ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθ. Αρ.: Τ189/2024

 

20 Αυγούστου, 2024

 

[Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

1)   G.C.G  

2)   T.K.S. 

Αιτήτριες

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η Αίτηση

 

Α. Ιωάννου (κα), Δικηγόρος για τις Αιτήτριες

Καμία εμφάνιση για Καθ'ων η Αίτηση.

 

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ 

 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την παρούσα προσφυγή οι Αιτήτριες προσβάλλουν την απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση, ημερομηνίας 03/01/2024, με την οποία απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτηση τους για επανεξέταση του φακέλου της ως απαράδεκτη, ως άκυρη και/ή στερημένη οιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος.  Επίσης αιτούνται απόφαση με την οποία να κηρύσσεται αποδεκτή η μεταγενέστερη αίτηση των Αιτητριών και τέλος, απόφαση με την οποία να κρίνεται ως παράνομη η απόφαση επιστροφής που εκδόθηκε εναντίον τους δυνάμει του άρθρου 18(7)(β) του περί Προσφύγων Νόμου ως παραβιάζουσα την αρχή της μη επαναπροώθησης.

 

Τα ουσιώδη γεγονότα της παρούσας υπόθεσης εκτίθενται στο Υπόμνημα των Καθ' ων η Αίτηση και υποστηρίζονται από τα στοιχεία του σχετικού διοικητικού φακέλου που έχει κατατεθεί από τους Καθ' ων η Αίτηση. Όπως προκύπτει από αυτά, οι Αιτήτριες είναι υπήκοοι Ινδίας και στις 02/02/2018 η Αιτήτρια αρ. 1 υπέβαλε εκ μέρους τους αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας αφού εισήλθαν παράτυπα στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές.  Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Αιτήτρια αρ. 2 είναι η ανήλικη κόρη της Αιτήτριας αρ. 1.

 

Στις 11/07/2019 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας από λειτουργό της EUAA στην Υπηρεσία Ασύλου με τη δωρεάν συνδρομή διερμηνέα. Στις 30/09/2019, ο εν λόγω λειτουργός ετοίμασε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη, για απόρριψη του αιτήματός των Αιτητριών για διεθνή προστασία ενόψει του ότι τα όσα η Αιτήτρια είχε επικαλεστεί και έγιναν αποδεκτά, δεν πληρούσαν τα απαραίτητα αντικειμενικά στοιχεία που να στοιχειοθετούν δικαιολογημένο φόβο δίωξης για κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου (παρ. 42, 43 και 45 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων). Στη συνέχεια, εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού εξέτασε την Έκθεση/Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, απέρριψε το αίτημα των Αιτητριών στις 23/11/2019.

 

Στις 26/11/2019 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή σχετικά με το αίτημα των Αιτητριών (στην οποία συμπεριέλαβε τη σχετική εισηγητική έκθεση ως αιτιολόγηση της απόφασης της), η οποία παρελήφθη ιδιοχείρως από την Αιτήτρια αρ. 1 αυθημερόν, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της από διερμηνέα.

 

Οι Αιτήτριες καταχώρισαν (μέσω δικηγόρου) εναντίον της ως άνω αναφερόμενης απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου την υπ' αριθμόν 85/20 προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας στις 23/01/2020, η οποία απορρίφθηκε (λόγω μη προώθησης) στις 31/07/2020.

 

Ακολούθως και συγκεκριμένα στις 17/01/2023, οι Αιτήτριες υπέβαλαν «Αίτηση για Επανάνοιγμα/Μεταγενέστερη Αίτηση Διεθνούς Προστασίας» για επανεξέταση του φακέλου τους ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Στις 03/01/2024 αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου που επιλήφθηκε της πιο πάνω μεταγενέστερης αίτησης, με την Έκθεση/Εισήγηση της, εισηγήθηκε την απόρριψη της εν λόγω μεταγενέστερης αίτησης των Αιτητριών ως απαράδεκτης. Στις 09/01/2024 η εν λόγω εισήγηση εγκρίθηκε από εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου και στις 18/01/2024, με επιστολή ημερομηνίας 18/01/2024 που εξέδωσε η Υπηρεσία Ασύλου, κοινοποιήθηκε αυθημερόν δια χειρός στις Αιτήτριες η απόφαση απόρριψης της μεταγενέστερης αίτησής τους, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της από διερμηνέα.

 

Στις 02/02/2024 οι Αιτήτριες καταχώρισαν (μέσω δικηγόρου) την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της ως άνω αναφερόμενης απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου (επί του μεταγενέστερου αιτήματός της για επανεξέταση του φακέλου της).

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Αιτητριών, μετά από επιθεώρηση του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης, αγόρευσε προφορικά προβάλλοντας ότι η Υπηρεσία Ασύλου όφειλε να συνενώσει και εξετάσει μαζί τις αιτήσεις των Αιτητριών και του συζύγου της Αιτήτριας αρ. 1.  Περαιτέρω, υποστήριξε ότι η Υπηρεσία Ασύλου δεν εξέτασε το προσωπικό προφίλ των Αιτητριών και τις συνέπειες που θα είχε η επιστροφή τους στη χώρα τους.  Σε ερώτηση του Δικαστηρίου για τους λόγους που θα έπρεπε να κριθεί παραδεκτή η μεταγενέστερη αίτηση των Αιτητριών, ο συνήγορος τους ανέφερε το προσωπικό τους προφίλ, την ανηλικότητα της Αιτήτριας αρ.2 και το γεγονός ότι ο σύζυγος της Αιτήτριας αρ. 1 είναι άρρωστος και δεν μπορεί να εργαστεί για να στηρίξει την οικογένεια του.

 

Σημειώνω ότι στην παρούσα περίπτωση, η Αιτήτρια υπέβαλε μεταγενέστερο αίτημα για επανάνοιγμα του φακέλου της, το οποίο εξετάζεται δυνάμει ειδικού άρθρου του περί Προσφύγων Νόμου, το άρθρο 16Δ.  Σύμφωνα με το  άρθρο 16Δ (3) του περί Προσφύγων Νόμου:

«(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής  δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.»

 

Διαφαίνεται από τα πιο πάνω, ότι ο Προϊστάμενος δεν προβαίνει σε ουσιαστική εξέταση των νέων στοιχείων που υποβάλλει αιτητής, εκτός και αν πληρούνται και οι δύο προϋποθέσεις υπό (i) και (ii) του εν λόγω άρθρου.  Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι αιτητής δύναται να καταγράψει και εξηγήσει με λεπτομέρεια τους λόγους που επιθυμεί την επανεξέταση του φακέλου του, ως προκύπτει από το ειδικό έντυπο που συμπληρώνεται από τα πρόσωπα που επιθυμούν επανάνοιγμα του φακέλου τους.

 

Από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, επιβεβαιώνεται ότι οι λόγοι που είχαν προβάλει οι Αιτήτριες κατά την εξέταση της αρχικής αίτησης τους ήταν οικονομικοί, αφού οι λόγοι που επικαλέστηκε η Αιτήτρια αρ. 1 για την αποχώρηση της από τη χώρα καταγωγής της ήταν «…για να σπουδάσει και να εργαστεί» (βλ. ερ.29 Δ.Φ.).  Η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε το αίτημα των Αιτητριών για διεθνή προστασία και οι Αιτήτριες καταχώρισαν (μέσω δικηγόρου) εναντίον της ως άνω αναφερόμενης απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου την υπ' αριθμόν Δ.Δ.Π. 85/20 προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας στις 23/01/2020, η οποία απορρίφθηκε (λόγω μη προώθησης) στις 31/07/2020.

 

Κατά την καταχώρηση της αίτησής τους για επανάνοιγμα του φακέλου τους, η Αιτήτρια κατέγραψε στη γραπτή τους αίτηση ότι  δεν επιθυμεί να εγκαταλείψει την Κυπριακή Δημοκρατία γιατί θέλει να χτίσει ένα καλύτερο μέλλον για την κόρη της, που δεν είναι ασφαλής στην Ινδία. Επίσης ότι ζει ως καλός και νομοταγής πολίτης στην Κύπρο και ότι ο σύζυγός της πάσχει από Ηπατίτιδα Β και γι’ αυτόν τον λόγο δεν επιθυμεί να επιστρέψει(βλ. ερυθρό 125 του διοικητικού φακέλου).

 

O αρμόδιος λειτουργός των Καθ' ων η Αίτηση που εξέτασε προκαταρκτικά τους ισχυρισμούς που προέβαλε με την μεταγενέστερή της αίτηση η Αιτήτρια, κατέγραψε σχετικά με αυτούς ότι από τα στοιχεία του φακέλου ότι δεν προωθήθηκαν νέα στοιχεία. Ειδικότερα, ότι η Αιτήτρια, με την μεταγενέστερη αίτησή της, δεν πρόβαλε νέους ισχυρισμούς, αλλά επανέλαβε τους ίδιους. Συγκεκριμένα ότι η αλλοδαπή κατά την μεταγενέστερη αίτησή της ισχυρίστηκε πως δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της γιατί θέλει να δημιουργήσει καλό μέλλον για την κόρη της (Αιτήτρια 2), η οποία δεν είναι ασφαλής στη χώρα καταγωγής τους. Διαμένει στη Δημοκρατία ως νομοταγής πολίτης. Ο σύζυγός της πάσχει από Ηπατίτιδα Β από τότε που αφίχθηκε στη Δημοκρατία. (Π.Β. ερυθ. 125-116). Παρομοίως, τους πιο πάνω ισχυρισμούς ανέφερε και κατά την προηγούμενη συνέντευξη της. (Π.Β. ερυθ. 87-41, 40-24).

 

Με βάση τα πιο πάνω, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι διαφαίνεται πως οι ισχυρισμοί που υπέβαλε η Αιτήτρια κατά τη μεταγενέστερη αίτησή της εξετάστηκαν ήδη κατ' ουσίαν κατά την αρχική αίτηση και συνέντευξή της και απορρίφθηκαν. Εφόσον οι ισχυρισμοί που υπέβαλε κατά τη μεταγενέστερη αίτησή της σχετικά με το ότι η κόρη της κινδυνεύει στη χώρα καταγωγής της και ο σύζυγός της είναι άρρωστος είναι ίδιοι με τους ισχυρισμούς της συνέντευξης και αρχικής αίτησης, καθώς και ο πυρήνας του αιτήματός του παραμένει ο ίδιος, συνεπώς δεν αποτελούν νέα στοιχεία αλλά επανάληψη προηγούμενων ισχυρισμών και κατ' επέκταση δεν αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες υπαγωγής της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

Επίσης σε σχέση με την υπαιτιότητα ο αρμόδιος λειτουργός επεσήμανε ότι οι Αιτήτριες είχαν καταθέσει προσφυγή κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου επί της αρχικής τους αίτησης, χωρίς να υποβάλουν περισσότερα στοιχεία και/ή αποδείξεις και ως εκ τούτου απέτυχαν να τεκμηριώσουν οποιοδήποτε ισχυρισμό, επομένως λόγω δικής τους υπαιτιότητας δεν υποβλήθηκαν τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα.  

 

Τέλος ο λειτουργός έκρινε πως δεν υπάρχουν ενδείξεις από τα στοιχεία που υποβλήθηκαν ότι, σε περίπτωση επιστροφής της αλλοδαπής στην Ινδία και συγκεκριμένα στο Bilaspur θα διατρέχει τον κίνδυνο να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή σε απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ή/και της αρχής της μη επαναπροώθησης.

 

Με βάση τα ανωτέρω εισηγήθηκε την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης διεθνούς προστασίας ως απαράδεκτη, δυνάμει του άρθρου 12Βτετράκις και 16Δ και την επιστροφή των Αιτητριών στην Ινδία σύμφωνα με το άρθρο 18(7Β) του περί Προσφύγων Νόμου 2000, επισημαίνοντας ότι η προηγούμενη απόφαση επιστροφής με ημερομηνία 13/11/2019 παραμένει σε ισχύ.

 

Έχοντας ενώπιον μου το σύνολο των στοιχείων της διοικητικής διαδικασίας και υπό το φως όλων των ενώπιον μου δεδομένων, κρίνω ότι οι Αιτήτριες δεν κατάφεραν να αποδείξουν ότι πάσχει η ορθότητα και νομιμότητα της απόφασης των Καθ' ων η Αίτηση. Τα όσα οι Αιτήτριες κατέγραψαν στη μεταγενέστερη  αίτηση του δεν πληρούσαν τα κριτήρια που τίθενται από το άρθρο 16Δ(3)(β) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 ώστε να κριθεί η αίτηση τους παραδεκτή αφού δεν προσκόμισαν νέα στοιχεία τα οποία να αυξάνουν τις πιθανότητες να τους χορηγηθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας.  Επίσης δεν συμφωνώ με τη θέση του συνηγόρου των Αιτητριών ότι η αίτηση τους θα έπρεπε να εξεταστεί σε συνάρτηση με τα δεδομένα που προκύπτουν από την αίτηση του συζύγου της Αιτήτριας αρ.1, αφού οι αιτήσεις διεθνούς προστασίας εξετάζονται εξατομικευμένα και περαιτέρω, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι υπήρχαν ουσιαστικοί λόγοι που θα συνηγορούσαν στην συνένωση των δύο αιτήσεων και πως θα επηρεαζόταν το αποτέλεσμα που αφορά την αίτηση των Αιτητριών. 

 

Πέραν των όσων ανέφερα πιο πάνω, λαμβάνω υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής των Αιτητριών, η Ινδία, συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα τόσο με το εν ισχύ Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών που έχει δημοσιευτεί στις 31/05/2023 (Κ.Δ.Π. 191/24) και δεν έχει προβληθεί οποιοδήποτε στοιχείο ενώπιον μου που να συνηγορεί στο ότι σε περίπτωση επιστροφής των Αιτητριών, και ιδιαίτερα της Αιτήτριας αρ.2 η οποία είναι ανήλικη, θα παραβιαστεί η αρχή της μη επαναπροώθησης.

 

Ως εκ τούτου, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €500 έξοδα εναντίον των Αιτητριών και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο