ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Ι. Α. Χατζητζιοβάννη, Προέδρου

                        Λ. Παντελίδου και Α. Κυριάκου, Μελών.

 

Αρ. Υποθέσεων: 130/2017, 131/2017,

132/2017, 133/2017 και 134/2017

(Συνενωμένες Υποθέσεις)

 

 

Αρ. Υπόθεσης: 130/2017

Μεταξύ:

Σ. Λ.

Αιτητής

-και-

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω του Γενικού Λογιστηρίου της Κυπριακής Δημοκρατίας, δια του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

Καθ’ ων η αίτηση

 

Και δια τροποποιήσεως δυνάμει της Διαταγής 25, ως αυτή έχει τροποποιηθεί

 

Μεταξύ:

Σ. Λ.

Αιτητής

-και-

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Καθ’ ων η αίτηση

 

 

Αρ. Υπόθεσης: 131/2017

Μεταξύ:

Κ. Ν.

Αιτήτρια

-και-

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω του Γενικού Λογιστηρίου της Κυπριακής Δημοκρατίας, δια του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

Καθ’ ων η αίτηση

 

Και δια τροποποιήσεως δυνάμει της Διαταγής 25, ως αυτή έχει τροποποιηθεί

 

Μεταξύ:

Κ. Ν.

Αιτήτρια

-και-

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Καθ’ ων η αίτηση

 

 

 

 

Αρ. Υπόθεσης: 132/2017

Μεταξύ:

Ν. Κ.

Αιτητής

-και-

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω του Γενικού Λογιστηρίου της Κυπριακής Δημοκρατίας, δια του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

Καθ’ ων η αίτηση

 

Και δια τροποποιήσεως δυνάμει της Διαταγής 25, ως αυτή έχει τροποποιηθεί

 

Μεταξύ:

Ν. Κ.

Αιτητής

-και-

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Καθ’ ων η αίτηση

 

 

Αρ. Υπόθεσης: 133/2017

 

Μεταξύ:

Λ. Λ.

Αιτητής

-και-

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω του Γενικού Λογιστηρίου της Κυπριακής Δημοκρατίας, δια του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

Καθ’ ων η αίτηση

 

Και δια τροποποιήσεως δυνάμει της Διαταγής 25, ως αυτή έχει τροποποιηθεί

 

Μεταξύ:

Λ. Λ.

Αιτητής

-και-

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Καθ’ ων η αίτηση

 

 

Αρ. Υπόθεσης: 134/2017

 

Μεταξύ:

Χ. Α.

Αιτήτρια

-και-

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω του Γενικού Λογιστηρίου της Κυπριακής Δημοκρατίας, δια του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

Καθ’ ων η αίτηση

 

 

Και δια τροποποιήσεως δυνάμει της Διαταγής 25, ως αυτή έχει τροποποιηθεί

 

Μεταξύ:

Χ. Α.

Αιτήτρια

-και-

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Καθ’ ων η αίτηση

 

 

Ημερομηνία: 26η Ιουνίου, 2024

 

Εμφανίσεις:

Για τους Αιτητές: κ. Γ. Χ’’ Γιώργης για Τ. Παπαδόπουλος & Συνεργάτες ΔΕΠΕ

Για τους Καθ’ ων η αίτηση: κα Ζ. Χαραλάμπους για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Με τις πιο πάνω συνενωμένες Αιτήσεις, οι Αιτητές αξιώνουν τις πιο κάτω πανομοι-ότυπες θεραπείες:

 

Α)        Διάταγμα και/ή δήλωση του Δικαστηρίου που να αναγνωρίζει ότι οι Αιτητές δικαιούνται σε ίση μεταχείριση καθ’ όσον αφορά τους όρους εργοδότησης τους, και ιδιαιτέρως, καθ’ όσον αφορά το εργοδοτικό καθεστώς και ή τις μισθοδοτικές κλίμακες, στη βάση των οποίων αμείβονται και/ή είναι τοποθετημένοι όλοι οι έκτακτοι υπάλληλοι αορίστου χρόνου που εργοδοτούνται στο Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας ως «Λειτουργοί Γενικού Λογιστηρίου» αμειβόμενοι με βάση τις συνδυασμένες Κλίμακες Α8, Α10 και Α11.  

 

Β)        Διάταγμα του Δικαστηρίου διατάττον τους Καθ’ ων η αίτηση και/ή τους υπαλλήλους και/ή τους αξιωματούχους και/ή τους αντιπροσώπους τους όπως προβούν σε πλήρη εξομοίωση και ίση μεταχείριση των Αιτητών, εξ επόψεως πλήρων όρων απασχόλησης και ιδιαιτέρως εξ επόψεως των όρων εργοδοσίας των Αιτητών, με τους έκτακτους υπαλλήλους αορίστου χρόνου που εργοδοτούνται στο Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας ως «Λειτουργοί Γενικού Λογιστηρίου», αμειβόμενοι με βάση τις συνδυασμένες Κλίμακες Α8, Α10 και Α11.

 

Γ)         Διάταγμα του Δικαστηρίου διατάττον τους Καθ’ ων η αίτηση και/ή τους υπαλλήλους και/ ή τους αξιωματούχους και/ ή τους αντιπροσώπους τους όπως τοποθετήσουν τους Αιτητές στις συνδυασμένες μισθολογικές Κλίμακες Α8, Α10 και Α11, με αναδρομική εφαρμογή και ανέλιξη στις επόμενες βαθμίδες κατά τα οριζόμενα στη Νομοθεσία, από 21.12.2007 και/ή από οποιονδήποτε άλλο χρόνο ήθελε θεωρήσει ορθό και δίκαιο το Δικαστήριο.

 

Δ)        Διαζευκτικά του ανωτέρω σημείου Γ, διάταγμα του Δικαστηρίου διατάττον τους Καθ’ ων η αίτηση και/ή τους υπαλλήλους και/ή τους αξιωματούχους και/ή τους αντιπροσώπους τους όπως τοποθετήσουν τους Αιτητές στις μισθοδοτικές Κλίμακες Α8, 5η βαθμίδα και/ή σε οποιαδήποτε άλλη βαθμίδα στις συνδυασμένες μισθοδοτικές Κλίμακες Α8, Α10, Α11 από την 7.10.2016 και/ή από οποιονδήποτε άλλο χρόνο ήθελε θεωρήσει ορθό και δίκαιο το Δικαστήριο.  

 

Ε)        Διάταγμα του Δικαστηρίου διατάττον τους Καθ’ ων η αίτηση όπως καταβάλουν στους Αιτητές τα ακόλουθα ποσά: Αιτητή 130/2017 το ποσό των €81.316.- Αιτητή 131/2017 το ποσό των €65.798-. Αιτητή 132/2017 το ποσό των €76.267,38.- Αιτητή 133/2017 το ποσό των €65.968.- Αιτητή 134/2017 το ποσό των €58.150.- πλέον οποιοδήποτε άλλο πρόσθετο ποσό ζημίας μέχρι πλήρους εκδίκασης των Αιτήσεων, ως εμφαίνεται και αναλύεται στον Πίνακα της παραγράφου 19 των Γενικών Λόγων της Αίτησης, ως αποζημιώσεις για παράβαση σύμβασης και/ή ως υπόλοιπο αξίας παραχωρηθέντων υπηρεσιών και/ ή ως ζημιές ένεκα παραβίασης του δικαιώματος ίσης μεταχείρισης και/ ή ένεκα άνισης και δυσμενούς μεταχείρισης και/ή ένεκα αδικαιολόγητου πλουτισμού και/ή ένεκα παράβασης της Νομοθεσίας και/ή ως ποσό αντιστοιχούν στην υπερέχουσα διαφορά των μισθών που θα λάμβαναν οι Αιτητές εάν είχαν τοποθετηθεί στις συνδυασμένες Κλίμακες Α8, Α10 και Α11 από 21.12.2007 ή/και καθ’ οιονδήποτε άλλο χρόνο ήθελε θεωρήσει κατά τα ανωτέρω ορθό και δίκαιο το Δικαστήριο, πλέον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία αυτή.

           

ΣΤ)      Διάταγμα και/ή δήλωση του Δικαστηρίου που να αναγνωρίζει ότι, καθ’ όσον χρόνο οι Καθ’ ων η αίτηση διατηρούσαν τους Αιτητές τοποθετημένους στις συνδυασμένες Κλίμακες Α4-Α7 αντί στις συνδυασμένες Κλίμακες Α8, Α10 και Α11, στις οποίες έχουν τοποθετηθεί άλλοι έκτακτοι υπάλληλοι αορίστου χρόνου που εργοδοτούνται στο Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας ως Λειτουργοί Γενικού Λογιστηρίου», καθώς επίσης και για όσο χρόνο οι Καθ’ ων η αίτηση και/ή οι υπάλληλοι και/ή οι αξιωματούχοι και/ ή οι αντιπρόσωποι τους θα συνεχίσουν και θα εξακολουθούν να πράττουν αυτό, έχουν παραβιάσει και θα συνεχίσουν να παραβιάζουν παράνομα και αδικαιολόγητα την Αρχή της Ισότητας και το δικαίωμα των Αιτητών στην ίση μεταχείριση.  

 

Ζ)         Γενικές Αποζημιώσεις.

 

Η)        Τιμωρητικές και/ ή παραδειγματικές και/ή επαυξημένες αποζημιώσεις.

 

Θ)        Πλέον νόμιμο τόκο.

 

Ι)          Οποιοδήποτε άλλη θεραπεία και/ή οποιονδήποτε άλλο ποσό ήθελε κρίνει εύλογο το Δικαστήριο.

 

ΙΑ)       Έξοδα πλέον νόμιμο τόκο πλέον ΦΠΑ.

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση με τους πανομοιότυπους γενικούς λόγους εμφάνισης, προβάλουν αρχικά τις πιο κάτω προδικαστικές ενστάσεις που θα πρέπει κατά τον ισχυρισμό τους να οδηγήσουν σε απόρριψη τω Αιτήσεων ως ενοχλητικών και/ή καταπιεστικών και/ή καταχρηστικών:

 

1.    Ότι οι Αιτήσεις δεν δεικνύουν οποιαδήποτε απαίτηση εναντίον τους και/ή ότι οι Αιτητές δεν νομιμοποιούνται να εγείρουν και/ή να προωθούν τις Αιτήσεις και/ ή ότι οι Αιτήσεις εγείρονται λανθασμένα και/ή καταχρηστικά εναντίον τους.

 

2.    Ότι  η οποιαδήποτε απαίτηση των Αιτητών εναντίον τους έχει παραγραφεί εφόσον αυτοί έχουν αποδεχθεί ότι κατέστησαν εργοδοτούμενοι  αορίστου χρόνου με τους όρους και/ή με την κλίμακα που κατείχαν τον ουσιώδη χρόνο και εξακολουθούν να κατέχουν μέχρι σήμερα και/ή αδιαμαρτύρητα και/ή χωρίς καμία επιφύλαξη και ενώ κατά τον χρόνο που κατέστησαν εργοδοτούμενοι αορίστου χρόνου γνώριζαν και/ή υφίστατο και/ή είχε τεθεί σε εφαρμογή το επίδικο Σχέδιο Υπηρεσίας.

 

3.    Ότι οι Αιτητές στις Αιτήσεις 130/2017, 132/2017 και 133/2017, όταν ανακοινώθηκαν ανάγκες που πιθανόν να προκύψουν περί τα έτη 2009-2010 για απασχόληση έκτακτου προσωπικού στο Γενικό Λογιστήριο στις οποίες περιλαμβάνονταν και πιθανές ανάγκες για έκτακτους Λειτουργούς Γενικού Λογιστηρίου Κλίμακες Α8, Α10 και Α11, υπέβαλαν αίτηση αλλά δεν προσφέρθηκε σε αυτούς απασχόληση και συνεπεία τούτου εδώ εφαρμόζεται το δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας.

 

4.    Ότι οι Αιτητές κωλύονται και/ή δεν δύνανται να προωθούν ισχυρισμό περί αντισυνταγματικότητας του άρθρου 10 του περί Προϋπολογισμού Νόμου του 2017 (Ν.47(ΙΙ)/2016) για το λόγο ότι στερούνται εννόμου συμφέροντος και/ή το εν λόγω άρθρο δεν επηρεάζει και/ή δεν έχει επηρεάσει τα δικαιώματα και/ή ωφελήματα των Αιτητών και/ή σχετίζεται με την επίδικη πράξη και/ή με τα επίδικα γεγονότα και/ή ζητήματα που τίθενται στις υπό εκδίκαση Αιτήσεις.

 

5.    Περαιτέρω ότι οι ρυθμίσεις αφορούν αποκλειστικά και μόνο δημοσίους υπαλλήλους κατόχους μονίμων οργανικών θέσεων και οι Αιτητές  δεν κατέχουν οργανική θέση αλλά εργοδοτούνται για την εκτέλεση καθηκόντων Λογιστικού Λειτουργού. Συνεπεία τούτου, δε τίθεται ζήτημα εξέτασης της αντισυνταγματικότητας του Ν.47(ΙΙ)/2016. Πρόσθετα ότι δεν δικογραφείται στις υπό εκδίκαση Αιτήσεις ως αξίωση και/ή θεραπεία. 

 

Περαιτέρω, οι Καθ’ ων η αίτηση αρνούνται όλους και καθένα ξεχωριστά τους ισχυρισμούς των Αιτητών ως αυτοί είναι διατυπωμένοι. Ισχυρίζονται ότι ουδεμία διάκριση και/ή άνιση μεταχείριση υπόκεινται οι Αιτητές και ότι οι ίδιοι ουδέποτε προέβησαν σε οποιαδήποτε παραδοχή περί άνισης μεταχείρισης τους.

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία κατέθεσε εκ μέρους των Αιτητών ο Αιτητής στην Αίτηση 130/2017 κ. Σ. Λ., ενώ για τους Καθ’ ων η αίτηση η κα Στυλιανή Βογά Σφακιανάκη, Διοικητικός Λειτουργός στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους από τις 16.2.2020. Κατατέθηκαν επίσης συνολικά 18 Τεκμήρια, στα οποία θα αναφερθούμε  όπου κρίνεται αναγκαίο.

 

Προτού όμως συνοψίσουμε την προσαχθείσα μαρτυρία, κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε τα παραδεκτά και ή αδιαμφισβήτητα γεγονότα της υπόθεσης όπως αυτά προκύπτουν από τις έγγραφες προτάσεις, τις δηλώσεις των μερών και το ενώπιον μας μαρτυρικό υλικό που είναι τα ακόλουθα:

 

Οι Αιτητές προσλήφθηκαν στο Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας ως έκτακτοι Λογιστικοί Λειτουργοί για την κάλυψη εκτάκτων αναγκών και για την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας της αντίστοιχης οργανικής θέσης. Με την πρόσληψη τους τοποθετήθηκαν στην 8η βαθμίδα της κλίμακας Α4. Με τη συμπλήρωση συνολικής περιόδου απασχόλησης 30 μηνών, η ισχύουσα σύμβαση εργασίας τους κατέστη αορίστου διαρκείας και έκτοτε οι Αιτητές συνεχίζουν να ασκούν τα καθήκοντα τους ως Λογιστικοί Λειτουργοί αορίστου χρόνου, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Εργοδοτουμένων με Εργασία Ορισμένου Χρόνου (Απαγόρευση Δυσμενούς Μεταχείρισης) Νόμου 98(Ι)/2003. Πιο συγκεκριμένα οι Αιτητές προσλήφθηκαν και η σύμβαση τους κατέστη αορίστου διαρκείας στις πιο κάτω ημερομηνίες (Τεκ.1):

 

 

Ημερομηνία πρόσληψης

Κατέστη αορίστου διαρκείας

130/2017

16.07.2007

16.01.2010

131/2017

22.05.2006

22.11.2008

132/2017

02.01.2006

02.07.2008

133/2017

13.10.2003

26.04.2006

134/2017

19.05.2003

03.02.2006

 

Ως αποτέλεσμα της Μελέτης Οργάνωσης, Στελέχωσης και βαθμολογικής Διάρθρωσης των θέσεων του Γενικού Λογιστηρίου για διαχωρισμό των θέσεων για τις οποίες απαιτούνταν διαζευκτικά προσόντα, αποφασίστηκε στα πλαίσια της Μικτής Επιτροπής Προσωπικού, η κατανομή των θέσεων του Γενικού Λογιστηρίου σε τρεις δομές, την Επαγγελματική, την Επιστημονική και την Τεχνική δομή. Προς υλοποίηση της εν λόγω απόφασης, δημιουργήθηκε με τον περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμο (Αρ. 1) του 2007, Ν.38(ΙΙ)/2007, Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 25.7.2007), η επιστημονική πυραμίδα θέσεων του Γενικού Λογιστηρίου αποτελούμενη από τις νέες θέσεις του Ανώτερου Λειτουργού Γενικού Λογιστηρίου (κλίμακα Α13), Λειτουργού Γενικού Λογιστηρίου Α’ (κλίμακα Α11), Λειτουργού Γενικού Λογιστηρίου (κλίμακα Α8, Α10, Α11). Στην επιστημονική πυραμίδα συμφωνήθηκε να μεταφερθούν και όντως μεταφέρθηκαν όλοι οι κάτοχοι οργανικών θέσεων της τεχνικής πυραμίδας, οι οποίοι κατά την 24.3.2006 διέθεταν πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο. Παράλληλα, δημιουργήθηκε νέα θέση εισδοχής στην τεχνική πυραμίδα, η θέση Βοηθού Λογιστικού Λειτουργού, κλίμακα Α2, Α5 και Α7(ii), με αντίστοιχη σταδιακή κατάργηση της προηγούμενης θέσης εισδοχής, ήτοι της θέσης Λογιστικού Λειτουργού (κλίμακα Α4 και Α7(ii)), για την οποία απαιτούνταν διαζευκτικά προσόντα (Τεκ.2 και Τεκ.4).

 

Ακολούθως, στις 21.12.2007, εγκρίθηκαν από την Βουλή των Αντιπροσώπων οι Κανονισμοί που εξέδωσε το Υπουργικό Συμβούλιο για τη νέα οργανωτική δομή των θέσεων του Γενικού Λογιστηρίου, εγκρίνοντας μεταξύ άλλων και το Σχέδιο Υπηρε-σίας της θέσης Λειτουργού Γενικού Λογιστηρίου, Κλίμακα Α8, Α10 και Α11 (Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αρ. 4106 ημερομηνίας 21.12.2007) (Τεκ.3).

 

Οι εν λόγω Κανονισμοί δεν προνοούσαν Σχέδιο Υπηρεσίας για τη θέση του Λογιστικού Λειτουργού (κλίμακα Α4-Α7) και όλοι οι μόνιμοι τακτικοί δημόσιοι υπάλληλοι που κατείχαν τη συγκεκριμένη θέση και διέθεταν πανεπιστημιακό δίπλωμα ή επαγγελματικά λογιστικά προσόντα, μετονομάστηκαν και μεταφέρθηκαν στη θέση Λειτουργού Γενικού Λογιστηρίου, Κλίμακα Α8, Α10 και Α11 και οι θέσεις Λογιστικού Λειτουργού που κατείχαν προηγουμένως καταργήθηκαν. Σύμφωνα με τον Προϋπολογισμό του 2007, οι θέσεις Λογιστικού Λειτουργού κάτω από το Κεφάλαιο 19.02, σημειώθηκαν με διπλό σταυρό (++), οπόταν κενούμενες οι θέσεις αυτές, θα καταργούνταν σταδιακά και θα αντικαθίσταντο με ισάριθμες θέσεις Βοηθού Λογιστικού Λειτουργού, κλίμακα Α2, Α5 και Α7(ii), καθώς οι κάτοχοι τους δεν μπορούσαν να υποβαθμιστούν σε κατώτερες κλίμακες.

 

Το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας, με δημοσίευση του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αρ. 4336 και ημερομηνία 2.1.2009, ανακοίνωσε ότι πιθανόν να προέκυπταν ανάγκες για έκτακτη απασχόληση στη θέση Λειτουργού Γενικού Λογιστηρίου (κλίμακα Α8) για τα έτη 2009-2010 (Τεκ.5).

 

Οι Αιτητές στις Αιτήσεις 130/2017, 132/2017 και 133/2017 επέδειξαν ενδιαφέρον για την συγκεκριμένη θέση υποβάλλοντας σχετική αίτηση. Ο τελικός κατάλογος των ενδιαφερομένων με σειρά προτεραιότητας για τις ανάγκες σε έκτακτους Λειτουργούς Γενικού Λογιστηρίου, Κλ. Α8, Α10 και Α11 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αρ. 4368 και ημερομηνία 8.5.2009.

 

Η προσφορά απασχόλησης και η εργοδότηση υποψηφίων για εκτέλεση καθηκόντων έκτακτου Λειτουργού Γενικού Λογιστηρίου (κλίμακα  Α8, Α10 και Α11) έγινε βάσει των προνοιών των περί της Διαδικασίας Πρόσληψης Έκτακτων Υπαλλήλων στη Δη-μόσια και Εκπαιδευτική Υπηρεσία Νόμων του 1995 – 2004, σύμφωνα με τις ανάγκες του Γενικού Λογιστηρίου και της θέσης που εξασφάλισε ο κάθε ενδιαφερόμενος στη σειρά κατάταξης στον τελικό κατάλογο για τη θέση έκτακτου Λειτουργού Γενικού Λογιστηρίου (κλίμακα Α8, Α10 και Α11). Οι Αιτητές που υπέβαλαν αίτηση, περιλήφθηκαν στον τελικό κατάλογο των υποψήφιων. Με βάση όμως τη σειρά κατάταξης και των μοριοδότησης που είχαν εξασφαλίσει, δεν τους προσφέρθηκε απασχόληση για τη συγκεκριμένη θέση.

 

Πέραν της πιο πάνω διαδικασίας, στις 7.9.2007, το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας, ανακοίνωσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αρ. 5498, ημερομηνίας 7.9.2007, ότι πιθανόν να προέκυπταν ανάγκες για έκτακτη απασχόληση στη θέση του Λειτουργού Γενικού Λογιστηρίου (κλίμακα Α8), για τα έτη 2008-2009. Στην εν λόγω δημοσίευση περιγράφονταν τα απαιτούμενα προσόντα, τα καθήκοντα και οι ευθύνες για τη συγκεκριμένη θέση. Με βάση την εν λόγω δημοσίευση προσφέρθηκε απασχόληση σε υποψήφιους οι οποίοι μέχρι σήμερα εξακολουθούν να εργάζονται ως έκτακτοι Λειτουργοί Γενικού Λογιστηρίου αορίστου χρόνου (κλίμακες Α8, Α10 και Α11) (Τεκ.7).

 

Με επιστολές που απέστειλαν οι Αιτητές μέσω των δικηγόρων τους προς τη Γενική Λογίστρια της Δημοκρατίας ημερομηνίας 7.10.2016 και 7.3.2017, αξίωναν την άρση της εις βάρος τους αδικίας και τη μετονομασία και αναβάθμιση τους σε Λειτουργούς Γενικού Λογιστηρίου αορίστου χρόνου (κλίμακες Α8, Α10 και Α11), κατ’ επίκληση της αρχής της Ίσης Μεταχείρισης με τους συναδέλφους τους, έκτακτους Λειτουργούς  Γενικούς Λογιστηρίου, με τους οποίους ασκούσαν τα ίδια καθήκοντα και είχαν τα ίδια προσόντα, όπως και κατ’ επίκληση των Προνοιών του Ν.70(Ι)/2016, ως έχει τροποποιηθεί (Τεκ.8). 

 

Η Γενική Λογίστρια της Δημοκρατίας σε απαντητική επιστολή της προς τους δικηγόρους των Αιτητών ημερομηνίας 28.3.2017, ανέφερε ότι δεν είναι δυνατή η ικανοποίηση του αιτήματος τους, για μεταβολή της μισθολογικής κλίμακας των έκτακτων Λογιστικών Λειτουργών και η τοποθέτησή τους στις συνδυασμένες μισθοδοτικές κλίμακες Α8, Α10 και Α11 (Τεκ.9).

 

Ακολούθησε νέα επιστολή των δικηγόρων των Αιτητών προς τη Γενική Λογίστρια ημερομηνίας 30.3.2017, με την οποία εξέφραζαν τη διαφωνία τους με την απόφαση της, ζητώντας την άμεση εξέταση του αιτήματος τους για ίση μισθολογική μεταχείριση με τους υπόλοιπους έκτακτους εργοδοτούμενους αορίστου χρόνου που εργοδοτούνταν ως Λειτουργοί Γενικού Λογιστηρίου, με αναδρομική ισχύ από 21.12.2007 (Τεκ.10).

 

Η Γενική Λογίστρια απάντησε στην εν λόγω επιστολή με επιστολή ημερ. 23.5.2017 επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά τις θέσεις που διατυπώνει στην επιστολή της ημερ. 28.3.2017. Επισυνάπτει επίσης επιστολή του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού ημερ. 17.5.2017, με την οποία απαντούν ότι οι ρυθμίσεις για τη μεταφορά στην επιστημονική δομή των θέσεων Λογιστικού Λειτουργού κλίμακα Α4-Α7 όσων ήταν πτυχιούχοι, αφορούσαν αποκλειστικά τους δημόσιους υπάλληλους και ότι η πρόσληψη των εκτάκτων Λειτουργών Γενικού Λογιστηρίου έγινε στα πλαίσια συγκεκριμένης διαδικασίας στην οποία οι Αιτητές θα μπορούσαν να συμμετέχουν, ότι οι προσλήψεις έγιναν με βάση τη νομοθεσία και ότι δεν υπήρξε αναβάθμιση από την κλίμακα Α4-Α7 στην κλίμακα Α8, Α10 και Α11. Για τις πρόνοιες του άρθρου 10 του Ν.70(Ι)/2016 παραπέμπουν στον περί Προϋπολογισμού Νόμο 2017 και ισχυρίζονται ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση των Αιτητών. Καταλήγουν, ότι σε περί-πτωση που οι επηρεαζόμενοι υπάλληλοι επιθυμούν την απασχόλησή τους σε θέσεις που ανταποκρίνονται στα προσόντα της κλίμακας Α8, Α10 και Α11, δεδομένου ότι είναι κάτοχοι πανεπιστημιακού προσόντος, θα πρέπει να διεκδικήσουν αντίστοιχες θέσεις στη Δημόσια Υπηρεσία, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Ν.70(Ι)/2016 (Τεκ.11).

 

Για ολοκλήρωση του παραδεκτού ή αδιαμφισβήτητου πλαισίου της υπόθεσης θα ήταν χρήσιμο να καταγραφούν και τα ακόλουθα:

 

Με επιστολή της Γενικής Λογίστριας προς όλους τους Αιτητές, ημερομηνίας 10.2.2021, τους ενημέρωσε ότι σύμφωνα με τον περί Προϋπολογισμού Νόμο του 2021 (Ν.2(ΙΙ)/2021) από 1.1.2021, η θέση τους αναβαθμίζεται σε Λειτουργό Γενικού Λογιστηρίου, Εργοδοτούμενο Αορίστου Χρόνου (κλίμακες Α8, Α10 και Α11).

 

Ακολούθως με νέα επιστολή ημερομηνίας 10.3.2021, το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, σε συνέχεια της πιο πάνω απόφασης ενημέρωσε τους Αιτητές, ότι με βάση το άρθρο 13 του περί της Ρύθμισης της Απασχόλησης Εργοδοτουμένων Αορίστου και Εργοδοτουμένων Ορισμένου Χρόνου στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου του 2016 (Ν.70(Ι)/2016), οι Αιτητές θα εντάσσονταν από την 1.1.2021 στη ευρύτερη εναλλάξιμη κατηγορία «Εργοδοτουμένου Αορίστου Χρόνου κλίμακα Α8, Α10, Α11» (Τεκ.14).   

 

Να σημειωθεί επίσης, ότι με την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας υπήρξε κοινή και εκ συμφώνου δήλωση από τις δύο πλευρές, ότι σε περίπτωση που το Δικαστήριο ήθελε αποφασίσει ότι οι Αιτητές θα δικαιούνται σε μετονομασία και αναβάθμιση της θέσης τους από Λογιστικός Λειτουργός (κλίμακα Α4-Α7) σε Λειτουργό Γενικού Λογιστηρίου (κλίμακα Α8, Α10 και Α11), από οποιονδήποτε χρόνο ήθελε αποφασίσει το Δικαστήριο, τότε το ποσό που θα δικαιούνται λόγω αναβάθμισης και τοποθέτησης τους στην ανώτερη κλίμακα, να υπολογιστεί από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους.

 

Και ενώ, ως επακόλουθο της πιο πάνω δήλωσης, δεν τέθηκαν ενώπιον μας οποιαδήποτε στοιχεία που θα οδηγούσαν στον υπολογισμό οποιουδήποτε ποσού ήθελε επιδικάσει το Δικαστήριο, ωστόσο κατά την μελέτη της υπόθεσης και για σκοπούς πληρότητας της  απόφασης, ζητήθηκε η παρουσίαση τέτοιων στοιχείων, τα οποία κατατέθηκαν από κοινού και αφορούν ετήσιες μισθολογικές απολαβές των Αιτητών για τα έτη 2007-2023, μισθολογικές κλίμακες και βαθμίδες των δύο αντίστοιχων θέσεων μαζί με τις ακαθάριστες και καθαρές μισθολογικές απολαβές εκάστης θέσης.   

 

Η κυρίως εξέταση του Αιτητή στην Αίτηση 130/2017 περιέχεται σε γραπτή του κατάθεση (Τεκ. Α) και με αυτή, ουσιαστικά, επαναλαμβάνει τις θέσεις που διατυπώνει στους γενικούς λόγους της Αίτησης. Πιο συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι στη βάση των πιο πάνω παραδεκτών και ή αδιαμφισβήτητων γεγονότων με την Οργάνωση και Διάρθρωση των θέσεων του Γενικού Λογιστηρίου, η θέση του «Λογιστικού Λειτουργού», που ήταν η αντίστοιχη οργανική θέση, τα καθήκοντα και τις ανάγκες της οποίας όλοι οι Αιτητές είχαν προσληφθεί για να εκτελούν σε έκτακτη βάση, καταργήθηκε από τον Δεκέμβριο 2007, με αποτέλεσμα η αντίστοιχη οργανική θέση στο Γενικό Λογιστήριο για όσους κατέχουν πανεπιστημιακό τίτλο να είναι η θέση του Λειτουργού Γενικού Λογιστηρίου (κλίμακα Α8, Α10 και Α11). Με δεδομένη μάλιστα την κατάργηση της αντίστοιχης οργανικής θέσης, οι ανάγκες που εύλογα κάλυπταν και συνεχίζουν να καλύπτουν και να ικανοποιούν οι Αιτητές, είναι η ανάγκες της αντίστοιχης οργανικής θέσης του Λειτουργού Γενικού Λογιστηρίου. Και τούτο πολλώ δε μάλλον όταν δεν μπορούν να ασκήσουν καθήκοντα και να ικανοποιήσουν υποτιθέμενες ανάγκες μιας θέσης που δεν υπήρχε και δεν υπάρχει πλέον. Για τις ανάγκες έκτακτης απασχόληση στη θέση Λειτουργού Γενικού Λογιστηρίου, σημειώνει ότι η δημοσίευση ημερ. 2.1.2009 δεν προσδιόριζε τον αριθμό των προσώπων που υποτίθεται ότι απαιτούνταν για την κάλυψη των αναγκών. Ισχυρίζεται δε ότι επρόκειτο περί ξεκάθαρης μεταφοράς και αναβάθμισης από έκτακτο Λογιστικό Λειτουργό σε Λειτουργό Γενικού Λογιστηρίου και όχι περί νέας πρόσληψης, καθώς όσοι συνάδελφοι τους μεταφέρθηκαν εκεί στα πλαίσια της πιο πάνω διαδικασίας συνέχισαν να έχουν το καθεστώς εργοδοτούμενου αορίστου χρόνου, συνεχίζοντας να ασκούν κανονικά τα καθήκοντα της νέας αντίστοιχης οργανικής θέσης που είχε δημιουργηθεί για τους κατόχους πανεπιστημιακού τίτλου. Για τη διαδικασία πρόσληψης έκτακτης απασχόληση στη θέση «Λειτουργού Γενικού Λογιστηρίου, κλίμακα Α8» ημερ. 7.9.2007, σημειώνει ότι τα αναφερόμενα στην προκήρυξη καθήκοντα και οι ευθύνες της θέσης ήταν ακριβώς τα ίδια με αυτά της θέσης του «Λογιστικού Λειτουργού», δηλαδή τα ίδια καθήκοντα που ασκούσε ο ίδιος και οι υπόλοιποι Αιτητές από τη θέση αυτή. Σημειώνει περαιτέρω ότι τα καθήκοντα και οι ευθύνες των Αιτητών με όσους συναδέλφους τους εργάζονταν ως έκτακτοι Λειτουργοί Γενικού Λογιστηρίου, δεν ήταν μόνο στα χαρτιά ουσιωδώς τα ίδια, αλλά απολύτως τα ίδια και στην πράξη, καθώς αναλάμβαναν τις ίδιες υποχρεώσεις και ευθύνες με τους συναδέλφους τους είτε μονίμους είτε έκτακτους, τους οποίους μάλιστα, ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες, διαδέχονταν, αντικαθιστούσαν ή αναπλήρωναν στα διάφορα πόστα που κατείχαν. Εν ολίγοις για τον εργοδότη δεν υπήρχε καμία απολύτως διαφορά, ούτε σε επίπεδο προσόντων ούτε σε επίπεδο γνώσεων, καθώς τα ίδια καθήκοντα ασκούσαν και στο ίδιο πόστο/θέση μπορούσαν να τοποθετηθούν. Ουσιαστικά ό,τι καθήκοντα καλούνταν να ασκήσουν και όποιες ανάγκες καλούνταν να καλύψουν, είναι τα καθήκοντα και οι ανάγκες της νέας αντίστοιχης οργανικής θέσης του «Λειτουργού Γενικού Λογιστηρίου». Ισχυρίζεται επίσης ότι με την κατάργηση της θέσης του Λογιστικού Λειτουργού, το δικαίωμα για αναβάθμιση τους στη θέση Λειτουργού Γενικού Λογιστηρίου υποστηρίζεται και από το άρθρο 10 του Ν.70(Ι)/2016. Θέτοντας ως παράνομη και αντισυμβατική τη συμπεριφορά του Γενικού Λογιστηρίου απέναντι τους, σε σχέση με τη μη τοποθέτηση τους στην νέα αντίστοιχη οργανική θέση του Λειτουργού Γενικού Λογιστηρίου, τα καθήκοντα και τις ανάγκες της οποίας ασκού-σαν παραμένοντας τοποθετημένοι κατ’ όνομα μόνον ως Λογιστικοί Λειτουργοί, και σε σχέση με την άνιση μεταχείριση τους όσον αφορά την μη εξασφάλιση ίσων όρων εργοδότησης και αντίστοιχων όρων μισθοδοσίας με τους αντίστοιχους έκτακτους υπαλλήλους αορίστου χρόνου με τους οποίους ασκούσαν τα ίδια καθήκοντα και είχαν τα ίδια προσόντα, ήτοι τους έκτακτους Λειτουργούς Γενικού Λογιστηρίου αόριστου χρόνου, τους προκάλεσε και συνεχίζει ακόμα να προκαλεί στον καθένα Αιτητή ξεχωριστά, μισθοδοτικές απώλειες, οι οποίες συνίστανται στη διαφορά ανάμεσα στον ετήσιο μισθό που έλαβαν και στον ετήσιο μισθό που έπρεπε να λάβουν κατά την περίοδο από 1.1.2008 μέχρι και την 31.12.2021. Ταυτόχρονα, εκτός από αποζημιώσεις που συνίστανται σε απώλεια απολεσθέντων μισθών, αξιώνουν και την τοποθέτηση και αναβάθμιση της θέσης τους ως Λειτουργοί Γενικού Λογιστηρίου, στην κλίμακα και την αντίστοιχη βαθμίδα που θα έπρεπε να ήταν σήμερα, έτσι ώστε να διασφαλιστεί η ίση μεταχείριση με τους υπόλοιπους συναδέλφους τους που η θέση τους είχε μετονομαστεί και αναβαθμιστεί από το 2008.

 

Αντεξεταζόμενος, επέμεινε στον ισχυρισμό του ότι η θέση Λογιστικού Λειτουργού δεν θα καταργείτο σταδιακά καθώς οι νέοι Κανονισμοί δεν προέβλεπαν Σχέδιο Υπηρεσίας για τη συγκεκριμένη θέση και ότι οι υπάλληλοι που παρέμειναν στη θέση με διπλό σταυρό δεν διέθεταν τα προσόντα για να αναβαθμιστούν στη θέση του Λειτουργού Γενικού Λογιστηρίου και ούτε μπορούσαν να υποβαθμιστούν στη νεοσυσταθείσα θέση του βοηθού Λογιστικού Λειτουργού. Επίσης ότι όλοι οι Αιτητές καλούνταν να εκτελούν καθήκοντα μιας θέσης που έπαψε να υπάρχει και που ήταν τα ίδια με αυτά του Λειτουργού Γενικού Λογιστηρίου. Στα πλαίσια μάλιστα των καθηκόντων του ισχυρίστηκε ότι αντικαθιστούσε άλλους συναδέλφους του που κατείχαν τη θέση Λειτουργού Γενικού Λογιστηρίου. Απορρίπτοντας τη θέση της άλλης πλευράς ότι η αναβάθμιση που έγινε τον ουσιώδη χρόνο αφορούσε  μόνο τους κατόχους οργανικών θέσεων, ισχυρίστηκε ότι υπήρξε αυτόματη αναβάθμιση συναδέλφων του σε έκτακτους Λειτουργούς Γενικού Λογιστηρίου, χωρίς ποτέ να παύσουν να είναι αορίστου χρόνου.

 

Η κα Στυλιανή Βόγα Σφακιανάκη με τη γραπτή δήλωση της επαναλαμβάνει ουσιαστικά τα όσα οι Καθ’ ων η αίτηση παραθέτουν στους γενικούς λόγους εμφάνισης. Πέραν των πιο πάνω παραδεκτών και/ή αδιαμφισβήτητων γεγονότων που αποτελούν μέρος της μαρτυρίας της, ισχυρίζεται ότι οι ρυθμίσεις για τη δομή των θέσεων του Γενικού Λογιστηρίου αφορούσαν μόνιμες θέσεις και ότι δεν έγινε καμία απολύτως αναβάθμιση, μετονομασία και μεταφορά έκτακτου προσωπικού. Ότι οι συνάδελφοι του Αιτητή, πρώην έκτακτοι Λογιστικοί Λειτουργοί στους οποίους αναφέρονται, δεν αναβαθμίστηκαν, ούτε οι έκτακτες θέσεις που κατείχαν μετονομάστηκαν και μεταφέρθηκαν, αλλά διεκδίκησαν απασχόληση στη θέση του Λειτουργού Γενικού Λογιστηρίου (κλίμακα Α8, Α10 και Α11), βάσει των προνοιών των περί της Διαδικασίας Πρόσληψης Εκτάκτων Υπαλλήλων στη Δημόσια και Εκπαιδευτική Υπηρεσία Νόμων, υποβάλλοντας σχετική αίτηση για περίληψή τους στον κατάλογο υποψηφίων για τη θέση του έκτακτου Λειτουργού Γενικού Λογιστηρίου. Η σειρά κατάταξής τους στον τελικό κατάλογο που καταρτίστηκε, σε συνάρτηση με τις ανάγκες του Γενικού Λογιστηρίου για απασχόληση εκτάκτων Λειτουργών Γενικού Λογιστηρίου ήταν τέτοια λόγω της μοριοδότησης που εξασφάλισαν (ψηλότερη από τους Αιτητές), ώστε να προσφερθεί σ’ αυτούς απασχόληση και εργοδότηση στη συγκεκριμένη θέση. Σημειώνει ότι οι Αιτητές έχουν καταστεί εργοδοτούμενοι αορίστου χρόνου με βάση την κλίμακα και τα καθήκοντα που ασκούσαν τον ουσιώδη χρόνο κατά τον οποίο μετατράπηκε το καθεστώς τους σε αορίστου χρόνου και η οποιαδήποτε αλλαγή επήλθε για τους μόνιμους υπαλλήλους του Γενικού Λογιστηρίου δεν τους επηρεάζει. Πρόσθετα, ότι οι Αιτητές αδικαιολόγητα προχώρησαν στην καταχώρηση των υπό κρίση Αιτήσεων και εσφαλμένα προβαίνουν σε σύγκριση του καθεστώτος εργοδότησης τους με αυτό των μόνιμων υπαλλήλων στη Δημόσια Υπηρεσία εφόσον, δεν εμπλέκονται ή επηρεάζονται με οποιονδήποτε τρόπο από τις πιο πάνω ρυθμίσεις, καθώς η απασχόληση τους είναι στη βάση κάλυψης αναγκών, δεν κατέχουν οργανική θέση, αλλά εργοδοτούνται για την εκτέλεση καθηκόντων Λογιστικού Λειτουργού. Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι οι Αιτητές ουδεμία ζημία έχουν υποστεί και ότι οι επικαλούμενες πρόνοιες του άρθρου 10 του περί Προϋπολογισμού Νόμου 2017 και του άρθρου 10 του Ν.70(Ι)/2016 δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην περίπτωση τους.

 

Αντεξεταζόμενη, ενώ παραδέχθηκε ότι η θέση του Λογιστικού Λειτουργού δεν εντοπίζεται στους Κανονισμούς Σ.Υ. 33/2007, εντούτοις επέμενε ότι η θέση αυτή δεν έπαυσε να υφίσταται από την οργανωτική διάρθρωση των θέσεων του Γενικού Λογιστηρίου και ότι συνεχίστηκε να υπάρχει στον Προϋπολογισμό του Κράτους αφού υπήρχαν υπάλληλοι που συνέχισαν να υπηρετούν ως Λογιστικοί Λειτουργοί Α4-Α7 μέχρι το 2017, των οποίων οι θέσεις ήταν σημειωμένες με διπλό σταυρό. Παραδέχθηκε ότι από τη στιγμή που η θέση ήταν σημειωμένη με διπλό σταυρό δεν επιτρεπόταν πρόσληψη άλλου προσώπου στη θέση αυτή. Θεώρησε ότι τα σχέδια υπηρεσίας της θέσης συνέχισαν να υφίστανται εφόσον εξακολουθούν να υπάρχουν υπάλληλοι που υπηρετούν με βάση αυτό είτε πρόκειται για μόνιμους ή και έκτακτους υπαλλήλους αορίστου διαρκείας. Σε υποβολή ότι οι Αιτητές ως Λογιστικοί Λειτουργοί ασκούσαν τα ίδια καθήκοντα με τους έκτακτους Λειτουργούς Γενικού Λογιστηρίου, η μάρτυς απάντησε ότι αυτό είναι στην κρίση του εκάστοτε Γενικού Λογιστή να αναθέτει. Σε νέα υποβολή ότι με την οργανωτική διάρθρωση των θέσεων του Γενικού Λογιστηρίου, οι ανάγκες που εκτελούσαν οι Αιτητές είναι ανάγκες της νέας αντίστοιχης οργανωτικής θέσης του Λειτουργού Γενικού Λογιστηρίου, η μάρτυς δεν ήταν σε θέση να σχολιάσει. Περαιτέρω ενώ παραδέχθηκε ότι οι Λειτουργοί Γενικού Λογιστηρίου σε έκτακτη βάση μετέφεραν το καθεστώς αορίστου χρόνου, ωστόσο επέμενε ότι δεν επρόκειτο για αναβάθμιση αλλά για διαφορετική σύμβαση, καθώς αυτό ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Για το άρθρο 10 του Προϋπολογισμού 2017 ανέφερε ότι αφορά υπαλλήλους οι οποίοι προσλήφθηκαν μετά το 2012 και στους οποίους έγινε μείωση στη μισθοδοσία τους κατά 10% για τα δύο πρώτα χρόνια της εργασίας τους.

 

Αγορεύσεις

 

Αγορεύοντας οι συνήγοροι υποστήριξαν τη θέση της κάθε πλευράς αντίστοιχα με αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης και τη νομική της πτυχή.

 

Ο κ. Χατζηγιώργης εισηγήθηκε ότι στη βάση των πιο πάνω γεγονότων οι Αιτητές υπήρξαν και συνεχίζουν να είναι αποδέκτες αδικαιολόγητης δυσμενούς μεταχείρισης και/ή διάκρισης, κατά παράβαση των προνοιών του άρθρου 5 του περί Εργοδοτούμενου με Εργασία Ορισμένου χρόνου (Απαγόρευση Δυσμενούς Μεταχείρισης) Νόμου Ν.98(Ι)/2003, όπως έχει τροποποιηθεί, και συνεπώς και της αντίστοιχης ρήτρας 4 της Συμφωνίας Πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου.

 

Αντίθετα, η κα Χαραλάμπους υποστήριξε ότι ο πιο πάνω εναρμονιστικός Νόμος δεν χρήζει εφαρμογής στην περίπτωση των Αιτητών, ενόψει των γεγονότων της υπόθεσης και των προδικαστικών ενστάσεων που προβάλλει.

 

Ανάλυση

 

Παρακολουθήσαμε με ιδιαίτερη προσοχή τόσο τον Αιτητή στην Αίτηση 130/2017 όσο και τη μάρτυρα των Καθ’ ων η αίτηση να καταθέτουν ενώπιον του Δικαστηρίου και με την ίδια προσοχή εξετάσαμε και τη μαρτυρία τους έχοντας συνεχώς κατά νου τις έγγραφες προτάσεις, το σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας, τα παραδεκτά και ή αδιαμφισβήτητα γεγονότα που αφορούν τις υπό κρίση υποθέσεις και όσα σχετικά υποστήριξαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι στο στάδιο των αγορεύσεων.

 

Τα όσα ο Αιτητής στην Αίτηση 130/2017 κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου αναφορικά με τα καθήκοντα και τις ευθύνες που είχαν οι Αιτητές σε σύγκριση με τους κατέχοντες τη θέση του Λειτουργού Γενικού Λογιστηρίου, (κλίμακα Α8, Α10 και Α11), δεν τίθενται υπό αμφισβήτηση εκ μέρους των Καθ’ ων η αίτηση. Ειδικότερα, καμία υποβολή και καμία αμφισβήτηση δεν δέχθηκε ο Αιτητής, κατά το στάδιο της αντεξέτασης του, ότι οι Αιτητές δεν ασκούσαν τα ίδια καθήκοντα ή δεν είχαν τα ίδια προσόντα ή δεν ικανοποιούσαν κατά βάση τις ίδιες ανάγκες με τους υπόλοιπους συναδέλφους τους που κατείχαν τη θέση του τακτικού ή έκτακτους Λειτουργού Γενικού Λογιστηρίου. Με τον ίδιο τρόπο δεν αμφισβητήθηκε εισέτι ο ισχυρισμός και η θέση του Αιτητή ότι τα καθήκοντα που περιγράφονταν στη δημοσίευση ημερ. 7.9.2007 (Τεκ.7), σε σχέση με τη διαδικασία πρόσληψης εκτάκτων υπαλλήλων για εκτέλεση καθηκόντων Λειτουργού Γενικού Λογιστηρίου (κλίμακα Α8), ήταν τα ίδια με τις ευθύνες και τα καθήκοντα του Λογιστικού Λειτουργού (κλίμακα Α2, Α5 και Α7(ii)), αν και αυτό δεν έχει επιβεβαιωθεί με την προσκόμιση του σχετικού Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης. Σημειωτέον ότι η εν λόγω δημοσίευση έλαβε χώρα τον Σεπτέμβριο 2007 και δη πριν τη ψήφιση των νέων Σχεδίων Υπηρεσίας του Γενικού Λογιστηρίου, όπου προβλέπονταν τα καθήκοντα της νέας θέσης Λειτουργού Γενικού Λογιστηρίου, στην οποία μετονομάστηκαν και μεταφέρθηκαν οι πτυχιούχου κάτοχοι της τακτικής θέσης του Λογιστικού Λειτουργού (κλίμακα Α2, Α5 και Α7(ii)). Πρόσθετα, με βάση την αδιαμφισβήτητη μαρτυρία του Αιτητή, τα καθήκοντα και οι ευθύνες των Αιτητών με όσους συναδέλφους τους εργάζονταν ως έκτακτοι Λειτουργοί Γενικού Λογιστηρίου, ήταν τα ίδια στην πράξη, καθώς αναλάμβαναν τις ίδιες υποχρεώσεις και ευθύνες με τους συναδέλφους τους, τακτικούς ή έκτακτους Λειτουργούς Γενικού Λογιστηρίου, τους οποίους μάλιστα, ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες, διαδέχονταν, αντικαθιστούσαν ή αναπλήρωναν στα διάφορα πόστα που κατείχαν.    

 

Αντεξεταζόμενη η κα Σφακιανάκη, ενώ παραδέχθηκε ότι η θέση του Λογιστικού Λειτουργού (κλίμακα Α2, Α5 και Α7(ii)) και το σχετικό σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, δεν προβλεπόταν στους Κανονισμούς Σ.Υ.33/2007 με τους οποίους αναθεωρούνταν τα Σχέδιο Υπηρεσία στο Γενικό Λογιστήριο, εντούτοις επέμενε ότι η θέση αυτή δεν έπαυσε να υφίσταται από την οργανωτική διάρθρωση των θέσεων του Γενικού Λογιστηρίου, καθώς υπήρχαν τακτικοί υπάλληλοι που υπηρετούσαν από τη θέση αυτή μέχρι το 2017. Παραδέχθηκε ότι οι θέσεις αυτές ήταν σημειωμένες με διπλό σταυρό (++) και ότι με την κένωση τους θα καταργούνταν. Δεν αμφισβήτησε τη θέση της πλευράς των Αιτητών, ότι οι κάτοχοι των συγκεκριμένων θέσεων ήταν μη πτυχιούχοι που δεν μπορούσαν να μετονομαστούν και να μεταφερθούν στη θέση Λειτουργού Γενικού Λογιστηρίου (κλίμακα Α8, Α10 και Α11), ως οι υπόλοιποι πτυχιούχοι τακτικοί Λογιστικοί Λειτουργοί, αλλά ούτε και να υποβιβαστούν και να ενταχθούν στη νέα θέση της τεχνικής πυραμίδας «Βοηθός Λογιστικός Λειτουργός», λέγοντας ότι αυτό που ξέρει δεν υπήρξε κανένας υποβιβασμός. Ότι οι εν λόγω Λειτουργοί διατήρησαν τις θέσεις τους μέχρι την κατάργηση τους και έκτοτε δεν υπήρξαν νέες προσλήψεις για κάλυψη αναγκών Λογιστικού Λειτουργού. Επέμεινε στη θέση της, η οποία σε καμία περίπτωση δεν έχει αμφισβητηθεί, ότι οι εν λόγω υπάλληλοι ανήκαν στο τακτικό και όχι στο έκτακτο προσωπικό. Η μάρτυς, ενώ ισχυρίστηκε ότι είχε πολύ καλή γνώση των στοιχείων του φακέλου, ωστόσο δεν έκανε καμία αναφορά στη δημοσίευση ημερ. 7.9.2007. Όταν δε της υποδείχθηκε το σχετικό έγγραφο (Τεκ.7) δεν έδωσε οποιεσδήποτε πειστικές εξηγήσεις. Δεν διαφώνησε με τη θέση των Αιτητών ότι στις διαδικασίες πρόσληψης για κάλυψη αναγκών εκτάκτου Λειτουργού Γενικού Λογιστηρίου, οι προσληφθέντες που κατείχαν πριν θέση έκτακτου Λογιστικού Λειτουργού μετέφεραν το καθεστώς εργοδοτούμενου αορίστου χρόνου, λέγοντας ότι αυτό ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο. Περαιτέρω, δεν έδωσε οποιαδήποτε εξήγηση εάν οι Αιτητές από τη θέση που κατείχαν ασκούσαν ή μη τα ίδια καθήκοντα με τους έκτακτους Λειτουργούς Γενικού Λογιστηρίου, λέγοντας ότι αυτό είναι στην κρίση του εκάστοτε Γενικού λογιστή να αναθέτει. Πρόσθετα δεν προέβη σε κανένα σχολιασμό στην υποβολή που δέχθηκε από την άλλη πλευρά ότι με την οργανωτική διάρθρωση των θέσεων του Γενικού Λογιστηρίου, οι ανάγκες που εκτελούσαν οι Αιτητές είναι ανάγκες της νέας αντίστοιχης οργανωτικής θέσης του Λειτουργού Γενικού Λογιστηρίου.

 

Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω δεν έχουμε καμία αμφιβολία ότι τα όσα ο Αιτητής κατέθεσε σε σχέση με τα καθήκοντα που εκτελούσαν οι Αιτητές, από τη θέση του Λειτουργού Λογιστηρίου, ανταποκρίνονται πλήρως προς την αλήθεια και ανάλογα είναι τα ευρήματα του Δικαστηρίου. Αναφορικά όμως με την οργανωτική δομή του Γενικού Λογιστηρίου δεν έχουμε καμία αμφιβολία για την αλήθεια των όσων οι κ. Σφακιανάκη κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία άλλωστε επιβεβαιώνονται και από την ενώπιον μας πραγματική μαρτυρία. Το ίδιο οφείλουμε να παρατηρήσουμε και σε σχέση με την πρόσληψη εκτάκτων υπαλλήλων με βάση τη δημοσίευση ημερ. 2.1.2009 (Τεκ.5). Από την ενώπιον μας πραγματική μαρτυρία επιβεβαιώνεται επίσης και ο αριθμός των έκτακτων υπαλλήλων του Γενικού Λογιστηρίου κατά τις 15.12.2012. Μεταξύ αυτών και 21 (εικοσιένας) έκτακτοι υπάλληλοι για εκτέλεση καθηκόντων Λογιστικού Λειτουργού (Α4 και Α7(ii)), των οποίων η σύμβαση εργασίας κατέστη αορίστου διαρκείας κατά την περίοδο από 3.2.2006  μέχρι 16.1.2010 (Τεκ.6). Από την επιστολή επίσης ημερ. 24.9.2020 (Τεκ.15) φαίνεται ότι η απόφαση για μετονομασία και αναβάθμιση της μισθοδοτικής κλίμακας των έκτακτων Λογιστικών Λειτουργών σε έκτακτους Λειτουργούς Γενικού Λογιστηρίου, αφορούσε 9 (εννέα) εργοδοτούμενους αορίστου χρόνου, μεταξύ των οποίων και οι Αιτητές, λόγω κατοχής προσόντων πανεπιστημιακού επιπέδου.

   

Ο περί Εργοδοτουμένων με Εργασία Ορισμένου Χρόνου (Απαγόρευση Δυσμενούς Μεταχείρισης) Νόμος του 2003 (Ν.98(Ι)/2003) («ο Νόμος») ως έχει τροποποιηθεί, είναι εναρμονιστικός των διατάξεων της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 28ης Ιουνίου 1999, «σχετικά με την υλοποίηση της συμφωνίας - πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνήφθη την 18.3.1999 από τους Ευρωπαίους Κοινωνικούς Εταίρους (τη CES, τη UNICE και το CEEP, («η Οδηγία»). Η συμφωνία-πλαίσιο ως ανυπόστατο μέρος της Οδηγίας, αποκτά αυξημένη τυπική ισχύ έναντι του εσωτερικού δικαίου των κρατών μελών, σύμφωνα με το άρθρο 10 και 249 ΣΕΚ (ήδη 288 Σ.Λ.Ε.Ε.).

 

Το προσωπικό πεδίο εφαρμογής του Ν.98(Ι)/2003 ορίζεται στις ερμηνευτικές διατά-ξεις του άρθρου 2 (ρήτρα 3 της συμφωνίας πλαισίου) ως ακολούθως:

 

"εργοδοτούμενος με εργασία ορισμένου χρόνου" σημαίνει τον εργοδοτούμενο που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία έχει συναφθεί απευθείας μεταξύ του εργοδότη και του εργοδοτούμενου και η λήξη της οποίας καθορίζεται από αντικει-μενικούς όρους, όπως παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας, ολοκλήρωση συγκεκρι-μένου έργου ή πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος·

 

"αντίστοιχος εργοδοτούμενος με εργασία αορίστου χρόνου" σημαίνει τον εργοδοτούμενο που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου χρόνου στην ίδια επιχείρηση ή εκμετάλ-λευση, και απασχολείται στην ίδια ή παρόμοια εργασία/απασχόληση, λαμβανομένων υπόψη των προσόντων ή των δεξιοτήτων·

 

Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Αβραάμ ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 49:

 

«η Οδηγία προφανώς εφαρμόζεται σε όλους τους συμβασιούχους ορισμένης διάρκειας είτε δηλαδή εργοδοτούνται στο δημόσιο ή στον ιδιωτικό τομέα.» 

 

Σύμφωνα με το άρθρο 5 του Ν.98(Ι)/2003 (ρήτρα 4 της συμφωνίας πλαισίου):

5.(1) Όσον αφορά τους όρους και τις συνθήκες απασχόλησης, ο εργοδοτούμενος με εργασία ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται δυσμενώς σε σχέση με τον αντίστοιχο εργοδοτούμενο με εργασία αορίστου χρόνου μόνο επειδή έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός εάν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.

(2) Όπου κρίνεται αναγκαίο εφαρμόζεται η αρχή της αναλογικότητας.

(3) Όταν σε σχέση με συγκεκριμένους όρους και συνθήκες απασχόλησης απαιτείται περίοδος προϋπηρεσίας, η περίοδος αυτή θα είναι ίδια για τους εργοδοτούμενους με εργασία ορισμένου χρόνου όπως και για τους αντίστοιχους εργοδοτούμενους με εργασία αορίστου χρόνου, εκτός εάν αντικειμενικοί λόγοι δικαιολογούν διαφορετική διάρκεια της περιόδου προϋπηρεσίας.

Ο Βασικός σκοπός της συμφωνίας-πλαισίου σύμφωνα με 14η αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας και κατ’ επέκταση του Ν.98(Ι)/2003 (άρθρο 3) είναι ιδίως η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη θέσπιση ελαχίστων προδιαγραφών ικανών να διασφαλίσουν την εφαρμογή της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων.

 

Εν όψει του σκοπού αυτού, το ΔΕΕ χαρακτηρίζει την απαγόρευση διακρίσεων της ρήτρας 4 ως «έκφραση μιας αρχής του κοινωνικού δικαίου της Ένωσης, η οποία δεν πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά» (ΔΕΕ 14.9.2016 C-594/14, de Diego Porras). Με την εφαρμογή της απαγόρευσης των διακρίσεων σε βάρος των εργαζομένων ορισμένου χρόνου, η ρήτρα 4 επιδιώκει να εμποδίσει τη χρήση τέτοιων συμβάσεων από τον εργοδότη προκειμένου αυτός να στερήσει από τους εργαζόμενους ορισμένου χρόνου τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στους εργαζόμενους με συμβάσεις αορίστου χρόνου (ΔΕΕ 5.6.2018, C-574/16, Grupo Notre Facility). Το δικαστήριο αντιμετωπίζει την αρχή της απαγόρευσης διακρίσεων ως ειδική έκφραση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, η οποία αποτελεί γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου (άρθρο 20 Χ.Θ.Δ.Ε.Ε.) και επιτάσσει να μην επιφυλάσσεται σε όμοιες καταστάσεις διαφο-ρετική μεταχείριση ούτε σε διαφορετικές καταστάσεις όμοια μεταχείριση, εκτός εάν η διαφοροποίηση δικαιολογείται αντικειμενικά (ΔΕΕ 8.9.2011 C-177/10 Rosado Santana).

 

Για σκοπούς εφαρμογής της Οδηγίας και του Εναρμονιστικού Νόμου, το πρώτο ερώτημα που τίθεται και καλείται το Δικαστήριο να απαντήσει είναι κατά πόσο οι Αιτητές εμπίπτουν στην έννοια του εργοδοτούμενου ορισμένου χρόνου.

 

Το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της ρήτρας 4 (άρθρο 5 του Νόμου), καταλαμβάνει εργοδοτούμενους ορισμένου χρόνου κατά την έννοια της ρήτρας 3 σημείο 1 (άρθρο 2 του Νόμου). Το αν βέβαια οι εργοδοτούμενοι αυτοί υφίστανται απαγορευμένη διάκριση καθορίζεται σε σχέση με τους αντίστοιχους εργοδοτούμενους αορίστου χρόνου, όπως αυτοί προσδιορίζονται στη ρήτρα 3 σημείο 2 (άρθρο 2 του Νόμου). Προτού λοιπόν εξεταστεί αν συντρέχει πράγματι μια δυσμενέστερη μεταχείριση των εργοδοτουμένων ορισμένου χρόνου, θα πρέπει να προσδιοριστεί η συγκεκριμένη ομάδα σύγκρισης. Η απαγόρευση διακρίσεων ισχύει πάντως αποκλειστικά σε σχέση με τη διαφορετική μεταχείριση των εργοδοτουμένων με σύμβαση ορισμένου χρόνου έναντι των αντίστοιχων εργοδοτουμένων με σύμβαση αορίστου χρόνου και όχι σε σχέση με τη διαφορετική μεταχείριση μεταξύ διαφόρων κατηγοριών εργοδοτουμέ-νων ορισμένου χρόνου (ΔΕΕ 14.9.2016, C-596/14, de Diego Porras σκ.38).

Η απαγόρευση διακρίσεων ισχύει ανεξαρτήτως του αν ο εργοδοτούμενος συνεχίζει να απασχολείται με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου ή, αντίθετα, η σύμβαση του με τον ίδιο εργοδότη έχει εν τω μεταξύ μετατραπεί σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου.

 

Στην υπόθεση ΔΕΕ 8.9.2011 C-177/10, Rosado Santana, ο εργαζόμενος επικαλέστηκε παραβίαση της αρχής της απαγόρευσης διακρίσεων της ρήτρας 4, καθώς ο εργοδότης κατά τη διαδικασία επιλογής για ενδοϋπηρεσιακή μετάταξη έλαβε υπόψιν αποκλειστικά την προϋπηρεσία που απέκτησε ο εργαζόμενος με την ιδιότητα του τακτικού διοικητικού υπαλλήλου και αγνόησε τον χρόνο προϋπηρεσίας που είχε προηγουμένως συμπληρώσει  με την ιδιότητα του έκτακτου υπαλλήλου. Όπως ανέφερε το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση:   

40      Το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι η οδηγία 1999/70 και η συμφωνία-πλαίσιο εφαρμόζονται στο σύνολο των εργαζομένων που παρέχουν έμμισθες υπηρεσίες στο πλαίσιο σχέσεως εργασίας ορισμένου χρόνου την οποία έχουν συνάψει με τον εργοδότη τους (απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, C‑307/05, Del Cerro Alonso, Συλλογή 2007, σ. I-7109, σκέψη 28).

41      Το γεγονός και μόνον ότι ο προσφεύγων της κύριας δίκης απέκτησε την ιδιότητα του τακτικού δημοσίου υπαλλήλου και ότι η συμμετοχή του στη διαδικασία εσωτερικής επιλογής εξηρτάτο από την ύπαρξη της ιδιότητας αυτής δεν αποκλείει τη δυνατότητά του να επικαλεστεί, υπό ορισμένες περιστάσεις, την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων την οποία κατοχυρώνει η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου.

42      Πράγματι, στη διαφορά της κύριας δίκης, ο προσφεύγων επιχειρεί κατ’ ουσία, με την ιδιότητά του ως τακτικός δημόσιος υπάλληλος, να αποδείξει την ύπαρξη διαφορετικής μεταχειρίσεως κατά τον συνυπολογισμό, στο πλαίσιο διαδικασίας εσωτερικής επιλογής, του χρόνου προϋπηρεσίας του και της αποκτηθείσας επαγγελματικής του πείρας. Ενώ λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος προϋπηρεσίας που διανύθηκε με την ιδιότητα του τακτικού δημοσίου υπαλλήλου, ο χρόνος υπηρεσίας που διανύθηκε με την ιδιότητα του εκτάκτου υπαλλήλου δεν λαμβάνεται υπόψη, χωρίς, κατά τον προσφεύγοντα, να εξετάζονται η φύση των ασκούμενων καθηκόντων και τα εγγενή χαρακτηριστικά τους. Εφόσον η αντίθετη προς τη ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου δυσμενής διάκριση, την οποία φέρεται να υφίσταται ο προσφεύγων της κύριας δίκης, αφορά τον χρόνο υπηρεσίας που διανύθηκε με την ιδιότητα του εκτάκτου υπαλλήλου, το γεγονός ότι αυτός διορίστηκε εν τω μεταξύ τακτικός δημόσιος υπάλληλος είναι άνευ σημασίας.

43      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου ορίζει, στο σημείο 4, ότι η απαιτούμενη περίοδος προϋπηρεσίας σε σχέση με ιδιαίτερες συνθήκες [στο εξής: όρους] απασχολήσεως είναι η ίδια για τους εργαζομένους με σχέση ορισμένου χρόνου και για τους εργαζομένους με σχέση αορίστου χρόνου εκτός και εάν από αντικειμενικούς λόγους δικαιολογείται ο καθορισμός διαφορετικών κριτηρίων ως προς τον χρόνο προϋπηρεσίας. Ούτε από το γράμμα της εν λόγω διατάξεως ούτε από το πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εντάσσεται προκύπτει ότι η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση στην οποία ο ενδιαφερόμενος αποκτά την ιδιότητα του εργαζομένου με σχέση αορίστου χρόνου. Πράγματι, υπέρ της απόψεως αυτής συνηγορούν οι επιδιωκόμενοι με την οδηγία 1999/70 και τη συμφωνία-πλαίσιο σκοποί, οι οποίοι συνίστανται τόσο στην απαγόρευση των διακρίσεων όσο και στην πρόληψη των καταχρηστικών πρακτικών που συνδέονται με τη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.

44      Ο εξ ορισμού αποκλεισμός της εφαρμογής της συμφωνίας-πλαισίου σε περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, υπέρ του οποίου τάσσονται η Ισπανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, ισοδυναμεί με περιορισμό της εκτάσεως της παρεχόμενης στους εμπλεκόμενους εργαζομένους προστασίας έναντι των δυσμενών διακρίσεων, ο οποίος δεν συνάδει με τον σκοπό για τον οποίο έχει συνομολογηθεί η εν λόγω ρήτρα 4, και έχει ως συνέπεια την άνευ λόγου συσταλτική ερμηνεία της ρήτρας αυτής, σε αντίθεση με όσα επιτάσσει η νομολογία του Δικαστηρίου (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση Del Cerro Alonso, σκέψεις 37 και 38, καθώς και απόφαση της 15ης Απριλίου 2008, C‑268/06, Impact, Συλλογή 2008, σ. I‑2483, σκέψεις 114 και 115).

 

Παρεμφερείς είναι και η άλλη περίπτωση που απασχόλησε το Δικαστήριο στην υπόθεση  ΔΕΕ 18.10.2012 C-302/11 – 305/11, Rosanna Valenza κ.λπ. στην οποία δεν αναγνωρίστηκε στις εργαζόμενες, προκειμένου για την κατάταξη τους σε μισθολογικό κλιμάκιο μετά την πρόσληψη τους με συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, η προϋπηρεσία που είχαν αυτές αποκτήσει δυνάμει της προηγούμενης απασχόλησης τους στον ίδιο εργοδότη με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου. Στηριζόμενο το Δικαστήριο στο σκεπτικό της προηγούμενης απόφασης του ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«33       Το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι η οδηγία 1999/70 και η συμφωνία-πλαίσιο εφαρμόζονται στο σύνολο των εργαζομένων που παρέχουν έμμισθες υπηρεσίες στο πλαίσιο σχέσεως εργασίας ορισμένου χρόνου την οποία έχουν συνάψει με τον εργοδότη τους (αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, C-307/05, Del Cerro Alonso, Συλλογή 2007, σ. I-7109, σκέψη 28, και Rosado Santana, προπαρατεθείσα, σκέψη 40).

 

34         Το γεγονός και μόνον ότι οι αναιρεσείουσες των κύριων δικών απέκτησαν την ιδιότητα του εργαζoμένου αορίστου χρόνου δεν αποκλείει τη δυνατότητά τους να επικαλεστούν, υπό ορισμένες περιστάσεις, την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων την οποία κατοχυρώνει η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Rosado Santana, σκέψη 41, όπως επίσης, υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση της 8ης Μαρτίου 2012, C-251/11, Huet, σκέψη 37).

 

35         Πράγματι, στις υποθέσεις των κύριων δικών, οι αναιρεσείουσες επιχειρούν κατ’ ουσία, υπό την ιδιότητα των εργαζομένων αορίστου χρόνου, να προβάλουν την ύπαρξη διαφορετικής μεταχειρίσεως κατά τον συνυπολογισμό της προϋπηρεσίας και της αποκτηθείσας επαγγελματικής πείρας στο πλαίσιο διαδικασίας προσλήψεως κατά το πέρας της οποίας κατέστησαν τακτικοί δημόσιοι υπάλληλοι. Ενώ για τον προσδιορισμό της προϋπηρεσίας, και, ως εκ τούτου, για τον καθορισμό της μισθολογικής κλίμακας λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος προϋπηρεσίας που διανύθηκε υπό την ιδιότητα του εργαζομένου αορίστου χρόνου, ο χρόνος υπηρεσίας που διανύθηκε υπό την ιδιότητα του εργαζομένου ορισμένου χρόνου δεν λαμβάνεται υπόψη, χωρίς, κατά τις αναιρεσείουσες, να εξετάζονται η φύση των ασκούμενων καθηκόντων και τα εγγενή χαρακτηριστικά τους. Εφόσον η αντίθετη προς τη ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου δυσμενής διάκριση, της οποίας ισχυρίζονται ότι είναι θύματα οι αναιρεσείουσες των κύριων δικών, αφορά τους χρόνους υπηρεσίας που διανύθηκαν υπό την ιδιότητα των εργαζομένων ορισμένου χρόνου, το γεγονός ότι αυτές κατέστησαν εν τω μεταξύ εργαζόμενες αορίστου χρόνου είναι άνευ σημασίας (βλ, συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Rosado Santana, σκέψη 42).

 

36         Πρέπει, επιπλέον, να σημειωθεί ότι η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου προβλέπει, στο σημείο 4, ότι η απαιτούμενη περίοδος προϋπηρεσίας σε σχέση με ιδιαίτερες συνθήκες απασχόλησης πρέπει να είναι η ίδια για τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου όπως και για τους εργαζομένους αορίστου χρόνου εκτός από την περίπτωση που δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους διαφορετική διάρκεια της περιόδου προϋπηρεσίας. Ούτε από το γράμμα της εν λόγω διατάξεως ούτε από το πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εντάσσεται προκύπτει ότι η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται οσάκις ο οικείος εργαζόμενος αποκτά την ιδιότητα του εργαζομένου αορίστου χρόνου. Συγκεκριμένα, οι επιδιωκόμενοι με την οδηγία 1999/70 και τη συμφωνία-πλαίσιο σκοποί, οι οποίοι συνίστανται τόσο στην απαγόρευση των διακρίσεων όσο και στην πρόληψη των καταχρηστικών πρακτικών που συνδέονται με τη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, συνηγορούν υπέρ του αντιθέτου (προπαρατεθείσα απόφαση Rosado Santana, σκέψη 43).

 

37         Ο εξ ορισμού αποκλεισμός της εφαρμογής της συμφωνίας-πλαισίου σε περιπτώσεις όπως αυτές των υποθέσεων των κύριων δικών θα περιόριζε, κατά παράβαση του σκοπού για τον οποίο έχει συνομολογηθεί η εν λόγω ρήτρα 4, την έκταση της παρεχόμενης στους οικείους εργαζομένους προστασίας έναντι των δυσμενών διακρίσεων, και θα είχε ως συνέπεια την άνευ λόγου συσταλτική ερμηνεία της ρήτρας αυτής, σε αντίθεση με όσα επιτάσσει η νομολογία του Δικαστηρίου (προπαρατεθείσα απόφαση Rosado Santana, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

 

38         Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω εκτιμήσεων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, σε αντίθεση με την ερμηνεία την οποία προκρίνει η Ιταλική Κυβέρνηση, ουδεμία ένσταση μπορεί να προβληθεί κατά της δυνατότητας εφαρμογής της ρήτρας 4 της συμφωνίας-πλαισίου στις διαφορές των κύριων δικών.»

 

Επίσης στη σχετικά πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ 17.3.2021 C-652 KO κατά Consulmarketing SpA. αποφασίστηκαν τα ακόλουθα:

 

55        Τρίτον, όσον αφορά την ύπαρξη διαφορετικής μεταχείρισης, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, αν ληφθεί υπόψη η ημερομηνία συνάψεως της συμβάσεως εργασίας της ορισμένου χρόνου, η αιτούσα της κύριας δίκης θα μπορούσε να αξιώσει την επαναπρόσληψη της στην επιχείρηση δυνάμει του νόμου 223/1991, η οποία θα ήταν ευνοϊκότερη σε σχέση με την αποζημίωση απόλυσης που δικαιούται δυνάμει του νομοθετικού διατάγματος 23/2015. Ως εκ τούτου, η αιτούσα της κύριας δίκης αντιμετωπίστηκε δυσμενώς σε σχέση με τους συναδέλφους της που προσελήφθησαν με σύμβαση αορίστου χρόνου πριν από τις 7 Μαρτίου 2015, ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος.

 

56        Το γεγονός και μόνον ότι η αιτούσα της κύριας δίκης απέκτησε, μετά την ημερομηνία αυτή, την ιδιότητα του εργαζομένου αορίστου χρόνου δεν αποκλείει τη δυνατότητά της να επικαλεστεί, υπό ορισμένες περιστάσεις, την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων την οποία κατοχυρώνει η ρήτρα 4 της συμφωνίαςπλαισίου (πρβλ. απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2012, Valenza κ.λπ., C302/11 έως C305/11, EU:C:2012:646, σκέψη 34). Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι η διαφορετική μεταχείριση, την οποία η αιτούσα της κύριας δίκης ισχυρίζεται ότι υπέστη, οφείλεται στο γεγονός ότι προσελήφθη αρχικώς για ορισμένο χρόνο.»

 

Παρά τις αντιρρήσεις που προβλήθηκαν περί μη υπαγωγής των ως άνω περιπτώσεων στο πεδίο εφαρμογής της απαγόρευσης διακρίσεων της ρήτρας 4, το ΔΕΕ διευκρίνισε ότι το γεγονός και μόνο ότι οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου απέκτησαν μετέπειτα την ιδιότητα των εργαζομένων αορίστου χρόνου δεν τους στερεί την δυνατότητα να επικαλεστούν, υπό προϋποθέσεις, την αρχή της απαγόρευσης διακρίσεων. Πράγματι, αντικείμενο τα ρήτρας 4 είναι κατ’ ουσίαν η μεταχείριση της εργασίας ορισμένου χρόνου καθεαυτής σε σύγκριση με την μεταχείριση της εργασίας αόριστου χρόνου, χωρίς να ενδιαφέρει αν η ιδιότητα του εργαζόμενου ως ορισμένου χρόνου είναι ενεστώσα ή μη.

 

Συνεπώς, η απαγόρευση διακρίσεων ισχύει ανεξαρτήτως του αν ο εργοδοτούμενος συνεχίζει να απασχολείται με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου ή, αντίθετα, η σύμβαση του με τον εργοδότη έχει εν τω μεταξύ μετατραπεί σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Ο αποκλεισμός της εφαρμογής της συμφωνίας-πλαισίου στην περίπτωση αυτή, όπως επισημαίνει το Δικαστήριο, ισοδυναμεί με περιορισμό της έκτασης της παρεχόμενης στους εργαζομένους προστασίας έναντι των δυσμενών διακρίσεων, ο οποίος δεν συνάδει με τον σκοπό για τον οποίο έχει συνομολογηθεί η ρήτρα 4 και έχει ως συνέπεια την άνευ λόγου συσταλτική ερμηνεία της ρήτρας αυτής, σε αντίθεση με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (C-177/10, Rosado Santana, σκ. 44).

 

Όπως εντοπίζεται στο σύγγραμμα του Δ. Ζερδελής, Ευρωπαϊκό Εργατικό Δίκαιο, 2020, σελ.317 επ.:

 

«Η θέση αυτή είναι ορθή. Η ρήτρα 4 απαγορεύει τη δυσμενέστερη μεταχείριση των εργαζομένων που απασχολούνται με σύμβαση ορισμένου χρόνου, χωρίς να θέτει κάποιον χρονικό περιορισμό στην εφαρμογή της προστασίας. Ούτε από το γράμμα της διάταξης ούτε από το πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εντάσσεται προκύπτει ότι η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση αορίστου χρόνου. Η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων αποτελεί, άλλωστε, εξειδίκευση των γενικών αρχών της ίσης μεταχείρισης και της ισότητας. Έτσι, δεν είναι ουσιώδες στοιχείο το αν ο θιγόμενος εργαζόμενος στο μεσοδιάστημα σύναψε σχέση εργασίας αορίστου χρόνου με τον εργοδότη. Μόνη η σύναψη σχέσης εργασίας αορίστου χρόνου δεν κρίνεται ικανή να θεραπεύσει την προηγούμενη άνιση μεταχείριση κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου. Η ερμηνεία αυτή εξασφαλίζει την πρακτική αποτελεσματικότητα της συμφωνίας πλαισίου και της Οδηγίας».      

Επίσης στο σύγγραμμα της Φ. Δερμιτζάκη, Η απαγόρευση των διακρίσεων σε βάρος των εργαζόμενων ορισμένου χρόνου, σελ.96 αναφέρονται τα ακόλουθα:   

 

«Συνεπώς, κατά το ΔΕΕ, στο πεδίο της προστασίας εμπίπτει και ο πρώην εργοδοτούμενος ορισμένου χρόνου, όταν, υπό άλλη πλέον ιδιότητα, επιδιώκει την προστασία δικαιωμάτων του που θεμελιώνονται ή συναρτώνται με τον χρόνο απασχόλησης του με συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου. Το προστατευόμενο αγαθό κατά τη συμφωνία πλαίσιο είναι κατ’ ουσίαν η απασχόληση καθ’ εαυτήν με συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου».

 

Στη βάση λοιπόν της νομολογίας του ΔΕΕ, το γεγονός και μόνο ότι οι Αιτητές, κατέστησαν εργοδοτούμενοι αορίστου χρόνου, δεν αποκλείει τη δυνατότητα να επικαλεστούν υπό ορισμένες περιστάσεις την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων την οποία κατοχυρώνει η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου. Αρκεί η διαπίστωση ότι η επιδιωκόμενη προστασία αφορά δικαιώματα που θεμελιώνονται ή συναρτώνται με τον χρόνο απασχόλησης τους με συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου και όχι με το γεγονός και μόνο ότι αρχικώς προσελήφθηκαν για ορισμένο χρόνο.

 

Από τα γεγονότα της υπόθεσης καθίσταται φανερό ότι τον Δεκέμβριο 2007, όταν αποφασίστηκε η αναδιάρθρωση του Γενικού Λογιστηρίου με τη θέσπιση των νέων Σχεδίων Υπηρεσίας, την μετονομασία και αναβάθμιση της θέσης του Λογιστικού Λειτουργού (κλίμακα Α4-Α7) στη θέση του Λειτουργού Γενικού Λογιστηρίου (κλίμακα Α8, Α10 και Α11) για τους τακτικούς δημόσιους υπαλλήλους που κατείχαν ακαδημαϊκά προσόντα, οι Αιτητές στις Αιτήσεις 130/2017, 131/2017 και 132/2017 συνέχισαν να απασχολούνται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου ενώ οι Αιτητές στις αιτήσεις 133/2017 και 134/2017 είχαν ήδη καταστεί εργοδοτούμενοι αορίστου χρόνου από τις 26.4.2006 και 3.2.2006 αντίστοιχα.

 

Με δεδομένο λοιπόν ότι οι Αιτητές στις Αιτήσεις 133/2017 και 134/2017, κατά την περίοδο που ισχυρίζονται ότι υπέστηκαν δυσμενή μεταχείριση ήταν έκτακτοι υπάλληλοι αορίστου και όχι ορισμένου χρόνου, δεν βρίσκουμε να εμπίπτουν στο προστατευτικό πεδίο της απαγόρευσης διακρίσεων, καθώς τα δικαιώματα που επικαλούνται και επιδιώκουν να προστατεύσουν δεν θεμελιώνονται και δεν συναρτώ-νται με τον χρόνο απασχόλησης τους με συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου. Σημειώνουμε ότι η δυσμενής διάκριση που επικαλούνται οι Αιτητές και τα δικαιώματα που επιδιώκουν να προστατεύσουν προέκυψαν με τη ψήφιση των Κανονισμών για τα νέα Σχέδια Υπηρεσίας του Γενικού Λογιστηρίου τον Δεκέμβριο 2007, όταν ήδη οι εν λόγω Αιτητές ήταν εργοδοτούμενοι αορίστου διαρκείας.   Ως εκ τούτου ο Ν.98(Ι)/2003 δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση τους.

 

Προκειμένου να διαπιστωθεί αν στους εργοδοτούμενους ορισμένου χρόνου επιφυλάσσεται, ως προς τις συνθήκες απασχόλησης, δυσμενέστερη μεταχείριση σε σχέση με τους εργοδοτούμενους αορίστου χρόνου, ο έλεγχος διενεργείται σε τρία διακριτά στάδια. Συγκεκριμένα, εξετάζεται διαδοχικά, πρώτον, αν εμπίπτει η υπό κρίση κατάσταση περί άνισης μεταχείρισης, στην έννοια των συνθηκών απασχόλησης, εν συνεχεία, αν υφίσταται συγκρισιμότητα μεταξύ της κατάστασης των εργαζομένων ορισμένου χρόνου και των αντίστοιχων εργαζομένων αορίστου χρόνου και, τέλος, αν υφίστανται αντικειμενικοί λόγοι ικανοί να δικαιολογήσουν τη διαφορετική μεταχείριση. Η διέλευση σε κάθε επόμενο στάδιο ελέγχου, γίνεται αφότου έχει δοθεί καταφατική απάντηση στο προηγούμενο, καθώς σε διαφορετική περίπτωση αυτή θα ήταν αλυσιτελής. 

 

Το πρώτο, λοιπόν, που πρέπει να εξεταστεί είναι κατά πόσο εμπίπτουν στην έννοια των «συνθηκών απασχόλησης» κατά την έννοια της ρήτρας 4, σημείο 1 της συμφωνίας-πλαισίου (άρθρο 5 του Νόμου) τα στοιχεία/μέτρα επί των οποίων οι Αιτητές διαμαρτύρονται ότι υφίστανται δυσμενή διάκριση.

 

Ουσιαστικά οι Αιτητές ισχυρίζονται ότι υφίστανται δυσμενή διάκριση σε σύγκριση με τους λοιπούς συναδέλφους τους στο Γενικό Λογιστήριο, μόνιμους και έκτακτους Λειτουργούς Γενικού Λογιστηρίου, σχετικά με το ζήτημα της μισθοδοτικής κλίμακας στην οποία μισθοδοτούνταν, ως μη αναβαθμιζόμενοι στη κλίμακα της νέας αντίστοιχης οργανικής θέσης για τους κατόχους ακαδημαϊκού τίτλου (Λειτουργός Γενικού Λογιστηρίου, κλίμακα Α8, Α10 και Α11) και εν γένει για τη μισθοδοσία και τις απολαβές που συνέχιζαν να λαμβάνουν.

 

Όπως προκύπτει από τη ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου, η απαγόρευση διακρίσεων αναφέρεται στις «συνθήκες απασχόλησης». Την έννοια αυτή, έννοια του ενωσιακού δικαίου, το ΔΕΕ, λαμβάνοντας υπόψη τον σκοπό της συμφωνίας-πλαισίου, τη βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου, την ερμηνεύει με ιδιαίτερη ευρύτητα. Έτσι, στην έννοια των όρων απασχόλησης εμπίπτουν και όροι σχετικά με τον χρόνο προϋπηρεσίας που πρέπει να έχει συμπληρώσει ο υπάλληλος προκειμένου να καταταγεί σε ανώτερο μισθολογικό κλιμάκιο (ΔΕΕ 8.9.2011, C-177/10 Rosado Santana). Η αμοιβή αποτελεί, αναμφίβολα, το σημαντικότερο πεδίο εφαρμογής της απαγόρευσης διακρίσεων, η οποία καλύπτει όχι μόνο τις άμεσες αλλά και τις έμμεσες διακρίσεις. Ο καθορισμός, βέβαια, των διαφόρων συστατικών στοιχείων της αμοιβής ενός εργαζόμενου εκφεύγει της αρμοδιότητας του ενωσιακού νομοθέτη και παραμένει στον τομέα ευθύνης των αρμόδιων σε κάθε κράτος-μέλος αρχών. Οι αρμόδιες αρχές υποχρεούνται, ωστόσο, να τηρούν το ενωσιακό δίκαιο, και ιδίως τη ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου (ΔΕΕ 11.12.2007, C-438/05 International Transport WorkersFederation). Κατά συνέπεια, άνιση μεταχείριση των εργαζομένων ορισμέ-νου χρόνου έναντι εργαζομένων αορίστου χρόνου σε σχέση με το ύψος των εκάστοτε στοιχείων που συνθέτουν την αμοιβή θα μπορούσε να είναι δυνατή μόνον όπου αυτό δικαιολογείται αντικειμενικώς. Στην έννοια της αμοιβής εμπίπτουν και οι συνταξιοδοτικού χαρακτήρα παροχές που καταβάλλονται από τον εργοδότη βάσει της σχέσης εργασίας, αποκλειομένων των συντάξεων που προβλέπει ένα υποχρεωτικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, οι οποίες δεν καταβάλλονται βάσει της σχέσης εργασίας, αλλά προς εξυπηρέτηση επιδιώξεων κοινωνικής πολιτικής (ΔΕΕ15.4.2008, C-268/06, Minister for Agriculture and Food).

 

Συνεπώς το επιδιωκόμενο από τους Αιτητές στοιχείο της αμοιβής εμπίπτει στην έννοια των «συνθηκών απασχόλησης» ως το σημαντικότερο πεδίο εφαρμογής της απαγόρευσης διακρίσεων. Σε κάθε περίπτωση όμως άνιση μεταχείριση των Αιτητών έναντι των Λειτουργών Γενικού Λογιστηρίου κλίμακα Α8, Α10, Α11, ως οι ίδιοι διατείνονται, θα μπορούσε να είναι δυνατή μόνο όπου αυτό δικαιολογείται αντικειμενικώς.

 

Ως επακόλουθο, το δεύτερο που πρέπει να εξεταστεί, είναι η συγκρισιμότητα της κατάστασης των Αιτητών ως εργοδοτούμενοι ορισμένου χρόνου με τους τακτικούς και έκτακτους Λειτουργούς Γενικού Λογιστηρίου ως εργοδοτούμενοι με σύμβαση αορίστου χρόνου. Για να διαπιστωθεί αν πράγματι οι Καθ’ ων η αίτηση παραβιάζουν τη θεσπιζομένη από τη ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου απαγόρευση διακρίσεων, θα πρέπει κατ’ αρχάς να διαπιστωθεί αν πρόκειται για συγκρίσιμες καταστάσεις και στη συνέχεια να ερευνηθεί αν, μολονότι πρόκειται για συγκρίσιμες καταστάσεις, συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι που δικαιολογούν τη διαφορετική μεταχείριση.   

 

Η σύγκριση γίνεται με έναν εργαζόμενο που απασχολείται με σύμβαση αορίστου χρόνου. Προϋποθέτει επομένως η σύγκριση των «συνθηκών απασχόλησης» των εργαζομένων ορισμένου χρόνου και των αντίστοιχων εργαζομένων αορίστου χρόνου. Από τη ρήτρα 3 σημείο 2 της συμφωνίας-πλαισίου (άρθρο 2 του Νόμου) προκύπτει ότι «αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου» είναι εκείνος που απασχολείται στην ίδια ή παρόμοια εργασία, λαμβανομένων υπόψη των προσόντων ή των δεξιοτήτων. Μια ουσιώδης διαφορά στην επαγγελματική εκπαίδευση ή στην εμπειρία καθιστά τον εργαζόμενο αορίστου χρόνου μη συγκρίσιμο κατά την έννοια της ρήτρας 3 της συμφωνίας-πλαισίου. Σε κάθε περίπτωση η διαφορά αυτή συνιστά αντικειμενικό λόγο που δικαιολογεί την διαφορετική μεταχείριση, σύμφωνα με τη ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου (Δ. Ζερδελής, Ευρωπαϊκό Εργατικό Δίκαιο, 2020, σελ.320 επ.). Κατά πάγια νομολογία του ΔΕΕ, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον οι ενδιαφερόμενοι εκτελούν πανομοιότυπη ή παρόμοια εργασία υπό την έννοια της συμφωνίας-πλαισίου, πρέπει κατ’ εφαρμογή της ρήτρας 3 σημείο 2 και της ρήτρας 4 σημείο 1 να εξεταστεί εάν, λαμβανομένου υπόψη ενός συνόλου παραγόντων, όπως η φύση της εργασίας, η απαιτούμενη κατάρτιση και οι όροι εργασίας, τα πρόσωπα αυτά είναι δυνατόν να θεωρηθούν ως τελούντα σε συγκρίσιμη κατάσταση (ΔΕΕ 18.10.2012 C-302/11, Valenza κλπ, ΔΕΕ 5.6.2018, C-574/16, Grupo Norte Facility).    

 

Σύμφωνα με τον Δ. Ζερδελής, (ανωτέρω):

 

«θα πρέπει, πάντως, εδώ να επισημάνουμε ότι η συγκρισιμότητα της ρήτρας 4 δεν στηρίζεται αποκλειστικά στα κριτήρια της ρήτρας 3, ώστε με τη συνδρομή των κριτηρίων αυτών να διαπιστώνεται κατά τρόπο μηχανικό ότι πρόκειται για συγκρίσιμες καταστάσεις. Το ΔΕΕ αντιλαμβάνεται ευρύτερα την έννοια του συγκρίσιμου εργαζόμενου στη ρήτρα 4 και δεν την περιορίζει μόνο στην περίπτωση των εργαζομένων που απασχολούνται στην ίδια ή παρόμοια εργασία λαμβανομένων υπόψη των προσόντων ή των δεξιοτήτων, όπως ορίζει η ρήτρα 3 σημείο 2 της συμφωνίας-πλαισίου. Η συγκρισιμότητα της ρήτρας 4 προϋποθέτει αξιολογήσεις για τις οποίες εκτός από τη συνολική πραγματική κατάσταση, κρίσιμο είναι και το νομικό πλαίσιο των υπό σύγκριση ρυθμίσεων. Δεν συγκρίνονται οι εργαζόμενοι και το είδος της απασχόλησης, αλλά οι νομοθετικές ρυθμίσεις προκειμένου να κριθεί αν αυτές ρυθμίζουν συγκρίσιμες καταστάσεις για τους εργαζόμενους ορισμένου και αορίστου χρόνου.

 

… Η ευρύτερη αυτή αντίληψη της συγκρισιμότητας επιτρέπει να λαμβάνονται υπόψη και να αξιολογούνται οι πραγματικές και νομικές καταστάσεις στο σύνολο τους, από την αξιολόγηση δε αυτή θα προκύψει εάν οι εργαζόμενοι με σύμβαση ορισμένου χρόνου και οι εργαζόμενοι με σύμβαση αορίστου χρόνου βρίσκονται ή όχι σε παρόμοια κατάσταση ή, σε κάθε περίπτωση, ότι συντρέχει αντικειμενικός λόγος που δικαιολογεί τη διαφορετική μεταχείριση.

 

 

Η σύγκριση, σε κάθε περίπτωση, γίνεται με εργαζόμενο απασχολούμενο με σύμβαση αορίστου και όχι ορισμένου χρόνου, και αυτό γιατί η απαγόρευση διακρίσεων, όπως ήδη αναφέρθηκε, δεν ισχύει μεταξύ διαφόρων κατηγοριών εργαζομένων ορισμένου χρόνου. Όπως επισημαίνει το ΔΕΕ 14.9.2016, C-16/15 Perez Lopez, «η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων τέθηκε σε εφαρμογή και εξειδικεύθηκε με τη συμφωνία-πλαίσιο μόνο όσον αφορά τη διαφορετική μεταχείριση μεταξύ εργαζομένων ορισμένου χρόνου και εργαζομένων αορίστου χρόνου, οι οποίοι βρίσκονται σε παρεμφερή κατάσταση».

 

Στην πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ 7.4.2022, C-133/21, VP ν. Ελληνικού Δημοσίου, αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«46.   Τρίτον, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, της οποίας ειδική έκφραση συνιστά η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, επιβάλλει να μην επιφυλάσσεται διαφορετική μεταχείριση σε συγκρίσιμες καταστάσεις ούτε ίδια μεταχείριση σε ανόμοιες καταστάσεις, εκτός αν μια τέτοια μεταχείριση δικαιολογείται αντικειμενικώς [απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Governo della Repubblica italiana (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών), C658/18, EU:C:2020:572, σκέψη 141 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

 

47.     Συναφώς, η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων εφαρμόστηκε και εξειδικεύθηκε με τη συμφωνία-πλαίσιο αποκλειστικώς όσον αφορά τη διαφορετική μεταχείριση των εργαζομένων ορισμένου χρόνου και των εργαζομένων αορίστου χρόνου οι οποίοι ευρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση [απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Governo della Repubblica italiana (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών), C658/18, EU:C:2020:572, σκέψη 142 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

 

48.     Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται ότι ο «αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου» ορίζεται στη ρήτρα 3, σημείο 2, της συμφωνίας-πλαισίου ως ο «εργαζόμενος που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου χρόνου στην ίδια επιχείρηση, και απασχολείται στην ίδια ή παρόμοια εργασία/απασχόληση, λαμβανομένων υπόψη των προσόντων ή των δεξιοτήτων». Εξάλλου, κατά την ως άνω ρήτρα 3, σημείο 2, όταν, όπως εν προκειμένω, δεν υπάρχει αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου στην ίδια εκμετάλλευση, η σύγκριση πρέπει να γίνεται με αναφορά στην εκάστοτε εφαρμοζόμενη συλλογική σύμβαση, ή όταν δεν υπάρχει οικεία συλλογική σύμβαση, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή τις εθνικές συλλογικές συμβάσεις ή πρακτικές.

 

49.     Κατά πάγια νομολογία, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον οι ενδιαφερόμενοι εκτελούν την ίδια ή παρόμοια εργασία κατά την έννοια της συμφωνίας-πλαισίου, πρέπει να εξετάζεται, σύμφωνα με τη ρήτρα 3, σημείο 2, και τη ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, εάν, λαμβανομένου υπόψη ενός συνόλου παραγόντων, όπως η φύση της εργασίας, η απαιτούμενη κατάρτιση και οι όροι εργασίας, μπορεί να θεωρηθεί ότι τα πρόσωπα αυτά ευρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση [απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Governo della Repubblica italiana (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών), C-658/18, EU:C: 2020: 572, σκέψη 143 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

 

50.     Αν αποδεικνύεται ότι, κατά τη διάρκεια της απασχολήσεώς τους, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου ασκούσαν τα ίδια καθήκοντα με τους εργαζομένους αορίστου χρόνου τους οποίους απασχολούσε ο ίδιος εργοδότης ή κατείχαν την ίδια θέση με αυτούς, πρέπει καταρχήν να γίνεται δεκτό ότι οι δύο αυτές κατηγορίες εργαζομένων ευρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση [απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Governo della Repubblica italiana (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών), C658/18, EU:C:2020:572, σκέψη 144 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

 

51.     Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο, ως μόνο αρμόδιο να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, να κρίνει αν οι εκκαλούντες της κύριας δίκης, κατά τη διάρκεια της απασχολήσεώς τους από το Ελληνικό Δημόσιο με συμβάσεις μίσθωσης έργου, ευρίσκονταν σε συγκρίσιμη κατάσταση με τους μισθωτούς που απασχολούνταν κατά το ίδιο χρονικό διάστημα από το Ελληνικό Δημόσιο για αόριστο χρόνο (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 5ης Ιουνίου 2018, Montero Mateos, C677/16, EU:C:2018:393, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

 

52.     Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι εκκαλούντες της κύριας δίκης, κατά τη διάρκεια της απασχολήσεώς τους από το Ελληνικό Δημόσιο με συμβάσεις μίσθωσης έργου, εκτελούσαν καθήκοντα καθαρισμού σχολείων, όπως ακριβώς οι υπάλληλοι καθαριότητας τους οποίους το Ελληνικό Δημόσιο απασχολούσε με συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου εκτελούσαν, κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, καθήκοντα καθαρισμού σε διάφορους χώρους εγκαταστάσεων και υπηρεσιών του Ελληνικού Δημοσίου. Το αιτούν δικαστήριο διαπίστωσε επίσης ότι η εργασία του υπαλλήλου καθαριότητας δεν απαιτεί ούτε ιδιαίτερα τυπικά προσόντα ούτε ιδιαίτερη εμπειρία. Εξάλλου, από κανένα στοιχείο της ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφίας δεν προκύπτει ότι οι όροι εργασίας των εκκαλούντων της κύριας δίκης και των οικείων υπαλλήλων καθαριότητας διέφεραν ουσιωδώς.

 

53.     Επομένως, υπό την επιφύλαξη της οριστικής εκτιμήσεως του συνόλου των κρίσιμων στοιχείων από το αιτούν δικαστήριο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, κατά τη διάρκεια της απασχόλησης των εκκαλούντων της κύριας δίκης από το Ελληνικό Δημόσιο με συμβάσεις μίσθωσης έργου, η κατάστασή τους ήταν συγκρίσιμη με εκείνη των υπαλλήλων καθαριότητας που απασχολούνταν από το Ελληνικό Δημόσιο για αόριστο χρόνο κατά το ίδιο χρονικό διάστημα.»

 

Επανερχόμενοι στα γεγονότα της υπόθεσης, επισημαίνουμε κατ’ αρχάς ότι με την έγκριση από τη Βουλή των Αντιπροσώπων των Κανονισμών για τη νέα οργανωτική δομή των θέσεων του Λογιστηρίου, που δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 21.12.2007, οι μέχρι τότε μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι που κατείχαν τη θέση Λογιστικού Λειτουργού (Α4-Α7) μετονομάστηκαν και αναβαθμίστηκαν στη θέση Λειτουργού Γενικού Λογιστηρίου (Α8,Α10 και Α11).  

 

Ακολούθως με δημοσίευση ημερ. 2.1.2009 το Γενικό Λογιστήριο ανακοίνωσε, σύμφωνα με τις πρόνοιες των περί της Διαδικασίας Πρόσληψης Εκτάκτων Υπαλλήλων στη Δημόσια και Εκπαιδευτική υπηρεσία του 1995-2004, την ανάγκη για έκτακτη απασχόληση στη θέση Λειτουργού Γενικού Λογιστηρίου (Α8) για τα έτη 2009-2010. Ενδιαφέρον για τη συγκεκριμένη θέση επέδειξαν οι Αιτητές στις Αιτήσεις 130/2017, 132/2017 και 133/2017. Με βάση τα μόρια που εξασφάλισε ο κάθε υποψήφιος και τη σειρά κατάταξης, στους Αιτητές δεν προσφέρθηκε απασχόληση για τη συγκεκριμένη θέση. Συνεπώς, οι Καθ’ ων η αίτηση σε καμία περίπτωση δεν στέρησαν από τους Αιτητές το δικαίωμα να διεκδικήσουν διορισμό, όπως και στο υπόλοιπο προσωπικό, στη θέση έκτακτου Λειτουργού Γενικού Λογιστηρίου.

 

Από τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου και ειδικότερα από την Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 11.1.2013 (Τεκ.6) φαίνεται ότι κατά τις 15.12.2012 απασχολούνταν στο Γενικό Λογιστήριο 21 (εικοσιένα) Εργοδοτούμενοι Αορίστου Χρόνου για εκτέλεση καθηκόντων Λογιστικού Λειτουργού (Α4-Α7(ii)) εκ των οποίων οι 7 (επτά), περιλαμβανομένων και των Αιτητών στις Αιτήσεις 133/2017 και 134/2017, κατέστησαν εργοδοτούμενοι αορίστου χρόνου πριν τον επίδικο χρόνο της κατ’ ισχυρισμό άνισης μεταχείρισης και δη μεταξύ της περιόδου από 3.2.2006 – 3.8.2007, οι δε υπόλοιποι 13 (δεκατρείς) από 15.1.2008 – 19.3.2009 και ο Αιτητής 130/2017 στις 16.1.2010.  

 

Όπως ήδη αναφέρθηκε, από την επιστολή ημερ. 24.9.2020 (Τεκ.15) φαίνεται ότι η απόφαση για μετονομασία και αναβάθμιση της μισθοδοτικής κλίμακας των έκτακτων Λογιστικών Λειτουργών σε έκτακτους Λειτουργούς Γενικού Λογιστηρίου αφορούσε 9 (εννέα) εργοδοτούμενους αορίστου χρόνου, μεταξύ των οποίων και οι Αιτητές, λόγω κατοχής προσόντων πανεπιστημιακού επιπέδου.

 

Είναι επομένως φανερό ότι η θέση του έκτακτου Λογιστικού Λειτουργού συνέχισε να υφίσταται και μετά την αναδιάρθρωση των θέσεων του Γενικού Λογιστηρίου μέχρι τις 29.9.2020 που αποφασίστηκε η μετονομασία και αναβάθμιση τους σε Λειτουργούς Γενικού Λογιστηρίου.

 

Εν όψει των πιο πάνω, δεν βρίσκουμε ότι οι Αιτητές τελούσαν σε συγκρίσιμη κατάσταση με τους Λειτουργούς Γενικού Λογιστηρίου (κλ.Α8,Α10,Α11). Αντιθέτως αντίστοιχοι εργοδοτούμενοι με τους οποίους κατείχαν την ίδια θέση εργασίας και ασκούσαν τα ίδια καθήκοντα είναι οι έκτακτοι Λογιστικοί Λειτουργοί οι οποίοι κατέστησαν εργοδοτούμενοι αορίστου διαρκείας πριν την κατ’ ισχυρισμό άνιση μεταχείριση που επικαλούνται οι Αιτητές. Με τους εν λόγω έκτακτους Λογιστικούς Λειτουργούς τελούσαν σε πλήρη εξομοίωση τόσο εξ επόψεως πραγματικής όσο και νομικής κατάστασης. Διαφορετικά, εάν η κρίση του Δικαστηρίου ήταν να διαχωρίσει τους έκτακτους Λογιστικούς Λειτουργούς ορισμένου χρόνου από τους αντίστοιχους Λογιστικούς Λειτουργούς αορίστου χρόνου και να τους εξομοιώσει με τους Λειτουργούς Γενικού Λογιστηρίου, ως τελούντες τα ίδια καθήκοντα και έχοντες τα ίδια προσόντα, σίγουρα θα επιδοκίμαζε και θα έθετε σε δυσμενέστερη θέση τους έκτακτους Λογιστικούς Λειτουργούς αορίστου χρόνου, κατά παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, ως γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου, η οποία επιτάσσει να  μην επιφυλάσσεται σε όμοιες καταστάσεις διαφορετική μεταχείριση ούτε σε διαφορετικές καταστάσεις όμοια μεταχείριση, εκτός εάν η διαφοροποίηση δικαιολογείται αντικειμενικά (ΔΕΕ 8.9.2011 C-177/10 Rosado Santana). Από τα στοιχεία ωστόσο που τέθηκαν ενώπιον μας, εν προκειμένω δεν διαπιστώνουμε αλλά ούτε και έχει υποστηριχθεί η οποιαδήποτε αντικειμενική διαφοροποίηση. 

 

Για όλα τα πιο πάνω κρίνουμε ότι οι Αιτητές δεν τελούσαν σε συγκρίσιμη κατάσταση με τους τακτικούς και έκτακτους Λειτουργούς Γενικού Λογιστηρίου. Ως αποτέλεσμα δεν βρίσκουμε να υπήρξε οποιαδήποτε δυσμενής μεταχείριση των Αιτητών σε σχέση με τη συγκεκριμένη κατηγορία υπαλλήλων.

 

Πέραν των πιο πάνω, είναι η θέση των Αιτητών ότι το δικαίωμα τους να αναβαθμιστούν στη θέση του έκτακτου Λειτουργού Γενικού Λογιστηρίου (κλίμακα Α8,Α10 και Α11), προκύπτει απευθείας και από την ίδια τη σύμβαση εργασίας, καθώς οι ίδιοι προσελήφθηκαν ως έκτακτοι υπάλληλοι για να ασκούν καθήκοντα της αντίστοιχής οργανικής θέσης, η οποία με τη νέα οργανωτική δομή του Γενικού Λογιστηρίου και την αναβάθμιση των μέχρι τότε τακτικών Λογιστικών Λειτουργών δεν είναι αλλά από τα καθήκοντα της οργανικής θέσης του Λειτουργού Γενικού Λογιστηρίου.

 

Κατά δεύτερο ισχυρίζονται ότι έλκουν άμεσο δικαίωμα από τον νόμο (άσχετα και ανεξάρτητα από το δικαίωμα τους που απορρέει από την απαγόρευση δυσμενούς μεταχείρισης) να αναγνωριστούν και να τοποθετηθούν στην κλίμακα της αντίστοιχης οργανικής θέσης. Επικαλούνται το άρθρο 10 και ειδικότερα το άρθρο 10(3) του περί της Ρύθμισης της Απασχόλησης Εργοδοτουμένων Αορίστου και Εργοδοτουμένων Ορισμένου Χρόνου στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου του 2016 (70(I)/2016), όπως έχει τροποποιηθεί και το οποίο παραθέτουμε:

 

10.-(1) Ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου σε ισχύ οικείου νόμου ή Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού, εργοδοτούμενος ο οποίος προσλαμβάνεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου, ασχολείται με μειωμένη κλίμακα εισδοχής για τους πρώτους είκοσι τέσσερις (24) μήνες από την πρόσληψη του, καθορίζεται στον εκάστοτε ετήσιο σε ισχύ περί Προϋπολογισμού Νόμο.

 

(2) Με τη συμπλήρωση είκοσι τεσσάρων (24) μηνών απασχόλησης, ο εργοδοτούμενος τοποθετείται στην αρχική βαθμίδα της μισθολογικής κλίμακας της θέσης που αναφέρεται στο οικείο σχέδιο υπηρεσίας ή σε σημείωση που περιλαμβάνεται στον εκάστοτε σε ισχύ ετήσιο περί Προϋπολογισμού Νόμο.

 

(3) Εργοδοτούμενος, ο οποίος κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου απασχολείται με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου οποιασδήποτε διάρκειας και ο οποίος συμπλήρωσε ή συμπληρώνει είκοσι τέσσερις (24) μήνες συνολικής απασχόλησης, τοποθετείται στην αρχική βαθμίδα της μισθοδοτικής κλίμακας της θέσης που αναφέρεται στο οικείο σχέδιο υπηρεσίας ή σε σημείωση που περιλαμβάνεται στον εκάστοτε ετήσιο περί Προϋπολογισμού Νόμο:

 

Νοείται ότι, για σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο όρος «συνολική απασχόληση» σημαίνει την απασχόληση επί έκτακτης βάσης, ανεξαρτήτως καθεστώτος και σειράς διαδοχικών συμβάσεων απασχόλησης στη δημόσια υπηρεσία για έκαστο εργοδοτούμενο.»

 

 

Περαιτέρω, επικαλούνται το άρθρο 10 του περί Προϋπολογισμού Νόμου του 2017, (47(ΙΙ)/2016), ισχυριζόμενοι ότι παραβιάζει την συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας, ειδική έκφανση της οποίας είναι η αρχή της ίσης μεταχείρισης, αποκλείοντας αδικαιολόγητα, όσους έκτακτους υπαλλήλους προσλήφθηκαν πριν την 01.01.2012, περιλαμβανομένων και των Αιτητών, ώστε να μην εφαρμόζεται στην περίπτωση τους η υποχρέωση των Καθ’ ων η Αίτηση για τοποθέτηση τους στην αρχική βαθμίδα της μισθοδοτικής κλίμακας της θέσης που αναφέρεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας μετά την συμπλήρωση 24μηνών απασχόλησης. Πολλώ δε μάλλον, ότι το άρθρο 10 του περί Προϋπολογισμού Νόμου, έχει εκδοθεί ultra vires και παραβιάζει και τις πρόνοιες του άρθρου 10 του Νόμου 70(Ι)/2016, εισάγοντας αυθαίρετες και αδικαιολόγητες εξαιρέσεις τις οποίες η Νομοθεσία δεν προέβλεψε και/ή δεν επέτρεψε, σε σχέση με τον αποκλεισμό των εργοδοτουμένων με έκτακτη απασχόληση, που είχαν προσληφθεί πριν την 01.01.2012.

 

Το άρθρο 10 του περί Προϋπολογισμού Νόμου του 2017 (Ν.47(ΙΙ)/2016), κάτω από τον τίτλο «Μείωση κλιμάκων εισδοχής», προνοεί τα ακόλουθα:

                       

10.  (1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου Νόμου ή Κανονισμού που ρυθμίζει τη μισθοδοσία των δημόσιων θέσεων, πρόσωπα που από την 1.1.2012 και στο εξής διορίζονται σε θέσεις Πρώτου Διορισμού ή Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής στις κατώτερες θέσεις των υφιστάμενων δομών θέσεων που περιλαμβάνονται στον παρόντα Νόμο ή προσλαμβάνονται πάνω σε έκτακτη βάση ή με σύμβαση για εκτέλεση καθηκόντων που αντιστοιχούν στις κατώτερες θέσεις των υφιστάμενων δομών της κρατικής υπηρεσίας θα λαμβάνουν, κατά τα δύο πρώτα έτη της υπηρεσίας ή απασχόλησής τους, ετήσιο βασικό μισθό ανάλογα με τη μισθοδοτική Κλίμακα της θέσης στην οποία διορίζονται ή προάγονται ή προσλαμβάνονται όπως δεικνύονται στο ΠαράρτημαΜισθολογικές Κλίμακες προσαρτημένο στο τέλος των Δελτίων Δαπανών.

 

(2)   Με τη συμπλήρωση είκοσι-τεσσάρων μηνών υπηρεσίας ή απασχόλησης στους υπό αναφορά βασικούς μισθούς, ο εργοδοτούμενος θα τοποθετείται στην αρχική βαθμίδα της μισθοδοτικής Κλίμακας της θέσης, όπως αυτή αναφέρεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας ή σε σημείωση στον παρόντα Νόμο.

 

(3)   Για σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο όρος «δημόσιες θέσεις» ή «θέσεις» περιλαμβάνει μόνιμες θέσεις στη Δημόσια Υπηρεσία, στην Εκπαιδευτική Υπηρεσία, στις Ένοπλες Δυνάμεις της Δημοκρατίας, στις Δυνάμεις Ασφαλείας της Δημοκρατίας και στη Δικαστική Υπηρεσία, με τις υπό αναφορά κλίμακες εισδοχής. Ο όρος «πρόσωπα που προσλαμβάνονται πάνω σε έκτακτη βάση ή με σύμβαση» περιλαμβάνει εργοδοτούμενους σε έκτακτη βάση ή εργοδοτούμενους καθαρισμένης διάρκειας ή εργοδοτούμενους αορίστου χρόνου ή Εθελοντές/ντριες ή Εθελοντές Πενταετούς Υποχρέωσης ή Ειδικούς Αστυφύλακες και άλλους με παρόμοιο καθεστώς απασχόλησης που προσλαμβάνονται σύμφωνα με τον κατά περίπτωση Νόμο.

 

Η πιο πάνω ρύθμιση δεν τυγχάνει εφαρμογής στις περιπτώσεις:

 

(α) ……………….

(β) ……………….

(γ) έκτακτου υπαλλήλου ή με σύμβαση προσωπικού του οποίου διαφοροποιούνται οι όροι απασχόλησης και έχει ήδη απασχοληθεί συνολικά για είκοσι τέσσερις μήνες σε μειωμένη κλίμακα εισδοχής,

(δ) ……………….

(ε) ……………….

(στ)………………

 

Η εισήγηση των Αιτητών περί του συμβατικού δικαιώματος τοποθέτησης τους στην κατ’ ισχυρισμό αντίστοιχη οργανική θέση του Λειτουργού Γενικού Λογιστηρίου (Α8, Α10 και Α11) δεν μπορεί να διαφοροποιηθεί από τα όσα έχουμε ήδη αναφέρει ανωτέρω σε σχέση με την κατ’ ισχυρισμό άνιση μεταχείριση των Αιτητών η οποία σε κάθε περίπτωση δεν έχει αποδειχθεί.

 

Περαιτέρω τα όσα προκύπτουν από την παράγραφο (3) του άρθρου 10 του Ν.70(Ι)/2016, δεν πρέπει να εξεταστούν μεμονωμένα αλλά σε συνάρτηση με τις παραγράφους (2) και (3) του εν λόγω άρθρου. Παρόλο που η παραδοσιακή προσέγγιση είναι ότι το Δικαστήριο μπορεί να επικαλεστεί το πλαίσιο (context) μόνο εκεί όπου αυτό επιβάλλεται είναι συνήθως σοβαρό λάθος κάποια πρόνοια, φράση ή άλλη λεκτική διατύπωση ενός νόμου ή σύμβασης ή άλλου νομικού κειμένου να αντιμετωπίζεται όχι στο πλαίσιο του γενικότερου κειμένου αλλά μεμονωμένα και αποσπασματικά. Προσφυγή στο όλο κείμενο δεν γίνεται με σκοπό την αλλοίωση της φυσικής έννοιας κάποιας φράσης ή διατύπωσης αλλά με στόχο τη διασαφήνιση της (Π. Πολυβίου, Ερμηνεία στο Κυπριακό Δίκαιο σελ.40).  

  

Συνιστά πάγια νομολογιακή αρχή ότι εκεί όπου το λεκτικό του Νόμου είναι σαφές, τότε για σκοπούς διακρίβωσης του πραγματικού σκοπού του νομοθέτη, το μόνο αυθεντικό οδηγό αποτελεί το κείμενο του νόμου. Στις λέξεις θα πρέπει να αποδίδεται η φυσική και συνήθης έννοια τους και τα δικαστήρια οφείλουν να καταστήσουν το νόμο αποτελεσματικό, οποιεσδήποτε και αν είναι οι συνέπειες. Όπως πολύ εύστοχα λέχθηκε στην υπόθεση Ghalanos Distributors Ltd. v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 528, στη σελ. 533, «Το Δικαστήριο δεν κρίνει την πολιτική του Νόμου ούτε επιχειρεί με ερμηνευτικά μέσα να δώσει σοφότερη ή δικαιότερη λύση ή ακόμα πιο επιθυμητή από αυτήν που προβλέπει η διάταξη». (Βλ. επίσης, Κ.Ο.Τ. v. Παπαδόπουλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 86, Μακεδόνας v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 162, Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις Πλάζα Λτδ. κ.ά. v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερμασόγειας (1998) 3 Α.Α.Δ. 348).

Όπως λέχθηκε στην απόφαση Μάριου Ιερόπουλου ν. The Societe (Generale) Cyprus Ltd Employees Provident Funt (Πολιτική Έφεση 279/2012, ημερ. 15.3.2018), ECLI:CY:AD:2018:A117:

 

«Αποτελεί βασικό κανόνα ερμηνείας ότι στις λέξεις που χρησιμοποιούνται σε ένα νομοθέτημα πρέπει να δίδεται η φυσική και συνηθισμένη έννοια τους (words  are to be taken in their literal meaning).  Δεν επιτρέπεται απόκλιση από τις πρόνοιες μιας νομοθετικής διάταξης όταν αυτές είναι σαφείς.  Η τελολογική ερμηνεία η οποία αναζητά τον αντικειμενικό σκοπό του νομοθέτη, επιτρέπεται στις περιπτώσεις που το νόημα των λέξεων που χρησιμοποιούνται δεν είναι σαφές…»

 

Οι πιο πάνω νομολογιακές αρχές επαναλήφθηκαν και στην απόφαση Αναφορικά με την Εταιρεία Cyprus Popular Bank Public Co Ltd (Πολιτική Έφεση 60/2014, ημερ. 7.5.2014) όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Επανερχόμενοι στο ερμηνευτικό πλαίσιο εξέτασης του εγειρόμενου θέματος, σημειώνουμε ότι η κεντρική επιδίωξη και οι στόχοι του ερμηνευτικού έργου, πρέπει να είναι η διακρίβωση της πρόθεσης του νομοθέτη βλ. Κωμοδρόμος ν. White Knights (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1903.

 

Όπου το ζητούμενο είναι η ερμηνεία νομοθετήματος πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το λεκτικό, το ιστορικό και οι λόγοι που οδήγησαν στη θέσπιση του, οι ευρύτεροι σκοποί που επιχειρήθηκε να εξυπηρετηθούν καθώς και η πρόθεση του νομοθέτη.  (βλ. Melios  v.  Nicolaou (1963) 2 C.L.R. και Krassimenos v. Hadjiyiannis (1963) 2 C.L.R.  448».

 

Επίσης στη απόφαση Σάββα ν. Salamis Tours Limited (Πολ. Έφεση 184/2017 ημερ. 5.6.2018), ECLI:CY:AD:2018:A269 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Η πρόθεση του Νομοθέτη διακριβώνεται μέσα από το ίδιο το λεκτικό του υπό αναφορά άρθρου. Βασικός κανόνας ερμηνείας επιτάσσει  όπως στις λέξεις, μέσω των οποίων συντελείται η μεταβίβαση της σκέψης του Νομοθέτη, θα πρέπει να δίδεται η απλή γραμματική έννοια τους. Θα πρέπει, δηλαδή, να διαβάζονται με τη συνήθη, φυσική και γραμματική τους σημασία. Αν αυτή είναι καθαρή και δεν καταλήγει σε άτοπα αποτελέσματα ή μεγάλες δυσχέρειες δεν εγείρεται περαιτέρω ζήτημα ερμηνείας. 

 

Υπό το φως του πιο πάνω, χρυσού, όπως χαρακτηρίζεται, κανόνα ερμηνείας, προσεγγίσαμε το εννοιολογικό περιεχόμενο του άρθρου 64Α(4)»

 

Στη βάση των πιο πάνω κανόνων ερμηνείας που υπαγορεύει η νομολογία του Δικαστηρίου, προσεγγίσαμε και το εννοιολογικό περιεχόμενο του άρθρου 10 του Ν.70(Ι)/2016, από το λεκτικό του οποίου προκύπτει αβίαστα το πεδίο εφαρμογής του, με αναφορά σε εργοδοτούμενο ο οποίος ασχολείτο με μειωμένη κλίμακα εισδοχής για τους πρώτους είκοσι τέσσερεις (24) μήνες από την πρόσληψη του, με βάση τα καθοριζόμενα στον εκάστοτε ετήσιο σε ισχύ Προϋπολογισμού Νόμο και ο οποίος κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου, συνεχίζοντας να απασχολείται με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, συμπλήρωσε ή συμπληρώνει την ως άνω προβλεπόμενη διάρκεια απασχόλησης των 24 μηνών, τότε τοποθετείται στην αρχική βαθμίδα της μισθολογικής κλίμακας της θέσης που αναφέρεται στο οικείο σχέδιο υπηρεσίας.

 

Με τον περί Προϋπολογισμού Νόμο στον οποίο παραπέμπει ο Ν.70(Ι)/2016, καθορίζεται ότι η μείωση κλιμάκων εισδοχής αφορά πρόσωπα, τα οποία από την 1.1.2012 και στο εξής, διορίζονται στη Δημόσια Υπηρεσία ή προσλαμβάνονται σε έκτακτη βάση ή με σύμβαση για εκτέλεση καθηκόντων σε κατώτερες θέσεις των δομών της κρατικής υπηρεσίας και τα οποία υφίστανται, κατά τα δύο πρώτα έτη της υπηρεσίας ή απασχόλησης τους μείωση του ετήσιου βασικού μισθού τους ανάλογα με τη μισθοδοτική κλίμακα της θέσης στην οποία διορίζονται, προάγονται ή προσλαμβάνονται. Ότι με τη συμπλήρωση 24 μηνών υπηρεσίας ή απασχόλησης, θα τοποθετούνται στην αρχική βαθμίδα της θέσης που αναφέρεται στο οικείο σχέδιο υπηρεσίας, οπότε δεν θα υφίστανται πλέον μείωση στις ετήσιες μισθολογικές απολαβές τους. Διευκρινίζεται ότι για σκοπούς του παρόντος άρθρου, «πρόσωπα που προσλαμβάνονται σε έκτακτη βάση ή με σύμβαση», περιλαμβάνει εργοδοτούμενους σε έκτακτη βάση ή εργοδοτούμενους καθορισμένης διάρκειας ή αορίστου χρόνου. Διευκρινίζεται επίσης ότι η πιο πάνω ρύθμιση δεν τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση έκτακτου υπαλλήλου ή με σύμβαση προσωπικού που απασχολείτο κατά την 1.1.2012 και διορίζεται σε μόνιμη θέση, χωρίς να έχει μεσολαβήσει μετά την εν λόγω ημερομηνία διακοπή της έκτακτης ή με σύμβαση υπηρεσίας του.

 

Στην προκείμενη περίπτωση, οι Αιτητές προσλήφθηκαν πολύ πιο πριν την 1.1.2012 και με την πρόσληψη τους στη θέση έκτακτου Λογιστικού Λειτουργού, τοποθετήθηκαν στην κλίμακα της θέσης την προβλεπόμενη στο Σχέδιο Υπηρεσίας, χωρίς να υπάρξει μείωση κλιμάκων εισδοχής, ως τα προβλεπόμενα στον Ν.70(Ι)/2016 και στον περί Προϋπολογισμού Νόμο. Εν ολίγοις τα εν λόγω νομοθετήματα δεν αφορούν και δεν σχετίζονται με την περίπτωση των Αιτητών. Ως εκ τούτου δεν βρίσκουμε να παραβιάστηκε η συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας, ως επικαλείται η πλευρά των Αιτητών και ειδικότερα τα οποιαδήποτε δικαιώματα τους.

 

Η πιο πάνω κατάληξη προδιαγράφει και την τύχη των Αιτήσεων που δεν είναι άλλη από την απόρριψή τους.  Παρόλα αυτά κρίνουμε σκόπιμο να ασχοληθούμε σε συντομία και με το ζήτημα των εννόμων συνεπειών από την παραβίαση της απαγόρευσης. Ποιες, δηλαδή, συγκεκριμένες κυρώσεις θα μπορούσαν να επιβληθούν προς όφελος των Αιτητών, για την παράβαση της απαγόρευσης των διακρίσεων, στην περίπτωση που η κατάληξη του Δικαστηρίου ήταν διαφορετική.

 

Η Οδηγία δεν προβλέπει συγκεκριμένες κυρώσεις για την περίπτωση της παράβασης της απαγόρευσης των διακρίσεων. Όπως επισημαίνει το Δικαστήριο, «η Οδηγία 1999/70 και η συμφωνία-πλαίσιο δεν ορίζουν ποια εθνικά όργανα είναι αρμόδια για τη διασφάλιση της εφαρμογής τους, ούτε προσδιορίζουν τις δικονομικές λεπτομέρειες προσφυγής στη δικαιοσύνη προς κατοχύρωση αυτής της εφαρμογής» (ΔΕΚ 15.4.2008, C-268/06 Impact σκ.44). Οι λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής των διατάξεων αυτών αφήνεται στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών, τα οποία θα πρέπει να φροντίζουν, ώστε οι παραβιάσεις του ευρωπαϊκού δικαίου να τιμωρούνται υπό ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις ανάλογες προς εκείνες που ισχύουν για παραβάσεις παρεμφερούς φύσεως και σημασίας του εθνικού δικαίου και που προσδίδουν στην κύρωση αποτελεσματικό, ανάλογο και αποτρεπτικό χαρακτήρα (αρχή της αποτελεσματικότητας). Επιβάλλεται δηλαδή σε κάθε περίπτωση στα κράτη μέλη να λαμβάνουν κάθε πρόσφορο μέτρο που να εγγυάται την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα του ευρωπαϊκού δικαίου (ΔΕΕ 23.4.2009, C-378/07, Angelidaki, σκ. 174 και Impact (ανωτέρω) σκ.46).

 

Στη ρήτρα 4 της συμφωνίας – πλαισίου, πέραν της γενικής πρόβλεψης, με βάση την οποία τα κράτη μέλη οφείλουν «να λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο που να τους επιτρέπει ανά πάσα στιγμή να είναι σε θέση να διασφαλίσουν τα αποτελέσματα που επιβάλλει η οδηγία», δεν έχει προβλεφθεί καμία ειδικότερη έννομη συνέπεια. Επίσης και στις διατάξεις που μεταφέρθηκε η ρήτρα 4 στην ελληνική και κυπριακή έννομη τάξη δεν έχει προβλεφθεί καμία απολύτως αστική έννομη συνέπεια.  

 

Σε γενικές γραμμές οι έννομες συνέπειες από την παράβαση της ρήτρας 4 συνίστανται στην επέκταση των κάθε φορά ευνοϊκών ρυθμίσεων που εφαρμόζονται για τους εργαζόμενους αορίστου χρόνου και στους εργαζόμενους ορισμένου χρόνου, στην αναγνώριση των ιδίων δικαιωμάτων, στην επέκταση των ιδίων παροχών κλπ. Κατά κανόνα δηλαδή το ζήτημα του εντοπισμού των εννόμων συνεπειών δεν παρουσιάζει ιδιαίτερη δυσκολία. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση που οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου αποκλείστηκαν, κατά παράβαση της απαγόρευσης διακρίσεων, από μια παροχή που χορηγείται στους εργαζόμενους αορίστου χρόνου, τότε οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου αποκτούν αξίωση να λάβουν την παροχή αυτή, εφαρμοζόμενης και της αρχής pro rata temporis, όπου αυτό επιβάλλεται. Εφαρμόζεται δηλαδή και εδώ η συνέπεια που το Δικαστήριο συνδέει με την παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών (προσαρμογή προς τα άνω) και γενικότερα με την απαγόρευση διακρίσεων. Την προσαρμογή προς τα άνω φαίνεται το Δικαστήριο να θεωρεί ως μια δυνατή συνέπεια (ΔΕΚ 13.9.2007, C-307/05, Del Cerro Alonso, σκ.48).

 

Οι «κυρώσεις» αυτές είναι επιβεβλημένες καθώς στις διατάξεις με τις οποίες μεταφέρθηκε στην ελληνική και στην κυπριακή έννομη τάξη η Οδηγία και η συμφωνία – πλαίσιο δεν προβλέφθηκε καμία άλλη ανταποκρινόμενη στις απαιτήσεις του ευρωπαϊκού δικαίου έννομη συνέπεια. Δεν προβλέφθηκε ως εναλλακτική «κύρωση» η - ανεξαρτήτως υπαιτιότητας – καταβολή  αποζημίωσης για τυχόν ζημιά που υπέστη ο εργαζόμενος ορισμένου χρόνου από την εις βάρος του παράβαση της απαγόρευσης των διακρίσεων. Και αυτό ελλείψει ειδικότερων διατάξεων που να προβλέπουν αντικειμενική ευθύνη, όπως απαιτεί η αρχή της αποτελεσματικότητας, ώστε οι κυρώσεις να είναι πράγματι αποτελεσματικές και αποτρεπτικές. Και ενώ θεωρείται αμφίβολο εάν οι συνέπειες που ορίζει το εσωτερικό δίκαιο ανταποκρίνονται στις επιταγές της αποτελεσματικότητας, ωστόσο, δεν υπάρχει μέχρι σήμερα, μια διαμορφωμένη νομολογία του ΔΕΕ ως προς το είδος των κυρώσεων για μια τέτοια παράβαση.[1]

 

Για όλα τα πιο πάνω, η μόνη απόφαση που θα εξέδιδε το Δικαστήριο είναι η αναγνώριση του δικαιώματος των Αιτητών για τοποθέτηση στη θέση Λειτουργού Γενικού Λογιστηρίου (Α8, Α10, και Α11). Έχοντας υπόψη τις πρόνοιες του άρθρου 12 (10Α) του περί Ετησίων Αδειών Μετ’ Απολαβών Νόμου του 1967 (Ν. 8/67) όπως έχει τροποποιηθεί με τον Νόμο 169(Ι)/2002, και που αναφέρονται στο χρονικό πλαίσιο υποβολής αίτησης στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, θα θέταμε ως αφετηρία του εν λόγω δικαιώματος την 28.4.2016 ήτοι ένα χρόνο πριν την καταχώρηση των υπό κρίση Αιτήσεων.

 

Ως επακόλουθο οι Αιτήσεις απορρίπτονται. Υπό τις περιστάσεις των υποθέσεων, ως παρατίθενται ανωτέρω και του γεγονότος ότι πρόκειται για την πρώτη υπόθεση που οδηγήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και αφορά τη ρήτρα 4 της συμφωνίας- πλαισίου και τις σχετικές πρόνοιες του Εναρμονιστικού Νόμου 98(Ι)/2003, κρίνουμε σωστό να μην εκδώσουμε οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.

 

 

                                          (υπ)……………………...………………………

                                       Ι.Α. Χατζητζιοβάννης, Πρόεδρος

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ                                                               Λ. Παντελίδου, Μέλος                                          

                                                                        Α. Κυριάκου, Μέλος

 ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 

 

 



[1] Βλ. Φ. Δερμιτζάκη, σελ. 100 επ και Δ. Ζερδελής, σελ. 330.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο