ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Ι. Α. Χατζητζιοβάννη, Προέδρου

Ντ. Ντεμιρτζιάν και Κ. Χριστοδούλου, Μελών

 

 

Αρ. Υπόθεσης: 285/2020

 

Μεταξύ:

ΜΙΧΑΛΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΔΗΣ

Αιτητής

  -και-

 

ΓΚΑΡΑΖ ΤΑΚΗ Α. ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ ΛΤΔ

Καθ’ ων η αίτηση

 

Ημερομηνία: 29η Ιουλίου, 2024

 

Εμφανίσεις:

Για τον Αιτητή: κ. Ε. Νικολετόπουλος

Για τους Καθ’ ων η αίτηση: κ. Ζ. Νικολάου

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Είναι η θέση του Αιτητή, όπως προβάλλει μέσα από τους γενικούς λόγους της Αίτησης, ότι οι Καθ’ ων η αίτηση τερμάτισαν αμέσως και παρανόμως τις υπηρεσίες του προβάλλοντας αυθαίρετους και/ή αναληθείς λόγους με πρόφαση την κατ’ ισχυρισμό «καθημερινή και χωρίς ειδοποίηση αδικαιολόγητη απουσία από την εργασία» και/ή της συμπεριφοράς του. Ότι ο τερματισμός των εργασιών του υπό συνθήκες και/ή προφάσεις με τις οποίες έλαβε χώρα καθίστα την απόλυση του παράνομη και αναίτια. Στη βάση αυτή διεκδικεί: (α) αποζημιώσεις λόγω παράνομου τερματισμού της απασχόλησης του και/ή παράνομης απόλυσης δυνάμει γραπτής ειδοποίησης ημερομηνίας 13.4.2020, (β) Παν ωφέλημα το οποίο δικαιούται δυνάμει του Νόμου και/ή των Συλλογικών Συμβάσεων και/ή της Ατομικής Σύμβασης Εργασίας του (γ) τόκο προς 3,5% επί παντός επιδικασθησομένου ποσού, (δ) Νόμιμο Τόκο (ε) έξοδα πλέον ΦΠΑ.

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση, με τους γενικούς λόγους εμφάνισης, αρνούνται και απορρίπτουν τις εναντίον τους αξιώσεις ισχυριζόμενοι ότι νόμιμα και δικαιολογημένα τερμάτισαν την απασχόληση του Αιτητή δια τους λόγους που περιέχονται στην επιστολή απόλυσης ημερ. 13.4.2020. Ισχυρίζονται ότι ενώ τον Μάρτιο 2020 προέβησαν σε μερική αναστολή των εργασιών τους λόγω της πανδημίας το Covid-19 που είχε ως αποτέλεσμα την αναστολή της εργασίας κάποιων από τους εργοδοτούμενους τους, μεταξύ των οποίων και ο Αιτητής, στις 4.4.2020 επικοινωνώντας με τον Αιτητή και καλώντας τον να επιστρέψει στην εργασία του άμεσα, καθώς προέκυψαν ανάγκες που καθιστούσαν απαραίτητη την παρουσία του, αυτός αρνήθηκε λέγοντας ότι δεν τον συμφέρει οικονομικά να επιστρέψει. Επικοινωνώντας εκ νέου μαζί του στις 6.4.2020 και πάλι ο Αιτητής αρνήθηκε επικαλούμενος τους ίδιους λόγους. Αφού προειδοποίησαν τον Αιτητή ότι σε περίπτωση άρνησης θα υποστεί τις ανάλογες συνέπειες και θα απολυθεί, ο Αιτητής δεν εμφανίστηκε και ούτε έδωσε οποιοδήποτε λόγο για την απουσία του με αποτέλεσμα μία βδομάδα μετά να τερματίσουν την απασχόληση του.

 

Το άρθρο 6(1) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου Ν.24/67, όπως διαμορφώθηκε από τον Τροποποιητικό Νόμο Ν.6/73 (ο «Νόμος»), καθιερώνει νόμιμο μαχητό τεκμήριο υπέρ του εργοδοτούμενου δυνάμει του οποίου: «...ο υπό εργοδότου τερματισμός απασχολήσεως τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ως μη γενόμενος δια τινά των εν τω άρθρω 5 εκτιθεμένων λόγων», δηλαδή των λόγων που καθιστούν νόμιμη και δικαιολογημένη την απόλυση και δεν παρέχουν στον εργοδοτούμενο δικαίωμα αποζημίωσης.

 

Συνεπώς, στους Καθ’ ων η αίτηση απόκειται να ανατρέψουν το καθιερωμένο από το Νόμο μαχητό τεκμήριο και να αποδείξουν ότι δικαιολογημένα τερμάτισαν την απασχόληση του Αιτητή για τους λόγους που επικαλούνται. Προς ανατροπή του νόμιμου αυτού τεκμηρίου κατέθεσε ο Διευθυντής των Καθ’ ων η αίτηση κ. Ανδρέας Κυριακίδης ενώ ο Αιτητής υποστήριξε την υπόθεση του με την προσωπική του μαρτυρία. Παράλληλα κατατέθηκαν ως Τεκμήρια τρία έγγραφα, στα οποία θα αναφερθούμε πιο κάτω κατά την παράθεση και αξιολόγηση της μαρτυρίας.

 

Προτού όμως συνοψίσουμε την προσαχθείσα μαρτυρία, θα ήταν χρήσιμο, για σκοπούς πλαισίωσης της υπόθεσης, να παραθέσουμε τα παραδεκτά και/ή αδιαμφισβήτητα γεγονότα, όπως αυτά προκύπτουν από τις έγγραφες προτάσεις, τις δηλώσεις των μερών και το ενώπιον μας μαρτυρικό υλικό, που είναι τα ακόλουθα:

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης η οποία κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ασχολείτο στο χώρο της μηχανουργίας αυτοκινήτων γνωστό και ως «Γκαράζ».

Ο Αιτητής προσελήφθη στην υπηρεσία των Καθ’ ων η αίτηση στις 8.9.2003 και εργάστηκε ανελλιπώς ως μηχανικός αυτοκινήτων μέχρι τις 13.4.2020 που η απασχόληση του τερματίστηκε με επιστολή ιδίας ημερομηνίας το περιεχόμενο της οποίας παραθέτουμε:

 

«……………………………………..

Θέμα: Τερματισμός απασχόλησης με άμεση ισχύ

 

Δια της παρούσης σας πληροφορούμε ότι η διεύθυνση της εταιρείας αποφάσισε όπως προβεί σε άμεσο τερματισμό της απασχόλησης σας που είχε ημερομηνία έναρξης 8.9.2003.

 

Οι λόγοι για τους οποίους η διεύθυνση οδηγήθηκε στην πιο πάνω απόφαση είναι οι εξής:

 

1)    Ενώ η εταιρεία μπήκε σε σχέδιο μερικής απασχόλησης του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων λόγω πανδημίας, αρνηθήκατε να προσέλθετε στην εργασία σας γιατί όπως αναφέρετε, μετά από τηλεφωνική μας επικοινωνία στις 4.4.2020, δεν σας συνέφερε να εργάζεστε για το 40% που θα κατέβαλε η εταιρεία μας, πλέον του 60% που εισπράττετε από το Κράτος.

 

Αυτή η συμπεριφορά φέρει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα της εταιρείας καθώς και τις σχέσεις εργασίας των υπολοίπων υπαλλήλων της εταιρείας.

 

2)    Εδώ και καιρό δεν προσέρχεστε στην εργασία μας καθημερινά χωρίς ειδοποίηση και χωρίς την προσκόμιση οποιουδήποτε αποδεικτικού χαρτιού για το λόγο απουσίας σας.

 

Με βάση τον περί Τερματισμού Απασχόλησης Νόμο, η εταιρεία σας καταβάλλει τα ακόλουθα εκπληρώνοντας όλες τις υποχρεώσεις της προς το πρόσωπο σας αναφορικά με την καταβολή ημερομισθίων που αφορούν την περίοδο προειδοποίησης η οποία βασίζεται στην περίοδο υπηρεσίας σας σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία. Καταβολή ημερομισθίων αντί προειδοποίησης 8 βδομάδων €3.169,60

 

……………»

 

Με επιστολή των δικηγόρων του ημερ. 28.4.2020 (Τεκ.2) ο Αιτητής διαφώνησε με την πιο πάνω απόφαση θέτοντας τον τερματισμό της απασχόλησης του ως παράνομο και στηριζόμενο επί προφανώς αναληθών λόγων, οι οποίοι από μόνοι τους συνιστούν και αποκαλύπτουν παράβαση της Νομοθεσίας, καθώς ο ίδιος ουδέποτε αρνήθηκε να προσέλθει στην εργασία του χωρίς εύλογη αιτία και βεβαίως ουδέποτε η βιωσιμότητα της εταιρείας ετέθη σε κίνδυνο από τον ίδιο ως αναφέρεται στην επιστολή τους. 

 

Στην εν λόγω επιστολή οι Καθ’ ων η αίτηση απάντησαν με επιστολή του δικηγόρου τους ημερ. 11.5.2020 (Τεκ.3) επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά τους λόγους που προβάλλονται στην επιστολή απόλυσης.

 

Προς ολοκλήρωση του παραδεκτού πλαισίου της υπόθεσης αναφέρουμε ότι οι τελευταίες ακαθάριστες μισθολογικές απολαβές του Αιτητή για σκοπούς του Νόμου υπολογίζεται στα €444,20 εβδομαδιαίως συμπεριλαμβανομένου 13ου μισθού.

 

Ο κ. Κυριακίδης, με τη γραπτή κατάθεση του, ουσιαστικά επανέλαβε τα όσα οι Καθ’ ων η αίτηση διατυπώνουν στους γενικούς λόγους εμφάνισης. Ειδικότερα, λόγω της έξαρσης της πανδημίας Covid-19, τον Μάρτιο 2020 η Κυβέρνηση είχε εκδώσει διατάγματα για κλείσιμο των επιχειρήσεων, με εξαίρεση αυτές που προσέφεραν ουσιώδεις υπηρεσίες και έπρεπε να εργάζονται με μειωμένο προσωπικό. Ισχυρίστηκε ότι οι Καθ’ ων η αίτηση περιλαμβάνονταν στις επιχειρήσεις που προσέφεραν ουσιώδεις υπηρεσίες και έπρεπε να παραμείνουν ανοικτές. Εν όψει τούτου και λόγω μειωμένου όγκο εργασιών, οι Καθ’ ων η αποφάσισαν την μερική αναστολή των εργασιών τους, με αποτέλεσμα ένας αριθμός υπαλλήλων να παραμείνει στο σπίτι και να πληρώνεται εξ ολοκλήρου από το κράτος, ενώ όσοι παρέμειναν στην εργασία τους πληρώνονταν μέρος του μισθού τους από την εταιρεία και μέρος από το κράτος. Επίσης, ότι κατέστησαν σαφές σε όσους από τους υπαλλήλους παρέμειναν στο σπίτι με αναστολή των εργασιών τους, ότι σε περίπτωση που ο όγκος εργασιών του συνεργείου αυξανόταν, θα ήταν υποχρεωμένοι να προσέλθουν στην εργασία τους. Αρχές Απριλίου 2020 παρουσιάστηκε αυξημένος όγκος εργασιών στο συνεργείο και χρειάστηκε να προσέλθει στην εργασία του ακόμη ένας μηχανικός. Προτίμησαν, καθώς ανέφερε, τον Αιτητή ο οποίος ήταν έμπειρος και γνώστης της δουλειάς του. Το Σάββατο 4.4.2020, αφού επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον Αιτητή και τον κάλεσε να προσέλθει αμέσως στο συνεργεία να εργαστεί καθώς είχε προκύψει εργασία που θα έπρεπε επειγόντως να διεκπεραιωθεί, ο Αιτητής του ανέφερε ότι δεν επρόκειτο να επιστρέψει διότι δεν τον συνέφερε οικονομικά.  Του υπενθύμισε ότι δεν ήταν δικαίωμα του να αποφασίσει αν θα έπρεπε να προσέλθει ή όχι στην εργασία του και ότι ήταν υποχρεωμένος να το πράξει και να παρουσιαστεί αμέσως στο συνεργείο. Την Δευτέρα 6.4.2020, όταν ο Αιτητής δεν παρουσιάστηκε στην εργασία του, τον πήρε τηλέφωνο και του είπε ξανά ότι θα έπρεπε να προσέλθει στο συνεργείο να αναλάβει δουλειά, προειδοποιώντας τον ταυτόχρονα ότι σε περίπτωση άρνησης θα θεωρούσαν ότι εγκατέλειψε αδικαιολόγητα την εργασία του και θα τον απέλυαν. Ο Αιτητής δεν έδωσε καμία απάντηση εάν θα πήγαινε ή όχι. Ενώ για μία ολόκληρη βδομάδα ανέμεναν ότι ο Αιτητής θα αντιλαμβανόταν το καθήκον του και θα επέστρεφε στην εργασία του εν τούτοις και πάλι δεν υπήρξε καμία ανταπόκριση. Εν τέλει αντιλαμβανόμενοι ότι ο Αιτητής δεν θα επέστρεφε στην εργασία του, αποφάσισαν να τερματίσουν την απασχόληση του, λόγω της αδικαιολόγητης απουσίας του και της απαράδεκτης συμπεριφοράς που επέδειξε ως προς την εκτέλεση των καθηκόντων του όταν η εταιρεία τον είχε ανάγκη. Έτσι, στις 13.4.2020 του παρέδωσαν την επιστολή απόλυσης. Ισχυρίστηκε ότι ο Αιτητής διατηρούσε και δική του δουλειά σε σπίτι συγγενικού του προσώπου και ότι αυτός ήταν ακόμη ένας λόγος που αρνήθηκε να προσέλθει στην εργασία του.

 

Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι στο σχέδιο μερικής αναστολής εργασιών εντάχθηκαν όλοι οι υπάλληλοι της εταιρείας και ότι ως εργοδότες είχαν το δικαίωμα, κάθε φορά που παρίστατο ανάγκη, να καλούν τους εκτός υπηρεσία υπαλλήλους να επιστρέψουν στη δουλειά τους. Για το θέμα ασθενείας της συζύγου του Αιτητή επέμενε ότι του γνωστοποιήθηκε για πρώτη φορά μετά την απόλυση του Αιτητή από την ίδια τη σύζυγο του. Αρνήθηκε ότι στις 6.4.2020 ενημερώθηκε από τον Αιτητή για την κατά-σταση της συζύγου του κι ότι αυτός του ζήτησε να μην προσέλθει στην εργασία του τις δύο επόμενες βδομάδες για να ξεκαθαρίσει το ζήτημα της πανδημίας, λέγοντας ότι αν υπήρχε αυτή η συνομιλία δεν θα ευρίσκονταν στο Δικαστήριο. Παραδέχθηκε ότι στις 13.4.2020 ζήτησε από τον Αιτητή να περάσει από την εταιρεία για να πάρει το μικρό φιλοδώρημα που συνήθιζαν να δίνουν στο προσωπικό πριν το Πάσχα και ότι μαζί με αυτό του δόθηκε η επιστολή απόλυσης και οκτώ ισόποσες επιταγές ως προειδοποίηση, την παραλαβή των οποίων ο Αιτητής επιβεβαίωσε με την υπογραφή του. Επέμενε ότι τα τελευταία τουλάχιστον δέκα χρόνια που ο Αιτητής εργαζόταν στην εταιρεία, διατηρούσε δικό του γκαράζ μαζί με τον αδελφό του. Επίσης ότι η απόλυση του δεν έγινε γι’ αυτό το γεγονός αλλά επειδή αρνήθηκε να προσέλθει στην εργασία του ως όφειλε. Στο στάδιο της επανεξέτασης διευκρίνισε ότι πλην του γεγονότος ότι ο Αιτητή αρνήθηκε να προσέλθει στην εργασία του, η εταιρεία δεν είχε άλλο λόγο να προχωρήσει στην απόλυση του. Επίσης ότι ο Αιτητής δεν του προσκόμισε οποιοδήποτε ιατρικό πιστοποιητικό για την ασθένεια της συζύγου του. 

 

Ο Αιτητής, με τη γραπτή κατάθεση του, ισχυρίστηκε ότι καθ’ όλη την διάρκεια της απασχόλησης του ήταν αφοσιωμένος στο καθήκον του, ήταν επιμελής, τυπικός στην ώρα εργασίας του και ενεργούσε πάντοτε σύμφωνα με τις οδηγίες και τις εντολές του προϊσταμένου του. Παραδεχόμενος ότι κατά τον χρόνο της πανδημίας τόσο ο ίδιος όσο και άλλοι υπάλληλοι της Εταιρείας παρέμειναν εκτός εργασίας, ισχυρίστηκε ότι η σύζυγος του κατά τον επίδικο χρόνο μέχρι και σήμερα, πάσχει από αυτοάνοσο δερματικό λύκο και ενέπιπτε στις ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού. Ότι κατά την τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τον κ. Κυριακίδη στις 6.4.2020, ο τελευταίος γνωρίζοντας την κατάσταση τα υγείας της συζύγου του, του ζήτησε να μην εμφανιστεί για εργασία τις επόμενες δύο εβδομάδες μέχρι να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα με την πανδημία. Στις 13.4.2020 δέχθηκε νέο τηλεφώνημα από τον κ. Κυριακίδης για να μεταβεί στην Εταιρεία να παραλάβει το δώρο του Πάσχα που συνήθιζε να καταβάλλει στους υπαλλήλους. Το απόγευμα της ιδίας μέρας μεταβαίνοντας εκεί, ο κ. Κυριακίδης του ανέφερε ότι δεν τον χρειαζόταν πλέον και τον απέλυσε με τη δικαιολογία ότι αρνήθηκε το σχέδιο, κάτι που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Αρνήθηκε τη θέση του κ. Κυριακίδη ότι διατηρούσε δικό του γκαράζ κατά την εργοδότηση του και ισχυρίστηκε ότι για πρώτη φορά άνοιξε δικό του γκαράζ στην Αλάμπρα στο τέλος του 2021.    

 

Αντεξεταζόμενος επέμενε στη θέση του ότι ενημέρωσε τον κ. Κυριακίδη για το πρόβλημα που αντιμετώπιζε η σύζυγος του όταν μπήκε το πρώτο locked down και είχαν κλείσει οι επιχειρήσεις. Αρνήθηκε ότι δέχθηκε τηλεφώνημα από τον κ. Κυριακίδη στις 4.4.2020 με σκοπό να επιστρέψει στην εργασία του και ισχυρίστηκε ότι του τηλεφώνησε για πρώτη φορά στις 6.4.2020 και του είπε, αφού έχει πρόβλημα η γυναίκα σου να μείνεις δύο βδομάδες σπίτι. Διαφώνησε με τα όσα ο κ. Κυριακίδης ισχυρίστηκε ότι στις 6.4.2020 του τηλεφώνησε για να επιστέψει στην εργασία του λέγοντας ότι δεν είναι αλήθεια. Ενώ ισχυρίστηκε ότι άνοιξε δικό του γκαράζ στην Αλάμπρα στα τέλη του 2021, ωστόσο ανέφερε ότι το πατρικό του σπίτι είναι στην Αλάμπρα και ότι σχόλαγε από την εταιρεία και πήγαινε στο πατρικό του σπίτι. Επίσης ότι έχει αδέλφια και πατέρα, ότι ο ίδιος απλά πήγαινε σπίτι, δεν υπήρχε γκαράζ, απλά υπήρχε υπόστεγο που ασχολείτο ο πατέρας του και ο αδελφός του.

 

Ανάλυση - Συμπέρασμα

 

Είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσαμε με ιδιαίτερη προσοχή τόσο τον μάρτυρα των Καθ’ ων η αίτηση όσο και τον Αιτητή να καταθέτουν ενώπιον του Δικαστηρίου και με την ίδια προσοχή εξετάσαμε και τη μαρτυρία τους, έχοντας συνεχώς κατά νου τις έγγραφες προτάσεις, το σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας, τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα που αφορούν την υπόθεση καθώς και τα επιχειρήματα των ευπαιδεύτων συνηγόρων.

 

Δεν έχουμε την παραμικρή αμφιβολία ότι τα όσα με σταθερότητα, απλότητα και σαφήνεια κατάθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου ο κ. Κυριακίδης, ανταποκρίνονται πλήρως προς την αλήθεια. Επί της ουσίας, η μαρτυρία του δεν κλονίστηκε κατά την αντεξέταση του και παρέμεινε σταθερή και αξιόπιστη μέχρι τέλους. Σε αντίθεση με τον κ. Κυριακίδη, ο Αιτητής δεν άφησε τις καλύτερες δυνατές εντυπώσεις στο Δικαστήριο. Η μαρτυρία του καλύπτεται από ουσιαστικές αντιφάσεις και ανακρίβειες και, τουλάχιστον στα σημαντικά της μέρη αυτοαναιρείται. Ειδικότερα:

 

Η θέση του Αιτητή ότι στις 6.4.2020 έλαβε τηλεφώνημα από τον κ. Κυριακίδη, ο οποίος γνωρίζοντας την κατάσταση με τη υγεία της συζύγου του, η οποία ανήκε στις ευπαθείς ομάδες, του ανέφερε να μην παρουσιαστεί για εργασία τις επόμενες δύο βδομάδες, μέχρι να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα με την πανδημία, δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ένας τέτοιος ισχυρισμός δεν συνάδει με τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν σε κατοπινό στάδιο και που οδήγησαν στην απόλυση του Αιτητή. Εύλογα λοιπόν προκύπτει το ερώτημα, γιατί οι Καθ’ ων η αίτηση να τερματίσουν την απασχόληση του, αν όντως, όπως αυτός ισχυρίζεται, το μόνο που λέχθηκε στις 6.4.2020 ήταν να μην παρουσιαστεί στη δουλειά του για τους λόγους που επικαλείται; Το μόνο λογικό συμπέρασμα που προκύπτει συνάδει με τις ανάλογες θέσεις των Καθ’ ων η αίτηση όπως αποτυπώνονται στην επιστολή απόλυση (Τεκ.1) και υποστηρίζονται από την μαρτυρία του κ. Κυριακίδη. Ότι δηλαδή ζητήθηκε από τον Αιτητή να επιστρέψει στην εργασία του και αυτός αρνήθηκε, με τη δικαιολογία ότι δεν τον συμφέρει να εργάζεται για το 40% που θα λάμβανε από την Εταιρεία, πλέον το 60% που εισέπραττε από το Κράτος. Επιπρόσθετα, ένας τέτοιος ισχυρισμός δεν υποστηρίζεται ούτε και από το περιεχόμενο της επιστολής ημερ. 28.4.2020 (Τεκ.2) που ο ίδιος απέστειλε στους Καθ’ ων η αίτηση μέσω των δικηγόρων του αμέσως μετά την απόλυση του, αλλά ούτε και από τους γενικούς λόγους της Αίτησης. Καμία αναφορά δεν γίνεται στην εν λόγω επιστολή (Τεκ.2) και στους γενικούς λόγους της Αίτησης για το πρόβλημα που αντιμετώπιζε η σύζυγός του και για όσα διημείφθησαν μεταξύ αυτού και του κ. Κυριακίδη κατά την τηλεφωνική επικοινωνία που είχαν στις 6.4.2020. Το γεγονός ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί του Αιτητή προβλήθηκαν για πρώτη φορά στο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας δίνει επίρρωση στις θέσεις των Καθ’ ων η αίτηση ως προς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τερματίστηκε η απασχόληση του Αιτητή και οδηγούν αβίαστα στο συμπέρασμα ότι τα όσα αυτός προέβαλε στο Δικαστήριο αποτελούν προϊόν δεύτερης σκέψης.   

 

Επισημαίνεται επίσης ότι με την επιστολή (Τεκ.2) που αποτελεί απάντηση στην επιστολή απόλυσης, δεν αμφισβητείται ούτε και ο ισχυρισμός του κ. Κυριακίδη ότι επικοινώνησε με τον Αιτητή στις 4.4.2020 και ακολούθως στις 6.4.2020 για να τον καλέσει να επιστρέψει στη δουλειά του λόγω αύξησης του όγκου εργασιών στο συνεργείο. Από την άλλη σε καμία περίπτωση δεν τέθηκε υπό αμφισβήτηση η θέση των Καθ’ ων η αίτηση ότι σε περίπτωση αύξησης του όγκου εργασιών στο συνεργείο είχαν κάθε δικαίωμα να καλέσουν ανά πάσα στιγμή τους υπαλλήλους, που είχαν ενταχθεί στο σχέδιο μερικής αναστολής, να επιστρέψουν στην εργασία τους.  

 

Εν όψει όλων των πιο πάνω, η μαρτυρία του Αιτητή δεν γίνεται αποδεχτή και απορρίπτεται σε όσα σημεία είναι αντίθετη με την ανάλογη μαρτυρία του κ. Κυριακίδη. Αποδεχόμαστε λοιπόν, ότι η μαρτυρία το κ. Κυριακίδη αποδίδει πλήρως την αλήθεια και ανάλογα είναι και τα ευρήματα του Δικαστηρίου.

 

Οι λόγοι που δικαιολογούν την απόλυση εργοδοτούμενου και κατ’ επέκταση απαλλάσσουν τον εργοδότη από την καταβολή οποιασδήποτε αποζημίωσης, αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 5 του Νόμου. Στα εδάφια (ε) και (στ) του συγκεκριμένου άρθρου προβλέπονται τα ακόλουθα:

 

«5. Τερματισμός απασχολήσεως δι’ οιονδήποτε των ακολούθων λόγων δεν παρέχει δικαίωμα εις αποζημίωσίν:

 

(α) …………………………………………………………………………………………………………

(β).........................................................................................................................

(γ).........................................................................................................................

(δ).........................................................................................................................

 

(ε) Όταν ο εργοδοτούμενος επιδεικνύη τοιαύτην διαγωγήν ώστε να καθιστά εαυτόν υποκείμενον εις απόλυσιν άνευ προειδοποιήσεως.

 

Νοείται ότι όταν ο εργοδότης δεν ασκεί το δικαίωμα του προς απόλυσιν εντός λογικού χρονικού διαστήματος από του γεγονότος το οποίον του παρέσχε το δικαίωμα τούτο, θεωρείται ούτος ως εγκαταλείψας το δικαίωμα του να απολύση τον εργοδοτούμενον.

 

(στ) Άνευ επηρεασμού της γενικότητας τη αμέσως προηγούμενης παραγράφου, τα ακόλουθα δύνανται, μεταξύ άλλων, να αποτελέσωσι λόγον απολύσεως άνευ προειδοποιήσεως, λαμβανομένων υπ’ όψιν όλων των περιστατικών της περιπτώσεως:

 

(i)            διαγωγή εκ μέρους του εργοδοτουμένου η οποία καθιστά σαφές ότι η σχέσις εργοδότου και εργοδοτουμένου δεν δύναται ευλόγως να αναμένηται όπως συνεχισθή

(ii)           διάπραξιν σοβαρού παραπτώματος υπό του εργοδοτουμένου εν τη εκτελέσει των καθηκόντων του

(iii)          διάπραξιν ποινικού αδικήματος υπό του εργοδοτουμένου εν τη εκτελέσει του καθήκοντος του, άνευ της ρητής ή σιωπηράς συγκαταθέσεως του εργοδότη του

(iv)          απρεπής διαγωγή του εργοδοτουμένου κατά τον χρόνον της εκτελέσεως των καθηκόντων του 

(v)           σοβαρά ή επαναλαμβανομένη παράβασις ή παραγνώρισης κανόνων της εργασίας ή άλλων κανόνων εν σχέσει προς την απασχόλησιν.» 

 

Στην υπόθεση Κακοφεγγίτου v. Κυπριακών Αερογραμμών, (2005) 1 Α.Α.Δ. 1478, εξετάστηκε το ζήτημα του εφαρμοστέου κριτηρίου σε σχέση με το δικαιολογημένο ή μη της απόλυσης ενός εργοδοτούμενου, με αναφορά στην αγγλική υπόθεση British Leyland (U.K.) Ltd v. Swing (1981) 1RLR 91 (σ.93), όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα από τον Lord Denning Μ.R.:

 

«Τhe correct test is this:  Was it reasonable for the employers to dismiss him If no reasonable employer would have dismissed him, then the dismissal was unfair.  But if a reasonable employer might reasonably have dismissed him, then the dismissal was fair.  It must be remembered in all these cases there is a bank of reasonableness, within which one employer might reasonable take one view:  another quite reasonably take a different view».

 

(Σε ελεύθερη μετάφραση):

 

«Το ορθό κριτήριο είναι αυτό:  Ήταν λογικά αναμενόμενο από τον εργοδότη να τον απολύσει;  Εάν κανένας λογικός εργοδότης δεν θα τον απέλυε τότε η απόλυση είναι αδικαιολόγητη.  Αλλά εάν ένα λογικός εργοδότης μπορούσε να τον απολύσει τότε η απόλυση ήταν δικαιολογημένη. Θα πρέπει πάντα να έχουμε υπόψη μας ότι σε όλες τις περιπτώσεις υπάρχει μια γραμμή λογικής, στα πλαίσια της οποίας ένας εργοδότης μπορεί δικαιολογημένα να πάρει μια θέση και ένας άλλος εντελώς διαφορετική.»

 

Όπως, δε, κατ’ επανάληψη έχει νομολογηθεί, η λογικότητα ή μη της απόλυσης δεν κρίνεται με βάση το τι το δικάσαν Δικαστήριο θα έκανε αν ήταν στη θέση του εργοδότη. Αντί αυτού, το Δικαστήριο θα πρέπει να ρωτήσει τον εαυτό του κατά πόσο, με το μέτρο του λογικού εργοδότη, στοιχειοθετήθηκαν λογικές αιτίες σε σχέση με την πεποίθηση του ότι ο εργοδοτούμενος υπήρξε ένοχος ανάρμοστης συμπεριφοράς και κατά πόσο η διερεύνηση του ζητήματος από τον εργοδότη ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογη. Το σωστό επομένως κριτήριο που θα οδηγήσει το Δικαστήριο στην τελική του κρίση, είναι το εύλογο της κατάληξης του εργοδότη, ως λογικού εργοδότη, να προβεί στον τερματισμό της απασχόλησης ενός εργοδοτούμενου υπό συγκεκριμένες περιστάσεις και για συγκεκριμένο λόγο, έχοντας υπόψη ότι το βάρος στον εργοδότη είναι να αποδείξει τούτο επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Συνεπώς η απόλυση θα πρέπει να μπορεί να βρίσκεται μέσα στα πλαίσια των λογικών αντιδράσεων ενός λογικού εργοδότη - within the band of reasonable responses of a reasonable employer -. Διαφορετικά δεν θα είναι δικαιολογημένη (fair) αν προκύψει ότι ο μέσος λογικός εργοδότης δεν θα προχωρούσε στη απόλυση κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης (Galatariotis Tele/ cations Ltd v. Σωτήρη Βασιλείου (2003) 1 Α.Α.Δ. 318, Post Office v. Folley & HSBC Bank plc (formerly Midland Bank pcl) v. Madden [2001] 1 All ER 550, Κακοφεγγίτου (ανωτέρω), L. Papaphilippou & Co Ltd v. Δήμητρας Λουκά, (2014) 1 Α.Α.Δ. 1193, Μ. Γεωργίου ν. Columbia World Wide Movers Ltd, Πολ. Έφ. 103/2012 ημερ. 7.7.2017).

 

Η νομολογία δεν αρκείται στην αντικειμενική ύπαρξη και βαρύτητα κάποιου λόγου που θα ήταν ικανός από μόνος του να δικαιολογήσει την απόλυση, αλλά απαιτεί και την ανεπίληπτη τήρηση μιας «δίκαιης διαδικασίας» (“a fair procedure”) από πλευράς εργοδότη. Στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας, η πρώτιστη υποχρέωση του εργοδότη είναι να καλέσει τον εργοδοτούμενο και να ακούσει τις απόψεις του. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 7 του περί της Συμβάσεως περί του Τερματισμού Απασχολήσεως (Κυρωτικού) Νόμου, Ν.45/85,:

 

«Η απασχόληση εργαζομένου δεν μπορεί να τερματίζεται για λόγους σχετιζόμενους με την συμπεριφορά του ή την εργασία του πριν να του δοθεί η δυνατότητα να υπερασπίσει τον εαυτό του από τις καταγγελίες που έχουν διατυπωθεί σε βάρος του, εκτός αν δεν μπορεί λογικά να αναμένεται από τον εργοδότη να του δώσει αυτή τη δυνατότητα.»

 

Από το περιεχόμενο της εν λόγω διάταξης καθίσταται φανερό ότι η παροχή του δικαιώματος ακρόασης αποτελεί τον κανόνα. Δεν είναι όμως απόλυτο. Όπως είναι νομολογημένο, η γνωστοποίηση των λόγων της απόλυσης μπορεί ακόμη και να παραλειφθεί, αν ο εργαζόμενος είναι εκ των πραγμάτων σε θέση να γνωρίζει απόλυτα την κατηγορία και, γενικότερα, τους λόγους της απόλυσης (Roberts and Ellison v. Short Bros and Harlon Ltd (1976) EAT 318/1976). Όπως τέθηκε από τη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων στην απόφαση  West Midlands Cooperative Society Ltd v. Tipton (1986) W.C.R. 306, 316, η συζήτηση με τον εργοδοτούμενο μπορεί να παραλειφθεί μόνο εάν τα υπάρχοντα εναντίον του στοιχεία ομολογούνται από τον ίδιο ή είναι τόσο έκδηλα, ώστε να μη μπορούν αντικειμενικά να αμφισβητηθούν. Όπως, δε, εντοπίζεται στην Κακοφεγγίτου (ανωτέρω), στις σελίδες 1483-1484:

 

Στη διαπίστωση του εύλογου της απόφασης για απόλυση είναι που έχει τη θέση της η αρχή του άρθρου 7, καθ’ όσον συμπέρασμα βασισθέν σε στοιχεία, όσο αδιάσειστα και αν φαίνονται, που δεν έχουν απαντηθεί από τον υπάλληλο με την προβολή και της δικής του θέσης υπόκεινται σε ανάλογη αδυναμία και αμφιβολία.  Η παροχή της δυνατότητας στον υπάλληλο να υπερασπίσει τον εαυτό του και να προβάλει τη θέση του όμως δεν συναρτάται προς την τήρηση συγκεκριμένης διαδικασίας προνοούμενης σε κανονισμούς ή ταυτιζόμενης με πειθαρχικές διαδικασίες.  Είναι, όπως ορθά αντελήφθη το Δικαστήριο, θέμα ουσίας.»

 

Ο Νόμος, ως νομοθέτημα κοινωνικού περιεχομένου, αποβλέπει στην προστασία του δικαιώματος εργασίας. Συνακόλουθα, και ως αποτέλεσμα της ανάγκης για πλήρη σεβασμό των δικαιωμάτων εργοδοτούμενου προτού ληφθεί απόφαση απόλυσής του, είναι επιτακτική η υποχρέωση τήρησης μιας σωστής διαδικασίας, στα πλαίσια της οποίας και θα πρέπει να παραχωρείται στον εργοδοτούμενο το δικαίωμα να ακουστεί και να αναπτύξει τις θέσεις του. [βλ. L. Papaphilippou & Co Ltd (ανωτέρω)].

 

Εξετάζοντας το Δικαστήριο εάν και κατά πόσο ένας εργοδότης ενέργησε στα πλαίσια των λογικών αντιδράσεων ενός λογικού εργοδότης, οφείλει να εξετάζει την κάθε περίπτωση στα πλαίσια των δικών της γεγονότων. Οφείλει επίσης να λαμβάνει υπόψη και όλες τις περιστάσεις που περιβάλλουν τη συγκεκριμένη περίπτωση (the surrounding circumstances), περιλαμβανομένων και αυτών που αφορούν το πρόσωπο του υπό απόλυση εργοδοτούμενου, όπως, η προηγούμενη συμπεριφορά του, το είδος των καθηκόντων που του εμπιστεύθηκε ο εργοδότης, η ευδόκιμη και μακρά υπηρεσία του, η εξήγησε που έδωσε για την πράξη του, η πρόθεση του για την τέλεση της πράξης∙ κατά πόσο δηλαδή ήταν ηθελημένη και εσκεμμένη, η μεταμέλεια του κλπ. (Anderman,The Law of Unfair Dismissal3rd Edition p. 198, Δ. Ζερδελή, «Το δίκαιο της Καταγγελίας» 2η έκδοση σ.185).

 

Στην Pattikis v. Nicosia Municipal Committee (1988) 1 CLR 103, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η σχέση εργασίας θα πρέπει να βασίζεται στην ύπαρξη ενός κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο μερών. Οποιαδήποτε συμπεριφορά ασυμβίβαστη με το επίπεδό εμπιστοσύνης δίνει το δικαίωμα στον εργοδότη να τερματίσει την εργασιακή σχέση. Με δεδομένο βέβαια ότι το μέτρο της άμεσης απόλυσης είναι δραστικό μέτρο, αυτό θα πρέπει να λαμβάνεται μόνο σε ιδιαίτερες περιστάσεις. Ένα μεμονωμένο περιστατικό για να δικαιολογήσει απόλυση θα πρέπει να συνδέεται με σοβαρές συνέπειες και επιπτώσεις (βλ. Avghi Constantinidou v. F.W. Woolworth & Co (Cyprus) Ltd (1980) 1 CLR 302, Kanika Development Ltd v. Λουκά (2004) 1 ΑΑΔ 603, Κynigos  Hotels Ltd v. Γ. Χρίστου (2004) 1ΑΑ.Α.Δ.665, Εκδοτικός Οίκος Δίας Λτδ v. Γ. Κόγια (2006) 1 ΑΑΔ 1227). Νομολογιακά δεν τίθεται κανόνας που να καθορίζει τον βαθμό της επιλήψιμης συμπεριφοράς. Το δικαιολογημένο ή μη της απόλυσης ποικίλει ανάλογα με τη φύση της επιχείρησης και τη θέση που κατέχει ο εργοδοτούμενος.

 

Στη Demstar Information Group Ltd v. Ανδρέα Αναστασιάδη (2008) 1Β ΑΑΔ 1146, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η επίμονη άρνηση του εργοδοτούμενου να συμμορφωθεί με τις οδηγίες του εργοδότη του, συνιστά πλήγμα στην εμπιστοσύνη του εργοδότη προς τον εργοδοτούμενο που θα δικαιολογούσε τον πρώτο να απολέσει την εμπιστοσύνη του για τον δεύτερο στην εκτέλεση των καθηκόντων του. Η ανυπακοή του εργοδοτούμενου σε μια νόμιμη και λογική οδηγία, συνιστούσε, επίσης, περιφρόνηση και πλήρη αδιαφορία για τον τρόπο με τον οποίο ο εργοδότης ήθελε να εκτελείται η εργασία της εταιρείας, και έπληττε καίρια την εργασιακή τους σχέση. 

 

Στην KEM (Taxi) Ltd v. Anastasios Tryphonos (1968) 1 CLR 52 τονίστηκε ότι η σημασία της πειθαρχίας και σωστής συμπεριφοράς εκ μέρους των εργοδοτουμένων είναι οπωσδήποτε θεμελιώδης. Συναρτάται με την ίδια την επιτυχία ή αποτυχία της επιχείρησης. Το ερώτημα δε, μπορεί να τεθεί ως εξής: Αν γνώριζε ο εργοδότης ότι αυτή θα ήταν η συμπεριφορά του εργοδοτούμενου, θα συμφωνούσε να τον προσλάβει στην υπηρεσία του;

 

Στην Κασάπη ν. Technoplastics Ltd (1992) 1 Α.Α.Δ. 919, 925, έχει αποφασιστεί ότι η απουσία εργοδοτούμενου από την εργασία του, χωρίς δικαιολογημένη αιτία ή λόγο και πολύ περισσότερο χωρίς προηγούμενη άδεια αποτελεί παράβαση ουσιώδους όρου της σύμβασης εργασίας που δικαιολογεί με βάση το άρθρο 5(ε) και (στ) (ν) την απόλυση χωρίς προειδοποίηση.

 

Καθοδηγούμενο λοιπόν το Δικαστήριο από τον Νόμο και τη νομολογία, στην προκείμενη περίπτωση θα πρέπει να ερωτήσει τον εαυτό του κατά πόσο, στο μέτρο του λογικού εργοδότη, οι Καθ’ ων η αίτηση στοιχειοθέτησαν λογικές αιτίες για την πεποίθηση τους ότι ο Αιτητής υπήρξε ένοχος ανάρμοστης συμπεριφοράς και/ή σοβαρού παραπτώματος κα/ή υπέπεσε σε σοβαρή παράβαση ή παραγνώριση των κανόνων εργασίας του και/ή του καθήκοντος του σε σχέση με την απασχόληση του και/ή επέδειξε συμπεριφορά ασυμβίβαστη με το επίπεδο εμπιστοσύνης που πρέπει να καλλιεργείται στις σχέσεις εργοδότη και εργοδοτούμενου. Επίσης κατά πόσο η διερεύνηση του ζητήματος από τους Καθ’ ων η αίτηση, ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογη. Τονίζουμε ότι το κριτήριο είναι αντικειμενικό και σε καμία περίπτωση δεν εξαρτάται από την υποκειμενική κρίση του εργοδότη.

 

Θέτοντας τα γεγονότα της υπόθεσης υπό το πρίσμα των πιο πάνω αρχών θα πρέπει ευθύς εξαρχής να πούμε ότι η εν γένει συμπεριφορά του Αιτητή δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ως απαράδεχτη. Με τη μονομερή και αυθαίρετη απόφαση του να μην προσέλθει για εργασία, όταν κλήθηκε από τους Εργοδότες του, παρέβη ουσιώδους όρους της σύμβασης εργασίας του και έθετε ταυτόχρονα σε δοκιμασία την επιβαλλόμενη τάξη και πειθαρχία που ο κάθε λογικός εργοδότης απαιτεί να υπάρχει στην επιχείρηση του (βλ. Bowers, On Employment Law, Blackstone, 1991, p.204). Επίσης, με τις ενέργειες του, κατέδειξε την ηθελημένη και επίμονη άρνηση του να υπακούσει και συμμορφωθεί σε λογικές εντολές των Εργοδοτών του, που σκοπό είχαν τη σωστή και αποτελεσματικότητα λειτουργία του συνεργείου, επιδεικνύοντας πλήρη αδιαφορία στην υποχρέωση και το καθήκον του να προσέλθει για εργασία, αποφασίζοντας από μόνος του να πράξει αυτό που τον συνέφερε. Να παραμείνει δηλαδή στην οικία του και να πληρώνεται από το Κράτος χωρίς να εργάζεται. Εν ολίγοις, με τη συμπεριφορά και τις ενέργειες του κλόνισε την πίστη και εμπιστοσύνη των Καθ’ ων η αίτηση στο πρόσωπο του, σε βαθμό, που ο κάθε λογικός εργοδότης ήταν αδύνατο να ανεχτεί τη διατήρηση και συνέχιση της μεταξύ τους εργασιακής σχέσης.

 

Για όλα τα πιο πάνω, ομόφωνα καταλήγουμε ότι, με βάση τα ενώπιον τους στοιχεία, οι Καθ’ ων η αίτηση ενεργήσαν υπό τις περιστάσεις ως λογικές εργοδότες και ότι νόμιμα και δικαιολογημένα τερμάτισαν την απασχόληση του Αιτητή, ικανοποιώντας έτσι τους όρους του άρθρου 5 (ε) και (στ) του Νόμου.

 

Η Αίτηση απορρίπτεται με €1.500 έξοδα προς όφελος των Καθ’ ων η αίτηση και εις βάρος του Αιτητή.

 

                                                       (υπ)……………………………….……..…………

      Ι.Α. Χατζητζιοβάννης,  Πρόεδρος                                                                                                        

Ντ. Ντεμιρτζιάν, Μέλος

Κ. Χριστοδούλου, Μέλος

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο