ECLI:CY:DEDLEF:2023:4

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ – ΛΕΜΕΣΟΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Ε. Κωνσταντίνου, Δικαστή

                   Ι. Μαρκίδη       )

                   Ν. Καλαθά       )     Μελών 

                                                                                                      Αίτηση Αρ.: 32/21

 

ANA MORENO SEVILLANO

                                                                                                                        Αιτήτρια

και

 

CH. CENTRAL BALANCE LTD

                                                                                                                        Καθ’ ων η Αίτηση

----------------

Ταχείας Εκδίκασης κατόπιν διατάγματος Δικαστηρίου ημερομηνίας 15/03/2022

 

Ημερομηνία:  28 Μαρτίου, 2023

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για την Αιτήτρια: κα Χρ. Χατζηκωστή για Κώστα Π. Χατζηκωστή

Για τους Καθ’ ων η Αίτηση: κ. Χρ. Βγενοπούλου για

 Keane Vgenopoulou & Associates LLC

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

  

Οι Καθ’ ων η Αίτηση είναι ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και είναι ιδιοκτήτες και διαχειριστές ενός κέντρου που προσφέρει υπηρεσίες φυσιοθεραπείας και αποκατάστασης. Εντός του εν λόγω κέντρου λειτουργεί και ένα στούντιο που παρέχει προγράμματα γυμναστικής με τη μέθοδο πιλάτες (pilates). Το εν λόγω στούντιο παρέχει τόσο υπηρεσίες εκγύμνασης με την απλή μέθοδο πιλάτες όσο και υπηρεσίες εκγύμνασης/φυσιοθεραπείας και αποκατάστασης με τη μέθοδο του κλινικού πιλάτες.  Περαιτέρω οι Καθ’ ων η Αίτηση σε συνεργασία με ένα οργανισμό του εξωτερικού  παρέχουν εκπαιδευτικά προγράμματα στην Κύπρο για την εξασφάλιση διπλωμάτων διδασκαλίας της μεθόδου εκγύμνασης πιλάτες.

 

Η Αιτήτρια κατάγεται από την Ισπανία και ήρθε στην Κύπρο λόγω των επαγγελματικών υποχρεώσεων του συζύγου της. Η Αιτήτρια παρακολούθησε πρόγραμμα εκπαίδευσης για τη διδασκαλία εκγύμνασης με τη μέθοδο πιλάτες που παρείχαν οι Καθ’ ων η Αίτηση και στις 11/01/2019 οι Καθ’ ων η Αίτηση, μετά από αξιολόγηση της Αιτήτριας από εκπαιδεύτρια του εξωτερικού, εξέδωσαν πιστοποιητικό με το οποίο βεβαίωναν ότι η Αιτήτρια συμπλήρωσε επιτυχώς το πρόγραμμα εκπαίδευσης με τίτλο “Teacher Training in Pilates Matwork and Small Apparatus”.       

 

Την 01/12/2018 οι Καθ’ ων η Αίτηση και η Αιτήτρια υπέγραψαν ένα έγγραφο που έφερε τον τίτλο “Terms of Agreement[1] (στο εξής «η Συμφωνία»).  Η Συμφωνία  προέβλεπε τα πιο κάτω:

 

(α) Η διάρκεια της Συμφωνίας θα είναι για ένα χρόνο από την 01/12/2018 μέχρι την 01/12/2019 με δυνατότητα ανανέωσης (όρος 2.1).

(β)  Η εργοδοτούμενη θα προσφέρει τις συμφωνηθείσες υπηρεσίες της ως Εκπαιδεύτρια Πιλάτες στο κέντρο των Καθ’ ων η Αίτηση ή σε οποιοδήποτε άλλο μέρος καθορίσουν οι Καθ’ ων η Αίτηση (όροι 3.1 και 5.1), κλείνοντας με ραντεβού (είτε από μόνη της είτε μέσω άλλου μέλους του προσωπικού των Καθ’ ων η Αίτηση), συνεδρίες πιλάτες κατά τις μέρες που σύμφωνα με το πρόγραμμα των Καθ’ ων η Αίτηση (το οποίο έχει συμφωνηθεί με τη διεύθυνση των Καθ’ ων η Αίτηση και φαίνεται στα σχετικά έγγραφα των Καθ’ ων η Αίτηση) έχει οριστεί να εργαστεί στο κέντρο των Καθ’ ων η Αίτηση (όροι 3.2 και 4.1). Η εργοδοτούμενη έχει υποχρέωση να κρατά ελεύθερες τις ώρες που συμφωνήθηκαν να εργάζεται με ραντεβού για εκγύμναση στο κέντρο των Καθ’ ων η Αίτηση  μέχρι και 24 ώρες πριν την ώρα που σύμφωνα με το πρόγραμμα οφείλει να εργαστεί (όρος 4.2) και να προσέρχεται στην εργασία της τουλάχιστον 20 λεπτά πριν την ώρα που έχει οριστεί να εργαστεί και να αναχωρεί από την εργασία της τουλάχιστον 20 λεπτά μετά τη λήξη της συνεδρίας (όρος 4.3). Για να αλλάξει τις ώρες εργασίας της η εργοδοτούμενη πρέπει να ενημερώσει εκ των προτέρων τη διεύθυνση των Καθ’ ων η Αίτηση και να εξασφαλίσει τη συγκατάθεσή της (όρος 4.5). Οι Καθ’ ων η Αίτηση μπορούν να ζητήσουν από την εργοδοτούμενη να εργαστεί επιπλέον ώρες και κατά την περίοδο των διακοπών οι Καθ’ ων η Αίτηση μπορούν να ακυρώσουν τις ώρες εργασίας της εργοδοτουμένης και η αμοιβή της Αιτήτριας θα προσαρμοστεί αναλόγως (όροι 4.6 και 4.7). Η εργοδοτούμενη οφείλει να συμμορφώνεται με τις διαδικασίες που προβλέπουν τα εγχειρίδια προσωπικού, ο κώδικας συμπεριφοράς, οι πολιτικές ασφάλειας και υγιεινής και οι πολιτικές χειρισμού των πελατών των Καθ’ ων η Αίτηση (όροι 3.3, 6.10, 6.11, 6.12, 6.17, 7.2, 7.3, 7.4 και 10.3) και να επικοινωνεί με τους πελάτες των Καθ’ ων η Αίτηση όταν αυτό είναι αναγκαίο σε σχέση με την παροχή των υπηρεσιών της, τον καθορισμό των ραντεβού και την πληρωμή για τις υπηρεσίες που τους προσφέρθηκαν (όρος 6). Οποιαδήποτε παράπονα από πελάτες πρέπει να τυγχάνουν χειρισμού από την εργοδοτούμενη αφού η εργοδοτούμενη συμβουλευτεί προηγουμένως τη διεύθυνση των  Καθ’ ων η Αίτηση και οποιαδήποτε παράπονα για άλλα μέλη του προσωπικού των Καθ’ ων η Αίτηση θα πρέπει να αναφέρονται στη διεύθυνση των Καθ’ ων η Αίτηση (όροι 6.14 και 6.15).

(γ) Η εργοδοτούμενη δεν επιτρέπεται (i) να προσφέρει υπηρεσίες σε ένα πελάτη στο κέντρο των Καθ’ ων η Αίτηση ο οποίος δεν είναι πελάτης των Καθ’ ων η Αίτηση ή χωρίς να ενημερώσει τους Καθ’ ων η Αίτηση για το ραντεβού και να προσφέρει υπηρεσίες στο κέντρο των  Καθ’ ων η Αίτηση  χωρίς να ενημερώσει και/ή να εξασφαλίσει τη συγκατάθεση των Καθ’ ων η Αίτηση  και  (ii) να εκτελεί άλλες εργασίες κατά τις ώρες που συμβλήθηκε να εργάζεται με τους Καθ’ ων η Αίτηση (όροι 6.13 και 14.3). Στην περίπτωση που η εργοδοτούμενη επιθυμεί να εργαστεί κάπου αλλού οφείλει να ενημερώσει τους Καθ’ ων η Αίτηση και να εξεταστεί κατά πόσον υπάρχει το ενδεχόμενο να προκύπτει σύγκρουση συμφερόντων (όρος 14.2).

(δ) Η εργοδοτούμενη είναι υπεύθυνη να διευθετήσει (i) την εγγραφή της στο Τμήμα Φορολογίας και στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων και τις πληρωμές εισφορών/οφειλών που αφορούν το πρόσωπό της σε σχέση με τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις και τις φορολογίες (όρος 6.9) και (ii) την ασφαλιστική κάλυψή της για επαγγελματική ευθύνη έναντι τρίτων (όρος  6.8).

(ε) Η εργοδοτούμενη οφείλει να κρατά ημερολόγιο σχετικά με την εργασία της (με τον τρόπο που καθορίζεται στο εγχειρίδιο προσωπικού των Καθ’ ων η Αίτηση) το οποίο θα παραδίδει στη διεύθυνση των Καθ’ ων η Αίτηση την τελευταία μέρα του κάθε μήνα κατά τη διάρκεια συνάντησης που θα έχει με τη διεύθυνση των Καθ’ ων η Αίτηση, η οποία θα γίνεται με σκοπό να εξετάζεται και να αξιολογείται η πρόοδος της εργοδοτούμενης (όρος 9.4). Στην περίπτωση που η εργοδοτούμενη παραλείψει να παραδώσει το ημερολόγιο στη διεύθυνση ή παραλείψει να συμμορφωθεί με τις οδηγίες/παρατηρήσεις της διεύθυνσης μετά από τη συνάντηση αξιολόγησης, οι Καθ’ ων η Αίτηση έχουν το δικαίωμα να τερματίσουν τη μεταξύ τους συμφωνία (όρος 9.5). Η εργοδοτούμενη είναι υπόχρεη να φροντίζει για τη συνεχή πρακτική και θεωρητική εκπαίδευσή της ως δασκάλα πιλάτες στο κέντρο των Καθ’ ων η  Αίτηση σε ώρες άλλες από αυτές που εργάζεται στο κέντρο των Καθ’ ων η Αίτηση (όροι 9.1 και 9.2) και οφείλει για μια ώρα την εβδομάδα «να μαθαίνει» από άλλα μέλη του προσωπικού των Καθ’ ων η Αίτηση όπως προβλέπεται από το εγχειρίδιο των Καθ’ ων η Αίτηση (όρος 9.3).

(στ) Ο ακαθάριστος μηνιαίος μισθός (i) θα είναι το σύνολο των (1) του αριθμού των ημι-ιδιωτικών συνεδριών στο έδαφος με 2–3 άτομα Χ €12,00, (2) του αριθμού των ημι-ιδιωτικών συνεδριών με 1 άτομο Χ €8,00, (3) του αριθμού των ιδιωτικών συνεδριών στο έδαφος Χ €12,00 και (4) του αριθμού των ομαδικών συνεδριών Χ €4,00 Χ του αριθμού των προσώπων που συμμετείχαν στην ομάδα (όρος 11.1) και (ii) θα καταβάλλεται εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την τελευταία μέρα του κάθε μήνα ή από την ημέρα που το έντυπο “wage calculation sheet” υπογράφεται και επιστρέφεται στη διεύθυνση των Καθ’ ων η Αίτηση (όρος 11.2). Η εργοδοτούμενη οφείλει να παραδίνει στους Καθ’ ων η Αίτηση απόδειξη για την κάθε πληρωμή που της γίνεται (όρος 11.3).  

(ζ) Η εργοδοτούμενη οφείλει να δίνει τουλάχιστον δύο εβδομάδες προειδοποίηση για οποιαδήποτε απουσία από την εργασία της και είναι υπόχρεη να ενημερώσει τους πελάτες που επηρεάζονται, να αλλάξει τα ραντεβού τους ή να βρει άλλο δάσκαλο να την καλύψει (όρος 13.2). Σε περίπτωση που η εργοδοτούμενη απουσιάσει από την εργασία της χωρίς η απουσία να εγκριθεί προηγουμένως από τη διεύθυνση των Καθ’ ων η Αίτηση η εργοδοτούμενη οφείλει να ενημερώσει αμέσως τη διεύθυνση και να παρέχει τους λόγους της απουσίας της (όρος 13.3).    

(η) Η Συμφωνία  υπερισχύει  όλων των προηγούμενων προφορικών και γραπτών συμφωνιών μεταξύ της Αιτήτριας και των Καθ’ ων η Αίτηση (όρος 17.1).

 

Η Αιτήτρια πρόσφερε τις υπηρεσίες της στο κέντρο των Καθ’ ων η Αίτηση από την 01/12/2018 μέχρι τις 05/03/2020 ημερομηνία κατά την οποία η ίδια με δική της πρωτοβουλία τερμάτισε τη σχέση που είχε με τους Καθ’ ων η Αίτηση.

 

Η Αιτήτρια έλαβε από τους Καθ’ ων η Αίτηση για συνεδρίες διδασκαλίας πιλάτες:

 

(α) για τον μήνα Ιανουάριο του 2019 το ποσό των €473,00,

(β) για τον μήνα Φεβρουάριο του 2019 το ποσό των €508,00,

(γ) για τον μήνα Μάρτιο του 2019 το ποσό των €513,00 και

(δ) για τον μήνα Απρίλιο του 2019 το ποσό των €611,00[2].

 

Για τους εν λόγω μήνες συμπληρώθηκαν έντυπα στα οποία αναγράφεται το όνομα της διευθύντριας των Καθ’ ων η Αίτηση και το όνομα της Αιτήτριας δίπλα από τον τίτλο ‘Day Summary Sheet for:’ και στα οποία περιέχονται στήλες σχετικά με τις συνεδρίες, την αμοιβή για την κάθε συνεδρία και τον υπολογισμό της συνολικής αμοιβής[3].  Τα έντυπα για τους μήνες Φεβρουάριο, Μάρτιο και Απρίλιο του 2019 φέρουν την υπογραφή της Αιτήτριας[4].

 

Για κάθε μήνα κατά την περίοδο από 01/05/2019 μέχρι 31/01/2020 συμπληρώθηκε ηλεκτρονικά ένα έντυπο στο οποίο (1) αναγραφόταν το όνομα των Καθ’ ων η Αίτηση, το όνομα της Αιτήτριας και οι λέξεις ‘Monthly Summary Sheet’ και (2) περιέχονται στήλες σχετικά με τις συνεδρίες, την αμοιβή για την κάθε συνεδρία και τον υπολογισμό της συνολικής αμοιβής[5].  Στα εν λόγω έντυπα για τον κάθε μήνα υπάρχουν οι υπογραφές της Αιτήτριας και της διευθύντριας των Καθ’ ων η Αίτηση.

 

Κατά την εν λόγω περίοδο (από 01/05/2019 μέχρι 31/01/2020) η Αιτήτρια έλαβε από τους Καθ’ ων η Αίτηση για συνεδρίες διδασκαλίας πιλάτες τα πιο κάτω ποσά:

 

Μήνας

Ποσό

Μάιος 2019

€348,00

Ιούνιος 2019

€140,00

Ιούλιος 2019

€520,00

Αύγουστος 2019

€360,00

Σεπτέμβριος, Οκτώβριος και Νοέμβριος 2019

€1.608,00

Δεκέμβριος 2019 και Ιανουάριος 2020

€945,00

 

Για όλες τις πιο πάνω πληρωμές η Αιτήτρια εξέδωσε αποδείξεις είσπραξης των ποσών που της καταβλήθηκαν από τους Καθ’ ων η Αίτηση[6].

 

Η Αιτήτρια είχε εγγραφεί στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις ως αυτοτελώς εργαζόμενη και κατέβαλε τις ακόλουθες εισφορές[7]:

 

Ημερομηνία πληρωμής

Περίοδος εισφορών

Ποσό

15/03/2019

Τ4/2018

€348,14

16/05/2019

Τ1/2019

€765,48

07/08/2019

Τ2/2019

€235,95

07/11/2019

Τ3/2019

€254,10

07/02/2020

Τ4/2019

€235,95

29/05/2020

Τ1/2020

€179,69

10/08/2020

Τ1/2020 και Τ2/2020

€107,99

10/11/2020

Τ3/2020

€280,28

 

Ο δικηγόρος της Αιτήτριας απέστειλε στις 12/02/2021 επιστολή στους Καθ’ ων η Αίτηση[8] στην οποία αφού σημείωνε ότι η Αιτήτρια εργάστηκε σε αυτούς ως μισθωτή για την περίοδο 01/12/2018 - 05/03/2020, ότι της υποσχέθηκαν και/ή ανέλαβαν την υποχρέωση να της παραχωρήσουν δίπλωμα/πιστοποίηση διδασκαλίας κλινικού πιλάτες μετά που η Αιτήτρια τους κατέβαλε τα σχετικά δίδακτρα και ότι την ανάγκασαν, εκμεταλλευόμενοι τη θέση ισχύος που είχαν έναντι της Αιτήτριας και την επιθυμία της Αιτήτριας να εξασφαλίσει το πιο πάνω δίπλωμα, να εγγραφεί ως αυτοτελώς εργαζόμενη στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, τους καλούσε όπως εντός επτά (7) ημερών (1) καταβάλουν στην Αιτήτρια το ποσό των €2.707,25 που κατέβαλε η Αιτήτρια ως εισφορές στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων και (2) εφοδιάσουν την Αιτήτρια με το Πιστοποιητικό Απασχόλησης που προβλέπει ο Περί Τερματισμού της Απασχολήσεως Νόμος. Περαιτέρω ο δικηγόρος της Αιτήτριας ανέγραψε στην εν λόγω επιστολή ότι η Αιτήτρια εξαναγκάστηκε σε παραίτηση λόγω της παράλειψης των Καθ’ ων η Αίτηση να της παραδώσουν το πιο πάνω πιστοποιητικό διδασκαλίας κλινικού πιλάτες και του εξαναγκασμού της να εγγραφεί ως αυτοτελώς εργαζόμενη.

 

Οι Καθ’ ων η Αίτηση οφείλουν στην Αιτήτρια το ποσό των €54,00 για τις ώρες που δίδαξε πιλάτες στο κέντρο τους τον Μάρτιο του 2020.

 

Τα πιο πάνω συνιστούν αναντίλεκτα και/ή μη αμφισβητούμενα γεγονότα.

 

Η Αιτήτρια με την αίτηση εργατικής διαφοράς με τον πιο πάνω τίτλο και αριθμό («η Αίτηση») ως αυτή τροποποιήθηκε στις 16/04/2021 αξιώνει εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση τις πιο κάτω θεραπείες:

 

«(α) Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσονται οι Καθ’ ων η Αίτηση όπως εντός χρονικού διαστήματος 10 ημερών ή/και εντός του χρόνου που το Δικαστήριο θα θεωρήσει υπό τις περιστάσεις ως εύλογο, εκδώσουν και παραδώσουν στην Αιτήτρια πιστοποιητικό απασχόλησης για την περίοδο της απασχόλησης της στην υπηρεσία τους, σύμφωνα με το άρθρο 8 του Περί Τερματισμού Απασχόλησης Νόμου του 1967.

(β) €54= ποσό οφειλόμενο σαν δεδουλευμένοι μισθοί ή/και άλλα δικαιώματα.

(γ) €2.707,25 ποσό οφειλόμενο ως απλήρωτοι δεδουλευμένοι μισθοί ή/και λόγω παράνομης αποκοπής μισθών ή/και άλλως πως.

(δ) Οποιανδήποτε άλλη θεραπεία την οποία το Δικαστήριο θα θεωρούσε ορθή και δίκαιη, υπό τις περιστάσεις.

(ε) Τα έξοδα πλέον Φ.Π.Α.

(στ) Τα έξοδα επίδοσης της παρούσας Αίτησης στους Καθ’ ων η Αίτηση.»

 

 

Στους τροποποιημένους γενικούς λόγους της Αίτησης η Αιτήτρια αναφέρει ότι την 01/12/2018 προσλήφθηκε στην υπηρεσία των Καθ’ ων η Αίτηση δυνάμει γραπτής σύμβασης εργοδότησης τακτής διάρκειας για ένα χρόνο ως εκπαιδεύτρια πιλάτες με μισθό €18= τη μέρα. Ότι μετά τη λήξη της σύμβασης εργασίας συνέχισε να εργάζεται στους Καθ’ ων η Αίτηση με τους ίδιους όρους απασχόλησης μέχρι τις 05/03/2020, ημερομηνία κατά την οποία υπέβαλε οικειοθελή παραίτηση. Ότι επανειλημμένως ζήτησε από τους Καθ’ ων η Αίτηση να την εφοδιάσουν με Πιστοποιητικό Απασχόλησης αλλά οι Καθ’ ων η Αίτηση παραλείπουν να το πράξουν. Ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση της οφείλουν τα ημερομίσθια τριών (3) ημερών που εργάστηκε τον Μάρτιο του 2020 και πιο συγκεκριμένα τα ημερομίσθιά της για τις 03/03/2020, τις 04/03/2020 και τις 05/03/2020. Ισχυρίζεται ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση «εκμεταλλευόμενοι τη δεσπόζουσα θέση που κατείχαν στην μεταξύ τους σχέση, την ανάγκασαν να εγγραφεί στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων ως αυτοτελώς απασχολούμενο πρόσωπο και να καταβάλλει με δικά της χρήματα στο Ταμείο αυτό, όλες τις εισφορές που αντιστοιχούσαν στους μισθούς που ελάμβανε από αυτούς». Ότι για την περίοδο που απασχολήθηκε στους Καθ’ ων η Αίτηση κατέβαλε ως εισφορές στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων το συνολικό ποσό των €2.707,25. Ότι το εν λόγω ποσό είναι στην ουσία παράνομη αποκοπή από τον μισθό της. 

 

Οι Καθ’ ων η Αίτηση με τους τροποποιημένους γενικούς λόγους της έγγραφης εμφάνισής τους απορρίπτουν τις εναντίον τους αξιώσεις ισχυριζόμενοι ότι η Αιτήτρια συνεργαζόταν με τους Καθ’ ων η Αίτηση υπό το καθεστώς της σύμβασης παροχής υπηρεσιών ως ανεξάρτητη/αυτοτελώς εργαζόμενη επαγγελματίας. Ότι τόσο το περιεχόμενο της σύμβασης που υπογράφηκε μεταξύ αυτών και της Αιτήτριας την 01/12/2018 όσο και οι συνθήκες παροχής υπηρεσιών της Αιτήτριας στους Καθ’ ων η Αίτηση δεικνύουν ότι η Αιτήτρια δεν ήταν εργοδοτούμενη των Καθ’ ων η Αίτηση.  Αρνούνται ότι καταβαλλόταν στην Αιτήτρια ημερήσια αμοιβή ύψους €18,00. Παραδέχονται ότι οφείλουν στην Αιτήτρια το ποσό των €54,00 αλλά σημειώνουν ότι αυτό αφορά υπόλοιπο αμοιβής για τις υπηρεσίες που τους προσέφερε και όχι ημερομίσθια.

 

Μαρτυρία  

 

Η Αιτήτρια στην ένορκη δήλωσή της αναφέρει ότι το 2018 εκπαιδεύτηκε στη σχολή των Καθ’ ων η Αίτηση ως δασκάλα πιλάτες και έλαβε πιστοποιητικό από τους Καθ’ ων η Αίτηση με το οποίο πιστοποιείτο ότι συμπλήρωσε με επιτυχία την εκπαίδευσή της ως δασκάλα της γυμναστικής μεθόδου πιλάτες. Ότι δυνάμει της Συμφωνίας οι Καθ’ ων η Αίτηση την προσέλαβαν στην υπηρεσία τους για να εργαστεί ως εκπαιδεύτρια/δασκάλα πιλάτες για την περίοδο 01/12/2018 μέχρι 01/12/2019.  Ισχυρίζεται ότι παράλληλα με την πιο πάνω απασχόλησή της συνέχισε να φοιτά επί πληρωμή στη σχολή των Καθ’ ων η Αίτηση για να εξασφαλίσει το δίπλωμα της  εκπαιδεύτριας του κλινικού πιλάτες. Ότι εργάστηκε στους Καθ’ ων η Αίτηση σύμφωνα με τη Συμφωνία για όλη την περίοδο που προέβλεπε η Συμφωνία και μετά τη λήξη της Συμφωνίας συνέχισε να εργάζεται στους Καθ’ ων η Αίτηση εκτελώντας τα ίδια καθήκοντα. Είναι η θέση της ότι επειδή οι Καθ’ ων η Αίτηση αρνήθηκαν να της δώσουν το πιστοποιητικό εκπαίδευσής της στη μέθοδο του κλινικού πιλάτες, στις 05/03/2020, υπέβαλε την παραίτησή της από την εργασία της. Υποστηρίζει ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο που υπέβαλε την παραίτησή της εργαζόταν στους Καθ’ ων η Αίτηση 6 με 8 ώρες την εβδομάδα και λάμβανε €18,00 ως ημερομίσθιο. Ότι μετά την υποβολή της παραίτησής της ζήτησε από τους Καθ’ ων η Αίτηση όπως της πληρώσουν τα τρία ημερομίσθια που της χρωστούσαν για τον μήνα Μάρτιο του 2020 και την εφοδιάσουν με πιστοποιητικό απασχόλησης στην υπηρεσία τους, αλλά οι Καθ’ ων η Αίτηση αρνήθηκαν. Ισχυρίζεται ότι εργαζόταν στο υποστατικό των Καθ’ ων η Αίτηση με σταθερό πρόγραμμα εργασίας το οποίο ετοίμαζαν οι Καθ’ ων η Αίτηση, ότι τα άτομα τα οποία εκγύμναζε με τη μέθοδο πιλάτες ήταν πελάτες των Καθ’ ων η Αίτηση, ότι το ωράριο εργασίας της αποφασιζόταν από τους Καθ’ ων η Αίτηση οι οποίοι εξασκούσαν συνεχή έλεγχο στην εκτέλεση των καθηκόντων της, ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση της κατέβαλλαν μηνιαίο μισθό ο οποίος υπολογιζόταν στη βάση συγκεκριμένης φόρμουλας που ήταν όρος της Συμφωνίας και οι όροι της Συμφωνίας δεικνύουν ότι η σχέση της με τους Καθ’ ων η Αίτηση ήταν σχέση εργοδότη–εργοδοτουμένου.  Προβάλλει τον ισχυρισμό ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση εκμεταλλευόμενοι την ανάγκη της να εργαστεί την ανάγκασαν να κάνει εγγραφή ως αυτοτελώς εργαζόμενη στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων και να καταβάλλει από τις απολαβές που ελάμβανε από αυτούς το σύνολο των αντίστοιχων εισφορών στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, δηλαδή από τον μισθό της πλήρωνε τόσο τη δική της εισφορά όσο και την εισφορά των Καθ’ ων η Αίτηση. Ότι με αυτόν τον τρόπο οι Καθ’ ων η Αίτηση της απέκοπταν το μέρος του μισθού της που αντιστοιχούσε στη δική τους συνεισφορά στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Ότι το συνολικό ποσό που πλήρωσε για τις συνεισφορές των Καθ’ ων η Αίτηση στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων για την περίοδο που εργάστηκε στους Καθ’ ων η Αίτηση ανήλθε στο ποσό των €2.707,25.

 

Η Αιτήτρια δεν αντεξετάστηκε από τη δικηγόρο των  Καθ’ ων η Αίτηση.

 

Για τους Καθ’ ων η Αίτηση κατέθεσε η κα Χριστίνα Χατζηγεωργίου, διευθύντρια των Καθ’ ων η Αίτηση («η Μ.ΚΑ.1»). Στην ένορκη δήλωσή της αναφέρει ότι στο κέντρο των Καθ’ ων η Αίτηση παρέχονται υπηρεσίες φυσιοθεραπείας και αποκατάστασης. Ότι  οι Καθ’ ων η Αίτηση ειδικεύονται στη θεραπευτική μέθοδο εκγύμνασης-αποκατάστασης του κλινικού πιλάτες η οποία διαφέρει από τη μέθοδο του απλού πιλάτες καθότι απαιτεί εξειδικευμένη μακροχρόνια εκπαίδευση η οποία συμπεριλαμβάνει αναλυτικές γνώσεις ανατομίας και ενδελεχούς κατανόησης της λειτουργίας του ανθρώπινου σώματος στην ολότητά του. Λέει ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση διαθέτουν τις εγκαταστάσεις τους για περιορισμένο αριθμό μαθημάτων εκγύμνασης απλού πιλάτες για όσους από τους πελάτες τους ή και τρίτους επιθυμούν να συντηρήσουν τη φυσική τους κατάσταση με αυτή τη μέθοδο εκγύμνασης. Προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η Αιτήτρια το 2015 προσήλθε στο κέντρο των Καθ’ ων η Αίτηση για φυσιοθεραπεία και αποκατάσταση και ότι η επαφή της με τη θεραπευτική μέθοδο αποκατάστασης πιλάτες την ενέπνευσε να ασχοληθεί με το αντικείμενο. Ότι γι’ αυτό τον λόγο παρακολούθησε πρόγραμμα εκπαίδευσης για τη διδασκαλία βασικής εκγύμνασης με τη μέθοδο πιλάτες στο κέντρο τους. Ότι τον Σεπτέμβριο του 2018, μετά από παράκληση της Αιτήτριας για συνεργασία της με τους Καθ’ ων η Αίτηση, της υπέβαλε πρόταση συνεργασίας στις 14/09/2018 σύμφωνα με την οποία η Αιτήτρια θα προσέφερε υπηρεσίες στους Καθ’ ων η Αίτηση ως ανεξάρτητη-αυτοτελώς εργοδοτούμενη επαγγελματίας και η Αιτήτρια αποδέχτηκε τους εν λόγω όρους στις 23/09/2018. Προς υποστήριξη της εν λόγω θέσης της κατέθεσε ως Τεκμήριο 4Α ηλεκτρονικό μήνυμα της ιδίας προς την Αιτήτρια ημερομηνίας 14/09/2018 και ως Τεκμήριο 4Β ηλεκτρονικό μήνυμα της Αιτήτριας προς αυτήν ημερομηνίας 23/09/2018. Υποστηρίζει ότι λόγω του ότι το κέντρο των Καθ’ ων η Αίτηση δεν είναι απλό γυμναστήριο, το υπαλληλικό προσωπικό του κέντρου πρέπει να έχει την κατάλληλη ακαδημαϊκή εκπαίδευση και/ή εμπειρία ώστε να απασχοληθούν ως υπάλληλοι των Καθ’ ων η Αίτηση. Ότι η Αιτήτρια η οποία είχε παρακολουθήσει μόνο ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα απλού πιλάτες δεν μπορούσε να απασχοληθεί ως υπάλληλος των Καθ’ ων η Αίτηση και η μόνη δυνατότητα συνεργασίας της με τους Καθ’ ων η Αίτηση ήταν στη βάση ανεξάρτητης παροχής υπηρεσιών εκγύμνασης απλού πιλάτες, ανάλογα με τη διαθεσιμότητα των περιορισμένων χώρων εκγύμνασης των Καθ’ ων η Αίτηση στις περιορισμένες τάξεις εκγύμνασης απλού πιλάτες στις συγκεκριμένες ώρες οι οποίες καθορίζονται εβδομαδιαίως. Είναι η θέση της ότι την 01/12/2018 υπογράφηκε η Συμφωνία η οποία πρέβλεπε για παροχή υπηρεσιών και όχι για εξαρτημένη σχέση εργασίας. Ισχυρίζεται ότι (α) στη βάση των όρων της Συμφωνίας (1) η Αιτήτρια ήταν αποκλειστικά υπεύθυνη για την εγγραφή και την πληρωμή οποιωνδήποτε οφειλών της προς το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων και στο Τμήμα Φορολογίας, (2) η Αιτήτρια είχε την υποχρέωση πληρωμής ασφάλειας για επαγγελματική ευθύνη έναντι τρίτων, (3) η Αιτήτρια ήταν υπόχρεη να εκδίδει και να προσκομίζει τιμολόγια και αποδείξεις στους Καθ’ ων η Αίτηση σχετικά με την αμοιβή της και (4) η Αιτήτρια είχε το δικαίωμα να παρέχει τις υπηρεσίες της σε άλλα κέντρα εκγύμνασης και (β) στη βάση της πρακτικής που ακολουθήθηκε καθόλη τη διάρκεια της συνεργασίας των Καθ’ ων η Αίτηση με την Αιτήτρια, η συνεργασία που είχε με την Αιτήτρια ήταν σχέση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών. Σε σχέση με την πρακτική που ακολουθήθηκε κατά τη διάρκεια της συνεργασίας των Καθ’ ων η Αίτηση με την Αιτήτρια, ανέφερε (α) ότι η Αιτήτρια έφερε την εξουσία καθορισμού του προγράμματος-ωραρίου της διατηρώντας τον έλεγχο επί των ωρών εργασίας της, αφού τα ραντεβού κλείνονταν σε εβδομαδιαία βάση από την Αιτήτρια, στη βάση των αναγκών των πελατών που εξυπηρετούσε και της διαθεσιμότητας του χώρου εκγύμνασης και ότι η Αιτήτρια μπορούσε να απέχει κατ’ επιλογή της από την παροχή υπηρεσιών για μεγάλα χρονικά διαστήματα (κατέθεσε ως Τεκμήριο 7Α αντίγραφο γραπτής επικοινωνίας της με την Αιτήτρια κατά τον Νοέμβριο του 2019 υποστηρίζοντας ότι η Αιτήτρια άλλαζε το πρόγραμμά της κατά βούληση και ως Τεκμήριο 7Β ηλεκτρονικό μήνυμα της Αιτήτριας ημερομηνίας 27/04/2019 με το οποίο η Αιτήτρια την ενημέρωνε ότι θα απουσίαζε για ένα ολόκληρο μήνα από την εργασία της), (β) ότι η Αιτήτρια δεν υπόκειτο σε έλεγχο ή εποπτεία από τους Καθ’ ων η Αίτηση κατά τη διάρκεια παροχής των υπηρεσιών της και δεν έφερε πέραν της τήρησης των γενικών κανόνων ασφάλειας και υγιεινής των Καθ’ ων η Αίτηση, υποχρέωση για συμμόρφωση προς τις οδηγίες των Καθ’ ων η Αίτηση και ότι η Αιτήτρια αξιολογούσε, αποφάσιζε και εφάρμοζε το πρόγραμμα εκγύμνασης των πελατών απολύτως ανεξάρτητα από τους Καθ’ ων η Αίτηση και (γ) ότι η Αιτήτρια είχε το δικαίωμα εξυπηρέτησης δικών της πελατών χρησιμοποιώντας τους χώρους των Καθ’ ων η Αίτηση, δικαίωμα το οποίο εξάσκησε αρκετές φορές παρέχοντας υπηρεσίες σε προσωπικούς πελάτες της χωρίς οι Καθ’ ων η Αίτηση να της ζητήσουν οικονομική αντιπαροχή για τη χρήση των εγκαταστάσεων και του εξοπλισμού τους. Αναφέρει ότι η παροχή υπηρεσιών από την Αιτήτρια συνεχίστηκε μετά τη λήξη της χρονικής περιόδου που προέβλεπε η Συμφωνία. Ότι αυτή λίγο μετά την εκπνοή της περιόδου της Συμφωνίας, ζήτησε επανειλημμένως από την Αιτήτρια να ανανεώσουν τη Συμφωνία, αλλά η Αιτήτρια συνεχώς ανέβαλλε τη σχετική υπογραφή των εγγράφων. Ότι στις 05/03/2020 η Αιτήτρια την ενημέρωσε αρχικά μέσω γραπτής επιστολής (Τεκμήριο 9Α) και στη συνέχεια μέσω ηχητικού μηνύματος (Τεκμήριο 9Β), ότι επιθυμούσε τον τερματισμό της μεταξύ τους συνεργασίας λόγω του ότι ένιωθε κουρασμένη και ήθελε να αφιερώσει χρόνο στον εαυτό της. Ότι η εν λόγω συμπεριφορά της Αιτήτριας προκάλεσε σωρεία προβλημάτων στην εύρυθμη λειτουργία των Καθ’ ων η Αίτηση. Ότι στις 03/04/2020 απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα στην Αιτήτρια με το οποίο την ρωτούσε πώς ήθελε να της καταβληθεί η αμοιβή της για τον Μάρτιο του 2020 και η Αιτήτρια της απάντησε στις 16/04/2020 λέγοντάς της ότι δεν χρειαζόταν να της εμβάσει την εν λόγω αμοιβή, αλλά ότι θα περνούσε από το κέντρο προσωπικά με την πρώτη ευκαιρία να παραλάβει τα εν λόγω χρήματα (Τεκμήριο 10). Αναφέρει ότι το μόνο παράπονο που είχε εκφράσει η Αιτήτρια μετά τον μονομερή τερματισμό της μεταξύ τους σχέσης αφορούσε την απαίτησή της όπως της δοθεί πιστοποίηση για τη δωρεάν συμμετοχή της σε εκπαιδευτικά σεμινάρια κλινικού πιλάτες που πρόσφεραν οι Καθ’ ων η Αίτηση στους συνεργάτες τους για σκοπούς ποιότητας των προσφερόμενων υπηρεσιών. Υποστηρίζει ότι στις 07/01/2021 έλαβε επιστολή από τον δικηγόρο που εκπροσωπούσε τότε την Αιτήτρια (Τεκμήριο 13), με την οποία της ζητείτο όπως παραδώσει δίπλωμα συμμετοχής της Αιτήτριας στο πρόγραμμα εκπαίδευσης που είχε συμπληρώσει για την παροχή εκγύμνασης με τη μέθοδο του κλινικού πιλάτες. Κατέθεσε ως Τεκμήριο 12Α ηλεκτρονικό μήνυμά της προς τον τότε δικηγόρο της Αιτήτριας, ημερομηνίας 12/01/2021, με το οποίο απέρριπτε την αξίωση της Αιτήτριας, σημειώνοντας ότι δεν υπήρξε τέτοιο πρόγραμμα εκπαίδευσης της Αιτήτριας και ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση στα πλαίσια της συνεργασίας τους εκπαίδευαν δωρεάν την Αιτήτρια ούτως ώστε να προσφέρει τις καλύτερες δυνατές υπηρεσίες της στο κέντρο των Καθ’ ων η Αίτηση και ότι η εν λόγω εκπαίδευση δεν οδηγεί στην παροχή οποιουδήποτε διπλώματος ή οποιασδήποτε πιστοποίησης. Ότι στις 12/02/2021 της αποστάλθηκε επιστολή από τον νυν δικηγόρο της Αιτήτριας (Τεκμήριο 11) με την οποία, πέραν της απαίτησής της για παροχή διπλώματος, για πρώτη φορά έθεσε ζήτημα ότι η μεταξύ τους σχέση ήταν σχέση εξαρτημένης εργασίας. Ότι απάντησε στο Τεκμήριο 11 με το ηλεκτρονικό μήνυμά της ημερομηνίας 03/03/2021 (Τεκμήριο 12Β).

 

Νομική Πτυχή 

 

Το βασικό ερώτημα που καλείται να απαντήσει το Δικαστήριο στην παρούσα υπόθεση είναι κατά πόσον η Αιτήτρια πρόσφερε τις υπηρεσίες της στους Καθ’ ων η Αίτηση ως εργοδοτούμενή τους εντός των πλαισίων που ορίζει ο Περί Τερματισμού της Απασχολήσεως Νόμος του 1967, Ν.24/67 («ο Νόμος»). 

 

Το άρθρο 2 του Νόμου προσδιορίζει την έννοια του εργοδοτούμενου ως εξής:

 

«″εργοδοτούμενος″ σημαίνει πρόσωπον εργαζόμενον δι΄ έτερον πρόσωπον είτε δυνάμει συμβάσεως εργασίας ή μαθητείας είτε υπό τοιαύτας περιστάσεις εκ των οποίων δύναται να συναχθή η ύπαρξις σχέσεως εργοδότου και εργοδοτουμένου, ο δε όρος ″εργοδότης″ θα ερμηνεύηται αναλόγως και θα περιλαμβάνη την Κυβέρνησιν της Δημοκρατίας.»

 

Ο ορισμός της εργασίας δεν δόθηκε νομοθετικά.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου η ύπαρξη σχέσης εργοδότη – εργοδοτούμενου (σχέση εργασίας), η οποία δημιουργείται από την παροχή έναντι ανταλλάγματος εξαρτημένης εργασίας[9], είναι πάντοτε ζήτημα πραγματικό και εξετάζεται υπό το πρίσμα του συνόλου των γεγονότων κάθε υπόθεσης[10].  

 

 Στο σύγγραμμα Δ. Ζερδελής, «Το Δίκαιο της Καταγγελίας της Σύμβασης Εξαρτημένης Εργασίας»(2002) στη σελίδα 247 αναφέρονται τα πιο κάτω:

 

«Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στην οποία και μόνο εφαρμόζονται οι κανόνες του εργατικού δικαίου, υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της  εργασίας του μισθωτού  για ορισμένο ή αόριστο χρόνο και στο μισθό που  συμφωνήθηκε, χωρίς ευθύνη του μισθωτού για την επίτευξη ορισμένου αποτελέσματος, και ακόμη ο μισθωτός τελεί σε εξάρτηση από τον εργοδότη του, που εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει οδηγίες δεσμευτικές για τον εργαζόμενο αναφορικά με τον χρόνο, τόπο και τρόπο παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο κατά την εκτέλεση της προς διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζομένου προς τις οδηγίες του. Αντίθετα δεν έχουμε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αλλά σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών, στην οποία δεν εφαρμόζονται οι κανόνες του εργατικού δικαίου, όταν ο εργαζόμενος αναλαμβάνει μεν να παράσχει  την εργασία του για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, άσχετα από το έργο που θα εκτελέσει, χωρίς όμως το στοιχείο της εξάρτησης, όταν δηλαδή διατηρεί την ελευθερία του να προσδιορίζει  τον τρόπο και κυρίως το χρόνο και τον τόπο παροχής της εργασίας και δεν υπόκειται σε εποπτεία και έλεγχο από τον εργοδότη.»

 

Δεν υπάρχει συγκεκριμένος καθορισμός της σχέσης εργοδότη–εργοδοτούμενου  και η ύπαρξή της εξαρτάται από διάφορα ενδεικτικά στοιχεία που μπορούν να οδηγήσουν σε εύρημα κατά πόσο μια σύμβαση είναι σύμβαση σχέσης εργοδότη–εργοδοτούμενου.  Το  κριτήριο για να θεωρηθεί ένα πρόσωπο εργοδοτούμενος κάποιου άλλου δεν είναι μόνο η πληρωμή μισθού για υπηρεσίες που αυτός πρόσφερε αλλά θα πρέπει επίσης να καθοριστεί, κατά πόσο συντρέχουν και άλλοι παράγοντες[11] οι οποίοι θεμελιώνονται στα γεγονότα π.χ. η άσκηση ελέγχου από τον εργοδότη επί της εργασίας του εργοδοτούμενου, τυχόν ύπαρξη συμβολαίου, το δικαίωμα επιλογής των προσφερομένων υπηρεσιών, η προσφορά εργασίας σε συγκεκριμένο χώρο, το ωράριο, η μη ανάληψη επιχειρηματικού κινδύνου από τον εργοδοτούμενο, η δυνατότητα πειθαρχικού ελέγχου από τον εργοδότη, η κύρια ή η αποκλειστική παροχή εργασίας, η ένταξη του εργαζόμενου σε μια ιεραρχικά οργανωμένη υπηρεσία ή εκμετάλλευση την οποία καθορίζει και διευθύνει ένας τρίτος, η υποχρέωση του εργοδοτουμένου να εκτελέσει αυτοπροσώπως την οφειλόμενη εργασία, η παροχή ετήσιας άδειας ανάπαυσης ή πληρωμένης άδειας ασθενείας κ.λ.π..

 

Στο σύγγραμμα Halsbury’s Laws of England, 5th Edition, Vol.39 (2021) στην παράγραφο 4 αναφέρονται τ’ ακόλουθα:

 

«4.     Test at common law as to whether a person is an employee.

There is no single test for determining whether a person is an employeeFootnote 1. The test that used to be considered sufficient, that is to say the 'control' testFootnote 2, can no longer be considered sufficient, especially in the case of the employment of highly skilled individualsFootnote 3, and is now only one of the particular factors which may assist a court or tribunal in deciding the pointFootnote 4. More recently, the 'integration' or 'organisation' test had been suggested, proposing that the important question was whether the person was integrated into the enterprise or remained apart from, and independent of, itFootnote 5. However, while both of these factors are still pertinent, the modern starting point for deciding whether a contract of service (now generally referred to as a 'contract of employment')Footnote 6 exists is to ascertain if:

 

(1)     the servant agrees that, in consideration of a wage or other remuneration, he will provide his own work and skill in the performance of some service for his master ('mutuality of obligation'); 

(2)     he agrees, expressly or impliedly, that in the performance of that service he will be subject to the other's control in a sufficient degree to make that other master ('control'); and 

(3)     the other provisions of the contract are consistent with its being a contract of serviceFootnote 7.

The final classification of an individual now depends upon a balance of all relevant factorsFootnote 8, fine though that balance sometimes might beFootnote 9, with 'mutuality of obligation' and 'control' being seen as the 'irreducible minimum' legal requirements for the existence of a contract of employmentFootnote 10. The factors taken into consideration may include: the method of payment; any obligation to work only for that employerFootnote 11; stipulations as to hours; overtime, holidays etc; arrangements for payment of income tax and national insurance contributionsFootnote 12; how the contract may be terminatedFootnote 13; whether the individual may delegate workFootnote 14; who provides tools and equipmentFootnote 15; and who, ultimately, bears the risk of loss and the chance of profitFootnote 16. In some cases the nature of the work itself may be an important considerationFootnote 17.

The way in which the parties themselves treat the contract and the way in which they describe and operate it are not decisiveFootnote 18; and a court or tribunal must consider the categorisation of the person in question objectivelyFootnote 19. Thus a person could have been described as self-employed during the currency of the engagement but, on its termination, claim to have been in fact an employee for the purpose of claiming unfair dismissalFootnote 20, although such a course of action could have unfortunate taxation implicationsFootnote 21.

In many employments, the contract will not be discernible just from one document, but will require consideration of several documents, oral exchanges (for example, at interview) and subsequent conductFootnote 22.».

 

 Στην Tsapaco Catering Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργού Εργασίας (1998) 3 ΑΑΔ 796 πέραν των πιο πάνω αναφερομένων τονίστηκε ότι: 

 

«Μπορεί να λεχθεί ότι η σχέση εργοδότη-εργοδοτούμενου προϋποθέτει μεταξύ άλλων το δικαίωμα εκλογής του εργοδοτουμένου από την εργοδότη, την απασχόληση για συγκεκριμένες ώρες σε συγκεκριμένο χώρο, την ύπαρξη κάποιου ελέγχου, τη διασφάλιση της συνέχισης της εργοδότησης και την καταβολή απολαβών.  (Ιδε Chitty on Contracts (Specific Contracts) 27th Edition, p.698.) O καθορισμός της ανταμοιβής για τις υπηρεσίες που προσφέρονται είναι ένα στοιχείο που μπορεί να υποστηρίξει την ύπαρξη της σχέσης εργοδότη και εργοδοτουμένου, χωρίς όμως από μόνο του να θεμελιώνει τη σχέση.  Η σχέση μπορεί να αποδειχθεί κατά κύριο λόγο:

(α)        από την υποχρέωση του εργοδοτουμένου να παρέχει τις υπηρεσίες του και 

(β)        από το δικαίωμα του εργοδότη να ελέγχει την εργασία του εργοδοτουμένου».

 

            Βλέπε επίσης τις αποφάσεις στις υποθέσεις Άγγελου Αγγελίδη ν. 1. Κυπρής Χ΄΄Μάρκου & Υιός Λτδ 2. Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού Λτδ (2000) 1 (Α) ΑΑΔ 465, Π. Προική v. Φιλικής Ασφαλιστικής Εταιρείας (2002) 1 (Β) ΑΑΔ 736.

           

            Σε σχέση με την αμοιβαιότητα των υποχρεώσεων (“mutuality of obligation”), δηλαδή την υποχρέωση του εργοδότη να παρέχει εργασία στον εργοδοτούμενο και την υποχρέωση του εργοδοτουμένου να εκτελεί την εργασία που του ανατίθεται και τον έλεγχο της εκτέλεσης της εν λόγω εργασίας από τον εργοδότη, στην Cotsworld Developments Construction Ltd v. Williams [2006] IRLR 181 λέχθηκε ότι (α) η αμοιβαιότητα δεν είναι μια «όλα ή τίποτα» έννοια και ότι η ερώτηση είναι κατά πόσον υπάρχουν ελάχιστες υποχρεώσεις (“an irreducible minimum”) που δεν μπορούν να μειωθούν και όχι κατά πόσον υπάρχει μια πλήρης δέσμευση και (β) στην περίπτωση που υπάρχει μια σύμβαση για να συνιστά σχέση εργασίας θα πρέπει να υπάρχουν αμοιβαίες υποχρεώσεις. Προτάθηκε το ακόλουθο τεστ σύμφωνα με το οποίο θα πρέπει να απαντηθούν τέσσερα ερωτήματα ώστε να διαπιστωθεί αν υπάρχει σχέση εργασίας ή όχι: (i) υπήρχε μια συμφωνία ή διαδοχικές συμφωνίες μικρότερης διάρκειας;,(ii) εάν ήταν μια συμφωνία, το ένα μέρος συμφώνησε να εκτελέσει ή να εκτελεί αυτοπροσώπως μια εργασία με αντάλλαγμα πληρωμή από το άλλο μέρος;, (iii) αν ναι, υπήρχε τέτοιος έλεγχος που να την καθιστά συμφωνία εργασίας; και (iv) υπάρχει κάποιος άλλος παράγοντας τόσο ουσιαστικός που να είναι αντίθετος με μια σχέση εργασίας και να αναιρεί τη σχέση εργασίας[12];.

   

Στην Πολ. Έφεση 78/2010 Lounic Confectionery Ltd v. Θ. Θεοδώρου, ημερ.26/10/2015 το Ανώτατο Δικαστήριο στη βάση των ακόλουθων στοιχείων και δεδομένων που περιέβαλλαν την επίδικη σχέση επικύρωσε την πρωτόδικη κατάληξη ότι ο Εφεσίβλητος ήταν εργοδοτούμενος των Εφεσειόντων και πρόσφερε τις υπηρεσίες του για λογαριασμό των Εφεσειόντων, παρά το ότι οι Εφεσείοντες δεν κατέβαλλαν στον Εφεσίβλητο κοινωνικές ασφαλίσεις και οποιαδήποτε άλλα ωφελήματα που συνήθως καταβάλλουν στους εργοδοτούμενούς τους: (α) οι Εφεσείοντες προμήθευαν τον Εφεσίβλητο με τον εξοπλισμό (αυτοκίνητο, γραφική ύλη, φαξ) που ήταν απαραίτητος για την εκτέλεση της εργασίας του και ήταν υπεύθυνοι για τα έξοδα συντήρησής του και τη φθορά του, (β) οι υπηρεσίες του Εφεσίβλητου παρέχοντο από αυτόν προσωπικά, (γ) για να απουσιάσει από την εργασία του ο Εφεσίβλητος έπρεπε να εξασφαλίσει την άδεια των Εφεσειόντων, (δ) όλα τα τιμολόγια που έβγαζε ο Εφεσίβλητος για τις πωλήσεις των προϊόντων των Εφεσειόντων εκδίδονταν από τους Εφεσείοντες, (ε) οι εισπράξεις από τους πελάτες παραδίδονταν αυτούσιες από τον Εφεσίβλητο στους Εφεσείοντες, (στ) οι σχετικές αποδείξεις είσπραξης εκδίδονταν από τους Εφεσείοντες, (ζ) ο Εφεσίβλητος δεν έχει καμία ευθύνη επένδυσης/διοίκησης/διαχείρισης στην επιχείρηση πώλησης προϊόντων των Εφεσειόντων, (η) (i) το πελατολόγιο/δρομολόγιο του Εφεσίβλητου καθοριζόταν από τους Εφεσείοντες και οι Εφεσείοντες του έδιναν οδηγίες για τις πωλήσεις που θα διεκπεραίωνε, δηλαδή είχε ο Εφεσίβλητος υποχρέωση συμμόρφωσης προς τις οδηγίες των Εφεσειόντων αναφορικά με το ποιους πελάτες θα επισκεπτόταν και (ii) οι Εφεσείοντες το 1998 άλλαξαν τον τρόπο εργασίας του Εφεσίβλητου από πωλητή από το αυτοκίνητο σε παραγγελιοδόχο και υιοθέτησε το πιο κάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα Τούση και Σταυρόπουλου, Εργατικό Δίκαιο, 1967, σελ.35:

 

«Κριτήριον της ως άνω διαστολής μεταξύ της παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών και της ειδικώς υπό της κοινωνικής νομοθεσίας προστατευομένης συμβάσεως εργασίας αποτελεί η προσωπική εξάρτησις του εργαζομένου από τον εργοδότην, ήτοι το δικαίωμα του εργοδότου προς διεύθυνσιν και εποπτείαν της εργασίας του μισθωτού και η αντίστοιχος υποχρέωσις του τελευταίου τούτου να υπακούη εις τας οδηγίας του εργοδότου.»

 

Σημειώνουμε ότι λόγω της ανάπτυξης στη σύγχρονη εποχή επαγγελμάτων στα οποία οι εργαζόμενοι έχουν αρκετές δυνατότητες πρωτοβουλίας ή έχουν τη δυνατότητα να βρίσκονται έξω από την προσωπική σφαίρα του εργοδότη (καλλιτέχνες, επιστήμονες, κ.λ.π.) τα κριτήρια του «ελέγχου του εργοδοτούμενου από τον εργοδότη» (δηλαδή η εποπτεία και ο έλεγχος από τον εργοδότη) σταμάτησαν να είναι το μόνο και το βασικό κριτήριο που θεμελιώνει την ύπαρξη της σχέσης εργοδότη–εργοδοτούμενου και αναπτύχθηκαν διάφορα κριτήρια αναφορικά με το εν λόγω ζήτημα. Στο σύγγραμμα  Στ. Γιαννακούρου, «Κυπριακό Εργατικό Δίκαιο», Νομική Βιβλιοθήκη στις σελίδες 36-37 αναφέρονται τα εξής:

 

«Η έννοια του εργοδοτουμένου συναρτάται με το κριτήριο του εργοδοτικού ελέγχου, το οποίο παραμένει το κύριο χαρακτηριστικό της σχέσης εργοδότησης. Το κριτήριο αυτό πρέπει να ερμηνεύεται με ευρύτητα ώστε να καταλαμβάνει και άλλα στοιχεία που συγκροτούν την οικονομική πραγματικότητα της κάθε εργασιακής σχέσης. Όταν η εργασία είναι αμιγώς σωματική, είναι εύκολο να διαπιστωθεί αν ο εργοδότης έχει τον έλεγχο του εργοδοτουμένου, μέσω της εξουσίας να δίνει οδηγίες και εντολές για την εκτέλεση της εργασίας. Όταν όμως πρόκειται για πνευματική ή επιστημονική εργασία ή δεξιότητα, ο εργοδοτούμενος αναπτύσει εκ των πραγμάτων μεγαλύτερη αυτονομία και πρωτοβουλία στην εργασία του. Στις περιπτώσεις αυτές ο εργοδοτικός έλεγχος είναι πολύ περιορισμένος και επομένως δεν μπορεί από μόνος του να αποτελεί ασφαλές κριτήριο χαρακτηρισμού της σχέσης. Όπως δε αναφέρεται στη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων, εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη, δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσότερων ενδείξεων δέσμευσης και εξάρτησης, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, η οποία έχει, για τον υποβαλλόμενο σε αυτήν εργαζόμενο, συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσης με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και των εν γένει συνθηκών παροχή της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και τη φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξάρτησης, παρέχει το ασφαλέστερο κριτήριο για τη διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη.»

 

 

            Στην υπόθεση Cleanthis Christofides Ltd v. 1. The Fund for Redundant Employees, 2. Yiannakis Florides (1978) 1 CLR 2008, το Ανώτατο Δικαστήριο αναφερόμενο στους παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψιν για να διακριθεί μία σύμβαση εργασίας (contract of service) από μία σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών (contract of services) υιοθέτησε αποσπάσματα από τις Αγγλικές υποθέσεις Global Plant Ltd v. Secretary of State for Healthy and Social Security [1971] 3 All E.R. 385 και Market Investigations Ltd v. Minister of Social Security [1968] 3 All E.R. 732, στα οποία τονιζόταν: (α) ότι άλλοι παράγοντες πέραν του κριτηρίου του βαθμού ελέγχου που ασκείται από τον υποτιθέμενο εργοδότη πρέπει να ληφθούν υπόψιν για να απαντηθεί το ερώτημα κατά πόσον στη συγκεκριμένη υπό εξέταση υπόθεση η σχέση αποτελούσε εργασιακή σχέση ή σχέση παροχής υπηρεσιών και (β) ότι το πρωταρχικό τεστ που εφαρμόζεται σε τέτοιες περιπτώσεις είναι το εξής: Το πρόσωπο που έχει δεσμευτεί να εκτελέσει τις υπό εξέταση υπηρεσίες τις εκτελεί ως πρόσωπο εργαζόμενο για δικό του λογαριασμό (as a person in business on his own account)[13];  Αν η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι καταφατική, τότε η σύμβαση είναι σύμβαση υπηρεσιών (contract of services).  Αν η απάντηση είναι αρνητική, τότε η σύμβαση είναι σύμβαση εργασίας (contract of service). Δεν υπάρχει εξαντλητικός κατάλογος στοιχείων που είναι σχετικά για να απαντηθεί η πιο πάνω ερώτηση και ίσως δεν μπορεί να υπάρξει τέτοιος κατάλογος και ούτε μπορούν να τεθούν αυστηροί κανόνες ως προς το σχετικό βάρος το οποίο θα αποδοθεί στα διάφορα στοιχεία σε συγκεκριμένες υποθέσεις. Το πιο πολύ που μπορεί να λεχθεί είναι ότι το στοιχείο της άσκησης ελέγχου χωρίς αμφιβολία θα πρέπει πάντα να εξετάζεται παρόλο που δεν μπορεί πια να εκλαμβάνεται ως ο μόνος καθοριστικός παράγοντας.  Άλλοι παράγοντες που μπορούν να έχουν σημασία είναι θέματα όπως κατά πόσο το πρόσωπο που εκτελεί τις υπηρεσίες παρέχει το δικό του εξοπλισμό, κατά πόσο προσλαμβάνει τους δικούς του βοηθούς, τι βαθμό οικονομικού κινδύνου αναλαμβάνει, τι βαθμό ευθύνης για την επένδυση και τη διεύθυνση/διοίκηση (management) έχει και κατά πόσο και σε ποια έκταση έχει την ευκαιρία να κερδίσει από την ορθή διεύθυνση της εκτέλεσης του καθήκοντός του.  Το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρθηκε περαιτέρω στις Αγγλικές αποφάσεις Fergusan v. John Dawson & Partners (Contractors) Ltd [1976] 3 All E.R. 817 και Ready Mixed Concrete (South East) Ltd v. Minister of Pensions and National Insurance [1968] 1 All E.R. 433 και επισήμανε ότι αν και η ρητή πρόθεση των μερών μπορεί να είναι σχετικός παράγοντας για να αποφασιστεί η αληθινή σχέση της μεταξύ τους σύμβασης, εντούτοις δεν είναι ο αποφασιστικός παράγοντας. Η διευθέτηση θα πρέπει να εξετάζεται ως σύνολο και ειδικότερα οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των μερών.  Μία δήλωση από τα μέρη ακόμα και αν ενσωματωθεί στη μεταξύ τους σύμβαση ότι ο εργοδοτούμενος θα είναι ή θα θεωρείται ότι είναι αυτοεργοδοτούμενος ή ανεξάρτητος εργολάβος θα πρέπει να αγνοηθεί εντελώς και όχι απλώς να μην ληφθεί υπόψιν ως καθοριστικό στοιχείο, αν το υπόλοιπο των συμβατικών όρων που διέπει τη σχέση, αποτελούν όρους σχέσης εργοδότη–εργοδοτουμένου καθ’ ότι η σχέση των μερών καθορίζεται από τον Νόμο και όχι από την ετικέτα που θα επιλέξουν να της δώσουν.

 

Στην υπόθεση Autoclenz Ltd v. Belcher [2011] IRLR 820 το Supreme Court  δεν ανέτρεψε την αναφορά του Court of Appeal ότι ένα πρόσωπο δεν κωλύεται από το να ισχυριστεί ότι ήταν εργοδοτουμένος επειδή για κάποια χρόνια δεχόταν το στάτους του αυτοεργοδοτουμένου.  Στην εν λόγω απόφαση τονίστηκε ότι εξετάζοντας κατά πόσον ένα πρόσωπο είναι εργοδοτούμενος ή παροχέας ανεξάρτητων υπηρεσιών, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τον σκοπό των εργατικών νομοθεσιών που είναι η προστασία του αδύνατου μέρους, θα πρέπει να εξετάσει σε λεπτομέρεια τις πραγματικότητες της κατάστασης και όχι μόνο το περιεχόμενο των εγγράφων που συνομολογήθηκαν μεταξύ των μερών ώστε να διαπιστώσει την πραγματική διευθέτηση μεταξύ των μερών[14].   Η εν λόγω απόφαση ακολουθήθηκε και επεξηγήθηκε περαιτέρω από το Supreme Court στην υπόθεση Uber BV and others v. Aslam and others [2021] ICR 657.     

 

Σε σχέση με την υποχρέωση για αυτοπρόσωπη παροχή υπηρεσιών και το δικαίωμα εκτέλεσης των συμφωνηθέντων υπηρεσιών από τρίτα πρόσωπα, η αγγλική νομολογία[15] σημειώνει ότι (α) η υποχρέωση για  αυτοπρόσωπη εκτέλεση δεικνύει σχέση εργασίας, (β) το απεριόριστο δικαίωμα αντικατάστασης του προσώπου που εκτελεί τις συμφωνηθείσες υπηρεσίες/εργασίες δεν συμβαδίζει με την υποχρέωση της προσωπικής εκτέλεσης των υπηρεσιών/εργασιών και δεικνύει ότι η σχέση δεν είναι σχέση εργασίας και (γ) ένα υπό προϋποθέσεις δικαίωμα αντικατάστασης, μπορεί ανάλογα με τις προϋποθέσεις όπως αυτές προκύπτουν από τις συμβατικές διευθετήσεις και τη φύση και τον βαθμό του περιορισμού του δικαιώματος της αντικατάστασης να είναι συμβατό με το συμπέρασμα σχέσης εργασίας. Στη βάση των πιο πάνω έχει αποφασιστεί ότι σε περιπτώσεις που το δικαίωμα αντικατάστασης ήταν περιορισμένο και μπορούσε να ασκηθεί μόνο σε περιπτώσεις που το μέρος στη σύμβαση για κάποιο ιδιαίτερο λόγο δεν μπορούσε να εκτελέσει τις εργασίες/υπηρεσίες (όπως π.χ. ασθένεια ή άλλη ανικανότητα ή που δίνεται η συγκατάθεση του άλλου μέρους το οποίο έχει την απόλυτη διακριτική ευχέρεια να δώσει ή να αρνηθεί να δώσει τη συγκατάθεσή του για την εκτέλεση των υπηρεσιών/εργασιών από τρίτο πρόσωπο) η συμφωνία ήταν για παροχή αυτοπρόσωπης εκτέλεσης των συμφωνηθέντων υπηρεσιών/εργασιών και συνακόλουθα υπήρχε σχέση εργασίας.

   

Στο σύγγραμμα St. D. Anderman ″The Law of Unfair Dismissal″, 3rd Edition, Butterworths, στη σελ.10 σημειώνονται τ΄ ακόλουθα:

 

″In determining …… whether an individual is self-employed under a contract for services or an employee under a contract of employment, employment tribunals have considerable discretion in at least three respects:

 

(a)     first, as the Court of Appeal has recently made plain, the question of employment or self-employment itself is not one of pure law.  It is often one of fact and degree.  Hence, employment tribunals have the discretion to weigh the factors that must be taken into account under the test that they choose to apply;

(b)     secondly, employment tribunals are not bound to apply one particular legal test to determine whether the contract is one of employment or not.  They may choose from among several relevant tests laid down by different lines of authority, depending on the circumstances;

(c)     thirdly, they are not bound by the parties’ own contractual description of their relationship.  They may decide on the basis of the facts as found what was the real nature of the relationship″.

 

 

            Στο σύγγραμμα Π. Γ. Πολυβίου, «Η Σύμβαση Εργασίας στο Κυπριακό Δίκαιο», 2016, Τόμος Α’, στις σελίδες 55-56 αφού γίνεται ανασκόπηση στη σχετική αγγλική νομολογία σημειώνονται τα πιο κάτω:

 

«……….δεν υπάρχει ένα κριτήριο ή έστω αριθμός προκαθορισμένων κριτηρίων που να μπορούν να επιλύσουν το υπό κρίση θέμα. Χρειάζεται εξέταση και σφαιρική ανάλυση όλων των δεδομένων. Το βασικό είναι ότι η φύση της σύμβασης εργοδότησης είναι η προσφορά εργασίας από τον ίδιο τον εργοδοτούμενο έναντι αμοιβής υπό συνθήκες νομικής εξάρτησης. Εάν το πρόσωπο που προσφέρει υπηρεσίες μπορεί να εκπληρώσει τη σύμβαση με το να αναθέσει την προσφορά υπηρεσιών σε άλλο πρόσωπο, τότε συνήθως κάτι τέτοιο δεν είναι συμβατό με την έννοια της σύμβασης εργοδότησης, παρόλο που στο πλαίσιο πραγματικής σύμβασης εργοδότησης μπορεί να επιτραπεί κάποια περιορισμένη εκτέλεση συγκεκριμένων εργασιών από πρόσωπο που είναι υπόλογο στον εργοδοτούμενο. Όσον αφορά το κριτήριο του ελέγχου, η έννοια του ελέγχου είναι πολυδιάστατη, και συνήθως καλύπτει όχι μόνο την ανάθεση της εργασίας αλλά και τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να διεκπεραιωθεί. «Έλεγχος» δεν εξυπακούει τη δυνατότητα έκδοσης οδηγιών ως προς τον τρόπο εκτέλεσης του έργου, αλλά συνιστάται κυρίως στην ανάθεση συγκεκριμένης εργασίας η οποία θα διεκπεραιωθεί σε προκαθορισμένο συμβατικό πλαίσιο όπου τα  κυριαρχικά δικαιώματα όσο αφορά το είδος της εργασίας και τον τρόπο που θα εκτελεστεί ανήκουν στον εργοδότη. Παρά όμως τη σημασία του κριτηρίου του «ελέγχου» το Δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη όλα τα στοιχεία που συνθέτουν και συνοδεύουν τη σχέση των μερών, κάποτε πολύ πέραν της δυνατότητας του ελέγχου της εργασίας από το ένα μέρος.» [16] 

 

                 

Ανάλυση Μαρτυρίας - Εφαρμογή Νομικής Πτυχής

 

Σημειώνουμε ότι οι θέσεις, τα επιχειρήματα και οι απόψεις που προέβαλαν με τη μαρτυρία τους η Αιτήτρια και η Μ.ΚΑ.1 σχετικά με το επίδικο νομικό ζήτημα της φύσης/του είδους της μεταξύ τους σχέσης και την ερμηνεία της Συμφωνίας δεν αποτελούν αποδεκτή μαρτυρία προς αξιολόγηση καθότι αποτελούν νομικά ζητήματα επί των οποίων θα πρέπει να αποφανθεί το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης.

 

Αξιολογώντας τη μαρτυρία της Αιτήτριας παρατηρούμε τα πιο κάτω:

 

(α) Οι ισχυρισμοί της ότι φοιτούσε επί πληρωμή στο τμήμα του κλινικού πιλάτες στη σχολή των Καθ’ ων η Αίτηση για να εξασφαλίσει το αντίστοιχο δίπλωμα τέθηκαν ενώπιόν μας γενικά και αόριστα χωρίς οποιεσδήποτε λεπτομέρειες (όπως π.χ. πόσο πλήρωσε, πότε έγινε η πληρωμή, πόσα μαθήματα έκανε, πότε τελείωσε το εν λόγω πρόγραμμα αν το τελείωσε) και χωρίς οποιαδήποτε απτά στοιχεία που να τους επιβεβαιώνουν.

 

(β) Οι θέσεις της ότι παραιτήθηκε από την εργασία της λόγω της άρνησης των Καθ’ ων η Αίτηση να της παραχωρήσουν το δίπλωμα εκπαίδευσης κλινικού πιλάτες δεν υποστηρίζονται από οποιαδήποτε απτά στοιχεία και αντικρούονται από τα Τεκμήρια 9Α (επιστολή παραίτησης της Αιτήτριας) και (ηχητικό μήνυμα της Αιτήτριας) στην ένορκη δήλωση της Μ.ΚΑ.1.  Από τα έγγραφα που κατατέθηκαν ενώπιόν μας προκύπτει ότι η Αιτήτρια δεν ζήτησε με την παραίτησή της ή λίγο χρόνο μετά την παραίτησή της το δίπλωμα εκπαίδευσής της στη διδασκαλία του κλινικού πιλάτες.

 

(γ) Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι εργαζόταν 6 με 8 ώρες την εβδομάδα στους Καθ’ ων η Αίτηση και ότι λάμβανε €18,00 την ημέρα χωρίς να θέσει ενώπιόν μας συγκεκριμένες λεπτομέρειες και να συσχετίσει τον εν λόγω ισχυρισμό της με τα έγγραφα τα οποία κατέθεσε ενώπιόν μας σχετικά με τον καθορισμό και την καταβολή της αμοιβής της (Τεκμήριο 4 στην ένορκη δήλωσή της). Περαιτέρω οι θέσεις της ότι λάμβανε ως ημερομίσθιο €18,00 και ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση της χρωστούν €54,00 για τις τρεις μέρες που εργάστηκε τον Μάρτιο του 2020 είναι σε πλήρη διάσταση με (1) τον ισχυρισμό της ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση της κατέβαλλαν μηνιαίο μισθό ο οποίος υπολογίζετο στη βάση συγκεκριμένης φόρμουλας που προβλεπόταν στη Συμφωνία, (2) τους όρους της Συμφωνίας και (3) τα υπόλοιπα έγγραφα που κατατέθηκαν ενώπιόν μας ως Τεκμήρια (Τεκμήριο 4 στην ένορκη δήλωση της Αιτήτριας  και Τεκμήρια 6 και 10 στην ένορκη δήλωση της Μ.ΚΑ.1 – στο εν λόγω Τεκμήριο 10 περιέχεται ένα ηλεκτρονικό μήνυμα της Αιτήτριας προς τους Καθ’ ων η Αίτηση στο οποίο η ίδια η Αιτήτρια υπολογίζει την αμοιβή της για τον Μάρτιο του 2020 στη βάση μιας φόρμουλας και δεν κάνει οποιαδήποτε αναφορά σε αμοιβή €18,00 την ημέρα).

 

(δ) Η θέση της ότι μετά την παραίτησή της ζήτησε από τους Καθ’ ων η Αίτηση να  της πληρώσουν τα τρία μεροκάματα που της χρωστούσαν για τον Μάρτιο του 2020 είναι σε αντίθεση με το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 10 στην ένορκη δήλωση της Μ.ΚΑ.1. Στο εν λόγω Τεκμήριο υπάρχει ένα ηλεκτρονικό μήνυμα των Καθ’ ων η Αίτηση ημερομηνίας 03/04/2020 προς την Αιτήτρια με το οποίο οι Καθ’ ων η Αίτηση της αποστέλλουν τον δικό τους υπολογισμό για την αμοιβή της για τον μήνα Μάρτιο του 2020 και της ζητούν να τον ελέγξει και να τους ενημερώσει αν συμφωνεί ώστε να εμβάσουν το εν λόγω πόσο στον τραπεζικό λογαριασμό της και η απάντηση της Αιτήτριας στο εν λόγω μήνυμα ήταν ότι δεν χρειάζεται να της δώσουν τα χρήματα αμέσως και ότι μπορούν να τα δώσουν σε αυτήν προσωπικά όταν αυτή μπορέσει να επισκεφτεί το κέντρο των Καθ’ ων η Αίτηση. 

 

(ε) Η Αιτήτρια δεν μας έδωσε οποιεσδήποτε λεπτομέρειες σχετικά με το πρόγραμμα εργασίας της το οποίο, όπως αναφέρει γενικά και αόριστα, ήταν σταθερό και ετοιμαζόταν κατά την απόλυτη κρίση των Καθ’ ων η Αίτηση. Επίσης γενικά και αόριστα έθεσε ενώπιόν μας τις θέσεις της ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση της ασκούσαν συνεχή έλεγχο στην εκτέλεση των καθηκόντων της και παρέλειψε να μας αναφέρει συγκεκριμένα ποιος ήταν αυτός ο έλεγχος.

 

(στ) Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε, βασιζόμενη στο Τεκμήριο 5 στην ένορκη δήλωσή της, ότι κατέβαλε ως εισφορές ως αυτοτελώς εργαζόμενη για τις υπηρεσίες που προσέφερε στους Καθ’ ων η Αίτηση το συνολικό ποσό των €2.707,25 χωρίς να μας αναφέρει αναλυτικά πώς υπολογίστηκαν τα ποσά που κατέβαλε ως εισφορές στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (δηλαδή για ποια ποσά αμοιβής/εισοδήματος καταβλήθηκαν οι εν λόγω εισφορές) και χωρίς να προσκομίσει οποιαδήποτε άλλα στοιχεία που να επιβεβαιώνουν ότι ολόκληρο το εν λόγω ποσό αφορούσε την αμοιβή που έλαβε από τους Καθ’ ων η Αίτηση (σημειώνουμε ότι από το περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων φαίνεται ότι (1) η Αιτήτρια κατέβαλε για κάποιες περιόδους είτε συμπληρωματικές εισφορές είτε καθυστερημένα τις εισφορές με αποτέλεσμα να πληρώσει επιπρόσθετη επιβάρυνση και (2) η Αιτήτρια κατέβαλε εισφορές για το τρίτο τρίμηνο του 2020 (δηλαδή για την περίοδο Ιουνίου – Αυγούστου του 2020) ενώ η σχέση της με τους Καθ’ ων η Αίτηση τερματίστηκε τον Μάρτιο του 2020).

 

Λόγω των πιο πάνω κενών και αδυναμιών στο περιεχόμενο της μαρτυρίας της Αιτήτριας κρίνουμε ότι η μαρτυρία της δεν μπορεί να γίνει αποδεχτή ως αξιόπιστη και ως εκ τούτου την απορρίπτουμε.

 

Σε σχέση με την αξίωση της Αιτήτριας για επιστροφή του ποσού των €2.707,25 που κατέβαλε ως εισφορές ως αυτοτελώς εργαζόμενη στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων σημειώνουμε ότι, εκτός του ότι δεν αποδείχτηκε ότι το εν λόγω ποσό ήταν το ποσό που καταβλήθηκε για την αμοιβή που εισέπραξε από τους Καθ’ ων η Αίτηση για τις υπηρεσίες που τους προσέφερε, είμαστε της γνώμης ότι η οποιαδήποτε τυχόν αξίωση της Αιτήτριας στη βάση της θέσης ότι πρόσφερε υπηρεσίες ως εργοδοτούμενη αλλά κατέβαλλε εισφορές στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις ως αυτοτελώς εργαζόμενη θα έπρεπε να αφορά τη διαφορά μεταξύ του ποσού που κατέβαλε ως εισφορές ως αυτοτελώς εργαζόμενη στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις και του ποσού που θα κατέβαλλε ως εισφορές στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις ως εργοδοτούμενη των Καθ’ ων η Αίτηση καθότι και ως εργοδοτούμενη η Αιτήτρια όφειλε να καταβάλλει εισφορές στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις. Στην περίπτωση που η Αιτήτρια δηλωνόταν ως εργοδοτούμενη από τους Καθ’ ων η Αίτηση τότε οι Καθ’ ων η Αίτηση θα απέκοπταν ένα ποσό από την αμοιβή που της κατέβαλλαν μηνιαίως ως εισφορά Κοινωνικών Ασφαλίσεων και συνακόλουθα η Αιτήτρια θα λάμβανε μηνιαίως ένα ποσό λιγότερο από αυτό που λάμβανε από τους Καθ’ ων η Αίτηση ως αυτοεργοδοτούμενη. Ως εκ τούτου δεν δικαιολογείται η Αιτήτρια να αξιώνει ολόκληρο το ποσό που κατέβαλε στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων ως εισφορές ως αυτοτελώς εργαζόμενη. Περαιτέρω θεωρούμε ότι εφόσον οι Καθ’ ων η Αίτηση κατέβαλλαν στην Αιτήτρια το ποσό που συμφώνησαν να της καταβάλλουν μηνιαίως με βάση τη Συμφωνία χωρίς οποιαδήποτε αποκοπή και δεν καρπώθηκαν άμεσα τα ποσά που κατέβαλλε η Αιτήτρια στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων ως εισφορές ως αυτοτελώς εργαζόμενη, η οποιαδήποτε διαφορά της Αιτήτριας με τους Καθ’ ων η Αίτηση σε σχέση με την καταβολή εισφορών στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων αναφορικά με την αμοιβή που λάμβανε από τους Καθ’ ων η Αίτηση στη βάση της δήλωσης στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις σχετικά με το καθεστώς της συνεργασίας που είχε με τους Καθ’ ων η Αίτηση είναι θέμα που θα πρέπει να επιλυθεί μέσω των διαδικασιών που προβλέπονται από τους Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμους και όχι ως αστική διαφορά ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών στη βάση των προνοιών του Περί της Προστασίας των Μισθών Νόμου του 2007, Ν.35(Ι)/2007 στις οποίες βασίζει την αξίωσή της η Αιτήτρια για επιστροφή του ποσού των €2.707,25 που κατέβαλε ως εισφορές ως αυτοτελώς εργαζόμενη στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Περαιτέρω σημειώνουμε ότι εφόσον η Αιτήτρια στηρίζει την εν λόγω αξίωσή της στη θέση ότι η καταβολή από αυτήν εισφορών Κοινωνικών Ασφαλίσεων ως αυτοτελώς εργαζόμενη συνιστά παράνομη αποκοπή από τον μηνιαίο μισθό της, το αγώγιμο δικαίωμα της Αιτήτριας να αξιώνει τις εν λόγω αποκοπές σε αυτήν τη βάση αναφυόταν την 5η μέρα κάθε μηνός που σύμφωνα με τη Συμφωνία ήταν πληρωτέα η αμοιβή της για τον προηγούμενο μήνα, αφού το αγώγιμο δικαίωμα ενός εργοδοτουμένου να αξιώνει οφειλόμενους δεδουλευμένους μηνιαίους μισθούς ανακύπτει την ημερομηνία που αυτοί οι μισθοί είναι πληρωτέοι και απαιτητοί με βάση τη σύμβαση εργασίας ή στην περίπτωση που τερματιστεί η εργοδότηση του εργοδοτουμένου την ημερομηνία τερματισμού της απασχόλησης του εργοδοτουμένου (βλ. Π. Γεωργίου v. Ironhold Estates Ltd (2007) 1B AAΔ.1051). Λαμβάνοντας υπόψη τις πρόνοιες του άρθρου 12(10Α) του Περί Ετησίων Αδειών Μετ’ Απολαβών Νόμο του 1967, Ν.8/67[17] και τις πρόνοιες του άρθρου 31 (ε) του Περί Ερμηνείας Νόμου Κεφάλαιο 1[18], βρίσκουμε ότι η αξίωσή της σε ότι αφορά τους μήνες της περιόδου Δεκεμβρίου του 2018 μέχρι Δεκεμβρίου του 2019 είναι εκπρόθεσμη και παραγραμμένη, εφόσον η προθεσμία για την καταχώρησή της για τον κάθε μήνα ήταν 12 μήνες μετά και η αξίωσή της που τους αφορά εισήχθηκε στην Αίτηση με την καταχώρηση της τροποποιημένης Αίτησης στις 16/04/2021. Δηλαδή μόνο η αξίωσή της που αφορά τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο και Μάρτιο του 2020 δεν είναι εκπρόθεσμη. Ενόψει του ότι η Αιτήτρια δεν έθεσε ενώπιόν μας οποιαδήποτε στοιχεία σε σχέση με τα ποσά που διεκδικεί για τους εν λόγω μήνες δεν μπορεί να εξεταστεί αυτό το μέρος της αξίωσής της. Για όλους τους πιο πάνω λόγους η εν λόγω αξίωσή της κρίνεται ως απορριπτέα ανεξαρτήτως της κατάληξης του Δικαστηρίου επί του ζητήματος της φύσης της σχέσης μεταξύ των διαδίκων.

 

Σε σχέση με τη μαρτυρία της Μ.ΚΑ.1 σημειώνουμε τα πιο κάτω:

 

(α) Οι ισχυρισμοί της ότι (1) τον Σεπτέμβριο του 2018 έγινε πρόταση συνεργασίας στην Αιτήτρια με τους Καθ’ ων η Αίτηση ως ανεξάρτητη/αυτοτελώς εργαζομένη επαγγελματίας και η Αιτήτρια αποδέχτηκε την εν λόγω πρόταση, (2) η Αιτήτρια στις 05/03/2020 τερμάτισε τη συνεργασία της με τους Καθ’ ων η Αίτηση προβάλλοντας ως λόγο κάποια προσωπικά προβλήματά της, (3) οι Καθ’ ων η Αίτηση τον Απρίλιο του 2020 προσέφεραν στην Αιτήτρια την οφειλόμενη προς αυτήν αμοιβή της για τον Μάρτιο του 2020 και της ζητούσαν όπως τους ενημερώσει με ποιο τρόπο επιθυμεί να της καταβληθεί και η Αιτήτρια τους απάντησε ότι θα περάσει από το κέντρο των Καθ’ ων η Αίτηση να την παραλάβει και (4) η Αιτήτρια πριν τις 12/02/2021 δεν ανέφερε οτιδήποτε στους Καθ’ ων η Αίτηση σε σχέση με το καθεστώς της συνεργασίας της με τους Καθ’ ων η Αίτηση και την εγγραφή της ως αυτοτελώς εργαζόμενης στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις, υποστηρίζονται από τα Τεκμήρια 4Α, , , , 10, 11 και 13 που επισυνάπτονται στην ένορκη δήλωση της Μ.ΚΑ.1. Συνακόλουθα οι εν λόγω ισχυρισμοί της γίνονται αποδεκτοί ως αξιόπιστοι και προβαίνουμε στα ανάλογα ευρήματα.

 

(β) Η θέση της ότι λόγω του ότι η Αιτήτρια είχε εκπαιδευτεί μόνο στη διδασκαλία του απλού πιλάτες δεν μπορούσε να απασχοληθεί ως υπάλληλος των Καθ’ ων η Αίτηση ενόψει του ότι δεν στηρίζεται από οποιοδήποτε στοιχείο που να δεικνύει ότι λόγω των προσόντων της η Αιτήτρια για κάποιο νομικό λόγο δεν μπορούσε να εργοδοτηθεί ως υπάλληλος των Καθ’ ων η Αίτηση αποτελεί απλώς ένα επιχείρημα της Μ.ΚΑ.1 και συνακόλουθα δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο.

 

(γ) Οι αναφορές της στο περιεχόμενο της Συμφωνίας ήταν αποσπασματικές αφού περιορίστηκαν στους όρους 3.3, 6.8, 6.9, 11.2 και 14.2 υποδεικνύοντας μόνο τα στοιχεία που αφορούσαν (1) την ευθύνη της Αιτήτριας για την εγγραφή της στα Τμήματα Φορολογίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και την πληρωμή των οποιωνδήποτε οφειλών στα εν λόγω Τμήματα σε σχέση με την αμοιβή που λάμβανε από τους Καθ’ ων η Αίτηση, (2) την υποχρέωση της Αιτήτριας για την πληρωμή της ασφαλιστικής κάλυψής της για επαγγελματική ευθύνη έναντι τρίτων, (3) τις τυπικές προϋποθέσεις για τη λήψη της αμοιβής της Αιτήτριας από τους Καθ’ ων η Αίτηση και (4) το δικαίωμα της Αιτήτριας να εργάζεται σε άλλα πρόσωπα. Σε σχέση με το τρίτο στοιχείο παρατηρούμε ότι η Μ.ΚΑ.1 ισχυρίστηκε ότι η Αιτήτρια όφειλε να εκδίδει και να προσκομίζει τιμολόγιο στους Καθ’ ων η Αίτηση για την αμοιβή της ενώ στη Συμφωνία αυτό που αναφέρεται είναι ότι ο μισθός (“the salary”) θα πληρώνεται όταν το έντυπο “Wage Calculation Sheet” υπογράφεται και επιστρέφεται στη διεύθυνση των Καθ’ ων η Αίτηση γεγονός που δεικνύει ότι το εν λόγω έντυπο ετοιμαζόταν από τους Καθ’ ων η Αίτηση. Περαιτέρω (1) από τα έγγραφα που κατατέθηκαν ως Τεκμήριο 4 στην ένορκη δήλωση της Αιτήτριας φαίνεται ότι τα έντυπα που συμπληρώνονταν για τον υπολογισμό της αμοιβής της Αιτήτριας έφεραν στην αρχή τους τυπωμένο είτε το όνομα της  Μ.ΚΑ.1 είτε το όνομα των Καθ’ ων η  Αίτηση και (2) στο Τεκμήριο 10 στην ένορκη δήλωση της Μ.ΚΑ.1 το οποίο είναι ηλεκτρονικό μήνυμα της Μ.ΚΑ.1 ημερομηνίας 03/04/2020 προς την Αιτήτρια φέρει τίτλο “wages March 2020” και σ’ αυτό αναγράφονται τα εξής:“here is your summary of March Wages to check”, γεγονότα που τείνουν να καταδείξουν ότι η Αιτήτρια δεν εξέδιδε δικά της τιμολόγια αλλά υπέγραφε έντυπα που εκδίδονταν από τους Καθ’ ων η Αίτηση για σκοπούς καθορισμού της μηνιαίας αμοιβής της.  Η Μ.ΚΑ.1  κατέθεσε ως μέρος του Τεκμηρίου 6 στην ένορκη δήλωσή της έντυπα υπολογισμού της μηνιαίας αμοιβής της Αιτήτριας για τους μήνες Σεπτέμβριο του 2019, Οκτώβριο του 2019, Νοέμβριο του 2019 και Ιανουάριο του 2020 στα οποία αναγράφονται το όνομα και τα στοιχεία της Αιτήτριας και στη συνέχεια το όνομα των Καθ’ ων η Αίτηση και δίπλα από αυτό οι λέξεις “MONTHLY SUMMARY SHEET:Services for Teaching Pilates” ενώ στα έντυπα που κατέθεσε η Αιτήτρια ως Τεκμήριο 4 στην ένορκη δήλωσή της για τους εν λόγω μήνες αναγράφεται πρώτα το όνομα των Καθ’ ων η Αίτηση και μετά το όνομα της Αιτήτριας και δίπλα από αυτό μόνο οι λέξεις “MONTHLY SUMMARY SHEET”. Η Μ.ΚΑ.1 δεν έδωσε καμία εξήγηση για ποιο λόγο υπάρχει αυτή η διαφορά μεταξύ των εν λόγω εντύπων. Σε σχέση με το τέταρτο στοιχείο παρατηρούμε ότι το δικαίωμα της Αιτήτριας δεν είναι απεριόριστο αφού σύμφωνα με τις πρόνοιες της Συμφωνίας η Αιτήτρια οφείλει πριν εργαστεί κάπου αλλού να ενημερώσει τους Καθ’ ων η Αίτηση και να εξεταστεί κατά πόσον υπάρχει οποιαδήποτε σύγκρουση συμφερόντων. Ο ισχυρισμός της ότι η Αιτήτρια παρείχε υπηρεσίες και σε άλλα κέντρα εκγύμνασης τέθηκε ενώπιόν μας (1) γενικά και αόριστα και (2) χωρίς να γίνει οποιαδήποτε σύνδεσή του με τον σχετικό όρο της Συμφωνίας που απαιτούσε προηγούμενη ενημέρωση των Καθ’ ων η Αίτηση. Οι θέσεις της ότι η Αιτήτρια διατηρούσε το δικαίωμα εξυπηρέτησης δικών της πελατών στους χώρους του κέντρου των Καθ’ ων η Αίτηση τέθηκαν ενώπιόν μας χωρίς αναφορά και σύνδεση με τις πρόνοιες της Συμφωνίας που προβλέπουν ότι η Αιτήτρια οφείλει να ενημερώσει και εξασφαλίσει τη συγκατάθεση των Καθ’ ων η Αίτηση για να προσφέρει οποιεσδήποτε υπηρεσίες στο κέντρο των Καθ’ ων η Αίτηση σε πρόσωπο που δεν είναι πελάτης των Καθ’ ων η Αίτηση. Λόγω των πιο πάνω η εν λόγω μαρτυρία της Μ.ΚΑ.1 δεν γίνεται αποδεκτή ως αξιόπιστη.

 

(δ) Οι θέσεις της ότι η Αιτήτρια δεν υπόκειτο σε έλεγχο ή εποπτεία από τους Καθ’ ων η Αίτηση και ότι η Αιτήτρια μπορούσε να καθορίζει το πρόγραμμα/ωραρίου εργασίας της από μόνη της κλείνοντας τα ραντεβού σε εβδομαδιαία βάση στη βάση των αναγκών των πελατών που εξυπηρετούσε και της διαθεσιμότητας του χώρου εκγύμνασης, εκτός του ότι είναι σε διάσταση με τις πρόνοιες της Συμφωνίας για τις οποίες η Μ.ΚΑ.1 δεν ισχυρίστηκε ότι δεν εφαρμόζονταν στην πράξη, δεν επιβεβαιώνονται από το περιεχόμενο των Τεκμηρίων 7Α και στην ένορκη δήλωση της Μ.ΚΑ.1, αφού σε αυτό φαίνεται ότι η Αιτήτρια για να μην προσέλθει στην εργασία της ή να αλλάξει ένα  μάθημα χρειαζόταν την έγκριση της Μ.ΚΑ.1 και ότι η Μ.ΚΑ.1 έδινε οδηγίες – έγκριση στην Αιτήτρια για τα μαθήματα που θα έκανε και τις ώρες που θα τα έκανε. Ούτε ο ισχυρισμός της ότι η Αιτήτρια μπορούσε να απουσιάσει με δική της επιλογή από την παροχή των υπηρεσιών της προς τους Καθ’ ων η Αίτηση για μεγάλα διαστήματα υποστηρίζεται από τα εν λόγω Τεκμήρια, αφού από τα εν λόγω Τεκμήρια  φαίνεται ότι η απουσία της Αιτήτριας για ένα μήνα από τις 20/05/2019 μέχρι τις 20/06/2019 είχε συμφωνηθεί από την αρχή της συνεργασίας των Καθ’ ων η Αίτηση με την Αιτήτρια μεταξύ της Αιτήτριας και της Μ.ΚΑ.1 και είχε συζητηθεί μεταξύ της Αιτήτριας και της Μ.ΚΑ.1 από τον Απρίλιο του 2019 και η Μ.ΚΑ.1 είχε προβεί σε αλλαγές στο ημερολόγιο των Καθ’ ων η  Αίτηση  ώστε η Αιτήτρια να μην εργαστεί από τις 20/05/2019 μέχρι  τις 16/06/2019.  Περαιτέρω μας δημιουργείται η απορία για ποιο λόγο, αφού η συνεργασία μεταξύ των Καθ’ ων η Αίτηση και της Αιτήτριας ήταν τόσο χαλαρή και επαφιόταν στην κρίση της Αιτήτριας, η άρνηση της Αιτήτριας να υπογράψει την ανανέωση της Συμφωνίας και ο τερματισμός της συνεργασίας της Αιτήτριας με τους Καθ’ ων η Αίτηση από την Αιτήτρια τον Μάρτιο του 2020 προκάλεσε σωρεία προβλημάτων στην εύρυθμη λειτουργία του κέντρου των Καθ’ ων η Αίτηση. Συνακόλουθα με τα πιο πάνω απορρίπτουμε ως μη αξιόπιστους τους εν λόγω ισχυρισμούς της Μ.ΚΑ.1.

 

 Εξετάζοντας το σύνολο των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης (αναντίλεκτων και αυτών που προέκυψαν στη βάση της αποδεκτής μαρτυρίας) και των δεδομένων που φαίνονται στα ενώπιόν μας Τεκμήρια και ιδιαίτερα στη Συμφωνία, λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν τέθηκε ενώπιόν μας αξιόπιστη και πειστική μαρτυρία (1) ότι οι πρόνοιες της Συμφωνίας δεν εφαρμόζονταν στην πράξη και (2) που να αμφισβητεί ή να αντικρούει το περιεχόμενο των Τεκμηρίων που κατατέθηκαν ενώπιόν μας, υπό το φως των νομικών αρχών που παραθέσαμε πιο πάνω, κρίνουμε ότι η πραγματική σχέση της Αιτήτριας και των Καθ’ ων η Αίτηση ήταν σχέση εργοδότη-εργοδοτουμένου ανεξάρτητα από την πρόθεση των Καθ’ ων η Αίτηση, την αποδοχή της πρότασης των Καθ’ ων η Αίτηση από την Αιτήτρια  για προσφορά  υπηρεσιών στους Καθ’ ων η Αίτηση ως ανεξάρτητη/αυτοτελώς εργαζόμενη επαγγελματία, την εγγραφή της Αιτήτριας στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις ως αυτοτελώς εργαζόμενη και τη μη διαμαρτυρία της Αιτήτριας για την εν λόγω εγγραφή της πριν τις 12/02/2021[19]. Και εξηγούμε:

 

(1)          Η Αιτήτρια ήταν υποχρεωμένη να παρέχει αυτοπροσώπως τις υπηρεσίες της τις ώρες που συμφώνησε να παρέχει υπηρεσίες στους Καθ’ ων η Αίτηση αφού δεν δικαιούτο τις ώρες που συμφώνησε με τους Καθ’ ων η Αίτηση να τους παρέχει τις υπηρεσίες της να ασχολείται με άλλες εργασίες και στις περιπτώσεις που η Αιτήτρια δεν μπορούσε να προσφέρει τις υπηρεσίες αυτοπροσώπως δεν της καταβαλλόταν αμοιβή. Περαιτέρω η Αιτήτρια δεν είχε απεριόριστο δικαίωμα να εκχωρήσει ή να αναθέσει την υποχρέωση της παροχής των υπηρεσιών της, στο σύνολο ή κατά μέρους, σε τρίτα πρόσωπα. Το δικαίωμα για αντικατάστασή της ήταν πολύ περιορισμένο και μπορούσε να ασκηθεί μόνο σε περιπτώσεις που για κάποιο ιδιαίτερο λόγο δεν μπορούσε να προσφέρει τις υπηρεσίες της ή αφού ενημέρωνε εκ των προτέρων τους Καθ’ ων η Αίτηση και προέβαινε στις αναγκαίες διευθετήσεις των ραντεβού των πελατών που εξυπηρετούσε (είτε αλλαγή ώρας είτε κάλυψη από άλλο δάσκαλο των Καθ’ ων η Αίτηση).     

(2)          Οι Καθ’ ων η Αίτηση παρείχαν στην Αιτήτρια τον εξοπλισμό για την εκτέλεση της εργασίας της.

(3)          Οι Καθ’ ων η Αίτηση καθόριζαν τον χώρο εργασίας και το ωράριο / το πρόγραμμα εργασίας της Αιτήτριας. Η Αιτήτρια για να προβεί σε οποιαδήποτε αλλαγή στο πρόγραμμα εργασίας της όφειλε να εξασφαλίσει την έγκριση των Καθ’ ων η Αίτηση και δεν είχε την ευχέρεια να προσδιορίζει από μόνη της τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών της.

(4)          Η Αιτήτρια πληρωνόταν μηνιαίως για τις υπηρεσίες που προσέφερε στους Καθ’ ων η Αίτηση στη βάση μιας συμφωνηθείσας φόρμουλας ανάλογα με τις ώρες που εργαζόταν στο κέντρο των Καθ’ ων η Αίτηση και τον αριθμό των πελατών των Καθ’ ων η Αίτηση που εξυπηρετούσε. Ο τρόπος πληρωμής της Αιτήτριας δεν διαφοροποιείται από τον αντίστοιχο τρόπο πληρωμής της αμοιβής ενός ωρομίσθιου υπαλλήλου με πλήρη ή μερική απασχόληση καθώς αμειβόταν σε μηνιαία βάση με ένα ποσό που καθοριζόταν σταθερά από τη Συμφωνία και συναρτάτο με τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών της.

(5)          Οι πελάτες που εξυπηρετούσε η Αιτήτρια ήταν πελάτες των Καθ’ ων η Αίτηση οι οποίοι πλήρωναν τους Καθ’ ων η Αίτηση για τις υπηρεσίες που τους προσέφερε η Αιτήτρια και οι Καθ’ ων η Αίτηση πλήρωναν την Αιτήτρια στη βάση της μεταξύ τους Συμφωνίας για τις υπηρεσίες που προσέφερε στους πελάτες τους.

(6)          Η Αιτήτρια όφειλε πριν εξασκήσει το δικαίωμα να εργαστεί σε άλλη εργασία να ενημερώσει τους Καθ’ ων η Αίτηση και να συζητήσει με αυτούς κατά πόσο υπήρχε οποιαδήποτε σύγκρουση συμφέροντος. Σημειώνουμε ότι το δικαίωμα για άσκηση παράλληλης εργασίας παρέχεται σε κάθε εργοδοτούμενο και από μόνο του δεν αναιρεί την εργασιακή σχέση αφού με βάση τις σχετικές νομικές αρχές, εκτός αν υπάρχει συγκεκριμένη ρήτρα στη σύμβαση απασχόλησης που απαγορεύει την παράλληλη απασχόληση[20], δεν απαγορεύεται γενικά κατά τη διάρκεια της σύμβασης απασχόλησης ο εργοδοτούμενος να ασκεί παράλληλη επαγγελματική δραστηριότητα εκτός του συμφωνημένου ωραρίου εργασίας.  

(7)          Ακόμα και αν η Αιτήτρια λόγω της φύσης της εργασίας της και της κατάρτισής της μπορούσε να καθορίζει το πρόγραμμα εκγύμνασης των πελατών των Καθ’ ων η Αίτηση που εξυπηρετούσε, η Αιτήτρια όφειλε να το πράξει στο κέντρο των Καθ’ ων η Αίτηση σύμφωνα με τις πρόνοιες όλων των κανονισμών των Καθ’ ων η Αίτηση που αφορούσαν το προσωπικό τους, όφειλε να τηρεί ημερολόγιο για τις υπηρεσίες και την απόδοσή της και μια φόρα τον μήνα να συναντά τη διεύθυνση των Καθ’ ων η Αίτηση για αξιολόγηση της απόδοσής της και ήταν υπόχρεη (α) να ακολουθεί τις οδηγίες που της δίνονταν από τους Καθ’ ων η Αίτηση κατά τις μηνιαίες συναντήσεις και (β) να επιμορφώνεται και να εκπαιδεύεται συνεχώς από άλλα άτομα των Καθ’ ων η Αίτηση σε χρόνο εκτός των ωρών που πρόσφερε τις υπηρεσίες της στους Καθ’ ων η Αίτηση.

(8)          Τα πιο πάνω δεικνύουν ότι η Αιτήτρια προσέφερε τις υπηρεσίες της υπό τον έλεγχο και την εποπτεία των Καθ’ ων η Αίτηση μέσα στα πλαίσια μιας οργάνωσης εργασίας όπου οι Καθ’ ων η Αίτηση είχαν τα κυριαρχικά δικαιώματα σε σχέση με τον τρόπο της εκτέλεσης της εν λόγω εργασίας και η Αιτήτρια δεν είχε την ευχέρεια να καθορίζει ελεύθερα την παροχή των υπηρεσιών της ανεξάρτητα από άλλα πρόσωπα.

(9)          Η Αιτήτρια δεν είχε αναλάβει οποιοδήποτε επιχειρηματικό κίνδυνο για τις  εργασίες που προσέφερε στους Καθ’ ων η Αίτηση (η Αιτήτρια δεν επένδυσε οποιοδήποτε κεφάλαιο για τις υπηρεσίες της στους Καθ’ ων η  Αίτηση).

(10)        Όλα τα πιο πάνω σωρευτικά δεικνύουν ότι η σχέση μεταξύ της Αιτήτριας και των Καθ’ ων η Αίτηση ήταν σχέση εξάρτησης και ότι η Αιτήτρια προσέφερε τις υπηρεσίες της στους Καθ’ ων η Αίτηση υπό τέτοιες συνθήκες και περιστάσεις που συνάγεται η ύπαρξη σχέσης εργοδότη–εργοδοτουμένου.

(11)       Η πρόθεση των Καθ’ ων η Αίτηση να συνεργαστούν με την Αιτήτρια στη βάση σύμβασης ανεξάρτητων υπηρεσιών, η αποδοχή της πρότασης των Καθ’ ων η Αίτηση από την Αιτήτρια για προσφορά υπηρεσιών στους Καθ’ ων η Αίτηση ως ανεξάρτητη/αυτοτελώς εργαζόμενη επαγγελματίας, η πληρωμή της Αιτήτριας μετά την υπογραφή από αυτήν ενός εντύπου σχετικά με τις ώρες που προσέφερε τις υπηρεσίες της, η έκδοση απόδειξης από την Αιτήτρια κατά την παραλαβή της μηνιαίας αμοιβής της, οι όροι της Συμφωνίας που προέβλεπαν για την καταβολή των εισφορών στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις και των φορολογιών από την Αιτήτρια ως αυτοτελώς εργαζόμενη, η εγγραφή της Αιτήτριας στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις ως αυτοτελώς εργαζόμενη και η μη διαμαρτυρία της Αιτήτριας για την εν λόγω εγγραφή της πριν τις 12/02/2021 δεν αναιρούν την πιο πάνω κατάληξή μας. Σύμφωνα με τις νομικές αρχές ο χαρακτηρισμός της σχέσης από τα μέρη και η διευθέτηση του τρόπου πληρωμής για τις υπηρεσίες/εργασίες που προσφέρονται δεν αποτελούν καθοριστικά στοιχεία για τον νομικό καθορισμό της μεταξύ των μερών σχέσης στην περίπτωση που (α) το υπόλοιπο των συμβατικών όρων της διευθέτησης μεταξύ των μερών και (β) οι πραγματικές συνθήκες της μεταξύ των μερών σχέσης δεικνύουν ποια είναι η πραγματική σχέση μεταξύ των μερών. 

 

 

 

Κατάληξη  

 

Στη βάση των πιο πάνω:

 

Α. Εκδίδουμε διάταγμα  με το οποίο διατάσσονται οι Καθ’ ων η Αίτηση να παραδώσουν στην Αιτήτρια εντός τριών (3) μηνών από σήμερα πιστοποιητικό απασχόλησης σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 8 του Περί του Τερματισμού της Απασχολήσεως Νόμου του 1967, Ν.24/67.

 

Β. Εκδίδεται απόφαση υπέρ της Αιτήτριας και εις βάρος των Καθ’ ων η Αίτηση  για το ποσό των €54,00 ως υπόλοιπο δεδουλευμένων ημερομισθίων για τον μήνα Μάρτιο του 2020.

 

Γ.  Η αξίωση της Αιτήτριας για το ποσό των €2.707,25 ως απλήρωτοι μισθοί ή ως παράνομη αποκοπή μισθού απορρίπτεται.

 

Ενόψει της μερικής επιτυχίας της Αίτησης και του γεγονότος ότι η Αιτήτρια προέβη σε τροποποίηση της Αίτησης αναγκάζοντας τους Καθ’ ων η Αίτηση να καταχωρήσουν τροποποιημένο έγγραφο εμφάνισης, επιδικάζουμε υπέρ της Αιτήτριας και εις βάρος των Καθ’ ων η Αίτηση δικηγορικά έξοδα μειωμένα στο πόσο των €400,00 πλέον Φ.Π.Α..   

    

 

(Υπ.) ………………………………………………

                                               Ε. Κωνσταντίνου, Δικαστής

 

(Υπ.) ………………………………………        (Υπ.) ………………………………………

        Ι. Μαρκίδης, Μέλος                                       Ν. Καλαθάς, Μέλος

                          

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ

 

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1] Τεκμήριο 2 στην ένορκη δήλωση της Αιτήτριας ημερομηνίας 11/10/2022 και Τεκμήριο 3 στην ένορκη δήλωση της Χριστίνας Χατζηγεωργίου («η Μ.Κ.Α1») ημερομηνίας 29/11/2022. 

[2] Βλέπε δέσμη εγγράφων Τεκμήριο 4  στην ένορκη δήλωση της Αιτήτριας ημερομηνίας 11/10/2022 και Τεκμήριο 6 στην ένορκη δήλωση της Μ.ΚΑ.1 ημερομηνίας 29/11/2022.

[3] Βλέπε δέσμη εγγράφων Τεκμήριο 4 στην ένορκη δήλωση της Αιτήτριας ημερομηνίας 11/10/2022.

[4] Βλέπε δέσμη εγγράφων Τεκμήριο 4 στην ένορκη δήλωση της Αιτήτριας ημερομηνίας 11/10/2022.

[5] Βλέπε δέσμη εγγράφων Τεκμήριο 4 στην ένορκη δήλωση της Αιτήτριας ημερομηνίας 11/10/2022 και Τεκμήριο 6 στην ένορκη δήλωση της Μ.ΚΑ.1 ημερομηνίας 29/11/2022.

[6] Βλέπε δέσμη εγγράφων Τεκμήριο 4 στην ένορκη δήλωση της Αιτήτριας ημερομηνίας 11/10/2022.

[7] Βλέπε δέσμη εγγράφων Τεκμήριο 5 στην ένορκη δήλωση της Αιτήτριας ημερομηνίας 11/10/2022.

[8] Βλέπε Τεκμήριο 3  στην ένορκη δήλωση της Αιτήτριας ημερομηνίας 11/10/2022 και Τεκμήριο  11 στην ένορκη δήλωση της Μ.ΚΑ.1 ημερομηνίας 29/11/2022.

 

[9] Στο σύγγραμμα Ι. Κουκιαδης, ″Εργατικό Δίκαιο″, Γ΄ Έκδοση, στη σελ.182, αναφέρονται τ’ ακόλουθα:  «Ατομική σχέση εργασίας είναι η έννομη και ειδικότερα η ενοχική σχέση που συνδέει δύο πρόσωπα από τα οποία το ένα (που λέγεται μισθωτός) υποχρεώνεται να παρέχει με αντάλλαγμα ορισμένη αμοιβή στο άλλο (που λέγεται εργοδότης) την εργασία του σε κατάσταση εξάρτησης απέναντι στον τελευταίο»″.  Στη σελ.188 σημειώνεται ότι «… αντικείμενο της σύμβασης εξηρτημένης εργασίας που επικράτησε να λέγεται και απλώς ″σύμβαση εργασίας″ είναι η εξηρτημένη εργασία σε αντίθεση με την ανεξάρτητη εργασία, που αποτελεί αντικείμενο της σύμβασης ανεξάρτητων υπηρεσιών».

[10] Βλέπε Χριστάκης Κώστα v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργού Εργασίας & Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Αρ. Υπόθεσης 594/2007), ημερ.14/03/2008, Χρ. Νικοδήμου & Σία Λτδ v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Διευθυντή Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων και/ή του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Αρ. Υπόθεσης 168/2007), ημερ.09/04/2008, Στ. Θεοδούλου v. Ασπίς Πρόνοια Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρεία Ζωής (1997) 1 Α.Α.Δ. 1551, στην υπόθεση AVRAAM K. PROUSI v. REDUNDANT EMPLOYEES FUND (1988) 1 C.L.R363 στη σελίδα 368 ελέχθη ότι: «The question as to whether the relationship of employer and employee exists is always a question of fact and the facts of each particular case have to be taken into consideration. The only criterion for making a person an employee of another is not the payment of a salary for services rendered by him but also it has to be established that the employer can exercise control over the work of the other».  

[11]  Στ. Γιαννακούρου, «Κυπριακό Εργατικό Δίκαιο», Νομική Βιβλιοθήκη, σελ.36.  Στο σύγγραμμα Harvey on Industrial Relations and Employment Law, Lexis Nexis, στις παραγράφους [10] και [11] ανaφέρονται τα εξής Starting with the old idea of set 'criteria' for employment, it has long been accepted that ultimately it is impossible to draw up a complete and immutable list of criteria to be considered when deciding whether a contract is one of employment or one for services: ………………Each case must be considered on its own facts. But some of the features which may be relevant are as follows. First, …….., there is the degree of control: the greater the scope for individual judgment on the part of the worker, the more likely he or she will be an independent contractor. In addition to this traditional indicator, it may be relevant to consider the following factors:

—     What was the amount of the remuneration and how was it paid?—a regular wage or salary tends towards a contract of employment; profit sharing or the submission of invoices for set amounts of work done, towards independence. 

—     How far, if at all, did the worker invest in his or her own future: who provided the capital and who risked the loss? 

—     Who provided the tools and equipment? 

—     Was the worker tied to one employer, or was he or she free to work for others (especially rival enterprises)? Conversely, how strong or otherwise is the obligation on the worker to work for that particular employer, if and when called on to do so? 

—     Was there a 'traditional structure' of employment in the trade or has it always been a bastion of self-employment? 

—     What were the arrangements for the payment of income tax and National Insurance? 

—     How was the arrangement terminable?—a power of dismissal smacks of employment.

 

In addition to such 'structural' matters, it may also be very relevant to look at the particular terms of the contract in question; for example, a genuine contract for services would not normally be expected to provide for sick pay or contractual holiday or pension entitlements.“.

 

[12] Στις υποθέσεις Quashie v. Stringfellows Restaurants Ltd [2013] IRLR 99 και Chen Yuen v. Royal Hong Kong Golf Club [1998] ICR 131 αποφασίστηκε ότι δεν υπήρχε σχέση εργασίας στις περιπτώσεις που το πρώτο μέρος στη σύμβαση δεν είχε υποχρέωση να πληρώνει το δεύτερο μέρος για τις υπηρεσίες που προσέφερε το δεύτερο μέρος στους χώρους του πρώτου μέρους σύμφωνα με τους κανόνες του πρώτου μέρους κάτω από τον έλεγχο του πρώτου μέρους και το δεύτερο μέρος πληρωνόταν από τους πελάτες του πρώτου μέρους (μέσω του πρώτου μέρους) και το ύψος της αμοιβής του δευτέρου μέρους επαφίετο στους πελάτες του πρώτου μέρους.

[13] Στο σύγγραμμα Colin Bourn, Redundancy Law and Practice (1983), στη σελίδα 77, αναφέρονται τακόλουθα: The approach which is now adopted by the courts is to question whether the employee is in reality performing his duties ″as person in business in his own account″ …………. rather than working for a superior.  A multiplicity of factors could influence that decision, such as the degree to which the person is free from detailed control by another, as to his hours or working methods, whether he has invested any capital in the business or whether he bears any of the economic risks of profit and loss″.  Στο σύγγραμμα Δ. Ζερδελής, «Το Δίκαιο της Καταγγελίας της Σύμβασης Εξαρτημένης Εργασίας» (2002), στη σελίδα  260, αναφέρονται τα εξής: «Ένα από τα στοιχεία που αποκτά ιδιαίτερη σημασία για τον προσδιορισμό της εξαρτημένης εργασίας είναι ο επιχειρηματικός κίνδυνος. Η ανάληψη επιχειρηματικού κινδύνου χαρακτηρίζει τον ελεύθερο επαγγελματία και αποτελεί τυπικό στοιχείο μιας ανεξάρτητης δραστηριότητας. Αντίθετα, τον μισθωτό, το πρόσωπο δηλαδή που παρέχει εξαρτημένη εργασία τον χαρακτηρίζει η μη συμμετοχή του στον επιχειρηματικό κίνδυνο. Και συνεπώς συνεχίζει να λαμβάνει τον μισθό του ακόμη και αν ο εργοδότης δεν έχει εργασία να του αναθέσει.»      

 

[14] Στο σύγγραμμα Π. Γ. ΠολυβίουΤο Εργατικό Δίκαιο της Κύπρου, Θεωρία και Πράξη», 2018 στη σελίδα 125 σχολιάζεται η απόφαση Autoclenz Ltd v. Belcher (πιο πάνω) και αναφέρεται ότι η προσέγγιση στην εν λόγω απόφαση «αντικατοπτρίζει όχι τη συμβατική αλλά την εργασιακή διάσταση του θέματος ότι δηλαδή διάφορες πτυχές του θέματος δεν μπορούν να γίνουν κατανοητές με βάση τις παραδοσιακές συμβατικές προσεγγίσεις αλλά μόνο στο πλαίσιο μιας ρεαλιστικής θεώρησης που επικεντρώνεται  όχι αποκλειστικά στο κείμενο ή το έγγραφο που έχουν συνομολογήσει τα μέρη αλλά και στην ολότητα των γεγονότων και δεδομένων της περίπτωσης, συμπεριλαμβανομένων της μεταγενέστερης τους συμπεριφοράς και ουσιαστικής αντίληψης ακόμα και σε περιπτώσεις όπου η κατ΄ ισχυρισμό πραγματικότητα (που συνήθως υποστηρίζει ο εργοδοτούμενος είτε αφορά θέματα ερμηνείας είτε θέματα κατηγοριοποίησης της επίδικης διευθέτησης μεταξύ των μερών) βρίσκεται σε αντίθεση με τα όσα έχουν ρητά συμφωνηθεί.»       

[15] Express and Echo Publication Ltd v. Tanton [1999] IRLR 367, MacFarlane v. Glasgow City Council [2001] IRLR 7, Byrne Bros (Farmwork) Ltd v. Baird [2002] IRLR 96, Staffordshire Sentinel Newspapers Ltd v. Potter [2004] IRLR 752, Pimlico Plumbers Ltd v. Smith [2017] IRLR 323, Stuart Deliveries Ltd v. Augustine [2022] IRLR 56.  

[16] Στο σύγγραμμα Δ. Ζερδελής, «Το Δίκαιο της Καταγγελίας της Σύμβασης Εξαρτημένης Εργασίας» (2002) στη σελίδα 247 αναφέρονται τα εξής: «Ο αναγκαίος για την ύπαρξη σχέσης εξαρτημένης εργασίας βαθμός προσωπικής εξάρτησης προκύπτει από τη συνολική εκτίμηση όλων των συνθηκών και εξαρτάται από τις ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης δραστηριότητας».      

 

[17] «12(10Α).  Αίτηση στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών υποβάλλεται εντός δώδεκα μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία ανέκυψε το προς υποβολήν αιτήσεως δικαίωμα ή εντός εννέα μηνών από την απάντηση του Ταμείου για το πλεονάζων προσωπικό.»

[18] «31. Στον υπολογισμό για τους σκοπούς Νόμου ή δημόσιου εγγράφου εκτός αν φαίνεται το αντίθετο-

(α) …………(β) ………………(γ) …………………….…(δ)…………………(ε) όταν νόμος  ή κανονισμός  προβλέπει –

(i) προθεσμία ή/και χρόνο παραγραφής για καταχώρηση οποιασδήποτε αγωγής ενώπιον οποιουδήποτε Δικαστηρίου, ή

(ii) προθεσμία ή/και χρόνο για λήψη  μέτρων εκτέλεσης δικαστικής απόφασης,

και η προθεσμία ή ο χρόνος παραγραφής ή λήψης μέτρων λήγει-

(αα) εντός της περιόδου από τη 15η Μαρτίου μέχρι και την 30ή Ιουνίου 2020, παρατείνεται μέχρι την 31η Ιουλίου 2020,

(ββ) εντός της περιόδου από τη 15η Ιανουαρίου μέχρι και την 31η Μαΐου 2021, παρατείνεται μέχρι την 30ή Ιουνίου 2021:

Νοείται ότι για σκοπούς της παρούσας παραγράφου «αγωγή» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμου.»

 

 

[19]Στην MacFarlane v. Glasgow City Council [2001] IRLR 7 κρίθηκε ότι ήταν εργοδοτούμενοι και όχι ανεξάρτητοι εργαζόμενοι με σύμβαση υπηρεσιών οι γυμναστές οι οποίοι συνεργάζονταν με το Δήμο Γλασκώβης προσφέροντας υπηρεσίες εκγύμνασης σε δημότες της πόλης σε συγκεκριμένες ώρες που συμφώνησαν με τον Δήμο, σε χώρους του Δήμου, χρησιμοποιώντας τον εξοπλισμό που τους παρείχε ο Δήμος, είχαν δική τους επαγγελματική ασφάλιση, πληρώνονταν με βάση τις ώρες που πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους και στις περιπτώσεις που για κάποιο έκτακτο λόγο δεν μπορούσαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους τις ώρες που είχαν συμφωνήσει με τον Δήμο όφειλαν να βρουν αντικαταστάτη από το αρχείο των αντικαταστατών του Δήμου και δεν αμείβονταν για τις ώρες που αντικαταστάθηκαν.

[20]  Π. Γ. Πολυβίου, ΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, Θεωρία και Πράξη, Εκδόσεις Χρυσαφίνης και Πολυβίου 2018, σελ.252-254.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο