ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

      Υπόθεση Αρ. ΔΚ 22/2024

 

17 Σεπτεμβρίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

     Μεταξύ:

A.O.L.,

από Νιγηρία

                                                                                             Αιτητής

 -και-

 

Κυπριακή Δημοκρατία,

μέσω Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού

και Μετανάστευσης

                                                   Καθ' ων η αίτηση

 

 

Δικηγόρος για Αιτητή: Ρ. Χρυσάνθου (κος)

Δικηγόρος για Καθ’ ων η αίτηση: Ε. Εμμανουηλίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή ο Αιτητής επιζητά από το παρόν Δικαστήριο -με το αιτητικό (Α)- απόφαση με την οποία να ακυρώνεται ως παράνομο το διάταγμα κράτησης ημερ. 02.08.2024 το οποίο εκδόθηκε εναντίον του δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ (2) (ε) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος») και με την οποία να διατάζεται η άμεση απελευθέρωση του Αιτητή. Ακολούθως με το αιτητικό (Β) της προσφυγής του, ο Αιτητής επιζητά απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να ακυρώνεται και/ή να τροποποιείται το διάταγμα κράτησης ημερ. 02.08.2024 και με την οποία να διατάζονται εναλλακτικά της κράτησης μέτρα, κατά την κρίση του Δικαστηρίου. Πρόσθετα με το αιτητικό (Γ) επιζητεί οποιαδήποτε άλλη ή/και περαιτέρω θεραπεία το Σεβαστό Δικαστήριο κρίνει εύλογή ή/και δίκαιη υπό τις περιστάσεις επιζητώντας καταληκτικά, με το αιτητικό (Δ), τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Επιβεβλημένη κρίνεται, καταρχάς, μία αναδρομή στο ιστορικό της υπόθεσης, προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, ως αυτό προκύπτει από το εναρκτήριο δικόγραφο της προσφυγής του Αιτητή, την ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου του Τμήματος Μετανάστευσης, ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ. 1» ή «ο διοικητικός φάκελος 1»).

 

Ο Αιτητής είναι υπήκοος της Δημοκρατίας της Νιγηρίας και φέρεται να εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνησή της Κυπριακής Δημοκρατίας περιοχές, δια μέσου των μη ελεγχόμενων περιοχών, χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα σε άγνωστη ημερομηνία. Στις 21.09.2022 ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας η οποία κατόπιν εξέτασής της, αυτή απορρίφθηκε κατά τον πρώτο βαθμό στις 31.07.2023. Ακολούθησε η καταχώριση της προσφυγής αρ. 3335/23 από τον Αιτητή ενώπιόν του παρόντος Δικαστηρίου (υπό άλλη σύνθεση), η οποία ευρίσκεται υπό εξέταση.

 

Ακολούθως, ο Αιτητής κατηγορήθηκε δια καταχωρισθέντος ενώπιόν του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού κατηγορητηρίου για συγκεκριμένα ποινικά αδικήματα και στις 15.03.2024 του επιβλήθηκε η ποινή φυλάκισης των 7 μηνών, καταδικαζόμενος για τα αδικήματα της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β’ με σκοπό την προμήθεια σε άλλα άτομα και τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Ακολούθως μεταφέρθηκε στις Κεντρικές Φυλακές εκτίοντας εν τέλει την ποινή του η οποία εξέπνευσε στις 07.08.2024.

 

Στο μεταξύ και προτού ο Αιτητής εκτίσει την ποινή του, με σχετική επιστολή ημερ. 29.07.2024 της Υπηρεσίας Αλλοδαπών & Μετανάστευσης Λεμεσού (ΥΑΜ Λεμεσού), προς την Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης, υποβλήθηκε η εισήγηση για έκδοση εναντίον του Αιτητή διαταγμάτων κράτησης και απέλασης τα οποία θα εκτελεστούν μετά την αποφυλάκισή του, σύμφωνα με το άρθρο 9Στ του περί Προσφύγων Νόμων, καθώς τα αδικήματα που διέπραξε σχετίζονται με την «Δημόσια Ασφάλεια».

 

Ακολούθως της ως άνω επιστολής, ο Λειτουργός Μετανάστευσης Π.Ξ.[1], με ενημερωτικό σημείωμα του ημερ. 31.07.2024 εισηγείται όπως ο Αιτητής θεωρηθεί ως ανεπιθύμητο πρόσωπο και κατ’ επέκταση ως απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του εδαφίου (δ), παράγραφος (1) του άρθρου 6 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου καθώς και όπως εκδοθεί διάταγμα κράτησης εναντίον του δυνάμει του εδαφίου (ε) της παραγράφου (1) του άρθρου 9Στ του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Εν κατακλείδι και στη βάση της ως άνω εισήγησης η οποία εγκρίθηκε στις 02.08.2024 από τη Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης, εκδόθηκε αυθημερόν το προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησης του Αιτητή, δυνάμει του εδαφίου (ε) της παραγράφου (1) του άρθρου 9Στ του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Τη νομιμότητα και ορθότητα της απόφασης αυτής αμφισβητεί ο Αιτητής, δια της υπό εξέταση προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Εξειδικεύοντας και περιορίζοντας στα πλαίσια τόσο της γραπτής όσο της προφορικής αγόρευσης του ευπαίδευτου δικηγόρου του, τους εγειρόμενους στην προσφυγή λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής ισχυρίζεται κατά πρώτον ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 8 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ καθώς και του άρθρου 9Στ της εθνικής νομοθεσίας καθώς οι Καθ’ ων η αίτηση δεν προχώρησαν σε εξατομικευμένη έρευνα ούτως ώστε να ικανοποιηθεί το κριτήριο της αναγκαιότητας και αναλογικότητας της κράτησης, ενώ δεν αξιολογήθηκαν οι εξατομικευμένες περιστάσεις του Αιτητή.

 

Είναι κατά δεύτερον η θέση του, ότι παραβιάζεται το άρθρο 9(2) της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ καθώς και τα εδάφια (4) και (5) του άρθρου 9(Στ) (4) και (5) καθώς η κράτηση δεν έχει την λιγότερη δυνατή διάρκεια και δεν δόθηκαν στον Αιτητή οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι της κράτησής του.

 

Τα ίδια εν πολλοίς επανέλαβε και κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων, δια της ενώπιόν μου προφορικής αγόρευσης του ευπαιδεύτου συνηγόρου του, επισημαίνοντας ότι το επίδικο διάταγμα στερείται αιτιολογίας, η οποία δεν δύναται να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του φακέλου, είναι προϊόν ανεπαρκούς και μη δέουσας έρευνας και εξεδόθη υπό καθεστώς πλάνης. Επί τούτου εξηγεί ότι δεν προκύπτει πουθενά από τα στοιχεία του φακέλου γιατί ο Αιτητής, εκ μόνης της καταδίκης του, αποτελεί ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας, ενώ επισημαίνει ότι κατά την έκδοση του επίδικου διατάγματος δεν έγινε εξατομικευμένη αιτιολόγηση και στάθμιση των στοιχείων, με συνέπεια να εκδοθεί κατά παράβαση των αρχών της αναγκαιότητας και αναλογικότητας και, τέλος, η κράτηση του είναι αυθαίρετη, αφού παραβιάζει το αρ.5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).

 

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης υποστηρίζοντας ότι το επίδικο διάταγμα κράτησης εκδόθηκε σύμφωνα με τον περί Προσφύγων Νόμο και  είναι απότοκο των δεδομένων και πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης και της συμπεριφοράς του Αιτητή. Ειδικότερα, οι Καθ’ ων η αίτηση ισχυρίστηκαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε ορθώς στη βάση του εδαφίου (δ) του άρθρου 9ΣΤ(2) του περί Προσφυγών Νόμου, καθώς ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας προκειμένου να καθυστερήσει απλώς ή να εμποδίσει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής στη χώρα του, η οποία έχει κριθεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας. Προβάλλει περαιτέρω ότι ο Αιτητής δεν θα καταχωρούσε την αίτηση ασύλου του αν δεν συλλαμβανόταν και ότι η όλη συμπεριφορά του καταδεικνύει ότι υπέβαλε την αίτηση αυτή για να καθυστερήσει τη διαδικασία απέλασής του.

 

Δεν μπορώ να μην επισημάνω ότι η γραπτή αγόρευση των Καθ’ ων η αίτηση είναι γενική και αόριστη, προωθείται δια αυτής μία καθ’ όλα γενική επιχειρηματολογία δυνάμενη να εφαρμοστεί σε κάθε περίπτωση, χωρίς να καταπιάνεται με τα ίδια δεδομένα και περιστατικά της υπόθεσης του υπό εξέταση Αιτητή, τουναντίον διαφαίνεται μία παρανόηση ως προς τα γεγονότα. Τούτο, καθώς είναι χαρακτηριστικό, ότι ολόκληρη η επιχειρηματολογία αφορά την έκδοση του διατάγματος δυνάμει του εδαφίου (δ) του άρθρου 9(ΣΤ)(2) και όχι δυνάμει του εδαφίου (ε), ως είναι στην πραγματικότητα η υπό εξέταση υπόθεση. Είναι εμφανής η παρανόηση των συνηγόρων των Καθ’ ων η αίτηση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε δυνάμει του εδαφίου (δ) και όχι δυνάμει του εδαφίου (ε), ενώ υπάρχει και πεπλανημένη αντίληψη των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, αφού είναι η θέση των Καθ’ ων η αίτηση ότι ο Αιτητής καταχώρισε αίτηση ασύλου μετά την σύλληψή του, δυνάμει του προσβαλλόμενου διατάγματος, προκειμένου να παρεμποδίσει την απέλασή του. Ωστόσο, εν προκειμένω, ο Αιτητής έχει καταχωρίσει αίτησή ασύλου ήδη από το 2022, η έκδοση του επίδικου διατάγματος έλαβε χώρα σε χρόνο κατά τον οποίο ο Αιτητής ήταν ήδη κρατούμενος στις κεντρικές φυλακές, εκτίοντας ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών. Τούτο προκύπτει ευθέως από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ο οποίος αποτελεί και τη μόνη αυθεντική πηγή άντλησης και αποκρυστάλλωσης των πραγματικών γεγονότων[2].

 

Σε επισήμανση των πιο πάνω διαπιστώσεων κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων, η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση, δεν κατάφερε να αποσαφηνίσει τη θέση της, προβάλλοντας ακατανόητα ότι η παρούσα περίπτωση διαπλέκεται και με το εδάφιο (δ) του άρθρου 9Στ(2), καθώς ο Αιτητής εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Ωστόσο, από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ευθέως προκύπτει ότι έρεισμα της προσβαλλόμενης απόφασης είναι το εδάφιο (ε) ενώ ουδεμία αναφορά γίνεται στο εδάφιο (δ).

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

Στην εμπροσθοφυλακή της επιχειρηματολογίας του Αιτητή, τίθεται η θέση του ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα έχει εκδοθεί κατά παράβαση της αρχής της αναγκαιότητας και αναλογικότητας του επιδιωκόμενου σκοπού, ενώ δεν λήφθηκαν υπόψη οι εξατομικευμένες περιστάσεις του Αιτητή, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τέθηκε υπό κράτηση εκ μόνου του λόγου της καταδίκης του σε ποινικό αδίκημα.

 

Παραπέμπει προς επίρρωση της θέσεως του, σε ευρεία επί του θέματος νομολογία η οποία είναι απολύτως σχετική και στην οποία θα παραπέμψω στη συνέχεια.

 

Από την άλλη, οι Καθ’ ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της εκδοθείσας απόφασης, ισχυριζόμενοι ότι πληρούνται οι νομοθετημένες προϋποθέσεις και ότι το εν λόγω διάταγμα έχει εκδοθεί νόμιμα.

 

Χρήζουν λοιπόν εξέτασης, οι προϋποθέσεις έκδοσης του επίδικου διατάγματος.

 

Το υπό εξέταση προσβαλλόμενο διάταγμα, εκδόθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση στην βάση του εδαφίου (ε) του άρθρου 9ΣΤ(2). Κρίνω σκόπιμη την παράθεση αυτούσιου του περιεχομένου του επίδικου διατάγματος, προς κατανόηση των λόγων έκδοσης του:

 

«ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟΙ (2000-2020)

ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9ΣΤ

 

Επειδή ο Α.Ο.L. υπήκοος ΝΙΓΗΡΙΑΣ είναι αιτητής διεθνούς προστασίας και επειδή πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου.

 

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κατόπιν ατομικής αξιολόγησης θεώρησα ότι είναι αναγκαίο ο Α.Ο.L. να παραμείνει υπό κράτηση βάσει του άρθρου 9ΣΤ(2)(Ε) του περί Προσφύγων Νόμου, καθότι στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται ότι δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν άλλα εναλλακτικά μέτρα, καθότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής για τους πιο κάτω λόγους:

 

1.   ΕΠΕΙΔΗ απαιτείται η κράτηση του για τη προστασία της Δημόσιας Τάξης και Ασφάλειας.

 

2.   ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ καταδικάστηκε για τα αδικήματα της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β’ με σκοπό την προμήθεια σε άλλα άτομα και την νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών.

 

ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΌ ΑΥΤΟ, ασκώντας τις εξουσίες που δίνει στον Υπουργό Εξωτερικών το Άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου καθώς και το Άρθρο 188.3(γ) του Συντάγματος, οι οποίες εξουσίες εκχωρήθηκαν σε εμένα, εγώ η Διευθύντρια, με το παρόν διατάσσω όπως ο Α.Ο.L. παραμείνει υπό κράτηση.

 

Με το παρόν διάταγμα, εξουσιοδοτώ και εντέλλομαι τον Αρχηγό της Αστυνομίας, ή οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομικής Δύναμης που τυχόν θα διαταχθεί, να εκτελέσει το διάταγμα αυτό και για την εκτέλεση του το παρόν διάταγμα αποτελεί επαρκή εξουσία και εντολή.

 

        ΕΓΙΝΕ από μένα στη Λευκωσία την 02η ημέρα του Αυγούστου, 2024.».

 

Έχοντας παραθέσει το περιεχόμενο του προσβαλλόμενου διατάγματος και προτού, αξιολογηθούν οι περιστάσεις και οι λόγοι έκδοσης του, φρονώ σημαντικό να ανατρέξω τόσο στις νομοθετημένες διατάξεις όσο και στη νομολογιακή προσέγγιση του ζητήματος προκειμένου να οριοθετηθούν τα πλαίσια εντός των οποίων όφειλαν να δράσουν οι Καθ’ ων η αίτηση.

 

Ως προκύπτει από το περιεχόμενο του προσβαλλόμενου διατάγματος, τούτο εκδόθηκε δυνάμει του εδαφίου (ε) του άρθρου 9ΣΤ(2), το οποίο διαλαμβάνει τα ακόλουθα (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«9ΣΤ.- (…)

(2) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:

(…)

(ε) όταν απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης·»

 

Σχετικά είναι και τα εδαφία (1), (3), (4) και (5) του ίδιου άρθρου τα οποία έχουν ως ακολούθως:

 

«9ΣΤ.- (1) Απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή, καθώς και η κράτηση ανήλικου αιτητή.

 

(…)

(3)  Ο Υπουργός δύναται, αντί να θέσει τον αιτητή υπό κράτηση, να του επιβάλει εναλλακτικά, για όσο χρονικό διάστημα κρίνει σκόπιμο υπό τις περιστάσεις, ορισμένες υποχρεώσεις που στοχεύουν στην αποφυγή του κινδύνου διαφυγής, όπως -

(α) Τακτική εμφάνιση ενώπιον των αρχών της Δημοκρατίας,

(β) κατάθεση χρηματικής εγγύησης,

(γ) υποχρέωση διαμονής σε υποδεικνυόμενο μέρος, περιλαμβανομένου κέντρου φιλοξενίας,

(δ) επιτήρηση από επόπτη.

 

(4)(α) Η κράτηση αιτητή έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διαρκεί μόνο για όσο διάστημα ισχύει λόγος κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2).

 (β) Οι διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με λόγο κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2) εκτελούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις. Καθυστερήσεις των διοικητικών διαδικασιών που δεν μπορούν να αποδοθούν στο αιτητή δεν δικαιολογούν την συνέχιση της κράτησης.

 

(5) Το προβλεπόμενο στο παρόν άρθρο διάταγμα παραθέτει τους πραγματικούς και νομικούς λόγους βάσει των οποίων εκδίδεται και αντίγραφό του επιδίδεται στον επηρεαζόμενο αιτητή».

 

Βασική λοιπόν προϋπόθεση για έκδοση του επίδικου διατάγματος δυνάμει του εδαφίου (ε) είναι όταν αυτό απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή (διαζευκτικά) της δημόσιας τάξης.

 

Η διάταξη του 9Στ ενσωματώνει στην ημεδαπή έννομη τάξη τα άρθρα 8 και 9 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (στο εξής αναφερόμενη ως «η Οδηγία 2013/33/ΕΕ») και συνεπώς κατά την ερμηνεία της διάταξης αυτής, λαμβάνεται καταρχάς υπόψη η νομολογία του ΔΕΕ.

 

Ο λόγος «προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης» στο ενωσιακό και στο εθνικό δίκαιο

 

Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 8 παράγραφος 3 της οδηγίας για τις συνθήκες υποδοχής απαριθμεί εξαντλητικά τους διάφορους λόγους, συμπεριλαμβανομένου του λόγου που αφορά την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης, οι οποίοι μπορούν να δικαιολογήσουν την προσφυγή στην κράτηση των προσώπων που ζητούν διεθνή προστασία. Ως ερμηνεύτηκε στην απόφαση J.Ν. του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), C-601/15 PPU, τμήμα μείζονος συνθέσεως, EU:C:2016:84 (στο εξής αναφερόμενη ως «η J.N.»), κάθε ένας από τους λόγους αυτούς ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένη ανάγκη και έχει αυτοτελή χαρακτήρα (βλ. σκέψη 59 της J.N.). Από τη σκέψη 63 της απόφασης J.Ν. προκύπτει ότι ο λόγος κράτησης που αφορά την προστασία της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξης, όπως απαριθμείται στο στοιχείο (ε) της εν λόγω διάταξης, βασίζεται, μεταξύ άλλων, στη σύσταση της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης της 16ης Απριλίου 2003 σχετικά με τα μέτρα κράτησης των αιτούντων άσυλο καθώς και στις κατευθυντήριες οδηγίες σχετικά με τα εφαρμοστέα κριτήρια και πρότυπα που αφορούν την κράτηση των αιτούντων άσυλο που εξέδωσε η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (HCR) στις 26 Φεβρουαρίου 1999. Ιδίως από τα σημεία 4.1 και 4.2 των κατευθυντήριων αυτών οδηγιών, στο ισχύον κείμενό τους που εκδόθηκε το 2012, προκύπτει ότι, αφενός, η κράτηση είναι εξαιρετικό μέτρο που μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο προς εξυπηρέτηση νόμιμου σκοπού και ότι μπορεί σε συγκεκριμένη περίπτωση να καθίσταται αναγκαία βάσει τριών σκοπών οι οποίοι είναι γενικά σύμφωνοι προς το διεθνές δίκαιο, ήτοι δημόσια τάξη, δημόσια υγεία και εθνική ασφάλεια. Αφετέρου, η κράτηση μπορεί να επιλεγεί μόνο όταν κριθεί αναγκαία, εύλογη βάσει όλων των περιστάσεων και ανάλογη προς έναν θεμιτό σκοπό.

 

Επιπλέον, η αυστηρή οριοθέτηση της αναγνωριζόμενης στις εθνικές αρχές εξουσίας να θέτουν αιτούντα υπό κράτηση βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33 διασφαλίζεται επίσης από την ερμηνεία στη νομολογία του Δικαστηρίου των εννοιών «δημόσια ασφάλεια» και «δημόσια τάξη» σε άλλες οδηγίες, η οποία ισχύει επίσης και για την οδηγία 2013/33 (βλ. σκέψη 64 της J.N.).

 

Το ΔEE έχει κρίνει ότι η έννοια «δημόσια τάξη» προϋποθέτει, σε κάθε περίπτωση, εκτός της διασαλεύσεως της κοινωνικής τάξεως την οποία συνιστά κάθε παράβαση του νόμου, την ύπαρξη πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας[3].

 

Σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ, η έννοια της «δημόσιας τάξης» συνεπάγεται, σε κάθε περίπτωση, ότι πρέπει να υπάρχει, εκτός από τη διατάραξη της κοινωνικής τάξης που συνεπάγεται κάθε παράβαση του νόμου, «πραγματική, παρούσα και επαρκώς σοβαρή απειλή που θίγει ένα από τα θεμελιώδη συμφέροντα της κοινωνίας» και αντιπροσωπεύεται από την ατομική συμπεριφορά ενός προσώπου (βλ. σκέψη 65 της J.N. και εκεί παραπομπές).

Ως ειδικότερα λέχθηκε στη σκέψη 67 της J.N. (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

 «Επομένως, όσον αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα του μέτρου, η προσβολή της εθνικής ασφάλειας ή της δημοσίας τάξεως μπορεί να δικαιολογεί τη θέση του αιτούντος υπό κράτηση ή τη διατήρηση της κρατήσεώς του, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33, μόνον εφόσον από την ατομική του συμπεριφορά προκύπτει πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους (βλ., επ’ αυτού, απόφαση T., C‑373/13, EU:C:2015:413, σκέψεις 78 και 79)».

 

Σχετικές είναι και οι σκέψεις 69 και 70 της J.N., σύμφωνα με τις οποίες:

 

«69. Πράγματι, μέτρα κρατήσεως μπορούν να θεμελιωθούν στη διάταξη αυτή μόνο εφόσον οι αρμόδιες αρχές διαπιστώνουν, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ότι ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν τα επίμαχα πρόσωπα για την εθνική ασφάλεια ή για τη δημόσια τάξη αντιστοιχεί τουλάχιστον στη βαρύτητα της επεμβάσεως που συνιστούν τα μέτρα αυτά στο δικαίωμα των προσώπων αυτών στην ελευθερία.

 

70.  Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, συνάγεται ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέσπισε το άρθρο 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33, τηρώντας δίκαιη ισορροπία μεταξύ, αφενός, του δικαιώματος του αιτούντος στην ελευθερία και, αφετέρου, των απαιτήσεων προστασίας της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξεως».

 

Πρόσθετη καθοδήγηση αναφορικά με την αξιολόγηση των προσωπικών περιστάσεων του εκάστοτε αιτούντος δίδεται στην απόφαση του ΔΕΕ στην C‑554/13, Z. Zh. και Staatssecretaris voor Veiligheid en Justitie, ημερομηνίας 11.6.2015, η οποία εξετάζει την έννοια της «δημόσιας τάξης» στο πλαίσιο της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών. Οι ακόλουθες σκέψεις από την απόφαση αυτή είναι σχετικές (έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«50.  Συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτό ότι ένα κράτος μέλος οφείλει να εκτιμά τον «κίνδυνο για τη δημόσια τάξη», κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, κατά περίπτωση, προκειμένου να εξακριβώσει εάν η προσωπική συμπεριφορά του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας συνιστά πραγματικό και ενεστώτα κίνδυνο για τη δημόσια τάξηΌταν το κράτος μέλος στηρίζεται σε γενική πρακτική ή σε οποιοδήποτε τεκμήριο για τη διαπίστωση ενός τέτοιου κινδύνου χωρίς να λαμβάνει δεόντως υπόψη την προσωπική συμπεριφορά του υπηκόου και τον κίνδυνο που η συμπεριφορά αυτή εγκυμονεί για τη δημόσια τάξη, το κράτος μέλος αθετεί την υποχρέωση εξατομικευμένης εξετάσεως της επίμαχης περιπτώσεως και παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το γεγονός ότι υπήκοος τρίτης χώρας είναι ύποπτος ή έχει καταδικαστεί για την τέλεση πράξεως που κατά το εθνικό δίκαιο αποτελεί ποινικό αδίκημα δεν μπορεί, αυτό καθ' εαυτό, να δικαιολογήσει την εκτίμηση ότι ο υπήκοος αυτός αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια τάξη κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115.

 

51. Πρέπει, εντούτοις, να διευκρινιστεί ότι ένα κράτος μέλος μπορεί να διαπιστώσει την ύπαρξη κινδύνου για τη δημόσια τάξη σε περίπτωση ποινικής καταδίκης, ακόμη κι αν αυτή δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, όταν η καταδίκη αυτή, εκτιμώμενη από κοινού με άλλες περιστάσεις που αφορούν την κατάσταση του συγκεκριμένου προσώπου, δικαιολογεί τη διαπίστωση αυτή. Το γεγονός ότι μια ποινική καταδίκη δεν έχει καταστεί αμετάκλητη δεν εμποδίζει, συνεπώς, το κράτος μέλος να επικαλεστεί την παρέκκλιση του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115. [.]

52. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, στο πλαίσιο εκτιμήσεως της έννοιας αυτής, έχει σημασία κάθε πραγματικό ή νομικό στοιχείο που αφορά την κατάσταση του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας, το οποίο μπορεί να αποσαφηνίσει το ζήτημα εάν η προσωπική συμπεριφορά του συνιστά τέτοιου είδους απειλή.

 

53. Συνεπώς, στην περίπτωση υπηκόου που είναι ύποπτος ή έχει καταδικαστεί για την τέλεση πράξεως που κατά το εθνικό δίκαιο αποτελεί ποινικό αδίκημα, μεταξύ των στοιχείων που έχουν συναφώς σημασία συγκαταλέγονται η φύση και η σοβαρότητα της πράξεως αυτής καθώς και ο χρόνος που παρήλθε από την τέλεσή της.».

 

Ωστόσο η εξαίρεση για λόγους δημοσίας τάξεως, ως έχει επισημανθεί από το ΔΕΕ, πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς, με αποτέλεσμα η ύπαρξη ποινικής καταδίκης να μπορεί να δικαιολογήσει την απέλαση – εδώ την κράτηση- μόνον αν από τις περιστάσεις που οδήγησαν στην καταδίκη αυτή προκύπτει η ύπαρξη ατομικής συμπεριφοράς που συνιστά ενεστώσα απειλή κατά της δημοσίας τάξεως (βλ. σχετικώς, σκέψη 67 της απόφασης του ΔΕΕ στις υποθέσεις C-482/01 και C-493/01, Ορφανόπουλος και Oliveri κατά Land Baden-Württemberg, ημερομηνίας 29.4.2004).  

 

Οι βασικές αυτές αρχές ως αναγκαίο μέτρο της απόφασης κράτησης του αιτούντος διεθνή προστασία διατυπώνονται και στο προοίμιο της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ [15η αιτιολογική σκέψη], όπου αναφέρονται τα ακόλουθα (η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Η κράτηση των αιτούντων θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τη βασική αρχή ότι ένα πρόσωπο δεν θα πρέπει να κρατείται απλώς και μόνον επειδή επιζητεί διεθνή προστασία, ιδίως σύμφωνα με τις διεθνείς νομικές υποχρεώσεις των κρατών μελών και το άρθρο 31 της σύμβασης της Γενεύης. Η κράτηση αιτούντων θα πρέπει να είναι δυνατή μόνον σε σαφώς καθορισμένες, εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και να διέπεται από την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας όσον αφορά τόσο τον τρόπο όσο και τον σκοπό της εν λόγω κράτησης. Σε περίπτωση που ένας αιτών τελεί υπό κράτηση, ο αιτών θα πρέπει να έχει αποτελεσματική πρόσβαση στις αναγκαίες διαδικαστικές εγγυήσεις, όπως το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον εθνικής δικαστικής αρχής.».

 

Στην απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C‑8/22, ECLI:EU:C:2023:542, ημ.06.07.2023, πραγματευόμενο εκεί τις προϋποθέσεις εφαρμογής του λόγου ανάκλησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας δυνάμει του αρ.14 (4) (β) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ [αντίστοιχο αρ.6Α (1) (δ) του Νόμου], ανέφερε τα εξής, τα οποία βρίσκουν θεωρώ, ενόψει και της ως άνω νομολογίας επί διαταγμάτων κράτησης αιτητών διεθνούς προστασίας, κατ' αναλογία εφαρμογή και στην προκείμενη υπόθεση (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου:

 

«45. Κατά συνέπεια, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι η ύπαρξη κινδύνου για την κοινωνία του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποδεικνυόμενη από το γεγονός και μόνον ότι ο ενδιαφερόμενος καταδικάστηκε αμετάκλητα για ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα.

 

[…]

 

63 Όσον αφορά τις περιστάσεις που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την εκτίμηση της ύπαρξης κινδύνου για την κοινωνία, μολονότι η διαπίστωση πραγματικού, ενεστώτος και αρκούντως σοβαρού κινδύνου στρεφόμενου κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας προϋποθέτει, κατά κανόνα, τάση του συγκεκριμένου ατόμου να συνεχίσει μελλοντικά να συμπεριφέρεται κατά τρόπο που να συνιστά τέτοιο κίνδυνο, είναι επίσης ενδεχόμενο η συμπεριφορά και μόνον κατά το παρελθόν να πληροί τις προϋποθέσεις για την ύπαρξη τέτοιου κινδύνου [πρβλ. απόφαση της 2ας Μαΐου 2018, K. και HF. (Δικαίωμα διαμονής και ισχυρισμοί περί εγκλημάτων πολέμου), C‑331/16 και C‑366/16, EU:C:2018:296, σκέψη 56]. Το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας καταδικάστηκε αμετάκλητα για ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα έχει ιδιαίτερη σημασία, δεδομένου ότι ο νομοθέτης της Ένωσης αναφέρεται ειδικά στην ύπαρξη τέτοιας καταδίκης και η καταδίκη αυτή μπορεί, αναλόγως των περιστάσεων υπό τις οποίες τελέστηκε το έγκλημα, να συμβάλει στην απόδειξη της ύπαρξης πραγματικού και αρκούντως σοβαρού κινδύνου στρεφόμενου κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας του οικείου κράτους μέλους.

 

64. Ωστόσο, όσον αφορά ειδικότερα τον ενεστώτα χαρακτήρα ενός τέτοιου κινδύνου, τόσο από την απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα όσο και από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι δεν μπορεί να συναχθεί αυτομάτως από το ποινικό ιστορικό του ενδιαφερόμενου υπηκόου τρίτης χώρας ότι είναι δυνατόν να του επιβληθεί το μέτρο του άρθρου 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2016, CSC‑304/14, EU:C:2016:674, σκέψη 41). Ως εκ τούτου, όσο περισσότερο απέχει χρονικά η λήψη απόφασης βάσει της διάταξης αυτής από την αμετάκλητη καταδίκη για ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα, τόσο περισσότερο οφείλει η αρμόδια αρχή να λάβει υπόψη, μεταξύ άλλων, τις εξελίξεις που ακολούθησαν την τέλεση ενός τέτοιου εγκλήματος, προκειμένου να κρίνει αν υφίσταται πραγματικός και αρκούντως σοβαρός κίνδυνος κατά τον χρόνο κατά τον οποίο πρέπει να αποφανθεί επί της ενδεχόμενης ανάκλησης του καθεστώτος πρόσφυγα.»

 

Υπό το φως της ως άνω νομολογίας, ας επανέλθουμε στα γεγονότα που περιβάλουν την υπό εξέταση υπόθεση.

 

Το τι προκύπτει από το περιεχόμενο του προσβαλλόμενου διατάγματος, είναι ότι κατόπιν ατομικής αξιολόγησής του Αιτητή, κρίθηκε ότι είναι αναγκαίο να παραμείνει υπο κράτηση, καθότι στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται ότι δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν άλλα εναλλακτικά μέτρα, καθότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής για τους πιο κάτω λόγους:

 

1.    ΕΠΕΙΔΗ απαιτείται η κράτηση του για τη προστασία της Δημόσιας Τάξης και Ασφάλειας.

 

2.    ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ καταδικάστηκε για τα αδικήματα της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β’ με σκοπό την προμήθεια σε άλλα άτομα και την νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών.

 

Από το περιεχόμενο του προσβαλλόμενου διατάγματος, προκύπτει καταρχήν ότι στην περίπτωση του Αιτητή, κρίθηκε ότι η προστασία της δημόσιας τάξης και ασφάλειας αλλά και η καταδίκη του σε ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών για τα συγκεκριμένα αδικήματα, επιβάλλουν όπως ο Αιτητής παραμείνει υπο κράτηση.

 

Ωστόσο, το περιεχόμενο του διατάγματος αυτού δεν αποκαλύπτει ποια είναι τα στοιχεία εκείνα της ατομικής συμπεριφοράς του Αιτητή, από τα οποία προκύπτει πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους

 

Ως επιτάσσει το άρθρο 29 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(I)/1999) και η σχετική επί του θέματος νομολογία (βλ. Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270) η ελλιπής αιτιολογία δύναται να συμπληρωθεί ή να αναπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου όπως και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας.

 

Ανατρέχοντας λοιπόν στο περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου προς εντοπισμό στοιχείων δυνάμενων να συμπληρώσουν, ενδεχομένως, την αιτιολογία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτουν τα ακόλουθα:

 

Με επιστολή του Μ.Θ.[4], Αναπληρωτή Υπαστυνόμου Βοηθού Υπεύθυνου της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (στο εξής αναφερόμενη ως «η ΥΑΜ») Λεμεσού, προς την Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης ημερ. 29.07.2024 (βλ. ερυθρό 26-25 του δ.φ.) παρέχεται μεταξύ άλλων η ακόλουθη ενημέρωση (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Ο αναφερόμενος στο θέμα αλλοδαπός εισήλθε στην Κύπρο παράνομα σε άγνωστη ημερομηνία καθότι από έλεγχο που διενεργήθηκε μέσω Η/Υ τα στοιχεία του δεν εντοπίστηκαν στο σύστημα αφιξοαναχωρήσεων προσώπων που εισέρχονται νόμιμα στην Δημοκρατία. Στις 21/09/2022 ο αλλοδαπός υπέβαλε αίτηση ασύλου η οποία απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 31/07/2023 με την απορριπτική απόφαση να του επιδίδεται στις 21/08/2023. Στις 19/09/2023 υπέβαλε προσφυγή στο Δ.Δ.Δ.Π. με αριθμό προσφυγής 3335/23 εναντίον της απόφασης της υπηρεσίας Ασύλου, και η οποία εκκρεμεί (…).

 

2.Εναντίον του εξετάστηκε από την ΥΚΑΝ Λεμεσού, η ποινική υπόθεση Σ/38/2024, αρ. υπόθεσης 2662/24 που αφορά τα πιο κάτω αδικήματα:

 

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 3 Παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β’, κατά παράβαση των άρθρων (…) του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77 όπως τροποποιήθηκε.

 

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 4 Κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β’, με σκοπό όπως προμηθεύσει τούτο σε άλλο πρόσωπο, κατά παράβαση των άρθρων (…) του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77 όπως τροποποιήθηκε.

 

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 5 Αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, κατά παράβαση των άρθρων (…) του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμος 188(Ι)/2007 όπως τροποποιήθηκε ως σήμερα.

 

3.    Στις 15/03/2024 επιβλήθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού ποινή φυλάκισης 7 μηνών. Οι ποινές να συντρέχουν και να είναι άμεσες από την ημερομηνία της προφυλάκισής του.

 

4.    Ακολούθως μεταφέρθηκε στις Κεντρικές Φυλακές για να εκτίσει την ποινή του, η οποία εκπνέει στις 07/08/2024.

 

5.    Έγινε έλεγχος από το μηχανογραφημένο σύστημα της Αστυνομίας στο πρόγραμμα διαδραστικής και ανάλυσης εγκλήματος κατά πόσον εκκρεμεί άλλη ποινική υπόθεση που αφορά τον αλλοδαπό ως κατηργορούμενο, ως μάρτυρα και ως παραπονούμενο και δεν διαπιστώθηκε εναντίον του να εκκρεμούν υποθέσεις. Εξετάσεις έγιναν και μέσω του Ηλεκτρονικού συστήματος ‘FIND’ χωρίς να εντοπιστεί οτιδήποτε.

 

6.    Μετά την καταδίκη του αυτός έχει καταστεί Απαγορευμένος Μετανάστης σύμφωνα με το άρθρο 6(1)(δ) του ΚΕΦ. 105, του Νόμου για τους Αλλοδαπούς και την Μετανάστευση. Τα αδικήματα τα οποία διέπραξε σχετίζονται με την «Δημόσια Ασφάλεια» και ως εκ τούτου γίνεται εισήγηση όπως εναντίον του εκδοθούν διατάγματα κράτησης και απέλασης τα οποία θα εκτελεστούν αμέσως μετά την αποφυλάκισή του σύμφωνα με τον περί Προσφύγων Νόμων άρθρο 9ΣΤ’.

(…)».

 

Στα ερυθρά 28-27 εντοπίζεται Ενημερωτικό Σημείωμα ημερ. 31.07.2024 του Π.Ξ., Λειτουργού Μετανάστευσης προς την Διευθύντρια Τμήματος Μετανάστευσης, στην οποία καταγράφονται τα ακόλουθα (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Αναφορικά με το περιεχόμενο της επιστολής της ΥΑ&Μ, ημερομηνίας 29/07/2024, θα ήθελα να σας ενημερώσω ότι, αφού έχω μελετήσει και αφού έλαβα υπόψη μου όλα τα ενώπιον μου στοιχεία σε σχέση με τον εν θέματι αλλοδαπό εισηγούμαι όπως, θεωρήσετε τον αλλοδαπό ανεπιθύμητο πρόσωπο και κατ’ επέκταση απαγορευμένο μετανάστη στη βάση του εδαφίου (δ) της παραγράφου (1), του Άρθρου 6 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου.

 

Η εισήγηση μου βασίζεται κυρίως στην συμπεριφορά του αλλοδαπού, ο οποίος εισήλθε στη Δημοκρατία με σκοπό να ζητήσει προστασία λόγω προβλημάτων που αντιμετωπίζει στη χώρα του, και αντί να σεβαστεί τους Νόμους και την κοινωνία του Κράτος από το οποίο ζήτησε να του παραχωρηθεί διεθνή προστασία, ενασχολήθηκε με την διακίνηση ναρκωτικών, αδίκημα το οποίο είναι πολύ σοβαρό και αγγίζει τα θεμέλια της κοινωνίας της Κύπρου με τις καταστροφικές συνέπειες που όλοι γνωρίζουμε.

 

Η κατοχή και η εμπορία ναρκωτικών είναι ένα ζήτημα το οποίο προβληματίζει και απασχολεί ολόκληρο τον κόσμο. Οι έμποροι των ναρκωτικών επί της ουσίας δεν έχουν συνείδηση και στο βωμό του εύκολου χρήματος είναι έτοιμοι να θυσιάσουν τον οποιοδήποτε, ανεξαρτήτου ηλικίας, είτε λόγω περιέργειας είτε λόγω αδυναμίας αναζητεί να δοκιμάσει τα προϊόντα τους.

 

Το γεγονός ότι ο αλλοδαπός, λόγω της προσφυγής του στο Δ.Δ.Δ.Π., εξακολουθεί να θεωρείται αιτητής διεθνούς προστασίας αυτό δεν πρέπει να αποτελεί εμπόδιο για την κράτηση του καθότι, η προσωπική του συμπεριφορά συνιστά ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια.

 

Ενόψει των πιο πάνω, γίνεται εισήγηση όπως εναντίον του αλλοδαπού εκδοθεί διάταγμα κράτησης στη βάση των προνοιών του εδαφίου (ε), της παραγράφου (1), του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, καθότι η προσωπική του συμπεριφορά καθιστά ανέφικτο να εφαρμοστούν άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα.

 

(…)»

Επισημαίνω ότι στον διοικητικό φάκελο εντοπίζεται ως ερυθρό 24, το δικαστικό ένταλμα φυλάκισης του Αιτητή το οποίο εκδόθηκε με βάση την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου υπ’ αρ. 2662/24, ημερ. 15.03.2024 από το οποίο προκύπτει ότι επιβλήθηκαν στον Αιτητή οι ακόλουθες ποινές:

 

(α) Ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών για την Κατηγορία αρ. 4

 

(β) Ποινή φυλάκισης ενός (1) μηνός για την Κατηγορία αρ. 3 και

 

(γ) Ποινή φυλάκισης ενός (1) μηνός για την Κατηγορία αρ. 5

 

Πέραν των πιο πάνω δεν εντοπίζεται οτιδήποτε άλλο σχετικό με την απόφαση του

Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Οι Καθ’ ων η αίτηση δεν φρόντισαν να θέσουν υπόψη μου αυτούσια την απόφαση αυτή, αλλά ούτε και οι ίδιοι την αναζήτησαν προτού εκδώσουν την προσβαλλόμενη απόφασή τους, τουλάχιστον εξ όσων προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο. Δεν γνωρίζω συνεπώς, όπως ούτε και οι Καθ’ ων η αίτηση γνώριζαν κατά τον ουσιώδη χρόνο, τουλάχιστον σύμφωνα με τα όσα προκύπτει ότι είχαν ενώπιόν τους, ποιοι μετριαστικοί παράγοντες λήφθηκαν υπόψη για τον περιορισμό της ποινής φυλάκισής του Αιτητή στους επτά μήνες και ποιος ο ρόλος του Αιτητή σε ότι αφορά την διακίνηση και/ή εμπορία ναρκωτικών αλλά ούτε και αν ο ίδιος ήταν ή όχι χρήστης ναρκωτικών. Ούτε έχω ενώπιόν μου τα πλήρη περιστατικά και γεγονότα που οδήγησαν στην καταδίκη του Αιτητή, ούτως ώστε να μπορέσει να σκιαγραφηθεί η συμπεριφορά του, κυρίως για λόγους αξιολόγησης ως προς το κατά πόσο η συμπεριφορά του ήταν τέτοια η οποία θα μπορούσε να συνιστά κίνδυνο για τη δημόσια τάξη. Κίνδυνο δυνάμενο να χαρακτηρισθεί ως «ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη»

 

Καταλήγω συνεπώς ότι οι Καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν υπό πλημμελή έρευνα επί των γεγονότων που περιστοιχίζουν την επίδικη υπόθεση, παραλείποντας να αναζητήσουν στοιχεία απολύτως απαραίτητα προς διαμόρφωση της καταληκτικής τους κρίσης. Εφόσον το μόνο έρεισμα για έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασής τους, ήταν η ποινική καταδίκη του Αιτητή, μελέτη του σκεπτικού της απόφασης του Δικαστηρίου, στην οποία περιλαμβάνονται τα γεγονότα τα οποία οδήγησαν στην καταδίκη του Αιτητή και τα στοιχεία εκείνα τα οποία λήφθηκαν ενδεχομένως υπόψη ως μετριαστικοί παράγοντες, κρίνεται ως απολύτως απαραίτητη.

 

Πέραν των ως άνω, οι Καθ’ ων η αίτηση δεν φρόντισαν έστω και στο στάδιο αυτό της δικαστικής διαδικασίας, να θέσουν υπόψη του Δικαστηρίου τα στοιχεία αυτά. Επισημαίνω την υποχρέωση που φέρει η διοίκηση να θέτει ενώπιόν του Δικαστηρίου όλα τα σχετικά γεγονότα που αφορούν τον Αιτητή και την υπόθεση του, παρέχοντας σε αυτό την δυνατότητα να προχωρήσει σε πλήρη εξέταση της νομιμότητας της κράτησης αιτητή ασύλου, επανεξετάζοντας όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της η διοίκηση.  Σε περιπτώσεις, ως η παρούσα, όπου δεν προκύπτει με ασφάλεια το πραγματικό πλαίσιο των γεγονότων, το Δικαστήριο δεν μπορεί να εκτελέσει το έργο του ορθά και αμερόληπτα.  Ως έχει λεχθεί και στην υπόθεση C-924/19 PPU και C-925/19 FMSFNZ ημερ. 14.05.2020, το Δικαστήριο πρέπει να είναι σε θέση να υποκαταστήσει με δική του απόφαση, την απόφαση διοικητικής αρχής με την οποία διατάχθηκε η κράτηση αιτητή και κατά τούτο, για να διεκπεραιώσει τα καθήκοντα του, θα πρέπει να έχει ενώπιον του στοιχεία από τα οποία μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα.

 

Αυτό που ευθέως προκύπτει από τα ενώπιόν μου δεδομένα, είναι ότι η προσωπική συμπεριφορά του Αιτητή κρίθηκε ότι συνιστά ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Ωστόσο, παρατηρώ ότι, πέραν της καταδίκης του Αιτητή, δεν υπάρχουν οποιαδήποτε άλλα στοιχεία που να συνθέτουν την συμπεριφορά του και τα οποία να λήφθηκαν υπόψη κατά την απόφαση για έκδοση του επίδικου διατάγματος κράτησης.

 

Τουναντίον, ως ρητά καταγράφεται στο ερυθρό 25 του δ.φ. «Έγινε έλεγχος από το μηχανογραφημένο σύστημα της Αστυνομίας στο πρόγραμμα διαδραστικής και ανάλυσης εγκλήματος κατά πόσον εκκρεμεί άλλη ποινική υπόθεση που αφορά τον αλλοδαπό ως κατηργορούμενο, ως μάρτυρα και ως παραπονούμενο και δεν διαπιστώθηκε εναντίον του να εκκρεμούν υποθέσεις. Εξετάσεις έγιναν και μέσω του Ηλεκτρονικού συστήματος ‘FIND’ χωρίς να εντοπιστεί οτιδήποτε».

 

Συνεπώς, στην απουσία άλλων στοιχείων και δεδομένων δεν μπορεί παρά να κριθεί ότι η καταδίκη του και μόνο ήταν το στοιχείο αυτό που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Τούτο, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη ότι οι Καθ’ ων η αίτηση εξέτασαν το ζήτημα έκδοσης του προσβαλλόμενου διατάγματος, ενόσω ο ίδιος εξέτιε ακόμα την ποινή φυλάκισής του, με σκοπό την εκτέλεση του «αμέσως μετά την αποφυλάκισή του» (βλ. ερυθρό 25). Συνεπώς, το ερώτημα που εν προκειμένω τίθεται είναι κατά πόσο, εκ της διάπραξης και μόνο του ως άνω αδικήματος, για το οποίο καταδικάστηκε και εξέτισε την επιβληθείσα ποινή, μπορεί να συναχθεί ότι αυτός παραμένει σήμερα πραγματική και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας.

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα αδικήματα, τα οποία διέπραξε ο Αιτητής είναι σοβαρά. Αυτό διαφαίνεται κατ' αρχάς από τη σοβαρότητα που προσδίδεται σε αυτά από το Νομοθέτη, όπως προσδιορίζεται από το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπεται από το Νόμο, που είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή (βλ. Δημοκρατία ν. Κυριάκου κ.ά. (1990) 2 Α.Α.Δ. 264 και Souilmi ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248). Συγκεκριμένα, για το αδίκημα της κατοχής ελεγχομένου φαρμάκου Τάξεως Β΄ προβλέπεται ποινή φυλάκισης οκτώ (8) ετών ενώ για το αδίκημα της κατοχής του ίδιου ελεγχόμενου φαρμάκου με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα αλλά και του καπνίσματος αυτού, προβλέπεται ποινή δια βίου φυλάκισης. Τέλος σοβαρό είναι και το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες το οποίο επισύρει ποινή φυλάκισης 14 ετών ή χρηµατική ποινή µέχρι €500.000 ή και τις δύο αυτές ποινές.

 

Παρά τη σοβαρότητα των αδικημάτων, δεν παραβλέπω ότι ο Αιτητής καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών για το αδίκημα της κατοχής του εν λόγω ελεγχόμενου φαρμάκου (φυτό κάνναβης) με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα (που είναι και το σοβαρότερο εκ των τριών), ενώ σε ποινή φυλάκισης ενός (1) μηνός καταδικάστηκε για τα άλλα δύο αδικήματα (σε έκαστο εξ αυτών). Αυτή η ποινή κρίθηκε ως αρμόζουσα για την περίπτωση του Αιτητή. Ποινή η οποία προφανώς είναι συνυφασμένη με την ατομική συμπεριφορά του Αιτητή.

 

Θεώρηση της νομολογίας επισημαίνει ότι για τα αδικήματα που σχετίζονται με την κατοχή, εμπορία και διακίνηση ναρκωτικών, όπως είναι η παρούσα υπόθεση, η συνήθης ποινή που επιβάλλεται είναι αυτή της ποινής φυλάκισης. Ωστόσο, το είδος, η ποσότητα και ο σκοπός για τον οποίο κατέχονται τα ναρκωτικά, ως και ο ρόλος του δράστη, είναι παράγοντες βαρύνουσας σημασίας κατά τον καθορισμό της ποινής. Η επιβολή ιδιαίτερα σοβαρών ποινών ενδείκνυται σε περιπτώσεις όπου η ποσότητα είναι μεγάλη και η κατοχή συνοδεύεται με πρόθεση εμπορίας  των ναρκωτικών [βλ. Esper v.The Republic (1972)2 C.L.R. 73, Moussa ν. Δημοκρατία (1992)2 Α.Α.Δ. 320  και Mallouk v. Δημοκρατία (2000) 2 Α.Α.Δ. 711]

 

Όσον αφορά το είδος των ναρκωτικών είναι ένας παράγοντας ο οποίος λαμβάνεται υπόψη από το αρμόδιο Δικαστήριο ως επιβαρυντικό παράγοντα. Ο διαχωρισμός των ναρκωτικών σε τάξεις Α, Β και Γ από το Νομοθέτη έχει την σημασία του, καθ' ότι συμπεριέλαβε τα σκληρά, άρα πιο επιβλαβή και επικίνδυνα ναρκωτικά στην Α' τάξη, και τα λιγότερο επιβλαβή στις τάξεις Β και Γ.

 

Έχοντας κατά νου τα όσα συνθέτουν το πλαίσιο της υπό εξέταση υπόθεσης, επαναλαμβάνω ότι κατά τη νομολογία που προαναφέρθηκε, η καταδίκη και μόνο για αδίκημα, ακόμα και σοβαρό, δεν είναι αρκετή για την ενεργοποίηση των προνοιών του άρθρου 9Στ(2)(ε).

 

Η μοναδική περίπτωση όπου η ύπαρξη της ποινικής καταδίκης θα μπορούσε να δικαιολογήσει, από μόνη της την κράτηση του Αιτητή, είναι όταν από τις περιστάσεις που οδήγησαν στην καταδίκη αυτή προκύπτει η ύπαρξη ατομικής συμπεριφοράς που συνιστά ενεστώσα απειλή κατά της δημοσίας τάξεως.

 

Συγκεκριμένα, στην απόφαση του ΔΕΕ στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-482/01 και C-493/01, Ορφανόπουλος και Oliveri κατά Land Baden-Württemberg, ημ.29.04.2004 (στο εξής αναφερόμενη ως «Ορφανόπουλος»), σκέψη 67 λέχθηκε ότι: «[…]η ύπαρξη ποινικής καταδίκης να μπορεί να δικαιολογήσει την απέλαση μόνον αν από τις περιστάσεις που οδήγησαν στην καταδίκη αυτή προκύπτει η ύπαρξη ατομικής συμπεριφοράς που συνιστά ενεστώσα απειλή κατά της δημοσίας τάξεως [...]»

 

Ωστόσο, ως έχω ήδη υποδείξει ανωτέρω οι Καθ’ ων η αίτηση δεν είχαν ενώπιόν τους τις ειδικότερες περιστάσεις ως αυτές αξιολογήθηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, οι οποίες οδήγησαν στην καταδίκη του Αιτητή και εν τέλει στην ποινή φυλάκισης η οποία του επιβλήθηκε. Ούτε το Δικαστήριο, ως έχω ήδη επισημάνει, έχει ενώπιόν του αυτούσια την απόφαση αυτή, ούτως ώστε να εξεταστεί κατά πόσο προκύπτει η ύπαρξη ατομικής συμπεριφοράς που να συνιστά ενεστώσα απειλή κατά της δημόσιας τάξης. Τουναντίον έχοντας ως οδηγό, το ύψος της ποινής που επιβλήθηκε, προκύπτει, έχοντας ανασκοπήσει και τη σχετική επί του θέματος νομολογία, ότι είναι από τις χαμηλότερες ποινές για τέτοιας φύσεως αδικήματα.

 

Ως λέχθηκε στην Ορφανόπουλος (ανωτέρω):

 

“66. Όσον αφορά τα μέτρα δημοσίας τάξεως, από το άρθρο 3 της οδηγίας 64/221 προκύπτει ότι για να είναι δικαιολογημένα πρέπει να βασίζονται αποκλειστικώς στην προσωπική συμπεριφορά του ατόμου που αφορούν. Με την ίδια διάταξη διευκρινίζεται ότι προηγούμενες ποινικές καταδίκες δεν δύνανται καθεαυτές να αιτιολογήσουν την λήψη παρόμοιων μέτρων. Όπως έκρινε το Δικαστήριο, μεταξύ άλλων με την απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 1977, 30/77, Bouchereau (Συλλογή τόμος 1977, σ. 617, σκέψη 35), η έννοια της δημοσίας τάξεως προϋποθέτει, εκτός της διαταράξεως της κοινωνικής τάξεως που συνεπάγεται κάθε παράβαση νόμου, την ύπαρξη πραγματικής και αρκούντως σοβαρής απειλής, η οποία θίγει θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας.

 

67. Μολονότι ένα κράτος μέλος μπορεί να θεωρήσει ότι η χρήση ναρκωτικών συνιστά κίνδυνο για την κοινωνία δικαιολογούντα τη λήψη μέτρων κατά των αλλοδαπών που παραβαίνουν τη νομοθεσία περί ναρκωτικών ουσιών, εντούτοις η εξαίρεση για λόγους δημοσίας τάξεως πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς, με αποτέλεσμα η ύπαρξη ποινικής καταδίκης να μπορεί να δικαιολογήσει την απέλαση μόνον αν από τις περιστάσεις που οδήγησαν στην καταδίκη αυτή προκύπτει η ύπαρξη ατομικής συμπεριφοράς που συνιστά ενεστώσα απειλή κατά της δημοσίας τάξεως (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 1999, C‑348/96, Calfa, Συλλογή 1999, σ. I-11, σκέψεις 22 έως 24)».

 

Έχοντας λοιπόν εκθέσει τα ανωτέρω, στην απουσία άλλων στοιχείων που να καταδεικνύουν διάφορη κρίση, φρονώ πως η προσβαλλόμενη απόφαση, βασίστηκε σε λόγους γενικής πρόληψης χωρίς να ληφθεί υπόψη ούτε η ατομική συμπεριφορά του Αιτητή ούτε ο εντεύθεν κίνδυνος για τη δημόσια τάξη. Ως σχετικώς κατέληξε το ΔΕΕ στην σκέψη 68 της Ορφανόπουλος: «το κοινοτικό δίκαιο απαγορεύει την απέλαση υπηκόου κράτους μέλους η οποία στηρίχθηκε σε λόγους γενικής προλήψεως, ήτοι αποφασίστηκε με σκοπό την αποτροπή άλλων αλλοδαπών (βλ., ιδίως, προαναφερθείσα απόφαση Bonsignore, σκέψη 7), ιδίως όταν το μέτρο αυτό διατάχθηκε αυτομάτως κατόπιν ποινικής καταδίκης, χωρίς να ληφθούν υπόψη ούτε η ατομική συμπεριφορά του δράστη της παραβάσεως ούτε ο εντεύθεν κίνδυνος για τη δημόσια τάξη (βλ. προαναφερθείσες αποφάσεις Calfa, σκέψη 27, και Nazli, σκέψη 59)».

 

Το Δικαστήριο μπορεί να κατανοήσει τις εύλογες ανησυχίες που υπάρχουν όταν ένας αιτών άσυλο αποφυλακίζεται λίγο μετά την καταδίκη του για κατηγορίες που σχετίζονται με τα ναρκωτικά. Ωστόσο, αυτό δεν μπορεί να οδηγήσει σε «προληπτική κράτηση», ούτε μπορεί να απαλλάξει ένα κράτος από τις υποχρεώσεις του βάσει της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

 

Δεν μπορώ συνεπώς να διαπιστώσω πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας, από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου.  Ούτε βεβαίως μπορεί να σκιαγραφηθεί μια τέτοια συμπεριφορά η οποία θα μπορούσε να συνιστά κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, από την ποινή φυλάκισης των επτά μηνών που επιβλήθηκε στον Αιτητή για τα αδικήματα για τα οποία καταδικάστηκε. Το Επαρχιακό Δικαστήριο έκρινε αυτή την ποινή ως αρμόζουσα για την περίπτωση του Αιτητή και λαμβάνοντας υπόψη ότι η νομολογία καταδεικνύει την επιβολή ιδιαίτερα σοβαρών ποινών σε υποθέσεις συνδεόμενες με πρόθεση εμπορίας ναρκωτικών (βλ. Esper v. The Republic (1972) 2 C.L.R. 73, Mousa v. Δημοκρατία (1992)2 Α.Α.Δ. 320), δεν μπορώ παρά να συναγάγω ότι η μη επιβολή τέτοιας σοβαρής ποινής στον Αιτητή, συνδέεται με τις ιδιαίτερες συνθήκες που ο ίδιος διέπραξε τα αδικήματα αυτά και τις προσωπικές του περιστάσεις.

 

Η ποινική καταδίκη δεν είναι αρκετή για την χρήση του άρθρου 9Στ(2) (ε) του περί Προσφύγων Νόμου και κατ' επέκταση για την παρέμβαση στο θεμελιώδες δικαίωμα της ελευθερίας.

 

Πρόσθετα επισημαίνω ότι η αρχή της αποτελεσματικότητας απαιτεί όπως οι περιορισμοί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ερμηνεύονται στενά και περιοριστικά. Το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ κατοχυρώνει ένα θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα, ήτοι την προστασία του ατόμου έναντι αυθαίρετης παρέμβασης του κράτους στο δικαίωμά του στην ελευθερία. Τα εδάφια (α) έως (στ) του άρθρου 5 παράγραφος 1 της ΕΣΔΑ, περιέχουν έναν εξαντλητικό κατάλογο των επιτρεπόμενων λόγων για τους οποίους τα πρόσωπα μπορούν να στερηθούν της ελευθερίας τους και καμία στέρηση της ελευθερίας δεν θα είναι νόμιμη, εκτός εάν εμπίπτει σε έναν από τους λόγους αυτούς.  Μόνο μία στενή ερμηνεία των εξαιρέσεων αυτών είναι σύμφωνη με τον σκοπό της εν λόγω διάταξης, δηλαδή να διασφαλιστεί ότι κανείς δεν στερείται αυθαίρετα την ελευθερία του.

 

Οι αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας υπαγορεύουν την ύπαρξη ισορροπίας μεταξύ του περιοριστικού μέτρου, δηλαδή της κράτησης, και του νόμιμου σκοπού που το μέτρο αυτό επιδιώκει να επιτύχει, εν προκειμένω την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή δημόσιας τάξης. Η εφαρμογή των εν λόγω αρχών αποκλείει την αυθαιρεσία από την πλευρά του κράτους[5].

 

Στη βάση των πιο πάνω, φρονώ πως η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση να εκδώσουν το επίδικο διάταγμα κράτησης του Αιτητή, λόγω της προηγούμενης καταδίκης αυτού και μόνο, κρίνοντας στη βάση τούτου ότι αποτελεί απειλή για τη δημόσια τάξη είναι αυθαίρετη και κατά παράβαση της αρχής της αποτελεσματικότητας. Τούτο διότι δεν ερμήνευσαν και δεν εφάρμοσαν στενά και περιοριστικά την διάταξη του εδαφίου (ε) του άρθρου 9(Στ)(2), τουναντίον διεύρυναν το πεδίο αυτής, χωρίς να υπάρχει αρκούντως στενή σχέση μεταξύ της κράτησής του Αιτητή και του δεδηλωμένου σκοπού προστασίας της δημόσιας τάξης. Επομένως η κράτηση του Αιτητή είναι αυθαίρετη και ασυμβίβαστη με το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ, έχοντας ως συνεπακόλουθο την παραβίαση αυτής.

 

Επί τούτου, παραπέμπω στα χαρακτηριστικά σχόλια του Δικαστή Γ.Α. Σεργίδη, στην σύμφωνη γνώμη του ως αυτή διατυπώθηκε στην πρόσφατη απόφαση του ΕΔΑΔ επί της αίτησης αρ. 71008/16, M.B. v. THE NETHERLANDS, 23.04.2024, «είναι ζωτικής σημασίας, να έχουμε κατά νου ότι η διασφάλιση των δικαιωμάτων των ανθρώπων που έχουν πραγματικά ανάγκη διεθνούς προστασίας, δεν είναι μόνο θέμα εκπλήρωσης των διεθνών νομικών υποχρεώσεων, αλλά και ηθική επιταγή που απηχεί βαθιά την κοινή μας ανθρωπιά» (In my humble submission, it is crucial, therefore, to bear in mind that safeguarding the rights of aliens and refugees, like the applicant in the present case, is not solely a matter of fulfilling international legal obligations; it is a profound moral imperative that resonates deeply with our shared humanity[6]).

 

Καταλήγω συνεπώς ότι η Διοίκηση δεν προχώρησε, σε εξατομικευμένη εξέταση του Αιτητή καθώς καμία άλλη προσωπική περίσταση του ιδίου λήφθηκε υπόψη, αλλά αρκέστηκε στο να καταλήξει και να συμπεράνει την επικινδυνότητα του μόνο στην ύπαρξη της ποινικής του καταδίκην, ως προκύπτει από το υλικό που παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο, κρίνω ότι γι΄αυτό το λόγο, έχει αθετήσει την υποχρέωση της προς εξατομικευμένη εξέταση και αδικαιολόγητα κατέληξε στην έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος.

 

Παρατηρώ επίσης ότι οι Καθ΄ων η αίτηση παρέλειψαν να αξιολόγησαν κατά πόσον ήταν εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα, λιγότερο περιοριστικά, εναλλακτικά μέτρα της κράτησης, μιας και δεν εντοπίζω καμία σχετική αναφορά στα γεγονότα, στάδιο το οποίο πρέπει να ενυπάρχει και να υφίσταται προς αξιολόγηση, προ της κατάληξης των Καθ΄ων η αίτηση, στο κατά πόσο θα προβεί στην έκδοση του εκάστοτε διατάγματος κράτησης. Η μοναδική αναφορά που εντοπίζεται είναι επί του ερυθρού 27, όπου γενικόλογα και αόριστα καταγράφεται ότι «η προσωπική του συμπεριφορά καθιστά ανέφικτο να εφαρμοστούν άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα». Αυτή ασφαλώς η γενικόλογη καταγραφή δεν αρκεί αφού οι Καθ΄ων η αίτηση προτού καταλήξουν στην έκδοση του διατάγματος κράτησης δεν εφάρμοσαν την αρχή της αναγκαιότητας και αναλογικότητας, ως είχαν υποχρέωση ( βλ. σκέψεις 54, 56 και 61, απόφασης του ΔΕΕ, C – 601/15, ανωτέρω). Τούτο διότι, ουδεμία στάθμιση μεσολάβησε όσον αφορά αφενός του περιοριστικού μέτρου που επιβλήθηκε στον Αιτητή ήτοι την κράτηση και κατά πόσο το εν λόγω μέτρο ήταν αναγκαίο και ανάλογο για την επίτευξη του σκοπού που επιδιωκόταν ήτοι την προστασία της δημόσιας τάξης και/ή ασφάλειας του κράτους, όπως επίσης, δεν αξιολόγησαν κατά πόσον ήταν εφικτό να εφαρμοστούν άλλα αποτελεσματικά μέτρα έναντι της κράτησης, στάδιο το οποίο πρέπει να ενυπάρχει και να υφίσταται προς αξιολόγηση, πριν από την καταληκτική κρίση για έκδοση διατάγματος κράτησης.

 

ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ

 

Ενόψει των όσων ανέφερα ανωτέρω, και με παραπομπή στα στοιχεία των διοικητικών φακέλων, προκύπτει ότι η απόφαση δεν λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα των περιστατικών της υπόθεσης, και επίσης, ενόψει των ως έχουν αναφερθεί, δεν διαφαίνεται ποια ήταν η ακριβής αιτιολογική σκέψη της διοίκησης για την έκδοση του διατάγματος κράτησης του Αιτητή.

 

Ενόψει της πιο πάνω διαπίστωσης καταλήγω ότι το επίδικο διάταγμα δεν ικανοποιεί τις προϋποθέσεις των άρθρων 9ΣΤ(2)(ε) και παρέλκει η εξέταση οποιουδήποτε άλλου λόγου προσφυγής.

 

Παρόλο που το παρόν Δικαστήριο δύναται να προβεί σε έλεγχο ορθότητας της έκδοσης του επίδικου διατάγματος, εξετάζοντας πλήρως τα γεγονότα της υπόθεσης και υποκαθιστώντας την κρίση της διοίκησης, με δεδομένο ότι από τον φάκελο ελλείπουν σημαντικά στοιχεία και/ή επιπρόσθετη μαρτυρία που θα δικαιολογούσε την κράτηση του  Αιτητή  στη βάση του εδαφίου (2) (ε) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, δεν κρίνω ότι μπορεί να επικυρωθεί το επίδικο διάταγμα κράτησης. 

 

Περαιτέρω, το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να εξετάσει την επιβολή εναλλακτικών της κράτησης μέτρων αφού στη βάση του σκεπτικού της απόφασης του ΔΕΕ C-924/19 και C- 925/19, FMS, FNZ, SA, SA junior, ημερ. 14 Μαΐου 2020 (από τούδε και στο εξής «FMS»), θα πρέπει ο λόγος για τον οποίο κρατήθηκε ο αιτητής να παραμένει σε ισχύ.  Στην προαναφερόμενη απόφαση του ΔΕΕ,  FMS,  λέχθηκαν τα εξής (έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«292. Δεύτερον, τονίζεται ότι το άρθρο 15, παράγραφος 2, τελευταίο εδάφιο, της οδηγίας 2008/115 και το άρθρο 9, παράγραφος 3, τελευταίο εδάφιο, της οδηγίας 2013/33 ορίζουν ρητώς ότι, όταν η κράτηση κρίνεται παράνομη, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να απολύεται αμέσως.

 

293. Επομένως, σε μια τέτοια περίπτωση, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να είναι σε θέση να υποκαταστήσει με τη δική του απόφαση την απόφαση της διοικητικής αρχής με την οποία διατάχθηκε η θέση υπό κράτηση και να διατάξει είτε τη λήψη εναλλακτικού μέτρου αντί της κράτησης είτε την απόλυση του ενδιαφερόμενου (πρβλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014, Mahdi, C 146/14 PPU, EU:C:2014:1320, σκέψη 62). Εντούτοις, η λήψη εναλλακτικού μέτρου αντί της κράτησης είναι δυνατή μόνον αν ο λόγος που δικαιολόγησε την κράτηση του ενδιαφερομένου ήταν και παραμένει σε ισχύ, πλην όμως η κράτηση αυτή δεν παρίσταται ή δεν παρίσταται πλέον αναγκαία ή αναλογική υπό το πρίσμα του λόγου αυτού.»

 

Συνάγεται από το απόσπασμα της πιο πάνω απόφασης, ότι θα πρέπει ο λόγος που δικαιολόγησε την έκδοση του διατάγματος κράτησης να παραμένει σε ισχύ, ώστε να μπορέσει, κατά περίπτωση, να διαταχθεί η λήψη εναλλακτικών μέτρων.  Στην παρούσα προσφυγή, δεν διακρίνω από τα στοιχεία του φακέλου να υφίστανται τα αντικειμενικά στοιχεία και κριτήρια, τα οποία θα δικαιολογούσαν την κράτηση του Αιτητή, σύμφωνα με την αιτιολογική βάση της παραγράφου (ε) του άρθρου 9ΣΤ(2), ώστε να προχωρήσω με την εξέταση της σκοπιμότητας και δυνατότητας να επιβληθούν εναλλακτικά της κράτησης μέτρα.   

 

Καταλήγω συνεπώς ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εμπεριέχει αιτιολογία που να υποδηλώνει ότι είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ατομικής αξιολόγησης του Αιτητή.

 

Για τους ανωτέρω αναφερόμενους λόγους, η προσφυγή επιτυγχάνει ως προς το αιτητικό (Α) της προσφυγής του Αιτητή και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα €1200 υπέρ του Αιτητή και εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση. Ως αποτέλεσμα, διατάζεται η άμεση απελευθέρωση του Αιτητή. 

 

 

 

Ε. ΡήγαΔ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] Το ονοματεπώνυμο του λειτουργού παρατίθεται ανωνυμοποιημένο.

[2] Βλ. SIGMA RADIO LTD vAρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, (2009) 3 Α.Α.Δ. 30.

[3] Βλ. αποφάσεις Zh. και O., C554/13, EU:C:2015:377, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, ως προς το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, καθώς και T., C373/13, EU:C:2015:413, σκέψη 79 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, ως προς τα άρθρα 27 και 28 της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ L 158, σ. 77, και διορθωτικά ΕΕ 2004, L 229, σ. 35, και ΕΕ 2005, L 197, σ. 34).

 

[4] Το ονοματεπώνυμο του υπαστυνόμου παρατίθεται ανωνυμοποιημένο.

[5] Βλ. αποφάσεις της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, Κ. v. Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, C-18/16, EU:C:2017:680, σκέψη 37 και ΔΔΔΠ Υπόθεση αρ. ΔΚ 30/2020, Ι.Μ. ν Δημοκρατίας, ημερ. 1.9.2020.

 

[6] Βλ. σκέψη 6, CONCURRING OPINION OF JUDGE SERGHIDES, σελ. 27.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο