ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 226/23

16 Αυγούστου, 2024

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

B.L.K.

Αιτητής,

και

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η αίτηση

Δ. Ζησιμοπούλου Κυριάκου (κα.), Δικηγόρος, για τον Αιτητή

Ν. Ιερωνυμίδης (κ.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή αιτείται την έκδοση απόφασης από το παρόν Δικαστήριο με την οποία να κηρύσσεται άκυρη και/ή παράνομη και/ή αντισυνταγματική και/ή στερούμενη κάθε έννομου αποτελέσματος η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση, ημερομηνίας 3.12.2022, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για διεθνή προστασία, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2022 (στο εξής: ο περί Προσφύγων Νόμος).

Γεγονότα

1.             Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Ο Αιτητής κατάγεται από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (στο εξής: «ΛΔΚ»). Εισήλθε παράτυπα στη Δημοκρατία και περί τις 27.10.2022, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Στις 14.11.2022, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό. Στις 18.11.2022, o εν λόγω λειτουργός υπέβαλε Εισηγητική Έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: Προϊστάμενος) για απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας τoυ Αιτητή. Στις 3.12.2022, η Εισήγηση εγκρίθηκε από τον Προϊστάμενο. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 22.12.2022, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής καταχωρισθείσας στις 23.1.2023.

Νομικοί Ισχυρισμοί

2.             Ο Αιτητής προωθεί, ως δήλωσε δια της συνηγόρου του κατά την ακροαματική διαδικασία ως λόγους προσφυγής,  την έλλειψη δέουσας έρευνας, και την πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο. Ειδικότερα, προβάλλει ότι δεν έγινε η δέουσα έρευνα ως προς τους ισχυρισμούς του και δεν λήφθηκαν υπόψη τα στοιχεία και οι αναφορές του προς υποστήριξη τους. Επίσης, παραθέτει και σχολιάζει τα σημεία εκείνα της συνέντευξης του, τα οποία, κατά τη θέση του, οδήγησαν τους Καθ' ων η αίτηση σε εσφαλμένα συμπεράσματα. Εισηγείται δε, ότι οι Καθ’ ων η αίτηση όφειλαν να αναγνωρίσουν στην περίπτωσή του το ευεργέτημα της αμφιβολίας και να κάνουν αποδεκτούς τους ισχυρισμούς του, ενώ παραβιάστηκε το δικαίωμα του σε ακρόαση. Προβάλλει δε ότι οι ισχυρισμοί του υποστηρίζονται από περαιτέρω μαρτυρία την οποία προσκόμισε με την  παρούσα προσφυγή του (ένορκη δήλωση και αποδεικτικά έγγραφα που τη συνοδεύουν).

3.             Από την πλευρά τους οι Καθ’ ων η αίτηση υπεραμύνονται της επίδικης πράξης, υποβάλλοντας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε ούτε κατά το στάδιο της υποβολής και εξέτασης της αίτησής του ούτε κατά το στάδιο της παρούσας διαδικασίας να αποσείσει το βάρος απόδειξης που ο ίδιος φέρει. Αναφερόμενοι στους ισχυρισμούς που προέβαλε ο Αιτητής ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, οι Καθ’ ων η αίτηση αντιτείνουν ότι πλήττεται η αξιοπιστία του πυρήνα του αιτήματός του, καθώς οι δηλώσεις του στερούνται αληθοφάνειας και συνοχής, και ότι οι αντιφάσεις είναι έκδηλες. Καταλήγοντας, οι Καθ’ ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι εξετάστηκαν ενδελεχώς οι ισχυρισμοί του Αιτητή και υπήρξε εξατομικευμένη κρίση της περίπτωσής του. Υποστηρίζουν τέλος ότι της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης προηγήθηκε πλήρης και δέουσα έρευνα και ότι ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε στην κρίση τους.

Το νομικό πλαίσιο

4.             Οι Κανονισμοί 2 και 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2022 έχουν ως ακολούθως (η υπογράμμιση είναι δική μου):

«2. Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής τηρουμένων των αναλογιών σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις/προσθήκες που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ’ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.

3. (α) Κάθε προσφυγή καταχωρείται στο αρμόδιο Πρωτοκολλητείο με έγγραφη αίτηση, ως το Έντυπο Αρ. 1 συνοδευόμενη από την προσβαλλομένη απόφαση και τα υποστηρικτικά αυτής στοιχεία που επιδόθηκαν στον αιτητή καθώς και οποιαδήποτε νέα έγγραφα ή στοιχεία ή πρόσθετη μαρτυρία ήθελε προσκομίσει ο αιτητής.

(β) Νέα έγγραφα ή στοιχεία ή οποιαδήποτε πρόσθετη μαρτυρία που προσκομίζονται κατά την καταχώριση της προσφυγής, παρατίθενται ή επισυνάπτονται ως τεκμήρια, ανάλογα, σε ένορκη δήλωση από τον Αιτητή. Ο ενόρκως δηλών εξηγεί το λόγο για τον οποίο δεν προσκομίστηκαν τα έγγραφα ή στοιχεία ή πρόσθετη μαρτυρία κατά την εξέταση της προσβαλλόμενης πράξης καθώς και τη συνάφειά τους με τα επίδικα θέματα.

[…]»

5.             Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023 (στο εξής: ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

6.             Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει την έννοια του όρου πρόσφυγας και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτόν τον ορισμό.

7.             Το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:

«Υποχρεώσεις αιτητή κατά την εξέταση της αίτησης και συναφής υποχρέωση αρμόδιων αρχών

16.-(1) Κατά την εξέταση της αίτησής του, ο αιτητής οφείλει να συνεργάζεται με την Υπηρεσία Ασύλου με σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητάς του και των υπόλοιπων στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2).

(2)  Ιδίως, ο αιτητής οφείλει-

(α) να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης, τα οποία στοιχεία συνίστανται σε δηλώσεις του αιτητή και σε όλα τα έγγραφα που έχει ο αιτητής στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία∙

[.]

(γ) σε περίπτωση που δεν έχει στοιχεία και έγγραφα στην κατοχή του, να εξηγήσει τους λόγους για τη μη ύπαρξη των εν λόγω εγγράφων και στοιχείων, να αναφέρει τις προσπάθειες, που έκανε για την εξασφάλισή τους και να παρουσιάσει οτιδήποτε άλλο πρόσθετο στοιχείο το οποίο η Υπηρεσία Ασύλου ήθελε ζητήσει ή είναι χρήσιμο και να προβεί σε εύλογες προσπάθειες για να προμηθεύσει την Υπηρεσία Ασύλου με τα αναγκαία στοιχεία∙

[…]

(3) Η Υπηρεσία Ασύλου αξιολογεί, σε συνεργασία με τον αιτητή, τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) στοιχεία.»

8.             Τα εδάφια (5) και (6) του άρθρου 18 του περί Προσφύγων Νόμου ορίζουν τα εξής:

«(5) Εναπόκειται στον αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας. Οσάκις ορισμένες πτυχές των δηλώσεων του αιτητή δεν τεκμηριώνονται με έγγραφα ή άλλες αποδείξεις, οι πτυχές αυτές δεν χρειάζονται επιβεβαίωση, όταν πληρούνται οι ακόλουθοι όροι

(α) ο αιτητής έχει καταβάλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την αίτησή του,

(β) έχουν υποβληθεί όλα τα συναφή στοιχεία, τα οποία έχει ο αιτητής στη διάθεσή του και έχει δοθεί ικανοποιητική εξήγηση για τη τυχόν έλλειψη άλλων λυσιτελών στοιχείων,

(γ) οι δηλώσεις του αιτούντος θεωρούνται συνεπείς και ευλογοφανείς και δεν έρχονται σε αντίθεση με διαθέσιμα ειδικά και γενικά στοιχεία που αφορούν την περίπτωση του,

(δ) ο αιτητής αιτήθηκε την παροχή διεθνούς προστασίας το συντομότερο δυνατό, εκτός εάν αποδείξει ότι υπήρχε σοβαρός λόγος που τον εμπόδισε να το πράξει,

(ε) η γενική αξιοπιστία του αιτητή είναι αποδεδειγμένη.

(6) Η Υπηρεσία Ασύλου καθώς και όλες οι εμπλεκόμενες στην εφαρμογή του παρόντος Νόμου αρχές της Δημοκρατίας λαμβάνουν υπόψη την ειδική κατάσταση των ευάλωτων προσώπων, όπως οι ανήλικοι, οι ασυνόδευτοι ανήλικοι, τα πρόσωπα με ειδικές ανάγκες, οι ηλικιωμένοι, οι έγκυοι, οι άγαμοι γονείς που έχουν ανήλικα τέκνα, τα θύματα εμπορίας προσώπων, πρόσωπα με πνευματικές διαταραχές και πρόσωπα που υπήρξαν θύματα βασανιστηρίων, βιασμού ή άλλων σοβαρών μορφών ψυχολογικής, σωματικής και σεξουαλικής βίας. Το παρόν εδάφιο τυγχάνει εφαρμογής μόνο στα πρόσωπα για τα οποία διαπιστώνεται ότι έχουν ειδικές ανάγκες μετά από εξατομικευμένη αξιολόγηση της περίπτωσής τους.»

9.             Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις, όπου χορηγείται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

Κατάληξη

10.          Αναφορικά με τους προωθούμενους από τον Αιτητή λόγους προσφυγής περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας και περί πλάνης, είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί εκ προοιμίου αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές προβολής των λόγων προσφυγής. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως Δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιόν του πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc), κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητά της επίδικης πράξεως. Ο Αιτητής αναμένεται να προβάλει, στο πλαίσιο της διοικητικής ή και της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Δεδομένης της έκτασης του ελέγχου που ασκεί το παρόν Δικαστήριο καθίσταται αλυσιτελής η προβολή υποπεριπτώσεων λόγων προσφυγής π.χ. έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας και ορισμένες ελάσσονος σημασίας διαδικαστικές πλημμέλειες κατά την έκδοση της επίδικης πράξης. Εν προκειμένω, ο Αιτητής εκπροσωπούμενος και δια συνηγόρου, έχει την ευκαιρία να εκθέσει τους ισχυρισμούς του και να λάβει όλα τα δέοντα δικονομικά μέσα προς τεκμηρίωσή τους (Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Π.Δ. Δαγτόγλου, σελ. 552).

11.          Επισημαίνεται επιπλέον συναφώς ότι αποτελεί βασική νομολογιακή αρχή ότι η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλουν ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγονται δε στην διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης (Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Α.Ε. Aρ.: 3017, Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 5.6.2002, (2002) 3 ΑΑΔ 345).

12.          Η γενική αυτή νομολογιακή αρχή θα πρέπει να εξεταστεί εν προκειμένω υπό το φως του ειδικού δικαίου που διέπει τη διαδικασία εξέτασης μιας αιτήσεως ασύλου και των αρχών που θεσπίζει τόσο η εθνική όσο και η ενωσιακή νομοθεσία. Συναφές εν προκειμένω είναι το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα τα εδάφια (2) και (3) αυτού. Από τις εν λόγω διατάξεις απορρέει καταρχάς η υποχρέωση του Αιτητή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησης ασύλου του. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie v. Aναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320) αποτελεί υποχρέωση του αιτητή ασύλου να επικαλεστεί έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικό, αιτιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα του για κάποιον από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010). Εν συνεχεία ωστόσο, λόγω ακριβώς της δυσχέρειας των αιτητών ασύλου να τεκμηριώσουν με συγκεκριμένα στοιχεία την αίτησή τους, γεννάται υποχρέωση της διοίκησης να συνδράμει στην προσπάθεια προβολής και τεκμηρίωσης των ισχυρισμών τους (Βλ. Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών παρ. 195 επ., Βλ. επίσης αναφορικά με την ενεργό συνεργασία Απόφαση του ΔΕΕ της 22ας Νοεμβρίου 2012, Υπόθεση C‑277/11, M. M., ECLI:EU:C:2012:744, σκέψεις 63 έως 68).

13.          Προχωρώντας στην εξέταση της ουσίας των ισχυρισμών του Αιτητή, επισημαίνω συναφώς τα ακόλουθα: Ο Αιτητής κατά την καταγραφή του αιτήματός του για διεθνή προστασία δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω απειλών θανάτου, καθώς αφότου απεβίωσαν οι γονείς του, ο ίδιος διέμενε με τον θείο του που είχε την ευθύνη του, ο οποίος όμως ήταν εγκληματίας. Όταν κατά τη διάρκεια μιας νύκτας κάποια άτομα προσέγγισαν την οικία του θείου του ψάχνοντας για εκείνον, ο Αιτητής διέφυγε από το παράθυρο και έτρεξε μακριά. Έπειτα πήγε στην οικογένεια του πατέρα του και τους ανέφερε τι συνέβη. Καταλήγοντας, ο Αιτητής κατέγραψε ότι ακόμη και εκείνοι βρίσκονται σε κίνδυνο, ενώ ο ίδιος είχε ήδη ξεκινήσει τις διαδικασίες για να φύγει από τη χώρα του. [βλ. ερ. 1 του Δ.Φ.]

14.          Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης, ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα του (χρησιμοποιώντας το διαβατήριο του, για την έκδοση του οποίου δεν αντιμετώπισε οποιαδήποτε προβλήματα – βλ. ερ. 34, σημείο 1Χ, του Δ.Φ.), χωρίς να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε προβλήματα κατά την έξοδό του από τη χώρα καταγωγής (βλ. ερ. 33, σημείο 1Χ, του Δ.Φ.). Δήλωσε επίσης ότι ανήκει σε Χριστιανική εκκλησία (θρησκευτικό κίνημα του Κιμπανγκουϊσμού) ενώ ως προς τη φυλετική του καταγωγή δήλωσε ότι ανήκει στους Mukongo, οι οποίοι αποτελούν μέρος της φυλής Bakongo (βλ. ερ. 33, σημείο 1Χ, του Δ.Φ.). Αναφορικά με τη μόρφωσή του, ο Αιτητής δήλωσε ότι ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση του σε σχολείο της Kinshasa και συνέχισε έπειτα με σπουδές στο Εθνικό Ινστιτούτο Επαγγελματικής Προετοιμασίας (INPP) για ένα έτος, αφού έπειτα σταμάτησε τη φοίτησή του εκεί (βλ. ερ. 33, σημείο 2Χ, του Δ.Φ.). Όσον αφορά στην οικογένειά του, ο Αιτητής ανέφερε ότι είναι μοναχοπαίδι και ότι οι γονείς του απεβίωσαν περί τα τέλη του 2017 (ο πατέρας του λόγω τροχαίου ατυχήματος και η μητέρα του λόγω ασθένειας), ενώ οι συγγενείς της μητέρας του διαμένουν στην πόλη Boma στα ανατολικά της ΛΔΚ, όμως ο ίδιος δεν έχει επαφή μαζί τους (βλ. ερ. 33, σημείο 3Χ, του Δ.Φ.). Στη χώρα του εργαζόταν ως κομμωτής σε δική του επιχείρηση στην Kinshasa από την ηλικία των 18 ετών μέχρι που εγκατέλειψε τη χώρα, ενώ εργαζόταν επίσης στο υπουργείο της υγείας στην Kinshasa για 2 έτη (βλ. ερ. 32, σημείο 2Χ, του Δ.Φ.). Σχετικά με την καταγωγή του, ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε στην Kinshasa και εκεί διέμενε μέχρι τον Μάιο του 2022, όταν και μετέβη στην πόλη Matadi (επαρχία Kongo Central Region) όπου ζουν οι συγγενείς του πατέρα του, και παρέμεινε εκεί μέχρι που εγκατέλειψε τη χώρα του περί τα τέλη Σεπτεμβρίου του 2022 (βλ. ερ. 32, σημείο 3Χ, του Δ.Φ.).

15.          Ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως δεχόταν απειλές θανάτου εναντίον του αφότου απεβίωσαν οι γονείς του διότι ο ίδιος διέμενε στο σπίτι του θείου του από την πλευρά της μητέρας του, ο οποίος ανέλαβε τα έξοδα της φοίτησής του σε ινστιτούτο ανώτερης κατάρτισης. Σύμφωνα με τις δηλώσεις του, κατά τη διάρκεια μιας νύκτας (στις 28.5.2022) ξαφνικά ξύπνησε και αντίκρισε τέσσερις μασκοφόρους, οι οποίοι αναζητούσαν τον θείο του και επιτέθηκαν στον ίδιο, ρωτώντας τον που βρίσκεται ο θείος του. Όταν ο Αιτητής τους απάντησε πως δεν γνωρίζει, εκείνοι άρχισαν να τον κτυπούν, τον απείλησαν ότι εάν ο θείος του δεν επέστρεφε τη μοτοσυκλέτα που έκλεψε, τότε θα σκότωναν τον ίδιο, τον θείο του και επίσης θα έκαιγαν το σπίτι. Φεύγοντας, τα άτομα αυτά πήραν μαζί τους πράγματα από το σπίτι, όπως την τηλεόραση και άλλα, ενώ διέφυγαν με ένα φορτηγάκι που είχαν έξω από το σπίτι. Έπειτα, ο ίδιος άκουσε θόρυβο και αντίκρυσε μια άλλη ομάδα ατόμων που πλησίαζαν προς το σπίτι κρατώντας μαχαίρια. Έτσι, πήδηξε από το παράθυρο και έφυγε, καταλήγοντας στο σπίτι ενός φίλου του, όπου ενημέρωσε τηλεφωνικώς την κόρη του θείου του σχετικά με τα όσα συνέβησαν. Το επόμενο πρωί, ο ίδιος μετέβη στο νοσοκομείο όπου έτυχε περίθαλψης και κατά την ολιγόωρη παραμονή του εκεί, ένας φίλος του μετέβη στο νοσοκομείο, ενημερώνοντάς τον πως το σπίτι του θείου του είχε καταστραφεί ολοσχερώς, παροτρύνοντας τον ίδιο να μην επιστρέψει εκεί. Μετέπειτα, ο Αιτητής κατέφυγε σε μια εκκλησία (του θρησκευτικού δόγματος στο οποίο ανήκει) όπου πήγε και η κόρη του θείου του και τον συμβούλευσε να πάει στην πόλη Matadi, όπου ο ίδιος εν τέλει κατέληξε. Ο Αιτητής ανέφερε επίσης ότι η κόρη του θείου του είχε αποταθεί στις αρχές για να υποβάλει καταγγελία, ενώ η ομάδα που αναζητούσε (με απειλές) τον θείο του, επισκέφτηκαν τον φίλο του που είχε βοηθήσει τον ίδιο, κατά τον Ιούνιο του 2022 και τον απείλησαν με μαχαίρι ώστε να τους αποκαλύψει που βρίσκεται ο Αιτητής. Έπειτα, επισκέφθηκαν κατά τον ίδιο μήνα και την κόρη του θείου του, εισβάλλοντας στο σπίτι της και αναζητώντας τον Αιτητή, όπου αφού κτύπησαν εκείνην και τον σύζυγό της, ο τελευταίος τους αποκάλυψε ακριβώς τον τόπο όπου ο Αιτητής διέμενε στο Matadi. Κατά τον ίδιο μήνα, εκείνοι επικοινώνησαν με τον Αιτητή, αναζητώντας τον θείο του και απειλώντας τον πως εάν ο ίδιος δεν εντοπίσει τον θείο του, τότε θα τον βρουν όπου και να πάει στη χώρα και θα τον αποκεφαλίσουν. Καταλήγοντας, ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως οι εν λόγω εγκληματίες από την Kinshasa είχαν συγγενείς στο Matadi και περί τις 29.6.2022, μια γυναίκα που ζούσε στο Matadi πήγε στο σπίτι όπου διέμενε ο ίδιος και τον αναζήτησε, ενώ την επόμενη ημέρα (ήτοι περί τις 30.6.2022), κάποιος δικηγόρος ενημέρωσε τηλεφωνικώς τους συγγενείς του Αιτητή στο Matadi ότι η κόρη του θείου του είχε κτυπηθεί άσχημα, μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο και εκεί απεβίωσε. [βλ. ερ. 30, σημείο 1Χ, του Δ.Φ.]

16.          Στη συνέχεια, ο Αιτητής κλήθηκε να απαντήσει σε σειρά διευκρινιστικών ερωτήσεων. Συγκεκριμένα, στο ερώτημα αναφορικά με το τι ακριβώς φοβάται ότι θα συμβεί προσωπικά στον ίδιο σε περίπτωση επιστροφής του στην ΛΔΚ, ο Αιτητής δήλωσε πως φοβάται ότι εκείνοι οι εγκληματίες που καταζητούν τον θείο του και τον δεν τον έχουν εντοπίσει, εάν εντοπίσουν τον ίδιο ενδέχεται να τον σκοτώσουν. Ερωτηθείς κατά πόσο συνέβη οτιδήποτε αφότου έφυγε από τη χώρα του που τον κάνει να πιστεύει πως κινδυνεύει ακόμη, ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως εκείνη η εγκληματική ομάδα που αναζητούσαν τον θείο του, είχε μεταβεί στο σπίτι του μεγάλου αδελφού του πατέρα του στο Matadi και αναζητούσαν τον ίδιο, αλλά δεν τον εντόπισαν, αναφέροντας ότι ενόσω δεν μπορούν να εντοπίσουν τον θείο του, η οικογένεια του θα πρέπει να τους παραδώσει τον ίδιο. Τα ίδια άτομα πήγαν επίσης στην οικογένεια του πατέρα του στην Kinshasa και απείλησαν τον θείο και την θεία του πως θα κατέστρεφαν το οίκημά τους εάν δεν τους παρέδιδαν τον ίδιο μέχρι τον Δεκέμβριο του 2022, ως ισχυρίστηκε. Επιβεβαίωσε δε, ότι πέραν των όσων ήδη ανέφερε, ουδέν άλλο πρόβλημα υπάρχει προσωπικά για τον ίδιο σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής. [βλ. ερ. 29, σημείο 2Χ, του Δ.Φ.]

17.          Ακολούθως, σε διευκρινιστικές ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν αναφορικά με την αφήγησή του, ο Αιτητής ανέφερε ότι ζούσε στο σπίτι του θείου του από την πλευρά της μητέρας του για περίπου 4 έτη, ότι δεν έμενε μαζί τους κάποιος άλλος καθώς η μοναχοκόρη του θείου του ήταν παντρεμένη και έμενε στο δικό της σπίτι, καθώς και ότι ο εν λόγω θείος του εργαζόταν για την εθνική εταιρεία ηλεκτρικής ενέργειας και παρέδιδε λογαριασμούς (βλ. ερ. 29, σημείο 3Χ, του Δ.Φ.). Δήλωσε επίσης ότι πριν από το συμβάν στις 28.5.2022 και ενόσω ζούσε με τον θείο του, ουδέποτε είχαν αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα από κάποια συμμορία ή εγκληματίες, ενώ όσον αφορά στο εν λόγω συμβάν, ο Αιτητής ανέφερε ότι δεν γνώριζε τον λόγο για τον οποίο αναζητούσαν τον θείο του (βλ. ερ. 28, σημείο 1Χ, του Δ.Φ.). Ισχυρίστηκε επίσης ότι κατά το βράδυ στις 28.5.2022, είχε δεχθεί επίθεση από δύο διαφορετικές συμμορίες (βλ. ερ. 28, σημείο 2Χ, του Δ.Φ.). Διευκρίνισε επίσης, ότι η κόρη του θείου του είχε (εν τέλει) υποβάλει καταγγελία στις αρχές της χώρας εναντίον τους, ισχυριζόμενος πως αυτός ήταν και ο λόγος που οι εν λόγω εγκληματίες την σκότωσαν (βλ. ερ. 28, σημείο 2Χ, του Δ.Φ.). Ο ίδιος δεν αποτάθηκε στις αρχές ώστε να καταγγείλει το περιστατικό των επιθέσεων και ότι κινδύνευε, καθότι κρυβόταν και δεν μπορούσε να βγει έξω, ενώ οι αρχές γνώριζαν, αφού έπειτα το σπίτι του θείου του είχε καταστραφεί και είχαν πάει εκεί για να διερευνήσουν και να ελέγξουν, όπως είπε (βλ. ερ. 27, σημεία 1Χ και 2Χ, του Δ.Φ.). Επιπλέον, ανέφερε ότι γνώριζε πως θα μπορούσε να καταγγείλει τους εγκληματίες στην αστυνομία και τότε θα μπορούσε η αστυνομία να τους συλλάβει και να οδηγηθούν στην φυλακή, ενώ ισχυρίστηκε πως όταν θα έβγαιναν από τη φυλακή θα συνέχιζαν με αυτό που είχαν αρχικά στο μυαλό τους να κάνουν (βλ. ερ. 27, σημείο 2Χ, του Δ.Φ.). Ισχυρίστηκε επίσης πως και οι δύο συμμορίες επιτέθηκαν στον ίδιο και την οικογένεια του, εφόσον τα άτομα από την πρώτη συμμορία τον είχαν κτυπήσει και εκείνοι από τη δεύτερη συμμορία είχαν καταστρέψει το σπίτι του θείου του (βλ. ερ. 27, σημείο 2Χ, του Δ.Φ.). Όσον αφορά στο θείο του, ο ίδιος ως ανέφερε είχε επικοινωνήσει μαζί του για τελευταία φορά μία ημέρα πριν το συμβάν (ήτοι στις 27.5.2022) και έκτοτε όταν τον καλούσε εκείνος δεν ανταποκρινόταν (βλ. ερ. 27, σημείο 2Χ, του Δ.Φ.). Επίσης, όπως είπε, ο θείος του δεν είχε οποιαδήποτε οικονομικά προβλήματα, ούτε και είχε ποτέ αντιμετωπίσει οποιαδήποτε προβλήματα με τις αρχές, ενώ ο ίδιος ουδέποτε παρατήρησε κατά τα 4 σχεδόν έτη που ζούσε μαζί με τον θείο του ότι εκείνος έκανε κάποιου είδους παράνομη δραστηριότητα (βλ. ερ. 26, σημείο 1Χ, του Δ.Φ.).

18.          Καταλήγοντας, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο ίδιος είχε καταφύγει στο Matadi περί τις 30.5.2022 και πέραν του περιστατικού όπου τον αναζήτησε εκεί μια γυναίκα, δεν συνέβη οτιδήποτε άλλο στον ίδιο ενόσω παρέμεινε εκεί μέχρι και τα τέλη Σεπτεμβρίου του 2022 που έφυγε από τη χώρα του, ισχυριζόμενος ότι εν τέλει εγκατέλειψε τη χώρα του επειδή, αφότου η εν λόγω γυναίκα πήγε στο σπίτι που ο ίδιος έμενε στο Matadi, ο ίδιος βρισκόταν σε κίνδυνο και έπρεπε να φύγει (βλ. ερ. 25, σημεία 1Χ και 2Χ, του Δ.Φ.). Τέλος, ο Αιτητής δήλωσε πως δεν γνωρίζει τη βασική αιτία της διαφοράς μεταξύ του θείου του και της ομάδας των εγκληματιών που τον αναζητούσαν (βλ. ερ. 24, σημείο 2Χ, του Δ.Φ.), ενώ στο ερώτημα κατά πόσο ο ίδιος πιστεύει πως θα μπορούσε να επιστρέψει στην ΛΔΚ και να ζήσει σε μια άλλη πόλη, για παράδειγμα στο Lubumbashi, ο Αιτητής αποκρίθηκε αρνητικά, ισχυριζόμενος ότι κινδυνεύει από εκείνους που καταζητούν τον θείο του (βλ. ερ. 24, σημείο 3Χ, του Δ.Φ.).

19.          Αξιολογώντας το αίτημά του για διεθνή προστασία, οι Καθ’ ων η αίτηση σχημάτισαν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ο μεν πρώτος ως προς την ταυτότητα, προφίλ και χώρα καταγωγής του Αιτητή, ο δε δεύτερος ως προς τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι κινδυνεύει η ζωή του από εγκληματικές ομάδες που καταζητούσαν τον θείο του (από την πλευρά της μητέρας του). Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός, καθώς τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική αξιοπιστία αυτού κρίθηκαν στοιχειοθετηθείσες. Ο δεύτερος, ωστόσο, ισχυρισμός έτυχε απόρριψης. Προς τούτο αξιολογήθηκε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει λεπτομερείς και συγκεκριμένες πληροφορίες σε θέματα που άπτονται στον πυρήνα του αιτήματός του, ενώ όταν κλήθηκε να δώσει περαιτέρω πληροφορίες και διευκρινίσεις για τα γεγονότα που ανέφερε, υπέπεσε σε αντιφάσεις και ασάφειες.

20.          Πιο συγκεκριμένα, ενώ ο ίδιος αναφέρθηκε στο ότι δέχθηκε δύο διαδοχικές επιθέσεις στο σπίτι του κατά το βράδυ στις 28.5.2022 από διαφορετικές εγκληματικές συμμορίες (βλ. ερ. 30, σημείο 1Χ, του Δ.Φ.), εντούτοις ο Αιτητής δεν κατάφερε να δώσει οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με τους λόγους για τους οποίους, η δεύτερη εγκληματική ομάδα αναζητούσε τον θείο του, εφόσον όταν ρωτήθηκε σχετικά, ο ίδιος είπε ότι δεν γνώριζε (βλ. ερ. 26, σημείο 1Χ, του Δ.Φ.). Επιπλέον, δεδομένου ότι ο Αιτητής δήλωσε πως εγκληματικές ομάδες αναζητούσαν τον θείο του, κλήθηκε να παραθέσει πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητες του θείου του, αλλά αποκρίθηκε με αντικρουόμενες δηλώσεις, λέγοντας ότι ο θείος του εργαζόταν ως συνεργάτης στην εθνική εταιρεία ενέργειας (βλ. ερ. 29, σημείο 3Χ, του Δ.Φ.) καθώς και ότι ο ίδιος ουδέποτε παρατήρησε κατά τα 4 σχεδόν έτη που ζούσε μαζί με τον θείο του ότι εκείνος έκανε κάποιου είδους παράνομη δραστηριότητα ενώ ούτε είχε οικονομικά προβλήματα (βλ. ερ. 26, σημείο 1Χ, του Δ.Φ.). Εντούτοις, στην αρχική του αίτηση για διεθνή προστασία, ο Αιτητής κατέγραψε στα πλαίσια των λόγων που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, πως ο θείος του ήταν εγκληματίας, και έκλεβε και σκότωνε ανθρώπους (βλ. ερ. 1 του Δ.Φ.). Κληθείς δε να εξηγήσει τις αντιφατικές αυτές δηλώσεις του, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να επεξηγήσει με σαφήνεια, λέγοντας αόριστα ότι ο θείος του θεωρείτο εγκληματίας επειδή τον κατηγορούσαν στη χώρα του ότι έκλεβε πράγματα (βλ. ερ. 26, σημείο 2Χ, του Δ.Φ.). Ως σημείωσαν οι Καθ’ ων η αίτηση, εύλογα αναμενόταν από τον Αιτητή να έδιδε συνεπείς πληροφορίες αναφορικά με τις δραστηριότητες του θείου, κάτι που δεν κατάφερε ωστόσο να κάνει.

21.          Περαιτέρω, παρατηρήθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να παραθέσει επαρκείς και συγκεκριμένες πληροφορίες αναφορικά με την ταυτότητα των ατόμων που καταδίωκαν τον ίδιο, ως επίσης για τους λόγους που οι εγκληματίες, οι οποίοι είχαν διαφορές με τον θείο του, ήθελαν να κάνουν κακό και στον ίδιο. Συγκεκριμένα, ο Αιτητής ρωτήθηκε σχετικά με το ποια από τις δύο εγκληματικές ομάδες που καταζητούσαν τον θείο του, είχαν κτυπήσει μέχρι θανάτου την κόρη του θείου του και δεν κατάφερε να δώσει συγκεκριμένες πληροφορίες επί τούτου, λέγοντας ότι δεν γνώριζε ο ίδιος ποια ήταν από τις δύο ομάδες αυτές (βλ. ερ. 24, σημείο 1Χ, του Δ.Φ.). Όταν δε, κλήθηκε να εξηγήσει γιατί οι εγκληματικές ομάδες που καταζητούσαν τον θείο του, καταδίωκαν και τον ίδιο, ο Αιτητής αποκρίθηκε με αοριστία, λέγοντας πως δεν είχαν κάτι εναντίον του, αλλά ήθελαν να τον απαγάγουν ώστε να αναγκάσουν τον θείο του να παρουσιαστεί ενώπιον τους (βλ. ερ. 27, σημείο 2Χ, του Δ.Φ.). Ως σημείωσαν οι Καθ’ ων η αίτηση, εύλογα αναμενόταν από τον Αιτητή να έδιδε επαρκείς πληροφορίες αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους οι εν λόγω εγκληματίες καταδίωκαν και τον ίδιο, κάτι που δεν κατάφερε ωστόσο να κάνει.

22.          Επιπλέον, σύμφωνα και πάλι με τους Καθ’ ων η αίτηση, δεδομένου ότι οι εγκληματίες που καταδίωκαν τον Αιτητή, γνώριζαν από τον Ιούνιο του 2022, την ακριβή τοποθεσία όπου ο ίδιος βρισκόταν (στο Matadi), εντούτοις δεν συνέβη οτιδήποτε στον ίδιο κατά τους 4 περίπου μήνες (ήτοι μεταξύ 30.5.2022 και 26.9.2022) που παρέμεινε εκεί προτού εγκαταλείψει τη χώρα του, πέραν του ότι, ως αόριστα δήλωσε, μια γυναίκα πήγε στο σπίτι όπου ζούσε στο Matadi και αναζητούσε τον ίδιο, αλλά κατόπιν εκείνη έφυγε και δεν επέστρεψε ποτέ ξανά εκεί (βλ. ερ. 25, σημεία 1Χ και 2Χ, του Δ.Φ.). Ως σημείωσαν οι Καθ’ ων η αίτηση, εύλογα αναμενόταν από τον Αιτητή να έδιδε επαρκείς πληροφορίες που να υποδεικνύουν ότι ο ίδιος βρισκόταν σε κίνδυνο, κάτι που δεν κατάφερε ωστόσο να κάνει. Παράλληλα, από τις σχετικές του δηλώσεις προκύπτει ότι εκείνοι που τον καταδίωκαν δεν επεδίωξαν να τον αναζητήσουν, παρόλο που γνώριζαν επακριβώς το που ο ίδιος βρισκόταν.

23.          Τέλος, διαπιστώθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση ότι, δεδομένου πως γνώριζαν οι εν λόγω εγκληματίες που καταδίωκαν τον Αιτητή, επακριβώς το που ο ίδιος βρισκόταν, αλλά εντούτοις απείλησαν τους συγγενείς του μόνο μετά που ο ίδιος έφυγε από τη χώρα, όταν κλήθηκε ο Αιτητής να επεξηγήσει αυτό, ο ίδιος αποκρίθηκε με αοριστίες (βλ. ερ. 24, σημείο 2Χ, του Δ.Φ.), ενώ εύλογα αναμενόταν από τον Αιτητή να δώσει επαρκείς επεξηγήσεις γιατί δεν είχαν προσεγγίσει τους συγγενείς του ενόσω ο ίδιος βρισκόταν ακόμη στη χώρα του, κάτι που ωστόσο απέτυχε να κάνει.

24.          Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, οι Καθ’ ων η αίτηση ανέτρεξαν σε πηγή πληροφόρησης για την ΛΔΚ, στην οποία γίνεται αναφορά σε οργανωμένο έγκλημα και σε πολυάριθμα εγκληματικά δίκτυα που δρουν στην χώρα και εμπλέκονται σε παράνομο εμπόριο και εξαγωγή εγχώριων ειδών, καθώς και στην αύξηση εγκληματικών ομάδων που δρουν στις μεγαλουπόλεις της χώρας, οι οποίες συνήθως έχουν διασυνδέσεις με πολιτικούς και προσωπικό των δυνάμενων ασφαλείας. Καταλήγοντας, διέκριναν ότι με βάση τις πιο πάνω πληροφορίες και παρά το ότι από αυτές επιβεβαιώνεται η δράση εγκληματικών ομάδων στην ΛΔΚ, εντούτοις, δεν έχει ανευρεθεί κάποια εξωτερική πηγή που να καταδεικνύει ότι ο Αιτητής είχε στοχοποιηθεί προσωπικά από μια τέτοια ομάδα. Ως εκ τούτου, έκριναν ότι δεν στοιχειοθετείται η εξωτερική του αξιοπιστία, ούτε και η εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών του σχετικά με τον πιο πάνω ισχυρισμό.

25.          Προσχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου στη βάση του μοναδικού ισχυρισμού ο οποίος έγινε αποδεκτός, ήτοι την ταυτότητα, το προφίλ και η χώρα καταγωγής του Αιτητή, οι Καθ’ ων η αίτηση, λαμβάνοντας υπόψη τα προσωπικά στοιχεία και περιστάσεις του Αιτητή, καθώς και πληροφορίες/δεδομένα από εξωτερική πηγή αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής (όπου διακρίνεται ότι υπάρχει σύρραξη μεταξύ των κρατικών στρατιωτικών δυνάμεων και πέραν των 15 σημαντικών ενόπλων παράνομων ομάδων που δρουν στις ανατολικές επαρχίες της ΛΔΚ, ήτοι στο North Kivu και στο Ituri, καθώς και στην περιοχή Kasai, όπου καταγράφονται αρκετά περιστατικά βίας), διαπίστωσαν ότι δεν υπάρχει εύλογος βαθμός πιθανότητας ο Αιτητής να αντιμετωπίσει (ενδεχομένως) μεταχείριση που θα ισοδυναμούσε με δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinshasa της ΛΔΚ. Ως εκ τούτου, οι Καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, εφόσον στο πρόσωπό του δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης για κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται εξαντλητικά στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής διατρέχει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου.

26.          Κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ο Αιτητής αρχικά αναφέρθηκε στην δολοφονία της κόρης του θείου του, λέγοντας ότι ο ίδιος διέμενε στην Kinshasa και έπειτα στο Matadi, ενώ η κόρη του θείου του διέμενε στην Kinshasa. Επιπλέον, ισχυρίστηκε ότι ενόσω ο ίδιος βρισκόταν στο Matadi τον είχαν απειλήσει για τη ζωή της οικογένειας του, ενώ στην Kinshasa εισέβαλαν στο σπίτι του θείου του δύο φορές. Ο Αιτητής επανέλαβε επίσης τον ισχυρισμό περί του ότι καταζητούσαν τον θείο του από την πλευρά της μητέρας του και για το λόγο αυτό καταδίωκαν και τον ίδιο. Ο άλλος του θείος όπως είπε, διαμένει στο Matadi, ενώ οι γονείς του έχουν αποβιώσει. Ερωτηθείς γιατί δεν μπορούσε να μετεγκατασταθεί στο Lubumbashi  αφού ο ίδιος είναι υγιείς και θα είναι μακριά από εκεί που δρούσαν τα άτομα που ισχυρίζεται ότι τον καταδιώκουν, ο Αιτητής δήλωσε ότι θεωρεί πως θα μπορούσαν να τον εντοπίσουν και εκεί.

27.          Στο σημείο αυτό θα προχωρήσω σε πλήρη και ex nunc εξέταση των ενώπιόν μου δεδομένων, όπως υπαγορεύουν τα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου.

28.          Ως προς την ένορκη δήλωση που προσκόμισε ο Αιτητής ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και η οποία συνοδεύει το εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας, παρατηρούνται τα ακόλουθα. Ως προς την αξιολόγηση των προσκομισθέντων εγγράφων επισημαίνεται ότι το παρόν Δικαστήριο συναξιολογεί καταρχάς το εν λόγω έγγραφο ακόμα και στις περιπτώσεις όπου δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί η γνησιότητά του (Βλ. Απόφαση του ΔΕΕ της 10.6.2021, την υπόθεση C‑921/19, LH κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid, ECLI:EU:C:2021:478, σκέψεις 44 και 66). Στο πλαίσιο της αξιολόγησης της αυθεντικότητας ενός εγγράφου μπορεί βεβαίως να ληφθούν υπόψη και τυχόν εξόφθαλμες ενδείξεις μεταποίησης του εγγράφου τις οποίες είναι εύκολο να διακρίνει το Δικαστήριο ακόμα και χωρίς την επέμβαση ενός εμπειρογνώμονα[1]. Καταρχάς παρατηρώ ότι τα έγγραφα προσκομίστηκαν στη γαλλική χωρίς να συνοδεύονται από σχετική μετάφραση. Το πρώτο έγγραφο αφορά, κατά την περιγραφή του Αιτητή, σε δήλωση δικηγόρου υπογραμμένη από τον ίδιο αναφορικά με την «εξέλιξη της υπόθεσης» του Αιτητή. Το δεύτερο αποτελεί πιστοποιητικό θανάτου,  εκδοθέν από νοσοκομείο της Κινσάσα ημερομηνίας 11.6.2022. Το τρίτο άδεια ενταφιασμού του ιδίου προσώπου στο οποίο αφορά το πιστοποιητικό θανάτου και το τέταρτο αφορά είναι σε αντίγραφο εγγράφου με τίτλο «Mandat de comparution» σε ελεύθερη μετάφραση «διάταγμα εμφάνισης (ενώπιον δικαστικής αρχής)», το οποίο απευθύνεται στο Αιτητή, ημερομηνίας 15.8.2022. Η γνησιότητα των εν λόγω εγγράφων δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί καθώς αφορούν σε αντίγραφα, αλλά εκτιμώνται ελεύθερα σε συνάρτηση με τις δηλώσεις του Αιτητή. Ο ίδιος ο Αιτητής δεν εξηγεί στην ένορκη δήλωσή του τη συνάφεια των εγγράφων με την υπόθεση ούτε και τον τρόπο και από ποιόν ακριβώς κατόρθωσε να εξασφαλίσει τα εν λόγω έγγραφα. Ωστόσο στο πλαίσιο της γραπτής του αγόρευσης εξηγεί ότι το δεύτερο και το τρίτο έγγραφο αφορούν στο θάνατο της θυγατέρας του θείου του.  Παρατηρείται περαιτέρω, ότι το πρώτο έγγραφο, το οποίο αφορά σε δήλωση δικηγόρου του Αιτητή από τη χώρα καταγωγής του, δεν εξηγείται από τον Αιτητή ποια ακριβώς γεγονότα και ισχυρισμούς της υπόθεσής του επιθυμεί να αποδείξει. Η αποδεικτική αξία του εν λόγω εγγράφου εκ της υποκειμενικής φύσεώς του και της αμφιβόλου αντικειμενικότητας πηγής του είναι περιορισμένη. Το τέταρτο έγγραφο, το οποίο φέρει ημερομηνία 15.8.2022, είναι μια κλήση απευθυνόμενη στον Αιτητή για εμφάνιση στις αρχές της χώρας του, το οποίο ωστόσο δεν εξηγεί και πάλι ο Αιτητής με σαφήνεια τη σύνδεση με τους ισχυρισμούς του και το αίτημά του για διεθνή προστασία.

29.          Επιστρέφοντας στην εξέταση των ισχυρισμών του Αιτητή, επισημαίνεται καταρχάς ότι ορθώς οι Καθ' ων η αίτηση διέκριναν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ήτοι περί της ταυτότητας, του προφίλ και της χώρας καταγωγής του Αιτητή και ως δεύτερο, τον κατ’ ισχυρισμό κίνδυνο για τη ζωή του από εγκληματικές ομάδες που καταζητούσαν τον θείο του από την πλευρά της μητέρας του.

30.          Συντάσσομαι με τους Καθ’ ων η αίτηση ως προς την αξιολόγηση και αποδοχή του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού, ήτοι ότι ο Αιτητής είναι υπήκοος της ΛΔΚ (βλ. ερ. 34, σημείο 1Χ, του Δ.Φ.), ο οποίος γεννήθηκε και ζούσε στην Kinshasa (που θεωρείται και ο τόπος συνήθους διαμονής του στη χώρα καταγωγής), ενώ για ένα μικρό διάστημα περί των τεσσάρων περίπου μηνών προτού εγκαταλείψει τη χώρα του (ήτοι μεταξύ περί τα τέλη Μαΐου του 2022 και τα τέλη Σεπτεμβρίου του 2022), ζούσε στην πόλη Matadi (βλ. ερ. 32, σημείο 3Χ, του Δ.Φ.). Δήλωσε επίσης, Χριστιανός (ανήκει στο θρησκευτικό κίνημα του Κιμπανγκουϊσμού) καθώς επίσης ότι είναι μέλος της εθνοτικής φυλής Bakongo (βλ. ερ. 33, σημείο 1Χ, του Δ.Φ.). Ο Αιτητής ως δήλωσε, ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση του σε σχολείο της Kinshasa και συνέχισε έπειτα με σπουδές στο Εθνικό Ινστιτούτο Επαγγελματικής Προετοιμασίας (INPP) για ένα έτος, αφού έπειτα έφυγε από τη χώρα του (βλ. ερ. 33, σημείο 2Χ, του Δ.Φ.). Περαιτέρω, στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής εργαζόταν ως κομμωτής σε δική του επιχείρηση στην Kinshasa από την ηλικία των 18 ετών μέχρι που εγκατέλειψε τη χώρα, ενώ εργαζόταν επίσης στο υπουργείο της υγείας στην Kinshasa για 2 έτη (βλ. ερ. 32, σημείο 2Χ, του Δ.Φ.).

31.          Ομοίως, σε σχέση με το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι περί του ότι κινδυνεύει η ζωή του από εγκληματικές ομάδες που καταζητούσαν τον θείο του, οφείλει να τύχει απόρριψης. Πιο συγκεκριμένα, παρατηρώ ότι οι δηλώσεις του Αιτητή κατά την αφήγηση του όσον αφορά τα γεγονότα και περιστατικά που έλαβαν χώρα, χαρακτηρίζονται από αοριστίες, ασάφειες, έλλειψη λεπτομερειών και εξειδίκευσης, ως επίσης, έλλειψη ευλογοφάνειας και αντιφάσεων, ενώ παρά το ότι κλήθηκε κατ’ επανάληψη κατά τη συνέντευξη να δώσει συγκεκριμένες διευκρινήσεις, οι απαντήσεις του παρέμειναν ανεπαρκείς. Ειδικότερα, ο Αιτητής δεν έδωσε επαρκείς λεπτομέρειες αναφορικά με τις δύο διαδοχικές επιθέσεις που δέχθηκε στο σπίτι του θείου του, από τις δύο διαφορετικές εγκληματικές ομάδες.  Καθώς πρόκειται για περιστάσεις τις οποίες ο ίδιος βίωσε, δεδομένου και του μορφωτικού του επιπέδου, ευλόγως αναμένεται ότι θα ήταν σε θέση να δώσει περαιτέρω λεπτομέρειες των περιστάσεων των δύο επιθέσεων όταν αυτός ερωτήθηκε σχετικά. Δεν είναι επίσης σαφείς οι περιστάσεις της διαφυγής του από την οικία του θείο του τη μέρα της κατ’ ισχυρισμό επίθεσης. Επιπλέον, δεν είναι σαφές από το αφήγημά του, αφ’ ης στιγμής ο ίδιος ανέφερε ότι ουδέποτε πριν από την εν λόγω επίθεση δεν είχε αντιληφθεί οποιαδήποτε εμπλοκή του θείου του σε οποιαδήποτε οργάνωση, πώς κατάλαβε ότι πρόκειται για δύο οργανώσεις και δη εγκληματικές. Δεν είναι σαφές πώς ο Αιτητής εφόσον δεν είχε ξαναδεί τα εν λόγω πρόσωπα, τα οποία αναφέρει ως μασκοφόρους, πώς γνώριζε την ταυτότητά τους και επιπλέον, όταν στη συνέχεια ο ίδιος ανέφερε ότι έχουν συγγενικά πρόσωπα στο Matadi πώς ήταν σε θέση να γνωρίζει κάτι τέτοιο από μία και μόνο επαφή μαζί τους υπό τις περιστάσεις που περιέγραψε. Η εν λόγω τοποθέτηση δεν παρίσταται ευλογοφανής. Η αφήγησή του, με βάση το ιστορικό της υπόθεσης γύρω από το περιστατικό των επιθέσεων στο σπίτι του θείου του, στερείται αληθοφάνειας, λαμβάνοντας υπόψη ότι σύμφωνα με τα λεγόμενα του ιδίου, πριν από το συμβάν στις 28.5.2022 και ενόσω ζούσε με τον θείο του, ουδέποτε είχαν αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα από κάποια συμμορία ή εγκληματίες (βλ. ερ. 28, σημείο 1Χ, του Δ.Φ.). Ούτε τα στοιχεία που έδωσε ο Αιτητής αναφορικά με τον βίο και τις δραστηριότητες του θείου του κατά τα 4 σχεδόν έτη που διέμεναν στο ίδιο σπίτι, παραπέμπουν σε κάποια αιτία για την εν λόγω επίθεση στο σπίτι του θείου του, ούτε προκύπτει οτιδήποτε που να αιτιολογεί τα όσα κατ’ ισχυρισμό συνέβησαν, που οδήγησαν και στην καταδίωξή του (βλ. ερ. 29, σημείο 3Χ, του Δ.Φ.). Εντούτοις δε, ως ο Αιτητής δήλωσε, ο θείος του δεν είχε οποιαδήποτε οικονομικά προβλήματα, ούτε και είχε ποτέ αντιμετωπίσει οποιαδήποτε προβλήματα με τις αρχές, και ο ίδιος ουδέποτε παρατήρησε κατά τα 4 σχεδόν έτη που ζούσε μαζί με τον θείο του ότι εκείνος έκανε κάποιου είδους παράνομη δραστηριότητα (βλ. ερ. 26, σημείο 1Χ, του Δ.Φ.).

32.          Επιπλέον, ενώ ο Αιτητής υπέδειξε ότι οι εγκληματίες που κατ’ ισχυρισμό τον καταδιώκουν στην χώρα καταγωγής του, εξέλαβαν τον ίδιο ως τον υιό του θείου του (βλ. ερ. 30, σημείο 1Χ, του Δ.Φ.), εντούτοις ουδεμία εύλογη διασύνδεση του θείου του με εκείνους δεν κατέδειξε, ούτε εξειδίκευσε κάποιο ευλογοφανή λόγο περί του ότι εκείνοι ήθελαν να βλάψουν τον ίδιο προσωπικά. Ως ο ίδιος δήλωσε, δεν είχαν κάτι εναντίον του, ενώ ως ισχυρίστηκε, ήθελαν να τον απαγάγουν ώστε να αναγκάσουν τον θείο του να παρουσιαστεί ενώπιον τους – βλ. ερ. 27, σημείο 2Χ, του Δ.Φ. Εν μέρει η αιτιολογία δίωξής του ως μέσου πίεσης του θείου του φαίνεται εύλογη ωστόσο παραμένει μετέωρο το ποιο ακριβώς ήταν το κίνητρο καθαυτό των εγκληματιών, ώστε να αιτιολογείται η εξαφάνιση του θείου του καθώς και μια τέτοια καταδίωξη εναντίον του ιδίου. Εξάλλου, ως ο Αιτητής δήλωσε εν τέλει, ο ίδιος δεν γνώριζε τη βασική αιτία της διαφοράς μεταξύ του θείου του και της ομάδας των εγκληματιών που τον αναζητούσαν (βλ. ερ. 24, σημείο 2Χ, του Δ.Φ.). Πέραν τούτων, εντοπίζονται και ορισμένες (διαδοχικές) αντιφάσεις στα λεγόμενα του Αιτητή. Συγκεκριμένα, ενώ ο ίδιος ανέφερε ότι οι εγκληματίες πήγαν στο σπίτι της κόρης του θείου του και την κτύπησαν μέχρι θανάτου, εντούτοις, αρχικά, ο Αιτητής απέδωσε αυτό το συμβάν στο ότι εκείνοι ήθελαν να μάθουν που βρίσκεται ο ίδιος (βλ. ερ. 30, σημείο 1Χ, του Δ.Φ.). Διευκρίνισε δε, ότι κατόπιν της επίθεσης αυτής, η κόρη του θείου του κατέληξε στο νοσοκομείο λόγω του ότι είχε κτυπηθεί άσχημα και εν τέλει, εκείνη πέθανε (βλ. ερ. 26, σημείο 2Χ, του Δ.Φ.). Έπειτα, όμως, ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως εκείνοι σκόπιμα σκότωσαν την κόρη του θείου του, επειδή εκείνη είχε υποβάλει καταγγελία στις αρχές της χώρας εναντίον τους (βλ. ερ. 28, σημείο 2Χ, του Δ.Φ.).

33.          Περαιτέρω, τα περί καταδίωξής του από εγκληματικές ομάδες στη χώρα καταγωγής του λόγω του θείου του, αποτελούν εικασίες του ιδίου βασισμένες σε (κατ’ ισχυρισμό) πληροφορίες από τρίτους (που εξάλλου δεν εξειδικεύονται). Ως προς τούτο, συγκεκριμένα διαπιστώνεται επίσης ότι (σύμφωνα με τις δηλώσεις του) ο Αιτητής είχε καταφύγει στο Matadi περί τις 30.5.2022 (βλ. ερ. 25, σημείο 1Χ, του Δ.Φ.) και πέραν του περιστατικού όπου τον αναζήτησε εκεί μια γυναίκα, δεν συνέβη οτιδήποτε άλλο στον ίδιο ενόσω παρέμεινε εκεί, μέχρι και τα τέλη Σεπτεμβρίου του 2022 που έφυγε από τη χώρα του (βλ. ερ. 25, σημείο 1Χ, του Δ.Φ.), παρόλο που οι εγκληματίες που καταδίωκαν τον Αιτητή, γνώριζαν από τον Ιούνιο του 2022 την ακριβή τοποθεσία όπου ο ίδιος βρισκόταν στο Matadi (βλ. ερ. 30, σημείο 1Χ, του Δ.Φ.). Επίσης, ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι εν τέλει εγκατέλειψε τη χώρα του επειδή, αφότου η εν λόγω γυναίκα πήγε στο σπίτι που έμενε στο Matadi και τον αναζήτησε, ο ίδιος βρισκόταν σε κίνδυνο και έπρεπε να φύγει (βλ. ερ. 25, σημείο 2Χ, του Δ.Φ.). Ο Αιτητής δεν εξηγεί κατά τρόπο συνεκτικό πώς η εν λόγω γυναίκα διασυνδέεται με τις υπό αναφορά εγκληματικές ομάδες. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα και πάλι με τις δηλώσεις του Αιτητή, η γυναίκα αυτή έφυγε κατόπιν και έκτοτε δεν επέστρεψε ποτέ ξανά στο σπίτι όπου ο ίδιος διέμενε στο Matadi (βλ. ερ. 25, σημείο 1Χ, του Δ.Φ.).

34.          Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, επισημαίνεται καταρχάς ότι τα έγγραφα που προσκόμισε ο Αιτητής στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής προς τεκμηρίωση των ισχυρισμών του, δεν μπορούν να έχουν οποιαδήποτε ουσιαστική αποδεικτική βαρύτητα. Καταρχάς, ο Αιτητής δεν εξηγεί τα γεγονότα που αυτός επιδιώκει να αποδείξει. Επιπλέον, παρατηρώ ότι από το πιστοποιητικό θανάτου και ταφής δεν προκύπτει ότι αυτό αφορά στην ξαδέλφη του Αιτητή και επιπλέον δεν προκύπτει ότι όντως η αιτία θανάτου της γυναίκας, είναι αυτή που αναφέρει ο Αιτητής. Γίνεται αναφορά σε αιμορραγία, η οποία θα μπορούσε να προέλθει και από οποιαδήποτε άλλη αιτία. Το μόνο συναφές είναι ο χρόνος έκδοσης των εν λόγω εγγράφων, ο οποίος είναι όντως τον Ιούνιο του 2022 όπου έλαβαν χώρα οι κατ’ ισχυρισμό επιθέσεις. Το δεδομένο αυτό από μόνο του δεν μπορεί να επιβεβαιώσει οτιδήποτε ουσιώδες πολύ περισσότερο να ανατρέψει το εύρημα περί έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας ως προς τις συναφείς δηλώσεις του. Ως προς το πρώτο έγγραφο ήδη ως σχολιάστηκε ανωτέρω τόσο η φύση όσο και το περιεχόμενό του δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε αποδεικτική αξία. Ομοίως, ως προς το έγγραφο διαταγής εμφάνισης του Αιτητή δεν προκύπτει κατά τρόπο προφανή να αποδεικνύει οτιδήποτε κρίσιμο για την παρούσα υπόθεση καθώς, δεν προκύπτει για ποιό λόγο η εν λόγω κλήση πραγματοποιήθηκε και στο πλαίσιο ποιάς υπόθεσης.  

35.          Περαιτέρω, από πληροφορίες σε έγκυρη πηγή (από έκθεση για την κατάσταση στην ΛΔΚ αναφορικά με το οργανωμένο έγκλημα κατά το 2023) διαφαίνεται ότι στην ΛΔΚ δρουν διάφορες παράνομες ένοπλες ομάδες καθώς και οργανωμένες εγκληματικές συμμορίες. Συγκεκριμένα, στην εν λόγω πηγή καταγράφεται σχετικά ότι: «Ένοπλες ομάδες τύπου μαφίας επικρατούν στις ανατολικές επαρχίες της ΛΔΚ… . [..] Οι αστικές συμμορίες έχουν επίσης πολλαπλασιαστεί και θεσμοθετηθεί στις μεγάλες πόλεις που αποδίδεται στην κακή αστική διακυβέρνηση και συχνά έχουν δεσμούς με το προσωπικό των δυνάμεων ασφαλείας και τους πολιτικούς. Υπάρχουν πολυάριθμα διεθνικά εγκληματικά δίκτυα που εμπλέκονται στην αγορά των μη ανανεώσιμων πόρων, ιδιαίτερα του χρυσού, που λειτουργούν τόσο σε τοπικό όσο και σε διακρατικό επίπεδο στην ΛΔΚ.».[2] Επίσης, στην ίδια πηγή καταγράφεται σχετικά με το οργανωμένο έγκλημα ότι: «Η διαφθορά είναι ανεξέλεγκτη και οι κρατικοί φορείς σε όλα τα επίπεδα εμπλέκονται στο οργανωμένο έγκλημα. [..] Ωστόσο, έχουν γίνει πολλές προσπάθειες από την ΛΔΚ να αντιμετωπίσει την ατιμωρησία για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που πραγματοποιούνται από στρατιωτικούς και αστυνομικούς μέσω ερευνών και [ποινικών] διώξεων.».[3] Επιπλέον, όσον αφορά το σύστημα ασφαλείας στην ΛΔΚ, στην ίδια πηγή αναφέρεται ότι: «Οι αστυνομικές δυνάμεις είναι δυσλειτουργικές και αναποτελεσματικές, ακόμη και στις μεγάλες πόλεις και την πρωτεύουσα, … . Η διαφθορά επικρατεί στο αστυνομικό σώμα λόγω χαμηλών μισθών και κακής μεταχείρισης, πράγμα που σημαίνει ότι η αστυνομική επέμβαση είναι περιορισμένη και συχνά περιλαμβάνει παράνομες πληρωμές.».[4]

36.          Σε κάθε περίπτωση, διακρίνεται ότι ο Αιτητής αναφέρθηκε συγκεκριμένα σε κατ’ ισχυρισμό ξυλοδαρμό του ιδίου και σε απειλές εναντίον του, καθώς και στην κλοπή αντικειμένων από την οικία του θείου του και (κατόπιν) στην καταστροφή της οικίας του θείου του, από εγκληματικές ομάδες (βλ. ερ. 30, σημείο 1Χ, του Δ.Φ.). Ως προς τούτα, σε έγκυρες πηγές εντοπίζονται σχετικές πληροφορίες αναφορικά με τη δράση των εγκληματικών ομάδων ‘Kuluna gangs’ (ή ‘Kulunas’) στην ΛΔΚ. Συγκεκριμένα, ως καταγράφεται, ο οργανισμός Global Initiative Against Transnational Organized Crime αναφέρθηκε «…στις συμμορίες νεολαίας των πόλεων, τους Kulunas και το νέο κύμα στη δραστηριότητά τους στην Kinshasa από τις αρχές του 2020, που αποδόθηκε στην αύξηση της ανασφάλειας και στα σοβαρά εγκλήματα, συμπεριλαμβανομένων των ένοπλων ληστειών και των βίαιων επιθέσεων».[5] Περαιτέρω, αναφορικά με τη δράση συγκεκριμένα των συμμοριών ‘Kuluna gangs’ στην ΛΔΚ, σε άλλη πηγή καταγράφεται ότι: «…πηγές ανέφεραν ότι αυτές οι εγκληματικές συμμορίες είναι ένα ‘αστικό φαινόμενο’, με παρουσία κυρίως στην Kinshasa και συγκεκριμένα [σε ορισμένες συνοικίες] στην Kinshasa» και «Οι Kulunas ήταν υπεύθυνοι για σοβαρά εγκλήματα, όπως ένοπλες ληστείες και βίαιες επιθέσεις, και αναφέρεται ότι έχουν αλληλεπιδράσεις με πολιτικά κόμματα και υπηρεσίες επιβολής του νόμου.».[6] Ειδικότερα, σε μια άλλη πηγή καταγράφεται ότι: «Το φαινόμενο των συμμοριών νεαρών γνωστών ως Kuluna πιστεύεται ότι εμφανίστηκε στην Kinshasa γύρω στο έτος 2000, προερχόμενο από μια γενική κατάσταση ανομίας. Οι Kulunas περιγράφονται ως ‘κυρίως έφηβοι και νεαροί άνδρες σε οργανωμένες εγκληματικές συμμορίες των περίπου 10 έως 20 μελών’, οι οποίοι είναι γνωστό ότι ‘κουβαλούν μαχαίρες, σπασμένα μπουκάλια ή μαχαίρια και ότι απειλούν ή ασκούν βία για εκβίαση χρημάτων, κοσμημάτων, κινητών τηλεφώνων και άλλα τιμαλφή’. Αν και το φαινόμενο αρχικά περιοριζόταν στις φτωχότερες συνοικίες της Kinshasa, [.], σταδιακά επεκτάθηκε στην υπόλοιπη πρωτεύουσα, καθώς και σε άλλες πόλεις.».[7] Εντούτοις, «[ω]ς απάντηση κατά των συμμοριών Kuluna, η κυβέρνηση του Κονγκό δημιούργησε μια ειδική αστυνομική μονάδα και, στις 15 Νοεμβρίου 2013, ξεκίνησε η πρώτη επιχείρηση [.], με στόχο τους ύποπτους Kulunas. Αμέσως μετά την έναρξή της, η επιχείρηση επεκτάθηκε [..], μεταξύ 15 Δεκεμβρίου 2013 και 15 Φεβρουαρίου 2014, και σύμφωνα με πληροφορίες είχε στόχο εγκληματίες που εργάζονταν εντός του στρατού και της αστυνομίας.», ενώ κατόπιν, ακολούθησαν και άλλες τέτοιες επιχειρήσεις που είχαν ως στόχο «την αστική εγκληματικότητα σε όλες τις επαρχίες της ΛΔΚ» καθώς και «στην αντιμετώπιση αυτού που περιγράφηκε ως ‘αναβίωση’ των kulunas».[8] Σε αυτά τα πλαίσια, ως διαφαίνεται από τα όσα καταγράφονται, οι αρχές ασφαλείας της ΛΔΚ καταδίωκαν για αρκετά έτη τα μέλη των συμμοριών Kulunas και προέβησαν επίσης σε αρκετές εκατοντάδες συλλήψεις τέτοιων ατόμων.[9]

37.          Παρά ταύτα, παρατηρείται ότι με βάση τα λεγόμενα του, ο Αιτητής είχε πρόσβαση στις αρχές ασφαλείας της χώρας του και δεν διαφαίνεται ότι υφίστατο ενδεχόμενο οι εν λόγω αρχές να μην επέμβουν ή να μην λάβουν υπόψη τους καταγγελίες για τέτοιου είδους περιστατικά (που αφορούν μικροαδικήματα ή κοινά εγκλήματα). Συγκεκριμένα, ως ο Αιτητής ανέφερε, η κόρη του θείου του είχε αποταθεί στις αρχές για να υποβάλει σχετική καταγγελία (βλ. ερ. 30, σημείο 1Χ, και ερ. 28, σημείο 2Χ, του Δ.Φ.) και (εξάλλου) οι αρχές φαίνεται να γνώριζαν ήδη για το περιστατικό, αφού είχαν πάει στο σπίτι του θείου του κατόπιν που καταστράφηκε, για να διερευνήσουν και να ελέγξουν (βλ. ερ. 27, σημείο 2Χ, του Δ.Φ.). Ο ίδιος δε, δεν αποτάθηκε στις αρχές ώστε να καταγγείλει το περιστατικό που έγινε καθώς και ότι κινδύνευε, από δική του επιλογή ως προκύπτει (προβάλλοντας ότι κρυβόταν και δεν μπορούσε να βγει έξω, καθώς επίσης εφόσον οι αρχές είχαν πάει ήδη στο σπίτι του θείου για έλεγχο – βλ. ερ. 27, σημεία 1Χ και 2Χ, του Δ.Φ.). Επιπλέον, ανέφερε ότι ο ίδιος γνώριζε πως θα μπορούσε να καταγγείλει τους εγκληματίες στην αστυνομία και τότε θα μπορούσε η αστυνομία να τους συλλάβει και να οδηγηθούν στην φυλακή (βλ. ερ. 27, σημείο 2Χ, του Δ.Φ.). Υπενθυμίζεται σχετικώς, ότι η διεθνής προστασία αποτελεί προστασία δευτερεύουσα εκείνης της χώρας καταγωγής.[10]   Σε κάθε περίπτωση δε, ακόμα και αν θεωρηθεί ότι εξωτερικές πηγές επιβεβαιώνουν τη δράση εγκληματικών ομάδων στη χώρα καταγωγής του Αιτητή, ενόψει της ελλιπούς εσωτερικής αξιοπιστίας, δεν είναι δυνατό να γίνει αποδεκτός.

38.          Προχωρώντας στην αξιολόγηση του κινδύνου που διατρέχει ο Αιτητής, στη βάση του μόνου αξιόπιστου ισχυρισμού του, έχοντας ενώπιόν μου τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης καθώς και την ίδια την επίδικη απόφαση καταλήγω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα καθώς δεν τεκμηριώθηκε η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης για τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου. Φόβος δίωξης δεν προκύπτει καθαυτός από τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή τα οποία και έχουν γίνει αποδεκτά.[11] Ως προς τούτο, λαμβάνεται επίσης υπόψη ότι ο Αιτητής διαθέτει υποστηρικτικό δίκτυο / συγγενικούς δεσμούς στη χώρα καταγωγής του, και παράλληλα, είναι άτομο ενήλικο, υγιές, χωρίς εξαρτώμενους, με μόρφωση, καθώς και με επαγγελματική εκπαίδευση και εμπειρία, αλλά και ικανότητα να εργαστεί.

39.          Περαιτέρω, διακρίνεται στη βάση του μόνου αποδεκτού ισχυρισμού του Αιτητή πως δεν διαφαίνεται ότι αυτός υπέστη οποιαδήποτε μορφή δίωξης ή σοβαρής βλάβης, ενώ διαπιστώνεται πως ο κατ’ ισχυρισμό φόβος δίωξης του στηρίζεται σε εικασίες του ιδίου, οι οποίες δεν θεμελιώνονται στα ισχυριζόμενα από τον ίδιο πραγματικά περιστατικά της υπόθεσής του. Εξάλλου, πέραν του ότι κρίθηκε αναξιόπιστος όσον αφορά στις δηλώσεις του σχετικά με το αίτημά του (ως ήδη αναλύθηκε ανωτέρω), παρατηρείται ότι τα εν λόγω ζητήματα που επικαλείται ο Αιτητής υπάγονται σε ιδιωτικής φύσεως διαφορές και ξεκάθαρα δεν αφορούν κάποιον από τους λόγους δίωξης ώστε να πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου (βλ. συναφώς και άρθρο 3Γ(3) του περί Προσφύγων Νόμου, σύμφωνα με το οποίο, «απαιτείται να υπάρχει συσχετισμός μεταξύ των λόγων που αναφέρονται στο άρθρο 3 Δ και της πράξης δίωξης κατά την έννοια του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου ή της έλλειψης προστασίας κατά των πράξεων αυτών»).

40.          Σε κάθε περίπτωση τέτοιου είδους (κοινά) εγκλήματα που επικαλείται ο Αιτητής, τα οποία ως διαφαίνεται αφορούν σε ομάδες που δρουν εγκληματικά ‘κατά βούληση’, δεν διαπιστώνεται ότι δεν θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν σε εθνικό επίπεδο από τις αρχές ασφαλείας της χώρας.

41.          Καταληκτικά, ενόψει των ανωτέρω και από τα στοιχεία του φακέλου, δεν προκύπτει δυνατότητα υπαγωγής του Αιτητή στην προστατευτική διάταξη του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου.

42.          Ούτε επίσης τεκμηριώνεται, επικουρικώς, η υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς ο Αιτητής δεν τεκμηριώνει αλλά και από τα ενώπιόν μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

43.          Ειδικότερα, στην προκείμενη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό του Αιτητή δεν προκύπτει ότι, ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32], ήτοι ότι διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, ή βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του [βλ. άρθρο 19 (2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου]. Παρατηρείται ότι ο Αιτητής, δεν έθεσε υπόψη των Καθ’ ων η αίτηση τα πραγματικά περιστατικά εκείνα που θα επέτρεπαν να αντληθούν τέτοια συμπεράσματα.

44.          Ούτε εξάλλου, προκύπτει ότι συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, ο βαθμός της οποίας να είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμηθεί ότι ο Αιτητής, ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί ότι θα επιστρέψει στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 43].

45.          Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, «[αναγνωρίζεται] καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δε βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής». Ως «σοβαρή» ή «σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη» ορίζεται δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου ως «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης».

46.          Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε σχετική απόφασή του ότι συνιστούν «[…] μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

47.          Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (στο εξής: το ΕΔΑΔ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΑΔ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011, σκέψη 241) αξιολόγησε ως κατάλληλα, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τα κριτήρια αναφορικά με τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών, οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, εάν οι συγκρούσεις είναι τοπικές ή εκτεταμένες, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

48.          Επιπλέον, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ, «[…] ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κατά Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009, σκέψη 35). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση (σκέψη 39) διευκρίνισε ότι «[…] όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

49.          Συγκεκριμένα, ως προς την κατάσταση ασφαλείας στην χώρα καταγωγής του Αιτητή, σύμφωνα με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, υφίσταται ένοπλη σύρραξη μεταξύ των κρατικών δυνάμεων ασφαλείας της ΔΛΚ και αριθμού μη κρατικών ενόπλων ομάδων (εκ των οποίων, η μία φέρεται να υποστηρίζεται από την Ρουάντα) που δρουν στις ανατολικές κυρίως περιοχές της χώρας (πιο συγκεκριμένα, στις επαρχίες North Kivu, South Kivu και Ituri), καθώς στην κεντρική επαρχία Kasai.[12],[13]

50.          Ως προς τον αριθμό των περιστατικών ασφαλείας γενικότερα στην επαρχία Kinshasa της ΛΔΚ, ευρύτερη περιοχή στην οποία βρίσκεται ο τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή, μεταξύ 29.7.2023 και 26.7.2024 καταγράφηκαν από τη βάση δεδομένων του ACLED συνολικά 81 περιστατικά βίας (41 περιστατικά διαδηλώσεων, 25 περιστατικά ταραχών/εξεγέρσεων, 10 περιστατικά βίας εναντίον των πολιτών/αμάχων και 5 περιστατικά μάχης, ενώ δεν καταγράφηκαν περιστατικά εκρήξεων / βίας εξ αποστάσεως) εκ των οποίων προέκυψαν 42 απώλειες (22 από τα περιστατικά βίας εναντίον των πολιτών/αμάχων, 2 από τα περιστατικά ταραχών/εξεγέρσεων και 18 από τα περιστατικά μάχης, ενώ δεν καταγράφηκαν θάνατοι από τα περιστατικά διαδηλώσεων)[14]. Τα εν λόγω στοιχεία, εξεταζόμενα συνδυαστικά με τον εκτιμώμενο πληθυσμό της επαρχίας Kinshasa της ΛΔΚ (14.565.700 κάτοικοι με βάση την επίσημη εκτίμηση για το 2020[15]), δεικνύουν ότι η ένταση της βίας στην εν λόγω περιοχή είναι σχετικά πολύ μικρή.

51.          Ειδικότερα, ως προς τον αριθμό των περιστατικών ασφαλείας εντός της πόλης Kinshasa (τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή), μεταξύ 29.7.2023 και 26.7.2024 καταγράφηκαν από τη βάση δεδομένων του ACLED συνολικά 78 περιστατικά βίας (41 περιστατικά διαδηλώσεων, 25 περιστατικά ταραχών/εξεγέρσεων, 8 περιστατικά βίας εναντίον των πολιτών/αμάχων και 4 περιστατικά μάχης, ενώ δεν καταγράφηκαν περιστατικά εκρήξεων / βίας εξ αποστάσεως) εκ των οποίων προέκυψαν 19 απώλειες (12 από τα περιστατικά βίας εναντίον των πολιτών/αμάχων, 2 από τα περιστατικά ταραχών/εξεγέρσεων και 5 από τα περιστατικά μάχης, ενώ δεν καταγράφηκαν θάνατοι από τα περιστατικά διαδηλώσεων)[16]. Σημειώνεται ότι ο εκτιμώμενος πληθυσμός της πόλης Kinshasa ανέρχεται στα 7.273.947 κατοίκους (με βάση την επίσημη εκτίμηση για το 2004[17]).

52.          Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα δεν διακρίνω την ύπαρξη κατάστασης αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης στην Kinshasa, ή έστω αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης η οποία να εξικνείται σε τέτοιο βαθμό ώστε ο Αιτητής λόγω της παρουσίας του και μόνο εκεί να έρχεται αντιμέτωπος με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής απειλής κατά το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου. Ούτε προκύπτει από το προσωπικό προφίλ και περιστάσεις του Αιτητή ότι ο ίδιος εμπλέκεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με τα όσα διαδραματίζονται στα πλαίσια των ενόπλων συγκρούσεων που καταγράφονται συγκεκριμένα στις προαναφερθείσες περιοχές της ΛΔΚ (ήτοι επαρχίες North Kivu, South Kivu, Ituri και Kasai). Επομένως, ούτε συντρέχει περίπτωση υπαγωγής του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

53.          Όλως επικουρικώς, επισημαίνω ότι σε κάθε περίπτωση ο Αιτητής θα μπορούσε να μεταβεί στην πόλη Lubumbashi που αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη στην ΛΔΚ μετά την πόλη της Kinshasa[18], όπου εύλογα αναμένεται ότι θα μπορεί να εγκατασταθεί και να βρει εργασία, καθώς δεν προκύπτει κατά τρόπο αντικειμενικό πώς θα ήταν δυνατός ο εντοπισμός του από τους κατ’ ισχυρισμό ιδιώτες φορείς δίωξής του.  Σύμφωνα με έγκυρη πηγή, για το έτος 2023: «Η κυβέρνηση [της ΛΔΚ] όρισε περιφερειακούς κατώτατους μισθούς για όλους τους εργαζόμενους στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, με τους υψηλότερους κατώτατους μισθούς να εφαρμόζονται στις πόλεις Kinshasa και Lubumbashi. Οι κατώτατοι μισθοί ήταν πάνω από το όριο της φτώχειας. Στον δημόσιο τομέα, η κυβέρνηση καθόριζε ετήσιους μισθούς με διάταγμα και επέτρεψε στα συνδικάτα να ενεργούν μόνο με συμβουλευτική ιδιότητα.»[19]). Σημειώνεται συναφώς ότι δεν προκύπτει πως η μετακίνηση εντός της ΛΔΚ είναι αδύνατη, ώστε να μην μπορέσει να έχει πρόσβαση ο Αιτητής στην εν λόγω περιοχή, παρά τους όποιους (ενδεχόμενους/περιστασιακούς) ελέγχους σε ταξιδιώτες από τις κρατικές δυνάμεις ασφαλείας εντός της επικράτειας της ΛΔΚ, όπου ορισμένες φορές απαιτούνταν έγγραφα διακίνησης (παρά το ότι ο νόμος της ΛΔΚ προέβλεπε την ελεύθερη εσωτερική μετακίνηση), όπου ενδέχεται οι κρατικές δυνάμεις ασφαλείας να θέσουν υπό κράτηση ή να απαιτήσουν δωροδοκίες από άτομα που ταξιδεύουν χωρίς έγγραφες οδηγίες από τον εργοδότη τους ή κυβερνητικό λειτουργό (παρά το ότι ο νόμος δεν προέβλεπε κάτι τέτοιο), χωρίς ωστόσο να προκύπτει η σε βάρος τους χρήση βίας.[20] Επιπρόσθετα, ως προς τον αριθμό των περιστατικών ασφαλείας εντός της πόλης Lubumbashi, μεταξύ 29.7.2023 και 26.7.2024 καταγράφηκαν από τη βάση δεδομένων του ACLED συνολικά 12 περιστατικά βίας (8 περιστατικά διαδηλώσεων, 3 περιστατικά ταραχών/εξεγέρσεων και 1 περιστατικό βίας εναντίον των πολιτών/αμάχων, ενώ δεν καταγράφηκαν περιστατικά μάχης και εκρήξεων / βίας εξ αποστάσεως) εκ των οποίων δεν προέκυψαν απώλειες[21]. Σημειώνεται ότι ο εκτιμώμενος πληθυσμός της πόλης Lubumbashi ανέρχεται στο 1.283.380 κατοίκους (με βάση την επίσημη εκτίμηση για το 2004[22]).

54.          Περαιτέρω, ο Αιτητής υποστηρίζει πως όφειλε να του χορηγηθεί το ευεργέτημα της αμφιβολίας. Επισημαίνεται εξάλλου ότι δεν πρόκειται για περίπτωση σε σχέση με την οποία θα μπορούσε να χορηγηθεί το ευεργέτημα της αμφιβολίας. Όπως εναργώς προκύπτει από το ίδιο το εδάφιο (4) του άρθρου 13 του περί Προσφύγων Νόμου, το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο εκεί όπου ο αιτών άσυλο υποβάλει όλα τα διαθέσιμα απ' αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του, τα οποία έχουν ελεγχθεί και ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι ο αιτητής είναι γενικά αξιόπιστος.

55.          Ειδικότερα, το ευεργέτημα της αμφιβολίας χορηγείται εκεί όπου ο αιτών άσυλο καταβάλλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την προσωπική του ιστορία, η οποία βεβαίως δικαιολογεί καταρχήν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας και όταν, εντούτοις, υπάρχουν κενά και έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων προς τεκμηρίωση των συναφών ισχυρισμών (βλ. παρ. 203 και 204, Εγχειρίδιο για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων, Ύπατη Αρμοστεία των Η.Ε. για τους Πρόσφυγες). Εν προκειμένω, ο Αιτητής δεν προέβαλε κατά τρόπο αξιόπιστο τους ισχυρισμούς που συνθέτους το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του, ώστε το έλλειμα των στοιχείων προς τεκμηρίωση συγκεκριμένων ισχυρισμών να καλυφθεί από το ευεργέτημα της αμφιβολίας. Συνεπώς, ορθώς δεν χορηγήθηκε στην περίπτωσή του το ευεργέτημα της αμφιβολίας.

56.          Ενόψει της πιο πάνω ανάλυσης και διαπίστωσης, η εξέταση των ισχυρισμών του Αιτητή περί πλημμελούς έρευνας και αιτιολόγησης, καθώς και περί πλάνης, καθίσταται αλυσιτελής, ιδίως δεδομένης της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και της έκτασης του ελέγχου που ασκεί στην επίδικη πράξη.

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση τροποποιείται ως αναωτέρω, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] EUAA, ‘Practical Guide on Evidence and Risk Assessment’ (2024), 57-62 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/publications/practical-guide-evidence-and-risk-assessment (ημερομηνία πρόσβασης 08/07/2024)

[2] ENACT, Africa: ORGANISED CRIME INDEX 2023 – CONGO, DEM. REP. (Year 2023), https://africa.ocindex.net/assets/downloads/2023/english/ocindex_summary_democratic_republic_of_the_congo.pdf, σελ. 4 [ημερ. πρόσβασης 02/08/2023]

[3] ENACT, Africa: ORGANISED CRIME INDEX 2023 – CONGO, DEM. REP. (Year 2023), https://africa.ocindex.net/assets/downloads/2023/english/ocindex_summary_democratic_republic_of_the_congo.pdf, σελ. 5 [ημερ. πρόσβασης 02/08/2023]

[4] ENACT, Africa: ORGANISED CRIME INDEX 2023 – CONGO, DEM. REP. (Year 2023), https://africa.ocindex.net/assets/downloads/2023/english/ocindex_summary_democratic_republic_of_the_congo.pdf, σελ. 6 [ημερ. πρόσβασης 02/08/2023]

[5] EASO, COI QUERY RESPONSE – Democratic Republic of Congo (DRC): Updates on the security situation in Kinshasa between 1 January 2020 - 30 June 2021, 22 July 2021, https://www.ecoi.net/en/file/local/2056515/EASO+COI+Query+Response+-+DRC+-+Security+situation.pdf, σελ. 4 [ημερ. πρόσβασης 02/08/2023]

[6] EASO, COI QUERY RESPONSE – Democratic Republic of Congo (DRC): State measures towards organised criminal networks, in particular diamond dealers and Kuluna gangs, and state response to their victims, 31 August 2021, https://www.ecoi.net/en/file/local/2059367/2021_08_Q28_EASO_COI_Query_Response_DRC_criminal_gangs.pdf, σελ. 2 [ημερ. πρόσβασης 02/08/2023]

[7] EASO, COI QUERY RESPONSE – Democratic Republic of Congo (DRC): Operation Likofi during 2018 in Kinshasa, 6 January 2022, https://www.ecoi.net/en/file/local/2066333/2022_01_Q1_EASO_COI_Query_Response_DRC_LIKOFI_OPERATION.pdf, σελ. 2 [ημερ. πρόσβασης 02/08/2023]

[8] EASO, COI QUERY RESPONSE – Democratic Republic of Congo (DRC): Operation Likofi during 2018 in Kinshasa, 6 January 2022, https://www.ecoi.net/en/file/local/2066333/2022_01_Q1_EASO_COI_Query_Response_DRC_LIKOFI_OPERATION.pdf, σελ. 2 [ημερ. πρόσβασης 02/08/2023]

[9] EASO, COI QUERY RESPONSE – Democratic Republic of Congo (DRC): State measures towards organised criminal networks, in particular diamond dealers and Kuluna gangs, and state response to their victims, 31 August 2021, https://www.ecoi.net/en/file/local/2059367/2021_08_Q28_EASO_COI_Query_Response_DRC_criminal_gangs.pdf, σελ. 2-3 [ημερ. πρόσβασης 02/08/2023]

[10] European Asylum Support Office (EASO), 'Practical Guide: Qualification for International Protection' (2018), 36 διαθέσιμο σε https://www.sogica.org/wp-content/uploads/2018/06/easo-practical-guide-qualification-for-international-protection-2018.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 16/07/2024)

[11] U.S. Department of State (USDOS), 2023 Country Reports on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo, https://www.state.gov/reports/2023-country-reports-on-human-rights-practices/democratic-republic-of-the-congo/ [ημερ. πρόσβασης 05/08/2023]

[12] Geneva Academy of International Humanitarian Law and Human Rights (Switzerland), Rule of Law in Armed Conflicts (RULAC), Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, Last updated: 14th February 2023, https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-democratic-republic-of-congo [ημερ. πρόσβασης 05/08/2023]

[13] GardaWorld, Crisis24, DR Congo Country Report, Last update: August 16, 2023, https://crisis24.garda.com/insights-intelligence/intelligence/country-reports/dr-congo [ημερ. πρόσβασης 05/08/2023]

[14] Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), ACLED Explorer, https://acleddata.com/explorer/ (Metric: Event Counts / Fatality Counts, Date range: 29/07/2023-26/07/2024, Region: Africa, Country: Democratic Republic of Congo, Admin: Kinshasa) [ημερ. πρόσβασης 05/08/2024]

[15] CITY POPULATION, Africa / Congo (Dem. Rep.): Provinces – Kinshasa [Table], https://www.citypopulation.de/en/drcongo/cities/ [ημερ. πρόσβασης 05/08/2024]

[16] Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), ACLED Explorer, https://acleddata.com/explorer/ (Metric: Event Counts / Fatality Counts, Date range: 29/07/2023-26/07/2024, Region: Africa, Country: Democratic Republic of Congo, Admin: Kinshasa, Location: Kinshasa) [ημερ. πρόσβασης 05/08/2024]

[17] CITY POPULATION, Africa / Congo (Dem. Rep.): Major Cities – Kinshasa [Table], https://www.citypopulation.de/en/drcongo/cities/ [ημερ. πρόσβασης 05/08/2024]

[18] CITY POPULATION, Africa / Congo (Dem. Rep.): Major Cities [Table], https://www.citypopulation.de/en/drcongo/cities/ [ημερ. πρόσβασης 05/08/2024]

[19] U.S. Department of State (USDOS), 2023 Country Reports on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo, https://www.state.gov/reports/2023-country-reports-on-human-rights-practices/democratic-republic-of-the-congo/ [ημερ. πρόσβασης 05/08/2023]

[20] U.S. Department of State (USDOS), 2023 Country Reports on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo, https://www.state.gov/reports/2023-country-reports-on-human-rights-practices/democratic-republic-of-the-congo/ [ημερ. πρόσβασης 05/08/2023]

[21] Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), ACLED Explorer, https://acleddata.com/explorer/ (Metric: Event Counts / Fatality Counts, Date range: 29/07/2023-26/07/2024, Region: Africa, Country: Democratic Republic of Congo, Admin: Haut-Katanga, Location: Lubumbashi) [ημερ. πρόσβασης 05/08/2024]

[22] CITY POPULATION, Africa / Congo (Dem. Rep.): Major Cities – Lubumbashi [Table], https://www.citypopulation.de/en/drcongo/cities/ [ημερ. πρόσβασης 05/08/2024]


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο