ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: 329/23

22 Αυγούστου, 2024

[Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

K. K.

Αιτητής

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ’ ων η αίτηση

 

Γ. Βασιλόπουλος (κος), Δικηγόρος για τον Αιτητή

Χρ. Δημητρίου (κα), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η αίτηση.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή αιτείται την έκδοση απόφασης από το παρόν Δικαστήριο με την οποία να κηρύσσεται η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας  22/10/2022, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση διεθνούς προστασίας του Αιτητή, ως άκυρη και/ή παράνομη και/ή αντισυνταγματική και/ή στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος και αποτέλεσμα πλάνης και κακής εφαρμογής του Νόμου και έκδοση νέας εκτελεστής απόφασης επί της ουσίας του αιτήματος του Αιτητή.

 

Τα ουσιώδη γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, ως έχουν εκτεθεί στην Ένσταση των Καθ' ων η αίτηση και υποστηρίζονται από τον διοικητικό φάκελο, έχουν ως ακολούθως:

 

Ο Αιτητής είναι ενήλικος, από το Ιράν, εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του στις 22/09/2021 και εισήλθε στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 26/09/2021 μέσω των μη ελεγχόμενων από τη Δημοκρατία περιοχών, όπου στις 13/10/2021 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στην Υπηρεσία Ασύλου.

 

Στις 01/09/2022, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου της Ε.Ε. (εφεξής «EUAA»). Στις 14/10/2022, o εν λόγω λειτουργός συνέταξε Εισηγητική Έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου όπως απορριφθεί το αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία. Εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών ως ο νόμος ορίζει, λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εν λόγω εισήγηση και αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή στις 22/10/2022.

 

Στις 17/01/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παρελήφθη ιδιοχείρως από τον Αιτητή στις 18/01/2023. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, η οποία καταχωρήθηκε στις 31/01/2023.

 

O Αιτητής δια της γραπτής αγόρευσης του συνηγόρου του, βάλλει κατά της προσβαλλόμενης για τους κάτωθι λόγους: 1) Έλλειψη δέουσας έρευνας και απουσία επαρκούς αιτιολογίας, 2) παράλειψη εξέτασης από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου των προϋποθέσεων παροχής καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, και 3) παραβίαση των αρχών που διέπουν τις διαδικασίες ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου. Κατά το στάδιο των διευκρινήσεων ο συνήγορος του Αιτητή προώθησε τον πρώτο ισχυρισμό ήτοι της έλλειψης δέουσας έρευνας και μη επαρκούς αιτιολογίας και απέσυρε τους λοιπούς προβαλλόμενους με την γραπτή αγόρευση του ισχυρισμούς του. Ειδικότερα ο συνήγορος του Αιτητή επανέλαβε πως δεν υπάρχει υπογραφή του λειτουργού στην εισηγητική έκθεση (Ερυθρό 80), και επεσήμανε πως η απόφαση επιστροφής η οποία είναι αναπόσπαστο τμήμα της προσβαλλόμενης απόφασης είναι αναιτιολόγητη και ως εκ τούτου οιανδήποτε πλημμέλεια της απόφασης επιστροφής συμπαρασύρει την προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολο της.

 

Οι Καθ' ων η αίτηση, με τη Γραπτή τους Αγόρευση, διατείνονται ότι οι λόγοι ακύρωσης εγείρονται κατά παράβαση του Κανονισμού 7 του Ανώτατου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962 και αιτούνται όπως να μην ληφθούν υπόψη, λόγω αοριστίας. Επικουρικώς δε υποβάλλουν ότι η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος, των Νόμων και Κανονισμών, μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, σύμφωνα με τις γενικές αρχές διοικητικού δικαίου και είναι δε επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.

 

Θα προχωρήσω με την εξέταση των ισχυρισμών που προώθησε ο συνήγορος του Αιτητή, ήτοι περί έλλειψης έρευνας και/ή μη δέουσας έρευνας και αναιτιολόγητης απόφασης, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο, εκτός της νομιμότητας, και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν, καθώς και την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου (βλ. άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν. 73(I)/2018).

 

Κατά την υποβολή της αίτησής του για την παροχή διεθνούς προστασίας, ο Αιτητής δήλωσε ότι η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο και εξαιτίας αυτού του κινδύνου αποφάσισε να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του με την ερωμένη του (Βλ. Ερ.1 και 19 δ.φ.)

 

Κατά τη προσωπική του συνέντευξη, ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε το Ιράν μαζί με την σύντροφό του εξαιτίας των προβλημάτων που αντιμετώπιζε η τελευταία από τον σύζυγό της τον οποίο εξαναγκάστηκε να παντρευτεί από την οικογένεια της, και των δύο σωματικών επιθέσεων που δήλωσε πως δέχθηκε, η μία από άγνωστη ομάδα ανδρών ένα μήνα περίπου μετά το τέλος της στρατιωτικής του θητείας χωρίς συγκεκριμένο κίνητρο και η δεύτερη από έναν συνάδελφό του εξαιτίας της μεταξύ τους διαφωνίας κατά την εργασία του, με τον τελευταίο να βανδαλίζει και το αυτοκίνητο του Αιτητή.

 

Αναφορικά με την πρώτη σωματική επίθεση που δήλωσε ότι δέχθηκε λίγες εβδομάδες μετά το τέλος της στρατιωτικής του θητείας, ο Αιτητής  ισχυρίστηκε πως ένα βράδυ κάποιοι άγνωστοι άνδρες τον σταμάτησαν στο δρόμο και άρχισαν να τον χτυπούν μέχρι που ο Αιτητής λιποθύμησε και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Κατά την επίθεση ο Αιτητής δήλωσε πως υπέστη πολλαπλά κατάγματα. Ο Αιτητής δεν γνωρίζει την ταυτότητα των δραστών ούτε μπορεί να αποδώσει κάπου την επίθεση που ως δήλωσε δέχτηκε. Ερωτηθείς για ποιο λόγο τα ιατρικά έγγραφα ημερομηνίας Ιουνίου 2020 που ο ίδιος προσκόμισε προς επίρρωση των τραυματισμών που ως δήλωσε υπέστη κατά την επίθεση είναι χρονικά προγενέστερα της επίθεσης την οποία τοποθέτησε χρονικά λίγες εβδομάδες μετά το τέλος της θητείας του τον Οκτώβριο του 2020, ο Αιτητής αποκρίθηκε πως έκανε λάθος στους υπολογισμούς του και πως ο ίδιος τέλειωσε την στρατιωτική θητεία του τον Απρίλιο του 2020 και η επίθεση έλαβε χώρα λίγο διάστημα μετά το τέλος της θητείας.

 

Αναφορικά με την επίθεση που δήλωσε ότι δέχθηκε από συνάδελφό του κατά την εργασία του εξαιτίας διαφωνίας τους περί των καθηκόντων τους, ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν κατήγγειλε την επίθεση στην αστυνομία επειδή ο εργοδότης του, του ζήτησε να μην το κάνει και δεν ήθελε να τον παρακούσει καθώς είχε ανάγκη να μείνει στην εργασία του και πως ο εργοδότης του εν τέλει τιμώρησε με χρηματικό πρόστιμο τον συνάδελφό του. Εικάζει πως ο συνάδελφός του ευθύνεται για τον βανδαλισμό του αυτοκινήτου του χωρίς όμως να είναι σίγουρος.

 

Αναφορικά με την σχέση του με την σύντροφό του, ο Αιτητής δήλωσε ότι γνωρίστηκαν σε ένα πάρτι στις 31 Οκτωβρίου 2017, άρχισαν να μιλάνε και έκτοτε συνήψαν σχέση, την οποία γνώριζε και σε αυτήν συναινούσε η πατρική οικογένεια της κοπέλας, ήτοι η μητέρα της και ο θείος της από την μητρική πλευρά. Μετά από τρία έτη σχέσης με την σύντροφό του, η κοπέλα τον κάλεσε στο τηλέφωνο και του ζήτησε να χωρίσουν. Ο Αιτητής κάλεσε την οικογένεια της για να διερευνήσει το ζήτημα και ο θείος της τον απείλησε να την αφήσει ήσυχη καθώς αυτή ήθελε όπως του είπε να παντρευτεί με κάποιον άλλο άνδρα, πράγμα το οποίο έπραξε ο Αιτητής. Τον Αύγουστο του 2021, κατά την ημέρα των γενεθλίων του, η κοπέλα τον κάλεσε στο τηλέφωνο, του είπε πως εξαναγκάσθηκε σε γάμο με τον σύζυγό της και του ζήτησε βοήθεια εξαιτίας της κακομεταχείρισης που βίωνε κατά τον έγγαμο βίο της. Ο Αιτητής την κάλεσε στις 20 Σεπτεμβρίου 2021 και της είπε να είναι έτοιμη καθώς σε δύο ημέρες θα εγκατέλειπαν την χώρα. Ως προς τις εξελίξεις μετά τη φυγή του από τη χώρα, δήλωσε ότι ο σύζυγός της συντρόφου του αναζητεί αυτήν και έχει εκκινήσει τις νομικές διαδικασίες για τον εντοπισμό της, χωρίς ο Αιτητής να γνωρίζει τις είδους διαδικασίες έχει ξεκινήσει ο σύζυγός της συντρόφου του, ισχυριζόμενος παράλληλα πως αυτή την πληροφορία την άκουσε η σύντροφός του από την μητέρα της.

 

Ερωτηθείς τι πιστεύει ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του δήλωσε πως αυτοί γνωρίζουν ότι ο Αιτητής είναι μαζί με την κοπέλα και πως εγκατέλειψαν την χώρα μαζί οπότε σε περίπτωση επιστροφής τους εκεί θα κινδυνέψουν με εκτέλεση ή λιθοβολισμό. Δεν έχει δεχθεί κάποια άλλη απειλή πέραν της αρχικής απειλής από τον θείο της συντρόφου του προτού αυτή παντρευτεί με τον σύζυγό της. Κληθείς να διευκρινίσει από ποιους φοβάται αυτές τις πράξεις δήλωσε ότι δεν έχει ιδέα και πως τώρα η υπόθεση έχει γίνει πιο σοβαρή και πως ίσως ο σύζυγός της κοπέλας δημιουργήσει ζήτημα.

 

Ερωτηθείς εάν θα μπορούσε να διαμείνει σε άλλη περιοχή όπως την Τεχεράνη κατά την επιστροφή του στο Ιράν αποκρίθηκε αρνητικά εξαιτίας θρησκευτικών λόγων και πως όπου και να πάνε με την σύντροφό του θα βρίσκονται σε κίνδυνο. Κληθείς να διευκρινίσει για ποιο λόγο στο έντυπο ευαλωτότητας δήλωσε ότι κυνηγήθηκε και απειλήθηκε από τον σύζυγό της συντρόφου του ενώ κατά την συνέντευξη του δήλωσε πως δεν γνωρίζει τον σύζυγό της και δεν έχει δεχθεί κάποια ενόχληση από αυτόν, ο Αιτητής αποκρίθηκε πως είπε ψέματα επειδή οι συνθήκες υπό τις οποίες διέμεναν στο Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης στην Πουρνάρα δεν ήταν καλές και ήθελε να πει κάτι ώστε να φύγουν όσο το δυνατόν συντομότερα από εκεί.

 

Έχοντας εξετάσει επισταμένως το πρακτικό της συνέντευξης αλλά και τις αποκρίσεις του Αιτητή κατά την συνέντευξη του, κρίνω τον ισχυρισμό του συνηγόρου του Αιτητή περί έλλειψης προσόντων του διερμηνέα πέραν από αορίστως προβληθέντα ως αβάσιμο.  Ουδεμία αναφορά γίνεται μέσω της γραπτής αγόρευσης του Αιτητή περί της βλάβης που προξενήθηκε ειδικώς στον Αιτητή από την ως άνω διαδικασία καθώς και ποια ήταν εκείνα τα σημεία της συνέντευξης του τα οποία δεν διερμηνεύθηκαν ορθώς από τον μεταφραστή/διερμηνέα και ως εκ τούτου έτυχαν εσφαλμένης διερμηνείας. Επίσης, ουδεμία μαρτυρία προσκομίστηκε από τον συνήγορο του Αιτητή περί απόδειξης του εν λόγω ισχυρισμού του και ως εκ τούτου το τεκμήριο κανονικότητας της διαδικασίας που ακολουθήθηκε στην υπό κρίση υπόθεση δεν έχει ανατραπεί.

 

Στα ως άνω προσθέτω πως, ως διαπιστώνω από το πρακτικό της συνέντευξης ο αρμόδιος λειτουργός έθεσε στον Αιτητή επαρκή αριθμό ερωτήσεων προκειμένου ο Αιτητής να τεκμηριώσει τους ουσιώδεις ισχυρισμούς του καθώς και σε κανένα σημείο της συνέντευξης του δεν προκύπτει πως ο Αιτητής δεν αντιλαμβανόταν τις ερωτήσεις που του τέθηκαν από τον αρμόδιο λειτουργό, τουναντίον όταν κλήθηκε στο τέλος της συνέντευξης του να επιβεβαιώσει πως όσα καταγράφηκαν κατά την συνέντευξη του συμφωνούν με όσα ο ίδιος δήλωσε αποκρίθηκε θετικά χωρίς να προβεί σε οιανδήποτε ένσταση επί της συνέντευξης που προηγήθηκε, καθώς και κατά την εκκίνηση της συνέντευξης του δήλωσε ερωτηθείς σχετικά από τον αρμόδιο λειτουργό ότι κατανοεί τον διερμηνέα (βλ. Ερυθρά  64, 52 δ.φ.). Επομένως ο εν λόγω ισχυρισμός του Αιτητή απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Ομοίως ως αβάσιμος κρίνεται ο έτερος ισχυρισμός του Αιτητή περί της βραχυχρόνιας συνέντευξης του/περιορισμένου χρόνου στην συνέντευξη του, ο οποίος ομοίως εγείρεται αορίστως χωρίς να καταδεικνύεται μέσω της γραπτής αγόρευσης του τι είδους βλάβη ο Αιτητής υπέστη από την ισχυριζόμενη σύντομη/περιορισμένη σε χρόνο συνέντευξη και τι ισχυρισμούς θα προσέθετε ή επιθυμούσε να αναφέρει και δεν το έπραξε επειδή δεν είχε χρόνο και οι οποίοι θα ήταν ικανοί να ανατρέψουν το αποτέλεσμα της υπόθεσης του. Στα ως άνω προσθέτω ότι η οικεία νομοθεσία δεν καθορίζει πόση διάρκεια θα έχει η συνέντευξη ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου αρκεί ο Αιτητής να είχε την ευκαιρία κατά την συνέντευξη του να αναπτύξει τον πυρήνα του αιτήματος του(Βλ. απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου υποθ. αρ. 1673/2010, Edward Eskandaz και Κυπριακή Δημοκρατία, ημερ. 04/07/2013). Εν προκειμένω κρίνω από το πρακτικό της συνέντευξης πως κατά το χρονικό πλαίσιο υπό το οποίο διενεργήθηκε η συνέντευξη του, ο Αιτητής είχε την ευκαιρία να αναπτύξει σε βάθος τους ισχυρισμούς του καθώς και να αναφέρει οιονδήποτε άλλο στοιχείο επιθυμούσε προς υποστήριξη της αίτησης του.  

 

Προχωρώ εν συνεχεία στην ανάλυση της εισηγητικής έκθεσης του αρμόδιου λειτουργού των Καθ’ων η αίτηση, από την οποία προκύπτει ότι ο αρμόδιος λειτουργός διέκρινε τέσσερις ουσιώδεις ισχυρισμούς: έναν αναφορικά με τα στοιχεία ταυτότητας, το εν γένει προφίλ και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, έναν δεύτερο αναφορικά με το γεγονός ότι ο Αιτητής υπέστη σωματική επίθεση από άγνωστα πρόσωπα στο Isfahan μετά την ολοκλήρωση της στρατιωτικής του θητείας, τον τρίτο αναφορικά με την επίθεση που δέχθηκε από συνάδελφό του κατά την εργασία του στο εργοστάσιο στις 15 Μαρτίου 2021, και τέλος τον τέταρτο, αναφορικά με το ότι η σύντροφός του Αιτητή εξαναγκάστηκε σε γάμο με έναν άλλο άνδρα από την οικογένεια της. O πρώτος ισχυρισμός έγινε δεκτός ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστος.

 

Ο δεύτερος ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός ενόψει της μη στοιχειοθετηθείσας εσωτερικής και εξωτερικής αξιοπιστίας αυτού. Ειδικότερα, κρίθηκε πως οι αφηγήσεις του Αιτητή σχετικά με την κατά τον ισχυρισμό του επίθεση από άγνωστους άνδρες κάποιους μήνες μετά την ολοκλήρωση της στρατιωτικής του θητείας στο Isfahan ήταν ελλιπείς και μη συνεκτικές καθώς ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει με επάρκεια λεπτομερειών και να συγκεκριμενοποιήσει ενώ κλήθηκε σχετικά από τον αρμόδιο λειτουργό τις συνθήκες υπό τις οποίες η επίθεση έλαβε χώρα, ομοίως ο Αιτητής υπήρξε μη συνεπής στις δηλώσεις του περί του τρόπου υπό τον οποίου προήλθαν τα πολλαπλά κατάγματα που υπέστη, με τον ίδιο να δηλώνει κατά την έκθεση ευαλωτότητας του πως αυτά προήλθαν στην προσπάθεια του να διαφύγει του συζύγου της συντρόφου του και στην συνέχεια να δηλώνει πως είπε ψέματα επειδή ήθελε να φύγουν με την σύντροφό του από το κέντρο υποδοχής και πως τα κατάγματα  εν τέλει προήλθαν από την επίθεση που δέχθηκε από άγνωστα άτομα στο δρόμο.

 

Όταν επισημάνθηκε από τον λειτουργό στον Αιτητή πως η ιστορία που παρέθεσε κατά την  καταγραφή της αίτησης του δεν διαφοροποιούνταν στα ουσιώδη στοιχεία με αυτήν που εξιστόρησε κατά την συνέντευξη του παρά μόνο στον τρόπο υπό τον οποίο προήλθαν τα τραύματα του, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να αποκριθεί και επεξηγήσει περαιτέρω την απάντησή του παρά επανέλαβε όσα είχε ήδη δηλώσει. Αντιφάσεις εντοπίζονται κατά τον αρμόδιο λειτουργό στις δηλώσεις του Αιτητή περί του χρόνου κατά τον οποίο έλαβε χώρα η σωματική επίθεση εναντίον του, με την επίθεση να προσδιορίζεται χρονικά από τον Αιτητή λίγο διάστημα μετά την ολοκλήρωση της στρατιωτικής του θητείας ενώ οι ακτινολογικές εξετάσεις τις οποίες ο ίδιος προσκόμισε προς υποστήριξη των τραυμάτων που υπέστη κατά τον ξυλοδαρμό του στο δρόμο να προηγούνται χρονολογικά της επίθεσης ως αυτή προσδιορίστηκε χρονικά από τον Αιτητή.

 

Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, σημειώνεται πως δεν ήταν δυνατόν ο εντοπισμός πληροφοριών από εξωτερικές πηγές που να καταγράφουν την κατά τις δηλώσεις του Αιτητή επίθεση του από άγνωστη ομάδα ανδρών, βρέθηκαν δε πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης που υποδεικνύουν μια μείωση της εγκληματικότητας στο Ιράν τα τελευταία 20 έτη. Επισημάνθηκε, επίσης, ότι ο Αιτητής δήλωσε πως το περιστατικό της επίθεσης στο δρόμο έλαβε χώρα ένα μήνα ή μερικές εβδομάδες μετά την απόλυσή του από τον στρατό, την οποία τοποθέτησε τον Οκτώβριο με Νοέμβριο του 2020. Όταν κλήθηκε να διασαφηνίσει την αντίφαση που διαπίστωσε ο αρμόδιος λειτουργός, καθώς οι ακτινογραφίες που προσκόμισε ο Αιτητής προς υποστήριξη του ισχυρισμού του για τα τραύματά του φέρουν ημερομηνία 7 Ιουνίου 2020, δηλαδή είναι προγενέστερες της απόλυσής του από τον στρατό, ο Αιτητής μετέβαλε την απάντησή του και δήλωσε, χωρίς περαιτέρω εξήγηση, ότι απολύθηκε από τον στρατό τον Απρίλιο του 2020. Επιπλέον, ο αρμόδιος λειτουργός παρέθεσε πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες η στρατιωτική θητεία στο Ιράν διαρκεί 18 με 24 μήνες και, βάσει αυτού του στοιχείου, κρίθηκε πως ορθώς αρχικά δήλωσε ο Αιτητής, πριν αλλάξει την απόκρισή του, ότι απολύθηκε από τον στρατό τον Οκτώβριο/Νοέμβριο του 2020, ενώ τον Ιούνιο του 2020, όταν δήλωσε ότι υπέστη τα ανωτέρω κατάγματα, θα έπρεπε να βρίσκεται σε στράτευση (Βλ.Ερ. 85 δ.φ.). Επομένως, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε τον ως άνω ισχυρισμό ως μη εξωτερικά αξιόπιστος. Ως εκ τούτου, ο ανωτέρω ισχυρισμός απορρίφθηκε τόσο ως εσωτερικά όσο και ως εξωτερικά αναξιόπιστος.

 

Ομοίως, ούτε ο τρίτος ισχυρισμός του Αιτητή έγινε αποδεκτός καθώς οι δηλώσεις του Αιτητή περί της επίθεσης που ως δήλωσε δέχθηκε από συνάδελφό του εξαιτίας διαφωνίας τους κατά την εργασία του στο εργοστάσιο αξιολογήθηκαν ως γενικόλογες και μη συνεκτικές (Βλ. Ερυθρά 85-84 δ.φ.). Ειδικότερα, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παραθέσει συγκεκριμένες και επαρκείς πληροφορίες επί του ανωτέρω περιστατικού, και παρατηρήθηκε από τον λειτουργό πως ο Αιτητής παρέλειψε να αναφερθεί σε αυτή την εργασιακή του θέση ενώ κλήθηκε να περιγράψει το εργασιακό του υπόβαθρο από τον αρμόδιο λειτουργό.

 

Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ανωτέρω ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε πως δεν ήταν δυνατόν ο εντοπισμός πληροφοριών από εξωτερικές πηγές που να καταγράφουν την ως άνω επίθεση, βρέθηκαν δε πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης που υποδεικνύουν πως η εργασιακή νομοθεσία του Ιράν παρέχει όλες τις εγγυήσεις ώστε να αποτρέπει βίαιες συμπεριφορές εντός του εργασιακού περιβάλλοντος, όπως αυτό επιβεβαιώνεται και από τα λεγόμενα του Αιτητή κατά την συνέντευξη του, με τον εργοδότη του όπως δήλωσε ο Αιτητής να επιβάλλει χρηματικό πρόστιμο στον συνάδελφό-δράστη της επίθεσης του. Ως εκ τούτου, ο τρίτος ισχυρισμός του Αιτητή δεν έγινε αποδεκτός ως μη εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστος.

 

Αναφορικά με τον τέταρτο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή, ήτοι το ότι η σύντροφός του Αιτητή εξαναγκάστηκε σε γάμο με έναν άλλο άνδρα από την οικογένεια της, αυτός δεν έγινε αποδεκτός καθότι οι δηλώσεις του Αιτητή αναφορικά με τον υπό κρίση ισχυρισμό στερούνταν συνεκτικότητας και επάρκειας πληροφοριών (βλ. Ερυθρά 83-82 δ.φ.). Ειδικότερα, οι δηλώσεις του Αιτητή περί του εξαναγκασμού της συντρόφου του σε γάμο με έναν άλλο άνδρα από τον θείο της κρίθηκαν ως γενικόλογες. Επισημάνθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό πως παρόλο που εκ πρώτης όψεως φαίνεται πειστική η δήλωση του πως δεν ρώτησε την σύντροφό του σχετικά με τον σύζυγό της από σεβασμό προς αυτήν παρά ταύτα θα αναμένονταν να το πράξει καθώς και να γνωρίζει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες διαβιούσε η σύντροφός του λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Αιτητής οργάνωσε ένα δαπανηρό και επικίνδυνο ταξίδι μαζί της προς μια ξένη χώρα εγκαταλείποντας την χώρα καταγωγής του, όπου εκεί είχε περάσει όλη του την ζωή και όπου βρίσκεται η οικογένεια του. Επίσης, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει σαφείς και επαρκείς πληροφορίες σχετικά με την επίδραση που είχε ο μητρικός θείος της συντρόφου του στις αποφάσεις της καθώς και επεξηγήσει με συνέπεια πως η σύντροφός του κατάφερε να αποδράσει μαζί του, να τον καλέσει στο τηλέφωνο για να του ζητήσει βοήθεια και εν συνεχεία να κανονίσει μαζί του σημείο συνάντησης για να φύγουν μαζί  χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τον σύζυγο της κοπέλα αφ’ης στιγμής  ο σύζυγός της δεν της επέτρεπε να εξέλθει της οικίας τους.

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του υπό κρίση ισχυρισμού, παρατέθηκαν από τον αρμόδιο λειτουργό πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά με τους εξαναγκαστικούς γάμους στο Ιράν, οι οποίες καταγράφουν αφενός πως οι προσυμφωνημένοι γάμοι λαμβάνουν χώρα κατόπιν αιτήματος της οικογένειας του γαμπρού και αφετέρου πως στο σύγχρονο Ιράν η πρακτική αυτή είναι λιγότερο διαδεδομένη.  Επομένως, ενόψει της  μη στοιχειοθετηθείσας εσωτερικής αξιοπιστίας του εν λόγω ισχυρισμού, και ο τέταρτος ουσιώδης ισχυρισμός του Αιτητή δεν έγινε αποδεκτός.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου, ο/η αρμόδιος/α λειτουργός κατέληξε κατόπιν έρευνας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στο Ιράν και στην περιοχή συνήθους διαμονής του Αιτητή εκεί ότι δεν στοιχειοθετείται κίνδυνος δίωξης/σοβαρής βλάβης στη βάση του πρώτου ισχυρισμού (ήτοι ταυτότητα, προφίλ, χώρα καταγωγής) ως αυτός έγινε αποδεκτός (Βλ.Ερ. 82 δ.φ.). Υπό το φως των ανωτέρω, ο/η αρμόδιος/α λειτουργός κατέληξε ότι δεν δύναται να παραχωρηθεί στον Αιτητή προσφυγικό καθεστώς, καθώς δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης για κάποιον από τους περιοριστικά αναφερόμενους λόγους του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. Ερ.81 δ.φ.). Ακολούθως, κατέληξε ότι δεν δύναται να παραχωρηθεί στον Αιτητή ούτε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας όπως προνοείται στο άρθρο 19(1) και (2) του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. Ερ. 81-79 δ.φ).

 

Εξετάζοντας τους ισχυρισμούς του Αιτητή, καθώς και τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, θα συμφωνήσω με την κατάληξη των Καθ' ων η αίτηση ότι ο Αιτητής δεν τεκμηρίωσε το αίτημά του κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, αφού δεν ανέφερε, με τρόπο αξιόπιστο, λόγους που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν τις προϋποθέσεις του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, ως απαιτείται για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα.

 

Από τα στοιχεία που έχω ενώπιόν μου διαπιστώνω ότι κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, τέθηκε στον Αιτητή επαρκής αριθμός ερωτήσεων και του δόθηκε η ευκαιρία να προβάλει τους ισχυρισμούς του καθώς και να αναπτύξει το αίτημά του, σε περίπτωση που πράγματι υφίστατο βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξής της στη χώρα καταγωγής ή πληρούνταν οι προϋποθέσεις για να του παραχωρηθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.  Οι απαντήσεις που έδωσε ο Αιτητής, αξιολογήθηκαν δεόντως από αρμόδιο λειτουργό, σε συνάρτηση με πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής του και ορθώς διαπιστώθηκε ότι οι λόγοι που ο Αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή δεν στοιχειοθετούν φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο να υποστεί ο ίδιος σοβαρή βλάβη. Τα ευρήματα του αρμόδιου λειτουργού ήταν ορθά και τεκμηριωμένα, με παραπομπές στους ισχυρισμούς που προέβαλε ο Αιτητής κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, καθώς και σε πηγές πληροφοριών από τη χώρα καταγωγής προς εξακρίβωση της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του.

 

Ειδικότερα, οι δηλώσεις του Αιτητή σχετικά με την κατ’ ισχυρισμόν του σωματική επίθεση που δέχθηκε στο δρόμο από άγνωστους άνδρες λίγες εβδομάδες μετά την ολοκλήρωση της στρατιωτικής του θητείας στερούνταν περιγραφικής λεπτομέρειας καθώς και χρονικής συνέπειας ως ορθά εντοπίστηκε από τους Καθ’ων η αίτηση. Ο Αιτητής δεν κατάφερε να συγκεκριμενοποιήσει τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η ανωτέρω επίθεση ως θα αναμένονταν λαμβάνοντας υπόψη και το προσωπικό του προφίλ και ειδικότερα το μορφωτικό του υπόβαθρο, υποπίπτοντας παράλληλα σε ασάφειες αφενός σχετικά με τον χρόνο κατά τον οποίο υπέστη την ανωτέρω επίθεση και αφετέρου ως προς τον τρόπο υπό τον οποίο προήλθαν τα τραύματα του, μη δυνάμενος να τεκμηριώσει τις ως άνω εντοπισθείσες από τους Καθ’ων η αίτηση αποκλίσεις στις δηλώσεις του με πειστικό, σαφή και επαρκή τρόπο (Bλ. Eρ. 53-54 δ.φ.).  Ομοίως, και τα έγγραφα (το πλήθος φωτογραφιών) που ο Αιτητής προσκόμισε προς υποστήριξη του ισχυρισμού περί των τραυμάτων/καταγμάτων που υπέστη κατά την επίθεση από άγνωστους άνδρες στο δρόμο ορθά αξιολογήθηκαν από τους Καθ’ων η αίτηση ως μη ενισχυτικά της αξιοπιστίας του ισχυρισμού του Αιτητή περί του τρόπου υπό του οποίου υπέστη τα ανωτέρω τραύματα/σωματικές βλάβες.

 

Εξίσου αόριστες και συνοπτικές, ως παρατηρώ, ήταν και οι δηλώσεις του περί των συνθήκων υπό των οποίων έλαβε χώρα η σωματική επίθεση που ως δήλωσε δέχθηκε από συνάδελφο του κατά την διάρκεια της εργασίας του στο εργοστάσιο ένεκα μεταξύ τους διαφωνίας περί των καθηκόντων τους. Επισημαίνεται δε πως ο Αιτητής μετά την ως άνω ισχυριζόμενη επίθεση συνέχισε να εργάζεται στην ως άνω θέση εργασίας του χωρίς να αντιμετωπίσει οιονδήποτε πρόβλημα/ενόχληση ή απειλή από τον εν λόγω συνάδελφό του, ενώ ως προς τον βανδαλισμό του αυτοκινήτου του ο Αιτητής δήλωσε πως δεν γνωρίζει τον δράστη αυτού και αποτελεί προσωπική του εικασία ότι ο εν λόγω βανδαλισμός συνδέεται  με τον ανωτέρω συνάδελφό του χωρίς να είναι σε θέση να τεκμηριώσει την ως άνω σύνδεση (Βλ. Ερ. 55 2χ, 54 1χ δ.φ.).

 

Ούτε ήταν σε θέση ο Αιτητής να τεκμηριώσει με επάρκεια συγκεκριμένων πληροφοριών και συνέπεια τον ουσιώδη ισχυρισμό του περί του ότι η σύντροφός του εξαναγκάστηκε σε γάμο με έναν άλλο άνδρα από την οικογένεια της και ειδικότερα να περιγράψει με συγκεκριμένες  λεπτομέρειες τον πυρήνα του ως άνω ισχυρισμού ήτοι τις συνθήκες υπό τις οποίες η σύντροφός του εξαναγκάσθηκε σε γάμο με άλλον άνδρα, τον γάμο της συντρόφου του με τον ανωτέρω άνδρα αλλά και τις συνθήκες υπό τις οποίες έληξε η σχέση του με την ανωτέρω κοπέλα (Βλ. Ερ.56 1χ, 2χ δ.φ.). 

 

Τουναντίον οι δηλώσεις του ήταν λακωνικές και γενικόλογες, μη δυνάμενος να επεξηγήσει με συγκεκριμένο, πειστικό και ευλογοφανή τρόπο τον λόγο για τον οποίο ο μητρικός θείος της συντρόφου του ξαφνικά ενώ γνώριζε την περί τα τρία έτη σχέση της με τον Αιτητή η οποία ως φαίνεται από τις δηλώσεις του ήταν αποδεκτή από την οικογένεια της αποφάσισε να την εξαναγκάσει σε γάμο με άλλον άνδρα χωρίς να έχει προηγηθεί πέρα από τις δύο κλήσεις που δέχθηκε ο Αιτητής κάποια ένδειξη επί αυτής του της επιθυμίας αλλά ούτε και ο Αιτητής διερεύνησε μετά από την κλήση του θείου της τον εν λόγω γάμο παραπάνω απλά δεν ξαναενόχλησε την σύντροφό του ενώ θα αναμένονταν να το πράξει δεδομένης και της πολύχρονης σχέσης τους.

 

Διαπιστώνω ακόμη ασυνέπειες στα λεγόμενα του Αιτητή σχετικά με την αντίδραση του συζύγου της συντρόφου του καθώς και στις αποκρίσεις του σχετικά με το εάν υπήρξε κάποια εξέλιξη κατά την έξοδο του ιδίου και της συντρόφου του από την χώρα. Θα αναμένονταν από τον σύζυγο της συντρόφου του να μην περιμένει περί το ένα έτος προκειμένου να εκκινήσει τις διαδικασίες ώστε εντοπίσει την σύζυγό του παρά να αντιδράσει άμεσα από τoν χρόνο κατά τον οποίο η σύντροφός του εγκατέλειψε την συζυγική της εστία λαμβάνοντας υπόψη το καταπιεστικό και κακοποιητικό προφίλ του συζύγου της ως περιεγράφηκε από τον Αιτητή (Βλ. Ερ.55 1χ, 56 1χ, 58 1χ δ.φ.).

 

Στα ως άνω προσθέτω πως ο Αιτητής δεν δέχθηκε ουδεμία απειλή/ενόχληση ή βλάβη από τον σύζυγό της συντρόφου του καθώς και από τον θείο της, ούτε κατά το διάστημα διαμονής του στην χώρα καταγωγής του, ούτε κατά το διάστημα διαμονής του στην Κυπριακή Δημοκρατία ( Βλ.Ερ. 55 δ.φ.). Εικάζει ότι ο σύζυγός της κοπέλας έχει εκκινήσει τις νομικές διαδικασίες ώστε να την εντοπίσει επειδή για ένα έτος δεν είχε νέα της συζύγου του, τις οποίες δεν ήταν σε θέση να συγκεκριμενοποιήσει όταν κλήθηκε σχετικά ενώ ούτε ήταν σε θέση να αναφερθεί σε συγκεκριμένο κίνδυνο όταν ερωτήθηκε σχετικά από τον αρμόδιο λειτουργό καθώς και να υποδείξει συγκεκριμένους φορείς δίωξης (Βλ.Ερ. 55 2χ δ.φ.).

 

Υπενθυμίζεται ότι η  αξιολόγηση «πραγματικού  κινδύνου δίωξης» προϋποθέτει τη συνεκτίμηση από την αρμόδια αρχή αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων[1]. Ως εκ των ανωτέρω διαφαίνεται ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι συντρέχουν εκείνα τα αντικειμενικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης του σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του. Τουναντίον, ο Αιτητής αναφέρθηκε σε αόριστους κινδύνους που ενδεχομένως να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του στην χώρα καταγωγής του χωρίς να παραθέσει  συγκεκριμένα γεγονότα/στοιχεία από τα οποία θα προέκυπτε βάσιμος φόβος δίωξης ή κίνδυνος σοβαρής βλάβης άμα τη επιστροφή του στην χώρα καταγωγής του.

 

Συνεπώς, υπό το φως όλων των πιο πάνω κρίνω πως ορθά η Υπηρεσία Ασύλου κατέληξε στο εύρημα περί γενικής αναξιοπιστίας του Αιτητή. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός του Αιτητή περί μη δέουσας έρευνας απορρίπτεται.

 

Ούτε, επίσης, με βάση το προσωπικό του προφίλ υπό το φως των ισχυρισμών που ο ίδιος προώθησε, θεωρώ ότι σε περίπτωση επιστροφής του υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως η εν λόγω έννοια ορίζεται στο άρθρο 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ειδικότερα, εκ των όσων παρατέθηκαν ανωτέρω, διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για την υπαγωγή του σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των προνοιών του άρθρου 19(2) (α) και (β) του περί  Προσφύγων Νόμου, καθότι ως αναφέρθηκε και ανωτέρω, δεν τεκμηριώνεται από τους ισχυρισμούς του Αιτητή παρελθούσα δίωξη, ούτε στοχοποίησή του από οποιονδήποτε κρατικό ή μη κρατικό δρώντα και ορθώς οι Καθ’ων η αίτηση έκριναν πως δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για να υπαχθεί ο Αιτητής σε όσα προνοούνται στα εδάφια (α) και (β) του άρθρου 19(2) του Περί Προσφύγων Νόμου.   Προκειμένου δε να εφαρμοστούν οι πρόνοιες των συγκεκριμένων άρθρων και να υπαχθεί αιτητής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει αυτών, απαιτείται υψηλός βαθμός εξατομίκευσης των περιστάσεων που σχετίζονται με τον επικαλούμενο φόβο.[2] Στην παρούσα υπόθεση δεν διαπιστώνω να συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις.

 

Αναφορικά με την υπαγωγή του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(1) και 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής [του ακεραιότητας], λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης», σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakit? v. Commissaire g?n?ral aux r?fugi?s et aux apatrides, 30/01/2014, και C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009) καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλ. K.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011), όπου ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Σε σχέση με τον τόπο όπου ευλόγως αναμένεται να επιστρέψει ο Αιτητής στην χώρα καταγωγής του, ήτοι την πόλη Isfahan η οποία υπάγεται στην ομώνυμη περιφέρεια Isfahan, όπου ο Αιτητής διέμενε προτού εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του και όπου διαμένει το οικογενειακό του δίκτυο (Βλ. Ερ.62 2χ δ.φ.) το Δικαστήριο προχώρησε σε έρευνα αναφορικά με τις επικρατούσες συνθήκες σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας τόσο στην χώρα όσο και στην Isfahan. Αναφορικά με την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στην χώρα καταγράφονται τα κάτωθι:

 

Σύμφωνα με το διαδραστικό χάρτη του portal Rule of Law in Armed Conflict (RULAC), πρωτοβουλία της Ακαδημίας της Γενεύης για το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα[3] το Ιράν δε βρίσκεται σε κατάσταση διεθνούς ή μη διεθνούς ένοπλης σύρραξης.[4]

 

Σύμφωνα επιπλέον με άρθρο δημοσιευθέν στην ιστοσελίδα ACLED τον Απρίλιο του 2023, «οι διαδηλώσεις οι οποίες λαμβάνουν χώρα σε όλη την επικράτεια σε μεγάλο βαθμό έχουν εξασθενίσει το 2023, και δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι το καθεστώς του Ιράν αντιμετωπίζει άμεση απειλή κατάρρευσης. Ο τελευταίος γύρος διαδηλώσεων δεν εξελίχθηκε σε ένα οργανωμένο κίνημα, ενώ εξέλιπε ο συντονισμός, η ηγεσία και η στρατηγική. Ενώ το κίνημα απολάμβανε υποστήριξης από την ευρύτερη κοινωνία, ο αριθμός των διαδηλωτών παρέμεινε μικρός. [..]»[5]

 

Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Human Rights Watch για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Ιράν, η οποία καλύπτει το έτος 2023, αναφέρεται πως «οι ιρανικές αρχές κατέστειλαν βάναυσα τις διαμαρτυρίες με το πρόταγμα «γυναίκα, ζωή, και ελευθερία» που πυροδοτήθηκαν μετά τον θάνατο της Mahsa Jina Amini, μιας Ιρανοκούρδισας από την αστυνομία τον Σεπτέμβριο του 2022, σκοτώνοντας εκατοντάδες και συλλαμβάνοντας χιλιάδες διαδηλωτές.   Οι ιρανικές αρχές περιόρισαν αυστηρά τις ελευθερίες του συνέρχεσθαι και της έκφρασης, συλλαμβάνοντας εκατοντάδες ακτιβιστές, δικηγόρους, δημοσιογράφους, φοιτητές και καλλιτέχνες. Δεκάδες ακτιβιστές, συμπεριλαμβανομένων υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μελών εθνοτικών και θρησκευτικών μειονοτήτων και αντιφρονούντων, παραμένουν στη φυλακή με αόριστες κατηγορίες περί κινδύνου για την εθνική ασφάλεια ή εκτίουν ποινές μετά από κατάφωρα άδικες δίκες ενώ η ατιμωρησία των δυνάμεων ασφαλείας για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων παραμένει σε αυξημένα επίπεδα»[6].

 

Περαιτέρω, ως προς τον αριθμό των περιστατικών ασφαλείας ειδικότερα για την περιφέρεια Isfahan του Ιράν, όπου βρίσκεται γεωγραφικά η περιοχή προηγούμενης συνήθους διαμονής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του (ήτοι η πόλη Isfahan), παρατίθενται σχετικά αριθμητικά δεδομένα από τη βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project). Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 05/07/2023 και 05/07/2024, στην εν λόγω περιφέρεια καταγράφηκαν στην πιο πάνω βάση δεδομένων συνολικά 216 περιστατικά ασφαλείας εκ των οποίων δεν προέκυψε ανθρώπινη απώλεια[7]. Πιο αναλυτικά, 214 εξ αυτών καταγράφηκαν ως διαμαρτυρίες (με καμία απώλεια), 1 περιστατικό ως εξέγερση (με καμία απώλεια) και 1 ως έκρηξη/απομακρυσμένη βία με καμία επίσης απώλεια ενώ δεν καταγράφηκαν περιστατικά μαχών και χρήσης βίας κατά αμάχων[8]. Πιο συγκεκριμένα στην πόλη Isfahan καταγράφονται τα 143 (από τα 216) περιστατικά ασφαλείας (διαμαρτυρίες) εκ των οποίων δεν προήλθε ανθρώπινη απώλεια. Σημειώνεται δε, ότι ο πληθυσμός της περιφέρειας Isfahan του Ιράν καταγράφεται στους 5 480 000 κατοίκους, σύμφωνα με την τελευταία επίσημη εκτίμηση για το 2023[9], ενώ της πόλης Isfahan ο πληθυσμός ανέρχεται στους 1,961,260 κατοίκους σύμφωνα με απογραφή του 2016[10].

 

Στο σημείο αυτό, επισημαίνεται ότι, με βάση το προσωπικό προφίλ του Αιτητή, πρόκειται για ενήλικο άτομο, με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, χωρίς σημεία ευαλωτότητας ή ιδιαίτερα ζητήματα υγείας, με εργασιακή ικανότητα, καθώς και με υποστηρικτικό δίκτυο (οικογενειακούς δεσμούς) στην περιοχή συνήθους διαμονής του στο Ιράν όπου αναμένεται να επιστρέψει.

 

Κατά συνέπεια, παρότι εκ των ανωτέρω πληροφοριών διαφαίνεται ότι, γενικότερα, η κατάσταση στο Ιράν παρουσιάζει (σε εσωτερικό κυρίως επίπεδο) ορισμένες αστάθειες (σε πολιτικά και κοινωνικοοικονομικά ζητήματα/διαμαρτυρίες), εντούτοις, η περιφέρεια Isfahan δεν φαίνεται να πλήττεται από συγκρούσεις και περιστατικά βίας, τα οποία να ανάγονται σε τέτοιο επίπεδο, ώστε να θεωρούνται ότι πληρούν τις πρόνοιες του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ως αυτό ερμηνεύθηκε από το ΔΕΕ[11]. Λαμβάνοντας συνεπώς υπόψιν και τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή (ως αναφέρθηκαν ανωτέρω), θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτός θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του και συγκεκριμένα στο Isfahan του Ιράν.

 

Αναφορικά με τη θέση του συνήγορου του Αιτητή ότι δεν υπάρχει υπογραφή του λειτουργού στο ερυθρό 80, παρατηρώ, ως ορθώς επισήμαναν οι Καθ’ων η αίτηση κατά το στάδιο των διευκρινήσεων, πως στο Ερυθρό 79 του διοικητικού φακέλου υπάρχει υπογραφή του λειτουργού της EUAA που συνέταξε την εισηγητική έκθεση και ως εκ τούτου δεν εκλείπει η υπογραφή του λειτουργού ως προώθησε ο συνήγορος του Αιτητή κατά το στάδιο των διευκρινήσεων. Ομοίως, διαπιστώνω πως η νομολογία που παραθέτει ο συνήγορος του Αιτητή στην γραπτή του αγόρευση προς ενίσχυση του ως άνω ισχυρισμού του αφορά την έλλειψη υπογραφής ή οιουδήποτε άλλου στοιχείου στην απόφαση επιστροφής από το οποίο να προκύπτει η ταυτότητα του λαμβάνοντος την απόφαση επιστροφής οργάνου. Εν προκειμένω, δεν εκλείπουν τα ανωτέρω τυπικά στοιχεία και δεν προκύπτουν αμφιβολίες ως προς  την ταυτότητα του  προσώπου που προέβη αφενός στην σύνταξη της εισηγητικής έκθεσης και αφετέρου στην λήψη της επίδικης απόφασης  (βλ. ερ. 89).

 

Εν συνεχεία, επισημαίνω πως ο συνήγορος του Αιτητή προέβαλε τον ισχυρισμό ότι η απόφαση επιστροφής που εκδόθηκε ταυτόχρονα με τη λήψη της απόφασης επί της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή δεν είναι αιτιολογημένη και ως εκ τούτου, ως αναπόσπαστο μέρος της απόφασης επί της αίτησης διεθνούς προστασίας, συμπαρασύρεται και αυτή σε ακυρότητα.  Αρχικά, ως προς το συγκεκριμένο σημείο, αναφέρω ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης συμπληρώνεται και/ή αναπληρώνεται μέσα από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου (βλ. Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270).  Στον σχετικό διοικητικό φάκελο, συμπεριλαμβάνεται η έκθεση/εισήγηση του λειτουργού η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος και αιτιολογική βάση της απόφασης.  Ως προκύπτει και από την ανωτέρω ανάλυση της εν λόγω εισηγητικής έκθεσης, στα πλαίσια εξέτασης υπαγωγής του Αιτητή στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας υπό το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου, εξετάστηκε και το εφικτό της επιστροφής του Αιτητή στο Ιράν. Μάλιστα κατά το στάδιο της αξιολόγησης του μελλοντικού κινδύνου ως αναφέρθηκε ανωτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός αξιολόγησε πως επί τη βάσει του ισχυρισμού περί του προσωπικού προφίλ του Αιτητή δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να εκτεθεί ο Αιτητής σε συμπεριφορά που να ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στο Ιράν, παραθέτοντας δε πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης από τις οποίες προκύπτει πως στο Ιράν δεν λαμβάνουν χώρα μεγάλης κλίμακας περιστατικά ασφαλείας και πως οι δυνάμεις της χώρας ασκούν αποτελεσματικό έλεγχο στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας, με την χώρα να παρουσιάζει σταθερότητα (βλ. Ερ. 82 δ.φ.).

 

Ως εκ των ανωτέρω η σαφής ανάλυση που εμπεριέχεται στο σώμα της εισηγητικής έκθεσης περί του εφικτού της επιστροφής του Αιτητή στην χώρα καταγωγής του αποτελεί την αιτιολογική βάση της απόφασης επιστροφής, και επομένως ως αβάσιμος κρίνεται ως άνω ισχυρισμός του συνηγόρου του Αιτητή περί αναιτιολόγητης απόφασης επιστροφής. Ειρήσθω εν παρόδω, δεν προκύπτει στην παρούσα υπόθεση οποιοδήποτε ειδικό στοιχείο το οποίο όφειλαν οι Καθ’ων η Αίτηση να συνεκτιμήσουν πριν την έκδοση της απόφασης επιστροφής, ως προβλέπεται στο άρθρο 18ΟΖ του Κεφ. 105, το οποίο απαιτεί όπως κατά την εφαρμογή, μεταξύ άλλων, του άρθρου 18ΟΗ θα πρέπει να τηρείται η αρχή της μη επαναπροώθησης και να λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού, η οικογενειακή ζωή και η κατάσταση της υγείας του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας.

 

Καταληκτικά, ως προς τον ισχυρισμό του συνηγόρου του Αιτητή περί του ότι οιανδήποτε πλημμέλεια της απόφασης επιστροφής συμπαρασύρει την προσβαλλόμενη απόφαση ως αναπόσπαστο μέρος αυτής θα συμφωνήσω με την προσέγγιση της αδελφής μου  Δικαστή του Δ.Δ.Δ.Π. κα. Ρήγας στην ενδιάμεση απόφαση της υπόθεσης J.K. δια της Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού και Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Αρ. Προσφυγής 3213/22 , 17 Αυγούστου 2023[12], σύμφωνα με την οποία τυχόν ακυρότητα ή ανάκληση της απόφασης επιστροφής δεν συμπαρασύρει σε αυτόματη ακυρότητα/ανάκληση και την απόφαση απόρριψης της αίτησης ασύλου, το νομικό περιεχόμενο της τελευταίας εξακολουθεί να ισχύει και δεν μεταβάλλεται από οιανδήποτε μεταβολή της απόφασης επιστροφής.

 

Ως αναλύεται στην ανωτέρω απόφαση, την οποία και υιοθετώ, παρόλο που η απόφαση επιστροφής και η απόφαση απόρριψης αίτησης ασύλου ενσωματώνονται σε μια ενιαία πράξη, αποτελούν δύο αυτοτελείς διοικητικές πράξεις που επιτελούν διαφορετικό σκοπό η καθεμία αυτοτελώς  και με διαφορετικά νομικά ερείσματα, ενώ μεταξύ αυτών των δύο πράξεων δεν υφίσταται αδιάσπαστος ουσιαστικός δεσμός και ως εκ τούτου η απόφαση επιστροφής μπορεί να διαχωρισθεί από την κύρια απόφαση αυτή της απόφασης απόρριψης  της αίτησης ασύλου και να ελεγχθεί αυτοτελώς, με τυχόν ακυρότητα ή ανάκληση την απόφασης επιστροφής να μην μεταβάλλει την ουσία της κύριας πράξης, ήτοι της απόρριψης της αίτησης ασύλου.

 

Επομένως, ως ανέλυσα ανωτέρω η απόφαση επιστροφής είναι πλήρως αιτιολογημένη, η αιτιολογία αυτής συμπληρώνεται και/ή αναπληρώνεται μέσα από τα στοιχεία του φακέλου του Αιτητή, και ουδεμία πλημμέλεια δεν εντόπισα στην ανωτέρω έκθεση/εισήγηση.

 

Ως εκ τούτου, με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πάσχει η ορθότητα και νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, ούτε δε, ότι στο πρόσωπό του πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στο καθεστώς του πρόσφυγα ή την παραχώρηση συμπληρωματικής προστασίας σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Βάσει των όσων ανέλυσα ανωτέρω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €800 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1]  Βλ. ΔΕΕ, απόφαση C-71/11 και C-99/11, Y,Z, ημερομηνίας 5.9.2012, παρ.70. (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 09/07/2024)

 

[2] CJEU, C- 465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji v.  Staatssecretaris van Justitie, ECLI:EU:C:2009:94, <https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=76788&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=5184758> (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 04/07/2024):  «32. Συναφώς, παρατηρείται ότι οι όροι «θανατική ποινή», «εκτέλεση» καθώς και «βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτούντος» του άρθρου 15, στοιχεία α΄ και β΄, της οδηγίας, χαρακτηρίζουν περιπτώσεις στις οποίες ο αιτών επικουρική προστασία διατρέχει ειδικώς τον κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής. 33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης

[3] βλ. σχετικά Rule of Law in Armed Conflict (RULAC), διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/about (ημερομηνία πρόσβασης 09/07/2024]

[4] Βλ. σχετικά Rule of Law in Armed Conflict (RULAC), διαθέσιμο σε  https://www.rulac.org/browse/map# (ημερομηνία πρόσβασης 09/07/2024]

[5] Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), ‘Anti-Government Demonstrations in Iran A Long Term Challenge for the Islamic Republic’ (2023), υπό A Crisis Weathered?,  διαθέσιμο σε https://acleddata.com/2023/04/12/anti-government-demonstrations-in-iran-a-long-term-challenge-for-the-islamic-republic/ (ημερομηνία πρόσβασης 09/07/2024]

[6] HRW – Human Rights Watch (Author): World Report 2024 - Iran, 11 January 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2103132.html [ημερομηνία πρόσβασης 09/07/2024]

[7] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, 2023, https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (βλ. πλατφόρμα Dashboard, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ – 05/07/2023 - 05/07/2024, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ – Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests και ΠΕΡΙΟΧΗ – Middle East - Iran - Isfahan) [ημερ. πρόσβασης 09/07/2024]

[8] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, 2023, https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (βλ. πλατφόρμα Dashboard, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ – 05/07/2023 - 05/07/2024, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ – Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests και ΠΕΡΙΟΧΗ – Middle East - Iran - Isfahan) [ημερ. πρόσβασης 09/07/2024]

[9] βλ. WWW.CITYPOPULATION.DE, 24/04/2023, υπό AsiaIRAN: Provincial Division – Provinces – Eṣfahān [Isfahan], https://www.citypopulation.de/en/iran/prov/admin/ [ημερ. πρόσβασης 09/07/2024]

[10] https://www.citypopulation.de/en/iran/esfahan/1002__e%E1%B9%A3fah%C4%81n/ [ημερ. πρόσβασης 09/07/2024]

[11] Βλ. C-285/12, A. Diakit? v. Commissaire g?n?ral aux r?fugi?s et aux apatrides, 30/01/2014 (ECLI:EU:C:2014:39) <https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf;jsessionid=7D51FCB3643AB74C3255F23E04E1BA4A?text=&docid=147061&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=1100979>, καθώς και C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009 (ECLI:EU:C:2009:94) <https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=76788&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=1101316>[ημερ. πρόσβασης 09/07/2024]

[12] https://www.cylaw.org/cgi-bin/open.pl?file=administrativeIP/2023/202308-3213-22endiam.html&qstring=3213


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο