ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 916/23

14 Aυγούστου, 2024

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

 C.E.A.

Αιτητή,

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η αίτηση

 

Χ. Ρούσου (κ) για Νικήτας Α. Νικήτα (κ), για τον Αιτητή

Π. Δημητρίου (κα) για Μ. Βασιλείου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή αιτείται την έκδοση απόφασης από το παρόν Δικαστήριο με την οποία να κηρύσσεται άκυρη, παράνομη και στερούμενη κάθε έννομου αποτελέσματος η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση, ημερομηνίας 20.10.2022, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του τελευταίου για διεθνή προστασία, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2020 (στο εξής: ο Περί Προσφύγων Νόμος).

 

Γεγονότα

1.             Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Ο Αιτητής κατάγεται από τη Δημοκρατία του Καμερούν. Εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία και περί τις 27.2.2019, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Στις 15.7.2022, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής  Ένωσης για το Άσυλο (European Union Agency for Asylum, στο εξής: EUAA). Ακολούθως, ο λειτουργός υπέβαλε Έκθεση / Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: Προϊστάμενος) για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή. Η Εισήγηση εγκρίθηκε από τον Προϊστάμενο στις 20.10.2022. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή περί τις 28.2.2023, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

 

Νομικοί Ισχυρισμοί

2.             Με τη γραπτή του αγόρευση, ο Αιτητής ισχυρίζεται του, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη καθ’ υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας και κατ’ αντίθεση με το Σύνταγμα και τον Νόμο και κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της ίσης μεταχείρισης. Επιπρόσθετα, επικαλείται αναρμοδιότητα του φορέα το οργάνου που εξέδωσε την επίδικη απόφαση και περαιτέρω ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση που παραλείφθηκε από τον Αιτητή στις 28.2.2023 είναι άγνωστης ημερομηνίας. Περαιτέρω υποστηρίζει ότι η απόφαση που είναι επισυνημμένη στο παράρτημα 6 της ένστασης των Καθ’ ων η αίτηση φέρει ημερομηνία 20.10.2023, ενώ αντιθέτως αυτή που εμπερικλείεται στο παράρτημα 7 της ένστασης τους είναι άνευ ημερομηνίας. Πέραν τούτων, ισχυρίζεται επίσης ότι δεν διεξήχθη από πλευράς των Καθ’ ων η αίτηση η δέουσα έρευνα και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε υπό πλάνη περί τα πράγματα και τον Νόμο και ότι δεν είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Περαιτέρω, υποβάλλει ότι παραβιάστηκε η διαδικασία διεξαγωγής της συνέντευξης και συγκεκριμένα του δικαιώματος του Αιτητή σε κατάλληλη διερμηνεία στην μητρική του γλώσσα και ότι δεν δόθηκε αντίγραφο της προσβαλλόμενης απόφασης μεταφρασμένο στην μητρική του γλώσσα. Καταληκτικά, υποστηρίζει ότι οι Καθ΄ων η αίτηση παρέλειψαν να θέσουν στον Αιτητή τις κατάλληλες ερωτήσεις, ούτως ώστε να μπορέσει να παραθέσει και να τεκμηριώσει επαρκώς το αίτημά του.   

 

3.             Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της επίδικης πράξης και υποβάλλουν ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη, ότι έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα από αρμόδιο όργανο, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, κατόπιν δέουσας έρευνας και σωστής ενάσκησης των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν ορθά υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης. Εισηγούνται ότι οι λόγοι που προβάλλει ο Αιτητής δεν προβάλλονται κατά τα οριζόμενα στον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, o οποίος επιβάλλει την εξειδίκευση των λόγων προσφυγής και εισηγούνται την απόρριψή τους ως γενικούς, αόριστους και ατεκμηρίωτους. 

 

Το νομικό πλαίσιο

4.             Η Σύμβαση περί του καθεστώτος των προσφύγων, η οποία υπογράφηκε στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 και τέθηκε σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954 [Recueil des traités des Nations unies, τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545 (1954)], όπως συμπληρώθηκε με το Πρωτόκολλο περί του καθεστώτος των προσφύγων, το οποίο συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967 και τέθηκε σε ισχύ στις 4 Οκτωβρίου 1967, ορίζει, στο άρθρο 1, τμήμα Α, σημείο 2, πρώτο εδάφιο, ότι ο όρος «πρόσφυγας» εφαρμόζεται επί παντός προσώπου το οποίο, «συνεπεία δικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων, ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την ιθαγένεια και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να απολαύη της προστασίας της χώρας ταύτης».

 

5.             Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έχει ως ακολούθως:

 

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

 

6.             Ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 προβλέπει τα εξής:

 

«Έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται και αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμό αυτόν».

 

7.             Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

 

8.             Στο ερμηνευτικό άρθρο 2 του περί Προσφύγων νόμου, ο όρος «Προϊστάμενος» ορίζεται ως ακολούθως (η υπογράμμιση είναι δική μου):

 

«Προϊστάμενος» σημαίνει αρμόδιο λειτουργό ο οποίος προΐσταται της Υπηρεσίας Ασύλου και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου·»

 

9.             Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει την έννοια του όρου πρόσφυγας και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτόν τον ορισμό.

 

10.          Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις, όπου αναγνωρίζεται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Κατάληξη

11.          Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής, που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του Αιτητή, θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεώργιας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).

 

12.          Επιπλέον, επισημαίνω ότι ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 επιβάλλει, όπως τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται η προσφυγή του εκάστοτε αιτητή εξειδικεύονται και αιτιολογούνται πλήρως στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας. Η έννοια του Κανονισμού 7 είναι η οριοθέτηση με λεπτομέρεια των επίδικων θεμάτων (αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»), ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο που προωθείται ο εκάστοτε λόγος ακύρωσης, αλλά και το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα και όχι με γενικές και αόριστες τοποθετήσεις [Βλ. Α.Ε. Αρ. 156/2012, Mustafa Haghilo v. Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών, ημερ. 27/2/2018, Α.Ε. Αρ. 95/2012, Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, ημερ. 6.7.2018]. Αυτά ισχύουν κατά μείζονα λόγο όταν ο αιτητής εκπροσωπείται δια συνηγόρου. Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία. Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. [Βλ. Α.Ε. Αρ. 3729, Μαραγκός ν. Δημοκρατίας, 3.11.2006, (2006) 3 ΑΑΔ 671, Α.Ε. 1883], Μαρία Ευθυμίου ν. Ε.Δ.Υ., (1997) 3 ΑΑΔ 281, 14.7.1997].

 

13.          Αναφορικά με τον εγειρόμενο λόγο προσφυγής περί αναρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, αυτός εδράζεται στο ότι, ενόψει απουσίας ύπαρξης σχετικής εξουσιοδότησης, η κα. Γ.Κ., η οποία υπογράφει την επιστολή απόρριψης που κοινοποιήθηκε και παραλείφθηκε από τον Αιτητή στις 28.2.2023, δεν ήταν η πλέον αρμόδια για την έκδοση αποφάσεων επί αιτήσεων διεθνούς προστασίας, αλλά έτεροι λειτουργοί.

 

14.          Επισημαίνεται ότι δυνάμει του εδαφίου (4) του άρθρου 17 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158 (Ι)/1999, όταν ο νόμος αναθέτει την άσκηση μιας εξουσίας σε ένα όργανο, το όργανο αυτό δεν μπορεί να μεταβιβάσει ολικά ή μερικά την εξουσία του αυτή σε άλλο όργανο, χωρίς να υπάρχει ρητή διάταξη του νόμου που να το επιτρέπει.

 

15.          Δυνάμει του ερμηνευτικού άρθρου 2 του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο παρατίθεται ανωτέρω, Προϊστάμενος με την έννοια του εν λόγω άρθρου, και άρα πρόσωπο το οποίο έχει, μεταξύ άλλων, και εξουσία να εκδίδει απορριπτικές αποφάσεις επί αιτήσεων ασύλου, είναι και οποιοσδήποτε αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου, περιλαμβανομένης και της έκδοσης αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας. Ως εκ τούτου, υπάρχει ρητή πρόνοια στον περί Προσφύγων Νόμων, η οποία επιτρέπει την εκχώρηση των εξουσιών του Προϊσταμένου (Βλ. Απόφαση στην. Α.Ε. αρ. 2115, Ανδρούλλας Ζηνοβίου ν Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 2.10.1997, (1997) 3 Α.Α.Δ 385).

 

16.          Στο διοικητικό φάκελο, εντοπίζεται εξουσιοδότηση του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 9.6.2022 (ερυθρό 56 του διοικητικού φακέλου).

 

17.          Με βάση τα ενώπιον μου στοιχεία, ο κ. Α.Α. ήταν το πρόσωπο που έλαβε την επίδικη απόφαση στις 20.10.2022 κατόπιν έγκρισης της Έκθεσης/Εισήγησης που ετοιμάστηκε από το λειτουργό της EUAA που διεξήγαγε και τη σχετική συνέντευξη. Ως εκ τούτου, προκύπτει ότι κατά τον κρίσιμο ουσιώδη χρόνο, ο κ. Α.Α. ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένος για την έκδοση της επίδικης απόφασης.

 

18.          Ενόψει τούτων, ο ισχυρισμός του Αιτητή περί έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης από την λειτουργό κα. Γ.Κ. που υπογράφει την απορριπτική επιστολή την οποία έλαβε ο Αιτητής στις 28.2.2023 δεν ευσταθεί, καθώς αυτή δεν αποτελεί την απορριπτική απόφαση του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, αλλά την επιστολή γνωστοποίησης της απορριπτικής απόφασης του τελευταίου στον Αιτητή. Η επίδικη απόφαση λήφθηκε με την έγκριση της Έκθεσης/Εισήγησης του αρμόδιου λειτουργού από τον κ. Α.Α. στις 20.10.2022, που ως εξηγείται ανωτέρω ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί τα καθήκοντα του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και ως εκ τούτου να προβεί στην έκδοσή της. Άλλωστε στην πρώτη σελίδα της Έκθεσης/Εισήγησης εντοπίζεται και σχετική σφραγίδα η οποία αναφέρει «Η Εισήγησή σας για απόρριψη της αίτησης ασύλου και για έκδοση απόφασης επιστροφής στο Καμερούν εγκρίνεται» και η οποία συνοδεύεται και από την ημερομηνία λήψης της επίδικης απόφασης, ήτοι 20.10.2022 (ερυθρό 54 του διοικητικού φακέλου).

 

19.          Συνεπώς, στην παρούσα περίπτωση από την σχετική σφραγίδα όπου προκύπτει ευκρινώς το όνομα του προσώπου που προβαίνει στην μονογραφή, ήτοι του κ. Α.Α., υπάρχει μονογραφή πλησίον του ονόματος που λογικώς ανήκει στο πρόσωπο το οποίο προβαίνει στην έγκριση και ειδική σφραγίδα ότι η εν λόγω εισήγηση εγκρίνεται, κρίνω ότι η εν λόγω πράξη ικανοποιεί όλα τα εξωτερικά στοιχεία που την καθιστούν έγκυρη. Το βάρος ανατροπής του τεκμηρίου αυτού της κανονικότητας της επίδικης απόφασης φέρει ο ίδιος ο Αιτητής, ο οποίος εν προκειμένω δεν έχει προσκομίσει οτιδήποτε το οποίο να ανατρέπει αυτό το τεκμήριο [Βλ. ως προς το τεκμήριο της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων, Απόφαση στην Υπόθεση Αρ. 1639/2005, Μd Moin Uddin ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 27.4.2007 και Απόφαση στην Υπόθεση αρ. 465/1998, Ανδρούλλα Κωνσταντινίδου ν. Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, ημερ. 8.3.2000, (2000) 4 ΑΑΔ 148 και την εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

 

20.            Υπό το φως των ανωτέρω, ο ισχυρισμός του Αιτητή περί αναρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε την επίδικη απόφαση απορρίπτεται ως αβάσιμος, καθώς ως αναλύεται ανωτέρω, ο κ. Α.Α. ήταν αυτός που έλαβε την επίδικη απόφαση και ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένος βάσει της σχετικής εξουσιοδότησης του Υπουργού Εσωτερικών να προβεί στην έκδοση της, ενώ η επιστολή γνωστοποίησης της επίδικης απορριπτικής απόφασης υπογράφτηκε από αρμόδια λειτουργό, που ενεργούσε εκ μέρους και κατόπιν εντολών του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ως ρητά αναγράφεται σε αυτήν («For Head of the Asylum Service»).

 

21.          Στο σημείο αυτό, ως προς τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι η επίδικη πράξη που κοινοποιήθηκε στον Αιτητή είναι άγνωστης ημερομηνίας, επισημαίνονται τα ακόλουθα. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου και δη από την απορριπτική επιστολή που εμπεριέχεται σε αυτόν (ερυθρό 58 του διοικητικού φακέλου), αυτή φέρει ημερομηνία 20.10.2023, όπως επίσης και σχετική σφραγίδα «POSTAL 04 JAN 2023 ASYLUM SERVICE MINISTRY OF INTERIOR». Η απορριπτική επιστολή είχε σταλθεί με συστημένη επιστολή και στον διοικητικό φάκελο εντοπίζεται σχετική απόδειξη παραλαβής συστημένου ταχυδρομείου ημερομηνίας 28.2.2023 (ερυθρό 60 του διοικητικού φακέλου). Εκ  πρώτης όψεως θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η λανθασμένη χρονολογία που αναγράφεται στο πάνω μέρος της εν λόγω επιστολής ανάγεται σε τυπογραφικό λάθος και ότι σε αυτήν θα έπρεπε να αναγράφεται η χρονολογία 2022 και όχι 2023. Όλως παραδόξως, στην απορριπτική επιστολή που επισυνάπτεται στο εναρκτήριο δικόγραφο της προσφυγής είναι κενό το σημείο της ημερομηνίας, πράγμα που επισημαίνεται από πλευράς του συνηγόρου του Αιτητή. Αφ’ ης στιγμής δεν εξειδικεύεται περαιτέρω η βλάβη που επήλθε προσωπικά στον Αιτητή από την κατ’ ισχυρισμό παράλειψη συμπερίληψης της ημερομηνίας στο πάνω μέρος της απορριπτικής επιστολής, η παρούσα προσφυγής ασκήθηκε εμπροθέσμως και ως εκ τούτου, η περαιτέρω εξέταση αυτού του ισχυρισμού καθίσταται αλυσιτελής.

 

22.          Ως προς τους λοιπούς λόγους προσφυγής είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής των υπό εξέταση λόγων προσφυγής. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει τις περιστάσεις του εκάστοτε αιτούντος de novo και ex nunc. Ο Αιτητής αναμένεται να προβάλει, στο πλαίσιο της διοικητικής ή και της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Η έκταση του ελέγχου που ασκεί το παρόν Δικαστήριο επί της επίδικης πράξης και η εξουσία του να την τροποποιήσει καθιστά αλυσιτελή την προβολή υποπεριπτώσεων λόγων προσφυγής π.χ. έλλειψη δέουσας έρευνας, ορισμένες διαδικαστικές πλημμέλειες κατά την έκδοση της επίδικης πράξης (προσόντα μεταφραστή, διάρκεια συνέντευξης κ.α.). Εν προκειμένω, ο Αιτητής εκπροσωπούμενος και δια συνηγόρου, έχει την ευκαιρία να εκθέσει τους ισχυρισμούς του και να λάβει όλα τα δέοντα δικονομικά μέσα προς τεκμηρίωσή τους [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552].

 

23.          Επισημαίνεται επιπλέον συναφώς ότι αποτελεί βασική νομολογιακή αρχή ότι η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης [Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Α.Ε. Aρ.: 3017, Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 5.6.2002, (2002) 3 ΑΑΔ 345].

 

24.          Η γενική αυτή νομολογιακή αρχή θα πρέπει να εξεταστεί εν προκειμένω υπό το φως του ειδικού δικαίου που διέπει τη διαδικασία εξέτασης μίας αιτήσεως ασύλου και των αρχών που θεσπίζει τόσο η εθνική όσο και η ενωσιακή νομοθεσία. Συναφές εν προκειμένω είναι το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα τα εδάφια (2) και (3) αυτού. Από τις εν λόγω διατάξεις απορρέει καταρχάς η υποχρέωση του αιτητή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησης ασύλου του και μάλιστα να υποβάλει το συντομότερο δυνατόν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης διεθνούς προστασίας. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie v. Aναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320) αποτελεί υποχρέωση του αιτητή ασύλου να επικαλεστεί, έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου [Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010]. Εν συνεχεία ωστόσο, λόγω ακριβώς της δυσχέρειας των αιτητών ασύλου να τεκμηριώσουν με συγκεκριμένα στοιχεία την αίτησή τους, γεννάται υποχρέωση της διοίκησης να συνδράμει τον αιτητή σε αυτήν την προσπάθεια προβολής και τεκμηρίωσης των ισχυρισμών του [Βλ. Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών παρ. 195 επ., Βλ. επίσης αναφορικά με την ενεργό συνεργασία Απόφαση του ΔΕΕ της 22ας Νοεμβρίου 2012, Υπόθεση C‑277/11, M. M., ECLI:EU:C:2012:744, σκέψεις 63 εώς 68, Απόφαση του ΔΕΕ της 19ης Νοεμβρίου 2020, EZ κατά Bundesrepublik Deutschland, σκέψεις 51 έως 55).

 

25.          Προχωρώντας στην εξέταση της ουσίας των ισχυρισμών του Αιτητή, επισημαίνονται συναφώς τα ακόλουθα. Στην αίτησή του για διεθνή προστασία, ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε υπήκοος Καμερούν, γεννηθείς το 1983 και ότι η γενέτειρα του είναι το Mfaitok. Η μητρική του γλώσσα είναι Bayangi ενώ ομιλεί και αγγλικά και ως προς το θρήσκευμα του δήλωσε Χριστιανός. Ο Αιτητής εξήγησε πως εγκατέλειψε το Καμερούν εξαιτίας της σύγκρουσης που επικρατεί στο Νότιο Καμερούν ανάμεσα στους ούτω καλούμενους αυτονομιστές Ambazonians και της κυβέρνησης του Καμερούν. Ο Αιτητής επεσήμανε ότι λόγω της κατάστασης αυτής, πολλοί άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, πολλά σπίτια και περιουσίες έχουν καταστραφεί ολοσχερώς και οικογένειες έχουν διαχωριστεί συνεπεία των ενεργειών των στρατιωτικών δυνάμεων της κυβέρνησης. Επισημαίνει ότι οι νεαροί άνδρες στοχοποιούνται και φοβούμενοι για τη ζωή τους, αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τον τόπο διαμονής τους.

 

26.          Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του, ο Αιτητής επανέλαβε ότι κατάγεται από το Καμερούν, γεννηθείς το 1983 στο Mfaitok (ή αλλιώς Nfaitock) στη Νοτιοδυτική περιφέρεια (Southwest Region) του Καμερούν. Ως προς το θρήσκευμά του δήλωσε Χριστιανός και ως προς την εθνοτική του καταγωγή Bayangi. Ως προς την κατάσταση υγείας του ανέφερε ότι είναι φορέας Ηπατίτιδας Β και ότι παρόλο που είχε προβεί σε σχετικές εξετάσεις και αναμένετο από τον ίδιο να λάβει τις απαιτούμενες ενέργειες προκειμένου να επισκεφθεί το νοσοκομείο για να τύχει σχετικής ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και φαρμακευτικής αγωγής, εντούτοις δεν προέβη σε κάτι τέτοιο φοβούμενος λόγω της έξαρσης του κορωνοϊού (Covid-19). Αναφορικά με το μορφωτικό του επίπεδο, ο Αιτητής δήλωσε ότι έλαβε εκπαίδευσης σε σχολείο στην χώρα καταγωγής του από την πρώτη μέχρι την έβδομη τάξη.  Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση, ανέφερε ότι ο πατέρας του απεβίωσε πριν 10 χρόνια, η μητέρα του ζει στην γενέτειρά του και έχει 3 αδέλφια. Ο Αιτητής δήλωσε ότι έχει τελέσει παραδοσιακό γάμο με την μητέρα των 3 ανήλικων παιδιών του, που ζουν μαζί με την μητέρα του Αιτητή στο σπίτι του στην γενέτειρά του. Επιπρόσθετα, ο Αιτητής ερωτηθείς αν έχει άλλους συγγενείς στην χώρα καταγωγής του, ανέφερε ότι έχει συγγενείς που ζουν στην Yaoundé. Ως προς τους τόπους διαμονής του ο Αιτητής δήλωσε ότι, με μόνη εξαίρεση την περίοδο 1998-2004 που ζούσε μαζί με την θεία του στην Garoua που βρίσκεται στη Βόρεια περιφέρεια του Καμερούν, από τότε που γεννήθηκε ζούσε στην γενέτειρα του που ήταν και ο τελευταίος τόπος συνήθους διαμονής του. Καταληκτικά, ο Αιτητής δήλωσε ότι εργαζόταν ως οδηγός, αλλά προτού εγκαταλείψει το Καμερούν ασχολείτο με την γεωργία.

 

27.          Ως προς τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής ανέφερε ότι ενόψει της πολιτικής κρίσης που επικρατεί στο Καμερούν από το 2016, φοβούμενος ότι η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο, αποφάσισε να πωλήσει μία από τις γεωργικές εκτάσεις που κατείχε για να μαζέψει λεφτά και εγκατέλειψε το Καμερούν μέσω της Νιγηρίας που ήταν πιο εύκολο και ασφαλές. Ο Αιτητής δήλωσε ότι η γενέτειρα του όπου ζούσε προτού εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του δεν είναι πλέον ασφαλές μέρος για να ζήσει, καθώς οι νέοι άνδρες στοχοποιούνται από την κυβέρνηση ως «τρομοκράτες» («they call us Terrorists»). Μάλιστα ο Αιτητής ανέφερε ότι ο ξάδελφος ήταν θύμα πυροβολισμού προερχόμενο από τον στρατό, περιστατικό το οποίο του έχει προκαλέσει τραύμα και ο ίδιος φοβάται ότι θα έχει την ίδια κατάληξη. Κληθείς να παραθέσει περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με το εν λόγω περιστατικό, ο Αιτητής ανέφερε ότι το απόγευμα της 15ης Αυγούστου του 2018, ενώ περνούσαν τα μέλη των στρατιωτικών δυνάμεων από την περιοχή όπου διέμενε, υποπτεύθηκαν ότι ο ξάδελφος ήταν μέλος των τρομοκρατών, πυροβολήθηκε και πέθανε επί τόπου. Σε  σχετική διευκρινιστική ερώτηση, ο Αιτητής ανέφερε ότι δεν υπήρχε κάποιος συγκεκριμένος λόγος που να ώθησε τις στρατιωτικές δυνάμεις να υποπτευθούν και να θεωρήσουν ότι ο ξάδελφος του ήταν τρομοκράτης, πλην όμως όπως εξήγησε, οι νέοι άνδρες θωρούνται και εκλαμβάνονται από τις στρατιωτικές δυνάμεις ως τρομοκράτες. Ερωτηθείς για το τι μπορεί να υποστεί ο ίδιος σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής ανέφερε ότι είναι πολύ επικίνδυνο να επιστρέψει σε αυτήν, καθώς η σύγκρουση βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη. Τέλος, κληθείς να σχολιάσει κατά πόσον θα μπορούσε μετεγκατασταθεί και να ζήσει κάπου αλλού στο Καμερούν, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά, καθώς ενόψει του ότι πλέον τίποτα δεν είναι φυσιολογικό στη χώρα του, είναι πολύ επικίνδυνο για τον ίδιο να επιστρέψει σε αυτήν («Everything is not normal in Cameroon, it is very dangerous for me to return»).

 

28.          Αξιολογώντας τις δηλώσεις του Αιτητή, οι Καθ’ ων η αίτηση σχημάτισαν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ο μεν πρώτος ως προς την ταυτότητα του Αιτητή, το προφίλ του και τη χώρα καταγωγής του, ο δε δεύτερος ως προς το ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του ενόψει της πολιτικής κρίσης στο Καμερούν. Οι ουσιώδεις ισχυρισμοί του Αιτητή έγιναν αποδεκτοί, δεδομένου ότι κρίθηκε πως παρατέθηκαν με επαρκώς λεπτομερή και συγκεκριμένο τρόπο, βρίσκονταν δε σε συμφωνία εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

 

29.          Κατά την ανάλυση κινδύνου, διαπιστώθηκε ως προς την κατάσταση ασφαλείας στη Νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν, όπου εμπίπτει η περιοχή τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ότι υπάρχουν περιστατικά ασφαλείας από τα οποία θα μπορούσε καταρχήν να προκύπτει εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να εκτεθεί σε συνθήκες, οι οποίες ισοδυναμούν με δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του. Εντούτοις, κατά το ακόλουθο στάδιο της νομικής ανάλυσης, οι Καθ' ων η αίτηση διαπιστώνουν ότι δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης του Αιτητή για κάποιους από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης λόγω αδιάκριτης βίας δυνάμει του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου, παραθέτοντας επιπλέον πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής του Αιτητή και λαμβάνοντας υπόψιν τις προσωπικές περιστάσεις του ιδίου.  Στο πλαίσιο εξέτασης της υπαγωγής του Αιτητή στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, οι Καθ' ων η αίτηση εξέτασαν όλα τα επιμέρους συστατικά στοιχεία της εν λόγω διάταξης, ήτοι την ύπαρξη εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, την ύπαρξη αδιάκριτης βίας,  την ύπαρξη σοβαρής και προσωπικής απειλής κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, και κατέληξαν πως δεν προκύπτει πιθανότητα υπαγωγής του σε αυτό. Ειδικότερα, κρίθηκε πώς, αν και η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή παραμένει ασταθής, εντούτοις τα περιστατικά βίας σε συνάρτηση με τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, δεν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι αυτός εκ της παρουσίας του και μόνο ως άμαχος στην περιοχή κινδυνεύει να υποστεί κίνδυνο κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας. Συνεπώς δεν δύναται να υπαχθεί στο άρθρο 19(2)(γ). Καταληκτικά, λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή όσο και τη σχετική νομολογία, οι Καθ' ων η αίτηση κατέληξαν πως δεν πληρούνται οι εκ του νόμου προβλεπόμενες προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή στο άρθρο 19 (1) και (2) του του περί Προσφύγων Νόμου.   

30.          Προχωρώντας στην de novo και ex nunc εξέταση των ενώπιον μου δεδομένων, όπως υπαγορεύουν τα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, επισημαίνονται τα εξής:

31.          Υπό το φως των ενώπιoν μου δεδομένων, επισημαίνω πως ορθώς οι Καθ' ων η αίτηση διέκριναν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ήτοι, τον περί ταυτότητας του Αιτητή, του προφίλ του και της χώρας καταγωγής του και τον περί του γεγονότος ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του ενόψει της πολιτικής κρίσης στο Καμερούν. Συντάσσομαι με την ανάλυση των Καθ' ων η αίτηση ως προς την αξιολόγηση του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού, την οποία και υιοθετώ. Υιοθετώ εξάλλου και την αξιολόγηση αξιοπιστίας του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού.

 

32.          Ως προς την αξιολόγηση κινδύνου και τη νομική ανάλυση των Καθ' ων η αίτηση σημειώνω ότι, ενώ συμφωνώ με την κατάληξή τους, εντούτοις θα διαφωνήσω με τη συλλογιστική πορεία βάση της οποίας έχουν καταλήξει στο εν λόγω συμπέρασμα. Ενώ κατά την αξιολόγηση κινδύνου κρίθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση, έπειτα από έρευνά τους και παραπομπή στις αντίστοιχες πηγές πληροφόρησης, πως προκύπτει εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να εκτεθεί σε συνθήκες, οι οποίες ισοδυναμούν με δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν, προχωρώντας στη νομική ανάλυση έκριναν πως δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης για τον Αιτητή, αλλά ούτε και κίνδυνος να εκτεθεί σε μορφή σοβαρής βλάβης. Όπως αναφέρει και η αδερφή δικαστής Ε. Ρήγα στην απόφασή της στην Προσφυγή αρ. 8294/2021, ημερ. 26.5.2023, ECLI:CY:DDDP:2023:943 «οι δύο αυτές κρίσεις των Καθ' ων η αίτηση παρίστανται αντιφατικές. Μέσα από την Εισηγητική Έκθεση των Καθ' ων η αίτηση, δεν επεξηγείται πως, παρά την αρχική κρίση περί εύλογης πιθανότητας έκθεσης της Αιτήτριας σε συνθήκες που ισοδυναμούν με δίωξη ή σοβαρή βλάβη, κατέληξαν τελικώς πως δεν υπάρχει τέτοιος κίνδυνος. Προκύπτει λοιπόν μία μεταστροφή των Καθ' ων η αίτηση η οποία δεν έχει αιτιολογηθεί, κατά τρόπο ώστε να μην είναι σαφής η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, αφού αφήνονται αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης». Σημειώνεται, ωστόσο, πως η ως άνω περιγραφείσα αντιφατική αιτιολογία δεν επαρκεί ούτως ώστε να επιτύχει η προσφυγή του Αιτητή.

 

33.          Προχωρώντας στην αξιολόγηση του κινδύνου που διατρέχει ο Αιτητής, στη βάση των αξιόπιστων ισχυρισμών του, επισημαίνονται τα κάτωθι: Το Δικαστήριο θα προχωρήσει σε έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά με την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στην χώρα καταγωγής του Αιτητή και ειδικότερα στην περιοχή διαμονής του, ήτοι το Mfaitok (ή αλλιώς Nfaitock) στη Νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν, το οποίο προσδιόρισε όταν ρωτήθηκε σχετικά ως την περιοχή συνήθους διαμονής του, ώστε να διερευνηθεί εάν συντρέχει εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής βάσει αυτών των πληροφοριών σε συνδυασμό με τις ατομικές του περιστάσεις να υποστεί δίωξη ή σοβαρό κίνδυνο βλάβης σε περίπτωση επιστροφής του εκεί.

 

34.          Ως προς τη γενική κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του Αιτητή, βάσει του portal RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) παρατηρώ ότι το Καμερούν εμπλέκεται σε μη διεθνή ένοπλη σύρραξη με την Boko Haram στην περιοχή Far North.[1] Στις περιοχές Northwest (Βορειοδυτικά) και Southwest (Νοτιοδυτικά), αναφέρεται ότι αριθμός αγγλόφωνων αποσχιστικών ομάδων μάχεται έναντι της κυβέρνησης για την ανεξαρτησία των περιοχών.[2]

 

35.          Οι απαρχές της σύγκρουσης εντοπίζονται κατά το 2016 όταν αγγλόφωνοι δικηγόροι, μαθητές και δάσκαλοι ξεκίνησαν να διαδηλώνουν λόγω της υποεκπροσώπησής τους και της περιθωριοποίησής τους από την κυβέρνηση, ενώ η συμβολική μονομερής ανακήρυξη του ανεξάρτητου κράτους της Αμπαζονίας την πρώτη Οκτωβρίου 2017 επέφερε την άμεση χρήση του στρατού στις αγγλόφωνες περιοχές.[3] Προέκυψαν από τις άνω εξελίξεις διάφορες αυτονομιστικές ομάδες οι οποίες υποστηρίζουν τη δημιουργία της «Δημοκρατίας της Αμπαζονίας» στη Βορειοδυτική και τη Νοτιοδυτική περιφέρεια.[4]

 

36.          Οι αντιμαχόμενες πλευρές αποτελούνται από τις δυνάμεις ασφαλείας του Καμερούν και από τις ένοπλες αυτονομιστικές ομάδες. Οι δυνάμεις των αυτονομιστών παρουσιάζονται διαιρεμένες, αν και το μεταξύ τους επίπεδο συνεργασίας παραμένει ασαφές.[5] Παρατηρείται διαρκώς αυξανόμενη προσπάθεια των ομάδων προς συνεργασία, μεταξύ των οποίων η πραγματοποίηση συναντήσεων τον Φεβρουάριο και Μάρτιο του 2022, όταν αποπειράθηκαν να ευθυγραμμίσουν τους σκοπούς και να εξεύρουν κοινή στρατηγική στις διενέξεις αυτών.[6] Οι ομάδες αυτές φαίνεται να πολλαπλασιάζονται και να αποκτούν οικονομική και αποφασιστική αυτονομία έναντι της διασποράς στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη, η οποία έδιδε πολιτική κατεύθυνση σε αυτές.[7] H στρατιωτική ικανότητα των αυτονομιστών αξιολογείται περί τις δύο με τέσσερις χιλιάδες μαχητές.[8]

 

37.          Περαιτέρω, ως προς τις χρησιμοποιούμενες τακτικές, μεθόδους, μέσα και όπλα πολέμου αξιολογούνται τα κάτωθι. Το 2021 φαίνεται να έλαβε χώρα στρατιωτική αναδιοργάνωση εντός των αποσχιστικών ομάδων, οι οποίες προκρίνουν την τακτική της φθοράς και στοχεύουν συγκεκριμένα το στρατό.[9] Πιο συγκεκριμένα, αντί να χτυπούν τα αστικά κέντρα προς δημιουργία χάους, προκρίνουν κατά προτεραιότητα τη στοχοποίηση του στρατού από την αρχή της χρονιάς.[10] Ένας περισσότερο τελειοποιημένος εξοπλισμός και ελαφρύς οπλισμός, ο οποίος καθιστά δυσχερή την αναγνώριση των αυτονομιστών έχει βοηθήσει στη στρατηγική αυτή.[11] Κατά τη διάρκεια των επιθέσεών τους στο στρατό, οι αυτονομιστές χρησιμοποιούν αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς, καθώς και περισσότερο προηγμένα όπλα, όπως εκτοξευτές αντιαρματικών.[12]

 

38.          Ως προς τον αριθμό δε των περιστατικών ασφαλείας γενικότερα στη Νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν, στην οποία εντοπίζεται το Mfaitok (ή αλλιώς Nfaitock), τόπος καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, για την πληρότητα της έρευνας παρατίθενται και αριθμητικά δεδομένα από την βάση δεδομένων ACLED. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 13.7.2023 - 19.7.2024, στη Νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν καταγράφηκαν από την εν λόγω βάση δεδομένων συνολικά 701 περιστατικά ασφαλείας στα οποία χάθηκαν 646 ανθρώπινες ζωές. Τα 701 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 25 ταραχές (riots) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 6 ανθρώπινες απώλειες, 14 διαμαρτυρίες (protests) χωρίς καμία ανθρώπινη απώλεια, 416 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 263 ανθρώπινες απώλειες, 237 μάχες (battles) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 365 ανθρώπινες απώλειες και 9 περιστατικά εκρήξεων/απομακρυσμένης βίας (explosions/remote violence) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 12 ανθρώπινες απώλειες.[13] Εντούτοις, κανένα περιστατικό, εκ των ανωτέρω αναφερόμενων, δεν φαίνεται να καταγράφηκε στον τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι Mfaitok (ή αλλιώς Nfaitock).[14] Σημειωτέον δε ότι ο πληθυσμός της Νοτιοδυτικής περιφέρειας του Καμερούν καταγράφεται στους 1.553.300 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις που έλαβαν χώρα το έτος 2015.[15]

 

39.          Στη βάση των αποδεκτών ουσιωδών ισχυρισμών του Αιτητή, έχοντας ενώπιόν μου τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης καθώς και την ίδια την επίδικη απόφαση, καταλήγω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα καθώς δεν τεκμηριώθηκε η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης για τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Στην κατάληξή μου αυτή, λαμβάνω ιδιαίτερα υπόψη το γεγονός ότι παρά τη γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στην ευρύτερη περιοχή στην οποία εμπίπτει και ο τελευταίος τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή ως αυτή αναλύεται ανωτέρω, εντούτοις από τα λεγόμενα του Αιτητή δεν προκύπτει οποιοδήποτε περιστατικό που να συνιστά γενικότερα προσωπική στοχοποίηση του Αιτητή από τις στρατιωτικές δυνάμεις του Καμερούν σε χρόνο πλησίον της ημερομηνίας εγκατάλειψης της περιοχής διαμονής του. Επιπρόσθετα, πέραν της γενικής του αναφοράς περί στοχοποίησης των νέων ανδρών της περιοχής όπου διέμενε, όπως επίσης και της εξιστόρησης του περιστατικού με τον ξάδελφο του και τον φόβο που του έχει προκαλέσει ότι θα υποστεί κάτι ανάλογο, εντούτοις ούτε τα εν λόγω δεδομένα δεν παραπέμπουν σε οποιαδήποτε στοχοποίηση στο πρόσωπο του. Όλως επικουρικώς, αναφορικά με τον φόβο που του έχει προκαλέσει ειδικά το περιστατικό με τον ξάδελφο του, αυτό έλαβε χώρα στις 15.8.2018 και έκτοτε για περίοδο περίπου πεντέμιση μηνών μετά το εν λόγω περιστατικό, ο Αιτητής διέμενε στην επίδικη περιοχή χωρίς να υποστεί οτιδήποτε. Ενόψει τούτων, η εξέταση του κινδύνου που τυχόν διατρέχει ο Αιτητής εξαιτίας αυτού του συμβάντος, εντάσσεται στο πλαίσιο της εξέτασης και ανάλυσης της γενικότερης κατάστασης ασφαλείας του τόπου τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, η οποία προηγήθηκε ανωτέρω.

 

40.          Με βάση τα ανωτέρω και από τα στοιχεία του φακέλου, δεν προκύπτει δυνατότητα υπαγωγής του Αιτητή στην προστατευτική διάταξη του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

41.          Ούτε επίσης τεκμηριώνεται, επικουρικώς, η υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς ο Αιτητής δεν τεκμηριώνει αλλά και από τα ενώπιόν μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

 

42.          Ειδικότερα, στην προκείμενη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό του Αιτητή δεν προκύπτει, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)] ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του [βλ άρθρο 19(2)(α) και (β)].

 

43.            Ούτε, εξάλλου, προκύπτει ότι συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία στον τελευταίο τόπο διαμονής του Αιτητή, ο βαθμός της οποίας να είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμηθεί ότι ο Αιτητής, ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί ότι θα επιστρέψει στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94 Elgafaji, σκέψη 43].

 

44.          Επισημαίνεται ότι «το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε Αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε Αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δε βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής». Ως  «σοβαρή» ή «σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη» ορίζεται δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) η «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης».

 

45.          Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν κατά την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι λαμβάνονται υπόψη «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

 

46.          Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ( στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

47.          Περαιτέρω, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.» (απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009) Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».

 

48.          Κατά τα παραπάνω και λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες από εξωτερικές πηγές της χώρας καταγωγής του Αιτητή, προκύπτει πως στη Νοτιοδυτική Περιφέρεια, τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή, λαμβάνει χώρα εσωτερική ένοπλη σύρραξη υπό το σύνηθες νόημα στην καθημερινή γλώσσα, όπου οι τακτικές δυνάμεις ασφαλείας της χώρας καταγωγής συγκρούονται με ένοπλες δυνάμεις αυτονομιστών (Απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση, Diakite, C‑285/12, ημερ. 30.1.2014, σκέψη 19). Λαμβάνοντας, ωστόσο, υπόψιν τον αριθμό των καταγεγραμμένων βίαιων επιθέσεων στην ευρύτερη περιοχή τον περασμένο χρόνο συγκριτικά με το μέγεθος του πληθυσμού, το είδος των υποθέσεων και του εξοπλισμού που χρησιμοποιείται, δεν προκύπτει ότι η αδιάκριτη βία, η οποία προκύπτει εκ της ως άνω σύρραξης, εξικνείται σε τέτοιο επίπεδο ώστε μόνη η παρουσία του Αιτητή εκεί να τον θέσει αντιμέτωπο με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής απειλής κατά το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

49.          Λαμβάνονται προς τούτο υπόψιν και οι προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή (απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94 Elgafaji, σκέψεις 36 έως 40), καθώς αυτός συνιστά ενήλικο άντρα με προηγούμενο ιστορικό εργασίας στη χώρα καταγωγής του και ως εκ τούτου με δυνατότητα να εργαστεί σε περίπτωση επιστροφής του σε αυτή. Επιπρόσθετα, προκύπτει ότι διατίθεται εν δυνάμει υποστηρικτικό δίκτυο στην χώρα καταγωγής του καθότι διαθέτει τη μητέρα του και τη σύζυγο στη γενέτειρά του χωρίς να αντιμετωπίζουν οποιοδήποτε πρόβλημα, ενώ όπως ο ίδιος δήλωσε διαθέτει και κάποιους άλλους συγγενείς στην Yaoundé. Τέλος, έχοντας ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν, είναι εξοικειωμένος με την περιοχή και άρα σε θέση να εντοπίζει και να αξιολογεί επαρκώς τους κινδύνους.

 

50.          Όλως επικουρικώς, ως προς τις διαδικαστικής φύσεως πλημμέλειες, τις οποίες επικαλείται ο Αιτητής σημειώνεται ότι εγείρονται αλυσιτελώς για τους λόγους που ανέφερα ανωτέρω και οι οποίοι συνδέονται με τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου. Αλυσιτελώς συγκεκριμένα προβάλλει ο Αιτητής ελλείψεις κατά το στάδιο της συνέντευξης, καθώς και σε αυτή την περίπτωση δεν κατορθώνει να καταδείξει τη ζημία που κατ' ισχυρισμό έχει υποστεί και κυρίως τι ισχυρισμούς και ποιες επισημάνσεις θα προσέθετε, οι οποίες επιπλέον θα ήταν ικανές να ανέτρεπαν το αποτέλεσμα της επίδικης πράξης. Οι διαδικαστικές πλημμέλειες που υποδεικνύει άπτονται της ικανότητας του Αιτητή να εκθέσει διεξοδικά τους λόγους της αίτησής του. Εν προκειμένω ο Αιτητής δεν επεξηγεί με ποιο τρόπο η ακολουθηθείσα διαδικασία επηρέασε αυτή τη δυνατότητα και το κυριότερο, λαμβάνοντας υπόψη τη δυνατότητα να εκθέσει εκ νέου τις θέσεις του ενώπιον του Δικαστηρίου, γιατί αυτή η κατ' ισχυρισμό παράλειψη είναι καταλυτικής φύσεως σε σχέση με το  δικαίωμά του αυτός να εκθέσει διεξοδικά τις θέσεις του.  Ο Αιτητής παρατηρώ ότι δεν προβάλλει οποιοδήποτε νέο ισχυρισμό στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, τον οποίο δεν μπόρεσε να προβάλει εξαιτίας των κατ' ισχυρισμόν παραλείψεων της διοίκησης. Αντίθετα παρατηρώ ότι προσυπογράφει το πρακτικό της συνέντευξης και ότι κατανόησε πλήρως τα διαμειφθέντα. Ιδίως, ως προς τον ισχυρισμό περί μη παροχής υπηρεσιών διερμηνέα στην μητρική γλώσσα του Αιτητή, όσον αφορά τη συνέντευξη, σημειώνεται ότι όπως προκύπτει από το πρακτικό αυτής παρασχέθηκαν υπηρεσίες διερμηνέα, σε κάθε περίπτωση δε με το πέρας της συνέντευξης, αυτή διαβάστηκε και υπογράφηκε ως προς το περιεχόμενο της από τον ίδιο τον Αιτητή, παρέχοντας την δυνατότητα ελέγχου και προσβολής του σε περίπτωση εσφαλμένης μετάφρασης. Ιδίως δε ως προς τον ισχυρισμό ότι έρεπε να είχε δοθεί αντίγραφο της προσβαλλόμενης απόφασης μεταφρασμένο στην μητρική γλώσσα του Αιτητή, παρατηρώ ότι πέραν από αλυσιτελής, καθώς δεν προκύπτει οποιαδήποτε ζημία για τον Αιτητή ενόψει της δικαιοδοσίας του παρόντος δικαστηρίου, είναι και αβάσιμος, καθώς, στην αίτηση του για παροχή διεθνούς προστασίας ο Αιτητής δήλωσε στο πεδίο των άλλων ομιλούμενων γλωσσών («other languages») και την αγγλική γλώσσα και κατά το στάδιο της συνέντευξής του αυτός επιβεβαίωσε ότι όλα τα όσα καταγράφονται στην αίτησή του είναι αληθή και ορθά (ερυθρά 36-37 του διοικητικού φακέλου).

 

51.          Ενόψει της πιο πάνω ανάλυσης και διαπίστωσης, η περαιτέρω η εξέταση των  ισχυρισμών του Αιτητή περί παράβασης των αρχών της χρηστής διοίκησης και της ίσης μεταχείρισης, έλλειψης δέουσας έρευνας, ύπαρξης πλάνης περί τα πράγματα, έλλειψης δέουσας αιτιολογίας, κατάχρησης εξουσίας και αντίθεσης με τον νόμο καθίσταται αλυσιτελής, ιδίως δεδομένης της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και της έκτασης του ελέγχου που ασκεί στην επίδικη πράξη.

 

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), Ακαδημία Γενεύης,  https://www.rulac.org/browse/countries/cameroon  (ημερομηνία πρόσβασης 24/07/2024)

[2] RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), Ακαδημία Γενεύης, https://www.rulac.org/browse/countries/cameroon (ημερομηνία πρόσβασης 24/07/2024). Σύμφωνα με το ως άνω portal, η βία στις αγγλόφωνες περιοχές δεν εξικνείται σε μη διεθνή ένοπλη σύρραξη, το RULAC ωστόσο χρησιμοποιεί κριτήρια του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου https://www.rulac.org/about#collapse2accord, υπό What Methodology is Used (ημερομηνία πρόσβασης 24/07/2024). Για την αυτοτελή ωστόσο ερμηνεία της έννοιας της μη διεθνούς ένοπλης σύρραξης στο  πλαίσιο του άρθρου 15γ' της Οδηγίας 2004/83/ΕΚ (και κατ' αντιστοιχία της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ) βλ. σχετικά ΔΕΕ, C‑285/12, ημερ. 30/01/2014, σκ. 21 επ.

[3] Human Rights Watch, ‘Cameroon Events of 2019’ (2020) διαθέσιμο σε https://www.hrw.org/world-report/2020/country-chapters/cameroon (ημερομηνία πρόσβασης 24/07/2024), CGVS/CGRA (Belgium), 'COI Focus CAMEROUN CRISE ANGLOPHONE: SITUATION SECURITAIRE' (19/11/2021), 7-8 διαθέσιμο σε https://www.cgra.be/sites/default/files/rapporten/coi_focus_cameroun._crise_anglophone_-_situation_securitaire_20211119.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 24/07/2024)

[4] ACAPS, ‘Country analysis CAMEROONδιαθέσιμο σε https://www.acaps.org/en/countries/cameroon#  (ημερομηνία πρόσβασης 24/07/2024)

[5] RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), Ακαδημία Γενεύης,  https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-cameroon#collapse2accord (ημερομηνία πρόσβασης 24/07/2024)

[6] Ibid

[7] CGVS/CGRA (Belgium), 'COI Focus CAMEROUN CRISE ANGLOPHONE: SITUATION SECURITAIRE' (19/11/2021), 7-8 διαθέσιμο σε https://www.cgra.be/sites/default/files/rapporten/coi_focus_cameroun._crise_anglophone_-_situation_securitaire_20211119.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 24/07/2024)

[8] Ibid 36

[9] RFI, ‘Cameroun: la nouvelle stratégie des séparatistes’ (23/09/2021) διαθέσιμο σε https://www.rfi.fr/fr/afrique/20210923-cameroun-la-nouvelle-strat%C3%A9gie-des-s%C3%A9paratistes (ημερομηνία πρόσβασης 24/07/2024)

[10] Ibid

[11] CGVS/CGRA (Belgium), 'COI Focus CAMEROUN CRISE ANGLOPHONE: SITUATION SECURITAIRE' (19/11/2021), 12 διαθέσιμο σε https://www.cgra.be/sites/default/files/rapporten/coi_focus_cameroun._crise_anglophone_-_situation_securitaire_20211119.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 24/07/2024)

[12] RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), Ακαδημία Γενεύης,  https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-cameroon#collapse2accord (ημερομηνία πρόσβασης 24/07/2024)

[13] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 13/07/2023 – 19/07/2024, REGION: Africa, COUNTRY: Cameroon, ADMIN UNIT: Sud-Ouest) (ημερομηνία πρόσβασης 24/07/2024)

[14] Ibid

[15] City Population, https://citypopulation.de/en/cameroon/cities/?admid=6826 [Cameroon - Sud-Ouest (Southwest)] (ημερομηνία πρόσβασης 24/07/2024)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο