ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Ι. Α. Χατζητζιοβάννη, Προέδρου

                        Σ. Ηρακλέους και Κ. Χριστοδούλου, Μελών.

 

 

Αρ. Υπόθεσης: 386/2017

 

Μεταξύ:

 

ΕΛΕΝΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ

Αιτήτρια

-και-

 

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

Καθ’ ου η αίτηση

 

Ημερομηνία: 27η Μαΐου, 2024

 

Εμφανίσεις:

Για την Αιτήτρια: κ. Π. Δημητριάδης

Για του Καθ’ ου η αίτηση: κ. Ε. Ενταφιανού με κα Γ. Ενταφιανού

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ο Καθ’ ου η αίτηση είναι λογιστής /ελεγκτής και κατά τον ουσιώδη χρόνο ιδιοκτήτης ελεγκτικού/ λογιστικού γραφείου εντός της Επαρχίας Λευκωσίας.

 

Η Αιτήτρια εργάστηκε στο ελεγκτικό τμήμα του Καθ’ ου η αίτηση από τον Δεκέμβριο 2009 μέχρι την 1.9.2017, οπότε και αποχώρησε από την εργασία της για λόγους που επικαλείται και οι οποίοι αμφισβητούνται.

 

Είναι η θέση της Αιτήτριας όπως προβάλλει μέσα από τους γενικούς λόγους της Αίτησης, ότι ο Καθ’ ου η αίτηση ενεργώντας εντελώς αυθαίρετα, αδικαιολόγητα, παράνομα και/ή κατά παράβαση της σύμβασης εργασίας και/ή των όρων απασχόλησης της, προέβη σε μονομερή αποκοπή μισθού, καταβάλλοντας της για τον μήνα Αύγουστο 2017 ποσό κατώτερο του συμφωνηθέντος. Ότι η ίδια ουδέποτε συμφώνησε ή συγκατατέθηκε στη μεταβολή του μισθού της και ή/στην καταβολή μειωμένου μισθού για τον μήνα Αύγουστο 2017. Εκφράζοντας δυσαρέσκεια και απαιτώντας την καταβολή ολόκληρου του μισθού για τον συγκεκριμένο μήνα, ο Καθ’ ου η αίτηση επέμεινε στην απόφαση του, λέγοντας της ότι θα μπορούσε να αποχωρήσει από  την εργασία της αν δεν ήταν ικανοποιημένη. Ισχυρίζεται ότι ενόψει των πιο πάνω εξαναγκάστηκε σε παραίτηση, γεγονός που ισοδυναμεί με παράνομη απόλυση. Έτσι, με την παρούσα Αίτηση αξιώνει από τον Καθ’ ου η αίτηση τις πιο κάτω θεραπείες:

 

(Α)       Αποζημιώσεις για παράνομη απόλυση.

(Β)       €190,72 ως υπόλοιπο δεδουλευμένου μισθού για τον μήνα Αύγουστο 2017.

(Γ)       €2.492,32 ως πληρωμή αντί προειδοποίησης.

(Δ)       €186,92 ως συσσωρευμένη ετήσια άδεια.

(Ε)       Οποιαδήποτε άλλη ή περαιτέρω θεραπεία το Δικαστήριο θεωρεί ορθή και δίκαιη υπό τις περιστάσεις.

(ΣΤ)     Νόμιμο τόκο.

(Ζ)       Έξοδα, ΦΠΑ και έξοδα επίδοσης.

             

Ο Καθ’ ου η αίτηση με τους γενικούς λόγους Εμφάνισης αρνείται και απορρίπτει τις εναντίον του αξιώσεις ισχυριζόμενος ότι ουδέποτε προέβη σε αποκοπή ποσού από τον μισθό της Αιτήτρια. Αντιθέτως το ποσό που της καταβλήθηκε ως μισθός για τον μήνα Αύγουστο 2017 ήταν αυτό που δικαιούταν βάσει των ωρών απασχόλησης της. Επίσης ότι η Αιτήτρια αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία της με νόμιμη προειδοποίηση. 

 

Σύμφωνα με το άρθρο 7 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου (Ν.24/67), όπως διαμορφώθηκε από τον Τροποποιητικό Νόμο 6/73, (ο «Νόμος»):

 

(1)   Όταν ο εργοδοτούμενος νομίμως τερματίζη την απασχόλησιν του παρ’ εργοδότη λόγω της διαγωγής του εργοδότη, τότε ο τερματισμός ούτος θεωρείται ως τερματισμός υπό του εργοδότου υπό την έννοια του άρθρου 3.

 

(2)   Καθ’ οιανδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών διαδικασίαν δυνάμει του παρόντος άρθρου τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ότι ο εργοδοτούμενος δεν ετερμάτισε την απασχόλησιν του νομίμως.

 

Με το εν λόγω άρθρο, καθιερώνεται νόμιμο μαχητό τεκμήριο δυνάμει του οποίου η Αιτήτρια θα πρέπει να αποδείξει ότι νόμιμα τερμάτισε την απασχόληση της, για λόγους που ανάγονται στη διαγωγή του Καθ’ ου η αίτηση. Προς ανατροπή του εν λόγω τεκμηρίου κατέθεσε η Αιτήτρια, ενώ για τον Καθ’ ου η αίτηση κατέθεσε ο ίδιος και ένας ακόμη μάρτυρας. Παράλληλα κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 36 συνολικά έγγραφα, στα οποία θα αναφερθούμε όπου κρίνεται σκόπιμο κατά την παράθεση και αξιολόγηση της μαρτυρίας.

 

Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι εκείνο που απαιτείται από το Δικαστήριο είναι ο ορθός προσδιορισμός των επίδικων θεμάτων, η σύνοψη του ουσιώδους μέρους της μαρτυρίας, ο συσχετισμός της με τα ευρήματα και συμπεράσματα καθώς και η συνάρτηση της ετυμηγορίας με τα επίδικα θέματα και τα ευρήματα του Δικαστηρίου (Καννάουρου κ.ά. ν. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35, 39). Είναι αχρείαστη η επανάληψη του συνόλου της μαρτυρίας και η αναφορά σε κάθε πτυχή της. Είναι αυτονόητο ότι κάθε αποδεχτή αναφορά των μαρτύρων, ως και το περιεχόμενο της ενώπιον μας πραγματικής μαρτυρίας αξιολογήθηκαν πλήρως και στον επιτρεπτό βαθμό έστω κι αν δεν γίνεται ρητή αναφορά στην απόφαση.

 

Μαρτυρία

 

Καταθέτοντας η Αιτήτρια αναφέρθηκε αρχικά στα καθήκοντα και τις κατά καιρούς μισθολογικές απολαβές της. Ισχυρίστηκε ότι ο αρχικός μηνιαίος μισθός που έλαβε με την πρόσληψη της το 2009, ανερχόταν στα €1.350 καθαρά και ότι σε κατοπινό στάδιο εντός του 2010 αυξήθηκε στα €1.500 καθαρά. Τον Μάρτιο 2012 ο μισθός της μειώθηκε κατά 10% και ακολούθως τον Απρίλιο του 2013, λόγω της οικονομικής κρίσης, συμφώνησε όπως ο μισθός της υπολογίζεται με βάση τις ώρες απασχόλησης, με αμοιβή €8.90 την ώρα σε τετραήμερη αντί πενθήμερη απασχόληση. Ισχυρίστηκε μάλιστα ότι τον Μάρτιο 2013 της ζητήθηκε να υπογράψει έγγραφο που τιτλοφορείται «όροι απασχόλησης» και φέρει ημερ. 11.12.2009.  Περαιτέρω, τον Ιούνιο 2017 συμφώνησε με τον Καθ’ ου η αίτηση όπως από τον Ιούλιο 2017 εργάζεται στη βάση σταθερού ωραρίου εργασίας από τις 8:00-13:30 δύο φορές τη βδομάδα και 8:00-15:00 τρεις φορές τη βδομάδα, συνεχές ωράριο και καθαρές απολαβές €1.350 μηνιαίως. Ενώ για τον Ιούλιο 2017 της καταβλήθηκε το συμφωνηθέν ποσό των €1.350, για τον Αύγουστο 2017 της καταβλήθηκε ποσό κατώτερο του συμφωνηθέντος ήτοι το ποσό των €1.159 καθαρά. Για να ενισχύσει τη θέση της, παρουσίασε το πρόγραμμα με το ωράριο εργασίας του προσωπικού για τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο 2017 και κατάσταση των μισθολογικών απολαβών της για τους μήνες Ιανουάριο μέχρι Αύγουστο 2017. Την 1.9.2017, εκφράζοντας τη δυσαρέσκεια της, ο Καθ’ ου η αίτηση επέμεινε στην απόφαση του για καταβολή κατώτερου μισθού, αναφέροντας της ότι αν δεν ήταν ικανοποιημένη με την απόφαση του μπορούσε να αποχωρήσει από την εργασία της. Ως επακόλουθο, αυθημερόν υπέβαλε την παραίτηση της, θέση την οποία επιβεβαίωσε και με την επιστολή της ημερ. 4.9.2017, την οποία παρέδωσε στον Καθ’ ου η αίτηση δύο μέρες μετά. Ισχυρίστηκε περαιτέρω, ότι κατά τον χρόνο τερματισμού της απασχόλησης της, δικαιούταν συσσωρευμένη άδεια 3 ημερών για την οποία αιτείται ανάλογης πληρωμής. Αντεξεταζόμενη, επέμενε ότι οι όροι απασχόλησης (Τεκ.1) της δόθηκαν τον Απρίλιο 2013, μετά από παράπονο συναδέλφου της και την κοινοποίηση σχετικής επιστολής από το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεως προς τον Καθ’ ου η αίτηση ημερ. 5.2.2013 (Τεκ.2). Ισχυρίστηκε ότι από τον Ιούλιο 2017 επανήλθε το αρχικό μισθολόγιο και ότι το συμφωνηθέν ωράριο που η ίδια ακολουθούσε ήταν από τις 8:00-13:00 δύο φορές τη βδομάδα και 8:00-15:00 τρεις φορές τη βδομάδα, καθώς δεν έκανε διάλειμμα από τις 15:00-16:30 και δεν δούλευε μέχρι τις 16:45 όπως το υπόλοιπο προσωπικό. Παραδέχθηκε ότι τον Αύγουστο 2017 το γραφείο παρέμεινε κλειστό για 10 εργάσιμες μέρες. Διαφώνησε ότι ήταν αυτός ο λόγος που έλαβε μειωμένο μισθό, ισχυριζόμενη ότι η άδεια πληρωνόταν από τον εργοδότη καθώς εξαιρείτο από το Ταμείο Αδειών. Ότι έλαβε άδεια και προηγουμένως την οποία πληρώθηκε κανονικά και ότι μέχρι τον Αύγουστο είχε να παίρνει ακόμη τρεις μέρες άδεια την οποία δεν έλαβε.     

 

Καταθέτοντας ο κ. Νικολάου (Καθ’ ου η αίτηση) ισχυρίστηκε ότι με βάση τη σύμβαση εργασίας που υπέγραψε με την Αιτήτρια στις 11.12.2009 και όχι τον Απρίλιο 2013 ως η ίδια ισχυρίζεται, οι μικτές απολαβές της ανέρχονταν στα €1.350 μηνιαίως χωρίς 13ο και 14ο μισθό, με καθορισμένο ωράριο εργασίας. Τον Μάρτιο 2012 ένεκα της επικείμενης οικονομικής κρίσης και της μείωσης του κύκλου εργασιών του, υπήρξε μείωση μισθών κατά 10% και αλλαγή στο ωραρίου εργασίας. Ακολούθως τον Απρίλιο 2013 υπήρξε περαιτέρω μείωση ωρών εργασίας και μισθών με τη διαμόρφωση του εβδομαδιαίου ωραρίου εργασίας όλου του προσωπικού από  τις 8:00-13:30 στη βάση τετραήμερης απασχόλησης. Υπό αυτά τα δεδομένα από 8.4.2013, οι μικτές μηνιαίες απολαβές της Αιτήτριας με βάση τον αρχικό της μισθό, καθορίστηκαν στα €8,90 μικτά ανά ώρα απασχόλησης. Τον Μάιο του 2017 λόγω ανάκαμψης στο κύκλο εργασιών του, συμφωνήθηκε με το προσωπικό η επαναφορά του αρχικού ωραρίου εργασίας από 8:00-13:30 και 14:30-16:45 με ένα ελεύθερο απόγευμα τη βδομάδα. Είναι η θέση του, ότι η Αιτήτρια αρνήθηκε να αποδεχθεί το πιο πάνω ωράριο λόγω προσωπικών και οικογενειακών υποχρεώσεων με αποτέλεσμα να μην καλύπτει το ωράριο εργασίας, γεγονός που δεν του άφηνε άλλη επιλογή από το να συνεχίσει να τηρεί τα όσα ίσχυαν από το 2013, καθορίζοντας τον μισθό της στα €8.90 μικτά ανά ώρα. Ισχυρίστηκε ότι η καταβολή στην Αιτήτρια του ποσού των €1.350 για τον μήνα Ιούλιο 2017, ήταν μια καλόπιστη πρωτοβουλία από μέρους του και ότι για τον μήνα Αύγουστο 2017, όπου λαμβάνονται και οι περισσότερες άδειες, οι απολαβές της υπολογίστηκαν με βάση τους μισθούς που έλαβε τους προηγούμενους δώδεκα μήνες, εν όψει και του γεγονότος ότι ο ίδιος ως εργοδότης εξαιρείτο από το Ταμείο Αδειών. Είναι περαιτέρω η θέση του, ότι η σχέση εργασίας μεταξύ αυτού και της Αιτήτριας κλονίστηκε λόγω της συμπεριφορά που επέδειξε την 1.9.2017, όταν μετά την πληρωμή του μισθού για τον μήνα Αύγουστο όρμησε στο γραφείο του και στην παρουσία συναδέλφων και νέου πιθανού πελάτη άρχισε να ουρλιάζει και να επιδεικνύει απρεπή συμπεριφορά. Ισχυρίστηκε επίσης ότι μετά το εν λόγω περιστατικό προβαίνοντας σε εξονυχιστικό έλεγχο διαπίστωσε ότι εκ παραδρομής, όλα αυτά τα χρόνια, καταβάλλονταν στην Αιτήτρια το ακαθάριστο αντί το καθαρό ποσό των μηνιαίων απολαβών της, με επακόλουθο να επωφεληθεί το επιπλέον ποσό των €9.275,92. Αντεξεταζόμενος, ανέφερε ότι η ετοιμασία των μισθών γίνονταν κατά καιρούς από διάφορα πρόσωπα και καταβάλλονταν κατόπιν δικής του υπογραφή. Δεν διαφώνησε ότι ο μισθός της Αιτήτριας πριν τη μείωση του 2012 ανέρχονταν στα €1.500. Ισχυρίστηκε ότι με την επαναφορά του παλιού προγράμματος εργασία τον Ιούλιο 2017, οι ώρες απασχόλησης ήταν από τις 8:00-13:30 και 2:30-16:45 με ένα ελεύθερο απόγευμα και ότι αυτό ίσχυε για όλο το προσωπικό. Αρνήθηκε ότι υπήρξε συμφωνία με την Αιτήτρια για συνεχόμενο ωράριο εργασίας, ισχυριζόμενος ότι η ίδια από μόνη της έγκρινε να πηγαίνει τις ώρες που ήθελε και να φεύγει εν ώρα που το υπόλοιπο προσωπικό πήγαινε γραφείο. Ενώ του υπεβλήθη ότι στην πράξη η Αιτήτρια δεν δούλευε λιγότερο από το υπόλοιπο προσωπικό καθώς εν ώρα διαλείμματος αυτή συνέχισε να εργάζεται, ισχυρίστηκε ότι η Αιτήτρια μόνη της τα έκανε αυτά και ότι δεν υπήρχε παρακολούθηση τι έκαμνε κατά το εν λόγω διάστημα. Επίσης, ότι ο μισθός της Αιτήτριας διαμορφώθηκε με βάση τα όσα αναγράφονται  στο Τεκ.32, αφού λήφθηκαν υπόψη οι μισθοί των τελευταίων 11 και 12 τελευταίων μηνών αντίστοιχα. Σε υποβολή ότι από τον Ιούλιο 2017 ο μισθός της Αιτήτριας ήταν σταθερός και συνεπώς δεν τίθετο θέμα υπολογισμού της ετήσιας αδείας ως το Τεκ.32, ο μάρτυρας διαφώνησε λέγοντας ότι δεν υπήρχε σταθερός μισθός και ότι θα έπρεπε να προστεθούν όλοι οι μήνες και να πολλαπλασιαστούν με τον συντελεστή του 8%.     

Η κα Ιωάννα Νικολάου είναι θυγατέρα του Καθ’ ου η αίτηση και υπεύθυνη προσωπικού στο γραφείο. Διευθύνει επίσης το λογιστικό τμήμα του Καθ’ ου η αίτηση και λόγω των ευθυνών που έχει αναλάβει, ισχυρίστηκε ότι γνωρίζει πολύ καλά τα γεγονότα της υπόθεσης. Σύμφωνα με τη μάρτυρα, στο Τεκ.32 έχουν καταγραφεί δύο μέθοδοι υπολογισμού των μισθών του μηνός Αυγούστου που το προσωπικό λάμβανε το μεγαλύτερο μέρος των αδειών του, εν όψει και του γεγονότος ότι το γραφείο εξαιρείται από το Ταμείο Αδειών. Με την πρώτη μέθοδο, το άθροισμα των μισθών των τελευταίων 12 μηνών πολλαπλασιάζεται με τον συντελεστή του 8% που αναλογεί με συσσωρευμένη άδεια 20 ημερών που θα λάμβανε κάποιος από το Ταμείο Αδειών. Για την Αιτήτρια, δεδομένου ότι το άθροισμα των τελευταίων 12 μηνών ανερχόταν στα €14.491, ο μισθός του μήνα υπολογίστηκε στα €1.159,28. Ισχυρίστηκε δε ότι το 8% είναι βασισμένο στη νομοθεσία. Με τη δεύτερη μέθοδο, το άθροισμα των μισθών των τελευταίων 11 μηνών διαιρείται με τον συντελεστή 4,33 που είναι ο μέσος όρος των εβδομάδων του μήνα και ακολούθως με τον συντελεστή 5 που είναι οι εργάσιμες μέρες της βδομάδας. Το αποτέλεσμα είναι το ημερομίσθιο για κάθε εργάσιμη μέρα, το οποίο πολλαπλασιάζεται με τις εργάσιμες μέρες για να βγει ο μισθός του μήνα. Ισχυρίστηκε μάλιστα ότι για να εξαλείψει κάθε αμφιβολία μίλησε με το Υπουργείο Εργασίας και τον υπεύθυνο του ΚΕΒΕ επί εργασιακών θεμάτων, οι οποίοι την επιβεβαίωσαν για την ορθότητα των μεθόδων που ακολούθησαν. Αντεξεταζόμενη ομολόγησε ότι τα όσα αναφέρονται το Τεκ.32 δεν αποτελούν δικούς της υπολογισμούς. Ενώ ανέφερε ότι το ποσό των €187,05 που αναφέρεται στο Τεκ.32 αφορά τρεις μέρες άδεια που είχε να παίρνει η Αιτήτρια, δεν ήταν ωστόσο σε θέση να απαντήσει εάν αυτό το ποσό της είχε πληρωθεί, λέγοντας ότι η ίδια δεν ασχολήθηκε με αυτό το κομμάτι, που δεν εμπίπτει στα καθήκοντα της. Ενώ παραδέχθηκε ότι για τον μήνα Ιούλιο 2017 καταβλήθηκε στην Αιτήτρια το σταθερό ποσό των €1.350 και της υπεβλήθη ότι το ίδιο ποσό θα έπρεπε να λάβει και για τον μήνα Αύγουστο, η μάρτυς δεν ήταν σε θέση να απαντήσει λέγοντας ότι δεν ήταν της αρμοδιότητας της. Σε νέα υποβολή ότι κακώς έλαβαν υπόψη τους προηγούμενους μήνες πριν τον Ιούλη 2017, έδωσε την ίδια απάντηση λέγοντας και πάλι ότι δεν είναι της αρμοδιότητας της ούτε και οι μισθοί.

 

Ανάλυση - Συμπεράσματα

 

Από το σύνολο της μαρτυρίας προκύπτουν σαν κοινή συνισταμένη τα ακόλουθα:

 

Μεταξύ των διαδίκων υπεγράφη έγγραφο με τίτλο «όροι απασχόλησης» ημερ. 11.12.2009 (Τεκ.1,17), το οποίο διελάμβανε, μεταξύ άλλων, ότι ο μηνιαίος μικτός μισθός της Αιτήτριας θα ήταν €1.350 και δεν θα λάμβανε 13ο και 14ο μισθό. Ότι θα δικαιούταν ετήσια άδεια 20 ημερών, θα διατηρείτο Ταμείο Προνοίας για το οποίο θα αφαιρείτο ανάλογο ποσό από τον μηνιαίο μισθό της και ότι θα εργαζόταν επί πενθήμερης βάσης από Δευτέρα – Παρασκευή από τις 8:00-13:30 και 14:30-16:45, με ένα ελεύθερο απόγευμα τη βδομάδα. Εντός του 2010 ο μισθός της Αιτήτριας αυξήθηκε στα €1.500 και τον Μάρτιο 2012 λόγω οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε ο Καθ’ ου η αίτηση μειώθηκε κατά 10%. Τον Απρίλιο 2013, ένεκα της οικονομικής κρίσης, συμφωνήθηκε όπως όλο το προσωπικό του Καθ’ ου η αίτηση εργάζεται επί τετραήμερης βάσης από τις 8:00-13:30 με μια μέρα ρεπό και ότι η αμοιβή θα καθοριζόταν σύμφωνα με τις ώρες εργασίας. Υπό αυτές τις συνθήκες συμφωνήθηκε όπως ο μισθός της Αιτήτριας υπολογίζεται με βάση τις ώρες απασχόλησης και με αμοιβή €8.90 την ώρα σε τετραήμερη αντί πενθήμερη απασχόληση. Τον Δεκέμβριο 2016 ο Καθ’ ου η αίτηση εισηγήθηκε στο προσωπικό την επαναφορά του αρχικού σταθερού ωραρίου από 8:00-13:30 και 14:30-16:45 σε πενθήμερη αντί τετραήμερη εβδομαδιαία απασχόληση και με σταθερές μηνιαίες απολαβές, η εφαρμογή του οποίου άρχισε από την 1.7.2017. Για τον μήνα Ιούλιο 2017 καταβλήθηκε στην Αιτήτρια ως καθαρός μηνιαίως μισθός το ποσό των €1.350 και για τον επόμενο μήνα το ποσό των €1.159,28. Εν τω μεταξύ, από τον Απρίλιο του 2013 η Αιτήτρια δεν συμμετείχε στο Ταμείο Προνοίας.

 

Ότι παρέμεινε υπό αμφισβήτηση είναι (α) οι μηνιαίες μισθολογικές απολαβές της Αιτήτριας. Κατά πόσο δηλαδή το ποσό των €1.350 αντιπροσώπευε τις καθαρές ή ακάθαρτες απολαβές της και (β) κατά πόσο ο Καθ’ ου η αίτηση κατέβαλε στην Αιτήτρια χαμηλότερες απολαβές για τον μήνα Αύγουστο 2017 απ’ ότι αυτή εδικαιούτο να λάβει με βάση τη συμφωνία εργοδότησης.

 

Παρακολουθήσαμε με ιδιαίτερη προσοχή όλους του μάρτυρες να καταθέτουν ενώπιον του Δικαστηρίου και με την ίδια προσοχή εξετάσαμε και τη μαρτυρία τους έχοντας συνεχώς κατά νου τις έγγραφες προτάσεις, το σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας, τα παραδεκτά και ή αδιαμφισβήτητα γεγονότα που αφορούν την υπόθεση και όσα σχετικά υποστήριξαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι στο στάδιο των αγορεύσεων.

 

Ως θέμα λογικής προτεραιότητας, θα πρέπει να εξεταστεί η θέση που προβάλλει η πλευρά του Καθ’ ου η αίτηση γύρω από το ζήτημα του ακάθαρτου και καθαρού μισθού που λάμβανε η Αιτήτρια. Ενώ η ίδια ισχυρίζεται ότι οι απολαβές της ανέρχονταν μηνιαίως στο ποσό των €1.350 καθαρά και ότι από το 2010 αυξήθηκαν στα €1.500 καθαρά, ο Καθ’ ου η αίτηση ισχυρίζεται ότι τα εν λόγω ποσά αποτελούσαν τον ακάθαρτο μισθό τον οποίο εκ παραδρομής κατέβαλλε στην Αιτήτρια, χωρίς οποιεσδήποτε αποκοπές, με αποτέλεσμα η Αιτήτρια να επωφεληθεί από της προσλήψεως της το συνολικό ποσό των €9.275,92. Για να υποστηρίξει τη θέση του επικαλέστηκε τους όρους απασχόλησης που υπέγραψε με την Αιτήτρια (Τεκ.1, 17) και τις αναλυτικές καταστάσεις αποδοχών της (Τεκ.15), τις οποίες ο ίδιος δήλωνε στις Υπηρεσίες Κοινωνικές Ασφαλίσεων. Αντεξεταζόμενος, ισχυρίστηκε ότι το ίδιο λάθος γινόταν και με το υπόλοιπο προσωπικό και όχι μόνο με την Αιτήτρια. Παραδέχθηκε ότι η ετοιμασία των μισθών γίνονταν κατά καιρούς από διάφορα πρόσωπα και ότι οι καταστάσεις μισθοδοσίας, όπως και οι δηλώσεις στις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων, εγκρίνονταν και υπογράφονταν από τον ίδιο. Πέραν των πιο πάνω, ο Καθ’ ου η αίτηση δεν παρουσίασε ενώπιον του Δικαστηρίου συγκεκριμένα αρχεία, ως όφειλε να τηρεί δυνάμει του σχετικού νόμου, στα οποία να φαίνονται τα στοιχεία σχετικά με τον ακάθαρτο και καθαρό μισθό της Αιτήτριας. Για όλα τα πιο πάνω και λαμβάνοντας εισέτι υπόψη την φύση των εργασιών που εκτελούσε ο Καθ’ ου η αίτηση, κρίνουμε ότι η προβαλλόμενη θέση στερείται βασιμότητας, σε αντίθεση με όσα κατέθεσε η Αιτήτρια και τα οποία επιβεβαιώνονται από τις καταθέσεις μισθών που γίνονταν στον προσωπικό της λογαριασμό (Τεκ.7).

 

Το αβάσιμο της προβληθείσας θέσης του Καθ’ ου η αίτηση, οδηγεί στην εξέταση του βασικού θέματος που αφορά την κατ’ ισχυρισμό αποκοπή ποσού από τον μισθό της Αιτήτριας για τον μήνα Αύγουστο ‘17 κατά παράβαση της συμφωνίας εργοδότησης.

 

Ως προς το θεμελιώδες αυτό ζήτημα, το Δικαστήριο δεν έχει την παραμικρή αμφιβολία ότι τα γεγονότα εκτυλίχθηκαν όπως η Αιτήτρια κατέθεσε. Ότι δηλαδή για τον μήνα Αύγουστο της καταβλήθηκε μειωμένος μισθός σε σύγκριση με τον συμφωνηθέντα μισθό που έλαβε για τον μήνα Ιούλιο 2017. Αιτιολογώντας την προσέγγιση αυτή του Δικαστηρίου είναι αρκετό να καταγραφούν τα αδιαμφισβήτητα και ή παραδεκτά γεγονότα της υπόθεσης και ειδικότερα ότι από τον Ιούλιο 2017, με την επαναφορά του αρχικού ωραρίου, όλο το προσωπικό τηρούσε ένα σταθερό ωράριο εργασίας και λάμβανε ένα σταθερό ποσό απολαβών. Ενώ για τον Ιούλιο 2017 ο Καθ’ ου η αίτηση κατέβαλε στην Αιτήτρια το ποσό των €1.350, ως οι αρχικές μηνιαίες απολαβές της στη βάση ενός σταθερού ωραρίου εργασίας, για τον επόμενο μήνα της κατέβαλε χαμηλότερες απολαβές, ισχυριζόμενος ότι η Αιτήτρια αρνήθηκε να αποδεχτεί το ωράριο απασχόλησης από 8:00-13:30 και 14:30-16:45 με ένα ελεύθερο απόγευμα τη βδομάδα. Ότι η Αιτήτρια συνέχισε από μόνη της να τηρεί το ωράριο απασχόλησης που ίσχυε πριν την επαναφορά του αρχικού ωραρίου, προσφέροντας τις υπηρεσίες της από τις 8:00-13:30 δύο φορές τη βδομάδα και από τις 8:00- 15:30 τρεις φορές τη βδομάδα αντί μέχρι τις 16:45 που εργαζόταν το υπόλοιπο προσωπικό, με αποτέλεσμα ο μηνιαίος μισθός της να υπολογίζεται με βάση της ώρες εργασίας και με αμοιβή €8.90 την ώρα, όπως και προηγουμένως. Σε αντιδιαστολή με τα πιο πάνω, η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι από τον Ιούλιο 2017 τηρούσε ένα σταθερό συνεχόμενο ωράριο εργασίας από τις 8:00-13:30 δυο φορές τη βδομάδα και 8:00-15:30 τρεις φορές τη βδομάδα, με καθαρές απολαβές €1.350 μηνιαίως, καλύπτοντας τις ίδιες ώρες απασχόλησης με το υπόλοιπο προσωπικό και τούτο με τη συγκατάθεση του Καθ’ ου η αίτηση.

 

Από τις καταστάσεις άφιξης και αναχώρησης του προσωπικού από τον χώρο εργασίας (Τεκ.9), επιβεβαιώνεται ότι για τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο 2017 το ωράριο που τηρούσε η Αιτήτρια ήταν από τις 8:00-13:30 δύο φορές τη βδομάδα και 8:00-15:30 τρεις φορές τη βδομάδα. Φαίνεται επίσης ότι το ωράριο απασχόλησης της διαφοροποιείτο από το υπόλοιπο προσωπικό που εργαζόταν από τις 8:00-13:30 δύο φορές τη βδομάδα και 8:00-16:45 τρεις φορές τη βδομάδα. Η θέση της Αιτήτριας ότι εργαζόταν συνεχές ωράριο απασχόλησης και ότι δεν έκανε διάλειμμα από τις 13:30-14:30 όπως το υπόλοιπο προσωπικό, δεν έχει αμφισβητηθεί από τον Καθ’ ου η αίτηση ο οποίος, υπό το βάρος της αντεξέτασης, απλώς ανέφερε ότι κανείς δεν την έλεγχε την ώρα που παρέμενε στην εργασία της και ότι αναχωρούσε εν ώρα που το υπόλοιπο προσωπικό επέστρεφε για δουλειά. Πέραν τούτου, τίποτα το ουσιαστικό δεν τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου που να καταρρίπτει τη θέση της Αιτήτρια ότι ο Καθ’ ου η αίτηση ήταν ενήμερος και σύμφωνος με το ωράριο που αυτή τηρούσε. Καμία παρατήρηση ή προειδοποίηση φαίνεται να δέχθηκε η Αιτήτρια ότι παραβίαζε το ωράριο απασχόλησης και ότι λόγω τούτου θα υφίστατο και ανάλογες επιπτώσεις.

 

Από τις καταστάσεις άφιξης και αναχώρησης εμφαίνεται επίσης, ότι κατά τον μήνα Αύγουστο η Αιτήτρια εργάστηκε για οκτώ μέρες και ότι τις υπόλοιπες μέρες, που το γραφείο παρέμενε κλειστό, τόσο η ίδια όσο και το υπόλοιπο προσωπικό απουσίαζαν με άδεια. Από ένα απλό υπολογισμό προκύπτει ότι στη διάρκεια των οκτώ εργάσιμων ημερών, η Αιτήτρια εργάστηκε 47,40 ώρες στη βάση μη συνεχόμενου ωραρίου και 52,40 ώρες στη βάση συνεχόμενου ωραρίου, ενώ το υπόλοιπο προσωπικό εργάστηκε 51 ώρες.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 10 του περί Προστασίας των μισθών Νόμου (Ν.35(Ι)/2007), ως έχει τροποποιηθεί, αποκοπές ποσών από τον μισθό δεν επιτρέπονται, παρά μόνο μετά από συγκατάθεση του εργοδοτούμενου. Σε μια τέτοια περίπτωση, με βάση το άρθρο 12(1), ο εργοδότης οφείλει να τηρεί αρχεία στα οποία να φαίνονται για κάθε εργοδοτούμενο τα στοιχεία με τον ακαθάριστο και καθαρό μισθό του, συμπεριλαμβανομένων των τυχόν αποκοπών που έγιναν στο μισθό και τους λόγους για τους οποίους έγιναν οι αποκοπές αυτές. Επίσης το βάρος απόδειξης για την καταβολή του μισθού σε εργοδοτούμενο φέρει ο εργοδότης.

 

Ο Καθ’ ου η αίτηση δεν έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε στοιχεία με τις ώρες απασχόλησης της Αιτήτριας και τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος ισχυρίζεται ότι υπολόγισε τον μισθό της και δη τις ώρες απασχόλησης με αμοιβή €8,90 την ώρα. Αντί αυτού, ο Καθ’ ου η αίτηση έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφο με τίτλο «Υπολογισμός πληρωμής ετήσιας άδειας & δεδουλευμένων ημερών για τον μήνα Αύγουστο 2017» (Τεκ.32), από το οποίο, όπως ο ίδιος ανέφερε, προκύπτει η μέθοδος την οποία ακολούθησε για τον υπολογισμό του μισθού που εδικαιούτο η Αιτήτρια για τον συγκεκριμένο μήνα. Αντεξεταζόμενος ομολόγησε ότι ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να τοποθετηθεί επί του περιεχόμενου του εν λόγω εγγράφου και ότι αρμόδιο πρόσωπο ήταν η θυγατέρα του, Ιωάννα Νικολάου. Καταθέτοντας η κα Νικολάου, ενώ αρχικά ισχυρίστηκε, ότι εκτός από υπεύθυνη του προσωπικού, είναι το άτομο που διευθύνει το λογιστικό τμήμα του Καθ’ ου η αίτηση και λόγω των ευθυνών της γνωρίζει πολύ καλά τι γίνεται γενικά με την παρούσα υπόθεση, ωστόσο κατά την αντεξέταση της, ομολόγησε ότι τα όσα αναφέρονται στο Τεκ.32 δεν αποτελούν δικούς της υπολογισμούς. Δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει εάν τα ποσά που αναφέρονται στο εν λόγω Τεκμήριο και δη το ποσό των €187,05, που όπως η ίδια ομολόγησε αφορά ετήσια άδεια, είχε πληρωθεί στην Αιτήτρια, λέγοντας ότι δεν ασχολήθηκε με αυτό το κομμάτι καθώς δεν εμπίπτει στα καθήκοντα της. Επίσης, δεν μπόρεσε να δώσει οποιαδήποτε εξήγηση για το ποσό που καταβλήθηκε στην Αιτήτρια σε συνάρτηση με τον μισθό που έλαβε για τον μήνα Ιούλιο, λέγοντας ότι δεν είναι της αρμοδιότητας της. Σε υποβολή μάλιστα επί του περιεχόμενου του εν λόγω Τεκμηρίου, ότι κακώς έλαβε υπόψη τους προηγούμενους μήνες πριν τον Ιούλιο 2017 για να υπολογίσει τον μισθό του Αυγούστου, έδωσε την ίδια απάντηση ότι δεν είναι της αρμοδιότητας της ούτε και οι μισθοί.

 

Μελετώντας το περιεχόμενο του Τεκ.32, διαπιστώνουμε ότι για τον υπολογισμό του μισθού της Αιτήτριας για τον μήνα Αύγουστο ’17, ο Καθ’ ου η αίτηση χρησιμοποίησε δύο μεθόδους οι οποίες δεν σχετίζονται καθόλου με τις ώρες που εργάστηκε η Αιτήτρια στη διάρκεια του συγκεκριμένου μήνα. Με την πρώτη μέθοδο ο Καθ’ ου η αίτηση πρόσθεσε τους μισθούς που έλαβε η Αιτήτρια τους τελευταίους 12 μήνες, από Αύγουστο 2016 – Ιούλιο 2017 και τους διαίρεσε με τον συντελεστή του 8%, ο οποίος σύμφωνα με τα όσα ανέφερε η κα Νικολάου κατά την κυρίως εξέταση της, αναλογεί με συσσωρευμένη άδεια 20 ημερών που δικαιούται να λάβει κάποιος από το Ταμείο Αδειών, εάν και εφόσον φυσικά ο εργοδότης δεν εξαιρείται από το εν λόγω Ταμείο, κάτι το οποίο δεν συμβαίνει στη προκείμενη περίπτωση. Το αποτέλεσμα του εν λόγω υπολογισμού είναι ο μισθός που εν τέλει καταβλήθηκε στην Αιτήτρια. Σύμφωνα με την κα Νικολάου στο καταβληθέν ποσό των €1.159,28 περιλαμβάνονται και οι 3 μέρες αδείας των οποίων η Αιτήτρια δεν έκανε χρήση. Με τη δεύτερη μέθοδο, ο Καθ’ ου η αίτηση, πρόσθεσε τους μισθούς των τελευταίων 11 μηνών και πολλαπλασίασε το άθροισμα τους με τον συντελεστή 8% για να καταλήξει στο ποσό των €1.064,64. Ακολούθως αφού έθεσε ως βάση τον μηνιαίο μισθό των €1.350 (ακάθαρτο μισθό), τον διαίρεσε με τον συντελεστή 4,33 που είναι ο μέσος όρος των βδομάδων ανά μήνα και ακολούθως με τον συντελεστή 5 που είναι οι εργάσιμες μέρες της βδομάδας, για να καταλήξει στον ημερομίσθιο της Αιτήτριας το οποίο πολλαπλασίασε με τον αριθμό των δεδουλευμένων ημερών που οφείλονταν στην Αιτήτρια για να καταλήξει στο ποσό των €62,35 Χ 3 = €187,05. Προσθέτοντας το εν λόγω ποσό με το €1.064,64 και αφαιρώντας ποσό €97,63 που αναλογεί στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις, κατέληξε στο ποσό των €1.154,06 που είναι ο κατ’ ισχυρισμό μισθός του μηνός Αυγούστου ‘17 με βάση τη δεύτερη μέθοδο. Διευκρινίζοντας η κα Νικολάου, παραδέχθηκε ότι οι τρεις δεδουλευμένες μέρες που αναλογούν στο ποσό των €187,05 αφορούν 3 μέρες ετήσιας άδεια των οποίων η Αιτήτρια δεν έκανε χρήση.

 

Και ενώ ο Καθ’ ου η αίτηση ισχυρίζεται ότι ακολούθησε τις πιο πάνω μεθόδους υπολογισμού του μισθού της Αιτήτριας για τον μήνα Αύγουστο 2017, για τον λόγο ότι συνέχισε και μετά τον Ιούλιο 2017 να υπολογίζει τον μισθό της σε ωριαία βάση, εντούτοις τίποτα το ουσιαστικό δεν τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου που έτεινε να καταδείξει ότι έπραξε τούτο με τη συγκατάθεση της Αιτήτριας και μάλιστα σε αντίθεση με όσα ο ίδιος παραδέχθηκε, ότι συμφωνήθηκε με όλο το προσωπικό η τήρηση σταθερού ωραρίου εργασίας και σταθερού μισθού που άρχισε να ισχύει από τον Ιούλιο 2017. Πέραν τούτου, ενώπιον του Δικαστηρίου δεν τέθηκαν οποιαδήποτε στοιχεία που να υποστηρίζουν τη θέση του Καθ’ ου η αίτηση ότι η Αιτήτρια κατά τη διάρκεια των εργασίμων ημερών του μηνός Αυγούστου 2017, εργάστηκε λιγότερες ώρες από ότι το υπόλοιπο προσωπικό, εν όψει και του αδιαμφισβήτητου ισχυρισμού της ότι τηρούσε συνεχόμενο ωράριο χωρίς μεσημεριανό διάλειμμα, κάτι για το οποίο ο Καθ’ ου η αίτηση δεν φαίνεται να διαφώνησε ή να παρατήρησε και ή να προειδοποίησε με οποιοδήποτε τρόπο την Αιτήτρια ότι ενεργεί χωρίς τη δική του συγκατάθεση και τις δικές του οδηγίες. Οι προειδοποιήσεις δε, στις οποίες ο ίδιος αναφέρθηκε με τη μαρτυρία του, είναι άσχετες με το επίδικο αυτό θέμα. 

 

Σε τελική ανάλυση, ενώ από τον Ιούλιο 2017 η Αιτήτρια συνέχισε την απασχόληση της όπως και το υπόλοιπο προσωπικό με βάση το αρχικό ωράριο εργασίας, σε πενθήμερη αντί τετραήμερη απασχόληση και με σταθερές μηνιαίες απολαβές, ο Καθ’ ου η αίτηση, για δικούς του λόγους που δεν επιβεβαιώνονται από την ενώπιον μας έγγραφη και προφορική μαρτυρία, υπολόγισε τον μισθό της Αιτήτριας για τον μήνα Αύγουστο επί τη βάσει δεδομένων που δεν ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο, με αποτέλεσμα να της καταβληθεί μισθός χαμηλότερος από τον συμφωνηθέντα. Πιο συγκεκριμένα κατέβαλε στην Αιτήτρια ως μισθό για τον μήνα Αύγουστο 2017 το ποσό των €1.159.28 αντί του ποσού των €1.350 που ήταν οι καθαρά συμφωνηθείσες μηνιαίες μισθολογικές απολαβές της που ίσχυαν από τον Ιούλιο 2017. Πρόσθετα συμπεριέλαβε στον μισθό της Αιτήτριας για τον μήνα Αύγουστο 2017 το ποσό των €187,05 που αφορούσε ετήσια άδεια τριών ημερών, της οποίας η Αιτήτριας δεν έκανε χρήση.

 

Για όλα τα πιο πάνω η μαρτυρία του Καθ’ ου η αίτηση και της μάρτυρας του κρίνεται αναξιόπιστη ενώ η μαρτυρία της Αιτήτριας αξιόπιστη. Αποδεχόμαστε, επομένως, ότι η μαρτυρία της Αιτήτριας αποδίδει πλήρως την αλήθεια και ανάλογα είναι τα ευρήματα του Δικαστηρίου.

 

 Νομική Βάση

 

Πότε υπάρχει εξαναγκασμός σε παραίτηση λόγω της διαγωγής του εργοδότη (Constructive Dismissal), έχει αποφασιστεί σε σειρά υποθέσεων. Καθοδηγητική είναι η απόφαση στην Western Excavating (ECC) Ltd v. Sharp (1978) 1All E.R. 713, 769 την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθέτησε, μεταξύ άλλων, στις υποθέσεις Elbee Co v. Efstathiou (1989) 1CLR 448 και Κ. Χριστοφίδης ν. Deloitte & Touché κ.α. (2009) 1 ΑΑΔ 1241. Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση:

 

“If the employer is guilty of conduct which is a significant breach going to the root of the contract of employment, or which shows that the employer no longer intends to be bound by one or more of the essential terms of the contract, then the employee is entitled to treat himself as discharged from any further performance. If he does so, then he terminates the contract by reason of the employer’s conduct. He is constructively dismissed…”

 

Σε ελεύθερη μετάφραση:

 

«Εάν ο εργοδότης είναι ένοχος διαγωγής, η οποία συνιστά σημαντική παράβαση που φθάνει στη ρίζα της σύμβασης εργασίας ή που δείχνει ότι ο εργοδότης δεν προτίθεται πλέον να δεσμεύεται από ένα ή περισσότερους ουσιώδους όρους αυτής τότε, ο εργοδοτούμενος δικαιούται να θεωρεί τον εαυτό του αποδεσμευμένο από οποιαδήποτε περαιτέρω εκτέλεση των καθηκόντων του. Αν το κάνει αυτό τότε τερματίζει τη σύμβαση λόγω της διαγωγής του εργοδότη. Εξαναγκάζεται σε παραίτηση…»

 

Ενασχόληση επί του ιδίου θέματος γίνεται και στην υπόθεση Louis Tourist Agency Ltd v. Αντιγόνης Ηλία (1992) 1(Β) ΑΑΔ 98, 103 όπου μεταξύ άλλων αποφασίστηκε ότι,

 

«Το άρθρο 7(1) του Ν.24/67 δεν εξειδικεύει τη διαγωγή του εργοδότη η οποία καθιστά δικαιολογημένο τον τερματισμό απασχόλησης εκ μέρους του εργοδοτούμενου υπαιτιότητι του εργοδότη. Στην Alouet Clothing v. Athanasiou (1988) 1CLR 626, αποφασίστηκε ότι διάρρηξη θεμελιώδους όρου της σύμβασης εργασίας εκ μέρους του εργοδότη συνιστά διαγωγή η οποία εμπίπτει στις πρόνοιες του άρθρου 7(1) του νόμου. Είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να προσδιοριστεί εξαντλητικά η μεμπτή διαγωγή του εργοδότη στο πλαίσιο του άρθρου 7(1). Πρέπει όμως η διαγωγή αυτή να είναι εξ αντικειμένου τέτοιας μορφής και χαρακτήρα που να κλονίζει το θεμέλιο της σχέσης εργοδότη – εργοδοτούμενου, είτε λόγω της διάρρηξης θεμελιωδών όρων της σύμβασης εργασίας, ή την επίδειξη εκ μέρους του εργοδότη διαγωγής ασυμβίβαστης με το παραδεκτό πλαίσιο σχέσεων εργοδότη – εργοδοτούμενου.

 

Στο σύγγραμμα Halsburys Laws of England, 4η έκδοση σελ.440 απαριθμούνται οι ακόλουθες παραβάσεις από μέρους του εργοδότη που δύνανται να δικαιολογήσουν εξαναγκασμό σε παραίτηση:

 

(1) a failure to pay wages or unilateral decision to cut pay, (2) demotion or other change in status, (3) a change of job content not permitted or envisaged by the contract, (4) undermining a senior employee’s position, (5) change of the place of work, or breach of a mobility clause, whether express or implied, (6) unilateral change of hours, (7) failure to ensure the employee’s safety, (8) breach of the term of trust and respect, (9) failure to follow a contractually binding disciplinary procedure, (10) imposition of a disciplinary measure in a disproportionate manner, (11) failure to provide a reasonably suitable working environment, (12) failure to deal with grievances properly and timeously”.

 

Σύμφωνα με καλά καθιερωμένες αρχές που προκύπτουν από αγγλική νομολογία (βλ. Rigby v. Ferodo (1987) IRLR 51, Cantor Fitzgerald International v. Callaghan (1999) IRLR 234), ο εργοδότης σε καμία περίπτωση δεν νομιμοποιείται, χωρίς τη συγκατάθεση του εργοδοτούμενου, να προβεί σε μονομερή τροποποίηση ή διαφοροποίηση των όρων απασχόλησης του, όπως, μεταξύ άλλων, του χρόνου εργασίας και των μισθολογικών απολαβών του.

 

Η συγκατάθεση του εργοδοτούμενου μπορεί να εξασφαλιστεί μέσω συλλογικών ή ξεχωριστών διαπραγματεύσεων ή μπορεί να συναχθεί από την ίδια τη συμπεριφορά του. Η δε σιωπηρή συγκατάθεση δύναται να συναχθεί μέσα από τις ενέργειες του εργοδοτούμενου να προσφέρει τις υπηρεσίες του σύμφωνα με τους μεταβαλλόμενους όρους εργασίας (βλ. σύγγραμμα “The Employment Contract”, Douglas Brodie, 2005, p.219).

 

Η ενέργεια του εργοδότη να μεταβάλει μονομερώς (χωρίς τη συγκατάθεση και τη σύμφωνη γνώμη του εργοδοτούμενου) και αυθαιρέτως (χωρίς να βασίζεται σε συμβατικό δικαίωμα) τους όρους απασχόλησης του εργοδοτούμενου και σε επαρκή μείωση των απολαβών του (‘of sufficient materiality’), συνιστά παράβαση ουσιώδους όρου (‘repudiation’) της σύμβασης, που παρέχει στον τελευταίο το δικαίωμα να τερματίσει νόμιμα την απασχόληση του, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 7(1) του Νόμου και να αξιώσει αποζημιώσεις για εξαναγκασμό σε παραίτηση λόγω της διαγωγής του εργοδότη. Μια τέτοια επιλογή δεν μπορεί να παραμείνει ανοικτή μέχρι τέλους. Ο εργοδοτούμενος θα πρέπει να ενεργήσει άμεσα γιατί εάν συνεχίσει να απασχολείται για κάποια χρονική περίοδο κινδυνεύει να χάσει όλα τα δικαιώματα του και να θεωρηθεί ότι επέλεξε να επιβεβαιώσει (affirm) τη σύμβαση (“The Employment ContractD. Brodie, p.221).

 

Στη βάση των πιο πάνω νομολογιακών αρχών, το Δικαστήριο προτού καταλήξει στο τελικό του συμπέρασμα, αναφορικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τερματίστηκε η εργασιακή σχέση μεταξύ των μερών, θα πρέπει να εξακριβώσει μέσα από τα γεγονότα της υπόθεσης, (α) εάν και κατά πόσο υπήρξε μονομερής και αυθαίρετη παράβαση των όρων απασχόλησης της Αιτήτριας από τον Καθ’ ου η αίτηση σε σχέση με τις μισθολογικές απολαβές της. Εάν η απάντηση στο ερώτημα είναι καταφατική τότε θα πρέπει να διακριβωθεί (β) ο βαθμός σοβαρότητας της παράβασης, εάν δηλαδή ήταν αρκούντως σοβαρή για να δικαιολογεί τεκμαρτή απόλυση (γ) εάν η παράβαση αυτή αποτέλεσε τον βασικό λόγο παραίτησης της Αιτήτριας και (δ) εάν η Αιτήτρια είχε ήδη επιβεβαιώσει (affirm) από πριν τη διαφοροποίηση ή αλλαγή των όρων απασχόλησης του.

 

Από τα γεγονότα της υπόθεσης είναι φανερό ότι από τον Ιούλιο 2017 ενώ συμφωνήθηκε η επαναφορά του αρχικού ωραρίου εργασίας με σταθερές μηνιαίες απολαβές και ενώ η Αιτήτρια ακολούθησε για το μήνα Αύγουστο 2017, ένα σταθερό συνεχόμενο ωράριο εργασίας με πλήρη απασχόληση, για το οποίο ο Καθ’ ου η αίτηση ουδέποτε εξέφρασε τη διαφωνία του ή προειδοποίησε με οποιονδήποτε τρόπο την Αιτήτρια, ωστόσο για τον συγκεκριμένο μήνα της κατέβαλε μισθό χαμηλότερο από τον συμφωνηθέντα. Η Αιτήτρια ουδέποτε συμφώνησε ή συγκατατέθηκε στη μείωση των μισθολογικών απολαβών της. Αντίθετα, από την πρώτη στιγμή εξέφρασε τη διαφωνία της και όταν εν τέλει δεν εισακούστηκε υπέβαλε την παραίτηση της. Κρίνουμε, επομένως, ότι ο Καθ’ ου η αίτηση, μονομερώς και αυθαιρέτως προέβη σε  μείωση των απολαβών της Αιτήτριας για τον μήνα Αύγουστο 2017. Κρίνουμε επίσης ότι η συγκεκριμένη ενέργεια του Καθ’ ου η αίτηση αποτελεί μία αρκούντως σοβαρή παράβαση (of sufficient materiality), και ή μεταβολή ουσιώδους όρου (fundamental repudiation) της σύμβασης εργασίας, ικανή να κλονίσει το θεμέλιο της σχέσης εργοδότη και εργοδοτούμενου, καθώς δεν άφηνε στην Αιτήτρια άλλο περιθώριο από το να υποβάλει την παραίτηση της. Η εν λόγω παράβαση αποτέλεσε εισέτι τον αποκλειστικό λόγο παραίτησης της Αιτήτριας.

 

Για όλα τα πιο πάνω, καταλήγουμε ότι η Αιτήτρια δικαιολογημένα τερμάτισε την απασχόληση της λόγω της διαγωγής του Καθ’ ου η αίτηση, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 7 του Νόμου.

 

Υπολογισμός Αποζημιώσεων

 

Σύμφωνα με το άρθρο 7(1) του Νόμου, όταν ο εργοδοτούμενος τερματίζει την απασχόληση του λόγω της διαγωγής του εργοδότη, τότε ο τερματισμός αυτός θεωρείται ως τερματισμός από τον εργοδότη υπό την έννοια του άρθρου 3.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Νόμου, όπως τροποποιήθηκε από το Ν.92/79, όταν εργοδότης τερματίσει παράνομα την απασχόληση εργοδοτούμενου που έχει απασχοληθεί συνεχώς από αυτόν επί 26 τουλάχιστον εβδομάδες, ο εργοδοτούμενος έχει δικαίωμα σε αποζημίωση που υπολογίζεται σύμφωνα με τον Πρώτο Πίνακα του Νόμου.

 

Η αποζημίωση εργοδοτούμενου επαφίεται, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Πρώτου Πίνακα του Νόμου, στην απόλυτο διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου. Στην άσκηση της εξουσίας αυτής ορίζεται από το ίδιο άρθρο του Νόμου, ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, ορισμένοι παράγοντες που είναι οι ακόλουθοι:

 

(α)    τα ημερομίσθια και πάσας τας άλλας απολαβάς του εργοδοτούμενου

(β)    την διάρκεια της υπηρεσίας του εργοδοτουμένου

(γ)    την απώλειαν προοπτικής σταδιοδρομίας του εργοδοτουμένου

(δ)    τας πραγματικάς συνθήκας του τερματισμού των υπηρεσιών του εργοδοτουμένου

(ε)    την ηλικίαν του εργοδοτουμένου

 

Σημειώνουμε ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, ως προς το ποσό που θα επιδικάσει υπό μορφή αποζημίωσης, κρίνεται με βάση τα ενώπιον του τιθέμενα πραγματικά γεγονότα. Σε καμία περίπτωση το Δικαστήριο δεν μπορεί να στηριχθεί σε υποθέσεις για να καταλήξει σε εύλογο αποτέλεσμα. Όπως αναφέρθηκε στην Θ. Θεμιστοκλέους ν. Elysee Irrigation LtdΠολ. Έφεση 131/2012, ημερ. 22.09.2017, ECLI:CY:AD:2017:A312:

 

«Η αποζημίωση του εργοδοτουμένου επαφίεται,  σύμφωνα με το άρθρο 4 του Πρώτου Πίνακα του Νόμου, στην απόλυτο διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, το οποίο πρέπει κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας να λάβει υπόψη τους παράγοντες που απαριθμούνται στο εν λόγω άρθρο, μεταξύ των οποίων και η απώλεια προοπτικής σταδιοδρομίας, στην τερματισθείσα εργασία.

           

Επίσης στην υπόθεση Louis Tourist Agency Λτδ v. Αντιγόνης Ηλία (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 98 σελ.104-105 σημειώθηκαν τ΄ ακόλουθα:

  

«Το κριτήριο της αποζημίωσης βάσει του άρθρου 4 του Ν.24/67 δεν συναρτάται με το συμβατικό που καθορίζεται από το ΚΕΦ.149, και γενικά τις αρχές του δικαίου των συμβάσεων, δηλαδή ζημιά η οποία έπεται κατά λογική πρόβλεψη της διάρρηξης της συμφωνίας. Το θέμα των αποζημιώσεων επαφίεται στην απόλυτη κρίση του Διαιτητικού Δικαστηρίου, με μόνο περιορισμό εκείνο που τίθεται από το άρθρο 3 του Πίνακα, η αποζημίωση να μην υπερβαίνει τα ημερομίσθια των δύο ετών (Ν.92/79).  Η υλική ζημιά την οποία υφίσταται από τον τερματισμό ο εργοδοτούμενος είναι αναμφίβολα παρά-γοντας σχετικός, αλλά όχι ο μόνος ο οποίος λαμβάνεται υπόψη.

 

Η διαγωγή των μερών είναι άλλος σχετικός παράγοντας, όπως συνάγεται από την παράγραφο 4(δ) του Πίνακα.  Η απαρίθμηση των παραγόντων, που είναι σχετικοί με την αποζημίωση, θα ήταν αντινομική προς τον απόλυτο χαρακτήρα της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου.»

           

Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη (α) τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τερματίστηκε η απασχόληση της Αιτήτριας, όπως τίθενται ανωτέρω (β) τη διάρκεια της απασχόλησης της (9 έτη συνεχούς απασχόλησης), (γ) τα ημερομίσθια της (€311,54 εβδομαδιαίως), (δ) την ηλικία της (38 ετών κατά τον επίδικό χρόνο), (ε) την απώλεια προοπτικής σταδιοδρομίας για την οποία δεν έγινε ιδιαίτερη αναφορά, κρίνουμε υπό τις περιστάσεις εύλογο να της επιδικάσουμε υπό μορφή αποζημίωσης το ποσό των €6.386,57 που αντιστοιχεί με απολαβές 20,5 βδομάδων (20,5 Χ €311,54).  

 

Επίσης, με βάση το άρθρο 9 (ζ) του Νόμου η Αιτήτρια δικαιούται σε πληρωμή αντί προειδοποίησης που αντιστοιχεί σε απολαβές 8 βδομάδων, ήτοι ποσό  €2.492,32.

 

Περαιτέρω δικαιούται το υπόλοιπο δεδουλευμένου μισθού για τον μήνα Αύγουστο 2017 ανερχόμενο στα €190,72 και τρεις ημέρες οφειλόμενης ετήσιας άδειας της οποίας η Αιτήτρια δεν έκανε χρήση, υπολογιζόμενη στα €186,93.

 

Εκδίδεται επομένως απόφαση υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον του Καθ’ ου η αίτηση για το συνολικό ποσό των €9.256,54 με νόμιμο τόκο από 17.11.2017 μέχρι τελικής εξόφλησης. Περαιτέρω ο Καθ’ ου η αίτηση διατάσσεται όπως καταβάλει στην Αιτήτρια το ποσό των €2.000 ως δικηγορικά έξοδα με νόμιμο τόκο από 17.11.2017 μέχρι τελικής εξόφλησης πλέον ΦΠΑ επί των εξόδων.

 

 

 

                                                       (υπ)……………………………….……..…………

      Ι.Α. Χατζητζιοβάννης,  Πρόεδρος                                                                                                        

                                                                                                           Σ. Ηρακλέους, Μέλος

Κ. Χριστοδούλου, Μέλος

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο