ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

 

Υπόθ. Αρ.: 1599/2023 

7 Αυγούστου, 2024 

[Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΔΔΔΔΠ.] 

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ: 

L.M.

Αιτήτρια

-και- 

Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου 

Καθ' ων η Αίτηση

 

 

Α. Δημητρίου (κος) για Μούσουλος, Κανέλλα και συνεργάτες, Δικηγόροι για τον Αιτητή

Μ. Τρεμούρη (κα) για Χ. Δημητρίου (κα) Δικηγόροι για τους Καθ' ων η Αίτηση.  

 

ΑΠΟΦΑΣΗ 

 

 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π:  Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση, ημερομηνίας 10/02/2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για διεθνή προστασία ως άκυρη, παράνομη και στερούμενη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος και την έκδοση νέας απόφασης επί της ουσίας του αιτήματος της για να της παραχωρηθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας.  Διαζευκτικά, αιτείται την απόφαση Δικαστηρίου με την οποία να αναγνωρίζεται ότι σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στο Κονγκό υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να υποστεί απάνθρωπη μεταχείρισης, βασανιστήρια και ταπεινωτική μεταχείρισης κατά παράβαση των άρθρων 2 και 3 της ΕΣΔΑ και ότι δικαιούται να τύχει προστασίας από την επαναπροώθηση.

 

Γεγονότα

 

Τα ουσιώδη γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, ως έχουν εκτεθεί στην Ένσταση των Καθ' ων η Αίτηση και υποστηρίζονται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, έχουν ως ακολούθως:

 

Η Αιτήτρια είναι υπήκοος Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (εφεξής «ΛΔΚ»). Σύμφωνα με δικές της δηλώσεις, αναχώρησε από τη χώρα καταγωγής νόμιμα στις 06/02/2021 και ταξίδεψε αεροπορικώς μέχρι την Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια μέχρι το αεροδρόμιο Ercan. Ακολούθως εισήλθε παράνομα στα εδάφη της Δημοκρατίας στις 02/03/2021 και στις 05/04/2021 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας λαμβάνοντας αυθημερόν την αντίστοιχη βεβαίωση.

 

Στις 11/01/2023 πραγματοποιήθηκε η προφορική συνέντευξη της Αιτήτριας από λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (από τούδε και στο εξής «ο λειτουργός»).

 

Στις 07/02/2023 ο λειτουργός συνέταξε Έκθεση-εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου όπως απορριφθεί το αίτημα της Αιτήτριας για διεθνή προστασία. Εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών ως ο Νόμος ορίζει, λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε για λογαριασμό του Προϊσταμένου την ανωτέρω εισήγηση στις 10/02/2023.

 

Στις 12/05/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασής της σχετικά με το αίτημα της Αιτήτριας, την οποία η τελευταία παρέλαβε ιδιοχείρως την ίδια ημέρα.

 

Στις 25/05/2023 η Αιτήτρια καταχώρησε δια των συνηγόρων της την υπό κρίση προσφυγή.

 

Δια της αίτησης ακυρώσεως η Αιτήτρια προβάλει αορίστως πλήθος λόγων ακυρώσεως της προσβαλλομένης, πλην όμως δια της γραπτής αγόρευσης των συνηγόρων της, η Αιτήτρια προωθεί ως μοναδικό λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης την παράλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας εκ μέρους των Καθ’ ων η αίτηση. Ως προς την ουσία της υπόθεσής της, η Αιτήτρια εγείρει ότι στη χώρα καταγωγής έπεσε θύμα απαγωγής από άγνωστα άτομα, λόγω του ότι ο σύντροφός της εργαζόταν σε επιχείρηση που διατηρούσε στρατηγός του στρατού της χώρας καταγωγής, προσθέτοντας ότι σε περίπτωση επιστροφής της εκεί θα αντιμετωπίσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης.

 

Δια της γραπτής αγόρευσης της συνηγόρου τους, οι Καθ’ ων η αίτηση αντιτείνουν ότι το βάρος απόδειξης φέρει η Αιτήτρια, το οποίο όμως δεν κατάφερε να αποσείσει, αλλά ούτε και να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης ή σοβαρής βλάβης. Τονίζει ότι ο λόγος που δεν έγινε αποδεκτό το αίτημα της Αιτήτριας ήταν ο κλονισμός της αξιοπιστίας των δηλώσεών της καθώς ο ισχυρισμός της σχετικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής απορρίφθηκαν στο σύνολό του ως μη αξιόπιστος. Προσθέτει δε ότι της αξιολόγησης του αρμόδιου λειτουργού προηγήθηκε δέουσα έρευνα και ότι η προσβαλλόμενη είναι πλήρως αιτιολογημένη.

 

Επισημαίνω στο σημείο αυτό ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν. 73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας και όχι μόνο ως ακυρωτικό Δικαστήριο. Με αυτό το δεδομένο, προχωρώ στην εξέταση της επίδικης απόφασης σε συνάρτηση με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, όπως προκύπτουν από τη διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αλλά και από τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης.

 

Κατά την υποβολή αιτήματος διεθνούς προστασίας, η Αιτήτρια δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής επειδή η ζωή της βρισκόταν σε κίνδυνο (βλ. ερυθρά 1 και 10 του διοικητικού φακέλου).  

 

Κατά το κρίσιμο στάδιο της προφορικής της συνέντευξης και ως προς τα προσωπικά της στοιχεία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε αποκλειστικά στην πόλη Kinshasa. Ως προς την πατρική της οικογένεια, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ο μεν πατέρας του απεβίωσε, η δε μητέρα της διαμένει σε άγνωστο μέρος στην Ουγκάντα, επισημαίνοντας ότι δε διαθέτει αδέρφια. Αναφορικά με την οικογενειακή της κατάσταση, η Αιτήτρια δήλωσε άγαμη πλην όμως μητέρα δύο ανήλικων τέκνων τα οποία διαμένουν με το θείο της στην Kinshasa. Σε σχέση με το μορφωτικό της επίπεδο, η Αιτήτρια δήλωσε απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Ως προς το επάγγελμά της δήλωσε ότι ουδέποτε εργάστηκε στη χώρα καταγωγής καθώς τη συντηρούσε η μητέρα της (βλ. ερυθρά 51 - 47 διοικητικού φακέλου).

 

Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησής της η Αιτήτρια  δήλωσε ότι αρχικά ζούσε με το σύντροφό της, πατέρα των δύο ανήλικων τέκνων της, ο οποίος το 2018 άρχισε να εργάζεται για το στρατηγό Delphin Kahimbi. Μια μέρα ο σύντροφός της επέστρεψε στην οικία που διέμεναν έχοντας στην κατοχή του μια τσάντα με όπλα τα οποία ο ανωτέρω στρατηγός του ζήτησε να φυλάξει στην οικία του, ενώ τις επόμενες ημέρες ο σύντροφός της δέχτηκε ένα τηλεφώνημα κατά τη διάρκεια του οποίου ενημερώθηκε ότι το κατάστημα που εργαζόταν είχε τεθεί υπό έρευνα. Στις 28/02/2020 ο σύντροφός της επιστρέφοντας στην οικία που διέμεναν από την εργασία του ανακοίνωσε στην Αιτήτρια ότι σκότωσαν το στρατηγό Kahimbi, ενώ μετά από λίγες ημέρες πήρε την τσάντα με τα όπλα και εγκατέλειψε την Kinshasa χωρίς να διατηρήσει περαιτέρω επικοινωνία με την Αιτήτρια. Η Αιτήτρια στη συνέχεια επικοινώνησε με ένα φίλο του συντρόφου της ο οποίος την ενημέρωσε ότι κινδυνεύει η ζωή της προτρέποντάς την να εγκαταλείψει την οικία της, ενώ ακολούθως το συγκεκριμένο άτομο απενεργοποίησε το κινητό του τηλέφωνο. Παράλληλα η Αιτήτρια  ενημέρωσε σχετικά με το τι είχε συμβεί τον πάστορα της εκκλησίας ο οποίος επίσης την προέτρεψε να εγκαταλείψει την οικία της. 

 

Η Αιτήτρια προέβαλε ότι στη συνέχεια επιβιβάστηκε σε ένα ταξί διαπιστώνοντας όμως ότι την ακολουθεί ένα Jeep. Σε κάποια στιγμή το εν λόγω Jeep έφραξε το δρόμο του ταξί στο οποίο επέβαινε η Αιτήτρια, αποβιβάστηκαν εξ αυτού δύο άτομα και ανάγκασαν την Αιτήτρια να επιβιβαστεί στο ταξί μεταφέροντας την σε ένα μεγάλο σπίτι όπου την κράτησαν σε ένα δωμάτιο σαν κελί. Τότε ένα κύριος άρχισε να την ανακρίνει ζητώντας πληροφορίες σχετικά με το σύντροφό της και το στρατηγό Kahimbi, πλην όμως η Αιτήτρια του απάντησε πως δε γνωρίζει πολλές πληροφορίες πλην του ότι ο σύντροφός της εργαζόταν για τον ανωτέρω στρατηγό.  Η Αιτήτρια προσέθεσε ότι το εν λόγω περιστατικό έλαβε χώρα τον Ιούνιο του 2020 ενώ η ίδια κρατήθηκε στην ανωτέρω οικία για τρεις μήνες. Το δε άτομο που την ανέκρινε της έλεγε ότι αν του αποκάλυπτε περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με το σύντροφό της, θα την απελευθέρωνε. Το Σεπτέμβριο του 2020 το ανωτέρω πρόσωπο αποκάλυψε στην Αιτήτρια ότι ο σύζυγός της βρίσκεται στην πόλη Lubumbashi και αφού της έδωσε κάποια χρήματα για να καλύψει τα έξοδά της, την άφησε ελεύθερη και η Αιτήτρια επέστρεψε στην οικία της.

 

Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι πριν την αφήσει ελεύθερη, το άτομο που την κρατούσε της έδωσε μια συσκευή κινητού τηλεφώνου και της είπε ότι θα την παρακολουθεί, ενώ της συνέστησε να μην αποκαλύψει σε κανένα τι της είχε συμβεί.  Στη συνέχεια η Αιτήτρια δήλωσε ότι επισκέφτηκε την οικία της μια φίλη της μητέρας της ονόματι Marie Matondo, την οποία η Αιτήτρια ενημέρωσε σχετικά με το τι είχε συμβεί. Η εν λόγω γυναίκα ακολούθως οργάνωσε ένα πάρτι, κατά τη διάρκεια του οποίου η Αιτήτρια εξήλθε του χώρου που λάμβανε χώρα το πάρτι από την πίσω πόρτα και αφού πέρασε στην απέναντι όχθη με κανό, ένας άγνωστος άνδρας την οδήγησε στην οικία της  φίλης της μητέρας της, όπου η Αιτήτρια διέμεινε μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής με τη βοήθεια της εν λόγω κυρίας (βλ. ερυθρά 45 1Χ, 2Χ – 44 1Χ διοικητικού φακέλου).

 

Κατά τη διερεύνηση του ανωτέρω αφηγήματος, η Αιτήτρια κλήθηκε δια ανοιχτού κυρίως τύπου ερωτήσεων, να απαντήσει επί ζητημάτων  που άπτονται του πυρήνα του κεντρικού της ισχυρισμού της καθώς και των επί μέρους στοιχείων αυτού. Χωρίζοντας τη διερεύνηση των ισχυρισμών της Αιτήτριας σε θεματικές, ο λειτουργός αρχικά ζήτησε από την Αιτήτρια δια ανοικτού τύπου ερωτήσεων να παράσχει πληροφορίες και/ή στοιχεία για την εργασία και τα καθήκοντα του συντρόφου της, για το στρατηγό Kahimbi, για την τσάντα την οποία ο σύντροφός της έφερε στην οικία που διέμεναν, τους λόγους για τους οποίους ο σύντροφός της μετέφερε την εν λόγω τσάντα στην οικία τους και την ημέρα κατά την οποία ο σύντροφός της ενημερώθηκε τηλεφωνικώς ότι διεξήχθη έρευνα στο κατάστημα που εργαζόταν.

 

Ακολούθως, τέθηκαν στην Αιτήτρια ερωτήσεις ως προς τη φερόμενη δολοφονία του στρατηγού Kahimbi στις 28/02/2020, την επικοινωνία που εκείνη φέρεται να είχε με το φίλο του συντρόφου της ο οποίος την ενημέρωσε ότι κινδυνεύει καθώς τις πτυχές της φερόμενης απαγωγή της από άγνωστα άτομα. Κατά το τελικό στάδιο της συνέντευξής της, η Αιτήτρια υποβλήθηκε σε περαιτέρω ερωτήσεις αναφορικά με τις επισκέψεις του φερόμενου ως απαγωγέα της στην οικία της και τον τρόπο δια του οποίου η ίδια δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής (βλ. ερυθρά 43 – 32 διοικητικού φακέλου).

 

Ερωτηθείσα τι φοβάται ότι θα της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, η Αιτήτρια δήλωσε ότι φοβάται ότι θα τη σκοτώσουν τα άτομα που την απήγαγαν και ότι δεν υπάρχει ασφάλεια στη χώρα της (βλ. ερυθρό 43 1Χ διοικητικού φακέλου).

 

Ο λειτουργός διέκρινε στην έκθεση - εισήγησή του δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς οι οποίοι προκύπτουν από τις δηλώσεις της Αιτήτριας:

1.   Την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας.

2.   Τις δηλώσεις της Αιτήτριας περί του ότι απήχθη και παρακολουθείτο από ένα άγνωστο άνδρα λόγω του ότι ο σύντροφός της εργαζόταν για ένα στρατηγό.

 

Με παραπομπές στις δηλώσεις της Αιτήτριας και αναφορές σε εξωτερικές πηγές χαρτογράφησης και πληροφόρησης, ο λειτουργός έκανε αποδεκτό τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό καθώς δεν προέκυψαν περί του αντιθέτου στοιχεία.

 

Ο δεύτερος ωστόσο ισχυρισμός της Αιτήτριας έτυχε απόρριψης αφού οι σχετικές δηλώσεις της κρίθηκαν ασαφείς, αόριστες και στερούμενες περιγραφικής λεπτομέρειας και ευλογοφάνειας. Συγκεκριμένα, ο λειτουργός αρχικά εντόπισε ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παράσχει σαφείς πληροφορίες ως προς την εργασία και τα καθήκοντα του συντρόφου της παρά το ότι εκείνος φέρεται να εργάστηκε για το στρατηγό Kahimbi για δύο χρόνια (βλ. ερυθρά 43 1Χ, 42 1Χ διοικητικού φακέλου).

 

Ως προς τον στρατηγό επί του οποίου το κατάστημα φέρεται να εργαζόταν ο σύντροφός της, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παραθέσει οποιοδήποτε στοιχείο και/ή πληροφορία πλην του ότι ονομαζόταν Delphin Kahimbi. Όταν κλήθηκε εκ νέου δια ανοιχτού τύπου ερωτήσεως να παράσχει περισσότερες πληροφορίες ως προς το συγκεκριμένο στρατηγό, η Αιτήτρια όχι μόνο δεν προσέθεσε κανένα σαφές στοιχείο, αλλά  επέδειξε και άγνοια ως προς τον τρόπο που ο σύντροφός της ήρθε αρχικά σε επαφή με τον ανωτέρω στρατηγό (βλ. ερυθρό  41 1Χ, 2Χ διοικητικού φακέλου).

 

Όσον αφορά την τσάντα με τα όπλα την οποία ο σύντροφός της έφερε στην οικία που διέμεναν, η Αιτήτρια προέβαλε ασαφώς ότι εμπεριείχε πολλά όπλα (βλ. ερυθρά 40 1Χ, 41 2Χ διοικητικού φακέλου). Παρόλα αυτά η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση είτε να απαριθμήσει ή να περιγράψει τα όπλα που εμπεριείχε η τσάντα που ο σύντροφός της φέρετε να μετέφερε στην οικία τους. Επίσης δεν μπόρεσε  να προσδιορίσει χρονικά πότε έλαβε χώρα το εν λόγω περιστατικό επικαλούμενη αόριστα το έτος 2020 (βλ. ερυθρό 40 1Χ διοικητικού φακέλου). Κληθείσα να εξηγήσει εάν μίλησε με το σύντροφό της σχετικά με το εν λόγω ζήτημα, η Αιτήτρια προέβαλε ασαφώς ότι ο σύντροφός της την ενημέρωσε πως ο εργοδότης του του ζήτησε να μεταφέρει τα όπλα στην οικία του, πλην όμως η ίδια δεν του υπέβαλε περαιτέρω ερωτήσεις  γιατί δε θα τις έδινε μια σαφή απάντηση (βλ. ερυθρά 40 2Χ διοικητικού φακέλου).

 

Ως προς την έρευνα που φέρεται να διεξήχθη στο κατάστημα που εργαζόταν ο σύντροφός της, η Αιτήτρια προέβαλε ασαφώς ότι ο τελευταίος την ενημέρωσε ότι κάποια άγνωστης ιδιότητας άτομα έψαξαν το κατάστημα προσθέτοντας ότι ο σύντροφός της δεν της αποκάλυψε ούτε γιατί το εν λόγω κατάστημα αποτέλεσε σημείο έρευνας αλλά ούτε και το λόγο για τον οποίο εκείνος εκνευρίστηκε όταν πληροφορήθηκε τη διεξαγωγή της συγκεκριμένη έρευνας (βλ. ερυθρά 39 2Χ, 38 1Χ διοικητικού φακέλου).

 

Ομοίως, ως προς το θάνατο του στρατηγού Kahimbi, η Αιτήτρια προέβαλε ελλιπώς και χωρίς περιγραφική λεπτομέρεια ότι ο σύντροφός της της είπε πως κάποιος σκότωσε το στρατηγό χωρίς να παραθέτει κάποια άλλη πληροφορία, πλην του ότι ο στρατηγός δολοφονήθηκε στις 28/02/2020 (βλ. ερυθρά 39 2Χ, 38 1Χ διοικητικού φακέλου).

 

Ως προς το τηλεφώνημα που φέρεται να δέχτηκε από το φίλο του συντρόφου της, ο λειτουργός έκρινε ότι ναι μεν η Αιτήτρια δήλωσε ότι το έλαβε το Φεβρουάριο του 2020, πλην όμως δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει με σαφήνεια τις της μετέφερε το συγκεκριμένο άτομο. Ειδικότερα, η Αιτήτρια προέβαλε ασαφώς ότι το εν λόγω πρόσωπο την ενημέρωσε ότι κινδυνεύει και ότι θα πρέπει να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής χωρίς ωστόσο να της εξηγεί το λόγο. Ζητηθείσα να εξηγήσει εάν ζήτησε περισσότερες πληροφορίες ως προς το λόγο που δέχτηκε την εν λόγω προειδοποίηση, η Αιτήτρια αποκρίθηκε χωρίς συνοχή ότι η τηλεφωνική τους κουβέντα διήρκησε για πολύ λίγο καθώς το εν λόγω πρόσωπο στη συνέχεια απενεργοποίησε το κινητό του τηλέφωνο (βλ. ερυθρά 38 2Χ, 37 1Χ διοικητικού φακέλου).

 

Σε σχέση με τη φερόμενη απαγωγή της, η Αιτήτρια προσδιόρισε μεν ότι έλαβε χώρα τον Ιούνιο του 2020, ωστόσο δεν μπόρεσε να περιγράψει λεπτομερώς ούτε την τοποθεσία αλλά ούτε και τη στιγμή που απήχθη, προβάλλοντας γενικόλογα ότι σταμάτησε ένα jeep μπροστά από το ταξί επί του οποίου επέβαινε και δύο άτομα που αποβιβάστηκαν από το εν λόγω jeep την ανάγκασαν να επιβιβαστεί στο όχημά τους (βλ. ερυθρά 37 2Χ, 36 1Χ διοικητικού φακέλου). Στη συνέχεια ο λειτουργός εντόπισε ότι αν και η Αιτήτρια δήλωσε ότι την απήγαγαν 4 άτομα, δεν ήταν σε θέση να τα περιγράψει καθώς ισχυρίστηκε ελλιπώς ότι φορούσαν μαύρα μπουφάν και μαύρα γυαλιά (βλ. ερυθρό 36 1Χ διοικητικού φακέλου).

 

Ως προς τη φερόμενη κράτησή της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι κρατήθηκε για 3 μήνες ωστόσο δεν ήταν σε θέση να παραθέσει λεπτομερείς πληροφορίες σε σχέση με την τοποθεσία επί της οποίας φέρεται να κρατήθηκε, δηλώνοντας ασαφώς ότι κρατήθηκε σε ένα δωμάτιο το οποίο είχε μια καρέκλα και ένα κρεβάτι και το οποίο βρισκόταν σε ένα όμορφο σπίτι (βλ. ερυθρό 36 1Χ διοικητικού φακέλου). Ακολούθως, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να περιγράψει λεπτομερώς, όπως ευλόγως θα αναμενόταν, τι συνέβη κατά τη διάρκεια των ημερών κράτησής της στη συγκεκριμένη οικία, προβάλλοντας αορίστως ότι την ανέκριναν χωρίς ωστόσο να παραθέτει κάποια άλλη πληροφορία (βλ. ερυθρό 36 2Χ διοικητικού φακέλου). Κληθείσα άλλωστε να περιγράψει τις ανακρίσεις στις οποίες φέρεται να υποβλήθηκε, η Αιτήτρια αποκρίθηκε ασαφώς ότι την ανέκρινε ένας μεγάλος, φαλακρός άνδρας ο οποίος ζητούσε πληροφορίες αναφορικά με το σύντροφό της και το στρατηγό Kahimbi χωρίς ωστόσο η ίδια να γνωρίζει τίποτα (βλ. ερυθρό 36 2Χ διοικητικού φακέλου).

 

Όταν επίσης κλήθηκε να περιγράψει τον άνδρα ο οποίος φέρεται να την ανέκρινε, η Αιτήτρια αποκρίθηκε ελλιπώς ότι ήταν μεγάλος και δεν είχε μαλλιά (βλ. ερυθρό 35 1Χ διοικητικού φακέλου). Αναφορικά με τις συνθήκες απελευθέρωσής της άλλωστε, η Αιτήτρια δήλωσε χωρίς περιγραφική λεπτομέρεια και ευλογοφάνεια ότι αφέθηκε ελεύθερη γιατί επέμεινε στο ότι δε γνωρίζει τίποτα, ενώ ο απαγωγέας της της έδωσε χρήματα προκειμένου να πληρώσει το ενοίκιό της και να καλύψει τα έξοδα σίτισής της (βλ. ερυθρά 35 1Χ, 2Χ διοικητικού φακέλου). Κληθείσα όμως να εξηγήσει το λόγο για τον οποίο οι απαγωγείς της της έδωσαν χρήματα, η Αιτήτρια αποκρίθηκε χωρίς συνοχή και ευλογοφάνεια ότι δε ρώτησε το λόγο για τον οποίο συνέβη αυτό (βλ. ερυθρό 34 1Χ διοικητικού φακέλου).

 

Ως προς τα τηλεφωνήματα που φέρεται να δέχτηκε από τον απαγωγέα της στη συνέχεια η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παράσχει σαφείς πληροφορίες, αφού δήλωσε χωρίς συνοχή ότι ο απαγωγέας της την ρωτούσε τι κάνει και την ενημέρωσε ότι παρακολουθείται (βλ. ερυθρό 34 2Χ διοικητικού φακέλου). Η Αιτήτρια όμως δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει ούτε πόσες κλήσεις δέχτηκε αλλά ούτε και πόσο συχνά δεχόταν τις εν λόγω κλήσεις από τον φερόμενο ως απαγωγέα της (βλ. ερυθρό 34 2Χ, 33 1Χ  διοικητικού φακέλου).

 

Επί τη βάσει της ανωτέρω ανάλυσης, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας δεν ήταν ικανές να θεμελιώσουν την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού.

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε σχετική έρευνα εκ της οποίας ανευρέθησαν εξωτερικές πηγές οι οποίες επιβεβαιώνουν ότι οι απαγωγές επιβατών ταξί είναι ένα σύνηθες φαινόμενο στην Kinshasa.

 

Σε σχέση δε με τον στρατηγό Kahimbi, ανευρέθησαν πληροφορίες οι οποίες επιβεβαίωσαν ότι αποτελούσε τον αρχηγό της υπηρεσίας αντικατασκοπείας της ΛΔΚ, ενώ σε σχέση με το θάνατό του επιβεβαιώθηκε ότι βρέθηκε απαγχονισμένος εντός της οικίας του, η δε σύζυγός του δήλωσε ότι απεβίωσε εξαιτίας καρδιακού επεισοδίου. Παράλληλα εντοπίστηκαν πληροφορίες που επιβεβαίωσαν ότι ο εν λόγω στρατηγός δέχθηκε κατηγορίες περί προσπάθειας αποσταθεροποίησης της χώρας καταγωγής, με αποτέλεσμα να του υποβληθούν περιοριστικοί όροι, να ανακριθεί και να του αφαιρεθεί το αξίωμά του.

 

Αν και οι δηλώσεις της Αιτήτριας βρίσκουν έρεισμα στις διαθέσιμες πληροφορίες,  ο λειτουργός προχώρησε στην απόρριψη του υπό εξέταση ισχυρισμού στο σύνολό του ως μη αξιόπιστο, καθώς έκρινε ότι τα εκ της Αιτήτριας εξιστορισθέντα δεν αντικατοπτρίζουν περιστατικά βιωματικού χαρακτήρα.

 

Επί τη βάσει του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία, τον τόπο καταγωγής και αυτόν της τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, ο λειτουργός προχώρησε σε σχετική έρευνα ως προς τις συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες που στερούνται οικογενειακού και/ή υποστηρικτικού δικτύου στην Kinshasa και ελλείψει οιασδήποτε παρελθούσας δίωξης στο πρόσωπό της, έκρινε ότι η Αιτήτρια δεν θα αντιμετωπίσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής της εκεί.

 

Ως προς τις δυσκολίες ομιλίας που αντιμετωπίζει η Αιτήτρια, ο λειτουργός έκρινε ότι δεν ανακύπτει κάποιος βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος της Αιτήτριας που να συνδέεται με την εν λόγω δυσκολία αφού η ίδια η Αιτήτρια δήλωσε ότι ουδέποτε αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα στη χώρα καταγωγής λόγω της εν λόγω δυσκολίας που αντιμετωπίζει (βλ. ερυθρό 32 2Χ διοικητικού φακέλου).

 

Κατόπιν, τέλος,  σχετικής έρευνας αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa, ο λειτουργός διαπίστωσε ότι δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα σε περίπτωση επιστροφής της, η Αιτήτρια να κινδυνεύσει με σοβαρή βλάβη στην Kinshasa εξαιτίας των συνθηκών που επικρατούν εκεί.

 

Ως εκ τούτου ο φόβος της Αιτήτριας κρίθηκε στο σύνολό του αβάσιμος και μη δικαιολογημένος.

 

Υπό το φως των ανωτέρω και προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής της Αιτήτριας σε ένα από τους πέντε λόγους που προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου απορρίφθηκε η πιθανότητα εκχώρησης προσφυγικού καθεστώτος.

 

Επιπλέον, κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής της στην πόλη Kinshasa, η Αιτήτρια  δεν θα κινδυνεύσει με θανατική ποινή ή εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 19 (2) (α), ούτε ενδέχεται να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία δυνάμει του άρθρου 19(2)(β) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000. Τέλος, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι από τη σχετική έρευνα δεν προέκυψαν στοιχεία που να δικαιολογούν την υπαγωγή της Αιτήτριας  στο άρθρο 19(2)(γ) ίδιου Νόμου καθώς η κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa κατεγράφη ως σταθερή.

 

Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι δυνάμει του άρθρου 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, η Αιτήτρια φέρει καταρχήν το βάρος να τεκμηριώσει την αίτησή της για διεθνή προστασία. Από την άλλη πλευρά, αποτελεί καθήκον της αρμόδιας αρχής να αξιολογεί, σε συνεργασία με τον αιτούντα, τα συναφή στοιχεία της αίτησης (Βλ. Προτάσεις της Γενικής εισαγγελέως, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-148/13, C-149/13 και C-150/13, A, B και C, 17 Ιουλίου 2014, σημεία 73 και 74).

 

Από τα στοιχεία που έχω ενώπιόν μου διαπιστώνω ότι κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, τέθηκε τόσο στην Αιτήτρια επαρκής αριθμός ερωτήσεων και της δόθηκε η ευκαιρία να προβάλει τους ισχυρισμούς της και να αναπτύξει και να τεκμηριώσει το αίτημά της, σε περίπτωση που πράγματι υφίστατο βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξής της στη χώρα καταγωγής ή πληρούνταν οι προϋποθέσεις για να της παραχωρηθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Οι απαντήσεις δε που έδωσε η Αιτήτρια, αξιολογήθηκαν δεόντως από αρμόδιο λειτουργό σε συνάρτηση με πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής της και διαπιστώθηκε ότι οι λόγοι που η Αιτήτρια εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή δεν στοιχειοθετούν φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο να υποστεί η ίδια  σοβαρή βλάβη. Τα ευρήματα του αρμόδιου λειτουργού ήταν ορθά και τεκμηριωμένα, με παραπομπές στους ισχυρισμούς που προέβαλε η Αιτήτρια  κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της, καθώς και σε πηγές πληροφοριών από τη χώρα καταγωγής προς εξακρίβωση της αξιοπιστίας των ισχυρισμών της και υποστήριξη της νομικής ανάλυσης.

 

Οι δε απαντήσεις της Αιτήτριας κατά τη διάρκεια της προφορικής της συνέντευξης ήταν ασαφείς, αόριστες, χωρίς περιγραφική λεπτομέρεια και ευλογοφάνεια και δεν θα μπορούσαν επ’ ουδενί να θεμελιώσουν την αξιοπιστία των προβληθέντων ισχυρισμών προκειμένου να ανακύψει κάποιος βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξής της σε περίπτωση επιστροφής της στην Kinshasa, αφού δεν προέκυψε καμία πράξη παρελθούσας δίωξης προς το πρόσωπό της Αιτήτριας αλλά ούτε και κάποια ένδειξη συνεχόμενης, αληθούς, πραγματικής και έμπρακτης  στοχοποίησης της από οποιοδήποτε φορέα, κρατικό ή μη, στη χώρα καταγωγής.

 

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κρίνει ότι η Υπηρεσία Ασύλου προέβη σε επαρκή έρευνα καθότι έλαβε υπόψη το σύνολο των δηλώσεων της Αιτήτριας, ενώ τα ευρήματα του αρμόδιου λειτουργού ήταν ορθά και τεκμηριωμένα, με παραπομπές στους ισχυρισμούς που πρόβαλε η Αιτήτρια και σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την κατάσταση που επικρατεί στη Λ.Δ.Κ. και που δύναται να επηρεάσει την Αιτήτρια κατά την επιστροφή της στην Kinshasa.

 

Είναι δε πάγια νομολογημένο ότι η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (βλ. Motorways Ltd v. Δημοκρατίας Α.Ε. 2371/25.6.99).  Εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, μετά από μελέτη της εισηγητικής έκθεσης, ενέκρινε την εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και ορθά και νόμιμα απέρριψε το αίτημα της Αιτήτριας. Η έρευνα που είχε προηγηθεί ήταν επαρκής και είχαν συλλεγεί και διερευνηθεί όλα τα ουσιώδη στοιχεία σε συνάρτηση πάντα με τους ισχυρισμούς που είχε προβάλει η Αιτήτρια, όπως αναλύεται ανωτέρω. Η δε απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη και συμπληρώνεται και από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου (βλ. άρθρο 29 του Ν. 158(Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 371 και Στέφανος Φράγκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).

 

Εν πάση περιπτώσει, παρατηρώ ότι ακόμα και κατά τη διάρκεια της ενώπιόν μου διαδικασίας, η Αιτήτρια, δια του συνηγόρου της, ουδέν στοιχείο και/ή πληροφορία προέβαλε προς στοιχειοθέτηση του αιτήματός της, παρά το ότι της παρεχόταν εκ του Νόμου η συγκεκριμένη δυνατότητα. Παρατηρώ συναφώς ότι οι συνήγοροι της Αιτήτριας υπεραμύνονται της θέσης της Αιτήτριας περί του ότι θα αντιμετωπίσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, ωστόσο η συγκεκριμένη θέση προβάλλεται αόριστα. Ειδικότερα,  ο συνήγορος της Αιτήτριας όχι μόνο δε στοιχειοθετεί τους λόγους  επί των οποίων βασίζεται η θέση του, αλλά σε αντίθεση με το σύνολο της προφορικής συνέντευξης της Αιτήτριας και των ενώπιόν μου στοιχείων, υποστηρίζει ότι η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει δίωξη σε περίπτωση επιστροφής της στην Kinshasa από την οικογένειά της και το σύζυγό της, που παρά το ότι εκείνη δήλωσε άγαμη τόσο κατά την καταγραφή του αιτήματός της όσο και κατά τη διάρκεια της προφορικής της συνέντευξης. Ως εκ τούτου οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί των συνηγόρων της Αιτήτριας απορρίπτονται ως αβάσιμοι.

 

Βάσει όλων των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι ελλείψει οιασδήποτε πράξης παρελθούσα πράξη δίωξης εις βάρος της Αιτήτριας, δεν προκύπτει  ουδεμία ένδειξη, στοιχείο και/ή πληροφορία υφιστάμενης, συνεχόμενης, αληθούς, πραγματικής και έμπρακτης  στοχοποίησής της από οποιοδήποτε φορέα, κρατικό ή μη.

 

Σε σχέση δε με τις δυσκολίες που η Αιτήτρια θα μπορούσε να αντιμετωπίσει ως γυναίκα στερούμενη οικογενειακού και/ή υποστηρικτικού δικτύου σε περίπτωση επιστροφής της στην Kinshasa, το Δικαστήριο κρίνει ότι η Αιτήτρια δε στερείται οικογενειακού / ανδρικού υποστηρικτικού δικτύου, αφού σύμφωνα με τις δηλώσεις της στη συγκριμένη πόλη διαμένει ο θείος της με τη σύζυγό του ανατρέφοντας μάλιστα τα ανήλικα τέκνα της (βλ. ερυθρό 49 2Χ διοικητικού φακέλου). Ενισχυτικά, επιστρέφοντας στη χώρα καταγωγής, η Αιτήτρια αναμένεται ευλόγως να έρθει σε επικοινωνία με το σύντροφο/σύζυγό της και πατέρα των ανήλικων τέκνων της.

 

Βάσει όλων των ανωτέρω, το Δικαστήριο δεν κρίνει ότι ανακύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης της Αιτήτριας σε περίπτωση επιστροφής της στην Kinshasa, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Αναφορικά με την αξιολόγηση του ενδεχόμενου εκχώρησης στην Αιτήτρια καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, παραπέμπω στο άρθρο 19, εδάφια (1) και (2), του περί Προσφύγων Νόμου:

«(1) Ο Προϊστάμενος, με απόφασή του αναγνωρίζει καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.

(2) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, "σοβαρή βλάβη" ή "σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη" σημαίνει-

(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή

(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή

(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.»

 

Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος που να υποδεικνύει ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, η Αιτήτρια θα υποστεί σοβαρή βλάβη, υπό την μορφή θανατικής ποινής ή εκτέλεσης και/ή απάνθρωπης και/ή εξευτελιστικής μεταχείρισης  υπό την έννοια των άρθρων 19(1) και 19(2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία που να συνηγορούν υπερ αυτού.

 

Αναφορικά δε με το ενδεχόμενο υπαγωγής της Αιτήτριας σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι η Αιτήτρια θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής της ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλK.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Σε σχέση με τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας,  τόπο που βρίσκεται το οικογενειακό της δίκτυο  και κατ' επέκταση ευλόγως αναμενόμενο προορισμό της σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής, ήτοι την πόλη Kinshasa, το Δικαστήριο προχώρησε σε έρευνα αναφορικά με τις επικρατούσες εκεί συνθήκες σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας.

 

Εκ της διεξαχθείσας έρευνας ανευρέθησαν πληροφορίες οι οποίες να επιβεβαιώνουν ότι η κατάσταση ασφαλείας παραμένει ασταθής κυρίως στο ανατολικό τμήμα της ΛΔΚ  καθώς εκεί δραστηριοποιούνται ένοπλες ομάδες και καταγράφεται διακοινοτική βία, η οποία μπορεί να επηρεάσει την πολιτική κατάσταση, την ασφάλεια και την ανθρωπιστική κατάσταση. Καταγράφονται επίσης συνεχείς αναφορές για πολλές πόλεις στην ανατολική ΛΔΚ που δέχθηκαν επίθεση ή έπεσαν υπό τον προσωρινό έλεγχο ένοπλων ομάδων[1]. Σε σχέση με την πόλη Kinshasa ωστόσο, δεν ανευρέθηκαν πληροφορίες οι οποίες να επιβεβαιώνουν τη δραστηριοποίηση ενόπλων φορέων ή την ύπαρξη κάποιας ένοπλης σύγκρουσης. To δε International Crisis Group, σε έκθεση για τη ΛΔΚ το 2024 επιβεβαιώνει ότι  ένοπλες συγκρούσεις εξακολουθούν να εντοπίζονται στις ανατολικές περιοχές της ΛΔΚ όπως το Nord-Kivu, το Sud-Kivu και το Ituri, χωρίς να γίνεται καμία αναφορά είτε στην πόλη Kinshasa ή στην ομώνυμη περιφέρεια [2].

 

Αναλύοντας άλλωστε τα κατωτέρω ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα που προέκυψαν κατόπιν έρευνας αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί συγκεκριμένα στην επαρχία της Kinshasa, οι εξωτερικές πηγές καταδεικνύουν το σχετικά ακίνδυνο και ασφαλές της περιοχής. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), για το διάστημα από 23/02/2023 έως 23/02/2024, σημειώθηκαν στην περιφέρεια της Kinshsa 60 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 70 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 22 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (48 θάνατοι), 31 ήταν περιστατικά εξεγέρσεων / ταραχών (2 θάνατοι), 7 ήταν περιστατικά μαχών (20 θάνατοι) ενώ καταγράφηκαν και 52 περιστατικά που αποτελούσαν διαμαρτυρίες  εκ των οποίων όμως δεν προέκυψε κάποια απώλεια. Ούτε άλλωστε καταγράφηκαν περιστατικά εκρήξεων/απομακρυσμένης βίας[3] .  Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Kinshasa ανέρχεται σήμερα σε  περίπου 16.316.000 κατοίκους[4],  καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή από περιστατικά ασφαλείας (70 θάνατοι) δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένοπλη σύρραξη επιφέρουσα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας.

 

Τα παραπάνω υποδηλώνουν στο σύνολό τους, ότι στην πόλη Kinshasa, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας και μέρος όπου ευλόγως αναμένεται να επιστρέψει άμα τη επιστροφή της στη χώρα καταγωγής,  δεν επικρατούν συνθήκες ένοπλης εσωτερικής σύγκρουσης και κατ΄ επέκταση συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας κατά αμάχων, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου. Συνεπώς το Δικαστήριο κρίνει ότι παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών περιστάσεων της Αιτήτριας για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοσμένης κλίμακας» όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του ΔΕΕ.  

 

Καταληκτικά λοιπόν, κρίνεται ότι η Αιτήτρια δεν θα αντιμετωπίσει ούτε κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στην Kinshasa ώστε να της παραχωρηθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας υπό τοις έννοιες του άρθρου 19(1) και (2) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ολοκληρώνοντας, το Δικαστήριο κρίνει πως η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πάσχει η ορθότητα και η νομιμότητα της απόφασης των Καθ' ων η Αίτηση. Επίσης δεν κατάφερε να αποδείξει ότι στο πρόσωπό της πληρούνται οι προϋποθέσεις υπαγωγής της στο καθεστώς του πρόσφυγα ή της παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(Ι)/2000) και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.

 

Ως εκ τούτου, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €800 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 

 



[1] Gov.uk, Foreign travel advice Democratic Republic of the Congo, διαθέσιμο σε https://www.gov.uk/foreign-travel-advice/democratic-republic-of-the-congo/safety-and-security, [ημερπρόσβασης 29/05/2024]

[2]International Crisis Group's Crisis Watch, Conflict in focus, DRC, January 2024, διαθέσιμο σε https://www.crisisgroup.org/crisiswatch/february-alerts-and-january-trends-2024#democratic-republic-of-congo,  [ημερ. πρόσβασης 29/05/2024]

[3] Αccled, Kinshasa, reference period 23/02/2023 - 23/02/2024, διαθέσιμο σε https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard, [ημερ. πρόσβασης 26/06/2024]

[4] Macrotrends.net, Kinshasa, Republic of Congo Metro Area Population 1950-2023, διαθέσιμο σε https://www.macrotrends.net/cities/20853/kinshasa/population, [ημερπρόσβασης 26/06/2024]


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο