ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Ι. Α. Χατζητζιοβάννη, Προέδρου

                        Μ. Κων/νίδου - Κουκουνίδου και Ν. Ανδρέου, Μελών

 

 

                                                Αρ. Υπόθεσης: 289/2020

 

Μεταξύ:

ΑΝΔΡΟΥΛΛΑ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ

Αιτήτρια

-και-

 

1.    ΣΟΦΙΑ Γ. ΞΥΔΑ

2.    ΤΑΜΕΙΟ ΠΛΕΟΝΑΣΜΟΥ

Καθ’ ων η αίτηση

 

 

Ημερομηνία: 31η Ιανουαρίου, 2024

 

Εμφανίσεις:

Για Αιτήτρια: κ. Ζ. Νικολάου

Για Καθ’ ης η αίτηση 1: κ. Στ. Σταυρινίδης

Για Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού: κ. Χριστόδουλος Λεωνίδου

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Με την παρούσα Αίτηση, η Αιτήτρια αξιώνει από την Καθ’ ης η αίτηση 1 («η Εργοδότρια») αποζημιώσεις για παράνομο τερματισμό της απασχόλησης της και διαζευκτικά από το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού («το Ταμείο») πληρωμή λόγω πλεονασμού, αυξημένες αποζημιώσεις, οποιαδήποτε άλλη θεραπεία ήθελε αποφασίσει το Δικαστήριο, νόμιμο τόκο, έξοδα συν ΦΠΑ.

 

Από τις έγγραφες προτάσεις και τις δηλώσεις των μερών προκύπτουν τα πιο κάτω παραδεκτά γεγονότα:

 

Η Εργοδότρια ασχολείτο, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, με τη διαχείριση του κατά-στήματος ειδών ένδυσης «ΖΑΚΟ» στην Κάτω Λακατάμια («το κατάστημα»). Το εν λόγω κατάστημα ανήκε στην Ermes Department Stores Plc («η Ermes») η οποία κατόπιν συμφωνίας το είχε παραχωρήσει στην Εργοδότρια για να το διαχειρίζεται.  

 

Η Αιτήτρια εργάστηκε στο εν λόγω κατάστημα ως πωλήτρια από 23.1.2012 μέχρι 18.4.2019. Η απασχόληση της τερματίστηκε με σχετική προειδοποιητική επιστολή ημερ. 12.2.2019 (Τεκ.3) στην οποία εν ολίγοις προβάλλεται ως λόγος τερματισμού «η διακοπή της επαγγελματικής απασχόλησης της Εργοδότριας με το κατάστημα ειδών ΖΑΚΟ, ένεκα ορίου ηλικίας – συνταξιοδότησης της και η μη συνέχιση λειτουργίας του υπό τη δική της ευθύνη – διαχείριση».  

 

Με τη συνταξιοδότηση της Εργοδότριας, τερματίστηκε και τη σύμβαση που είχε με την Ermes.  

 

Οι τελευταίες απολαβές της Αιτήτριας, πριν τον τερματισμό της απασχόλησης της από την Εργοδότρια, ανέρχονταν στα €203,50 εβδομαδιαίως. Η Αιτήτρια δεν λάμβανε 13ο μισθό.

 

Η Αιτήτρια αμέσως μετά τον τερματισμό της απασχόλησης της συνέχισε να απασχολείται στην εταιρεία Ermes, η οποία από 2.5.2019 ανέλαβε τη διαχείριση του καταστήματος, συνεχίζοντας να παρέχει τις ίδιες υπηρεσίες όπως και προηγουμένως. Με άλλα λόγια η Αιτήτρια συνέχισε να απασχολείται από την εταιρεία Ermes, στο ίδιο κατάστημα, στην ίδια θέση και με τα ίδια καθήκοντα.

 

Προς αυτό τον σκοπό, στις 24.4.2019 υπογράφηκε και σχετική συμφωνία εργοδότη-σης (Τεκ.6) που προνοούσε μεταξύ άλλων, ότι η Αιτήτρια εργοδοτείτο στη βάση μερικής απασχόλησης και ότι «τυχόν προηγούμενη περίοδος απασχόλησης της από την Εταιρεία η οποία έχει διακοπή, δεν λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς συνεχούς εργοδότησης από την Εταιρεία». Προνοούσε επίσης ότι η αντιμισθία της Αιτήτριας ανήρχετο σε €5,61 ανά ώρα και ότι θα λάμβανε και 13ο μισθό. Περαιτέρω ότι οι ώρες εργασίας της δεν θα υπερβαίνουν κατά μέγιστο όριο τις ώρες που προβλέπει η νομοθεσία σε 6ήμερη βάση από Δευτέρα μέχρι Κυριακή.

 

Στις 26.7.2017 η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση στο Ταμείο για πληρωμή λόγω πλεονασμού. Η αίτηση απορρίφθηκε με την επιστολή ημερ. 19.5.2020 (Τεκ.5) για τον λόγο ότι η απασχόληση της στην εταιρεία Ermes θεωρείται συνεχής με την υπηρεσία της που είχε στην Εργοδότρια.

 

Με την κατάθεση των από κοινού παραδεκτών γεγονότων και εγγράφων, ο κ. Νικολάου έθεσε ως μοναδικό επίδικο θέμα που θα απασχολήσει το Δικαστήριο, το κατά πόσο υπάρχει μεταβίβαση επιχείρησης με βάση της πρόνοιες του Εναρμονιστικού Νόμου 104(Ι)/2000. Ως εκ τούτου θεώρησε ότι η Εργοδότρια δεν επέχει πλέον οποιαδήποτε θέση στη διαδικασία και με την άδεια του Δικαστηρίου απέσυρε εναντίον της χωρίς έξοδα.

 

Η μοναδική μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου είναι αυτή της Εργοδότριας. Καταθέτοντας ανέφερε ότι η σχέση συνεργασίας που υπήρχε μεταξύ αυτής και της εταιρεία Ermes προνοούσε μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:

 

(α) Η ίδια είχε άδεια δικαιόχρησης της αλυσίδας προϊόντων «ΖΑΚΟ» και αγόραζε τα προϊόντα από την εταιρεία Ermes. Όταν τερμάτισε τις εργασίες της επιχείρησης, πώλησε στην εν λόγω εταιρεία το εμπόρευμα, τον εξοπλισμό και την επίπλωση [Τεκ. 9(Α) και 9(Β)]. 

 

(β) Η συμφωνία ενοικίασης του καταστήματος εντός του οποίου ασκούσε την επιχείρηση της, συνήφθη απευθείας μεταξύ του ιδιοκτήτη του καταστήματος και της Ermes.  Η υποχρέωση της ιδίας ήταν να καταβάλλει το ενοίκιο.

 

(γ) Όλα τα έξοδα της επιχείρησης γενικά συμπεριλαμβανομένου του μισθού της Αιτήτριας το επωμιζόταν η ίδια.

 

Αντεξεταζόμενη ανέφερε ότι μετά την αποχώρηση της, η εταιρεία Ermes ανάθεσε τη λειτουργία του καταστήματος σε τρίτο πρόσωπο. Υπήρξε καθώς ισχυρίστηκε συμφωνία μεταξύ της εταιρείας Ermes και του τρίτου προσώπου για συνέχιση της επιχείρησης.

 

Είναι η εισήγηση του κ. Λεωνίδου, ότι με βάση τα πιο πάνω, η λειτουργία της επιχείρησης εντός του καταστήματος στο οποίο απασχολείτο η Αιτήτρια δεν διακόπηκε και ότι το μόνο γεγονός που μεσολάβησε ήταν η αποχώρηση της Εργοδότριας και η συνέχιση λειτουργίας της επιχείρησης με το ίδιο εμπόρευμα, εξοπλισμό και επίπλωση από την εταιρεία Ermes. Είναι περαιτέρω εισήγηση του, ότι η θέση της εταιρείας Ermes αναφορικά με το συνεχές ή μη της απασχόλησης της Αιτήτριας, όπως προβάλλεται μέσα από τη συμφωνία εργοδότησης (Τεκ.4), καθόλου δεν δεσμεύει το Δικαστήριο, καθώς διαφορετική προσέγγιση θα καταστρατηγούσε τον σκοπό και τις προστατευτικές πρόνοιες του Νόμου.

 

Είναι η θέση του κ. Νικολάου ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν υπήρξε μεταβίβαση επιχείρησης εν τη εννοία του Νόμου καθώς η Εργοδότρια δεν μεταβίβασε καμία επιχείρηση στην εταιρεία Ermes παρά μόνο πώλησε σ’ αυτήν τα εναπομείναντα εμπορεύματα και έπιπλα. Προς υποστήριξη της θέση του επικαλέστηκε τα όσα η Εργοδότρια ανέφερε στην αντεξέταση της, ότι δηλαδή με την παράδοση του καταστήματος στην εταιρεία Ermes αυτή με τη σειρά της προέβη σε συμφωνία με άλλο πρόσωπο το οποίο ανέλαβε την εκμετάλλευση του καταστήματος, προφανώς με τον ίδιο τρόπο που είχε αναλάβει η Αιτήτρια. Περαιτέρω ότι η Αιτήτρια προσλήφθηκε από την εταιρεία Ermes με διαφορετικούς όρους εργασίας και μισθοδοσίας και με δοκιμαστική περίοδο και συνεπώς δεν υπήρξε ούτε ανανέωση της σύμβασης εργασίας της Αιτήτριας για να θεωρηθεί συνεχής. 

 

 

(i)            Οι προστατευτικές διατάξεις της Οδηγίας και του Νόμου 104(Ι)/2000

 

Τον κανόνα της αυτοδίκαιης μεταβίβασης των εργασιακών σχέσεων και της δια-τήρησης αμετάβλητων των όρων εργασίας, κατοχύρωσε ρητά ο νομοθέτης με τον Ν.104(Ι)/2000, οι διατάξεις του οποίου εφαρμόζονται επί μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων επιχειρήσεων ή εγκαταστάσεων σε άλλο εργοδότη, που προκύπτουν από νομική μεταβίβαση ή συγχώνευση [άρθρο 3(1)]. Ο Νόμος αυτός ψηφίστηκε, προκειμένου να εναρμονισθεί η κυπριακή νομοθεσία με το κοινοτικό δίκαιο και συγκεκριμένα, με τις Οδηγίες 77/187 και 98/50/ΕΚ. Ακολούθησε η Οδηγία 2001/23/ΕΚ η οποία κωδικοποίησε απλώς τις δύο προηγούμενες.

 

Σύμφωνα με το ΔΕΕ,[1] σκοπός της Οδηγίας 2001/23 είναι «να διασφαλίσει τη συνέχιση των εργασιακών σχέσεων που υφίστανται στο πλαίσιο μιας οικονομικής οντότητας, ανεξαρτήτως της μεταβολής του εργοδότη, και, επομένως να προστατεύσει τους εργαζόμενους σε περίπτωση επελεύσεως τέτοιας μεταβολής».

 

Με το άρθρο 1§1 της Οδηγίας και 3(2) του Ν. 104(Ι)/2000 προσδιορίζεται η έννοια της «μεταβίβασης», ως μια βασική και θεμελιώδης έννοια για την εφαρμογή της Οδηγίας. Ως τέτοια, «…θεωρείται η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητα της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, ανεξάρτητα εάν αυτή η δραστηριότητα είναι κύρια ή δευτερεύουσα.»[2]

 

Από τον ορισμό αυτό προκύπτουν τα εξής δύο κρίσιμα για την εφαρμογή της Οδηγίας και του Νόμου στοιχεία: (α) Η μεταβιβαζόμενη μονάδα, θα πρέπει ήδη πριν από τη μεταβίβαση να συνιστά «οικονομική οντότητα» κατά την έννοια της Οδηγίας και του Νόμου. (β) ως προς την οικονομική αυτή οντότητα θα πρέπει να λάβει χώρα μεταβίβαση, η οποία προϋποθέτει αλλαγή του φορέα της και διατήρηση της ταυτότητας της.

 

Τόσο από την Οδηγία και τον Νόμο όσο και από την πάγια νομολογία του ΔΕΕ προκύπτει ότι δύο είναι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν μια μονάδα ως «οικονομική οντότητα», ώστε σε περίπτωση μεταβίβασης να τύχουν εφαρμογής οι σχετικές για την προστασία των εργαζομένων διατάξεις: α) να πρόκειται για ένα σύνολο οργανωμένων πόρων (ανθρώπινο δυναμικό, υλικά και/ή άυλα στοιχεία) και β) με το οργανωμένο αυτό σύνολα να επιδιώκεται ορισμένος οικονομικός σκοπός. Το Δικαστήριο διευκρινίζοντας την έννοια της οικονομικής οντότητας έχει δεχθεί ότι η οικονομική οντότητα δεν ταυτίζεται αποκλειστικά με την ασκούμενη απ’ αυτή δραστηριότητα και επομένως η μεταβίβαση δραστηριότητας αυτή και μόνη δεν συνιστά μεταβίβαση μονάδας (οντότητας). Η ταυτότητα της προκύπτει επίσης από άλλα στοιχεία, όπως το προσωπικό της, η στελέχωση της, η οργάνωση των εργασιών της, οι μέθοδοι λειτουργίας ή ακόμα, ενδεχομένως, τα μέσα εκμετάλλευσης που διαθέτει[3]. Τα χαρακτηριστικά αυτά όλα ή κάποια απ’ αυτά, έχουν αποφασιστική σημασία, προσδίδουν τη φυσιογνωμία στην επιχείρηση και είναι κρίσιμα για τη διατήρηση της ταυτότητας της. Έχει επίσης δεχθεί ότι σε ορισμένους τομείς, η δραστηριότητα των οποίων στηρίζεται κυρίως στο εργατικό δυναμικό, ακόμη και ένα σύνολο εργαζομένων, εφόσον διαθέτει επαρκή αυτό-τέλεια, μπορεί, παρά την απουσία σημαντικών ενσώματων ή άυλων περιουσιακών στοιχείων, να αντιστοιχεί σε οικονομική οντότητα κατά την έννοια της Οδηγίας[4].

 

Ως προς την έννοια του όρου «οικονομική δραστηριότητα» που χρησιμοποιεί η Οδηγία και ο Νόμος, θα πρέπει να διευκρινιστεί, ότι καλύπτει κάθε δραστηριότητα προσφοράς αγαθών ή παροχής υπηρεσιών σε συγκεκριμένη αγορά. Μια δραστηριότητα δεν χάνει τον οικονομικό χαρακτήρα της και επομένως η μονάδα που την ασκεί δεν εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής των προστατευτικών για τους εργαζόμενους ρυθμίσεων από το γεγονός και μόνο ότι ασκείται με μη κερδοσκοπικό σκοπό ή προς το δημόσιο συμφέρον. Οι ρυθμίσεις αυτές έχουν εφαρμογή σε κάθε επιχείρηση που ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα του αν επιδιώκει ή όχι κερδοσκοπικό σκοπό. Αποφασιστικό δηλαδή στοιχείο είναι ο οικονομικός χαρακτήρας μιας δραστηριότητας, ο οποίος συντρέχει σε κάθε περίπτωση που ένα σύνολο οικονομικών πόρων έχει οργανωθεί και αξιοποιείται από το φορέα τους για την επίτευξη συγκεκριμένου σκοπού. Ο χαρακτηρισμός της δραστηριότητας και της μονάδας που την ασκεί ως οικονομικής δεν προϋποθέτει δραστηριότητα στο τομέα της «οικονομίας» ούτε την πρόθεση επίτευξης κέρδους[5].

 

Σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΚ[6] για να θεωρηθεί ότι συντρέχει «μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης» κατά την έννοια της Οδηγίας και του Νόμου, θα πρέπει η μεταβιβαζόμενη οντότητα να διατηρεί την ταυτότητα της και υπό τον νέο φορέα της. Όπως επισημαίνει το ΔΕΚ[7], η προϋπόθεση αυτή προκύπτει από τον σκοπό της Οδηγίας, στόχος της οποίας είναι η διατήρηση και συνέχιση των εργασιακών σχέσεων στο πλαίσιο μιας υφιστάμενης οικονομικής οντότητας, μιας οντότητας δηλαδή η οποία, ανεξάρτητα από τη μεταβολή του προσώπου που τη διευθύνει και ελέγχει, διατηρεί την ταυτότητα της κατά και αμέσως μετά το πέρας της μεταβίβασης. Η μεταβολή αφορά το πρόσωπο του φορέα της μονάδας και όχι την ίδια. Με τη διατήρηση της ταυτότητας της, σημαίνει ότι διατηρούνται αμετάβλητες οι θέσεις εργασίας και συνεπώς δικαιολογείται ο νέος φορέας να αναλάβει τις εργασιακές σχέσεις που συνδέονται με αυτές.

 

Οι βασικότερες ενδείξεις που καθορίζουν, σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ, το αν έλαβε χώρα μεταβίβαση επιχείρησης είναι: (α) η μεταβίβαση ή μη υλικών στοιχείων (κτίρια, μηχανήματα, εξοπλισμός κλπ), (β) η μεταβίβαση ή μη άυλων αγαθών καθώς και η αξία τους κατά τον χρόνο της μεταβίβασης (σήμα, διπλώματα ευρεσιτεχνίας, διακριτικοί τίτλοι και γνωρίσματα κ.α.), (γ) η πρόσληψη ή μη σημαντικού μέρους του προσωπικού από τον νέο επιχειρηματία, (δ) η μεταβίβαση ή μη της πελατείας, (ε) ο βαθμός ομοιότητας των δραστηριοτήτων που ασκούνται πριν και μετά τη μεταβίβαση, (στ) η διάρκεια της τυχόν διακοπής των δραστηριοτήτων της. Τα στοιχεία αυτά, δεν πρέπει να εκτιμώνται μεμονωμένα. Η βαρύτητα των διαφόρων στοιχείων που πρέπει ο εθνικός δικαστής να λάβει υπόψη, προκειμένου να εκτιμήσει αν υπάρχει μεταβίβαση κατά την έννοια της οδηγίας, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό, από το είδος της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης για την οποία πρόκειται και από τις εφαρμοζόμενες μεθόδους παραγωγής και εργασίας[8]. Όπως επισημαίνει το ΔΕΚ: «η διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων δεν μπορεί να εξαρτάται από την εκτίμηση ενός μόνον παράγοντα[9], ακόμη και αν πρόκειται για παράγοντα με βαρύνουσα σημασία για την εκτίμηση αν συντρέχει η όχι μεταβίβαση επιχείρησης».

 

Για την ύπαρξη μεταβίβασης, αξιολογείται και μάλιστα ως ουσιώδες στοιχείο το «αν ο νέος επιχειρηματίας, συνεχίζει πράγματι ή αρχίζει εκ νέου την εκμετάλλευση της εν λόγω μονάδας, με τις ίδιες ή ανάλογες οικονομικές δραστηριότητες»[10], οπότε και απευθύνεται στον ίδιο, κατά βάση, κύκλο πελατείας.

 

Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα παραδεκτά και ή αδιαμφησβήτητα γεγονότα της υπόθεσης, η Εργοδότρια διαχειριζόταν την επιχείρηση του καταστήματος ειδών «ΖΑΚΟ» στην Κάτω Λακατάμια, η οποία ανήκε στην εταιρεία Ermes. Με τη συνταξιοδότηση της Εργοδότριας η εν λόγω επιχείρησης επιστράφηκε στην ιδιοκτήτρια εταιρεία Ermes η όποια με τη σειρά της παραχώρησε την διαχείριση της σε τρίτο πρόσωπο. Με την ανάληψη της εν λόγω επιχείρησης από την εταιρεία Ermes και την παραχώρηση της σε τρίτο πρόσωπο, η τελευταία ανάλαβε επίσης και όλα τα υλικά και άυλα στοιχεία που της επέτρεπαν να συνεχίσει τη λειτουργία της επιχείρησης με τις ίδιες οικονομικές δραστηριότητες εντός του ιδίου καταστήματος. Συνεπώς, συνεχίζοντας η εταιρεία Ermes και το τρίτο πρόσωπο, να ασκούν τις ίδιες οικονομικές δραστηριότητες με την προκάτοχο τους, με τη χρήση όλων των αναγκαίων υλικών και άυλων στοιχείων που τους επέτρεπαν να λειτουργούν την αναληφθείσα επιχείρηση εντός του ιδίου χώρου, εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να αποκλειστεί η ανάληψη της πελατείας.

 

Από τα στοιχεία επίσης που έχουν τεθεί ενώπιον μας δεν φαίνεται η εν λόγω επιχείρηση να παρέμεινε κλειστεί κατά τον χρόνο της μεταβίβασης, για διάστημα που θα απέκλειε την ύπαρξη μεταβίβασης εν τη εννοία του Νόμου και της Οδηγίας. Όπως προκύπτει από τα γεγονότα της υπόθεσης, η Αιτήτρια απολύθηκε από την Εργοδότρια στις 18.4.2019 και αμέσως μετά συνέχισε να απασχολείται στην εταιρεία Ermes από τη ίδια θέση και με τα ίδια καθήκοντα.

 

Η θέση του κ. Νικολάου ότι η Αιτήτρια προσλήφθηκε από την εταιρεία Ermes με διαφορετικούς όρους εργασίας και μισθοδοσίας και υπό δοκιμαστική περίοδο και συνεπώς δεν υπήρξε ανανέωση της σύμβασης εργασίας της για να θεωρηθεί συνεχής, δεν βρίσκουμε να συνάδει με τις προστατευτικές διατάξεις του Νόμου και της Οδηγίας που αποτελούν αναγκαστικό δίκαιο. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου ΕΕ, είναι άκυρες οι συμφωνίες, με τις οποίες οι εργαζόμενοι συναινούν σε μείωση των δικαιωμάτων τους που η Οδηγία τους παρέχει, ειδικότερα μάλιστα όσον αφορά την προστασία από την απόλυση. Το ΔΕΚ (νυν ΔΕΕ)[11], αναφερόμενο στο κοινωνικό σκοπό της Οδηγίας, δέχθηκε επί λέξει τα εξής: «Δεδομένου ότι η προστασία αυτή είναι δημοσίας τάξεως και, επομένως, εξαιρείται από το πεδίο της δικαιοπρακτικής ελευθερίας των μερών στο τομέα των συμβάσεων εργασίας, οι κανόνες της Οδηγίας, ιδίως δε αυτοί που αφορούν την προστασία των εργαζομένων από απολύσεις συνεπεία της μεταβίβασης, πρέπει να θεωρηθούν ως επιτακτικού χαρακτήρα υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπεται δυσμενής για τους εργαζόμενους παρέκκλιση από τους κανόνες αυτούς». Κατά το Δικαστήριο, από αυτό συνάγεται ότι ο εργαζόμενος δεν μπορεί έγκαιρα να παραιτηθεί από δικαιώματα που του παρέχουν οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της Οδηγίας, ακόμη κι αν τα μειονεκτήματα που απορρέουν γι’ αυτόν από την πα-ραίτηση αντισταθμίζονται με πλεονεκτήματα, συνεπεία των οποίων δεν περιέρχεται, γενικώς, σε λιγότερο ευνοϊκή κατάσταση. Συνεπώς οι τυχόν συμφωνίες μεταξύ του νέου φορέα της επιχείρησης και των εργαζομένων για σύναψη νέων συμβάσεων εργασίας με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων εκείνων που θέλουν να εξασφαλίσουν όχι απλώς τη συνέχιση των εργασιακών σχέσεων αλλά και τη συνέχιση τους με αμετάβλητους τους όρους εργασίας, δεν μπορούν να επηρεάσουν την εφαρμογή των προστατευτικών διατάξεων που εξασφαλίζουν τη μεταβίβαση της εργασιακής σχέσης στο νέο επιχειρηματία.      

 

Περαιτέρω, να σημειωθεί ότι η Οδηγία και ο Νόμος εφαρμόζονται σε οποιαδήποτε μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης σε άλλο εργοδότη, ως αποτέλεσμα νομικής, συμβατικής μεταβίβασης ή συγχώνευσης. Ούτε η έλλειψη συμβατικού δεσμού μεταξύ του εκχωρούντος και του εκδοχέα, ούτε η έλλειψη μεταβιβάσεως των περιουσιακών στοιχείων μπορούν να έχουν καθοριστική σημασία για την εφαρμογή της Οδηγίας και του Νόμου[12]. Η Οδηγία και ο Νόμος εφαρμόζονται σε όλες τις περιπτώσεις μεταβολής, στο πλαίσιο συμβατικών σχέσεων, του φυσικού ή νομικού προσώπου που έχει την ευθύνη της επιχείρησης και το οποίο συνομολογεί τις υποχρεώσεις του εργοδότη έναντι των μισθωτών της επιχείρησης[13].  

 

Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται στην αναφορά του Γενικού Εισαγγελέα στην υπόθεση C-458/05, Juini [2007] I-7301, σημ. 43, «το καθοριστικό στοιχείο για τη θεμελίωση συμβατικής μεταβίβασης δεν είναι η ύπαρξη συμβατικής σχέσης μεταξύ του εκχωρούντος και του εκδοχέα, αλλά η ύπαρξη μεταβολής του προσώπου που έχει την ευθύνη της εκμεταλλεύσεως της επιχειρήσεως».

 

Όπως έχει αναφερθεί στην υπόθεση Merckx και Neuhuys[14]

 

«30. Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι, για να έχει εφαρμογή η οδηγία, δεν απαιτείται να υφίστανται άμεσες συμβατικές σχέσεις μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του προς ον η μεταβίβαση. Κατά συνέπεια, όταν παύει να υφίσταται παραχώρηση δικαιώματος αντιπροσωπείας πωλήσεως αυτοκινήτων οχημάτων προς μια πρώτη επιχείρηση και παραχωρείται νέο δικαίωμα αντιπροσωπείας πωλήσεων σε άλλη επιχείρηση που ασκεί τις ίδιες δραστηριότητες, η μεταβίβαση της επιχειρήσεως προκύπτει από συμβατική μεταβίβαση κατά την έννοια της οδηγίας, όπως αυτή ερμηνεύεται από το Δικαστήριο».

 

Στην προαναφερθείσα απόφαση Ny Mølle Kro το ΔΕΚ δέχθηκε ότι και η ανάληψη της ίδιας επιχείρησης από τον εκμισθωτή ιδιοκτήτη μετά τη λήξη της μισθωτικής σχέσης, λόγω καταγγελίας από αυτόν, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας, δηλαδή αποτελεί συμβατική εκχώρηση της επιχειρήσεως, διότι συντελείται στο πλαίσιο της συμβάσεως μισθώσεως. Στη λύση αυτή κατέληξε το ΔΕΚ επικαλούμενο το σκοπό της Οδηγίας, δηλαδή την κατά το μέτρο του δυνατού προστασία των εργαζομένων (σκ. 14).

 

Στην υπόθεση Daddys Dance Hall [1995] ECR-792 σκ.7-11 το ΔΕΚ δέχθηκε ότι υπάρχει συμβατική εκχώρηση υπό την έννοια της Οδηγίας, όταν ο επιχειρηματίας, στον οποίο έχει παραχωρηθεί η εκμετάλλευση της επιχείρησης, την επιστρέφει στον ιδιοκτήτη, αυτός δε με τη σειρά του παραχωρεί την εκμετάλλευση της επιχείρησης σε τρίτο (νέον) επιχειρηματία. Κατά το ΔΕΚ, η μεταβίβαση της εκμετάλλευσης της επιχείρησης στην περίπτωση αυτή γίνεται σε δύο φάσης.

 

Κατά το ΔΕΚ, στις πιο πάνω υποθέσεις αυτό που έχει σημασία είναι ότι και στις δύο συνεχίζεται η λειτουργία της επιχείρησης, χωρίς διακοπή από τον νέο επιχειρηματία. Στην πρώτη αυτός είναι ο ιδιοκτήτης και στη δεύτερη είναι ο τρίτος. Στη τελευταία αυτή περίπτωση η μεσολάβηση του κυρίου της επιχείρησης είναι στιγμιαία και τυπική. Επομένως στην ουσία είναι σαν να μεταβιβάζεται η εκμετάλλευση της επιχείρησης από τον παλιό μισθωτή στον νέο. Απλώς επειδή μεσολαβεί τυπικά και ο ιδιοκτήτης (στο πλαίσιο του δικαίου της μισθώσεως), η μεταβίβαση γίνεται σε δύο φάσεις. Οι εργαζόμενο όμως βρίσκονται και στις δύο περιπτώσεις στην ίδια ακριβώς θέση. Δεν υπάρχει κανένας λόγος για διαφορετική μεταχείριση των εργαζομένων.

 

Στην υπόθεση Bork International [1988] ECR 3076 σκ.13-14 το ΔΕΚ δέχθηκε ότι υπάρχει συμβατική εκχώρηση, όταν ο ιδιοκτήτης μετά τη λήξη της μισθώσεως με τον μισθωτή της επιχείρησης την αναλαμβάνει και πάλιν, λίγο αργότερα δε την πωλεί σε άλλο επιχειρηματία. Το Δικαστήριο, εν ολίγοις, δέχτηκε ότι στην ουσία και εδώ η διαμεσολάβηση του ιδιοκτήτη ήταν τυπική και ότι στην πραγματικότητα νέος εργοδότης είναι ο αγοραστής της επιχείρησης.  

 

Σε τελική ανάλυση, συνεκτιμώντας όλα τα ενώπιον μας στοιχεία, καταλήγουμε ότι η συγκεκριμένη περίπτωση εμπίπτει εντός των πλαισίων των προστατευτικών διατάξεων της Οδηγίας και του Ν.104(Ι)/2000. Συνεπώς με βάση τα πιο πάνω, στην προκείμενη περίπτωση, έλαβε χώρα μεταβίβαση επιχείρησης της Εργοδότριας στην εταιρεία Ermes, η οποία με τη σειρά της ανέθεσε τη διαχείριση της σε τρίτο πρόσω-πο, χωρίς να επέλθει μεταβολή της ταυτότητας της μεταβιβασθείσας επιχείρησης  και κατά τρόπο ώστε τα επί μέρους μεταβιβασθέντα στοιχεία της εν λόγω επιχείρησης να διατηρήσουν την οργανική τους ενότητα αλλά και την ικανότητα τους να πραγματοποιήσουν τον σκοπό της επιχείρησης και υπό τον νέο φορέα.

 

Σύμφωνα με τα άρθρο 4(1) και 5 (1) του Νόμου 104(Ι)/2000:

4.-(1) Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του εκχωρητή, που απορρέουν από τη σύμβαση εργασίας ή από εργασιακή σχέση που υφίσταται κατά την ημερομηνία της μεταβίβασης, μεταβιβάζονται, με τη σύμβαση αυτή, στον εκδοχέα. 

 

5.-(1) Η μεταβίβαση μιας επιχείρησης, μιας εγκατάστασης ή ενός τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης δε συνιστά από μόνη της λόγο απόλυσης για τον εκχωρητή ή τον εκδοχέα:

Νοείται ότι η παρούσα διάταξη δεν εμποδίζει απολύσεις που είναι δυνατό να προκύψουν από λόγους οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανωτικούς, οι οποίοι συνεπάγονται μεταβολές του εργατικού δυναμικού.

 

Το ΔΕΚ, ερμηνεύοντας τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 4 της Οδηγίας (αντίστοιχο άρθρο 5(1) του Ν.104(Ι)/2000) δέχθηκε τα ακόλουθα:[15]

 

«Το άρθρο 4 παρ.1 αυτής διασφαλίζει την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων, σε περίπτωση απολύσεως, που οφείλεται αποκλειστικά στη μεταβίβαση, τόσο έναντι του μεταβιβάζοντος όσο και έναντι του προς ον η μεταβίβαση. Οι εργαζόμενοι, των οποίων η σύμβαση ή η σχέση εργασίας, είχε, κατά παράβαση του παραπάνω άρθρου, λήξει πριν από τη μεταβίβαση, πρέπει να θεωρηθούν ότι εξακολούθησαν να απασχολούνται κατά τον χρόνο (ημερομηνία) της μεταβίβασης, πράγμα που, έχει, ως συνέπεια ιδίως, ότι, οι υποχρεώσεις του εργοδότη έναντι αυτών μεταβιβάστηκαν αυτοδικαίως από τον μεταβιβάζοντα προς ον η μεταβίβαση (διάδοχο).

 

Επομένως, το άρθρο 4 παρ. 1 της Οδηγίας, καθόσον απαγορεύει την απόλυση, που οφείλεται αποκλειστικά στη μεταβίβαση, δεν περιορίζει περισσότερο την εξουσία του διαδόχου (προς ον η μεταβίβαση) να προβεί σε απολύσεις, για τους λόγους, τους οποίους αναγνωρίζει, δηλαδή για λόγους οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανωτικούς, που συνεπάγονται μεταβολές του εργατικού δυναμικού. Οι κανόνες της Οδηγίας, και ιδίως οι σχετικοί, με την προστασία των εργαζομένων από την απόλυση, λόγω της μεταβίβασης, πρέπει να θεωρηθούν ως δεσμευτικού χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπεται δυσμενής, για τους εργαζόμενους, παρέκκλιση από τους κανόνες αυτούς.

 

Κατά συνέπεια, η σύμβαση εργασίας του παρανόμως απολυθέντος, λίγο προ της μεταβιβάσεως, πρέπει να θεωρηθεί ότι υφίσταται ακόμη έναντι του προς ον η μεταβίβαση (διαδόχου), έστω και αν ο απολυθείς εργαζόμενος, δεν αναπροσλήφθηκε από αυτόν μετά τη μεταβίβαση της επιχείρησης.

 

Οι εργαζόμενοι, που απολύθηκαν παρανόμως από τον μεταβιβάζοντα, λίγο προ της μεταβίβασης και δεν αναπροσλήφθηκαν από τον προς ον η μεταβίβαση, μπορούν να προβάλουν έναντι του τελευταίου το μη νομότυπο της εν λόγω απολύσεως». 

 

Οι λόγοι που η Εργοδότρια επικαλέστηκε για τον τερματισμό της απασχόλησης της Αιτήτριας ήταν η μη συνέχιση λειτουργίας του καταστήματος υπό τη δική της ευθύνη – διαχείριση ένεκα ορίου ηλικίας – συνταξιοδότησης. Με βάση όμως την πιο πάνω κατάληξη μας η επιχείρηση συνέχισε χωρίς διακοπή τη λειτουργία της από την εταιρεία Ermes η οποία με τη σειρά της ανάθεσε την διαχείριση της σε τρίτο πρόσωπο. Η Αιτήτρια και μετά την απόλυση της από την Εργοδότρια συνέχισε την απασχόληση της και υπό τη νέα διεύθυνση ασκώντας τα ίδια καθήκοντα από την ίδια θέση εργασίας.

 

Είναι λοιπόν κατάληξη μας ότι η απόλυση της Αιτήτριας από την Εργοδότρια οφείλετο αποκλειστικά στη μεταβίβαση και πρέπει να θεωρηθεί ότι εξακολούθησε να απασχολείται κατά την ημερομηνία της μεταβίβασης, πράγμα που έχει ως συνέπεια ότι οι υποχρεώσεις της Εργοδότριας έναντι της Αιτήτριας μεταβιβάστηκαν αυτοδικαίως στην εταιρεία Ermes και στο τρίτο πρόσωπο που ανέλαβε τη διαχείριση της επιχείρησης.

 

Για όλα τα πιο πάνω η Αίτηση απορρίπτεται. Υπό τις περιστάσεις δεν εκδίδεται καμία διαταγή για έξοδα.

 

 

                                              (υπ)……………………………….……..…………

      Ι.Α. Χατζητζιοβάννης,  Πρόεδρος                                                                                                        

Μ. Κων/νίδου - Κουκουνίδου, Μέλος

Ν. Ανδρέου, Μέλος

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1] C-466/07 Klarenberg 12.2.2009

[2]  Το άρθρο αυτό διαμορφώθηκε μέσα από τον ορισμό της «οικονομικής μονάδας» για την οποία γίνεται στην απόφαση C-13/95 Suzen [1997] ECR I-1259 και την οποία ορίζει ως ένα οργανωμένο σύνολο προσώπων και πραγμάτων για την άσκηση ορισμένης οικονομικής δραστηριότητας που επιδιώκει δικούς της σκοπούς.

[3]  C-13/95 Suzen [1997] ECR I-1259, C-127/96, ΔΕΚ 2.12.1999 C-234/98, C-463/09 σ.41

     C-172/99 Oy LiiKenne [2001] ECR I-745,

[4]   C-108/10 Scattolon 6.9.2011       

                                                                    

[5]   ΔΕΚ 26.9.2000 C-175/99. Στην υπόθεση C-29/91 Stichting [1992] ECR 3189, η οποία αφορούσε ένα Ίδρυμα με κύρια δραστηριότητα την παροχή αρωγής σε τοξικομανείς, το ΔΕΚ έκρινε έμμεσα ότι για να μπορεί μια μονάδα να θεωρηθεί επιχείρηση, κατά την έννοια της Οδηγίας, δεν απαιτείται η ύπαρξη κερδοσκοπικού σκοπού, κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων. Με μεταγενέστερη απόφαση του (C-382/92 ECR [1994] I-2435) το ΔΕΚ επιβεβαίωσε τη θέση του αυτή. Στην απόφαση εκείνη το ΔΕΚ παρατήρησε μάλιστα ότι και στο δίκαιο του ανταγωνισμού, η ύπαρξη ή η απουσία κερδοσκοπικού σκοπού, δεν αποτελεί κρίσιμο στοιχείο, για τον προσδιορισμό της έννοιας της επιχείρησης.

 

[6]  C-24/85 Spijkers [1986] ECR 1119. C-29/91 Stichting [1992] ECR 3189. C-392/92 Schmidt [1994] ECR I-1326.

 

[7]    C-51/00 Tempo Service Industries [2002] ECR I- 969.

 

[8]  C-287/86 Ny Molle Kro (1987), 5479. C-13/95 Suzen (1997), 1275. C-172/99 Oy LiiKenne (25.1.2001). C-51/00 Temco Service Industries (2002), 969

 

[9]   C-392/92 Schmidt [1994] ECR I-1326.

 

[10] C-287/86 Ny Molle Kro [1987] ECR 5479

[11]  ΔΕΚ 10.2.1998  (Daddy’s Dance Hall) ECRI-749, ΔΕΚ 25.7.191 (D’ Urso) ECRI-4105

 

[12]  C-60/17 Somoza Hermo 11.7.2018 (σκ.27-28) C-287/86 Ny Mølle Kro 17.12.1987 (σκ.12)

 

[13]  C-160/14 Ferreira da Silva e Brito κλπ. 9.9.2015 (σκ.24)

 

[14] C-171/94 και C-172/94 [1996] I-1253 σκ.30

[15]  C-319/1994 Dethier [1998] ECR I-1079


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο