ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Ι. Α. Χατζητζιοβάννη, Προέδρου

                        Ν. Σιακαλλή & Κ. Κυριάκου, Μελών

 

 

Αρ. Υπόθεσης: 165/2018

 

Μεταξύ:

Π. Π.

Αιτητής

  -και-

 

ΔΗΜΟΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Καθ’ ων η αίτηση

 

 

Ημερομηνία: 30η Ιουλίου, 2024

 

Εμφανίσεις:

Για Αιτητή: κ. Στ. Βασίλακας με κα Χ. Γιαγκουλλή

Για Καθ’ ων η αίτηση: κ. Π. Πολυβίου με κα Στ. Ανδρέου

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Είναι η θέση του Αιτητή, όπως προβάλλει μέσα από τους γενικούς λόγους της Αίτησης, ότι οι Καθ’ ων η αίτηση παράνομα και/ή αδικαιολόγητα και/ή παράτυπα και/ή αυθαίρετα τερμάτισαν την απασχόληση του. Στη βάση αυτή αξιώνει: (α) Αποζημιώσεις για παράνομο και/ή αδικαιολόγητο τερματισμό της απασχόλησης του, (β) Διάταγμα επαναπρόσληψης, (γ) Καταβολή του ποσού των €5.600 ως δεδουλευμένα ημερομίσθια, (δ) Αναλογία 13ου μισθού, (ε) Άδειες, (στ) Νόμιμο τόκο (ζ) Έξοδα και ΦΠΑ.

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση, με τους γενικούς λόγους εμφάνισης, ισχυρίζονται ότι η διαδικασία που ακολούθησαν ήταν καθ΄ όλα νόμιμη και ορθή, σύμφωνη με τη Συλλογική Σύμβαση Εργατών, το Νόμο και τη νομολογία, τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης και τις εσωτερικές τους διαδικασίες. Αρνούνται ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του Αιτητή ήταν παράνομος και/ή αδικαιολόγητος και, επομένως, ότι δικαιούται στις αιτούμενες θεραπείες. Διατείνονται ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του ήταν καθόλα νόμιμος και δικαιολογημένος για τους λόγους που επικαλούνται και περιέχονται στην ομώνυμη επιστολή. Σε κάθε περίπτωση, ότι η επίδικη απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη και προϊόν ενδελεχούς έρευνας και νόμιμης διαδικασίας.

 

Να σημειωθεί ότι κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας ο Αιτητής δεν προσέφερε οποιαδήποτε μαρτυρία και εν τέλει δεν προώθησε την αξίωση του για μη καταβολή δεδουλευμένων μισθών, όπως επίσης δεν προώθησε κατά το στάδιο των τελικών αγορεύσεων, την αξίωση του για επαναπρόσληψη, περιορίζοντας με τον τρόπο αυτό την υπόθεση του στις υπόλοιπες αξιώσεις.

 

Το άρθρο 6(1) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου Ν.24/67, όπως διαμορφώθηκε από τον Τροποποιητικό Νόμο Ν.6/73 (ο «Νόμος»), καθιερώνει νόμιμο μαχητό τεκμήριο υπέρ του εργοδοτούμενου δυνάμει του οποίου: «...ο υπό εργοδότου τερματισμός απασχολήσεως τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ως μη γενόμενος δια τινά των εν τω άρθρω 5 εκτιθεμένων λόγων», δηλαδή των λόγων που καθιστούν νόμιμη και δικαιολογημένη την απόλυση και δεν παρέχουν στον εργοδοτούμενο δικαίωμα αποζημίωσης.

 

Συνεπώς, στους Καθ’ ων η αίτηση απόκειται να ανατρέψουν το καθιερωμένο από το Νόμο μαχητό τεκμήριο και να αποδείξουν ότι δικαιολογημένα τερμάτισαν την απασχόληση του Αιτητή για τους λόγους που επικαλούνται. Προς ανατροπή του νόμιμου αυτού τεκμηρίου κατέθεσε για τους Καθ’ ων η αίτηση η μέχρι τότε Λειτουργός Δημοτικής Υπηρεσίας ασκούσα καθήκοντα Υπεύθυνης Ανθρώπινου Δυναμικού κα Μ. Πέτσα ενώ ο Αιτητής υποστήριξε την υπόθεση του με την προσωπική του μαρτυρία. Ενώπιον του Δικαστηρίου υπάρχει επίσης η πραγματική μαρτυρία που αποτελείται από 19 συνολικά έγγραφα που κατατέθηκαν ως Τεκμήρια, εκ των οποίων τα 16 από την κα Πέτσα και τα υπόλοιπα από τον Αιτητή.

 

Προτού όμως συνοψίσουμε την προσαχθείσα μαρτυρία, θα ήταν χρήσιμο, για σκοπούς πλαισίωσης της υπόθεσης, να παραθέσουμε τα παραδεκτά και/ή αδιαμφισβήτητα γεγονότα, όπως αυτά προκύπτουν από τις έγγραφες προτάσεις, τις δηλώσεις των μερών και το ενώπιον μας μαρτυρικό υλικό, που είναι τα ακόλουθα:

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ιδρυθέν δυνάμει του περί Δήμων Νόμου (Ν.111/1985). Ο Αιτητής προσλήφθηκε στην υπηρεσία των Καθ’ ων η αίτηση στις 28.11.1994 για την εκτέλεση καθηκόντων εργάτη στον κλάδο κήπων, με βάση επιστολή πρόσληψης ημερ. 16.6.1995 (Τεκ.1) στην οποία αναφέρονται οι όροι απασχόλησης του. Στη συνέχεια και μέχρι τον τερματισμό της απασχόλησης του εκτελούσε καθήκοντα κλητήρα. Οι τελευταίες ακαθάριστες απολαβές του ανέρχονταν στα €2.133,27 πλέον 13ο μισθό.

 

Με επιστολή του Διοικητή της Υ.ΚΑ.Ν προς τον Δήμαρχο Λευκωσίας ημερ. 16.5.2017 (Τεκ.2), οι Καθ’ ων η αίτηση έλαβαν επίσημη ενημέρωση, ότι ο Αιτητής συνελήφθη από την Αστυνομία στις 12.5.2017, για παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α’ (κοκαΐνη).

 

Μετά την εν λόγω ενημέρωση, ακολουθώντας οι Καθ’ ων η αίτηση την πειθαρχική διαδικασία την προβλεπόμενη στη Συλλογική Σύμβαση Εργατών του Δήμου Λευκωσίας (Τεκ.7), κοινοποίησαν στον Αιτητή επιστολή ημερ. 19.5.2017 (Τεκ.3), ενημερώνοντας τον ότι με την έναρξη αστυνομικής έρευνας εναντίον του όφειλε να απουσιάζει από την εργασία του με υποχρεωτική άδεια, από τις 15.5.2017 μέχρι 9.6.2017, εκτός κι αν η αρμόδια Επιτροπή αποφάσιζε διαφορετικά. 

 

Ακολούθησε νέα επιστολή των Καθ’ ων η αίτηση προς τον Αιτητή ημερ. 12.6.2017 (Τεκ.5), με την οποία τον ενημέρωναν ότι η Επιτροπή Πρόσληψης Εργατών κατά τη συνεδρία της ημερ. 9.6.2017, εξέτασε το θέμα της  εναντίον του πειθαρχικής διαδικασίας και ενόψει της ποινικής υπόθεσης στην οποία εμπλεκόταν, αποφάσισε να του επιβάλει υποχρεωτική απουσία από την εργασία του, στη διάρκεια της οποίας θα λάμβανε το ήμισυ των ακαθάριστων απολαβών του, μέχρι νεότερης ειδοποίησης.

 

Στις 30.8.2017 η Επιτροπή Πρόσληψης Εργατών, σε νέα συνεδρία αποφάσισε όπως παρατείνει την υποχρεωτική άδεια απουσίας του Αιτητή μέχρι τις 4.10.2017 (Τεκ.6). Κατά την εν λόγω ημερομηνία αφού επανεξέτασε το θέμα της πειθαρχικής διαδικασίας εναντίον του Αιτητή, αποφάσισε όπως παρατείνει περαιτέρω την υποχρεωτική απουσία του μέχρι νεωτέρας ειδοποιήσεως (Τεκ.8).  

Εν τω μεταξύ, στις 22.6.2017 καταχωρήθηκε εναντίον του Αιτητή, της συζύγου και του γιου του η ποινική υπόθεση με αρ. 8020/2017 με την κατηγορία διάπραξης κακουργήματος, λόγω κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α’ και δη 808,83 γραμμάρια κοκαΐνης, χωρίς άδεια από το Υπουργείο Υγείας και με σκοπό την προμήθεια σε τρίτα πρόσωπα (Τεκ.9(α)).

 

Κατόπιν παραδοχής του Αιτητή στην κατηγορία ότι είχε στην κατοχή του ελεγχόμενο φάρμακο Τάξεως Α’, δηλαδή 808,83 γραμμάρια κοκαΐνης, το Κακουργιοδικείο στην καταδικαστική απόφαση του ημερ. 25.10.2017 (Τεκ.9(β),  αποφάσισε μεταξύ άλλων τα ακόλουθα σε σχέση με τον Αιτητή (Κατηγορούμενος 2 στην ποινική υπόθεση):

 

«………………….


Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω διεξήλθαμε με κάθε προσοχή τα περιστατικά που περιβάλλουν την υπόθεση και ιδιαίτερα τους παράγοντες που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη στον καθορισμό της ποινής που θα επιβληθεί σε κάθε ένα από τους Κατηγορούμενους ξεχωριστά αφού ο ρόλος του καθενός ήταν διαφορετικός και τα περιστατικά διαφέρουν. Ο Κατηγορούμενος 2 κατείχε τις ναρκωτικές ουσίες σε μια απέλπιδα προσπάθειά του να βοηθήσει τον υιό του, Κατηγορούμενο 1 και το γεγονός αυτό θα πρέπει να συνεκτιμηθεί.   

 

Παρά τη διαπιστωθείσα ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών λαμβάνουμε υπόψη, στο βαθμό που αυτό είναι επιτρεπτό, τις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες των Κατηγορουμένων 1 και 2, όπως έχουν σκιαγραφηθεί πιο πάνω. Έχουμε πάντα κατά νου το περιεχόμενο της κοινωνικοοικονομικής έκθεσης του Γραφείου Κοινωνικής Ευημερίας που έχει ετοιμαστεί για κάθε ένα από τους Κατηγορούμενους ως επίσης όσα συμπληρωματικά αναφέρθηκαν για το ζήτημα από τον κ. Παπαϊωάννου. Ιδιαίτερα βαραίνει στη σκέψη του Δικαστηρίου σε σχέση με τον Κατηγορούμενο 1 ότι είναι πατέρας ενός  ανήλικου παιδιού και ότι η σύζυγός του έχει πρόσφατα υποβληθεί σε εξειδικευμένη χειρουργική επέμβαση. Σε σχέση με τον Κατηγορούμενο 2 λαμβάνεται υπόψη η επίδραση της ποινής φυλάκισης στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του, σύζυγο και τέκνα, τα οποία είναι εξαρτώμενα του.    

 

Ιδιαίτερη βαρύτητα προσδίδουμε στην παραδοχή των Κατηγορούμενων 1 και 2 αφού έχει νομολογηθεί ότι συνιστά ένα επιπρόσθετο ελαφρυντικό παράγοντα και έχει επανειλημμένα  τονιστεί ότι, η παραδοχή πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή.

……………………..... 

 

Με βάση όλα όσα αναφέρουμε πιο πάνω, καταλήγουμε ότι η σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξαν οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 και το στοιχείο της αποτροπής που προέχει σε τέτοιες υποθέσεις καθιστούν την επιβολή ποινής φυλάκισης αναπόφευκτη. Το ύψος αυτής βέβαια θα αντανακλά κατά τρόπο όσο το δυνατό ισοζυγισμένο όλους τους πιο πάνω παράγοντες και ειδικότερα τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων, τις προσωπικές συνθήκες των Κατηγορουμένων 1 και 2 και τους ελαφρυντικούς παράγοντες που επισημαίνονται πιο πάνω.

 

Κρίνουμε ότι δικαιολογείται διαφορετική μεταχείριση του Κατηγορούμενου 2 σε σχέση με τον Κατηγορούμενο 1, κυρίως λόγω του γεγονότος ότι ο Κατηγορούμενος 2 αντιμετωπίζει μόνο τη 2η κατηγορία που αφορά την απλή κατοχή των ναρκωτικών ουσιών, σε αντίθεση με τον Κατηγορούμενο 1, ο οποίος αντιμετωπίζει επιπλέον κατηγορία για κατοχή των ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια τους σε τρίτα πρόσωπα. Η διαφοροποίηση συνεπώς κρίνεται επιβεβλημένη αφού για μεν την κατηγορία 1, προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι και δια βίου και για τη 2η κατηγορία φυλάκιση μέχρι 12 χρόνια. Όπως υποδεικνύεται εξάλλου στη νομολογία που αναφέρεται πιο πάνω, τα Δικαστήρια επιδεικνύουν μηδενική ανοχή στους εμπόρους για προφανείς λόγους.

 

Υποδεικνύεται, περαιτέρω, ότι και οι ρόλοι των δύο Κατηγορουμένων υπήρξαν διαφορετικοί, γεγονός που θα πρέπει να συνυπολογιστεί στο ύψος της ποινής που θα επιβληθεί στον κάθε ένα από αυτούς. Όπως προκύπτει από τα γεγονότα, ο Κατηγορούμενος 2 είχε στην κατοχή του για πολύ λίγο χρονικό διάστημα τα ναρκωτικά, στα πλαίσια της προσπάθειας του να βοηθήσει τον Κατηγορούμενο 1 - υιό του - ο οποίος του είχε ζητήσει να τα ρίξει στην τουαλέτα, όταν εισήλθαν οι αστυνομικοί στην οικία.

 

Ακόμη ένας παράγοντας που συνηγορεί υπέρ της διαφοροποίησης της ποινής είναι και το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος 2 είναι λευκού ποινικού μητρώου. Επιπρόσθετα ο Κατηγορούμενος 2 βρίσκεται αντιμέτωπος με πειθαρχική δίωξη η οποία πιθανόν να οδηγήσει στην απώλεια της εργασίας του.

……………………… 

 

(Β)     Στον Κατηγορούμενο 2: Στην 2η κατηγορία ποινή φυλάκισης 3 χρόνων.

……………………..

 

Σε σχέση με τον Κατηγορούμενο 2 έγινε εισήγηση από το συνήγορο του για αναστολή της ποινής φυλάκισης. 

…………………………

 

Έχουμε επανεξετάσει όλα τα δεδομένα που αναφέρονται στην απόφασή μας, τόσο σε σχέση με τις περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος, όσο και με τις προσωπικές συνθήκες του Κατηγορουμένου 2. Θεωρούμε πως η περίπτωση είναι κατάλληλη για να ασκηθεί η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου υπέρ της αναστολής. Χωρίς να παραγνωρίζουμε τη σοβαρότητα του αδικήματος, θεωρούμε ότι, ο περιθωριακός ρόλος του Κατηγορούμενου 2 και οι εν γένει συνθήκες κάτω από τις οποίες διέπραξε το αδίκημα, ως αναφέρθηκαν πιο πάνω, σε συνάρτηση με την παραδοχή και μεταμέλεια του, το λευκό του μητρώο και τις υπόλοιπες προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις, δικαιολογούν την αναστολή της ποινής.

 

Εκδίδεται, ως εκ των ανωτέρω, διάταγμα αναστολής της ποινής φυλάκισης που έχει επιβληθεί στον Κατηγορούμενο 2 για περίοδο 3 ετών από σήμερα.

…………………..»

 

(υπογραμμίσεις δικές μας)

 

Στις 8.11.2017, απαντώντας το ΥΚΑΝ σε επιστολή των Καθ’ ων η αίτηση ημερ. 26.10.2017, τους πληροφόρησε ότι η δικαστική διαδικασία εναντίον του Αιτητή είχε ολοκληρωθεί και ότι αυτός είχε κριθεί ένοχος με την επιβολή ποινής φυλάκισης τριών χρόνων με τριετή αναστολή, για το αδίκημα της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Α’, ήτοι κοκαΐνης, με σκοπό την προμήθεια (Τεκ.11 επιστολή ημερ. 8.11.2017).

 

Με βάση το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής, στις 13.11.2017 οι Καθ’ ων η αίτηση ενημέρωσαν τους νομικούς τους συμβούλους και ζήτησαν νομική συμβουλή για τη διαδικασία που θα έπρεπε να ακολουθήσουν με βάση τη Σ.Σ. Εργατών (Μέρος Τεκ.19).

 

Οι νομικοί σύμβουλοι απάντησαν με ηλεκτρονικό μήνυμα ημερ.15.11.2017, σημειώνοντας ότι επρόκειτο για σοβαρό αδίκημα που δεν μπορεί να λεχθεί ότι η καταδίκη και/ή το αδίκημα αυτό δεν επηρεάζουν τα καθήκοντα του εργοδοτούμενου (όπως αναφέρει η υποπαράγραφος (ε) των πειθαρχικών κανονισμών). Ότι φυσικά εναπόκειτο στο Δήμο να κρίνει κατά πόσο η σχετική καταδίκη «πιθανόν να επηρεάζει τα καθήκοντα του εργοδοτούμενου». Το πιο πάνω είναι θέμα γεγονότων. Είχε τα ελεγχόμενα φάρμακα κατά τη διάρκεια της εργασίας του; Προμήθευε κατά τη διάρκεια της εργασίας του; Πως και πότε συνελήφθη; Τους συνέστησαν ότι θα έπρεπε να γίνει πειθαρχική έρευνα για να απαντηθούν τα πιο πάνω ερωτήματα και για να διευκρινιστεί κατά πόσο η εν λόγω καταδίκη «πιθανόν να επηρεάσει» ή επηρέαζε τα καθήκοντα του εργοδοτούμενου (Μέρος του Τεκ.19).  

 

Δύο μήνες μετά και δη στις 16.1.2018, οι Καθ’ ων η αίτηση ενημέρωσαν τον Αιτητή ότι διεξαγόταν πειθαρχική έρευνα εναντίον του, για πιθανή διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος ως περιγράφεται στη Σ.Σ. Εργατών και ότι είχε το δικαίωμα να ζητήσει αντίγραφα καταθέσεων και άλλων εγγράφων όπως και την ευκαιρία να ακουστεί (Μέρος Τεκ.19).

 

Στις 17.1.2018 και 19.1.2018 οι Καθ’ ων η αίτηση έλαβαν καταθέσεις από τρεις συναδέλφους του Αιτητή, οι οποίοι δήλωσαν ότι εργάζονταν μαζί του εδώ και αρκετά χρόνια και ότι κατά τη διάρκεια της εργασίας τους ως κλητήρες, δεν περιήλθε στην αντίληψη τους οτιδήποτε σε σχέση με την υπόθεση για την οποία κατηγορείτο (Μέρος Τεκ.19).

 

Στις 20.2.2018, οι Καθ’ ων η αίτηση απέστειλαν επιστολή στον Αιτητή (Τεκ.10) και τον ενημέρωναν για την εναντίον του σε εξέλιξη πειθαρχική διαδικασία. Με την ίδια επιστολή τον καλούσαν να προσέλθει ενώπιον της Επιτροπής Πρόσληψης Εργατών για εξέταση / εκδίκαση του θέματος την Παρασκευή 2.3.2018. Του παρέχονταν επίσης αντίγραφα όλου του μαρτυρικού υλικού και των σχετικών εγγράφων και η ευκαιρία να ακουστεί κατά την εξέταση του θέματος.

 

Στις 2.3.2018 (Τεκ.11 πρακτικά ημερ. 2.3.2018), ο Αιτητής παρουσιάστηκε ενώπιον της Επιτροπής μαζί με τον εκπρόσωπο της συντεχνίας του κ. Παναγιώτη Ταλιώτη. Αφού απορρίφθηκε το αίτημα του για εκπροσώπηση από δικηγόρο, ο κ. Ταλιώτης προέβαλε εκ μέρους του τις πιο κάτω θέσεις:

 

-         Ότι οι Καθ’ ων η αίτηση παρέλειψαν να λάβουν κατάθεση από τον Αιτητή, ως η καθορισμένη διαδικασία και ότι τα δημοσιεύματα του τύπου που είχαν καταχωρηθεί στον φάκελο της διαδικασίας δεν ήταν αξιόπιστα, αφού προηγήθηκαν οποιασδήποτε έρευνας και καταργούν το τεκμήριο της αθωότητας.  

 

-         Ότι η επιστολή της ΙΚΑΝ ημερ. 8.11.2017 δεν ευσταθεί, αφού αναφέρεται σε επιβολή ποινής για το αδίκημα της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α’, ήτοι κοκαΐνης, με σκοπό την προμήθεια, ενώ η ποινή που επιβλήθηκε στον Αιτητή σύμφωνα με την απόφαση του Κακουργιοδικείου ήταν μόνο για κατοχή κοκαΐνης και όχι με σκοπό την προμήθεια.

 

-         Ότι ο νομικός σύμβουλος του Δήμου έλαβε υπόψη τη λανθασμένη επιστολή του ΙΚΑΝ και επομένως έδωσε λανθασμένη γνωμάτευση.  

 

-         Ζήτησε όπως η υπόθεση του Αιτητή εξεταστεί στη βάση της απόφασης του Δικαστηρίου και να ληφθούν υπόψη τα πιο πάνω σημεία. Επίσης ότι θα ήταν καλό να ληφθούν υπόψη οι ετήσιες αξιολογήσεις του Αιτητή και οι καταθέσεις των τριών συναδέλφων του, οι οποίοι ποτέ δεν αντιλήφθη-καν οτιδήποτε σε σχέση με την υπόθεση για την οποία είχε κατηγορηθεί. Για την ηθική αισχρότητα που επικαλούνται οι Καθ’ ων η αίτηση, αναφέρθηκε σε αποσπάσματα της απόφαση και δη στην απέλπιδα προσπάθεια του Αιτητή να βοηθήσει τον γιο του, γεγονός που έπρεπε να συνεκτιμηθεί. Επιπλέον ότι η απόφασή αναφερόταν σε περιθωριακό ρόλο του Αιτητή και ότι θα ήταν σωστό να συνεκτιμηθούν όλοι οι παρά-γοντες ούτως ώστε να μην στερηθεί των εισοδημάτων του.

 

Ο Αιτητής ανέφερε ότι δεν γνώριζε για την κατοχή των ναρκωτικών και ότι τη δεδομένη στιγμή ενώ βρισκόταν στο μπάνιο μπήκε ο γιός του, ο οποίος του ζήτησε να τα πετάξει στην τουαλέτα.

 

Σύμφωνα με τα εν λόγω πρακτικά:

 

«Η Επιτροπή Πρόσληψης Εργατών, αφού άκουσε τον κ. Π. Πέτρου (Αιτητή) και τον κ. Π. Ταλιώτη και αφού έλαβε υπόψη της την απόφαση του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας και όλα τα πιο πάνω στοιχεία, αποφάσισε λόγω της σοβαρότητας του θέματος ότι ο κ. Π. Πέτρου έχει διαπράξει το αδίκημα του άρθρου (1)(ε) του Παραρτήματος 6 της Συλλογικής Σύμβασης Εργατών και έχει καταλήξει στην ποινή απόλυσης.

 

Σύμφωνα με το άρθρου 6(δ) του Παρατήματος 6 της Συλλογικής Σύμβασης Εργατών, πριν η Επιτροπή Πρόσληψης Εργατών ενεργήσει για απόλυση εργάτη, ή υποβιβασμό σε κατώτερη μισθοδοτική κλίμακα πρέπει να ειδοποιήσει τον εργατοτεχνίτη για την πρόθεση της αυτή με κοινοποίηση στις Συντεχνίες. Αν δεν ζητηθεί ο καθορισμός συνάντησης μέσα σε 5 (πέντε) εργάσιμες ημέρες από την ημέρα που προειδοποιήθηκαν ο εργαζόμενος και η Συντεχνίες για την επιβολή της ποινής, η Επιτροπή θα προχωρήσει στην επιβολή της ποινής. Σε περίπτωση που ζητηθεί συνάντηση από τη Συντεχνία του επηρεαζόμενου η Επιτροπή Πρόσληψης Εργατών έχει την υποχρέωση να ακούσει τη Συντεχνία προτού πάρει τελική απόφαση.» 

 

Τα πιο πάνω διαβιβάστηκαν στον Αιτητή και στη Συντεχνία του με επιστολή των Καθ’ ων η αίτηση ημερ. 26.3.2018 (Τεκ.12).

 

Σε συνέχεια επιστολής της συντεχνίας ημερ. 30.3.2018, οι Καθ’ ων η αίτηση κάλεσαν τον Αιτητή σε συνάντηση στις 20.4.2018 στο Γραφείο του Δημάρχου (Τεκ.13). Στην εν λόγω συνάντηση ο Αιτητής παρευρέθηκε μαζί με τον συντεχνιακό του και προέβαλε εκ νέου τις θέσεις του (Τεκ.14). Με την αποχώρηση τους η Επιτροπή αποφάσισε τον τερματισμό της απασχόλησης του για τους λόγους που αναφέρονται στην επιστολή απόλυσης ημερ. 15.5.2018 (Τεκ.15) το περιεχόμενο της οποίας παραθέτουμε:

 

«Θέμα: Τερματισμός

 

Με βάση το άρθρο 6(δ) του Παραρτήματος 6 - Πειθαρχικά Παραπτώματα Πειθαρχικές Ποινές της Συλλογικής Σύμβασης Εργατών 2013-2014, ειδοποιήστε ότι η Επιτροπή Πρόσληψης Εργατών του Δήμου Λευκωσίας στη συνεδρία της στις 20.4.2018 αποφάσισε όπως σας επιβάλει την ποινή της απόλυσης από 20.4.2018.

 

Η Επιτροπή Πρόσληψης Εργατών στην απόφαση της για το πιο πάνω θέμα έλαβε υπόψη της όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιον της και τις θέσεις και απόψεις τις οποίες εκθέσατε ενώπιον της και αποφάσισε όπως σας επιβάλει την ποινή της απόλυσης που προβλέπεται στο άρθρο 3(α) 6 του πιο πάνω Παραρτήματος, λόγω της καταδίκης για διάπραξη ποινικού αδικήματος εκτός εργασίας που ενέχει ηθική αισχρότητα ή άπτεται και πιθανόν να επηρεάζει τα καθήκοντα σας.»       

 

Μαρτυρία

 

Πλείστα σημεία της μαρτυρίας της κας Πέτσα και του Αιτητή έχουν περιληφθεί στα παραδεκτά ή μη επιδεχόμενα αμφισβήτησης γεγονότα και, επομένως, η προσοχή του Δικαστηρίου θα στραφεί σε εκείνα τα σημεία της μαρτυρίας τους που έτυχαν αμφισβήτησης.

 

Η κα Μαρία Πέτσα με τη γραπτή δήλωση της (Τεκ.Α), επανέλαβε ουσιαστικά τα όσα οι Καθ’ ων η αίτηση διατυπώνουν στους γενικούς λόγους εμφάνισης. Ισχυρίστηκε ότι οι Καθ’ ων η αίτηση ενημερώθηκαν για πρώτη φορά ότι ο Αιτητής ήταν ύποπτος ποινικού αδικήματος, από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και ακολούθως στις 16.5.2017 έλαβαν επίσημη ενημέρωση από τον Διοικητή της ΥΚΑΝ. Ακολούθησε πειθαρχική έρευνα για να διαπιστωθεί εάν θα ακολουθείτο πειθαρχική διαδικασία. Κατά την έρευνα τέθηκαν τα γεγονότα που αφορούσαν τον Αιτητή και λήφθηκαν σχετικές καταθέσεις από συναδέλφους του. Αφού αναφέρθηκε στη διαδικασία που προβλέπει η Συλλογική Σύμβαση Εργατών (Τεκ.7) και στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, επισήμανε ότι κατά τον επιμερισμό της ποινής, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και την πιθανότητα τερματισμού της απασχόλησης του Αιτητή, γεγονός που, κατά την άποψη της, συνέβαλε στη μείωση και αναστολή της ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε. Για τη διαδικασία που ακολούθησαν οι Καθ’ ων η αίτηση ισχυρίστηκε ότι ήταν απόλυτα νόμιμη και ορθή, όπως νόμιμη και εύλογα επιτρεπτή ήταν επίσης η απόφαση για απόλυση του Αιτητή, καθώς η συνέχιση της απασχόλησης του θα αποτελούσε πλήξη του ονόματος των Καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι ως οργανισμός δημοσίου δικαίου οφείλουν και πρέπει να αποτελούν πρότυπο και παράδειγμα στους δημότες και να διατηρούν ένα σωστό και ασφαλές εργασιακό περιβάλλον. Ότι οι ενέργειες του Αιτητή κλόνισαν τη σχέση πίστης και εμπιστοσύνης και ότι υπήρχε φόβος διοχέτευσης ναρκωτικών ουσιών στο Δήμο. Επίσης ότι υπήρχαν αρκετά αρνητικά σχόλια από τους συναδέλφους του οι οποίοι εξέφρασαν φόβο και δυσαρέσκεια ως προς τη συνέχιση της εργασίας τους με τον Αιτητή. Για τα καθήκοντα του Αιτητή ανέφερε ότι αφορούσαν κυρίως την καθημερινή διακίνηση της αλληλογραφίας, εντός και εκτός του Οργανισμού, φωτοτυπίες και κάποια τηλεφωνήματα. Επίσης ότι βρισκόταν σε καθημερινή επαφή με κόσμο.

 

Αντεξεταζόμενη δεν διαφώνησε ότι η εξυπηρέτηση του κοινού δεν ήταν στα καθήκοντα του Αιτητή. Ενώ επέμενε ότι η απόλυση του Αιτητή οφείλετο στους λόγους που αναφέρονται στην επιστολή απόλυσης, ωστόσο δεν αρνήθηκε ότι από τον φάκελο του Αιτητή, δεν φαίνεται να δέχθηκε στο παρελθόν οποιαδήποτε παρατήρηση ή επίπληξη για τον τρόπο εκτέλεσης της εργασίας του ή τη συμπεριφορά του. Και ενώ ισχυρίστηκε ότι είχαν τις υποψίες τους ότι ο Αιτητής έκανε εμπόριο, εντούτοις στη συνέχεια ανέφερε ότι η τελική απόφαση του Δήμου λήφθηκε λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου, η οποία ήταν μόνον για κατοχή και όχι για προμήθεια. Εν τέλει, δεν παρέλειψε να επαναλάβει ότι υπήρχε φόβος διοχέτευσης ναρκωτικών στο χώρο του Δήμου, εμπορίας είτε άλλως πως, είτε για ιδία χρήση από τον Αιτητή.  

 

Ο Αιτητής με τη γραπτή δήλωση του (Τεκ.Β), ισχυρίστηκε ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της απασχόλησης του υπήρξε υπόδειγμα υπαλλήλου και ότι ουδέποτε δέχθηκε οποιαδήποτε παρατήρηση ή επίπληξη για τη συμπεριφορά ή την εκτέλεση των καθηκόντων του, γεγονός που επιβεβαιώνουν και οι ετήσιες αξιολογήσεις του που ήταν πάντα άριστες. Αναφερόμενος στις συνθήκες κάτω από τις οποίες εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα στην οικία του, στην εναντίον του κατηγορία για απλή κατοχή ναρκωτικών και στην άμεση παραδοχή του, ισχυρίστηκε ότι το συγκεκριμένο αδίκημα δεν επηρέασε με οποιοδήποτε τρόπο τα καθήκοντα ή την εργασία του στους Καθ’ ων η αίτηση, καθώς, ως αναφέρεται και στην απόφαση του Δικαστηρίου, επρόκειτο για ένα στιγμιαίο μεμονωμένο περιστατικό. Ότι επρόκειτο για ποινικό αδίκημα που διέπραξε εκτός ωρών εργασίας, το οποίο πέραν του ότι δεν επηρέασε τα καθήκοντα του, δεν ενέχει ούτε το στοιχείο της ηθικής αισχρότητας. Ενώ παραδέχεται ότι στα πλαίσια της πειθαρχικής διαδικασίας του δόθηκε αντίγραφο όλου του φακέλου της πειθαρχικής έρευνας (Τεκ.19), ισχυρίζεται ωστόσο ότι κατά την πειθαρχική διαδικασία δεν του δόθηκε ο λόγος να εκφράσει τις θέσεις του με τη δικαιολογία ότι αντιπροσωπευόταν από συντεχνιακό. Αποτελεί περαιτέρω ισχυρισμό του, ότι για την επίδικη απόφαση του τερματισμού της απασχόλησης του, οι Καθ’ ων η αίτηση έλαβαν υπόψη λανθασμένα στοιχεία όπως την επιστολή της Αστυνομίας ημερ. 8.11.2017, που αναφέρεται σε καταδίκη του για κατοχή κοκαΐνης με σκοπό την προμήθεια, κάτι για το οποίο ουδέποτε κατηγορήθηκε. Περαιτέρω ότι η νομική συμβουλή που έλαβαν οι Καθ’ ων η αίτηση από τους δικηγόρους τους στις 15.11.2017, βασίζεται στο αδίκημα της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου με σκοπό την προμήθεια και όχι στην απλή κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου για το οποίο καταδικάστηκε κατόπιν παραδοχής. Επίσης ποτέ δεν δόθηκε νομική συμβουλή ότι το αδίκημα για το οποίο καταδικάστηκε ενέχει το στοιχείο της ηθικής αισχρότητας ή θα επηρέαζε με οποιοδήποτε τρόπο τα καθήκοντα του. Αποτελεί περαιτέρω θέση του, ότι για τη λήψη της επίδικης απόφασης οι Καθ’ ων η αίτηση επηρεάστηκαν και από τα διάφορα δημοσιεύματα στα μέσα μαζικής ενημέρωσης που δεν ανακρίνονταν στις πραγματικές περιστάσεις της υπόθεσης. Απορρίπτει τις θέσεις της κας Πέτσα περί φόβου διοχέτευσης ναρκωτικών ουσιών στο Δήμο και θεωρεί την απόλυση του ως υπέρμετρα δυσανάλογο πειθαρχικό μέτρο σε συνάρτηση με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διέπραξε το ποινικό αδίκημα για το οποίο καταδικάστηκε κατόπιν παραδοχής του.

 

Αντεξεταζόμενος δεν αρνήθηκε τη σοβαρότητα του αδικήματος για το οποίο καταδικάστηκε. Ισχυρίστηκε ωστόσο ότι ο ίδιος δεν κατάλαβε ότι ο γιος του είχε στο σπίτι ναρκωτικά. Ενώ βρισκόταν στην τουαλέτα, πήγε ο γιος του, άνοιξε την πόρτα και του πέταξε σακούλια στο πάτωμα λέγοντας του δύο φορές, παπά πέταξε τα. Όταν είδε την άσπρη σκόνη κατάλαβε ότι ήταν ναρκωτικά. Μέχρι να προλάβει να κάνει κάτι μπήκε η ΥΚΑΝ και τους έπιασε. Ανάφερε επίσης ότι ο γιος του δεν έμενε μαζί τους στο ίδιο σπίτι και ότι ο ίδιος δεν κατάλαβε ότι είχε ναρκωτικά στο σπίτι τους. Για το κατασχεθέν ποσό των €3.500 παραδέχθηκε ότι βρισκόταν στο δωμάτιο του σε γυναικεία τσάντα, ισχυρίστηκε ωστόσο ότι το ποσό αυτό ήταν από τον γάμο του γιού του τον οποίο είχαν παντρέψει στις 29 Απριλίου. Ότι ο γιος του διέμενε σε ενοικιαζόμενο σπίτι στη Λακατάμια μαζί με τη γυναίκα του και το παιδί τους. Στο οικογενειακό σπίτι διέμενε ο ίδιος με τη γυναίκα του και τα δύο μικρότερα παιδιά τους, μια κόρη και ένα γιο. Αρνήθηκε ότι το σπίτι του χρησιμοποιείτο για εμπορία ναρκωτικών, λέγοντας ότι πότε δεν αντιλήφθηκε κάτι τέτοιο και ότι δεν ήταν παλαβός στο σπίτι το δικό του να κάμνει τούτα τα πράγματα. Σε υποβολή ότι ήταν συνεργός στην προσπάθεια εξαφάνισης μαρτυρικού υλικού και ότι τον σταμάτησε το ΥΚΑΝ από το να τα εξαφανίσει, ανέφερε ότι πιάστηκε εξ απροόπτου, δεν κατάλαβε το έκαμνε.

 

Ανάλυση - Συμπεράσματα

 

Είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε με ιδιαίτερη προσοχή τόσο την κα Μ. Πέτσα όσο και τον Αιτητή να καταθέτουν ενώπιον του Δικαστηρίου και με την ίδια προσοχή εξετάσαμε και τη μαρτυρία τους, έχοντας συνεχώς κατά νου τις έγγραφες προτάσεις, το σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας, τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα που αφορούν την υπόθεση, καθώς επίσης και τα επιχειρήματα των ευπαιδεύτων συνηγόρων.

 

Τα όσα η κα. Πέτσα ανέφερε κατά την κυρίως εξέτασης της, ότι με τις ενέργειες του Αιτητή υπήρχε φόβος διοχέτευσης ναρκωτικών ουσιών στο Δήμο και ότι υπήρχαν αρκετά αρνητικά σχόλια από τους συναδέλφους του οι οποίοι εξέφρασαν φόβο και δυσαρέσκεια ως προς τη συνέχιση της εργασίας τους με τον Αιτητή, δεν υποστηρίζονται και δεν επιβεβαιώνονται από το ενώπιον μας μαρτυρικό υλικό και ειδικότερα από την καταδικαστική απόφαση του Κακουργιοδικείου όπου αποφασίστηκε ότι ο Αιτητής «κατείχε τις ναρκωτικές ουσίες σε μια απέλπιδα προσπάθειά του να βοηθήσει τον υιό του, Κατηγορούμενο 1 και το γεγονός αυτό θα πρέπει να συνεκτιμηθεί», ότι ο Αιτητής «αντιμετώπιζε μόνο την κατηγορία που αφορούσε την απλή κατοχή των ναρκωτικών ουσιών» και ότι «είχε στην κατοχή του για πολύ λίγο χρονικό διάστημα τα ναρκωτικά, στα πλαίσια της προσπάθειας του να βοηθήσει τον Κατηγορούμενο 1 - υιό του - ο οποίος του είχε ζητήσει να τα ρίξει στην τουαλέτα, όταν εισήλθαν οι αστυνομικοί στην οικία.» Περαιτέρω δεν συνάδουν με τις καταθέσεις που λήφθηκαν από τους συναδέλφους του Αιτητή, οι οποίοι δήλωσαν ότι εργάζονταν μαζί του εδώ και αρκετά χρόνια και ότι κατά τη διάρκεια της εργασίας τους ως κλητήρες, δεν περιήλθε στην αντίληψη τους οτιδήποτε σε σχέση με την υπόθεση για την οποία ο Αιτητής κατηγορείτο. Πρόσθετα δεν συνάδουν ούτε με τα πρακτικά συνεδριάσεων όπου απεφασίσθη η απόλυση του Αιτητή, αλλά ούτε και με το περιεχόμενο της επιστολής απόλυσης, όπου δεν γίνεται καμία αναφορά σε τέτοιους ισχυρισμούς. Πρόκειται, επομένως, για γενικούς και άριστους ισχυρισμούς οι οποίοι δεν συνοδεύονται από οποιαδήποτε στοιχεία. Και ενώ κατά την αντεξέταση της αναγνώρισε ότι από τον υπηρεσιακό φάκελο του Αιτητή, δεν φαίνεται να δέχθηκε στο παρελθόν οποιαδήποτε παρατήρηση ή επίπληξη για τον τρόπο εκτέλεσης της εργασίας του ή τη συμπεριφορά του, και ενώ ανέφερε ότι κατά τη λήψη της τελικής απόφασης οι Καθ’ ων η αίτηση έλαβαν υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου, η οποία ήταν μόνο για κατοχή ναρκωτικών ουσιών και όχι για προμήθεια, ωστόσο εν τέλει δεν παρέλειψε να αναφέρει ότι είχαν τις υποψίες τους ότι ο Αιτητής έκανε εμπόριο και ότι υπήρχε φόβος διοχέτευσης ναρκωτικών στο χώρο του Δήμου, εμπορίας είτε άλλως πως, είτε για ιδία χρήση από τον Αιτητή. Εν ολίγοις αυτό που εν τέλει επικαλέστηκε η κα Πέτσα είναι ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν στηρίχθηκαν αποκλειστικά και μόνο στην απόφαση του Δικαστηρίου αλλά και σε δικούς τους λόγους που σχετίζονταν με υποψίες και φόβους ότι ο Αιτητής θα προμήθευε ναρκωτικά στο χώρο του Δήμου, κάτι που δεν επιβεβαιώνεται αλλά ούτε και υποστηρίζεται από οποιαδήποτε στοιχεία ή έγγραφα και πολύ περισσότερο από την καταδικαστική απόφαση του Κακουργιοδικείου. Για όλα τα πιο πάνω, η μαρτυρία της κας Πέτσα, ως προς το θεμελιώδες αυτό ζήτημα, δεν μπορεί να γίνει αποδεχτή, καθότι καλύπτεται από διιστάμενες τοποθετήσεις και, τουλάχιστον στα σημαντικά της μέρη, αυτό-αναιρείται.

 

Αντίθετα, η ανάλογη μαρτυρία του Αιτητή ήταν σταθερή, σαφής και ειλικρινής και δεν περιβάλλεται από οποιεσδήποτε αντιφάσεις. Πρόσθετα τα όσα κατέθεσε υποστηρίζεται πλήρως και από την ενώπιον μας πραγματική μαρτυρία. 

 

Εν όψει όλων των πιο πάνω, η μαρτυρία της κας Πέτσα δεν γίνεται αποδεχτή και απορρίπτεται σε όσα σημεία είναι αντίθετη με την ανάλογη μαρτυρία του Αιτητή. Αποδεχόμαστε λοιπόν, ότι η μαρτυρία του Αιτητή αποδίδει πλήρως την αλήθεια και ανάλογα είναι και τα ευρήματα του Δικαστηρίου.

 

Οι λόγοι που δικαιολογούν την απόλυση εργοδοτούμενου και κατ’ επέκταση απαλλάσσουν τον εργοδότη από την καταβολή οποιασδήποτε αποζημίωσης, αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 5 του Νόμου. Σύμφωνα με τα εδάφια (ε) και (στ) του άρθρου:

 

«5. Τερματισμός απασχολήσεως δι’ οιονδήποτε των ακολούθων λόγων δεν παρέχει δικαίωμα εις αποζημίωσίν:

 

(α) …………………………………………………………………………………………………………

(β).........................................................................................................................

(γ).........................................................................................................................

(δ).........................................................................................................................

 

(ε) Όταν ο εργοδοτούμενος επιδεικνύη τοιαύτην διαγωγήν ώστε να καθιστά εαυτόν υποκείμενον εις απόλυσιν άνευ προειδοποιήσεως.

 

Νοείται ότι όταν ο εργοδότης δεν ασκεί το δικαίωμα του προς απόλυσιν εντός λογικού χρονικού διαστήματος από του γεγονότος το οποίον του παρέσχε το δικαίωμα τούτο, θεωρείται ούτος ως εγκαταλείψας το δικαίωμα του να απολύση τον εργοδοτούμενον.

 

(στ) Άνευ επηρεασμού της γενικότητας τη αμέσως προηγούμενης παραγράφου, τα ακόλουθα δύνανται, μεταξύ άλλων, να αποτελέσωσι λόγον απολύσεως άνευ προειδοποιήσεως, λαμβανομένων υπ’ όψιν όλων των περιστατικών της περιπτώσεως:

 

(i)            διαγωγή εκ μέρους του εργοδοτουμένου η οποία καθιστά σαφές ότι η σχέσις εργοδότου και εργοδοτουμένου δεν δύναται ευλόγως να αναμένηται όπως συνεχισθή

(ii)           διάπραξιν σοβαρού παραπτώματος υπό του εργοδοτουμένου εν τη εκτελέσει των καθηκόντων του

(iii)          διάπραξιν ποινικού αδικήματος υπό του εργοδοτουμένου εν τη εκτελέσει του καθήκοντος του, άνευ της ρητής ή σιωπηράς συγκαταθέσεως του εργοδότη του

(iv)          απρεπής διαγωγή του εργοδοτουμένου κατά τον χρόνον της εκτελέσεως των καθηκόντων του 

(v)           σοβαρά ή επαναλαμβανομένη παράβασις ή παραγνώρισης κανόνων της εργασίας ή άλλων κανόνων εν σχέσει προς την απασχόλησιν.» 

 

Στην προκείμενη περίπτωση, οι Καθ’ ων η αίτηση αποφάσισαν τον τερματισμό της απασχόλησης του Αιτητή επικαλούμενοι την παρ. (1)(ε) του Παραρτήματος 6 της Σ.Σ. Εργατών (Τεκ.7) που προβλέπει τα ακόλουθα:

 

(1)   Πειθαρχικά Παραπτώματα

 

Οι ακόλουθες περιπτώσεις μπορούν να αποτελέσουν λόγο πειθαρχικής δίωξης εργατικού προσωπικού στους Δήμους:

 

………………………………………

 

(ε)         Καταδίκη για διάπραξη ποινικού αδικήματος εκτός εργασίας που ενέχει ηθική αισχρότητα ή άπτεται και πιθανόν να επηρεάζει τα καθήκοντα του εργοδοτούμενου.

 

Θα πρέπει ωστόσο να τονίσουμε ότι η οποιαδήποτε λεκτική διαφορά στο κείμενο του άρθρου 5 του Νόμου και της Σ.Σ. Εργατών δεν καθιερώνει διαφορετικά κριτήρια ως προς τους λόγους απόλυσης ενός εργοδοτούμενου. Αντίθετα, σε κάθε περίπτωση, η οποιαδήποτε αμφιβολία θα έθετε σε υπέρτερο βαθμό τις προστατευτικές διατάξεις του Νόμου. Συνεπώς και στις δύο περιπτώσεις το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι κατά πόσο η διαγωγή του εργοδοτούμενου είναι τέτοια ώστε κρινόμενη αντικειμενικά, να δικαιολογεί τον άμεσο και χωρίς προειδοποίηση τερματισμό της απασχόλησης του από τον εργοδότη (βλ. Κυπριακή Δημοκρατία ν. Κ. Ψαρά, Πολιτική Έφεση Αρ. 197/2011, 13.2.2018), ECLI:CY:AD:2018:A75.

 

Στην υπόθεση Κακοφεγγίτου v. Κυπριακών Αερογραμμών, (2005) 1 Α.Α.Δ. 1478, εξετάστηκε το ζήτημα του εφαρμοστέου κριτηρίου σε σχέση με το δικαιολογημένο ή μη της απόλυσης ενός εργοδοτούμενου, με αναφορά στην αγγλική υπόθεση British Leyland (U.K.) Ltd v. Swing (1981) 1RLR 91 (σ.93), όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα από τον Lord Denning Μ.R.:

 

«Τhe correct test is this:  Was it reasonable for the employers to dismiss him If no reasonable employer would have dismissed him, then the dismissal was unfair.  But if a reasonable employer might reasonably have dismissed him, then the dismissal was fair.  It must be remembered in all these cases there is a bank of reasonableness, within which one employer might reasonable take one view:  another quite reasonably take a different view».

 

(Σε ελεύθερη μετάφραση):

 

«Το ορθό κριτήριο είναι αυτό:  Ήταν λογικά αναμενόμενο από τον εργοδότη να τον απολύσει;  Εάν κανένας λογικός εργοδότης δεν θα τον απέλυε τότε η απόλυση είναι αδικαιολόγητη.  Αλλά εάν ένα λογικός εργοδότης μπορούσε να τον απολύσει τότε η απόλυση ήταν δικαιολογημένη. Θα πρέπει πάντα να έχουμε υπόψη μας ότι σε όλες τις περιπτώσεις υπάρχει μια γραμμή λογικής, στα πλαίσια της οποίας ένας εργοδότης μπορεί δικαιολογημένα να πάρει μια θέση και ένας άλλος εντελώς διαφορετική.»

 

Όπως, δε, κατ’ επανάληψη έχει νομολογηθεί, η λογικότητα ή μη της απόλυσης δεν κρίνεται με βάση το τι το δικάσαν Δικαστήριο θα έκανε αν ήταν στη θέση του εργοδότη. Αντί αυτού, το Δικαστήριο θα πρέπει να ρωτήσει τον εαυτό του κατά πόσο, με το μέτρο του λογικού εργοδότη, ο εργοδότης στοιχειοθέτησε λογικές αιτίες για την πεποίθηση του ότι ο εργοδοτούμενος υπήρξε ένοχος ανάρμοστης συμπεριφοράς και κατά πόσο η διερεύνηση του ζητήματος από τον εργοδότη ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογη. Το σωστό επομένως κριτήριο που θα οδηγήσει το Δικαστήριο στην τελική του κρίση, είναι το εύλογο της κατάληξης του εργοδότη, ως λογικού εργοδότη, να προβεί στον τερματισμό της απασχόλησης ενός εργοδοτούμενου υπό συγκεκριμένες περιστάσεις και για συγκεκριμένο λόγο, έχοντας υπόψη ότι το βάρος στον εργοδότη είναι να αποδείξει τούτο επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Συνεπώς η απόλυση θα πρέπει να μπορεί να βρίσκεται μέσα στα πλαίσια των λογικών αντιδράσεων ενός λογικού εργοδότη - within the band of reasonable responses of a reasonable employer -. Διαφορετικά δεν θα είναι δικαιολογημένη (fair) αν προκύψει ότι ο μέσος λογικός εργοδότης δεν θα προχωρούσε στη απόλυση κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης (Galatariotis Tele/cations Ltd v. Σωτήρη Βασιλείου (2003) 1 Α.Α.Δ. 318, Post Office v. Folley & HSBC Bank plc (formerly Midland Bank pcl) v. Madden [2001] 1 All ER 550, Κακοφεγγίτου (ανωτέρω), L. Papaphilippou & Co Ltd v. Δήμητρας Λουκά, (2014) 1 Α.Α.Δ. 1193, Μ. Γεωργίου ν. Columbia World Wide Movers Ltd, Πολ. Έφ. 103/2012 ημερ. 7.7.2017).

 

Η νομολογία δεν αρκείται στην αντικειμενική ύπαρξη και βαρύτητα κάποιου λόγου που θα ήταν ικανός από μόνος του να δικαιολογήσει την απόλυση, αλλά απαιτεί και την ανεπίληπτη τήρηση μιας «δίκαιης διαδικασίας» (“a fair procedure”) από πλευράς εργοδότη να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να συγκεντρώσει και αξιολογήσει όσο το δυνατόν περισσότερες και ασφαλέστερες πληροφορίες σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά που τον οδήγησαν στην απόφαση να θέσει τέρμα στην εργασιακή σχέση. Στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας, η πρώτιστη υποχρέωση του εργοδότη είναι να καλέσει τον εργοδοτούμενο και να ακούσει τις απόψεις του. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 7 του περί της Συμβάσεως περί του Τερματισμού Απασχολήσεως (Κυρωτικού) Νόμου, Ν.45/85:

 

«Η απασχόληση εργαζομένου δεν μπορεί να τερματίζεται για λόγους σχετιζόμενους με την συμπεριφορά του ή την εργασία του πριν να του δοθεί η δυνατότητα να υπερασπίσει τον εαυτό του από τις καταγγελίες που έχουν διατυπωθεί σε βάρος του, εκτός αν δεν μπορεί λογικά να αναμένεται από τον εργοδότη να του δώσει αυτή τη δυνατότητα.»

 

Από το περιεχόμενο της εν λόγω διάταξης καθίσταται φανερό ότι η παροχή του δικαιώματος ακρόασης αποτελεί τον κανόνα. Δεν είναι όμως απόλυτο. Όπως είναι νομολογημένο, η γνωστοποίηση των λόγων της απόλυσης μπορεί ακόμη και να παραλειφθεί, αν ο εργαζόμενος είναι εκ των πραγμάτων σε θέση να γνωρίζει απόλυτα την κατηγορία και, γενικότερα, τους λόγους της απόλυσης (Roberts and Ellison v. Short Bros and Harlon Ltd (1976) EAT 318/1976). Όπως τέθηκε από τη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων στην απόφαση West Midlands Cooperative Society Ltd v. Tipton (1986) W.C.R. 306, 316, η συζήτηση με τον εργοδοτούμενο μπορεί να παραλειφθεί μόνο εάν τα υπάρχοντα εναντίον του στοιχεία ομολογούνται από τον ίδιο ή είναι τόσο έκδηλα, ώστε να μη μπορούν αντικειμενικά να αμφισβητηθούν. Όπως, δε, εντοπίζεται στην Κακοφεγγίτου (ανωτέρω), στις σελίδες 1483-1484:

 

Στη διαπίστωση του εύλογου της απόφασης για απόλυση είναι που έχει τη θέση της η αρχή του άρθρου 7, καθ’ όσον συμπέρασμα βασισθέν σε στοιχεία, όσο αδιάσειστα και αν φαίνονται, που δεν έχουν απαντηθεί από τον υπάλληλο με την προβολή και της δικής του θέσης υπόκεινται σε ανάλογη αδυναμία και αμφιβολία.  Η παροχή της δυνατότητας στον υπάλληλο να υπερασπίσει τον εαυτό του και να προβάλει τη θέση του όμως δεν συναρτάται προς την τήρηση συγκεκριμένης διαδικασίας προνοούμενης σε κανονισμούς ή ταυτιζόμενης με πειθαρχικές διαδικασίες.  Είναι, όπως ορθά αντελήφθη το Δικαστήριο, θέμα ουσίας.»

 

Ο Νόμος, ως νομοθέτημα κοινωνικού περιεχομένου, αποβλέπει στην προστασία του δικαιώματος εργασίας. Συνακόλουθα, και ως αποτέλεσμα της ανάγκης για πλήρη σεβασμό των δικαιωμάτων εργοδοτούμενου προτού ληφθεί απόφαση απόλυσης του, είναι επιτακτική η υποχρέωση τήρησης μιας σωστής διαδικασίας, στα πλαίσια της οποίας και θα πρέπει να παραχωρείται στον εργοδοτούμενο το δικαίωμα να ακουστεί και να αναπτύξει τις θέσεις του. [βλ. L. Papaphilippou & Co Ltd (ανωτέρω)].

 

Εξετάζοντας το Δικαστήριο εάν και κατά πόσο ένας εργοδότης ενέργησε στα πλαίσια των λογικών αντιδράσεων ενός λογικού εργοδότης, οφείλει να εξετάζει την κάθε περίπτωση στα πλαίσια των δικών της γεγονότων. Οφείλει επίσης να λαμβάνει υπόψη και όλες τις περιστάσεις που περιβάλλουν τη συγκεκριμένη περίπτωση (the surrounding circumstances), περιλαμβανομένων και αυτών που αφορούν το πρόσωπο του υπό απόλυση εργοδοτούμενου, όπως, η προηγούμενη συμπεριφορά του, το είδος των καθηκόντων που του εμπιστεύθηκε ο εργοδότης, η ευδόκιμη και μακρά υπηρεσία του, η εξήγησε που έδωσε για την πράξη του, η πρόθεση του για την τέλεση της πράξης∙ κατά πόσο δηλαδή ήταν ηθελημένη και εσκεμμένη, η μεταμέλεια του κλπ. (Anderman, The Law of Unfair Dismissal 3rd Edition p. 198, Δ. Ζερδελή, Το Δίκαιο της Καταγγελίας 2η έκδοση σ.185).

 

Στην Pattikis v. Nicosia Municipal Committee (1988) 1 CLR 103, το Δικαστή-ριο επισήμανε ότι η σχέση εργασίας θα πρέπει να βασίζεται στην ύπαρξη ενός κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο μερών. Οποιαδήποτε συμπεριφορά ασυμβίβαστη με το επίπεδό εμπιστοσύνης δίνει το δικαίωμα στον εργοδότη να τερματίσει την εργασιακή σχέση. Με δεδομένο βέβαια ότι το μέτρο της άμεσης απόλυσης είναι δραστικό μέτρο, αυτό θα πρέπει να λαμβάνεται μόνο σε ιδιαίτερες περιστάσεις. Ένα μεμονωμένο περιστατικό για να δικαιολογήσει απόλυση θα πρέπει να συνδέεται με σοβαρές συνέπειες και επιπτώσεις (βλ. Avghi Constantinidou v. F.W. Woolworth & Co (Cyprus) Ltd (1980) 1 CLR 302, Kanika Development Ltd v. Λουκά (2004) 1 ΑΑΔ 603, Κynigos  Hotels Ltd v. Γ. Χρίστου (2004) 1ΑΑ.Α.Δ.665, Εκδοτικός Οίκος Δίας Λτδ v. Γ. Κόγια (2006) 1 ΑΑΔ 1227). Νομολογιακά δεν τίθεται κανόνας που να καθορίζει τον βαθμό της επιλήψιμης συμπεριφοράς. Το δικαιολογημένο ή μη της απόλυσης ποικίλει ανάλογα με τη φύση της επιχείρησης και τη θέση που κατέχει ο εργοδοτούμενος.

 

Επαναλαμβάνουμε ότι έρεισμα για την απόλυση του Αιτητή αποτέλεσε η καταδίκη του για διάπραξη ποινικού αδικήματος εκτός υπηρεσίας.

 

Όπως εντοπίζεται στο σύγγραμμα Smith and Woods Industrial Law, 6th Edition, p. 411: (Ελεύθερη Μετάφραση)

 

«Στην περίπτωση που ο εργοδοτούμενος ευρίσκεται εκτός υπηρεσίας και προβαίνει στη διάπραξη μιας ποινικά κολάσιμης πράξης (π.χ. κλοπή, αδικήματα σεξουαλικής παρενόχλησης και αδικήματα που σχετίζονται με ναρκωτικά) ο εργοδότης οφείλει να μην προχωρήσει στον τερματισμό της απασχόλησης του προτού αυτός κριθεί ένοχος. Και τότε μόνο θα δικαιολογείται μια τέτοια απόλυση εφόσον η φύση του αδικήματος σε συνάρτηση με το είδος της εργασίας και τις πιθανές επιπτώσεις που δύναται να επιφέρει σε πελάτες και σε συναδέλφους του, δημιουργούν βάσιμες επιφυλάξεις ως προς την καταλληλότητα του να παρέχει τη συμφωνηθείσα εργασία. (βλ. Nottinghamshire County Council v. Bowly [1978] IRLR 252, Norfolk County Council v. Bernard [1979] IRLR 220, Moore C & A Modes [1981] IRLR 71, Mathewson v. RB Wilson Dental Laboratory Ltd [1988] IRLR 512).  Έτσι, στην παράγραφο 15(c) του Κώδικα Πρακτικής (Code of Practice), αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Ποινικά αδικήματα εκτός εργασίας. Αυτά δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως αυτόματοι λόγοι απόλυσης έστω κι αν το διαπραχθέν αδίκημα συνδέεται με τα καθήκοντα του ατόμου ως εργοδοτούμενου. Κρίσιμα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη είναι, κατά πόσο το αδίκημα καθιστά τον εργοδοτούμενο ακατάλληλο για το είδος της εργασίας που του έχει ανατεθεί ή μη αποδεκτό από τους άλλους εργοδοτούμενους. Οι εργοδοτούμενοι δεν πρέπει να απολύονται αποκλειστικά και μόνο επειδή εκκρεμεί μία καταδίκη εναντίον τους ή επειδή ευρίσκονται υπό κράτηση και απουσιάζουν από την εργασία τους».

 

«Συμπεριφορά σημαίνει πράξεις τέτοιας φύσεως, είτε αυτές έγιναν εντός ή εκτός υπηρεσίας και επηρεάζουν κατά κάποιο τρόπο τη σχέση εργοδότη – εργοδοτούμενου» (Thomson v. Alloa Motor Co [1983] IRLR 403).

 

Επίσης στο σύγγραμμα Selwyns Law of Employment”, 20th Edition, υπό τον τίτλο «Συμπεριφορά εκτός εργασίας (Conduct Outside the Employment διαβάζουμε τα ακόλουθα:

 

«Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο οι πράξεις του εργοδοτούμενου που λαμβάνουν χώρα εκτός υπηρεσίας σχετίζονται με τον εργοδότη. Η απάντηση εξαρτάται από σειρά παραγόντων, περιλαμβανομένης της φύσης της εργασίας, της θέσης που κατέχει ο εργοδοτούμενος, της φύσης του περιστατικού και των επιπτώσεων που μπορεί να επιφέρει στον εργοδότη, στους πελάτες, στους συναδέλφους του κτλ. Εάν μπορεί να λεχθεί ότι η συμπεριφορά θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στην επιχείρηση του εργοδότη, τότε η απόλυση μπορεί να θεωρηθεί δίκαιη. Για παράδειγμα, η συμπεριφορά μπορεί να αφορά ποινικό αδίκημα άσχετο με την εργοδότηση. Στην Pay v. Lancashire Probation Service [2004] ICR 187, ο εργοδοτούμενος απολύθηκε από την εργασία του ως δικαστικός επιμελητής (probation officer) όταν ανακαλύφθηκε ότι στον ελεύθερο του χρόνο εκτελούσε παραστάσεις σε διάφορα κλάμπς και ότι ενεργούσε ως διευθυντής εταιρείας που ασχολείτο με την πώληση βοτάνων και σαδομαζοχιστικών προϊόντων. Θεωρήθηκε ότι η απόλυση ήταν δίκαια, γιατί οι ενέργειες του ήταν ασυμβίβαστες με τη θέση που κατείχε και ότι υπήρχε πιθανός κίνδυνος να πληγεί η φήμη του εργοδότη εάν οι συγκεκριμένες ενέργειες γίνονταν δημοσίως γνωστές.»

Ανεξάρτητα, λοιπόν, εάν η ποινικά κολάσιμη πράξη συνέβη εντός ή εκτός υπηρεσίας, κρίσιμο στοιχείο για την ικανότητα της να δικαιολογήσει την απόλυση εργοδοτούμενου δεν είναι η βαρύτητα της κατά το ποινικό δίκαιο και γενικότερα η αξιολόγηση της από σκοπιάς ποινικού δικαίου, αλλά αν αυτή επηρεάζει δυσμενώς τη λειτουργία της εργασιακής σχέσης. Οι συνθήκες και περιστάσεις υπό τις οποίες ο εργοδοτούμενος εκδηλώνει την ποινικά κολάσιμη πράξη του, αποτελεί ένα σημαντικό παράγοντα που δικαιολογεί απόλυση όταν αυτή έρχεται σε αντίθεση με τους επιδιωκόμενους από τον εργοδότη σκοπούς ή διαπιστώνεται ότι έχει αρνητικές επιπτώσεις στην εργασιακής σχέση και γενικότερα στην ομαλή λειτουργία ή την καλή φήμη της επιχείρησης του εργοδότη. Το περιεχόμενο ωστόσο και η έκταση μιας τέτοιας υποχρέωσης δεν είναι η ίδια για όλους τους εργοδοτούμενους αλλά εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη θέση που κατέχει ο εργοδοτούμενος και τα συγκεκριμένα καθήκοντα που εκτελεί. Όσο στενότερη είναι η σύνδεση των καθηκόντων με τους επιδιωκόμενους από την επιχείρηση σκοπούς, τόσο μεγαλύτερη είναι η συμβατική δέσμευση του εργοδοτούμενου στην εκτός υπηρεσίας συμπεριφορά. Έτσι στην υπόθεση Moore C & A Modes [1981] IRLR 71 κρίθηκε ως θεμελιωδώς ασυμβίβαστη με τα καθήκοντα εργοδοτούμενου που απασχολείτο ως υπεύθυνος πολυκαταστήματος, η διάπραξη του ποινικού αδικήματος της κλοπής από άλλο κατάστημα της περιοχής. Επίσης στην υπόθεση Norfolk County Council v. Bernard [1979] IRLR 220, η απόλυση ενός δασκάλου που καταδικάστηκε για καλλιέργεια και κατοχή κάνναβης εκτός υπηρεσίας, κρίθηκε αδικαιολόγητη καθώς εργαζόταν μόνο με ενήλικες, ενώ στην υπόθεση Tabor v Mid Glamorgan County Council [1981], η απόλυση ενός δασκάλου για το ίδιο αδίκημα που δίδασκε σε παιδιά εφηβικής ηλικίας, κρίθηκε δικαιολογημένη.

Για τη συνδετική σχέση του αδικήματος με τη φύση της εργασίας και των υπό εκτέλεση καθηκόντων στην υπόθεση Singh v London Country Bus Services Ltd [1976], επισημαίνεται ότι μια απόλυση μπορεί δικαιολογημένα να βασιστεί σε συμπεριφορά που ο εργοδοτούμενου εκδήλωσε εκτός εργασίας: «… εφόσον από κάποια άποψη επηρεάζει τον εργοδοτούμενο ή πιθανόν να τον επηρεάσει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του».

Καθοδήγηση μπορεί επίσης να αντληθεί από τον Αγγλικό Κώδικα Πρακτικής, ACAS Code of Practice, όπου στην παράγραφο 31 του Code of Practice on disciplinary and grievance procedures, αναφέρονται αυτολεξεί τα ακόλουθα:

“If an employee is charged with, or convicted of a criminal offence this is not normally in itself reason for disciplinary action. Consideration needs to be given to what effect the charge or conviction has on the employee’s suitability to do the job and their relation-ship with their employer, work colleagues and customers.” 

Σε ελεύθερη μετάφραση:

«Εάν ένας εργοδοτούμενος κατηγορηθεί ή καταδικαστεί για ποινικό αδίκημα αυτό συνήθως δεν αποτελεί από μόνο του λόγο για πειθαρχική δίωξη. Πρέπει να ληφθεί υπόψη η επίδραση που έχει η κατηγορία ή η καταδίκη στην καταλληλότητα του εργοδοτούμενου να εκτελεί τα καθήκοντα του και στη σχέση του με τον εργοδότη, τους συναδέλφους και τους πελάτες.»

Καθοδηγούμενο λοιπόν το Δικαστήριο από τον Νόμο και τη νομολογία, στην προκείμενη περίπτωση θα πρέπει να ερωτήσει τον εαυτό του κατά πόσο, με το μέτρο του λογικού εργοδότη, οι Καθ’ ων η αίτηση στοιχειοθέτησαν λογικές αιτίες για την πεποίθηση τους ότι η καταδίκη του Αιτητή για διάπραξη ποινικού αδικήματος εκτός υπηρεσίες, ενέχει ηθική αισχρότητα ή άπτεται και πιθανόν να επηρεάζει τα καθήκοντα του. Τονίζουμε ότι το κριτήριο είναι αντικειμενικό και σε καμία περίπτωση δεν εξαρτάται από την υποκειμενική κρίση του εργοδότη.

 

Επανερχόμενοι στα γεγονότα της υπόθεσης επισημαίνουμε ότι με βάση την καταδικαστική απόφαση του Κακουργιοδικείου ο Αιτητής, μετά από παραδοχή, κρίθηκε ένοχος στην κατηγορία για κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α’ (κοκαΐνης). Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση ο Αιτητής είχε στην κατοχή του για πολύ λίγο τα ναρκωτικά σε μια απέλπιδα προσπάθεια του να βοηθήσει τον Κατηγορούμενο 1 -γιο του- ο οποίος του είχε ζητήσει να τα ρίξει στην τουαλέτα, όταν εισήλθαν οι αστυνομικοί στην οικία του. Τα όσα περί αντιθέτου επιχείρησαν να προβάλουν οι Καθ’ ων η αίτηση με τη μαρτυρία της κας Πέτσα, την οποία εν πάση περιπτώσει το Δικαστήριο δεν έχει αποδεχθεί, αποτελούν εκ των υστέρων σκέψεις, καθότι, αντιστρατεύονται και καταρρίπτονται από την ίδια την καταδικαστική απόφαση και τα υπόλοιπα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους κατά τον ουσιώδη χρόνο, τα οποία σε κάθε περίπτωση δεν μαρτυρούν – έστω και αμυδρά -, ότι ο Αιτητής είχε σχέση με ναρκωτικά και/ή γνώριζε για την ύπαρξη ναρκωτικών στην οικία του. Αντιθέτως ουσιαστικά στοιχεία που τείνουν να καταδείξουν το αντίθετο, όπως το λευκό ποινικό μητρώο του Αιτητή, η άψογη συμπεριφορά που επέδειξε κατά την πολυετή παρουσία του στην υπηρεσία των Καθ’ ων η αίτηση και οι καταθέσεις που λήφθηκαν από συναδέλφους του, παρέμειναν ουσιαστικά χωρίς αμφισβήτηση και καταρρίπτουν τον οποιοδήποτε ισχυρισμό περί υποψίας ή φόβου ότι ο Αιτητής θα διοχέτευε ναρκωτικά στον Δήμο. Θέση η οποία δεν προβάλλεται ως λόγος για την κατάληξη τους ούτε στα πρακτικά συνεδριάσεων αλλά ούτε και στην επιστολή απόλυσης. Οι Καθ’ ων η αίτηση με τη λήψη της τελικής απόφασης δεν έδωσαν οποιαδήποτε δικαιολογία ή εξήγηση πως εν τέλει η φύση του εν λόγω αδικήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο Αιτητής σε συνάρτηση με το είδος της εργασίας του ως κλητήρας θα επηρέαζε τα καθήκοντα του ή θα δημιουργούσε βάσιμες επιφυλάξεις ως προς την καταλληλότητα του να εκτελεί το είδος της εργασίας που του είχε ανατεθεί ή ότι η συνέχιση της απασχόλησης του θα αποτελούσε πλήξει του ονόματος των Καθ’ ων η αίτηση.

 

Περαιτέρω δεν δόθηκε οποιαδήποτε εξήγηση για την κατάληξη τους ότι η καταδίκη του Αιτητή για το συγκεκριμένο αδίκημα της στιγμιαίας κατοχής ναρκωτικών, ως περιγράφεται στην καταδικαστική απόφαση ενέχει ηθική αισχρότητα. Επισημαίνουμε ότι μετά την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης του Κακουργιοδικείου, οι Καθ’ ων η αίτηση στηριζόμενοι επί της λανθασμένης ενημέρωσης που έλαβαν από το ΥΚΑΝ (Τεκ.11), ότι ο Αιτητής καταδικάστηκε για το αδίκημα της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Α’ με σκοπό την προμήθεια, αποτάθηκαν στους νομικούς τους συμβούλους οι οποίοι τους συμβούλευσαν ότι θα έπρεπε να γίνει πειθαρχική έρευνα για να διαπιστωθεί εάν η σχετική καταδίκη, πιθανόν να επηρέαζε τα καθήκοντα του Αιτητή. Πέραν τούτου οι Καθ’ ων η αίτηση δεν είχαν ενώπιον τους οποιαδήποτε στοιχεία ή οποιαδήποτε γνωμάτευση εάν και κατά πόσο το αδίκημα της παρά-νομης κατοχής για το οποίο καταδικάστηκε ο Αιτητής ενέχει ηθική αισχρότητα. Εν πάση περιπτώσει ούτε και τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους οι Καθ’ ων η αίτηση κατά τον ουσιώδη χρόνο, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ένα τέτοιο συμπέρασμα. 

 

Θέτοντας, λοιπόν, τα γεγονότα της υπόθεσης υπό το φως των πιο πάνω αρχών και λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις που περιβάλλουν την υπό κρίση περίπτωση, κρίνουμε ότι η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση να τερματίσουν την απασχόληση του Αιτητή για τους λόγους που επικαλούνται, ξεφεύγει του πλαισίου των λογικών αντιδράσεων ενός μέσου λογικού εργοδότη. Σε καμία περίπτωση δεν έχει καταδειχθεί ότι το αδίκημα για το οποίο καταδικάστηκε ο Αιτητής ενέχει ηθική αισχρότητα και/ή άπτεται και πιθανόν να επηρέαζε τα καθήκοντα του από τη θέση κλητήρα.

 

Για όλα τα πιο πάνω ομόφωνα καταλήγουμε ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν ενήργησαν ως λογικοί εργοδότες με αποτέλεσμα η απόλυση του Αιτητή να κρίνεται παράνομη και αδικαιολόγητη.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Νόμου, όπως τροποποιήθηκε από το Ν.92/79, όταν εργοδότης τερματίσει παράνομα την απασχόληση εργοδοτούμενου που έχει απασχοληθεί συνεχώς από αυτόν επί 26 τουλάχιστον εβδομάδες, ο εργοδοτούμενος έχει δικαίωμα σε αποζημίωση που υπολογίζεται σύμφωνα με τον Πρώτο Πίνακα του Νόμου.

 

Η αποζημίωση εργοδοτούμενου επαφίεται, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Πρώτου Πίνακα του Νόμου, στην απόλυτο διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου. Στην άσκηση της εξουσίας αυτής ορίζεται από το ίδιο άρθρο του Νόμου, ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, ορισμένοι παράγοντες που είναι οι ακόλουθοι:

 

(α)        τα ημερομίσθια και πάσας τας άλλας απολαβάς του εργοδοτούμενου

(β)        την διάρκεια της υπηρεσίας του εργοδοτουμένου

(γ)        την απώλειαν προοπτικής σταδιοδρομίας του εργοδοτουμένου

(δ)        τας πραγματικάς συνθήκας του τερματισμού των υπηρεσιών του εργοδοτουμένου

(ε)         την ηλικίαν του εργοδοτουμένου

 

Σημειώνουμε ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, ως προς το ποσό που θα επιδικάσει υπό μορφή αποζημίωσης, κρίνεται με βάση τα ενώπιον του τιθέμενα πραγματικά γεγονότα. Σε καμία περίπτωση το Δικαστήριο δεν μπορεί να στηριχθεί σε υποθέσεις για να καταλήξει σε εύλογο αποτέλεσμα. Όπως αναφέρθηκε στην Θ. Θεμιστοκλέους ν. Elysee Irrigation Ltd, Πολ. Έφεση 131/2012, ημερ. 22.09.2017, ECLI:CY:AD:2017:A312:

 

«Η αποζημίωση του εργοδοτουμένου επαφίεται,  σύμφωνα με το άρθρο 4 του Πρώτου  Πίνακα του Νόμου, στην απόλυτο διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, το οποίο πρέπει κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας να λάβει υπόψη τους παράγοντες που απαριθμούνται στο εν λόγω άρθρο, μεταξύ των οποίων και η απώλεια προοπτικής σταδιοδρομίας, στην τερματισθείσα εργασία.

 

Επίσης στην υπόθεση Louis Tourist Agency Λτδ v. Αντιγόνης Ηλία (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 98 σελ.104-105 σημειώθηκαν τ’ ακόλουθα:

 

«Το κριτήριο της αποζημίωσης βάσει του άρθρου 4 του Ν.24/67 δεν συναρτάται με το συμβατικό που καθορίζεται από το ΚΕΦ.149, και γενικά τις αρχές του δικαίου των συμβάσεων, δηλαδή ζημιά η οποία έπεται κατά λογική πρόβλεψη της διάρρηξης της συμφωνίας. Το θέμα των αποζημιώσεων επαφίεται στην απόλυτη κρίση του Διαιτητικού Δικαστηρίου, με μόνο περιορισμό εκείνο που τίθεται από το άρθρο 3 του Πίνακα, η αποζημίωση να μην υπερβαίνει τα ημερομίσθια των δύο ετών (Ν.92/79).  Η υλική ζημιά την οποία υφίσταται από τον τερματισμό ο εργοδοτούμενος είναι αναμφίβολα παράγοντας σχετικός, αλλά όχι ο μόνος ο οποίος λαμβάνεται υπόψη.

 

Η διαγωγή των μερών είναι άλλος σχετικός παράγοντας, όπως συνάγεται από την παράγραφο 4(δ) του Πίνακα.  Η απαρίθμηση των παραγόντων, που είναι σχετικοί με την αποζημίωση, θα ήταν αντινομική προς τον απόλυτο χαρακτήρα της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου.»

 

Σύμφωνα με τα όσα ο Αιτητής έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου, κατά τον χρόνο τερματισμού της απασχόλησης του ήταν 55 ετών, πατέρας τριών παιδιών, εκ των οποίων τα δύο διέμεναν μαζί του. Ισχυρίστηκε ότι με την απόλυση του, του στερήθηκε το εισόδημα το οποίο είχε ανάγκη για την ανατροφή της οικογένειας του, δηλαδή της θυγατέρας του 20 ετών φοιτήτρια και του ανήλιου γιού του 17 ετών τότε.

 

Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη (α) τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τερματίστηκε η απασχόληση του Αιτητή (β) τη διάρκεια της απασχόλησης του (24 έτη συνεχούς απασχόλησης), (γ) τα ημερομίσθια του (€533,32 εβδομαδιαίως), (δ) την ηλικία του (55 ετών κατά τον επίδικό χρόνο) (ε) την οικογενειακή του κατάσταση και (στ) την απώλεια προοπτικής σταδιοδρομίας, για την οποία δεν παρέθεσε οποιαδήποτε στοιχεία, κρίνουμε υπό τις περιστάσεις εύλογο να του επιδικάσουμε υπό μορφή αποζημίωσης το ποσό των €38.132,38 που αντιστοιχεί με απολαβές 71,5 βδομάδων (71,5 Χ €533,32).  

 

Περαιτέρω, με βάση το άρθρο 9(ζ) του Νόμου ο Αιτητής δικαιούται σε πληρωμή αντί προειδοποίησης που αντιστοιχεί σε απολαβές 8 βδομάδων, ήτοι ποσό  €4.266,56.

 

Συνακόλουθα της πιο πάνω κατάληξης μας:

 

(1)  Εκδίδεται απόφαση υπέρ του Αιτητή και εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση για το ποσό των €38.132,38 πλέον νόμιμο τόκο από 2.8.2018 μέχρι τελικής εξόφλησης. Σύμφωνα με το άρθρο 3(2) του Νόμου ποσό €27.732,64 που αντιστοιχεί με ημερομίσθια ενός έτους πλέον νόμιμο τόκο θα καταβληθεί στον Αιτητή από τους Καθ’ ων η αίτηση, το δε υπόλοιπο ποσό των €10.399,74 που αντιστοιχεί με ημερομίσθια 19,5 βδομάδων πλέον νόμιμο τόκο θα του καταβληθεί από το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού.

 

(2)  Εκδίδεται περαιτέρω απόφαση υπέρ του Αιτητή και εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση για το ποσό των €4.266,56 που αφορά πληρωμή αντί προειδο-ποίησης, με νόμιμο τόκο από 2.8.2018 μέχρι τελικής εξόφλησης.

 

Τέλος επιδικάζονται υπέρ του Αιτητή και εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση έξοδα όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Οι υπόλοιπες αξιώσεις του Αιτητή απορρίπτονται χωρίς έξοδα.

 

 

 

(υπ)………….………………………….……………

Ι.Α. Χατζητζιοβάννης, Πρόεδρος

                                                                                                    Ν. Σιακαλλής, Μέλος

                                                                                                        Κ. Κυριάκου, Μέλος                                                             

 

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο