ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ – ΛΑΡΝΑΚΑ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χ. Παπαγεωργίου, Δικαστή.

                   Μ. Μιχαήλ         )

                   Ν. Κυριάκου      )  Μελών

  Αρ. Αίτησης: 456/17

Μεταξύ:

                                          ΑΘΑΝΑΣΙΑ  ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ  ΜΙΧΑΗΛ

                                                                                                             Αιτήτριας

                                                     και

 

             ΝΕΣΤΟΡΑΣ  ΑΔΑΜΟΥ  ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ  Δ.Ε.Π.Ε.

                                                                               Καθων η αίτηση

 

Ημερομηνία: 29 Απριλίου, 2024

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για την Αιτήτρια: κα. Νικολάου Ε.

Για τους Καθ’ ων η αίτηση: κα. Σολωμονίδου

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Με την αίτησή της η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι την 13/9/17 τερματίστηκε παράνομα η απασχόλησή της χωρίς προειδοποίηση, ότι εκτελούσε ικανοποιητικά τα καθήκοντά της και ζητά πληρωμή αποζημιώσεων για παράνομη απόλυση, αυξημένες αποζημιώσεις, πληρωμή για προειδοποίηση, οποιαδήποτε άλλη θεραπεία ήθελε αποφασίσει το Δικαστήριο, νόμιμο τόκο, έξοδα και Φ.Π.Α.

 

         Οι Καθ’ ων η αίτηση (στο εξής «η Εργοδότρια Εταιρεία»), με τους γενικούς λόγους εμφάνισής τους, ισχυρίζονται ότι κατά το χρόνο της απόλυσης της Αιτήτριας αυτή ήταν η μοναδική γραμματέας, ότι απολύθηκε επειδή κλονίστηκε η εμπιστοσύνη προς το πρόσωπό της, ότι η Αιτήτρια παρέλειψε να εκτελέσει την εργασία της με ικανοποιητικό τρόπο, ότι είπε ψέματα για εργασία που δεν εκτέλεσε επιδεικνύοντας διαγωγή που δεν ήταν λογικό να αναμένεται η συνέχιση της εργασιακής σχέσης, ότι η διαγωγή της Αιτήτριας επέτρεπε την απόλυσή της χωρίς προειδοποίηση και ζητούν την απόρριψη της αίτησης με έξοδα. 

 

            Σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967, Ν.24/67, (στο εξής «ο Νόμος»): «Όταν, κατά ή μετά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος άρθρου, ο εργοδότης τερματίζη δι΄ οινοδήποτε λόγον άλλον ή των εν των άρθρω 5 εκτιθεμένων λόγων, την απασχόλησιν εργοδοτουμένου ο οποίος έχει απασχοληθή συνεχώς υπ΄ αυτού επί είκοσι εξ τουλάχιστον εβδομάδας, ο εργοδοτούμενος κέκτηται δικαίωμα εις αποζημίωσιν υπολογιζομένην συμφώνως προς τον Πρώτον Πίνακα:     ……….»Σύμφωνα με το άρθρο 6(1) του Νόμου: «… ο υπό του εργοδότου τερματισμός απασχολήσεως τεκμαίρεται, μέχρι αποδείξεως του εναντίου, ως μη γενόμενος δια τινά των εν τω άρθρω 5 εκτιθεμένων λόγων», δηλαδή των λόγων που καθιστούν νόμιμη και δικαιολογημένη την απόλυση του εργοδοτουμένου και δεν παρέχουν στον εργαζόμενο δικαίωμα αποζημίωσης.  Συνεπώς, στην παρούσα περίπτωση, η Εργοδότρια Εταιρεία είναι αυτή που φέρει το βάρος να ανατρέψει το καθιερωμένο από το Νόμο μαχητό τεκμήριο και να αποδείξει ότι δικαιολογημένα τερμάτισε την απασχόληση της Αιτήτριας.  Ειδικά, η Εργοδότρια Εταιρεία θα πρέπει να αποδείξει ότι με βάση τους λόγους που προβάλλει στο δικόγραφό της, ο άμεσος τερματισμός της απασχόλησης της Αιτήτριας ήταν νόμιμος και δικαιολογημένος, με συνέπεια να μην παρέχεται σε αυτή δικαίωμα σε αποζημίωση και προειδοποίηση.

 

Κατά την ακρόαση της υπόθεσης, ακούσαμε μαρτυρία και από τις δύο πλευρές.  Η Εργοδότρια Εταιρεία προσκόμισε τη μαρτυρία της κ.Ιωαννίδου και του κ.Νικηφόρου.  Η Αιτήτρια, για να υποστηρίξει το αίτημά της, προσέφερε τη δική της μαρτυρία.  Εκτός από την προφορική μαρτυρία, ενώπιόν μας υπάρχουν τα διάφορα έγγραφα που κατατέθηκαν ως τεκμήρια, στα οποία θα αναφερθούμε, όπου κρίνουμε σκόπιμο, κατά την παράθεση και αξιολόγηση της μαρτυρίας.

 

Από τις έγγραφες προτάσεις, τις δηλώσεις των μερών, τα παραδεκτά γεγονότα και το ενώπιόν μας υλικό, προκύπτουν ως παραδεκτά γεγονότα τα ακόλουθα:

 

1.    Η Εργοδότρια Εταιρεία είναι δικηγορική εταιρεία με έδρα την Λάρνακα.

 

2.    Η Αιτήτρια εργάστηκε ως γραμματέας στην Εργοδότρια Εταιρεία για την περίοδο από 2/2/09 – 13/9/17.

 

3.    Οι τελευταίες μηνιαίες απολαβές της Αιτήτριας ανέρχονταν σε €1.061,43, ήτοι η Αιτήτρια λάμβανε για σκοπούς του Νόμου €265,36 εβδομαδιαίως.

 

4.    Την 13/9/17 οι Καθ’ ων η αίτηση απέλυσαν προφορικά την Αιτήτρια και στη συνέχεια της έδωσαν την ακόλουθη επιστολή, Τεκμήριο 18:

 

«Δια της παρούσης σας ενημερώνουμε ότι τερματίζουμε την απασχόληση σας.

Όπως σας έχουμε ενημερώσει και προφορικά ο λόγος του τερματισμού της απασχόλησης σας οφείλεται στο γεγονός ότι έχει κλονιστεί η εμπιστοσύνη μας προς το πρόσωπο σας λόγω συγκεκριμένων ενεργειών και/η παραλείψεων στα πλαίσια της εργασίας σας σε βαθμό που να καθίστα την συνέχιση της εργασιακής σχέσης αδύνατη.

Συγκεκριμένα στις αρχές Ιούλιου του 2017 είχε διαπιστωθεί ότι 6 τιμολόγια που είχαν εκδοθεί με ημερομηνίες 13/1/2017, 20/03/2017, 16/05/2017, 25/05/2017, 19/06/2017 και 19/06/2017 τα οποία οφείλατε να τα είχατε πάρει στις Τράπεζες στα πλαίσια της συνήθης εργασίας σας δεν είχαν πληρωθεί. Είχατε ρωτηθεί επανειλημμένως για τα συγκεκριμένα τιμολόγια και αποφεύγατε να δώσετε κάποια απάντηση και τελικά μερικές μέρες πριν πάτε για άδεια τον Σεπτέμβριο του 2017 είχατε απαντήσει ότι δεν είχατε βρει τα τιμολόγια. Σε εντελώς τυχαίο έλεγχο που είχε γίνει στο γραφείο σας στις 07/09/2017 κατά την διάρκεια που ήσασταν για άδεια διαπιστώθηκε ότι τα τιμολόγια βρίσκονταν πίσω από τον ηλεκτρονικό σας υπολογιστή στον φάκελο που βάζατε τις εξωτερικές σας εργασίες.  Όταν ρωτηθήκατε μετά που επιστρέψατε από την άδεια σας απαντήσατε ότι τα είχατε χάσει και τα βρήκατε πριν πάτε για άδεια εντούτοις δεν μας το είχατε αναφέρει πριν πάτε για άδεια.

Περαιτέρω σε τυχαίο έλεγχο που έγινε κατά την διάρκεια που ήσασταν με άδεια διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα:

1.Υπήρχαν πεταμένα χρήματα σε φακέλους καθώς και πάνω στο γραφείο σας τα οποία οφείλατε να δώσετε στον εργοδότη σας να πριν πάτε για άδεια και δεν το πράξατε.

2.Υπήρχαν χρήματα σε φακέλους αλληλογραφίας μέσα σε φακέλους του γραφείου τα οποία παραλαμβάνατε σε διαφορές ημερομηνίες και τα αφήνατε στους φακέλους χωρίς να δοθούν στον εργοδότη σας .

3.Υπήρχαν έγγραφα και/η επιδόσεις πολύ παλαιών ημερομηνιών τα οποία οφείλατε να βάλετε στους φακέλους στα πλαίσια της εργασίας και δεν το πράξατε.

4.Υπήρχαν υποθέσεις για τις οποίες σας είχαν δοθεί συγκεκριμένες οδηγίες πολύ παλαιότερα τις οποίες παραλείψατε και/η αμελήσατε να εκτελέσετε.

5.Υπήρχαν υποθέσεις τις οποίες οι πελάτες είχαν πληρώσει για τις οποίες οφείλατε να κάνετε συγκεκριμένες εργασίες τις οποίες παραλείψατε και/η αμελήσατε να κάνετε.

Για όλους τους ανωτέρω λόγους έχει αποφασισθεί ο τερματισμός της απασχόλησης σας παρ' όλα τα αρκετά χρόνια συνεργασίας καθότι η απογοήτευση μας είναι τέτοιου βαθμού που καθιστά αδύνατη την συνέχιση της εργασιακής σχέσης.

Θα σας πληρωθούν αναλυτικά τα ακόλουθα ποσά:

Μισθός Σεπτεμβρίου

9 εργάσιμες ημέρες μέχρι 13/9 : 21 εργάσιμες του μήνα X 900=€385,71

Αναλογία 13ου μισθού

€900X8,43{Ιανουάριος μέχρι Αύγουστο 8 + 0,43 (Σεπτέμβριος 9:21)=8,43}:12=€632,25

Άδειες

€900X14/21=€600

€900-€600=€300 (ποσό το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί)

Σύνολο €717,96

Σας ευχαριστούμε για την μέχρι σήμερα συνεργασία και σας ευχόμαστε καλή σταδιοδρομία και προσωπική ευτυχία».

 

Η πρώτη μάρτυρας των Καθ’ ων η αίτηση ήταν η κ.Ιωαννίδου, η οποία είναι δικηγόρος, εργάζεται στην Εργοδότρια Εταιρεία και είναι σύζυγος του κ.Νικηφόρου.  Η κ.Ιωαννίδου ισχυρίστηκε κατά την κυρίως εξέτασή της ότι ανάμεσα στα καθήκοντά της είναι η έκδοση επιταγών για πληρωμές, η έκδοση τιμολογίων και οτιδήποτε έχει σχέση με πληρωμές και εισπράξεις του δικηγορικού γραφείου.  Περαιτέρω, η κ.Ιωαννίδου ισχυρίστηκε ότι η Αιτήτρια ήταν η μοναδική γραμματέας και ότι λάμβανε οδηγίες από την ίδια, από τον κ.Νικηφόρου και από άλλους δικηγόρους.  Όπως ισχυρίστηκε η κ.Ιωαννίδου, στα καθήκοντα της Αιτήτριας ήταν να παραδίδει και να αποστέλλει τιμολόγια σε πελάτες, να βάζει έγγραφα στους φακέλους, να ασχολείται με πληρωμές λογαριασμών, να παραλαμβάνει χρήματα από πελάτες και να τα παραδίδει αυθημερόν στον κ.Νικηφόρου, να συμπληρώνει αιτήσεις σε δημόσιες υπηρεσίες, να κάνει γραφειακή εργασία και να εκτελεί άλλες εργασίες εφόσον της ζητηθούν.  Η κ.Ιωαννίδου ισχυρίστηκε ότι η ίδια εξέδιδε τα τιμολόγια, ότι η Αιτήτρια όφειλε την επόμενη ημέρα ή μόλις έβγαινε εκτός γραφείου να τα παρέδιδε, ότι τα μη παραδοθέντα τιμολόγια αποστέλλονταν ταχυδρομικώς, ότι περί τις αρχές Ιουλίου του 2016 διαπίστωσε ότι 6 εκδοθέντα τιμολόγια δεν είχαν πληρωθεί, ότι έκτοτε ρωτούσε την Αιτήτρια κατά πόσο τα είχε στην κατοχή της, ότι την 5/9/16 που ξαναρώτησε την Αιτήτρια αυτή της απάντησε ότι δεν είχε «τίποτε», ότι σε «τυχαίο έλεγχο» την 7/9/16 που απουσίαζε με άδεια η Αιτήτρια εντόπισε τα 6 τιμολόγια πίσω από τον υπολογιστή της Αιτήτριας και ότι διαπίστωσε ότι η Αιτήτρια της είπε ψέματα.  Η κ.Ιωαννίδου ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι εκτός από τα εν λόγω τιμολόγια εντόπισε πίσω από τον υπολογιστή της Αιτήτριας €100 «πεταμένα» μαζί με απόδειξη ημερ. 1/8/17 τα οποία δεν παρέδωσε, Τεκμήριο 7, διάφορες επιταγές για λογαριασμούς της Εργοδότριας Εταιρείας και ότι κατόπιν ελέγχου που έκαμε την 7 και 8 Σεπτεμβρίου του 2019 διαπίστωσε ότι υπήρχαν λεφτά που παρέλαβε η Αιτήτρια για λογαριασμό του γραφείου και δεν τα παρέδωσε ως όφειλε αλλά και σωρεία εγγράφων που δεν ταξινόμησε στους φακέλους.  Η κ.Ιωαννίδου, ως η θέση της, διαπίστωσε κατά τον εν λόγω έλεγχο ότι υπήρχε υπόθεση για την οποία οι πελάτες τους πλήρωσαν €1.000 την 14/9/16 για να ετοιμαστεί αίτηση διαχείρισης αλλά δεν καταχωρήθηκε μέχρι την 7/9/17, ότι υπήρχαν «πεταμένα e-mails» στα οποία αναγράφετο ότι πληρώθηκαν από πελάτες τους €3.500 την 2/3/16 για 2 διαχειρίσεις αλλά δεν είχαν ετοιμαστεί και ότι η Αιτήτρια δεν προχώρησε διαχειρίσεις για τις οποίες είχε όλα τα απαραίτητα έγγραφα.  Επίσης, η κ.Ιωαννίδου ισχυρίστηκε ότι υπήρχαν ρητές οδηγίες όπως παραδίδονταν άμεσα στον κ.Νικηφόρου οι εισπράξεις, ότι μόλις πληρώνονταν όφειλαν να αρχίσουν αμέσως με την εκτέλεση των εργασιών και ότι σε περίπτωση αντιμετώπισης προβλήματος όφειλαν να ενημερώσουν.  Η κ.Ιωαννίδου ισχυρίστηκε επιπλέον ότι η ίδια πληροφόρησε σχετικά τον κ.Νικηφόρου, ότι όταν επέστρεψε η Αιτήτρια την 11/9/17 την ρώτησε για τα τιμολόγια που εντόπισε, ότι η Αιτήτρια παραδέχθηκε ότι της είπε ψέματα, ότι της είπε ότι τα είχε χάσει και ότι τα εντόπισε πριν φύγει με άδεια, ότι ενημέρωσε την Αιτήτρια ότι θα έφευγε 2 ημέρες με άδεια άνευ απολαβών μέχρι να αποφάσιζε ο κ.Νικηφόρου τι θα έκανε, ότι εκείνη την ημέρα η Αιτήτρια της παρέδωσε €200 που παρέλαβε από πελάτισσα την 6/4/17 και 4/5/17 και είχε στην κατοχή της, Τεκμήριο 17, ότι την 13/9/17 ενημέρωσε τηλεφωνικά την Αιτήτρια ότι τερματίστηκε η απασχόλησή της, ότι την 27/9/17 η Αιτήτρια πήγε στο γραφείο και παρέλαβε επιστολή τερματισμού, Τεκμήριο 18 και €717,96, Τεκμήριο 19, ότι ακολούθως δυσκολεύτηκαν να βρουν νέα γραμματέα και  έμειναν 2 μήνες χωρίς γραμματέα, ότι η Αιτήτρια ήταν η πιο παλιά υπάλληλος, ότι της είχαν εμπιστοσύνη και ότι γι’ αυτό δεν την έλεγχαν «ιδιαίτερα». Τέλος, η κ.Ιωαννίδου ισχυρίστηκε κατά την κυρίως εξέτασή της ότι η Αιτήτρια «κρατούσε το ταμείο του γραφείου», ότι η απόφαση για απόλυση «ήταν δύσκολη», ότι κλονίστηκε η εμπιστοσύνη τους προς την Αιτήτρια επειδή τους είπε ψέματα, ότι το τελευταίο ήταν καθοριστικό για τη λήψη της απόφασης της απόλυσης και ότι αυτό ήταν «σε συνδυασμό με το γεγονός ότι διαφάνηκε ότι πολλές από τις εργασίες της δεν τις εκτελούσε».

 

Αντεξεταζόμενη η κ.Ιωαννίδου ισχυρίστηκε ότι η Αιτήτρια ήταν ο πιο αγαπημένος της άνθρωπος, ότι ήταν «το δεξί χέρι» τους, ότι της είχαν απόλυτη εμπιστοσύνη, ότι γνώριζε πολύ καλά τη δουλειά της, ότι «ήταν αυτόνομη στο γραφείο», ότι κάποια πράγματα τα γνώριζε καλύτερα από την ίδια, ότι είχαν άριστη συνεργασία, ότι ήταν τεράστια η απογοήτευσή που ένιωσε όταν διαπίστωσε ότι η Αιτήτρια της είπε ψέματα, ότι εάν όντως είχε χάσει τα τιμολόγια έπρεπε να της το πει, ότι δεν την κάλεσε στο τηλέφωνο για της πει κάτι ανάλογο, ότι η αμέλεια ήταν «επαναλαμβανόμενη», ότι όταν επέστρεψε η Αιτήτρια από την άδειά της ρωτήθηκε για τα τιμολόγια, ότι δεν ρωτήθηκε για οτιδήποτε άλλο και ότι στο μυαλό της ήταν ξεκάθαρο το τι συνέβαινε.  

 

Ο δεύτερος μάρτυρας των Καθ’ ων η αίτηση ήταν ο κ.Νικηφόρου, ο οποίος είναι δικηγόρος και ο μοναδικός μέτοχος των Καθ’ ων η αίτηση.  Ο κ.Νικηφόρου ισχυρίστηκε κατά την κυρίως εξέτασή του ότι στις αρχές Ιουλίου του 2017 ενημερώθηκε από την κ.Ιωαννίδου ότι ορισμένα τιμολόγια τραπεζών καθυστερούσαν να πληρωθούν, ότι η Αιτήτρια όταν ερωτείτο σχετικά απέφευγε να απαντήσει, ότι αρχές Σεπτεμβρίου του 2017 η Αιτήτρια είπε στην κ.Ιωαννίδου ότι είχε παραδώσει όλα τα τιμολόγια, ότι την 7/9/17 ενημερώθηκε από την κ.Ιωαννίδου ότι η ίδια βρήκε τα εν λόγω τιμολόγια πίσω από τον υπολογιστή της Αιτήτριας, ότι βρήκε επιπρόσθετα €100 που έλαβε η Αιτήτρια από πελάτη την 1/8/17, ότι τότε ζήτησε από την κ.Ιωαννίδου να ελέγξει το γραφείο της Αιτήτριας, ότι ακολούθως ενημερώθηκε για σωρεία εργασιών που δεν έκανε η Αιτήτρια, ότι την 7/9/17 του παρέδωσε η κ.Ιωαννίδου €300 που παρέλαβε η Αιτήτρια την 16/5/17, την 12/6/17 και την 11/7/17, Τεκμήρια 8, 9 και 10 και αφορούσαν χρήματα που όφειλαν να παραδώσουν σε πελάτες και ότι διαφάνηκε ότι η Αιτήτρια είπε ψέματα σε σχέση με τα εκδοθέντα τιμολόγια.  Περαιτέρω, ο κ.Νικηφόρου ισχυρίστηκε ότι την 11/9/17 η Αιτήτρια παραδέχθηκε προς την κ.Ιωαννίδου ότι είπε ψέματα, ότι ανέφερε ότι είχε χάσει τα εν λόγω τιμολόγια και τα βρήκε πριν φύγει με άδεια και ότι την 11/9/17 έλαβε από την κ.Ιωαννίδου €200 που έλαβε η Αιτήτρια από πελάτη στις 6/4/17 και 4/5/17.  Ο κ.Νικηφόρου ισχυρίστηκε επίσης ότι οι οδηγίες προς όλους είναι να του παραδίδουν χρήματα που λαμβάνουν «με την πρώτη ευκαιρία», να προχωρούν άμεσα με την εκτέλεση εργασιών μόλις παραλάβουν χρήματα και να ενημερώνουν εάν αντιμετώπιζαν πρόβλημα για να τους δίνεται βοήθεια.  Όπως περαιτέρω ισχυρίστηκε ο κ.Νικηφόρου, η Αιτήτρια δεν τον ενημέρωσε ότι είχε πρόβλημα στην εκτέλεση των εργασιών της, ότι από τον Οκτώβριο του 2016 που η Αιτήτρια έλαβε έγγραφες συγκαταθέσεις, Τεκμήριο 14 και ενώ είχαν πληρωθεί δεν έκαμε κάτι, ότι ενώ έλαβαν χρήματα την 2/3/17 για 2 διαχειρίσεις αυτές δεν ετοιμάστηκαν, Τεκμήριο 15, ότι με αυτή την συμπεριφορά τίθετο το γραφείο σε κίνδυνο εφόσον θα μπορούσαν να κατηγορηθούν ότι δεν παρέδιδαν λεφτά που εισέπραξαν, ότι θα μπορούσαν να χάσουν πελάτες και ότι θα μπορούσε να βλαφτεί η φήμη και η αξιοπιστία του γραφείου.  Ο κ.Νικηφόρου ισχυρίστηκε επιπλέον ότι κατόπιν πολλής σκέψης αποφάσισε να απολύσει την Αιτήτρια, ότι δεν θα ανεχόταν από κανένα να του λέει ψέματα και να συνεχίσει να εργάζεται, ότι με τα όσα έκανε η Αιτήτρια θα μπορούσαν να καταχωρηθούν πειθαρχικές υποθέσεις εναντίον του, ότι η συμπεριφορά της Αιτήτριας ήταν επαναλαμβανόμενη και διήρκησε για μεγάλο χρονικό διάστημα, ότι λόγω της παράβασης καθηκόντων και της αμελούς συμπεριφοράς της Αιτήτριας έδωσε οδηγίες για απόλυση της Αιτήτριας, ότι η Αιτήτρια ήταν μαζί με την σύζυγό του η πιο παλιά υπάλληλος, ότι της είχε απόλυτη εμπιστοσύνη, ότι δεν την έλεγχε επειδή θεωρούσε δεδομένο ότι έκανε καλά την εργασία της, ότι κλονίστηκε η εμπιστοσύνη που είχε προς αυτή και ότι γι’ αυτό θα ήταν αδύνατο να συνεχίσουν να συνεργάζονται. 

 

            Αντεξεταζόμενος ο κ.Νικηφόρου ισχυρίστηκε ότι εάν η Αιτήτρια παραλάμβανε λεφτά τον Σεπτέμβριο του 2017 και υπέγραφε για αυτά αποδείξεις με ημερομηνίες προηγούμενων μηνών θα εξέθετε το γραφείο εφόσον θα φαινόταν ότι κρατούσαν λεφτά πελατών για μήνες, ότι έψαξαν στο γραφείο της μετά που τηλεφώνησαν στην Αιτήτρια για να ρωτήσουν για επιταγή που κρατούσε, ότι η Αιτήτρια τους είπε που να ψάξουν, ότι βρήκαν επιταγές για λογαριασμούς που έπρεπε να είχαν πληρωθεί, ότι βρήκαν έγγραφα που δεν μπήκαν στους φακέλους, ότι κάποιες επιδόσεις ήταν εκεί για 9 μήνες, ότι όταν έφυγε η Αιτήτρια διαπίστωσαν καθυστερήσεις σε όλες τις διαχειρίσεις, ότι για να ξεκινούσαν να εργάζονται λάμβαναν προκαταβολικά το 50% της αμοιβής τους και ότι μετά που διαπίστωσε όλα αυτά δεν θα μπορούσε να εμπιστευτεί ξανά την Αιτήτρια.   

 

            Η Αιτήτρια, κατά την κυρίως εξέτασή της, ισχυρίστηκε ότι ως γραμματέας σε δικηγορικό γραφείο είχε πολλά καθήκοντα και ευθύνες, ότι ασκούσε τα καθήκοντά της επιμελώς, ότι οι εργοδότες της δεν είχαν παράπονο, ότι ρωτήθηκε από την κ.Ιωαννίδου τον Αύγουστο του 2017 για 6 απλήρωτα τιμολόγια, ότι της απάντησε ότι δεν είχε «τίποτε», ότι η κ.Ιωαννίδου της ανέφερε ότι θα τα είχε χάσει η τράπεζα και γι’ αυτό θα έπρεπε να τα ακυρώσει και να κάνει πιστωτική σημείωση και ότι μία ημέρα πριν την άδειά της βρήκε τυχαία τα τιμολόγια στο γραφείο της.  Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι τηλεφώνησε αμέσως στην κ.Ιωαννίδου επειδή αυτή απουσίαζε από το γραφείο, ότι δεν της απάντησε, ότι έβαλε τα τιμολόγια στο φάιλ των εξωτερικών της εργασιών, ότι την 7/9/17 η κ.Ιωαννίδου της τηλεφώνησε και την ενημέρωσε ότι πήγαν να πληρωθούν για την φωτοτυπική, ότι της είπε ότι η σχετική επιταγή βρισκόταν στο φάιλ των εξωτερικών της εργασιών στο οποίο και την παρέπεμψε, ότι την 11/9/17 που επέστρεψε η κ.Ιωαννίδου της είπε ότι βρήκε τα τιμολόγια, ότι την κατηγόρησε ότι είπε ψέματα, ότι η ίδια της εξήγησε τι έγινε και ότι η κ.Ιωαννίδου της είπε ότι ίσως να μην έπρεπε να ενημέρωνε τον κ.Νικηφόρου.  Επίσης, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι η κ.Ιωαννίδου της είπε ότι θα έπαιρνε δύο ημέρες αναγκαστική άδεια άνευ απολαβών, ότι την 13/9/17 ενημερώθηκε ότι αποφάσισαν να την απολύσουν, ότι την 27/9/17 πήγε στο γραφείο για να παραλάβει την επιστολή απόλυσης, ότι είδε προς έκπληξή της ότι στην εν λόγω επιστολή αναγράφονταν και άλλα πράγματα που της καταλόγισαν και ότι δεν είχε την ευκαιρία να απαντήσει.  Περιπλεόν, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι δεν είχε «πεταμένα λεφτά σε φάκελους», ότι τα μόνα λεφτά που είχε ήταν αυτά που έλαβε από την κ.Ευαγγελία τα οποία δεν παρέδωσε στον κ.Νικηφόρου λόγω απουσίας του, ότι για να μην προχώρησε στην ετοιμασία των διαχειρίσεων που αναφέρθηκαν οι μάρτυρες της Εργοδότριας Εταιρείας θα είχε λάβει ανάλογες οδηγίες, ότι η ίδια δεν απαντούσε και δεν απέστελλε «emails» και ότι απολύθηκε άδικα, χωρίς δεύτερη σκέψη και χωρίς να ακουστεί.  Τέλος, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε κατά την κυρίως εξέτασή της ότι κατά το χρόνο που απολύθηκε ήταν 29 ετών, ότι ήταν παντρεμένη και είχε μωρό 21 μηνών και ότι έμεινε άνεργη μέχρι τον Ιανουάριο του 2018.               

 

          Αντεξεταζόμενη, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι είχε οδηγίες να παραδίδει κάθε τιμολόγιο με την πρώτη ευκαιρία, ότι αυτό που εννοούσε για τα 6 τιμολόγια όταν ρωτήθηκε σχετικά από την κ.Ιωαννίδου ήταν ότι εφόσον δεν είχε κάτι κοντά της «λογικά» αυτά «πήγαν στους πελάτες», ότι πριν πάει με άδεια «έπρεπε να συγυριστεί το γραφείο» για να διαπιστωθεί εάν «είχε κάποια εκκρεμότητα», ότι ήταν «λάθος» της που για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν παραδόθηκαν τα τιμολόγια, ότι αυτό έγινε «εκ παραδρομής», ότι τα βρήκε «πιασμένα», ότι τα ξέχασε «πάνω στο γραφείο» και ότι δεν ανέφερε κάτι στην κ.Ιωαννίδου όταν η τελευταία την κάλεσε ενώ απουσίαζε με άδεια επειδή δεν το σκέφτηκε.  Περαιτέρω, η Αιτήτρια αντεξεταζόμενη ισχυρίστηκε ότι δεν είπε της κ.Ιωαννίδου ότι της είπε ψέματα, ότι οι οδηγίες των Καθ’ ων η αίτηση ήταν όπως παρέδιδε στον κ.Νικηφόρου εισπραχθέντα ποσά με την πρώτη ευκαιρία, ότι σε σχέση με το Τεκμήριο 7 παρέλαβε την 1/8/17 τα χρήματα και τα παρέδωσε, ότι σε σχέση με το Τεκμήριο 8 δεν θυμόταν πότε παρέδωσε τα λεφτά αλλά «λογικά» τα παρέδωσε αμέσως εάν ήταν μέσα ο κ.Νικηφόρου, ότι έπρεπε «σε λογικό χρονικό πλαίσιο» να βρισκόταν ο φάκελος και να έμπαιναν μέσα τα έγγραφα που έπρεπε, ότι δεν θυμόταν κάτι για τα συγκεκριμένα έγγραφα, ότι έλειπε αρκετά από το γραφείο, ότι σε σχέση με το Τεκμήριο 12 της δόθηκαν οδηγίες από τον Ιούλιο του 2017 για να προχωρήσει με καταχώρηση αίτησης διαχείρισης, ότι για να μην προχώρησε «μπορεί» να περίμεναν «και κάτι άλλο ή να υπήρχε κάποιος άλλος λόγος», ότι δεν νομίζει ότι «την άφησε για κάποιο λόγο εσκεμμένα», ότι σε σχέση με το Τεκμήριο 13 παρέλαβε €1.000 την 14/9/16, ότι είχε οδηγίες να ετοιμάσει την διαχείριση και ότι «κάτι άλλο προηγήθηκε για να μην καταχωρηθεί».  Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε επίσης ότι ετοίμαζε τις έγγραφες συγκαταθέσεις στα αγγλικά, ότι «λογικά» έλαβε τα €200 του Τεκμηρίου 17 μία με δύο ημέρες πριν φύγει με άδεια, ότι «εκ παραδρομής» δεν άλλαξε τις αποδείξεις και ότι πάντα η συγκεκριμένη πελάτιδα της τηλεφωνούσε πριν να πάει.   

         

            Παρακολουθήσαμε με προσοχή όλους τους μάρτυρες να καταθέτουν ενώπιον του Δικαστηρίου και με την ίδια προσοχή εξετάσαμε τη μαρτυρία τους έχοντας συνεχώς κατά νου τις έγγραφες προτάσεις, το σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας, τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα που αφορούν την υπόθεση καθώς και τα επιχειρήματα των ευπαίδευτων συνηγόρων.  

 

Οι λόγοι που δικαιολογούν την απόλυση εργοδοτουμένου και κατά συνέπεια απαλλάσσουν τον εργοδότη από την καταβολή οποιασδήποτε αποζημίωσης, αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 5 του Νόμου.  Σύμφωνα με το άρθρο (ε) και (στ) του Νόμου:

 

«5.  Τερματισμός απασχολήσεως δι΄ οιονδήποτε των ακολούθων λόγων δεν παρέχει δικαίωμα εις αποζημίωσιν:

(α)  ………………………………

(β)  ………………………………

(γ)  ………………………………

(δ)  ………………………………

(ε)  όταν ο εργοδοτούμενος επιδεικνύη τοιαύτην διαγωγήν ώστε να καθιστά εαυτόν υποκείμενον εις απόλυσιν άνευ προειδοποιήσεως:

Νοείται ότι όταν ο εργοδότης δεν ασκή το δικαίωμά του προς απόλυσιν εντός λογικού χρονικού διαστήματος από του γεγονότος το οποίον του παρέσχε το δικαίωμα τούτο, θεωρείται ούτος ως εγκαταλείψας το δικαίωμά του να απολύση τον εργοδοτούμενον· 

(στ) άνευ επηρεασμού της γενικότητος της αμέσως προηγουμένης παραγράφου, τα ακόλουθα δύνανται, μεταξύ άλλων, να αποτελέσωσι λόγον απολύσεως άνευ προειδοποιήσεως, λαμβανομένων υπ΄ όψιν όλων των περιστατικών της περιπτώσεως:

(i)  διαγωγή εκ μέρους του εργοδοτουμένου η οποία καθιστά σαφές ότι η σχέσις εργοδότου και εργοδοτουμένου δεν δύναται ευλόγως να αναμένεται όπως συνεχισθή·

(ii)  διάπραξις σοβαρού παραπτώματος υπό του εργοδοτουμένου εν τη εκτελέσει των καθηκόντων του·

(iii)  διάπραξις ποινικού αδικήματος υπό του εργοδοτουμένου εν τη εκτελέσει του καθήκοντός του, άνευ της ρητής ή σιωπηράς συγκαταθέσεως του εργοδότου του·

(iv)  απρεπής διαγωγή του εργοδοτουμένου κατά τον χρόνον της εκτελέσεως των καθηκόντων του·

(v)  σοβαρά ή επαναλαμβανομένη παράβασις ή παραγνώρισης κανόνων της εργασίας ή άλλων κανόνων εν σχέσει προς την απασχόλησιν».

 

            Για να κριθεί η νομιμότητα της απόλυσης της Αιτήτριας, θα πρέπει να ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις των εδαφίων (ε) και (στ) του άρθρου 5 του Νόμου.  Το κριτήριο για το δικαιολογημένο ή μη της απόλυσης ενός εργοδοτούμενου είναι το εύλογο της κατάληξης του εργοδότη, ως λογικού εργοδότη, να προβεί στον τερματισμό της απασχόλησης του εργοδοτούμενου υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις για το συγκεκριμένο λόγο βάσει των ενώπιόν του στοιχείων.  Το κριτήριο είναι αντικειμενικό και δεν εξαρτάται από την υποκειμενική κρίση του εργοδότη, ως λέχθηκε σε σωρεία αποφάσεων (βλ. Κακοφεγγίτου v. Κυπριακές Αερογραμμές Λτδ (2005) 1Β Α.Α.Δ. 1478, Kynigos Hotels Ltd v. Χρίστου (2004) 1Α Α.Α.Δ. 665, Galatariotis Telecommunications Ltd v. Βασιλείου (2003) 1 Α.Α.Δ. 318, Γεωργίου ν. Columbia World Wide Movers Ltd, Πολ. Εφ. 103/12, ημερ. 7/7/17[1] και L. Papaphilippou & Co v. Λουκά (2014) 1Β Α.Α.Δ. 1193[2])

 

      Η εργασιακή σχέση είναι σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης και ο τερματισμός της δικαιολογείται όταν η συμπεριφορά του εργοδοτούμενου ήταν τέτοια που κλόνισε τη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ εργοδότη και εργοδοτούμενου ώστε να καθίσταται για τον εργοδότη αδύνατη η συνέχισή της.  Για τη διατήρηση του κλίματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ του εργοδότη και του εργοδοτούμενου, ο δεύτερος έχει την υποχρέωση να τηρεί καλόπιστη συμπεριφορά και οφείλει να επιδεικνύει την πρέπουσα διαγωγή και σεβασμό προς τη διεύθυνση και την προσωπικότητα του εργοδότη και των προϊσταμένων του και οφείλει να αποφεύγει οποιαδήποτε συμπεριφορά που θα μπορούσε να επηρεάσει το κύρος και να προσβάλει την προσωπικότητα του εργοδότη του.[3]  Στην υπόθεση Pattikis a.a. v. The Municipal Committee of Nicosia (1988) 1 C.L.R. 103 το Ανώτατο Δικαστήριο επισήμανε ότι η σχέση εργασίας θα πρέπει να βασίζεται στην ύπαρξη ενός κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο μερών. 

 

      Καμία διαγωγή ή συμπεριφορά εκ μέρους του εργοδοτούμενου η οποία δεν ενέχει το στοιχείο του σοβαρού παραπτώματος, δεν είναι δυνατό να λεχθεί ότι δικαιολογεί τον άμεσο και χωρίς προειδοποίηση τερματισμό της απασχόλησής του από τον εργοδότη του κατ’ εφαρμογή και του άρθρου 5 του Νόμου.  (Βλ. Κασάπη ν. Technoplastics Ltd 1 A.A.Δ. (1992) 919).  Όπως λέχθηκε στην Kynigos Hotels Ltd (ανωτέρω) ένα μεμονωμένο περιστατικό δε δικαιολογεί άμεσο τερματισμό, αφού συνεπεία αυτού ο εργοδοτούμενος χάνει τη δουλειά του, ίσως και τη σταδιοδρομία του.  Όπως προκύπτει και από την υπόθεση Constantinidou v. F. W. Woolworth & Co. (Cyprus) Ltd. (1980) 1 C.L.R. 302 ένα μεμονωμένο επεισόδιο για να δικαιολογήσει απόλυση θα πρέπει να συνδέεται με σοβαρές συνέπειες και επιπτώσεις.  Από την απόφαση Kanika Developments Ltd v. Λουκά (2004) 1Α Α.Α.Δ. 603, αναδύεται το γεγονός ότι η απόλυση πρέπει να είναι το έσχατο μέτρο στο οποίο μπορεί να καταλήξει ο εργοδότης, το οποίο πρέπει να ασκείται με φειδώ.  Το ερώτημα που πρέπει να τίθεται είναι κατά πόσον ήταν λογικό ο εργοδοτούμενος να έχανε τη δουλειά του, ίσως και τη σταδιοδρομία του.  Για την απάντηση του εν λόγω ερωτήματος θα πρέπει να σταθμίζονται από τη μία η επιλήψιμη συμπεριφορά του εργαζομένου, το εργασιακό περιβάλλον, η σταδιοδρομία, τα προτερήματα και οι αδυναμίες του εργαζομένου και από την άλλη οι ανάγκες του εργοδότη.  Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Pattikis a.a. (ανωτέρω) η σημασία της εργασίας στη ζωή του ανθρώπου έχει αναγνωριστεί ως πολύ σημαντική για την ευημερία του ίδιου του ανθρώπου.

 

Η αγγλική νομολογία αναγνωρίζει ότι ο εργαζόμενος συνήθως δεν απολύεται για την πρώτη πειθαρχική παράβαση και αυτό προκύπτει και μέσα από τα λεχθέντα του Lord Denning στην απόφαση Retarded Childrens Aid Society v Day [1978] 1CR 437 όπου αναφέρθηκε ότι: «good sense and reasonable that in the ordinary way for a first offence you should not dismiss a man on the instant without any warning or giving him a further chance».  Όπως αναφέρει ο Duggan[4] στο σύγγραμμά του: «The seriousness of the offence will be dependant on factors such as the impact of the employer’s business, the effect upon safety of the employee and fellow workers or clients, whether the nature of the offence makes the employment relationship impossible and upon whether there are any mitigating factors which means that dismissal is not the appropriate sanction». 

 

            Όπως αναφέρεται σε σωρεία αποφάσεων, δεν υπάρχει κανόνας ο οποίος να καθορίζει το βαθμό της επιλήψιμης συμπεριφοράς.  Το Δικαστήριο οφείλει να εξετάζει την κάθε περίπτωση στα πλαίσια των δικών της γεγονότων ώστε να αποφασίζει κατά πόσο η συγκεκριμένη συμπεριφορά ήταν τόσο σοβαρή και στο βαθμό που θα δικαιολογείτο η απόλυση.  Το Δικαστήριο οφείλει επίσης να λάβει υπόψη του όλες τις συνθήκες που περιβάλλουν την εργατική διαφορά καθώς επίσης και την προηγούμενη υπηρεσία και συμπεριφορά των μερών.  Προτού ο εργοδότης καταλήξει στην τελική του απόφαση θα πρέπει να λάβει υπόψη του όλες τις περιστάσεις που περιβάλλουν τη συγκεκριμένη περίπτωση συμπεριλαμβανομένων και αυτών που αφορούν το πρόσωπο του υπό απόλυση εργοδοτούμενου.  Τέτοιες περιστάσεις, μεταξύ άλλων, είναι για παράδειγμα η προηγούμενη συμπεριφορά του εργοδοτούμενου, η ευδόκιμη υπηρεσία του, τυχόν εξήγηση που έδωσε για τη συμπεριφορά, τις πράξεις ή παραλείψεις του, τυχόν πρόθεσή του για τέλεση συγκεκριμένης πράξης ή παράλειψη και το είδος των καθηκόντων που του εμπιστεύθηκε ο εργοδότης. 

 

Περαιτέρω, σημειώνουμε ότι με βάση την επιφύλαξη του άρθρου 5(ε) του Νόμου ένας εργοδότης οφείλει να ασκήσει τυχόν δικαίωμά του να απολύσει ένα εργοδοτούμενο εντός λογικού χρόνου από του γεγονότος που του παρέσχε το δικαίωμα.  Νομολογιακά, η παράλειψη του εργοδότη να ασκήσει τυχόν δικαίωμά του να απολύσει εργοδοτούμενο για ένα σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα θεωρείται ως εγκατάλειψη του εν λόγω δικαιώματος.  Στην υπόθεση Thanos Hotels Ltd v. Ανδρέου (2002) 1(Β) Α.Α.Δ. 1000, αποφασίστηκε ότι ο χρόνος που παρήλθε από το τελευταίο κατ’ ισχυρισμό παράπτωμα του εργοδοτούμενου (19/5/98) ορθά κρίθηκε πως δεν μπορούσε να θεμελιώσει λόγο απόλυσης του στις 5/10/98 εφόσον το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως λογικό χρονικό διάστημα για την άσκηση του δικαιώματος απόλυσης κατά τα προβλεπόμενα στην επιφύλαξη του άρθρου 5(ε) του Νόμου.[5]  Επιπλέον στην υπόθεση L?UNION NATIONALE (Tourism & Sea Resorts) Ltd v. Αγαθοκλέους (2000) 1 Α.Α.Δ. 2117, κρίθηκε ότι η πάροδος σχεδόν ενός μηνός από την επίδειξη απρεπούς συμπεριφοράς από τον εργοδοτούμενο μέχρι την απόλυσή του ήταν πέραν του λογικού χρόνου εντός του οποίου θα έπρεπε να ασκηθεί από τους εργοδότες το δικαίωμα απόλυσης. 

 

Δεν μπορεί να κριθεί δικαιολογημένη οποιαδήποτε απόλυση για παρελθόντες λόγους, έστω και σοβαρούς, εκτός εάν ο λόγος που επέφερε τη ρήξη της εργασιακής σχέσης είναι από μόνος του τόσο σοβαρός που να μπορεί να δικαιολογήσει απόλυση, πλην της περίπτωσης που νέο παράπτωμα επιβεβαιώνει συγκεκριμένη συστηματική συμπεριφορά του εργοδοτουμένου μετά που δόθηκαν σοβαρές προειδοποιήσεις.  Σε αντίθετη περίπτωση, εργαζόμενοι οι οποίοι υπέπεσαν σε παραπτώματα στο παρελθόν, θα κινδύνευαν εις αεί να απολυθούν για παρελθόντες λόγους με αποτέλεσμα να παρατείνεται επ’ αόριστο η αβεβαιότητα σε σχέση με την παραμονή τους στην εργασία τους.

 

      Η νομολογία, δεν παραλείπει να επισημαίνει ότι οι κυριότερες υποχρεώσεις του συνετού εργοδότη κατά την άσκηση του δικαιώματος της απόλυσης, συνδέονται με την τήρηση μιας σωστής διαδικασίας, όπου υπάρχει πλήρης σεβασμός των δικαιωμάτων του εργαζομένου προτού ληφθεί η απόφαση για απόλυσή του.  Το δικαίωμα ακρόασης στον εργοδοτούμενο παρέχεται κυρίως για να δοθεί σε αυτόν η δυνατότητα να ανατρέψει τα όσα του καταλογίζονται.  Περαιτέρω, η άμεση επαφή εργοδότη-εργοδοτούμενου μπορεί να συμβάλει στην αποκατάσταση του κλίματος εμπιστοσύνης που για κάποιο λόγο διαταράχθηκε και έτσι να αποφευχθεί η λήψη του μέτρου της απόλυσης.  Το εν λόγω δικαίωμα του εργοδοτούμενου δεν είναι απόλυτο, αφού στις περιπτώσεις όπου τα γεγονότα είναι αδιαμφισβήτητα ή ομολογούνται από τον εργοδοτούμενο η εν λόγω συζήτηση μπορεί να παραλειφθεί εφόσον δεν θα μπορούσε να επηρεάσει το αποτέλεσμα.  Το άρθρο 7 του Κυρωτικού Νόμου της Σύμβασης περί του Τερματισμού Απασχόλησης του 1985 Νόμου, Ν.45/85, έχει ως εξής: «Η απασχόληση εργαζομένου δεν πρέπει να τερματίζεται για λόγους σχετιζόμενους με τη συμπεριφορά του ή την εργασία του πριν να του δοθεί η δυνατότητα να υπερασπίσει τον εαυτό του από τις καταγγελίες που έχουν διατυπωθεί σε βάρος του, εκτός αν δεν μπορεί λογικά να αναμένεται από τον εργοδότη να του δώσει αυτή τη δυνατότητα».  Καθώς αναφέρεται στην υπόθεση Κακοφεγγίτου (ανωτέρω) «στη διαπίστωση του ευλόγου της απόφασης για απόλυση είναι που έχει τη θέση της η αρχή του άρθρου 7 καθ’ όσον συμπέρασμα βασισθέν σε στοιχεία, όσο αδιάσειστα και αν φαίνονται, που δεν έχουν απαντηθεί από τον υπάλληλο με την προβολή και της δικής του θέσης υπόκεινται σε ανάλογη αδυναμία και αμφιβολία».  Η τήρηση της σωστής διαδικασίας αποβλέπει και στην προστασία του δικαιώματος εργασίας του εργαζομένου.  Τούτο συμβαδίζει και με τα ακόλουθα που λέχθηκαν στη σελ. 607 στην υπόθεση Kanika Developments Ltd (ανωτέρω), ήτοι ότι «πρέπει πάντως να λαμβάνει κανείς πάντοτε υπόψη και το ότι ο περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμος, με τον οποίο ρυθμίζονται αυτές οι σχέσεις, είναι νομοθέτημα κοινωνικού περιεχομένου που αποβλέπει στην προστασία του δικαιώματος εργασίας, δικαίωμα που αποτελεί σημαντική σύγχρονη κατάκτηση».

 

            Ο λόγος απόλυσης καθώς και η λογικότητα της απόλυσης εργοδοτουμένου κρίνεται και περιορίζεται στη βάση των τιθέμενων ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχείων, επί των οποίων ο εργοδότης στήριξε κατά τον ουσιώδη χρόνο την απόφασή του.  Οποιαδήποτε νέα στοιχεία περιήλθαν εκ των υστέρων σε γνώση του εργοδότη και δεν είχε ενώπιόν του κατά το χρόνο λήψης της απόφασης για απόλυση[6] ή οποιαδήποτε γεγονότα ακολούθησαν την απόλυση δεν μπορούν να κρίνουν το νόμιμο ή μη της απόλυσης, όσο σοβαρά και αν φαίνονται.[7] 

 

            Προκύπτει λοιπόν το ερώτημα κατά πόσο η ενέργεια της Εργοδότριας Εταιρείας να προβεί στον άμεσο τερματισμό των υπηρεσιών της Αιτήτριας είναι νόμιμη και δικαιολογημένη.  Καθοδηγούμενο λοιπόν το Δικαστήριο από το Νόμο και τη νομολογία, στην προκειμένη περίπτωση θα πρέπει να διαπιστώσει κατά πόσο, η Αιτήτρια επέδειξε τέτοια διαγωγή ώστε να καθιστά τον εαυτό της υποκείμενο σε απόλυση και ότι η σχέση εργοδότη και εργοδοτούμενου δεν μπορούσε να συνεχιστεί και σε περίπτωση απόδειξης τέτοιας διαγωγής το κατά πόσο η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν επίσης εύλογη. (Βλ. Κακοφεγγίτου (ανωτέρω)).  Οι Καθ’ ων η αίτηση διατείνονται ότι απέλυσαν την Αιτήτρια λόγω διάπραξης σοβαρών και επαναλαμβανόμενων παραπτωμάτων κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της.  

 

            Αξιολογώντας τη μαρτυρία της κ.Ιωαννίδου παρατηρούμε ότι αυτή υπήρξε σταθερή, σαφής και ξεκάθαρη.  Η κ.Ιωαννίδου δεν υπέπεσε σε ουσιαστικές αντιφάσεις και η μαρτυρία της συνάδει με τα κατατεθέντα τεκμήρια.  Γενικά η κ.Ιωαννίδου μας έκανε καλή εντύπωση και αποδεχόμαστε ότι τα όσα ανέφερε στο Δικαστήριο σε σχέση με τα επίδικα θέματα αντικατοπτρίζουν την αλήθεια και τα όσα συνέβησαν κατά τον επίδικο χρόνο.  Η μαρτυρία της κ.Ιωαννίδου λοιπόν κρίνεται αξιόπιστη και την αποδεχόμαστε. 

 

            Το ίδιο ισχύει και για τη μαρτυρία του κ.Νικηφόρου, εφόσον και αυτός ο μάρτυρας μας έκανε καλή εντύπωση και μας έπεισε ότι ήλθε στο Δικαστήριο για να πει την αλήθεια σε σχέση με τα επίδικα θέματα. Γενικά, η εν λόγω μαρτυρία μας φάνηκε θετική, φυσική και ειλικρινής, δεν εντοπίσαμε σε αυτήν αντιφάσεις και την αποδεχόμαστε.  Θεωρούμε ότι ο κ.Νικηφόρου ήρθε στο Δικαστήριο με σκοπό να περιγράψει τα γεγονότα όπως ο ίδιος τα βίωσε και το έκανε με σταθερότητα και σαφήνεια και συνεπώς κρίνουμε τη μαρτυρία του σε σχέση με τα επίδικα θέματα αξιόπιστη. 

 

            Από την άλλη η Αιτήτρια δεν μας έκανε πολύ καλή εντύπωση.  Η Αιτήτρια δεν μας εξήγησε γιατί ενώ η ίδια θεώρησε ότι έπρεπε να ειδοποιήσει αμέσως την κ.Ιωαννίδου για τα 6 τιμολόγια που εντόπισε, το μόνο που έκανε ήταν να καλέσει την κ.Ιωαννίδου στο τηλέφωνο και τίποτε άλλο μετά που η τελευταία δεν απάντησε το τηλέφωνο, ως ο ισχυρισμός της Αιτήτριας.   Διερωτόμαστε επίσης γιατί η Αιτήτρια δεν άφησε τα εν λόγω τιμολόγια στο γραφείο της κ.Ιωαννίδου, εφόσον, όπως ισχυρίστηκε, είχε σκοπό να της τα έδινε μόλις επέστρεφε από την άδειά της.  Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι εντόπισε τα τιμολόγια στον έλεγχο και κατά το συγύρισμα που συνήθως κάνει πριν απουσιάσει με άδεια.  Από το Τεκμήριο 16 προκύπτει ότι η Αιτήτρια απουσίασε ακόμη δύο φορές με άδεια, ήτοι τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 2017 και συνεπώς, ως η θέση της, συγύρισε και τότε το γραφείο της και προέβη σε ανάλογο έλεγχο.  Παρατηρούμε ότι η Αιτήτρια δεν είχε συγκεκριμένες και πειστικές απαντήσεις για τα πλείστα από όσα της καταλόγισαν οι Καθ’ ων η αίτηση και όταν ερωτείτο σχετικά έδινε γενικές και αόριστες απαντήσεις και έλεγε ότι λογικά κάτι άλλο θα υπήρχε, χωρίς όμως να το συγκεκριμενοποιεί και να το εξηγεί.  Δεν μας έπεισε η εξήγηση που έδωσε η Αιτήτρια σε σχέση με τα €200 που έλαβε από πελάτιδα και δεν τα έδωσε στον κ.Νικηφόρου πριν φύγει με άδεια, Τεκμήριο 17, ότι δηλαδή δεν τα έλαβε στις ημερομηνίες που αναγράφονται στις αποδείξεις, ήτοι την 6/4/17 και την 4/5/17 αλλά μία – δύο ημέρες πριν φύγει με άδεια, εφόσον όπως η ίδια ισχυρίστηκε η εν λόγω πελάτιδα πάντα τηλεφωνούσε πριν να μεταβεί στο δικηγορικό γραφείο και συνεπώς η Αιτήτρια είχε το χρόνο να ετοιμάσει νέα απόδειξη.  Αλλά ακόμη και να δεχόμασταν τη θέση της, ότι δηλαδή υπέγραψε παραλαβή χρημάτων με ημερομηνία παραλαβής 5–6 μήνες προηγουμένως, αυτό θα ήταν απαράδεκτο.  Τέλος, παρατηρούμε ότι ενώ αρχικά αντεξεταζόμενη η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι δεν παρέδωσε €200 στην κ.Ιωαννίδου όταν επέστρεψε από την άδειά της, στη συνέχεια της αντεξέτασής της και κατόπιν υπόδειξης του Τεκμηρίου 17 συμφώνησε ότι το έκανε.  Για όλα τα πιο πάνω η Αιτήτρια δεν μας έπεισε ότι μας είπε την αλήθεια, η μαρτυρία της οποίας δεν κρίνεται ως αξιόπιστη.             

 

            Δεν δεχόμαστε τη θέση της Αιτήτριας ότι αυτή απολύθηκε χωρίς να της δοθεί το δικαίωμα ακρόασης, εφόσον η κ.Ιωαννίδου ρώτησε και άκουσε τη θέση της Αιτήτριας σε σχέση με τα 6 τιμολόγια.  Το γεγονός ότι οι Καθ’ ων η αίτηση συμπεριέλαβαν στην επιστολή απόλυσης και άλλους λόγους δεν σημαίνει ότι δεν δόθηκε στην Αιτήτρια το δικαίωμα ακρόασης, εφόσον όπως ανέφερε ο κ.Νικηφόρου, ο κύριος λόγος που απέλυσε την Αιτήτρια ήταν τα 6 τιμολόγια και το γεγονός ότι τους είπε ψέματα γι’ αυτά.  Η Αιτήτρια χωρίς κανένα λόγο παρέλειψε 6 φορές να παραδώσει εκδοθέντα τιμολόγια για μεγάλο χρονικό διάστημα και είπε ψέματα ότι τα είχε παραδώσει.  Όπως η ίδια παραδέχθηκε οι οδηγίες ήταν να παραδίδεται κάθε τιμολόγιο αμέσως και όχι να αφήνονται στο γραφείο.  Το γεγονός ότι τα τιμολόγια βρέθηκαν ενωμένα μαζί δεικνύει ότι η Αιτήτρια κάθε φορά που λάμβανε έκαστο τιμολόγιο, γνώριζε ότι δεν παρέδωσε το προηγούμενο.     

 

            Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην υπόθεση  L. Papaphilippou & Co v. Λουκά (ανωτέρω), η οποία επίσης αφορούσε απόλυση ιδιαιτέρας γραμματέας σε δικηγορικό γραφείο με επίκληση απρεπούς και παράνομης διαγωγής και διάπραξης σοβαρού παραπτώματος κατά την εκτέλεση καθηκόντων.  Στην εν λόγω υπόθεση επαναλήφθηκε η αρχή ότι η συζήτηση με τον εργοδοτούμενο μπορεί να παραλειφθεί «μόνο εάν τα υπάρχοντα εναντίον του στοιχεία ομολογούνται από τον ίδιο ή είναι τόσο έκδηλα, ώστε να μην μπορούν αντικειμενικά να αμφισβητηθούν», με επίκληση σε σχετική αγγλική νομολογία.[8]  Η προκειμένη περίπτωση αφορούσε απόλυση ιδιαιτέρας με 14 χρόνια υπηρεσίας, η οποία θεωρείτο καλή και έμπιστη υπάλληλος, όπου τον Ιανουάριο του 2008 άρχισαν να δημιουργούνται σκιές στην εργασιακή σχέση των διαδίκων με αποτέλεσμα η Αιτήτρια να αναγκαστεί να παραμείνει στο σπίτι της με πληρωμένη άδεια για 1 περίπου μήνα και την 17/4/18 έλαβε χώρα γεγονός το οποίο και αποτέλεσε τη γενεσιουργό αιτία απόλυσής της και το οποίο αφορούσε λήψη και φωτοτύπηση εμπιστευτικού εγγράφου, με δικαιολογία από την ίδια ότι έπραξε ανάλογα επειδή θεώρησε ότι το έγγραφο την αφορούσε.  Ο εργοδότης, θεώρησε το συμβάν ως πάρα πολύ σοβαρό και απέλυσε την Αιτήτρια άμεσα.  Το Ανώτατο Δικαστήριο εξετάζοντας τα πιο πάνω ανέφερε τα ακόλουθα σχετικά:

 

              «Η εργασιακή σχέση είχε πληγεί ανεπανόρθωτα εξαιτίας της υπό αναφορά συμπεριφοράς της Εφεσίβλητης. Η βάση της εργασιακής σχέσης, η πίστη και η εμπιστοσύνη, δηλαδή, που την περιβάλλει, έχει συθέμελα κλονιστεί. Η προσβολή της σχέσης εμπιστοσύνης στην προκειμένη περίπτωση, δεν επηρέαζε μόνο τα συμφέροντα του εργοδότη, αλλά και αυτά τρίτων, δεδομένης της ιδιότητας του εργοδότη και του χειρισμού από δικηγορικό γραφείο υποθέσεων άλλων προσώπων.  Στην παρούσα περίπτωση βρισκόμαστε ενώπιον σχέσης εργοδότησης αυξημένης πίστης και εμπιστοσύνης. Ο χειρισμός εκ μέρους του εργοδότη θεμάτων νομικής φύσης και υποθέσεων τρίτων εμπεριέχει το στοιχείο της εχεμύθειας και της εμπιστευτικότητας σε υπέρτατο βαθμό. Στοιχείο το οποίο οφείλουν να σέβονται, και με το οποίο θα πρέπει να συμβαδίζουν και οι εργοδοτούμενοι σε δικηγορικό γραφείο. Ιδίως, δε, οι γραμματείς, οι οποίες, λόγω της θέσης τους, έχουν άμεση γνώση και πρόσβαση σε διάφορα στοιχεία εμπιστευτικής φύσης».

 

            Παρόλο που στην προκειμένη περίπτωση η Αιτήτρια δεν φωτοτύπησε εμπιστευτικό έγγραφο, το γεγονός ότι αυτή συστηματικά αμελούσε για άγνωστο λόγο να παραδώσει τιμολόγια σε πελάτη για μεγάλο χρονικό διάστημα σε συνδυασμό με το ότι επιβεβαίωνε στον εργοδότη της ότι τα τιμολόγια αυτά είχαν παραδοθεί αλλά και με την παραδοχή της στο τέλος ότι τους είπε ψέματα, έδωσε το δικαίωμα στην Εργοδότρια Εταιρεία να απολύσει νόμιμα την Αιτήτρια λόγω επαναλαμβανόμενης απρεπούς διαγωγής και διάπραξης σοβαρού παραπτώματος. 

 

            Συνακόλουθα, θεωρούμε ότι οι Καθ’ ων η αίτηση απέσεισαν το βάρος απόδειξης που τους βάραινε εφόσον αποδείχτηκε ότι δικαιολογημένα απέλυσαν την Αιτήτρια συνεπεία της απαράδεκτης διαγωγής της η οποία κλόνισε την πίστη και την εμπιστοσύνη που πρέπει να διακρίνει τη σχέση εργασίας με αποτέλεσμα να μην αναμένεται λογικά να μπορεί να συνεχιστεί η σχέση εργοδότη και εργοδοτούμενου. 

 

            Εν όψει των πιο πάνω, η αίτηση της Αιτήτριας δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται ομόφωνα με €1.600 έξοδα εναντίον της και υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση.                                   

                       

 

(Υπ.) …………………………………………

         Χ. Παπαγεωργίου, Δικαστής.

 

   (Υπ.)..............................................             (Υπ.).............................................

                      Μ. Μιχαήλ,  Μέλος                                  Ν. Κυριάκου, Μέλος

 

ΠΙΣΤΟΝ  ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 



[1]Στην εν λόγω υπόθεση αναφέρθηκαν τα εξής: «Επί της ουσίας της επίδικης διαφοράς το ερώτημα αφορά το εύλογο της απόφασης των εφεσιβλήτων να τερματίσουν την εργοδότηση του εφεσείοντα, έχοντας το βάρος να αποδείξουν, επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, ότι ενήργησαν υπό τις περιστάσεις ως λογικός εργοδότης (Κακοφεγγίτου, ανωτέρω).  Το εύλογο της συμπεριφοράς ενός εργοδότη κρίνεται εξ αντικειμένου με μέτρο το «λογικό εργοδότη».  Εάν κανένας λογικός εργοδότης δεν θα απέλυε, υπό τέτοιες περιστάσεις, τον εργαζόμενο, τότε πρόκειται για αδικαιολόγητη απόλυση.  Εάν όμως ένας λογικός εργοδότης μπορούσε να τον απολύσει, τότε η απόλυση είναι δικαιολογημένη, όπως ετέθη από τον Lord Denning Μ.R. στην British Leyland (UK) Ltd v. Swing (1981) 1 RLR 91, 93 και υιοθετήθηκε στην L. Papaphilippou, ανωτέρω».        

[2] Στην εν λόγω υπόθεση λέχθηκαν τα ακόλουθα: «Όπως, δε, έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί, η λογικότητα ή μη της απόλυσης δεν κρίνεται με βάση το τι το δικάσαν Δικαστήριο θα έκανε αν ήταν στη θέση του εργοδότη.  Αντί αυτού, το Δικαστήριο θα πρέπει να ρωτήσει τον εαυτό του κατά πόσον, με το μέτρο του λογικού εργοδότη, στοιχειοθετήθηκαν λογικές αιτίες σε σχέση με την πεποίθησή του ότι ο εργοδοτούμενος υπήρξε ένοχος ανάρμοστης συμπεριφοράς και κατά πόσο η διερεύνηση του ζητήματος από τον εργοδότη ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογη …».  

[3] Ιωάννης Δ. Κουκιάδης , Εργατικό Δίκαιο, Γ’ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2005, σελ. 562-563.

[4] Michael Duggan, Unfair Dismissal, Law, Practice & Guidance, 1999, σελ. 181.

[5] Σχετική είναι επίσης η υπόθεση Κυπριανού & Σία ν. Πετρίδη (2007) 1(Α) Α.Α.Δ. 607. 

[6] Στην υπόθεση Ιακωβίδης ως Εκκαθαριστής της Eurocypria Airlines Ltd v. Σουρουλλά, Πολ. Εφ. 188/12, ημερ, 20/11/18, αναφέρθηκε ότι: «Με βάση τη νομολογία, λοιπόν, το εύλογο ή όχι της κατάληξης του εργοδότη, ο οποίος φέρει το βάρος να αποδείξει το δικαιολογημένο της απόλυσης επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, συναρτάται με τα στοιχεία που αυτός είχε ενώπιον του κατά το χρόνο της απόλυσης, στα οποία θα πρέπει να περιλαμβάνονται και οι όποιες θέσεις του αιτητή. Να αναφέρουμε εδώ, παρενθετικά, ότι για τον κανόνα αναφορικά με την αξιολόγηση του εύλογου της έρευνας του εργοδότη και της κατάληξης του περί ύπαρξης μεμπτής συμπεριφοράς, σχετική είναι η υπόθεση British Home Stores Ltd v Burchell [1978] IRLR 379, EAT.  Η εστίαση της νομολογίας στην απόφαση απόλυσης που λαμβάνει ο εργοδότης κατά τον ουσιώδη χρόνο, υπό το φως των περιστάσεων που έχει υπόψη του, σημαίνει ότι στοιχεία που έρχονται στο φως μετά την απόλυση δεν μπορούν να επηρεάσουν το ζήτημα της νομιμότητας της».

[7] Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Halsbury’s Laws of England, 4η έκδοση, Vol. 16 (1B), σελ. 103, παρ. 645: «It is a central principle of unfair dismissal law that the fairness of a dismissal should be determined on the facts as known to the employer at the time of dismissal.  In contrast to the common law on wrongful dismissal, an employer cannot rely on subsequently discovered facts, especially misconduct by the employee, to justify a dismissal that was unfair on the facts known at the time».

[8] West Midlands Cooperative Society Ltd v Tipton [1986] W.C.R. 306, 316 και Roberts and Ellison v Short Bros and Harlon Ltd [1976] EAT 318/1976


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο