ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 2636/23

14 Αυγούστου, 2024

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

U.C.S.

Αιτητή,

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η αίτηση

Ο Αιτητής είναι παρών

Μ. Μπαγιαζίδου (κα.) για τον Αιτητή

Μ. Σουρουλλά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή αιτείται την έκδοση απόφασης από το παρόν Δικαστήριο με την οποία να κηρύσσεται άκυρη, παράνομη και στερούμενη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση, ημερομηνίας 30.6.2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του για διεθνή προστασία, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2022 (στο εξής: ο Περί Προσφύγων Νόμος).

 

Γεγονότα

1.            Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Ο Αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία. Εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές και περί τις 3.11.2021, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Στις 8.6.2023, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή. Ακολούθως, ο λειτουργός υπέβαλε Έκθεση/ Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: Προϊστάμενος) για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή. Η Εισήγηση εγκρίθηκε από τον Προϊστάμενο στις 30.6.2023. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 21.7.2023, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

 

 

Νομικοί Ισχυρισμοί

2.            Ο Αιτητής επικαλείται διαδικαστικές πλημμέλειες κατά την διοικητική εξέταση της αίτησής του και προωθεί ως λόγο προσφυγής την έλλειψη δέουσας έρευνας. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι λανθασμένως αξιολογήθηκαν οι συναφείς δηλώσεις του ως μη αξιόπιστες και μη ικανοποιητικές, καθώς αποκρίθηκε με λεπτομέρεια σε όσα ερωτήθηκε και ότι επιπλέον δικαιολογείται η υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

3.            Από πλευράς τους οι Καθ’ ων η αίτηση υπεραμύνονται της επίδικης πράξης κατά την προφορική τους αγόρευση και υποβάλλουν ότι, ορθώς οι σχετικές με τον πυρήνα του αιτήματός του δηλώσεις του Αιτητή κρίθηκαν ως μη ικανοποιητικές και αναξιόπιστες. Επιπρόσθετα, εισηγούνται ότι η επίδικη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη και ότι αυτή είναι προϊόν δέουσας έρευνας.

 

Το νομικό πλαίσιο

4.            Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, ως έχει τροποποιηθεί, προνοεί ως ακολούθως:

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής τηρουμένων των αναλογιών σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις/προσθήκες που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.»

 

5.            Ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 προβλέπει τα εξής:

«Έκαστος διάδικος δέον διά των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον.»

 

6.            Ο Κανονισμός 7 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, ως έχει τροποποιηθεί,  ορίζει ότι:

«(α) Κάθε γραπτή αγόρευση θα χωρίζεται ευκρινώς σε ανάλογες παραγράφους, μια για κάθε νομικό σημείο, το οποίο θα αναφέρεται συνοπτικά.[...]».

 

7.            Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (στο εξής: Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

 

8.            Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει την έννοια του όρου πρόσφυγας και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτόν τον ορισμό.

 

9.            Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις, όπου χορηγείται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

10.         Το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών δυνάμει του άρθρου 12Βτρις των περί Προσφύγων ημερομηνίας 31.5.2024 (στο εξής: η ΚΔΠ 191/2024) ορίζει τη Νιγηρία ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας.

 

Κατάληξη

11.         Ως προς τους ισχυρισμούς που προωθούνται από τον Αιτητή είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής των λόγων προσφυγής. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει και την ουσιαστική ορθότητα της de novo και ex nunc. Ο Αιτητής αναμένεται να προβάλει, στο πλαίσιο της διοικητικής ή και της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Η πιο πάνω ανάλυση λόγω της έκτασης της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου καθιστά αλυσιτελή την προβολή υποπεριπτώσεων λόγων προσφυγής π.χ. έλλειψη δέουσας έρευνας, ορισμένες ελάσσονος σημασίας διαδικαστικές πλημμέλειες κατά την έκδοση της επίδικης πράξης. Εν προκειμένω, ο Αιτητής εκπροσωπούμενος και δια συνηγόρου, έχει την ευκαιρία να εκθέσει τους ισχυρισμούς του και να λάβει όλα τα δέοντα δικονομικά μέσα προς τεκμηρίωσή τους [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552]. Ως αλυσιτελής χαρακτηρίζεται ο λόγος προσφυγής, ο οποίος ακόμα και αν γίνει δεκτός δεν πρόκειται να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης [Βλ. Η προβολή ισχυρισμών στις διοικητικές διαφορές ουσίας, Α. Αθ. Αρχοντάκη, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 100].

 

12.         Επισημαίνεται επιπλέον συναφώς ότι αποτελεί βασική νομολογιακή αρχή ότι η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα,  ανάγεται δε στην διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης [Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Α.Ε. Aρ.: 3017, Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 5.6.2002, (2002) 3 ΑΑΔ 345].

 

13.         Η γενική αυτή νομολογιακή αρχή θα πρέπει να εξεταστεί εν προκειμένω υπό το φως του ειδικού δικαίου που διέπει τη διαδικασία εξέτασης μίας αιτήσεως ασύλου και των αρχών που θεσπίζει τόσο η εθνική όσο και η ενωσιακή νομοθεσία. Συναφές εν προκειμένω είναι το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα τα εδάφια (2) και (3) αυτού. Από τις εν λόγω διατάξεις απορρέει καταρχάς η υποχρέωση του Αιτητή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησης ασύλου του. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie vAναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320) αποτελεί υποχρέωση του αιτητή ασύλου να επικαλεστεί έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για κάποιον από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010). Εν συνεχεία ωστόσο, λόγω ακριβώς της δυσχέρειας των αιτητών ασύλου να τεκμηριώσουν με συγκεκριμένα στοιχεία την αίτησή τους, γεννάται υποχρέωση της διοίκησης να συνδράμει τον Αιτητή σε αυτήν την προσπάθεια προβολής και τεκμηρίωσης των ισχυρισμών του (Βλ. Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών παρ. 195 επ., Βλ. επίσης αναφορικά με την ενεργό συνεργασία Απόφαση του ΔΕΕ της 22ας Νοεμβρίου 2012, Υπόθεση C‑277/11, M. M., ECLI:EU:C:2012:744, σκέψεις 63 εώς 68).

 

14.         Το γεγονός ότι το παρόν Δικαστήριο είναι δικαστήριο που εξετάζει όχι μόνο τη νομιμότητα αλλά και την ορθότητα των διοικητικών πράξεων, οι οποίες απαριθμούνται στο εδάφιο (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, δεν αναιρεί την πιο πάνω υποχρέωση του αιτητή.

 

15.         Προχωρώντας στην εξέταση της ουσίας των ισχυρισμών του Αιτητή, επισημαίνω συναφώς τα ακόλουθα: Ο Αιτητής, κατά την καταγραφή του αιτήματός του, ως προς τους λόγους εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του, αναφέρει ότι δέχθηκε απειλές κατά της ζωής του από την κοινότητά του, εξαιτίας της άρνησης του να διαδεχθεί τον πατέρα του στη θέση του “chief priest” (σε ελεύθερη μετάφραση: αρχηγός ιερέας/αρχιερέας) της κοινότητας του, διότι ο ίδιος είναι χριστιανός.  

 

16.         Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι είναι νιγηριανής καταγωγής, γεννηθείς το 1988 και ότι η γενέτειρα του είναι το Ozalla, Igbo Etiti Local Government Area της πολιτείας Enugu. Ως προς το θρήσκευμά του δήλωσε Καθολικός Χριστιανός και ως προς την εθνοτική του καταγωγή Igbo. Είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ομιλεί Igbo και αγγλικά. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση, ανέφερε ότι είναι άγαμος, ο πατέρας του απεβίωσε στις 26.2.2021 και ότι η μητέρα του μαζί με τα πέντε μικρότερα αδέλφια του ζουν στη χώρα καταγωγής του. Ως προς τους τόπους διαμονής του, ο Αιτητής ανέφερε ότι μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2008 ζούσε στην γενέτειρά του και μετέπειτα εγκαταστάθηκε στην πολιτεία Anambra, όπου και ζούσε μέχρι που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του.

 

17.         Ερωτηθείς ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής ανέφερε ότι δέχεται πνευματικές απειλές κατά της ζωής του από τα μέλη της κοινότητάς του, η οποία ονομάζεται “dirtiest” σύμφωνα με τα λεγόμενά του, λόγω της άρνησής του, επειδή ο ίδιος είναι Χριστιανός, να διαδεχθεί τον πατέρα του στη θέση που κατείχε ως “chief priest” (σε ελεύθερη μετάφραση: αρχηγός ιερέας/αρχιερέας) στην εν λόγω κοινότητα. Μετά τον θάνατο του πατέρα του στις 26.2.2021, σύμφωνα με την παράδοση, ως ο πρωτότοκος υιός του πατέρα του, οφείλει να τον διαδεχθεί και να αναλάβει την εν λόγω θέση. Όπως ανέφερε ο Αιτητής, μετά τον θάνατο του πατέρα του, όταν ο ίδιος αρνήθηκε να αναλάβει την εν λόγω θέση, ξεκίνησε να δέχεται επιθέσεις πνευματικά κατά τη διάρκεια του ύπνου του από τα πρεσβύτερα μέλη της κοινότητάς του (“the elder people”), όπως επίσης και πνευματικές απειλές ότι θα τον σκοτώσουν και θα χρησιμοποιήσουν του αίμα του και όταν ξυπνά τα χέρια του θα είναι λερωμένα με αίμα. Ο Αιτητής αναφέρθηκε μάλιστα και σε ένα περιστατικό το οποίο του το προκάλεσαν πνευματικά περί τον Ιούνιο του 2021, όπου όπως επικαλέστηκε ο ίδιος, ενόσω οδηγούσε μαζί με κάποιο φίλο του, ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά του κάτι μαύρο που του περιόρισε εντελώς την ορατότητα και οι δύο τους βρέθηκαν έξω από το αυτοκίνητο όταν ο ίδιος φώναξε την λέξη “Jesus(“I was with my friend driving something passes in front of me something black which cover my eyes not to see clear the road and I shout the name of Jesus and then I was myself and my friend out of the car). Πέραν τούτων, ο Αιτητής ουδέποτε δέχθηκε οποιαδήποτε απειλή με φυσικό τρόπο, αλλά ούτε και είχε υποστεί οτιδήποτε περαιτέρω μέχρι που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του. Κληθείς να παραθέσει περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με την εν λόγω κοινότητα και τα πιστεύω τους, ο Αιτητής ανέφερε ότι προσεύχονται σε αντικείμενα τα οποία είναι λερωμένα (“they pray to objects which are dirty”). Επιπρόσθετα, ο Αιτητής ανέφερε ότι σύμφωνα με την παράδοση, ο πρωτότοκος υιός δεν μπορεί να αρνηθεί να διαδεχθεί και να αναλάβει τη θέση του “chief priest” που κατείχε ο πατέρας του, καθώς σε τέτοια περίπτωση, η συνέπεια της άρνησής του, είναι ότι θα τον σκοτώσουν. Ερωτηθείς ως προς το ποιες θεωρεί ότι θα είναι οι συνέπειες σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής ανέφερε ότι εάν τα εν λόγω πρεσβύτερα μέλη της κοινότητάς του από τα οποία έλαβε απειλές είναι ακόμα εν ζωή, τότε θα ξεκινήσουν εκ νέου να τον απειλούν και εάν όχι τίποτε δε θα συμβεί στον ίδιο. Καταληκτικά, ερωτηθείς ως προς το εάν θα μπορούσε να ζήσει με ασφάλεια σε κάποια άλλη περιοχή, απάντησε ότι δεν θα μπορούσε να το πράξει, καθώς μπορεί να εντοπιστεί οπουδήποτε και αν βρίσκεται και να λαμβάνει πνευματικές απειλές (“no this spiritual dirtiest will find me they give information everywhere for me”).

 

18.          Αξιολογώντας το αίτημα διεθνούς προστασίας του Αιτητή, οι Καθ’ ων η αίτηση σχημάτισαν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ο μεν πρώτος ως προς την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής, την περιοχή καταγωγής και διαμονής του Αιτητή, ο δε δεύτερος ως προς την κατ’ ισχυρισμό δίωξη του υπό την μορφή απειλών κατά της ζωής του από κοινότητα λατρείας.

 

19.         Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός έγινε αποδεκτός, δεδομένου ότι κρίθηκε ότι τα όσα παρατέθηκαν από τον ίδιο περί τούτου του ισχυρισμού χαρακτηρίζονται από αξιοπιστία και πως, βρισκόταν σε συμφωνία με τα προσκομισθέντα από τον Αιτητή έγγραφα και τις εξωτερικές πηγές.

 

20.         Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός, ωστόσο, έτυχε απόρριψης, καθώς κρίθηκε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση  να παρέχει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες σε θέματα που άπτονται του πυρήνα του αιτήματός του και ενόψει του ότι υπέπεσε σε ασάφειες και αοριστίες όταν κλήθηκε να δώσει περισσότερες πληροφορίες για τα γεγονότα που υποστηρίζουν τον εν λόγω ισχυρισμό του. Ειδικότερα, οι Καθ’ ων η αίτηση παρατήρησαν ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με την κοινότητά του και τα πιστεύω τους, ενώ αντίθετα περιορίστηκε στο να αναφέρει κατά τρόπο γενικό και αόριστο ότι προσεύχονται σε αντικείμενα τα οποία είναι λερωμένα, χωρίς να παραθέσει περισσότερες πληροφορίες περί τούτου. Επιπρόσθετα, δεν ήταν σε θέση ο Αιτητής να δώσει επαρκείς πληροφορίες αναφορικά με το πως τα μέλη της κοινότητάς του του επιτέθηκαν πνευματικά, ενώ ο ίδιος κατά γενικόλογο και ασαφή τρόπο ανέφερε ότι δεχόταν απειλές πνευματικά κατά τη διάρκεια του ύπνου του και όταν ξυπνούσε τα χέρια του ήταν λερωμένα με αίμα, ενώ μάλιστα περιέγραψε με τον ίδιο τρόπο και ένα συγκεκριμένο περιστατικό το οποίο όπως επικαλέστηκε του το προκάλεσαν πνευματικά. Ως διαπιστώνουν οι Καθ’ ων η Αίτηση, ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να αποσαφηνίσει τους λόγους για τους οποίους, ως ο ίδιος επικαλείται, η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο. Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία, οι Καθ’ ων η αίτηση έχουν προβεί σε σχετική έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, χωρίς ωστόσο να εντοπιστεί η κοινότητα με την ονομασία “The dirtiests”, τα μέλη της οποίας σύμφωνα με τα λεγόμενα του Αιτητή τον κυνηγάνε με σκοπό να τον σκοτώσουν.  

 

21.            Στη βάση του μόνου ισχυρισμού ο οποίος έγινε αποδεκτός, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής, την περιοχή καταγωγής και διαμονής του Αιτητή, και λαμβανομένων υπόψιν εξωτερικών πηγών αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Anambra, αξιολογήθηκε πως δεν προκύπτει εύλογος φόβος δίωξης ή πραγματικός κίνδυνος βλάβης σε περίπτωση επιστροφής του σε αυτή. Προχωρώντας τέλος, στην νομική ανάλυση, οι Καθ’ ων η αίτηση διαπιστώνουν ότι δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης του Αιτητή δυνάμει του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου, αλλά ούτε συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

22.           Στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας, ο Αιτητής δια της συνηγόρου του, δεν προβάλλει οποιουσδήποτε νέους ισχυρισμούς συναφείς με τον πυρήνα του αιτήματός του για διεθνή προστασία. Οφείλεται εξάλλου να επισημανθεί ότι από τη γραπτή αγόρευση του Αιτητή απουσιάζει η υπαγωγή των πραγματικών περιστάσεων της υπόθεσης του Αιτητή στα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου. Αφ' ης στιγμής, όπως εξηγείται, το παρόν δικαστήριο εξετάζει την αίτηση του Αιτητή εξ υπαρχής, η εν λόγω ανάλυση θα έπρεπε να αποτελεί την πεμπτουσία της γραπτής αγόρευσης του Αιτητή, γεγονός που δεν παρατηρείται εν προκειμένω. Η ανακύκλωση των ισχυρισμών του Αιτητή και η επισήμανση των κατ' ισχυρισμό σφαλμάτων της διοίκησης δεν αποτελεί νομική τεκμηρίωση και ανάλυση του δικαιώματός του να υπαχθεί σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

23.          Προχωρώντας στην de novo και ex nunc εξέταση των ενώπιον μου δεδομένων, όπως υπαγορεύουν τα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, επισημαίνονται τα εξής:

 

24.          Υπό το φως των ενώπιον μου δεδομένων, καταρχάς, συντάσσομαι με την αποδοχή από τους Καθ’ ων η αίτηση του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού για τους λόγους που καταγράφονται στην Έκθεση/Εισήγηση, η οποία αποτελεί και την αιτιολογική βάση της επίδικης απόφασης.

 

25.          Ως προς τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, συντάσσομαι με το συμπέρασμα των Καθ’ ων η αίτηση περί μη αποδοχής του. Ειδικότερα, συμφωνώ με την παρατήρηση των Καθ’ ων η αίτηση ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παραθέσει επαρκείς και ακριβείς πληροφορίες αναφορικά με την κοινότητά του από την οποία δέχεται απειλές, αλλά ούτε και για τις αντιλήψεις και τα πιστεύω των μελών της, παρά μόνο παρέθεσε με πολύ γενικό τρόπο ότι προσεύχονται σε αντικείμενα τα οποία είναι λερωμένα, χωρίς να επεξηγήσει περαιτέρω τον εν λόγω ισχυρισμό του (ερυθρό 16 x2 του διοικητικού φακέλου). Οι κατ’ ισχυρισμόν απειλές που δέχεται ο Αιτητής από τα πρεσβύτερα μέλη της κοινότητάς του κατά της ζωής του, ξεκίνησαν μετά τον θάνατο του πατέρα του και λαμβάνουν μόνο την μορφή πνευματικών επιθέσεων και απειλών κατά τη διάρκεια του ύπνου του, χωρίς ωστόσο ο ίδιος να δέχθηκε οποιαδήποτε απειλή με φυσικό τρόπο κατά της ζωής του, αλλά ούτε και είχε υποστεί οτιδήποτε περαιτέρω μέχρι πριν την αναχώρηση του από τη χώρα καταγωγής του (ερυθρό 15 και ερυθρό 16 x1 του διοικητικού φακέλου). Πέραν του σχετικού περιστατικού το οποίο εξιστόρησε και επικαλέστηκε ότι του προκάλεσαν πνευματικά τα μέλη της κοινότητάς του περί τον Ιούνιο του 2021, ο Αιτητής δήλωσε ότι έκτοτε δεν είχε λάβει οποιαδήποτε άλλη πνευματική απειλή (ερυθρό 15 και ερυθρό 16 x1 του διοικητικού φακέλου). Είναι δε αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ερωτηθείς ο Αιτητής ως προς τι μπορεί να του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ανέφερε ότι οι απειλές θα ξεκινήσουν εκ νέου εάν τα πρεσβύτερα μέλη της κοινότητάς του από τα οποία είχε λάβει απειλές είναι ακόμα εν ζωή, ενώ σε αντίθετη περίπτωση τίποτα δεν θα συμβεί στον ίδιο (ερυθρό 14 του διοικητικού φακέλου). Μάλιστα, ανέφερε ότι δεν θα μπορούσε να ζήσει με ασφάλεια σε κάποια άλλη περιοχή στη χώρα καταγωγής του, καθώς μπορεί να εντοπιστεί οπουδήποτε και αν βρίσκεται και να ξεκινήσει να λαμβάνει πνευματικές απειλές (ερυθρό 14 του διοικητικού φακέλου). Ενόψει τούτων δεδομένου ότι ο Αιτητής είναι δέκτης μόνον κατ’ ισχυρισμό πνευματικής φύσεως απειλών, δεν είναι σαφές πώς θα μπορούσαν να τον εντοπίσουν οπουδήποτε στη χώρα του, εντούτοις μπορεί με ασφάλεια να ζήσει στη Δημοκρατία χωρίς να διατρέχει οποιοδήποτε συναφές κίνδυνο. Σαφώς προκύπτει άλλωστε από τα λεγόμενά του ότι ο μόνος λόγος που τον εξώθησε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, είναι αυτού του είδους οι απειλές που λάμβανε λόγω της άρνησης του να διαδεχθεί τον πατέρα του στη θέση του “chief priest” στην κοινότητά του (ερυθρό 16 του διοικητικού φακέλου).

 

26.          Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού, το παρόν Δικαστήριο προέβη σε έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, χωρίς ωστόσο να καταστεί δυνατόν να εντοπιστεί η κοινότητα με την ονομασία “dirtiest”, στην οποία, όπως επικαλείται ο Αιτητής, ο πατέρας του κατείχε το ρόλο του “chief priest” και ότι ο ίδιος δέχεται απειλές από τα μέλη της, λόγω της άρνησης του να διαδεχθεί τον πατέρα του στη θέση που κατείχε.

 

27.          Σύμφωνα με εξωτερική πηγή πληροφόρησης, σε παραδοσιακές κοινότητες όπου κατά κάποιο τρόπο υπάρχει κληρονομικότητα ως προς τους τίτλους αρχηγίας (“chieftaincy titles”), κρίνεται ως πολύ ασυνήθιστο η άρνηση του τίτλου να επιφέρει οποιεσδήποτε συνέπειες.[1] Έστω και εάν γενικότερα είναι ασυνήθιστο να αρνηθεί κάποιος ένα τέτοιο τίτλο, καθώς κάτι τέτοιο υποδεικνύει άρνηση εξουσίας, κύρους και σεβασμού, πλην όμως σε περίπτωση άρνησης λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων για παράδειγμα, θα υπάρχουν αρκετά άλλα πρόσωπα που κατέχουν τα κατάλληλα προσόντα και τα οποία επιθυμούν να πάρουν τον εν λόγω τίτλο.[2] Σύμφωνα με έτερη πηγή πληροφόρησης, τα περισσότερα άτομα τα οποία αρνούνται να αναλάβουν τέτοιους τίτλους, προβαίνουν σε κάτι τέτοιο διότι είναι Χριστιανοί και ο Χριστιανισμός δεν συνάδει με τις πεποιθήσεις αλλά και τα καθήκοντα τα οποία καλείται να επιτελέσει ένας “chief priest” εκ του ρόλου του.[3]  Μία από τις σπάνιες συνέπειες σε περίπτωση άρνησης ανάληψης τέτοιου τίτλου, μπορεί να είναι η απώλεια του τίτλου στην οικογενειακή γραμμή ή η εξαναγκαστική εκδίωξη από την κοινότητά του του προσώπου που αρνήθηκε στις πιο σοβαρές περιπτώσεις.[4] Καταληκτικά, δεν έχουν εντοπιστεί πληροφορίες για επαληθεύσιμα περιστατικά βίας ή απειλών ή πράξεις δίωξης κατά ατόμων, εξαιτίας της άρνησης τους να αναλάβουν τέτοιους τίτλους.[5]

 

28.          Ενόψει της ανωτέρω ανάλυσης, τόσο η εσωτερική όσο και εξωτερική αξιοπιστία του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού δεν τεκμηριώνεται. Συνεπώς, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίπτεται.

 

Αξιολόγηση κινδύνου

 

29.          Καταρχάς επισημαίνεται στην ενότητα αξιολόγησης του κινδύνου (Ενότητα IV) της Έκθεσης/Εισήγησης των Καθ΄ων η αίτηση, η πολιτεία Anambra, λανθασμένα αναφέρεται από τους Καθ’ ων η αίτηση ως η περιοχή καταγωγής του Αιτητή και όχι ως ο τελευταίος τόπος συνήθους διαμονής του. Πρόκειται για μία αβλεψία από πλευράς των Καθ΄ων η αίτηση, καθώς στην ενότητα αξιολόγησης του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού (Ενότητα ΙΙΙ), ορθώς η πολιτεία Anambra αναγνωρίζεται και αναφέρεται ως τελευταίος τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή. Αφ’ ης στιγμής η αξιολόγηση του κινδύνου από πλευράς των Καθ’ ων η αίτηση διενεργήθηκε αναφορικά με τον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πολιτεία Anambra, ο λανθασμένος προσδιορισμός της πολιτείας αυτής στην εν λόγω ενότητα ως τόπος καταγωγής, ουδεμία επίδραση μπορεί να έχει επί των ευρημάτων των Καθ’ ων η αίτηση περί του σχετικού κινδύνου.

 

30.          Προχωρώντας στην ανάλυση του κινδύνου που ο Αιτητής διατρέχει σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, σημειώνεται καταρχάς ότι δυνάμει της ισχύουσας κατά την έκδοσης της παρούσας Κ.Δ.Π. 191/2024, αυτός κατάγεται από χώρα που έχει χαρακτηριστεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας, χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να έχει προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς/στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας ιθαγένειας. Σημειώνεται κατά τα άλλα ότι πρόκειται για άτομο που δεν παρουσιάζει κάποια στοιχεία ευαλωτότητας, καθότι είναι άρρενας, νεαρής ηλικίας, χωρίς προβλήματα υγείας, ουδέποτε αντιμετώπισε οποιοδήποτε πρόβλημα με τις αρχές της χώρας του και με ικανότητα να εργαστεί.

 

31.          Ως προς την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του Αιτητή, σύμφωνα με το Portal RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης, η Νιγηρία είναι αναμεμειγμένη σε δύο παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συρράξεις ενάντια στις μη κρατικές ένοπλες ομάδες Boko Haram και ISWAP (Islamic State in West Africa Province), οι οποίες δεν εκτείνονται στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πολιτεία Anambra[6].

 

32.          Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED τη χρονική περίοδο 6.7.2023 – 12.7.2024 στην πολιτεία Anambra, τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, καταγράφηκαν  153 περιστατικά ασφαλείας στα οποία χάθηκαν 142 ανθρώπινες ζωές. Τα 153 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 5 ταραχές (riots) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 3 ανθρώπινες απώλειες, 42 διαμαρτυρίες (protests) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 2 ανθρώπινες απώλειες, 54 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 55 ανθρώπινες απώλειες, 49 μάχες (battles) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 82 ανθρώπινες απώλειες και 3 περιστατικά εκρήξεων/απομακρυσμένης βίας (explosions/remote violence) χωρίς καμία ανθρώπινη απώλεια.[7] Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της πολιτείας Anambra εκτιμάται ότι το 2022 ανερχόταν στα 5,953,500.[8]

 

33.          Ως εκ των ανωτέρω ποσοτικών και ποιοτικών δεδομένων σε σχέση με την πολιτεία Anambra, τελευταίος τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή, δεν προκύπτει ότι σε περίπτωση επιστροφής του αυτός θα βρεθεί αντιμέτωπος με συνθήκες αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης, οι οποίες να θέτουν σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας μόνο εκ της παρουσίας του στο έδαφος της συγκεκριμένης περιοχής εντός της έννοιας του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.[9]

 

34.          Όλως επικουρικώς αναφέρονται και τα ακόλουθα: Ακόμη και αν γίνει δεκτός ο ισχυρισμός του Αιτητή περί φόβου δίωξης του από τα μέλη της κοινότητάς του λόγω των απειλών που λαμβάνει κατά της ζωής του εξαιτίας της άρνησής του να διαδεχθεί τον πατέρα του στη θέση του “chief priest”, δεν προκύπτει η ύπαρξη πράξης αρκούντως σοβαρής ώστε να χαρακτηριστεί ως δίωξη με την έννοια του άρθρου 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου (πράξεις «[.] αρκούντως σοβαρές λόγω της φύσης ή της επανάληψης τους ώστε να συνιστούν σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση, βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών), πολλώ δε μάλλον για κάποιον από τους λόγους που εξαντλητικώς αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων). Επιπροσθέτως, ακόμη και αν γίνει δεκτός ο εν λόγω ισχυρισμός του Αιτητή,  πρέπει να ληφθούν υπόψιν και τα ακόλουθα. Όλως επικουρικώς και παρά το εύρημα περί αναξιοπιστίας του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού του Αιτητή, εφόσον ο κατ' ισχυρισμός φορέας δίωξής του είναι ιδιώτης, θα μπορούσε ο Αιτητής, εάν ήθελε προκύψει οποιοσδήποτε κίνδυνος για τον ίδιο από οποιοδήποτε μη κρατικό φορέα δίωξης, να ζητήσει τη συνδρομή των αρχών της χώρας καταγωγής του, η οποία συγκαταλέγεται στις ασφαλείς χώρες ιθαγένειας και συνεπώς υφίσταται ανάλογο τεκμήριο ικανότητας των αρμοδίων κρατικών αρχών να του παρέχουν προστασία. Υπενθυμίζεται σχετικώς, ότι η διεθνής προστασία αποτελεί προστασία δευτερεύουσα εκείνης της χώρας καταγωγής.[10]   Επισημαίνεται ότι οι κατ’ ισχυρισμόν απειλές που δέχεται ο Αιτητής από τα μέλη της κοινότητάς του κατά της ζωής του λαμβάνουν μόνο την μορφή πνευματικών επιθέσεων και απειλών, χωρίς ωστόσο ο ίδιος να δέχθηκε οποιαδήποτε απειλή με φυσικό τρόπο κατά της ζωής του, αλλά ούτε και είχε υποστεί οτιδήποτε ο ίδιος μέχρι πριν την αναχώρηση του από τη χώρα καταγωγής του. Λαμβάνοντας υπόψιν τα ανωτέρω, δεν δρομολογείται αντικειμενικώς η επέλευση του κινδύνου για την οποία εξέφρασε υποκειμενικό φόβο ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του. Επαναλαμβάνεται δε ότι κάθε απόφαση χορήγησης του καθεστώτος του πρόσφυγα ή του καθεστώτος επικουρικής προστασίας πρέπει να στηρίζεται σε εξατομικευμένη αξιολόγηση (Βλ. απόφαση του ΔΕΕ της 25ης Ιανουαρίου 2018, F, C‑473/16, EU:C:2018:36, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), σκοπός της οποίας είναι να διαπιστωθεί εάν, λαμβανομένης υπόψη της προσωπικής κατάστασης του αιτούντος, πληρούνται οι προϋποθέσεις χορήγησης τέτοιου καθεστώτος (Βλ. απόφαση του ΔΕΕ της 5ης Σεπτεμβρίου 2012, Y και Z, C‑71/11 και C‑99/11, EU:C:2012:518, σκέψη 68 και επίσης  απόφαση του ΔΕΕ, της 4ης  Οκτωβρίου 2018, Ahmedbekova, C-652/16 σκέψη 48). Εν προκειμένω, από την εξατομικευμένη ανάλυση των περιστάσεων του Αιτητή ακόμα και κατά τις δηλώσεις του, δεν παραπέμπουν σε κίνδυνο στη βάση αντικειμενικών δεδομένων.

 

35.          Με βάση τα ανωτέρω, έχοντας ενώπιον μου τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, καθώς και την ίδια την επίδικη απόφαση καταλήγω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν τεκμηριώθηκε η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης για κάποιον από τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

36.          Ούτε επίσης τεκμηριώνεται υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς ο Αιτητής δεν τεκμηριώνει, αλλά και από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

 

37.          Ειδικότερα, στην προκείμενη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό του Αιτητή δεν προκύπτει, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)], ήτοι ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του [βλ. άρθρο 19(2)(α) και (β)].

 

38.          Ούτε εξάλλου, προκύπτει ότι συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία στον τελευταίο τόπο διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πολιτεία Anambra, λόγω της ύπαρξης διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης, όπου, ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί ότι θα επιστρέψει στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94 Elgafaji, σκέψη 43].

 

39.          Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν κατά την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι λαμβάνονται υπόψη «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

 

40.           Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

41.         Περαιτέρω, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.» (απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009) Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».

 

42.         Σε κάθε περίπτωση, δεν εντοπίζω οποιοδήποτε παράγοντα επίτασης κινδύνου εξετάζοντας τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, διαπιστώνοντας ότι αυτός,   συνιστά άρρενα, νεαρής ηλικίας, απόφοιτο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, χωρίς προβλήματα υγείας ουδέποτε αντιμετώπισε οποιοδήποτε πρόβλημα με τις αρχές της χώρας του και με ικανότητα να εργαστεί.

 

43.         Επισημαίνεται εξάλλου ότι δεν πρόκειται για περίπτωση σε σχέση με την οποία θα μπορούσε να χορηγηθεί το τεκμήριο της αμφιβολίας. Όπως εναργώς προκύπτει από το ίδιο το εδάφιο (4) του του άρθρου 13 του περί Προσφύγων Νόμου, το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο εκεί όπου ο αιτών άσυλο υποβάλει όλα τα διαθέσιμα απ΄ αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι ο αιτητής είναι γενικά αξιόπιστος.

 

44.         Το ευεργέτημα της αμφιβολίας χορηγείται εκεί όπου ο αιτών άσυλο καταβάλλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την προσωπική του ιστορία, η οποία βεβαίως δικαιολογεί καταρχήν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας και όταν, εντούτοις, υπάρχουν κενά και έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων προς τεκμηρίωση των συναφών ισχυρισμών.

 

45.         Εν προκειμένω, ο Αιτητής δεν προέβαλε οποιουσδήποτε αξιόπιστους ισχυρισμούς, οι οποίοι θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας, ώστε το έλλειμα των στοιχείων προς τεκμηρίωση συγκεκριμένων ισχυρισμών να καλυφθεί από το ευεργέτημα της αμφιβολίας. Συνεπώς, δεν δικαιολογείται στην περίπτωσή του η χορήγηση του ευεργετήματος της αμφιβολίας.

 

46.         Τέλος, υπό το φως της ανωτέρω ανάλυσης, καθίσταται αλυσιτελής, η περαιτέρω εξέταση των ισχυρισμών του Αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας και ύπαρξης διαδικαστικών πλημμελειών.

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π

 



[1] EASO, EASO Country of Origin Information Report, Nigeria Country Focus, (2017), 61, διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/1400411/90_1496729214_easo-country-focus-nigeria-june2017.pdf  (ημερομηνία πρόσβασης 18/07/2024), EASO, ‘Country Guidance: Nigeria - Common analysis and

guidance note’, (2021), 76, διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/country-guidance-nigeria-2021 (ημερομηνία πρόσβασης 18/07/2024)

[2] EASO, EASO Country of Origin Information Report, Nigeria Country Focus’, (2017), 61, διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/1400411/90_1496729214_easo-country-focus-nigeria-june2017.pdf  (ημερομηνία πρόσβασης 18/07/2024)

[3] IRB – Immigration and Refugee Board of Canada, ‘Nigeria: Consequences for a person refusing a chief priest or a shaman [also called fetish priest] title for which they have been selected in south and central Nigeria; state protection (2019–October 2021) [NGA200792.FE]’, (2021), διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/document/2066541.html (ημερομηνία πρόσβασης 18/07/2024)

[4] Ibid

[5] EASO, EASO Country of Origin Information Report, Nigeria Country Focus’, (2017), 61, διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/1400411/90_1496729214_easo-country-focus-nigeria-june2017.pdf  (ημερομηνία πρόσβασης 18/07/2024), EASO, ‘Country Guidance: Nigeria - Common analysis and

guidance note’, (2021), 76, διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/country-guidance-nigeria-2021 (ημερομηνία πρόσβασης 18/07/2024)

[6] RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), Ακαδημία Γενεύης,  https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-nigeria (ημερομηνία πρόσβασης 18/07/2024), Nigeria Watch, 'Thirteenth Report on Violence in Nigeria 2023’ (2024), 13 διαθέσιμο σε https://www.nigeriawatch.org/media/html/Reports//NGA-Watch-Report23VF.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 18/07/2024)

[7] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 06/07/2023 – 12/07/2024, REGION: Africa, COUNTRY: Nigeria, ADMIN UNIT: Anambra) (ημερομηνία πρόσβασης 16/07/2024)

[8] City Population, https://www.citypopulation.de/en/nigeria/admin/ (Nigeria - Anambra State) (ημερομηνία πρόσβασης 16/07/2024)

[9] Αξιολογώντας τα ως άνω δεδομένα συμφωνώ με το συμπέρασμα του Οδηγού Χώρας (Country Guidance) της Νιγηρίας, εκδοθέντος από το Ευρωπαϊκό Γραφείο Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO), ο οποίος δεν αποτελεί δεσμευτικό κείμενο, οφείλει ωστόσο να λαμβάνεται υπόψιν από τα κράτη-μέλη EASO, 'Country Guidance: Nigeria - Common analysis and guidance note' (2021), 8, 116 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2022-01/Country_Guidance_Nigeria_2021.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 18/07/2024)

[10] European Asylum Support Office (EASO), 'Practical Guide: Qualification for International Protection' (2018), 36 διαθέσιμο σε https://www.sogica.org/wp-content/uploads/2018/06/easo-practical-guide-qualification-for-international-protection-2018.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 16/07/2024)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο