ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ - ΛΑΡΝΑΚΑ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χ. Παπαγεωργίου, Δικαστή.

                   Ζ. Αποστόλου        )

                   Κ. Γιασουμή           )  Μελών

                                                                                                  Αρ. Αίτησης: 468/16

Μεταξύ:

                                                            Αρχοντίνος Χαραλάμπους

                                                                                                 Αιτητή

                                                       και

 

                                                    KEO  PLC

                                                                                Καθ’ ών η αίτηση

Ημερομηνία: 28 Φεβρουαρίου, 2024

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για τον Αιτητή: κα. Αργυρού  

Για τους Καθ’ ών η αίτηση: κα. Γεωργίου και κα Γεωργίου

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Με την αίτησή του ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι οι λόγοι που επικαλέστηκαν οι Καθ’ ων η αίτηση για την απόλυσή του δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, ότι είναι προσχηματικοί και κακόβουλοι, ότι η απόλυσή του ήταν παράνομη και αδικαιολόγητη και ζητά αποζημιώσεις, νόμιμο τόκο, έξοδα και Φ.Π.Α. 

 

            Οι Καθ’ ων η αίτηση (στο εξής «η Εργοδότρια Εταιρεία»), με τους γενικούς λόγους εμφάνισής τους, ισχυρίζονται ότι την 24/3/16 ο Αιτητής εν ώρα εργασίας εξύβρισε συνάδελφό του, ότι τον εκφόβισε ρίχνοντάς του κύλινδρο διοξειδίου του άνθρακα, ότι την 19/4/16 ο Αιτητής υπέγραψε «ομολογία» και ότι η απόλυση του Αιτητή ήταν νόμιμη.  Περαιτέρω, οι Καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι υπήρξαν και στο παρελθόν παρόμοια περιστατικά ανάρμοστης συμπεριφοράς από τον Αιτητή, ότι κατέβαλαν «εκ καλής θελήσεως» πληρωμή προειδοποίησης και ζητούν την απόρριψη της αίτησης με έξοδα.

 

            Σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967, Ν.24/67, (στο εξής «ο Νόμος»):

 

            «3.-(1)  Όταν, κατά ή μετά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος άρθρου, ο εργοδότης τερματίζη δι΄ οινοδήποτε λόγον άλλον ή των εν των άρθρω 5 εκτιθεμένων λόγων, την απασχόλησιν εργοδοτουμένου ο οποίος έχει απασχοληθή συνεχώς υπ΄ αυτού επί είκοσι εξ τουλάχιστον εβδομάδας, ο εργοδοτούμενος κέκτηται δικαίωμα εις αποζημίωσιν υπολογιζομένην συμφώνως προς τον Πρώτον Πίνακα:     ……….»

 

Σύμφωνα με το άρθρο 6(1) του Νόμου: «… ο υπό του εργοδότου τερματισμός απασχολήσεως τεκμαίρεται, μέχρι αποδείξεως του εναντίου, ως μη γενόμενος δια τινά των εν τω άρθρω 5 εκτιθεμένων λόγων», δηλαδή των λόγων που καθιστούν νόμιμη και δικαιολογημένη την απόλυση του εργοδοτουμένου και δεν παρέχουν στον εργαζόμενο δικαίωμα αποζημίωσης.  Συνεπώς, στην παρούσα περίπτωση, η Εργοδότρια Εταιρεία είναι αυτή που φέρει το βάρος να ανατρέψει το καθιερωμένο από τον Νόμο μαχητό τεκμήριο και να αποδείξει ότι δικαιολογημένα τερμάτισε την απασχόληση του Αιτητή.  Ειδικά, η Εργοδότρια Εταιρεία θα πρέπει να αποδείξει ότι με βάση τους λόγους που προβάλλει στο δικόγραφό της, ο τερματισμός της απασχόλησης του Αιτητή ήταν νόμιμος και δικαιολογημένος, με συνέπεια να μην παρέχεται σε αυτόν δικαίωμα σε αποζημίωση.

 

Κατά την ακρόαση της υπόθεσης, ακούσαμε μαρτυρία και από τις δύο πλευρές.  Η Εργοδότρια Εταιρεία προσκόμισε τη μαρτυρία του κ.Βαβλίτη, του κ.Τόπακα, της κ.Ιωάννου, του κ.Διομήδους καθώς και τη μαρτυρία του κ.Ιωάννου.  Ο Αιτητής, για να υποστηρίξει το αίτημά του, προσέφερε την μαρτυρία του ιδίου.  Εκτός από την προφορική μαρτυρία, ενώπιόν μας υπάρχει η πραγματική μαρτυρία που είναι τα διάφορα έγγραφα που κατατέθηκαν ως τεκμήρια, στα οποία θα αναφερθούμε, όπου κρίνουμε σκόπιμο, κατά την παράθεση και αξιολόγηση της μαρτυρίας.

 

Από τις έγγραφες προτάσεις, τις δηλώσεις των μερών, τα παραδεκτά γεγονότα και το ενώπιόν μας υλικό, προκύπτουν ως παραδεκτά γεγονότα τα ακόλουθα:

 

  1. Η Εργοδότρια Εταιρεία ασχολείται με την εμπορία και κατασκευή οινοπνευματωδών ποτών.

 

  1. Η υπηρεσία του Αιτητή στην Εργοδότρια Εταιρεία ξεκίνησε την 1/11/1999.

 

  1. Οι Καθ’ ων η αίτηση την 21/4/16 απέλυσαν τον Αιτητή με σχετική επιστολή, Τεκμήριο 13, το περιεχόμενο της οποίας κρίνουμε σκόπιμο όπως παραθέσουμε αυτούσιο:

 

«Αναφερόμαστε στο περιστατικό που συνέβηκε στις 24 Μαρτίου 2016 κατά το οποίο βρίσατε, εκφοβίσατε και ρίξατε κύλινδρο διοξειδίου του άνθρακα προς συνάδελφο σας, για το οποίο κληθήκατε στις 19 Απριλίου 2016 να υπερασπίσετε τον εαυτό σας και κάνατε παραδοχή ότι διαπράξατε τα πιο πάνω παραπτώματα.

Η Εταιρεία κρίνει τη συμπεριφορά σας ανάρμοστη και απαράδεκτη καθώς κλονίζει την εργασιακή σχέση και παραβιάζει τους κανόνες που σχετίζονται με την τάξη και πειθαρχία σε οποιανδήποτε εργασιακό περιβάλλον.

Ως εκ τούτου, η Εταιρεία έχει αποφασίσει τον τερματισμό της απασχόλησης σας ως Εργάτης Αποθήκης Λάρνακας με άμεση ισχύ. Συνεπώς, η τελευταία εργάσιμη σας ημέρα είναι η 21 η Απριλίου 2016. Σημειώνεται, ότι παρόλο που δεν δικαιούστε προειδοποίηση βάσει του ισχύοντος περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου, η Εταιρεία θα σας καταβάλει 8 εβδομάδες προειδοποίηση, την αναλογία του μισθού του τρέχοντος μηνός, αναλογία 13ου και 14ου καθώς επίσης και αποζημίωση άδειας ανάπαυσης».

 

  1. Κατά το χρόνο τερματισμού της απασχόλησης του Αιτητή οι εβδομαδιαίες απολαβές του ανέρχονταν σε €379,31 μηνιαίως.

 

Ο πρώτος μάρτυρας των Καθ’ ων η αίτηση ήταν ο κ.Βαβλίτης, ο οποίος ήταν ο Επαρχιακός Διευθυντής της Λάρνακας.  Όπως ανέφερε κατά την κυρίως εξέτασή του ο κ.Βαβλίτης, είχε την ευθύνη για όλες τις εργασίες στην αποθήκη, για τους επιθεωρητές και για το προσωπικό της Επαρχίας Λάρνακας.  Ο κ.Βαβλίτης ισχυρίστηκε ότι δεν ήταν παρόν κατά το συμβάν με τον Αιτητή και ότι ενημερώθηκε από τον κ.Τόπακα και τον κ.Διομήδους ότι ο Αιτητής εκνευρίστηκε και πέταξε ένα άδειο κύλινδρο.  Ήταν περαιτέρω η θέση του κ.Βαβλίτη ότι μετά που έλαβε σχετική γραπτή αναφορά προχώρησε και έκανε αναφορά στην προσωπάρχη και στον διευθύνοντα σύμβουλο, ότι ο ίδιος εκείνη την ημέρα ήταν με άδεια, ότι του τηλεφώνησε ο κ.Διομήδους και ότι μία ημέρα μετά την επιστροφή του ενημέρωσε την προσωπάρχη.  

 

 Αντεξεταζόμενος ο κ.Βαβλίτης ισχυρίστηκε ότι ο κ.Διομήδους δεν ήταν παρόν κατά το περιστατικό με τον Αιτητή, ότι ο ίδιος έκανε διερεύνηση του περιστατικού, ότι κάλεσε τον κ.Διομήδους και τον κ.Τόπακα και ότι ρώτησε σχετικά και τον Αιτητή.  Ισχυρίστηκε επίσης ότι ο Αιτητής έβριζε και «έβαζε κατάρες», ότι αυτά τα προσπερνούσαν γιατί γνώριζαν τις προσωπικές συνθήκες του και ότι το Τεκμήριο 1 γράφτηκε από την κ.Ιωάννου.

 

Ο δεύτερος μάρτυρας των Καθ’ ων η αίτηση ήταν ο κ.Τόπακας ο οποίος ήταν προϊστάμενος του Αιτητή και ήταν υπεύθυνος συντονιστής διανομής και αποθήκης.  Ο κ.Τόπακας ισχυρίστηκε κατά την κυρίως εξέτασή του ότι την 24/3/16 στις 7:30 – 8:00 βρισκόταν στην αποθήκη, ότι ανέθεσε στον Αιτητή και σε άλλο άτομο να ετοιμάσουν κάποιες παραγγελίες, ότι στη συνέχεια ρώτησε τον Αιτητή ποια παραγγελία ετοίμαζε, ότι ο Αιτητής άρχισε να φωνάζει και να βρίζει, ότι σοκαρίστηκε, ότι τον συμβούλευσε να φύγει από τη δουλειά, ότι ο Αιτητής πήρε ένα άδειο μεταλλικό κύλινδρο διοξειδίου του άνθρακα και εισέβαλε στο γραφείο του και ότι πέταξε τον εν λόγω κύλινδρο σημαδεύοντάς τον.  Ο κ.Τόπακας ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι ο Αιτητής είχε σκοπό να τον χτυπήσει, ότι ο κύλινδρος κτύπησε στο μπροστινό μέρος του γραφείου του, ότι κατέληξε στο διπλανό γραφείο, ότι τρόμαξε και άρχισε να φωνάζει για βοήθεια, ότι τότε έφυγε από το γραφείο του ο Αιτητής, ότι πήγε ο κ.Διομήδους και ότι στη συνέχεια ενημέρωσαν τον Επαρχιακό Διευθυντή Λάρνακας.  Στη συνέχεια ο κ.Τόπακας ισχυρίστηκε ότι την 7/4/16  τον επισκέφθηκε η κ.Ιωάννου η οποία έλαβε γραπτή κατάθεση από τον ίδιο και από τον κ.Διομήδους και ότι ακολούθως ενημερώθηκε για την απόλυση του Αιτητή.  Ο κ.Τόπακας ισχυρίστηκε επίσης ότι η ανάρμοστη συμπεριφορά του Αιτητή ήταν «συχνό φαινόμενο», ότι ο Αιτητής τους «έβριζε αισχρά», ότι έδειχναν κατανόηση, ότι έγινε επίθεση με σκοπό ο Αιτητής να βλάψει τη σωματική του ακεραιότητα, ότι πρώτη φορά ένιωσε ότι κάποιος προσπάθησε να τον σκοτώσει και ότι έχασε τον ύπνο του.      

 

Αντεξεταζόμενος ο κ.Τόπακας ισχυρίστηκε ότι συνάντησε τον Αιτητή μία φορά μετά την απόλυσή του, ότι εκτελούνταν περίπου 15 – 20 παραγγελίες ημερησίως, ότι δεν γνωρίζει που ήταν ο κύλινδρος που έπιασε ο Αιτητής, ότι μετά από το περιστατικό ο Αιτητής συνέχισε κανονικά τη δουλειά του και ότι του έδωσε και άλλες παραγγελίες για να τις εκτελέσει.     

 

  Η τρίτη μάρτυρας για τους Καθ’ ων η αίτηση ήταν η κ.Ιωάννου, η οποία ήταν η Διευθύντρια του Ανθρώπινου Δυναμικού και είχε την ευθύνη για την εφαρμογή των πολιτικών, προγραμμάτων και διαδικασιών διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού για όλο το προσωπικό.  Όπως ανέφερε η κ.Ιωάννου κατά την κυρίως εξέτασή της, την 24/3/16 ενημερώθηκε τηλεφωνικώς από τον κ.Βαβλίτη, ο οποίος απουσίαζε με άδεια, ότι συνέβη ένα πολύ σοβαρό περιστατικό, ήτοι ότι ο Αιτητής έβριζε τον κ.Τόπακα και στη συνέχεια εισέβαλε στο γραφείο του και του έριξε κύλινδρο.  Περαιτέρω, η κ.Ιωάννου ανέφερε ότι ένας άδειος κύλινδρος ζυγίζει περί τα 12 κιλά, ότι ζήτησε από τον κ.Βαβλίτη να της κάνει γραπτή αναφορά όταν επιστρέψει από την άδειά του για να μπορέσει να το εξετάσει, ότι ο κ.Βαβλίτης επέστρεψε από την άδειά του την 30/3/16, ότι τότε την ενημέρωσε επίσημα, ότι η ίδια δεν μπορούσε να μεταβεί από τη Λεμεσό στη Λάρνακα την 31/3/16 και την 4/4/16 επειδή βρισκόταν στη Λευκωσία για προγραμματισμένες συνεντεύξεις για πρόσληψη προσωπικού, ότι την 5/4/16 ενώ ετοίμαζε επιστολή για να καλέσει τον Αιτητή και τον κ.Τόπακα σε συνάντηση στις 7/4/16 ενημερώθηκε ότι ο Αιτητής έφυγε από την εργασία του νωρίτερα λόγω τραυματισμού, ότι ο Αιτητής απουσίαζε με άδεια ασθενείας από τις 6 μέχρι τις 15 Απριλίου του 2016, ότι την 7/4/16 μετέβηκε στη Λάρνακα και έλαβε κατάθεση από τον κ.Τόπακα, Τεκμήριο 10, ότι την 18/4/16 που επέστρεψε ο Αιτητής απουσίαζε ο κ.Βαβλίτης με άδεια, ότι επειδή έπρεπε να ήταν παρόν και ο κ.Βαβλίτης διευθέτησε συνάντηση με τον Αιτητή την 19/4/16, ότι έλαβε κατάθεση από τον Αιτητή, Τεκμήριο 12, ότι αποφάσισε με τον Διευθύνοντα Σύμβουλο ότι έπρεπε να απολυθεί ο Αιτητής επειδή κλονίστηκε η εμπιστοσύνη προς το πρόσωπό του και ότι την 21/4/16 μετέβηκε στη Λάρνακα και έδωσε στον Αιτητή την επιστολή τερματισμού των υπηρεσιών του, Τεκμήριο 13.  Τέλος, η κ.Ιωάννου ισχυρίστηκε κατά την κυρίως εξέτασή της ότι ο Αιτητής εξαπόλυε συχνά αισχρολογίες εναντίον των συναδέλφων του και ότι γι’ αυτό την 18/9/13 του έγινε σχετική παρατήρηση, Τεκμήριο 14.

 

            Αντεξεταζόμενη η κ.Ιωάννου ισχυρίστηκε ότι εργάστηκε στη θέση που κατείχε στους Καθ’ ων η αίτηση για περίπου ένα χρόνο, ότι αποχώρησε τον Ιούλιο του 2016, ότι ήταν στις αρμοδιότητές της να συμβουλεύει για απολύσεις, ότι για την περίπτωση του Αιτητή έλαβαν νομική συμβουλή από τις 5/4/16, ότι ο λόγος που δεν πήγε την ίδια ημέρα στη Λάρνακα για τη διερεύνηση ήταν επειδή απουσίαζε ο κ.Βαβλίτης η παρουσία του οποίου ήταν απαραίτητη, ότι για την απόφαση για απόλυση του Αιτητή η προηγούμενη διαγωγή του Αιτητή συνεκτιμήθηκε και ότι ο Αιτητής δεν τέθηκε άμεσα σε διαθεσιμότητα όπως προβλέπει η συλλογική σύμβαση επειδή ο Απρίλιος «είναι η αρχή της σεζόν» και έπρεπε «να βγει η δουλειά».  Η κ.Ιωάννου ισχυρίστηκε περαιτέρω αντεξεταζόμενη ότι η ίδια έγραψε και υπέγραψε την επιστολή απόλυσης, ότι ο Αιτητής παραδέχθηκε στην ίδια τη ρήξη του κυλίνδρου, ότι ο εν λόγω κύλινδρος βρισκόταν έξω από το γραφείο του κ.Τόπακα, ότι όταν έγινε συζήτηση για το κατά πόσο θα απολύετο ο Αιτητής συζήτησαν και με τον κ.Κουτσοφτίδη και ότι ο Αιτητής είχε βρίσει στο παρελθόν τον κ.Κουτσοφτίδη.

 

            Τέταρτος μάρτυρας για τους Καθ’ ων η αίτηση ήταν ο κ.Διομήδους, ο οποίος ήταν υπεύθυνος αποθηκάριος.  Όπως ισχυρίστηκε ο κ.Διομήδους κατά την κυρίως εξέτασή του, όταν φόρτωνε έλεγχε ταυτόχρονα και τη διανομή και  ήταν ιεραρχικά ανώτερος του κ.Τόπακα.  Ήταν η θέση του κ.Διομήδους ότι ενώ ήταν έξω στην παραλαβή άκουσε τον κ.Τόπακα να του φωνάζει για βοήθεια, ότι έτρεξε αμέσως μέσα, ότι ο κύλινδρος ήταν κάτω από το γραφείο του και ότι απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα προς τον κ.Βαβλίτη το οποίο «έχει ορισμένα λάθη»

 

            Αντεξεταζόμενος ο κ.Διομήδους ισχυρίστηκε ότι κατά την ημέρα που έγινε το περιστατικό ο ίδιος ήταν έξω με τους δύο οδηγούς «φορκ λιφτ», ότι μέσα στην αποθήκη ήταν ο Αιτητής και ο άλλος εργάτης, ότι όταν πήγε στο γραφείο του κ.Τόπακα τον βρήκε «φοβισμένο, ολοκόκκινο και τρεμουλιασμένο», ότι το περιστατικό αυτό ήταν «συνηθισμένο», ότι αυτό που έκανε ο Αιτητής ήταν σοβαρό, ότι ο ίδιος ενημέρωσε τον ανώτερό του, ότι μετά η δουλειά συνεχίστηκε «αλλά υπήρχε μια σύγχυση», ότι την επόμενη ημέρα μίλησε με τον Αιτητή ο οποίος του είπε ότι ήθελε να φύγει, ότι ο ίδιος καταλάβαινε τον Αιτητή επειδή γνώριζε «τα πάντα για τη ζωή του» και το ότι υπέφερε, ότι ο Αιτητής λάμβανε οδηγίες από τον ίδιο και από τον κ.Τόπακα και ότι οι κάμερες ελέγχονταν από τον διευθυντή.

 

            Πέμπτος μάρτυρας για τους Καθ’ ων η αίτηση ήταν ο κ.Ιωάννου ο οποίος είναι εργοδοτούμενός τους.  Ο κ.Ιωάννου παρουσίασε και σήκωσε ένα κενό κύλινδρο και ισχυρίστηκε ότι αυτός ζυγίζει 10.8 κιλά.

 

            Αντεξεταζόμενος ο κ.Ιωάννου ισχυρίστηκε ότι ο ίδιος είναι 50 ετών, ότι ζυγίζει 82 κιλά, ότι δεν γνωρίζει οτιδήποτε για την υπόθεση και ότι το πως σηκώνεται ο κύλινδρος εξαρτάται από την ανατομία και τη φυσική κατάσταση του ατόμου.

 

Ο Αιτητής κατά την κυρίως εξέτασή του ισχυρίστηκε ότι η αποθήκη είναι αρκετά μεγάλη, ότι μέσα σε αυτή βρίσκεται το γραφείο του κ.Τόπακα το οποίο απέχει περί τα 2 – 3 μέτρα από το χώρο που εργαζόταν, ότι το κύριο καθήκον του ήταν η εκτέλεση παραγγελιών, ότι καθάριζε και τακτοποιούσε την αποθήκη, ότι το πρωί λάμβανε τυπωμένες τις παραγγελίες από τον κ.Τόπακα, ότι όταν τελείωνε η παραγγελία ο κ.Τόπακας έκανε έλεγχο, ότι ήταν υπάκουος και επεδείκνυε σεβασμό προς τον κ.Τόπακα, ότι δεν παρεξηγήθηκαν ποτέ, ότι το μόνο που ζητούσε ήταν μόνιμο βοηθό και ότι τον τελευταίο χρόνο ο κ.Τόπακας άλλαξε συμπεριφορά απέναντί του.  Συγκεκριμένα ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι τον τελευταίο χρόνο ο κ.Τόπακας του απαντούσε ειρωνικά, ότι έδειχνε ότι δεν τον υπολόγιζε, ότι έγινε αγενής απέναντί του, ότι του φώναζε χωρίς λόγο και ότι συνεπεία αυτής της συμπεριφοράς έπαιρναν θάρρος και ορισμένοι οδηγοί και τον κοροϊδεύαν και ότι πολλές φορές τον έβριζαν και τον χαρακτήριζαν «παλαβό».  Περαιτέρω, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι τον στεναχωρούσε πολύ αυτή η κατάσταση και ότι δεν αντιδρούσε γιατί φοβόταν να μην χάσει τη δουλειά του επειδή την είχε ανάγκη εφόσον η σύζυγός του δεν εργαζόταν και η κόρη του ήταν άρρωστη.  Ήταν η θέση του Αιτητή ότι την 24/3/16 πήγε κανονικά στη δουλειά του, ότι ο κ.Τόπακας τους έδωσε τις παραγγελίες, ότι μόλις τελείωσαν την πρώτη παραγγελία πήγε στο γραφείο του κ.Τόπακα και τον ενημέρωσε για να την ελέγξει, ότι ο κ.Τόπακας άρχισε να τον ρωτά ειρωνικά εάν έκανε την παραγγελία, ότι για πρώτη φορά θύμωσε με τη συμπεριφορά του, ότι τον ρώτησε γιατί του συμπεριφέρεται έτσι, ότι γύρισε να φύγει, ότι έπεσε πάνω σε κύλινδρο μπύρας και ότι ο εν λόγω κύλινδρος έπεσε.  Ο Αιτητής ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι συνέχισε κανονικά τη δουλειά του, ότι έκανε όλες τις παραγγελίες που του ανέθεσε ο κ.Τόπακας, ότι ο κ.Τόπακας τις έλεγχε, ότι δεν θα μπορούσε να πάρει τον κύλινδρο με τα χέρια του και να τον σηκώσει με τον τρόπο που περιέγραψε ο κ.Τόπακας, ότι μέχρι την 6/4/16 πήγαινε κανονικά δουλειά χωρίς να του πουν οτιδήποτε, ότι στις 6/4/16 τραυματίστηκε ενώ χρησιμοποιούσε χειροκίνητο «φορκ λιφτ», ότι έλαβε άδεια επειδή δεν μπορούσε να περπατήσει μέχρι την 18/4/16, ότι στις 19/4/16 επέστρεψε κανονικά στην εργασία του, ότι δούλεψε κανονικά μέχρι την 21/4/16, ότι στις 19/4/16 τον επισκέφθηκε η κ.Ιωάννου και του έκανε διάφορες ερωτήσεις για το τι έγινε στις 24/3/16, ότι της είπε την αλήθεια, ότι αυτή έγραφε και του είπε μετά να υπογράψει, ότι υπέγραψε χωρίς να διαβάσει και ότι παρόντες ήταν επίσης ο κ.Βαβλίτης και ο κ.Κουτσοφτής.  Ήταν περαιτέρω η θέση του Αιτητή ότι λίγους μήνες μετά την απόλυσή του συνάντησε τον κ.Τόπακα σε υπεραγορά και ότι του είπε ότι δεν φταίει ο ίδιος για την απόλυσή του.  Ο  Αιτητής ισχυρίστηκε επίσης ότι γεννήθηκε το 1957, ότι κατά την απόλυσή του ήταν 59 ετών, ότι δυσκολεύτηκε να βρει δουλειά, ότι εργοδοτήθηκε το 2018 ως τροχονόμος σε δημοτικό σχολείο με μισθό €250 μηνιαίως, ότι έλαβε σύνταξη στα 63 του, ότι στο χώρο εργασίας του στους Καθ’ ων η αίτηση υπήρχαν παντού κάμερες, ότι υπήρχαν κάμερες τόσο στην αποθήκη όσο και στο γραφείο του κ.Τόπακα και ότι δεν του ανέφεραν ότι καταγράφηκε οτιδήποτε.

 

            Αντεξεταζόμενος ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι τέλειωσε δημοτικό άλλα όχι γυμνάσιο, ότι δεν έβριζε, ότι ο κύλινδρος ήταν μέσα στο γραφείο του κ.Τόπακα και ότι δεν έπιασε τον κύλινδρο με τα χέρια του. 

 

          Παρακολουθήσαμε με προσοχή όλους τους μάρτυρες να καταθέτουν ενώπιον του Δικαστηρίου και με την ίδια προσοχή εξετάσαμε τη μαρτυρία τους έχοντας συνεχώς κατά νου τις έγγραφες προτάσεις, το σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας, τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα που αφορούν την υπόθεση καθώς και τα επιχειρήματα των ευπαίδευτων συνηγόρων.  

 

Αξιολογώντας τη μαρτυρία του κ.Βαβλίτη παρατηρούμε ότι τα όσα ανέφερε σε σχέση με το λόγο που καταβλήθηκε στον Αιτητή πληρωμή προειδοποίησης δεν συνάδουν με τα όσα αναγράφονται στο δικόγραφο των Καθ’ ων η αίτηση.  Συγκεκριμένα, στους γενικούς λόγους εμφάνισης των Καθ’ ων η αίτηση αναφέρεται ότι πλήρωσαν προειδοποίηση στον Αιτητή λόγω καλής θέλησης.  Ο κ.Βαβλίτης ισχυρίστηκε ότι δόθηκε προειδοποίηση 8 εβδομάδων στον Αιτητή όπως προβλέπεται από τον Νόμο.  Περαιτέρω, παρατηρούμε ότι οι μάρτυρες των Καθ’ ων η αίτηση δεν είχαν ταυτόσημη θέση σε σχέση με το που βρισκόταν ο κύλινδρος που ισχυρίστηκαν ότι ο Αιτητής πέταξε.  Από τη μια ο κ.Βαβλίτης ισχυρίστηκε κατά την κυρίως εξέτασή του ότι μετά που ο κ.Τόπακας ρώτησε τον Αιτητή ποια παραγγελία ετοιμάζει ο τελευταίος εκνευρίστηκε και «πήρε ένα κύλινδρο άδειο που βρήκε στο γραφείο του … Τόπακα» και τον έριξε.  Ο  κ.Τόπακας ισχυρίστηκε ότι ο Αιτητής πήρε τον κύλινδρο από έξω «και εισέβαλε» στο γραφείο του.  Η κ.Ιωάννου ισχυρίστηκε ότι ο κύλινδρος βρισκόταν έξω από το γραφείο του κ.Τόπακα. 

 

Ο κ.Βαβλίτης δεν ήταν πρόθυμος να αναφέρει που βρισκόταν την 24/3/16 που απουσίαζε από την εργασία του με άδεια αλλά ισχυρίστηκε ότι δεν ήταν εύκολο να επιστρέψει.  Συγκεκριμένα σε ερώτηση γιατί περίμενε να τελειώσει η άδειά του για να εξετάσει το περιστατικό απάντησε «όταν είσαι εκτός πόλεως θα πας αεροπορικώς πίσω?».  Ο κ.Διομήδους όμως είχε διαφορετική άποψη, εφόσον την 24/3/16 που έστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα στον κ.Βαβλίτη ανέφερε ότι ήξερε ότι ήταν αδειούχος αλλά ότι «θα» περνούσε «από το γραφείο» του, Τεκμήριο 4.  Η κ.Ιωάννου ισχυρίστηκε ότι ο κ.Βαβλίτης βρισκόταν στον Πωμό. 

 

Σε σχέση με τη μαρτυρία του κ.Τόπακα παρατηρούμε ότι ενώ κατά την κυρίως εξέτασή του ισχυρίστηκε ότι ο Αιτητής εκνευρίστηκε επειδή τον ρώτησε ποια παραγγελία ετοίμαζε, αντεξεταζόμενος ισχυρίστηκε ότι ο Αιτητής εκνευρίστηκε επειδή του ζήτησε να του δείξει «το picking».  Στην κατάθεση που έδωσε ο κ.Τόπακας την 7/4/16 ισχυρίστηκε ότι αυτό που ρώτησε τον Αιτητή και τον εκνεύρισε ήταν ποια από τις δύο παραγγελίες έκανε, Τεκμήριο 5.  Ο κ.Τόπακας δεν ήταν σταθερός στο κατά πόσο ο Αιτητής έβριζε τον ίδιο.  Ενώ κατά την κυρίως εξέτασή του ισχυρίστηκε ότι ο Αιτητής τους έβριζε αισχρά, αντεξεταζόμενος ανασκεύασε και ισχυρίστηκε αρχικά ότι δεν έβριζε «τόσο» τον ίδιο αλλά ότι έβριζε άλλους κα στη συνέχεια παραδέχθηκε ότι δεν έβρισε ποτέ τον ίδιο.  Ο κ.Τόπακας δεν ήταν σταθερός και στο ποιον έβριζε ο Αιτητής κατά την 24/3/16.  Κατά την ενώπιόν μας μαρτυρία του ισχυρίστηκε ότι ο Αιτητής μετά που τον ρώτησε ποια παραγγελία ετοιμάζει ο Αιτητής άρχισε να βρίζει και «να καταριέται όλη την εταιρεία και τον καθένα … προσωπικά», ενώ κατά τον ουσιώδη χρόνο ισχυρίστηκε ότι ο Αιτητής «άρχισε να» τον «βρίζει συνέχεια», Τεκμήριο 4.  Δεν μπορούμε να πιστέψουμε τη θέση του κ.Τόπακα σε σχέση με το ότι ο Αιτητής τον σημάδεψε και του έριξε τον άδειο κύλινδρο πάνω από το κεφάλι του με σκοπό να τον κτυπήσει, εφόσον κατά τον ουσιώδη χρόνο ο ίδιος περιγράφοντας το περιστατικό  στον κ.Διομήδους ανέφερε ότι ο Αιτητής «πέταξε μέσα στο γραφείο» του τον κύλινδρο και ζήτησε όπως γίνει στον Αιτητή παρατήρηση, Τεκμήριο 4.  Αυτό συνάδει και με τα όσα ανέφερε ο κ.Τόπακας στην κατάθεση που έδωσε την 7/4/16, Τεκμήριο 5, από την οποία προκύπτει ότι ο κ.Τόπακας ισχυρίστηκε ότι ο Αιτητής έριξε τον κύλινδρο «μέσα στο γραφείο» του και όχι πάνω στον ίδιο. 

 

Δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι ο κ.Διομήδους άκουσε τον κ.Τόπακα να του φωνάζει για βοήθεια και ότι γι’ αυτό πήγε κοντά του, εφόσον ούτε η θέση αυτή συνάδει με τα κατατεθέντα τεκμήρια.  Συγκεκριμένα, από το Τεκμήριο 5 προκύπτει ότι ο κ.Τόπακας δεν είπε «τίποτα» και ότι ο κ.Διομήδους πήγε «μετά».   Άλλωστε, δεν θα ήταν λογικό ο κ.Διομήδους να άκουγε τον κ.Τόπακα και να μην άκουγε τον ισχυριζόμενο από τον κ.Τόπακα «εκκωφαντικό κρότο» που έκανε ο κύλινδρος όταν κτύπησε στο γραφείο.  Περαιτέρω, αυτά συνάδουν και με τα όσα ο κ.Διομήδους ανέφερε στο ηλεκτρονικό του μήνυμα προς τον κ.Βαβλίτη ημερ. 24/3/16, Τεκμήριο 4.  Συγκεκριμένα ο κ.Διομήδους ανέφερε ότι όταν μπήκε στο γραφείο του «το μόνο που» είδε ήταν ένα κύλινδρο και ότι ο ίδιος ήταν που ρώτησε τον κ.Τόπακα για το τι έγινε.  Επίσης, ο κ.Διομήδους, όπως αναφέρουμε κατωτέρω, δεν απάντησε ευθέως αντεξεταζόμενος στο κατά πόσο τελικά άκουσε τις φωνές του κ.Τόπακα. 

 

Οι μαρτυρίες του κ.Τόπακα, του κ.Βαβλίτη, της κ.Ιωάννου και του κ.Ιωάννου σε σχέση με το πόσα κιλά ζυγίζει ένας κενός κύλινδρος διαφέρουν.   Συγκεκριμένα, ο κ.Τόπακας ισχυρίστηκε ότι ένας κενός κύλινδρος ζυγίζει 12 κιλά.  Ο κ.Βαβλίτης ισχυρίστηκε ότι ο εν λόγω κύλινδρος ζυγίζει 10 κιλά και ο κ.Ιωάννου ισχυρίστηκε ότι ένας κενός κύλινδρος ζυγίζει 10.8 κιλά και ότι αυτό αναγράφεται στον κύλινδρο.  Η κ.Ιωάννου ισχυρίστηκε αρχικά κατά την κυρίως εξέτασή της ότι ένας κενός κύλινδρος ζυγίζει 12 κιλά ενώ στη συνέχεια αντεξεταζόμενη ανασκεύασε και ισχυρίστηκε ότι ένας κενός κύλινδρος ζυγίζει 14 – 15 κιλά. 

 

Γενικά, η κ.Ιωάννου δεν μας έκανε καλή εντύπωση.  Υπέπεσε σε αρκετές αντιφάσεις και ήταν προφανής η προσπάθεια που έκανε για να βοηθήσει την Εργοδότρια Εταιρεία.  Η κ.Ιωάννου ισχυρίστηκε ότι ο Αιτητής απουσίασε περί τις 10 ημέρες με άδεια ασθενείας και συνεπώς συμπεριέλαβε και τα σαββατοκύριακα κατά τον εν λόγω υπολογισμό, κάτι που δεν έκανε όταν αναφέρθηκε στις πόσες ημέρες ο Αιτητής εργάστηκε μετά την 24/3/16.  Μάλιστα, η κ.Ιωάννου ισχυρίστηκε αρχικά ότι ο Αιτητής μετά την 24/3/24 εργάστηκε μόνο 4 ημέρες πριν να ειδοποιηθεί για τη διερεύνηση, ενώ στη συνέχεια ισχυρίστηκε ότι ο Αιτητής εργάστηκε 5 ημέρες.  Από το Τεκμήριο 9 προκύπτει ότι ο Αιτητής μετά την 24/3/16 μετέβη στην εργασία του 7 εργάσιμες ημέρες πριν να λάβει επιστολή για διερεύνηση, ήτοι την 28/3/16, την 29/3/16, την 30/3/16, την 31/3/16, την 4/4/16, την 5/4/16 και την 18/4/16.  Η κ.Ιωάννου ισχυρίστηκε ότι δεν μπόρεσε να μεταβεί στη Λάρνακα για διερεύνηση την 31/3/16 και την 4/4/16 λόγω κωλύματος που ανέφερε, αλλά την 5/4/16 που δεν ανέφερε ότι είχε άλλο κώλυμα και πάλι δεν μετέβηκε στη Λάρνακα και αντ’ αυτού ισχυρίστηκε ότι άρχισε να ετοιμάζει επιστολή με την οποία καλούσε τους εμπλεκόμενους σε συνάντηση την 7/4/16.  Ενώ η κ.Ιωάννου επανέλαβε αρκετές φορές ότι ο κ.Βαβλίτης ήταν παρόν κατά την συνάντησή της με τον κ.Τόπακα την 7/4/16, στη συνέχεια ισχυρίστηκε ότι «νομίζει» ότι ήταν παρόν.  Παρατηρούμε ότι η κ.Ιωάννου δεν γνώριζε αρχικά να πει πότε έλαβε χώρα το ισχυριζόμενο επεισόδιο με τον κ.Κουτσοφτίδη, αλλά στη συνέχεια ισχυρίστηκε ότι αυτό έγινε λίγο πριν προσληφθεί η ίδια στην Εργοδότρια Εταιρεία.  Ακολούθως, η κ.Ιωάννου έδωσε άλλη εκδοχή και ισχυρίστηκε ότι από τα όσα της είπε ο κ.Κουτσοφτίδης αυτό πρέπει να έγινε το 2016, δηλαδή ενώ η κ.Ιωάννου εργοδοτείτο στους Καθ’ ων η αίτηση.  Δεν διαφεύγει της προσοχής μας ότι η κ.Ιωάννου ισχυρίστηκε ότι το θέμα με τον κ.Κουτσοφτίδη ήταν «ένα από τα σοβαρά γεγονότα» «που λήφθηκαν υπόψη» για την απόλυση του Αιτητή, κάτι όμως που δεν φαίνεται να τέθηκε υπόψη του Αιτητή ο οποίος δεν ερωτήθηκε σχετικά.  Τέλος, σε σχέση με τη μαρτυρία της κ.Ιωάννου παρατηρούμε ότι η ίδια ισχυρίστηκε ότι ο Αιτητής παραδέχθηκε τη διάπραξη των όσων του καταλόγισαν, κάτι που αναγράφεται και στην επιστολή τερματισμού των υπηρεσιών του Αιτητή, Τεκμήριο 13, αλλά από το Τεκμήριο 1 προκύπτει ότι ο Αιτητής δεν παραδέχθηκε ούτε ότι εξύβρισε τον κ.Τόπακα ούτε ότι έριξε προς αυτόν τον κύλινδρο. 

 

Σε σχέση με τη μαρτυρία του κ.Διομήδους παρατηρούμε ότι αυτός δεν απάντησε ευθέως σε ερώτηση που του έγινε κατά την αντεξέτασή του και αφορούσε το κατά πόσο άκουσε στις 24/3/16 φωνές από τον Αιτητή, όπως αναφέρουμε ανωτέρω.  Όταν ρωτήθηκε εκ νέου να απαντήσει ανέφερε ότι έχει απαντήσει.  Ο κ.Διομήδους δεν ήταν σε θέση να επιβεβαιώσει κατά την αντεξέτασή του το τι ακριβώς συνέβη την 24/3/16 και ισχυρίστηκε ότι δεν ήταν «μπροστά».  Ενώ ο κ.Διομήδους αρχικά αντεξεταζόμενος ισχυρίστηκε ότι δεν ήξερε πως πέταξε ο Αιτητής τον κύλινδρο, στη συνέχεια της αντεξέτασής του προχώρησε και περιέγραψε ότι ο Αιτητής έπιασε τον κύλινδρο με τα δύο του χέρια και τον πέταξε.  Περαιτέρω, αρχικά αντεξεταζόμενος ισχυρίστηκε ότι τις επόμενες ημέρες «συνεχίστηκε κανονικά η δουλειά αλλά υπήρχε μια σύγχυση», ενώ στη συνέχεια συμφώνησε ότι «οι υπόλοιπες ημέρες κύλισαν ομαλά».  Ο κ.Διομήδους περιέγραψε το περαστικό της 24/3/24 ως «ένα συνηθισμένο περιστατικό» ενώ η κ.Ιωάννου ως «ακραία συμπεριφορά».   

 

Όπως έχει διαφανεί από τα πιο πάνω, η μαρτυρία του κ.Βαβλίτη, του κ.Τόπακα, της κ.Ιωάννου και του κ.Διομήδους αναφορικά με τα αμφισβητούμενα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα εργατική διαφορά δεν ήταν σταθερή, σαφής και ξεκάθαρη και σε αρκετά σημεία ήταν αντιφατική τόσο μεταξύ της όσο και με το δικόγραφο των Καθ’ ων η αίτηση αλλά και με κάποια από τα κατατεθέντα τεκμήρια.  Όλα τα πιο πάνω κατά την κρίση μας αποτελούν στοιχεία τα οποία θέτουν ουσιαστικές αμφιβολίες στην αξιοπιστία της μαρτυρίας των εν λόγω μαρτύρων των Καθ’ ων η αίτηση και μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούμε να στηριχθούμε στη μαρτυρία τους για εξαγωγή συμπερασμάτων αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης.  Διερωτόμαστε γιατί οι Καθ’ ων η αίτηση δεν ανέτρεξαν στο τι κατέγραψαν οι κάμερες για να διαπιστώσουν τι ακριβώς έγινε την 24/3/16 εφόσον δεν αμφισβητήθηκε το γεγονός ότι υπήρχαν εγκατεστημένες στο συγκεκριμένο χώρο κάμερες.  Συνακόλουθα, οι εν λόγω μαρτυρίες δεν κρίνονται αξιόπιστες. 

 

Η μαρτυρία του κ.Ιωάννου, η οποία ουσιαστικά αφορά στο πόσο ζυγίζει ένα άδειος κύλινδρος και στο κατά πόσο μπορεί ο ίδιος να τον σηκώσει  δεν αμφισβητήθηκε και την αποδεχόμαστε.

 

            Δεν δεχόμαστε τη θέση του Αιτητή ότι βγαίνοντας έξω από το γραφείο του κ.Τόπακα «έπεσε πάνω σε ένα κύλινδρο» ο οποίος «έπεσε έξω» από το γραφείο του κ.Τόπακα, εφόσον αυτός ο ισχυρισμός είναι σε αντίθεση μα τα όσα ο Αιτητής ανέφερε την 19/4/16.  Από το Τεκμήριο 1 προκύπτει ότι ο Αιτητής παραδέχθηκε τη ρήξη κυλίνδρου αλλά όχι προς τον κ.Τόπακα, Τεκμήριο 1.  Δεχόμαστε όμως την υπόλοιπη μαρτυρία του Αιτητή, η οποία ήταν σταθερή και συνάδει με τα κατατεθέντα τεκμήρια.  Εκτός από τον πιο πάνω ισχυρισμό, ο Αιτητής δεν υπέπεσε σε ουσιαστικές αντιφάσεις και η μαρτυρία του μας φάνηκε φυσική, ξεκάθαρη, ειλικρινής και είχε λογική συνοχή.  Γενικά ο Αιτητής μας έκανε καλή εντύπωση και δεχόμαστε ότι τα όσα ανέφερε στο Δικαστήριο ότι έλαβαν χώρα κατά τον επίδικο χρόνο είναι η αλήθεια, πλην των όσων αναφέρουμε ανωτέρω.     

 

            Για όλα τα πιο πάνω, δεχόμαστε ότι την 24/3/16 ο κ.Τόπακας επανειλημμένα ρώτησε τον Αιτητή για το ποια παραγγελία έκανε, ότι τον ειρωνεύτηκε, ότι ο Αιτητής εκνευρίστηκε, ότι πέταξε στο έδαφος έναν άδειο κύλινδρο που βρισκόταν εκεί, ότι συνέχισε να εργάζεται κανονικά, ότι ρωτήθηκε την 19/4/16 για το συμβάν από την κ.Ιωάννου, ότι ο Αιτητής εργάστηκε κανονικά την 20 και 21 Απριλίου και ότι απολύθηκε την 21/4/16 εφόσον ολοκλήρωσε την εργασία του για εκείνη την ημέρα.  Δεχόμαστε επίσης ότι ο Αιτητής δεν παρουσίαζε σοβαρά προβλήματα στη συμπεριφορά του εφόσον, πλην της μίας επιστολής που του δόθηκε περί τα 3 χρόνια πριν απολυθεί, δεν του δόθηκε ξανά άλλη επιστολή.  Μάλιστα, στην εν λόγω επιστολή, Τεκμήριο 14, αναφέρεται ότι εάν ο Αιτητής συνέχισε να «εξαπολεί βαριές κατάρες και αισχρολογίες» θα λαμβάνονταν αυστηρά μέτρα εναντίον του κάτι που δεν έγινε.  

 

            Οι λόγοι που δικαιολογούν την απόλυση εργοδοτουμένου και κατά συνέπεια απαλλάσσουν τον εργοδότη από την καταβολή οποιασδήποτε αποζημίωσης, αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 5 του Νόμου.  Σύμφωνα με το άρθρο 5 (ε) και (στ) του Νόμου:

 

«5. Τερματισμός απασχολήσεως δι΄ οιονδήποτε των ακολούθων λόγων δεν παρέχει δικαίωμα εις αποζημίωσιν:

             (α)  ………………………………

             (β)  ………………………………

             (γ)  ………………………………

             (δ)  ………………………………

(ε)  όταν ο εργοδοτούμενος επιδεικνύη τοιαύτην διαγωγήν ώστε να  καθιστά εαυτόν υποκείμενον εις απόλυσιν άνευ προειδοποιήσεως:

Νοείται ότι όταν ο εργοδότης δεν ασκή το δικαίωμά του προς απόλυσιν εντός λογικού χρονικού διαστήματος από του γεγονότος το οποίον του παρέσχε το δικαίωμα τούτο, θεωρείται ούτος ως εγκαταλείψας το δικαίωμά του να απολύση τον εργοδοτούμενον· 

(στ) άνευ επηρεασμού της γενικότητος της αμέσως προηγουμένης παραγράφου, τα ακόλουθα δύνανται, μεταξύ άλλων, να αποτελέσωσι λόγον απολύσεως άνευ προειδοποιήσεως, λαμβανομένων υπ΄ όψιν όλων των περιστατικών της περιπτώσεως:

(i)  διαγωγή εκ μέρους του εργοδοτουμένου η οποία καθιστά σαφές ότι η σχέσις εργοδότου και εργοδοτουμένου δεν δύναται ευλόγως να αναμένεται όπως συνεχισθή·

(ii)  διάπραξις σοβαρού παραπτώματος υπό του εργοδοτουμένου εν τη εκτελέσει των καθηκόντων του·

(iii)  διάπραξις ποινικού αδικήματος υπό του εργοδοτουμένου εν τη εκτελέσει του καθήκοντός του, άνευ της ρητής ή σιωπηράς συγκαταθέσεως του εργοδότου του·

(iv)  απρεπής διαγωγή του εργοδοτουμένου κατά τον χρόνον της εκτελέσεως των καθηκόντων του·

(v)  σοβαρά ή επαναλαμβανομένη παράβασις ή παραγνώρισης κανόνων της εργασίας ή άλλων κανόνων εν σχέσει προς την απασχόλησιν.»

 

            Για να κριθεί η νομιμότητα της απόλυσης του Αιτητή, θα πρέπει να ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις των εδαφίων (ε) και (στ) του άρθρου 5 του Νόμου.  Το κριτήριο για το δικαιολογημένο ή μη της απόλυσης ενός εργοδοτούμενου είναι το εύλογο της κατάληξης του εργοδότη, ως λογικού εργοδότη, να προβεί στον τερματισμό της απασχόλησης του εργοδοτούμενου υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις για το συγκεκριμένο λόγο βάσει των ενώπιόν του στοιχείων.  Το κριτήριο είναι αντικειμενικό και δεν εξαρτάται από την υποκειμενική κρίση του εργοδότη, ως λέχθηκε σε σωρεία αποφάσεων (βλ. Κακοφεγγίτου v. Κυπριακές Αερογραμμές Λτδ (2005) 1Β Α.Α.Δ. 1478, Kynigos Hotels Ltd v. Χρίστου (2004) 1Α Α.Α.Δ. 665, Galatariotis Telecommunications Ltd v. Βασιλείου (2003) 1 Α.Α.Δ. 318, Γεωργίου ν. Columbia World Wide Movers Ltd, Πολ. Εφ. 103/12, ημερ. 7/7/17[1] και L. Papaphilippou & Co v. Λουκά (2014) 1Β Α.Α.Δ. 1193[2])

 

      Η εργασιακή σχέση είναι σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης και ο τερματισμός της δικαιολογείται όταν η συμπεριφορά του εργοδοτούμενου ήταν τέτοια που κλόνισε τη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ εργοδότη και εργοδοτούμενου ώστε να καθίσταται για τον εργοδότη αδύνατη η συνέχισή της.  Για τη διατήρηση του κλίματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ του εργοδότη και του εργοδοτούμενου, ο δεύτερος έχει την υποχρέωση να τηρεί καλόπιστη συμπεριφορά και οφείλει να επιδεικνύει την πρέπουσα διαγωγή και σεβασμό προς τη διεύθυνση και την προσωπικότητα του εργοδότη και των προϊσταμένων του και οφείλει να αποφεύγει οποιαδήποτε συμπεριφορά που θα μπορούσε να επηρεάσει το κύρος και να προσβάλει την προσωπικότητα του εργοδότη του.[3]  Στην υπόθεση Pattikis a.a. v. The Municipal Committee of Nicosia (1988) 1 C.L.R. 103 το Ανώτατο Δικαστήριο επισήμανε ότι η σχέση εργασίας θα πρέπει να βασίζεται στην ύπαρξη ενός κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο μερών. 

 

      Καμία διαγωγή ή συμπεριφορά εκ μέρους του εργοδοτούμενου η οποία δεν ενέχει το στοιχείο του σοβαρού παραπτώματος, δεν είναι δυνατό να λεχθεί ότι δικαιολογεί τον άμεσο και χωρίς προειδοποίηση τερματισμό της απασχόλησής του από τον εργοδότη του κατ’ εφαρμογή και του άρθρου 5 του Νόμου.  (Βλ. Κασάπη ν. Technoplastics Ltd 1 A.A.Δ. (1992) 919).  Όπως λέχθηκε στην Kynigos Hotels Ltd (ανωτέρω) ένα μεμονωμένο περιστατικό δε δικαιολογεί άμεσο τερματισμό, αφού συνεπεία αυτού ο εργοδοτούμενος χάνει τη δουλειά του, ίσως και τη σταδιοδρομία του.  Όπως προκύπτει και από την υπόθεση Constantinidou v. F. W. Woolworth & Co. (Cyprus) Ltd. (1980) 1 C.L.R. 302 ένα μεμονωμένο επεισόδιο για να δικαιολογήσει απόλυση θα πρέπει να συνδέεται με σοβαρές συνέπειες και επιπτώσεις.  Από την απόφαση Kanika Developments Ltd v. Λουκά (2004) 1Α Α.Α.Δ. 603, αναδύεται το γεγονός ότι η απόλυση πρέπει να είναι το έσχατο μέτρο στο οποίο μπορεί να καταλήξει ο εργοδότης, το οποίο πρέπει να ασκείται με φειδώ.  Το ερώτημα που πρέπει να τίθεται είναι κατά πόσον ήταν λογικό ο εργοδοτούμενος να έχανε τη δουλειά του, ίσως και τη σταδιοδρομία του.  Για την απάντηση του εν λόγω ερωτήματος θα πρέπει να σταθμίζονται από τη μία η επιλήψιμη συμπεριφορά του εργαζομένου, το εργασιακό περιβάλλον, η σταδιοδρομία, τα προτερήματα και οι αδυναμίες του εργαζομένου και από την άλλη οι ανάγκες του εργοδότη.  Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Pattikis a.a. (ανωτέρω) η σημασία της εργασίας στη ζωή του ανθρώπου έχει αναγνωριστεί ως πολύ σημαντική για την ευημερία του ίδιου του ανθρώπου.

 

Η αγγλική νομολογία αναγνωρίζει ότι ο εργαζόμενος συνήθως δεν απολύεται για την πρώτη πειθαρχική παράβαση και αυτό προκύπτει και μέσα από τα λεχθέντα του Lord Denning στην απόφαση Retarded Childrens Aid Society v Day [1978] 1CR 437 όπου αναφέρθηκε ότι: «good sense and reasonable that in the ordinary way for a first offence you should not dismiss a man on the instant without any warning or giving him a further chance».  Επίσης, στην αγγλική υπόθεση Taylor v. Parsons Peebles NEI Bruce Peebles Limited [1981] IRLR 119 όπου στους κανονισμούς του εργοδότη υπήρχε πρόνοια ότι, σε περίπτωση καβγά, θα δικαιολογείτο απόλυση, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι, παρόλο που ο εργοδοτούμενος υπέπεσε στο συγκεκριμένο παράπτωμα, η απόλυσή του ήταν παράνομη αφού έλαβε υπόψη μεταξύ άλλων και τα 20 και πλέον χρόνια της υπηρεσίας του εργαζόμενου και ανέφερε ότι η κάθε περίπτωση εξετάζεται βάση των δικών της χαρακτηριστικών. Όπως αναφέρει ο Duggan[4] στο σύγγραμμά του: «The seriousness of the offence will be dependant on factors such as the impact of the employer’s business, the effect upon safety of the employee and fellow workers or clients, whether the nature of the offence makes the employment relationship impossible and upon whether there are any mitigating factors which means that dismissal is not the appropriate sanction».  

 

            Όπως αναφέρεται σε σωρεία αποφάσεων, δεν υπάρχει κανόνας ο οποίος να καθορίζει το βαθμό της επιλήψιμης συμπεριφοράς.  Το Δικαστήριο οφείλει να εξετάζει την κάθε περίπτωση στα πλαίσια των δικών της γεγονότων ώστε να αποφασίζει κατά πόσο η συγκεκριμένη συμπεριφορά ήταν τόσο σοβαρή και στο βαθμό που θα δικαιολογείτο η απόλυση.  Το Δικαστήριο οφείλει επίσης να λάβει υπόψη του όλες τις συνθήκες που περιβάλλουν την εργατική διαφορά καθώς επίσης και την προηγούμενη υπηρεσία και συμπεριφορά των μερών.  Προτού ο εργοδότης καταλήξει στην τελική του απόφαση θα πρέπει να λάβει υπόψη του όλες τις περιστάσεις που περιβάλλουν τη συγκεκριμένη περίπτωση συμπεριλαμβανομένων και αυτών που αφορούν το πρόσωπο του υπό απόλυση εργοδοτούμενου.  Τέτοιες περιστάσεις, μεταξύ άλλων, είναι για παράδειγμα η προηγούμενη συμπεριφορά του εργοδοτούμενου, η ευδόκιμη υπηρεσία του, τυχόν εξήγηση που έδωσε για τη συμπεριφορά, τις πράξεις ή παραλείψεις του, τυχόν πρόθεσή του για τέλεση συγκεκριμένης πράξης ή παράλειψη και το είδος των καθηκόντων που του εμπιστεύθηκε ο εργοδότης. 

 

Περαιτέρω, σημειώνουμε ότι με βάση την επιφύλαξη του άρθρου 5(ε) του Νόμου ένας εργοδότης οφείλει να ασκήσει τυχόν δικαίωμά του να απολύσει ένα εργοδοτούμενο εντός λογικού χρόνου από του γεγονότος που του παρέσχε το δικαίωμα.  Νομολογιακά, η παράλειψη του εργοδότη να ασκήσει τυχόν δικαίωμά του να απολύσει εργοδοτούμενο για ένα σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα θεωρείται ως εγκατάλειψη του εν λόγω δικαιώματος.  Στην υπόθεση Thanos Hotels Ltd v. Ανδρέου (2002) 1(Β) Α.Α.Δ. 1000, αποφασίστηκε ότι ο χρόνος που παρήλθε από το τελευταίο κατ’ ισχυρισμό παράπτωμα του εργοδοτούμενου (19/5/98) ορθά κρίθηκε πως δεν μπορούσε να θεμελιώσει λόγο απόλυσης του στις 5/10/98 εφόσον το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως λογικό χρονικό διάστημα για την άσκηση του δικαιώματος απόλυσης κατά τα προβλεπόμενα στην επιφύλαξη του άρθρου 5(ε) του Νόμου.[5]  Επιπλέον στην υπόθεση L´UNION NATIONALE (Tourism & Sea Resorts) Ltd v. Αγαθοκλέους (2000) 1 Α.Α.Δ. 2117, κρίθηκε ότι η πάροδος σχεδόν ενός μηνός από την επίδειξη απρεπούς συμπεριφοράς από τον εργοδοτούμενο μέχρι την απόλυσή του ήταν πέραν του λογικού χρόνου εντός του οποίου θα έπρεπε να ασκηθεί από τους εργοδότες το δικαίωμα απόλυσης. 

 

Δεν μπορεί να κριθεί δικαιολογημένη οποιαδήποτε απόλυση για παρελθόντες λόγους, έστω και σοβαρούς, εκτός εάν ο λόγος που επέφερε τη ρήξη της εργασιακής σχέσης είναι από μόνος του τόσο σοβαρός που να μπορεί να δικαιολογήσει απόλυση, πλην της περίπτωσης που νέο παράπτωμα επιβεβαιώνει συγκεκριμένη συστηματική συμπεριφορά του εργοδοτουμένου μετά που δόθηκαν σοβαρές προειδοποιήσεις.  Σε αντίθετη περίπτωση, εργαζόμενοι οι οποίοι υπέπεσαν σε παραπτώματα στο παρελθόν, θα κινδύνευαν εις αεί να απολυθούν για παρελθόντες λόγους με αποτέλεσμα να παρατείνεται επ’ αόριστο η αβεβαιότητα σε σχέση με την παραμονή τους στην εργασία τους.

 

      Η νομολογία, δεν παραλείπει να επισημαίνει ότι οι κυριότερες υποχρεώσεις του συνετού εργοδότη κατά την άσκηση του δικαιώματος της απόλυσης, συνδέονται με την τήρηση μιας σωστής διαδικασίας, όπου υπάρχει πλήρης σεβασμός των δικαιωμάτων του εργαζομένου προτού ληφθεί η απόφαση για απόλυσή του.  Το δικαίωμα ακρόασης στον εργοδοτούμενο παρέχεται κυρίως για να δοθεί σε αυτόν η δυνατότητα να ανατρέψει τα όσα του καταλογίζονται.  Περαιτέρω, η άμεση επαφή εργοδότη-εργοδοτούμενου μπορεί να συμβάλει στην αποκατάσταση του κλίματος εμπιστοσύνης που για κάποιο λόγο διαταράχθηκε και έτσι να αποφευχθεί η λήψη του μέτρου της απόλυσης.  Το εν λόγω δικαίωμα του εργοδοτούμενου δεν είναι απόλυτο, αφού στις περιπτώσεις όπου τα γεγονότα είναι αδιαμφισβήτητα ή ομολογούνται από τον εργοδοτούμενο η εν λόγω συζήτηση μπορεί να παραλειφθεί εφόσον δεν θα μπορούσε να επηρεάσει το αποτέλεσμα.  Το άρθρο 7 του Κυρωτικού Νόμου της Σύμβασης περί του Τερματισμού Απασχόλησης του 1985 Νόμου, Ν.45/85, έχει ως εξής: «Η απασχόληση εργαζομένου δεν πρέπει να τερματίζεται για λόγους σχετιζόμενους με τη συμπεριφορά του ή την εργασία του πριν να του δοθεί η δυνατότητα να υπερασπίσει τον εαυτό του από τις καταγγελίες που έχουν διατυπωθεί σε βάρος του, εκτός αν δεν μπορεί λογικά να αναμένεται από τον εργοδότη να του δώσει αυτή τη δυνατότητα».  Καθώς αναφέρεται στην υπόθεση Κακοφεγγίτου (ανωτέρω) «στη διαπίστωση του ευλόγου της απόφασης για απόλυση είναι που έχει τη θέση της η αρχή του άρθρου 7 καθ’ όσον συμπέρασμα βασισθέν σε στοιχεία, όσο αδιάσειστα και αν φαίνονται, που δεν έχουν απαντηθεί από τον υπάλληλο με την προβολή και της δικής του θέσης υπόκεινται σε ανάλογη αδυναμία και αμφιβολία».  Η τήρηση της σωστής διαδικασίας αποβλέπει και στην προστασία του δικαιώματος εργασίας του εργαζομένου.  Τούτο συμβαδίζει και με τα ακόλουθα που λέχθηκαν στη σελ. 607 στην υπόθεση Kanika Developments Ltd (ανωτέρω), ήτοι ότι «πρέπει πάντως να λαμβάνει κανείς πάντοτε υπόψη και το ότι ο περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμος, με τον οποίο ρυθμίζονται αυτές οι σχέσεις, είναι νομοθέτημα κοινωνικού περιεχομένου που αποβλέπει στην προστασία του δικαιώματος εργασίας, δικαίωμα που αποτελεί σημαντική σύγχρονη κατάκτηση».

 

            Ο λόγος απόλυσης καθώς και η λογικότητα της απόλυσης εργοδοτουμένου κρίνεται και περιορίζεται στη βάση των τιθέμενων ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχείων, επί των οποίων ο εργοδότης στήριξε κατά τον ουσιώδη χρόνο την απόφασή του.  Οποιαδήποτε νέα στοιχεία περιήλθαν εκ των υστέρων σε γνώση του εργοδότη και δεν είχε ενώπιόν του κατά το χρόνο λήψης της απόφασης για απόλυση[6] ή οποιαδήποτε γεγονότα ακολούθησαν την απόλυση δεν μπορούν να κρίνουν το νόμιμο ή μη της απόλυσης, όσο σοβαρά και αν φαίνονται.[7] 

 

            Προκύπτει λοιπόν το ερώτημα κατά πόσο η ενέργεια της Εργοδότριας Εταιρείας να προβεί στον άμεσο τερματισμό των υπηρεσιών του Αιτητή είναι νόμιμη και δικαιολογημένη.  Καθοδηγούμενο λοιπόν το Δικαστήριο από το Νόμο και τη νομολογία, στην προκειμένη περίπτωση θα πρέπει να διαπιστώσει κατά πόσο, ο Αιτητής επέδειξε τέτοια διαγωγή ώστε να καθιστά τον εαυτό του υποκείμενο σε απόλυση και ότι η σχέση εργοδότη και εργοδοτούμενου δεν μπορούσε να συνεχιστεί και σε περίπτωση απόδειξης τέτοιας διαγωγής το κατά πόσο η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν επίσης εύλογη. (Βλ. Κακοφεγγίτου (ανωτέρω)).   

 

            Λόγω της απόρριψης της μαρτυρίας που προσκόμισαν οι Καθ’ ων η αίτηση σε σχέση με τη συμπεριφορά και διαγωγή που επέδειξε ο Αιτητής που τους οδήγησε να λάβουν την απόφαση για τερματισμό των υπηρεσιών του, η Εργοδότρια Εταιρεία απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης που την βάρυνε και να αποδείξει ότι υπό τις περιστάσεις ενήργησε εύλογα ως ένας λογικός εργοδότης και ότι νόμιμα και δικαιολογημένα απέλυσε τον Αιτητή, εφόσον δεν αποδείχθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου πραγματικά γεγονότα που να δικαιολογούν την απόλυση του Αιτητή και δεν έχει καταδειχθεί η από μέρους του Αιτητή διάπραξη σοβαρού παραπτώματος που να δικαιολογεί την απόλυσή του.  Είναι συνεπώς κατάληξή μας ότι η Εργοδότρια Εταιρεία δεν τερμάτισε νόμιμα την απασχόληση του Αιτητή.  Λαμβάνουμε υπόψη ότι το συμβάν δεν διεξήχθη ενώπιον οποιουδήποτε πελάτη ή ξένου προσώπου προς τους Καθ’ ων η αίτηση, ότι αυτή η συμπεριφορά δεν έβλαψε τα συμφέροντα της Εργοδότριας Εταιρείας και δεν εκδηλώθηκε ξανά στο παρελθόν και ότι ο Αιτητής εκτελούσε ικανοποιητικώς τα καθήκοντά του για 16 και πλέον χρόνια επιδεικνύοντας διαγωγή που δεν ανάγκασε τους Καθ’ ων η αίτηση να του επιστήσουν την προσοχή του πλην μίας φοράς τρία χρόνια πριν.  Είναι πάγια νομολογημένο, ως αναφέρουμε ανωτέρω, ότι η απόλυση είναι το έσχατο μέτρο που πρέπει να λαμβάνεται, χωρίς να παραγνωρίζουμε βέβαια ότι τα η συμπεριφορά που επέδειξε ο Αιτητής ήταν ανάρμοστη και μεμπτή και δικαιολογούσε χορήγηση προειδοποίησης.  Όπως άλλωστε αναφέρει ο Selwyn[8] στο σύγγραμμά του«When considering conduct which results from the interaction of human personalities, it is necessary to apply the standards of ordinary people, not those of the angels»Παρόμοια προσέγγιση ακολουθήθηκε στην υπόθεση Εκδοτικός Οίκος Δίας Λτδ ν. Κογιά (2006) 1Β Α.Α.Δ. 1227 όπου τα γεγονότα, ως αναφέρονται στις σελ. 1229-1230 της εν λόγω υπόθεσης ήταν τα εξής:       

 

                     «Ο … (εφεσίβλητος) είχε προσληφθεί από τον Εκδοτικό Οίκο ΔΙΑΣ ΛΤΔ (η εφεσείουσα) ως αθλητικός συντάκτης στην εφημερίδα … την οποία εξέδιδε η εφεσείουσα, ενώ ταυτόχρονα προσέφερε τις υπηρεσίες του και στο ραδιοφωνικό σταθμό … ο οποίος ανήκε και αυτός στην εφεσείουσα. Από τις αρχές του 1990 ο εφεσίβλητος είχε προαχθεί στη θέση του προϊστάμενου του αθλητικού τμήματος του “Ράδιο …” και του τηλεοπτικού σταθμού …, έχοντας επτά αθλητικογράφους κάτω από τις οδηγίες του.

 

                     Στις 21/8/2003 γύρω στις 5.00 μ.μ. ο Διευθυντής Ειδήσεων της εφεσείουσας ζήτησε από τον εφεσίβλητο να ετοιμάσει ένα αθλητικό πρόγραμμα που αφορούσε τη β΄ κατηγορία του ιταλικού ποδοσφαιρικού πρωταθλήματος, για να προβληθεί την ίδια μέρα από το τηλεοπτικό σταθμό του …. Ο εφεσίβλητος έδωσε οδηγίες στον αθλητικογράφο … του τμήματος του να ετοιμάσει το πρόγραμμα και ταυτόχρονα έδωσε οδηγίες σε ένα άλλο υφιστάμενο του, τον … να βοηθήσει τον …. Ο … όταν άκουσε τις οδηγίες του εφεσίβλητου αντέδρασε λέγοντας στον εφεσίβλητο “Ασχολούμαστε με έτσι θέματα και δεν ασχολούμαστε με πιο σοβαρά”. Ακολούθησε μια λογομαχία, με τον … να λέει στον εφεσίβλητο ότι δεν κάμνει καλά τη δουλειά του, ότι δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες του, ότι δεν στήνει πόδι εκεί που πρέπει και ότι ενώ αυτός (…) έτρεχε έξω για να βρει θέματα, ο εφεσίβλητος καθόταν πίσω από το γραφείο του χωρίς να κάμνει τίποτε και έπαιζε πιλόττα. Ακολούθησε η πιο κάτω στιχομυθία μεταξύ του εφεσίβλητου και του …:

 

                     “Εφεσίβλητος: Μα ποιος νομίζεις ότι είσαι ρε … εσύ;

                      …: Καλύτερα να μην με μάθεις περισσότερο.

                      Εφεσίβλητος: Επειδή δεν έχεις αρχίδια και είσαι ένα μουνί.”

 

                     Ο … ακολούθως βγήκε έξω από το γραφείο του εφεσίβλητου και επέστρεψε αμέσως μετά για να ακολουθήσει η πιο κάτω στιχομυθία:

 

                     “…: Τι είμαι ρε;

                      Εφεσίβλητος: Ναι ρε είσαι ένα μουνί.”

 

                     Τότε ο … επιτέθηκε και κτύπησε τον εφεσίβλητο στο στόμα. Ο …, ο οποίος ήταν παρών στη σκηνή, προσπάθησε να συγκρατήσει τον … για να μην ξανακτυπήσει τον εφεσίβλητο και έτσι έπεσαν και οι τρεις στο δάπεδο. Η διένεξη τερματίστηκε με την είσοδο του …, ο οποίος τράβηξε έξω από το γραφείο τον … . Ο τελευταίος φεύγοντας ανέφερε στον εφεσίβλητο “Σήμερα είναι το τέλος σου, όπου και αν πας είσαι τελειωμένος”.

 

                     Μετά τη λήξη του επεισοδίου ο εφεσίβλητος μετέβη στο Νοσοκομείο και ακολούθως επέστρεψε στο γραφείο του. Την επομένη ο αρχισυντάκτης της εφεσείουσας … του τηλεφώνησε και του ανακοίνωσε την άμεση απόλυση του και ότι δεν χρειαζόταν να προσέλθει στην εργασία του το Σαββατοκυρίακο. Ο … τον πληροφόρησε επίσης ότι στις 25/8/2003 είχε διευθετηθεί συνάντηση με το Διευθυντή Προσωπικού της εφεσείουσας ... , για να του δοθεί επίσημα η επιστολή της απόλυσής του. Στις 25/8/2003 ο εφεσίβλητος μετέβη στο γραφείο του Διευθυντή Προσωπικού  … , ο οποίος του επέδωσε επιστολή ημερομηνίας 25/8/2003 στην οποία αναφερόταν ότι:

 

                     “Με την παρούσα σας πληροφορούμε ότι οι υπηρεσίες σας τερματίζονται από σήμερα 25/8/2003 λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς. …."»

 

Το βασικό ερώτημα το οποίο εξέτασε το Ανώτατο Δικαστήριο, μετά που το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε την απόλυση του εφεσίβλητου παράνομη ήταν το κατά πόσο η συμπεριφορά του εφεσίβλητου ισοδυναμούσε με συμπεριφορά η οποία θα δικαιολογούσε την απόλυσή του, χωρίς δικαίωμα αποζημίωσης και ανέφερε τα ακόλουθα στις σελ. 1231- 1232:

 

 «Οι προεκτάσεις του πιο πάνω άρθρου έχουν εξεταστεί σε αριθμό υποθέσεων από τα κυπριακά Δικαστήρια. Στην υπόθεση ΚΕΜ (ΤΑΧΙ) LTD v. Tryphonos (1969) 1 C.L.R. 52, ο εφεσίβλητος εργαζόταν ως οδηγός ταξί της εφεσείουσας εταιρείας. Κατά τη διάρκεια διαδρομής από τη Λευκωσία στη Λεμεσό, το ταξί που οδηγούσε μεταφέροντας τουρίστες για να επιβιβασθούν σε πλοίο για να αναχωρήσουν από την Κύπρο, υπέστη μηχανική βλάβη και ακινητοποιήθηκε. Ο εφεσίβλητος το επιδιόρθωσε και στην προσπάθεια του να μεταφέρει τους τουρίστες έγκαιρα για να μην χάσουν το πλοίο, υπερέβη το όριο ταχύτητας και καταγγέλθηκε από την Αστυνομία. Μετά τη μεταφορά των τουριστών στο λιμάνι ο εφεσίβλητος μετέβη στα γραφεία της εταιρείας στη Λεμεσό, όπου μέσα στο γραφείο της εταιρείας και στην παρουσία τρίτων προσώπων μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν και γυναίκες ανέφερε δυνατά,

 

“Γαμώ το Θεόν σας, γαμώ την Παναγία σας. Τα αυτοκίνητα ας μείνουν μαύρα και σκοτεινά που την κελλέν τους για αυτοκίνητα ........ Εγώ για να πάω δουλειάν άλλην φοράν πρέπει να μου δώσουν άλλο αυτοκίνητο.”

 

Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών αποφάνθηκε ότι ο τερματισμός των υπηρεσιών του εφεσίβλητου ήταν αδικαιολόγητος. Στην έφεση που ασκήθηκε το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση, σημειώνοντας ότι η συμπεριφορά του εφεσίβλητου μέσα στο χώρο αναμονής των επιβατών της εφεσείουσας, άφηνε να νοηθεί ότι τα οχήματα της εταιρείας ήταν ανασφαλή και σε συνδυασμό με τη χυδαία (vulgar) γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε, δικαιολογούσαν τον τερματισμό των υπηρεσιών του χωρίς προειδοποίηση.

 

Το ίδιο θέμα εξετάστηκε και σε άλλες υποθέσεις στις οποίες τονίστηκε ότι το μέτρο της άμεσης απόλυσης είναι ένα ιδιαίτερα δραστικό μέτρο και θα πρέπει να επιστρατεύεται μόνο σε σοβαρές περιπτώσεις. …

 

Τα γεγονότα στην παρούσα περίπτωση διαφοροποιούνται από εκείνα της απόφασης ΚΕΜ (ΤΑΧΙ) LTD v. Tryphonos (πιο πάνω). Και τούτο γιατί ο εφεσίβλητος εκτελώντας εντολές ενός ανωτέρου είχε μεταφέρει τις πιο πάνω εντολές στον υφιστάμενο του …. Ο τελευταίος αρνήθηκε να τις εκτελέσει και ως αποτέλεσμα της στιχομυθίας που επακολούθησε, ο … επιτέθηκε και κτύπησε τον εφεσίβλητο. Σημειώνουμε ότι το επεισόδιο έλαβε χώρα μέσα στο γραφείο του εφεσίβλητου ενώπιον ενός μόνο συναδέλφου. Χωρίς να παραγνωρίζουμε ότι τα λόγια που λέχθηκαν από τον εφεσίβλητο ήταν μειωτικά για τον … και μπορούσαν να θεωρηθούν ως πρόκληση, εντούτοις δεν ισοδυναμούσαν με συμπεριφορά η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει στην άμεση απόλυση του εφεσίβλητου.

 

Αναφορικά με την εισήγηση ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την εκδοχή του εφεσίβλητου, ότι το πρόσωπο το οποίο επιτέθηκε και χειροδίκησε ήταν ο … και όχι ο εφεσίβλητος, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι έχουμε εξετάσει την εισήγηση μέσα στα πλαίσια της αξιολόγησης της μαρτυρίας που έχει δοθεί και δεν έχουμε πεισθεί ότι συντρέχει λόγος επέμβασής μας».

 

      Σημειώνουμε ότι σε περίπτωση που δεχόμασταν τη θέση των Καθ’ ων η αίτηση πάλι δεν θα δικαιολογείτο ο άμεσος τερματισμός των υπηρεσιών του Αιτητή εφόσον οι Καθ’ ων η αίτηση δεν προχώρησαν στη λήψη άμεσων μέτρων εντός λογικού χρόνου από του γεγονότος που οι ίδιοι θεωρούσαν ότι τους παρείχε το δικαίωμα και περίμεναν περί τον ένα μήνα για να απολύσουν τον Αιτητή.  Μάλιστα δεν γνωστοποίησαν οτιδήποτε προς τον Αιτητή μέχρι τρεις περίπου ημέρες πριν να τον απολύσουν.  Όπως αναφέρουμε ανωτέρω, η παράλειψη του εργοδότη να ασκήσει τυχόν δικαίωμά του να απολύσει εργοδοτούμενο για ένα σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα θεωρείται ως εγκατάλειψη του εν λόγω δικαιώματος.  Το γεγονός ότι ο Αιτητής απουσίαζε κάποιες ημέρες με άδεια ασθενείας δεν αλλάζει τα πιο πάνω, ούτε επειδή απουσίαζε κάποιος ανώτερος από την εργασία του ή είχε πολλές υποχρεώσεις, εφόσον εάν οι Καθ’ ων η αίτηση θεωρούσαν τόσο σοβαρή, επικίνδυνη και ακραία τη συμπεριφορά του Αιτητή και ότι αυτή κλόνισε ανεπανόρθωτα τη σχέση εργασίας δεν θα τον άφηναν να εργαστεί κανονικά για τόσες ημέρες και μάλιστα χωρίς να του αναφέρουν οτιδήποτε, όπως αναφέρουμε ανωτέρω. 

           

Ομόφωνα λοιπόν καταλήγουμε ότι ο εργοδότης δεν ενήργησε ως λογικός εργοδότης και ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν απέσεισαν το βάρος απόδειξης που τους βαρύνει και κατ’ επέκταση οι Καθ΄ ων η αίτηση δεν κατάφεραν να αποδείξουν οποιοδήποτε λόγο που με βάση το άρθρο 5(ε) και (στ) του Νόμου θα δικαιολογούσε τον άμεσο τερματισμό της απασχόλησης του Αιτητή.  Συνεπώς, ο Αιτητής δικαιούται σε αποζημιώσεις συμφώνα με το Νόμο.    

 

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Νόμου όπως τροποποιήθηκε από τον Ν.92/79, όταν εργοδότης τερματίσει παράνομα την απασχόληση εργοδοτουμένου που έχει απασχοληθεί συνεχώς από αυτόν επί 26 τουλάχιστον εβδομάδες, ο εργοδοτούμενος έχει δικαίωμα σε αποζημίωση που υπολογίζεται σύμφωνα με τον Πρώτο Πίνακα του Νόμου.  Σύμφωνα με τον Πρώτο Πίνακα του Νόμου το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών έχει απόλυτη διακριτική εξουσία για το επιδικασθησόμενο ποσό.  Κατά τον υπολογισμό όμως του επιδικασθησομένου τούτου ποσού το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών δέον να λάβει υπόψη του, μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:

 

(α)        Τα ημερομίσθια και πάσας τας άλλας απολαβάς του εργοδοτουμένου˙

(β)        την διάρκειαν της υπηρεσίας του εργοδοτουμένου˙

(γ)        την απώλειαν προοπτικής σταδιοδρομίας του  εργοδοτουμένου˙

(δ)        τας πραγματικάς συνθήκας του τερματισμού των υπηρεσιών του εργοδοτουμένου˙

(ε)        την ηλικίαν του εργοδοτουμένου.

 

Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ως προς το ποσό της αποζημίωσης που θα επιδικάσει κρίνεται με βάση τα ενώπιόν του τιθέμενα πραγματικά γεγονότα.  Σε καμία περίπτωση, το Δικαστήριο δεν μπορεί να στηριχθεί σε υποθέσεις για να καταλήξει σε εύλογα συμπεράσματα.  Σημειώνουμε ότι η αποζημίωση δεν μπορεί ούτε να υπερβεί τα ημερομίσθια δύο ετών (παράγραφος 3 του Πρώτου Πίνακα του Νόμου) και ούτε να είναι μικρότερη του ποσού που θα ελάμβανε ο εργοδοτούμενος αν είχε κηρυχθεί ως πλεονάζων (παράγραφος 2 του Πρώτου Πίνακα του Νόμου). 

 

Στην υπόθεση Εκδοτικός Οίκος Δίας Δημόσια Λτδ ν. Παπαχριστοδούλου (2006) 1 Α.Α.Δ. 625, στη σελ. 630, τονίστηκε ότι: «Σύμφωνα με τον πρώτο πίνακα του Ν.24/67 …. το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών έχει απόλυτη διακριτική εξουσία να επιδικάσει οποιοδήποτε ποσό κρίνει πρέπον».  Περαιτέρω, στην υπόθεση Louis Tourist Agency Ltd ν. Ηλία (1992) 1 Α.Α.Δ. 98, 105 λέχθηκε ότι: «Η υλική ζημιά την οποία υφίσταται από τον τερματισμό ο εργοδοτούμενος είναι αναμφίβολα παράγοντας σχετικός, αλλά όχι ο μόνος ο οποίος λαμβάνεται υπόψη.  Η διαγωγή των μερών είναι άλλος σχετικός παράγοντας, όπως συνάγεται από την παράγραφο 4 (δ) του Πίνακα».

 

Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη όλους τους παράγοντες που απαριθμούνται στην παράγραφο 4 του Πρώτου Πίνακα του Νόμου και στο άρθρο 3 του Νόμου, για τους οποίους ακούσαμε και αξιολογήσαμε μαρτυρία, όπως τις απολαβές του Αιτητή τις οποίες αναφέρουμε ανωτέρω, τη διάρκεια της υπηρεσίας του η οποία είναι παραδεκτή, τις πραγματικές συνθήκες τερματισμού, το ότι κατά τον επίδικο χρόνο ήταν 59 ετών, κρίνουμε υπό τις περιστάσεις εύλογο να επιδικάσουμε ως αποζημίωση το ποσό των €15,741.37 που αντιστοιχεί με απολαβές 41 ½  εβδομάδων. 

 

Εκδίδεται ομόφωνα απόφαση υπέρ του Αιτητή και εναντίον των Καθ΄ ων η αίτηση για €15,741.37, με νόμιμο τόκο.  Επιδικάζονται υπέρ του Αιτητή και εις βάρος των Καθ’ ων η αίτηση έξοδα όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

(Υπ.) …………………………………………

         Χ. Παπαγεωργίου, Δικαστής.

(Υπ.) ...............................................           (Υπ.) ..................................................

              Ζ. Αποστόλου,  Μέλος                                      Κ. Γιασουμής, Μέλος.

ΠΙΣΤΟΝ  ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1]Στην εν λόγω υπόθεση αναφέρθηκαν τα εξής: «Επί της ουσίας της επίδικης διαφοράς το ερώτημα αφορά το εύλογο της απόφασης των εφεσιβλήτων να τερματίσουν την εργοδότηση του εφεσείοντα, έχοντας το βάρος να αποδείξουν, επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, ότι ενήργησαν υπό τις περιστάσεις ως λογικός εργοδότης (Κακοφεγγίτου, ανωτέρω).  Το εύλογο της συμπεριφοράς ενός εργοδότη κρίνεται εξ αντικειμένου με μέτρο το «λογικό εργοδότη».  Εάν κανένας λογικός εργοδότης δεν θα απέλυε, υπό τέτοιες περιστάσεις, τον εργαζόμενο, τότε πρόκειται για αδικαιολόγητη απόλυση.  Εάν όμως ένας λογικός εργοδότης μπορούσε να τον απολύσει, τότε η απόλυση είναι δικαιολογημένη, όπως ετέθη από τον Lord Denning Μ.R. στην British Leyland (UK) Ltd v. Swing (1981) 1 RLR 91, 93 και υιοθετήθηκε στην L. Papaphilippou, ανωτέρω».        

[2] Στην εν λόγω υπόθεση λέχθηκαν τα ακόλουθα: «Όπως, δε, έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί, η λογικότητα ή μη της απόλυσης δεν κρίνεται με βάση το τι το δικάσαν Δικαστήριο θα έκανε αν ήταν στη θέση του εργοδότη.  Αντί αυτού, το Δικαστήριο θα πρέπει να ρωτήσει τον εαυτό του κατά πόσον, με το μέτρο του λογικού εργοδότη, στοιχειοθετήθηκαν λογικές αιτίες σε σχέση με την πεποίθησή του ότι ο εργοδοτούμενος υπήρξε ένοχος ανάρμοστης συμπεριφοράς και κατά πόσο η διερεύνηση του ζητήματος από τον εργοδότη ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογη …».  

[3] Ιωάννης Δ. Κουκιάδης , Εργατικό Δίκαιο, Γ’ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2005, σελ. 562-563.

[4] Michael Duggan, Unfair Dismissal, Law, Practice & Guidance, 1999, σελ. 181.

[5] Σχετική είναι επίσης η υπόθεση Κυπριανού & Σία ν. Πετρίδη (2007) 1(Α) Α.Α.Δ. 607. 

[6] Στην υπόθεση Ιακωβίδης ως Εκκαθαριστής της Eurocypria Airlines Ltd v. Σουρουλλά, Πολ. Εφ. 188/12, ημερ, 20/11/18, αναφέρθηκε ότι: «Με βάση τη νομολογία, λοιπόν, το εύλογο ή όχι της κατάληξης του εργοδότη, ο οποίος φέρει το βάρος να αποδείξει το δικαιολογημένο της απόλυσης επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, συναρτάται με τα στοιχεία που αυτός είχε ενώπιον του κατά το χρόνο της απόλυσης, στα οποία θα πρέπει να περιλαμβάνονται και οι όποιες θέσεις του αιτητή. Να αναφέρουμε εδώ, παρενθετικά, ότι για τον κανόνα αναφορικά με την αξιολόγηση του εύλογου της έρευνας του εργοδότη και της κατάληξης του περί ύπαρξης μεμπτής συμπεριφοράς, σχετική είναι η υπόθεση British Home Stores Ltd v Burchell [1978] IRLR 379, EAT.  Η εστίαση της νομολογίας στην απόφαση απόλυσης που λαμβάνει ο εργοδότης κατά τον ουσιώδη χρόνο, υπό το φως των περιστάσεων που έχει υπόψη του, σημαίνει ότι στοιχεία που έρχονται στο φως μετά την απόλυση δεν μπορούν να επηρεάσουν το ζήτημα της νομιμότητας της».

[7] Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Halsbury’s Laws of England, 4η έκδοση, Vol. 16 (1B), σελ. 103, παρ. 645: «It is a central principle of unfair dismissal law that the fairness of a dismissal should be determined on the facts as known to the employer at the time of dismissal.  In contrast to the common law on wrongful dismissal, an employer cannot rely on subsequently discovered facts, especially misconduct by the employee, to justify a dismissal that was unfair on the facts known at the time».

[8] Ν. M. Selwyn, Selwyn’s Law of Employment, 14th έκδοση, σελ. 385.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο