ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθεση Αρ.: T2986/23

 

14 Αυγούστου, 2024

 

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

 

                                                 D.K.D.                                                       Αιτητού

 

και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ’ ων η αίτηση

 …………………….

κα Χ. Ματθαίου, Δικηγόρος για τον Αιτητή

 

κ. Ρ. Ευαγγέλου - μεταφραστής για πιστή μετάφραση από ελληνικά σε αγγλικά και αντίστροφα                       

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 24.10.2023, με την οποία απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτησή του για διεθνή προστασία, καθώς η εν λόγω αίτηση κρίθηκε ως απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 16Δ και 12Βτετράκις(2)(δ) των περί Προσφύγων Νόμων 2000 έως 2023 (στο εξής: o περί Προσφύγων Νόμος) και κατά της απόφασης επιστροφής του.

 

Γεγονότα

1.             Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Ο Αιτητής κατάγεται από τη Δημοκρατία του Τόγκο. Περί τις 24.7.2018, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Στις 17.6.2020, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή. Στις 22.11.2020, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: o Προϊστάμενος) ενέκρινε εισήγηση για απόρριψη της αίτησής του για άσυλο. Στις 12.5.2022, ο Αιτητής υπέβαλε αίτημα για επανάνοιγμα της αίτησής του για άσυλο. Στις 4.3.2021, ο Αιτητής καταχώρισε την προσφυγή υπ’ αριθμό ΔΔΠ 655/21, η οποία απορρίφθηκε. Στις 25.1.2023, ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου της αίτησής του για διεθνή προστασία. Στις 24.10.2023, ο Προϊστάμενος ενέκρινε εισήγηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησής του ως απαράδεκτης, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή την 1.11.2023. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

Νομικοί Ισχυρισμοί

2.             Ο Αιτητής στο πλαίσιο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας υποστηρίζει ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν ενήργησαν εντός ευλόγου χρόνου και ότι λανθασμένως απέρριψαν το αίτημά του για επανάνοιγμα του φακέλου της αίτησής του για διεθνή προστασία.

 

3.             Κατά την ακροαματική διαδικασία, ο Αιτητής δια της συνηγόρου του υποστηρίζει εκ νέου ότι δεν εξετάστηκε δεόντως το αίτημά του. Το Δικαστήριο εξάλλου είχε την ευκαιρία να υποβάλει ερωτήματα στον Αιτητή ο οποίος ανέφερε ότι σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του κινδυνεύει από το θείο του, ο οποίος ήταν αναμεμειγμένος σε ένα πολιτικό κόμμα.

 

4.             Κατ΄εφαρμογή του Κανονισμού 3(ε) των περί της λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, ως έχουν τροποποιηθεί, οι Καθ‘ ων η αίτηση συμμετέχουν στην παρούσα διαδικασία δια της καταχωρίσεως υπομνήματος, δεν συμμετείχαν στην ακροαματική διαδικασία και δεν καταχώρισαν γραπτή αγόρευση.

 

To νομικό πλαίσιο

5.             Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έχει ως ακολούθως (η υπογράμμιση είναι του παρόντος δικαστηρίου):

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου  (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

 

6.             Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

 

7.             Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.

 

8.             Το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:

«Υποχρεώσεις αιτητή κατά την εξέταση της αίτησης και συναφής υποχρέωση αρμόδιων αρχών

16.-(1) Κατά την εξέταση της αίτησής του, ο αιτητής οφείλει να συνεργάζεται με την Υπηρεσία Ασύλου με σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητάς του και των υπόλοιπων στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2).

(2) Ιδίως, ο αιτητής οφείλει-

(α) να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης, τα οποία στοιχεία συνίστανται σε δηλώσεις του αιτητή και σε όλα τα έγγραφα που έχει ο αιτητής στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία∙

 […]

(3) Η Υπηρεσία Ασύλου αξιολογεί, σε συνεργασία με τον αιτητή, τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) στοιχεία.».

9.             Το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα:

«Απαράδεκτες αιτήσεις

12Βτετράκις.-(1) Χωρίς επηρεασμό των περιπτώσεων κατά τις οποίες μια αίτηση δεν εξετάζεται σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 604/2013, σε περίπτωση που αίτηση θεωρείται απαράδεκτη δυνάμει του εδαφίου (2), ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης με απόφασή του την οποία λαμβάνει και καταχωρίζει στον φάκελο χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ και 13 και επί της οποίας απόφασης εφαρμόζονται οι διατάξεις των εδαφίων (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν-

(α) [...]

(β) [...]

(γ) [...]

(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας∙ ή

(ε) [...]».

10.          Το άρθρο 16Δ του του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:

«Υποβολή νέων στοιχείων ή πορισμάτων ή μεταγενέστερης αίτησης

16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο -

(i) Μεταγενέστερη αίτηση, ή

(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,

ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.

(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

  Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

(γ) Επί της νέας εκτελεστής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον αιτητή για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής[...]».

11.          Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις χορήγησης  καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.

 

12.          Το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών δυνάμει του άρθρου 12Βτρις των περί Προσφύγων ημερομηνίας 31.5.2024 (στο εξής: η ΚΔΠ 191/2024) ορίζει το Τόγκο ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας.

 

Κατάληξη

13.          Είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι, το παρόν Δικαστήριο ως Δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιόν του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως. Ο Αιτητής αναμένεται να προβάλει, στο πλαίσιο της διοικητικής ή και της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας και εν προκειμένω στην αξιολόγηση της μεταγενέστερης αίτησής του ως παραδεκτής.

 

14.          Ο ισχυρισμός του Αιτητής περί μη εξέτασης της αίτησής του εντός ευλόγου χρόνου είναι πέραν αλυσιτελής, καθώς πλέον η αίτησή του έχει εξεταστεί και ουδεμία ζημία επικαλείται ή στοιχειοθετεί.  

 

15.          Επισημαίνεται ότι η επίδικη πράξη αποτελεί απόφαση εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ (ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων) και 13 (κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων), όταν η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον Αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας. Υπογραμμίζεται δε ότι καταρχήν ο Προϊστάμενος στο στάδιο αυτό δεν έχει υποχρέωση εκ νέου διενέργειας συνέντευξης (άρθρο 16Δ(2) του περί Προσφύγων Νόμου).

 

16.          Το ζήτημα της εξέτασης των μεταγενέστερων αιτήσεων και ειδικότερα της έννοιας των νέων στοιχείων και πορισμάτων εξετάστηκε στην απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην υπόθεση C‑18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und AsylECLI:EU:C:2021:710, σκέψεις 31 έως 44. Η εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων διενεργείται  σε δύο στάδια: Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων [Βλ.επίσης απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C‑921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 34].

 

17.          Οι προϋποθέσεις παραδεκτού της αίτησης, συνεπώς, οι οποίες ανήκουν στο πρώτο στάδιο εξέτασης μίας μεταγενέστερης αίτησης, όπως μεταφέρθηκαν στην εθνική έννομη τάξη είναι οι ακόλουθες:

 

18.          Πρώτον, καθορίζεται εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για το χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

 

19.          Δεύτερον, εάν τα νέα στοιχεία ή πορίσματα που έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα  αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

 

20.          Τρίτον, εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς δική του υπαιτιότητα,  δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα εν λόγω νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία, που αφορούσε την εξέταση της αίτησής του. Οι πιο πάνω προϋποθέσεις θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά.  

 

21.          Ως εκ τούτου, σε αυτές τις περιπτώσεις, όπου δεν υφίσταται ουσιαστική κρίση επί της βασιμότητας της αίτησης ασύλου, αλλά κρίση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει μόνο κατά πόσον ευλόγως η αρμόδια αρχή έκρινε ως απαράδεκτο το αίτημα του Αιτητή για επανάνοιγμα της υπόθεσής του. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η διαδικασία ουσιαστικής εξέτασης της μεταγενέστερης αίτησης επαφίεται πλέον στην δικονομική αυτονομία των κρατών μελών.

 

22.          Εν προκειμένω, ο Αιτητής κατά την καταγραφή της αίτησής του δήλωσε ότι μετά το θάνατο του πατέρα του, ο θείος του διεκδικούσε την πατρική περιουσία και μετά την άρνηση του ιδίου και του αδελφού του ο θείος του έστειλε πρόσωπα να σκοτώσουν τον αδελφό του. Μετά την ταφή και του αδελφού του τρία πρόσωπα με καλυμμένα πρόσωπα εμφανίστηκαν στον Αιτητή απαιτώνοντας τα έγγραφα της περιουσίας του πατέρα του. Όταν αυτός αρνήθηκε κακοποίησαν όλα τα μέλη της οικογένειάς του (μητέρα, αδελφή και τον ίδιο) και προεδιοποίησαν ότι την επόμενη φορά θα τον σκοτώσουν.

 

23.          Κατά τη συνέντευξή του, ο Αιτητής δηλωσε ως προς τον πυρήνα του αιτήματός του, ότι ο θείος του ήταν αναμεμιγμένος με την κυβέρνηση και ότι μετά το θάνατο του πατέρα μέσω απειλών διεκδικούσε τη περιουσία του πατέρα του. Οι Καθ’ ων η αίτηση διέκριναν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ο μεν πρώτος αναφορικά με τα προσωπικά στοιχεία, το τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή και το προφίλ του και ο δε δεύτερος, ως προς τη διεκδίκηση από το θείο του ενός ακινήτου που κληρονόμησε από τον θανούντα πατέρα του. Στο πλαίσιο του δεύτερου ισχυρισμού εξετάστηκαν και οι κατ’ ισχυρισμό επιθέσεις που δέχτηκε ο Αιτητής και η οικογένειά του από τρίτα πρόσωπα, τις ενέργειες των οποίων ο Αιτητής αποδίδει στο θείο του.  

 

24.          Αξιολογώντας τους ισχυρισμούς του οι Καθ’ ων η αίτηση, έκανα αποδεκτό τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό απορρίπτοντας το δεύτερο.  

 

25.          Στο πλαίσιο της απορριφθείσας υπ’ αριθμό 655/21 προσφυγής του Αιτητή, στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας αυτός εγείρει τους ίδιους ισχυρισμούς περί δίωξής του από το θείο του εξαιτίας κτηματικών διαφορών. Η απορριπτική απόφαση, η οποία εκδόθηκε στις 21.12.2022, εξέτασε και απέρριψε την αξιοπιστία του Αιτητή ως προς τον ισχυρισμό του περί δίωξης από το θείο του, καθώς και το σύνολο της αίτησής του για διεθνή προστασία, αφού προηγήθηκε αξιολόγηση του κινδύνου που τυχόν διατρέχει ο Αιτητής στη βάση τον αποδεκτών ισχυρισμών του.

 

26.          Στο πλαίσιο της μεταγενέστερης αίτησής του ο Αιτητής δήλωσε ότι μετά από τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με ένα ξάδελφό του, ενημερώθηκε ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα του διότι στρατιώτες εισήλθαν στην οικία του και τον έψαχναν. Ζήτησε δε από το ξάδελφό του να υποβάλει σχετική καταγγελία στη χώρα καταγωγής του.

 

27.          Αξιολογώντας την μεταγενέστερη αίτησή του, οι Καθ’ ων η αίτηση επεσήμαναν ότι οι καινοφανείς ισχυρισμοί του Αιτητή, αναφορικά με νέα γεγονότα που έλαβαν χώρα τα Χριστούγεννα (προτού υποβάλει τη μεταγενέστερη αίτησή του) και τα οποία πληροφορήθηκε από τον εξάδελφό του δεν αυξάνουν τις πιθανότητες χορήγησης σε αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Οι Καθ’ ων η αίτηση χαρακτηρίζουν τους εν λόγω ισχυρισμούς ως γενικόλογους, παρατηρούν ότι ο Αιτητής δεν έχει προσκομίσει οποιοδήποτε έγγραφο προς απόδειξη των ισχυρισμών του και ότι ο εν λόγω ισχυρισμός έρχεται σε αντίφαση με τη δήλωσή του ενώπιον του δικαστηρίου ότι το σπίτι του έχει καεί ολοσχερώς (ενώ κατά τη μεταγενέστερη αίτησή του αναφέρει ότι άγνωστοι στρατιώτες τον αναζήτησαν στην οικία του ερ. 121).

 

28.          Κατά την ακροαματική δικαστική διαδικασία, ερωτηθείς από το Δικαστήριο αναφορικά με τους λόγους για τους οποίες εγκατέλειψε τη χώρα του και για τους οποίους δεν μπορεί να επιστρέψει σε αυτήν, ο Αιτητής επαναφέρει τα περί κινδύνου από το θείο του, διαφοροποιώντας το αφήγημά του ως προς τα κίνητρά του. Αναφέρει συγκεκριμένα ότι ο ίδιος ο Αιτητής και ο πατέρας του γνώριζαν πολλά για τη δράση του θείου του εντός του κόμματος, με τα οποία δεν συντάσσονταν και όταν αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το κόμμα τότε άρχισαν τα προβλήματα για αυτούς και η δίωξή από το θείο του.

 

29.          Με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία, διαπιστώνω ότι οι ισχυρισμοί που προέβαλε ο Αιτητής στο πλαίσιο της μεταγενέστερης αίτησής του δεν αποτελούν νέα στοιχεία, τα οποία να αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Καταρχάς ο εν λόγω καινοφανής ισχυρισμός προβάλλεται με ιδιαίτερη γενικότητα και δεν προκύπτει κατά τρόπο αντικειμενικό ο κίνδυνος που τυχόν διατρέχει ο Αιτητής. Υπενθυμίζεται ότι τα τυχόν νέα στοιχεία ή γεγονότα θα πρέπει να συναρτώνται με τη δυνατότητα του Αιτητή να υπαχθεί σε καθεστώς διεθνούς προστασίας και τα συστατικά στοιχεία των οικείων διατάξεων (Βλ. εξάλλου European Asylum Support Office (EASO), ‘Practical Guide on Subsequent Aplications’ (2021), 30-31 ότι τυχόν νέο στοιχείο οφείλει να είναι σχετικό, υπό την έννοια της σύνδεσής του με ορισμένο ουσιώδη ισχυρισμό και σημαντικό, επηρεάζοντας αμέσως ή εμμέσως την αξιολόγηση κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή). Η αναζήτηση του ιδίου από τρεις στρατιώτες στην οικία του από μόνο του ως γεγονός δεν υποδηλώσει οποιοδήποτε φόβο δίωξης ή βλάβης του Αιτητή ούτε και ο ίδιος εξειδικεύει τις δηλώσεις του σε οποιοδήποτε στάδιο της παρούσας διαδικασίας ώστε να καταστεί σαφής ο κατ’ ισχυρισμό κίνδυνος που διατρέχει από το προβαλλόμενο συμβάν. Περαιτέρω, ενώπιον του Δικαστηρίου, ο Αιτητής επαναφέρει τον ήδη απορριφθέντα από τη διοίκηση και το δικαστήριο ισχυρισμό του περί δίωξής του από το θείο του διαφοποιώντας ουσιωδώς το αφήγημά του ως προς τα κίνητρα της δίωξης, χωρίς να κάνει οποιαδήποτε αναφορά στο συμβάν που προέβαλε κατά την καταγραφή της μεταγενέστερης αίτησής του. Η εναλλαγή των ισχυρισμών του, η γενικότητα με την οποία προέβαλε τον καταγραφέντα καινοφανή ισχυρισμό του και το γεγονός ότι ο ισχυρισμό του περί δίωξης από το θείο του δεν αποτελεί νέο ισχυρισμό, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ορθώς η μεταγενέστερή του αίτησή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη. Υπενθυμίζεται ότι η συνοχή μεταξύ των προφορικών ή γραπτών δηλώσεων του Αιτητή συνιστά ήδη δείκτη μειωμένης αξιοπιστίας του ισχυρισμού του (Βλ. Υπόθεση Αρ.: 3539/21, A.C. ν.  Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 30.62022, ECLI:CY:DDDP:2022:728). Ως εκ τούτου, τα όσα προέβαλε ο Αιτητής, δεν αποτελούν νέα στοιχεία πολλώ μάλλον στοιχεία τα οποία να αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον Αιτητή καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

30.          Σημειώνεται, τέλος συναφώς, το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 31.5.2024 (Κ.Δ.Π. 191/2024) δυνάμει του οποίου η χώρα καταγωγής του Αιτητή ορίζεται ως ασφαλής τρίτη χώρα ιθαγενείας, χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να έχει προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς/στοιχεία, που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς τρίτης χώρας.

 

31.          Συνεπώς, ορθώς η μεταγενέστερη αίτησή του απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, καθώς δεν συντρέχουν οι εκ του νόμου προϋποθέσεις παραδεκτού. Παράλληλα, δεν προκύπτουν οποιαδήποτε άλλα δεδομένα, τα οποία να δίδουν έρεισμα ανατροπής της απόφασης επιστροφής του, ως νέου, υγιούς, ικανού προς εργασία νεαρού άνδρα, ο οποίος διαθέτει οικογενειακό υποστηχτικτό υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής του και καταγόμενου από ασφαλή χώρα ιθαγένειας.

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση τροποποιείται ως ανωτέρω, με €1400 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση.

                             Κ.Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π. 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο