ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 4966/22

9 Αυγούστου, 2024

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

 S.K.

Αιτήτρια,

και

Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η αίτηση

Ε. Χαραλάμπους (κα) για την Αιτήτρια

Μ. Τρεμούρη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η Αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή αιτείται την έκδοση απόφασης από το παρόν Δικαστήριο για ακύρωση της απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 1.7.2022,  δια της οποίας απορρίφθηκε το αίτημά της για διεθνή προστασία και χορήγηση σε αυτήν καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Εναλλακτικώς την έκδοση απόφασης με την οποία να αναγνωρίζεται ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της προκύπτει κίνδυνος παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης και παράβαση των άρθρων 3 και 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου,

Γεγονότα

1.             Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Η Αιτήτρια κατάγεται από το Καμερούν. Εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία, υποβάλλοντας αίτησή ασύλου περί τις 10.7.2019. Στις 8.1.2021 και 16.12.2021, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας. Εν συνεχεία, υποβλήθηκε Έκθεση / Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: Προϊστάμενος) για απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας ημερομηνίας 28/06/2022. Η Εισήγηση εγκρίθηκε από τον Προϊστάμενο την 1.7.2022. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 3.8.2022 και η συνακόλουθη απόφαση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, αναπόσπαστο τμήμα της πρώτης, αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

Νομικοί Ισχυρισμοί

2.             Στο πλαίσιο της γραπτής της αγόρευσης, η Αιτήτρια δια της συνηγόρου της προωθεί τους ακόλουθους ισχυρισμούς. Καταρχάς,  υπεραμύνεται της αξιοπιστίας των ισχυρισμών της, παραπέμπει σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και καταλήγει ότι θα πρέπει να εκχωρηθεί σε αυτήν προσφυγικό καθεστώς αφού σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, θα αντιμετωπίσει κίνδυνο δίωξης λόγω της συμμετοχής της στην ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα των γυναικών-θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας. Επικουρικώς, υποστηρίζει ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, αυτή κινδυνεύει να υποστεί σοβαρή βλάβη. Σε σχέση δε με την απόφαση επιστροφής της Αιτήτριας, υποστηρίζει ότι αυτή παραβιάζει το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ και συγκεκριμένα της αρχής της μη επαναπροώθησης. Τέλος καταλήγει ότι η προσβαλλόμενη πράξη στερείται αιτιολογίας και δέουσας έρευνας.

 

3.             Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση απέτυχαν να συμμορφωθούν με τις οδηγίες του Δικαστηρίου και μέχρι και τα στάδιο των Διευκρινίσεων δεν είχαν καταχωρίσει γραπτή αγόρευση. Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις της υπόθεσης, προχώρησε στην ακροαματική διαδικασία βασιζόμενο στην ένσταση της Δημοκρατίας και στα στοιχεία του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε ως τεκμήριο.

To νομικό πλαίσιο

4.             Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

 

5.             Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019  έχει ως ακολούθως (η υπογράμμιση είναι δική μου):

 

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

  

6.             Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.

 

7.             Το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:

 

«Υποχρεώσεις αιτητή κατά την εξέταση της αίτησης και συναφής υποχρέωση αρμόδιων αρχών

16.-(1) Κατά την εξέταση της αίτησής του, ο αιτητής οφείλει να συνεργάζεται με την Υπηρεσία Ασύλου με σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητάς του και των υπόλοιπων στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2).

(2)  Ιδίως, ο αιτητής οφείλει-

(α) να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης, τα οποία στοιχεία συνίστανται σε δηλώσεις του αιτητή και σε όλα τα έγγραφα που έχει ο αιτητής στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία∙

 [.]

(3) Η Υπηρεσία Ασύλου αξιολογεί, σε συνεργασία με τον αιτητή, τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) στοιχεία.».

 

8.             Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις χορήγησης του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.

 

Κατάληξη

9.             Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής, που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του αιτητή, θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεώργιας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007). Εν προκειμένω, η Αιτήτρια στο πλαίσιο της γραπτής της αγόρευσης εστιάζεται στην κατ΄ισχυρισμό πλημμελή αξιολόγηση των ουσιωδών ισχυρισμών της στην έκταση που αυτή κρίθηκε ως αναξιόπιστη και κατ’ έκταση στην λανθασμένη νομική υπαγωγή των περιστάσεων της στις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου. Η Αιτήτρια υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι δεν λήφθηκε καθόλη τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης της ότι αυτή αποτελεί ευάλωτο πρόσωπο. 

 

10.           Είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει και την ουσιαστική ορθότητά της  (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε αιτητή). Επιπλέον, η Αιτήτρια εκπροσωπούμενη και δια συνηγόρου, έχει την ευκαιρία να εκθέσει τους ισχυρισμούς της και να λάβει όλα τα δέοντα δικονομικά μέσα προς τεκμηρίωσή τους, καθώς το παρόν Δικαστήριο προβαίνει σε εξ υπαρχή και ex nunc έλεγχο των περιστάσεων της αιτήσεως του εκάστοτε αιτητή. [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552]. 

 

11.          Αποτελεί δε βασική νομολογιακή αρχή ότι η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης (Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Α.Ε. Aρ.: 3017, Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 5.6.2002, (2002) 3 ΑΑΔ 345).

 

12.           Η γενική αυτή νομολογιακή αρχή θα πρέπει να εξεταστεί εν προκειμένω υπό το φως του ειδικού δικαίου που διέπει τη διαδικασία εξέτασης μίας αιτήσεως ασύλου και των αρχών που θεσπίζει τόσο η εθνική όσο και η ενωσιακή νομοθεσία. Συναφές εν προκειμένω είναι το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα τα εδάφια (2) και (3) αυτού. Από τις εν λόγω διατάξεις απορρέει καταρχάς η υποχρέωση του αιτητή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησης ασύλου του. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie vAναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320αποτελεί υποχρέωση του αιτητή ασύλου να επικαλεστεί, έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010). Εν συνεχεία ωστόσο, λόγω ακριβώς της δυσχέρειας των αιτητών ασύλου να τεκμηριώσουν με συγκεκριμένα στοιχεία την αίτησή τους, γεννάται υποχρέωση της διοίκησης να συνδράμει τον αιτητή σε αυτήν την προσπάθεια προβολής και τεκμηρίωσης των ισχυρισμών του (Βλ. Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών παρ. 195 επ., Βλ. επίσης αναφορικά με την ενεργό συνεργασία Απόφαση του ΔΕΕ της 22ας Νοεμβρίου 2012, Υπόθεση C‑277/11, M. M., ECLI:EU:C:2012:744, σκέψεις 63 έως 68).

 

13.          Εν προκειμένω, η Αιτήτρια κατά την καταγραφή του αιτήματός της για διεθνή προστασία δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της επειδή έζησε για 18 χρόνια στο πλαίσιο ενός γάμου κατά τη διάρκεια του οποίου έπεσε κατ’ επανάληψη θύμα ξυλοδαρμού. Αν και γέννησε τέσσερα τέκνα εντός του συγκεκριμένου γάμου, η Αιτήτρια δήλωσε ότι πίστευε ότι μια ημέρα τα πράγματα θα πάνε καλύτερα, ωστόσο αυτό δεν έγινε και αναγκάστηκε να διαφύγει στο Μάλι όπου έπεσε θύμα απαγωγής. Στη συνέχεια μετακινούταν για δύο χρόνια και επειδή την αναζητούσε ο σύζυγός της, αναγκάστηκε να φύγει σε άλλη ήπειρο (βλ. ερυθ. 1 και 20 Δ.Φ.).

 

14.          Κατά το κρίσιμο στάδιο τα συνέντευξής της και σε σχέση με την καταγωγή της αλλά και τα στοιχεία του προσωπικού της προφίλ, η Αιτήτρια, η οποία εγκατέλειψε τη χώρα της περί τον Ιούλιου του 2019, δήλωσε ότι γεννήθηκε το 1981 στην πόλη Baffousam στη Δυτική περιφέρεια του Καμερούν, όπου και μεγάλωσε. Προσδιόρισε δε ότι από τον Απρίλιο του 2013 μέχρι τον Μάϊο έζησε στο Μάλι, ενώ από τον Ιούνιο του 2013 μέχρι τον Οκτώβριο του 2016 διέμεινε στο Λίβανο. Επιστρέφοντας στο Καμερούν διέμεινε αρχικά στην πόλη Douala και περί το 2018-2019 εγκαταστάθηκε στην πόλη Yaoundé. Το 2019 εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της από την πόλη Douala. Σε σχέση με την πατρική της οικογένεια, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ο μεν πατέρας της απεβίωσε το 2007, η δε μητέρα της και η αδερφή της διαμένουν στην πόλη Douala. Η Αιτήτρια δήλωσε ότι διέθετε και μια ακόμη αδερφή, η οποία απεβίωσε το 2003. Σε σχέση με την οικογενειακή της κατάσταση, η Αιτήτρια δήλωσε άγαμη, πλην όμως μητέρα τεσσάρων τέκνων, τα οποία διαμένουν με τον πατέρα τους στην πόλη Douala. Ως προς το μορφωτικό της επίπεδο, η Αιτήτρια δήλωσε ότι φοίτησε στην τελευταία τάξη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στο Καμερούν, την οποία ωστόσο δεν ολοκλήρωσε. Αναφορικά με την εργασιακή της πείρα, η Αιτήτρια δήλωσε ότι κατά το παρελθόν εργάστηκε περιστασιακά σαν υπάλληλος σε βενζινάδικο (βλ. ερυθ. 33-32 και 61 Δ.Φ.).

 

15.          Αναφορικά με τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της κατά το σκέλος της ελεύθερης αφήγησης, η Αιτήτρια δήλωσε ότι το 2000, μετά την ολοκλήρωση των σπουδών της, ο πατέρας της την έστειλε σε ένα κύριο, ονόματι Ρ., που διέμενε στην πόλη Yaoundé προκειμένου να την αναλάβει εκείνος, να τη στείλει σχολείο και να την παντρευτεί. Ο εν λόγω άνδρας ωστόσο, ο οποίος είναι ο πατέρας των τεσσάρων τέκνων της, ήταν κακοποιητικός απέναντί της. Συγκεκριμένα, αρχικά χτύπησε την Αιτήτρια όταν εκείνη χρησιμοποίησε, το έτος 2000, δικά του χρήματα. Μέχρι το 2004 όμως και αφού είχε απολογηθεί στον αδερφό της Αιτήτριας, ο Ρ.  δεν παρουσίασε βίαιη συμπεριφορά. Κατά τη δεύτερη εγκυμοσύνη της το 2004 ωστόσο, ο σύζυγός της άρχισε να είναι και πάλι βίαιος, αφού όποτε η Αιτήτρια έκανε κάποιο λάθος, εκείνος τη χτυπούσε, της έδενε τα χέρια και την άφηνε μόνη στο δωμάτιο. Προσέθεσε επίσης η Αιτήτρια ότι ο κος Ρ. ήταν άλλος άνθρωπος μπροστά στα μέλη της οικογένειάς της και κανείς δεν πίστευε την Αιτήτρια όταν δήλωνε ότι  αυτός ήταν επικίνδυνος. Ως προς το περιστατικό του 2000 ο κος Ρ. δήλωσε ότι έπρεπε να χτυπήσει την Αιτήτρια προκειμένου να τη συνετίσει. Η Αιτήτρια στη συνέχεια δήλωσε ότι κατά τη διάρκεια της δεύτερης εγκυμοσύνης της ο Ρ. άρχισε να την χτυπάει όποτε εκείνη του έλεγε όχι και όταν να συνευρεθεί ερωτικά μαζί του, εκείνος την κακοποιούσε σεξουαλικά και την απομόνωνε. Επικαλέστηκε δε ότι το 2ο, το 3ο και το 4ο τέκνο της είναι αποτέλεσμα σεξουαλικής κακοποίησης από τον κύριο Ρ., ενώ προσέθεσε ότι ο εν λόγω άνδρας πλέον κακομεταχειρίζεται και χτυπάει και τα τέσσερα ανήλικα τέκνα τους, τα οποία αντιμετωπίζουν άθλιες συνθήκες διαβίωσης με τον πατέρα τους. Η Αιτήτρια προέβαλε ότι κατά τη διαμονή της στο Μάλι αντιμετώπισε βιαιότητα η οποία πιστεύει ότι προέρχεται από το σύζυγό της που βρίσκεται στο Καμερούν, ο οποίος της δήλωνε πως ανήκει σε εκείνον και ότι εκείνος είχε δικαίωμα να τη βιάσει, να τη χτυπήσει και να την τιμωρήσει (βλ. ερυθρά 30 – 29 Δ.Φ.).

 

16.          Συμπληρώνοντας το σκέλος της ελεύθερης αφήγησής της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι όπου πήγαινε ένιωθε ότι την ακολουθούν και ότι πηγή των κακών ήταν πρώην σύντροφός της. Η δε οικογένειά της πίστευε ότι ήταν τρελή, γι’ αυτό η Αιτήτρια την εγκατέλειψε το 2010. Επίσης μια ημέρα και ενώ την είχε χτυπήσει, ο Ρ. ζήτησε από τον ανιψιό του να την προσέχει, όμως εκείνος την άφησε να διαφύγει και να φυγαδευτεί στην Douala όπου εργάστηκε σε ένα βενζινάδικο. Σε αυτό το σημείο η Αιτήτρια εισήγαγε στην αφήγησή της τους Bandits (κακοποιά στοιχεία), οι οποίοι σύμφωνα με τις δηλώσεις της, όταν η ίδια εγκαταστάθηκε στο Μάλι, εκείνοι αφενός μεν την εξεβίαζαν προκειμένου να επιστρέψει στο Καμερούν, αφετέρου δε της εξαπέλυσαν επίθεση καθ΄ υπόδειξη του συζύγου της. Ως εκ τούτου, η Αιτήτρια, με τη βοήθεια του αδερφού μιας φίλης της ταξίδεψε με προορισμό το Λίβανο όπου παρέμεινε και δούλεψε για τρία χρόνια. Στο δε Λίβανο ισχυρίστηκε ότι εργαζόταν για έναν κύριο, ο οποίος ουδέποτε την πλήρωσε και της δήλωνε ότι την αγόρασε για 25.000 δολάρια και ήταν σκλάβα του. Καθώς η Αιτήτρια διέμεινε στο Λίβανο για τρία χρόνια και άρχισε να καταλαβαίνει Αραβικά, ένα βράδυ άκουσε τον εργοδότη της να μιλάει στο τηλέφωνο με ένα γιατρό και να του ζητά να έρθει στο σπίτι και να αφαιρέσει τις ωοθήκες της Αιτήτριας. Στη συνέχεια, η Αιτήτρια δήλωσε ότι μίλησε στο γιο του εργοδότη της, του ζήτησε το κλειδί και αφού εκείνος τη λυπήθηκε και της το έδωσε, αυτή απέδρασε. Με τη βοήθεια ενός γιατρού που γνώρισε ονόματι Π.  και γνώρισε ένα γιατρό, ονόματι Π., ο οποίος τη βοήθησε να επιστρέψει στο Καμερούν (βλ. ερυθρά 29 – 28 Δ.Φ.).

 

17.          Στη συνέχεια, η Αιτήτρια κλήθηκε να αποσαφηνίσει διάφορες πτυχές του ανωτέρω αφηγήματος αφού της υποβλήθηκαν περαιτέρω διευκρινιστικές ερωτήσεις σχετικά με τη σχέση, τη διάρκεια και τις συνθήκες διαβίωσής τη με τον Ρ., καθώς και τους λόγους για τους οποίους οι δύο τους ουδέποτε παντρεύτηκαν. Κατά τη δεύτερη προφορική της συνέντευξη, η Αιτήτρια κλήθηκε να απαντήσει σε περαιτέρω ερωτήσεις ως προς τις συνθήκες διαβίωσής της με το σύντροφό της, ενώ διερευνήθηκε και η σεξουαλική κακοποίηση στην οποία η Αιτήτρια φέρεται να υποβλήθηκε κατ’ επανάληψη από άγνωστα προς την ίδια άτομα. Κατά το τελικό στάδιο της προφορικής συνέντευξης, η Αιτήτρια απάντησε σε ερωτήσεις που αφορούν τη διαβίωση των τέκνων της στη χώρα καταγωγής της (βλ. ερυθρά 61 – 59 Δ.Φ.).

 

18.          Ερωτηθείσα τι φοβάται ότι θα της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι δεν γνωρίζει τι μπορεί να της συμβεί και ότι προτιμά να πεθάνει παρά να επιστρέψει στο Καμερούν  (βλ. ερυθ. 59 14Χ Δ.Φ.).

 

19.          Η Αιτήτρια προσκόμισε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της, προς υποστήριξη των δηλώσεών της, αντίγραφο της εκλογικής ταυτότητας εκδόσεως Δημοκρατίας του Καμερούν (βλ. ερυθρ. 25 Δ.Φ.), αντίγραφο του Διαβατηρίου της, εκδόσεως Δημοκρατίας του Καμερούν και με ημερομηνία λήξης της ισχύος του 10.11.2021 (βλ. ερυθ. 9 Δ.Φ.), δύο αντίγραφα φωτογραφιών (βλ. ερυθ. 55-54 Δ.Φ.) τα οποία δήλωσε ότι της έστειλε η κόρη της μέσω τηλεφώνου και οι οποίες φέρονται να απεικονίζουν τις συνθήκες διαβίωσής των ανήλικων τέκνων της, καθώς και αντίγραφα των φερόμενων συνομιλιών της Αιτήτριας με τον ανιψιό του συζύγου της και την κόρη της η οποία βρίσκεται στο Καμερούν (βλ. ερυθ. 53 – 36 Δ.Φ.).

 

20.          Αξιολογώντας τις δηλώσεις της Αιτήτριας, οι Καθ' ων η αίτηση σχημάτισαν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ο μεν πρώτος ως προς τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας, την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής της, ο δε δεύτερος ως προς το ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της εξαιτίας της συνεχιζόμενης αγριότητας και βιαιότητας του βίωνε, με κύριο θύτη το σύντροφό της.

 

21.          Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός, δεδομένου ότι κρίθηκε ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας κρίθηκαν μεν σαφείς και λεπτομερείς, επιβεβαιώθηκαν δε από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και ή χαρτογράφησης.

 

22.          Ο δεύτερος ωστόσο ισχυρισμός της Αιτήτριας περί του ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της εξαιτίας της συνεχιζόμενης αγριότητας και βιαιότητας του βίωνε, με κύριο θύτη το σύντροφό της απορρίφθηκε. Ειδικότερα, αξιολογώντας την εσωτερική αξιοπιστία των αντίστοιχων δηλώσεων της Αιτήτριας, οι Καθ’ ων η αίτηση αρχικά παρατήρησαν ότι η Αιτήτρια εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της ακόμη 2 φορές, το 2013, με προορισμό το Μάλι και το Λίβανο, όπου διέμεινε για τρία χρόνια (βλ. ερυθ. 28 4Χ, Δ.Φ.), γεγονός το οποίο αποδεικνύει ότι η Αιτήτρια είχε τη δυνατότητα να ξεφύγει από τον φερόμενο ως κακοποιητικό σύντροφό της και να ζήσει σε άλλες χώρες, ενώ κατά τη διαμονή της στο Καμερούν είχε φιλοξενηθεί από το ευρύ, οικογενειακό και υποστηρικτικό της δίκτυο (βλ. ερυθ. 31 3Χ, 28 4Χ και 61 4Χ, Δ.Φ.). Επίσης, ως προς τους λόγους για τους οποίους άφησε τα παιδιά της να ζούνε με τον κακοποιητικό πατέρα τους, η Αιτήτρια προέβαλε χωρίς ευλογοφάνεια, σύμφωνα με τους Καθ’ ων η αίτηση, ότι όταν επέστρεψε από το Λίβανο, η μεγάλη της κόρη της ζήτησε να επιστρέψει στην οικία τους, γεγονός το οποίο έπραξε (βλ. ερυθ. 27 5Χ, Δ.Φ.). Σχολίασε δε ο αρμόδιος λειτουργός ότι δεν θα αναμενόταν από ένα άτομο το οποίο δέχεται κακοποιητικές συμπεριφορές από τον πατέρα του, όπως η 21χρονη  κόρη της Αιτήτριας, να ζητήσει από τη μητέρα της να επιστρέψει πίσω αλλά θα αναμενόταν να κάνουν από κοινού προσπάθεια να φύγουν δεδομένου του κινδύνου της σωματικής τους ακεραιότητας από τον κακοποιητικό πατέρα τους. Στη συνέχεια, οι Καθ’ ων η αίτηση επεσήμαναν  ότι κατά τις μεγάλες περιόδους που δεν διέμενε στην οικογενειακή της οικία, ουδεμία ενόχληση δέχτηκε από τον σύντροφό της αφού εκείνος δεν προέβη σε καμία προσπάθεια εντοπισμού και επικοινωνίας μαζί της (βλ. ερυθ. 60 12Χ και 59 1Χ-2Χ, Δ.Φ.). Και ενώ η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει με σαφήνεια το λόγο για τον οποίο εγκατέλειψε το Καμερούν το 2019 και δεν εγκαταστάθηκε σε κάποια άλλη περιοχή της χώρας, ασφαλής προς εκείνη, στη συνέχεια η Αιτήτρια προέβαλε ασαφώς και χωρίς συνοχή ότι σε όλες τις πόλεις που διέμεινε, έπεσε θύμα βιασμού. Κληθείσα ωστόσο να προσδιορίσει τα άτομα που φέρονται να της κακοποίησαν, η Αιτήτρια επέδειξε πλήρη άγνοια (βλ. ερυθ. 59 9Χ-10Χ Δ.Φ.). Καθώς οι δηλώσεις της Αιτήτριας παρέμειναν ασαφείς και χωρίς νοηματική, ο αρμόδιος λειτουργός την ρώτησε ποιο ήταν το γεγονός που την ανάγκασε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της το 2019, και η Αιτήτρια και πάλι επικαλέστηκε την αγριότητα και τη βιαιότητα του συντρόφου και πατέρα των ανήλικων τέκνων της. Κληθείσα να αποσαφηνίσει τις δηλώσεις της, η Αιτήτρια προέβαλε και πάλι χωρίς νοηματική συνοχή ότι όταν επέστρεφε στο σπίτι βίωνε βιασμούς και ξυλοδαρμούς από άτομα αγνώστων προς την ίδια ταυτότητας και λοιπών στοιχείων. Προσέθεσε επίσης χωρίς ευλογοφάνεια ότι δε μπορεί να προσδιορίσει την ταυτότητα των δραστών επειδή και η μητέρα της είχε υποστεί βιασμούς (βλ. ερυθ. 61 11Χ και 60 3Χ-4Χ, Δ.Φ.). Κληθείσα δε να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο εκφραζόταν η κακοποιητική συμπεριφορά του συντρόφου της, η Αιτήτρια αποκρίθηκε χωρίς νοηματική συνοχή ότι βιάστηκε από πολλούς άνδρες και ότι συμβαίνει για αρκετά χρόνια (βλ. ερυθ. 60 7Χ, Δ.Φ.). Ζητηθείσα να εξηγήσει άλλωστε το λόγο για τον οποίο δεν πήγε με τα παιδιά της να μείνει σε κάποιο από τα άλλα μέλη της οικογένειάς της, η Αιτήτρια προέβαλε σε αντίθεση με τα εξιστορισθέντα γεγονότα ότι ο σύντροφός της δεν ήταν σύμφωνος, προσθέτοντας χωρίς συνοχή ότι ο αδερφός της προσπαθεί με «στρατηγική» να βγάλει τα παιδιά της από τη χώρα με προορισμό τις Βρυξέλλες. Ως προς του ισχυρισμούς περί των βιασμών στους οποίους φέρεται να υποβλήθηκε κατ’ επανάληψη, η Αιτήτρια αρχικά δήλωσε για περιστατικά τα οποία φέρονται να έλαβαν χώρα προ εικοσαετίας, στη συνέχεια ωστόσο διαφοροποίησε την απάντησή της, δηλώνοντας ότι στην πρώτη συνέντευξη αναφέρθηκε σε αυτά που βίωσε από το σύζυγό της, στη δε συμπληρωματική συνέντευξη αυτά που έλαβαν χώρα την περίοδο 2016-2019 (βλ. ερυθ. 60 1Χ-2Χ, Δ.Φ.). Καταλήγοντας, οι Καθ’ ων η αίτηση σχολίασαν ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε γενικές γραμμές περιγραφική, υπεξέφευγε εκ των ερωτήσεων του λειτουργού και προέβαινε συνεχώς σε αόριστες, ελλιπείς, μη περιγραφικές δηλώσεις, οι οποίες δεν κρίθηκε ότι αντικατοπτρίζουν βιωματικά περιστατικά. Ως εκ τούτου, ο υπό εξέταση ισχυρισμός κρίθηκε ως εσωτερικά μη αξιόπιστος.

 

23.          Προχωρώντας στη διερεύνηση της εξωτερικής αξιοπιστία των δηλώσεων της Αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι τα εκ της Αιτήτριας εξιστορισθέντα περιστατικά  αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς αξιολόγηση του υπό εξέταση ισχυρισμού και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι που να δικαιολογούν την οποιαδήποτε ανάλυση μέσω των εξωτερικών πηγών πληροφόρησης και ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος.

 

24.          Κατά το δε στάδιο της αξιολόγησης κινδύνου, οι Καθ΄ ων η αίτηση έκριναν, χωρίς περαιτέρω αιτιολογία, ότι στη βάση του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού ως προς τα προσωπικά στοιχεία της αιτήτριας, δεν ανακύπτουν στοιχεία εκ των οποίων θα μπορούσε ευλόγως να πιθανολογηθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, η Αιτήτρια θα κινδυνέψει με πράξεις δίωξης ή άλλως θα εκτεθεί σε κίνδυνο να αντιμετωπίσει  σοβαρή βλάβη.

 

25.          Κατά τη δε νομική ανάλυση, οι Καθ΄ων η αίτηση έκριναν ότι ελλείψει βάσιμου και δικαιολογημένου  φόβου, η Αιτήτρια δεν θα μπορούσε να υπαχθεί στις πρόνοιες του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

26.          Αναφορικά με την υπαγωγή της Αιτήτριας σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, οι Καθ΄ ων η αίτηση έκριναν ότι ελλείψει βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου να κινδυνεύσει με σοβαρή βλάβη, η Αιτήτρια δεν θα μπορούσε να υπαχθεί στις πρόνοιες του άρθρου 19 (2) (α), (β) και (γ) του περί Προσφύγων Νόμου καθώς δεν κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν, η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, και/ή θα κινδυνεύσει ως άμαχος εξαιτίας της αδιακρίτως ασκούμενης βίας στα πλαίσια της υφιστάμενης ένοπλης σύγκρουσης στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της, ήτοι την πόλη της Yaoundé.

 

27.          Καταλήγουν τέλος, ότι δεν ανέκυψαν ενδείξεις εκ των οποίων θα μπορούσε να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, η Αιτήτρια διατρέχει κίνδυνο να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή σε απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, κατά παράβαση του άρθρου 4 της ΕΣΔΑ και συγκεκριμένα της αρχής της μη επαναπροώθησης.

 

28.          Ενώπιον της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, η συνήγορος της Αιτήτριας, δια της γραπτής της αγόρευσης, υπεραμύνεται της αξιοπιστίας των δηλώσεων της Αιτήτριας, καταλήγοντας ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, η Αιτήτρια θα κινδυνεύσει ως μέλος της ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας γυναικών και δη των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας, υποστηρίζοντας ότι σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν, η Αιτήτρια θα κινδυνεύσει από το σύντροφό της να πέσει εκ νέου θύμα έμφυλης βίας και σεξουαλικής κακοποίησης λόγω του ότι θα πρέπει να «υπακούσει» τον πατέρα των ανήλικων τέκνων της. Σε σχέση δε με το ενδεχόμενο υπαγωγής της Αιτήτριας σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, υποστηρίζει ότι σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν, θα υποστεί απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση με την έννοια του άρθρου 19(2)(β) του περί Προσφύγων Νόμου και ότι οι αρχές δεν θα είναι σε θέση να την προστατεύσουν, χωρίς ωστόσο να εξηγεί για ποιο λόγο.

 

29.          Κατά την ακροαματική διαδικασία, η συνήγορος της Αιτήτριας προωθεί ότι η Αιτήτρια έπεσε κατ’ επανάληψη θύμα της κακοποιητικής συμπεριφοράς του συντρόφου της, ενώ η κατάσταση την οποία η Αιτήτρια βίωσε κατά τη διαμονή της στο Λίβανο ενέχει στοιχεία εμπορίας προσώπων τα οποία ωστόσο δε διερευνήθηκαν από τους Καθ΄ ων η αίτηση. Υποστηρίζει επίσης η συνήγορος της Αιτήτριας ότι δε διερευνήθηκε δεόντως η κακοποιητική συμπεριφορά του συζύγου της από τον οποίο προσπάθησε κατ’ επανάληψη να διαφύγει, ο οποίος, έστειλε αγνώστων στοιχεία άτομα να κακοποιήσουν την Αιτήτρια σωματικά και σεξουαλικά τα οποία φέρονται να λάμβαναν χώρα επί 19 έτη.

 

30.          Η δε συνήγορος των Καθ΄ ων η αίτηση υποστηρίζει ότι η Αιτήτρια δεν ήταν αξιόπιστη ως προς τους ισχυρισμούς που προώθησε αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, ενώ από το σύνολο των δηλώσεών της προκύπτει ότι είχε τη δυνατότητα να επιστρέφει κατά το δοκούν και χωρίς να αντιμετωπίσει οιοδήποτε πρόβλημα. Υποστηρίζει επίσης η συνήγορος των Καθ΄ ων η αίτηση ότι η Αιτήτρια διατηρεί στη χώρα καταγωγής της ευρύ υποστηρικτικό δίκτυο, ενώ δεν στοιχειοθέτησε τις δηλώσεις της περί του ότι προσέφυγε στις αρχές. Καταλήγει δε η ότι η Αιτήτρια θα μπορούσε κατά την παρούσα διαδικασία να προσκομίσει μαρτυρία προς ενίσχυση των δηλώσεών της, το οποίο ωστόσο δεν έπραξε.

 

 

34.          Κατ' εφαρμογή του άρθρου 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο δυνάμει του οποίου το παρόν δικαστήριο προβαίνει σε έλεγχο νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής, θα προχωρήσω στην αξιολόγηση των ενώπιον μου δεδομένων ως προς την αίτησή της Αιτήτριας για διεθνή προστασία.

 

35.          Υπό το φως των ενώπιον μου δεδομένων, καταρχάς, συντάσσομαι με την αποδοχή από τους Καθ' ων η αίτηση του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού για τους λόγους που καταγράφονται στην εισηγητική έκθεση, η οποία αποτελεί και την αιτιολογική βάση της επίδικης απόφαση, καθώς όντως η Αιτήτρια παρέθεσε τα προσωπικά του στοιχεία τα οποία εν μέρει προκύπτουν από το διαβατήριό της, επιβεβαιώθηκαν δε από εξωτερικές πηγές πληροφόρηση και/ή χαρτογράφησης. Το Δικαστήριο κρίνει ωστόσο ως τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας την πόλη Douala, επί της οποίας η Αιτήτρια διέμεινε μέχρι το 2018, διατηρεί εκεί οικογενειακούς και κοινωνικούς δεσμούς καθώς στη συγκεκριμένη πόλη διαμένουν η μητέρα της, ο αδερφός της, ο σύντροφος και τα τέσσερα ανήλικα τέκνα της και λοιποί συγγενείς, και όχι η πόλη Yaoundé επί της οποίας η Αιτήτρια παρέμεινε για μικρό διάστημα. Ενισχυτικό της εν λόγω κρίσης είναι και το γεγονός ότι η Αιτήτρια αναχώρησε από το Καμερούν από την πόλη Douala και όχι από την πόλη Yaoundé, όπου προσωρινά διέμενε.

 

36.          Σημειώνεται ότι προς επίρρωση των ισχυρισμών της σε σχέση με τα προσωπικά της στοιχεία, η Αιτήτρια προσκόμισε αντίγραφο της εκλογικής ταυτότητας εκδόσεως Δημοκρατίας του Καμερούν (βλ. ερυθρ. 25 Δ.Φ.), καθώς και αντίγραφο του διαβατηρίου της, εκδόσεως Δημοκρατίας του Καμερούν και με ημερομηνία λήξης της ισχύος του 10/11/2021 (βλ. ερυθ. 9 Δ.Φ.), τα οποία επιβεβαιώνουν τα όσα η Αιτήτρια δήλωσε σε σχέση με τη χώρα καταγωγής της.

 

37.          Μεταβαίνοντας, στην αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού της Αιτήτριας περί του έπεσε κατ’ επανάληψη θύμα έμφυλης βίας, με κύριο θύτη το σύντροφό της το Δικαστήριο κρίνει τα ακόλουθα. Σταχυολογώντας αρχικά την ελεύθερη αφήγηση της, παρατηρείται ότι η Αιτήτρια δεν παρέθεσε ένα χρονικά και νοηματικά συνεπές αφήγημα σε σχέση με την εξέλιξη των εξιστορισθέντων περιστατικών, αντιθέτως όχι μόνο τα υπό κρίση περιστατικά παρατίθενται χωρίς χρονική συνέπεια αλλά απουσιάζει και η χρονική συνοχή ανάμεσά τους. Ενδεικτικά, ενώ η Αιτήτρια δήλωσε ότι ο σύντροφός της άρχισε να την κακοποιεί κατά τη διάρκεια της 2ης εγκυμοσύνης της, στη συνέχεια δήλωσε ότι το 2ο, 3ο και 4ο τέκνα της είναι αποτέλεσμα βιασμού του συντρόφου της. Ακολούθως,  η Αιτήτρια προσθέτει επιφανειακά, χωρίς να μπορεί να εισέλθει σε λεπτομερείς περιγραφές, ότι ο σύζυγός τη χτυπούσε, τη βίαζε και την απομόνωνε όταν εκείνη αρνούνταν να συνευρεθεί μαζί του, αν και μπροστά στα μέλη της οικογένειάς της φερόταν φυσιολογικά. Παράλληλα, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει με σαφήνεια για ποιο λόγο δεν παντρεύτηκε με το σύντροφό της, δεδομένου ότι εκείνος φέρεται να την πήρε από τον πατέρα της για το συγκεκριμένο σκοπό το 2000. Παρατηρείται ακολούθως ότι η Αιτήτρια, το 2013, δις, εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της με προορισμό το Μάλι και ακολούθως το Λίβανο, χωρίς να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα από το σύντροφο και πατέρα των ανήλικων τέκνων της, ενώσω η ίδια απουσίαζε, ο σύντροφός της ούτε την ενόχλησε, ούτε την αναζήτησε. Στο συγκεκριμένο σημείο η Αιτήτρια υποστήριξε χωρίς νοηματική συνοχή ότι στο Μάλι έπεσε θύμα βιασμού από ληστές (bandits) οι οποίοι φέρονται, κατά την Αιτήτρια, να διατηρούν σχέσεις με το σύντροφό της, δήλωση την οποία ωστόσο δε στοιχειοθέτησε με κανένα περαιτέρω στοιχείο δηλώνοντας ότι δε γνώριζε την ταυτότητα των ατόμων που προέβησαν στις εις βάρος της πράξεις και ενώ δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει χρονικά πότε έλαβαν χώρα τα εξιστοριθέντα. Και ενώ ο λειτουργός ζήτησε από την Αιτήτρια να αποσαφηνίσει το λόγο για τον οποίο εγκατέλειψε το Καμερούν συγκεκραμένα το 2019, η τελευταία απέφυγε να τοποθετηθεί με σαφήνεια και επικαλέστηκε εκ νέου αορίστως ότι όταν επέστρεφε στο σπίτι της τη χτυπούσαν και τη βίαζαν άγνωστα προς την ίδια άτομα δηλώνοντας ότι ήταν ληστές (bandits). Όταν επίσης ζητήθηκε εκ νέου από την Αιτήτρια να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο κακοποιήθηκε από το σύντροφό της, εκείνη προέβαλε ασαφώς και χωρίς συνοχή ότι βιάστηκε από πολλούς άνδρες και ότι αυτό συνέβαινε χρόνια. Ερωτηθείσα άλλωστε να εξηγήσει το λόγο για τον οποίο, αν και διέθετε οικογενειακό δίκτυο στο Καμερούν, επέλεξε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής μόνη της και όχι να εγκατασταθεί σε κάποιο συγγενικό της πρόσωπο, η Αιτήτρια αποκρίθηκε χωρίς συνοχή και νοηματική συνέπεια ότι δεν δεχόταν ο πατέρας των παιδιών της και ότι ο αδερφός της προσπαθεί να φύγουν τα τέκνα της στις Βρυξέλλες.

 

38.          Σε σχέση δε με τους βιασμούς που δήλωσε ότι δέχτηκε πριν 20 χρόνια, παρατηρείται οι εν λόγω ισχυρισμοί αποτελούν μεταβολή του πυρήνα του αιτήματός της Αιτήτριας. Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια της συμπληρωματικής της συνέντευξης η Αιτήτρια προέβαλε ασαφώς και χωρίς να μπορεί να παραθέσει περαιτέρω στοιχεία και/ή πληροφορίες ότι έπεσε θύμα από πολλούς άνδρες, προσπαθώντας να στοιχειοθετήσει ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της λόγω του ότι έπεσε κατ’ επανάληψη θύμα έμφυλης/σεξουαλικής βίας από άγνωστα άτομα και όχι επειδή κινδύνευε από το σύντροφό της, όπως κατά την υποβολή του αιτήματός της και την αρχική της συνέντευξη δήλωσε. Στη βάση όλων των ανωτέρω, λαμβάνοντας υπόψη το μορφωτικό επίπεδο της Αιτήτριας και παρατηρώντας ότι δε συντρέχει κάποιο πρόβλημα υγείας που θα μπορούσε να επηρεάσει τη δυνατότητα έκφρασής της, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι δηλώσεις της στερούνται των στοιχείων που δα μπορούσαν να αποδώσουν σε αυτές βιωματικό χαρακτήρα, καθώς αυτές αξιολογούνται ως ασαφείς, μη συνεκτικές, στερούμενες ευλογοφάνειας και επιφανειακές. Παρά το γεγονός ότι τραυματικής φύσεως γεγονότα δυνατό να επηρεάζουν την ικανότητα της Αιτήτριας αν παραθέσει τραυματικά για την ίδια γεγονότα του παρελθόντος, παρατηρείται ότι ακόμα και στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας η Αιτήτρια δια της συνηγόρου της, δεν κατόρθωσε να καλύψει τα κενά, τη έλλειψη στοιχειώδους λεπτομέρειες και συνοχής που απουσιάζουν από τις δηλώσεις της και τα οποία επεσήμαναν οι Καθ’ ων η αίτηση. Ως εκ τούτου, ο υπό εξέταση ισχυρισμός κρίνεται ως εσωτερικά μη αξιόπιστος στο σύνολό του.

 

39.          Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού, το Δικαστήριο προχώρησε σε έρευνα αναφορικά με τις επικρατούσες συνθήκες στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας σε σχέση με το φαινόμενο του αναγκαστικού γάμου, της έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας καθώς και της σεξουαλικής κακοποίησης των γυναικών.

 

40.          Σε σχέση δε με τον γάμο που φέρεται να την εξανάγκασε ο πατέρας της, αν και ουδέποτε φέρεται η Αιτήτρια να παντρεύτηκε το σύντροφός της για λόγους που δεν μπόρεσε να αποσαφηνίσει, πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας αναφέρουν ότι ο καταναγκαστικός γάμος είναι μια ευρέως διαδεδομένη πρακτική στο Καμερούν, σύμφωνα με έκθεση του USDOS για την κατάσταση ανθρωπίνων δικαιωμάτων για το έτος 2020[1] και με την πιο πρόσφατη έκθεση της UN OCHA του Ιανουαρίου του 2023 για την μηνιαία ανθρωπιστική κατάσταση στην χώρα.[2] Η πρακτική είναι ευρέως διαδεδομένη, με το πρόβλημα να επικεντρώνεται κυρίως στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Σύμφωνα με τις αρχές του Καμερούν, όπως αναφέρει το Voice of America (VOA), 6 στα 10 κορίτσια αναγκάζονται να παντρευτούν πριν φτάσουν τα 16 τους χρόνια σε αυτές τις κοινότητες, και στη χώρα συνολικά σχεδόν το ένα τρίτο των κοριτσιών έχουν τελέσει γάμο πριν φτάσουν 18 ετών. Τον Ιούλιο του 2020, 300 ανύπαντρες μητέρες στο δυτικό Καμερούν βγήκαν στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν για την πρακτική του καταναγκαστικού γάμου. Οι περισσότερες διαδηλώτριες είχαν παντρευτεί άγνωστους άνδρες σε ηλικία 14 ετών και μερικές αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους με τα μωρά τους αφού οι σύζυγοί τους έφεραν στο σπίτι άλλες συζύγους. [3] Παλαιότερες πληροφορίες αναφέρουν ότι στο Καμερούν, ο αναγκαστικός γάμος είναι στην πραγματικότητα παράνομος. Ο ποινικός κώδικας αναφέρει επίσης ότι ο γάμος πρέπει να περιλαμβάνει τη συγκατάθεση και των δύο μερών και πρέπει να αναγνωρίζεται από επίσημο πιστοποιητικό. Στην πράξη, ωστόσο, ο νόμος δεν προστατεύει τις περισσότερες γυναίκες. Ενώ τα κορίτσια εξαναγκάζονται σε αυτούς τους γάμους, οι οποίοι είναι μερικές φορές καταχρηστικοί και κακοποιητικοί γάμοι, δεν γνωρίζουν ποια νομική προστασία προσφέρει το κράτος. Βασικά, αυτοί οι καταναγκαστικοί γάμοι ακολουθούν εθιμικούς κανόνες που καταλήγουν να είναι καταπιεστικοί για τις γυναίκες, οι οποίες είτε αναγκάζονται να πληρώσουν τη νυφική τους τιμή είτε εκδιώκονται μαζί με τα παιδιά τους μετά το  θάνατο του συζύγου τους.[4]

 

41.          Σε σχέση δε με το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας, το Δικαστήριο εντόπισε έκθεση για πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής της Καναδικής Υπηρεσίας Μετανάστευσης και Ασύλου για το διάστημα αναφοράς 2020-2022, σημειώνεται ότι: «Πηγές αναφέρουν ότι η ενδοοικογενειακή βία στο Καμερούν είναι ‘ευρέως διαδεδομένη’.[5] Το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (HRW) αναφέρει ότι  ‘οι διακρίσεις κατά των γυναικών’ είναι ‘διαδεδομένες’ στο Καμερούν και ότι η ενδοοικογενειακή βία είναι ‘ενδημική’».[6] […] Σύμφωνα με το RuWCED [Rural Women Center for Education and Development Cameroon], εκτός από το κοινωνικό ‘στίγμα’ για τους επιζώντες και τις οικογένειές τους, ‘οι περισσότερες’ γυναίκες από κοινωνικοοικονομικά ‘μειονεκτικά’ πλαίσια υφίστανται ενδοοικογενειακή βία επειδή εξαρτώνται οικονομικά από τους συζύγους τους».[7],[8] Στην ίδια έκθεση αναφέρεται επίσης ότι, σύμφωνα με τα δεδομένα του Εθνικού Ινστιτούτου Στατιστικών και του ICF του 2018, το ποσοστό των γυναικών ηλικίας 15–49 ετών που βρίσκονται σε ενεργή σχέση ή σε σχέση υπό διάλυση και οι οποίες έχουν βιώσει ενδοοικογενειακή βία υπό τη μορφή συναισθηματικής, σωματικής ή σεξουαλικής βίας από οποιονδήποτε σύζυγο ή σύντροφο κατά τους τελευταίους 12 μήνες που προηγήθηκαν της έρευνας είναι 33,3 τοις εκατό στις αγροτικές περιοχές και 29,6 τοις εκατό στις αστικές περιοχές.[9] Ειδικά δε για την περιοχή της πρωτεύουσας Yaoundé, το ποσοστό των γυναικών που έχουν βιώσει ενδοοικογενειακή βία από τον τωρινό ή τον πλέον πρόσφατο σύζυγο ή σύντροφό τους ανέρχεται στο 44 τοις εκατό.[10] Σύμφωνα άλλωστε  με πηγές, δεν υπάρχει νόμος του Καμερούν που να απαγορεύει την ενδοοικογενειακή βία και δεν υπάρχουν μέτρα για την προστασία των γυναικών που τη βιώνουν [11], ενώ από άλλες πηγές επιβεβαιώνεται ότι «οι ‘διακρίσεις’ κατά των γυναικών ενσωματώνονται στη νομοθεσία του Καμερούν[12] ή στους ‘εθιμικούς κανόνες’ που εφαρμόζονται ‘γενικά’ από το δικαστικό σύστημα».[13]

 

42.          Αναφορικά δε με τη σεξουαλική κακοποίηση των γυναικών στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, η Έκθεση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του 2022 από το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ (USDOS) σημείωσε ότι «η σεξουαλική παρενόχληση ήταν ευρέως διαδεδομένη» στην χώρα.[14] Η πιο πρόσφατη αναφορά για το Καμερούν με συγκεντρωτικά δεδομένα για την έμφυλη βία που συγκέντρωσαν οι αρχές του Καμερούν, καλύπτει το έτος 2020, και καταγράφει 9.292 περιπτώσεις έμφυλης βίας: 2.443 περιπτώσεις σωματικής βίας, 3.426 περιπτώσεις ψυχολογικής ή συναισθηματικής βίας, 2.009 περιπτώσεις οικονομικής βίας , 856 περιπτώσεις βιασμού, 100 περιπτώσεις τελετουργικών που σχετίζονται με την κατάσταση χηρείας, 57 γάμοι ανηλίκων, 101 περιπτώσεις ακρωτηριασμού γυναικείων γεννητικών οργάνων (FGM) και 100 περιπτώσεις πολιτικής ή θεσμικής βίας.[15] Μια έκθεση σχετικά με την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Καμερούν με συγκεντρωτικά δεδομένα για τη βία με βάση το φύλο (GBV) που συγκέντρωσε το Υπουργείο Δικαιοσύνης του Καμερούν, που καλύπτει το 2021, περιέγραψε ότι από τις 219 περιπτώσεις βιασμού που τέθηκαν ενώπιον των δικαστηρίων, οι 168 κατέληξαν στην καταδίκη των δραστών σε ποινές φυλάκισης.[16] Σύμφωνα με μια έκθεση του 2023 από το Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών για τον Συντονισμό Ανθρωπιστικών Υποθέσεων (UNOCHA), οι γυναίκες είναι τα κύρια θύματα της έμφυλης βίας, συμπεριλαμβανομένου του βιασμού, λόγω της συνδυασμένης επίδρασης των προϋπαρχόντων πολιτιστικών και παραδοσιακών κανόνων και πρακτικών διάκρισης φύλου και κοινωνικοοικονομικής ευπάθειας που προκλήθηκε από την κρίση στα βορειοδυτικά και νοτιοδυτικά».[17],[18]

 

43.          Ολοκληρώνοντας την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας και ως προς τα έγγραφα που προσκόμισε η Αιτήτρια κατά τη διάρκεια των προφορικών της συνεντεύξεων προς επίρρωση των ισχυρισμών της, παρατηρώ ότι αρχικά αυτά συνίστανται σε δύο φωτογραφίες που φέρεται να της έστειλε η κόρη της και απεικονίζει ένα αυτοσχέδιο κρεβάτι, ως απόδειξη των άθλιων συνθηκών υπό τις οποίες ζούνε τα ανήλικα τέκνα της μαζί με τον πατέρα τους (βλ. ερυθ. 55 – 54 Δ.Φ.). Τα εν λόγω έγγραφα αξιολογούνται ως περιορισμένης αποδεικτικής αξίας καθώς δεν προκύπτει ούτε ο αποστολέας των φωτογραφιών αλλά ούτε και εάν αντικατοπτρίζουν τις συνθήκες διαβίωσης των τέκνων της Αιτήτριας, ενώ σε κάθε περίπτωση υποστηρίζουν ένα περιφερειακό σκέλος του υπό εξέταση ισχυρισμού. Σε σχέση δε με το δεύτερο στοιχείο που η Αιτήτρια προσκόμισε, ήτοι αντίγραφα των συνομιλιών της με τον ανιψιό του συντρόφου της και την κόρη της μέσω της πλατφόρμας Whats app (βλ. ερυθ. 53 – 36 Δ.Φ.), κρίνονται επίσης ως περιορισμένης αποδεικτικής αξίας λόγω του όχι μόνο δεν προκύπτει η ταυτότητα των ατόμων που επικοινωνούν αλλά κυρίως το περιεχόμενό τους δε δύναται να ενισχύσει τον πυρήνα του υπό εξέταση ισχυρισμού.

 

44.          Καταληκτικά, αν και διαπιστώνεται ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας βρίσκουν έρεισμα στις διαθέσιμες πληροφορίες σε σχέση με τον αναγκαστικό γάμο, την έμφυλη, ενδοοικογενειακή και σεξουαλική βία κατά των γυναικών στη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει ότι η ίδια έπεσε θύμα έμφυλης/ ενδοοικογενειακής και κυρίως σεξουαλικής βίας από το σύντροφό της, ή από άγνωστους προς την ίδια άτομα. Ως εκ τούτου, ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίπτεται ως μη αξιόπιστος στο σύνολό του.

 

Αξιολόγηση Κινδύνου

 

45.          Προχωρώντας στην ανάλυση του κινδύνου που η Αιτήτρια διατρέχει σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα της, σημειώνεται αρχικά η αδυναμία της Αιτήτριας να προσδιορίζει το φόβο της αφού σε σχετικώς υποβληθείσα ερώτηση απάντησε ότι ούτε η ίδια γνωρίζει τι μπορεί να της συμβεί (βλ. ερυθ. 59 14 Χ Δ.Φ.). Σε σχέση δε με τις δηλώσεις που προωθεί η συνήγορός της δια της γραπτής της αγόρευσης, δια της οποίας υποστηρίζει ότι σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν, η Αιτήτρια θα κινδυνεύσει από το σύντροφό της, ο εν λόγω φόβος της Αιτήτριας κρίνεται από το Δικαστήριο ως αβάσιμος και μη δικαιολογημένος αφού ο σχετικώς συνδεόμενος ισχυρισμός απορρίφθηκε από το παρόν Δικαστήριο ως μη αξιόπιστος.

 

46.          Σε σχέση δε με τους ισχυρισμούς που προωθεί η συνήγορος της Αιτήτριας κατά την ενώπιον μου διαδικασία περί του ότι η Αιτήτρια έπεσε κατ’ επανάληψη θύμα βιασμού από το σύντροφό της και από άγνωστα άτομα στη χώρα καταγωγής της και το Μάλι, καθώς και ότι η Αιτήτρια να συνιστά ενδεχομένως θύμα εμπορίας προσώπων λόγων των συνθηκών που αντιμετώπισε στο Λίβανο, γεγονότα που την καθιστούν αμφότερα ευάλωτη, παρατηρώ ότι δια της γραπτής της αγόρευσης η συνήγορος της Αιτήτριας αναφέρεται αποκλειστικά σε κίνδυνο τον οποίο η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει από το σύζυγό της σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, οι δε δηλώσεις τις περί ευαλωτότητας της αιτήτριας κρίνονται, στη βάση των απορριφθέντων ισχυρισμών, αβάσιμες καθώς, όπως διαπιστώθηκε ανωτέρω, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές καθώς είναι εξαιρετικά γενικές και αόριστες οι αναφορές της τόσο ως προς  τους φορείς δίωξης όσο και ως προς τις περιστάσεις που αυτές φέρονται να έλαβαν χώρα. η δε σύνδεσή τους με το σύντροφο της Αιτήτριας δεν στοιχειοθετήθηκε εκ μέρους. Τουναντίον, δε φαίνεται με οποιοδήποτε τρόπο ο σύντροφος της να ανέπτυξε κακοποιητική συμπεριφορά εκτός της οικίας τους.

 

47.          Περαιτέρω, σύμφωνα με τις δηλώσεις της αιτήτριας, ο σύντροφός της ουδέποτε  την αναζήτησε εκτός της οικίας τους ενώ η ίδια  σύμφωνα με τις δικές της δηλώσεις φαίνεται να διέμενε εκτός της οικίας της για μεγάλα χρονικά διαστήματα χωρίς να προκύπτει  κάποια ένδειξη ότι την αναζητούσε ο σύντροφός της, πόσο μάλλον να την εξεδίωκε. Η δε επιστροφή της στην οικία του συντρόφου της γινόταν, σύμφωνα με τη δική της αφήγηση, μετά από αίτημα των παιδιών της και όχι  συνεπεία εξαναγκασμού του συντρόφου της, αφού και η ίδια δήλωσε ότι ουδέποτε εξαναγκάστηκε να παραμείνει στην οικία του συντρόφου της από εκείνον (βλ. ερυθρό 60 11Χ Δ.Φ.), ενώ κατά την περίοδο 2016 μέχρι 2019 διέμεινε επίσης,  στην οικία του ανιψιού της, την οικία των γονέων της, την οικία ενός φίλου της, στη δε Yaoundé διέμεινε στην οικία του θείου της (βλ. ερυθρό 61 4Χ Δ.Φ.).

 

48.          Σε κάθε περίπτωση, το Δικαστήριο κρίνει ακόμα και αν οι δηλώσεις της αιτήτριας είχαν στοιχειοθετηθεί στο σύνολό τους, ότι τα όσα η Αιτήτρια βίωσε στο Μάλι και το Λίβανο δεν εξηγείται από την ίδια με τρόπο ειδικό και συγκεκριμένο πώς θα μπορούσαν να επηρεάσουν την επιστροφή της στη χώρα καταγωγής ούτε γενικότερα το αίτημά της για διεθνή προστασία.

 

34.          Ως εκ τούτου, ο φόβος της Αιτήτριας κρίνεται αβάσιμος και μη δικαιολογημένος στο σύνολό του.

 

Νομική Ανάλυση

 

35.          Με βάση τα ανωτέρω, έχοντας ενώπιόν μου τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, καθώς και την ίδια την επίδικη απόφαση καταλήγω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή της Αιτήτριας στο καθεστώς του πρόσφυγα καθώς δεν τεκμηριώθηκε η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης για τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Η δε θέση της συνηγόρου της περί του ότι η Αιτήτρια θα πρέπει να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας λόγω της συμμετοχής της στην ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα των γυναικών που έχουν υποστεί ενδοοικογενειακή βία απορρίπτεται, αφού η Αιτήτρια δεν κατάφερε να παρουσιάσει στοιχεία εκ των οποίων θα μπορούσε να πιθανολογηθεί ευλόγως ότι σε περίπτωση επιστροφής της στην Douala, η Αιτήτρια θα αντιμετώπιζε οιοδήποτε κίνδυνοι και/ή προσωπική απειλή, αφού δεν κατόρθωσε να στοιχειοθετήσει τους ισχυρισμούς της περί παρελθούσας δίωξης.

 

36.          Το Δικαστήριο κρίνει ότι ελλείψει οιασδήποτε παρελθούσας δίωξης και μελλοντικού κινδύνου να κινδυνεύσει με σοβαρή βλάβη, δεν τεκμηριώνεται η υπαγωγή της Αιτήτριας στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς η Αιτήτρια δεν τεκμηριώνει, αλλά και από τα ενώπιόν μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς της, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

 

37.          Ειδικότερα, από τα ενώπιόν μου στοιχεία και την αξιολόγηση κινδύνου του παρόντος Δικαστηρίου, δεν ανακύπτουν στοιχεία εκ των οποίων θα μπορούσε να προκύψει ότι σε περίπτωση επιστροφής της στην Douala του Καμερούν, η Αιτήτρια ενδέχεται να αντιμετωπίσει θανατική καταδίκη ή εκτέλεση σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 (2) (α) του περί Προσφύγων Νόμου. 

 

38.          Ελλείψει παρελθούσας δίωξης και μελλοντικού κινδύνου, το Δικαστήριο απορρίπτει τον ισχυρισμό της συνηγόρου της Αιτήτριας περί του ότι σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν, η Αιτήτρια θα κινδυνεύσει με βασανιστήρια, απάνθρωπη ή εξευτελιστικής μεταχείριση ή τιμωρία  καθώς δεν προκύπτουν στοιχεία που να συνηγορούν υπερ αυτού. Σημειώνεται άλλωστε ότι ούτε η συνήγορος της Αιτήτριας δεν επεξηγεί στη γραπτή της αγόρευση ποιος ακριβώς είναι ο επαπειλούμενος κίνδυνος αντίστοιχης μεταχείρισης που κινδυνεύει να αντιμετωπίσει η Αιτήτρια σε περίπτωση επιστροφής τη στο Καμερούν. Καταληκτικά, το Δικαστήριο κρίνει ότι δε συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής της Αιτήτριας στις πρόνοιες του άρθρου 19 (2) (β) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

39.          Σε σχέση δε με το άρθρο 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν κατά την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι λαμβάνονται υπόψη «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

 

40.          Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

41.          Όπως άλλωστε διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.» (απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009) Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».

 

42.          Εν προκειμένω, ως προς την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, το Δικαστήριο προχώρησε σε επικαιροποιημένη έρευνα και ανέτρεξε σε πρόσφατες και έγκυρες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές αναφορικά με τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στο Καμερούν, και ειδικότερα με την τρέχουσα κατάσταση στην πόλη Douala, της περιφέρειας Littoral, ήτοι τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας και περιοχή που ευλόγως αναμένεται να επιστρέψει λόγω και της παρουσίας του οικογενειακού και υποστηρικτικού δικτύου που εκεί διαθέτει.

 

43.          Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης παρατηρείται ότι το Καμερούν εμπλέκεται σε μη διεθνή ένοπλη σύρραξη με την Boko Haram στο Βορρά  (περιοχή FarNorth)[19] ενώ στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές (Northwest και Southwest) αναφέρεται ότι αριθμός αγγλόφωνων αποσχιστικών ομάδων μάχεται έναντι της κυβέρνησης για την ανεξαρτησία των περιοχών. Ωστόσο, η βία δεν ισοδυναμεί με διεθνή ένοπλή σύρραξη[20]. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με έκθεση του Παρατηρητηρίου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (Human Rights Watch) που αναφέρεται σε περιστατικά που έλαβαν χώρα το 2023, η βία στις δύο αγγλόφωνες περιοχές, τη Βορειοδυτική και Νοτιοδυτική περιφέρεια, συνεχίστηκε για έκτο έτος[21]. Περαιτέρω, πρόσφατη έρευνα της ACCORD που ετοιμάστηκε ως απάντηση σε ερώτημα αναφορικά με την αγγλόφωνη κρίση και δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 2024, αναφέρει ότι κατά την περίοδο αναφοράς (2021-2023), η βίαιη σύγκρουση μεταξύ των δυνάμεων ασφαλείας και άμυνας και των ενόπλων αυτονομιστικών ομάδων συνέχισε να μαίνεται στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές του Καμερούν. Η κατάσταση ασφαλείας στις αγγλόφωνες περιοχές αναφέρεται ότι επιδεινώθηκε, με την εξέγερση να γίνεται πιο δομημένη και την κρίση πιο περίπλοκη[22].

 

44.          Σε σχέση με την επαρχία Littoral ωστόσο, πρωτεύουσα της οποίας αποτελεί η πόλη Douala, επικαιροποιημένες πληροφορίες αναφέρουν ότι η βία που σχετίζεται με τους αυτονομιστές δεν είναι συχνή στη συγκεκριμένη περιοχή[23]. Ειδικότερα, σε σχέση με την πόλη Douala, πρόσφατες πληροφορίες επιβεβαιώνουν την καταγραφή περιστατικών ασφαλείας, καθώς το Μάιο του 2023 οι αρχές στο Καμερούν ανακοίνωσαν ότι αγγλόφωνοι αντάρτες επιτέθηκαν σε στρατιωτικές θέσεις κοντά στο λιμάνι της πόλης Douala σκοτώνοντας αρκετούς ανθρώπους. Ωστόσο, επισημαίνεται ότι η συγκεκριμένη επίθεση είναι η πλησιέστερη που έχει σημειωθεί στην πόλη Douala λόγω της σύγκρουσης των αυτονομιστών από τότε που ξέσπασαν οι μάχες το 2017[24]. Η ίδια πηγή επιβεβαιώνει ότι αυτή είναι η πρώτη φορά που οι αντάρτες επιτίθενται τόσο κοντά στη πόλη Douala, ένα λιμάνι περίπου τεσσάρων εκατομμυρίων ανθρώπων που προμηθεύει το 80% των εισαγόμενων αγαθών για την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία και το Τσαντ που δεν έχουν πρόσβαση στη θάλασσα[25].

 

45.          Ως προς την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στην περιφέρεια Littoral (Littoral Region), στην οποία βρίσκεται η πόλη Douala, τόπος συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, τη χρονική περίοδο 29/07/2023 - 26/07/2024, καταγράφηκαν 13 περιστατικά ασφαλείας τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 3 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές. Από αυτά, 11 καταγράφηκαν ως περιστατικά ταραχών/εξεγέρσεων  (2 απώλειες), 2 ως περιστατικά βίας κατά των αμάχων (0 απώλειες) και 1 ως περιστατικό το οποίο χαρακτηρίστηκε ως μάχη (1 απώλεια)[26].  Δεδομένου λοιπόν ότι ο πληθυσμός της πόλης Douala ανέρχεται σήμερα στους 4.203.000 κατοίκους[27]  και από το σύνολο των ανωτέρω στοιχείων προκύπτει ότι στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, ήτοι της πόλης Douala, δεν επικρατεί αδιακρίτως ασκούμενη βία, ο βαθμός της οποίας να είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμηθεί ότι η Αιτήτρια, ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί ότι θα επιστρέψει στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας της και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94 Elgafaji, σκέψη 43].\

 

46.          Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κρίνει καταληκτικά ότι δε συντρέχουν ούτε οι προϋποθέσεις υπαγωγής της Αιτήτριας σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, υπό τις πρόνοιες του άρθρου 19 (2) (α), (β) και (γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

47.          Ως προς τον ισχυρισμό, τέλος, της συνηγόρου της Αιτήτριας περί του ότι η η απόφαση επιστροφής της χώρα καταγωγής της παραβιάζει το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ και συγκεκριμένα την αρχή της μη επαναπροώθησης, το Δικαστήριο, καταλήγει στα ακόλουθα. Όπως έχει επισημάνει το παρόν Δικαστήριο σε πρόσφατη απόφασή του του η απορριπτική απόφασης αιτήσεως ασύλου και η απόφαση επιστροφής τελούν σε σχέση συναφών πράξεων (Βλ. Απόφαση στην Υπόθεση αρ. 434/21, D.Nv. Δημοκρατίας, ημερ. 10.6.2024, παρ. 98 επόμενες και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ειδικότερα, ως προς τη σχέση της απορριπτικής του καθεστώτος διεθνούς προστασίας και της απόφασης επιστροφής εκδοθείσες δυνάμει του άρθρου 18(7Β) του περί Προσφύγων Νόμου, τονίζεται ότι αυτές συνιστούν συναφείς αλλά διακριτές από απόψεως προϋποθέσεων έκδοσης πράξεις. Το άρθρο 18(7Β)(α1) θέτει ως προϋπόθεση της έκδοσης απόφασης επιστροφής εκ μέρους του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου στο πλαίσιο των ανωτέρω διατάξεων την απορριπτική απόφαση επί καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Καθόσον η απορριπτική επί καθεστώτος διεθνούς προστασίας απόφαση συνιστά προϋπόθεση της έκδοσης απόφασης επιστροφής, οι προσβαλλόμενες συνιστούν συναφείς πράξεις. Μολονότι η απόφαση επιστροφής είναι δυνατό να εκδοθεί ταυτόχρονα με την απόφαση για την απόρριψη αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή να ακολουθήσει αμέσως την απόφαση αυτήν, πρόκειται, εντούτοις, για δύο διακριτές αποφάσεις, οποιαδήποτε δε απόφαση επιστροφής πρέπει να τηρεί τις διαδικαστικές εγγυήσεις του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου και ιδίως της αντίστοιχες εθνικές εναρμονιστικές διατάξεις με την Οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (στο εξής: η Οδηγία 2008/115/ΕΚ) (Βλ. αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Abdida (C-562/13, EU:C:2014:2453, σκέψεις 45 και 46), της 19ης Ιουνίου 2018, Gnandi (C-181/16, EU:C:2018:465, σκέψεις 52 και 53), και της 30ής Σεπτεμβρίου 2020, CPAS de Liège (C-233/19, EU:C:2020:757, σκέψη 45).

 

48.          Περαιτέρω, όπως επισημαίνεται ανωτέρω, η απόφαση επιστροφής αποτελεί διακριτή απόφαση, η οποία υπόκεινται σε διαφορετικούς προϋποθέσεις. Θεμελιώδης προϋπόθεση έκδοσης απόφασης επιστροφής είναι η τήρηση της αρχής της μη επαναπροώθησης όπως προβλέπεται στο άρθρο 18ΟΖ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεων Νόμου σε συνάρτηση με τα άρθρα 18ΟΗ και 18ΟΘ του ιδίου νόμου. Η υποχρέωση τήρησης της αρχής της μη επαναπροώθησης, ως αρχής που οφείλει να καθορίζει τις πράξεις των αρχών της Δημοκρατία, απορρέει και από κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος όπως όπως ο Χάρτης, η ΕΣΔΑ και η Σύμβαση της Γενεύης (Βλ. Νομικό πλαίσιο ανωτέρω).\

 

49.          Η αρχή της μη επαναπροώθησης αναφέρεται στην υποχρέωση των κρατών μελών και κατ' επέκταση της Δημοκρατίας να μην απελαύνουν ή  επαναπροωθούν με οποιονδήποτε τρόπο άτομα σε περιοχές εκτός της επικράτειάς τους ή  σε οποιονδήποτε τόπο, όπου τα άτομα αυτά ενδέχεται να αντιμετωπίσουν διώξεις, τη θανατική ποινή, βασανιστήρια ή  άλλη απάνθρωπη ή  εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία.

 

50.          Από τη πλευρά του ενωσιακού και του διεθνούς δικαίου πρέπει να επισημανθεί ότι η αρχή της μη επαναπροώθησης  κατοχυρώνεται ως θεμελιώδες δικαίωμα βάσει του άρθρου 18 και του άρθρου 19, παράγραφος 2, του Χάρτη (απόφαση της 24ης Ιουνίου 2015, HT., C‑373/13, EU:C:2015:413, σκέψη 65), διακηρύσσεται δε εκ νέου, μεταξύ άλλων, στην αιτιολογική σκέψη 3 Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθώς και στην αιτιολογική σκέψη 8 και το άρθρο 5 της οδηγίας 2008/115/EK. Το άρθρο 18 του Χάρτη προβλέπει άλλωστε, όπως και το άρθρο 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, την τήρηση των κανόνων της Συμβάσεως της Γενεύης (βλ., σχετικώς, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, NS. κ.λπ., C‑411/10 και C‑493/10, EU:C:2011:865, σκέψη 75).

 

51.          Παρόλα αυτά, στην παρούσα υπόθεση δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων θα μπορούσε να εκτιμηθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, η αιτήτρια θα αντιμετωπίσει οιαδήποτε μορφής δίωξη, θανατική ποινή, βασανιστήρια ή  άλλη απάνθρωπη ή  εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία και ως εκ τούτου ο ισχυρισμός της συνηγόρου της αιτήτριας περί του ότι η απόφαση επιστροφής της Αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της παραβιάζει το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ και την αρχή της μη επαναπροώθησης απορρίπτεται ως αβάσιμη. Οι οποιεσδήποτε δε αιτιάσεις αφορούσαν σε κατ’ ισχυρισμό κίνδυνο τον οποίο διατρέχει η Αιτήτρια με την επιστροφή της στη χώρα καταγωγής της εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν κατά την αξιολόγηση της αίτησής της για διεθνή προστασίας. Η Αιτήτρια δεν προβάλλει οποιοδήποτε ισχυρισμό που να συναρτάται με την εν λόγω αρχή και ο οποίος να εκφεύγει της περίμετρο του ήδη διενεργηθέντος ελέγχου στο πλαίσιο της εξέτασης της αίτησής της για διεθνή προστασία.

 

52.          Ενόψει της πιο πάνω ανάλυσης και των ανωτέρω διαπιστώσεων, η εξέταση των ισχυρισμών της Αιτήτριας περί ελλιπούς έρευνας και αιτιολογίας καθίσταται αλυσιτελής, ιδίως δεδομένης της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και της έκτασης του ελέγχου που ασκεί στην επίδικη πράξη.

 

 

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση τροποποιείται ως ανωτέρω, με €1000 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 

 

 

 

 

 



[1] USDOS – US Department of State: 2020 Country Reports on Human Rights Practices: Cameroon, 30 March 2021, σελ.38, https://www.ecoi.net/en/document/2048145.html,  (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 05/08/2024)

[2] UN OCHA – UN Office for the Coordination of Humanitarian Affairs: Cameroon Humanitarian Bulletin Issue N°38 | November 2022 - Cameroon, 17 January 2023 www.reliefweb.int/attachments/06083f2e-8c0d-4c44-9e75 854c973632a9/cameroon_humanitarian_bulletin_november_2022_final%20%281%29.pdf, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 05/08/2024)

[3] The Voice of Africa, Cameroon Single Mothers Protest Forced, Early Marriages, 09/07/2020, www.voanews.com/a/africa_cameroon-single-mothers-protest-forced-early-marriages/6192513.html , (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 05/08/2024)

[4] RDC – Refugee Documentation Centre, Legal Aid Board: Cameroon - Information on forced marriage in Cameroon – prevalence etc., 10 October 2016 https://www.ecoi.net/en/file/local/1421060/4792_1515403450_142649.p,) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 05/08/2024)

[5] Bertelsmann Stiftung, Bertelsmann Stiftung's Transformation Index (BTI) 2022, ‘Country Report: Cameroon’, σελ. 14, www.bti-project.org/fileadmin/api/content/en/downloads/reports/country_report_2022_CMR.pdf ; Freedom House, ‘Freedom in the World 2022: Cameroon’, Ερώτημα G3, www.freedomhouse.org/country/cameroon/freedom-world/2022  (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 05/08/2024)

[6] Human Rights Watch (HRW), ‘World Report 2022: Events of 2021: Cameroon’, www.hrw.org/world-report/2022/country-chapters/cameroon#827df3 , (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 05/08/2024)

[7] Rural Women Center for Education and Development Cameroon (RuWCED), Αλληλογραφία με το Τμήμα Έρευνας της Καναδικής Υπηρεσίας Μετανάστευσης και Ασύλου, 25 Απριλίου 2022), (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 05/08/2024)

[8] Immigration and Refugee Board of Canada, Responses to Information Requests, ‘Cameroon: Domestic violence, including legislation; support services available to victims, including mental health services; the impact of COVID19; state protection (2020–April 2022)’, CMR201035.FE, 1 Ιουνίου 2022, www.irb-cisr.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=458626&pls=1, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 05/08/2024)

 

[9] National Institute of Statistics (NIS), Cameroon and ICF, ‘Enquête démographique et de santé 2018’, Φεβρουάριος 2020, σελ. 412, www.dhsprogram.com/pubs/pdf/FR360/FR360.pdf,  (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 05/08/2024)

[10] Ό.π., σελ. 414

[11] Baker McKenzie, ‘Fighting Domestic Violence: Pro Bono Initiative: Africa’ (ό.π.), σ. 3 ; United States Department of State (USDOS), ‘2021 Country Reports on Human Rights Practices: Cameroon’, σ. 42, www.state.gov/wp-content/uploads/2022/03/313615_CAMEROON-2021-HUMAN-RIGHTS-REPORT.pdf; Human Rights Watch (HRW), ‘World Report 2022: Events of 2021: Cameroonwww.hrw.org/world-report/2022/country-chapters/cameroon#827df3 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 05/08/2024)

[12] Human Rights Watch (HRW), ‘World Report 2022: Events of 2021: Cameroon’ www.hrw.org/world-report/2022/country-chapters/cameroon#827df3 , (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 05/08/2024)

[13] Baker McKenzie, ‘Fighting Domestic Violence: Pro Bono Initiative: Africa’, 2021, σσ. 1 - 2, www.resourcehub.bakermckenzie.com/en/resources/fighting-domestic-violence/africa/cameroon, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 05/08/2024)

 

[14] USDOS, Cameroon 2022 Human Rights Report, 21 March 2023, https://www.state.gov/wp-content/uploads/2023/02/415610_CAMEROON-2022-HUMAN-RIGHTS-REPORT.pdf, p. 37 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 05/08/2024)

[15] Cameroon, Ministry of Justice, Rapport du Ministère de la Justice sur l’état des droits de l’homme au Cameroun en 2020, February 2022, http://www.minjustice.gov.cm/components/com_flexicontent/uploads/rapport_minjustice_2020_fr.pdf , p. 290 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 05/08/2024)

[16] Cameroon, Ministry of Justice, Rapport du Ministère de la Justice sur l’état des droits de l’homme au Cameroun en 2021 [Ministry of Justice report on the state of human rights in Cameroon in 2021], February 2023, http://www.minjustice.gov.cm/components/com_flexicontent/uploads/rapport_minjustice_2021_fr.pdf, p. 339 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 05/08/2024)

[17] UNOCHA, Cameroon Humanitarian Needs Overview 2023, 11 May 2023, https://reliefweb.int/attachments/fb6e7f31-3931-463a-b9d6-5d243e9f3071/CMR_HNO_2023_v7_20230405.pdf , pp. 30-31 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 16/07/2024)

[18] EUAA – European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO) (Author): Cameroon; Women victims of rape: legal framework and treatment by society [Q2-2024], 11 January 2024 https://www.ecoi.net/en/file/local/2103238/2024_01_EUAA_COI_Query_Response_Q2_Cameroon_Women_Victims_of_Rape.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 16/07/2024)

[19] RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), Ακαδημία Γενεύης,  https://www.rulac.org/browse/countries/cameroon,  [Ημερομηνία Πρόσβασης: 05/08/2024]

[20] Ibid.

[21] Human Rights Watch, Cameroon: Events of 2023, www.hrw.org/world-report/2024/country-chapters/cameroon [Ημερομηνία Πρόσβασης: 05/08/2024]

[22] ACCORD (Austrian Centre for Country of Origin and Asylum Research and Documentation), Cameroon: The Cameroon Anglophone Crisis (2021 - 2023), 8 January 2024, σελ. www.ecoi.net/en/file/local/2102908/a-12289.pdf, [Ημερομηνία Πρόσβασης: 05/08/2024]

[23] Crisis24, Cameroon: Suspected separatists attack security post in Matouke, Littoral Region, May 2023, διαθέσιμο σε www.crisis24.garda.com/alerts/2023/05/cameroon-suspected-separatists-attack-security-post-in-matouke-littoral-region-may-1, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 05/08/2024)

[24] Voa News, Cameroon Separatists Stage Attack Near French-Speaking City of Douala, May 2023, διαθέσιμο σε www.voanews.com/a/cameroon-separatists-stage-attack-near-french-speaking-city-of-douala/7075202.html, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 05/08/2024)

[25] Όππ.

[26] Προσαρμοσμένη έρευνα στη βάση δεδομένων ACCLED, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 05/08/2024)

[27] Douala Population, 2024, διαθέσιμο σε www.macrotrends.net/global-metrics/cities/20362/douala/population#google_vignette, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 05/08/2024).

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο