ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 7164/21

6 Αυγούστου 2024

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

J.C.Y.N.

Αιτήτριας,

και

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η αίτηση

Τζ. Μπετίτο (κ.) για Πιερίδης & Πιερίδης, για την Αιτήτρια

Ρ. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η Αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή αιτείται την έκδοση απόφασης από το παρόν Δικαστήριο με την οποία να κηρύσσεται άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερούμενη κάθε έννομου αποτελέσματος η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση, ημερομηνίας 4.9.2021, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της για διεθνή προστασία, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2020 (στο εξής: ο περί Προσφύγων Νόμος).

Γεγονότα

1.             Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Η Αιτήτρια κατάγεται από τη Δημοκρατία του Καμερούν. Εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές και περί τις 8.10.2018, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Στις 21.7.2021, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας από λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (European Asylum Support OfficeEASO) και πλέον Οργανισμός Ασύλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (European Union Agency for AsylumEUAA) Στις 26.8.2021, η εν λόγω λειτουργός υπέβαλε Εισηγητική Έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: Προϊστάμενος) για απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας. Η Εισήγηση εγκρίθηκε από τον λειτουργό που ήταν εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου, περιλαμβανομένης της έκδοσης αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας, στις 4.9.2021. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 11.10.2021, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

Νομικοί Ισχυρισμοί

2.             Η Αιτήτρια επικαλείται, πρώτον, παράβαση της ορθής και/ή νόμιμης διαδικασίας και λήψη απόφασης κατά παραβίαση του άρθρου 13 του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς δεν αφιερώθηκε ο απαραίτητος χρόνος επεξεργασίας των δεδομένων και η διαδικασία που ακολουθήθηκε για την λήψη της απόφασης ήταν αυτοματοποιημένη. Προωθεί επιπλέον την αναρμοδιότητα του αποφασίζοντος οργάνου κατά παράβαση του άρθρου 13(1) του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς επίσης και ότι το άτομο που διενήργησε τη συνέντευξη δεν ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένο. Περαιτέρω, η Αιτήτρια επικαλείται έλλειψη δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου λειτουργού καθώς, ως ισχυρίζεται, ήταν ανεπαρκής και δυσανάλογος ο χρόνος σε σχέση με τη διάρκεια της συνέντευξης για δέουσα έρευνα και ορθή αξιολόγηση, αλλά και για ετοιμασία της εισηγητικής έκθεσης. Υποβάλλει επιπλέον, ότι κατά παράβαση του άρθρου 13Α του περί Προσφύγων Νόμου τη συνέντευξη πραγματοποίησε λειτουργός του EUAA, του οποίου τα προσόντα αμφισβητεί και επιπλέον, αμφισβητεί τα προσόντα του διερμηνέα. Ισχυρίζεται επίσης ότι ο εν λόγω λειτουργός παραγνώρισε και/ή παρερμήνευσε και/ή δεν αντιλήφθηκε τα όσα η Αιτήτρια ανέφερε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της. Τρίτον, η Αιτήτρια επικαλείται ότι δεν εξετάστηκε κατά πόσο πληροί τις προϋποθέσεις για καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, ισχυριζόμενη ότι δεν έτυχε εξειδίκευσης το θέμα αυτό, αλλά καταληκτικά και συμπερασματικά χωρίς αιτιολογία αναφέρεται ότι η Αιτήτρια δεν δικαιούται και ούτε απέδειξε ότι δικαιούται τέτοιας μεταχείρισης. Τέλος, η Αιτήτρια επικαλείται ότι οι αρχές που διέπουν τις διαδικασίες ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου δεν έχουν τηρηθεί, ισχυριζόμενη ότι το αιτιολογικό της απόρριψης είναι γραμμένο στα Αγγλικά, γλώσσα που δεν είναι αντιληπτή στην Αιτήτρια. Επίσης, δεν της δόθηκε η ευκαιρία να διατυπώσει τυχόν παρατηρήσεις ή/και να δώσει διευκρινίσεις στο τέλος της προσωπικής της συνέντευξης και προτού λάβει απόφαση ο Προϊστάμενος επί της αιτήσεως της, κατά παράβαση του άρθρου 18(2Α) του περί Προσφύγων Νόμου.

3.             Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση υπεραμύνονται της επίδικης πράξης και υποβάλλουν ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να ανατρέψει το βάρος απόδειξης των λόγων προσφυγής ούτε και ότι δύναται να υπαχθεί σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Υποβάλλουν επιπλέον, ότι πρόκειται περί αναξιόπιστης μετανάστριας με ανεπαρκείς ισχυρισμούς ώστε να μπορεί να της αναγνωριστεί οποιοδήποτε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Ως προς τον πρώτο λόγο προσφυγής για κατ' ισχυρισμό λήψη απόφασης κατά παράβαση της ορθής και/ή νόμιμης διαδικασίας και παραβίαση του άρθρου 13 του περί Προσφύγων Νόμου, οι Καθ' ων η αίτηση αναφέρουν ότι δεν υπάρχει θεσμοθετημένος ελάχιστος χρόνος διάρκειας για τη συνέντευξη. Επισημαίνουν εξάλλου ότι υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, ο χρόνος που διήρκησε η συνέντευξη ήταν αρκετός για να υποστηρίξει η Αιτήτρια το αίτημά της. Περαιτέρω, υποβάλλουν ότι κατά τη συνέντευξη έγιναν διερευνητικές και διευκρινιστικές ερωτήσεις στην Αιτήτρια που αφορούσαν άμεσα το αίτημά της, και ότι  συγκεντρώθηκαν όλα τα στοιχεία και οι πληροφορίες που αφορούσαν στο πρόσωπό της, οι οποίες αξιολογήθηκαν προσεκτικά και με λεπτομέρεια. Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι δεν υπάρχει απόφαση του Προϊσταμένου, οι Καθ' ων η αίτηση παραπέμποντας στο Παράρτημα 4 της Ένστασης και στις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου που επιτρέπουν την εκχώρηση των εξουσιών του Προϊσταμένου τον απορρίπτουν ως νόμω και ουσία αβάσιμο και αναφέρουν η απόφαση εγκρίθηκε από δεόντως εξουσιοδοτημένο λειτουργό. Απορρίπτουν επιπλέον τον ισχυρισμό περί μη δέουσας έρευνας, υποβάλλοντας ότι οι Καθ' ων η αίτηση επεκτάθηκαν σε όλα τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και στις πρόνοιες της κείμενης νομοθεσίας αναφορικά με το κατά πόσο η Αιτήτρια ενέπιπτε στις προϋποθέσεις για παραχώρηση σε αυτήν καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Επίσης, απορρίπτουν και τον ισχυρισμό περί ακαταλληλότητας του λειτουργού της EUAA και του διερμηνέα, εφόσον στην περίπτωση αυτή, δεν έχει ανατραπεί το τεκμήριο της κανονικότητας. Περαιτέρω, οι Καθ' ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι στην προκειμένη περίπτωση η ευρωπαϊκή και εθνική νομοθεσία όπως και το σχετικό επιχειρησιακό σχέδιο μεταξύ της EUAA και της Δημοκρατίας, βρίσκονταν σε ισχύ και επέτρεπαν τη διενέργεια συνεντεύξεων από λειτουργό του EUAA. Τέλος, αναφορικά με το λόγο προσφυγής που επικαλείται η Αιτήτρια για κατ' ισχυρισμό παράλειψη εξέτασης από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου του κατά πόσο η Αιτήτρια εμπίπτει στις πρόνοιες του νόμου για συμπληρωματική προστασία, οι Καθ' ων η αίτηση τον απορρίπτουν ως ανυπόστατο παραπέμποντας στα Παραρτήματα 4 και 5 της Ενστάσεως τους, όπου, όπως αναφέρουν, υπάρχει σαφής αναφορά και αιτιολόγηση για ποιο λόγο δεν παραχωρήθηκε ούτε η συμπληρωματική προστασία στην Αιτήτρια. Καταλήγοντας, σε σχέση δε με τον ισχυρισμό περί παράβασης του δικαιώματος ακρόασης και/ή μη κοινοποίησης της απόφασης σε γλώσσα κατανοητή από την Αιτήτρια, οι Καθ' ων η αίτηση τον απορρίπτουν ως ανυπόστατο και αβάσιμο, παραπέμποντας στο  Παράρτημα 5 της Ένστασης, στο οποίο διαφαίνεται ότι η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν γραμμένη στην αγγλική γλώσσα και αυτή μεταφράστηκε και/ή της επεξηγήθηκε στη μητρική της γλώσσα.

4.             Η Αιτήτρια υποβάλλει εξάλλου ότι υπάρχει παραβίαση του άρθρου 15 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2022, επικαλούμενη ότι παρόλο που ο εξεταστής είχε σοβαρές ενδείξεις με βάση τα όσα ανέφερε η Αιτήτρια, εντούτοις δεν την παρέπεμψε για ιατρική και ψυχολογική εξέταση και προχώρησε με τη διενέργεια της συνέντευξης. Αναφέρει επίσης, ότι από μόνη της η Αιτήτρια πήγε για ψυχιατρική/ψυχολογική εξέταση και προσκόμισε μετά τη συνέντευξη της, σχετική έκθεση από κλινική ψυχολόγο. Ισχυρίζεται δε, ότι ακολούθησε ψυχολογική θεραπεία / συνεδρίες για ένα έτος πριν από τη συνέντευξη της, ενώ με βάση την εν λόγω έκθεση, η ίδια πάσχει από τη διαταραχή PTSD (Post Traumatic Stress Disorder) και από κατάθλιψη. Επίσης, υποβάλλει ότι αναγνωρίζεται ως θύμα βασανιστηρίων βάσει της ιατρικής της εικόνας αλλά και των όσων η ίδια ανέφερε. Επιπλέον, η Αιτήτρια αναφέρει ότι παρακολουθείται από ιατρό της Διεύθυνσης Ψυχιατρικής Υγείας του ΟΚΥπΥ. Περαιτέρω, υποστηρίζει ότι σε κανένα στάδιο της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης της δεν ρωτήθηκε σχετικά με το κατά πόσο μπορούσε να παρακολουθήσει τη διαδικασία και συγκεκριμένα τη συνέντευξη, και ότι αναφέρει στην αρχική της αίτηση ότι είναι θύμα βασανιστηρίων και στη συνέντευξη ότι τυγχάνει ιατροφαρμακευτικής αγωγής. Ισχυρίζεται δε ότι βάσει τούτων, θα έπρεπε να αναγνωριστεί ως ευάλωτο πρόσωπο και ότι στην περίπτωση αυτή τυγχάνουν εφαρμογής τα άρθρα 9ΚΓ, 9ΚΔ και 15 του περί Προσφύγων Νόμου. Τέλος, η Αιτήτρια υποβάλλει ότι η περίπτωση της εμπίπτει στις προϋποθέσεις παροχής καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας με βάση το άρθρο 19, εδάφια (1) και (2)(β), του περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον ο ισχυρισμός σχετικά με απειλές από τον κουνιάδο της έγινε αποδεκτός και εφόσον ανήκει σε ευάλωτη ομάδα λόγω των βάναυσων περιστατικών που βίωσε, ως ισχυρίζεται. Επίσης, ισχυρίζεται ότι χρειάζεται συνεχή ψυχική υποστήριξη η οποία είναι δύσκολο να της παρασχεθεί στη χώρα καταγωγής της.

Το νομικό πλαίσιο

5.             Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2023 έχει ως ακολούθως (η υπογράμμιση είναι δική μου):

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής τηρουμένων των αναλογιών σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις/προσθήκες που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ’ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.»

6.             Ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 προβλέπει τα εξής:

«Έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον.»

7.             Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023 (στο εξής: ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

8.             Στο ερμηνευτικό άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου, ο όρος «Προϊστάμενος» ορίζεται ως ακολούθως (η υπογράμμιση είναι δική μου):

«"Προϊστάμενος" σημαίνει αρμόδιο λειτουργό ο οποίος προΐσταται της Υπηρεσίας Ασύλου και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου·»

9.             Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει την έννοια του όρου πρόσφυγας και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτό το καθεστώς.

10.          Το άρθρο 9ΚΔ του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:

«Αξιολόγηση των ειδικών αναγκών υποδοχής και διαδικαστικών αναγκών των ευάλωτων προσώπων

9ΚΔ.-(1) Για την αποτελεσματική εφαρμογή του άρθρου 9ΚΓ, απαιτείται ατομική εκτίμηση για να διαπιστωθεί κατά πόσο συγκεκριμένο πρόσωπο είναι αιτητής με ειδικές ανάγκες υποδοχής και, εάν είναι, για να προσδιοριστούν αυτές οι ειδικές ανάγκες υποδοχής.  Κατά τη διενέργεια της προαναφερόμενης εκτίμησης, απαιτείται ατομική συνεκτίμηση για να διαπιστωθεί κατά πόσο το ίδιο πρόσωπο είναι αιτητής που χρήζει ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων και, εάν είναι, για να προσδιοριστούν οι διαδικαστικές του ανάγκες και να τύχει της αναγκαίας υποστήριξης και των ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων. Οι εν λόγω εκτιμήσεις διενεργούνται χωρίς επηρεασμό της εκτίμησης των αναγκών διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(2) Οι ατομικές εκτιμήσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) διενεργούνται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος κατά τα αρχικά στάδια υποβολής της αίτησης, χωρίς η εμβέλεια αυτής της εκτίμησης να περιορίζεται κατ’ ανάγκην στα αναφερόμενα στο ειδικό έντυπο που προβλέπεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (3).

(3) Για την αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος άρθρου –

(α) Ο υπεύθυνος στο χώρο υποβολής της αίτησης συμπληρώνει ειδικό έντυπο, ο τύπος του οποίου αποφασίζεται από τον Προϊστάμενο, στο οποίο αναφέρει τυχόν ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες του αιτητή καθώς και τη φύση των αναγκών αυτών, όπου αυτό είναι εφικτό∙

[…]

(7) Μόνο ευάλωτα πρόσωπα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9ΚΓ θεωρούνται ότι έχουν ειδικές ανάγκες υποδοχής και επωφελούνται της ειδικής στήριξης που παρέχεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.»

11.          Το άρθρο 15 του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:

«Ιατρική και ψυχολογική εξέταση αιτητή

15.-(1) Όταν ο αρμόδιος λειτουργός κρίνει σκόπιμο για την αξιολόγηση της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (2) και το εδάφιο (3) του άρθρου 16 και τα εδάφια (3) έως (5) του άρθρου 18, και με την επιφύλαξη της συγκατάθεσης του αιτητή, παραπέμπει τον αιτητή για εξέταση σε ιατρό ή/και ψυχολόγο, όσον αφορά-

(α) Ενδείξεις που ενδεχομένως υποδηλώνουν διώξεις ή σοβαρή βλάβη που υπέστη κατά το παρελθόν∙ και

(β) συμπτώματα και ενδείξεις βασανιστηρίων ή άλλων σοβαρών πράξεων σωματικής ή ψυχολογικής βίας, περιλαμβανομένων των πράξεων σεξουαλικής βίας.

[…]

(8) Όταν δεν διενεργείται ιατρική ή/και ψυχολογική εξέταση σύμφωνα με το εδάφιο (1), η Υπηρεσία Ασύλου ενημερώνει τους αιτητές ότι δικαιούνται με δική τους πρωτοβουλία και δικά τους έξοδα να μεριμνήσουν για την ιατρική ή/και ψυχολογική τους εξέταση όσον αφορά ενδείξεις που ενδεχομένως υποδηλώνουν διώξεις ή σοβαρές βλάβες, που υπέστησαν κατά το παρελθόν.».

12.          Το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:

«Υποχρεώσεις αιτητή κατά την εξέταση της αίτησης και συναφής υποχρέωση αρμόδιων αρχών

16.-(1) Κατά την εξέταση της αίτησής του, ο αιτητής οφείλει να συνεργάζεται με την Υπηρεσία Ασύλου με σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητάς του και των υπόλοιπων στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2).

(2)  Ιδίως, ο αιτητής οφείλει-

(α) να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης, τα οποία στοιχεία συνίστανται σε δηλώσεις του αιτητή και σε όλα τα έγγραφα που έχει ο αιτητής στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία∙

[.]

(γ) σε περίπτωση που δεν έχει στοιχεία και έγγραφα στην κατοχή του, να εξηγήσει τους λόγους για τη μη ύπαρξη των εν λόγω εγγράφων και στοιχείων, να αναφέρει τις προσπάθειες, που έκανε για την εξασφάλισή τους και να παρουσιάσει οτιδήποτε άλλο πρόσθετο στοιχείο το οποίο η Υπηρεσία Ασύλου ήθελε ζητήσει ή είναι χρήσιμο και να προβεί σε εύλογες προσπάθειες για να προμηθεύσει την Υπηρεσία Ασύλου με τα αναγκαία στοιχεία∙

[…]

(3) Η Υπηρεσία Ασύλου αξιολογεί, σε συνεργασία με τον αιτητή, τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) στοιχεία.»

13.          Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις, όπου χορηγείται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

Κατάληξη

14.          Με τον πρώτο λόγο προσφυγής, η Αιτήτρια επικαλείται κατ' ισχυρισμό παράβαση της ορθής διαδικασίας. Κατά το ένα σκέλος αυτού του ισχυρισμού, όπου η Αιτήτρια προβάλλει ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας του προσώπου που εξέδωσε την επίδικη πράξη, επισημαίνω τα ακόλουθα:

15.          Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, η Εισηγητική Έκθεση ετοιμάστηκε και υποβλήθηκε προς έγκριση στην αποφαίνουσα αρχή, ήτοι τον Προϊστάμενο, μέσω συγκεκριμένου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου. Η εν λόγω Εισηγητική Έκθεση εγκρίθηκε από άλλο εξουσιοδοτημένο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου τον κ. Α.Γ., ο οποίος δια της εγκρίσεως της Εισηγητικής Έκθεσης εξέδωσε την επίδικη πράξη στις 4.9.2021.

16.          Σύμφωνα με τα ενώπιόν μου στοιχεία, ο κ. Α.Γ. ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο δεόντως εξουσιοδοτημένος (Βλ. σχετική Εξουσιοδότηση Υπουργού Εσωτερικών, ημερομηνίας 13.10.2020), να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου, περιλαμβανομένης της έκδοσης αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας. Ως εκ τούτου, κατά τον ουσιώδη χρόνο ο κ. Α.Γ. ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένος για την έκδοση της επίδικης πράξης.

17.          Επισημαίνεται συναφώς, ότι δυνάμει του εδαφίου (4) του άρθρου 17 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν. 158(Ι)/1999), όταν ο νόμος αναθέτει την άσκηση μιας εξουσίας σε ένα όργανο, το όργανο αυτό δεν μπορεί να μεταβιβάσει ολικά ή μερικά την εξουσία του αυτή σε άλλο όργανο, χωρίς να υπάρχει ρητή διάταξη του νόμου που να το επιτρέπει.

18.          Εν προκειμένω, δυνάμει του ερμηνευτικού άρθρου 2 του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο παρατίθεται ανωτέρω, Προϊστάμενος με την έννοια του εν λόγω νόμου, και άρα πρόσωπο το οποίο έχει εξουσία να εκδίδει, μεταξύ άλλων, και απορριπτικές αποφάσεις επί αιτήσεων διεθνούς προστασίας, είναι και οποιοσδήποτε αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό Εσωτερικών, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου, περιλαμβανομένης και της έκδοσης αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας. Ως εκ τούτου, υφίσταται ρητή πρόνοια στον περί Προσφύγων Νόμο, η οποία επιτρέπει την εκχώρηση των εξουσιών του Προϊσταμένου (Βλ. Απόφαση στην. Α.Ε. αρ. 2115, Ανδρούλλας Ζηνοβίου ν Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 2.10.1997, (1997) 3 Α.Α.Δ 385).

19.          Ως εκ τούτου, στην παρούσα περίπτωση όπου προκύπτει ευκρινώς το όνομα του προσώπου που προβαίνει στην μονογραφή, ήτοι Α.Γ., υπάρχει μονογραφή πλησίον του ονόματος που λογικώς ανήκει στο πρόσωπο το οποίο προβαίνει στην έγκριση και ειδική σφραγίδα ότι η εν λόγω εισήγηση εγκρίνεται, κρίνω ότι η εν λόγω πράξη ικανοποιεί όλα τα εξωτερικά στοιχεία που την καθιστούν έγκυρη. Το βάρος ανατροπής του τεκμηρίου αυτού της κανονικότητας της επίδικης απόφασης φέρει η ίδια η Αιτήτρια, η οποία δεν έχει προσκομίσει οτιδήποτε το οποίο να ανατρέπει αυτό το τεκμήριο (Βλ. ως προς το τεκμήριο της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων,  Απόφαση στην Υπόθεση Αρ. 1639/2005, Μd Moin Uddin ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 27.4.2007 και Απόφαση στην Υπόθεση αρ. 465/1998, Ανδρούλλα Κωνσταντινίδου ν. Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, ημερ. 8.3.2000, (2000) 4 ΑΑΔ 148 και την εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

20.          Περαιτέρω, απολύτως θεμιτή, σύμφωνα και με την παρατεθείσα νομολογία, είναι και η έγκριση της εισήγησης του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία με την έγκρισή της αποτελεί την αιτιολογική βάση της εκδιδόμενης απόφασης, χωρίς να καθίσταται αναγκαία η επανάληψη της αιτιολογίας σε ξεχωριστό έγγραφο και χωρίς αυτό να θεωρείται εγκατάλειψη της αποφασιστικής αρμοδιότητας του Προϊσταμένου. Όπως συναφώς προβλέπει το άρθρο 17(8) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του (Ν. 158(I)/1999): «Δε συνιστά αποχή από άσκηση αρμοδιότητας η υιοθέτηση ενός σημειώματος ή μιας πρότασης που υποβάλλεται από υφιστάμενο υπάλληλο ή όργανο στο αρμόδιο διοικητικό όργανο, αν το σημείωμα ή η πρόταση περιέχει συγκεκριμένη εισήγηση και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας προκύπτει ότι το αρμόδιο όργανο άσκησε ουσιαστικά την αποφασιστική του αρμοδιότητα.». Εν προκειμένω, η υιοθέτηση της Εισηγητικής Έκθεσης, η οποία εμπεριέχει πολύ συγκεκριμένη ανάλυση και εισήγηση, δεν συνιστά αποχή από την άσκηση της εξουσίας του αποφασίζοντος οργάνου αλλά με την έγκρισή της εκδόθηκε η επίδικη πράξη και το περιεχόμενο της εισήγησης καθίσταται παράλληλα η αιτιολογική βάση της επίδικης απόφασης.

21.          Όπως υπαγορεύει η πρακτική που ακολουθείται στον δημόσιο τομέα και η λογική προσέγγιση των πραγμάτων, κανένας Διευθυντής δεν λειτουργεί χωρίς την υποστήριξη στελεχωμένης υπηρεσίας. Υπάρχει δε εγγενής εξουσιοδότηση όλων των λειτουργών να ενεργούν στο πλαίσιο των οδηγιών τους. Κατά αναλογία δεν αναμένεται ευλόγως από τον Προϊστάμενο να διενεργεί ο ίδιος ως φυσικό πρόσωπο όλες τις συνεντεύξεις και να προβαίνει ο ίδιος σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες προ της εκδόσεως της απόφασης επί αιτήσεως ασύλου, αλλά μπορεί να ενεργεί στη βάση εισήγησης λειτουργών που έχουν ακριβώς το καθήκον να προβαίνουν σε ενδελεχή εξέταση κάθε περίπτωσης και να συντάσσουν σχετικό εμπεριστατωμένο πόρισμα, το οποίο δύναται στη συνέχεια ο Προϊστάμενος να εγκρίνει, εκδίδοντας κατά αυτό τον τρόπο την απόφασή του (Βλ. Προσφυγή υπ' αριθμό: 42/2011, Guilan Zou v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2013, Προσφυγή υπ' αριθμό 1606/2015, Σολωμού ν. Δημοκρατίας, ημερ. 6.9.2018, Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις αρ. 1159/2021 κ.α., Εgypt Air v. Δημοκρατίας, ημερ. 11.4.2019).

22.          Ως προς τον πρώτο λόγο προσφυγής και συγκεκριμένα κατά το μέρος που αφορά τις αιτιάσεις της Αιτήτριας ως προς τον τρόπο διενέργειας της συνέντευξης, παρατηρώ ότι αυτός ο λόγος εγείρεται αλυσιτελώς, στο μέτρο που δεν επεξηγεί η Αιτήτρια τη βλάβη που έχει επέλθει στην ίδια εξαιτίας των κατ' ισχυρισμό πλημμελειών/παραλείψεων. Ειδικότερα, η Αιτήτρια δεν επεξηγεί τι θα επιθυμούσε περαιτέρω να προβάλει στο στάδιο της συνέντευξης, το οποίο δεν είχε το χρόνο ή/και την ευκαιρία να αναφέρει και το οποίο εν δυνάμει θα μπορούσε να οδηγήσει σε διαφορετική αντιμετώπιση της υπόθεσης της. Επιπλέον, ο περί Προσφύγων Νόμος, δεν καθορίζει προκαθορισμένη χρονική διάρκεια της συνέντευξης (Bλ. Προσφυγή αρ.  1673/2010, Edward Eskandaz v. Α.Α.Π., ημερ. 4.7.2013) αλλά θα πρέπει να δοθεί η ευκαιρία στην Αιτήτρια να παραθέσει τον πυρήνα του αιτήματός της για διεθνή προστασία και τις περιστάσεις που το περιβάλουν. Εν προκειμένω διαπιστώνω ότι τέθηκαν στην Αιτήτρια επαρκείς ερωτήσεις ανοιχτού τύπου και ο χρόνος διάρκειας της συνέντευξης ήταν επαρκής, στο πλαίσιο του οποίου θα μπορούσε να εκθέσει τους ισχυρισμούς της που περιβάλλουν το αίτημά της για άσυλο.

23.          Ο ισχυρισμός της Αιτήτριας περί του ότι, κατά παράβαση του άρθρου 13Α του περί Προσφύγων Νόμου, τη συνέντευξη πραγματοποίησε λειτουργός του EUAA, παρατηρώ ότι δεν δικογραφείται δεόντως στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας, γεγονός που τον καθιστά απαράδεκτο εκ προοιμίου, σύμφωνα με τις επιταγές του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 (Βλ. Α.Ε. Αρ. 156/2012, Mustafa Haghilo v. Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών, ημερ. 27/2/2018). Ανεξαρτήτως της ανωτέρω κατάληξης παρατηρείται ότι δυνάμει του άρθρου 13Α(1Α) του περί Προσφύγων Νόμου: «Όταν ταυτόχρονες αιτήσεις από μεγάλο αριθμό υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών καθιστούν αδύνατη στην πράξη την έγκαιρη διεξαγωγή συνεντεύξεων επί της ουσίας κάθε αίτησης από την Υπηρεσία Ασύλου, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται με διάταγμα, το οποίο δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να προβλέπει ότι εμπειρογνώμονες από άλλα κράτη μέλη, οι οποίοι επιστρατεύονται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο ή από άλλο συναφή οργανισμό, μπορούν προσωρινά να συμμετέχουν στη διενέργεια των συνεντεύξεων αυτών[.]».

24.          Η Κ.Δ.Π. 297/2019, ημερομηνίας 13.9.2019, η οποία εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 13Α(1Α) του περί Προσφύγων Νόμου προνοεί τα εξής: «Επειδή έχουν υποβληθεί στην Κυπριακή Δημοκρατία ταυτόχρονες αιτήσεις διεθνούς προστασίας από μεγάλο αριθμό υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών και η Υπηρεσία Ασύλου του Υπουργείου Εσωτερικών αδυνατεί να διεξάγει εγκαίρως συνεντεύξεις επί της ουσίας για την κάθε αίτηση, εμπειρογνώμονες οι οποίοι επιστρατεύονται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο μπορούν να διεξάγουν τις συνεντεύξεις αυτές για όσο διάστημα ευρίσκεται σε ισχύ Σχέδιο Στήριξης της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, το οποίο περιλαμβάνει την αποστολή εμπειρογνωμόνων για τη διεξαγωγή συνεντεύξεων.».

25.          Ούτε το γράμμα αλλά ούτε και το πνεύμα του νόμου έχουν την έννοια ότι οι λειτουργοί της EUAA θα είναι απλοί παρατηρητές των εν λόγω συνεντεύξεων καθώς μια τέτοια ερμηνεία θα ερχόταν σε δυσαρμονία με τον πραγματικό σκοπό θέσπισης της εν λόγω διάταξης που δεν είναι άλλος από την ουσιαστική συνδρομή του εν λόγω οργανισμού στην ταχύτερη διεκπεραίωση της διαδικασίας εξέτασης των αιτήσεων ασύλου. Οι συνθήκες δε που επιβάλλουν την ύπαρξη της εν λόγω συνδρομής δεν έχουν μεταβληθεί από το χρόνο θέσπισης της εν λόγω πράξης, ήτοι η ύπαρξη μεγάλου αριθμού εκκρεμουσών αιτήσεων ασύλου προς εξέταση.

26.          Επιπλέον, όπως προκύπτει το άρθρο 18(2Α), του περί Προσφύγων Νόμου, το πρόσωπο που λαμβάνει τη συνέντευξη στον εκάστοτε αιτητή καταρχήν συντάσσει ταυτόχρονα και την εισηγητική έκθεση, η οποία υποβάλλεται στον Προϊστάμενο, καθώς πρόκειται για ενέργεια σύμφυτη με την εξουσία λήψης της συνέντευξης. Συνεπώς, μη ρητή αναφορά στις παρεπόμενες εξουσίες/ενέργειες που δύναται δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου να λάβει το πρόσωπο που διενήργησε τη συνέντευξη δεν συνεπάγεται ότι αυτό ενήργησε εκτός του πεδίου της εν λόγω εξουσιοδότησης. Η ερμηνεία αυτή πέραν από το γράμμα του νόμου επιβεβαιώνεται και από την τελεολογία του νόμου υπό το φως της αρχής της ταχύρρυθμης και αποτελεσματικής εξέτασης των αιτήσεων ασύλου.

27.          Ως προς τον ισχυρισμό της Αιτήτριας περί έλλειψης των κατάλληλων προσόντων στο πρόσωπο της λειτουργού που διενήργησε τη συνέντευξη, αυτός δεν προβάλλεται και κατά μείζονα λόγο δεν αιτιολογείται από τους συνήγορούς της, όπως επιβάλλει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962. Σε κάθε περίπτωση, ο λόγος αυτός αναπτύσσεται κατά τρόπο γενικό που τον καθιστά απαράδεκτο και εξ αυτού του λόγου (Bλ. συναφώς Υπ. Αρ. 1239/2009, ΟΜ Prakash Pandey v AAΠ, ημερ. 5.11.2010). Δεν εξηγείται γιατί συγκεκριμένα θεωρείται ότι το υπό αναφορά πρόσωπο δεν είναι δεόντως καταρτισμένο και που στηρίζεται αυτός ο ισχυρισμός. Η γενική επίκληση απουσίας εκ του νόμου προϋπόθεσης, χωρίς οποιαδήποτε προβολή ισχυρισμών που να επεξηγούν πού εδράζεται η εν λόγω θέση πάσχει από αοριστία.

28.          Ιδίως ως προς τον ισχυρισμό, ότι το πρόσωπο που διενήργησε τη διερμηνεία κατά το στάδιο της συνέντευξης δεν ήταν δεόντως ικανό να εξασφαλίσει τη δέουσα επικοινωνία μεταξύ της Αιτήτριας και του λειτουργού που διεξήγαγε τη συνέντευξη, παρατηρώ ότι δεν είναι δεόντως δικογραφημένος και δεν εξειδικεύεται επαρκώς (Βλ. Α.Ε. Αρ. 156/2012, Mustafa Haghilo v. Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών, ημερ. 27/2/2018, Α.Ε. Αρ. 95/2012, Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, ημερ. 6.7.2018, Α. Ε. αρ. 1883, Μαρία Ευθυμίου ν. Ε.Δ.Υ., (1997) 3 ΑΑΔ 281, 14.7.1997). Σε κάθε περίπτωση, ο λόγος αυτός αναπτύσσεται κατά τρόπο γενικό, που τον καθιστά απαράδεκτο και εξ αυτού του λόγου (Bλ. συναφώς Υπ. Αρ. 1239/2009, ΟΜ Prakash Pandey v AAΠ, ημερ. 5.11.2010). Δεν εξηγείται γιατί συγκεκριμένα θεωρείται ότι το υπό αναφορά πρόσωπο δεν είναι σε θέση να προβαίνει σε διερμηνεία και που στηρίζεται αυτός ο ισχυρισμός. Η γενική επίκληση απουσίας εκ του νόμου προϋπόθεσης, χωρίς οποιαδήποτε προβολή ισχυρισμών που να επεξηγούν πού εδράζεται η εν λόγω θέση, πάσχει από αοριστία. Παρατηρώ δε ότι η Αιτήτρια υπέγραψε τη σχετική δήλωση περί ορθής μετάφρασης των λεγομένων της, όπως προκύπτει από το πρακτικό της συνέντευξης.

29.          Ομοίως, όσον αφορά τα περί ανωνυμίας του λειτουργού της EUAA που επικαλείται ως επιπλέον πλημμέλεια η Αιτήτρια, πέραν του ότι ο ισχυρισμός αυτός εγείρεται αλυσιτελώς, παρατηρώ ότι ουδόλως δικογραφείται στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας, γεγονός που τον καθιστά απαράδεκτο εκ προοιμίου, σύμφωνα με τις επιταγές του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 (Βλ. Α.Ε. Αρ. 156/2012, Mustafa Haghilo v. Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών, ημερ. 27/2/2018). Ανεξαρτήτως της ανωτέρω κατάληξης παρατηρείται ότι η ύπαρξη κωδικού ταυτοποίησης του λειτουργού της EUAA σε συνάρτηση με την υπογραφή του στα πρακτικά της συνέντευξης, δεν καθιστούν ικανή την ανατροπή του τεκμηρίου της κανονικότητας έκδοσης της επίδικης απόφασης για μόνο το λόγο ότι δεν προκύπτει με σαφήνεια εκ των προτέρων το πλήρες όνομα του υπό αναφορά λειτουργού.

30.          Ως προς τον τέταρτο λόγο προσφυγής, η Αιτήτρια επικαλείται ότι οι αρχές που διέπουν τις διαδικασίες ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου δεν έχουν τηρηθεί. Όσον αφορά το πρώτο σκέλος αυτού του ισχυρισμού, ήτοι περί του ότι το αιτιολογικό της απόρριψης είναι γραμμένο στα Αγγλικά, γλώσσα που δεν είναι αντιληπτή στην Αιτήτρια, αυτός ο ισχυρισμός απορρίπτεται ως αβάσιμος, εφόσον το περιεχόμενο της επιστολής κοινοποίησης της επίδικης απόφασης μαζί με την αιτιολόγηση αυτής, είναι γραμμένο στην αγγλική γλώσσα αλλά επεξηγήθηκε στην Αιτήτρια στη μητρική της γλώσσα (ήτοι τα γαλλικά), με τη βοήθεια διερμηνέα. Είναι δε και ισχυρισμός αλυσιτελής καθώς η Αιτήτριας καταχώρισε δια συνηγόρου εμπροθέσμως την παρούσα προσφυγή.

31.          Ως προς τον ίδιο λόγο προσφυγής και συγκεκριμένα κατά το μέρος που αφορά τις αιτιάσεις της Αιτήτριας περί του ότι δεν της δόθηκε η ευκαιρία να διατυπώσει τυχόν παρατηρήσεις ή/και να δώσει διευκρινίσεις στο τέλος της προσωπικής της συνέντευξης και προτού λάβει απόφαση ο Προϊστάμενος επί της αιτήσεως της, παρατηρώ ότι αυτός ο λόγος προβάλλεται αλυσιτελώς, καθώς και σε αυτή την περίπτωση η Αιτήτρια δεν κατορθώνει να καταδείξει τη ζημία που κατ' ισχυρισμό έχει υποστεί και κυρίως τι ισχυρισμούς και ποιες επισημάνσεις θα προσέθεται, οι οποίες επιπλέον θα ήταν ικανές να ανέτρεπαν το αποτέλεσμα της επίδικης πράξης. Εν προκειμένω η Αιτήτρια δεν επεξηγεί με ποιο τρόπο η κατ’ ισχυρισμό αυτή παράλειψη, λαμβάνοντας υπόψη και τη δυνατότητα να εκθέσει εκ νέου τις θέσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου, είναι καταλυτικής φύσεως σε σχέση με το αίτημά της. Η Αιτήτρια παρατηρώ ότι δεν προβάλλει οποιοδήποτε νέο ισχυρισμό στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, τον οποίο δεν μπόρεσε να προβάλει εξαιτίας των κατ' ισχυρισμό παραλείψεων της διοίκησης. Περαιτέρω, ο εν λόγω ισχυρισμός είναι και αβάσιμος καθώς από τα πρακτικά της συνέντευξης και ειδικότερα από το τελευταίο μέρος αυτών παρατηρείται ότι δόθηκε η δυνατότητα στην Αιτήτρια να προσθέσει οτιδήποτε επιπλέον συναφές με την αίτησή της και ρητώς της δόθηκε η δυνατότητα επιβεβαίωσης των πληροφοριών που καταγράφηκαν στα πρακτικά, κατ' εφαρμογή ακριβώς του άρθρου 18(2Α) του περί Προσφύγων Νόμου, και επίσης ότι η Αιτήτρια όντως προσυπογράφει το πρακτικό της συνέντευξης και ότι κατανόησε πλήρως τα διαμειφθέντα.

32.          Ως προς τον ισχυρισμό της Αιτήτριας για παραβίαση του άρθρου 15 του περί Προσφύγων Νόμου, το σχετικό άρθρο του Νόμου για ιατρική και ψυχολογική εξέταση αφορά στις περιπτώσεις όπου υπάρχουν «(α) ενδείξεις που ενδεχομένως υποδηλώνουν διώξεις ή σοβαρή βλάβη που υπέστη κατά το παρελθόν∙ και (β) συμπτώματα και ενδείξεις βασανιστηρίων ή άλλων σοβαρών πράξεων σωματικής ή ψυχολογικής βίας, περιλαμβανομένων των πράξεων σεξουαλικής βίας». Η λειτουργός της EUAA δεν έκρινε σκόπιμο να παραπεμφθεί η Αιτήτρια σε ειδική εξέταση καθότι ερωτήθηκε κατά την προσωπική της συνέντευξη εάν είναι σε θέση να προχωρήσει σε συνέντευξη και αν αντιμετωπίζει οποιοδήποτε ιατρικό πρόβλημα, διαβεβαιώνοντας έτσι το αποφασίζον όργανο ότι δεν πάσχει από σοβαρά προβλήματα υγείας (σωματικής ή/και ψυχικής) για τα οποία να χρήζει ιατρικού ελέγχου. Συγκεκριμένα, η Αιτήτρια δήλωσε ότι έχει πόνο στην πλάτη καθώς και ότι ακολουθεί φαρμακευτική αγωγή και παρακολουθείται από ψυχίατρο όσον αφορά το πρόβλημα νεύρων και κατάθλιψης που έχει. Εν τέλει δε, διαβεβαίωσε ότι με την (νέα) φαρμακευτική αγωγή που λαμβάνει αισθάνεται και είναι καλύτερα. Παράλληλα, από τα πρακτικά της συνέντευξης προκύπτει ότι η Αιτήτρια ήταν σε θέση να απαντήσει στα ερωτήματα που της είχαν υποβληθεί. Σημειώνεται ότι καίτοι απαιτείται η ενημερωμένη συγκατάθεση της Αιτήτριας για τη διενέργεια των εν λόγω εξετάσεων, παρά ταύτα η απάντηση της Αιτήτριας ότι βρίσκεται σε καλή κατάσταση για τη συνέντευξη, δεν αποτελεί καταλυτικής φύσεως κριτήριο για τη μη διενέργεια αυτών. Εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του λειτουργού να το κρίνει ως αναγκαίο και να παραπέμψει σε αυτές, εάν λάβει προηγουμένως τη συγκατάθεση του εκάστοτε αιτητή. Σύμφωνα δε με το εδάφιο (8) του άρθρου 15 του περί Προσφύγων Νόμου όταν δεν διενεργείται ιατρική ή/και ψυχολογική εξέταση σύμφωνα με το εδάφιο (1) του ιδίου άρθρου, οι αιτητές δικαιούνται με δική τους πρωτοβουλία και δικά τους έξοδα να μεριμνήσουν για την ιατρική ή/και ψυχολογική τους εξέταση όσον αφορά ενδείξεις που ενδεχομένως υποδηλώνουν διώξεις ή σοβαρές βλάβες, που υπέστησαν κατά το παρελθόν. Επιπλέον, η Αιτήτρια θα μπορούσε να λάβει τα δέοντα δικονομικά μέσα προς περαιτέρω τεκμηρίωση και εξειδίκευση των ισχυρισμών της. Παρατηρείται συναφώς ότι, η Αιτήτρια δεν προσκόμισε οποιαδήποτε μαρτυρία περί της κατάστασης της υγείας της ή και αναφορικά με τα κατ' ισχυρισμό συμπτώματα/ενδείξεις που αυτή φέρει. Πολλώ δε μάλλον δεν εξηγεί πώς το κατ΄ισχυρισμό πρόβλημα που αντιμετωπίζει επιδρά στην εξέταση της αίτησής της για διεθνή προστασία.

33.          Πέραν τούτων, παρατηρείται ότι σύμφωνα με τα στοιχεία που εντοπίζονται στον προσωπικό φάκελο της Αιτήτριας, ακολουθήθηκε η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 9ΚΔ, εδάφια (1), (2) και (3)(α), του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο παρατίθεται ανωτέρω. Συγκεκριμένα, στο εν λόγω έντυπο αναφοράς ειδικών αναγκών δεν καταγράφονται οιεσδήποτε εμφανείς ειδικές ανάγκες για την περίπτωση της Αιτήτριας, παρά μόνο τα όσα η ίδια δήλωσε περί ειδικών αναγκών που εμπίπτουν στην (γενικότερη) κατηγορία, ως άτομο που πιθανόν να έχει υποστεί (μεταξύ άλλων) βασανιστήρια ή άλλες σοβαρές μορφές ψυχολογικής βίας. Σύμφωνα δε, με το εδάφιο (1) του άρθρου 9ΚΔ του περί Προσφύγων Νόμου, «για την αποτελεσματική εφαρμογή του άρθρου 9ΚΓ, απαιτείται ατομική εκτίμηση για να διαπιστωθεί κατά πόσο συγκεκριμένο πρόσωπο είναι αιτητής με ειδικές ανάγκες υποδοχής…», και σύμφωνα με το εδάφιο (7) του ιδίου άρθρου: «Μόνο ευάλωτα πρόσωπα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9ΚΓ θεωρούνται ότι έχουν ειδικές ανάγκες υποδοχής και επωφελούνται της ειδικής στήριξης που παρέχεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.». Εξάλλου, ως προνοεί το άρθρο 9ΚΔ(1), «[.] Οι εν λόγω εκτιμήσεις διενεργούνται χωρίς επηρεασμό της εκτίμησης των αναγκών διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.». Εν προκειμένω δε, βάσει των όσων σχετικών καταγράφονται στην Εισηγητική Έκθεση, παρά και το γεγονός ότι η Αιτήτρια προσκόμισε σχετική έκθεση από κλινική ψυχολόγο (ημερ. 22.7.2021) μετά τη συνέντευξη της, το εν λόγω έγγραφο λήφθηκε υπόψη κατά την αξιολόγηση των ισχυρισμών της, κρίθηκε όμως από τη λειτουργό της EUAA πως δεν προέκυψε ότι η ψυχική κατάσταση της Αιτήτριας οδήγησε σε σημαντικές δυσκολίες κατά τη συνέντευξη της.

34.          Με τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο προσφυγής, τους οποίους θα συνεξετάσω λόγω της συνάφειάς τους, η Αιτήτρια επικαλείται έλλειψη δέουσας έρευνας,  καθώς και ότι, δεν εξετάστηκε επαρκώς το ενδεχόμενο υπαγωγής της στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

35.          Είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές προβολής των λόγων προσφυγής. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως Δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιόν του πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc), κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητά της επίδικης πράξεως. Η Αιτήτρια θα πρέπει να προβάλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή της στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Ως δε λόγος προσφυγής ανάγεται πλέον η κακή/πλημμελής εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από τη διοίκηση, εκτίμηση η οποία καθιστά αλυσιτελή την προβολή υποπεριπτώσεων λόγων προσφυγής π.χ. έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας και ορισμένες διαδικαστικές πλημμέλειες κατά την έκδοση της επίδικης πράξης. Εν προκειμένω, η Αιτήτρια εκπροσωπούμενη και δια συνηγόρου, έχει την ευκαιρία να εκθέσει τους ισχυρισμούς της και να λάβει όλα τα δέοντα δικονομικά μέσα προς τεκμηρίωσή τους (Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Π.Δ. Δαγτόγλου, σελ. 552).

36.          Επισημαίνεται επιπλέον συναφώς ότι αποτελεί βασική νομολογιακή αρχή ότι η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλουν ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγονται δε στην διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης (Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Α.Ε. Aρ.: 3017, Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 5.6.2002, (2002) 3 ΑΑΔ 345).

37.          Η γενική αυτή νομολογιακή αρχή θα πρέπει να εξεταστεί εν προκειμένω υπό το φως του ειδικού δικαίου που διέπει τη διαδικασία εξέτασης μιας αιτήσεως ασύλου και των αρχών που θεσπίζει τόσο η εθνική όσο και η ενωσιακή νομοθεσία. Συναφές εν προκειμένω είναι το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα τα εδάφια (2) και (3) αυτού. Από τις εν λόγω διατάξεις απορρέει καταρχάς η υποχρέωση της Αιτήτριας να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησης ασύλου της. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie v. Aναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320) αποτελεί υποχρέωση του αιτητή ασύλου να επικαλεστεί έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικό, αιτιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα του για κάποιον από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010). Εν συνεχεία ωστόσο, λόγω ακριβώς της δυσχέρειας των αιτητών ασύλου να τεκμηριώσουν με συγκεκριμένα στοιχεία την αίτησή τους, γεννάται υποχρέωση της διοίκησης να συνδράμει στην προσπάθεια προβολής και τεκμηρίωσης των ισχυρισμών τους (Βλ. Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών παρ. 195 επ., Βλ. επίσης αναφορικά με την ενεργό συνεργασία Απόφαση του ΔΕΕ της 22ας Νοεμβρίου 2012, Υπόθεση C‑277/11, M. M., ECLI:EU:C:2012:744, σκέψεις 63 έως 68).

38.          Προχωρώντας στην εξέταση της ουσίας των ισχυρισμών της Αιτήτριας, επισημαίνω συναφώς τα ακόλουθα: παρατηρώ ότι εν προκειμένω, στο πλαίσιο του εντύπου της αίτησής της για διεθνή προστασία, η Αιτήτρια κατέγραψε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της λόγω των βασανιστηρίων και των απειλών θανάτου από την οικογένεια του συζύγου της κατόπιν του θανάτου του τελευταίου. Την ίδια την είχαν υποχρεώσει να γίνει η τέταρτη σύζυγος του μεγαλύτερου αδελφού και να πάρουν στην κατοχή τους την κληρονομία της.

39.          Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης, η Αιτήτρια ως προς τα προσωπικά της στοιχεία, ανέφερε ότι γεννήθηκε στην Ndoungue στο Καμερούν το 2001 και έζησε στην Douala, η οποία υπήρξε και ο τελευταίος τόπος διαμονής της, πριν εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της. Από την ηλικία των 11 έως 16 ετών έζησε στην Kumba λόγω της εργασίας του πατέρα της.  Επιπλέον, δήλωσε πως  είναι εγγράμματη, ο πατέρας της απεβίωσε και η μητέρα και ο αδελφός της βρίσκονται στο Καναδά. Όταν η Αιτήτρια ήταν παιδί, ο πατέρας της εργαζόταν σε αγγλόφωνα μέρη του Καμερούν. Πραγματοποίησε εθιμοτυπικό γάμο τον Νοέμβριο του 2000 με ένα μουσουλμάνο που ασπάστηκε τον χριστιανισμό. Απέκτησε τέσσερα παιδιά, τα οποία γεννηθήκαν μεταξύ 1999 και 2010. Τα δύο παιδιά της διαμένουν με μια φίλη της στην Douala στο Καμερούν, ενώ για τα άλλα δύο δεν γνωρίζει που βρίσκονται, αν και κατά καιρούς λαμβάνει ενημέρωση της κόρης της. Προσέθεσε ότι η τελευταία φορά που είδε τα παιδιά της ήταν τον Ιούλιο πριν φύγει από το Καμερούν. Ο σύζυγός της απεβίωσε στις 30.11.2017, καθώς ως ισχυρίζεται τoν δηλητηρίασαν. Ως προς την επαγγελματική της πείρα δήλωσε ότι ήταν ιδιοκτήτρια επιχείρησης, έχοντας το δικό της εστιατόριο. Αναχώρησε νόμιμα από την χώρα καταγωγής της με το διαβατήριο της, χωρίς να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα. Ερωτηθείσα για ποιους λόγους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, ανέφερε τις απειλές και τα βασανιστήρια που υπέστη από τον κουνιάδος της. Ειδικότερα, ανέφερε ότι ο κουνιάδος της, αρνήθηκε την ιατρική επέμβαση που χρειαζόταν ο σύζυγός της, παραπέμποντάς τον σε ένα «παραδοσιακό ιατρό» και εξαιτίας αυτού απεβίωσε. Μετά το θάνατο του συζύγου της, ο κουνιάδος της ήθελε να την παντρευτεί και να ζήσει με τα τέσσερα παιδιά της στο χωριό όπου ζούσε με τη δική του οικογένεια. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της κηδείας πίεζαν την Αιτήτρια να κάνει πράγματα τα οποία δεν επιθυμούσε, όπως να πηδά μέσα από φλόγες και γενικότερα εξανάγκασαν την ίδια να παραμείνει στο χωριό του συζύγου της (Votoko, περιοχή Bafoysam), πράγμα που δεν επιθυμούσε.  Ακολούθως την ανάγκασαν, να κάνει “veuvage”, πρακτική η οποία υφίσταται στη φυλή Bamileke, στην οποία ανήκει η Αιτήτρια και η οποία συνεπάγεται καταναγκαστικό γάμο μιας γυναίκας που μόλις έχασε τον άντρα της, με τον αδελφό του αποθανόντος. Η Αιτήτρια ανέφερε ότι έκαναν εκτεταμένες ζημιές και στο σπίτι της στην Douala. Αρνούμενη η Αιτήτρια να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις τους, δέχτηκε πιέσεις  μέσω σωματικής βίας. Η Αιτήτρια επιχείρησε ανεπιτυχώς να δραπετεύσει. Όταν την εντόπισαν την προσέβαλαν και την κατηγόρησαν ότι σκότωσε το σύζυγό της προκειμένου να εκμεταλλευτεί την περιουσία του και να εκπορνευτεί. Σε άλλη απόπειρα διαφυγής έβαλαν να τη δαγκώσει σκύλος, ενώ σε μια άλλη περίπτωση η σύζυγος του αδελφού του συζύγου της την τραυμάτισε με ξύλο πολύ σοβαρά στο κεφάλι. Η Αιτήτρια μεταφέρθηκε σε ένα παραδοσιακό ιατρό και στη συνέχεια στο νοσοκομείο. Όντας στο νοσοκομείο η Αιτήτρια με τη συνδρομή μίας γυναίκας πήγε στην Douala στο σπίτι της. Μία μέρα ένα μήνα αργότερα και ενώ η Αιτήτρια βρισκόταν στην αγορά εισήλθαν στην οικία της και πήραν όλα τα σημαντικά έγγραφα του συζύγου της. Παράλληλα πήγαν στο κτήμα του συζύγου της απολύοντας τους υφισταμένους  εργάτες και έφεραν νέους. Επιπλέον, τα πρόσωπα που δίωκαν την Αιτήτρια παρουσιάστηκαν ως ιδιοκτήτες στους ενοικιαστές των ακινήτων  που ανήκαν στην ίδια και στον θανόντα σύζυγό της. Την ίδια ημέρα πρόσωπα που έστειλε ο κουνιάδος της, μαζί με τον  ο θετό υιό της, άρχισαν να καταστρέφουν το σπίτι της και της δήλωσαν ότι έπρεπε να επιστρέψει στο χωριό. Στο μεταξύ ένας γείτονας κάλεσε την αστυνομία, η οποία συνέλαβε εννέα πρόσωπα και τα μετέφερε στον αστυνομικό σταθμό. Η αστυνομία βλέποντας την αναστάτωσή της την κάλεσε να έρθει την επόμενη ημέρα. Η Αιτήτρια φιλοξενήθηκε από τη γειτόνισσα και την επόμενη ημέρα μετέβη πράγματι στην αστυνομία όπου τη συμβούλευσαν να ανοίξει μια υπόθεση στις κοινωνικές υπηρεσίες, επειδή η ίδια η αστυνομία δεν ασχολείται με οικογενειακά θέματα. Η Αιτήτρια το έπραξε και μετακόμισε στην Kosamba εν αναμονή της εκδίκασης  της υπόθεσης, καθώς δεν μπορούσε να παραμείνει στην Douala. Την ημέρα της ακρόασης συνάντησε τον κουνιάδος της στο δικαστήριο, με μια ομάδα άλλων ατόμων, τα οποία την προσέβαλαν. Ο εισαγγελέας της υπόθεσης, αφού άκουσε την ιστορία της τη συμβούλεψε να φύγει από την πόλη καθώς ο κουνιάδος της είχε ήδη επηρεάσει τέσσερεις από τους ανωτέρους του. Αν και θα όριζε ημέρα για την ακρόαση, τη συμβούλεψε να μη εμφανιστεί στο δικαστήριο και να φύγει. Την ημέρα εκείνη τη συνόδευσε ένας φίλος του συζύγους της, ο οποίος τη συμβούλεψε να μεταβεί στη Yaounde, όπου έμεινε στον αδελφό του εν λόγω οικογενειακού φίλου. Μία μέρα ενώ ήταν στη Yaounde συναντήθηκε τυχαία με μια ομάδα γυναικών, οι οποίες εικάζει η Αιτήτρια ότι έρχονταν από κάποια εκδήλωση όπου μία εξ αυτών την αναγνώρισε. Την κατηγόρησε ότι είναι η σύζυγος του M. S. και ότι σκότωσε το σύζυγό της. Η ομάδα αυτή τότε της επιτέθηκε και η Αιτήτρια διασώθηκε από την παρέμβαση της αστυνομίας, η οποία τυχαία περνούσε από την περιοχή. Μεταφέρθηκε στο αστυνομικό τμήμα όπου εξήγησε την ιστορία της. Ο αδελφός του οικογενειακού φίλου τη μετέφερε στην Douala όπου έμεινε μέσα στο σπίτι, όπου μια μέρα με τη βοήθεια του οικογενειακού φίλου προέβη στις διαδικασίες για να ταξιδέψει εκτός της χώρας. 

40.          Εκτός από τον κουνιάδο της η Αιτήτρια υπέδειξε ως πρόσωπα που τη δίωκαν τον μεγαλύτερο υιό του κουνιάδου της και το θετό της υιό. Η Αιτήτρια πιστεύει ότι οι αρχές της χώρα καταγωγής της δεν μπορούν να τη βοηθήσουν. Ερωτηθείσα εάν υπάρχει κάποιος άλλος λόγος για τον οποίο δεν μπορεί να επιστρέψει στο Καμερούν, η Αιτήτρια απάντησε ότι είναι πολύ δύσκολο να επιστρέψει, αλλά θέλει να πάει και να πάρει τα παιδιά της. Καταλήγοντας, κατόπιν σχετικών ερωτήσεων, η Αιτήτρια επιβεβαίωσε πως δεν έχει οποιοδήποτε πρόβλημα με τις αρχές, εκτός εάν ο αδελφός του συζύγους της τής δημιουργήσει κάποιο πρόβλημα. Δήλωσε ακόμη ότι δεν θα  μπορούσε να λάβει θεραπεία για τα προβλήματά της, στην χώρα καταγωγής της, διότι πρέπει να πληρώσει κάποιος για να έχει περίθαλψη. Η Αιτήτρια δήλωσε ότι θα μπορούσε ζήσει σε οποιαδήποτε άλλη πόλη της χώρας της, εάν είναι καλά στην υγεία της.

41.          Στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκε έκθεση αναφορικά με την κατάσταση της ψυχικής υγείας της Αιτήτριας ημερομηνίας 22.7.2021, σύμφωνα με την οποία η Αιτήτρια έχει διαγνωστεί με μετατραυματικό στρες, κατάθλιψη και ότι τέλος αντιμετωπίζει ψυχολογικές δυσκολίες ως θύμα βίας/βασανιστηρίων.

42.          Αξιολογώντας τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, οι Καθ' ων η αίτηση διέκριναν τέσσερεις ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος, όσον αφορά την ταυτότητα, προφίλ και χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, καθώς και ο τρίτος, όσον αφορά τον ισχυρισμό της Αιτήτριας ότι είχε προβλήματα με τον κουνιάδο της, επειδή ο αποβιώσας σύζυγός της, του χρωστούσε χρήματα, έγιναν αποδεκτοί στη βάση της εσωτερικής αξιοπιστίας της, η οποία συναξιολογήθηκε με εξωτερικές πηγές. Οι υπόλοιποι δύο ουσιώδεις ισχυρισμοί, ωστόσο, ήτοι ο δεύτερος και ο τέταρτος, έτυχαν απόρριψης.

43.          Ειδικότερα, ως προς τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό που δεν έγινε αποδεκτός, περί κακομεταχείρισης της Αιτήτριας από την οικογένεια του συζύγου της λόγω του ότι αρνήθηκε η ίδια να παντρευτεί με τον αδελφό του αποβιώσαντα συζύγου της σύμφωνα με την παράδοση, κρίθηκε ότι η Αιτήτρια περιέγραψε με επαρκή λεπτομέρεια τα περιστατικά κακομεταχείρισης που η ίδια βίωσε από μέλη της οικογένειας του αποβιώσαντα συζύγου της και δεν υπέπεσε σε αντιφάσεις ούτε υπήρξαν κενά στην αφήγησή της. Παρά το ότι τα λεγόμενά της περί κακομεταχείρισης συνάδουν με την αναμενόμενη περιγραφή μιας τέτοιας προσωπικής βιωματικής εμπειρίας, κρίθηκε πως δεν δύναται να συνδεθούν τα εν λόγω συμβάντα κακομεταχείρισης με την άρνηση της ίδιας να παντρευτεί τον συγκεκριμένο κουνιάδο ή γενικότερα κάποιον από τους κουνιάδους της. Ως διαπιστώθηκε, η Αιτήτρια αρχικά δήλωσε πως ήταν αποξενωμένοι μεταξύ τους λόγω των διαφορετικών τους θρησκειών και δεν κατάφερε να υποστηρίξει τον ισχυρισμό της περί του ότι ο κουνιάδος της εισέβαλε στην ζωή τους και άρχισε να παίρνει αποφάσεις για τους ίδιους. Επιπλέον, κρίθηκε ότι δεν είναι κατανοητή η δήλωσή της περί του ότι η ίδια αρνήθηκε να τον παντρευτεί και ο κουνιάδος της προσπάθησε κάποιες φορές να την αγγίξει αλλά του αντιστεκόταν, εφόσον η ίδια δήλωσε ότι λόγω της άρνησής της να τον παντρευτεί άρχισαν να την κακομεταχειρίζονται και δεν μπορούσε να αντιδράσει. Καταλήγοντας, παρατηρήθηκε ότι η Αιτήτρια σε γενικές γραμμές αναφέρθηκε με λεπτομέρεια και συνοχή στα περιστατικά κακομεταχείρισης, όμως δεν κατέστη δυνατό να εξαχθεί ότι το άτομο που ήταν υπεύθυνο για τα εν λόγω περιστατικά ήταν ο κουνιάδος της καθώς και ότι ο λόγος ήταν η άρνηση της ίδιας να τον παντρευτεί. Λήφθηκε επίσης υπόψη το ότι με βάση τα λεγόμενά της, η Αιτήτρια ακολουθεί θεραπεία από ψυχολόγο και εξετάστηκε από ιατρούς στη Δημοκρατία, ως γεγονός που θα μπορούσε να επηρεάσει τον τρόπο απόκρισής της σχετικά με τους πιο πάνω ισχυρισμούς. Όμως, κρίθηκε πως εφόσον δεν προέκυψαν σημαντικές δυσκολίες κατά τη συνέντευξη, αναμενόταν από την Αιτήτρια να είναι σε θέση να εξηγήσει τους λόγους που το συγκριμένο άτομο την είχε κακομεταχειριστεί και να ανταποκριθεί με περιεκτικό τρόπο και με συγκεκριμένες πληροφορίες. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, οι Καθ’ ων η αίτηση επεσήμαναν ότι αυτός αφορά σε ένα ιδιωτικό οικογενειακό ζήτημα και άρα δεν αναμένεται να υπάρχουν αναφορές για αυτό σε εξωτερικές πηγές. Περαιτέρω, σημείωσε πως η Αιτήτρια επικαλέστηκε ότι έτυχε νοσηλείας και ήρθε σε επαφή με τις αρχές της χώρας της, όμως δεν παρουσίασε οποιοδήποτε αποδεικτικό έγγραφο για τα ανωτέρω, ώστε να είναι εφικτή μια πιο συγκεκριμένη έρευνα σε πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής. Παρατήρησε επίσης πως στο έγγραφο που προσκόμισε η Αιτήτρια που αφορά σε έκθεση από κλινική ψυχολόγο υπάρχουν κάποιες μικρές αποκλίσεις στις αναφορές που καταγράφονται σε αυτό σχετικά με τα εν λόγω περιστατικά που αφορούν την Αιτήτρια. Κρίθηκε όμως πως τούτο δεν επηρεάζει την ιατρική αξιολόγηση της Αιτήτριας όσον αφορά στην κακομεταχείριση που αυτή έχει υποστεί ούτε και ενισχύει τον ισχυρισμό της περί κακοποίησής της από τον κουνιάδο της συγκεκριμένα. Ως εκ τούτου, κρίθηκε ότι η εξωτερική αξιοπιστία της Αιτήτριας δεν έχει αποδειχθεί λόγω έλλειψης λεπτομερειών και συναφών τεκμηρίων.

44.          Περαιτέρω, ως προς τον τέταρτο ουσιώδη ισχυρισμό που επίσης δεν έγινε αποδεκτός, περί του ότι η Αιτήτρια κατηγορείται πλέον για τον θάνατο του συζύγου της λόγω των προβλημάτων που είχε η ίδια με τον κουνιάδο της, αξιολογήθηκε ότι η Αιτήτρια παρείχε μια συνοπτική περιγραφή των όσων έγιναν μερικές ημέρες πριν τον θάνατο του συζύγου της και δήλωσε πως η ίδια ήταν σε επικοινωνία/συζήτηση με τους ιατρούς του νοσοκομείου αναφορικά με την επέμβαση στον σύζυγο της όταν ο κουνιάδος της είπε στους γιατρούς ότι δεν εγκρίνει την επέμβαση και εν τέλει εκείνος πήγε τον σύζυγο της σε έναν παραδοσιακό ιατρό. Η Αιτήρια εξήγησε επίσης πως υπήρχαν και άλλα άτομα παρόντα κατά τα περιστατικά που σχετίζονται με τον θάνατο του συζύγου της και πως η ίδια ουδέποτε συμφώνησε με τον κουνιάδο της για την παράλειψη της επέμβασης. Ούτε τις απαγγέλθηκαν κατηγορίες σχετικά με κάτι τέτοιο, ενώ η ίδια είχε έρθει σε επαφή με την αστυνομία αρκετές φορές. Όταν δε, της τέθηκαν τα πιο πάνω προς σχολιασμό, η Αιτήτρια απάντησε (αόριστα) πως αυτό συμβαίνει στη χώρα της και ότι εάν ακούσουν για κάποιον ότι είναι δολοφόνος τότε τον κατηγορούν και του επιτίθενται. Λαμβανομένων τούτων υπόψη, κρίθηκε πως οι δηλώσεις της δεν εξειδικεύθηκαν επαρκώς και ότι ούτε υπάρχει οιαδήποτε ένδειξη ότι η Αιτήτρια με την επιστροφή της θα κατηγορηθεί για τον θάνατο του συζύγου της στη βάση καταγγελιών εναντίον της από την οικογένεια του συζύγου της λόγω των διαφορών τους. Επιπλέον, διαπιστώθηκε πως η δήλωση της Αιτήτριας περί του ότι συναντήθηκε τυχαία με κάποιες γυναίκες στο Yaounde, οι οποίες την κατηγόρησαν για τον θάνατο του συζύγου της και της επιτέθηκαν, παρέμεινε ατεκμηρίωτη εφόσον δεν κατέστη δυνατό να παρουσιάσει ξεκάθαρα ποια ήταν η εν λόγω ομάδα γυναικών και πως αναγνώρισαν την ίδια εκεί. Πέραν τούτου, παρατηρήθηκε πως η ίδια η Αιτήτρια είπε πως πρέπει να την αναγνώρισε κάποια από τις εν λόγω γυναίκες, η οποία θα πρέπει να ήταν από την μεριά της οικογένειας του κουνιάδου της και την οποία όμως η ίδια δεν γνώριζε. Αυτή η δήλωση της Αιτήτριας κρίθηκε ότι δεν ήταν επαρκής εφόσον η ίδια ήταν αποξενωμένη από την οικογένεια του συζύγου της αλλά ζούσε με την πεθερά της στο χωριό της στην Douala και επίσης διέμενε για ένα περίπου μήνα στο χωριό της οικογένειας του συζύγου της. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, οι Καθ’ ων η αίτηση έκριναν ότι καθώς αφορά σε οικογενειακό ζήτημα και ατεκμηρίωτες κατηγορίες εναντίον της Αιτήτριας από μέλη της οικογένειας του συζύγου της  είναι αδύνατο να εντοπιστούν πηγές για τη χώρα καταγωγής σχετικά με αυτό. Περαιτέρω, σημείωσε πως η Αιτήτρια δεν είχε επίσημες καταγγελίες εναντίον της όσον αφορά στο πιο πάνω ζήτημα και ούτε κατέχει οποιαδήποτε σχετικά δικαστικά ή αστυνομικά έγγραφα προς επιβεβαίωση αυτού. Ως εκ τούτου, κρίθηκε ότι η εξωτερική αξιοπιστία της Αιτήτριας δεν έχει αποδειχθεί.

45.          Ακολούθως, κατά την αξιολόγηση κινδύνου λήφθηκαν υπόψη τα δύο ουσιώδη γεγονότα που έγιναν αποδεκτά, ήτοι ταυτότητα, προφίλ και χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, καθώς και ότι η ίδια είχε προβλήματα με τον κουνιάδο της επειδή ο αποβιώσας σύζυγός της, του χρωστάει χρήματα. Ως προς την ταυτότητα και το γενικό της προφίλ, διαπιστώθηκε ότι δεν προκύπτει πως η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει οποιονδήποτε κίνδυνο κατά την επιστροφή της στο Καμερούν, εφόσον ασπάζεται την πλειοψηφούσα θρησκεία στην περιοχή όπου διέμενε στη χώρα της και δεν εντοπίστηκε κάποιο εθνοτικό ή φυλετικό ζήτημα σε σχέση με την εθνότητα της, Bamileke. Ως εκ τούτου, κρίθηκε πως δεν προκύπτει κανένας άλλος κίνδυνος λόγω των προσωπικών της χαρακτηριστικών. Περαιτέρω, όσον αφορά στον ισχυρισμό της Αιτήτριας ότι ο κουνιάδος της ανέλαβε τον έλεγχο της κτηματικής περιουσίας και της γης του αποβιώσαντα συζύγου της, παρατηρήθηκε ότι η ίδια είχε καταφύγει στην αστυνομία και έπειτα στις κοινωνικές υπηρεσίες υποβάλλοντας αίτημα προς επίλυση της κατάστασης, αλλά εν τέλει πληροφορήθηκε ότι έχασε την υπόθεση στο δικαστήριο λόγω επηρεασμού του δικαστηρίου από τον κουνιάδο της. Διαπιστώθηκε δε ότι, καταρχάς αυτό το ζήτημα δεν αποτελεί κίνδυνο για την Αιτήτρια κατά την επιστροφή της, δεύτερον, ότι βασίζεται σε διαδόσεις ατόμων που δεν είναι γνωστοί στην ίδια και ούτε θα μπορούσαν να γνωρίζουν την υπόθεση της εις βάθος, και τρίτον, ότι η ίδια θα μπορούσε να είχε πρόσβαση στο επίσημο νομικό σύστημα και τα δικαστήρια του Καμερούν για να εκδικαστεί η υπόθεση της σε σχέση με το χρέος και την κτηματική περιουσία που κατακρατήθηκε, χωρίς όμως να πράξει τούτο. Πέραν τούτων, κρίθηκε πως η κατακράτηση της περιουσίας του συζύγου της για το εν λόγω χρέος δεν αποτελεί μια τέτοια επικινδυνότητα για την Αιτήτρια κατά την επιστροφή της κατά τρόπο που να αφορά την αξιολόγηση της αίτησής της για διεθνή προστασία. Περαιτέρω, διαπιστώθηκε πως δεν αναμένεται ότι η Αιτήτρια θα εκτεθεί σε τέτοια κακομεταχείριση κατά την επιστροφή της στο Καμερούν από οιονδήποτε φορέα ή εμπλεκόμενο, εφόσον παρά το ότι υπάρχει βία, κρίθηκε ότι η Αιτήτρια δεν κρίνεται εύλογα αναμενόμενο να εκτεθεί ξανά σε τέτοια περιστατικά κατά την επιστροφή της. Επιπλέον, όσον αφορά στη ψυχολογική υποστήριξη, διαπιστώθηκε πως η ίδια θα μπορούσε να έχει βοήθεια από τις αρχές της χώρας της, εφόσον είχε ήδη αναζητήσει βοήθεια και δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι της είχαν αρνηθεί μια τέτοια βοήθεια. Καταλήγοντας, οι Καθ΄ων η αίτηση σημείωσαν ότι η γενική κατάσταση που επικρατούσε στο Καμερούν συνεχίζει να είναι τεταμένη, λόγω συγκεκριμένα των εσωτερικών ενόπλων συγκρούσεων που λαμβάνουν χώρα εναντίον της Boko Haram στην περιφέρεια Far North και των ενόπλων ομάδων αποσχιστών που δρουν εναντίον της κυβέρνησης στην Νοτιοδυτική περιφέρεια και την Βορειοδυτική περιφέρεια της χώρας. Ειδικότερα δε, για την περίπτωση της Αιτήτριας, διαπιστώθηκε πως δεν προκύπτει εύλογος βαθμός πιθανότητας να εκτεθεί η Αιτήτρια σε κινδύνους που σχετίζονται με τις πιο πάνω συγκρούσεις κατά την επιστροφή της στο Καμερούν και συγκεκριμένα στην περιοχή συνήθους διαμονής της στο χωριό της στην Douala (Littoral Region), ως πολίτης/άμαχος. Εν κατακλείδι, διαπιστώθηκε ότι κανένας μελλοντικός κίνδυνος δεν προσδιορίστηκε για την Αιτήτρια κατά την επιστροφή της στο Καμερούν, που θα ισοδυναμούσε με σοβαρή βλάβη ή δίωξη.

46.          Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, οι Καθ' ων η αίτηση κατέληξαν ότι δεν έχει καταδειχθεί βάσιμος φόβος δίωξης της Αιτήτριας για κάποιον από τους λόγους που εξαντλητικώς αναφέρονται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον απουσιάζει το αντικειμενικό στοιχείο. Ως εκ τούτου, κατέληξαν στο ότι δεν πληρούνται οι πρόνοιες για παραχώρηση του καθεστώτος του πρόσφυγα στην Αιτήτρια. Ως προς την υπαγωγή της Αιτήτριας στο άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι με βάση την αξιολόγηση κινδύνου, δεν προκύπτει κίνδυνος σοβαρής βλάβης για την Αιτήτρια κατά την επιστροφή της στο Καμερούν που να ισοδυναμεί με πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης (σύμφωνα με το Άρθρο 15(α) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ), ούτε με πραγματικό κίνδυνο βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας (σύμφωνα με το Άρθρο 15(β) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ). Ιδίως ως προς την εφαρμογή του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση ασφαλείας που επικρατούσε στο Καμερούν διαπιστώθηκε ότι προκύπτουν περιστατικά αδιάκριτης βίας στις Αγγλόφωνες περιοχές της χώρας. Λαμβάνοντας δε υπόψη την απουσία κάποιου αντικειμενικού στοιχείου, καθώς και τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας (πρόκειται για πολίτη/άμαχο με τόπο διαμονής εκτός των Αγγλόφωνων περιοχών του Καμερούν, χωρίς οποιαδήποτε εμπλοκή στην αγγλόφωνη κρίση στη χώρα καταγωγής, και χωρίς σημεία ευαλωτότητας ή άλλες ειδικές περιστάσεις που να ενισχύουν τον κίνδυνο για την ίδια), οι Καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν προκύπτει πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης για την Αιτήτρια κατά την επιστροφή της στο Καμερούν (σύμφωνα με το Άρθρο 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ). Ως εκ τούτων, κατέληξαν στο ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή της Αιτήτριας σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

47.          Ενώπιον της παρούσας διαδικασίας, κατά την πρώτη ακροαματική διαδικασία, η Αιτήτρια ανέφερε ότι τα τρία από τα τέσσερα της παιδιά, ήτοι οι τρεις θυγατέρες της, βρίσκονται στην πόλη Douala στο Καμερούν μαζί με μια συνάδελφό της, ενώ για το τέταρτο παιδί της, που είναι αγόρι, η ίδια δεν γνωρίζει που βρίσκεται. Ισχυρίστηκε πως μόνο ο αδελφός της που ζει στο εξωτερικό γνωρίζει που βρίσκεται ο εν λόγω υιός της. Ανέφερε επίσης, ότι ο θετός της υιός, που στράφηκε εναντίον της, ως η ίδια ισχυρίστηκε, ανήκει στον αδελφό του συζύγου της και τον υιοθέτησαν όταν πέθανε η μητέρα του. Ερωτηθείσα αναφορικά με το ποιο άτομο πιστεύει ότι την διώκει, η Αιτήτρια κατονόμασε τον κουνιάδο της, ενώ στο ερώτημα κατά πόσο υπάρχει κάποιο άλλο πρόσωπο που της προκαλεί ανησυχία, η Αιτήτρια επικαλέστηκε ότι φέρει κάποιο τραύμα που την δυσκολεύει στο να αντιλαμβάνεται πράγματα. Ανέφερε επίσης ότι από τα νέα που μαθαίνει από τον αδελφό της, κάποια άτομα την έψαχναν παντού επειδή έπρεπε να είναι στην κηδεία της μητέρας της που απεβίωσε κατά τον Ιούλιο του 2022. Ισχυρίστηκε δε πως την ψάχνουν επειδή την κατηγορούν ότι η ίδια ευθύνεται για τον θάνατο του συζύγου της και πως τα εν λόγω άτομα είναι από την κοινότητα του χωριού του και την ψάχνουν επειδή ο κουνιάδος της, τους είπε ότι η ίδια σκότωσε τον σύζυγό της. Ερωτηθείσα ποιος κατέχει την περιουσία τους, η Αιτήτρια απάντησε κατονομάζοντας τον κουνιάδο της, προσθέτοντας ότι εκείνος πήρε τα έγγραφα του συζύγου της μετά το θάνατό του και επίσης, κατέστρεψε το σπίτι τους. Η Αιτήτρια αναφέρθηκε επίσης στο περιστατικό που έλαβε χώρα ενώ η ίδια βρισκόταν στη Yaounde, επαναλαμβάνοντας τον ισχυρισμό περί του ότι μια γυναίκα από ομάδα γυναικών που συνάντησε στο δρόμο της, την είχε αναγνωρίσει. Ισχυρίστηκε δε, ότι οι γυναίκες αυτές ήταν από την πόλη Bafoussam και η γυναίκα που την αναγνώρισε ήταν από την ίδια γειτονιά όπου διέμενε η οικογένεια του συζύγου της. Κληθείσα να αναφέρει το λόγο που κατηγόρησαν την ίδια για τον θάνατο του συζύγου της εφόσον όλοι γνώριζαν τι ακριβώς συνέβη, η Αιτήτρια επικαλέστηκε πως ο κουνιάδος της ουδέποτε τη συμπάθησε, ενώ όσον αφορά τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας του συζύγου της, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε πως ο κουνιάδος της, τους επηρεάζει και φοβούνται να μιλήσουν. Επικαλέστηκε δε, ότι η κατάσταση της υγείας της δεν της επιτρέπει να επιστρέψει στο Καμερούν, καθώς από το 2019 επισκέπτεται συνέχεια το νοσοκομείο και δεν θα έχει τη δύναμη να εργαστεί ώστε να πληρώσει για τη νοσηλεία στη χώρα της που δεν είναι δωρεάν, ως ισχυρίστηκε. Δήλωσε επίσης πως ούτε ο αδελφός της που βρίσκεται στο εξωτερικό δεν θα μπορούσε να την βοηθήσει οικονομικά αφού έχει τις δικές του ευθύνες και επιπλέον στηρίζει τα παιδιά της ίδιας. Επιπλέον, δήλωσε πως επιθυμεί να παραμείνει στην Κύπρο για λόγους υγείας. Ερωτηθείσα σχετικά με το πως η ίδια κατάφερε να πάρει τα παιδιά της από το χωριό του κουνιάδου της όπου τους κρατούσαν και να πάνε σε προστατευόμενο περιβάλλον, η Αιτήτρια είπε ότι η μεγάλη της κόρη ήταν πολύ έξυπνη και απευθύνθηκε σε κάποια άτομα της εκκλησίας. Σε άλλο ερώτημα αναφορικά με τα κτηματικά και τον κουνιάδο της, η Αιτήτρια δήλωσε πως ο συνεργάτης του συζύγου της είχε καταχωρίσει αγωγή εναντίον του κουνιάδου της. Ερωτηθείσα αναφορικά με ποιες διαδικασίες εκκρεμούν εναντίον της ίδιας, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε πως υπάρχει διαδικασία σχετικά με το ότι έχει σκοτώσει τον σύζυγο της, λέγοντας πως για αυτό την ενημέρωσε η φίλη της στην οποία είχε αφήσει τα παιδιά της, αλλά η εν λόγω φίλη της απλά το είχε ακούσει και δεν είναι κάτι σίγουρο, ως δήλωσε η Αιτήτρια.

48.          Κατά τη δεύτερη ακροαματική διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, οι συνήγοροι της Αιτήτριας τοποθετήθηκαν  αναφορικά με τα ιατρικά θέματα που προβάλλει η Αιτήτρια. Από πλευράς τους οι Καθ’ ων η αίτηση ανέφεραν ότι το αίτημα της Αιτήτριας σχετίζεται με τη ψυχολογική της κατάσταση και ως προς τούτο, υποβάλλουν ότι η Υπηρεσία Ασύλου αξιολογώντας τον κίνδυνο διέκρινε ότι η Αιτήτρια είχε ζητήσει βοήθεια στη χώρα της και δεν φαίνεται ότι της την αρνήθηκαν. Επομένως προκύπτει ότι θα έχει σχετική υποστήριξη στη χώρα της για το εν λόγω ιατρικό ζήτημα. Επιπλέον, όσον αφορά στο πρόβλημα με ισχυρούς πόνους στην σπονδυλική στήλη που επικαλείται η Αιτήτρια, οι Καθ’ ων η αίτηση αναφέρουν ότι δεν υπήρχαν τέτοιες ενδείξεις και ουδέποτε η Αιτήτρια είχε προσκομίσει σχετικά έγγραφα ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, ώστε να στοιχειοθετούνται οι εν λόγω ισχυρισμοί της. Περαιτέρω, επεσήμαναν ότι από τον Ιούλιο του 2023 που επανανοίχθηκε η παρούσα υπόθεση και έκτοτε, η Αιτήτρια δεν προσκόμισε οποιαδήποτε ιατρικά έγγραφα στο Δικαστήριο. Ως προς την ουσία του αιτήματός της Αιτήτριας, οι Καθ’ ων η αίτηση υποβάλλουν ότι υπάρχει υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής της, είναι δε γεγονός ότι η ίδια μπορεί να επιστρέψει εκεί εφόσον δεν προκύπτει ότι διώκεται από το κράτος. Από την πλευρά τους, οι συνήγοροι της Αιτήτριας ανέφεραν ότι δεν τους προσκόμισε η Αιτήτρια κάποιο ιατρικό πιστοποιητικό ώστε να παρουσιαστεί ενώπιον του Δικαστηρίου, υποβάλλοντας όμως, ότι υπάρχει σχετικό έγγραφο από τον ΟΚΥΠΥ για την περίπτωση της. Ενόψει τούτων, το παρόν Δικαστήριο κατέληξε ότι πράγματι δόθηκε αρκετός χρόνος για προσκόμιση ιατρικών πιστοποιητικών από την Αιτήτρια και δεν προσκομίστηκε οτιδήποτε.

49.          Ως προς τα όσα επικαλείται για την κατάσταση της υγείας της, παρατηρείται ότι η Αιτήτρια προσκόμισε ιατρική έκθεση κατά τη διοικητική διαδικασία (ημερ. 22/07/2021, βλ. ερ. 33 του διοικητικού φακέλου) από κλινική ψυχολόγο, η οποία έγινε σε συνεργασία με την μη κυβερνητική οργάνωση Cyprus Refugees Council. Καταρχάς κρίνεται ότι ή εν λόγω έκθεση είναι γνήσια και ότι προέρχεται όντως από συγκεκριμένο λειτουργό ψυχικής υγείας. Σύμφωνα με την εν λόγω έκθεση, η Αιτήτρια διαγνώστηκε με Μετατραυματικό Στρες (PTSD), κατάθλιψη και ως θύμα βασανιστηρίων. Στο πλαίσιο της έκθεσης καταγράφονται εκ νέου οι δηλώσεις της Αιτήτριες, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη και στο πλαίσιο αξιολόγησης της αξιοπιστίας, ως δηλώσεις που καταγράφηκαν από ειδικό σε θέματα ψυχικής υγείας. Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι η Αιτήτρια, σύμφωνα με την υπό αναφορά έκθεση υποβάλλεται σε ψυχοθεραπεία από τον Ιούλιο του 2020 ενώ η ειδικός επιβεβαιώνει ότι παρά τη ψυχολογική κατάσταση της Αιτήτριας και τα προβλήματα ψυχικής υγείας που αντιμετωπίζει, οι δηλώσεις της είναι εν πολλοίς συνεκτικές. Σημειώνεται εξάλλου στο σημείο αυτό ότι όσον αφορά σε διαγνώσεις πέραν των ζητημάτων ψυχικής υγείας, π.χ. αναφορά σε πόνο στη μέση, δεν μπορεί το εν λόγω πιστοποιητικό να έχει οποιαδήποτε αποδεικτική αξία καθώς ο λειτουργός που το συνέταξε δεν έχει την αντίστοιχη ειδικότητα.

50.          Προχωρώντας στην αξιολόγηση του συνόλου των ισχυρισμών της Αιτήτριας, συντάσσομαι με τους Καθ’ ων η αίτηση ως προς την αξιολόγηση και αποδοχή του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού, ήτοι ότι η Αιτήτρια κατάγεται από την περιοχή Ndounge (Littoral Region) του Καμερούν, όπου γεννήθηκε το 1979, αλλά έπειτα μετοίκησε σε χωριό στην πόλη Douala (της ίδιας περιφέρειας), που αποτελεί και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της στη χώρα καταγωγής. Επιπλέον, ως προς την ταυτότητα/προφίλ της, παρατηρώ ότι η Αιτήτρια είναι χήρα με τέσσερα παιδιά (εκ των οποίων μόνο η μία από τις τρεις θυγατέρες της είναι ανήλικη, ενώ οι άλλες δύο της κόρες μαζί με τον υιό της είναι πλέον ενήλικοι), Χριστιανή στο θρήσκευμα, με μόρφωση μέχρι το επίπεδο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (χωρίς όμως απολυτήριο), με υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής, ανήκει στη φυλή Bamileke, έχει κάποια θέματα υγείας και είχε τη δική της επιχείρηση στη χώρα καταγωγής.

51.          Επισημαίνεται σε σχέση με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό στο σημείο αυτό, πως οι Καθ’ ων η αίτηση όφειλαν να τον διατυπώσουν ως εξής: «κατ’ ισχυρισμό κακομεταχείριση της Αιτήτριας από την οικογένεια του αποβιώσαντα συζύγου της και την κοινότητα/τρίτους λόγω του ότι η ίδια αρνήθηκε να συμμετέχει σε εθιμικές/τελετουργικές διαδικασίες σύμφωνα με τη δική τους παράδοση» (ως προς το σχηματισμό των ουσιωδών ισχυρισμών, βλ. σχετικό Πρακτικό Οδηγό της EASO αναφορικά με την αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων[1]). Αναφορικά με τον πιο πάνω ισχυρισμό, παρατηρείται ότι η Αιτήτρια αναφέρθηκε σε συγκεκριμένες διαδικασίες σύμφωνα με τις παραδόσεις τους, που προσπάθησαν να της επιβάλουν από πλευράς της οικογένειας του συζύγου της όταν ο σύζυγός της απεβίωσε. Όπως δήλωσε η Αιτήτρια, ήθελαν να παραμείνει στο χωρίο τους μαζί με τα παιδιά της, να παντρευτεί με τον αδελφό του αποβιώσαντα συζύγου της, και να ακολουθήσει κάποια τελετουργία σύμφωνα με την παράδοση τους. Κατόπιν δε, επειδήη ίδια αρνήθηκε, κάποια μέλη από την οικογένεια του συζύγου της καθώς και οι χωρικοί εκεί στράφηκαν εναντίον της κακοποιώντας την. Ειδικότερα, ανέφερε ότι δεν της επέτρεπαν να φύγει από το χωριό τους, την κτυπούσαν καθώς και την έβριζαν. Ως προς αυτές τις περιστάσεις, διακρίνεται πως η Αιτήτρια περιέγραψε με σαφήνεια και λεπτομέρεια τις απόπειρές της να διαφύγει από το χωριό, ως επίσης τα περιστατικά βίας εναντίον της. Ομοίως, η Αιτήτρια υπέδειξε συγκεκριμένα τον κουνιάδο της ως τον κύριο υπεύθυνο, καθώς επίσης, τον μεγάλο του υιό και τον θετό υιό της ίδιας, αναφέροντας για τους δύο τελευταίους ότι φέρεται να παρακινούνταν από τον πρώτο, ήτοι τον κουνιάδο της. Επίσης, ανέφερε για τον κουνιάδο της ότι εκείνος από ανέκαθεν τη μισούσε και η ίδια είχε αποξενωθεί από την οικογένεια του συζύγου της. Βάσει της σχετικής αφήγησης της αναφορικά με τα πιο πάνω περιστατικά βίας/κακομεταχείρισης που βίωσε η ίδια κατά την παραμονή της στο χωριό της οικογένειας του συζύγου της στην πόλη Bafoussam (West Region), διακρίνεται καταρχάς πως ορθά οι Καθ’ ων η αίτηση διαπίστωσαν πως η Αιτήτρια περιέγραψε με επαρκή λεπτομέρεια τα εν λόγω περιστατικά που βίωσε και δεν υπέπεσε σε αντιφάσεις ούτε υπήρξαν κενά στην αφήγησή της. Ωστόσο, λανθασμένα απέρριψαν τον εν λόγω ισχυρισμό κατά την αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας, εξαιτίας του ότι δεν ήταν δυνατό να εξαχθεί πως το άτομο που ήταν υπεύθυνο για τα εν λόγω περιστατικά ήταν ο κουνιάδος της καθώς και για το λόγο ότι η ίδια αρνήθηκε να τον παντρευτεί. Λανθασμένα οι Καθ’ ων η αίτηση επικεντρώθηκαν μόνο στον κουνιάδο της Αιτήτριας και στην άρνησή της να τον παντρευτεί, καταλήγοντας έτσι σε απόρριψη του εν λόγω ισχυρισμού επειδή τα περιστατικά που ανέφερε η Αιτήτρια δεν μπορούσαν να συνδεθούν με τον κουνιάδο της. Επιπλέον, ως προκύπτει, παραγνώρισαν τους υπόλοιπους εμπλεκόμενους στα εν λόγω περιστατικά, οι οποίοι σχετίζονται με τον κουνιάδο της, την οικογένεια του και το χωριό του, ως επίσης και τα όσα άλλα προσπάθησαν να υποβάλουν στην Αιτήτρια σύμφωνα με την παράδοση τους, ως η ίδια τα περιέγραψε και ως αναφέρθηκαν πιο πάνω. Σημειώνεται ότι τα όσα η Αιτήτρια περιέγραψε κατά τη διοικητική και την παρούσα δικαστική διαδικασία  επαναλαμβάνονται σε σημαντικό βαθμό στην προαναφερθείσα ιατρική έκθεση που προσκόμισε η Αιτήτρια κατά τη διοικητική διαδικασία (βλ. ερ. 33). Ως εκ τούτου, η εσωτερική της αξιοπιστία τεκμηριώνεται.

52.          Συνακόλουθα δε, από σχετικές αναφορές σε εξωτερική πηγή πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής, προκύπτει ότι: «Η πρακτική των τελετουργιών χηρείας, με τις οποίες οι χήρες υπόκεινται σε ορισμένες δοκιμασίες, όπως το μπάνιο δημοσίως ή οι περιορισμοί στην μετακίνηση, ήταν διαδεδομένη στις αγροτικές κοινότητες στην Δυτική Περιφέρεια.»[2]. Επισημαίνεται δε, ότι τα εν λόγω περιστατικά έλαβαν χώρα στο χωριό της οικογένειας του συζύγου της Αιτήτριας, το οποίο εξάλλου βρίσκεται στην πόλη Bafoussam εντός δηλαδή της Δυτικής Περιφέρειας (West Region) του Καμερούν. Άρα διακρίνεται πως τα λεγόμενα της Αιτήτριας συνάδουν με τις πληροφορίες σε εξωτερικές πηγές. Ως εκ των ανωτέρω, κρίνεται ότι θα πρέπει να τύχει αποδοχής το γεγονός ότι η Αιτήτρια υπέστη κακομεταχείριση κατά την παραμονή της στο χωριό της οικογένειας του συζύγου της, λόγω του ότι η ίδια αρνήθηκε να συμμετέχει σε εθιμικές/τελετουργικές διαδικασίες σύμφωνα με την εκεί παράδοση.

53.          Ως προς τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό, συντάσσομαι (εν μέρει) με την αξιολόγηση των Καθ' ων η αίτηση επί της εσωτερικής αξιοπιστίας της Αιτήτριας. Συνάμα, παρατηρώ αρχικά ότι ο εν λόγω ισχυρισμός πηγάζει από τα όσα η Αιτήτρια δήλωσε ότι έγιναν αφότου ο κουνιάδος της ζήτησε από την ίδια να ξεπληρώσει το χρέος του αποβιώσαντα συζύγου της προς εκείνον και στα πλαίσια τούτου, της ζήτησαν να υπογράψει κάποια έγγραφα. Με βάση τα λεγόμενά της, η ίδια δεν γνώριζε οτιδήποτε για κάτι τέτοιο, εφόσον δεν της το ανέφερε ο σύζυγός της, όπως είπε. Ανέφερε επίσης ότι η ίδια και ο κουνιάδος της διαφώνησαν για το εν λόγω θέμα. Διακρίνεται δε, ότι κατόπιν τούτου, ακολούθησαν μια σειρά από γεγονότα και περιστατικά που οδήγησαν εν τέλει στη διαφυγή της Αιτήτριας από το χωριό της οικογένειας του συζύγου της και την επιστροφή της στο χωριό της στην πόλη Douala. Σύμφωνα με τα λεγόμενά της, η Αιτήτρια αρχικά δέχθηκε βίαιη επίθεση και περιφρόνηση από μέλη της οικογένειας του κουνιάδου της, ενώ έπειτα τραυματίστηκε στην προσπάθειά της να διαφύγει από το χωριό και έτυχε περίθαλψης και για τα δύο συμβάντα σε νοσοκομείο της περιοχής. Στο σημείο αυτό, διακρίνεται ότι οι Καθ’ ων η αίτηση αναφέρουν συνοπτικά τα πιο πάνω γεγονότα στα πλαίσια της αξιολόγησης του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού, ενώ αυτά αφορούν στον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό. Στην αξιολόγησή  τους για τον υπό αναφορά (τρίτο) ουσιώδη ισχυρισμό αναφέρουν αρχικά (μόνο) ότι η Αιτήτρια δέχθηκε απειλές από τον κουνιάδο της λόγω του χρέους του συζύγου της σε εκείνον. Ωστόσο, έπειτα (ορθά) αναφέρονται και στα όσα επακολούθησαν αφότου η Αιτήτρια επέστρεψε στην Douala, ως η ίδια τα ανέφερε (ήτοι ότι ο κουνιάδος της πήρε τον έλεγχο της κτηματικής περιουσίας του αποβιώσαντα συζύγου της και επιπλέον, με οδηγίες του κουνιάδου της, κάποιοι επιτέθηκαν στη συζυγική τους εστία και άρχισαν να την καταστρέφουν). Ως προκύπτει, οι Καθ’ ων η αίτηση όφειλαν να συμπεριλάβουν και συναξιολογήσουν τα περιστατικά που προηγήθηκαν και ειδικότερα τη βίαιη επίθεση και περιφρόνηση που δέχθηκε η Αιτήτρια από μέλη της οικογένειας του κουνιάδου της, εφόσον συνάδουν και με την υπόλοιπη αφήγηση της και αφορούν στα προβλήματα που είχε η ίδια λόγω του χρέους του συζύγου της προς τον κουνιάδο της (με βάση τα όσα η ίδια ισχυρίστηκε). Σε κάθε περίπτωση, συντάσσομαι με τους Καθ’ ων η αίτηση ως προς την αποδοχή του εν λόγω ουσιώδους ισχυρισμού εφόσον, πράγματι, όπως επισημαίνουν και οι Καθ' ων η αίτηση, η Αιτήτρια ήταν σε θέση να παραθέσει επαρκείς λεπτομέρειες επί τούτου και οι σχετικές δηλώσεις της είχαν συνέπεια. Επιπρόσθετα, επισημαίνω στο σημείο αυτό, ότι κρίνεται πως τα περιστατικά που προηγήθηκαν, τα οποία οι Καθ’ ων η αίτηση παρέλειψαν να συναξιολογήσουν υπό τούτον τον ισχυρισμό, επίσης τυγχάνουν αποδοχής στο πλαίσιο της παρούσας αξιολόγησης, εφόσον η σχετική περιγραφή της Αιτήτριας είχε συνέπεια καθώς και συνοχή με την όλη αφήγησή της. Περαιτέρω, παρατηρώ ότι στο σκέλος της εξωτερικής αξιοπιστίας οι Καθ' ων η αίτηση παρέπεμψαν σε πληροφορίες αναφορικά με την ύπαρξη κτηματικών διαφορών (που φαίνεται να αποτελούσαν κοινό φαινόμενο) στο Καμερούν.

54.          Όσον αφορά τον τελευταίο ουσιώδη ισχυρισμό περί του ότι η Αιτήτρια κατηγορείται πλέον για τον θάνατο του συζύγου της λόγω των προβλημάτων που είχε η ίδια με τον κουνιάδο της, κρίνεται ότι ορθά έτυχε απόρριψης από τους Καθ’ ων η αίτηση. Αρχικά παρατηρείται ότι η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι κάποιοι στο χωριό της οικογένειας του συζύγου της, την είχαν κατηγορήσει για τον θάνατο του συζύγου της, λέγοντας της πως ήθελε να ζήσει με την περιουσία του και να εκπορνευτεί. Συναφής είναι και η δήλωση της Αιτήτριας περί του ότι κάποιες γυναίκες με τις οποίες συναντήθηκαν τυχαία στο Yaoundé την κατηγόρησαν για τον θάνατο του συζύγου της και της επιτέθηκαν. Παρατηρείται αρχικά ότι η Αιτήτρια αναφέρθηκε χωρίς επαρκή λεπτομέρεια στον εν λόγω περιστατικό, χωρίς να αναφέρει οτιδήποτε συγκεκριμένο αναφορικά με τη δραστηριότητα τους, ούτε λεπτομέρειες σχετικά με το ρόλο/σκοπό της πορείας τους και την ενδυμασία τους. Εξάλλου, στερείται ευλογοφάνειας ο ισχυρισμός της Αιτήτριας πως μία από τις γυναίκες ανήκε στην οικογένεια του κουνιάδου της και την αναγνώρισε ενώ η ίδια δεν την γνώριζε. Αυτό δε, δεν είναι ευλογοφανές καθώς  η Αιτήτρια διέμενε για αρκετό καιρό στο χωριό της οικογένειας του κουνιάδου της. Εφόσον εξάλλου η Αιτήτρια δε γνώριζε την γυναίκα αυτή πώς ήταν σε θέση να γνωρίζει ότι η συγκεκριμένη από την όλη ομάδα συνδεόταν με τον κουνιάδο της. Ως εκ τούτων, και εν απουσία, εκ της φύσεως του εν λόγω ισχυρισμού, εξωτερικών στοιχείων ελέγχου της αξιοπιστίας της, ο εν λόγω ουσιώδης ισχυρισμός οφείλει να τύχει απόρριψης.

55.          Στο σημείο αυτό, παρατηρώ ότι κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η Αιτήτρια επανέλαβε ως λόγους για τους οποίους δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής πως η ίδια διώκεται από τον κουνιάδο της, ότι κατηγορείται επίσης για τον θάνατο του συζύγου της, καθώς και ότι η κατάσταση της υγείας της δεν της επιτρέπει να επιστρέψει, ούτε μπορεί να εργαστεί ώστε να πληρώσει για τη νοσηλεία στη χώρα της που δεν είναι δωρεάν, ως ισχυρίστηκε. Σχετικά με τον ισχυρισμό της περί του ότι κατηγορείται για τον θάνατο του συζύγου της, επισημαίνεται ότι αυτός έτυχε απόρριψης κατά την αξιολόγηση του, λόγω εσωτερικής (κυρίως) αναξιοπιστίας της Αιτήτριας. Ειδικότερα δε, ως προς τις δηλώσεις της Αιτήτριας περί του ότι εκκρεμούν διαδικασίες εναντίον της ίδιας σχετικά με το ότι έχει σκοτώσει τον σύζυγο της, παρατηρείται ότι αυτό αποτελεί εικασίες της που στηρίζονται σε φήμες/πληροφορίες που κατ’ ισχυρισμό της μετέφεραν (τρίτα) άτομα στη χώρα της. Εξάλλου, δεν προκύπτει από τα λεγόμενά της στη συνέντευξη ότι είχε προβλήματα με την αστυνομία παρά το ότι η ίδια ήρθε σε κάποιες περιπτώσεις σε επαφή μαζί τους, ούτε ο εν λόγω ισχυρισμός της θεμελιώνεται από οποιαδήποτε τεκμήρια/έγγραφα. Επιπλέον, ως η ίδια η Αιτήτρια δήλωσε κατά τη συνέντευξη, δεν αντιμετώπισε οποιαδήποτε προβλήματα κατά το ταξίδι της, ούτε κατά την έξοδό της από τη χώρα καταγωγής.

56.          Προχωρώντας στην αξιολόγηση του κινδύνου που διατρέχει η Αιτήτρια, στη βάση των αξιόπιστων ισχυρισμών της, έχοντας ενώπιόν μου τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης καθώς και την ίδια την επίδικη απόφαση, παρατηρώ τα εξής:

57.          Ως προς το προφίλ της Αιτήτριας, δεν προκύπτει φόβος δίωξης καθαυτός από τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας τα οποία και έχουν γίνει αποδεκτά ως προς τη φυλετική/εθνοτική βία και τις διακρίσεις λόγω φύλου[3]. Ειδικά ως προς το γεγονός ότι (πλέον) είναι μόνη μητέρα με τέσσερα παιδιά στη χώρα καταγωγής, παρατηρώ ότι η Αιτήτρια δεν επικαλείται ή προσκομίζει οποιοδήποτε τεκμήριο από το οποίο να προκύπτει ότι ενέχουν σοβαροί λόγοι ώστε να πιστεύεται ότι θα αντιμετωπίσει μεταχείριση σε τέτοιο βαθμό που να ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη κατά την επιστροφή στη χώρα καταγωγής της. Ως προς τούτο, λαμβάνεται επίσης υπόψη ότι η Αιτήτρια διαθέτει υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής της και τα τρία από τα τέσσερα της παιδιά έχουν ενηλικιωθεί, ενώ ο αδελφός της που βρίσκεται στο εξωτερικό στηρίζει τα παιδιά της ίδιας (ως η Αιτήτρια ανέφερε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου). Παράλληλα, είναι άτομο ενήλικο, με μόρφωση καθώς και με επαγγελματική πείρα αλλά και ικανότητα να εργαστεί. Το γεγονός δε, ότι διέθετε την δική της επιχείρηση (εστιατόριο), καταδεικνύει ότι θα μπορέσει σε περίπτωση επιστροφής της, να ανεύρει εργασία και να συντηρήσει την ίδια. Τέλος, το ζήτημα που αντιμετωπίζει με την ψυχική της υγεία φαίνεται όπως προκύπτει από τις κατωτέρω πληροφορίες μπορεί να αντιμετωπιστεί στη χώρα της καταρχήν. Σημειώνεται συναφώς ότι η ίδια δεν έχει προσκομίσει οποιοδήποτε έγγραφο που να καταδεικνύει ότι λαμβάνει συγκριμένη αγωγή στην οποία δεν θα είχε πρόσβαση στη χώρα της.  

58.          Ως προς τις ιδιαίτερες περιστάσεις της Αιτήτριας με βάση το προσωπικό της προφίλ και συγκεκριμένα ως προς το γεγονός ότι είναι χήρα, ως προκύπτει από πληροφορίες σε έγκυρη πηγή, «Μερικές φορές οι χήρες εξαναγκάζονταν σε γάμο με έναν από τους συγγενείς του αποθανόντος συζύγου τους, ειδικά στις αγροτικές κοινότητες, για να διασφαλιστεί η συνέχεια στη χρήση της περιουσίας που άφησε ο αποθανών σύζυγος, συμπεριλαμβανομένης της συζυγικής κατοικίας. Η κυβέρνηση συμπεριέλαβε διατάξεις στο νόμο που απαγορεύουν την έξωση συζύγου από τη συζυγική κατοικία από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο εκτός από τον άλλο σύζυγο.»[4]. Παρά ταύτα, είναι ξεκάθαρο ότι η Αιτήτρια αρνήθηκε κάτι τέτοιο, ενώ δεν φαίνεται να προκύπτει ένα τέτοιο ενδεχόμενο, εφόσον στην περίπτωσή της ο κουνιάδος της πήρε ήδη την περιουσία του συζύγου της και συνάμα κατέστρεψε κατά τον ισχυρισμό της τη συζυγική τους οικία, λόγω του χρέους του συζύγου της προς εκείνον. Άρα ούτε προκύπτει οτιδήποτε σε σχέση με το προφίλ της Αιτήτριας ως χήρα στη χώρα καταγωγής.

59.          Όσον αφορά στην κακομεταχείριση που αντιμετώπισε η Αιτήτρια από μέλη της οικογένειας του συζύγου της, καταρχάς προκύπτει ότι τα εν λόγω περιστατικά βίας που βίωσε η ίδια έλαβαν χώρα στο χωριό της οικογένειας του συζύγου της στην πόλη Bafoussam (West Region). Όμως η ίδια εν τέλει κατάφερε να διαφύγει από εκεί και να επιστρέψει στο χωριό της στην πόλη Douala (Littoral Region) και έκτοτε, ενόσω παρέμεινε εκεί, ουδέποτε βίωσε η ίδια οποιοδήποτε περιστατικό σωματικής βίας εναντίον της προσωπικά από κάποιο μέλος της οικογένειας του συζύγου της. Προτού δε αποβιώσει ο σύζυγός της, ζούσαν για αρκετά χρόνια μαζί στο χωριό της στην πόλη Douala, χωρίς να προκύπτει οποιοδήποτε συμβάν με την οικογένεια του συζύγου της, από την οποία εξάλλου, ως η ίδια δήλωσε, ήταν αποξενωμένοι. Εξάλλου, από τον θάνατο του συζύγου της και έπειτα, στο χωριό της η ίδια είχε τη στήριξη από τον φίλο του συζύγου της καθώς και από κάποιους γείτονές της. Επιπλέον τόσο η ίδια όσο και άλλα μέλη της οικογένειάς της δέχτηκαν τη συνδρομή από μέλη της τοπικής εκκλησίας. Πιο συγκεκριμένα, δεν φαίνεται η Αιτήτρια να επηρεάστηκε δυσμενώς από τα πιο πάνω περιστατικά κακομεταχείρισης που υπέστη, εφόσον η ίδια επέστρεψε στο χωριό της και στην πόλη Douala και συνέχισε τη ζωή της χωρίς να αντιμετωπίσει οιεσδήποτε δυσχέρειες (τουλάχιστον σε βαθμό που σωρευτικά θα συνιστούσαν δίωξη λόγω και του ότι έπειτα πήραν την περιουσία του συζύγου της και κατέστρεψαν τη συζυγική τους οικία). Ούτε δε προκύπτει στην περίπτωση της ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να πιστεύεται ότι κάτι τέτοιο θα επαναληφθεί με την επιστροφή της Αιτήτριας στο Καμερούν (βλ. άρθρο 18(4) του περί Προσφύγων Νόμου), εφόσον η ίδια αναμένεται με την επιστροφή της ότι θα διαμένει πλέον στο χωριό της στην Douala, το οποίο βρίσκεται σε αρκετά μακρινή απόσταση (οδικώς) αλλά και σε διαφορετική περιφέρεια από το χωριό της οικογένειας του συζύγου της. Σε κάθε περίπτωση, κανένα ιδιαίτερο λόγο δεν προέβαλε η Αιτήτρια για να πιστεύεται ότι οι αρχές της χώρας καταγωγής θα της αρνηθούν την προστασία σε περίπτωση που αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα με τον κουνιάδο της ή την (υπόλοιπη) οικογένεια του συζύγου της, κατά την επιστροφή της στο Καμερούν. Όλως επικουρικώς με βάση τα προσωπικά δεδομένα της Αιτήτριας, η ίδια θα μπορούσε εάν επιθυμούσε να μετέβαινε στη Yaoundé μακριά από τον κατ’ ισχυρισμό φορέα δίωξής της, όπου διαθέτοντας ευρύτερο κοινωνικό και οικογενειακό δίκτυο στη χώρα καταγωγής θα μπορούσε να διαβιώσει με βάση το προφίλ της που αναπτύσσεται ανωτέρω. Επισημαίνεται ότι ούτε στη Yaoundé επικρατούν συνθήκες αδιάκριτης βίας, καθώς μεταξύ 16.02.2023 και 16.02.2024 καταγράφηκαν από τη βάση δεδομένων ACLED 30 περιστατικά ασφαλείας εκ των οποίων προέκυψαν 19 απώλειες, 1 εξ αυτών καταγράφηκε ως μάχη, 18 ως ταραχές, 11 ως βία κατά αμάχων.[5] O πληθυσμός της Yaounde ανέρχεται στους 3.3 εκατομμύρια κατοίκων.[6]

 

60.          Ως προς τα υπόλοιπα προβλήματα που η Αιτήτρια είχε με τον κουνιάδο της, παρατηρείται πως αυτά συνδέονται με το χρέος του συζύγου της ίδιας προς εκείνον. Η επίθεση δε που η ίδια δέχθηκε στο χωριό της οικογένειας του συζύγου της και οδήγησε στον τραυματισμό της στο κεφάλι, αποτελεί ένα μεμονωμένο γεγονός που έγινε κατά τη συζήτηση που είχαν για το εν λόγω χρέος. Εξάλλου, ως προς τα εν λόγω ζητήματα που προέκυψαν λόγω του χρέους του συζύγου της, παρατηρείται ότι η Αιτήτρια είχε πρόσβαση στη δικαιοσύνη, ενώ αποτάθηκε τόσο στις αστυνομικές αρχές της χώρας καταγωγής, ως επίσης στις κοινωνικές υπηρεσίες της χώρας της. Περαιτέρω, σε έγκυρη πηγή καταγράφεται μια περίπτωση όπου εντός του 2023, «…το Διοικητικό Δικαστήριο της Littoral έκρινε ότι η ιδιοποίηση περίπου έξι στρεμμάτων γης από την κυβέρνηση το 2020 [σε περιοχή] της Douala παραβίαζε το νόμο. […] Η [εν λόγω] απόφαση [..] ζητούσε την αποκατάσταση των πιστοποιητικών γης και των συναφών δικαιωμάτων των πληγέντων εκτοπισθέντων ατόμων.»[7].

61.          Καταληκτικά, ενόψει των ανωτέρω και από τα στοιχεία του φακέλου, δεν προκύπτει ότι δικαιολογείται η υπαγωγή της Αιτήτριας στο καθεστώς του πρόσφυγα υπό τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον δεν προκύπτει τέτοιος βάσιμος φόβος δίωξης της Αιτήτριας  για κάποιους από τους λόγους που εξαντλητικώς αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής.

62.          Ούτε επίσης τεκμηριώνεται, επικουρικώς, η υπαγωγή της στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς η Αιτήτρια δεν τεκμηριώνει αλλά και από τα ενώπιόν μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς της, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

63.          Ειδικότερα, στην προκείμενη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό της Αιτήτριας δεν προκύπτει, ότι ενόψει των προσωπικών της περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής (βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32), ήτοι ότι διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της [βλ. άρθρο 19, εδάφιο (2) (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου]. Παρατηρείται ότι  η Αιτήτρια, δεν έθεσε υπόψη των Καθ’ ων η αίτηση τα πραγματικά περιστατικά εκείνα που θα επέτρεπαν να αντληθούν τέτοια συμπεράσματα.

64.          Περαιτέρω, όσον αφορά την κατάσταση υγείας της Αιτήτριας, καταρχάς διακρίνεται ότι η Αιτήτρια θα μπορούσε με την επιστροφή της στη χώρα καταγωγής της, να αξιοποιήσει (ενδεχομένως) την υποστήριξη που παρέχεται μέσω του προγράμματος ΔΟΜ-ΕΕ για τον εθελούσιο επαναπατρισμό μεταναστών με στόχο την ομαλή επανένταξή τους στη χώρα καταγωγής, που «αποσκοπεί προς την αντιμετώπιση των οικονομικών, κοινωνικών και ψυχοκοινωνικών αναγκών» των επαναπατρισθέντων[8] (βλ. επίσης, όσον αφορά την περίπτωση του Καμερούν, διαθέσιμες πληροφορίες για το εν λόγω πρόγραμμα που υφίσταται σε συνεργασία του ΔΟΜ με πλειάδα κρατικών υπηρεσιών στη χώρα καταγωγής[9]).

65.          Πέραν τούτων, από πηγές πληροφόρησης για το Καμερούν, διακρίνεται ότι σε εθνικό επίπεδο (βάσει δεδομένων του ΠΟΥ για το 2020) υπήρχαν συνολικά 492 επαγγελματίες ψυχικής υγείας στη χώρα (12 ψυχίατροι, 150 νοσηλευτές ψυχικής υγείας, 300 ψυχολόγοι και άλλοι 30 επαγγελματίες που εργάζονταν στον τομέα της ψυχικής υγείας)[10], ενώ πιο πρόσφατα δεδομένα που παρουσιάστηκαν κατά τον Δεκέμβριο του 2022 αναφέρουν ότι σε εθνικό επίπεδο υπήρχαν «15 ψυχίατροι, τρεις στον ιδιωτικό τομέα, περίπου 200 νοσηλευτές ειδικευμένοι στη ψυχική υγεία, 30 κλινικοί ψυχολόγοι στον ιδιωτικό τομέα, καθώς και αρκετοί πάροχοι υπηρεσιών κοινωνικής υγείας» στη χώρα[11]. Περαιτέρω, με βάση πληροφορίες από εξωτερικές πηγές, «από το 2021, υπήρχαν δύο δημόσια νοσοκομεία στο Καμερούν που χειρίζονταν ζητήματα ψυχικής υγείας, συγκεκριμένα το Hospital Jamot στο Yaoundé και το Hospital Laquintinie στη Douala»[12], ενώ σύμφωνα με τον ΠΟΥ (βάσει δεδομένων για το 2020), «η πλειοψηφία των ατόμων με προβλήματα ψυχικής υγείας πλήρωνε για τις υπηρεσίες και τα φάρμακα ‘κυρίως ή εξ ολοκλήρου από την τσέπη τους’»[13]. Επιπρόσθετα, από σχετικές αναφορές σε πηγές πληροφόρησης προκύπτει ότι ως καταγράφηκε κατά τον Ιούλιο του 2023 «…’γίνονται προσπάθειες στο Καμερούν για την αντιμετώπιση των προκλήσεων ψυχικής υγείας...’»[14]. Επίσης, καταγράφεται ότι στο Καμερούν υπάρχουν μη κυβερνητικοί οργανισμοί (οι οποίοι δρουν επικουρικά όσον αφορά στην αντιμετώπιση προβλημάτων ψυχικής υγείας στη χώρα), όπως το Cameroon Mental Health Foundation (CMHF) που λειτουργεί από το 2019 και ’έχει συνεργαστεί με παρόχους υγειονομικής περίθαλψης για τη δημιουργία εξειδικευμένων κλινικών σε ολόκληρη τη χώρα’, παρέχοντας θεραπεία σε περισσότερους από 10.000 ασθενείς»[15].

66.          Σε κάθε περίπτωση, παρατηρείται πως παρά το ότι δόθηκε η ευκαιρία στην Αιτήτρια και κατά την παρούσα διαδικασία, η ίδια δεν προσκόμισε οτιδήποτε προς απόδειξη/υποστήριξη των ισχυρισμών της περί ιατρικών προβλημάτων και της κατάστασης της υγείας της. Εξάλλου, δεν προκύπτει οτιδήποτε που να εμποδίζει την Αιτήτρια στο να κατανοεί και να εργαστεί στη χώρα καταγωγής της. Η ίδια δε είχε πρόσβαση σε ιατροφαρμακευτική φροντίδα στη χώρα της και δεν προκύπτει από τα λεγόμενά της ότι στη χώρα καταγωγής θα της αρνηθούν τη νοσηλεία ή ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, σκοπίμως ή για κάποιον ιδιαίτερο λόγο που να σχετίζεται με την ίδια. Ούτε εξάλλου, ο βαθμός επάρκειας του τομέα της ιατροφαρμακευτικής φροντίδας στη χώρα καταγωγής αποτελεί (από μόνος του) παράγοντα ώστε να θεωρηθεί ότι πληρούνται οι πρόνοιες του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου καθότι δεν υφίσταται φορέας δίωξης. [Βλ. σχετικά, Απόφαση του ΔΕΕ της 24ης Απριλίου 2018  C-353/16, MBodj, σκέψεις 35-36]

67.          Αναφορικά δε με τους δύο τραυματισμούς που είχε η Αιτήτρια στη χώρα της (ήτοι ένα τραύμα στο κεφάλι και ένα άλλο στην ωμοπλάτη), παρατηρείται ότι με βάση τις σχετικές της δηλώσεις η ίδια έτυχε περίθαλψης και για τα δύο τραύματα σε νοσοκομείο στη χώρα της, ενώ ισχυρίστηκε κατά τη συνέντευξη της (γενικά) πως έχει πόνο στην πλάτη. Περαιτέρω, με βάση και τις σχετικές δηλώσεις της, δεν προκύπτει ότι κάτι τέτοιο μπορεί από μόνο του να αποτελέσει λόγους να πιστεύεται ότι η Αιτήτρια πάσχει από κάποια σοβαρή ασθένεια ή έχει σημαντικό πρόβλημα υγείας, ώστε να μην μπορεί ή που δεν της επιτρέπει, να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής (Βλ. απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Paposhvili v. Belgium, Αριθμός αίτησης 41738/10, 13.12.2016, παρ. 192).

68.          Ούτε εξάλλου, προκύπτει ότι συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία στον τελευταίο τόπο διαμονής της Αιτήτριας ο βαθμός της οποίας να είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμηθεί ότι η Αιτήτρια, ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί ότι θα επιστρέψει στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας της και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 43].

69.          Ειδικότερα, ως προς τη γενική κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής, από πληροφορίες που καταγράφονται σε έγκυρη πηγή παρατηρείται ότι το Καμερούν «εμπλέκεται σε μη διεθνή ένοπλη σύρραξη (NIAC) εναντίον της Boko Haram στην περιοχή Far North και εναντίον αριθμού ομάδων αγγλόφωνων αποσχιστών, οι οποίες διαμάχονται εναντίον της κυβέρνησης για την ανεξαρτησία των περιοχών στις περιφέρειες Northwest και Southwest»[16].

70.          Ως προς τον αριθμό των περιστατικών ασφαλείας γενικότερα στην περιφέρεια Littoral του Καμερούν, ευρύτερη περιοχή στην οποία βρίσκεται ο τόπος συνήθους διαμονής της Αιτήτριας (Douala), μεταξύ 1.7.2023 και 28.6.2024 καταγράφηκαν από τη βάση δεδομένων του ACLED συνολικά 19 περιστατικά βίας (12 περιστατικά ταραχών/εξεγέρσεων, 4 περιστατικά διαδηλώσεων, 2 περιστατικά βίας εναντίον των πολιτών/αμάχων και 1 περιστατικό μάχης, ενώ δεν καταγράφηκαν περιστατικά εκρήξεων / βίας εξ αποστάσεως) εκ των οποίων προέκυψαν 5 απώλειες (4 από τα περιστατικά ταραχών/εξεγέρσεων και 1 από το περιστατικό μάχης, ενώ δεν καταγράφηκαν θάνατοι από τα περιστατικά διαδηλώσεων και βίας εναντίον των πολιτών/αμάχων)[17]. Τα εν λόγω στοιχεία, εξεταζόμενα συνδυαστικά με τον εκτιμώμενο πληθυσμό της περιφέρειας Littoral του Καμερούν (3.355.000 κάτοικοι με βάση την επίσημη εκτίμηση για το 2015[18]), δεικνύουν ότι η ένταση της βίας στην εν λόγω περιοχή είναι σχετικά πολύ μικρή.

71.          Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, «[αναγνωρίζεται] καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δε βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής». Ως «σοβαρή» ή «σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη» ορίζεται δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου (συγκεκριμένα) ως «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης».

72.           Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε απόφασή του ότι συνιστούν «[…] μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

73.          Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (στο εξής: το ΕΔΑΔ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΑΔ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011, σκέψη 241) αξιολόγησε ως κατάλληλα, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τα κριτήρια αναφορικά με τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών, οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, εάν οι συγκρούσεις είναι τοπικές ή εκτεταμένες, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

74.          Όπως αναλύθηκε και ανωτέρω, η ένταση της βίας στην περιφέρεια Littoral του Καμερούν όπου βρίσκεται το χωριό της Αιτήτριας (στην Douala) φαίνεται να παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα, χωρίς δε να παρατηρούνται ιδιαίτερα περιστατικά ένοπλης σύρραξης ή συχνά συμβάντα αδιακρίτως ασκούμενης βίας. Ούτε προκύπτει από το προσωπικό προφίλ και περιστάσεις της Αιτήτριας ότι η ίδια εμπλέκεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με τα όσα διαδραματίζονται στα πλαίσια των ενόπλων συγκρούσεων που καταγράφονται συγκεκριμένα στις προαναφερθείσες περιοχές του Καμερούν (ήτοι Far North Region, Northwest Region, Southwest Region). Συναφώς, προκύπτει ότι δεν τεκμηριώνεται πραγματικός κίνδυνος για την Αιτήτρια να επηρεαστεί προσωπικά από την παρουσία της και μόνο στον τόπο συνήθους διαμονής της στη χώρα καταγωγής ως πολίτης/άμαχος,. Επομένως, ούτε συντρέχει περίπτωση υπαγωγής της Αιτήτριας στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας στη βάση του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

75.          Ενόψει της πιο πάνω ανάλυσης και διαπίστωσης, η εξέταση των ισχυρισμών της Αιτήτριας περί πλημμελούς έρευνας και ανεπαρκούς αιτιολόγησης για τη μη υπαγωγή της στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας καθίσταται αλυσιτελής, ιδίως δεδομένης της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και της έκτασης του ελέγχου που ασκεί στην επίδικη πράξη.

 

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση.

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] EASO, Practical Guide: Evidence Assessment (March 2015), https://euaa.europa.eu/sites/default/files/public/EASO-Practical-Guide_-Evidence-Assessment.pdf, σελ. 2 [ημερ. πρόσβασης 05/07/2024]

[2] U.S. Department of State (USDOS), 2023 Country Reports on Human Rights Practices: Cameroon, 23 April 2024, https://www.state.gov/reports/2023-country-reports-on-human-rights-practices/cameroon/ [ημερ. πρόσβασης 05/07/2024]

[3] U.S. Department of State (USDOS), 2023 Country Reports on Human Rights Practices: Cameroon, 23 April 2024, https://www.state.gov/reports/2023-country-reports-on-human-rights-practices/cameroon/ [ημερ. πρόσβασης 09/07/2024]

[4] U.S. Department of State (USDOS), 2022 Country Reports on Human Rights Practices: Cameroon, 20 March 2023, https://www.state.gov/reports/2022-country-reports-on-human-rights-practices/cameroon/ [ημερ. πρόσβασης 09/07/2024]

[5] https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard

[6] Fast track cities, Yaounde, https://fasttrackcitiesmap.unaids.org/cities/yaounde-2/ , (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/02/2024)

[7] U.S. Department of State (USDOS), 2023 Country Reports on Human Rights Practices: Cameroon, 23 April 2024, https://www.state.gov/reports/2023-country-reports-on-human-rights-practices/cameroon/ [ημερ. πρόσβασης 09/07/2024]

[8] International Organization for Migration (IOM), EU-IOM Joint Initiative for Migrant Protection and Reintegration, https://www.migrationjointinitiative.org/reintegration [ημερ. πρόσβασης 09/07/2024]

[9] International Organization for Migration (IOM), EU-IOM Joint Initiative for Migrant Protection and Reintegration –  Reintegration for migrants returning to Cameroon, https://www.migrationjointinitiative.org/sites/g/files/tmzbdl261/files/files/pdf/eutf-infosheet-cameroun-en-spreads_0.pdf [ημερ. πρόσβασης 09/07/2024]

[10] World Health Organization (WHO), Mental Health Atlas 2020 Country Profile: Cameroon, https://cdn.who.int/media/docs/default-source/mental-health/mental-health-atlas-2020-country-profiles/cmr.pdf?sfvrsn=8658cb16_8&download=true [ημερ. πρόσβασης 09/07/2024]

[11] Italian Agency for Development Cooperation in Khartoum, Sudan and ASUGI Mental Health Departmental Area of Trieste and Gorizia, Italy, International Conference – Bridging Gaps in Community Mental Healthcare: Towards a Shared Path for Mental Wellbeing in Sudan, Cameroon, Chad and Central African Republic (Trieste, Italy, 14-15 December 2022), https://khartoum.aics.gov.it/wp-content/uploads/2023/08/Conferenza_Mental_Health_Trieste_2022.pdf, [State of play of Mental Health in Cameroon: Achievements and Weaknesses of the System (Contribution by Justine Laure Menguene, Director of Mental Health at the Ministry of Public Health, Cameroon] σελ. 11 [ημερ. πρόσβασης 09/07/2024]

[12] EUAA, COI QUERY RESPONSE – Cameroon: Situation of individuals with mental health issues in Northwest and Southwest (Anglophone) regions; treatment by state and non-state actors, by society; availability of state protection. (Reference period: 1 January 2020 to 8 December 2023), 18 December 2023, https://www.ecoi.net/en/file/local/2102335/2023_11_EUAA_COI_Query_Response_Q68_Cameroon_Mental+health+issues.pdf, σελ. 5 [ημερ. πρόσβασης 09/07/2024]

[13] World Health Organization (WHO), Mental Health Atlas 2020 Country Profile: Cameroon, https://cdn.who.int/media/docs/default-source/mental-health/mental-health-atlas-2020-country-profiles/cmr.pdf?sfvrsn=8658cb16_8&download=true [ημερ. πρόσβασης 09/07/2024]

[14] EUAA, COI QUERY RESPONSE – Cameroon: Situation of individuals with mental health issues in Northwest and Southwest (Anglophone) regions; treatment by state and non-state actors, by society; availability of state protection. (Reference period: 1 January 2020 to 8 December 2023), 18 December 2023, https://www.ecoi.net/en/file/local/2102335/2023_11_EUAA_COI_Query_Response_Q68_Cameroon_Mental+health+issues.pdf, σελ. 7 [ημερ. πρόσβασης 09/07/2024]

[15] EUAA, COI QUERY RESPONSE – Cameroon: Situation of individuals with mental health issues in Northwest and Southwest (Anglophone) regions; treatment by state and non-state actors, by society; availability of state protection. (Reference period: 1 January 2020 to 8 December 2023), 18 December 2023, https://www.ecoi.net/en/file/local/2102335/2023_11_EUAA_COI_Query_Response_Q68_Cameroon_Mental+health+issues.pdf, σελ. 9 [ημερ. πρόσβασης 09/07/2024]

[16] Geneva Academy of International Humanitarian Law and Human Rights – RULAC: Rule of Law in Armed Conflicts, Non-international Armed Conflicts in Cameroon, Last updated: 12th January 2023, https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-cameroon [ημερ. πρόσβασης 09/07/2024]

[17] Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), ACLED Explorer, https://acleddata.com/explorer/ (Metric: Event Counts / Fatality Counts, Date range: 01/07/2023-28/06/2024, Region: Africa, Country: Cameroon, Admin: Littoral) [ημερ. πρόσβασης 09/07/2024]

[18] CITY POPULATION, Africa / CAMEROON: Regions: Littoral (Region) [Table], https://www.citypopulation.de/en/cameroon/cities/ [ημερ. πρόσβασης 09/07/2024]


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο