ECLI:CY:DEDLEF:2023:5

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ – ΛΕΜΕΣΟΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ:    Ε. Κωνσταντίνου, Δικαστή

                        Ξ. Γεωργίου             )

                      Π. Φρυδάς               ) Μελών 

                                                                                           Αρ. Αίτησης: 246/2015

 

ΚΩΣΤΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

                                                                                                Aιτητής

και

 

1.  ARAMEX CYPRUS LIMITED

2.  ΤΑΜΕΙΟ ΔΙΑ ΠΛΕΟΝΑΖΟΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΝ

                                                                                                Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Ημερομηνία: 7 Μαρτίου, 2023

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για Αιτητή: κα Χρ. Χατζηκωστή για Κωστή Π. Χατζηκωστή & Σία ΔΕΠΕ

Για Καθ’ ων η Αίτηση 1: κ. Μ. Ηλία για Ηλία & Ηλία ΔΕΠΕ

Για Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού: κ. Γ. Αθανασιάδης

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

            Οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και ασχολούνται, μεταξύ άλλων, με υπηρεσίες μεταφορών (courier), ταχυμεταφορών και αερομεταφορών φορτίων και εμπορευμάτων, υπηρεσίες εκτελωνισμού και αποθήκευσης εμπορευμάτων και με άλλες παρόμοιες εργασίες και υπηρεσίες.  Για σκοπούς διεξαγωγής των εργασιών τους διατηρούν συνολικά τρία καταστήματα, ένα στη Λευκωσία, ένα στη Λεμεσό και ένα στη Λάρνακα.

 

            Ο Αιτητής απασχολείτο από τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 ως διανομέας (courier) στο κατάστημά τους στη Λεμεσό από την 01/03/1999. Η απασχόληση του Αιτητή τερματίστηκε από τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 στις 31/01/2014 καταβάλλοντας σε αυτόν πληρωμή αντί προειδοποίησης οκτώ εβδομάδων.  Ο τελευταίος μηνιαίος ακάθαρτος μισθός του Αιτητή ανερχόταν στο ποσό των €1.285,00. Ο Αιτητής λάμβανε 13ο μισθό. Οι τελευταίες ακαθάριστες εβδομαδιαίες απολαβές του ανέρχονταν στο ποσό των €321,25.

 

             Οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 απέστειλαν στις 20/02/104 στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων το έντυπο με τίτλο «Προειδοποίηση Πλεονασμού στον Υπουργό (Άρθρο 21)» στο οποίο ανέγραψαν ότι ο Αιτητής απολύθηκε ως πλεονάζον προσωπικό λόγω περιορισμού του όγκου εργασίας τους (Τεκμήριο 7) .

 

            Ο  κ. Moustapha Kaddouh και η κα Άννα Kaddouh αγόρασαν τις μετοχές των Καθ’ ων η Αίτηση 1 το 2014. Στις 05/03/2014 οι μετοχές των Καθ’ ων η Αίτηση 1 μεταβιβάστηκαν στο όνομά τους, ο κ. Kaddouh διορίστηκε Διευθυντής των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και η κα Kaddouh Γραμματέας των Καθ’ ων η Αίτηση 1 (βλ. Εκτύπωση  ηλεκτρονικής έρευνας για τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 στο αρχείο του Εφόρου Εταιρειών, Τεκμήριο 5).

 

            Ο Αιτητής υπέβαλε στις 14/03/2014 αίτηση στο Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού («το Ταμείο») για πληρωμή λόγω πλεονασμού (Τεκμήριο 1) στην οποία ανάφερε ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 του ανέφεραν ότι η απασχόλησή του τερματίστηκε λόγω περιορισμού του όγκου εργασίας τους.

 

             Οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 συμπλήρωσαν και παρέδωσαν στο Ταμείο στις 20/03/2014 το σχετικό έντυπο των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων με τίτλο «Ερωτηματολόγιο» για την απόλυση του Αιτητή και ανέγραψαν σε αυτό ότι η απόλυση του Αιτητή οφειλόταν στον περιορισμό του όγκου εργασίας τους / στη μείωση του κύκλου εργασιών τους (Τεκμήριο 2).

 

            Το Ταμείο με επιστολή του ημερομηνίας 19/03/2015 προς τον Αιτητή τον ενημέρωσε ότι η αίτησή του για πληρωμή λόγω πλεονασμού απορρίφθηκε καθότι σύμφωνα με τα στοιχεία που του δόθηκαν η απόλυσή του δεν οφείλεται σε λόγους πλεονασμού (Τεκμήριο 3).

 

            Οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 τον Ιανουάριο του 2014 είχαν παγκύπρια 15 υπαλλήλους, από τον Σεπτέμβριο του 2014 μέχρι τον Απρίλιο του 2015 είχαν παγκύπρια πέντε υπαλλήλους και τον Μάιο του 2015 είχαν παγκύπρια έξι υπαλλήλους (βλ. Τεκμήρια 6 και 7).      

 

            Τα εισοδήματα και οι ζημιές των Καθ’ ων η Αίτηση 1 σύμφωνα με τις εξελεγμένες οικονομικές καταστάσεις τους για τα έτη 2011 ως 2014  ήταν ως εξής:

 

 Έτος  

 Εισοδήματα

Ζημιές

2010

€941.494

€18.125

2011

€1.083.660

€166.062

2012

€1.089.140

€62.441

2013

€972.551

€203.209

2014

€719.967

€36.824

 

           

            Τον Μάιο του 2015 οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 προσέλαβαν ένα υπάλληλο στη θέση του εκτελωνιστή, θέση που δεν υπήρχε προηγουμένως στην Εργοδότρια Εταιρεία (Τεκμήριο 8).

 

            Ο Αιτητής με την παρούσα αίτηση εργατικής διαφοράς αξιώνει από τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 αποζημιώσεις για παράνομο τερματισμό της απασχόλησής του σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του Περί Τερματισμού της Απασχόλησης Νόμου του 1967, Ν.24/67 (στο εξής «ο Νόμος») και/ή διαζευκτικά σε περίπτωση που οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 αποδείξουν ότι η απόλυσή του οφείλεται σε πραγματικές συνθήκες πλεονασμού πληρωμή από το Ταμείο με βάση το άρθρο 16 του Νόμου σύμφωνα με τον Τέταρτο Πίνακα του Νόμου.

 

            Οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 με τους γενικούς λόγους του εγγράφου εμφάνισής τους απορρίπτουν τις εναντίον τους αξιώσεις. Εγείρουν προδικαστική ένσταση ότι ο Αιτητής κωλύεται (“estopped”) να αξιώνει οποιεσδήποτε αποζημιώσεις από αυτούς  για τον τερματισμό της απασχόλησής του καθότι υπέγραψε «σχετική απαλλαγή ευθύνης με την οποία δήλωσε ότι δεν θα έχει καμιά απαίτηση στο μέλλον από τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 και απάλλαξε τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 από οποιαδήποτε αστική ή ποινική ευθύνη σε σχέση με τον τερματισμό της απασχόλησής του αφού οποιεσδήποτε οφειλές ή και αποζημιώσεις οι οποίες σχετίζονται με την εργοδότησή του έχουν διευθετηθεί πλήρως». Περαιτέρω ισχυρίζονται ότι η απόλυση του Αιτητή οφειλόταν σε πλεονασμό. Στη βάση των πιο πάνω ζητούν απόρριψη της αίτησης εναντίον τους με έξοδα υπέρ τους. 

 

            Το Ταμείο με το έγγραφο εμφάνισής του απορρίπτει τις εναντίον του αξιώσεις ισχυριζόμενο ότι η απόλυση του Αιτητή δεν οφείλετο σε λόγους πλεονασμού.  Πιο συγκεκριμένα, είναι η θέση του ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν παρουσίαζαν μείωση του κύκλου εργασιών τους και προέβηκαν σε πρόσληψη νέου εργοδοτουμένου που ασκεί παρόμοια καθήκοντα με τον Αιτητή.

 

Βάρος Απόδειξης

 

Το άρθρο 5 του Νόμου προβλέπει τους λόγους που καθιστούν νόμιμη και δικαιολογημένη την απόλυση και οι οποίοι δεν παρέχουν στον εργοδοτούμενο δικαίωμα αποζημίωσης.  Με το εδάφιο (β) του εν λόγω άρθρου καλύπτεται ο λόγος απόλυσης λόγω πλεονασμού.

 

Το άρθρο 6(1) του Νόμου καθιερώνει νόμιμο μαχητό τεκμήριο υπέρ του εργοδοτουμένου σύμφωνα με το οποίο «….. ο υπό εργοδότου τερματισμός απασχολήσεως τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ως μη γενόμενος δια τινά των εν τω άρθρω 5 εκτιθεμένων λόγων» δηλαδή των λόγων που καθιστούν νόμιμη και δικαιολογημένη την απόλυση και δεν παρέχουν στον εργοδοτούμενο δικαίωμα αποζημίωσης.

 

Επομένως στην παρούσα περίπτωση οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 έχουν το βάρος να αποδείξουν ότι τερμάτισαν την απασχόληση του Αιτητή λόγω πλεονασμού βάσει των προβλεπομένων στο άρθρο 5(β) σε συνδυασμό με το άρθρο 18 του Νόμου, όπου καθορίζονται περιοριστικά οι λόγοι πλεονασμού.

 

Για τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 κατέθεσε ο κ. Moustapha Kaddouh, Διευθυντής και Μέτοχός τους.

 

Ο Αιτητής και το Ταμείο δεν προσκόμισαν οποιαδήποτε προφορική μαρτυρία και αρκέστηκαν στην αντεξέταση του κ. Kaddouh.

 

Μαρτυρία

 

Ο κ. Kaddouh κατέθεσε ότι από τα μέσα Οκτωβρίου του 2013 συζητούσαν με τους προηγούμενους μετόχους των Καθ’ ων η Αίτηση 1 για την εξαγορά των μετοχών τους. Ότι εκείνη την περίοδο αυτός και η σύζυγός του ξεκίνησαν να διενεργούν έρευνες και ελέγχους (due diligence) σε ότι αφορούσε τους Καθ’ ων η Αίτηση 1.   Υποστήριξε ότι λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που άρχισε το 2010 και του κουρέματος των καταθέσεων στην Κύπρο τον Μάρτιο του 2013 επηρεάστηκε αρνητικά η οικονομία της Κύπρου και ότι από τον Μάρτιο του 2013 άρχισε ο κύκλος εργασιών των Καθ’ ων η Αίτηση 1 να μειώνεται συνεχώς και να αυξάνονται οι ζημιές τους. Ότι λόγω των πιο πάνω όταν αυτός και η σύζυγός του ανέλαβαν την επιχείρηση των Καθ’ ων η Αίτηση 1 τον Μάρτιο του 2014 με βάση τα δεδομένα που είχαν τότε ενώπιόν τους, όπως τη συνεχή μείωση του κύκλου εργασιών και αύξηση των ζημιών των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και την πρόβλεψη για μη ανάκαμψη του κύκλου εργασιών των Καθ’ ων η Αίτηση 1 λόγω (1) του κλεισίματος της Λαϊκής Τράπεζας τον Ιανουάριο του 2014 στην οποία οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 διατηρούσαν όλους τους λογαριασμούς και τα χρήματά τους το οποίο δημιούργησε στους Καθ’ ων η Αίτηση 1 πρόβλημα ρευστότητας, εισπράξεων και πληρωμών, (2) της πώλησης από τις Κυπριακές Αερογραμμές Λτδ τον Φεβρουάριο–Μάρτιο του 2014 των χρονοθυρίδων που είχαν στο αεροδρόμιο Heathrow του Λονδίνου, το οποίο ήταν ο σταθμός αναδιανομής των Καθ’ ων η Αίτηση 1 για ολόκληρη την Ευρώπη και τη μεταφορά του εν λόγω σταθμού στο αεροδρόμιο Gatwick γεγονός που δημιούργησε απρόβλεπτα και επιπρόσθετα έξοδα στους Καθ’ ων η Αίτηση 1 καθότι το εν λόγω αεροδρόμιο βρισκόταν σε μεγαλύτερη απόσταση από το Λονδίνο από ότι ήταν το Heathrow και (3) της παράλειψης της υπηρεσίας Φ.Π.Α. να επιστρέψει στους Καθ’ ων η Αίτηση 1 ένα σημαντικό ποσό χρημάτων που τους όφειλε (γεγονότα που δημιούργησαν στους Καθ’ ων η Αίτηση 1 προβλήματα ρευστότητας, επιπρόσθετα έξοδα και επηρέασαν τη δυνατότητά τους για εξυπηρέτηση των πελατών τους με αποτέλεσμα οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 να χάνουν διαρκώς πελάτες) έλαβαν τα πιο κάτω μέτρα με σκοπό την αναχαίτηση της αρνητικής πορείας των Καθ’ ων η Αίτηση 1: μεταφορά των κεντρικών γραφείων των Καθ’ ων η Αίτηση 1 από τη Λευκωσία στη Λεμεσό, μείωση του υπαλληλικού προσωπικού, αναδιοργάνωση και εκσυγχρονισμού του τρόπου με τον οποίο οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 διεκπεραίωναν τις εργασίες τους με την αγορά και την εγκατάσταση νέων και σύγχρονων λογισμικών και λογιστικών συστημάτων τα οποία αυτοματοποίησαν τις διαδικασίες εκτέλεσης των εργασιών των Καθ’ ων η Αίτηση 1, μεταφορά του καταστήματος της Λευκωσίας σε μικρότερο κατάστημα με χαμηλότερο ενοίκιο, τερματισμός του δικαιώματος των υπαλλήλων να χρησιμοποιούν τα αυτοκίνητα των Καθ’ ων η Αίτηση 1 για προσωπική τους χρήση, περιορισμός των εξόδων κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος, νερού και τηλεφώνων κ.λ.π.. Ήταν η θέση του ότι το 2014 οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 απέλυσαν οκτώ υπαλλήλους ως πλεονάζοντες λόγω της συνεχιζόμενης μείωσης του κύκλου εργασιών τους και δύο υπάλληλοί τους παραιτήθηκαν οικειοθελώς από την εργασία τους. Σημείωσε ότι τον Αιτητή τον απέλυσε το προηγούμενο Διοικητικό Συμβούλιο των Καθ’ ων η Αίτηση 1.  Ήταν η θέση του ότι βάσει των αποτελεσμάτων των Καθ’ ων η Αίτηση 1 που αναφέρονται στις εξελεγμένες οικονομικές καταστάσεις τους για τα έτη 2010–2014  προκύπτει μείωση του κύκλου εργασιών των Καθ’ ων η Αίτηση 1 που δικαιολογεί την απόλυση του Αιτητή λόγω πλεονασμού.  Ισχυρίστηκε ότι ο Αιτητής στις 13/03/2014 υπέγραψε απόδειξη/απαλλαγή ευθύνης στην οποία δήλωνε ότι δεν θα έχει καμία απαίτηση στο μέλλον από τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 και τους απάλλαξε από οποιαδήποτε ευθύνη σε σχέση με τον τερματισμό της απασχόλησής του αφού οποιεσδήποτε οφειλές και/ή αποζημιώσεις σχετίζονταν με την εργοδότησή του στους Καθ’ ων η Αίτηση 1 είχαν διευθετηθεί πλήρως.   

 

Κατά την αντεξέτασή του από τον δικηγόρο του Ταμείου διευκρίνισε ότι η αγορά και η εγκατάσταση των νέων λογιστικών και λογισμικών συστημάτων έγινε μετά την ημερομηνία που ανέλαβαν αυτός και η σύζυγός του τους Καθ’ ων η Αίτηση 1. Επανέλαβε ότι τον Αιτητή τον απέλυσε η προηγούμενη διεύθυνση των Καθ’ ων η Αίτηση 1. Ερωτώμενος κατά πόσον τον Ιανουάριο του 2014 ήξερε τον κύκλο εργασιών των Καθ’ ων η Αίτηση 1 για το 2013, απάντησε αρνητικά λέγοντας ότι τότε δεν είχαν κλείσει τα βιβλία των Καθ΄ ων η Αίτηση 1 και υπήρχε μόνο ένδειξη του κύκλου εργασιών μέσα από τη διεξαγωγή του due diligence. Υποστήριξε ότι αυτός από τον Ιανουάριο του 2014 λόγω των ενδείξεων, των γεγονότων που ανέφερε στην κυρίως εξέτασή του και του γεγονότος ότι ήταν υπάλληλος των Καθ’ ων η Αίτηση 1 από το 1994, ήταν σε θέση να προβλέψει ότι ο κύκλος εργασιών των Καθ’ ων η Αίτηση 1 θα μειωνόταν το 2014. Ότι η μητρική εταιρεία των Καθ’ ων η Αίτηση 1 κάνει προβλέψεις για τις επιχειρήσεις της δύο χρόνια πριν και ότι όταν τον Οκτώβριο του 2013 αποφάσισε να «κλείσει» τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 αυτός αποφάσισε να την αναλάβει. Ισχυρίστηκε ότι έδινε οδηγίες σε εργοδοτούμενους και λογιστές των Καθ’ ων η Αίτηση 1 από τον καιρό που διεξαγόταν το due diligence πριν την εξαγορά των μετοχών από αυτόν και τη σύζυγό του.

  

Αντεξεταζόμενος από τη δικηγόρο του Αιτητή είπε ότι ο Αιτητής απολύθηκε μετά από δική του σύσταση.

 

Νομική Πτυχή

 

Α. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 18 του Νόμου, εργοδοτούμενος είναι πλεονάζον και κατά συνέπεια δικαιούται πληρωμή από το ομώνυμο Ταμείο όταν η απασχόλησή του τερματίστηκε:

 

«(α)       Διότι ο εργοδότης έπαυσεν ή προτίθεται να παύση να διεξάγη την επιχείρησιν εν τη οποία ο εργοδοτούμενος απησχολείτο, ή

 

(β)      διότι ο εργοδότης έπαυσεν ή προτίθεται να παύση να διεξάγη επιχείρησιν εις τον τόπον όπου ο εργοδοτούμενος απησχολείτο:

 

…………………………………………………………………………………………

(γ)      Ένεκα οιουδήποτε των ακολούθων άλλων λόγων σχετιζομένων προς την λειτουργίας της επιχειρήσεως:

 

                                      i.        Εκσυγχρονισμού, μηχανοποιήσεως ή οιαδήποτε άλλης αλλαγής εις τα μεθόδους παραγωγής ή οργανώσεως η οποία ελαττώνει τον αριθμό των αναγκαιούντων εργοδοτουμένων.

                                     ii.        Αλλαγών εις τα προϊόντα ή εις τα μεθόδους παραγωγής ή εις τα αναγκαιούσας ειδικότητας των εργοδοτουμένων.

                                    iii.        Καταργήσεις τμημάτων.

                                    iv.        Δυσκολιών εις την τοποθέτησιν προϊόντων εις την αγοράν ή πιστωτικών δυσκολιών.

                                     v.        Ελλείψεως παραγγελιών ή πρώτων υλών

                                    vi.        Σπάνεως μέσων παραγωγής, και

                                   vii.        Περιορισμού του όγκου της εργασίας ή της επιχειρήσεως»

 

Το Δικαστήριο καλείται αφού αξιολογήσει τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιόν του να αποφασίσει κατά πόσον οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 κατάφεραν να αποδείξουν ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο συνέτρεχαν λόγοι πλεονασμού που δικαιολογούσαν την απόλυση του Αιτητή.

 

 Από το ενώπιόν μας μαρτυρικό υλικό διαφαίνεται ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 επικαλούνται ως λόγο απόλυσης του Αιτητή ως πλεονάζον προσωπικό τη μείωση του κύκλου/όγκου εργασιών της επιχείρησής τους, την αναδιοργάνωση και τον εκσυγχρονισμό της επιχείρησής τους και την αλλαγή στις μεθόδους οργάνωσής τους. Κατά συνέπεια το ερώτημα που τίθεται είναι αν με βάση την ενώπιόν μας μαρτυρία δικαιολογείται η απόλυση του Αιτητή σύμφωνα με τις πρόνοιες των εδαφίων (i), (ii) και (vii) της παραγράφου (γ) του άρθρου 18 του Νόμου.

 

 Σημειώνουμε ότι οι λόγοι πλεονασμού όπως αυτοί αναφέρονται στις υποπαραγράφους της παραγράφου (γ) του άρθρου 18 του Νόμου αποτελούν αυτόνομους και όχι αλληλοεξαρτώμενους λόγους πλεονασμού. Επομένως εάν οποιοσδήποτε από τους λόγους αποδειχτεί, η απόφαση του εργοδότη να απολύσει τον εργοδοτούμενο για λόγους πλεονασμού θα κριθεί δικαιολογημένη.

 

Mε βάση τη νομολογία το κατά πόσον υπάρχουν πραγματικές συνθήκες πλεονασμού κρίνεται με αντικειμενικά κριτήρια και δεν εναπόκειται στην υποκειμενική κρίση του εργοδότη ή του εργοδοτουμένου[1].

 

Για να διαπιστωθεί κατά πόσο υπήρξε πραγματική μείωση του όγκου εργασιών μιας επιχείρησης θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ο συνήθης κύκλος εργασιών της επιχείρησης αυτής κατά τα τελευταία χρόνια προ της απολύσεως. Το Δικαστήριο κρίνοντας αντικειμενικά θα πρέπει να διαπιστώσει κατά ποσόν υπήρξε ουσιαστική μείωση του συνήθους κύκλου εργασιών κατά τον ουσιώδη χρόνο τερματισμού της απασχόλησης του εργοδοτουμένου στον βαθμό που θα μπορούσε να θεωρηθεί δικαιολογημένη η απόφαση για απόλυση λόγω πλεονασμού. Σχετικά με τον περιορισμό του όγκου εργασίας μιας επιχείρησης σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Α. Ιάσωνος Λτδ ν. Χρίστου κ.α. (1994) 1 Α.Α.Δ. 703, 706:

 

«Εποχιακή ή περιοδική μείωση του όγκου της εργασίας η οποία αφήνει ανεπηρέαστο τον όγκο της εργασίας, επιμετρούμενο μέσα στο συνήθη κύκλο της εμπορικής δραστηριότητας του εργοδότη, δε συνιστά λόγο για τον τερματισμό της απασχόλησης λόγω πλεονασμού. Ο όγκος των εργασιών επιχείρησης έχει όχι μόνο εποχιακές αλλά και καθημερινές αυξομειώσεις και διακυμάνσεις. Αν γινόταν δεκτή η θέση των εφεσειόντων, θα διανοιγόταν η οδός για την καταστρατήγηση του οικοδομήματος του νόμου που συναρτά τον πλεονασμό με τα αντικειμενικά δεδομένα της επιχείρηση. Ο όγκος εργασίας προσδιορίζεται με βάση σταθερό παρονομαστή που αντανακλά τον όγκο της εργασίας του εργοδότη στο πλαίσιο του συνήθους κύκλου της επιχειρηματικής του δραστηριότητας και αυτή η σημασία που ενέχει ο όρος ‘όγκος εργασίας’ στο πλαίσιο του άρθρου 18(γ) (vii) του Ν.24/67 (όπως έχει τροποποιηθεί).»

 

Σημειώνουμε ότι στην υπόθεση Σωτήρη Α. Χρυσάνθου ν. 1. PETROS PITSILLIS (GLASS MARKET) LIMITED, 2. Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού (2001) 1 Α.Α.Δ. 383 λέχθηκαν τ’ ακολούθα σε σχέση με τα στοιχεία που απαιτούνται για τη στοιχειοθέτηση λόγων πλεονασμού:

 

«Αυτό μας οδηγεί στον τέταρτο λόγο έφεσης που αφορά την κατάληξη του δικαστηρίου ότι κανένα πειστικό στοιχείο δεν προσκομίσθηκε σε τεκμηρίωση του ισχυρισμού για πλεονασμό. Είναι προφανές από το παρατεθέν απόσπασμα ότι το τι είχε υπ΄ όψη του το δικαστήριο ήταν μαρτυρία υπό μορφή ισολογισμών και άλλων λογιστικών στοιχείων που αφορούσαν τον κύκλο εργασιών της εταιρείας. Ήταν γι΄ αυτό το λόγο που το δικαστήριο θεώρησε ως άνευ σημασίας όχι μόνο τα αναφερόμενα στις επιστολές αλλά και την ίδια τη μαρτυρία του Εφεσείοντα 1 ότι το εργοστάσιο ήταν κλειστό την ημέρα που εδόθησαν οι επιστολές καθώς και ένα μήνα πριν από την ακρόαση. Αυτό θεωρούμε ότι συνιστούσε λανθασμένη προσέγγιση στην αξιολόγηση της μαρτυρίας. Οι ισολογισμοί και άλλα λογιστικά στοιχεία που αφορούν τον κύκλο εργασιών του εργοδότη μπορεί να είναι σημαντικά στοιχεία προς απόδειξη τέτοιας μείωση του κύκλου εργασιών του ώστε να δικαιολογούν συμπέρασμα πλεονασμού, δεν είναι όμως τα μόνα και αποκλειστικά στοιχεία που να μπορούν να συνιστούν τέτοια μαρτυρία, ούτε περιορίζεται νομολογιακά το είδος της μαρτυρίας που ενδεχόμενα να τεκμηρίωνε πλεονασμό. Η αναφορά του δικαστηρίου στην υπόθεση Α. Ιάσωνος Λτδ ν. Χρίστου (1994) 1 ΑΑΔ 703 σε στήριξη της άποψης του ότι δεν παρουσιάσθησαν στοιχεία υπό μορφή ισολογισμών και άλλων τέτοιων που να καταδείκνυαν "πραγματικές συνθήκες πλεονασμού" ως εκ της μείωσης του συνήθους κύκλου εργασιών της εταιρείας, παραγνωρίζει τα πιο πάνω. Η εν λόγω υπόθεση δεν αφορούσε το είδος της μαρτυρίας που μπορεί να τεκμηριώσει πλεονασμό αλλά τη συνάρτηση της εποχιακής και περιοδικής μείωσης του κύκλου εργασιών προς το συνήθη κύκλο εργασιών του εργοδότη. Στην προκειμένη περίπτωση υπήρχε μαρτυρία, που ήταν και μέρος των ευρημάτων του δικαστηρίου, ότι το εργοστάσιο της εταιρείας ήταν κλειστό τόσο την ημέρα που εδόθησαν οι επιστολές τερματισμού όσο και ένα μήνα πριν από την ακρόαση. Χωρίς βέβαια να λέγουμε ότι αυτό θα ήταν αρκετό να αποδείξει τον ισχυριζόμενο πλεονασμό, θεωρούμε ότι, σε συνάρτηση και με την αναφορά που εγίνετο στις επιστολές ως προς το λόγο του τερματισμού, η μαρτυρία αυτή ήταν μαρτυρία που θα έπρεπε να σταθμισθεί από το δικαστήριο και όχι να αποκλεισθεί a priori ως μη σχετική. Η καθολική αναστολή των εργασιών του εργοδότη που απεκάλυπτε το κλείσιμο του εργοστασίου συνιστούσε στοιχείο μαρτυρίας που ήταν σχετικό προς το επίδικο θέμα.»[2]

 

Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην απόφαση Α/φοί Γαλαταριώτη Λτδ ν. Παρασκευής Γρηγορά κ.α. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1985 όπου η εργοδότρια εταιρεία επικαλέστηκε τη συνεχιζόμενη κρίση στον τομέα του γενικού εμπορίου ως την αιτία απόλυσης της αιτήτριας και λέχθηκε στη σελίδα 1990 ότι:

 

«…..η απόλυση της εφεσίβλητης δεν οφειλόταν ούτε είχε οποιαδήποτε σχέση με τη μείωση του κύκλου εργασιών του καταστήματος, αιτία που δεν συνάδει με την πρόσληψη νέου υπαλλήλου».

 

Στη συνέχεια στη σελίδα 1992 λέχθηκαν τ’ ακόλουθα:

 

«Το κρίσιμο ερώτημα ήταν λοιπόν, κατά πόσο υπήρξε περιορισμός του όγκου εργασίας των εφεσειόντων. Το Δικαστήριο αξιολογώντας το μαρτυρικό υλικό κατέληξε στο συμπέρασμα πως δεν υπήρχαν ενώπιον του τέτοια στοιχεία, οικονομικά ή λογιστικά, που θα μπορούσαν όντως να τεκμηριώσουν τον ισχυρισμό για περιορισμό του όγκου εργασιών της επιχείρησης των εφεσειόντων ή του τμήματος στο οποίο εργαζόταν η εφεσίβλητη. Και εφόσον δεν υπήρξε μαρτυρία που βάσιμα θα μπορούσε να τεκμηριώσει την ύπαρξη συγκεκριμένων οικονομικών περιστάσεων δεν παρίστατο ανάγκη εξέτασης κατά πόσο η απόλυση του Αιτητή οφειλόταν αποκλειστικά ή κυρίως στις οικονομικές περιστάσεις των εφεσειόντων.»

 

Σύμφωνα με τη νομολογία στις περιπτώσεις πλεονασμού το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τον κύκλο/όγκο εργασιών του εργοδότη και όχι τα κέρδη ή τις ζημιές καθότι όπως έχει νομολογηθεί αυτό μπορεί να οφείλεται σε πολλούς παράγοντες άσχετους με τον όγκο εργασίας. Στην υπόθεση Κώστας Τρύφωνος ν. Takis Vashiotis Ltd (1999)1 A.A.Δ. 1953 λέχθηκαν τ΄ ακόλουθα:

 

«Η ζημιά μιας επιχείρησης, και μάλιστα η λογιστική τοιαύτη, μπορεί να οφείλεται σε πληθώρα λόγων άσχετων με τον όγκο εργασίας της, όπως σχολίασε το Δικαστήριο στην απόφαση του, ενώ, αν και ο όγκος εργασίας (που δεν ορίζεται στον Νόμο και δεν επιδιώκουμε να ορίσουμε αποκλειστικά), επίσης είναι συνάρτηση πολλών παραμέτρων, η αξία των διεξαχθεισών εργασιών ασφαλώς συνιστά ορθή, αν όχι την ορθότερη ένδειξη τούτου.»

 

Τονίζουμε ότι η ύπαρξη οικονομικής και/ή λογιστικής ζημιάς από μόνη της δεν συνιστά λόγο πλεονασμού εντός των πλαισίων του Νόμου.

 

Αναφορικά με τους δύο άλλους λόγους (της αναδιοργάνωσης και του εκσυγχρονισμού και τις αλλαγές στις μεθόδους οργάνωσης), θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο κάθε εργοδότης έχει το δικαίωμα, μέσα στα πλαίσια της επιχειρηματικής του δράσης, να διενεργεί οποιαδήποτε αλλαγή ή αναδιοργάνωση σχετιζόμενη με τη λειτουργία της επιχείρησής του. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι οποιαδήποτε αλλαγή ή μορφή αναδιοργάνωσης που γίνεται από τον εργοδότη συνιστά ταυτόχρονα και λόγο πλεονασμού σύμφωνα με τις προλεγόμενες πρόνοιες του Νόμου. Καθώς έχει αναφερθεί στην απόφαση Α/φοι Γαλαταριώτη Λτδ ν. Παρασκευής Γρηγορά κ.α. (πιο πάνω):

 

«Σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, ο εκσυγχρονισμός ή αναδιοργάνωση ή οποιαδήποτε αλλαγή της επιχείρησης για να συνιστά βάσιμο λόγο πλεονασμού πρέπει να είναι τέτοιου βαθμού, σε έκταση και σοβαρότητα, ώστε να επιφέρει μεταβολή στη φύση των καθηκόντων του εργοδοτουμένου ή την κατάργηση τους ώστε το αποτέλεσμα να συνεπάγεται “ελάττωση του αριθμού των αναγκαιούντων εργοδοτουμένων” κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 18(γ)(i) του Νόμου».

 

                Απαραίτητη προϋπόθεση για απόδειξη ύπαρξης πλεονασμού λόγω αναδιοργάνωσης και αλλαγών στις μεθόδους οργάνωσης είναι η μεταβολή ή κατάργηση/μείωση των καθηκόντων εργασίας του απολυόμενου εργοδοτουμένου. Σημειώνουμε ότι ένας εργοδότης δεν μπορεί να επικαλείται κατάργηση συγκεκριμένης θέσης και να απολύει χάριν οικονομίας όταν τα καθήκοντα του εργοδοτούμενου δεν εξέλειπαν. Στην υπόθεση S & G Colocassides Ltd v. Πολύβιος Λαζαρίδης κ.α. (1999) 1 Α.Α.Δ. 2181 σημειώθηκε ότι εφόσον τα καθήκοντα της θέσης που καταργήθηκε ή του εργοδοτουμένου που απολύθηκε για λόγους αναδιοργάνωσης παραμένουν και εκτελούνται από άλλον εργοδοτούμενο, η απόλυση του εργοδοτουμένου δεν μπορεί να συνιστά απόλυση για λόγους πλεονασμού σύμφωνα με τον Νόμο.

 

            Στην υπόθεση Κυριακίδη v. Ταμείου για Πλεονάζον Προσωπικό κ.α., Πολ. Εφ.215/11, ημερομηνίας 21/12/17, αναφέρθηκαν τα εξής σχετικά:

 

«Η τελική προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ευθυγραμμισμένη με τη νομολογία μας επί του θέματος, σύμφωνα με την οποία η ελάττωση του αριθμού των αναγκαιούντων εργοδοτουμένων, όπως προβλέπεται από την υπό αναφορά νομοθετική πρόνοια, συναρτάται με τη μεταβολή της φύσης των καθηκόντων του εργοδοτουμένου ή την μείωση τους σε βαθμό εξάλειψης τους.

 

Η κάθε υπόθεση εξαρτάται, ασφαλώς, από τα δικά της δεδομένα. Η αναδιοργάνωση μιας επιχείρησης μπορεί να οδηγήσει ή να μην οδηγήσει σε πλεονασμό, ανάλογα με τη φύση και το αποτέλεσμα της αναδιοργάνωσης. Βέβαια, τόσο στην Α/φοί Γαλαταριώτη Λτδ v. Γρηγόρα κ.ά (ανωτέρω) όσο και στην S & G Colocassides Ltd v. Λαζαρίδη κ.ά (ανωτέρω) η συγκεκριμένη εργασία εκτελείτο μόνο από τον απολυθέντα υπάλληλο, με αποτέλεσμα η ανάθεση των καθηκόντων της θέσης του σε άλλο πρόσωπο ή πρόσωπα, τα οποία δεν ήταν προηγουμένως επιφορτισμένα με τα καθήκοντα αυτά, να μη συνεπαγόταν «ελάττωση του αριθμού των αναγκαιούντων εργοδοτουμένων» για την εκτέλεση τους.

 

……….. Ο εφεσείων, ουσιαστικά αντικαταστάθηκε, με αποτέλεσμα να μην επέλθει ως αποτέλεσμα της αναδιοργάνωσης, ελάττωση στον αριθμό των αναγκαιούντων εργοδοτουμένων για την εκτέλεση της εργασίας που μόνο αυτός εκτελούσε πριν από την απόλυση του. Ουσιαστικά δεν επήλθε κατάργηση της θέσης του (βλ. Α/φοί Γαλαταριώτη Λτδ v. Γρηγόρα κ.ά (ανωτέρω)).»

 

            Στην υπόθεση Φώτος Φωτιάδης Ζυθοβιομηχανία Λτδ v. Αντωνιάδη κ.α. (2002) 1Γ Α.Α.Δ. 1490 το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η εφεσείουσα δεν απέσεισε το βάρος που είχε να αποδείξει ότι η απόλυση οφειλόταν σε πλεονασμό αφού τα στοιχεία που είχαν ληφθεί υπόψη υποδηλούσαν ότι η διαδικασία της μηχανοποίησης δεν είχε ακόμα αρχίσει στο τμήμα που απασχολείτο ο εφεσίβλητος και ότι η σχετική εκπαίδευση έλαβε χώρα αρκετούς μήνες μετά την απόλυση του εφεσίβλητου.

 

Μια μέθοδος εξακρίβωσης του αν υπάρχει ή όχι πλεονασμός καθορίστηκε στην υπόθεση Hindle v. Percival Boats Ltd (1969) 1 ALL E.R. 836. Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης αυτής, σε κάθε περίπτωση για να δικαιολογηθεί πλεονασμός πρέπει να διακριβωθούν οι πραγματικές απαιτήσεις της επιχείρησης και κατά πόσον αυτές μειώθηκαν κατά τον ουσιώδη χρόνο. Στη συνέχεια πρέπει να διακριβωθεί κατά πόσον οι συγκεκριμένες μειωμένες απαιτήσεις συνδέονται με τα καθήκοντα του εργοδοτουμένου που θα απολυθεί ως πλεονάζον. Αν στη διαδικασία αυτή, με αντικειμενικά κριτήρια επιβεβαιωθεί ο επηρεασμός της εργασίας του εργοδοτουμένου, αυτός θεωρείται πλεονάζον προσωπικό. Τονίζουμε ότι με βάση τη νομολογία το κατά πόσον υπάρχουν πραγματικές συνθήκες πλεονασμού κρίνεται με αντικειμενικά κριτήρια αφού αναφέρεται στις πραγματικές ανάγκες της επιχείρησης και δεν εναπόκειται στην υποκειμενική κρίση του εργοδότη ή του εργοδοτουμένου (βλ. United Hotels (Lordos) Ltd ν. Ανδρούλας Σταύρου κ.α. (2003) 1 Α.Α.Δ. 515). Στην υπόθεση Murray and Another v. Foyle Meats Ltd [1999] ICR 827 η Βουλή των Λόρδων στην απόφασή τους σημείωσαν ότι στις περιπτώσεις που το επίδικο ζήτημα αφορά απολύσεις λόγω κατ’ ισχυρισμό πλεονασμού το Δικαστήριο πρέπει να απαντήσει σε δύο ερωτήματα γεγονότων:

 

“The first is whether one or other of various states of economic affairs exists. In this case, the relevant one is whether the requirements of the business for employees to carry out work of a particular kind have diminished. The second question is whether the dismissal is attributable, wholly or mainly, to that state of affairs. This is a question of causation.”

  

 

Σ’ αυτό το σημείο θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι προσλήψεις νέου προσωπικού από ένα εργοδότη, ο οποίος απολύει προσωπικό λόγω μείωσης του όγκου εργασίας του, αντιβαίνουν τον λόγο πλεονασμού που επικαλείται ο εργοδότης εκτός αν συντρέχουν ειδικές περιστάσεις καθότι ένας εργοδότης δεν μπορεί να απολύει προσωπικό λόγω μείωσης του όγκου εργασιών και ταυτόχρονα να προβαίνει σε νέες προσλήψεις, λίγο πριν ή λίγο μετά τις απολύσεις λόγω μείωσης του κύκλου εργασιών του. Σημειώνουμε ότι η πρόσληψη προσωπικού από εργοδότη ο οποίος απολύει προσωπικό για λόγους πλεονασμού μπορεί να μην αναιρέσει και να μην εμποδίσει τυχόν διαπίστωση για υπάρχον πλεονάζον προσωπικό στις περιπτώσεις όπου αφού εξεταστούν όλες οι περιβάλλουσες συνθήκες που αφορούν τις απολύσεις και τις νέες προσλήψεις κριθεί ότι υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις οι νέες προσλήψεις δεν επηρεάζουν το τυχόν συμπέρασμα για δικαιολογημένο πλεονασμό εντός του πλαισίου του Νόμου.

 

Β. Στην υπόθεση Χατζηστυλλή ν. Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ (2012) 1 Β Α.Α.Δ. 989 ετέθη θέμα για την ισχύ εγγράφων απαλλαγής που υπέγραψε ο εργοδοτούμενος. Το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη κρίση ότι «τέτοια έγγραφα απαλλαγής συνιστούσαν εμπόδιο ή λόγω κωλύματος εκ δηλώσεως σε έγγραφο (estoppel by deed)». Το κώλυμα εκ δηλώσεως είναι κανόνας απόδειξης ο οποίος θεμελιώνεται με βάση την αρχή ότι σαφής δήλωση ή δέσμευση σε έγγραφο πρέπει να εκλαμβάνεται ως δεσμευτική μεταξύ των μερών και επομένως μη επιδεχόμενη οποιασδήποτε απόδειξης που να την αντικρούσει. Στη σελίδα 993 το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:

 

«Το λεκτικό του εγγράφου είναι σαφές και αναφέρεται σε απαλλαγή και τελεσίδικη αποδέσμευση των εφεσιβλήτων από οποιαδήποτε χρηματικά ποσά ή αγωγές ή δικαστικές ή άλλες διαδικασίες και διεκδικήσεις οποιασδήποτε φύσης, που ο εφεσείων είχε ή δυνατόν να είχε σε οποιονδήποτε χρόνο προηγουμένως, εναντίον της εταιρείας και λόγω ή σε σχέση με οποιαδήποτε πράξη, ενέργεια, αιτία ή υπόθεση, μέχρι και της ημερομηνίας του εγγράφου.

 

Θεωρούμε ότι η υπογραφείσα δήλωση είναι τόσο σαφής που δεν αφήνει οποιαδήποτε περιθώρια αμφισβήτησής της. Υπογράφηκε χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη εκ μέρους του εφεσείοντα, σε αντίθεση με τα έγγραφα απαλλαγής που υπέγραψε στις 28.4.2005. Έτσι ο εφεσείων κωλύεται να προωθήσει την παρούσα διαδικασία, αφού έχει απεμπολήσει ή έχει παραιτηθεί οποιουδήποτε δικαιώματος σε προώθησή της.

 

Όταν διάδικος έχει αναλάβει εγγράφως δέσμευση, δεν μπορεί στη συνέχεια να ισχυριστεί ότι τα γεγονότα που αναφέρονται στο συγκεκριμένο έγγραφο δεν είναι ορθά. Όπως έχει προσφυώς αναφερθεί στην αγγλική υπόθεση Gallie vLee [1971] A.C. 1004, το πρόσωπο που υπογράφει έγγραφο, έχει την ευθύνη να προσέχει τι υπογράφει και εμποδίζεται από του να αρνηθεί την ευθύνη του με βάση το έγγραφο και σύμφωνα με το περιεχόμενό του».

 

 

Βλέπε επίσης Γ. Διονά ν. 1. Κυπριακές Αερογραμμές Δημόσια Εταιρεία Λτδ, 2. Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού, Πολ. Έφεση 182/11 ημερ.24/05/2016 και Κ. Γρηγορίου v. 1. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, 2. Κυπριακές Αερογραμμές Δημόσια Εταιρεία Λτδ (Πολ. Έφεση 204/2011 ημερ.24/05/2016.

 

Ανάλυση Μαρτυρίας – Εφαρμογή Νομικής Πτυχής

 

Από τα ενώπιόν μας στοιχεία προκύπτει ότι:

 

(1) Οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 (i) δεν προσέλαβαν οποιοδήποτε άλλο εργοδοτούμενο  λίγο πριν ή λίγο μετά την απόλυση του Αιτητή, (ii) μετά την απόλυση του Αιτητή μείωσαν σε ουσιαστικό βαθμό το προσωπικό τους και  (iii) προέβηκαν σε πρόσληψη τον Μάιο του 2015 (15 μήνες μετά την απόλυση του Αιτητή) ενός εργοδοτουμένου σε μια θέση εργασίας που δεν υπήρχε προηγουμένως στην επιχείρησή τους.

 

 (2) (α) Το 2011 και το 2012 ο κύκλος εργασιών τους (τα εισοδήματά τους) αυξήθηκε κατά 13% σε σύγκριση με τον κύκλο εργασιών που είχαν το 2010, (β) το 2013 ο κύκλος εργασιών τους μειώθηκε κατά 11% σε σύγκριση με αυτόν του 2011 και 2012 αλλά επανήλθε στα ίδια σχεδόν επίπεδα με το 2010 (σημειώνουμε ότι το 2013 ήταν αυξημένος κατά 3% σε σύγκριση με τον κύκλο εργασιών του 2010) και (γ) το 2014 ο κύκλος εργασιών τους μειώθηκε κατά 26% σε σύγκριση με το 2013 και κατά 23% σε σύγκριση με το 2010.

 

(3) (α) Το 2013 οι ζημιές των Καθ’ ων η Αίτηση 1 είχαν αυξηθεί κατακόρυφα  αφού είχαν τριπλασιαστεί σε σύγκριση με τις ζημιές που είχαν το 2012, (β) από το 2011 και μετά οι ζημιές ήταν αυξημένες σε σύγκριση με τις ζημιές που είχαν το 2010 και (γ) το 2014 οι ζημιές των Καθ’ ων η Αίτηση 1 είχαν μειωθεί σε μεγάλο βαθμό σε σύγκριση από το 2013 αφού από €203.209 που ήταν το 2013 μειώθηκαν σε €36.824 το 2014.    

 

Σε ότι αφορά την προφορική μαρτυρία  που έθεσαν ενώπιόν μας οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 σημειώνουμε τ’ ακόλουθα:

 

(1)          Ο κ. Kaddouh δεν κατέθεσε ενώπιόν μας το έγγραφο που ισχυρίστηκε ότι υπέγραψε ο Αιτητής στις 13/03/2014 και στο οποίο δήλωνε ότι δεν θα έχει καμία απαίτηση στο μέλλον από τους Καθ’ ων η Αίτηση 1, γεγονός που μας ξενίζει. Περαιτέρω το εν λόγω γεγονός μας εμποδίζει από το να εξετάσουμε κατά πόσον το λεκτικό και το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου έχει το αποτέλεσμα που ισχυρίζονται οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και ότι όντως αποτελεί κώλυμα για τον Αιτητή να προωθήσει την υπόθεσή του εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση 1. Πέραν τούτου δεν είναι ξεκάθαρο από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιόν μας ότι ο Αιτητής ρητά και ξεκάθαρα απάλλαξε τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 από οποιαδήποτε ευθύνη σε σχέση με τον τερματισμό της απασχόλησής του αφού στην εν λόγω μαρτυρία η εν λόγω απαλλαγή συνδέεται μόνο με τη θέση ότι οποιεσδήποτε οφειλές και/ή αποζημιώσεις σχετίζονταν με την απασχόληση του Αιτητή στους Καθ’ ων η Αίτηση 1 είχαν διευθετηθεί πλήρως και δεν γίνεται αναφορά στα δικαιώματα του Αιτητή που προκύπτουν από τον τερματισμό της απασχόλησής του. 

 

(2)          Ο κ. Kaddouh ανέφερε ότι μετά τον Μάρτιο του 2014 και μετά την απόλυση του Αιτητή (α) λήφθηκαν οι διάφορες ενέργειες των Καθ’ ων η Αίτηση 1 για καλύτερη διαχείριση των οικονομικών στοιχείων της επιχείρησής τους και μείωση των λειτουργικών δαπανών της και (β) αγοράστηκαν και εγκαταστάθηκαν τα νέα συστήματα (λογισμικό και λογιστικό) τα οποία αυτοματοποίησαν τις διαδικασίες διεκπεραίωσης εργασιών της επιχείρησης των Καθ’ ων η Αίτηση 1. Σημειώνουμε ότι οι ισχυρισμοί του για αναδιοργάνωση και αλλαγή στις μεθόδους εργασίας των Καθ’ ων η Αίτηση 1 δεν περιέχονται στα έντυπα των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων με τίτλο (i) «Προειδοποίηση Πλεονασμού στον Υπουργό (Άρθρο 21)» και (ii) «Ερωτηματολόγιο» που αφορούσε την απόλυση του Αιτητή, τα οποία έντυπα συμπλήρωσαν και παρέδωσαν οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 στις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων κατά τον ουσιώδη χρόνο της απόλυσης του Αιτητή. Τα πιο πάνω δεικνύουν ότι οποιεσδήποτε ενέργειες για αναδιοργάνωση, εκσυγχρονισμό και αλλαγή στις μεθόδους εργασίας των Καθ’ ων η Αίτηση 1, έγιναν μετά την απόλυση του Αιτητή.

 

(3)          Ο κ. Kaddouh ενώ τόσο κατά την κυρίως εξέτασή του όσο και κατά την αντεξέτασή του από τον δικηγόρο του Ταμείου ανέφερε ότι η απόλυση του Αιτητή έγινε από την προηγούμενη διεύθυνση των Καθ’ ων η Αίτηση 1, κατά την αντεξέτασή του από την δικηγόρο του Αιτητή διαφοροποιήθηκε λέγοντας ότι η απόλυση του Αιτητή έγινε με δική του σύσταση. Δεν μας φαίνεται φυσικό το γεγονός ότι δεν ανέφερε τον εν λόγω ισχυρισμό του από τα αρχικά στάδια της μαρτυρίας του. Ενώ παραδέχτηκε ότι τον Ιανουάριο του 2014 δεν είχε εικόνα για τον κύκλο εργασιών των Καθ’ ων η Αίτηση 1 σημειώνοντας ότι τα λογιστικά βιβλία θέλουν ένα με δύο μήνες μετά το τέλος του έτους να κλείσουν και είπε ότι είχε ένδειξη για τον κύκλο εργασιών των Καθ’ ων η Αίτηση 1 για το 2013 μέσω της διενέργειας της έρευνας due diligence, η οποία άρχισε από τον Οκτώβριο του 2013, δεν κατέθεσε ενώπιόν μας οποιαδήποτε στοιχεία που αφορούσαν τη διενέργεια της έρευνας due diligence ούτε τα  αποτέλεσμα της εν λόγω έρευνας στη βάση της οποίας στηρίχτηκε η εξαγορά των μετοχών των Καθ’ ων η Αίτηση 1. Η αναφορά του κατά την αντεξέτασή του από τον δικηγόρο του Ταμείου ότι από την ημέρα που ξεκίνησε η έρευνα due diligence των Καθ’ ων η  Αίτηση 1 αυτός άρχισε να λαμβάνει μέτρα για την επιχείρηση των Καθ’ ων η Αίτηση 1 δίνοντας οδηγίες σε εργοδοτούμενους και λογιστές των Καθ’ ων η Αίτηση 1 εκτός του ότι τέθηκε ενώπιόν μας γενικά και αόριστα, κατά τη γνώμη μας στερείται πειστικότητας.  Οι ισχυρισμοί του ότι τον Ιανουάριο  του 2014 τόσο αυτός και η σύζυγός του όσο και οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες των Καθ’ ων η Αίτηση 1 ήταν σε θέση να προβλέψουν την κατακόρυφη μείωση που θα είχαν οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 στα εισοδήματά τους το 2014 τέθηκαν ενώπιόν μας χωρίς οποιεσδήποτε συγκεκριμένες λεπτομέρειες και χωρίς οποιαδήποτε απτά στοιχεία που να τους υποστηρίζουν. Πιο συγκεκριμένα, ο κ. Kaddouh: (i) δεν μας ανέφερε ποιες ακριβώς ήταν οι προβλέψεις της μητρικής εταιρείας για την επιχείρηση των  Καθ’ ων η Αίτηση 1 όταν αποφάσισαν να κλείσουν τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 ούτε κατέθεσε ενώπιόν μας οποιαδήποτε σχετικά στοιχεία, (ii) ισχυρίστηκε γενικά και αόριστα ότι το 2013-2014 οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που άρχισε το 2010 έχασαν πολλούς εταιρικούς πελάτες τους, οι οποίοι έκλεισαν τις επιχειρήσεις τους, χωρίς να μας αναφέρει οποιαδήποτε ονόματα πελατών των Καθ’ ων η Αίτηση 1 παρά το ότι υποστήριξε ότι γνώριζε τους πελάτες των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και τα προβλήματα που είχαν τότε και χωρίς να καταθέσει οποιαδήποτε έγγραφα ή λογιστικά στοιχεία σχετικά με τον εν λόγω ισχυρισμό του, (iii) δεν μας ανέφερε ποιο ήταν το σημαντικό ποσό που η υπηρεσία Φ.Π.Α. παρέλειπε να επιστρέψει στους Καθ’ ων η Αίτηση 1, δεν κατέθεσε ενώπιόν μας οποιοδήποτε σχετικό απτό στοιχείο που να επιβεβαιώνει τις θέσεις του σχετικά με την εν λόγω παράλειψη της υπηρεσίας Φ.Π.Α. και γενικά και αόριστα προέβαλε τη θέση ότι η εν λόγω παράλειψη της υπηρεσίας Φ.Π.Α. επηρέασε τη ρευστότητα των Καθ’ ων η Αίτηση 1 χωρίς να συνδέσει το εν λόγω πρόβλημα με τον κύκλο εργασιών των Καθ’ ων η Αίτηση 1, (iv) δεν μας ανέφερε (1) το ύψος της αύξησης του κόστους για τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 από τη μεταφορά του σταθμού αναδιανομής τους από το αεροδρόμιο του Heathrow στο αεροδρόμιο του Gatwick, (2) πόσο αυξήθηκαν οι χρεώσεις των Καθ’ ων η Αίτηση 1 λόγω αυτής της αλλαγής, (3) πώς αυτή η αλλαγή επηρέασε τη δυνατότητα των Καθ’ ων η Αίτηση 1 να εξυπηρετούν τους πελάτες τους και (4) πόσο ήταν το ποσοστό των εργασιών των Καθ’ ων η Αίτηση 1 που είχαν σχέση με τα αεροδρόμια του Λονδίνου σε συνάρτηση με τον υπόλοιπο κύκλο εργασιών των Καθ’ ων η Αίτηση 1, και (v) δεν μας παρουσίασε στοιχεία σχετικά με τους λογαριασμούς που διατηρούσαν οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 στην Λαϊκή Τράπεζα Λτδ και δεν μας εξήγησε πώς το κλείσιμο της Λαϊκής Τράπεζας Λτδ το 2014 (όχι το κούρεμα που έγινε το 2013) επηρέασε τη ρευστότητα, τις εισπράξεις και τις πληρωμές των Καθ’ ων η Αίτηση 1, υπό το φως του γεγονότος ότι οι λογαριασμοί των πελατών της εν λόγω Τράπεζας μεταφέρθηκαν στην Τράπεζα Κύπρου Λτδ. Λόγω των πιο πάνω αδυναμιών και κενών στην εν λόγω μαρτυρία του κ. Kaddouh κρίνουμε ότι δεν είναι ασφαλές να στηριχτούμε σε αυτή για την εξαγωγή οποιωνδήποτε ευρημάτων και συμπερασμάτων που αφορούν τα πραγματικά γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.    

 

Α. Στη βάση των πιο πάνω κατά τον ουσιώδη χρόνο λήψης της απόφασης απόλυσης του Αιτητή (τον Ιανουάριο του 2014) δεν υπήρχε οποιαδήποτε μείωση στον κύκλο εργασιών των Καθ’ ων η Αίτηση 1 αφού το 2013 δεν υπήρχε οποιαδήποτε μείωση στα εισοδήματα των Καθ’ ων η Αίτηση 1  σε σύγκριση με τα εισοδήματα που είχαν το 2010. Ενόψει του εν λόγω γεγονότος, το γεγονός ότι τα εισοδήματα των Καθ’ ων η Αίτηση 1 το 2013 ήταν μειωμένα σε σχέση με τα εισοδήματα που είχαν το 2011 και το 2012, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ουσιαστική μείωση του κύκλου εργασιών τους.  Εξετάζοντας τα οικονομικά αποτελέσματα των Καθ’ ων η Αίτηση 1 κατά την περίοδο 2010-2013 διαπιστώνουμε ότι αυτά διακυμαίνονταν εντός του πλαισίου του συνήθως κύκλου των επιχειρηματικών εργασιών των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και ως εκ τούτου κρίνουμε ότι κατά τον Ιανουάριο του 2014 δεν υπήρχε μείωση του κύκλου εργασιών της επιχείρησης των Καθ’ ων η Αίτηση 1. Σημειώνουμε ότι με βάση τις αρχές της νομολογίας που παραθέσαμε πιο πάνω οι ζημιές τις οποίες είχαν οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 το 2013 δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη ενόψει του ότι ο κύκλος εργασιών (τα συνολικά εισοδήματα) των Καθ’ ων η Αίτηση 1 δεν επηρεάστηκε σε σύγκριση με τον κύκλο εργασιών του 2010. 

 

 Η απόφαση για απόλυση του Αιτητή λήφθηκε τον Ιανουάριο του 2014 και εφόσον η κρίση του Δικαστηρίου επί του επίδικου θέματος της μείωσης του κύκλου εργασιών θα πρέπει να βασιστεί στα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους και στα οποία στηρίχτηκαν οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης απόλυσης του εργοδοτούμενου, τα στοιχεία από τις εξελεγμένες οικονομικές καταστάσεις των Καθ’ ων η Αίτηση 1 για το έτος 2014, τα οποία διαπιστώθηκαν τέλος του 2014, δεν μπορούν από μόνα τους να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο χωρίς άλλα στοιχεία που να καταδεικνύουν ότι βάσιμα και δικαιολογημένα οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 κατέληξαν τον Ιανουάριο του 2014 στο συμπέρασμα ότι οι υπηρεσίες του Αιτητή κατέστησαν πλεονάζουσες λόγω μείωσης των εργασιών τους. Ενώπιόν μας δεν παρουσιάστηκε ολοκληρωμένη, αξιόπιστη και πειστική μαρτυρία που να τεκμηριώνει ότι βάσιμα και δικαιολογημένα οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 κατέληξαν τον Ιανουάριο του 2014 στο συμπέρασμα ότι θα υπήρχε ουσιαστική μόνιμη μείωση στον κύκλο εργασιών τους το 2014 ώστε οι υπηρεσίες του Αιτητή να κατέστησαν πλεονάζουσες λόγω μείωσης των εργασιών. Είμαστε της γνώμης ότι η προφορική μαρτυρία που κατατέθηκε προς υποστήριξη των θέσεων των Καθ’ ων η  Αίτηση 1, όπως την αξιολογήσαμε πιο πάνω, δεν μπορεί να δικαιολογήσει και να τεκμηριώσει εύλογο και βάσιμο συμπέρασμα μείωσης του κύκλου εργασιών/όγκου εργασιών τους κατά τον ουσιώδη χρόνο της απόλυσης του Αιτητή εντός των πλαισίων του Νόμου και της νομολογίας.

 

Ενόψει του ότι στα έγγραφα που συμπλήρωσαν οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 κατά τον ουσιώδη χρόνο της απόλυσης του Αιτητή δεν υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά σε απόλυση του Αιτητή λόγω αναδιοργάνωσης, εκσυγχρονισμού και αλλαγών στις μεθόδους εργασίας και της παραδοχής του κ. Kaddouh ότι κατά τον χρόνο της απόλυσης του Αιτητή δεν είχαν ληφθεί οι ενέργειες που αφορούσαν την αναδιοργάνωση, τον εκσυγχρονισμού και τις αλλαγές στις μεθόδους εργασίας των Καθ’ ων η Αίτηση 1, βρίσκουμε ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο απόλυσης του Αιτητή, οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 δεν προέβηκαν σε οποιασδήποτε μορφής αναδιοργάνωσης ή σε οποιεσδήποτε αλλαγές στις μεθόδους εργασίας τους οι οποίες είτε μετέβαλαν είτε μείωσαν σε ουσιαστικό βαθμό τα καθήκοντα του Αιτητή ώστε να δικαιολογείται η απόλυσή του στη βάση των προνοιών των εδαφίων (i) και (ii) της παραγράφου (γ) του άρθρου 18 του Νόμου. Τονίζουμε ότι οι οποιεσδήποτε αλλαγές στις οποίες προβαίνει ένας εργοδότης σε μια προσπάθεια μείωσης των λειτουργικών του εξόδων  με σκοπό τη βελτίωση των οικονομικών αποτελεσμάτων του και τη μείωση των ζημιών του, δεν δικαιολογεί συνθήκες πλεονασμού λόγω αναδιοργάνωσης στην περίπτωση που τα καθήκοντα του εργοδοτουμένου που απολύθηκε δεν καταργήθηκαν ή μειώθηκαν ουσιαστικώς.    

 

 Συνεπώς, υπό το φως επομένως όλων των πιο πάνω και λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές πρόνοιες του Νόμου και τις αρχές της νομολογίας που παραθέσαμε πιο πάνω, κρίνουμε και αποφασίζουμε ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 απέτυχαν να αποδείξουν ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του Αιτητή έγινε κάτω από πραγματικές συνθήκες πλεονασμού, σύμφωνα με τις πρόνοιες των εδαφίων (i), (ii) και (vii) της παραγράφου (γ) του άρθρου 18 του Νόμου. Καταλήγουμε λοιπόν ότι η απόλυση του Αιτητή είναι παράνομη και συνεπώς δικαιούται σε αποζημίωση από τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 σύμφωνα με το άρθρο 3 του Νόμου.        

 

Β. Ενόψει του ότι (1) το έγγραφο το οποίο οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 ισχυρίζονται ότι ο Αιτητής υπέγραψε μετά την απόλυσή του απαλλάσσοντας τους από οποιαδήποτε ευθύνη δεν κατατέθηκε ενώπιόν μας και (2) από την προφορική μαρτυρία που τέθηκε ενώπιόν μας δεν είναι ξεκάθαρο και σαφές ότι το εν λόγω έγγραφο και η δήλωση που περιέχεται σε αυτό απαλλάσσει τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 από την ευθύνη για τον τερματισμό της απασχόλησής του, δεν μπορούμε να προβούμε σε συμπέρασμα ότι το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου αποτελεί κώλυμα για τον Αιτητή να αξιώνει αποζημιώσεις εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση 1 για παράνομη απόλυση. Στη βάση των πιο πάνω κρίνουμε ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 απέτυχαν να αποδείξουν ότι ο Αιτητής υπέγραψε δήλωση η οποία καταδείκνυε σαφή αποκρυστάλλωση των δικαιωμάτων του Αιτητή που έχουν εξασφαλιστεί πλήρως αναφορικά με τον τερματισμό της απασχόλησής του  και υποδήλωνε αναμφισβήτητα την εγκατάλειψη τέτοιου δικαιώματος. Συνακόλουθα με τα πιο πάνω καταλήγουμε ότι ο Αιτητής δεν παραιτήθηκε του δικαιώματός του να διεκδικήσει αποζημιώσεις στην περίπτωση που ο τερματισμός της απασχόλησής του είναι παράνομος και δεν εμποδίζεται από του να διεκδικεί αποζημιώσεις για παράνομη απόλυση. 

 

Αποζημιώσεις

 

Το άρθρο 3(1) του Νόμου προβλέπει ότι όταν ένας εργοδότης τερματίσει παράνομα την απασχόληση εργοδοτούμενου που έχει απασχοληθεί συνεχώς από αυτόν επί 26 τουλάχιστον εβδομάδες, ο εργοδοτούμενος έχει δικαίωμα σε αποζημίωση που υπολογίζεται σύμφωνα με τον Πρώτο Πίνακα του Νόμου.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Πρώτου Πίνακα του Νόμου, το Δικαστήριο έχει απόλυτη διακριτική εξουσία ως προς το ποσό της αποζημίωσης που θα επιδικαστεί λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τ’ ακόλουθα:

 

(α)     τα ημερομίσθια και όλες τις άλλες απολαβές του εργοδοτούμενου,

(β)     τη διάρκεια της υπηρεσίας του εργοδοτούμενου,

(γ)     την απώλειαν προοπτικής σταδιοδρομίας του εργοδοτούμενου,

(δ)     τις πραγματικές συνθήκες του τερματισμού των υπηρεσιών του εργοδοτούμενου,

(ε)      την ηλικίαν του εργοδοτούμενου.

 

Σημειώνουμε ότι η αποζημίωση δεν μπορεί ούτε να υπερβεί τα ημερομίσθια δύο ετών (παράγραφος 3 του Πρώτου Πίνακα, όπως τροποποιήθηκε) και ούτε να είναι μικρότερη του ποσού που θα ελάμβανε ο εργοδοτούμενος αν είχε κηρυχθεί ως πλεονάζων (παράγραφος 2 του Πρώτου Πίνακα, όπως τροποποιήθηκε).

 

Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ως προς το ποσό που θα επιδικάσει ως αποζημίωση κρίνεται με βάση τα ενώπιόν του τιθέμενα πραγματικά γεγονότα. Σε καμία περίπτωση το Δικαστήριο δεν μπορεί να στηριχθεί σε υποθέσεις για να καταλήξει σε εύλογο αποτέλεσμα.

 

Στην παρούσα περίπτωση ο Αιτητής για σκοπούς του Νόμου ήταν στην υπηρεσία των Καθ’ ων η Αίτηση 1 για 15 χρόνια και ο τελευταίος εβδομαδιαίος  μισθός του  ανερχόταν σε €321,25.

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια του Πρώτου Πίνακα του Νόμου και με βάση τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιόν μας σχετικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τερματίστηκαν οι υπηρεσίες του Αιτητή και την απουσία μαρτυρίας σχετικά με την ηλικία του Αιτητή, τις προσπάθειες που έκανε για εξεύρεση άλλης εργασίας και για την οποιαδήποτε απώλεια προοπτικής σταδιοδρομίας του Αιτητή, κρίνουμε ότι ο Αιτητής σύμφωνα με τον Πρώτο Πίνακα του Νόμου, σε συνδυασμό με τον Τέταρτο Πίνακα του Νόμου και σε συνάρτηση με την περίοδο απασχόλησής του, δικαιούται σε αποζημιώσεις που αντιστοιχούν με τις απολαβές 38 εβδομάδων, ήτοι €12.207,50 (38 Χ €321,25). Κατά συνέπεια εκδίδεται απόφαση υπέρ του Αιτητή και εις βάρος των Καθ΄ ων  η Αίτηση 1 για το ποσό των €12.207,50 ως αποζημιώσεις για παράνομο και αδικαιολόγητο τερματισμό της απασχόλησής του.  Το πιο πάνω ποσό θα φέρει νόμιμο τόκο.

 

Τέλος επιδικάζονται υπέρ του Αιτητή και εις βάρος των Καθ’ ων η Αίτηση 1 €1.600,00 ως δικηγορικά έξοδα πλέον Φ.Π.Α..

 

Η αίτηση εναντίον του Ταμείου απορρίπτεται χωρίς έξοδα .

 

 

 

 

                               (Υπ.) ………………………………………

                                               Ε. Κωνσταντίνου, Δικαστής

 

 

 

(Υπ.) …………………………………            (Υπ.) ………………………………...

                Ξ. Γεωργίου, Μέλος                                     Π. Φρυδάς, Μέλος

 

 

 

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1] Οι γενικές αρχές της νομολογίας αναφορικά με τον πλεονασμό συνοψίζονται στο σύγγραμμα Π. Γ. Πολυβίου, Η Σύμβαση Εργασίας στο Κυπριακό Δίκαιο, Εκδόσεις Χρυσαφίνης και Πολυβίου, 2016, Τόμος Α΄ στις σελίδες 330-346.   

[2] Βλέπε επίσης Ορθοδοξία Ζερταλλή ν. Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού (2003) 1Α Α.Α.Δ. 178.   


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο