ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ – ΛΑΡΝΑΚΑ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χ. Παπαγεωργίου, Δικαστή.

                   Γ. Επαμεινώνδα    ) 

                   Κ. Γιασουμή          )  Μελών

                                                                                                       Αρ. Αίτησης: 154/20

Μεταξύ:

       Μ. Π.

Αιτητή

και

Αβραάμ Πιττάκης και Υιοί Λτδ    

                                                                                               Καθ’ ων η αίτηση

                       

Ημερομηνία: 25 Ιανουαρίου, 2023

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για τον Αιτητή: κ. Μάος.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Την 4/10/22 οι δικηγόροι του Αιτητή καταχώρησαν μονομερή αίτηση με την οποία αιτούνται:

 

«(Α) Διάταγμα του Δικαστηρίου που να ακυρώνει ή/και να παραμερίζει (set aside) την Απόφαση που εκδόθηκε στην με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο Αίτηση, την 31/08/2021. 

(Β)   Διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάττει το επανάνοιγμα της περατωθείσας Αίτησης στην με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο.

(Γ)   Οιαδήποτε άλλη θεραπεία η οποία θα κριθεί εύλογη και δίκαιη από το Δικαστήριο υπό τις περιστάσεις.

(Δ)   Τα έξοδα της αίτησης πλέον ΦΠΑ».

 

Η αίτηση βασίζεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, Δ.17 Θ.10, Δ.26 Θ.14, Δ.33 Θ.Θ. 1, 2, 6 και 7, Δ.48 Θ.Θ. 1 και 8, Δ.57 Θ.2 και Δ.64, στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, στον περί Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Διαδικαστικό Κανονισμό του 1999, στα Άρθρα 25, 30 και 35 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, στις αρχές της επιείκειας, της φυσικής δικαιοσύνης και στις συμφυείς εξουσίες και πρακτική του Δικαστηρίου.

 

            Τα γεγονότα στα οποία βασίζεται η αίτηση αναφέρονται σε ένορκη δήλωση του Αιτητή.  Στην εν λόγω ένορκη δήλωση ο Αιτητής αναφέρει ότι την 2/6/20 καταχωρήθηκε κατόπιν σχετικών οδηγιών του η αίτηση, ότι σε μεταγενέστερο στάδιο ενημερώθηκε ότι αυτή απορρίφθηκε την 31/8/21, ότι δεν έλαβε ποτέ ειδοποίηση που να αφορά την αίτησή του, ότι δεν εξέφρασε πρόθεση να παραιτηθεί της αίτησής του και ότι την 26/9/22 κατόπιν έρευνας στο φάκελο της υπόθεσης διαπιστώθηκε ότι η αίτηση απορρίφθηκε λόγω μη προώθησής της.  Περαιτέρω ο Αιτητής αναφέρει ότι από την εν λόγω έρευνα διαπιστώθηκε ότι η αίτηση δεν επιδόθηκε στους Καθ’ ων η αίτηση, ότι με βάση τον Κανονισμό του 1999 προνοείται ότι η επίδοση γίνεται είτε με αντίγραφο το οποίο αποστέλλεται από τον Πρωτοκολλητή είτε μέσω ιδιώτη επιδότη, ότι δεν του ζητήθηκε να γίνει επίδοση με ιδιώτη επιδότη, ότι δεν ήταν υποχρέωσή του η επίδοση και ότι η παρούσα περίπτωση είναι τέτοια που το Δικαστήριο δύναται να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια και να διατάξει το επανάνοιγμα της υπόθεσης εφόσον υπάρχει σοβαρός και εύλογος λόγος για παραμερισμό της απόφασης.  Τέλος, ο Αιτητής αναφέρει ότι έδωσε αμέσως οδηγίες στους δικηγόρους του για να προβούν σε όλα τα απαραίτητα δικονομικά μέτρα προς αποκατάσταση της εις βάρος του αδικίας και ότι τυχόν αποτυχία της υπό εκδίκαση αίτησης θα επηρεάσει αρνητικά τα νομικά και Συνταγματικά του δικαιώματα. 

 

            Η πλευρά του Αιτητή, αγορεύοντας για το επίδικο θέμα, επικαλέστηκε τον Κανονισμό 4(2) του περί Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Διαδικαστικό Κανονισμό, Κ.1/99 και εισηγήθηκε ότι η υποχρέωση για επίδοση της αίτησης εργατικής διαφοράς βρίσκεται στους ώμους του Πρωτοκολλητή, ότι η τροποποίηση του 2010 δεν διαφοροποιεί την υποχρέωση του Πρωτοκολλητή, ότι η εν λόγω τροποποίηση απλά προσθέτει την ευχέρεια επίδοσης μέσω ιδιώτη επιδότη, ότι με την τροποποίηση δεν παύει να υφίσταται η προηγούμενη υποχρέωση η οποία «βαραίνει» τον Πρωτοκολλητή και ότι το αν θα προχωρήσει με επίδοση μέσω ιδιώτη επιδότη είναι «επιλογή» του διάδικου.  Επικαλέστηκε επίσης τον Τύπο 2 που, όπως ισχυρίστηκε, προνοείται από τον Κανονισμό.  Περιπλεόν, ο ευπαίδευτος συνήγορος της πλευράς του Αιτητή ισχυρίστηκε ότι τυχόν επιτυχία της υπό εξέταση αίτησης δεν θα προκαλέσει ζημιά στους Καθ’ ων η αίτηση και θα διασφαλίσει το δικαίωμα του Αιτητή για πρόσβαση σε Δικαστήριο, ότι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών πρέπει να συνεκτιμήσει τον παράγοντα καθυστέρησης ο οποίος δεν υπάρχει εφόσον ο Αιτητής μόλις πληροφορήθηκε την απόρριψη της αίτηση εργατικής διαφοράς έσπευσε και καταχώρησε αίτηση επαναφοράς καθώς και το ότι έχει καλή βάση αίτησης.  Τέλος, σε σχέση με το θέμα της εκπνοής του Κλητηρίου Εντάλματος ανέφερε ότι η υποχρέωση για επίδοση ανήκει στον Πρωτοκολλητή και εφόσον η πλευρά του Αιτητή δεν ήταν υπόχρεη να μεριμνήσει για την επίδοση της αίτησης εργατικής διαφοράς δεν θα μπορούσε να προβεί σε αίτημα για ανανέωση του κλητηρίου εντάλματος. 

 

            Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών ρυθμίζεται από τους περί Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 1999 (στο εξής «οι Κανονισμοί»). 

 

              Σύμφωνα με τον Κ.17:

 

«Για οποιοδήποτε ζήτημα για το οποίο δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση στον παρόντα Κανονισμό για την ακολουθητέα διαδικασία και λαμβανομένου πάντοτε υπόψη του συνοπτικού χαρακτήρα της διαδικασίας που προβλέπεται στον παρόντα Κανονισμό, θα εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, οι σχετικές διατάξεις του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού».

 

Ο Κ.17, ως είναι διατυπωμένος, επιτάσσει στο Δικαστήριο όπως εφαρμόζει κατ’ αναλογία τις διατάξεις των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας εκεί όπου δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση στους Κανονισμούς, λαμβανομένου πάντοτε υπόψη του συνοπτικού χαρακτήρα της διαδικασίας που πρέπει να ακολουθείται.  Συνεπώς, εκεί όπου ένα ζήτημα ρυθμίζεται ειδικά στον Κανονισμό, το Δικαστήριο πρέπει να ακολουθεί την προβλεπόμενη στον Κανονισμό διαδικασία και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ανατρέχει σε διατάξεις των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που ρυθμίζουν αντίστοιχα θέματα.

 

Για την επίδοση των αιτήσεων εργατικής διαφοράς υπάρχει ειδική ρύθμιση στους Κανονισμούς και συγκεκριμένα στον Κ.4(2).

 

Την 21/5/1999 στον Κ.4 αναφέρονταν τα ακόλουθα σε σχέση με την επίδοση αίτησης εργατικής διαφοράς:

 

«Ο Πρωτοκολλητής μεριμνά για την καταχώρηση της αίτησης στο Πρωτόκολλο με αριθμητική σειρά.  Η καταχώρηση περιλαμβάνει τον αριθμό της Αίτησης, τα ονόματα των διαδίκων και την ημερομηνία καταχώρησης.  Ο Πρωτοκολλητής γνωστοποιεί τον αριθμό της Αίτησης στον Αιτητή και αποστέλλει χωρίς καθυστέρηση αντίγραφο στον καθ’ ου η αίτηση με διπλοσυστημένη επιστολή.

 

Το αντίγραφο το οποίο αποστέλλεται στον καθ’ ου η αίτηση, συνοδεύεται από γνωστοποίηση με τις λεπτομέρειες που προβλέπονται στον Τύπο 2.»

 

Την 5/7/02 τα πιο πάνω τροποποιήθηκαν, ως εξής:

 

«Ο Κανονισμός 4 του βασικού Διαδικαστικού Κανονισμού τροποποιείται με τη διαγραφή της πρότασης «Ο Πρωτοκολλητής γνωστοποιεί τον αριθμό της Αίτησης στον Αιτητή και αποστέλλει χωρίς καθυστέρηση αντίγραφο στον καθ’ ου η αίτηση με διπλοσυστημένη επιστολή» και την αντικατάστασή της με την ακόλουθη νέα πρόταση:

 

«Αντίγραφο της αίτηση αποστέλλεται στον καθ’ ου η αίτηση είτε με διπλοσυστημένη επιστολή από το Πρωτοκολλητείο είτε μέσω Ιδιώτη Επιδότη εφόσον ο διάδικος επιλέξει τον τρόπο αυτό επίδοσης» σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πολιτικής Δικονομίασς (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996.»

 

Με την πιο πάνω τροποποίηση ο Κ. 4 έγινε ο ακόλουθος:

 

«Ο Πρωτοκολλητής μεριμνά για την καταχώρηση της αίτησης στο Πρωτόκολλο με αριθμητική σειρά.  Η καταχώρηση περιλαμβάνει τον αριθμό της Αίτησης, τα ονόματα των διαδίκων και την ημερομηνία καταχώρησης.  Αντίγραφο της αίτηση αποστέλλεται στον καθ’ ου η αίτηση είτε με διπλοσυστημένη επιστολή από το Πρωτοκολλητείο είτε μέσω Ιδιώτη Επιδότη εφόσον ο διάδικος επιλέξει τον τρόπο αυτό επίδοσης» σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πολιτικής Δικονομίασς (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996

 

Το αντίγραφο το οποίο αποστέλλεται στον καθ’ ου η αίτηση, συνοδεύεται από γνωστοποίηση με τις λεπτομέρειες που προβλέπονται στον Τύπο 2.»

 

Μετά την 7/2/03 ο Κ.4 τροποποιήθηκε ως εξής:

 

«1. Τα Πρωτοκολλητεία των αντίστοιχων Επαρχιακών Δικαστηρίων θα δίναται μετά από Γνωστοποίηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου να ενεργούν και ως μέρος του Πρωτοκολλητείου του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.

 

2. Ο Πρωτοκολλητής μεριμνά για την καταχώρηση της αίτησης στο Πρωτόκολλο με αριθμητική σειρά.  Η καταχώρηση περιλαμβάνει τον αριθμό της Αίτησης, τα ονόματα των διαδίκων και την ημερομηνία καταχώρησης.  Αντίγραφο της αίτηση αποστέλλεται στον καθ’ ου η αίτηση είτε με διπλοσυστημένη επιστολή από το Πρωτοκολλητείο είτε μέσω Ιδιώτη Επιδότη εφόσον ο διάδικος επιλέξει τον τρόπο αυτό επίδοσης» σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πολιτικής Δικονομίασς (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996.

 

Το αντίγραφο το οποίο αποστέλλεται στον καθ’ ου η αίτηση, συνοδεύεται από γνωστοποίηση με τις λεπτομέρειες που προβλέπονται στον Τύπο 2.»

 

Την 19/11/10 ο Κ.4 τροποποιήθηκε, ως εξής:

 

«Ο Κανονισμός 4(2), τροποποιείται με τη διαγραφή της δεύτερης παραγράφου και με την αντικατάσταση της με νέα παράγραφο ως ακολούθως:

 

«Αντίγραφο της αίτηση αποστέλλεται στον καθ’ ου η αίτηση μέσω ιδιώτη επιδότη σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996

 

Με την πιο πάνω τροποποίηση ο Κ. 4 έγινε ο ακόλουθος:

 

«1. Τα Πρωτοκολλητεία των αντίστοιχων Επαρχιακών Δικαστηρίων θα δίναται μετά από Γνωστοποίηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου να ενεργούν και ως μέρος του Πρωτοκολλητείου του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.

 

2. Ο Πρωτοκολλητής μεριμνά για την καταχώρηση της αίτησης στο Πρωτόκολλο με αριθμητική σειρά.  Η καταχώρηση περιλαμβάνει τον αριθμό της Αίτησης, τα ονόματα των διαδίκων και την ημερομηνία καταχώρησης.  Αντίγραφο της αίτηση αποστέλλεται στον καθ’ ου η αίτηση είτε με διπλοσυστημένη επιστολή από το Πρωτοκολλητείο είτε μέσω Ιδιώτη Επιδότη εφόσον ο διάδικος επιλέξει τον τρόπο αυτό επίδοσης» σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996.

 

Αντίγραφο της αίτηση αποστέλλεται στον καθ’ ου η αίτηση μέσω ιδιώτη επιδότη σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996».

 

Συνεπώς, μέχρι την 19/11/10 αντίγραφο κάθε αίτησης εργατικής διαφοράς συνοδευόμενο από γνωστοποίηση με τις λεπτομέρειες που προβλέπονταν στον Τύπο 2 αποστέλλονταν είτε από τον Πρωτοκολλητή είτε, κατόπιν επιλογής του διαδίκου, μέσω ιδιώτη επιδότη.  Με την τροποποίηση του 2010 καταργήθηκε η πρόνοια η οποία επέβαλλε όπως το αντίγραφο της αίτησης συνοδευόταν από γνωστοποίηση με τις λεπτομέρειες που προβλέπονταν στον Τύπο 2 και  προστέθηκε νέα δεύτερη παράγραφός, ως αναφέρεται ανωτέρω, με την οποία επιβάλλεται επίδοση μέσω ιδιώτη επιδότη. 

 

Όπως είναι νομολογιακά καθιερωμένο αποτελεί ερμηνευτικό αξίωμα ότι, όπου το λεκτικό του Νόμου είναι σαφές, ο Νόμος πρέπει να εφαρμόζεται ως έχει. (Βλ. The Cyprus Cement Company Limited v. Republic (1974) 3 C.L.R. 514, Ghalanos Distributors Ltd v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 528, Μακεδόνας v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 162, Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις Πλάζα Λτδ v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερμασόγειας (1998) 3 Α.Α.Δ. 348 και Κυριακίδης κ.α. v. Δικηγοροπούλου κ.α. (2012) 1Β Α.Α.Δ. 1164).  Στην απόφαση πλειοψηφίας στην υπόθεση Γεωργίου v. Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων (1999) 1 Α.Α.Δ. 384, 389 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Όπου το λεκτικό του Νόμου είναι καθαρό και σαφές πρέπει να ερμηνευθεί σύμφωνα με τη φυσική και συνηθισμένη του έννοια γιατί αυτό το λεκτικό εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την πρόθεση του Νομοθέτη (Maxwell on the Interpretation of Statutes, 10η έκδοση, σελ. 2, Income Tax Commissioners v. Pamsel [1891] A.C. 531, 543, Pilabakis v. Cyprus Inland Telecommunications Authority (1963) 2 C.L.R. 429). Εφόσον το νόημα ενός νόμου είναι απλό το δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να διερευνήσει την σοφία του. Δεν είναι καθήκον του δικαστηρίου να καταστήσει τον Νόμο λογικό αλλά να τον ερμηνεύσει όπως έχει σύμφωνα με το ορθό νόημα του λεκτικού του (Sutters v. Briggs [1922] 1 A.C. 1, 8, Kanaris v. Tosoum (1969) 1 C.L.R. 637, 643). Δεν είναι επιτρεπτή η προσθήκη λέξεων στο κείμενο του Νόμου και η παρεμβολή επεκτάσεων οι οποίες δεν βρίσκονται στο Νόμο (Papaneophytou v. Republic (1973) 3 C.L.R. 191, 204).»

 

Τα πιο πάνω υιοθετήθηκαν στην υπόθεση Κλεοβούλου v. Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων (2013) 1Α Α.Α.Δ. 480.  Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην υπόθεση Νικολάου v. Βασιλείου (1999) 1Γ Α.Α.Δ. 1566, 1574, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Η διατύπωση του Νόμου είναι σαφής. Ο Νομοθέτης με απλή και καθαρή γλώσσα έχει θέσει σαν προϋπόθεση για την έγκυρη έγερση αγωγής την αποστολή έγγραφης γνωστοποίησης προς το Γενικό Εισαγγελέα. Το λεκτικό του Νόμου είναι τόσο καθαρό που δεν επιδέχεται οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία. Είναι καθήκον του Δικαστηρίου να το ερμηνεύσει και εφαρμόσει σύμφωνα με τη φυσική και συνηθισμένη έννοιά του.»

 

Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Ghalanos Distributors Ltd (ανωτέρω), στη σελ. 533:

 

«Το Δικαστήριο δεν κρίνει την πολιτική του νόμου ούτε επιχειρεί με ερμηνευτικά μέσα να δώσει σοφότερη ή δικαιότερη λύση ή ακόμα πιο επιθυμητή από αυτήν που προβλέπει η διάταξη.»

 

Τα πιο πάνω επαναλήφθηκαν και στην υπόθεση Νικολάου v. Total Properties Ltd κ.α. (2011) 1Β Α.Α.Δ. 1358, όπου αναφέρθηκε ότι:

 

«Συνιστά πάγια νομολογιακή αρχή ότι εκεί όπου το λεκτικό του Νόμου είναι σαφές, τότε για σκοπούς διακρίβωσης του πραγματικού σκοπού του νομοθέτη, το μόνο αυθεντικό οδηγό αποτελεί το κείμενο του νόμου. Στις λέξεις θα πρέπει να αποδίδεται η φυσική και συνήθης έννοια τους και τα δικαστήρια οφείλουν να καταστήσουν το νόμο αποτελεσματικό, οποιεσδήποτε και αν είναι οι συνέπειες.»

 

Άλλωστε όπως λέχθηκε στην υπόθεση Southfields Industries Ltd v. Δήμου Λευκωσίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 59, 64:

 

«Σκοπός της ερμηνείας του νόμου είναι η ανεύρεση της πρόθεσης του νομοθέτη. Όπου το λεκτικό της διάταξης είναι σαφές, το Δικαστήριο την ερμηνεύει με βάση τη φυσική και συνήθη έννοια των λέξεων. Οι λέξεις σ’ ένα νομοθέτημα γενικά ερμηνεύονται με τη συνήθη τους σημασία, αλλά και με βάση τα συμφραζόμενα, έχοντας δε υπόψη το αντικείμενο και το σκοπό του νόμου. (Βλ. Δημοκρατία v. Ματθαίου, Αναθεωρητική Έφεση 832, ημερ. 12.7.1990. Βλ. επίσης Halsburys Laws of England, Τέταρτη Έκδοση, Τόμος 44, παραγρ. 863 – 873). Η ερμηνεία πρέπει να είναι τέτοια που να μην οδηγεί σε παράλογα αποτελέσματα, αλλά στη λειτουργικότητα των νόμων. (Βλ. Δημοκρατία v. Αντωνίου και Άλλων).»

 

Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Ματθαίου (1990) 3Δ Α.Α.Δ. 2452 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με τη σωστή ερμηνεία νόμου στις σελ.2473-2474:

 

«Όπου το λεκτικό είναι σαφές, το Δικαστήριο ερμηνεύει το νόμο με βάση τη φυσική και συνήθη έννοια των λέξεων.

Όπου υπάρχει ασάφεια, ολόκληρο το σχετικό μέρος του νόμου ή ολόκληρος ο νόμος εξετάζονται. Λαμβάνονται υπόψη η κατάσταση της νομοθεσίας το χρόνο θέσπισης του νόμου και η ανάγκη ή το κακό που σκόπευε να ικανοποιήσει ή θεραπεύσει. Η χρήση λεξικών δεν είναι επιτρεπτή στις περιπτώσεις που το Δικαστήριο ερμηνεύει νομοθετική διάταξη με αναφορά στο κακό ή την ανάγκη που ο νομοθέτης επιδίωξε να ικανοποιήσει ή θεραπεύσει. Παρόλον ότι οι λέξεις σε ένα νομοθέτημα γενικά ερμηνεύονται με τη συνήθη σημασία τους, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη το αντικείμενο και ο σκοπός του νόμου, οπότε και οι λέξεις ερμηνεύονται με βάση τα συμφραζόμενα, παρά με την αυστηρή ετυμολογική ή συνήθη σημασία τους. (Βλ. Halsbury's Laws of England, 4η Έκδοση, Τόμος 44, παράγραφοι 863-873.)»

 

            Επίσης χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και στην υπόθεση Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού ν. Παπαδόπουλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 86, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα στη σελ. 89:

 

«Η τελεολογική μέθοδος ερμηνείας των νόμων (teleological, purposive interpretation) επιτρέπει οποτεδήποτε το κείμενο της νομοθεσίας παρέχει την ευχέρεια, την απόδοση της ερμηνείας εκείνης που αποτελεσματικότερα προωθεί την ευόδωση των κατά άλλα έκδηλων σκοπών του νομοθέτη. Δεν δικαιολογεί όμως η τελεολογική μέθοδος ερμηνείας, ούτε καθιστά εφικτή, ούτε επιτρέπει την απόκλιση από τις ρητές διατάξεις της νομοθεσίας ή τη μεταβολή του κειμένου της. Όπου οι πρόνοιες της νομοθεσίας είναι σαφείς το κείμενο της αποτελεί το μόνο αυθεντικό οδηγό για τους συγκεκριμένους σκοπούς του νομοθέτη.»

 

Με την παρούσα αίτηση, όπως αναφέρουμε ανωτέρω, ο Αιτητής ζητά, επαναφορά της αίτησης εργατικής διαφοράς η οποία απορρίφθηκε λόγω μη προώθησής της, εφόσον θεωρεί ότι υπεύθυνος για την επίδοση της αίτησης εργατικής διαφοράς ήταν ο Πρωτοκολλητής και όχι ο ίδιος.  Από το φάκελο της υπόθεσης προκύπτει ότι ο Αιτητής δεν έκανε οποιαδήποτε επιλογή για τον τρόπο επίδοσης αλλά και ότι μετά την καταχώρηση της αίτησης η επόμενη φορά που έκαμε δεύτερο διάβημα ήταν περί τους 22 μήνες μετά την καταχώρηση, ήτοι την 26/9/22, που προέβη σε έρευνα στο φάκελο του Δικαστηρίου.

 

Από τον Κ.4(2), τον οποίο παραθέσαμε ανωτέρω, είναι σαφές και ξεκάθαρο ότι ο σκοπός της τροποποίησης του 2010 ήταν η κατάργηση επισύναψης του Τύπου 2 και η προσθήκη της δεύτερης παραγράφου η οποία  επιβάλλει επίδοση πλέον μέσω ιδιώτη επιδότη.  Με λίγα λόγια, πέραν από τον διαζευκτικό τρόπο επίδοσης που αναφέρεται στην πρώτη παράγραφο του Κ.4(2), στην δεύτερη παράγραφο του εν λόγω Κανονισμού εισήχθη νέα πρόνοια για υποχρέωση επίδοσης μέσω ιδιώτη επιδότη, κάτι που στην προκειμένη η πλευρά του Αιτητή παρέλειψε να διεκπεραιώσει και συνεπώς η παρούσα αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει.      

 

Πέραν όμως από τα πιο πάνω, μοιραίο για την τύχη της αίτησης είναι και το γεγονός ότι το κλητήριο ένταλμα εξέπνευσε ένα χρόνο μετά την 2/6/20 που καταχωρήθηκε η αίτηση εργατικής διαφοράς.  Παραθέτουμε το πιο κάτω σχετικό απόσπασμα από πρωτόδικη απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών:[1]

 

«Οι αρχές που διέπουν το ζήτημα της ανανέωσης κλητηρίου εντάλματος είναι καλά θεμελιωμένες στη νομολογία.  Σύμφωνα με τη Δ.4 Θ.1, κλητήριο ένταλμα ισχύει για σκοπούς επίδοσης για 12 μήνες.  Ο ενάγων μπορεί, πριν από τη λήξη της 12μηνης ισχύς του, να αποταθεί στο δικαστήριο για ανανέωση του για άλλους έξι μήνες. Το δικαστήριο έχει εξουσία για ανανέωση του κλητηρίου αν ικανοποιηθεί ότι καταβλήθηκαν εύλογες προσπάθειες για επίδοση που δεν τελεσφόρησαν ή για άλλο ικανοποιητικό λόγο. Οι ίδιες αρχές εφαρμόζονται ανεξάρτητα από το χρόνο υποβολής της αίτησης, άσχετα δηλαδή αν η αίτηση υποβλήθηκε πριν ή μετά την εκπνοή του κλητηρίου εντάλματος για σκοπούς επίδοσης (βλ. Nigerian Produce v. Sonora Shipping (1979) 1 CLR 39).  Ως προς τη φύση των λόγων που δυνατό να θεωρηθούν ότι ικανοποιούν αυτή τη διάταξη, χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην υπόθεση Battersby v. Anglo- American Oil Co. [1944] 2 All E.R. 391, όπου στη σελίδα 391 διαβάζουμε τα ακόλουθα:

 

In every case care should be taken to see that the renewal will not prejudice any right of defence then existing, and in any case it should only be granted where the court is satisfied that good reasons appear to excuse the delay in service as, indeed, is laid down in the order. The best reason, of course, would be that the defendant has been avoiding service, or that his address is unknown, and there may well be others. But ordinarily it is not a good reason that the plaintiff desires to hold up the proceedings while some other case is tried, or to await some future development. It is for the court and not for one of the litigants to decide whether there should be a stay, and it is not right that people should be left in ignorance that proceedings have been taken against them if they are here to be served”.

 

Κλητήριο ένταλμα που δεν έχει επιδοθεί μέσα στους 12 μήνες από της εκδόσεως του παύει να βρίσκεται σε ισχύ μόνο για τους σκοπούς επίδοσής του. Δεν παύει όμως να είναι έγκυρο κλητήριο ένταλμα για όλους τους άλλους σκοπούς. Οι δε πρόνοιες της Δ.4 υπόκεινται σε επέκταση του χρόνου δυνάμει των προνοιών της Δ.57 Θ.2 (βλ. Stylianides v. Flair Fashion (1982) 1CLR 783) Αποφασίστηκε στην υπόθεση The Cyprus Potato Marketing Board v. Thetis Shipping Co. PTE Ltd (1988) 1 Α.Α.Δ. 397, όπου η αίτηση για ανανέωση υποβλήθηκε μετά την εκπνοή της ισχύος του κλητηρίου εντάλματος, ότι η καταβολή λογικών προσπαθειών για την έγκαιρη επίδοση του κλητηρίου εντάλματος στον εναγόμενο, αν αποδειχθεί, συνιστά ικανοποιητικό λόγο για την ανανέωση του (Σαββίδη κ.α. ν. Α. Σαζεΐδης & Υιός Λτδ (2014) 1 Α.Α.Δ. 1248).

 

Όπως εντοπίζεται στην υπόθεση Yiannoplast Ltd v. Του Πλοίου “Rena Allah(1991) 1 Α.Α.Δ. 526:

 

«Η νομολογία έχει διαμορφώσει ορισμένες βασικές αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου να εγκρίνει ή να αρνηθεί την ανανέωση κλητηρίων ενταλμάτων των οποίων η ισχύς έχει εκπνεύσει. Η επικρατέστερη προσέγγιση, όπως έχει καθοριστεί με τις πιο πρόσφατες υποθέσεις, βασίζεται σε μια θεμελιώδους σημασίας διάκριση μεταξύ δυο κατηγοριών περιπτώσεων. Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει τις περιπτώσεις στις οποίες είτε κατά το χρόνο που εκπνέει η ισχύς του εντάλματος είτε κατά το χρόνο της καταχώρησης της αίτησης, το αγώγιμο δικαίωμα (the cause of action) του ενάγοντα έχει νομοθετικά ή συμβατικά παραγραφεί. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες … δεν υπεισέρχεται θέμα παραγραφής του αγώγιμου δικαιώματος του ενάγοντα είτε κατά το χρόνο που αναμένεται να λήξει η ισχύς του εντάλματος είτε κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης για ανανέωση αν η αίτηση αυτή έχει καταχωρηθεί μετά που το ένταλμα έχει ήδη λήξει.

Αναφορικά με την πρώτη κατηγορία των περιπτώσεων υπάρχει μια σειρά υποθέσεων που, παρά τις μεταξύ τους διαφορές, μπορεί να λεχθεί ότι καθορίζουν την αρχή ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να ασκεί τη διακριτική του εξουσία υπέρ της ανανέωσης του εντάλματος, στερώντας έτσι τον εναγόμενο από τη βάσιμη κατά τα άλλα υπεράσπιση της παραγραφής, εκτός εάν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις.»

 

Στην προκείμενη περίπτωση και οι δύο μονομερείς αιτήσεις εκ μέρους του Αιτητή, καταχωρήθηκαν μετά την εκπνοή της Αίτησης. Μέσα από το μαρτυρικό υλικό που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου είναι φανερό ότι οι λόγοι που προέβαλε ο Αιτητής στις εν λόγω μονομερείς αιτήσεις δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια. Ειδικότερα οι ισχυρισμοί του Αιτητή ότι δεν κατέστη δυνατή η επίδοση της Αίτησης για το λόγο ότι οι Καθ’ ων η αίτηση 1 εγκατέλειψαν τη διεύθυνση που ήταν εν γνώσει του και δεν κατέστη δυνατή η ανεύρεση νέας διεύθυνσης παρά τις προσπάθειες που είχαν καταβάλει, δεν συνάδει με την αδιαμφισβήτητη μαρτυρία της κας κα Αλευρά, ότι το εγγεγραμμένο γραφείο των Καθ’ ων η αίτηση 1 παρέμεινε το ίδιο από τις 21.5.2012, γεγονός που τείνει να καταδείξει ότι ο Αιτητής δεν κατέβαλε οποιεσδήποτε λογικές προσπάθειες για την έγκαιρη επίδοση της Αίτησης, αλλά ούτε και προέβη σε οποιαδήποτε έρευνα για εντοπισμό του εγγεγραμμένου γραφείου των Καθ’ ων η αίτηση 1, στο οποίο μπορούσε να επιδώσει και που εύκολα μπορούσε να εντοπίσει από μια απλή έρευνα στο μητρώο του Εφόρου Εταιρειών. Πρόσθετα, από τη ένορκη μαρτυρία του, δεν φαίνεται να επικαλείται οποιοσδήποτε άλλο ικανό λόγο που να δικαιολογεί την ανανέωση της Αίτησης. 

 

Περαιτέρω, με καθοδήγηση τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές κρίνουμε ότι στην προκείμενη περίπτωση τίθεται και θέμα παραγραφής του αγώγιμου δικαιώματος (the cause of action) του Αιτητή. Ειδικότερα, με το άρθρο 12 (10Α) του περί Ετησίων Αδειών Μετ’ Απολαβών Νόμου του 1967 (Ν. 8/67), όπως έχει τροποποιηθεί με τον Νόμο 169(Ι)/2002, τίθεται αποσβεστική προθεσμία ως προς το δικαίωμα υποβολής αίτησης στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών (ΔΕΔ), χωρίς να παρέχεται η ευχέρεια παράτασης του προβλεπόμενου χρόνου πέραν των 12 μηνών από την ημερομηνία που ανέκυψε το προς υποβολή αίτησης δικαίωμα ή 9 μηνών από την απάντηση του Ταμείο για πλεονάζον προσωπικό. Συνεπώς με την πάροδο των 12 ή 9 μηνών αντίστοιχα, το δικαίωμα του εργοδοτούμενου να υποβάλει αίτηση παραγράφεται και το ΔΕΔ στερείται δικαιοδοσίας να επιληφθεί μιας τέτοιας αίτησης. Όπως αναφέρθηκε από τον Lord Denning MR στην υπόθεση Dedman v. British Building & Engineering Appliances Ltd [1974] ICR 53, ‘If [an application] arrives a minute after midnight on the last day the clerks must throw it out; the tribunal is not competent to hear it’.

 

Στην παρούσα περίπτωση η Αίτηση καταχωρήθηκε εννέα σχεδόν μήνες μετά την απάντηση του Ταμείου για πλεονάζον προσωπικό. Η 1η αίτηση για ανανέωση της Αίτησης καταχωρήθηκε ένα μήνα μετά την εκπνοή της Αίτησης και η 2η αίτηση τρία χρόνια μετά. Για όλα τα πιο πάνω κρίνουμε ότι με την εκπνοή της ισχύος της Αίτησης το αγώγιμο δικαίωμα του Αιτητή εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση 1 παραγράφηκε με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αναβιώσει».

 

Για όλα τα πιο πάνω, η αίτηση απορρίπτεται, χωρίς διαταγή για έξοδα. 

 

       (Υπ.) ……………………………………

         Χ. Παπαγεωργίου, Δικαστής.

(Υπ.)……..…………………    (Υπ.) ………………………….                                                                    

                 Γ. Επαμεινώνδας, Μέλος            Κ. Γιασουμής, Μέλος

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 

 



[1] Ευσταθίου ν. Λατομεία Φαρμακάς Δημόσια Εταιρεία Λτδ, αρ. αιτ. 217/18 ημερ. 12/5/22.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο