειμένου να εξακριβωθεί εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του Αιτητή σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

Ως αναφέρεται στην έκθεση εισήγηση, βάσει των ισχυρισμών του Αιτητή, του προσωπικού του προφίλ και της αξιολόγησης κινδύνου, δεν τεκμηριώνεται φόβος δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης, του άρθρου 2(δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (από τούδε και στο εξής, «η Οδηγία») και του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου ο Αιτητής δεν δικαιούται το καθεστώς του πρόσφυγα. Επιπλέον, κρίθηκε ότι ο κίνδυνος που μπορεί να αντιμετωπίσει ευλόγως ο Αιτητής κατά την επιστροφή του στη Λ.Δ.Κ. δεν συνιστά πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 15(α) της Οδηγίας, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ως πραγματικός κίνδυνος βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας δυνάμει του άρθρου 15(β) της Οδηγίας.

 

Αναφορικά με το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ο λειτουργός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη Λ.Δ.Κ. και ειδικότερα στην πόλη Kinshasa, ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, υπό την έννοια της σοβαρής και προσωπικής απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας ως άμαχος, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, καθότι η περιοχή της Kinshasa της Λ.Δ.Κ. δεν βρίσκεται σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. Ως εκ τούτου, o λειτουργός κατέληξε ότι ο Αιτητής δεν δικαιούται ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Από τα ανωτέρω κρίνω ότι έγινε δέουσα έρευνα πριν τη λήψη της επίδικης απόφασης, η αιτιολόγηση της οποίας συμπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου ως ανωτέρω αναλύεται (βλ. άρθρο 29 του Ν. 158(Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 371 και Στέφανος Φράγκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).  Είναι δε πάγια νομολογημένο ότι η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (βλ. Motorways Ltd v. Δημοκρατίας Α.Ε. 2371/25.6.99).  Εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, μετά από μελέτη της εισηγητικής έκθεσης, ενέκρινε την εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και ορθά και νόμιμα απορρίφθηκε το αίτημα του Αιτητή. Η έρευνα που είχε προηγηθεί ήταν επαρκής και είχαν συλλεγεί και διερευνηθεί όλα τα ουσιώδη στοιχεία σε συνάρτηση πάντα με τους ισχυρισμούς που είχε προβάλει ο Αιτητής, όπως αναλύεται ανωτέρω. Ως εκ τούτου, απορρίπτω τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν από τον συνήγορο του Αιτητή και αφορούν στην έλλειψη δέουσας έρευνας και στην παράθεση εσφαλμένης αιτιολογίας της επίδικης απόφασης.

 

Πέραν των ανωτέρω, ούτε κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της παρούσας υπόθεσης, ο Αιτητής προσκόμισε επιπρόσθετη μαρτυρία ή στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι λανθασμένα κρίθηκε η αξιοπιστία του και ότι έχει γνήσιο αίτημα διεθνούς προστασίας.

 

Τονίζω δε ότι το βάρος απόδειξης του αιτήματός του βαραίνει αρχικά τον ίδιο τον Αιτητή (Άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου). Σύμφωνα δε με την παράγραφο 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια του Καθεστώτος των Προσφύγων (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«(α) Ο αιτών πρέπει:

(Ι) Να λέει την αλήθεια και να παρέχει κάθε βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής του.

(ΙΙ) Να προσπαθεί να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του με κάθε διαθέσιμο αποδεικτικό μέσο και να δώσει ικανοποιητική εξήγηση για τυχόν ελλείψεις τους. Εάν παρουσιασθεί ανάγκη, πρέπει να προσπαθήσει να προσκομίσει πρόσθετα αποδεικτικά μέσα.

(ΙΙΙ) Να δώσει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τον ίδιο και τις προηγούμενες εμπειρίες του, τόσο λεπτομερειακά όσο είναι αναγκαίο, ώστε να δοθεί στον εξεταστή η δυνατότητα να διαπιστώσει τη συνδρομή των σχετικών γεγονότων. Πρέπει ακόμη να κληθεί να δώσει μια συναφή εξήγηση ως προς όλους τους λόγους που επικαλείται για να υποστηρίξει την αίτηση για το καθεστώς του πρόσφυγα και να απαντήσει σε όσες ερωτήσεις του τεθούν

 

Κατά συνέπεια, στη προκειμένη περίπτωση, κρίνω ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του Αιτητή εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που δικαιολογούν την θεμελίωση δικαιολογημένου φόβου δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου.  Επίσης, με βάση το προσωπικό του προφίλ υπό το φως των ισχυρισμών που ο ίδιος προώθησε, δεν θεωρώ ότι σε περίπτωση επιστροφής του υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως η εν λόγω έννοια ορίζεται στο άρθρο 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ειδικότερα, εκ των όσων παρατέθηκαν ανωτέρω, διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για την υπαγωγή του σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των προνοιών του άρθρου 19(2) (α) και (β) του περί  Προσφύγων Νόμου, καθότι ως αναφέρθηκε και ανωτέρω, δεν τεκμηριώνεται από τους ισχυρισμούς του Αιτητή παρελθούσα δίωξη, ούτε στοχοποίησή του από οποιονδήποτε κρατικό ή μη κρατικό δρώντα. Προκειμένου δε να εφαρμοστούν οι πρόνοιες των συγκεκριμένων άρθρων και να υπαχθεί αιτητής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει αυτών, απαιτείται υψηλός βαθμός εξατομίκευσης των περιστάσεων που σχετίζονται με τον επικαλούμενο φόβο.[1] Στην παρούσα υπόθεση δεν διαπιστώνω να συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις.

 

Αναφορικά με την υπαγωγή του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιακρίτως ασκούμενης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619) όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité vCommissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλ. K.A.B. v. Sweden, 886/11,05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της αδιακρίτως ασκούμενης βίας και της ένοπλης σύρραξης και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Εν προκειμένω, σύμφωνα με τις δηλώσεις του Αιτητή και βάσει της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του ως παρατέθηκε ανωτέρω, η περιοχή της προηγούμενης συνήθους διαμονής του στη χώρα καταγωγής του ήταν η πρωτεύουσα Kinshasa της ομώνυμης επαρχίας της Λ.Δ.Κ.. Προκειμένου δε να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα του Αιτητή, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί σε αυτήν και συγκεκριμένα στην πρωτεύουσα Kinshasa της ομώνυμης επαρχίας, η οποία, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, θεωρείται η περιοχή της προηγούμενης συνήθους διαμονής του.

Ειδικότερα, η κατάσταση ασφαλείας στην Κινσάσα, την πρωτεύουσα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, είναι ανησυχητική. Στις 19 Μαΐου 2024, σημειώθηκε αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος που είχε στόχο τον πρόεδρο Felix Tshisekedi. Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων, συνελήφθησαν πάνω από 50 άτομα, μεταξύ αυτών και αρκετοί αλλοδαποί, συμπεριλαμβανομένων τριών Αμερικανών πολιτών.[2][3]

 

Στις αρχές Ιουνίου, σημειώθηκαν βίαιες διαδηλώσεις ενάντια στην αποτυχία της διεθνούς κοινότητας να αντιμετωπίσει την κρίση στην ανατολική Λ.Δ.Κ., όπου οι συγκρούσεις μεταξύ των ένοπλων ομάδων, όπως η M23, και των κυβερνητικών δυνάμεων έχουν ενταθεί, οδηγώντας σε μαζικές μετακινήσεις πληθυσμού και σοβαρές ανθρωπιστικές κρίσεις. Η ένταση στην Κινσάσα έχει επίσης επηρεαστεί από τις γενικότερες αναταραχές στην ανατολική χώρα, με τις δυνάμεις ασφαλείας να αναδιατάσσονται και να υπάρχει κενό ασφαλείας σε ορισμένες περιοχές, γεγονός που επιδεινώνει την κατάσταση.[4][5]

 

Πρέπει να επισημανθεί ότι δεν δραστηριοποιούνται μη κρατικοί ένοπλοι φορείς στην Kinshasa, αλλά μόνον στις ανατολικές περιοχές της Λ.Δ.Κ.[6]

 

Ως προς τον αριθμό των περιστατικών ασφαλείας γενικότερα στην επαρχία Kinshasa, ήτοι στην περιοχή προηγούμενης συνήθους διαμονής του Αιτητή, παρατίθενται αριθμητικά δεδομένα από την βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project). Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 27 Μαΐου 2023 και 24 Μαΐου  2024, στην εν λόγω  περιοχή καταγράφηκαν από την εν λόγω βάση δεδομένων συνολικά 98 περιστατικά ασφαλείας εκ των οποίων προέκυψαν 66 απώλειες ανθρωπίνων ζωών. Πιο αναλυτικά, 7 εξ αυτών καταγράφηκαν ως μάχες (με 21 απώλειες),  22 ως περιστατικά χρήσης βίας κατά αμάχων (με 44 απώλειες), 25 ως εξεγέρσεις (με 1 απώλεια), 44 ως διαμαρτυρίες (καμία απώλεια), ενώ δεν καταγράφηκαν περιστατικά εκρήξεων / απομακρυσμένης χρήσης βίας.[7] Σημειωτέον δε ότι ο πληθυσμός της επαρχίας Kinshasa καταγράφεται στους 14.565.700 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση που έλαβε χώρα το έτος 2020.[8]

 

Κατά συνέπεια, παρότι γενικότερα η κατάσταση στη Λ.Δ.Κ. παραμένει ασταθής, η επαρχία Kinshasa, όπου ανήκει γεωγραφικά η πρωτεύουσα Kinshasa, την οποία το Δικαστήριο θεωρεί ως την περιοχή της προηγούμενης συνήθους διαμονής του Αιτητή, δεν φαίνεται να πλήττεται σε τέτοιο βαθμό από συγκρούσεις και περιστατικά βίας, τα οποία να ανάγονται σε τόσο υψηλό επίπεδο, ώστε να θεωρούνται ότι πληρούν το όριο του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας, ως αυτό ερμηνεύθηκε από το ΔΕE.[9]  Λαμβάνοντας υπόψιν και τις ιδιαίτερες περιστάσεις του Αιτητή, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτός θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του και συγκεκριμένα στην πρωτεύουσα Kinshasa.

 

Επομένως, στη βάση των όσων αναλύθηκαν ανωτέρω, κρίνω πως ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πάσχει η ορθότητα και νομιμότητα της επίδικης απόφασης και ότι στο πρόσωπό του πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στο καθεστώς του πρόσφυγα ή της παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(Ι)/2000) και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.

 

Ως εκ τούτου, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Επιδικάζονται €800 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] CJEU, C- 465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji v.  Staatssecretaris van Justitie, ECLI:EU:C:2009:94,  <https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=76788&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=5184758> (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 25/06/2024):  «32. Συναφώς, παρατηρείται ότι οι όροι «θανατική ποινή», «εκτέλεση» καθώς και «βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτούντος» του άρθρου 15, στοιχεία α΄ και β΄, της οδηγίας, χαρακτηρίζουν περιπτώσεις στις οποίες ο αιτών επικουρική προστασία διατρέχει ειδικώς τον κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής. 33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης

[2] Associated Press. (19 Μαϊου 2024). Congolese army says it has foiled a coup. Self-exiled opposition leader threatens president, προσβάσιμο σε https://apnews.com/article/congo-kinshasa-gunfire-1a148e35f0cbbae14b2101413f788708 ,  (ημ. τελευταίας πρόσβασης 25.06.2024)

[3] U.S. Embassy Kinshasa. (2024). Security Alert – Kinshasa, Democratic Republic of the Congo, προσβάσιμο σε https://cd.usembassy.gov/security-alert-kinshasa-democratic-republic-of-the-congo-121021/ (ημ. τελευταίας πρόσβασης 25.06.2024)

[4] Security Council Report. (2024). Democratic Republic of the Congo, June 2024 Monthly Forecast, προσβάσιμο σε https://www.securitycouncilreport.org/monthly-forecast/2024-06/democratic-republic-of-the-congo-25.php  (ημ. τελευταίας πρόσβασης 25.06.2024).

[5] UN News. (2024). DR Congo: Fighting threatens stability of entire region, envoy warns, προσβάσιμο σε https://news.un.org/en/story/2024/02/1146782 (ημ. τελευταίας πρόσβασης 25.06.2024).

[6] Ενδεικτικά: UN Security Council Resolutions για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό στη διεύθυνσηhttps://www.securitycouncilreport.org/un-documents/democratic-republic-of-the-congo/ , καθώς και το πλέον πρόσφατο ψήφισμα που υιοθετήθηκε στις 30/06/2022, διαθέσιμο στη διεύθυνσηhttps://www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7B65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3-CF6E4FF96FF9%7D/s_res_2641.pdf ; USAID, Democratic Republic of the Congo - Complex Emergency, Fact Sheet #3, 13 May 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνσηhttps://reliefweb.int/report/democratic-republic-congo/democratic-republic-congo-complex-emergency-fact-sheet-3-fiscal-9 και CFA, Global Conflict Tracker, Center for Preventive Action, Instability in the Democratic Republic of Congo, last updated 03 August 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνσηhttps://www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congo (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 21.05.2024)

[7] ACLED, Dashboard, [εφαρμοσμένες παράμετροι: Middle Africa: Democratic Republic of Congo: Kinshasa, 27/05/2023 - 24/05/2024, Battles; Violence against civilians; Explosions/Remote violence; Riots; Protests;],  https://acleddata.com/explorer/#1714654904371-01f34ad7-b1ac  (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 25.06.2024)

[8] City Population , D.R. of Congo, Kinshasha https://citypopulation.de/en/drcongo/cities/ ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 25/05/2024)

[9] Βλ.  C-285/12 Aboubacar Diakité ν. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides και στην C-465/07 Meki Elgafaji, Noor Elgafali  v Staatssecretaris van Justitie


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο