ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ – ΛΑΡΝΑΚΑ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χ. Παπαγεωργίου, Δικαστή.

                   Ν. Κάπελλου ) 

                   Κ. Γιασουμή  )  Μελών

                                                                                                  Αρ. Αίτησης: 255/23

Μεταξύ:

                                                           Χρήστου Χρυσικού

                                                                                                Αιτητή

                                                    και

 

1.    Ντεγκώλ Χατζηχάννα

                                                                       Καθ΄ ου η αίτηση

                  

Ημερομηνία: 27 Μαρτίου, 2024

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για τον Αιτητή: Προσωπικά

Για τον Καθ’ ου η αίτηση: κα. Καραβέλα Α.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Ο Αιτητής, με την αίτηση εργατικής διαφοράς αιτείται τα ακόλουθα:

 

«Α. Απόφαση του Δικαστηρίου ότι το έντυπο ημερομηνίας 11 Σεπτεμβρίου 2023 το οποίο εξέδωσε ο Καθ' ου η αίτηση 1, εφεξής φερόμενο ως «ΑΠΟΦΑΣΗ», και με το οποίο τερματίστηκε η απασχόλησή μου ως Φύλακας Ασφαλείας από την εταιρεία Eagle Watch Security Services Ltd, από την 11.09.2023 ενώ ήμουν φύλακας σε αυτή με πενταετές συμβόλαιο εργασίας από την 14/12/2022 έως την 13/12/2027, είναι άκυρη, παράνομη και στερείται οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.

 

Β. Δήλωση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη του Καθ' ου η αίτηση 1 να εξετάσει και/ή να εγκρίνει τις αιτήσεις μου αντίστοιχων ημερομηνιών 1/9/2023, 4/9/2023, 7/9/2023, και 10/9/2023, οι οποίες αφορούσαν την χορήγηση κανονικής μου άδειας, είναι πράξη παράνομη, αντίκειται στον Ν.1967 (8/1967), 3-(1), και/ή ότι παραλείφθηκε να διαταχθεί να γίνει.

 

Γ. Διάταγμα του Δικαστηρίου ότι η έκδοση της «ΑΠΟΦΑΣΗΣ» του καθ' ου η αίτηση 1 ημερομηνίας 11 Σεπτεμβρίου 2023, είναι πράξη δυσμενούς μεταχείρισής μου η οποία προκλήθηκε λόγω καταχωρημένης μου ποινικής καταγγελίας εναντίον της Φύλακος Ασφαλείας …  ημερομηνίας 10.09.2023 για την διάπραξη του  αδικήματος της «παραμέλησης υπηρεσιακού καθήκοντος» εναντίον μου.

 

Δ. Δήλωση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου η οποία να κηρύσσει την «ΑΠΟΦΑΣΗ»  ημερομηνίας 11 Σεπτεμβρίου 2023 του Καθ' ου η αίτηση 1 ως πράξη η οποία τελέστηκε λόγω ότι άσκησα το δικαίωμα της αιτήσεως άδειάς μου, της αιτήσεως χορήγησης αντίγραφου συμβολαίου μου, και καταχώρησης ποινικής καταγγελίας εναντίον της Super Visor και Φύλακος Ασφαλείας … κατά παράβαση του άρθρου 24 -(1)  του N.25(I)/2023.

 

Ε. Διάταγμα του Δικαστηρίου που να κηρύσσει την «ΑΠΟΦΑΣΗ» ημερομηνίας 11 Σεπτεμβρίου 2023, σύμφωνα πάντα με αποδεικτικό έντυπο ημερομηνίας Tue, Sep 12, 2023 at 2 32 ΡΜ , το οποίο πιστοποιεί την εν λόγω οφειλή του καθ' ου η αίτηση 1 και ο οποίος αρνήθηκε να εκτελέσει αυτή, συνοδευόμενο με τις αναλυτικές καταστάσεις αποπληρωμής των δύο μηνών Αυγούστου και Σεπτεμβρίου κατά τις οποίες εργάστηκα στην εταιρεία του. ως ΑΚΥΡΗ.

 

Η. Την επιβολή χρηματικού προστίμου €1.500 εναντίον του καθ' ου η αίτηση 1 ο οποίος παρέλειψε να μου χορηγήσει την αιτούμενη βάσει νόμου (Περί Ετησίων Αδειών Μετ' Απολαβών Νόμου του 1967(8/1967) (14- (1) (α), την οποία άδεια αιτήθηκα περιοδικά.

 

Θ. Την επιβολή χρηματικού προστίμου €400 εναντίον του Καθ' ου η αίτηση 1 , ο οποίος στον αριθμημένο ισχυρισμό του 2 επί του εντύπου της «ΑΠΟΦΑΣΗΣ» ημερομηνίας 11 Σεπτεμβρίου 2023, κατέθεσε εγγράφως και Ψευδώς ότι είχε το δικαίωμα να με απολύσει χωρίς προειδοποίηση, κατά παράβαση του άρθρου 9 - (1) του Περί Τερματισμού Απασχόλησης Νόμου του 1967 (24/1967).

 

Ι. Την επιβολή χρηματικού προστίμου €5.500 εναντίον του καθ' ου η αίτηση 1 , ο οποίος κατά παράβαση του άρθρου 27 του Ν.25(Ι)/2Ο23 και εφόσον παραβίασε τις πρόνοιες των άρθρων 23 και 24-(1) του οικείου Νόμου, με υπέβαλε σε δυσμενή μεταχείριση λόγω υποβολής ποινικής μου καταγγελίας εναντίον της Φύλακος Ασφαλείας … και λόγω καταχώρησης αγωγής εναντίον του Υποδιευθυντή του …. κατά την πιστή εκτέλεση της φύλαξής μου.

 

Κ. Να υποχρεωθεί ο καθ' ου η αίτηση 1 να καταβάλει σ’ εμέ το συνολικό ποσό των   €7.148 και δη νομιμοτόκως από την επίδοση της παρούσας, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης την οποία έχω υποστεί ένεκα της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του.

 

Λ. Να καταδικαστεί ο καθ' ου η αίτηση 1 στην εν γένει δικαστική μου δαπάνη».

 

Ο Αιτητής στο δικόγραφό του ισχυρίζεται ότι προσλήφθηκε ως φύλακας ασφαλείας στην εταιρεία Eagle Watch Security Services Ltd για την περίοδο από 14/12/22 μέχρι την 13/12/27, ότι την 11/9/23 αντιπρόσωπος της εν λόγω εταιρείας του έδωσε «διά χειρός» «απόφαση» με την οποία τερματίστηκε η απασχόλησή του, ότι την 14/9/23 κατήγγειλε τον Καθ’ ου η αίτηση στην αστυνομία επειδή αρνήθηκε να του πληρώσει ποσό €1.078 και €170 που αφορούσαν πληρωμή για τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο, ότι την 15/9/23 ο Καθ’ ου η αίτηση καταγγέλθηκε επίσης για ψευδείς παραστάσεις, συνομωσία για καταδολίευση, ψευδορκία, παράλειψη υπηρεσιακού καθήκοντος και για γραπτή δυσφήμιση.  Ο Αιτητής αναφέρεται στον περί Ετησίων Αδειών Μετ’ Απολαβών Νόμο, Ν.8/67 και στον περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμο, Ν.24/67 και ζητά όπως αναφέρεται ανωτέρω, μεταξύ άλλων, απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση για απόλυσή του είναι άκυρη και παράνομη, δήλωση του Δικαστηρίου ότι η μη χορήγηση άδειας είναι παράνομη, διάταγμα του Δικαστηρίου που να αναφέρει ότι η απόλυσή του είναι πράξη δυσμενούς μεταχείρισής του και ότι έγινε λόγω καταχωρημένης ποινικής του καταγγελίας, πληρωμή άδειας και πληρωμή προειδοποίησης.  Ο Αιτητής αναφέρει επίσης στο δικόγραφό του ότι «η εργατική διαφορά που προέκυψε υπάγεται στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών δυνάμει του άρθρου 26 του Ν.25(Ι)/2023»

 

Ο Καθ’ ου η αίτηση στο δικόγραφό του, εγείρει 5 προδικαστικές ενστάσεις.  Συγκεκριμένα η πρώτη προδικαστική ένσταση αφορά σε ισχυρισμό ότι δεν έχει δημιουργηθεί και δεν έχει προκύψει οποιοδήποτε αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του Καθ’ ου η αίτηση.  Η δεύτερη προδικαστική ένσταση αφορά σε ισχυρισμό ότι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών στερείται δικαιοδοσίας και είναι αναρμόδιο να εκδικάσει την αίτηση καθώς δεν υφίσταται σχέση εργοδότη – εργοδοτούμενου και αυτό που αιτείται ο Αιτητής είναι η καταβολή προστίμων.  Η τρίτη προδικαστική ένσταση αφορά σε ισχυρισμό ότι ο Καθ΄ ου η αίτηση δεν εργοδότησε τον  Αιτητή.  Η τέταρτη προδικαστική ένσταση αναφέρει ότι η αίτηση είναι καταχρηστική εφόσον τα όσα εγείρονται εναντίον του Καθ’ ου η αίτηση δεν εξειδικεύονται, ενώ η πέμπτη προδικαστική ένσταση αφορά σε ισχυρισμό για επιπόλαιη και ενοχλητική αίτηση η οποία χρησιμοποιείται ως μέτρο άσκησης πίεσης.  Στη συνέχεια ο Καθ’ ου η αίτηση ισχυρίζεται στο δικόγραφό του ότι ο τερματισμός της υπηρεσίας του Αιτητή από την Eagle Watch Security Services Ltd είναι νόμιμος και ότι ο Αιτητής αρνήθηκε να παραλάβει τα δεδουλευμένα του για τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 2023 και ζητά την απόρριψη της αίτησης με έξοδα υπέρ του Καθ’ ου η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.   

 

Το ότι ο Αιτητής εργοδοτείτο στην υπηρεσία της Eagle Watch Security Services Ltd είναι παραδεκτό από τα δικόγραφα και των δύο πλευρών και συνεπώς αδιαμφησβήτητο πραγματικό γεγονός.  Το ότι η εν λόγω εταιρεία δεν είναι διάδικος προκύπτει ξεκάθαρα από τον τίτλο της αίτησης.  Όπως αναφέρεται ανωτέρω, ο Αιτητής βασίζει την απαίτησή του στον περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμο, Ν.24/67 (στο εξής: «ο Νόμος»), στον περί Ετησίων Αδειών Μετ΄ Απολαβών Νόμο, Ν.8/67 και στον περί Διαφανών και Προβλέψιμων Όρων Εργασίας Νόμο του 2023, Ν.25(Ι)/23.      

 

Συνεπώς το Δικαστήριο οφείλει σε αυτό το στάδιο να εξετάσει το θέμα της δικαιοδοσίας, ήτοι το κατά πόσο το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών καθίσταται καθ’ ύλην αρμόδιο να εκδικάσει την παρούσα αίτηση η οποία δεν στρέφεται εναντίον του εργοδότη του Αιτητή.

 

Ο Αιτητής με την αγόρευσή του ανέφερε μεταξύ άλλων ότι η σχέση του ως φύλακας ασφαλείας ήταν προϊόν εργοδότησής του από τον Γενικό Διευθυντή της Εταιρείας Eagle Watch Security Services Ltd, εφόσον αυτός τον εργοδότησε.  Ο Αιτητής αναφέρει επίσης ότι «είναι αδιαμφισβήτητο πραγματικό γεγονός από τα δικόγραφα του Αιτητή, ότι ο Αιτητής εργοδοτήθηκε από την εταιρεία της οποίας Γενικός της Διευθυντής ήταν ο κ….. και φέρει την επωνυμία Eagle Watch Security Services Ltd, κατά τον επίδικο χρόνο, και για την απόλυση του από την άνω εταιρεία διατείνεται και στοιχειοθετείτε παράνομη απόλυσή του».  Περαιτέρω, ο Αιτητής αναφέρει ότι εργοδότης του ήταν ο Καθ’ ου η αίτηση, ότι η παρούσα υπόθεση αφορά παράνομη απόλυση, ότι το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία δυνάμει του άρθρου 26 του περί Διαφανών και Προβλέψιμων όρων Εργασίας του 2023, Ν.25(I)/23 και με βάση τον Κανονισμό 12 του περί Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Διαδικαστικό Κανονισμό και ότι το σημείωμα εμφάνισης του Καθ’ ου η αίτηση είναι ανύπαρκτο.

 

Με την αγόρευσή του ο δικηγόρος του Καθ’ ου αίτηση ισχυρίστηκε ότι τίθεται ζήτημα κατά πόσο υπάρχει μεταξύ των διαδίκων εργατική διαφορά, ότι ο Καθ’ ου η αίτηση είναι ο διευθυντής της εταιρείας που εργοδοτούσε τον Αιτητή, ότι ο Αιτητής λανθασμένα καταχώρησε την αίτηση του εναντίον του Καθ’ ου η αίτηση εφόσον ο τελευταίος δεν τον εργοδότησε ποτέ προσωπικά και ότι για να υπάρχει εργατική διαφορά πρέπει να υπάρχει σχέση εργοδότη – εργαζομένου. 

 

Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα (1998) 1Γ Α.Α.Δ. 1718, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά με τη δικαιοδοσία στη σελ. 1734: «Δικαιοδοσία ή αρμοδιότητα σημαίνει την εξουσία την οποία έχει ένα δικαστήριο να αποφασίζει θέματα τα οποία παρουσιάζονται ενώπιον του ή να επιλαμβάνεται θεμάτων τα οποία παρουσιάζονται, σύμφωνα με Δικονομικούς Κανόνες ενώπιον του, για απόφαση. Τα όρια της δικαιοδοσίας ή αρμοδιότητας καθορίζονται από το Νόμο ο οποίος καθιδρύει το Δικαστήριο. Η δικαιοδοσία πρέπει να υπάρχει πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης»Η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου είναι θέμα δημόσιας τάξης και μπορεί να εγερθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ακόμη και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο.  Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Cydive Ltd v. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Πολ. Εφ. 207/12, ημερ. 7/6/18, ECLI:CY:AD:2018:A279: «Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι ενόψει της σπουδαιότητας του θέματος της δικαιοδοσίας μπορεί να εξεταστεί και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο».  Ελλείψει δικαιοδοσίας κάθε απόφαση δικαστηρίου είναι άκυρη (Βλ. υπόθεση Michaelides ν. Gregoriou a.o. (1988) 1 Α.Α.Δ 88[1]).  Άλλωστε, με βάση τη νομολογία και όπως λέχθηκε στην υπόθεση Αγρόκτημα Λανίτη Λτδ κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα (1991) 1 Α.Α.Δ. 225, 228 «θέματα που άπτονται της αρμοδιότητας του δικαστηρίου πρέπει να επιλύονται το ενωρίτερο δυνατό.  Είναι αντινομικό το δικαστήριο να αναλαμβάνει και να ασκεί δικαιοδοσία εκτός του πεδίου της αρμοδιότητάς του».  Στην υπόθεση Lioudmila v. Anton, Πολ. Εφ. 14/17 ημερ. 3/7/18 αναφέρθηκε ότι «ο προσδιορισμός της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, εδράζεται στα δικόγραφα και ιδιαιτέρως στην Έκθεση Απαίτησης, αντιπαραβαλλόμενος προς τις ισχύουσες νομοθετικές πρόνοιες. (Κυθραιώτης ν. Ward (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1480).»

 

Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών καθιδρύθηκε δυνάμει του άρθρου 12(1) του περί Ετησίων Αδειών Μετ’ Απολαβών Νόμου του 1967, Ν.8/67, με αποκλειστική δικαιοδοσία τη διάγνωση και απόφαση επί των διαφορών που καθορίζονται στο εν λόγω άρθρο. Συγκεκριμένα, το εν λόγω άρθρο, ως τροποποιήθηκε, έχει ως εξής:

 

         «12.—(1) Καθιδρύεται Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών, (εν τω παρόντι Νόμω καλούμενον «Το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών») εις την αποκλειστικήν δικαιοδοσίαν του οποίου υπάγεται η διάγνωσις και απόφασις επί των ακολούθων διαφορών:

        

         (α) απασών των εργατικών διαφορών των αναφυομένων συνεπεία της εφαρμογής του παρόντος Νόμου ή οιωνδήποτε κανονισμών εκδοθέντων δυνάμει αυτού ή αμφοτέρων, περιλαμβανομένου και παντός παρεμπίπτοντος ή συμπληρωματικού προς τοιαύτας διαφοράς θέματος·

        

         (β) απασών των εργατικών διαφορών, συμπεριλαμβανομένου και παντός συμπληρωματικού ή παρεμπίπτοντος θέματος  παραπεμπομένου αυτώ δυνάμει ρητής διατάξεως οιουδήποτε ετέρου νόμου ή Κανονισμών εκδοθέντων δυνάμει αυτού ή αμφοτέρων·

        

         (γ) πάσης εργατικής διαφοράς παραπεμπομένης αυτώ υπό του Υπουργού, είτε κοινή συναινέσει αμφοτέρων των μερών, είτε δυνάμει οιασδήποτε εν ισχύϊ συλλογικής συμβάσεως ή διευθετήσεως αφορώσης την επίλυσιν εργατικών διαφορών διά διαιτησίας·

        

         (δ) οιασδήποτε ετέρας διαφοράς, συμπεριλαμβανομένης και οιασδήποτε απαιτήσεως διά παροχήν ή αποφάσεως αρμοδίου λειτουργού, δυνάμει των διατάξεων του εκάστοτε περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων ισχύοντος Νόμου, ήτις ήθελε παραπεμφθή αυτώ, ως ήθελεν εκάστοτε καθορισθή διά νόμου ή διά κανονισμών εκδοθέντων κατ’ εφαρμογήν του εδαφίου τούτου.

        

         (ε) αυτοτελείς αξιώσεις που εγείρονται από τη σύμβαση εργασίας και περιλαμβάνουν απαιτήσεις για ετήσιες άδειες, δεδουλευμένο ημερομίσθιο, φιλοδώρημα, δέκατο τρίτο μισθό και οποιοδήποτε άλλο δικαίωμα προκύπτει από νόμο, κανονισμό, έθιμο, ατομική ή συλλογική σύμβαση.

        

         (στ) οποιωνδήποτε διαφορών αστικής φύσεως αναφύονται συνεπεία της εφαρμογής του περί Προστασίας της Μητρότητας Νόμου.»

 

Συνεπώς, κατά πρώτον, το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών έχει καθ’ ύλη αρμοδιότητα να εκδικάσει εργατικές διαφορές που αναφύονται συνεπεία της εφαρμογής του Ν.8/67 (εδάφιο (α)), αλλά και όλες τις εργατικές διαφορές που παραπέμπονται στο Δικαστήριο δυνάμει ρητής διατάξεως οποιουδήποτε άλλου νόμου ή κανονισμών (εδάφιον (β)), όπως και αυτοτελείς αξιώσεις που εγείρονται από τη σύμβαση εργασίας, (εδάφιον (ε)).  Με βάση τα πιο πάνω, η επίλυση όλων των εργατικών διαφορών για τις οποίες υπάρχει ρητή διάταξη από οποιονδήποτε νόμο εντάσσονται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.  Στο άρθρο 2 του Ν.8/67 αναφέρεται ότι: «Εργατική Διαφορά» σηµαίνει οιανδήποτε διαφοράν µεταξύ εργοδοτών  και εργοδοτουµένων ή µεταξύ εργοδοτουµένων και εργοδοτουµένων, εν σχέσει προς την απασχόλησιν ή την µη απασχόλησιν ή τας συνθήκας απασχολήσεως ή τους όρους απασχολήσεως οιωνδήποτε προσώπων είτε εργοδοτουµένων υπό του εργοδότου µετά του οποίου εγείρεται η διαφορά είτε µη».  H ίδια ερμηνεία δίνεται και στο άρθρο 2 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου, Ν.24/67.

           

            Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο το πρώτο πράγμα που πρέπει να εξετάσει, είναι το κατά πόσο υφίσταται εργατική διαφορά μεταξύ των μερών, δηλαδή κατά πόσο το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών έχει καθ’ ύλην αρμοδιότητα  να εκδικάσει την παρούσα αίτηση. 

 

            Το Δικαστήριο για να αποφασίσει επί του επίδικου θέματος θα πρέπει να ερμηνεύσει τις πιο πάνω πρόνοιες του Νόμου 8/67 ο οποίος καθιδρύει το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών και του Νόμου 24/67 στον οποίο βασίζει ο Αιτητής τις αξιώσεις του, όπως αναφέρεται ανωτέρω.  

 

Όπως είναι νομολογιακά καθιερωμένο αποτελεί ερμηνευτικό αξίωμα ότι, όπου το λεκτικό του Νόμου είναι σαφές, ο Νόμος πρέπει να εφαρμόζεται ως έχει. (Βλ. The Cyprus Cement Company Limited v. Republic (1974) 3 C.L.R. 514, Ghalanos Distributors Ltd v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 528, Μακεδόνας v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 162, Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις Πλάζα Λτδ v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερμασόγειας (1998) 3 Α.Α.Δ. 348 και Κυριακίδης κ.α. v. Δικηγοροπούλου κ.α. (2012) 1Β Α.Α.Δ. 1164).  Στην υπόθεση Γεωργίου v. Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων (1999) 1 Α.Α.Δ. 384, απόφαση πλειοψηφίας, αναφέρθηκαν τα εξής στη σελ.389: «Όπου το λεκτικό του Νόμου είναι καθαρό και σαφές πρέπει να ερμηνευθεί σύμφωνα με τη φυσική και συνηθισμένη του έννοια γιατί αυτό το λεκτικό εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την πρόθεση του Νομοθέτη (Maxwell on the Interpretation of Statutes, 10η έκδοση, σελ. 2, Income Tax Commissioners v. Pamsel [1891] A.C. 531, 543, Pilabakis v. Cyprus Inland Telecommunications Authority (1963) 2 C.L.R. 429). Εφόσον το νόημα ενός νόμου είναι απλό το δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να διερευνήσει την σοφία του. Δεν είναι καθήκον του δικαστηρίου να καταστήσει τον Νόμο λογικό αλλά να τον ερμηνεύσει όπως έχει σύμφωνα με το ορθό νόημα του λεκτικού του (Sutters v. Briggs [1922] 1 A.C. 1, 8, Kanaris v. Tosoum (1969) 1 C.L.R. 637, 643). Δεν είναι επιτρεπτή η προσθήκη λέξεων στο κείμενο του Νόμου και η παρεμβολή επεκτάσεων οι οποίες δεν βρίσκονται στο Νόμο (Papaneophytou v. Republic (1973) 3 C.L.R. 191, 204)».  Τα πιο πάνω υιοθετήθηκαν στην υπόθεση Κλεοβούλου v. Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων (2013) 1Α Α.Α.Δ. 480.  Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην υπόθεση Νικολάου v. Βασιλείου (1999) 1Γ Α.Α.Δ. 1566.[2]  Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Ghalanos Distributors Ltd (ανωτέρω), στη σελ. 533: «Το Δικαστήριο δεν κρίνει την πολιτική του νόμου ούτε επιχειρεί με ερμηνευτικά μέσα να δώσει σοφότερη ή δικαιότερη λύση ή ακόμα πιο επιθυμητή από αυτήν που προβλέπει η διάταξη».  Στην υπόθεση Νικολάου v. Total Properties Ltd κ.α. (2011) 1Β Α.Α.Δ. 1358, αναφέρθηκε ότι: «Συνιστά πάγια νομολογιακή αρχή ότι εκεί όπου το λεκτικό του Νόμου είναι σαφές, τότε για σκοπούς διακρίβωσης του πραγματικού σκοπού του νομοθέτη, το μόνο αυθεντικό οδηγό αποτελεί το κείμενο του νόμου. Στις λέξεις θα πρέπει να αποδίδεται η φυσική και συνήθης έννοια τους και τα δικαστήρια οφείλουν να καταστήσουν το νόμο αποτελεσματικό, οποιεσδήποτε και αν είναι οι συνέπειες».  Παραπέμπουμε επίσης στην υπόθεση Southfields Industries Ltd v. Δήμου Λευκωσίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 59, 64 όπου αναφέρθηκε ότι: «Σκοπός της ερμηνείας του νόμου είναι η ανεύρεση της πρόθεσης του νομοθέτη. Όπου το λεκτικό της διάταξης είναι σαφές, το Δικαστήριο την ερμηνεύει με βάση τη φυσική και συνήθη έννοια των λέξεων. Οι λέξεις σ’ ένα νομοθέτημα γενικά ερμηνεύονται με τη συνήθη τους σημασία, αλλά και με βάση τα συμφραζόμενα, έχοντας δε υπόψη το αντικείμενο και το σκοπό του νόμου. (Βλ. Δημοκρατία v. Ματθαίου, Αναθεωρητική Έφεση 832, ημερ. 12.7.1990. Βλ. επίσης Halsburys Laws of England, Τέταρτη Έκδοση, Τόμος 44, παραγρ. 863 – 873). Η ερμηνεία πρέπει να είναι τέτοια που να μην οδηγεί σε παράλογα αποτελέσματα, αλλά στη λειτουργικότητα των νόμων. (Βλ. Δημοκρατία v. Αντωνίου και Άλλων)».  (Βλ. επίσης  υποθέσεις Δημοκρατία ν. Ματθαίου (1990) 3Δ Α.Α.Δ. 2452[3] και Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού ν. Παπαδόπουλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 86[4]). 

 

            Στην παρούσα περίπτωση θεωρούμε ότι από το λεκτικό τόσο του άρθρου 2 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου, Ν.24/67 καθώς επίσης και ολόκληρου του Νόμου είναι ξεκάθαρο και προκύπτει ότι για αξίωση για αποζημιώσεις συνεπεία παράνομης απόλυσης η αίτηση πρέπει να στρέφεται και να εγείρεται «υπό του εργοδότου».  Περαιτέρω στο άρθρο 3 (1) του Ν.24/67 αναφέρεται ότι «όταν … εργοδότης τερματίζει δι ‘ οιονδήποτε λόγον άλλον ή των εν τω άρθρω 5 εκτεθιμένων λόγων, την απασχόλησιν εργοδοτουμένου … εργοδοτούμενος κέκτηται δικαίωμα εις αποζημίωσιν … » και στο άρθρο 3(2) γίνεται λόγος για την αποζημίωση η οποία «καταβάλλεται υπό του εργοδότου».  Από τη στιγμή που το λεκτικό της σχετικής νομοθετικής διάταξης είναι απλό, καθαρό και σαφές, είναι καθήκον μας να το ερμηνεύσουμε σύμφωνα με τη φυσική και συνήθη έννοιά του.  Στην παρούσα περίπτωση το σχετικό λεκτικό είναι τόσο καθαρό που δεν είναι επιδεκτικό οποιασδήποτε άλλης ερμηνείας.  Το ίδιο ισχύει και αναφορικά με τις σχετικές πρόνοιες του Ν.8/67.  Στο άρθρο 3 του περί Διαφανών και Προβλέψιμων Όρων Εργασίας Νόμου του 2023, Ν.25(Ι)/23 αναφέρεται ότι «‘εργοδοτούμενος’ σημαίνει πρόσωπο που απασχολείται για άλλο πρόσωπο είτε δυνάµει συµβάσεως ή σχέσεως εργασίας ή µαθητείας είτε κάτω από τέτοιες περιστάσεις από τις οποίες µπορεί να συναχθεί η ύπαρξη σχέσης εργοδότη και εργοδοτουµένου, λαµβάνοντας υπόψη τη νοµολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ)».  Επίσης στο άρθρο 25 αναφέρεται ότι το βάρος απόδειξης βαραίνει τον εργοδότη.  Συνεπώς, για την εφαρμογή του εν λόγω Νόμου πρέπει να υφίσταται σχέση εργοδότη – εργοδοτούμενου.   

 

   Θεωρούμε λοιπόν, ότι για να υπάγεται η απαίτηση του Αιτητή στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών οι αξιώσεις του θα έπρεπε να στρέφονται εναντίον του εργοδότη του, ότι μεταξύ των διάδικων μερών θα έπρεπε να υπάρχει σχέση εργοδότη – εργοδοτούμενου και ότι η παρούσα υπόθεση για αυτό το λόγο δεν αποτελεί «εργατική διαφορά». 

 

 Με λίγα λόγια, από τη στιγμή που η υπό εξέταση αίτηση δεν εγέρθηκε εναντίον της Εργοδότριας Εταιρείας και μεταξύ των διαδίκων μερών δεν υπάρχει σχέση εργοδότη – εργοδοτούμενου, δεν μπορεί να θεωρηθεί εργατική διαφορά που να αναφύεται από οποιοδήποτε νόμο. 

 

Για όλα τα πιο πάνω, η αίτηση απορρίπτεται ομόφωνα. 

 

Επιδικάζονται €450 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α. υπέρ του Καθ’ ου η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.  

 

 

 

                                        (Υπ.) ……………………………………

                Χ. Παπαγεωργίου, Δικαστής.

 

 

(Υπ.) …………………………                     (Υπ.) ……………………………….

                      Ν. Κάπελλος, Μέλος.                                   Κ. Γιασουμής, Μέλος.

 

 

 

 

 

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ

 

 

 

 

 

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 

 

 

 

 

 

 

 

               



[1] Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Michaelides ν. Gregoriou a.o. (ανωτέρω), σελ. 95: «The question of jurisdiction is a matter of public policy and cannot be waved by the parties. The parties cannot confer jurisdiction upon a Court that it does not possess same by virtue of the statute establishing it - (Simpson & Another v. Crowle & Others, [1921] 3 K.B. 243).………On the substance of the objection it was decided that the District Court of Nicosia did not possess jurisdiction to deal with the counts to which the appellants pleaded guilty, and therefore the I proceedings were a nullity».

 

[2] Στη σελ. 1574 της εν λόγω υπόθεσης αναφέρονται τα εξής: «Η διατύπωση του Νόμου είναι σαφής. Ο Νομοθέτης με απλή και καθαρή γλώσσα έχει θέσει σαν προϋπόθεση για την έγκυρη έγερση αγωγής την αποστολή έγγραφης γνωστοποίησης προς το Γενικό Εισαγγελέα. Το λεκτικό του Νόμου είναι τόσο καθαρό που δεν επιδέχεται οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία. Είναι καθήκον του Δικαστηρίου να το ερμηνεύσει και εφαρμόσει σύμφωνα με τη φυσική και συνηθισμένη έννοιά του».

 

[3] Στην εν λόγω υπόθεση αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με τη σωστή ερμηνεία νόμου στις σελ.2473-2474: «Όπου το λεκτικό είναι σαφές, το Δικαστήριο ερμηνεύει το νόμο με βάση τη φυσική και συνήθη έννοια των λέξεων. Όπου υπάρχει ασάφεια, ολόκληρο το σχετικό μέρος του νόμου ή ολόκληρος ο νόμος εξετάζονται. Λαμβάνονται υπόψη η κατάσταση της νομοθεσίας το χρόνο θέσπισης του νόμου και η ανάγκη ή το κακό που σκόπευε να ικανοποιήσει ή θεραπεύσει. Η χρήση λεξικών δεν είναι επιτρεπτή στις περιπτώσεις που το Δικαστήριο ερμηνεύει νομοθετική διάταξη με αναφορά στο κακό ή την ανάγκη που ο νομοθέτης επιδίωξε να ικανοποιήσει ή θεραπεύσει. Παρόλον ότι οι λέξεις σε ένα νομοθέτημα γενικά ερμηνεύονται με τη συνήθη σημασία τους, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη το αντικείμενο και ο σκοπός του νόμου, οπότε και οι λέξεις ερμηνεύονται με βάση τα συμφραζόμενα, παρά με την αυστηρή ετυμολογική ή συνήθη σημασία τους. (Βλ. Halsbury's Laws of England, 4η Έκδοση, Τόμος 44, παράγραφοι 863-873)».

[4] Στην εν λόγω υπόθεση λέχθηκαν τα ακόλουθα στη σελ. 89:  «Η τελεολογική μέθοδος ερμηνείας των νόμων (teleological, purposive interpretation) επιτρέπει οποτεδήποτε το κείμενο της νομοθεσίας παρέχει την ευχέρεια, την απόδοση της ερμηνείας εκείνης που αποτελεσματικότερα προωθεί την ευόδωση των κατά άλλα έκδηλων σκοπών του νομοθέτη. Δεν δικαιολογεί όμως η τελεολογική μέθοδος ερμηνείας, ούτε καθιστά εφικτή, ούτε επιτρέπει την απόκλιση από τις ρητές διατάξεις της νομοθεσίας ή τη μεταβολή του κειμένου της. Όπου οι πρόνοιες της νομοθεσίας είναι σαφείς το κείμενο της αποτελεί το μόνο αυθεντικό οδηγό για τους συγκεκριμένους σκοπούς του νομοθέτη».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο