ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ


Υπόθεση Αρ.:  835/2022

10 Σεπτεμβρίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

   Μ.Ο.,

από Νιγηρία

                               Αιτητή

                                    

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

                                                        Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόροι για Αιτητή: Γ. Βασιλόπουλος για Δρ. Χρίστο Χριστοδουλίδη                            

Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Α. Καρσιαλίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 30.12.2021, με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των

γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).

 

Ο Αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία, την οποίαν εγκατέλειψε τον Νοέμβριο 2018 και στις 15.03.2019 εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας περιοχές δια μέσου των μη ελεγχόμενων περιοχών. Στις 21.03.2021 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας και στις 12.08.2021 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος υπέβαλε στις 29.11.2021 Εισηγητική Έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 30.12.2021 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις  09.02.2022 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 08.02.2024. Αυτήν την απόφαση αμφισβητεί ο Αιτητής μέσω της υπό εξέταση προσφυγής του.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Εξειδικεύοντας και περιορίζοντας στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης των ευπαιδεύτων δικηγόρων του, τους εγειρόμενους στην προσφυγή λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής επικαλείται κατά πρώτον παράβαση του άρθρου 15 του Περί Προσφύγων Νόμου για παραπομπή του σε ιατρική και ψυχολογική εξέταση καθότι, ως υποστηρίζουν, ο Αιτητής ανήκει σε ευάλωτη ομάδα, κατά δεύτερον υπέρβαση και παράβαση διαδικασίας καθότι δεν του επεξηγήθηκαν, ως ισχυρίζεται, βασικά δικαιώματά του όπως η δυνατότητά του να παρίσταται δικηγόρος κατά την διαδικασία της συνέντευξής του, ενώ η τελική απόφαση πάρθηκε από κατώτερο λειτουργό χωρίς ανεξάρτητη έρευνα από τον Προϊστάμενο. Είναι κατά τρίτον η θέση του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε με πλάνη περί το νόμο και κατά κατάχρηση εξουσίας. Ισχυρίζεται τέλος ότι, παραβιάστηκε η αρχή της μη επαναπροώθησης καθότι ως υποβάλλουν, η αρχή παραβιάζεται άμεσα αφού γίνεται εισήγηση για έκδοση απόφασης επιστροφής του Αιτητή, χωρίς να δοθεί καμία αιτιολογία, ιδιαίτερα εφόσον η υπό εξέταση υπόθεση αφορά μη ασφαλή χώρα καταγωγής.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ’ ων η αίτηση επισημαίνουν καταρχάς, ότι παρατηρείται έλλειψη εξειδίκευσης και/ή τεκμηρίωσης των λόγων ακυρώσεως που προωθεί ο Αιτητής κατά παράβαση του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 και εισηγούνται πως όλοι οι προβαλλόμενοι λόγοι ακύρωσης από τον Αιτητή είναι ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης καθότι αυτοί δεν αιτιολογήθηκαν κατά παράβαση του ανωτέρου Κανονισμού. Πέραν τούτου οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης. Εξετάζοντας και αντικρούοντας έναν έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή, ισχυριζόμενοι ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας εφαρμόζοντας το Νόμο και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη. Σχετικά με την αναρμοδιότητα του οργάνου που έλαβε την απόφαση, επισημαίνουν πως η έγκριση της Έκθεσης/Εισήγησης έγινε από εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών πρόσωπο. Ισχυρίζονται τέλος, ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν αποσείουν το βάρος απόδειξης το οποίο ο ίδιος φέρει στους ώμους του, τόσο ως προς τους λόγους ακυρώσεως που προωθεί με την προσφυγή του, όσο και προς την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου. Τέλος, σημειώνουν ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή, η Νιγηρία ανήκει στον κατάλογο των χωρών που έχουν χαρακτηριστεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας δυνάμει της Κ.Δ.Π. 166/2023

  

Αξιολόγηση εκατέρωθεν ισχυρισμών

 

Καταρχάς, μελετώντας την γραπτή αγόρευση του Αιτητή και σε συμφωνία με τα όσα υποβάλλουν και οι Καθ' ων η αίτηση, διαπιστώνεται η γενικόλογη, αόριστη και εν πολλοίς ρητορική αναφορά σε σειρά επιχειρημάτων περί παραβίασης γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου, χωρίς την ταυτόχρονη εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και του τρόπου με τον οποίον οι αρχές αυτές παραβιάζονται. Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[1].

 

Είναι διαχρονική η θέση της ημεδαπής νομολογίας ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία[2], ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[3].  Σχετική είναι και η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, ECLI:CY:AD: 2018:C344,  Α.Ε. 95/2012, ημερ. 06.07.2018, ECLI:CY:AD:2018:C344, ECLI:CY:AD:2018:C344, όπου επισημάνθηκε ακριβώς ότι η γενικότητα με την οποίαν παρατηρείται η δικογράφηση των νομικών ισχυρισμών έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις και στην ουσία παρακωλύει την ορθή και σύννομη απονομή της δικαιοσύνης, διότι οι προσφεύγοντες καλυπτόμενοι πίσω από τη γενικότητα των ισχυρισμών τους, θεωρούν ότι δύνανται να εγείρουν οποιοδήποτε θέμα κατά τον τρόπο που επιθυμούν, αποπροσανατολίζοντας έτσι την υπόθεση από την ορθή της διάσταση, αλλά και με το Δικαστήριο να ασχολείται άνευ λόγου με σωρεία θεμάτων. Η έννοια του Κανονισμού 7 είναι  η οριοθέτηση με λεπτομέρεια, (αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»), ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο που προωθείται η νομική εισήγηση και στη βάση ξεκάθαρης επιχειρηματολογίας αλλά και το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα χωρίς τον εξοβελισμό των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου τους στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων κατά τη διεξαγωγή της διοικητικής δίκης[4].

 

Στην εξεταζόμενη λοιπόν υπόθεση, η παράλειψη του Αιτητή να εξειδικεύσει τους ισχυρισμούς του με αναφορά στα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης, επηρεάζει αναπόφευκτα την νομική βάση των προωθημένων λόγων ακυρώσεως καθιστώντας αυτούς ανεπίδεκτους δικαστικής εκτίμησης και κατά τούτο, πλην του ισχυρισμοί περί αναρμοδιότητας του προσώπου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, ο οποίος εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, οι λοιποί ισχυρισμοί απορρίπτονται στο σύνολο τους λόγω της έλλειψης της απαραίτητης εξειδίκευσής τους αλλά και ως αναιτιολόγητοι. Επισημαίνεται πρόσθετα, ότι σε ότι αφορά τον ισχυρισμό περί παράβασης του άρθρου 15 του Περί Προσφύγων Νόμου για παραπομπή του Αιτητή σε ιατρική και ψυχολογική εξέταση καθότι, ως υποστηρίζουν, ο Αιτητής ανήκει σε ευάλωτη ομάδα, πέραν της γενικότητας με την οποίαν αυτός προβάλλεται, τούτος δε, δεν είναι ούτε δεόντως δικογραφημένος.

 

Ανεξαρτήτως της ως άνω κατάληξης μου, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν (Βλ. άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018N.73(I)/2018), θα προχωρήσω στην εξέταση  πρωτίστως τα ζητήματα αναρμοδιότητας τα οποία ελέγχονται ούτως ή άλλως και αυτεπαγγέλτως και ακολούθως θα εξετάσω την ουσία  της υπόθεσης.

 

Επί του λόγου ακυρώσεως που άπτεται της αναρμοδιότητας

 

Προέχει βεβαίως, λόγω της φύσης του αλλά και ως θέμα λογικής προτεραιότητας, η εξέταση του ισχυρισμού περί αναρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και ο οποίος προωθείται με την Γραπτή Αγόρευση του Αιτητή, χωρίς να έχει δικογραφηθεί αλλά και χωρίς να έχει εγερθεί, ως θα έπρεπε, στο πλαίσιο του δικογράφου της προσφυγής του Αιτητή. Ωστόσο, ως έχει παγίως νομολογηθεί, το ζήτημα της αρμοδιότητας του διοικητικού οργάνου υπάγεται στα ζητήματα που μπορούν, αλλά και πρέπει, να εξετάζονται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο ως άρρηκτα συνδεδεμένο με τη διασφάλιση της δημοσίας τάξης.

 

Με αναφορά στο άρθρο 13 του περί Προσφύγων Νόμου, οι ευπαίδευτοι συνήγοροί του Αιτητή προωθούν στα πλαίσια της γραπτής του αγόρευσης, τη θέση ότι η εξέταση και η εισήγηση απόρριψης καθώς και η τελική απόφαση απόρριψης λήφθηκε από κατώτερους λειτουργούς, χωρίς την εμπλοκή δύο τουλάχιστον προσώπων: λειτουργού και Προϊσταμένου. Ισχυρίζονται συγκεκριμένα ότι στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει εξέταση και εισήγηση από κατώτερο λειτουργό και απλά έγκριση από τον διοικητικό λειτουργό Α.Α.[5], ενώ η τελική απόφαση έχει ληφθεί από κατώτερο λειτουργό ήτοι τον εξεταστή, κατά παράβαση του  άρθρου  13 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Δεν μπορώ να συμφωνήσω με τις αιτιάσεις των συνηγόρων του Αιτητή. Διαπιστώνω ότι η υποβληθείσα στην υπό κρίση υπόθεση Έκθεση-Εισήγηση της λειτουργού Ε.Ν. της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 29.11.2021, φέρει στο πάνω μέρος της πρώτης σελίδας αυτής, σφραγίδα με την ένδειξη «Η εισήγηση σας για απόρριψη της αίτησης ασύλου εγκρίνεται», ημερομηνία 30.12.2021, μία μονογραφή και ακριβώς από κάτω δύο σφραγίδες, η μία με την ένδειξη «ΕΓΚΡΙΝΕΤΑΙ» και η άλλη με την ένδειξη «ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ» καθώς και σφραγίδα με το όνομα «Α.Α.».

 

Ως εκ τούτου, στην παρούσα περίπτωση όπου προκύπτει ευκρινώς το όνομα του προσώπου που προβαίνει στην μονογραφή, ήτοι Α.Α., υπάρχει μονογραφή πλησίον του ονόματος που λογικώς ανήκει στο πρόσωπο το οποίο προβαίνει στην έγκριση καθώς και ειδική σφραγίδα ότι η εν λόγω εισήγηση εγκρίνεται, κρίνω ότι η εν λόγω πράξη ικανοποιεί όλα τα εξωτερικά στοιχεία που την καθιστούν έγκυρη. Το βάρος ανατροπής του τεκμηρίου αυτού της κανονικότητας της επίδικης απόφασης φέρει ο ίδιος ο Αιτητής, ο οποίος δεν έχει προσκομίσει οτιδήποτε το οποίο να το ανατρέπει [6].

Ο κύριος  Α.Α. είναι λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ο οποίος, ως προκύπτει από αντίγραφο επιστολής/εξουσιοδότησης του Υπουργού Εσωτερικών, το οποίο έχει επισυναφθεί στην ένσταση των Καθ' ων η αίτηση και βρίσκεται κατατεθειμένο στο διοικητικό φάκελο της παρούσας προσφυγής του (βλ. ερυθρό 71 του Δ.Φ.) είναι εξουσιοδοτημένος να εκδίδει αποφάσεις επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας. 

 

Η παραχώρηση της σχετικής εξουσιοδότησης είναι επιτρεπτή δυνάμει ρητής διάταξης νόμου, ήτοι του ερμηνευτικού άρθρου 2 του περί Προσφύγων Νόμου, ως επιβάλλει το εδάφιο (4) του άρθρου 17 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158 (Ι)/1999, σε συνδυασμό και με το άρθρο 3(2) του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου του 1962 (Ν. 23/1962).  Συνάγεται ευθέως από το ερμηνευτικό άρθρο 2, ότι πρόσωπο το οποίο έχει εξουσία να εκδίδει αποφάσεις επί αιτήσεων ασύλου, είναι και οποιοσδήποτε αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου.  Τέτοια εξουσιοδότηση εντοπίζεται και στην υπό κρίση υπόθεση, ως έχει επεξηγηθεί ανωτέρω και συνεπώς οι σχετικοί ισχυρισμοί του Αιτητή στερούνται βασιμότητας και ως εκ τούτου απορρίπτονται[7].

 

Επί των λοιπών λόγων ακυρώσεως σε συνάρτηση και με την ουσία της υπόθεσης

 

Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που οι Καθ' ων η αίτηση είχαν ενώπιόν τους.

 

Ειδικότερα, παρατηρώ ότι ο Αιτητής κατά την υποβολή της αίτησής του για διεθνή προστασία δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του για να σώσει την ζωή του, εξαιτίας της κρίσης της Biafra. Ως κατέγραψε στην αίτησή του, η επιχείρηση του έχει καταστράφηκε από τον στρατό της Νιγηρίας. Χωρίς καμιά πλέον ελπίδα ο Αιτητής πήγε κλαίγοντας στο λιμάνι, όπου τον είδε ένας κύριος και τον ρώτησε τι συμβαίνει με τον Αιτητή να εξηγεί την κατάσταση του. Τότε ο κύριος αυτός τον βοήθησε να επιβιβαστεί σε πλοίο για να καταφθάσει στην πιο κοντινή χώρα με σκοπό να σώσει την ζωή του. Ο Αιτητής έφθασε εν τέλει στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές απ’ όπου εισήλθε στις ελεγχόμενες περιοχές όπου ο ίδιος έχει βρει, ως καταγράφει, ασφάλεια στη ζωή του και επιθυμία του είναι να μην επιστρέψει πίσω στην χώρα του.

 

Ακολούθως, κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του, ο Αιτητής ανέφερε σχετικά με το προσωπικό του προφίλ ότι γεννήθηκε στο χωριό της τοπικής αρχής Ethiope West της πολιτείας Delta. Ως τελευταίο τόπο διαμονής του δήλωσε το χωριό Oghara, της τοπικής αρχής  Ethiope West. Είναι απόφοιτος γυμνασίου, ο πατέρας του έχει αποβιώσει και η μητέρα του μαζί με τους πέντε (5) αδερφούς και τις τρεις (3) αδερφές του διαβιούν στην πολιτεία Delta. Ως προς την εργασία του, ο Αιτητής δήλωσε ότι πριν εγκαταλείψει την χώρα του εργαζόταν στον χώρο της μουσικής βιομηχανίας ως μουσικός παραγωγός ως επίσης και στον τομέα της ενοικίασης και πώλησης μουσικού εξοπλισμού και μουσικών οργάνων. Εγκατέλειψε την χώρα του από το λιμάνι Port Harcourt και κατέφθασε στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, δια θαλάσσης και εισήλθε παρανόμως στην Κυπριακή Δημοκρατία περί τους τέσσερις (4) μήνες αργότερα.  Όπως τέλος δήλωσε δεν πλήρωσε για το ταξίδι του, καθότι τον ίδιο τον Αιτητή μαζί με άλλα πρόσωπα τον μετέφερε από την χώρα καταγωγής του μεγάλη ψαρόβαρκα για να διαφύγουν από την χώρα τους και να σώσουν την ζωή τους.

 

Αναφορικά με την ουσία του αιτήματός του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι ο κύριος λόγος που τον ώθησε να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του ήταν  ο αγώνας για την ελευθερία λόγω της κρίσης της Biafra και της απειλής του Νιγηριανού προέδρου να καταστρέψει τα μέλη της ομάδας του, συμπεριλαμβανομένου του ηγέτη τους, Unnadi Kalu. Ως περαιτέρω εξήγησε, ο αγώνας αυτός για την ελευθερία διαρκεί για περισσότερο από είκοσι (20) χρόνια και σχετίζεται με την επιθυμία της νότιας πλευράς της Νιγηρίας, όπου ανήκει και ο ίδιος, να αποσχιστεί από τη βόρεια πλευρά.

 

Κατόπιν περαιτέρω ερωτήσεων, ο Αιτητής διευκρίνισε ότι μέχρι την στιγμή που αποφάσισε να εγκαταλείψει την χώρα του ήταν ευχαριστημένος με την ζωή του στην Νιγηρία («I was doing fine in my country»), καθότι είχε την επιχείρησή του. Εντούτοις, μετά την καταστροφή της επιχείρησής του το 2018 (χωρίς να θυμάται πότε ακριβώς αυτή συνέβη) αποφάσισε να εγκαταλείψει την χώρα για να σώσει την ζωή του. Ως προς την καταστροφή της επιχείρησής του, ο Αιτητής δήλωσε πως δεν ήταν παρών, ωστόσο πληροφορήθηκε από κάποια άτομα για το συμβάν αυτό. Τότε, επειδή γνώριζε ότι θα κυνηγήσουν και τον ίδιο, λόγω της ιδιότητας του ως μέλος της Biafra, αποφάσισε να διαφύγει. Ο Αιτητής έχει ως ισχυρίστηκε κάρτα μέλους της οργάνωσης Biafra Group, την οποίαν ωστόσο δεν έφερε μαζί του. Ωστόσο, ερωτηθείς στη συνέχεια ποια διαδικασία ακολούθησε για να ενταχθεί στην ομάδα «Biafra Group», ο Αιτητής ανέφερε ότι όλοι αγωνίζονται για τα δικαιώματά τους προσθέτοντας ότι δεν είναι εγγεγραμμένο μέλος αν και υποστηρίζει την ιδεολογία τους. Σε περίπτωση που επιστρέψει στην χώρα του, ο Αιτητής δήλωσε ότι θα τον σκοτώσουν γιατί η Νιγηριανή Κυβέρνηση εναντιώνεται σε όσους ανήκουν στην Biafra.

 

Η αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή από τους Καθ' ων η αίτηση

 

Κατά την αξιολόγηση της αίτησης ασύλου του Αιτητή, η αρμόδια λειτουργός σχημάτισε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς: ο πρώτος αναφορικά με την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής, τα προσωπικά στοιχεία και το προφίλ του Αιτητή, και ο δεύτερος αναφορικά με τις δίωξη του από τις αρχές της χώρας λόγω της ιδιότητας του ως υποστηρικτή του κινήματος Biafra. Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε δεκτός ενώ ο δεύτερος απορρίφθηκε.

 

Πιο συγκεκριμένα, σε σχέση με τον δεύτερο ισχυρισμό, η λειτουργός έκρινε ότι, οι ισχυρισμοί του δεν διακρίνονται από λογική συνέπεια, λεπτομέρεια και ακρίβεια, εντοπίζοντας αδυναμίες στα λεγόμενά του ως προς την συνοχή των ισχυρισμών του αλλά και την χρονική παράθεση των γεγονότων. Σε σχέση με την καταστροφή της επιχείρησής του, επισημάνθηκε από την λειτουργό ότι παρέμεινε για αρκετή ώρα σκεφτικός στο να αναφέρει πότε ακριβώς έγινε η επίθεση δηλώνοντας ότι διαπράχθηκε τον Νοέμβριο 2018 χωρίς ωστόσο να θυμάται ακριβή ημερομηνία. Αντιφατική κρίθηκε και η αρχική δήλωση του Αιτητή ότι κατά την καταστροφή της επιχείρησής του βρισκόταν στην πολιτεία Delta ενώ αργότερα όταν του ζητήθηκε να αναφέρει που βρισκόταν δήλωσε ότι τον κάλεσε η μητέρα του ενόσω αυτός βρισκόταν στην πόλη Port Harcourt. Αναφορικά με την ιδιότητά του ως υποστηρικτή της οργάνωσης Biafra ενώ αρχικά δήλωσε ότι είναι μέλος και ότι έχει στην κατοχή του και σχετική κάρτα μέλους, την οποία δεν είχε μαζί του, όταν ζητήθηκε να αναφέρει την διαδικασία κατά την οποία εντάχθηκε στην ομάδα, ο Αιτητής δήλωσε εν τέλει ότι δεν είναι εγγεγραμμένο μέλος εντούτοις είναι υποστηρικτής της οργάνωσης αυτής, αφού συμφωνεί με τα όσα υποστηρίζουν. Περαιτέρω η λειτουργός ασύλου έκρινε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να αναφέρει την ονομασία της οργάνωσης αυτής δηλώνοντας ότι είναι «Οργάνωση Biafra». Αξιολογώντας τα όσα ανέφερε ο Αιτητής, η λειτουργός ασύλου κατέληξε ότι λόγω της αδυναμίας του Αιτητή να παρέχει συνεκτική παρουσίαση των γεγονότων ως επίσης και των ασαφειών και αντιφάσεων που υπέπεσε, η αξιοπιστία των ισχυρισμών του κρίθηκε ως μη ικανοποιητική. Εξετάζοντας την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του Αιτητή, η λειτουργός ασύλου ανέτρεξε σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης από τις οποίες επιβεβαιώθηκε ότι η περιοχή της Biafra έχει ιστορικά και συνεχιζόμενα ζητήματα σύγκρουσης. Ωστόσο, οι ισχυρισμοί του Αιτητή σχετικά με την άμεση επίθεση στον ίδιο και την επιχείρησή του, αλλά και τις πληροφορίες που έδωσε για το κίνημα Biafra κρίθηκε ότι δεν υποστηρίζονται επαρκώς από διαθέσιμα στοιχεία. Εν τέλει κρίθηκε ότι η εσωτερική και εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του Αιτητή δεν επιβεβαιώνεται και κατά τούτο ο ισχυρισμός του δεν έγινε αποδεκτός.

 

Κατά την εξέταση του κινδύνου, η λειτουργός κατέληξε ότι ο Αιτητής δεν είχε υποστεί, ούτε αναμένεται να υποστεί, δίωξη ή σοβαρή βλάβη στη χώρα καταγωγής του.

 

Κατόπιν των ανωτέρω, το αίτημα διεθνούς προστασίας του Αιτητή απορρίφθηκε τόσο ως προς το προσφυγικό καθεστώς όσο και ως προς τη συμπληρωματική προστασία, καθώς κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να υποστεί δίωξη με βάση τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951. Ως προς τη συμπληρωματική προστασία, ο λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν μπορεί να υπαχθεί στις διατάξεις 15(α) και (β) της Οδηγίας, ενώ σε ότι αφορά τις διατάξεις 15(γ) της Οδηγίας διαπιστώνει ότι σε περίπτωση που ο Αιτητής επιστρέψει στην πολιτεία Delta όπου είναι ο τόπος διαμονής του, δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο ούτε θα υποστεί σοβαρή βλάβη υπό τη μορφή σοβαρής και προσωπικής απειλής κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

 

Η εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Αξιολογώντας λοιπόν  τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Εισηγητική Έκθεση της λειτουργού ασύλου όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:

 

Συμφωνώ και συντάσσομαι με την κρίση των Καθ' ων η αίτηση ως προς την αξιοπιστία του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού τον οποίον και αποδέχομαι

 

Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή, ήτοι τη δίωξη από τις  αρχές της χώρας του λόγω της ιδιότητας του ως υποστηρικτή του κινήματος Biafra, έχω μελετήσει προσεκτικά τα πρακτικά της συνέντευξης του Αιτητή καθώς και το σύνολο του υλικού που τέθηκε ενώπιόν μου. Συντάσσομαι με το συμπέρασμα της αρμόδιας λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την απουσία εσωτερικής αξιοπιστίας στον ισχυρισμό αυτό του Αιτητή. Ανατρέχοντας στο πρακτικό της συνέντευξής του, διαπιστώνω ότι η λειτουργός έθεσε επαρκείς ερωτήσεις στον Αιτητή προκειμένου να καλύψει όλα τα επιμέρους ζητήματα που άπτονταν του πυρήνα του αιτήματος διεθνούς προστασίας του, προβαίνοντας σε ερωτήσεις τόσο ανοικτού όσο και κλειστού τύπου. Ειδικότερα και ως προς την εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, οι δηλώσεις του Αιτητή χαρακτηρίζονται στο σύνολό τους από ασάφεια και γενικότητα και δεν προσιδιάζουν σε πρόσωπο που εξιστορείται ιδία βιώματα. Πιο συγκεκριμένα, ο Αιτητής, παρά τις ερωτήσεις που του τέθηκαν δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει χρονικά και χωρικά αλλά ούτε και με την απαιτούμενη συνέπεια τα γεγονότα τα οποία επικαλέστηκε. Αντιθέτως, οι δηλώσεις του σε σχέση με τον τόπο και τον χρόνο υπήρξαν αρκετά γενικές και αόριστες. Τέλος, και όσον αφορά την ισχυριζόμενη ιδιότητά του ως μέλος του κινήματος Biafra, θα συμφωνήσω με τα ευρήματα της λειτουργού περί αντιφάσεων στις δηλώσεις του, αφού αρχικά δήλωσε ότι είναι μέλος ενώ αργότερα αναθεώρησε τους ισχυρισμούς του, λέγοντας ότι δεν είναι εγγεγραμμένο μέλος αλλά υποστηρίζει το κίνημα. Αυτή η ασάφεια υπονομεύει την αξιοπιστία των δηλώσεών του.

 

Ωστόσο, διαπιστώνω πλημμέλειες στη διερευνητική διαδικασία, καθώς η λειτουργός ασύλου παρέλειψε να καταγράψει, απομονώσει και εξετάσει ως ξεχωριστό ουσιώδη  ισχυρισμό, τα όσα ο Αιτητής επικαλέστηκε ως προς τις κατ’ ισχυρισμό απειλές που δέχθηκε λόγω της υποστήριξής του κινήματος της Biafra και την καταστροφή της επιχείρησης του. Θα έπρεπε συνεπώς αυτός να απομονωθεί ως ξεχωριστός ουσιώδης ισχυρισμός και να τύχει αυτοτελούς αξιολόγησης καθώς αποτελεί στοιχείο το οποίο θα μπορούσε να αποδειχθεί κρίσιμο για την αξιολόγηση της αίτησής του για διεθνή προστασία.

 

Φρονώ συνεπώς ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας υπό τις  περιστάσεις έρευνας με αποτέλεσμα ο σχετικός λόγος ακυρώσεως των συνηγόρων του Αιτητή, έστω και με την γενικότητα που αυτός προβλήθηκε, να επιτυγχάνει. Κατά τούτο πλήττεται η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης. 

 

Ωστόσο, η κατάληξη μου αυτή, δεν σφραγίζει την τύχη της υπό κρίση προσφυγής λόγω της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου για έλεγχο ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν. 

 

Προχωρώ λοιπόν στην απομόνωση και σχηματισμό τρίτου ουσιώδους ισχυρισμού ήτοι «Συνθήκες δίωξης και καταστροφή της επιχείρησής του» και στην αξιολόγηση αυτού. Σε σχέση με την καταστροφή της επιχείρησής του, από τα πρακτικά της συνέντευξης παρατηρείται ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει συγκεκριμένες πληροφορίες, ως αναμένεται από κάποιον τον οποίο αφορά άμεσα μία τέτοια καταστροφή, ενώ από τα όσα ανέφερε απουσιάζει το βιωματικό στοιχείο. Αν και όπως δήλωσε ο ίδιος δεν ήταν παρών κατά την καταστροφή, εντούτοις θα αναμενόταν  από αυτόν εκ των υστέρων να συλλέξει πληροφορίες και να είναι σε θέση να περιγράψει με περισσότερες λεπτομέρειες την επίθεση στην επιχείρησή του, συμπεριλαμβανομένων των ημερομηνιών, των υπεύθυνων ατόμων ή ομάδων αλλά και των ζημιών που υπέστη η επιχείρηση. Επισημαίνεται άλλωστε ότι η καταστροφή αυτή τον αφορούσε άμεσα και ήταν μάλιστα και ο λόγος για τον οποίον αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του. Περαιτέρω, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει πληροφορίες για το πως και γιατί η συμμετοχή του στο κίνημα Biafra τον έθεσε σε κίνδυνο δίωξης.

 

Εξετάζοντας την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού και κατόπιν έρευνας του Δικαστηρίου σε εξωτερικές πηγές, ανευρέθηκε ότι η «Biafra» είναι μια καθορισμένη περιοχή (με μη σαφή όρια) στα νοτιοανατολικά της Νιγηρίας που περίπου αντιστοιχεί στις πολιτείες Abia, Imo, Ebonyi, Enugu και Anambra. Η περιοχή κατοικείται κυρίως από άτομα της εθνοτικής ομάδας Igbo (Ibo) που είναι μία από τις τρεις μεγαλύτερες εθνοτικές ομάδες της χώρας[8]. Σύμφωνα με έκθεση της EUAA, στη νοτιοανατολική Νιγηρία υπάρχουν αρκετές ομάδες που στοχεύουν στην απόσχιση/αυτονομία. Οι δύο κύριες ομάδες είναι το κίνημα για την πραγματοποίηση του κυρίαρχου κράτους της Biafra (MASSOB) και οι ιθαγενείς της Biafra (IPOB)[9].  

 

Σύμφωνα με έτερη έκθεση της EUAA, το πρώην κράτος της Biafra αποτελούσε την πρώην Ανατολική Περιφέρεια της Νιγηρίας, η οποία κήρυξε μονομερώς την ανεξαρτησία της από τη Νιγηρία τον Μάιο του 1967 και έπαψε να υφίσταται ως τέτοια τον Ιανουάριο του 1970. Το εύθραυστο ιστορικό ασφάλειας στην Νοτιοανατολική Περιφέρεια συνίσταται και στις  αυτονομιστικές ομάδες οι οποίες στοχεύουν στην απόσχιση, ιδίως τα κινήματα «Movement for the Actualization of the Sovereign State of Biafra» (MASSOB) και το «Indigenous People of Biafra» (IPOB). Οι ομάδες αυτές υποστήριζαν σε μεγάλο βαθμό την ειρηνική αλλαγή. Ωστόσο, τον Σεπτέμβριο του 2017, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση κήρυξε το κίνημα IPOB τρομοκρατική οργάνωση. Υπάρχουν αναφορές για δολοφονίες, διακρίσεις, αυθαίρετες συλλήψεις και παρενοχλήσεις και των δύο ομάδων από τις κρατικές αρχές. Μέλη της Pro Biafra και διαδηλωτές έχουν συλληφθεί τα τελευταία χρόνια. Από τον Αύγουστο του 2020, η βία μεταξύ του κινήματος IPOB και των αστυνομικών αρχών της χώρας και του στρατού έχει κλιμακωθεί[10].

 

Με βάση τα ανωτέρω, αν και πράγματι υπάρχουν ζητήματα ασφαλείας στην περιοχή, ωστόσο ο σχετικός ισχυρισμός δεν γίνεται αποδεκτός λόγω ελλιπούς εσωτερικής αξιοπιστίας σε ό,τι αφορά την ιδιότητά του ως μέλος της Biafra.


Με βάση τα πιο πάνω, είναι αποδεκτό ότι στο πρόσωπο του Αιτητή υφίσταται ένα υποκειμενικό στοιχείο φόβου (φόβος στη σκέψη του Αιτητή). Ωστόσο, τ
o καθεστώς του πρόσφυγα δεν αναγνωρίζεται μόνο από την πνευματική κατάσταση του ενδιαφερομένου, αλλά η εν λόγω κατάσταση πρέπει να υποστηρίζεται από αντικειμενική κατάσταση. Επομένως, ο όρος «βάσιμος φόβος» περιέχει ένα υποκειμενικό και ένα αντικειμενικό στοιχείο και, κατά τον καθορισμό του κατά πόσον υπάρχει βάσιμος φόβος, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη αμφότερα τα στοιχεία[11].

 

Απομένει, λοιπόν, η εξέταση του αντικειμενικού φόβου του Αιτητή. Ειδικότερα, ο Αιτητής εξέφρασε το φόβο ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής η κυβέρνηση της Νιγηρίας θα τον σκοτώσουν γιατί ανήκει στην Biafra. Προς επίρρωσιν των λεγομένων του περιέγραψε ότι ήδη κατέστρεψαν την επιχείρησή του.   Επισημαίνεται ότι «οσάκις οι αρμόδιες αρχές καλούνται να εκτιμήσουν, αν ο αιτών διακατέχεται βασίμως από τον φόβο ότι θα διωχθεί, οφείλουν να διερευνήσουν αν οι στοιχειοθετημένες περιστάσεις συνιστούν ή όχι τέτοια απειλή, ώστε ο ενδιαφερόμενος να φοβείται βασίμως, λαμβανομένης υπόψη της εξατομικευμένης καταστάσεώς του, ότι αποτελεί πράγματι αντικείμενο πράξεων διώξεων»[12]. Ο φόβος θεωρείται βάσιμος, εάν διαπιστώνεται ότι υπάρχει «εύλογη» πιθανότητα να υλοποιηθεί στο μέλλον. Για τη διαπίστωση αυτή, είναι απαραίτητο να αξιολογούνται οι δηλώσεις του αιτούντος υπό το πρίσμα  όλων των σχετικών περιστάσεων της υπόθεσης ελέγχονται οι περιστάσεις που επικρατούν στη χώρα καταγωγής του, καθώς και η συμπεριφορά των υπευθύνων δίωξης. Επομένως, η διαπίστωση του βάσιμου φόβου συνδέεται στενά με το καθήκον της αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων και της αξιοπιστίας. Εάν τα αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε ο αιτών γίνουν δεκτά ως αξιόπιστα, ο υπεύθυνος για τη λήψη της απόφασης προχωρά στο δεύτερο στάδιο και εξετάζει κατά πόσον τα γεγονότα και οι περιστάσεις που έγιναν δεκτά ισοδυναμούν με βάσιμο φόβο.

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση, ο σχετικός ισχυρισμός που προέβαλε ο Αιτητής απορρίφθηκε. Καθώς ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία στηρίζεται ο φόβος του Αιτητή, ο σχετικός φόβος δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως βάσιμος και δικαιολογημένος.

 

Εξετάζοντας τον αντικειμενικό φόβο του Αιτητή, στην βάση πλέον του μόνου αποδεκτού ισχυρισμού θα πρέπει περαιτέρω να αξιολογηθεί αν υπάρχουν παράγοντες ενίσχυσης του κινδύνου που πρέπει να ληφθούν υπόψη σχετικά με το προφίλ του. Ο Αιτητής είναι Νιγηριανός υπήκοος, με τόπο συνήθους διαμονής την πολιτεία Delta.

 

Υπό το φως των προλεχθέντων και στη βάση του μόνου ισχυρισμού του Αιτητή που έχει γίνει αποδεκτός από το παρόν Δικαστήριο, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν διαπιστώνονται δείκτες κινδύνου έναντι της ζωής του, σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, ιδιαιτέρως υπό τον ορισμό και προϋποθέσεις του προφίλ του πρόσφυγα, άρθρο 1Α της Συνθήκης της Γενεύης και άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί ο Αιτητής στο καθεστώς της αλλιώς συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική νομοθεσία. Ειδικότερα, το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι:

 

 «το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.»

 

Ο ορισμός της «σοβαρής» ή «σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβης» καλύπτει δυνάμει του άρθρου 19(2) εξαντλητικά, τρεις διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι :

 

(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή

 

(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή

 

(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

 

Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις που διαλαμβάνονται στην υπό κρίση υπόθεση, ο Αιτητής δεν μπορεί να ενταχθεί στα υπό (α) και (β) ανωτέρω εδάφια. Εξέτασης συνεπώς χρήζει το εδάφιο (γ) του άρθρου 19(2).

 

Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά με την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επισήμανε στην απόφαση του CFDN κατά  Bundesrepublic Deutschland[13] ότι συνιστούν:

 

«(...) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (βλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» 

(βλ. σκέψη 43 της απόφασης).

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του Sufi and Elmι[14], αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Όπως περαιτέρω διευκρίνισε το ΔΕΕ στην υπόθεση Elgafaji[15]: 

 

 «33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.

 

34.Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [.]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.

 

35.  Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.

 

36. Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται  από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».

 

37. Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.

 

38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.

 

39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».

 

Εξετάζοντας σήμερα την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή (Delta State), όπου δηλαδή ευλόγως αναμένεται ότι θα επιστρέψει, και καθώς τα συμπεράσματά μου επί της αξιοπιστίας του Αιτητή συνάδουν με αυτά του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου κατά την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησής του, αναφέρω τα εξής, τα οποία προκύπτουν από επικαιροποιημένες διεθνείς πηγές στις οποίες ανέτρεξα: ως προς τον αριθμό των περιστατικών ασφαλείας από την βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project) κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 06.09.2023 – 06.09.2024  στην πολιτεία Delta καταγράφηκαν από την εν λόγω βάση δεδομένων συνολικά 169  περιστατικά ασφαλείας εκ των οποίων προέκυψαν 126  απώλειες. Πιο αναλυτικά, 44  εξ αυτών καταγράφηκαν ως βία κατά πολιτών (με 21  απώλειες), 54  ως μάχες (με 89  απώλειες), 18 ως εξεγέρσεις (με 14 απώλειες) και 53 ως διαμαρτυρίες (με 2 απώλειες)[16]O συνολικός πληθυσμός της πολιτείας Delta ανέρχεται σε 5.636.100 κατοίκους[17].

 

Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω δεδομένα δε διακρίνω την ύπαρξη κατάστασης αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης πολιτεία Delta , ή έστω αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης η οποία να εξικνείται σε τέτοιο βαθμό ώστε ο Αιτητής λόγω της παρουσίας του και μόνο στο έδαφος της περιοχής αυτής να έρχεται αντιμέτωπος με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής απειλής κατά το άρθρο 19 στοιχείο (2)(γ). Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας, νεαρής ηλικίας, υγιής, ικανοποιητικού μορφωτικού επιπέδου και ικανός προς εργασία. Επισημαίνω τέλος, ότι δεν έχουν εγερθεί ή/και αναδειχθεί ατομικά χαρακτηριστικά ή στοιχεία του Αιτητή που να υποδηλώνουν και να δείχνουν ειδικώς ότι θα τεθεί σε κατάσταση που αυξάνει τον κίνδυνο σοβαρής βλάβης και δυνατόν να μπορούσε να αντισταθμίσει το επίπεδο αδιάκριτης βίας βάσει της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξή μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή, ήτοι η Νιγηρία, συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 26.05.2023 (Κ.Π.Δ. 166/2023) αλλά και του πιο πρόσφατου ημερ. 31.05.2024 (Κ.Π.Δ. 191/2024), χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας καταγωγής. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Συνακόλουθα, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του Αιτητή.

 

 

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 



[1]  Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

[2] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.

[3] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/2006, ημερ. 26.07.2007

[4] Ανθούσης ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1709.

[5] Το ονοματεπώνυμο του λειτουργού παρατίθεται ανωνυμοποιημένο.

[6] Βλ. ως προς το τεκμήριο της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων, Απόφαση στην Υπόθεση Αρ. 1639/2005, Μd Moin Uddin ν.  Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 27.04.2007 και Απόφαση στην Υπόθεση αρ. 465/1998, Ανδρούλλα Κωνσταντινίδου ν. Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, ημερ. 8.3.2000, (2000) 4 ΑΑΔ 148 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία.

[7] Bλ. Απόφαση στην. Α.Ε. αρ. 2115, Ανδρούλλας Ζηνοβίου ν Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 2.10.1997, (1997) 3 Α.Α.Δ 385

 

 

[8] UK Home office, Country Policy and Information Note Nigeria: Separatist groups in the South-East, V.3, March,2022, σελ. 8, «‘Biafra’ is a loosely defined area in the south-east of Nigeria that roughly corresponds to the states of Abia, Imo, Ebonyi, Enugu and Anambra. The area is inhabited principally by Igbo (Ibo) people who are one of the country’s 3 largest ethnic groups»

Διαθέσιμο στο: https://assets.publishing.service.gov.uk/government/uploads/system/uploads/attachment_data/file/1068774/NGA_CPIN_Separatist_groups_in_the_South-East.pdf,

[9] EASO, Country Guidance: Nigeria, Common analysis and guidance note, October 2021, σελ. 54 «In the South East of Nigeria there are several groups aiming for secession, among which the two main groups are the Movement for the Actualization of the Sovereign State of Biafra (MASSOB) and the Indigenous People of Biafra (IPOB)»

Διαθέσιμο στο:

https://euaa.europa.eu/sites/default/files/Country_Guidance_Nigeria_2021.pdf,

[10] EASO, Nigeria, Security Situation, Country of Origin Information, June 2021, σελ. 39, «The former Biafra State constituted the former Eastern Region of Nigeria, which declared unilaterally its independence from Nigeria in May 1967 and ceased to exist as such in January 1970. The SouthEast Region has a history of fragile security and separatist groups aiming for secession, notably the Movement for the Actualization of the Sovereign State of Biafra (MASSOB) and the Indigenous People of Biafra (IPOB). These groups largely advocated for peaceful change. In September 2017, the federal government declared IPOB a terrorist organization. There are reports of killings, discrimination, arbitrary arrest and harassment of both groups at the hands of state authorities. Pro Biafra members and protestors have been arrested in recent years. Since August 2020, violence between IPOB and the state police and army has escalated.»

Διαθέσιμο στο: https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2021_06_EASO_COI_Report_Nigeria_Security_situation.pdf

[11] HANDBOOK ON PROCEDURES AND CRITERIA FOR DETERMINING REFUGEE STATUS and GUIDELINES ON INTERNATIONAL PROTECTIONUNDER THE 1951 CONVENTION AND THE 1967 PROTOCOLRELATING TO THE STATUS OF REFUGEESREISSUEDGENEVA, FEBRUARY 2019, παράγραφος 38, https://www.unhcr.org/media/handbook-procedures-and-criteria-determining-refugee-status-under-1951-convention-and-1967

 

[12] Απόφαση του ΔΕΕ, Y και Z, ό.π., υποσημείωση 33, σκέψη 76 (η επισήμανση των συντακτών). Βλέπε επίσης απόφαση του ΔΕΕ, Abdulla και λοιποί, ό.π., υποσημείωση 336, σκέψη 89· και απόφαση του ΔΕΕ, Χ, και Z, ό.π., υποσημείωση 20

[13] ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατάBundesrepublic Deutschland

[14] ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 and 11449/07ημερομηνίας 28.11.2011

[15] Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.02.2009

[16] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Select Specific Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 06.09.2023 – 06.09.2024, REGION: Africa, COUNTRY: Nigeria, ADMIN UNIT: Delta) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 06.09.2024]

[17] City Population, https://www.citypopulation.de/en/nigeria/admin/NGA010__delta/ [Ημερομηνία Πρόσβασης: 06.09.2024]

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο