ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Ι. Α. Χατζητζιοβάννη, Προέδρου

                        Λ. Παντελίδου και Ρ. Σάββα, Μελών

 

 

Συνενωμένες Υποθέσεις: 331/2020, 332/2020, 334/2020,

 

 

Αρ. Υπόθεσης: 331/2020

 

Μεταξύ:

ΝΙΝΑ ΙΑΚΩΒΙΔΟΥ

Αιτήτρια

-και-

 

ΤΑΜΕΙΟ ΠΛΕΟΝΑΣΜΟΥ

Καθ’ ου η αίτηση

 

-----------------------

 

Αρ. Υπόθεσης:332/2020

 

Μεταξύ:

ΑΝΤΡΟΥΛΛΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

Αιτήτρια

-και-

 

ΤΑΜΕΙΟ ΠΛΕΟΝΑΣΜΟΥ

Καθ’ ου η αίτηση

 

-----------------------

 

Αρ. Υπόθεσης: 334/2020

 

Μεταξύ:

ΑΘΗΝΑ ΜΑΡΑΘΟΒΟΥΝΙΩΤΟΥ

Αιτήτρια

-και-

 

ΤΑΜΕΙΟ ΠΛΕΟΝΑΣΜΟΥ

Καθ’ ων η αίτηση

 

----------------------

 

 

Ημερομηνία: 29η Ιουλίου, 2024

 

Εμφανίσεις:

Για Αιτήτριες: κ. Ζ. Νικολάου

Για Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού: κ. Χριστόδουλος Λεωνίδου

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Οι Αιτήτριες στις Αιτήσεις 331/2020 και 332/2020 προσλήφθηκαν στην υπηρεσία της εταιρείας Folli Follie Cyprus Ltd (στο εξής «η Εργοδότρια Εταιρεία») και εργάστηκαν ως σύμβουλοι ομορφιάς, από 12.10.2010 και 01.03.2011 αντίστοιχα. Η Αιτήτρια στην Αίτηση 334/2020 προσλήφθηκε από την ίδια εταιρεία και εργάστηκε ως υπεύθυνη τμημάτων από 01.05.2016. Η απασχόλησης τους τερματίστηκε στις 30.09.2019 με επιστολές πανομοιότυπου περιεχομένου. Παραθέτουμε την επιστολή ημερ.16.09.2019 (Τεκ.3) που δόθηκε στην Αιτήτρια στην Αίτηση 331/2020: 

 

Θέμα: Τερματισμός Απασχόλησης της Σύμβασης Εργοδότησης σας

Αναφορικά με το ως άνω θέμα δια της παρούσης επιστολής παρακαλούμε όπως σημειώσετε τα ακόλουθα'

Η Εταιρεία μας, ήτοι η εταιρεία FOLLI FOLLIE CYPRUS LIMITED (εφεξής η «Εταιρεία») και συγκεκριμένα η διεύθυνση της, προβαίνει εις γραπτή ενημέρωση σας περί του γεγονότος ότι τους τελευταίους μήνες έχει επέλθει σημαντική μείωση στο κύκλο εργασιών της Εταιρείας.

Ως εκ τούτου, δια της παρούσης προχωρούμε με τερματισμό της απασχόλησης σας λόγω πλεονασμού, ένεκα του γεγονότος ότι η Εταιρεία μας λόγω ακριβώς της μείωσης του κύκλου εργασιών της είναι αναγκασμένη να προχωρήσει σε κλείσιμο διαφόρων Τμημάτων της συμπεριλαμβανομένου και του τμήματος στο οποίο εργάζεστε. Ως αυτού, δεν μπορεί να σας προσφέρει πλέον εργοδότηση πανομοιότυπη και ή ανάλογη με την θέση που μέχρι σήμερα κατέχατε, ήτοι «Beauty Consultant», ακριβώς λόγω των έτερων ρηθέντων θέσεων εργασίας, καθηκόντων, ωραρίων και αμοιβών που δύναται να διατηρεί και εφαρμόζει πλέον η Εταιρεία μας.

Υπό το φως των ανωτέρω, δια της παρούσης προχωρούμε στον τερματισμό της εργοδότησης και/ή απασχόλησης σας λόγω πλεονασμού καταβάλλοντας σας την δέουσα προειδοποίηση των δύο (2) εβδομάδων αλλά και σχετική αποζημίωση που αναλογεί σε έξι (6) εβδομάδες αντί προειδοποίησης, δυνάμει Νόμου αλλά και σύμφωνα με την περίοδο εργοδότησης σας.

Περαιτέρω, σας αναφέρουμε ότι η τελευταία ημέρα εργοδότησης σας είναι η 30/09/2019.

Ευχαριστούμε πολύ για την συνεργασία και σας ευχόμαστε καλή συνέχεια στην επαγγελματική σας σταδιοδρομία.

 

Στο αμέσως επόμενο διάστημα οι Αιτήτριες υπέβαλαν αίτηση στο Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού (στο εξής «το Ταμείο») για πληρωμή λόγω πλεονασμού, αναγράφοντας τον λόγο απόλυσης που τους είχε δοθεί από τον εργοδότη τους, δηλαδή τη μείωση του κύκλου εργασιών και το κλείσιμο τμήματος. Τον ίδιο λόγο ανέγραψε και η Εργοδότρια Εταιρεία στα Ερωτηματολόγια που της είχαν σταλεί από το Ταμείο. Επίσης, ότι μαζί με τις Αιτήτριες απέλυσε συνολικά 22 εργοδοτούμενους.

 

Εν τω μεταξύ, την επομένη της απόλυσης τους από την Εργοδότρια Εταιρεία και δη την 01.10.2019, οι Αιτήτριες προσελήφθηκαν στην εταιρεία C.A. Papaellinas Limited.

 

Το Ταμείο απέρριψε τις αιτήσεις των Αιτητριών για πληρωμή λόγω πλεονασμού, επικαλούμενο ως λόγο το γεγονός ότι η απασχόληση τους στην C.A. Papaellinas Limited θεωρείται συνεχής με την υπηρεσία που είχαν στην Εργοδότρια Εταιρεία.

 

Για σκοπούς του Νόμου οι τελευταίες ακαθάριστες απολαβές της Αιτήτριας στην Αίτηση 331/2020 ανέρχονταν στα €304,20 εβδομαδιαίως, της Αιτήτριας στην Αίτηση 332/2020 στα €305,64 και της Αιτήτριας στην Αίτηση 334/2020 στα €687,23 εβδομαδιαίως. Οι Αιτήτριες δεν λάμβαναν 13ο μισθό.

 

Με τις υπό εξέταση Αιτήσεις οι Αιτήτριες αξιώνουν από το Ταμείο πληρωμή λόγω πλεονασμού, οποιαδήποτε άλλη θεραπεία ήθελε αποφασίσει το Δικαστήριο, νόμιμο τόκο, έξοδα συν ΦΠΑ.

 

Το Ταμείο με τους γενικούς λόγους εμφάνισης επαναλαμβάνει ουσιαστικά τα όσα επικαλείται στις απορριπτικές επιστολές προς τις Αιτήτριες, ισχυριζόμενο ότι κατά ή περί την 01.10.2019, το συμβόλαιο αντιπροσωπείας και διανομής της μάρκας Shiseido στην κυπριακή αγορά, που ήταν κατακυρωμένο από την Εργοδότρια Εταιρεία, μεταβιβάστηκε ως είχε και/ή αναλήφθηκε από την εταιρεία C.A. Papaellinas Limited, η οποία συνέχισε την εργοδότηση των Αιτητριών από 01.10.2019. Εν όψει τούτου, απέρριψε τις αιτήσεις που υπέβαλαν οι Αιτήτριες για πληρωμή λόγω πλεονασμού, επικαλούμενο ότι σύμφωνα με τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του η απασχόληση των Αιτητριών στην εταιρεία C.A. Papaellinas Limited θεωρείται συνεχής με την υπηρεσία που είχαν στην Εργοδότρια Εταιρεία. Ως εκ τούτου είναι η θέση του ότι οι Αιτήτριες δεν δικαιούνται πληρωμής λόγω πλεονασμού.

 

Ενώπιον του Δικαστηρίου κατέθεσε η διευθύντρια ανθρώπινου δυναμικού και βιωσιμότητας της εταιρείας C.A. Papaellinas Limited κα Μέλανι Μιχαηλίδου και η Αιτήτρια στην Αίτηση 332/2020. Το Ταμείο δεν προσκόμισε οποιαδήποτε μαρτυρία και αρκέστηκε στην αντεξέταση των εν λόγω μαρτύρων. Ενώπιον μας υπάρχει επίσης και η πραγματική μαρτυρία, που αποτελείται από 16 συνολικά έγγραφα που κατατέθηκαν ως Τεκμήρια, εκ των οποίων τα 12 από κοινού και τα 4 με τη μαρτυρία της κας Μιχαηλίδου.

 

Σύμφωνα με την κα Μιχαηλίδου τα προϊόντα Shiseido διατίθεντο στην κυπριακή αγορά από την Εργοδότρια Εταιρεία. Λόγω σκανδάλων οικονομικής φύσης που προέκυψαν στην Ελλάδα, η Shiseido Γαλλίας τερμάτισε τη συνεργασία της με την Εργοδότρια Εταιρεία και κατόπιν διαγωνισμού αποφάσισε να αναθέσει τη διανομή τους στη C.A. Papaellinas Limited. Καταθέτοντας μέρος του συμβολαίου συνεργασίας μεταξύ των εν λόγω εταιρειών (Τεκ.13), ανέφερε ότι η C.A. Papaellinas Limited δεν είχε καμία επαφή ή σχέση με την Εργοδότρια Εταιρεία και ούτε υπήρξε μεταξύ τους οποιαδήποτε συμφωνία για ανάληψη περιουσιακών στοιχείων ή πελατολογίου. Ισχυρίστηκε ότι με την ανάληψη της αντιπροσωπίας, η C.A. Papaellinas Limited ανέλαβε την ευθύνη στελέχωσης των καταστημάτων για προώθηση των προϊόντων Shiseido στην κυπριακή αγορά και μη έχοντας οποιαδήποτε δέσμευση ανάληψης του προσωπικού της Εργοδότριας Εταιρείας, κατέληξε, μετά από συνεντεύξεις, ποια άτομα από το εν λόγω προσωπικό θα απασχολούσε. Προσλαμβάνοντας την πλειοψηφία του εν λόγω προσωπικού, έκρινε ότι κάποιοι απ’ αυτούς δεν πληρούσαν τα κριτήρια και δεν τους προσέλαβε. Συγκεκριμένα, αναφέρθηκε στην trainer η οποία δεν προσλήφθηκε και αντικαταστάθηκε από άλλο άτομο που κρίθηκε κατάλληλο για τη θέση. Με την πρόσληψη των εν λόγω προσώπων υπογράφηκαν συμβόλαια που προέβλεπαν δοκιμαστική περίοδο έξι μηνών καθώς θεωρούνταν ως νέοι υπάλληλοι. Επίσης, δεν ίσχυαν ούτε οι προηγούμενοι όροι απασχόλησης τους, καθώς η C.A. Papaellinas Limited διαθέτει δικά της συστήματα μισθοδοσίας και διαφορετικά ωφελήματα, τα οποία για την περίπτωση ήταν αυξημένα και ευμενέστερα για τις Αιτήτριες.

 

Αντεξεταζόμενη σημείωσε ότι το μέρος του συμβολαίου (Τεκ.13) που έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου, αναφέρεται βασικά στην ευθύνη του αντιπροσώπου για στελέχωση, αμοιβή και εκπαίδευση ικανών συμβούλων ομορφιάς, χωρίς καμία υποχρέωση για πρόσληψη του προσωπικού που απασχολούσε η Εργοδότρια Εταιρεία. Ισχυρίστηκε ότι από τη θέση που κατείχε δεν ήταν σε θέση να πει με βεβαιότητα αν η C.A. Papaellinas Limited ανέλαβε τα αποθέματα των προϊόντων που κατείχε η Εργοδότρια Εταιρεία. Ενώ ισχυρίστηκε ότι δεν δόθηκαν στοιχεία πελατολογίου, ωστόσο συμφώνησε ότι πελατολόγιο δεν υπάρχει αφού στην πραγματικότητα πρόκειται για μεταπωλήσεις. Ότι δηλαδή ο κάθε πελάτης θα επισκεφθεί τον χώρο, θα αγοράσει το προϊόν από το κατάστημα, άσχετα αν διατίθεται από την C.A. Papaellinas Limited ή την Εργοδότρια Εταιρεία. Ενώ έδειξε άγνοια για τους χώρους που διέθετε τα προϊόντα Shiseido η Εργοδότρια Εταιρεία, ωστόσο δεν αρνήθηκε ότι η C.A. Papaellinas Limited συνέχισε να χρησιμοποίει τους ίδιους χώρους για τη διάθεση των εν λόγω προϊόντων και δη τα καταστήματα Beauty Line, Debenhams κ.α. Αναγνωρίζοντας την επιστολή ημερ. 01.08.2020 που η ίδια υπέγραψε και κοινοποίησε στο Ταμείο (Τεκ.16) δεν διαφώνησε ότι η Εργοδότρια Εταιρεία εργοδοτούσε περί τα 20 άτομα, τα οποία απασχολούνταν στον τομέα καλλυντικών και ότι με την ανάληψη της διαχείρισης της Shiseido η C.A. Papaellinas Limited προσέλαβε όλα τα μέλη της ομάδας με εξαίρεση την τότε trainer και μια άλλη κοπέλα που δεν έδειξε ενδιαφέρον λόγω αφυπηρέτησης.

 

Καταθέτοντας η Αιτήτρια στην Αίτηση 332/2020, ισχυρίστηκε ότι στην Εργοδότρια Εταιρεία εργαζόταν ως σύμβουλος ομορφιάς με καθήκοντα την εξυπηρέτηση του πελατολογίου της Shiseido, στο Άλφα Μέγα κατάστημα, όπου συνεχίζει να εργάζεται και σήμερα με άλλα καθήκοντα. Επίσης ότι δεχόταν έλεγχο από την προϊστάμενη της αλλά και από την υπεύθυνη του καταστήματος που εργοδοτούσε η Παπαέλληνας.  Αναφερόμενη στο συμβόλαιο εργοδότησης που υπέγραψε με την C.A. Papaellinas Limited (Τεκ.14), διευκρίνισε ότι ως σύμβουλος ομορφιάς παρέμεινε στο brand Shiseido με επιπλέον καθήκοντα όπως το άνοιγμα και το κλείσιμο του καταστήματος, η καταμέτρηση και ετοιμασία του ταμείου και η γνώση όλων των προϊόντων του καταστήματος, που δεν ήταν προηγουμένως στα καθήκοντα της.

 

Αντεξεταζόμενη συμφώνησε ότι το συγκεκριμένο κατάστημα στο οποίο προσέφερε και συνεχίζει να προσφέρει τις υπηρεσίες της ανήκε από προηγουμένως στην C.A. Papaellinas Limited, εξ ου και υπήρχε υπεύθυνη καταστήματος της εν λόγω εταιρείας από την οποία λάμβανε και συνεχίζει να λαμβάνει οδηγίες. Συμφώνησε ότι το μεγαλύτερο μέρος του προσωπικού που εργοδοτείτο από την Εργοδότρια Εταιρεία, εργοδοτείται σήμερα από την C.A. Papaellinas Limited.

 

(i)            Οι πρόνοιες του Νόμου

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 18 του Νόμου, εργοδοτούμενος είναι πλεονάζων και κατά συνέπεια δικαιούται πληρωμή από το ομώνυμο Ταμείο όταν η απασχόληση του ετερματίσθη:

 

(α)   Διότι ο εργοδότης έπαυσεν ή προτίθεται να παύση να διεξάγη την επιχείρησιν εν τη οποία ο εργοδοτούμενος απησχολείτο, ή

 

(β)    Διότι ο εργοδότης έπαυσεν ή προτίθεται να παύση να διεξάγη επιχείρησιν εις τον τόπον όπου ο εργοδοτούμενος απησχολείτο:

 

       …………………………………………………………………………………………………………………

 

(γ)    Ένεκα οιουδήποτε των ακολούθων άλλων λόγων σχετιζομένων προς την λειτουργίαν της  επιχειρήσεως:

 

(i)          εκσυγχρονισμού, μηχανοποιήσεως ή οιασδήποτε άλλης αλλαγής εις τας μεθόδους παραγωγής ή οργανώσεως η οποία ελαττώνει τον αριθμόν των αναγκαιούντων εργοδοτουμένων,

(ii)         αλλαγών εις τα προϊόντα ή εις τα μεθόδους παραγωγής ή εις τας αναγκαιούσας ειδικότητας των εργοδοτουμένων,

(iii)        καταργήσεις τμημάτων,

(iv)        δυσκολιών εις την τοποθέτησιν προϊόντων εις την αγοράν ή πιστωτικών δυσκολιών,

(v)         ελλείψεων παραγγελιών ή πρώτων υλών,

(vi)        σπάνεως μέσων παραγωγής, και

(vii)       περιορισμού του όγκου της εργασίας ή της επιχειρήσεως.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 20 του Νόμου:

 «Εργοδοτούμενος δεν δικαιούται εις πληρωμήν λόγω πλεονασμού-

(α) εάν προ του τερματισμού της απασχολήσεως ο εργοδότης προσφέρη άλλην  κατάλληλον απασχόλησιν αντ’ αυτής ο δε εργοδοτούμενος παραλόγως αρνήται την προσφοράν ταύτην.

(β) αποκλειστικώς λόγω τερματισμού της συμβάσεως απασχολήσεως συνεπεία αλλαγής εργοδότου, όταν ο νέος εργοδότης ανανεώνη την υφισταμένην σύμβασιν απασχολήσεως:

Νοείται ότι το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών δύναται να χορηγήση πληρωμήν λόγω πλεονασμού δυνάμει του άρθρου 16 του παρόντος Νόμου, όταν ο εργοδοτούμενος δυνηθή να απόδειξη εύλογον αιτίαν, την οποίαν το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών ήθελε θεωρήσει ικανοποιητικήν, διά την μη αποδοχήν της προσφοράς ανανεώσεως της συμβάσεως απασχολήσεως υπό του νέου εργοδότου.

(γ) αν ο εργοδότης του είναι εταιρεία εγγεγραμμένη με βάση τον περί Εταιρειών Νόμο και τον μεταθέτει σε κατάλληλη απασχόληση σε άλλη εταιρεία η οποία είναι συνδεδεμένη με την εταιρεία στην οποία απασχολείται:

Νοείται ότι για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, δύο εταιρείες θεωρούνται "συνδεδεμένες εταιρείες" αν η μια είναι θυγατρική της άλλης ή αν και οι δύο εταιρείες είναι θυγατρικές τρίτης εταιρείας· ο όρος "θυγατρική εταιρεία" έχει την έννοια που αποδίδεται σ' αυτόν από το άρθρο 148 του περί Εταιρειών Νόμου.

(δ) αν πριν από τον τερματισμό της απασχολήσεως άλλος εργοδότης ο οποίος είναι εταιρεία στην οποία ο προηγούμενος εργοδότης είναι κύριος μέτοχος ή ασκεί ουσι-αστικό έλεγχο προσφέρει στον εργοδοτούμενο κατάλληλη απασχόληση.»

 

Στην υπόθεση Demades Auto Supplies (Limassol) Ltd v. Γ. Ιωαννίδου (1996) 1 Α.Α.Δ. 228 έχει διευκρινιστεί ότι η έννοια της «αλλαγής εργοδότου» όπως συναντάται στο άρθρο 20(β) του Νόμου, θα πρέπει πάντοτε να ερμηνεύεται μέσα στα πλαίσια της επιφύλαξης της παραγράφου 3, Μέρος Ι του Δεύτερου Πίνακα του Νόμου, που έχει ως ακολούθως:

 

«Νοείται ότι όταν η επιχείρηση ή τμήμα της επιχείρησης εργοδότη μεταβιβάζεται ως έχει σε άλλο εργοδότη ή όταν ο εργοδοτούμενος μετατίθεται από μια εταιρεία σε άλλη σύμφωνα με την παράγραφο (γ) του άρθρου 20 του παρόντος Νόμου, τότε όλες οι εβδομάδες απασχόλησης στον πρώτο εργοδότη θεωρούνται κατά τον υπολογισμό της περιόδου απασχόλησης ως απασχόληση στο δεύτερο εργοδότη.»

 

Συνεπώς, για τους σκοπούς του άρθρου 20(β) του Νόμου, «αλλαγή εργοδότη» λαμβάνει χώρα μόνον όταν η αλλαγή αυτή είναι το αποτέλεσμα μεταβίβασης επιχείρησης ή τμήματος επιχείρησης από έναν εργοδότη σε άλλο «ως έχει».

 

Στην υπόθεση Λ. Καστράπης v. E. Kallenos (2003) 1 Α.Α.Δ. 509, διευκρινίζεται ότι η «ανανέωση» της σύμβασης απασχόλησης που περιέχεται στο άρθρο 20(β) του Νόμου:

 

«… δεν μπορεί να σημαίνει οτιδήποτε άλλο εκτός από την ανανέωση της υφιστάμενης σύμβασης απασχόλησης χωρίς οποιαδήποτε διαφοροποίηση των απορρεουσών από τη σύμβαση (υφιστάμενη) δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών με εξαίρεση βέβαια, την αλλαγή του προσώπου του εργοδότη».

 

Προφανώς, με βάση τις πιο πάνω διατάξεις, ένας εργοδοτούμενος δεν δικαιούται σε πληρωμή λόγω πλεονασμού από το ομώνυμο Ταμείο, όταν ο νέος εργοδότης στον οποίο μεταβιβάστηκε η επιχείρηση ή τμήμα της επιχείρησης «ως έχει», προσφέρει στον εργοδοτούμενο σύμβαση εργασίας με τους ίδιους όρους που είχε με τον προηγούμενο εργοδότη. Διαφορετικά αν οι όροι της προσφερόμενης σύμβασης δεν είναι ευμενείς αλλά δυσμενώς διαφοροποιημένοι για τον εργοδοτούμενο, τότε δεν πρόκειται για ανανέωση της υφιστάμενης σύμβασης και ο εργοδοτούμενος θα δικαιούται πληρωμή λόγω πλεονασμού από το ομώνυμο Ταμείο.

 

Ως απόρροια των πιο πάνω, ο νέος εργοδότης στον οποίο μεταβιβάστηκε η επιχείρηση «ως έχει», δεν υποχρεούται να συνεχίσει την απασχόληση του υφιστάμενου προσωπικού, με αποτέλεσμα οι εργοδοτούμενοι που νομίμως απολύθηκαν από τον προηγούμενο εργοδότη για λόγους πλεονασμού και των οποίων η υφιστάμενη σύμβαση απασχόλησης δεν ανανεώθηκε από τον νέο εργοδότη, να δικαιούνται σε πληρωμή λόγω πλεονασμού από το ομώνυμο Ταμείο. Εν ολίγοις η διατήρηση της ταυτότητας της επιχείρησης υπό τον νέο εργοδότη δεν αποβαίνει αυτοδικαίως προστατευτική για τον εργοδοτούμενο εάν ο νέος εργοδότης δεν προχωρήσει σε ανανέωση της υφιστάμενης σύμβασης.

 

Οι πιο πάνω διατάξεις δεν χρήζουν εφαρμογής στο βαθμό που αντιβαίνουν ή δεν συνάδουν με τις πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Οδηγίας και του εναρμονιστικού με αυτή Ν.104(Ι)/2000. Σημειώνουμε ότι οι Οδηγίες αποκτούν αυξημένη τυπική ισχύ έναντι του εσωτερικού δικαίου των κρατών μελών, σύμφωνα με το άρθρο 10 και 249 ΣΕΚ (ήδη 288 Σ.Λ.Ε.Ε.).

 

(ii)           Οι προστατευτικές διατάξεις της Οδηγίας και του Νόμου 104(Ι)/2000

 

Τον κανόνα της αυτοδίκαιης μεταβίβασης των εργασιακών σχέσεων και της δια-τήρησης αμετάβλητων των όρων εργασίας, κατοχύρωσε ρητά ο νομοθέτης με τον Ν.104(Ι)/2000, οι διατάξεις του οποίου εφαρμόζονται επί μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων επιχειρήσεων ή εγκαταστάσεων σε άλλο εργοδότη, που προκύπτουν από νομική μεταβίβαση ή συγχώνευση [άρθρο 3(1)]. Ο Νόμος αυτός ψηφίστηκε, προκειμένου να εναρμονισθεί η κυπριακή νομοθεσία με το κοινοτικό δίκαιο και συγκεκριμένα, με τις Οδηγίες 77/187 και 98/50/ΕΚ. Ακολούθησε η Οδηγία 2001/23/ΕΚ η οποία κωδικοποίησε απλώς τις δύο προηγούμενες.

 

Σύμφωνα με το ΔΕΕ,[1] σκοπός της Οδηγίας 2001/23 είναι «να διασφαλίσει τη συνέχιση των εργασιακών σχέσεων που υφίστανται στο πλαίσιο μιας οικονομικής οντότητας, ανεξαρτήτως της μεταβολής του εργοδότη, και, επομένως να προστατεύσει τους εργαζόμενους σε περίπτωση επελεύσεως τέτοιας μεταβολής».

 

Με το άρθρο 1§1 της Οδηγίας και 3(2) του Ν. 104(Ι)/2000 προσδιορίζεται η έννοια της «μεταβίβασης», ως μια βασική και θεμελιώδης έννοια για την εφαρμογή της Οδηγίας. Ως τέτοια, «…θεωρείται η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητα της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, ανεξάρτητα εάν αυτή η δραστηριότητα είναι κύρια ή δευτερεύουσα.»[2]

 

Από τον ορισμό αυτό προκύπτουν τα εξής δύο κρίσιμα για την εφαρμογή της Οδηγίας και του Νόμου στοιχεία: (α) Η μεταβιβαζόμενη μονάδα, θα πρέπει ήδη πριν από τη μεταβίβαση να συνιστά «οικονομική οντότητα» κατά την έννοια της Οδηγίας και του Νόμου. (β) ως προς την οικονομική αυτή οντότητα θα πρέπει να λάβει χώρα μεταβίβαση, η οποία προϋποθέτει αλλαγή του φορέα της και διατήρηση της ταυτό-τητας της.

 

Τόσο από την Οδηγία και τον Νόμο όσο και από την πάγια νομολογία του ΔΕΕ προκύπτει ότι δύο είναι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν μια μονάδα ως «οικονομική οντότητα», ώστε σε περίπτωση μεταβίβασης να τύχουν εφαρμογής οι σχετικές για την προστασία των εργαζομένων διατάξεις: α) να πρόκειται για ένα σύνολο οργανωμένων πόρων (ανθρώπινο δυναμικό, υλικά και/ή άυλα στοιχεία) και β) με το οργανωμένο αυτό σύνολα να επιδιώκεται ορισμένος οικονομικός σκοπός. Το Δικαστήριο διευκρινίζοντας την έννοια της οικονομικής οντότητας έχει δεχθεί ότι η οικονομική οντότητα δεν ταυτίζεται αποκλειστικά με την ασκούμενη απ’ αυτή δραστηριότητα και επομένως η μεταβίβαση δραστηριότητας αυτή και μόνη δεν συνιστά μεταβίβαση μονάδας (οντότητας). Η ταυτότητα της προκύπτει επίσης από άλλα στοιχεία, όπως το προσωπικό της, η στελέχωση της, η οργάνωση των εργασιών της, οι μέθοδοι λειτουργίας ή ακόμα, ενδεχομένως, τα μέσα εκμετάλλευσης που διαθέτει[3].

 

Ως προς την έννοια του όρου «οικονομική δραστηριότητα» που χρησιμοποιεί η Οδηγία και ο Νόμος, θα πρέπει να διευκρινιστεί, ότι καλύπτει κάθε δραστηριότητα προσφοράς αγαθών ή παροχής υπηρεσιών σε συγκεκριμένη αγορά. Μια δραστηριότητα δεν χάνει τον οικονομικό χαρακτήρα της και επομένως η μονάδα που την ασκεί δεν εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής των προστατευτικών για τους εργαζόμενους ρυθμίσεων από το γεγονός και μόνο ότι ασκείται με μη κερδοσκοπικό σκοπό ή προς το δημόσιο συμφέρον[4].

 

Σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΚ[5] για να θεωρηθεί ότι συντρέχει «μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης» κατά την έννοια της Οδηγίας και του Νόμου, θα πρέπει η μεταβιβαζόμενη οντότητα να διατηρεί την ταυτότητα της και υπό τον νέο φορέα της. Όπως επισημαίνει το ΔΕΚ[6], η προϋπόθεση αυτή προκύπτει από τον σκοπό της Οδηγίας, στόχος της οποίας είναι η διατήρηση και συνέχιση των εργασιακών σχέσεων στο πλαίσιο μιας υφιστάμενης οικονομικής οντότητας, μιας οντότητας δηλαδή η οποία, ανεξάρτητα από τη μεταβολή του προσώπου που τη διευθύνει και ελέγχει, διατηρεί την ταυτότητα της κατά και αμέσως μετά το πέρας της μεταβίβασης. Η μεταβολή αφορά το πρόσωπο του φορέα της μονάδας και όχι την ίδια. Με τη διατήρηση της ταυτότητας της, σημαίνει ότι διατηρούνται αμετάβλητες οι θέσεις εργασίας και συνεπώς δικαιολογείται ο νέος φορέας να αναλάβει τις εργασιακές σχέσεις που συνδέονται με αυτές.

 

Οι βασικότερες ενδείξεις που καθορίζουν, σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ, το αν έλαβε χώρα μεταβίβαση επιχείρησης είναι: (α) η μεταβίβαση ή μη υλικών στοιχείων (κτίρια, μηχανήματα, εξοπλισμός κλπ), (β) η μεταβίβαση ή μη άυλων αγαθών καθώς και η αξία τους κατά τον χρόνο της μεταβίβασης (σήμα, διπλώματα ευρεσιτεχνίας, διακριτικοί τίτλοι και γνωρίσματα κ.α.), (γ) η πρόσληψη ή μη σημαντικού μέρους του προσωπικού από τον νέο επιχειρηματία, (δ) η μεταβίβαση ή μη της πελατείας, (ε) ο βαθμός ομοιότητας των δραστηριοτήτων που ασκούνται πριν και μετά τη μεταβίβαση, (στ) η διάρκεια της τυχόν διακοπής των δραστηριοτήτων της. Τα στοιχεία αυτά, δεν πρέπει να εκτιμώνται μεμονωμένα. Η βαρύτητα των διαφόρων στοιχείων που πρέπει ο εθνικός δικαστής να λάβει υπόψη, προκειμένου να εκτιμήσει αν υπάρχει μεταβίβαση κατά την έννοια της οδηγίας, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό, από το είδος της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης για την οποία πρόκειται και από τις εφαρμοζόμενες μεθόδους παραγωγής και εργασίας[7]. Όπως επισημαίνει το ΔΕΚ: «η διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων δεν μπορεί να εξαρτάται από την εκτίμηση ενός μόνον παράγοντα[8], ακόμη και αν πρόκειται για παράγοντα με βαρύνουσα σημασία για την εκτίμηση αν συντρέχει η όχι μεταβίβαση επιχείρησης».

 

Για την ύπαρξη μεταβίβασης, αξιολογείται και μάλιστα ως ουσιώδες στοιχείο το «αν ο νέος επιχειρηματίας, συνεχίζει πράγματι ή αρχίζει εκ νέου την εκμετάλλευση της εν λόγω μονάδας, με τις ίδιες ή ανάλογες οικονομικές δραστηριότητες»[9], οπότε και απευθύνεται στον ίδιο, κατά βάση, κύκλο πελατείας.

 

Σύμφωνα με το ΔΕΚ[10], για τη διατήρηση της ταυτότητας, δεν είναι απαραίτητο τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία να διατηρούν και υπό τον νέο επιχειρηματία τη συγκεκριμένη οργανωτική δομή που είχαν πριν την μεταβίβαση. Η διατήρηση της ίδιας ακριβώς οργανωτικής δομής των προσωπικών και περιουσιακών στοιχείων είναι μεν μια ένδειξη για τη διατήρηση της ταυτότητας της μεταβιβαζόμενης μονάδας όχι όμως καθοριστικό στοιχείο. Διαφορετικά η απόφαση του νέου εργοδότη να διαλύσει το τμήμα της επιχείρησης ή εγκατάστασης και να το ενσωματώσει στην υφιστάμενη δομή της δικής του επιχείρησης θα αρκούσε για να αποκλείσει την εφαρμογή της Οδηγίας στο τμήμα αυτό, με συνέπεια να στερηθούν οι οικείοι εργαζόμενοι την προστασία που παρέχει η Οδηγία κατά τρόπο αντίθετο προς τον σκοπό της. Εφόσον ο υφιστάμενος δεσμός, από άποψη λειτουργίας και επιδιωκόμενου σκοπού, διατηρεί μεταξύ των διαφόρων μεταβιβαζόμενων συντελεστών και μετά τη μεταβίβαση, ο οποίος και επιτρέπει στον νέο επιχειρηματία να χρησιμοποιεί τους συντελεστές αυτούς, έστω και συντεταγμένους σε μια διαφορετική οργανωτική δομή, για την άσκηση της συγκεκριμένης δραστηριότητας, η διατήρηση της ταυτότητας της μεταβιβαζόμενης μονάδας δεν αναιρείται από το γεγονός και μόνο ότι η μεταβιβαζόμενη μονάδα χάνει την οργανωτική της αυτονομία και οι συντελεστές που τη συνθέτουν εντάσσονται από τον νέο φορέα σε μια διαφορετική οργανωτική δομή.

 

Εφόσον η οικονομική οντότητα ορίζεται ως «σύνολο οργανωμένων πόρων» και στους ουσιώδεις πόρους ανήκει και το εργατικό δυναμικό, η εκούσια ανάληψη ενός σημαντικού μέρους του προσωπικού αξιολογείται ως μία σοβαρή ένδειξη υπέρ της διατήρησης της ταυτότητας της μεταβιβαζόμενης μονάδας. Έτσι στις εμπορικές επιχειρήσεις και στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών σημαντικότερο ρόλο παίζουν άυλα στοιχεία, όπως η τεχνογνωσία, η επωνυμία, η οποία συνοδεύεται από τη φήμη της επιχειρήσεως, το good will και κυρίως η σταθερή πελατεία. Σε απόφαση του το ΔΕΚ έκρινε ότι «καθόσον σε ορισμένους τομείς στους οποίος η δραστηριότητα στηρίζεται κυρίως στο εργατικό δυναμικό, ένα σύνολο εργαζομένων τους οποίους ενώνει σταθερά μία και μόνη δραστηριότητα μπορεί να αντιστοιχεί σε οικονομική μονάδα, μία τέτοια μονάδα μπορεί αν διατηρεί την ταυτότητα της και πέραν της μεταβιβάσεως της, όταν ο νέος επικεφαλής της επιχειρήσεως δεν αρκείται στη συνέχιση της εν λόγω δραστηριότητας, αλλά αναπροσλαμβάνει επίσης σημαντικό τμήμα, από άποψη αριθμού και ικανοτήτων, του προσωπικού στο οποίο ο προκάτοχος του ανέθετε ειδικά το έργο αυτό…»[11] Σε άλλη απόφαση το ΔΕΚ απεφάνθη ότι: «… η ταυτότητα μιας οικονομικής μονάδας … η οποία στηρίζεται κυρίως στο εργατικό δυναμικό, δεν διατηρείται αν σημαντικό τμήμα του προσωπικού δεν αναπροσλαμβάνεται από τον φερόμενο εκδοχέα»[12]   

 

Στην Merckx και Neuhuys[13] η Ford κύριος μέτοχος της Anfo Motors, παραχώρησε στη Novarobel την αντιπροσωπεία πωλήσεως αυτοκινήτων οχημάτων στην περιοχή την οποία κάλυπτε η Anfo Motors, μεταβιβάζοντας με τον τρόπο αυτό σε επιχείρηση εκτός του ομίλου της τον οικονομικό κίνδυνο που συνδέεται με τη δραστηριότητα αυτή, ότι η Novarobel συνέχισε χωρίς διακοπή τη δραστηριότητα που ασκούσε η Anfo Motors στον ίδιο τομέα υπό ανάλογες προϋποθέσεις, ότι ανέλαβε μέρος του προσωπικού και ότι η Anfo Motors συνέστησε στους πελάτες της τις υπηρεσίες της Novarobel, πράγμα το οποίο είχε ως σκοπό τη διατήρηση της συνέχειας στην εκμετάλλευση της αντιπροσωπείας πωλήσεων.

 

Στις εισηγήσεις των Αιτητών ότι στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν υπήρξε ούτε μεταβίβαση υλικών ή άυλων αγαθών της επιχειρήσεως ούτε διατήρηση, έστω και μερική, της δομής και της οργανώσεως της επιχειρήσεως και ότι η έδρα της επιχειρήσεως Novarobel βρίσκεται σε διαφορετική περιοχή της περιφέρειας των Βρυξελλών από εκείνη στην οποία η Anfo Motors ασκούσε τη δραστηριότητά της, το Δικαστήριο ανέφερε ότι:

 

21. Τέτοιες περιστάσεις δεν μπορούν να εμποδίσουν την εφαρμογή της οδηγίας εφόσον, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως της ασκουμένης δραστηριότητας, η μεταβίβαση στοιχείων ενεργητικού δεν είναι καθοριστική για να διατηρεί η οικεία επιχείρηση την οικονομική ταυτότητά της (βλ. επ' αυτού την απόφαση της 14ης Απριλίου 1994, C-392/92, Schmidt, Συλλογή 1994, σ. Ι-1311, σκέψη 16). Πράγματι, η δραστηριότητα της αποκλειστικής αντιπροσωπείας πωλήσεων αυτοκινήτων οχημάτων συγκεκριμένης μάρκας σε ορισμένο τομέα διατηρεί το αντικείμενό της έστω και αν ασκείται με άλλη ονομασία, σε διαφορετικές εγκαταστάσεις και με άλλο εξοπλισμό. Δεν έχει επίσης σημασία το γεγονός ότι η έδρα της εκμεταλλεύσεως βρίσκεται σε διαφορετικό τόπο της ίδιας αστικής περιφέρειας, εφόσον η περιοχή την οποία αφορά η αντιπροσωπεία πωλήσεων παραμένει η ίδια.

 

Επίσης στην εισήγηση ότι το μεγαλύτερο μέρος του προσωπικού απολύθηκε κατά τη μεταβίβαση της αντιπροσωπείας πωλήσεων σημαίνει ότι η οδηγία δεν μπορεί να έχει εφαρμογή, το Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα:

 

25.  Δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας, η μεταβίβαση επιχειρήσεως, εγκαταστάσεως ή μέρους εγκαταστάσεως δεν αποτελεί από μόνη της λόγο απολύσεως. Ωστόσο, η διάταξη αυτή δεν εμποδίζει απολύσεις που μπορούν να επέλθουν για λόγους οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανώσεως, συνεπαγόμενες μεταβολές στο επίπεδο της απασχολήσεως του εργατικού δυναμικού.

 

26. Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του προσωπικού απολύθηκε λόγω της μεταβιβάσεως δεν αρκεί για να αποκλεισθεί η εφαρμογή της οδηγίας. Πράγματι, αφενός, οι εν λόγω απολύσεις έγιναν για λόγους οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανώσεως, τηρουμένης της προαναφερθείσας διατάξεως του άρθρου 4, παράγραφος 1. Αφετέρου και εν πάση περιπτώσει, η ενδεχόμενη παράβαση της εν λόγω διατάξεως δεν επηρεάζει την ύπαρξη μεταβιβάσεως κατά την έννοια της οδηγίας.

 

Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα της υπόθεσης και το ενώπιον μας μαρτυρικό υλικό, η Εργοδότρια Εταιρεία ήταν η αντιπρόσωπος και διανομέας των προϊόντων Shiseido στην Κυπριακή αγορά. Οι Αιτήτριες απασχολούνταν στην υπηρεσία της Εργοδότριας Εταιρεία με καθήκοντα την προώθηση των εν λόγω προϊόντων. Όταν η Shiseido Γαλλίας τερμάτισε τη συνεργασία της με την Εργοδότρια Εταιρεία, ανέθεσε μετά από διαγωνισμό την αντιπροσωπεία και διανομή των προϊόντων της στην C.A. Papaellinas Limited. Στις 30.9.2019 η Εργοδότρια Εταιρεία τερμάτισε την απασχόληση όλου του προσωπικού που απασχολείτο με την προώθηση των εν λόγω προϊόντων, περιλαμβανομένων και των Αιτητριών. Αναλαμβάνοντας η C.A. Papaellinas Limited την αντιπροσωπεία και την ευθύνη στελέχωσης των καταστημάτων προώθησης των προϊόντων Shiseido, την 1.10.2019 προσέλαβε μετά από συνεντεύξεις, όλο το προσωπικό που απέλυσε η Εργοδότρια Εταιρεία, εκτός από την trainer, η οποία με βάση την επιστολή ημερ. 1.8.2020 (Τεκ.16) δεν προσελήφθη επειδή «οι ανάγκες της θέσης απαιτούν άτομο το οποίο να κινείται σε παγκύπρια βάση και όχι μόνο για τη Λεμεσό». Με την πρόσληψη τους υπογραφήκαν και ανάλογα συμβόλαια εργοδότησης (Τεκ.15).

 

Έχοντας ως βάση τις παραπάνω θέσεις και αρχές της νομολογίας για την έννοια της μεταβίβασης, παρατηρούμε ότι στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για μια εμπορική επιχείρηση αντιπροσωπείας προϊόντων αλλοδαπής εταιρείας, για τη λειτουργία της οποίας σημαντικότερο ρόλο παίζουν άυλα στοιχεία, η τεχνογνωσία, η επωνυμία η οποία συνοδεύεται από τη φήμη της επιχείρησης, το good will και κυρίως η σταθερή πελατεία. Για τη δραστηριότητα της εν λόγω επιχείρησης δεν απαιτούνται σημαντικά ενσώματα περιουσιακά στοιχεία και συνεπώς η κρίση για τη διατήρηση της ταυτότητα της δεν μπορεί να εξαρτάται από τη μεταβίβαση τέτοιων στοιχείων. Εφόσον λοιπόν η επιχείρηση αυτή από τη φύση της στηρίζεται στην τεχνογνωσία και την καλή φήμη στην αγορά, η ανάληψη ενός σημαντικού μέρους του προσωπικού, αποτελεί σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΚ, στοιχείο με ιδιαίτερη βαρύτητα στο πλαίσιο της συνολικής αξιολόγησης[14]. Το γεγονός ότι η C.A. Papaellinas Limited προσέλαβε, μετά από συνεντεύξεις, ολόκληρο σχεδόν το προσωπικό που απασχολούσε η Εργοδότρια Εταιρεία στο συγκεκριμένο τομέα και δη στην προώθηση και πώληση των προϊόντων Shiseido, αποτελεί ένδειξη ότι ο νέος αντιπρόσωπος δεν ανέλαβε απλώς ένα σημαντικό μέρος του προσωπικού από άποψη αριθμού (ποσοτικό στοιχείο) αλλά και από άποψη δεξιοτήτων (ποιοτικό στοιχείο) που απαιτούνται για την προώθηση των εν λόγω προϊόντων. Πέραν τούτου η C.A. Papaellinas Limited ως ο νέος αντιπρόσωπος συνέχισε να προωθεί και πωλεί τα εν λόγω προϊόντα από τα ίδια σημεία και τα ίδια καταστήματα με τον προκάτοχο του, στοιχείο που αποτελεί ένδειξη διατήρησης της υφισταμένης πελατείας. Συνεπώς με την ανάληψη του προσωπικού ως οργανωμένο σύνολο για την άσκηση της ίδιας δραστηριότητας και τη διατήρηση ταυτόχρονα των υπόλοιπων στοιχείων (τόπος άσκησης της δραστηριότητας, πελατεία) που αποτελούν σημαντικές ενδείξεις υπέρ της διατήρησης της ταυτότητας της επιχείρησης, η C.A. Papaellinas Limited δεν δημιούργησε μια νέα αλλά ανέλαβε μια ήδη υφιστάμενη οργάνωση εργασίας.

 

Από τα στοιχεία επίσης που έχουν τεθεί ενώπιον μας δεν φαίνεται η εν λόγω επιχείρηση να παρέμεινε κλειστεί κατά τον χρόνο της μεταβίβασης. Όπως προκύπτει από τα γεγονότα της υπόθεσης, οι Αιτήτριες απολύθηκαν από την Εργοδότρια Εταιρεία στις 30.9.2019 και την επομένη, 1.10.2019, συνέχισαν να απασχολούνται στην C.A. Papaellinas Limited από τη ίδια θέση και με τα ίδια ουσιαστικά καθήκοντα όπως και προηγουμένως, που ήταν η προώθηση και πώληση των προϊόντων Shiseido.

 

Η θέση του κ. Νικολάου ότι οι Αιτήτριες προσλήφθηκε από την C.A. Papaellinas Limited με διαφορετικούς όρους εργασίας και μισθοδοσίας και υπό δοκιμαστική περίοδο, υπογράφοντας νέα συμφωνία εργοδότησης (Τεκ.14) με επακόλουθο να μην υπάρξει ανανέωση της υφιστάμενης σύμβασης εργασίας που διατηρούσαν με την Εργοδότρια Εταιρεία και να μην μπορεί να θεωρηθεί συνεχής η απασχόλησης τους, δεν βρίσκει έρεισμα στις προστατευτικές διατάξεις του Νόμου και της Οδηγίας που αποτελούν αναγκαστικό δίκαιο. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου ΕΕ, είναι άκυρες οι συμφωνίες, με τις οποίες οι εργαζόμενοι συναινούν σε μείωση των δικαιωμάτων τους που η Οδηγία τους παρέχει, ειδικότερα μάλιστα όσον αφορά την προστασία από την απόλυση. Το ΔΕΚ (νυν ΔΕΕ)[15], αναφερόμενο στο κοινωνικό σκοπό της Οδηγίας, δέχθηκε επί λέξει τα εξής: «Δεδομένου ότι η προστασία αυτή είναι δημοσίας τάξεως και, επομένως, εξαιρείται από το πεδίο της δικαιοπρακτικής ελευθερίας των μερών στο τομέα των συμβάσεων εργασίας, οι κανόνες της Οδηγίας, ιδίως δε αυτοί που αφορούν την προστασία των εργαζομένων από απολύσεις συνεπεία της μεταβίβασης, πρέπει να θεωρηθούν ως επιτακτικού χαρακτήρα υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπεται δυσμενής για τους εργαζόμενους παρέκκλιση από τους κανόνες αυτούς». Κατά το Δικαστήριο, απ’ αυτό συνάγεται ότι ο εργαζόμενος δεν μπορεί έγκαιρα να παραιτηθεί από δικαιώματα που του παρέχουν οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της Οδηγίας, ακόμη κι αν τα μειονεκτήματα που απορρέουν γι’ αυτόν από την παραίτηση αντισταθμίζονται με πλεονεκτήματα, συνεπεία των οποίων δεν περιέρχεται, γενικώς, σε λιγότερο ευνοϊκή κατάσταση. Συνεπώς οι τυχόν συμφωνίες μεταξύ του νέου φορέα της επιχείρησης και των εργαζομένων για σύναψη νέων συμβάσεων εργασίας με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων εκείνων που θέλουν να εξασφαλίσουν όχι απλώς τη συνέχιση των εργασιακών σχέσεων αλλά και τη συνέχιση τους με αμετάβλητους τους όρους εργασίας, δεν μπορούν να επηρεάσουν την εφαρμογή των προστατευτικών διατάξεων που εξασφαλίζουν τη μεταβίβαση της εργασιακής σχέσης στο νέο επιχειρηματία.      

 

Να σημειωθεί επίσης, ότι η Οδηγία και ο Νόμος εφαρμόζονται σε οποιαδήποτε μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης σε άλλο εργοδότη, ως αποτέλεσμα νομικής, συμβατικής μεταβίβασης ή συγχώνευσης. Ούτε η έλλειψη συμβατικού δεσμού μεταξύ του εκχωρούντος και του εκδοχέα, ούτε η έλλειψη μεταβιβάσεως των περιουσιακών στοιχείων μπορούν να έχουν καθοριστική σημασία για την εφαρμογή της Οδηγίας και του Νόμου[16]. Η Οδηγία και ο Νόμος εφαρμόζονται σε όλες τις περιπτώσεις μεταβολής, στο πλαίσιο συμβατικών σχέσεων, του φυσικού ή νομικού προσώπου που έχει την ευθύνη της επιχείρησης και το οποίο συνομολογεί τις υποχρεώσεις του εργοδότη έναντι των μισθωτών της επιχείρησης[17]

 

Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται στην αναφορά του Γενικού Εισαγγελέα στην υπόθεση C-458/05, Juini [2007] I-7301, σημ. 43, «το καθοριστικό στοιχείο για τη θεμελίωση συμβατικής μεταβίβασης δεν είναι η ύπαρξη συμβατικής σχέσης μεταξύ του εκχωρούντος και του εκδοχέα, αλλά η ύπαρξη μεταβολής του προσώπου που έχει την ευθύνη της εκμεταλλεύσεως της επιχειρήσεως».

 

Όπως έχει αναφερθεί στην υπόθεση Merckx και Neuhuys (ανωτέρω):

 

«30. Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι, για να έχει εφαρμογή η οδηγία, δεν απαιτείται να υφίστανται άμεσες συμβατικές σχέσεις μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του προς ον η μεταβίβαση. Κατά συνέπεια, όταν παύει να υφίσταται παραχώρηση δικαιώματος αντιπροσωπείας πωλήσεως αυτοκινήτων οχημάτων προς μια πρώτη επιχείρηση και παραχωρείται νέο δικαίωμα αντιπροσωπείας πωλήσεων σε άλλη επιχείρηση που ασκεί τις ίδιες δραστηριότητες, η μεταβίβαση της επιχειρήσεως προκύπτει από συμβατική μεταβίβαση κατά την έννοια της οδηγίας, όπως αυτή ερμηνεύεται από το Δικαστήριο».

 

Στην προαναφερθείσα απόφαση Ny Mølle Kro το ΔΕΚ δέχθηκε ότι και η ανάληψη της ίδιας επιχείρησης από τον εκμισθωτή ιδιοκτήτη μετά τη λήξη της μισθωτικής σχέσης, λόγω καταγγελίας από αυτόν, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας, δηλαδή αποτελεί συμβατική εκχώρηση της επιχειρήσεως, διότι συντελείται στο πλαίσιο της συμβάσεως μισθώσεως. Στη λύση αυτή κατέληξε το ΔΕΚ επικαλούμενο το σκοπό της Οδηγίας, δηλαδή την κατά το μέτρο του δυνατού προστασία των εργαζομένων (σκ. 14).

 

Στην υπόθεση Daddys Dance Hall [1995] ECR-792 σκ.7-11 το ΔΕΚ δέχθηκε ότι υπάρχει συμβατική εκχώρηση υπό την έννοια της Οδηγίας, όταν ο επιχειρηματίας, στον οποίο έχει παραχωρηθεί η εκμετάλλευση της επιχείρησης, την επιστρέφει στον ιδιοκτήτη, αυτός δε με τη σειρά του παραχωρεί την εκμετάλλευση της επιχείρησης σε τρίτο (νέον) επιχειρηματία. Κατά το Δικαστήριο ΕΚ, η μεταβίβαση της εκμετάλλευσης της επιχείρησης στην περίπτωση αυτή γίνεται σε δύο φάσης.

 

Κατά το ΔΕΚ, στις πιο πάνω υποθέσεις αυτό που έχει σημασία είναι ότι και στις δύο συνεχίζεται η λειτουργία της επιχείρησης, χωρίς διακοπή από τον νέο επιχειρηματία. Στην πρώτη αυτός είναι ο ιδιοκτήτης και στη δεύτερη είναι ο τρίτος. Στη τελευταία αυτή περίπτωση η μεσολάβηση του κυρίου της επιχείρησης είναι στιγμιαία και τυπική. Επομένως στην ουσία είναι σαν να μεταβιβάζεται η εκμετάλλευση της επιχείρησης από τον παλιό μισθωτή στον νέο. Απλώς επειδή μεσολαβεί τυπικά και ο ιδιοκτήτης (στο πλαίσιο του δικαίου της μισθώσεως), η μεταβίβαση γίνεται σε δύο φάσεις. Οι εργαζόμενο όμως βρίσκονται και στις δύο περιπτώσεις στην ίδια ακριβώς θέση. Δεν υπάρχει κανένας λόγος για διαφορετική μεταχείριση των εργαζομένων.

 

Στην υπόθεση Bork International [1988] ECR 3076 σκ.13-14 το ΔΕΚ δέχθηκε ότι υπάρχει συμβατική εκχώρηση, όταν ο ιδιοκτήτης μετά τη λήξη της μισθώσεως με τον μισθωτή της επιχείρησης την αναλαμβάνει και πάλιν, λίγο αργότερα δε την πωλεί σε άλλο επιχειρηματία. Το Δικαστήριο, εν ολίγοις, δέχτηκε ότι στην ουσία και εδώ η διαμεσολάβηση του ιδιοκτήτη ήταν τυπική και ότι στην πραγματικότητα νέος εργοδότης είναι ο αγοραστής της επιχείρησης.  

 

Σε τελική ανάλυση, συνεκτιμώντας όλα τα ενώπιον μας στοιχεία, καταλήγουμε ότι η συγκεκριμένη περίπτωση εμπίπτει εντός των πλαισίων των προστατευτικών διατάξεων της Οδηγίας και του Ν.104(Ι)/2000. Συνεπώς με βάση τα πιο πάνω, στην προκείμενη περίπτωση, έλαβε χώρα μεταβίβαση επιχείρησης της Εργοδότριας Εταιρείας στην C.A. Papaellinas Limited, χωρίς να επέλθει μεταβολή της ταυτότητας της μεταβιβασθείσας επιχείρησης και κατά τρόπο ώστε τα επί μέρους μεταβιβασθέντα στοιχεία της εν λόγω επιχείρησης να διατηρήσουν την οργανική τους ενότητα αλλά και την ικανότητα τους να πραγματοποιήσουν τον σκοπό της επιχείρησης και υπό τον νέο φορέα την C.A. Papaellinas Limited.

 

Σύμφωνα με τα άρθρο 4(1) και 5 (1) του Νόμου 104(Ι)/2000:

4.-(1) Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του εκχωρητή, που απορρέουν από τη σύμβαση εργασίας ή από εργασιακή σχέση που υφίσταται κατά την ημερομηνία της μεταβίβασης, μεταβιβάζονται, με τη σύμβαση αυτή, στον εκδοχέα. 

 

5.-(1) Η μεταβίβαση μιας επιχείρησης, μιας εγκατάστασης ή ενός τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης δε συνιστά από μόνη της λόγο απόλυσης για τον εκχωρητή ή τον εκδοχέα:

Νοείται ότι η παρούσα διάταξη δεν εμποδίζει απολύσεις που είναι δυνατό να προκύψουν από λόγους οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανωτικούς, οι οποίοι συνεπάγονται μεταβολές του εργατικού δυναμικού.

 

Το ΔΕΚ, ερμηνεύοντας τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 4 της Οδηγίας (αντίστοιχο άρθρο 5(1) του Ν.104(Ι)/2000) δέχθηκε τα ακόλουθα:[18]

 

«Το άρθρο 4 παρ.1 αυτής διασφαλίζει την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων, σε περίπτωση απολύσεως, που οφείλεται αποκλειστικά στη μεταβίβαση, τόσο έναντι του μεταβιβάζοντος όσο και έναντι του προς ον η μεταβίβαση. Οι εργαζόμενοι, των οποίων η σύμβαση ή η σχέση εργασίας, είχε, κατά παράβαση του παραπάνω άρθρου, λήξει πριν από τη μεταβίβαση, πρέπει να θεωρηθούν ότι εξακολούθησαν να απασχολούνται κατά τον χρόνο (ημερομηνία) της μεταβίβασης, πράγμα που, έχει, ως συνέπεια ιδίως, ότι, οι υποχρεώσεις του εργοδότη έναντι αυτών μεταβιβάστηκαν αυτοδικαίως από τον μεταβιβάζοντα προς ον η μεταβίβαση (διάδοχο).

 

Επομένως, το άρθρο 4 παρ. 1 της Οδηγίας, καθόσον απαγορεύει την απόλυση, που οφείλεται αποκλειστικά στη μεταβίβαση, δεν περιορίζει περισσότερο την εξουσία του διαδόχου (προς ον η μεταβίβαση) να προβεί σε απολύσεις, για τους λόγους, τους οποίους αναγνωρίζει, δηλαδή για λόγους οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανωτικούς, που συνεπάγονται μεταβολές του εργατικού δυναμικού. Οι κανόνες της Οδηγίας, και ιδίως οι σχετικοί, με την προστασία των εργαζομένων από την απόλυση, λόγω της μεταβίβασης, πρέπει να θεωρηθούν ως δεσμευτικού χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπεται δυσμενής, για τους εργαζόμενους, παρέκκλιση από τους κανόνες αυτούς.

 

Κατά συνέπεια, η σύμβαση εργασίας του παρανόμως απολυθέντος, λίγο προ της μεταβιβάσεως, πρέπει να θεωρηθεί ότι υφίσταται ακόμη έναντι του προς ον η μεταβίβαση (διαδόχου), έστω και αν ο απολυθείς εργαζόμενος, δεν αναπροσλήφθηκε από αυτόν μετά τη μεταβίβαση της επιχείρησης.

 

Οι εργαζόμενοι, που απολύθηκαν παρανόμως από τον μεταβιβάζοντα, λίγο προ της μεταβίβασης και δεν αναπροσλήφθηκαν από τον προς ον η μεταβίβαση, μπορούν να προβάλουν έναντι του τελευταίου το μη νομότυπο της εν λόγω απολύσεως». 

 

Οι λόγοι που η Εργοδότρια Εταιρεία επικαλέστηκε για τον τερματισμό της απασχόλησης των Αιτητριών, ως και του υπόλοιπου προσωπικού που εργάζονταν για την προώθηση και πώληση των προϊόντων Shiseido, ήταν η μείωση του κύκλου εργασιών και το κλείσιμο τμήματος. Με βάση όμως την πιο πάνω κατάληξη μας, οι Αιτήτριες και μετά την απόλυση τους από την Εργοδότρια Εταιρεία συνέχισαν χωρίς διακοπή να απασχολούνται από τον νέο φορέα της επιχείρησης από την ίδια θέση και με τα ίδια ουσιαστικά καθήκοντα.

 

Είναι λοιπόν κατάληξη μας ότι η απόλυση των Αιτητριών από την Εργοδότρια Εταιρεία οφείλετο αποκλειστικά και μόνο στη μεταβίβαση της επιχείρησης και συνεπώς θα πρέπει να θεωρηθεί ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο οι Αιτήτριες εξακολούθησαν να απασχολούνται στη μεταβιβασθείσα επιχείρηση υπό τη διεύθυνση του νέου φορέα, γεγονός που συνεπάγεται ότι οι υποχρεώσεις της Εργοδότριας Εταιρείας έναντι των Αιτητριών μεταβιβάστηκαν αυτοδικαίως στην C.A. Papaellinas Limited που είναι ο νέος φορέας της επιχείρησης.

 

Για όλα τα πιο πάνω οι Αιτήσεις απορρίπτονται. Υπό τις περιστάσεις δεν εκδίδεται καμία διαταγή για έξοδα.

 

 

                                              (υπ)……………………………….……..…………

      Ι.Α. Χατζητζιοβάννης,  Πρόεδρος                                                                                                        

Λ. Παντελίδου, Μέλος

Ρ. Σάββας, Μέλος

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 



[1] C-466/07 Klarenberg 12.2.2009

[2]  Το άρθρο αυτό διαμορφώθηκε μέσα από τον ορισμό της «οικονομικής μονάδας» για την οποία γίνεται στην απόφαση C-13/95 Suzen [1997] ECR I-1259 και την οποία ορίζει ως ένα οργανωμένο σύνολο προσώπων και πραγμάτων για την άσκηση ορισμένης οικονομικής δραστηριότητας που επιδιώκει δικούς της σκοπούς.

[3]  C-13/95 Suzen [1997] ECR I-1259, C-127/96, ΔΕΚ 2.12.1999 C-234/98, C-463/09 σ.41

     C-172/99 Oy LiiKenne [2001] ECR I-745,

[4]   ΔΕΚ 26.9.2000 C-175/99, C-29/91 Stichting [1992] ECR 3189.

 

[5]  C-24/85 Spijkers [1986] ECR 1119. C-29/91 Stichting [1992] ECR 3189. C-392/92 Schmidt [1994] ECR I-1326.

 

[6]    C-51/00 Tempo Service Industries [2002] ECR I- 969.

 

[7]  C-287/86 Ny Molle Kro (1987), 5479. C-13/95 Suzen (1997), 1275. C-172/99 Oy LiiKenne (25.1.2001). C-51/00 Temco Service Industries (2002), 969

 

[8]   C-392/92 Schmidt [1994] ECR I-1326.

 

[9] C-287/86 Ny Molle Kro [1987] ECR 5479

 

[10]  ΔΕΚ 12.2.2009 C-466/07 (Klarenberg)

[11]  ΔΕΚ 29.7.2010 C-151/2009

 

[12]  ΔΕΚ 20.1.2011 C-463/2009 CLECE SA v Maria Soccoro και Ayuntamiento de Cobisa

 

[13] C-171/94 και C-172/94 [1996] I-1253 σκ.30

[14] C-13/95 Suzen (1997)

[15]  ΔΕΚ 10.2.1998  (Daddy’s Dance Hall) ECRI-749, ΔΕΚ 25.7.191 (D’ Urso) ECRI-4105

 

[16]  C-60/17 Somoza Hermo 11.7.2018 (σκ.27-28) C-287/86 Ny Mølle Kro 17.12.1987 (σκ.12)

 

[17]  C-160/14 Ferreira da Silva e Brito κλπ. 9.9.2015 (σκ.24)

 

[18]  C-319/1994 Dethier [1998] ECR I-1079


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο