ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 7384/21

9 Αυγούστου, 2024

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

F.S.F.M.N.

Αιτήτρια,

και

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η αίτηση

Κακουλλής Δ. (κ.), για την Αιτήτρια

Σταυρούλλα Στ. (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η Αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή αιτείται την έκδοση απόφασης από το παρόν Δικαστήριο με την οποία να κηρύσσεται άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερούμενη κάθε έννομου αποτελέσματος και αδικαιολόγητη και αποτέλεσμα μη χρηστής διοίκησης, κατάχρησης εξουσίας, πλάνης και κακής εφαρμογής του Νόμου η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση, ημερομηνίας 19.8.2021, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της για διεθνή προστασία, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2020 (στο εξής: ο περί Προσφύγων Νόμος).

Γεγονότα

1.             Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Η Αιτήτρια κατάγεται από τη Δημοκρατία του Καμερούν. Εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές και περί τις 17.11.2016, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Στις 31.7.2017, ετοιμάστηκε σχετική έκθεση από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, σύμφωνα με την οποία παραπέμφθηκε η εν λόγω περίπτωση στην Υπηρεσία Ασύλου για σκοπούς προσδιορισμού της ηλικίας της Αιτήτριας. Την 1.8.2017, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου για την εξέταση του αιτήματός της καθώς και του ζητήματος της ηλικίας της. Στις 12.12.2017, πραγματοποιήθηκε δεύτερη συνέντευξη της Αιτήτριας επί του αιτήματός της από την ίδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 23.6.2021 και 2.7.2021, πραγματοποιήθηκε εκ νέου συνέντευξη της Αιτήτριας σε δύο μέρη από άλλο λειτουργό. Στις 10.8.2021, η εν λόγω λειτουργός υπέβαλε Εισηγητική Έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: Προϊστάμενος) για απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας. Η Εισήγηση εγκρίθηκε από τον Προϊστάμενο, στις 19.8.2021. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 6.10.2021, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής. Να σημειωθεί ότι ενώ η Αιτήτρια εμφανιζόταν ενώπιον του Δικαστηρίου αυτοπροσώπως περί το ένα έτος μετά την καταχώριση της παρούσας προσφυγής διόρισε συνήγορο προς εκπροσώπησή της, ο οποίος υπέβαλε αίτηση τροποποίησης του εισαγωγικού δικογράφου, η οποία εγκρίθηκε με την έκδοση σχετικού διατάγματος στις 12.10.2022.

Νομικοί Ισχυρισμοί

2.             Η Αιτήτρια στο πλαίσιο της γραπτής της αγόρευσης διακρίνει τους ισχυρισμούς της σε δύο επιμέρους κατηγορίες. Αφενός επικαλείται διαδικαστικές πλημμέλειες κατά τις δύο τελευταίες συνεντεύξεις και αφετέρου, την ύπαρξη καθυστέρησης στην εξέταση της αίτησής της. Ως προς το πρώτο, προβάλλει ότι οι δύο τελευταίες συνεντεύξεις λήφθηκαν υπό ακατάλληλες συνθήκες λόγω κυρίως του ότι ήταν μεγάλης διάρκειας. Επιπλέον, ισχυρίζεται ότι οι δύο εν λόγω συνεντεύξεις λήφθηκαν κατά παράβαση του άρθρου 18(2Α)(ιιι) και (ιν) του περί Προσφύγων Νόμου, καθότι τα όσα καταγράφονται δεν αποτυπώνουν με ακρίβεια ή/και καθόλου τις δηλώσεις της Αιτήτριας και συνεπώς δεν μπορεί να εξαχθεί οποιοδήποτε ασφαλές συμπέρασμα και/ή εύρημα από αυτές. Περαιτέρω, υποβάλλει ότι υπήρξε καθυστέρηση στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης από τους Καθ’ ων η αίτηση, για την οποία παρέλειψαν επίσης να ενημερώσουν, κατά παράβαση του άρθρου 13, εδάφια (5) και (6), του περί Προσφύγων Νόμου. Επίσης, επισημαίνει ως προς τούτο, ότι οι Καθ’ ων η αίτηση όφειλαν να εξετάσουν το αίτημά της κατά προτεραιότητα σύμφωνα με το άρθρο 12Ε του περί Προσφύγων Νόμου. Προβάλλει επίσης ότι οι Καθ’ ων η αίτηση παρέλειψαν να λάβουν υπόψη τους την ειδική κατάσταση της Αιτήτριας ως ευάλωτο πρόσωπο κατά παράβαση του άρθρου 9ΚΓ του περί Προσφύγων Νόμου, με αποτέλεσμα αυτό να συνιστά και παραβίαση των άρθρων 8 και 13 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν. 158(I)/1999). Καταλήγοντας, η Αιτήτρια υποστηρίζει ότι οι Καθ' ων η αίτηση δεν προέβησαν σε επαρκή έρευνα όσον αφορά τους ισχυρισμούς της, γεγονός που οδήγησε σε πλάνη περί τα πράγματα. Τέλος, προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη εφόσον η αιτιολογία για τη λήψη της είναι ελλιπής.

3.             Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της επίδικης πράξης, υποστηρίζοντας ότι η Αιτήτρια δεν προσκόμισε οτιδήποτε που να ανατρέπει το τεκμήριο της κανονικότητας. Υποβάλλουν επίσης ότι οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν από τους Καθ’ ων η αίτηση συνάδουν με τις διαδικασίες που προβλέπονται στον περί Προσφύγων Νόμο και στο Εγχειρίδιο της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες. Περαιτέρω, υποστηρίζουν ότι υποβλήθηκαν στην Αιτήτρια επαρκή ερωτήματα, καθώς επίσης και διευκρινιστικές ερωτήσεις, και ότι η επίδικη απόφαση αποτελεί προϊόν δέουσας έρευνας. Ως προς τους ουσιώδεις ισχυρισμούς της Αιτήτριας που κρίθηκαν αναξιόπιστοι (περί εξαναγκασμού της σε γάμο με τον ηγέτη του χωριού της και περί δίωξής της ένεκα του σεξουαλικού της προσανατολισμού), παραπέμποντας στη συνέντευξη και στην αιτιολογική έκθεση, η οποία αποτέλεσε την αιτιολογική βάση της επίδικης απόφασης, οι Καθ' ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι ορθώς αυτή κρίθηκε ως αναξιόπιστη καθώς οι δηλώσεις της δεν είχαν συνοχή, λογική αλληλουχία, σαφήνεια και συνέπεια. Ως εκ τούτου, αντιτείνουν ότι ορθώς ο Προϊστάμενος κατέληξε ότι δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις υπαγωγής της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Καταλήγοντας, υποβάλλουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν το αποτέλεσμα ορθής αξιολόγησης των στοιχείων της υπόθεσης και ορθής εφαρμογής του Νόμου, ενώ δεν υπήρξε οποιαδήποτε νομική ή πραγματική πλάνη από παρερμηνεία ή λανθασμένη εκτίμηση των στοιχείων που είχε ενώπιον της η Διοίκηση.

4.             Κατά την τελευταία δικάσιμο (ημερ. 16.1.2024) ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ο συνήγορος της Αιτήτριας επανέλαβε τα περί διαδικαστικών πλημμελειών ως προς το θέμα της καθυστέρησης στη λήψη της επίδικης απόφασης και ότι δεν δόθηκε η ευκαιρία στην Αιτήτρια να υποβάλει παρατηρήσεις επί των όσων καταγράφηκαν κατά τις συνεντεύξεις της (για τα οποία ισχυρίζεται πως δεν είναι ακριβή), προβάλλοντας επίσης ότι οι συνεντεύξεις δεν έγιναν νομότυπα. Από την πλευρά τους οι Καθ’ ων η αίτηση απορρίπτουν τον ισχυρισμό περί αδικαιολόγητης καθυστέρησης στη λήψη απόφασης και υποστηρίζουν ότι οι προθεσμίες του νόμου είναι ενδεικτικές. Σχετικά με τους ουσιώδεις ισχυρισμούς της Αιτήτριας περί δίωξής της λόγω του σεξουαλικού της προσανατολισμού και εξαναγκασμού της σε γάμο, οι Καθ’ ων η αίτηση παρέπεμψαν (αντίστοιχα) στις αποφάσεις του Δ.Δ.Δ.Π. υπ. αρ. 2054/23 και 8395/21, όπου επεξηγείται γιατί δεν είχαν γίνει αποδεκτοί τέτοιοι ισχυρισμοί, ενώ στην δεύτερη περίπτωση όπου προβλήθηκαν παρόμοιοι ισχυρισμοί γίνεται αναφορά σε οργανισμούς που υπάρχουν στη χώρα καταγωγής και για τη βοήθεια που μπορούν να αναζητήσουν οι γυναίκες σε περίπτωση καταναγκαστικού γάμου. Καταλήγοντας, οι Καθ’ ων η αίτηση υποστήριξαν ότι προηγήθηκε δέουσα έρευνα, ενώ οι (νομικοί) ισχυρισμοί δεν αναλύθηκαν ορθά, ούτε εξειδικεύθηκαν σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962. Ως προς το θέμα της συνέντευξης, αναφέρουν ως προς το διάστημα που αυτή διήρκησε ότι γινόταν τηλεδιάσκεψη, ενώ η Αιτήτρια είχε υπογράψει το πρακτικό και ότι κατανόησε τα όσα λέχθηκαν.

 

Το νομικό πλαίσιο

5.             Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2023 έχει ως ακολούθως (η υπογράμμιση είναι δική μου):

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής τηρουμένων των αναλογιών σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις/προσθήκες που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ’ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.»

6.             Ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 προβλέπει τα εξής:

«Έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον.»

7.             Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023 (στο εξής: ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

8.             Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει την έννοια του όρου πρόσφυγας και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτό το καθεστώς.

9.             Το άρθρο 13 του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:

«Κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων

13.-(1) Κατά την κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων, ο αρμόδιος λειτουργός εξετάζει την αίτηση και προβαίνει σε προσωπική συνέντευξη του αιτητή, εκτός στις περιπτώσεις όπου τέτοια συνέντευξη δυνατό να έχει ήδη πραγματοποιηθεί δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 12Δ.

[…]

(5) Η Υπηρεσία Ασύλου μεριμνά για την ταχύτερη δυνατή ολοκλήρωση της κανονικής διαδικασίας εξέτασης αιτήσεων, με την επιφύλαξη της διασφάλισης της κατάλληλης και πλήρους εξέτασης.

(6)(α) Με την επιφύλαξη των παραγράφων (β) και (γ) του παρόντος εδαφίου, η Υπηρεσία Ασύλου εξασφαλίζει ότι η διαδικασία εξέτασης της αίτησης ολοκληρώνεται εντός έξι (6) μηνών από την κατάθεση της αίτησης, είτε ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται στο παρόν άρθρο είτε ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 12Δ. [Σ.Σ: Το παρόν εδάφιο τίθεται σε ισχύ κατά την 20ή Ιουλίου 2018. Βλ. Υποσημείωση αρ. 36(3) του Ν. 106(Ι)/2016].

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος δεν μπορεί να λάβει απόφαση εντός εξαμήνου από την κατάθεση της αίτησης, η Υπηρεσία Ασύλου έχει υποχρέωση-

(i) Να ενημερώνει τον αιτητή σχετικά με την καθυστέρηση∙ και

(ii) να του παρέχει, κατόπιν αιτήματός του, πληροφορίες σχετικά με τους λόγους της καθυστέρησης και το χρονικό πλαίσιο κατά το οποίο αναμένεται η απόφαση επί της αίτησής του.

[..]

(7) Ανεξάρτητα από το εδάφιο (6), ο Προϊστάμενος δύναται να παρατείνει την προθεσμία των έξι (6) μηνών που ορίζεται στο εν λόγω εδάφιο, για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από εννέα (9) επιπλέον μήνες, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Όταν ανακύπτουν περίπλοκα ουσιαστικά ή/και νομικά ζητήματα·

(β) μεγάλος αριθμός υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών αιτούνται ταυτόχρονα διεθνή προστασία, γεγονός που καθιστά στην πράξη πολύ δύσκολη την ολοκλήρωση της διαδικασίας εντός της προθεσμίας των έξι (6) μηνών·

(γ) η καθυστέρηση μπορεί να αποδοθεί σαφώς στη μη συμμόρφωση του αιτητή με τις υποχρεώσεις του βάσει του άρθρου 16.

(8) Κατ’ εξαίρεση, η Υπηρεσία Ασύλου, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, δύναται να υπερβαίνει την προθεσμία που ορίζεται στο εδάφιο (7) κατά τρεις (3) μήνες το πολύ, όταν αυτό κρίνεται απαραίτητο από τον Προϊστάμενο για την κατάλληλη και πλήρη εξέταση της αίτησης.

[..]

(10) Σε κάθε περίπτωση, η Υπηρεσία Ασύλου ολοκληρώνει τη διαδικασία εξέτασης αίτησης το αργότερο εντός εικοσιένα (21) μηνών από την κατάθεση της αίτησης.

10.          Τα εδάφια (5) και (6) του άρθρου 18 του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:

«(5) Εναπόκειται στον αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας. Οσάκις ορισμένες πτυχές των δηλώσεων του αιτητή δεν τεκμηριώνονται με έγγραφα ή άλλες αποδείξεις, οι πτυχές αυτές δεν χρειάζονται επιβεβαίωση, όταν πληρούνται οι ακόλουθοι όροι

(α) ο αιτητής έχει καταβάλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την αίτησή του,

(β) έχουν υποβληθεί όλα τα συναφή στοιχεία, τα οποία έχει ο αιτητής στη διάθεσή του και έχει δοθεί ικανοποιητική εξήγηση για τη τυχόν έλλειψη άλλων λυσιτελών στοιχείων,

(γ) οι δηλώσεις του αιτούντος θεωρούνται συνεπείς και ευλογοφανείς και δεν έρχονται σε αντίθεση με διαθέσιμα ειδικά και γενικά στοιχεία που αφορούν την περίπτωση του,

(δ) ο αιτητής αιτήθηκε την παροχή διεθνούς προστασίας το συντομότερο δυνατό, εκτός εάν αποδείξει ότι υπήρχε σοβαρός λόγος που τον εμπόδισε να το πράξει,

(ε) η γενική αξιοπιστία του αιτητή είναι αποδεδειγμένη.

(6) Η Υπηρεσία Ασύλου καθώς και όλες οι εμπλεκόμενες στην εφαρμογή του παρόντος Νόμου αρχές της Δημοκρατίας λαμβάνουν υπόψη την ειδική κατάσταση των ευάλωτων προσώπων, όπως οι ανήλικοι, οι ασυνόδευτοι ανήλικοι, τα πρόσωπα με ειδικές ανάγκες, οι ηλικιωμένοι, οι έγκυοι, οι άγαμοι γονείς που έχουν ανήλικα τέκνα, τα θύματα εμπορίας προσώπων, πρόσωπα με πνευματικές διαταραχές και πρόσωπα που υπήρξαν θύματα βασανιστηρίων, βιασμού ή άλλων σοβαρών μορφών ψυχολογικής, σωματικής και σεξουαλικής βίας. Το παρόν εδάφιο τυγχάνει εφαρμογής μόνο στα πρόσωπα για τα οποία διαπιστώνεται ότι έχουν ειδικές ανάγκες μετά από εξατομικευμένη αξιολόγηση της περίπτωσής τους.»

11.          Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις, όπου χορηγείται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

Κατάληξη

12.          Είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί εκ προοιμίου αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές προβολής των λόγων προσφυγής. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως Δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιόν του πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc), κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητά της επίδικης πράξεως. Η Αιτήτρια αναμένεται να προβάλει, στο πλαίσιο της διοικητικής ή και παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή της στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. H πιο πάνω ανάλυση λόγω της έκτασης της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου καθιστά αλυσιτελή την προβολή υποπεριπτώσεων λόγων προσφυγής π.χ. έλλειψη δέουσας έρευνας και ορισμένες διαδικαστικές πλημμέλειες κατά την έκδοση της επίδικης πράξης. Εν προκειμένω, η Αιτήτρια εκπροσωπούμενη και δια συνηγόρου, έχει την ευκαιρία να εκθέσει τους ισχυρισμούς της και να λάβει όλα τα δέοντα δικονομικά μέσα προς τεκμηρίωσή τους (Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Π.Δ. Δαγτόγλου, σελ. 552). Συνεπώς, αυτό που εξετάζει πλέον το Δικαστήριο, υπογραμμίζω, στο πλαίσιο τον ισχυρισμών του εκάστοτε αιτητή, είναι η πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) αξιολόγηση των στοιχείων της αίτησης διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας όπως τέθηκαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου καθιστώντας αλυσιτελή την εξέταση των πιο πάνω επιμέρους λόγων προσφυγής. Ως αλυσιτελής χαρακτηρίζεται ο λόγος προσφυγής, ο οποίος ακόμα και εάν γίνει δεκτός δεν πρόκειται να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης [Βλ. «Η προβολή ισχυρισμών στις διοικητικές διαφορές ουσίας», Α. ΑΘ. Αρχοντάκη, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 100].

13.          Σε κάθε περίπτωση, ως προς τις διαδικαστικές πλημμέλειες που προβάλλει η Αιτήτρια σημειώνονται τα ακόλουθα. Επισημαίνεται καταρχάς ότι ο συναφής ισχυρισμός προβάλλεται για πρώτη φορά απαραδέκτως στη γραπτή αγόρευση της Αιτήτριας καθώς δεν δικογραφείται δεόντως στο εισαγωγικό δικόγραφο της προσφυγής σύμφωνα με τις επιταγές του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 (Βλ. Α.Ε. Αρ. 156/2012, Mustafa Haghilo v. Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών, ημερ. 27/2/2018).

14.          Ανεξαρτήτως της ανωτέρω κατάληξης, επισημαίνεται ότι ο ισχυρισμός ως προς το χρόνο που παρήλθε από την υποβολή της αίτησης της Αιτήτριας μέχρι την εξέτασή της από τη διοίκηση και τη μη ενημέρωσή της για την παράταση του χρόνου εξέτασής της, εγείρεται αλυσιτελώς, καθώς δεν είναι σαφές, ιδίως ενόψει της κατάληξης περί μη υπαγωγής της Αιτήτριας σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, πού έγκειται η ζημία για την τελευταία (Βλ. Προσφυγή αρ. 1458/2009, Postolachi Konstantin v. Δημοκρατίας δια Α.Α.Π., ημερ. 25.2.2021). Ως αλυσιτελείς  χαρακτηρίζονται  οι λόγοι προσφυγής, οι οποίοι ακόμα και αν γίνουν δεκτοί δεν πρόκειται να οδηγήσουν σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης [Βλ. Η προβολή ισχυρισμών στις διοικητικές διαφορές ουσίας, Α. Αθ. Αρχοντάκη, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 100].  Εν προκειμένω, από τη στιγμή που η αίτηση της Αιτήτριας έχει εξεταστεί από τη διοίκηση ο εν λόγω ισχυρισμός θα είχε καταρχήν σημασία μόνο εάν ηγείρετο στο πλαίσιο διαδικασίας αντικείμενο της οποίας θα ήταν παράλειψη της διοίκησης να εξετάσει την αίτηση της Αιτήτριας. Τυχόν ακύρωση της επίδικης απόφασης στη βάση του υπό εξέταση ισχυρισμού κανένα ουσιώδες αποτέλεσμα θα είχε εφόσον ευθύς εξαρχής το ζητούμενο είναι η εξέταση της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας. Εν προκειμένω επαναλαμβάνεται ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε ρητή διασύνδεση της καθυστέρησης που η ίδια επικαλείται με την ουσία της αίτησής της για διεθνή προστασία ούτε και η Αιτήτρια κατορθώνει να καταδείξει οποιαδήποτε ζημία, παρά την καθυστέρηση της εξέταση της αίτησής της. 

15.          Ως προς τις συνθήκες των εν λόγω συνεντεύξεων στις 23.6.2021 και 2.7.2021, παρά του ότι όπως ειπώθηκε ο συναφής ισχυρισμός είναι αλυσιτελής, καθώς το ζητούμενο είναι να δοθεί η δυνατότητα στην Αιτήτρια να εκθέσει της θέσεις της, ακόμα και να επεξηγήσει αυτές υπό προϋποθέσεις στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, όπου εκπροσωπείται και δια συνηγόρου.  Επικουρικώς παρατηρείται ότι είναι γεγονός ότι κατά τη διεξοδική διερεύνηση των λόγων που η Αιτήτρια αιτήθηκε διεθνή προστασία, η κάθε συνέντευξη διήρκησε αρκετές ώρες. Παρατηρείται εντούτοις ότι και στις δύο περιπτώσεις έγιναν στο μεσοδιάστημα αρκετά διαλείμματα συνολικής διάρκειας περί των 110 λεπτών κατά το πρώτο μέρος που αφορούσε στη συνέντευξη στις 23.6.2021 (βλ. ερ. 100 του Δ.Φ.) και περί των 75 λεπτών κατά το δεύτερο μέρος που αφορούσε στη συνέντευξη στις 2.7.2021 (βλ. ερ. 134 του Δ.Φ.). Επιπλέον, επισημάνθηκε στην Αιτήτρια και στις δύο συνεντεύξεις ότι σε περίπτωση που κατά τη διάρκεια της συνέντευξης αισθανθεί κούραση ή νιώσει ότι δεν αισθάνεται καλά, τότε δικαιούται να ζητήσει για διάλειμμα (βλ. ερ. 132 και ερ. 98 του Δ.Φ.). Σε κανένα δε σημείο της συνέντευξης δεν προκύπτει να ζήτησε επιπλέον διακοπή ή διάλειμμα. Κυρίως δεν προκύπτει από το σύνολο της διαδικασίας η Αιτήτρια να αδυνατούσε να παραθέσει τους ισχυρισμούς που θεμελιώνουν του αίτημά της, καθώς ακόμα και στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας επαναλαμβάνει τους ίδιους ισχυρισμούς χωρίς να προσθέτει οτιδήποτε επιπλέον.

16.          Ως προς το μέρος που αφορά τις αιτιάσεις της Αιτήτριας περί του ότι δεν της δόθηκε η ευκαιρία να διατυπώσει τυχόν παρατηρήσεις ή/και να δώσει διευκρινίσεις στο τέλος της προσωπικής της συνέντευξης και προτού λάβει απόφαση ο Προϊστάμενος επί της αιτήσεως της, παρατηρώ ότι αυτός ο λόγος προβάλλεται αλυσιτελώς, καθώς και σε αυτή την περίπτωση η Αιτήτρια δεν κατορθώνει να καταδείξει τη ζημία που κατ' ισχυρισμό έχει υποστεί και κυρίως τι ισχυρισμούς και ποιες επισημάνσεις θα προσέθετε, τα οποία επιπλέον θα ήταν ικανά να ανέτρεπαν το αποτέλεσμα της επίδικης πράξης. Εν προκειμένω η Αιτήτρια δεν επεξηγεί με ποιο τρόπο η κατ’ ισχυρισμό αυτή παράλειψη, λαμβάνοντας υπόψη και τη δυνατότητα να εκθέσει εκ νέου τις θέσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου, είναι καταλυτικής φύσεως σε σχέση με το αίτημά της. Η Αιτήτρια παρατηρώ ότι δεν προβάλλει οποιοδήποτε νέο ισχυρισμό στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, τον οποίο δεν μπόρεσε να προβάλει εξαιτίας των κατ' ισχυρισμό παραλείψεων της διοίκησης. Περαιτέρω, ο εν λόγω ισχυρισμός είναι και αβάσιμος καθώς παρατηρώ από τα πρακτικά της συνέντευξης και ειδικότερα από το τελευταίο μέρος αυτών ότι δόθηκε η δυνατότητα στην Αιτήτρια να προσθέσει οτιδήποτε επιπλέον συναφές με την αίτησή της και ρητώς της δόθηκε η δυνατότητα επιβεβαίωσης των πληροφοριών που καταγράφηκαν στα πρακτικά, κατ' εφαρμογή ακριβώς του άρθρου 18(2Α) του περί Προσφύγων Νόμου, και επίσης παρατηρώ ότι η Αιτήτρια όντως προσυπογράφει το πρακτικό της συνέντευξης και ότι κατανόησε πλήρως τα διαμειφθέντα.

17.          Στο σημείο αυτό θα προχωρήσω στην εξέταση των υπόλοιπων λόγων προσφυγής, περί ανεπαρκούς έρευνας, πλάνης περί τα πράγματα και αναιτιολόγητης απόφασης, τους οποίους θα συνεξετάσω λόγω της συνάφειάς τους.

18.          Επισημαίνεται συναφώς ότι αποτελεί βασική νομολογιακή αρχή ότι η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλουν ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγονται δε στην διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης (Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Α.Ε. Aρ.: 3017, Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 5.6.2002, (2002) 3 ΑΑΔ 345).

19.          Η γενική αυτή νομολογιακή αρχή θα πρέπει να εξεταστεί εν προκειμένω υπό το φως του ειδικού δικαίου που διέπει τη διαδικασία εξέτασης μιας αιτήσεως ασύλου και των αρχών που θεσπίζει τόσο η εθνική όσο και η ενωσιακή νομοθεσία. Συναφές εν προκειμένω είναι το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα τα εδάφια (2) και (3) αυτού. Από τις εν λόγω διατάξεις απορρέει καταρχάς η υποχρέωση της Αιτήτριας να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησης ασύλου της. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie v. Aναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320) αποτελεί υποχρέωση του αιτητή ασύλου να επικαλεστεί έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικό, αιτιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα του για κάποιον από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010). Εν συνεχεία ωστόσο, λόγω ακριβώς της δυσχέρειας των αιτητών ασύλου να τεκμηριώσουν με συγκεκριμένα στοιχεία την αίτησή τους, γεννάται υποχρέωση της διοίκησης να συνδράμει στην προσπάθεια προβολής και τεκμηρίωσης των ισχυρισμών τους (Βλ. Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών παρ. 195 επ., Βλ. επίσης αναφορικά με την ενεργό συνεργασία Απόφαση του ΔΕΕ της 22ας Νοεμβρίου 2012, Υπόθεση C‑277/11, M. M., ECLI:EU:C:2012:744, σκέψεις 63 έως 68).

20.          Προχωρώντας στην εξέταση της ουσίας των ισχυρισμών της Αιτήτριας, επισημαίνω τα ακόλουθα: παρατηρώ ότι εν προκειμένω, στο πλαίσιο του εντύπου της αίτησής της για διεθνή προστασία, η Αιτήτρια κατέγραψε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της λόγω του ότι είναι ομοφυλόφιλο άτομο και λόγω εξαναγκασμού της σε γάμο από τον ηγέτη του χωριού της (βλ. μετάφραση στο ερ. 30 του Δ.Φ.).

21.          Κατά την πρώτη συνέντευξη στις 1.8.2017, εξετάστηκε αρχικά το αίτημα της Αιτήτριας καθώς και το ζήτημα της ηλικίας της. Ως προκύπτει από τις δηλώσεις της κατά την εν λόγω συνέντευξη, η Αιτήτρια γεννήθηκε στην πόλη Douala (Littoral Region) του Καμερούν, αλλά σε μικρή ηλικία μετοίκησε στην πόλη Tonga (West Region), η οποία αποτελεί τον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής της προτού εγκαταλείψει τη χώρα της ήταν η πόλη Tonga (West Region). Ανήκει στη φυλή Bamileke και ως προς τη θρησκεία της δήλωσε ότι είναι Χριστιανή Καθολική (Πεντηκοστιανή). Κατέχει βασική εκπαίδευση αφού ολοκλήρωσε το πρωτοβάθμιο επίπεδο μόρφωσης στη χώρα της. Αφότου εγκατέλειψε το σχολείο, στη χώρα της εργαζόταν μαζί με την μητέρα της για περίπου τέσσερα έτη, όπου εμπορεύονταν τρόφιμα. Δεν έχει αδέλφια ενώ ο πατέρας της απεβίωσε όταν η ίδια ήταν 3 ετών..

22.          Ως προς τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι ήταν λεσβία και επίσης ότι την ανάγκασαν να παντρευτεί ενάντια στη θέλησή της. Συγκεκριμένα, ως προς το τελευταίο αυτό σημείο ανέφερε ότι ο ηγέτης του χωριού ζήτησε την ίδια σε γάμο από τη μητέρα της, όμως τόσο η ίδια όσο και η μητέρα της δεν το επιθυμούσαν. Όταν της ζήτησαν τον λόγο που δεν επιθυμεί να τον παντρευτεί, η Αιτήτρια τους είπε ότι είναι λεσβία, και έκτοτε λόγω της άρνησής της να παντρευτεί τον ηγέτη τους ξεκίνησαν να την απειλούν οι ευσεβείς του χωριού, ως ισχυρίστηκε. Λόγω του ότι κινδύνευε με ‘απαγχονισμό’, ως ισχυρίστηκε, η μητέρα της, την έστειλε στον θείο της κατά τα τέλη Αυγούστου / αρχές Σεπτεμβρίου του 2016 για να σωθεί, ενώ η ίδια έπειτα εγκατέλειψε τη χώρα της. Ως προς τον ισχυρισμό της περί του ότι είναι λεσβία, η Αιτήτρια ανέφερε ότι η μητέρα της γνωρίζει για τον σεξουαλικό της προσανατολισμό, ενώ υποστήριξε ότι στη χώρα της ήταν αδύνατο να εκφράσει ελεύθερα την ταυτότητα αυτή, λόγω κοινωνικής απόρριψης και απαγορεύσεων, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζει κοροϊδίες και κοινωνικό αποκλεισμό.

23.          Στις 12.12.2017, πραγματοποιήθηκε δεύτερη συνέντευξη της Αιτήτριας όπου υποβλήθηκαν σε αυτήν διερευνητικής φύσεως ερωτήματα αναφορικά με τα κίνητρα εγκατάλειψης της χώρας της. Ως ισχυρίστηκε η Αιτήτρια είχε βιαστεί όταν ήταν σε μικρή ηλικία, βιώνοντας τον τραυματισμό, ενώ ποτέ δεν ένιωσε τη γονική αγάπη, και λόγω τούτων επέλεξε να είναι λεσβία και να έχει σχέση με άλλες κοπέλες. Δήλωσε εξάλλου ότι περί το 2014-2015, την είχαν ζητήσει για γάμο και η ίδια αρνήθηκε λέγοντας τους ότι είναι λεσβία. Τότε μαθεύτηκε στο χωριό της ότι ήταν λεσβία και έτσι η ίδια αναγκάστηκε να φύγει από τον τόπο της, επικαλούμενη ότι κινδύνευε με απαγχονισμό. Ως προς τον βιασμό της, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε πως όταν ήταν στην ηλικία των 5 ετών, την είχε βιάσει 3 φορές ένας φίλος του πατέρα της ενόσω βρισκόταν στο σπίτι μόνη της. Η Αιτήτρια ανέφερε ότι αντιλήφθηκε τον σεξουαλικό της προσανατολισμό όταν, κατά τη διάρκεια προπονήσεων καλαθόσφαιρας, γνώρισε μια ομάδα νεαρών γυναικών που ήταν λεσβίες. Εντάχθηκε στην ομάδα αυτή αναζητώντας παρηγοριά από τα τραύματα του παρελθόντος της, και ένιωσε έλξη για μία από αυτές. Ωστόσο, βίωσε άσχημες εμπειρίες, καθώς την πίεζαν να κάνει πράγματα που δεν ήθελε και την απειλούσαν για να μην αποχωρήσει. Παρέμεινε στην ομάδα για δύο χρόνια, αλλά όταν τους εγκατέλειψε, δέχτηκε επίθεση από τις γυναίκες στο σπίτι της. Στη συνέχεια, την προσέγγισε ο ηγέτης του χωριού ζητώντας την σε γάμο, αλλά εκείνη αρνήθηκε και υπέφερε ψυχικά από τις συνέπειες. Εν τέλει, αφού παρήλθε το χρονικό διάστημα των 8 μηνών, κατά το οποίο έγιναν τα πιο πάνω συμβάντα, η Αιτήτρια έφυγε από το σπίτι της και πήγε στον θείο της, στο ίδιο χωριό αλλά σε άλλη γειτονιά. Εκεί παρέμεινε μέχρι που εγκατέλειψε τη χώρα της, ήτοι για περίπου 2 έως 4 μήνες, διάστημα κατά το οποίο κρυβόταν και δεν της συνέβη οτιδήποτε, ούτε την εντόπισε κάποιος.

24.          Κατά το κρίσιμο διαδικαστικό στάδιο της εκ νέου συνέντευξης (η οποία πραγματοποιήθηκε σε δύο μέρη στις 26.3.2021 και 2.7.2021, η Αιτήτρια επιβεβαίωσε τα προσωπικά της στοιχεία. Δήλωσε δε ότι έχει αποκτήσει ένα ανήλικο τέκνο ,από Γάλλο υπήκοο πατέρα, το οποίο γεννήθηκε στη Δημοκρατία. Περαιτέρω δήλωσε ότι στην χώρα της η ίδια δεν εργαζόταν, αλλά εργάστηκε στη Δημοκρατία κατά διαστήματα κάνοντας διάφορες δουλειές.

25.          Ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια επανέλαβε τους ισχυρισμούς της αναφορικά με τις πιέσεις που δεχόταν  από τον ηγέτη του χωριού Tonga, ο οποίος ήθελε να γίνει γυναίκα του, κάτι το οποίο δεν αποδέχτηκαν η μητέρα της και ο θείος της, και όταν ο θείος της μετέφερε αυτή την άρνησή τους στον ηγέτη, άρχισαν τα προβλήματα και οι απειλές εναντίον τους. Η ίδια δεν μπορούσε να βγει από το σπίτι και παρέμενε κρυμμένη, φοβούμενη πως θα την έπιαναν οι φρουροί του ηγέτη και θα την οδηγούσαν σε εκείνον για να τον παντρευτεί, ενώ απαγόρευσαν επίσης στη μητέρα της να συνεχίσει με το εμπόριο τροφίμων. Κατά την περίοδο αυτή, η Αιτήτρια, μη αντέχοντας την καταπιεστική κατάσταση που επικρατούσε, μαζί με μια φίλη της εντάχθηκαν σε μια ομάδα λεσβίων και ζούσαν μαζί τους, μέχρι που μια μέρα η ίδια επέστρεψε στο χωριό και προσέγγισε τον ηγέτη του χωριού αναφέροντάς του ότι δεν μπορούσε να τον παντρευτεί επειδή δεν την ενδιέφεραν οι άντρες αλλά οι γυναίκες. Έκτοτε, ως επικαλέστηκε, ξεκίνησε ο πόλεμος εναντίον της αφού στην κουλτούρα της δεν ήταν αποδεκτή η σχέση μεταξύ δύο γυναικών. Έπειτα, η μητέρα της δέχθηκε επίθεση από άλλους χωρικούς ενόσω βρισκόταν στην αγορά και κατόπιν, η μητέρα της και ο θείος της εκδιώχθηκαν από το χωριό τους. Εντωμεταξύ, ο ηγέτης του χωριού είχε ήδη αποφασίσει ότι η Αιτήτρια θα έπρεπε να αρνηθεί να βγαίνει με άλλες γυναίκες και εάν η ίδια αρνιόταν να υπακούσει, τότε θα την τιμωρούσαν δημοσίως, κτυπώντας την μέχρι θανάτου.

26.          Αναφορικά με τον σεξουαλικό της προσανατολισμό, επανέλαβε τους ισχυρισμούς της, δηλώνοντας ότι κανείς δεν γνωριζε  στο χωριό της για τα αισθήματα που έτρεφε προς τις γυναίκες, μέχρι που η ίδια είχε αναφέρει στον ηγέτη του χωριού ότι είναι λεσβία.

27.          Όσον αφορά στον πατέρα του παιδιού της (γεννηθέν το 2019), η Αιτήτρια διευκρίνισε ότι οι δύο τους γνωρίστηκαν σε ένα νυχτερινό κέντρο στη Δημοκρατία και ενόσω η ίδια βρισκόταν υπό την επήρεια του αλκοόλ είχαν σεξουαλική επαφή και έπειτα από τρεις μήνες η ίδια διαπίστωσε ότι ήταν έγκυος με το παιδί του. Δήλωσε επίσης ότι ο πατέρας του παιδιού της είναι Γάλλος υπήκοος και γνώριζε για τον σεξουαλικό της προσανατολισμό, ενώ εκείνος ανέλαβε την ευθύνη και επίσης φροντίζει για το παιδί τους, και παράλληλα μεριμνούσε για την εγγραφή του παιδιού μέσω της Πρεσβείας της Γαλλικής Δημοκρατίας στη Δημοκρατία. Διευκρίνισε επιπλέον ότι η ίδια και ο πατέρας του παιδιού της δεν έχουν οποιαδήποτε σχέση μεταξύ τους, ούτε η ίδια νιώθει κάποια έλξη για εκείνον. Επίσης, εξήγησε ότι, ο πατέρας του παιδιού της είναι παντρεμένος και έχει δικό του παιδί, ενώ δεν διαμένει μόνιμα στη Δημοκρατία. Επιβεβαίωσε δε, ότι τίποτα δεν άλλαξε όσον αφορά τα αισθήματα της ίδιας προς τους άντρες λόγω του πιο πάνω περιστατικού και η ίδια είναι το ίδιο άτομο με τον ίδιο σεξουαλικό προσανατολισμό, ως είπε επίσης. Ερωτηθείσα αναφορικά με το τι φοβάται ότι θα της συμβεί σε σχέση με τον σεξουαλικό της προσανατολισμό σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι θα την βάλουν φυλακή για πέντε χρόνια επειδή οι ομοφυλοφιλικές σχέσεις απαγορεύονται δια νόμου στο Καμερούν.

28.          Καταλήγοντας, η Αιτήτρια δήλωσε πως το κύριο μέλημά της είναι το παιδί της και η ευημερία του, και ως προς τούτο, ισχυρίστηκε ότι λόγω του σεξουαλικού της προσανατολισμού, ο πατέρας του παιδιού θέλει να το πάρει μακριά από την ίδια, ενώ παράλληλα, δήλωσε πως η ίδια αντιλαμβάνεται ότι το μέλλον της ως προς τον σεξουαλικό της προσανατολισμό μαζί με ένα παιδί ίσως να μην είναι τόσο εύκολο. Ερωτηθείσα κατά πόσο (υποθετικά) εάν επέστρεφε στο Καμερούν θα μπορούσε να εγκατασταθεί και να ζήσει με ασφάλεια σε κάποιο άλλο μέρος της χώρας, όπως για παράδειγμα στην πρωτεύουσα Yaoundé, η Αιτήτρια αποκρίθηκε λέγοντας ότι σε όλη την επικράτεια του Καμερούν υφίσταται ο ίδιος νόμος, προβάλλοντας επίσης ότι εάν επιστρέψει στο Καμερούν δεν θα έχει που να αφήσει το παιδί της.

29.          Αξιολογώντας τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας ως προς το αίτημά της για διεθνή προστασία, οι Καθ' ων η αίτηση σχημάτισαν τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορά την ταυτότητα, χώρα καταγωγής και τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας. Ο δεύτερος ισχυρισμός αναφέρεται στο ότι η Αιτήτρια εγκατέλειψε τη χώρα της το 2016 λόγω εξαναγκασμού της σε γάμο. Ο τρίτος και τελευταίος ισχυρισμός αναφέρεται στο ότι η Αιτήτρια εγκατέλειψε τη χώρα της φοβούμενη ότι θα την φυλακίσουν λόγω του σεξουαλικού της προσανατολισμού. Η Αιτήτρια κατά τη διαδικασία εξέτασης/αξιολόγησης του αιτήματός της ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου προσκόμισε τα ακόλουθα έγγραφα: αντίγραφο του πρωτότυπου πιστοποιητικού γέννησής της, εκδομένο από τις αρχές της χώρας της (βλ. ερ. 76-75 του Δ.Φ.), καθώς και αντίγραφο του πιστοποιητικού γέννησης του υιού της εκδομένο στην Δημοκρατία στις 2.2.2021 (βλ. ερ. 77 του Δ.Φ.).

30.          Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός, δεδομένου ότι κρίθηκε πως παρατέθηκε με επαρκώς συγκεκριμένο τρόπο και οι συναφείς δηλώσεις της Αιτήτριας βρίσκονταν σε συμφωνία με τις εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

31.          Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός της Αιτήτριας, ο οποίος αφορούσε στον εξαναγκασμό της σε γάμο, δεν έγινε αποδεκτός. Ειδικότερα, οι Καθ' ων η αίτηση κατέληξαν ότι οι δηλώσεις της αναφορικά με τα αισθήματα της ίδιας και την αντίδραση της οικογένειας της δεν εξειδικεύουν κάποιο σημαντικό τρόπο σχετικά με το πως το ζήτημα του εξαναγκαστικού γάμου την έκανε να νιώθει και πως αυτό επηρέασε την κατάσταση στην οικογένειά της (βλ. ερ. 171 του Δ.Φ.). Αντιθέτως, η Αιτήτρια δήλωσε κατά γενικό τρόπο ότι αισθανόταν συγκλονισμένη και ότι η κατάσταση στο σπίτι της ήταν ασταθής, αγχώδης και πεπλανημένη. Όταν της ζητήθηκε να αναλύσει περαιτέρω τα πιο πάνω, η Αιτήτρια ανέφερε ότι έκαναν διάφορες σκέψεις σχετικά με το μέλλον της, τη ζωή της και αναρωτιόνταν γιατί όλα αυτά συμβαίνουν επειδή αναγκάστηκε να σταματήσει από το σχολείο, χωρίς να δώσει πιο συγκεκριμένες πληροφορίες. Σύμφωνα με τους Καθ' ων η αίτηση, δεδομένου ότι η Αιτήτρια και η οικογένεια της ήταν αντίθετοι με τον γάμο αυτό, αναμενόταν από την ίδια να ήταν σε θέση να παραθέσει περισσότερες λεπτομέρειες σε σχέση με την αντίδραση της οικογένειας της και τα αισθήματα της ίδιας. Περαιτέρω, όταν της ζητήθηκε να δώσει περισσότερες πληροφορίες για τις απειλές που δεχόταν η ίδια και η οικογένεια της από τον ηγέτη του χωριού, η Αιτήτρια ανέφερε κατά γενικό τρόπο ότι όταν η ίδια ανακοίνωσε στον ηγέτη ότι είναι λεσβία εκείνος είπε ότι θα πρέπει η ίδια να τιμωρηθεί δια απαγχονισμού. Επίσης, αποκρίθηκε με γενικότητα όταν ρωτήθηκε για την περίπτωση όπου ο θείος της απειλήθηκε όταν εκείνος είχε επισκεφθεί τον εν λόγω ηγέτη. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τους Καθ' ων η αίτηση, η Αιτήτρια δεν κατάφερε να υποστηρίξει με ποιο τρόπο η ίδια απειλήθηκε από τον ηγέτη του χωριού, ενώ λαμβάνοντας υπόψη ότι ο εν λόγω ηγέτης εξανάγκαζε την ίδια για να τον παντρευτεί και για το λόγο αυτό η ίδια αναγκάστηκε να φύγει από τη χώρα της, αναμενόταν από την ίδια να επεξηγούσε με περισσότερη λεπτομέρεια και κατά ξεκάθαρο τρόπο το πως η ζωή της κινδύνευε. Επίσης, όταν της ζητήθηκε να περιγράψει την αντίδραση του ηγέτη του χωριού όταν η ίδια τον προσέγγισε και του είπε ότι ήταν λεσβία και δεν επιθυμεί να τον παντρευτεί, η Αιτήτρια αποκρίθηκε με γενικές και αόριστες δηλώσεις, αναφέροντας ότι εκείνος είχε σοκαριστεί και εκπλαγεί, και έλαβε πολύ σκληρές και άσχημες αποφάσεις εναντίον της, χωρίς όμως η ίδια να αναφέρει με σαφήνεια και συνοχή το τι επακολούθησε μετά την εν λόγω συνάντηση της με τον ηγέτη (βλ. ερ. 170 του Δ.Φ.). Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, οι Καθ' ων η αίτηση παρέθεσαν πληροφορίες που επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι οι εξαναγκαστικοί γάμοι είναι κοινό φαινόμενο στο Καμερούν. Ωστόσο, κατέληξαν ότι λόγω της απουσίας εσωτερικής αξιοπιστίας στα λεγόμενα της Αιτήτριας, ο ισχυρισμός της δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.

32.          Ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός της Αιτήτριας, περί του ότι εγκατέλειψε τη χώρα της φοβούμενη ότι θα την φυλακίσουν λόγω του σεξουαλικού της προσανατολισμού, επίσης έτυχε απόρριψης, καθώς κρίθηκε ότι δεν θεμελιώθηκε η εσωτερική αξιοπιστία. Συγκεκριμένα, προτού καταλήξουν στο εν λόγω συμπέρασμα, οι Καθ' ων η αίτηση ανέλυσαν τις δηλώσεις της Αιτήτριας με βάση το μοντέλο DSSH [Difference (διαφορά), stigma (στίγμα), shame (ντροπή), harm (βλάβη)], το οποίο (ως σημειώνουν) συστήνεται για την αξιολόγηση αιτημάτων που αφορούν τον σεξουαλικό προσανατολισμό ή την ταυτότητα του φύλου (βλ. ερ. 169 του Δ.Φ.).

33.          Ως προς το στοιχείο της διαφορετικότητας (Difference), σύμφωνα με τους Καθ’ ων η αίτηση, το γεγονός ότι η Αιτήτρια κατέδειξε το περιστατικό του βιασμού της (αναφέροντας πως από εκείνο το σημείο και έπειτα, η ίδια άρχισε να τρέφει αισθήματα μίσους για τους άντρες) και την εισδοχή σε μια ομάδα γυναικών λεσβίων (δηλώνοντας πως με την πάροδο του χρόνου η ίδια αντιλήφθηκε ότι ένιωθε άνετα με το να βρίσκεται μαζί με άλλα άτομα του ιδίου φύλου) ως τα ‘σημεία αλλαγής’ σε σχέση με τον σεξουαλικό της προσανατολισμό, δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκές προς επιβεβαίωση των δικών της προσωπικών εμπειριών και την αντίληψη της σεξουαλικής της ταυτότητας. Επίσης, οι Καθ’ ων η αίτηση σημείωσαν ότι οι σχετικές πληροφορίες που παρείχε η Αιτήτρια ήταν γενικευμένες και περιορισμένες, και δεν κατόρθωσε να καταδείξει οποιαδήποτε σημαντικά και προσωπικά βιωματικά στοιχεία αναφορικά με τη σεξουαλική της ταυτότητα και την επίδραση που είχε στη ζωή της μια τέτοια αντίληψη. [βλ. ερ. 168 του Δ.Φ.]

34.          Αναφορικά με τα στοιχεία της ντροπής και του στίγματος (Shame and Stigma), οι Καθ’ ων η αίτηση διέκριναν ότι από τις απαντήσεις που έδωσε στα σχετικά διερευνητικά και διευκρινιστικά ερωτήματα που της έγιναν, η Αιτήρια δεν επέδειξε οποιαδήποτε σημαντικά στοιχεία ή συγκεκριμένα περιστατικά με τα οποία να επεξηγεί τις σκέψεις και τα αισθήματα της σε σχέση με την αντίληψη του σεξουαλικού της προσανατολισμού. Αντιθέτως, οι εν λόγω δηλώσεις της ήταν περισσότερο εστιασμένες σε σημεία του χαρακτήρα της περί του ότι γενικότερα δεν ένιωθε άνετα όταν βρισκόταν κάπου με άτομα που δεν γνώριζε. Ούτε με τις σχετικές δηλώσεις της κατάφερε η Αιτήτρια να καταδείξει οποιαδήποτε στοιχεία που θα οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι η ίδια είχε βιώσει τον αποκλεισμό και στιγματίστηκε λόγω του σεξουαλικού της προσανατολισμού. [βλ. ερ. 167 του Δ.Φ.]

35.          Όσον αφορά στο τελευταίο στοιχείο της βλάβης (Harm), οι Καθ’ ων η αίτηση επανέλαβαν ότι όταν της ζητήθηκε συγκεκριμένα να περιγράψει την αντίδραση του ηγέτη του χωριού όταν η ίδια τον προσέγγισε αποκαλύπτοντάς του ότι ήταν λεσβία ώστε να αποφύγει τον εξαναγκαστικό γάμο μαζί του, η Αιτήτρια δεν αναφέρθηκε ξεκάθαρα και με συνοχή στο τι ακολούθησε της συνάντησής της με τον ηγέτη. Ούτε η Αιτήτρια παρέθεσε σχετικές και συγκεκριμένες πληροφορίες αναφορικά με τις αντιδράσεις και τα δυσχερή μέτρα που έλαβε ο εν λόγω ηγέτης εναντίον της. Επιπλέον, οι Καθ’ ων η αίτηση σημείωσαν αναφορικά με τις αντιδράσεις του κόσμου στο χωριό της, ότι αναμενόταν από την ίδια να καταδείξει σε κάποιο βαθμό το πως έτυχε μεταχείρισης αφότου αποκάλυψε τον σεξουαλικό της προσανατολισμό καθώς και το τι συνέβη στο διάστημα που μεσολάβησε προτού φύγει από το χωριό. Εντούτοις, όταν κλήθηκε να εξηγήσει με ποιο τρόπο την είχαν εξευτελίσει (ως η ίδια δήλωσε), η Αιτήτρια αναφέρθηκε (γενικά) στο ότι αποφάσισαν να την απαγχονίσουν καθώς και στο ότι δέχθηκε ύβρεις δημοσίως, της πέταγαν πράγματα και επίσης της φώναζαν. [βλ. ερ. 166 του Δ.Φ.]

36.          Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, οι Καθ' ων η αίτηση παρέθεσαν πληροφορίες σχετικά με την ποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας στο Καμερούν και την κακοποίηση (σε διάφορες μορφές) των ατόμων ΛΟΑΤΙ στη χώρα, που επιβεβαιώνουν τις σχετικές (αντίστοιχες) δηλώσεις της Αιτήτριας. Καταλήγουν δε ότι, λόγω της απουσίας εσωτερικής αξιοπιστίας στα λεγόμενα της Αιτήτριας, εφόσον κατά την ανάλυση με βάση το μοντέλο DSSH διαπιστώθηκε ότι η ίδια δεν κατέδειξε οποιαδήποτε ατομικά στοιχεία αναφορικά με τις εμπειρίες και τα αισθήματα της όσον αφορά τον σεξουαλικό της προσανατολισμό, ο εν λόγω ισχυρισμός της δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.

37.          Με βάση τον μοναδικό ισχυρισμό περί των προσωπικών στοιχείων της Αιτήτριας που έγινε αποδεκτός, αξιολογήθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση ότι δεν συντρέχει εύλογος βαθμός πιθανότητας η Αιτήτρια να αντιμετωπίσει μεταχείριση που θα μπορούσε να ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη, σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής. Ειδικότερα, ως προς το συμπέρασμα τούτο, λήφθηκε υπόψη το προφίλ της Αιτήτριας καθώς και πληροφορίες για την κατάσταση ασφαλείας γενικότερα στη χώρα (που δεν υποδεικνύουν ότι ο τόπος συνήθους διαμονής της επηρεάζεται από την ένοπλη σύρραξη που υπάρχει σε ορισμένες άλλες περιοχές της χώρας), καθώς και δεδομένα από τα περιστατικά βίας στον τόπο συνήθους διαμονής της στην περιφέρεια West Region του Καμερούν. Ως εκ τούτου, κρίθηκε ότι δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης της Αιτήτριας δυνάμει του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19(2) (α), (β) και (γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

38.          Για σκοπούς πληρότητας, αναφέρεται ότι η Αιτήτρια στην προσφυγή της επανέλαβε ως προς το αίτημά της για διεθνή προστασία πως κινδυνεύει η ζωή της στη χώρα της από τον ηγέτη του χωριού της αλλά και λόγω του σεξουαλικού της προσανατολισμού. Ενώπιον της παρούσας διαδικασίας, η Αιτήτρια με την προσκομισθείσα γραπτή της δήλωση προωθεί τους ίδιους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, περί του ότι υπήρξε θύμα εξαναγκαστικού γάμου και επίσης ότι ο σεξουαλικός της προσανατολισμός δεν ήταν αποδεκτός στη χώρα της. Τέλος, καταγράφει ότι κατά το διάστημα των πέντε ετών που βρίσκεται εδώ αισθάνεται ασφαλής. Η Αιτήτρια δεν προσκόμισε οποιαδήποτε νέα στοιχεία ή οποιοδήποτε νέο ισχυρισμό ούτε και σχολιάζει κατά τρόπο συγκεκριμένο  τα επιμέρους ευρήματα των Καθ’ ων η αίτηση στη βάση των οποίων κρίθηκε αναξιόπιστη ως προς το δεύτερο και τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό της.  

39.          Έπεται η αξιολόγηση των ενώπιόν μου δεδομένων ως προς την αίτηση της Αιτήτριας για διεθνή προστασία, κατ' εφαρμογή του άρθρου 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, δυνάμει του οποίου το παρόν Δικαστήριο προβαίνει σε έλεγχο νομιμότητας και ορθότητας της επίδικης πράξης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής όλα τα στοιχεία αυτής.

40.          Ως προς την αξιολόγηση και κατάληξη επί του πρώτου ουσιώδη ισχυρισμού της Αιτήτριας, ήτοι του προφίλ και των προσωπικών της στοιχεία, συντάσσομαι με τους Καθ’ ων η αίτηση, εφόσον ορθώς έγινε αποδεκτός για τους λόγους που καταγράφονται στην εισηγητική έκθεση, η οποία αποτελεί την αιτιολογική βάση της επίδικης απόφασης (βλ. ερ. 173-172 του Δ.Φ.). Επιπλέον, ως προς την ταυτότητά της, παρατηρείται ότι η Αιτήτρια αποτελεί (πλέον) ανύπαντρη μητέρα με ένα ανήλικο παιδί (βλ. ερ. 17, σημείο 2Χ, και ερ. 77 του Δ.Φ.). Σημειώνεται στο σημείο αυτό το γεγονός ότι κατά τα λεγόμενα της Αιτήτρια αυτή διέκοψε επικοινωνία με την μητέρα της ενώ αρχικώς είχε επικοινωνία με αυτήν μετά την άφιξή της στη Δημοκρατία, καθώς έχει κλαπεί το κινητό τηλέφωνο της μητέρας της (ερ. 117). Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι ευλογοφανής καθώς δεν είναι δυνατό η Αιτήτρια να γνωρίζει για την κλοπή του τηλεφώνου της μητέρας της εάν αυτό το γεγονός αποτέλεσε την αιτία διακοπής της μεταξύ τους επικοινωνίας. Για να μπορούσε η Αιτήτρια να γνωρίζει το εν λόγω δεδομένο θα έπρεπε η μητέρα της να είχε βρει σε ακόλουθο στάδιο τον τρόπο να επικοινωνήσει με άλλο μέσο μαζί της και ως εκ τούτου, θα μπορούσε να διατηρηθεί η μεταξύ τους επικοινωνία. Εξάλλου η Αιτήτρια ενόσω βρίσκεται στη Δημοκρατία, είχε ζητήσει από την μητέρα της να της αποστείλει συγκεκριμένα έγγραφα από την  χώρα καταγωγής της. Θεωρείται ως εκ τούτου, με βάση τα ενώπιόν μου δεδομένα ότι η Αιτήτρια διατηρεί με τα μέλη της οικογένειάς της, τα οποία βρίσκονται στη χώρα καταγωγής της επικοινωνία (Βλ. συνέντευξη Ιουνίου του 2021, ερ. 96).

41.          Ως προς το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό της Αιτήτριας περί εξαναγκασμού της σε γάμο με τον ηγέτη του χωριού, παρατηρείται καταρχάς από τα λεγόμενα της Αιτήτριας ότι δεν προκύπτει οποιαδήποτε διασύνδεση ή ιστορικό μεταξύ της ίδιας ατομικά και της οικογένειας της με τον ηγέτη του χωριού, ώστε να αιτιολογείται η απόφαση του εν λόγω ηγέτη στο να εξαναγκάσει την ίδια προσωπικά να τον παντρευτεί. Ούτε διαφαίνεται κάποιο σχετικό κίνητρο ή σκεπτικό για την επιλογή του αυτή. Επιπλέον, μη αληθοφανές κρίνεται το γεγονός ότι ο εν λόγω ηγέτης έδωσε κάποιο χρονικό περιθώριο στην οικογένεια της Αιτήτριας ώστε να αποφασίσουν και να του απαντήσουν κατά πόσο αποδέχονται την επιθυμία του να την παντρευτεί (βλ. ερ. 113 και ερ. 110 του Δ.Φ.), εφόσον (με βάση τα όσα η ίδια ισχυρίστηκε) ο λόγος του ηγέτη του χωριού, ως η ίδια ισχυρίζεται, ήταν κανόνας και κανείς δεν μπορούσε να παραβλέψει ή να παραβεί τις αποφάσεις του (βλ. ερ. 113 και ερ. 111 του Δ.Φ.). Επισημαίνεται επίσης ότι η Αιτήτρια δεν ήταν καθόλου λεπτομερής ως προς τις περιστάσεις της φυγής της από την οικία της στο χωριό Tonga από τη στιγμή που υπήρχε συνεχής επιτήρηση της οικίας της από τους φύλακες του ηγέτη, οι οποίοι επιπλέον κατά τα λεγόμενά της είχαν όλο αυτό το διάστημα τα μέσα να τη συλλάβουν. Επίσης, στερείται ευλογοφάνειας ο ισχυρισμός της Αιτήτριας περί του ότι η ίδια πήγε προσωπικά στον ηγέτη του χωριού και του ανέφερε ότι είναι λεσβία και ότι δεν μπορεί να τον παντρευτεί (βλ. ερ. 107 του Δ.Φ.), δεδομένου ότι σύμφωνα με τα λεγόμενά της, η ίδια γνώριζε για την εξουσία του ηγέτη (βλ. ερ. 111 του Δ.Φ.) καθώς και για τις συνέπειες που αντιμετωπίζουν τα ομοφυλόφιλα άτομα στη χώρα καταγωγής (βλ. ερ. 112 του Δ.Φ.). Πέραν τούτου, καθαυτός ο εν λόγω ισχυρισμός της ότι η ίδια συνάντησε τον ηγέτη του χωριού, έρχεται σε αντίφαση με άλλη δήλωσή της πως δεν επιτρέπεται στις γυναίκες παρά μόνο στους άντρες να έρχονται σε επαφή με τον ηγέτη του χωριού (βλ. 113 του Δ.Φ.). Επιπλέον, αντίφαση εντοπίζεται και στον ισχυρισμό της Αιτήτριας ότι, κατόπιν της συνάντησής της με τον ηγέτη του χωριού και των όσων του είπε, η ίδια αναγκάστηκε να παραμείνει για κάποιες ημέρες κρυμμένη στο σπίτι της προτού εγκαταλείψει το χωριό της και έκτοτε οι άνθρωποί του ακόμη αναζητούν την ίδια (βλ. ερ. 105 του Δ.Φ.). Με βάση τα λεγόμενά της, ο εν λόγω ηγέτης συνοδευόταν πάντοτε από τους ευσεβείς και τους φρουρούς του (βλ. ερ. 106 του Δ.Φ.), άρα εύλογα θεωρείται ότι θα μπορούσαν να συλλάβουν επί τόπου την Αιτήτρια όταν αυτή επισκέφθηκε τον ηγέτη και του είπε τα όσα ανέφερε, παρά να την αφήσουν να διαφύγει και έπειτα να την αναζητούν και να την ψάχνουν (ακόμη). Πράγματι μετά τη δήλωση της Αιτήτριας ενώπιον του ηγέτη, η ίδια δεν παρουσιάζει τα γεγονότα που έπονται από τη στιγμή που ανακοίνωσε την ταυτότητά της ως προς την αντίδραση των προσώπων, την είσοδό της και την έξοδό της στο χώρο όπου βρισκόταν ο ηγέτης, καθώς κατά τα λεγόμενά της μόνο άνδρες μπορούσαν να έχουν επαφή με αυτόν. Περαιτέρω, αντιφατικό κρίνεται και το γεγονός ότι με βάση τις δηλώσεις της Αιτήτριας, ο ηγέτης του χωριού πήρε κάποιες δυσχερείς αποφάσεις εναντίον της ίδιας καθώς και κάποιες δυσμενείς αποφάσεις εναντίον της οικογένειάς της (βλ. ερ. 108-106 του Δ.Φ.), ενώ σύμφωνα και πάλι με τα όσα η ίδια είπε, σε κάθε χωριό υπάρχει ένας ηγέτης και 6 ευσεβείς, και θα πρέπει μεταξύ τους να συζητούν και να λαμβάνουν μαζί όλες τις αποφάσεις (η Αιτήτρια δήλωσε συγκεκριμένα επί τούτου ότι ενώ η μητέρα της δεχόταν απειλές ότι θα την σκότωναν στη θέση της ίδιας, εντούτοις κατάφερε να γλυτώσει επειδή δεν συμφώνησαν όλοι οι ευγενείς του χωριού με αυτό – βλ. ερ. 106 του Δ.Φ.). Επιπλέον, ως αντιφατικές πρέπει να χαρακτηριστούν οι δηλώσεις της ότι από τη μια η οικογένειά της εκδιώχθηκε από το χωριό και από την άλλη ότι οι φρουροί του ηγέτη τους αναζητούσαν και ήταν αναγκασμένοι να κρύβονται. Γενικές ήταν και οι αναφορές της Αιτήτριας ως προς τις κατ’ ισχυρισμό απειλές, τις οποίες εξακολουθούσε να δέχονται τα μέλη της οικογένειάς της αφότου εγκατέλειψαν το χωριό της, με την ίδια να μην είναι σε θέση να αναφερθεί με σαφήνεια σε κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό. Ο δε ισχυρισμός της περί του ότι εξακολουθούν να την αναζητούν βασίζεται σε μη αντικειμενικά δεδομένα καθώς εάν ήθελαν όντως να βλάψουν τους οικείους της θα το είχαν ήδη πράξει όλο το διάστημα που διέρρευσε. Επιπλέον, η ίδια περιγράφοντας την αντίδραση του ηγέτη μετά την ανακοίνωσή της ότι είναι λεσβία, δεν φαίνεται να επέμεινε πλέον στον καταναγκαστικό γάμο αλλά μάλλον την κάλεσε να απέχει από τις σχέσεις της με άλλες γυναίκες.  Παρά το γεγονός ότι η Αιτήτρια ήταν ανήλικη όταν εγκατάλειψε τη χώρα της και παρά το γεγονός ότι παρήλθε σημαντικό χρονικό διάστημα από το χρόνο που έλαβαν χώρα κάποια από τα γεγονότα που επικαλείται, εντούτοις, η ίδια ήταν σε μια ώριμη σχετικά ηλικία (16 ετών) και επιπλέον δεδομένης της προσωπικής υφής και καταλυτικής σημασίας των γεγονότων ως προς την απόφασή της να εγκαταλείψει τη χώρα της ευλόγως θα αναμενόταν να είναι σε θέση να παραθέσει με μεγαλύτερη λεπτομέρεια τις περιστάσεις γύρω από την κατ΄ισχυρισμό δίωξή της. Υπογραμμίζεται ότι η Αιτήτρια δια του συνηγόρου της δεν σχολιάζει με συγκεκριμένο τρόπο τα συναφή ευρήματα περί αναξιοπιστίας της. Για όλους τους πιο πάνω λόγους, δεν τεκμηριώνεται η εσωτερική αξιοπιστία της Αιτήτριας.

42.          Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του πιο πάνω ισχυρισμού, σύμφωνα με πηγές πληροφόρησης (που τοποθετούνται χρονικά στην κατάσταση που επικρατούσε στο Καμερούν κατά το 2013, ήτοι έτος περί το οποίο, κατά τα λεγόμενα της Αιτήτριας, η ίδια είχε εγκαταλείψει το σχολείο), καταγράφεται (γενικότερα) ότι «ο καταναγκαστικός γάμος είναι μια ‘κοινή μορφή βίας κατά γυναικών και κοριτσιών τόσο στις βόρειες όσο και στις νότιες περιοχές του Καμερούν’», ενώ εντοπίστηκαν «‘αρκετές περιπτώσεις’ αναγκαστικού γάμου στα νότια του Καμερούν» και επίσης, καταδεικνύεται ότι «ο καταναγκαστικός γάμος είναι διαδεδομένος σε ‘ορισμένα μέρη του Καμερούν’ και είναι ‘αρκετά κοινός’ στις αγροτικές περιοχές της Βορειοδυτικής Περιφέρειας και της Νοτιοδυτικής Περιφέρειας […] και σε ‘μέρη που έχουν ακόμη πολύ σεβασμό για τους παραδοσιακούς ηγεμόνες ή αρχηγούς’».[1] Στην ίδια πηγή καταγράφεται επίσης αναφορά στο ότι «οι αναγκαστικοί γάμοι είναι πιο συνηθισμένοι μεταξύ λιγότερο μορφωμένων και φτωχότερων οικογενειών» και επίσης ότι «ο καταναγκαστικός γάμος είναι συχνότερος μεταξύ ατόμων με χαμηλή κοινωνικοοικονομική κατάσταση».[2] Ειδικότερα, η ίδια πηγή αναφέρει ότι «είναι ‘συνηθισμένο’ τα κορίτσια να αναγκάζονται να παντρεύονται ηγέτες» και ότι «’αν ο αρχηγός θέλει να παντρευτεί ένα άτομο, τα παιχνίδια εξουσίας με τους γονείς είναι πιο περίπλοκα και ο βαθμός εξαναγκασμού μπορεί να είναι μεγαλύτερος από τους αναγκαστικούς γάμους με απλούς άντρες’».[3] Από πληροφορίες σε άλλη πηγή (για την κατάσταση που επικρατούσε στο Καμερούν κατά το 2012), σύμφωνα με διεθνή Μη Κυβερνητική Οργάνωση (στο εξής: η ΜΚΟ) «οι πρόωροι ή αναγκαστικοί γάμοι είναι μια ‘κοινή, σχεδόν πολιτιστική’, πρακτική στο βόρειο Καμερούν» και σύμφωνα με άλλο ΜΚΟ «…σύμφωνα με τα τοπικά έθιμα του Καμερούν, ‘το μέλλον και η αξιοπρέπεια ενός κοριτσιού στο Καμερούν διασφαλίζονται μόνο στο συζυγικό της σπίτι. Τα κορίτσια συμβουλεύονται να παντρευτούν σε νεαρή ηλικία και κατά συνέπεια αναγκάζονται να τελειώσουν νωρίς το σχολείο’.».[4] Σύμφωνα με την ίδια αυτή πηγή και έναν άλλο ΜΚΟ «…στο Καμερούν, οι αναγκαστικοί γάμοι ενθαρρύνονται από έθιμα, ιδιαίτερα στις βόρειες περιοχές, όπου κυριαρχούν οι μουσουλμανικές παραδόσεις και όπου μια ορισμένη ερμηνεία του Κορανίου προτείνει ότι οι γυναίκες πρέπει να βρίσκονται υπό ανδρική κυριαρχία.»[5]. Στην ίδια πάλι πηγή και σύμφωνα με τον ίδιο ΜΚΟ «…τα κορίτσια και οι γυναίκες που προσπαθούν να ξεφύγουν από τους αναγκαστικούς γάμους υφίστανται ‘πολύ ισχυρές κοινωνικές πιέσεις’, που χαρακτηρίζονται από απειλές, εκφοβισμό, προσβολές και απόρριψη από άλλα μέλη της κοινότητας, συμπεριλαμβανομένων των γονιών τους.», και επίσης «…τα κορίτσια που αντιστέκονται σε έναν αναγκαστικό γάμο θα μπορούσαν να ‘ξυλοφορτωθούν’.»[6]. Στην πιο πάνω πηγή καταγράφεται δε ότι «Αν και η ελάχιστη νόμιμη ηλικία γάμου είναι τα 15 έτη για τις γυναίκες, ορισμένα νεαρά κορίτσια, ειδικά στις αγροτικές περιοχές, παντρεύονται στα 12 τους χρόνια. Επιπλέον, το εθιμικό δίκαιο, που εισάγει περισσότερες διακρίσεις έναντι των γυναικών, ευνοεί επίσης τη διάδοση των αναγκαστικών γάμων.», ενώ παράλληλα, γίνεται αναφορά σε ΜΚΟ που υπήρχαν στον Καμερούν όπου «τα κορίτσια και οι γυναίκες που προσπαθούν να ξεφύγουν από τον αναγκαστικό γάμο απευθύνονται [..] για βοήθεια» (αναφέρονται συγκεκριμένα οι εξής τρεις ΜΚΟ: Child Care Cameroon, Plan Canada, ALVFAssociation to Fight Violence Against Women / Association de lutte contre les violences faites aux femmes)[7].

43.          Πέραν των πιο πάνω, σε έγκυρη πηγή αναφορικά με την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Καμερούν κατά το έτος 2023 καταγράφεται σχετικά με τον παιδικό, πρόωρο και αναγκαστικό γάμο ότι «Η ελάχιστη νόμιμη ηλικία γάμου ήταν τα 18, αλλά ο νόμος δεν εφαρμόστηκε αποτελεσματικά. [..] Οι πρόωροι και καταναγκαστικοί γάμοι, καθώς και οι καταχρηστικοί ‘προσωρινοί γάμοι’, ήταν πιο διαδεδομένοι στο βόρειο τμήμα της χώρας και σε ορισμένες περιοχές του West Region, ειδικά στο Noun Division.[8] Σημειώνεται στο σημείο αυτό ότι ο τόπος συνήθους διαμονής της Αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της (ήτοι συνοικία Tonga της Δυτικής Περιφέρειας) βρίσκεται (γεωγραφικά) στο Nde Department του West Region[9]. Σε κάθε περίπτωση, παρατηρείται ότι, η μητέρα της, καθώς και ο θείος της, που είχαν την ευθύνη να αποφασίσουν επί τούτου, δεν αποδέχτηκαν τον (κατ’ ισχυρισμό) εξαναγκαστικό γάμο της Αιτήτριας με τον ηγέτη του χωριού (βλ. ερ. 110 του Δ.Φ.). Εν τέλει δε, (εκείνοι) αναγκάστηκαν έκτοτε να φύγουν από το χωριό τους (βλ. ερ. 106-105 του Δ.Φ.) και ως φαίνεται (πλέον) έχουν εγκατασταθεί σε άλλη τοποθεσία (βλ. ερ. 115 του Δ.Φ.), στην ίδια μεν περιφέρεια αλλά σε διαφορετική (γειτονική/κοντινή) περιοχή (ήτοι συνοικία Bangangte της Δυτικής Περιφέρειας) που βρίσκεται επίσης στο Nde Department του West Region.[10] Δεδομένης της μη θεμελίωσης της εσωτερικής αξιοπιστίας του συναφούς ισχυρισμού αυτός απορρίπτεται, παρά την ύπαρξη πληροφοριών που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη της εν λόγω παράδοσης.

44.          Αναφορικά με τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό, ως προς τον σεξουαλικό προσανατολισμό της ως ομοφυλόφιλο άτομο, αρχικώς, παρατηρώ πως κατά τη συνέντευξη της η Αιτήτρια υπεβλήθη σε πλήθος σχετικών ερωτήσεων ως προς τις εμπειρίες και τα βιώματά της, όσο και τις σκέψεις και τα συναισθήματά της. Επίσης, ορθώς δεν τέθηκαν ερωτήσεις παρεμβατικές στην ιδιωτική ζωή της Αιτήτριας [βλ. σχετικά απόφαση του ΔΕΕ, ημερ. 2.12.2014, συνεκδικαζόμενες υποθέσεις – A (C‑148/13), B (C‑149/13), C (C‑150/13)]. Περαιτέρω, παρατηρώ, ότι οι Καθ' ων η αίτηση εφάρμοσαν το μοντέλο ανάλυσης DSSH (Difference, Stigma and Shame, Harm) κατά την αξιολόγηση αυτού του μέρους του αιτήματος της Αιτήτριας.

45.          Ειδικότερα, από τα λεγόμενα της Αιτήτριας, προκύπτει ότι η ίδια βασίζει (κυρίως) την ισχυριζόμενη σεξουαλική της ταυτότητα (ως λεσβία) στο γεγονός ότι υπέστη βιασμό όταν ήταν σε πολύ μικρότερη ηλικία, κάτι που την οδήγησε στο να τρέφει μίσος εναντίον των αντρών (βλ. ερ. 124 του Δ.Φ.). Κατ’ ακρίβεια η Αιτήτρια τοποθετεί χρονικά την αποστροφή της προς τους άνδρες μετά την αποκάλυψη της μητέρας της, την περίοδο που δέχονταν πιέσεις να παντρευτεί η Αιτήτρια τον ηγέτη του χωρίου, ότι η Αιτήτρια κακοποιήθηκε όταν ήταν πολύ μικρή από ένα γείτονά της (βλ. ερ. 90 του Δ.Φ.). Ως εκ τούτου, η Αιτήτρια υποστηρίζει ότι συνειδητοποίησε τον σεξουαλικό της προσανατολισμό λίγο καιρό προτού εγκαταλείψει τη χώρα της. Ένεκα τούτου, η ίδια φαίνεται να κατέφυγε σε κάποιο βαθμό ως φαίνεται, σε μια (ιδιαίτερη) ομάδα γυναικών που ήταν λεσβίες (ως η ίδια ισχυρίστηκε – βλ. ερ. 132 του Δ.Φ.), όπου βρήκε κατανόηση (βλ. ερ. 131 του Δ.Φ.) και ένιωθε άνετα μαζί τους όπως είπε (βλ. ερ. 123 του Δ.Φ.). Παρά ταύτα, δεν προκύπτει από τα λεγόμενα της Αιτήτριας μια προσωπική βιωματική εμπειρία που να υποστηρίζει τον κατ’ ισχυρισμό σεξουαλικό της προσανατολισμό. Ούτε επιπλέον, πέραν των απειλών που αναφέρει ότι δέχτηκε από τον ηγέτη του χωριού, η Αιτήτρια ανέφερε οποιοδήποτε περιστατικό που αντιμετώπισε εξαιτίας του κατ’ ισχυρισμό σεξουαλικού της προσανατολισμού, το οποίο να παραπέμπει σε δίωξη. Συγκεκριμένα, ενώ δήλωσε ότι στην εν λόγω ομάδα γυναικών που είχε ενταχθεί άρχισε να νιώθει έλξη προς τις γυναίκες (βλ. ερ. 132, σημείο 1Χ, του Δ.Φ.), εντούτοις αυτό δεν συνάδει με τα όσα η ίδια ανέφερε ότι έκαναν στην ομάδα αυτή, περί του ότι συζητούσαν για κοινωνικά ζητήματα (βλ. ερ. 130 του Δ.Φ.). Επίσης, η μοναδική σχέση που η ίδια ισχυρίστηκε ότι είχε με άλλη γυναίκα στη χώρα της, διήρκησε μόνο 6 μήνες (βλ. ερ. 127 του Δ.Φ.), ενώ κατά το διάστημα αυτό, ως ανέφερε η Αιτήτρια, οι δύο τους έβγαιναν και έκαναν πράγματα μαζί όπως ένα ανδρόγυνο ζευγάρι (βλ. ερ. 128 του Δ.Φ.), πλέον όμως η ίδια δεν έχει επαφή μαζί με την άλλη κοπέλα εδώ και αρκετά χρόνια, όπως δήλωσε (βλ. ερ. 127 του Δ.Φ.). Ως προκύπτει δε, από την εν λόγω περιγραφή της Αιτήτριας, απουσιάζει το οποιοδήποτε βιωματικό στοιχείο που να παραπέμπει στην εξέλιξη της ομοφυλοφιλικής τους σχέσης, πέραν της πολύ καλής σχέσης που φαίνεται να είχαν μεταξύ τους, εφόσον έκαναν διάφορες δραστηριότητες μαζί (βλ. ερ. 127 και ερ. 123 του Δ.Φ.). Στη δε συνέντευξή της ημερομηνίας 12.12.2017 (βλ. ερ. 54 του Δ.Φ.), η Αιτήτρια αναφέρθηκε και σε κακοποιητική συμπεριφορά της εν λόγω ομάδας γυναικών απέναντί της.  Το γεγονός δε, ότι η Αιτητρία είναι πλέον μητέρα ενός (ανήλικου) παιδιού που η ίδια γέννησε αφότου έμεινε έγκυος κατόπιν ερωτικής συνεύρεσης της με έναν άντρα στην Κύπρο (βλ. ερ. 121 του Δ.Φ.), αν και όχι καταλυτικής σημασίας από μόνο του, ουδόλως φαίνεται να ενισχύει/υποστηρίζει το αίτημά της περί του σεξουαλικού της προσανατολισμού, παρά και τις όποιες εξηγήσεις η ίδια έδωσε σχετικά με το πως προέκυψε το πιο πάνω περιστατικό (βλ. ερ. 120 του Δ.Φ.). Σε συνάρτηση με τούτο, σχετικές είναι και οι δηλώσεις της Αιτήτριας αναφορικά με το ότι προτεραιότητα για την ίδια είναι το παιδί της και η ευημερία του, ενώ παράλληλα, ως επίσης δήλωσε, η ίδια αντιλαμβάνεται ότι το μέλλον της ως προς τον σεξουαλικό της προσανατολισμό μαζί με ένα παιδί ίσως να μην είναι τόσο εύκολο (Βλ. ερ. 120 του Δ.Φ.).

46.          Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού δεν είναι δυνατή η εξεύρεση πληροφοριών από διεθνείς πηγές πληροφόρησης καθώς πρόκειται για έναν ισχυρισμό που ανάγεται στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής του Αιτητή. Ωστόσο, με βάση την πιο πρόσφατη αναφορά του Διεθνούς Παρατηρητήριου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Human Rights Watch), ο ποινικός κώδικας του Καμερούν τιμωρεί τις «σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου» με φυλάκιση έως και πέντε ετών. Ως αναφέρεται στην Έκθεση USDOS, ο νόμος εφαρμόζεται.[11]  Τον Ιούνιο του 2023 οι αρχές του Καμερούν αντιτάχθηκαν στην επίσκεψη του Γάλλου πρέσβη, Jean-Marc Berthon, για τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων, προκειμένου να παραστεί σε εκδήλωση για το φύλο και τη σεξουαλικότητα που διοργάνωσε το Γαλλικό Ινστιτούτο της Υaounde. Η εκδήλωση προκάλεσε διαδικτυακό μίσος κατά των σεξουαλικών μειονοτήτων στη χώρα και η προγραμματισμένη επίσκεψη ακυρώθηκε.[12] Έρευνα του Freedom House για το έτος 2022, η οποία κάνει λόγο πως οι διακρίσεις κατά της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας είναι ιδιαίτερα διαδεδομένες και πως η βία κατά των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων είναι συχνή. Παράλληλα, ένας νόμος για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο τιμωρεί όσους ζητούν σχέσεις ομοφυλοφίλων μέσω διαδικτύου με ποινές φυλάκισης δύο ετών. Οι άνθρωποι διώκονται συχνά χωρίς στοιχεία σεξουαλικής δραστηριότητας, αλλά μάλλον με υποψίες ότι είναι ομοφυλόφιλοι.[13] Ωστόσο, δέον να σημειωθεί πως οι ανωτέρω πληροφορίες αποτελούν γενικές πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή και δεν επαρκούν ούτως ώστε να υπερκαλυφθεί η απουσία εσωτερικής αξιοπιστίας στα λεγόμενά του.

 

47.          Όλως επικουρικώς παρατηρείται ότι κατά τις δηλώσεις της Αιτήτριας, η μητέρα της έμαθε για τον σεξουαλικό της προσανατολισμό και το αποδέχτηκε (βλ. ερ. 130 του Δ.Φ.), δίδοντας της επίσης κάποιες συμβουλές (βλ. ερ. 129 του Δ.Φ.), ενώ επιπλέον, αποδέχτηκε και το παιδί της Αιτήτριας (βλ. ερ. 129-128 του Δ.Φ.). Εξάλλου δε, οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας περί απειλών εναντίον της ζωής της (βλ. ερ. 124 του Δ.Φ.), καθώς και περί των διακρίσεων και των δυσχερειών που αντιμετώπισε η ίδια (βλ. ερ. 124, σημεία 1Χ και 2Χ, του Δ.Φ.) και η οικογένειά της στο χωριό τους (βλ. ερ. 108 του Δ.Φ.), λόγω του σεξουαλικού προσανατολισμού της ίδιας, παρέμειναν γενικοί και ατεκμηρίωτοι, και ούτε εξειδικεύονται. Εξάλλου κατά τις δηλώσεις δεν ανέφερε να αντιμετώπισε δίωξη κατά το διάστημα που συμβίωνε περί τους οκτώ μήνες με ομάδα γυναικών, οι οποίες ήταν λεσβίες. Ούτε από τις σχετικές δηλώσεις της Αιτήτριας περί απειλών εναντίον της ίδιας, εξύβρισης της και εξευτελισμού της δημοσίως, δεν καταδεικνύεται οποιαδήποτε βλάβη που ενδεχομένως να υπέστη η ίδια εξ αυτών που (κατ’ ισχυρισμό) βίωσε, η οποία να φτάνει το επίπεδο της δίωξης με την έννοια του άρθρου 3 το περί Προσφύγων Νόμου.

 

48.          Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, από το σύνολο των δηλώσεων της Αιτήτριας επισημαίνεται πως η ίδια δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει με συνέπεια, σαφήνεια και λεπτομέρεια τους εν λόγω ισχυρισμούς της περί εξαναγκασμού της σε γάμο και ότι διώκεται λόγω του σεξουαλικού της προσανατολισμού, ώστε να προκύπτει (ως εύλογα θα αναμενόταν) μια πραγματικά προσωπική βιωματική εμπειρία της Αιτήτριας ως προς τούτα. Βάσει των ανωτέρω, κρίνεται ότι όσον αφορά τόσο τον δεύτερο όσο και τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό της Αιτήτριας, αυτοί δεν στοιχειοθετούνται και οφείλουν να τύχουν απόρριψης.

49.          Προχωρώντας στην αξιολόγηση του κινδύνου που διατρέχει η Αιτήτρια, στη βάση του προφίλ και των προσωπικών της στοιχείων που έγιναν αποδεκτά, έχοντας ενώπιόν μου τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης καθώς και την ίδια την επίδικη απόφαση, παρατηρώ τα εξής:

50.          Ως προς το (γενικό) προφίλ της Αιτήτριας, δεν προκύπτει φόβος δίωξης καθαυτός από τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας τα οποία και έχουν γίνει αποδεκτά ως προς τη φυλετική/εθνοτική βία και τις διακρίσεις λόγω φύλου[14]. Ως προς τούτο, λαμβάνεται επίσης υπόψη ότι η Αιτήτρια διαθέτει υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής της. Παράλληλα, είναι άτομο (πλέον) ενήλικο, χωρίς εμφανή σημεία ευαλωτότητας, με βασική μόρφωση καθώς και με επαγγελματική πείρα αλλά και ικανότητα να εργαστεί.

51.          Ειδικότερα δε, ως προς το γεγονός ότι (πλέον) είναι μητέρα με ένα ανήλικο παιδί (αρσενικού φύλου), παρατηρείται ότι η Αιτήτρια επικαλείται πως εάν επιστρέψει στο Καμερούν δεν θα έχει που να αφήσει το παιδί της, χωρίς ωστόσο να εξειδικεύει/επεξηγεί περαιτέρω τον ισχυρισμό της αυτό σε συνάρτηση με το αίτημά της για διεθνή προστασία (βλ. ερ. 119 του Δ.Φ.). Επαναλαμβάνεται ότι, η Αιτήτρια διατηρεί οικογενειακό υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα της, ήτοι τη μητέρα και το θείο της και από τα λεγόμενά της προκύπτει ότι διαθέτει και ευρύτερο κοινωνικό δίκτυο και επομένως σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν θα βρεθεί σε ένα οικείο περιβάλλον. Επί τούτου, διακρίνεται ότι η Αιτήτρια δήλωσε πως ο πατέρας του παιδιού είναι Γάλλος υπήκοος, και ανέλαβε τις ευθύνες του καθώς και την φροντίδα για το παιδί, και παράλληλα είχε μεριμνήσει για την εγγραφή του παιδιού στην πρεσβεία της χώρας του (βλ. ερ. 121-120 του Δ.Φ.), χωρίς παρά ταύτα να έχει προσκομίσει η Αιτήτρια σχετικά αποδεικτικά έγγραφα. Όλως επικουρικώς, με βάση τα ενώπιόν μου δεδομένα, θεωρώ ότι με βάση το προφίλ της Αιτήτριας, η ίδια θα μπορούσε να διαμείνει πέραν του τελευταίου τόπου διαμονής της και στην πόλη Bangangte, όπου διαμένει πλέον η μητέρα της καθώς και ο θείος της, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της στην τελευταία της συνέντευξη.

52.          Για την πληρότητα της διαδικασίας, το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, αναφορικά με την πρόσβαση των παιδιών στην εκπαίδευση στο
Καμερούν, σημειώνοντας τα εξής. Η εκπαίδευση στο Καμερούν παραμένει ένας τομέας σε κρίση, καθώς τα σχολεία συνεχίζουν να δέχονται επιθέσεις σε πολλές περιοχές της χώρας, κυρίως  στη βορειοδυτική και η νοτιοδυτική περιοχή ενώ πάνω από 1,4 εκατομμύρια παιδιά συνωστίζονται σε κακοσυντηρημένες και υπερπλήρεις αίθουσες διδασκαλίας.
[15] Παρόλο που το Καμερούν συνεχίζει να βιώνει πολλαπλές μοναδικές κρίσεις, υπάρχουν αρκετές γενικότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα παιδιά κατά την πρόσβαση στην εκπαίδευση. Αυτό είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό σε περιοχές όπως η βορειοδυτική και η νοτιοδυτική περιοχή, όπου το 68% και το 39% των σχολείων δεν λειτουργούν. Συνολικά 2.245 σχολεία εξακολουθούν να μην λειτουργούν μόνο σε αυτές τις δύο περιοχές.

53.          Η ανασφάλεια και οι βίαιες επιθέσεις έχουν επίσης οδηγήσει σε μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών, με πάνω από 900.000 ανθρώπους να έχουν εκτοπιστεί στη χώρα το 2023.[16] Καθώς οι άνθρωποι αναζητούν καταφύγιο σε αστικά κέντρα τα οποία θεωρούν ασφαλέστερα, αυτή η συνεχής εισροή παιδιών σχολικής ηλικίας, επιβαρύνει σοβαρά τις εκπαιδευτικές υποδομές. Ενώ η υψηλότερη αναλογία δασκάλων/μαθητών που επιτρέπεται από τους κυβερνητικούς κανονισμούς είναι 1/60, η μέση αναλογία είναι 1/149 στον Άπω Βορρά και στο Βορρά, με πολλά σχολεία να αντιμετωπίζουν πάνω από 200 παιδιά σε μία μόνο αίθουσα διδασκαλίας.[17]

54.          Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Unicef[18]  του 2024, στις Βορειοδυτικές (ΒΔ) και Νοτιοδυτικές (ΝΔ) περιοχές, η κατάσταση ασφαλείας παρέμεινε ασταθής το 2024. Οι επιθέσεις στην εκπαίδευση συνεχίστηκαν, με τους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές να πέφτουν θύματα απαγωγών και να διεγείρονται πυρπολήσεις σχολικών κτιρίων.[19]

55.          Για τη βελτίωση του προστατευτικού περιβάλλοντος μάθησης για τα παιδιά, η UNICEF εξόπλισε 148 (55 γυναίκες) εργαζόμενους στην εκπαίδευση και τις κοινωνικές υπηρεσίες πρώτης γραμμής με δεξιότητες για την πρόληψη, τον εντοπισμό και την παραπομπή περιπτώσεων παιδιών που αντιμετωπίζουν βία και κακοποίηση στο σχολικό περιβάλλον. Συνεδρίες ευυαισθητοποίησης  προσέγγισαν 154.389 παιδιά (79.542 κορίτσια). Στο πλαίσιο της ανθρωπιστικής ανταπόκρισης, η UNICEF εφάρμοσε μια δέσμη παρεμβάσεων, συμπεριλαμβανομένης της ψυχικής υποστήριξη της υγείας, διαχείριση υποθέσεων, μηχανισμούς καταγγελιών και ανατροφοδότησης με βάση την κοινότητα, εναλλακτικές φροντίδας, καθώς και επανένωση και επανένταξη οικογενειών παιδιών που φέρονται να συνδέονται με ένοπλες ομάδες.

56.          Περαιτέρω, στην ετήσια έκθεση της Unicef του 2023[20], καταγράφεται ότι για να διασφαλιστεί ότι κάθε παιδί έχει πρόσβαση στην εκπαίδευση, η UNICEF έδωσε προτεραιότητα στην εφαρμογή των δεσμεύσεων που ανέλαβε η κυβέρνηση κατά τη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής για τον Μετασχηματισμό της Εκπαίδευσης που πραγματοποιήθηκε στη Νέα Υόρκη το 2022. Σε συνεργασία με άλλους σημαντικούς ενδιαφερόμενους φορείς, ιδίως την UNESCO, την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, το WFP και την Παγκόσμια Τράπεζα, η UNICEF παρείχε πολυδύναμη υποστήριξη για την προετοιμασία των μεταρρυθμίσεων διαρθρωτικής πολιτικής. Η στρατηγική του τομέα εκπαίδευσης και κατάρτισης του Καμερούν αναθεωρήθηκε και ευθυγραμμίστηκε με το μακροπρόθεσμο όραμα για το εκπαιδευτικό σύστημα του Καμερούν. Η UNICEF υποστήριξε τη σύνταξη του εθνικού σχεδίου για την εκπαίδευση χωρίς αποκλεισμούς στρατηγικής. Σε ανταπόκριση στην υψηλού επιπέδου συνηγορία των μελών της τοπικής ομάδας για την εκπαίδευση υπό την ηγεσία της UNICEF, η κυβέρνηση αποφάσισε να προσλάβει 3.000 εκπαιδευτικούς πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στο πλαίσιο του δημόσιου προϋπολογισμού του 2024 (με αναλογία 1:60 μαθητές). Αυτό θα ωφελήσει άμεσα 180.000 παιδιά της ηλικίας δημοτικού σχολείου.

57.          Περαιτέρω, σύμφωνα με δημοσίευμα του International Plan, το πρόγραμμα επιτάχυνσης της εκπαίδευσης έχει αποδειχθεί ανεκτίμητο στο να παρέχει σε παιδιά και νέους μια δεύτερη ευκαιρία στην εκπαίδευση.[21] Προκειμένου να προωθηθεί η ασφαλής πρόσβαση των παιδιών σε ποιοτική εκπαίδευση, στο πλαίσιο του έργου αναλήφθηκε μια σειρά δραστηριοτήτων σε κοινοπραξία με το Νορβηγικό Συμβούλιο Προσφύγων. Αυτές περιλαμβάνουν εκστρατείες ευαισθητοποίησης για τη δέσμευση της κοινότητας στο πρόγραμμα, την κατασκευή ενός χώρου προσωρινής μάθησης και τη διοργάνωση εκστρατειών "Επιστροφή στο σχολείο" και "Μείνετε στο σχολείο". Έχει επίσης συμμετάσχει στη διανομή σχολικών και διδακτικών πακέτων, στην πρόσληψη, κατάρτιση και παρακίνηση κοινοτικών ηγετών και παρατηρητών. Έχει επίσης αναληφθεί η ανάπτυξη ικανοτήτων για τους εκπαιδευτικούς του επίσημου τομέα, ώστε να διασφαλιστεί ότι οι μαθητές λαμβάνουν ποιοτική εκπαίδευση.

58.          Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι στο Καμερούν, πολλά παιδιά στερούνται την πρόσβαση στην εκπαίδευση λόγω μιας σειράς παραγόντων. Η έλλειψη σχολικών υποδομών, καθιστά δύσκολή τη φοίτηση για πολλούς μαθητές. Επιπλέον, η πολιτική αστάθεια και οι συγκρούσεις στην περιοχή, επίσης συμβάλλουν στη διακοπή της εκπαίδευσης, με αποτέλεσμα χιλιάδες παιδιά να μην έχουν την ευκαιρία να μορφωθούν. Ωστόσο, παρατηρείται ότι γίνονται προσπάθειες αναβάθμισης του συστήματος εκπαίδευσης, σύμφωνα με τις ανωτέρω εξωτερικές πηγές, ώστε να βελτιωθούν οι συνθήκες διδασκαλίας και να έχουν περισσότερα παιδιά πρόσβαση στην εκπαίδευση. Περαιτέρω, παρατηρείται ότι τα ανωτέρω λαμβάνουν χώρα στις Βορειοδυτικές και Νοτιοδυτικές περιοχές και στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν, όπου η πολιτική αστάθεια και η κρίση κυριαρχεί. Εν προκειμένω, η Αιτήτρια, γεννήθηκε στην πόλη Douala του Καμερούν, έχοντας ως τόπο συνήθους και τελευταίας διαμονής της, την πόλη Tonga. Οι εν λόγω περιοχές, δεν συγκαταλέγονται μεταξύ των αναφερόμενων ανωτέρω, ενώ η κατάσταση ασφαλείας χαρακτηρίζεται σταθερή, όπως αναλυτικά θα εκτεθεί στη συνέχεια. Επιπλέον, έχοντας, ο πατέρας του τέκνου της Αιτήτριας, αναλάβει τις ευθύνες του καθώς και την φροντίδα του, αναμένεται ότι σε περίπτωση που η Αιτήτρια επιστρέψει στην χώρα καταγωγής της με το ανήλικο τέκνο, ευλόγως αναμένεται ότι ο πατέρας του ανηλίκου να εξακολουθεί να το στηρίζει, ενώ δεν παροράται και η ύπαρξη λοιπού οικογενειακού υποστηρικτικού δικτύου.

59.          Γενικότερα, κατόπιν έρευνας που πραγματοποίησε το παρόν Δικαστήριο, οι σοβαρές προκλήσεις για τα παιδιά (εκπαίδευση, υγεία και πρόσβαση σε τροφή) εστιάζονται στις Βορειοδυτικές και Νοτιοδυτικές περιοχές της χώρας όχι στα αστικά κέντρα όπως εν προκειμένω η Douala ή στις γαλλόφωνες περιοχές της χώρας, εξ ου και οι αντίστοιχες εκθέσεις από διάφορους φορείς κυβερνητικούς ή μη εστιάζονται στις εν λόγω περιοχές.[22]

60.          Καταληκτικά, ενόψει των ανωτέρω και από τα στοιχεία του φακέλου, δεν προκύπτει ότι δικαιολογείται η υπαγωγή της Αιτήτριας στο καθεστώς του πρόσφυγα υπό τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον δεν προκύπτει τέτοιος βάσιμος φόβος δίωξης της Αιτήτριας για τους λόγους που εξαντλητικώς αναφέρονται στην εν λόγω διάταξη σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής.

61.          Ούτε επίσης τεκμηριώνεται, επικουρικώς, η υπαγωγή της στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς η Αιτήτρια δεν τεκμηριώνει αλλά και από τα ενώπιόν μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς της, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

62.          Ειδικότερα, στην προκείμενη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό της Αιτήτριας δεν προκύπτει, ότι ενόψει των προσωπικών της περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής (βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32), ήτοι ότι διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της [βλ. άρθρο 19, εδάφιο (2) (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου].

63.          Επικουρικώς, διακρίνεται ότι η Αιτήτρια θα μπορούσε με την επιστροφή της στη χώρα καταγωγής της, να αξιοποιήσει (ενδεχομένως) την υποστήριξη που παρέχεται μέσω του προγράμματος ΔΟΜ-ΕΕ για τον εθελούσιο επαναπατρισμό μεταναστών με στόχο την ομαλή επανένταξή τους στη χώρα καταγωγής, που «αποσκοπεί προς την αντιμετώπιση των οικονομικών, κοινωνικών και ψυχοκοινωνικών αναγκών» των επαναπατρισθέντων[23] (βλ. επίσης, όσον αφορά την περίπτωση του Καμερούν, διαθέσιμες πληροφορίες για το εν λόγω πρόγραμμα που υφίσταται σε συνεργασία του ΔΟΜ με πλειάδα κρατικών υπηρεσιών στη χώρα καταγωγής[24]).

64.          Ούτε εξάλλου, προκύπτει ότι συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία στον τελευταίο τόπο διαμονής της Αιτήτριας ο βαθμός της οποίας να είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμηθεί ότι η Αιτήτρια, ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί ότι θα επιστρέψει στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας της και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 43].

65.          Ειδικότερα, ως προς τη γενική κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής, από πληροφορίες που καταγράφονται σε έγκυρη πηγή παρατηρείται ότι το Καμερούν «εμπλέκεται σε μη διεθνή ένοπλη σύρραξη (NIAC) εναντίον της Boko Haram στην περιοχή Far North και εναντίον αριθμού ομάδων αγγλόφωνων αποσχιστών, οι οποίες διαμάχονται εναντίον της κυβέρνησης για την ανεξαρτησία των περιοχών στις περιφέρειες Northwest και Southwest»[25].

66.          Ως προς τον αριθμό των περιστατικών ασφαλείας γενικότερα στην περιφέρεια West Region του Καμερούν, ευρύτερη περιοχή στην οποία βρίσκεται ο τόπος συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, μεταξύ 22.7.2023 και 19.7.2024 καταγράφηκαν από τη βάση δεδομένων του ACLED συνολικά 22 περιστατικά βίας (8 περιστατικά διαδηλώσεων, 7 περιστατικά βίας εναντίον των πολιτών/αμάχων, 6 περιστατικά ταραχών/εξεγέρσεων και 1 περιστατικό μάχης, ενώ δεν καταγράφηκαν περιστατικά εκρήξεων / βίας εξ αποστάσεως) εκ των οποίων προέκυψαν 13 απώλειες (2 από τα περιστατικά διαδηλώσεων, 5 από τα περιστατικά βίας εναντίον των πολιτών/αμάχων, 3 από τα περιστατικά ταραχών/εξεγέρσεων και 3 από το περιστατικό μάχης)[26]. Τα εν λόγω στοιχεία, εξεταζόμενα συνδυαστικά με τον εκτιμώμενο πληθυσμό της περιφέρειας West Region του Καμερούν (1.921.600 κάτοικοι με βάση την επίσημη εκτίμηση για το 2015[27]), δεικνύουν ότι η ένταση της βίας στην εν λόγω περιοχή είναι σχετικά πολύ μικρή.

67.          Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, «[αναγνωρίζεται] καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δε βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής». Ως «σοβαρή» ή «σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη» ορίζεται δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου (συγκεκριμένα) ως «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης».

68.           Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε απόφασή του ότι συνιστούν «[…] μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

69.          Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (στο εξής: το ΕΔΑΔ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΑΔ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011, σκέψη 241) αξιολόγησε ως κατάλληλα, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τα κριτήρια αναφορικά με τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών, οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, εάν οι συγκρούσεις είναι τοπικές ή εκτεταμένες, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

70.          Όπως αναλύθηκε και ανωτέρω, η ένταση της βίας στην περιφέρεια West Region του Καμερούν όπου βρίσκεται ο τόπος διαμονής της Αιτήτριας φαίνεται να παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα, χωρίς δε να παρατηρούνται ιδιαίτερα περιστατικά ένοπλης σύρραξης ή συχνά συμβάντα αδιακρίτως ασκούμενης βίας. Ούτε προκύπτει από το προσωπικό προφίλ και περιστάσεις της Αιτήτριας ότι η ίδια εμπλέκεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με τα όσα διαδραματίζονται στα πλαίσια των ενόπλων συγκρούσεων που καταγράφονται συγκεκριμένα στις προαναφερθείσες περιοχές του Καμερούν (ήτοι Far North Region, Northwest Region, Southwest Region). Συναφώς, προκύπτει ότι δεν τεκμηριώνεται πραγματικός κίνδυνος για την Αιτήτρια να επηρεαστεί προσωπικά από την παρουσία της και μόνο στον τόπο συνήθους διαμονής της στη χώρα καταγωγής ως πολίτης/άμαχος,. Επομένως, ούτε συντρέχει περίπτωση υπαγωγής της Αιτήτριας στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας στη βάση του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

71.          Ενόψει της πιο πάνω ανάλυσης και διαπίστωσης, η εξέταση των ισχυρισμών της Αιτήτριας περί πλημμελούς έρευνας, πλάνης περί τα πράγματα και ανεπαρκούς αιτιολόγησης καθίσταται αλυσιτελής, ιδίως δεδομένης της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και της έκτασης του ελέγχου που ασκεί στην επίδικη πράξη.

52.        Εν προκειμένω, η Αιτήτρια δεν προέβαλε κατά τρόπο αξιόπιστο είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε της παρούσας διαδικασίας οποιουσδήποτε ισχυρισμούς, οι οποίοι θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή της στο καθεστώς του πρόσφυγα ή της συμπληρωματικής προστασίας. Συνεπώς, ορθώς δεν χορηγήθηκε στην περίπτωση της Αιτήτριας καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση τροποποιείται ως ανωτέρω με €1000 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση.

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Canada: Immigration and Refugee Board (IRB), Cameroon: Prevalence of forced marriage in southern Cameroon, particularly in the Southwest Region, including state protection available; forced marriage as practiced by chiefs, and whether the girls or women that are forced to marry chiefs must be virgins and childless, 10 April 2013, https://www.refworld.org/docid/5193855a2bdb.html [ημερ. πρόσβασης 29/07/2024]

[2] Canada: Immigration and Refugee Board (IRB), Cameroon: Prevalence of forced marriage in southern Cameroon, particularly in the Southwest Region, including state protection available; forced marriage as practiced by chiefs, and whether the girls or women that are forced to marry chiefs must be virgins and childless, 10 April 2013, https://www.refworld.org/docid/5193855a2bdb.html [ημερ. πρόσβασης 29/07/2024]

[3] Canada: Immigration and Refugee Board (IRB), Cameroon: Prevalence of forced marriage in southern Cameroon, particularly in the Southwest Region, including state protection available; forced marriage as practiced by chiefs, and whether the girls or women that are forced to marry chiefs must be virgins and childless, 10 April 2013, https://www.refworld.org/docid/5193855a2bdb.html [ημερ. πρόσβασης 29/07/2024]

[4] Canada: Immigration and Refugee Board (IRB), Cameroon: Forced marriages; treatment of and protection available to women who try to flee a forced marriage; whether it is possible for a woman to live alone in the country’s large cities such as Yaoundé and Douala, 20 September 2012, https://www.ecoi.net/en/document/1067526.html [ημερ. πρόσβασης 29/07/2024]

[5] Canada: Immigration and Refugee Board (IRB), Cameroon: Forced marriages; treatment of and protection available to women who try to flee a forced marriage; whether it is possible for a woman to live alone in the country’s large cities such as Yaoundé and Douala, 20 September 2012, https://www.ecoi.net/en/document/1067526.html [ημερ. πρόσβασης 29/07/2024]

[6] Canada: Immigration and Refugee Board (IRB), Cameroon: Forced marriages; treatment of and protection available to women who try to flee a forced marriage; whether it is possible for a woman to live alone in the country’s large cities such as Yaoundé and Douala, 20 September 2012, https://www.ecoi.net/en/document/1067526.html [ημερ. πρόσβασης 29/07/2024]

[7] Canada: Immigration and Refugee Board (IRB), Cameroon: Forced marriages; treatment of and protection available to women who try to flee a forced marriage; whether it is possible for a woman to live alone in the country’s large cities such as Yaoundé and Douala, 20 September 2012, https://www.ecoi.net/en/document/1067526.html [ημερ. πρόσβασης 29/07/2024]

[8] U.S. Department of State (USDOS), 2023 Country Reports on Human Rights Practices: Cameroon, 23 April 2024, https://www.state.gov/reports/2023-country-reports-on-human-rights-practices/cameroon/ [ημερ. πρόσβασης 29/07/2024]

[9] CITY POPULATION, Africa / CAMEROON: Administrative Division: Departments and Arrondissements: Nde (Department) [Table], https://www.citypopulation.de/en/cameroon/admin/ [ημερ. πρόσβασης 29/07/2024]

[10] CITY POPULATION, Africa / CAMEROON: Administrative Division: Departments and Arrondissements: Nde (Department) [Table], https://www.citypopulation.de/en/cameroon/admin/ [ημερ. πρόσβασης 29/07/2024]

[11] USDOS - US Department of State: 2022 Country Report on Human Rights Practices: Cameroon, 20 March 2023, https://www.state.gov/reports/2022-country-reports-on-human-rights-practices/cameroon/(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/02/2024)

[12]Human Rights Watch (2024), 'Country Chapters: Cameroon', διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.hrw.org/world-report/2024/country-chapters/cameroon (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/02/2024)

[13]Freedom House (2023), 'Freedom in the world 2022: Camerron', διαθέσιμο στη διεύθυνση:  https://freedomhouse.org/country/cameroon/freedom-world/2022 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/02/2024)

[14] U.S. Department of State (USDOS), 2023 Country Reports on Human Rights Practices: Cameroon, 23 April 2024, https://www.state.gov/reports/2023-country-reports-on-human-rights-practices/cameroon/ [ημερ. πρόσβασης 30/07/2024]

[15]Norwegian Refugee Council, The urgent need to deliver quality education for 1.4 million school-aged children in Cameroon, June 2023, available at: https://reliefweb.int/report/cameroon/urgent-need-deliver-quality-education-14-million-school-aged-children-cameroon [ημερ. πρόσβασης 08/08/2024]

[16] Ο.π.

[17] Ο.π.

[18] Unicef, Cameroon Humanitarian Situation report No.1, UNICEF Cameroon Humanitarian Situation Report No. 1 - January-March 2024.pdf.pdf [ημερ. πρόσβασης 08/08/2024]

[19] Ο.π.

[20] Unicef, Country Office Annual Report 2023, available at: https://www.unicef.org/media/152736/file/Cameroon-2023-COAR.pdf [ημερ. πρόσβασης 08/08/2024]

 

[21] Plan International, A second chance at education for out-of-school children, January 2024, available at:https://plan-international.org/cameroon/news/2024/02/17/second-chance-education-out-of-school-children/, [ημερ. πρόσβασης 08/08/2024]

 

 

[22]

·         https://data.humdata.org/dataset/cameroon-attacks-on-civilians-and-vital-civilian-facilities

·         https://www.ecoi.net/en/file/local/1397413/469228_en.pdf σε αυτή την πηγή του 2017, αν και αφορά κυρίως την θεραπεία του HIV, εντούτοις, αναφέρονται τα 6 περιφερειακά νοσοκομεία που λειτουργούν στην Douala.

·         https://www.ecoi.net/en/file/local/2096928/DRC_Annual+Child+Protection+report_2022.pdf

·         https://www.ecoi.net/en/file/local/2102908/a-12289.pdf αυτή η έκθεση του 2024 αναφέρεται βασικά στην αγγλόφωνη κρίση και περιλαμβάνει κεφάλαια σχετικά με την πρόσβαση στην εκπαίδευση και την πρόσβαση στην υγεία

·         https://www.ecoi.net/en/file/local/2098716/G2317238.pdf η έκθεση του Human Rights Council του 2023 περιλαμβάνει πληροφορίες για την πρόσβαση στην εκπαίδευση και την υγεία

·         https://coi.euaa.europa.eu/administration/belgium/PLib/COI_Focus_Cameroun_R%C3%A9gions_anglophones_Situation_s%C3%A9curitaire_20240628.pdf η πιο πρόσφατη έκθεση του Βελγίου του Ιουνίου 2024 για την κατάσταση ασφαλείας στην χώρα που περιλαμβάνει και πληροφορίες για την πρόσβαση στην εκπαίδευση και την υγεία.

 

[23] International Organization for Migration (IOM), EU-IOM Joint Initiative for Migrant Protection and Reintegration, https://www.migrationjointinitiative.org/reintegration [ημερ. πρόσβασης 30/07/2024]

[24] International Organization for Migration (IOM), EU-IOM Joint Initiative for Migrant Protection and Reintegration –  Reintegration for migrants returning to Cameroon, https://www.migrationjointinitiative.org/sites/g/files/tmzbdl261/files/files/pdf/eutf-infosheet-cameroun-en-spreads_0.pdf (Infosheet) [ημερ. πρόσβασης 30/07/2024]

[25] Geneva Academy of International Humanitarian Law and Human Rights – RULAC: Rule of Law in Armed Conflicts, Non-international Armed Conflicts in Cameroon, Last updated: 12th January 2023, https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-cameroon [ημερ. πρόσβασης 30/07/2024]

[26] Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), ACLED Explorer, https://acleddata.com/explorer/ (Metric: Event Counts / Fatality Counts, Date range: 22/07/2023-19/07/2024, Region: Africa, Country: Cameroon, Admin: Ouest) [ημερ. πρόσβασης 30/07/2024]

[27] CITY POPULATION, Africa / CAMEROON: Regions: Ouest (Region) [Table], https://www.citypopulation.de/en/cameroon/cities/ [ημερ. πρόσβασης 30/07/2024]


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο