ECLI:CY:DEDLEF:2023:9

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ – ΛΕΜΕΣΟΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ:    Ε. Κωνσταντίνου, Δικαστή

                        Χ. Ιωάννου          )

                      Πρ. Προδρόμου  ) Μελών 

 

                                                                                                     Αίτηση Αρ.: 73/2015

 

ΣΑΒΒΑΣ ΣΑΒΒΑ

                                                                                                Αιτητής

και

 

ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΔΙΑΘΕΣΕΩΣ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ

(ΣΕΔΙΓΕΠ) ΛΤΔ

                                                                                                Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Ημερομηνία: 29 Ιουνίου, 2023

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για Αιτητή: κα Νίκη Λιασίδου

Για Καθ’ ων η Αίτηση: κ. Πάρις Σπανός για Μάρκος Π. Σπανός & Σία

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

            Οι Καθ’ ων η Αίτηση είναι Δευτεροβάθμια Συνεργατική Εταιρεία με έδρα εργασιών της τη Λεμεσό. Ασχολούνται, μεταξύ άλλων, με την εμπορία γεωργικών προϊόντων και συγκεκριμένα με τη συγκέντρωση και διάθεση κυρίως φρούτων και λαχανικών. Κατά τον ουσιώδη χρόνο διατηρούσαν συσκευαστήριο εσπεριδοειδών στην περιοχή Ύψωνα («το Συσκευαστήριο»).

 

Ο Αιτητής εργοδοτήθηκε για πρώτη φορά στους Καθ’ ων η Αίτηση την 21/10/1991[1]. Ο Αιτητής απασχολείτο στους Καθ’ ων η Αίτηση για να εκτελεί καθήκοντα Βοηθού Μηχανικού στο Συσκευαστήριο. Είναι μέλος της συντεχνίας ΣΕΚ και οι όροι απασχόλησής του στους Καθ’ ων η Αίτηση διέπονταν είτε από τις συλλογικές συμβάσεις που υπογράφονταν μεταξύ των συντεχνιών και των Καθ’ ων η Αίτηση είτε από τους όρους απασχόλησης που συμφωνούνταν μεταξύ των συντεχνιών και των Καθ’ ων η Αίτηση. Ο Αιτητής ήταν ωρομίσθιος και πληρωνόταν εβδομαδιαίως ανάλογα με τις ώρες που εργαζόταν στο Συσκευαστήριο την κάθε εβδομάδα. Το 2014 το ωρομίσθιό του ανερχόταν στο ποσό των €11,82.

 

Στις 15/11/2010 υπογράφηκε Συλλογική Σύμβαση μεταξύ εταιρειών που διατηρούσαν συσκευαστήρια εσπεριδοειδών (ανάμεσα στις οποίες ήταν και οι Καθ’ ων η Αίτηση) και των συντεχνιών ΠΕΟ και ΣΕΚ («η Συλλογική Σύμβαση») (Τεκμήριο 2) η οποία είχε ισχύ από 01/01/2010 μέχρι 31/12/2012. Η Συλλογική Σύμβαση προέβλεπε, μεταξύ άλλων, τα πιο κάτω:

 

«ΑΡΘΡΟΝ 1ον : ΠΡΟΣΛΗΨΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

 

α)     Οι εργοδότες αναλαμβάνουν όπως προσλαμβάνουν οργανωμένο προσωπικό δια τες ανάγκες των συσκευαστηρίων τους.

 

β)     Προτεραιότητα πρόσληψης θα έχει το παλαιό προσωπικό.

 

ΑΡΘΡΟΝ 2ον: ΩΡΑΡΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

 

α)     Το εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας του εργατικού προσωπικού καθορίζεται εις 38 ώρες την εβδομάδα και θα συμπληρώνεται στις πρώτες πέντε ημέρες της εβδομάδας.

 

ΑΡΘΡΟΝ 3ον: ΥΠΕΡΩΡΙΕΣ

 

Εργασία που διεξάγεται εκτός του καθορισμένου εις το άρθρο 2ον της παρούσης σύμβασης ωραρίου, θεωρείται ως υπερωρία και θα πληρώνεται επί της ακολούθου βάσεως.

 

α)     Δία τις ημέρες Δευτέρα μέχρι Παρασκευή και μέχρι της 10ης μ.μ. η μία ώρα ως μία και μισή (1=1 ½).

 

β)     Η νυχτερινή εργασία μετά της 10ης μ.μ. θα πληρώνεται η μία ώρα ως δύο ώρες (1=2).

 

γ)     Η εργασία του Σαββάτου, της Κυριακής καθώς και των εις την παρούσα σύμβαση αναφερομένων ως επισήμων αργιών, θα πληρώνεται επί της βάσεως η μία ώρα ως δύο ώρες (1=2).

 

ΑΡΘΡΟΝ 4ον: ΜΕΡΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

 

Εις περιπτώσεις ελλείψεως εργασίας, συνεπεία διακοπής ηλεκτρικού ρεύματος, βλάβης μηχανημάτων, ελλείψεως φρούτων ή δια άλλους λόγους, θα καταβάλλεται αποζημίωση για το εργατικό προσωπικό ως ακολούθως:

 

α)    Εάν δεν ειδοποιηθεί εκ της προηγούμενης περί της ελλείψεως εργασίας και μεταβεί εις το συσκευαστήριο, θα αποζημιώνεται με μισό ημερομίσθιο.

 

β) Εάν εργαστεί οσονδήποτε χρόνο μέχρι 4 ώρες, θα πληρώνεται με 4 ώρες μισθό.

 

γ) Εάν εργαστεί περιπλέον των τεσσάρων ωρών, θα πληρώνεται με ολόκληρο το ημερομίσθιο.   

 

            …………………………………………………………………………………………….

 

ΑΡΘΡΟΝ 13ον: ΤΑΜΕΙΟ ΠΡΟΝΟΙΑΣ

 

Οι συνεισφορές των δύο μερών στο Ταμείο Προνοίας, το οποίο λειτουργεί βάσει ειδικών κανονισμών, καθορίζονται ως ακολούθως:

 

α) Εργοδοτική Συνεισφορά.

Εννέα τοις εκατόν (9%) επί του συνολικού μισθού εκάστου εργαζόμενου.

 

β) Εργατική Συνεισφορά

Εννέα της εκατόν (9%) επί του συνολικού μισθού εκάστου εργαζόμενου.

 

γ)  Νοείται ότι το 3% της συνεισφοράς των δύο πλευρών κατάβάλλεται στο Κρατικό σχέδιο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ως συνεφωνήθη με την εφαρμογή του Αναλογικού Συστήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

 

ΑΡΘΡΟΝ 14ον: ΦΙΛΟΔΩΡΗΜΑ

 

Εις όλους γενικά τους εργαζόμενους θα παραχωρείται 30 ημερομίσθια τον χρόνο φιλοδώρημα.

 

Το ετήσιο φιλοδώρημα παρέχεται με το σύστημα των φίσιων και αναλογεί 10 σεντς για κάθε πληρωμένο ευρώ.

 

Το ως άνω ετήσιο φιλοδώρημα θα παρέχεται επί των συνολικών απολαβών.

 

…………………………………………………………………………………………

 

ΑΡΘΡΟΝ 16ον: ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ

 

Εις περιπτώσεις οριστικής απολύσεως εργαζομένων δίνεται προειδοποίηση αναλόγως της υπηρεσίας εκάστου εργάτη ως ακολούθως:-

 

Υπηρεσία 1 εβδομάδας =         προειδοποίηση 2 ημέρες

Υπηρεσία 4 εβδομάδων = προειδοποίηση 3 ημέρες

Υπηρεσία 10 εβδομάδων = προειδοποίηση 4 ημέρες

Υπηρεσία 20 εβδομάδων = προειδοποίηση 5 ημέρες

Υπηρεσία 26 εβδομάδων και άνω = προειδοποίηση ως προνοεί ο Περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμος.

 

Ανάλογη προειδοποίηση θα δίνεται και από τους εργαζόμενους, όταν αυτοί πρόκειται ν’ αποχωρήσουν από την εργασία.

 

Δια την απόλυση οιουδήποτε εργαζόμενου, ή την παροχή της προειδοποιήσεως, θα λαμβάνονται υπόψη τα κριτήρια που καθορίζονται στον Περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμο.»

 

Στις 23/10/2012 υπογράφηκε μεταξύ των συντεχνιών ΣΕΚ και ΠΕΟ και των εταιρειών που υπέγραψαν τη Συλλογική Σύμβαση, μνημόνιο συμφωνίας (Τεκμήριο 3) σχετικά με τους όρους του προσωπικού τους («το Μνημόνιο Συμφωνίας»), το οποίο παρέτεινε την ισχύ της Συλλογικής Σύμβασης και τροποποιούσε τους πιο κάτω όρους της Συλλογικής Σύμβασης ως ακολούθως:

 

«ΑΡΘΡΟ 3ον: ΥΠΕΡΩΡΙΕΣ

 

Παραχωρούνται ως ακολούθως:

 

α) Καθημερινές Δευτέρα μέχρι Παρασκευή: 1 = 1 ώρα και 15 λεπτά

β) Σάββατο, Κυριακή και επίσημες αργίες: 1 = 2 ώρες

 

ΑΡΘΡΟ 13ον: ΤΑΜΕΙΟ ΠΡΟΝΟΙΑΣ

 

Μειώνεται η εργοδοτική συνεισφορά κατά 5%. Έτσι οι συνολικές συνεισφορές στο Ταμείο Προνοίας είναι:

 

α) Εργοδοτική συνεισφορά 1%

β) Εργατική συνεισφορά 6%

 

ΑΡΘΡΟ 14ον: ΦΙΛΟΔΩΡΗΜΑ

 

Επί του συνολικού μισθού των εργαζομένων θα αποκοπεί 4% το οποίον θα αφαιρεθεί από το ετήσιο φιλοδώρημα.

 

ΑΡΘΡΟ 21ον: ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ

 

Από 01/10/2012 μέχρι 30/09/2014.

 

Με την λήξη της περιόδου αυτής, τα ποσοστά των πιο πάνω Άρθρων επανέρχονται στο ύψος που αναφέρεται στη Συλλογική Σύμβαση, η οποία λήγει στις 31/12/2012.»

 

Στις 04/06/2014 οι Καθ’ ων η Αίτηση απέστειλαν επιστολή στις συντεχνίες (Τεκμήριο 18) στην οποία επισύναψαν προσχέδιο σύμβασης μεταξύ αυτών μόνο (όχι και των άλλων εταιρειών) και των συντεχνιών στο οποίο περιέχονταν οι θέσεις τους σχετικά με τους όρους απασχόλησης του προσωπικού τους που απασχολείτο στη συσκευασία εσπεριδοειδών και καλούσαν τις συντεχνίες σε συζήτηση για ανανέωση της μεταξύ τους συλλογικής σύμβασης ενόψει της λήξης της Συλλογικής Σύμβασης στις 30/09/2014. Με τις προτάσεις των Καθ’ ων η Αίτηση μειώνονταν ουσιαστικά και σε μεγάλο βαθμό τα  ωφελήματα και τα δικαιώματα του προσωπικού αφού οι Καθ’ ων η Αίτηση στο εν λόγω έγγραφο πρότειναν όπως (1) το εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας, το οποίο συμπληρώνεται στις πρώτες πέντε ημέρες της εβδομάδας, αυξηθεί στις 40 εργάσιμες ώρες την εβδομάδα και οποιεσδήποτε ώρες εργασίας πέραν του εν λόγω εβδομαδιαίου ωραρίου εργασίας θα πληρώνονταν ως υπερωρίες ως ακολούθως: (α) καθημερινώς (Δευτέρα μέχρι Παρασκευή) 1=1ώρα και 15 λεπτά και (β) Σάββατο, Κυριακή και επίσημες αργίες 1=1½ και (2) οι βασικοί μισθοί των υπαλλήλων μειωθούν κατά 40%. Περαιτέρω (α) οι Καθ’ ων η Αίτηση πρότειναν την τροποποίηση των άρθρων που αφορούσαν την πληρωμή για μερική εργασία και το ποιος επωμιζόταν την επιβάρυνση του χρόνου διαλειμμάτων του προσωπικού, τη συνέχιση της καταβολής των μειωμένων εισφορών από αυτούς στο Ταμείο Προνοίας και την κατάργηση εισφορών στο Ταμείο Φιλοδωρημάτων και (β) στο έγγραφο που απέστειλαν οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν υπήρχαν οι πρόνοιες για πρόσληψη οργανωμένου προσωπικού και για προτεραιότητα πρόσληψης του παλαιού προσωπικού.

 

Επειδή οι συντεχνίες δεν απάντησαν στην πιο πάνω επιστολή οι Καθ’ ων η Αίτηση απέστειλαν στις συντεχνίες στις 27/06/2014 και στις 07/07/2014 επιστολές (Τεκμήρια 19Α και 19Β) στις οποίες σημείωναν ότι δεν έλαβαν απάντηση στην πρόσκλησή τους σε συνάντηση για το θέμα της ανανέωσης της Συλλογικής Σύμβασης. Στις 21/07/2014 οι Καθ’ ων η Αίτηση απέστειλαν νέα επιστολή στις συντεχνίες (Τεκμήριο 34) με το ακόλουθο περιεχόμενο:

 

«Σε συνέχεια των επιστολών μας ΑΠ/ΤΘ/4137 και ΑΠ/ΤΘ/4165 ημερομηνίας 04/06/2014 και 27/06/2014 αντίστοιχα, παρακαλούμε όπως διευθετηθεί συνάντηση το συντομότερο για συζήτηση της ανανέωσης της Συλλογικής Σύμβασης.

 

Σημειώστε ότι επιθυμούμε όπως η εν λόγω Σύμβαση συζητηθεί και ανανεωθεί μεταξύ μας και όχι με τους υπόλοιπους συσκευαστές, πρακτική η οποία εφαρμόζεται και με άλλο Συσκευαστήριο.

 

Δεν θέλουμε να πιστεύουμε ότι εσκεμμένα δεν ανταποκρίνεστε στις προηγούμενες επιστολές μας για να παρατείνεται τη συζήτηση με την έναρξη της εξαγωγικής περιόδου, όπου θα μας πιέζει ο χρόνο και ο προγραμματισμός.

 

Σκοπός και στόχος μας είναι να καταλήξουμε σε συμφωνία πριν την έναρξη της περιόδου, δηλαδή περί τα τέλη Σεπτεμβρίου.

 

Αναμένουμε την άμεση ανταπόκριση σας.»

 

Οι συντεχνίες απέστειλαν στις 23/07/2014 επιστολή (Τεκμήριο 20) προς όλες τις εταιρείες, οι οποίες ήταν συμβαλλόμενα μέρη στη Συλλογική Σύμβαση, με την οποία τις ενημέρωναν ότι λόγω της λήξης της Συλλογικής Σύμβασης στις 30/09/2014 θα τους υποβάλουν σύντομα τις εισηγήσεις τους για ανανέωσή της.

 

Στις 24/07/2014 πραγματοποιήθηκε συνάντηση μεταξύ στελεχών της ΣΕΚ και ΠΕΟ και των Καθ’ ων η Αίτηση στην οποία τα συντεχνιακά στελέχη ανέφεραν ότι η εισήγηση των Καθ’ ων η Αίτηση η οποία υποβλήθηκε μέσω της επιστολής τους ημερομηνίας 04/06/2014 (Τεκμήριο 18) δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή και τέθηκε χρονοδιάγραμμα για κατάληξη σε συμφωνία μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου του 2014, καθώς από τον Οκτώβριο θα ξεκινούσε η σεζόν για τη συσκευασία των εσπεριδοειδών. Στις 30/07/2014 οι Καθ’ ων η Αίτηση απέστειλαν στις συντεχνίες επιστολή (Τεκμήριο 21), στην οποία, αφού παρατηρούσαν ότι στο Τεκμήριο 20 δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στην πρότασή τους ημερομηνίας 04/06/2014, ζητούσαν από τις συντεχνίες να τους αναφέρουν κατά πόσον η θέση που προέβαλαν τα στελέχη τους στη συνάντηση που είχαν μαζί τους στις 24/07/2014 ότι δεν υπάρχει περιθώριο συζήτησης και διαπραγμάτευσης στη βάση της πρότασης που υπέβαλαν οι Καθ’ ων η Αίτηση είναι η επίσημη θέση των συντεχνιών και σημείωναν ότι θα πρέπει να καταλήξουν σε συμφωνία μέχρι την πρώτη εβδομάδα του Σεπτεμβρίου καθότι αν δεν επέλθει συμφωνία, οι Καθ’ ων η Αίτηση θα εξετάσουν εναλλακτικές λύσεις αφού ενημερώσουν το Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων. Οι συντεχνίες στις 31/07/2014 απάντησαν με επιστολή (Τεκμήριο 22) στην πιο πάνω επιστολή των Καθ’ ων η Αίτηση, διαβεβαιώνοντας τους Καθ’ ων η Αίτηση ότι πρόθεσή τους είναι η διαβούλευση για ανανέωση της Συλλογικής Σύμβασης με βάση τον Κώδικα Βιομηχανικών Σχέσεων.

 

Στις 02/09/2014 οι Καθ’ ων η Αίτηση απέστειλαν στις συντεχνίες επιστολή (Τεκμήριο 23) στην οποία ανέγραφαν τα πιο κάτω:

 

«Σε συνέχεια της επιστολής σας ημερομηνίας 31/07/2014 αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, θα θέλαμε να σας διαβεβαιώσουμε ότι η πρόθεση και οι ενέργειες μας είναι όπως κινηθούμε εντός των πλαισίων του Κώδικα Βιομηχανικών Σχέσεων, ως προς την ανανέωση της Συλλογικής Σύμβασης.

 

Σας έχουμε ήδη αποστείλει έγκαιρα τις προτάσεις μας, όπως προνοεί ο Κώδικας Βιομηχανικών Σχέσεων και με βάση τις δεσμεύσεις των εκπροσώπων σας κατά τη συνάντηση που είχαμε στις 24/07/2014 ότι θα εργαστούμε από κοινού για επίτευξη συμφωνίας πριν από τη λήξη της παρούσας σύμβασης, συμπεριλαμβανομένης και της ΠΙΘΑΝΗΣ μεσολάβησης του Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων, αναμένουμε όπως τηρήσετε από μέρους σας το χρονοδιάγραμμα.

 

Σας τονίζουμε για πολλοστή φορά ότι δεν πρέπει να χρονοτριβούμε και να αφήνεται εσκεμμένα η παρέλευση χρόνου, κάτι που θα μας αφήσει εκτεθειμένους έναντι των 1,000 περίπου παραγωγών μελών μας.

 

Εάν ο στόχος σας είναι όπως παρατείνετε τις διαβουλεύσεις κατά την έναρξη της εξαγωγικής περιόδου, προκαλώντας έτσι ένταση μεταξύ των μελών μας και των εργαζομένων, θα θέλαμε να το γνωρίζουμε.

 

Όλοι αντιλαμβανόμαστε τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κλάδος και γενικότερα η οικονομία του τόπου.

 

Ευελπιστούμε στην άμεση και έμπρακτη ανταπόκριση σας.»

 

Στις 11/09/2014 οι άλλες εταιρείες που ήταν μέρη στη Συλλογική Σύμβαση κατέληξαν σε ειδική συμφωνία με τις συντεχνίες («η Ειδική Συμφωνία Α’») για ανανέωση της Συλλογικής Σύμβασης (Τεκμήριο 5). Η Ειδική Συμφωνία Α’ είχε ισχύ από 01/10/2014 μέχρι 30/09/2016 και περιείχε τους ίδιους όρους που είχε το Μνημόνιο Συμφωνίας με εξαίρεση τον όρο για το εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας. Το ωράριο εργασίας που συμπληρωνόταν στις πρώτες πέντε ημέρες της εβδομάδας αυξανόταν από 38 ώρες (που προβλεπόταν στη Συλλογική Σύμβαση) σε 40 ώρες.

 

Στις 23/09/2014 έγινε συνάντηση μεταξύ των συντεχνιών και των Καθ’ ων η Αίτηση κατά τη διάρκεια της οποίας οι συντεχνίες ενημέρωσαν τους Καθ’ ων η Αίτηση για την Ειδική Συμφωνία Α’ και ότι δεν είχαν πρόθεση να συζητήσουν κάτι διαφορετικό με αυτούς. Οι Καθ’ ων η Αίτηση δήλωσαν ότι δεν αποδέχονται τους όρους της Ειδικής Συμφωνίας Α’ και ζητούσαν επιπλέον μειώσεις και τέλος Σεπτεμβρίου του 2014 ζήτησαν τη μεσολάβηση του Υπουργείου Εργασίας για τη διαφορά που προέκυψε σε σχέση με την ανανέωση της Συλλογικής Σύμβασης. Στις 02/10/2014 και στις 24/10/2014 πραγματοποιήθηκαν συναντήσεις στη Μεσολαβητική Υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας. Στις εν λόγω συναντήσεις οι δύο πλευρές προέβαλαν τις θέσεις τους. Πιο συγκεκριμένα, οι συντεχνίες ανέφεραν ότι δεν είχαν πρόθεση να συζητήσουν και να συμφωνήσουν κάτι διαφορετικό με τους Καθ’ ων η Αίτηση από αυτό που συμφώνησαν με τις άλλες εταιρείες που διατηρούν συσκευαστήρια εσπεριδοειδών και οι Καθ’ ων η Αίτηση ζητούσαν μείωση μισθών και ωφελημάτων του προσωπικού τους και επέμεναν στην υπογραφή ξεχωριστής συλλογικής σύμβασης επικαλούμενοι προβλήματα βιωσιμότητας λόγω των ιδιαιτεροτήτων της επιχείρησής τους. Δεν προέκυψε κάποιο αποτέλεσμα στις εν λόγω συναντήσεις.

 

Για τον μήνα Οκτώβριο 2014 οι Καθ’ ων η Αίτηση κατέβαλαν στον Αιτητή ωφελήματα σύμφωνα με τις πρόνοιες του Μνημονίου Συμφωνίας.

 

Οι Καθ’ ων η Αίτηση αποφάσισαν ότι τον Οκτώβριο του 2014 δεν θα επαναλειτουργούσε το Συσκευαστήριό τους λόγω έλλειψης επαρκών ποσοτήτων προϊόντων για συσκευασία. Στις 30/10/2014 οι Καθ’ ων η Αίτηση  έδωσαν στον Αιτητή μια βεβαίωση ώστε να μπορεί να υπογράφει ως άνεργος. Ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για ανεργιακό επίδομα και κατά τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο του 2014 λάμβανε ανεργιακό επίδομα.

 

Στις 05/11/2014 οι συντεχνίες απέστειλαν επιστολή στον Διευθυντή των Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Τεκμήριο 24) (α) στην οποία σημείωναν ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση τους ενημέρωσαν ότι για «τη φετινή σεζόν» πιθανόν να μην απασχολήσουν καθόλου (ίσως να εργαστούν πολύ περιορισμένο χρόνο, από 15 μέχρι 30 ημέρες το 2015) τους 120 εργαζόμενους που απασχολούσαν εποχιακά για την περίοδο από τέλος Οκτωβρίου μέχρι αρχές Μαΐου και (β) με την οποία ζητούσαν συνάντηση για να συζητηθεί η εν λόγω απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση η οποία, σύμφωνα με τις συντεχνίες, διαφοροποιούσε σημαντικά τους όρους απασχόλησης των εν λόγω εργαζομένων με σοβαρές επιπτώσεις στις απολαβές τους και στο δικαίωμά τους για πλεονασμό.

 

Στις 10/12/2014 ο Αιτητής και ακόμα επτά (7) πρόσωπα απέστειλαν στους Καθ’ ων η Αίτηση επιστολή μέσω των δικηγόρων τους (Τεκμήριο 6) στην οποία σημείωναν ότι αποτελούν προσωπικό των Καθ’ ων η Αίτηση, το οποίο εργάζεται για περίοδο επτά (7) μηνών κάθε έτος από τον Οκτώβριο κάθε έτους και ότι (1) δεν έχουν ακόμα ειδοποιηθεί για να παρουσιαστούν στην εργασία τους και (2) δεν έχουν λάβει οποιαδήποτε ενημέρωση αν θα κληθούν και πότε στην εργασία τους και ποια είναι η κατάσταση των Καθ’ ων η Αίτηση και ζητούσαν όπως ενημερωθούν εντός 10 ημερών γραπτώς για τα πιο πάνω.

 

Στις 12/12/2014 το Υπουργείο Εργασίας, λόγω των θέσεων των μερών κήρυξε τη διαφορά μεταξύ των Καθ’ ων η Αίτηση και των συντεχνιών για την ανανέωση της Συλλογικής Σύμβασης σε αδιέξοδο και απέστειλε σχετική επιστολή προς τους Καθ’ ων η Αίτηση και τις συντεχνίες (Τεκμήριο 25). Στην εν λόγω επιστολή σημειωνόταν ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση ανέφεραν ότι δεν γνωρίζουν πότε θα καλέσουν το προσωπικό τους για απασχόληση και για πόση περίοδο θα το απασχολήσουν λόγω των καιρικών συνθηκών και της εποχικότητας της εργασίας τους και ότι το προσωπικό θα κληθεί να εργαστεί όταν θα υπάρχει εργασία να το απασχολήσουν.

 

Στις 15/12/2014 οι συντεχνίες με επιστολή τους προς το Υπουργείο Εργασίας (Τεκμήριο 26) σημείωσαν ότι ουδέποτε αρνήθηκαν να συζητήσουν με τους Καθ’ ων η Αίτηση και ότι αυτό που εξήγησαν στις διαπραγματεύσεις ήταν ότι το ύψος των παραχωρήσεων που θα μπορούσαν να γίνουν στους Καθ’ ων η Αίτηση είναι το ίδιο όπως και στις άλλες εταιρείες του κλάδου και ζήτησαν όπως τους διευκρινιστεί κατά πόσον οι Καθ’ ων η Αίτηση όταν καλέσουν το προσωπικό για εργασία (όταν θα υπάρχει εργασία) θα το καλέσουν να εργαστεί με βάση τη Συλλογική Σύμβαση.

 

Οι δικηγόροι των Καθ’ ων η Αίτηση απάντησαν στους δικηγόρους του Αιτητή και των άλλων υπαλλήλων με επιστολή τους ημερομηνίας 17/12/2014 (Τεκμήριο 8) στην οποία σημείωναν, μεταξύ άλλων, τα πιο κάτω:

 

«(α) ………………………………………………………………………………………

 

(β) Είναι γεγονός ότι η εργασία η οποία εκτελείται στο Συσκευαστήριο των πελατών μας είναι εποχική και διαμορφώνεται ανάλογα με τα προϊόντα τα οποία είναι στα δέντρα, έτοιμα για συσκευασία και εξαγωγή. Ως εκ τούτου, η εργοδότηση εργατών στο Συσκευαστήριο δεν θεωρείται δεδομένη και ούτε και ο αριθμός των υπαλλήλων που θα εργοδοτηθούν θεωρείται δεδομένος όπως ούτε και η περίοδος εργοδότησης θεωρείται δεδομένη.

 

(γ) Λόγω καιρικών συνθηκών, αρκετές ποσότητες προϊόντων δεν πληρούσαν τις προδιαγραφές για εξαγωγή τον Οκτώβριο και Νοέμβριο 2014, εξ’ ου και το Συσκευαστήριο δεν λειτούργησε ακόμα. Το Συσκευαστήριο θα λειτουργήσει όταν υπάρχουν προϊόντα τα οποία πληρούν τις προδιαγραφές για εξαγωγή.

 

(δ) Η περίοδος λειτουργίας του Συσκευαστηρίου συρρικνώνεται τα τελευταία χρόνια αλλά, δυστυχώς, οι ρηθέντες πελάτες μας δεν μπορούν να αλλάξουν τα δεδομένα και τις καιρικές συνθήκες. Άλλωστε οι πελάτες σας, όπως και όλοι οι εργάτες που εργάστηκαν κατά καιρούς στο Συσκευαστήριο, γνώριζαν ότι η επανεργοδότηση τους δεν ήτο δεδομένη.

 

(ε) Ευελπιστούμε ότι σύντομα θα διαμορφωθούν οι συνθήκες ώστε να επαναλειτουργήσει το Συσκευαστήριο ούτως ώστε οι πελάτες μας να είναι σε θέση να προσλάβουν ξανά εργάτες, συμπεριλαμβανομένων και των πελατών σας.»

 

Το Υπουργείο Εργασίας στις 17/12/2014 με επιστολή του (Τεκμήριο 27) ενημέρωσε τις συντεχνίες ότι επικοινώνησε με τους Καθ’ ων η Αίτηση οι οποίοι του ανέφεραν ότι όταν κληθεί το προσωπικό να εργαστεί, τότε οι Καθ’ ων η Αίτηση θα αποφασίσουν κατά πόσον οι όροι απασχόλησής τους θα είναι με βάση τη Συλλογική Σύμβαση ή «κάτι άλλο το οποίο θα συμφωνηθεί».

 

Στις 17/12/2014 οι συντεχνίες απέστειλαν στους Καθ’ ων η Αίτηση επιστολή (Τεκμήριο 28) με την οποία (α) διευκρίνιζαν ότι η θέση τους ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση έπρεπε να συνομολογήσουν την ίδια συμφωνία με αυτή που συνομολόγησαν οι άλλες εταιρείες που είχαν συσκευαστήρια ήταν «στάση πάγιας αντιμετώπισης και διαχρονικά σταθερής προσέγγισης ως προς τις συμφωνίες που συνομολογούνται σε ανταγωνιστικές επιχειρήσεις του ίδιου κλάδου», (β) καλούσαν τους Καθ’ ων η Αίτηση να δεχτούν και να υπογράψουν τη συμφωνία που εφαρμόζεται στα υπόλοιπα συσκευαστήρια εσπεριδοειδών, (γ) έδιναν, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κώδικα Βιομηχανικών Σχέσεων (μετά το αδιέξοδο που κηρύχτηκε από το Υπουργείο Εργασίας), δεκαήμερη προειδοποίηση με το πέρας της οποίας θα επεξεργάζονταν όλα τα πιθανά νόμιμα μέσα προς διασφάλιση των μελών τους, σημειώνοντας ότι υπάρχουν ακόμα περιθώρια γεφύρωσης των διαφορών που τους οδήγησαν στο αδιέξοδο τα οποία μπορούν να οδηγήσουν σε κοινά αποδεκτές λύσεις.

 

Στις 19/12/2014 ο Αιτητής και άλλα άτομα που εργάστηκαν στους Καθ’ ων η Αίτηση τα προηγούμενα χρόνια, κλήθηκαν από τους Καθ’ ων η Αίτηση με τηλεφωνικό μήνυμα/sms να συμμετάσχουν σε συνάντηση/συνέλευση που θα λάμβανε χώρα στο Συσκευαστήριο στις 22/12/2014. Στην εν λόγω συνέλευση/συνάντηση στις 22/12/2014 οι συντεχνίες δεν κλήθηκαν να παραστούν και οι Καθ’ ων η Αίτηση παρέδωσαν στους παρευρισκόμενους ένα έντυπο που έφερε τον τίτλο «Δήλωση Εργοδότησης» (Τεκμήριο 9) το οποίο τους ζήτησαν να υπογράψουν. Παραθέτουμε πιο κάτω αυτούσιο το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου:

 

«ΔΗΛΩΣΗ ΕΡΓΟΔΟΤΗΣΗΣ

 

Εγώ ο/η υπογεγραμμένος/η ………………………………………………… με Α.Δ.Τ. ……………….. και διεύθυνση ………………………………….. αποδέχομαι όπως εργαστώ στην εταιρεία ΣΕΔΙΓΕΠ ΛΤΔ για την εξαγωγική περίοδο 2014/2015, 45 ώρες εβδομαδιαίως, χωρίς οποιαδήποτε ώρα να λογίζεται ως υπερωρία και θα ισχύουν όλα τα υπόλοιπα ωφελήματα που υπήρχαν την περσινή περίοδο 2013/2014.

 

 

Ύψωνας, ……/12/2014

                                                                        Ο δηλών/η δηλούσα

                                                                        …………………………………»

 

Στις 29/12/2014 έγινε συνάντηση μεταξύ των συντεχνιών και των Καθ’ ων η Αίτηση.

 

Ο Αιτητής με επιστολή του ημερομηνίας 29/12/2014 (Τεκμήριο 10) υπέβαλε την παραίτησή του λόγω εξαναγκασμού του. Στην εν λόγω επιστολή ανέφερε τα πιο κάτω:

 

«….. σε συνέχεια της επιστολής των δικηγόρων μου, ημερομηνίας 10/12/2014 – η οποία παραμένει αναπάντητη αλλά και κατόπιν της συνάντησης η οποία πραγματοποιήθηκε στις 22/12/2014, σας αναφέρω ότι οι όροι αλλά και οι προϋποθέσεις που θέσατε για την συνέχιση της εργοδότησής μου από την εταιρεία σας είναι άδικοι και επίσης παραβιάζουν την αρχική συμφωνία εργοδότησης.

 

Με βάση τα πιο πάνω και εφόσον η εταιρεία σας δεν μου έχει προσφέρει καμία εναλλακτική λύση παρά μόνο τα όσα ανέφερε ο πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου, κ. Αντρέας Χριστοφόρου κατά την συνάντηση στις 22/12/2014, εξαναγκάζομαι να υποβάλω με την παρούσα την παραίτηση μου.»

 

Στις 30/12/2014 οι συντεχνίες απέστειλαν επιστολή στους Καθ’ ων η Αίτηση (Τεκμήριο 29) στην οποία σημείωναν ότι η ενέργειά τους να καλέσουν το προσωπικό τους να συμπληρώσει δήλωση εργοδότησης για την εξαγωγική περίοδο 2014-2015 παραβιάζει τη Συλλογική Σύμβαση και τον Κώδικα Βιομηχανικών Σχέσεων και συνιστά εκβιασμό προς τους εργαζομένους για να αποδεχτούν τους απαράδεκτους όρους απασχόλησης που πρότειναν.

 

Ο Αιτητής ενημερωνόταν επί τακτικής βάσης από τους εκπροσώπους της συντεχνίας του για τις εξελίξεις σχετικά με τις συζητήσεις που γίνονταν μεταξύ των Καθ’ ων η Αίτηση και των συντεχνιών σε ότι αφορούσε την ανανέωση της Συλλογικής Σύμβασης.

 

Οι Καθ’ ων η Αίτηση στις 09/01/2015 με επιστολή τους προς τον Αιτητή (Τεκμήριο 11) (α) του ανέφεραν ότι (1) δεν τίθεται θέμα παραίτησής του λόγω του ότι η εργοδότησή του ήταν ορισμένης διάρκειας και έχει προ πολλού λήξει και ως εκ τούτου είχε κάθε δικαίωμα να αποδεχτεί ή να απορρίψει οποιαδήποτε πρόταση των Καθ’ ων η Αίτηση για νέα εργοδότησή του και (2) η συνάντηση στις 22/12/2014 είχε στόχο να βολιδοσκοπηθούν τα άτομα με τα οποία οι Καθ’ ων η Αίτηση συνεργάστηκαν στο παρελθόν εάν ενδιαφέρονται για νέα εργοδότηση σε περίπτωση έναρξης των εργασιών του Συσκευαστηρίου και να συζητηθούν οι όροι και (β) τον πληροφορούσαν ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση αποφάσισαν ότι, σύντομα, μόλις καθοριστεί η νέα ημερομηνία έναρξης των εργασιών του Συσκευαστηρίου, θα του προτείνουν νέα εργοδότηση με τους όρους που ισχύουν «στη δική τους βιομηχανία».

 

Στις 09/01/2015 σε συνάντηση που έγινε στο Γραφείο Εργασίας, οι Καθ’ ων η Αίτηση αποδέχτηκαν να υπογράψουν συμφωνία με τις συντεχνίες με περιεχόμενο ίδιο με αυτό της Ειδικής Συμφωνίας Α’. Στις 11/01/2015 οι Καθ’ ων η Αίτηση και οι συντεχνίες κατέληξαν σε συμφωνία και υπέγραψαν έγγραφο συμφωνίας σχετικά με τους όρους εργασίας του προσωπικού (Τεκμήριο 30) το οποίο ήταν πανομοιότυπο με την Ειδική Συμφωνία Α’ («η Ειδική Συμφωνία Β’»).

 

Στις 12/01/2015 οι συντεχνίες ενημέρωσαν τα μέλη τους ότι όσοι καλέστηκαν για εργασία στους Καθ’ ων η Αίτηση θα αμείβονταν σύμφωνα με την Ειδική Συμφωνία Β’.

 

Το Συσκευαστήριο λειτούργησε ξανά στις 15/01/2015. Στις 16/01/2015 οι Καθ’ ων η Αίτηση παρέδωσαν στον Αιτητή επιστολή ίδιας ημερομηνίας (Τεκμήριο 16) στην οποία σημείωναν ότι απέρριψε την πρότασή τους που του έγινε (μέσω του υπεύθυνου του Συσκευαστηρίου κ. Αριστείδη Χατζηαριστείδη) για να εργοδοτηθεί στο Συσκευαστήριο κατά την επόμενη περίοδο που αυτό θα λειτουργήσει, «σύμφωνα με τους όρους της Συλλογικής Σύμβασης και των Μνημονίων» και με την οποία τον καλούσαν να τους επιστρέψει τα κλειδιά του Συσκευαστηρίου και του Μηχανουργείου τα οποία είναι στην κατοχή του από την προηγούμενη περίοδο που εργάστηκε σε αυτούς.

 

Στις 28/01/2015 οι δικηγόροι του Αιτητή απέστειλαν επιστολή στους Καθ’ ων η Αίτηση (Τεκμήριο 12) με την οποία ζητούσαν όπως οι Καθ’ ων η Αίτηση καταβάλουν στον Αιτητή αποζημίωση για παράνομη απόλυση λόγω εξαναγκασμού του σε παραίτηση και πληρωμή αντί προειδοποίησης. Οι δικηγόροι των Καθ’ ων η Αίτηση απάντησαν στην πιο πάνω επιστολή των δικηγόρων του Αιτητή με επιστολή τους ημερομηνίας 10/02/2015 (Τεκμήριο 14), με την οποία απέρριπταν τις αξιώσεις του Αιτητή ισχυριζόμενοι ότι: (α) δεν τίθεται θέμα παραίτησης του Αιτητή δεδομένου ότι η εργοδότησή του ήταν ορισμένης διάρκειας και είχε λήξει προ πολλού, (β) στον Αιτητή έγινε περί τα τέλη Ιανουαρίου 2015 πρόταση για νέα εργοδότηση την οποία δεν αποδέχτηκε και ότι όπως ήταν ανέκαθεν η συνεννόηση των Καθ’ ων η Αίτηση με τον Αιτητή, ο Αιτητής είχε κάθε δικαίωμα να αποδεχτεί ή να απορρίψει την οποιαδήποτε τυχόν πρόταση των Καθ’ ων η Αίτηση για νέα εργοδότηση και (γ) η συνάντηση στις 22/12/2014 στο Συσκευαστήριο έγινε με σκοπό να βολιδοσκοπηθούν τα άτομα με τα οποία οι Καθ’ ων η Αίτηση συνεργάστηκαν στο παρελθόν εάν ενδιαφέρονταν για νέα εργοδότηση όταν θα ξεκινούσαν οι εργασίες στο Συσκευαστήριο και να συζητηθούν οι όροι.

 

Ο Αιτητής με την παρούσα αίτηση εργατικής διαφοράς αξιώνει πληρωμή αντί προειδοποίησης και αποζημιώσεις λόγω εξαναγκασμού του σε παραίτηση. Η αξίωσή του για ποσό €171,70 το οποίο αφορά στο υπόλοιπο εισφορών στο Ταμείο Προνοίας και στο Ταμείο Εορτών και Φιλοδωρημάτων για τον μήνα Οκτώβριο του 2014 αποσύρθηκε. Στους γενικούς λόγους της αίτησής του προβάλλει τα πιο κάτω:

 

«7. Κατά ή περί την 23/10/2012, υπεγράφη μεταξύ των μερών που αναφέρονται στην παράγραφο 4 ανωτέρω, Μνημόνιο Συμφωνίας (στο εξής αναφερόμενο ως το «Μνημόνιο»), το οποίο θα είχε διάρκεια από την 01/10/2012 μέχρι την 30/09/2014 και σύμφωνα με το οποίο διαφοροποιείτο ο τρόπος υπολογισμού της αμοιβής των υπαλλήλων αναφορικά με τις υπερωρίες, μειώνετο η συνεισφορά του εργοδότη στο Ταμείο Προνοίας και αποκόπτετο ποσοστό επί του ετήσιου φιλοδωρήματος. Παρόλα αυτά ακόμη και μετά την λήξη της πιο πάνω περιόδου, οι Καθ’ ων η Αίτηση, συνέχιζαν να καταβάλουν στον Αιτητή, μειωμένα ωφελήματα σύμφωνα με το Μνημόνιο. Συγκεκριμένα, οι Καθ’ ων η Αίτηση κατέβαλλαν μειωμένο ποσό στον Αιτητή αναφορικά με το Ταμείο Εορτών και Φιλοδωρημάτων και το Ταμείο Προνοίας, ποσό το οποίο για τον μήνα Οκτώβριο 2014 ανέρχεται στο συνολικό ποσό των €171,10.

 

8.  Μετά την υπογραφή του Μνημονίου, γίνονταν προσπάθειες από τους Καθ’ ων η Αίτηση να πείσουν τον Αιτητή, αλλά και το υπόλοιπο προσωπικό του συσκευαστηρίου τους, όπως αποδεχθούν άλλους όρους εργοδότησης με χαμηλότερο ωρομίσθιο και λιγότερα ωφελήματα ενώ η γενικότερη συμπεριφορά των Καθ’ ων η Αίτηση απέναντι σε όλο το προσωπικό ήτο πιεστική και η στάση τους ήτο εχθρική. Πέραν τούτου, οι Καθ’ ων η Αίτηση πίεζαν τους υπαλλήλους στο Συσκευαστήριο, εκ των οποίων και ο Αιτητής, να εργαστούν εκτός των όρων της Σύμβασης, κάτι το οποίο δεν έγινε αποδεκτό. Στο μεταξύ, είχε υπογραφεί μεταξύ των Συντεχνιών, ως εκπρόσωποι υπαλλήλων και άλλων εταιρειών του ιδίου κλάδου με τους Καθ’ ων η Αίτηση Ειδική Συμφωνία, την οποία όμως οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν επιθυμούσαν να υπογράψουν καθώς ζητούσαν επιπλέον μειώσεις.

 

9.  Κατά ή περί την 30/10/2014 και ενώ ο Αιτητής εργαζόταν κανονικά στο Συσκευαστήριο των Καθ’ ων η Αίτηση, ενημερώθηκε προφορικά από τους Καθ’ ων η Αίτηση ότι δεν υπάρχουν προϊόντα για συσκευασία και ότι θα τον ειδοποιούσαν για την ημερομηνία κατά την οποία θα έπρεπε να επιστρέψει στην εργασία του.

 

10.Μετά τον Οκτώβριο του 2014 και μέχρι κατά ή περί τον Δεκέμβριο του 2014, γίνονταν προσπάθειες από τον Αιτητή και μέσω της Συντεχνίας Υπαλλήλων που τον αντιπροσώπευε αλλά και από τον ίδιο προσωπικά, για να ενημερωθεί για την ημερομηνία που θα επέστρεφε στο Συσκευαστήριο. Καμία επίσημης ή/και άλλης ενημέρωσης δεν έτυχε ο Αιτητής, αφού οι Καθ’ ων η Αίτηση όχι μόνο δεν ενημέρωσαν τον Αιτητή για την πορεία της εργοδότησής του αλλά ζητούσαν την επιστροφή του υπό άλλους όρους. Ακολούθησαν συζητήσεις μεταξύ των Καθ’ ων η Αίτηση και των Συντεχνιών που εκπροσωπούσαν τους υπαλλήλους, στις οποίες ενεπλάκη και το Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Την 12/12/2014 το Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων του Υπουργείου Εργασίας κήρυξε την διαφορά μεταξύ των Καθ’ ων η Αίτηση και των υπαλλήλων της σε αδιέξοδο.

 

11. Την 10/12/2014, ο Αιτητής έστειλε επιστολή μέσω των δικηγόρων του στους Καθ’ ων η Αίτηση, με την οποία ζητούσε από τους Καθ’ ων η Αίτηση όπως έχει πληροφόρηση, γραπτώς, για την κατάσταση της εταιρείας αλλά και την πορεία της εργοδότησής του, εντός 7 (επτά) ημερών από την λήψη της εν λόγω επιστολής. Η εν λόγω επιστολή στάληκε μέσω τηλεμοιότυπου αυθημερόν και επιδόθηκε στους Καθ’ ων η Αίτηση την 11/12/2014. Σημειωτέον ότι ο Αιτητής, αλλά και οι δικηγόροι του δεν έλαβαν καμία απάντηση στην πιο πάνω επιστολή, εντός της καθορισθείσας προθεσμίας. Οι δικηγόροι του Αιτητή έλαβαν απαντητική επιστολή ημερομηνίας 17/12/2014 μέσω ταχυδρομείου η οποία λήφθηκε την 21/01/2015.

     ………………………………………………………………………………………..

 

12. Την 19/12/2014, ο Αιτητής αλλά και οι υπόλοιποι εργοδοτούμενοι των Καθ’ ων η Αίτηση κλήθηκαν, μέσω μηνύματος / sms, σε συνέλευση, η οποία πραγματοποιήθηκε την 22/12/2014 στο Συσκευαστήριο. Στην εν λόγω συνέλευση, εκπρόσωποι των Καθ’ ων η Αίτηση και συγκεκριμένα ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου των Καθ’ ων η Αίτηση, ζήτησε εκ μέρους της εταιρείας από το προσωπικό όπως αποδεχθούν νέα σύμβαση εργοδότησης σύμφωνα με την οποία θα αποδέχονταν περαιτέρω μείωση μισθού και να εργάζονται επιπλέον ώρες χωρίς περαιτέρω αμοιβή. Σύμφωνα με τα όσα ανέφερε ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου των Καθ’ ων η Αίτηση, η προτεινόμενη αυτή νέα συμφωνία εργοδότησης θα γινόταν μόνο μεταξύ των υπαλλήλων και των Καθ’ ων η Αίτηση χωρίς να είναι μέρος σε αυτή οι Συντεχνίες των υπαλλήλων. Η πιο πάνω πρόταση δεν έγινε αποδεκτή από τον Αιτητή.

 

13. Υπό τις πιο πάνω περιστάσεις, ο Αιτητής θεώρησε αφόρητο να υπηρετεί τους Καθ’ ων η Αίτηση, όλες οι ενέργειές τους τον εξανάγκασαν σε παραίτηση και μάλιστα την 29/12/2014 υπέβαλε την παραίτησή του αποστέλλοντας σε αυτούς επιστολή ίδιας ημερομηνίας, με την οποία τους ανέφερε τους λόγους της παραίτησής του, επιφυλάσσοντας τα δικαιώματά του να απαιτήσει εναντίον τους αποζημιώσεις.

     …….…………………………………………………………………………………..

 

17. Οι Καθ’ ων η αίτηση παράνομα και/ή αντισυμβατικά ζητούσαν από τον Αιτητή να συγκατατεθεί στην αλλαγή των όρων εργοδότησής του και δεν προτίθοντο να καταβάλλουν τα συμφωνημένα σε αυτόν ημερομίσθια και λοιπά ωφελήματα.

 

18. Ο Αιτητής προχώρησε στον τερματισμό της απασχόλησης του αφού εξαναγκάστηκε από τους Καθ’ ων η Αίτηση, οι οποίοι ενεργούσαν παράνομα ή/και αντισυμβατικά ή/και αδικαιολόγητα σε βάρος του Αιτητή με αποτέλεσμα η σχέση εργοδότη – εργοδοτούμενου να έχει κλονιστεί.»

 

 

Οι Καθ’ ων η Αίτηση με το έγγραφο εμφάνισής τους απορρίπτουν τις εναντίον τους αξιώσεις ισχυριζόμενοι τα πιο κάτω:

 

«3. Οι Καθ’ ων η Αίτηση απορρίπτουν το περιεχόμενο των παραγράφων 3, 4 και 5 της Αίτησης και ισχυρίζονται ως ακολούθως:

 

     (α) Όποτε ο Αιτητής εργοδοτείτο στους Καθ’ ων η Αίτηση, η εργοδότηση του ήταν ορισμένης διάρκειας και/ή για την διεκπεραίωση συγκεκριμένου έργου και/ή εργασίας και/ή για συγκεκριμένο σκοπό.

 

     (β) Συγκεκριμένα ο Αιτητής εργάστηκε στους Καθ’ ων η Αίτηση περί την περίοδο Ιανουαρίου – Απριλίου και/ή περί την περίοδο Οκτωβρίου Δεκεμβρίου και/ή για άλλες περιόδους από το 1991 περίπου μέχρι και το 2014.

     ………………………………………….

 

     (γ) Ήταν ρητός και/ή εξυπακουόμενος όρος της εργοδότησης του Αιτητή από τους Καθ’ ων η Αίτηση ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση ουδεμία υποχρέωση θα είχαν όπως επανεργοδοτήσουν τον Αιτητή μετά την λήξη της κάθε μίας εκ των περιόδων εργοδότησης του και ο Αιτητής γνώριζε τον όρο αυτό.

 

     (δ) Με την λήξη της κάθε μίας εκ των περιόδων εργοδότησης του Αιτητή, οι Καθ’ ων η Αίτηση παρέδιδαν στον Αιτητή σχετική βεβαίωση λήξης εργοδότησης την οποία ο Αιτητής μπορούσε να χρησιμοποιήσει, αν το επιθυμούσε, για σκοπούς λήψης ανεργιακού επιδόματος, πράγμα το οποίο ο
Αιτητής έπραττε.

 

     ……………….………………………………………………………………………..

    

5. Εκ της παραγράφου 7 της Αίτησης, οι Καθ’ ων η Αίτηση παραδέχονται ότι περί την 23.10.12 υπεγράφη Μνημόνιο μεταξύ των Καθ’ ων η Αίτηση και των Συντεχνιών και επιφυλάττουν το δικαίωμα τους να αναφερθούν εις το περιεχόμενο και τις έννομες συνέπειες αυτού κατά την δικάσιμον. Περαιτέρω παραδέχονται ότι για τον μήνα Οκτώβριο 2014 κατέβαλαν στον Αιτητή ωφελήματα σύμφωνα με τις πρόνοιες του Μνημονίου ισχυρίζονται, όμως, ότι ουδέν ποσό οφείλεται στον Αιτητή αφού οι πρόνοιες του Μνημονίου ήταν αυτές που ίσχυαν κατά την σχετική περίοδο εργοδότησης του Αιτητή. Οι Καθ’ ων η Αίτηση απορρίπτουν τους υπόλοιπους ισχυρισμούς της εν λόγω παραγράφου.

 

6. Οι Καθ’ ων η Αίτηση απορρίπτουν το περιεχόμενο της παραγράφου 8 της Αίτησης και ισχυρίζονται ότι ουδεμία πίεση άσκησαν εις τον Αιτητή και/ή εις οιονδήποτε υπάλληλο για οποιοδήποτε σκοπό ούτε και τηρούσαν εχθρική στάση έναντι του προσωπικού.

     ……………………………….………………………………………………………..

 

7. Οι Καθ’ ων η Αίτηση απορρίπτουν το περιεχόμενο της παραγράφου 9 της Αίτησης και ισχυρίζονται ότι περί τα μέσα προς τέλη Οκτωβρίου 2014 η εργοδότηση του Αιτητή έληξε. Περεταίρω, οι Καθ’ ων η Αίτηση επαναλαμβάνουν το περιεχόμενο της παραγράφου 3 πιο πάνω.

 

8. Οι Καθ’ ων η Αίτηση απορρίπτουν το περιεχόμενο της παραγράφου 10 της Αίτησης πλην του ότι κατά την εν λόγω περίοδο εγίνοντο διαπραγματεύσεις μεταξύ των Καθ’ ων η Αίτηση και των Συντεχνιών οι οποίες κατέληξαν σε αδιέξοδο. Περαιτέρω, οι Καθ’ ων η Αίτηση ισχυρίζονται ότι, λόγω έλλειψης εργασιών, το συσκευαστήριο τους στην Λεμεσό παρέμεινε κλειστό μέχρι τον Φεβρουάριο 2015 περίπου.

 

9. Εκ της παραγράφου 11 της Αίτησης οι Καθ’ ων η Αίτηση παραδέχονται μόνο ότι ο Αιτητής, δια των δικηγόρων του, τους απέστειλε την επιστολή ημερ. 10.12.14 και ότι οι ίδιοι, δια των δικηγόρων τους, απέστειλαν στους δικηγόρους του Αιτητή την επιστολή ημερ. 17.12.14, απορρίπτουν δε και/ή δεν παραδέχονται τους υπόλοιπους ισχυρισμούς της εν λόγω παραγράφου.

     …………………………….…………………………………………………………..

    

10. Εκ της παραγράφου 12 της Αίτησης οι Καθ’ ων η Αίτηση παραδέχονται μόνο ότι ο Αιτητής και άλλα άτομα κλήθηκαν υπό των Καθ’ ων η Αίτηση μέσω τηλεφωνικού μηνύματος όπως συμμετάσχουν σε συνάντηση που θα λάμβανε χώρα στο Συσκευαστήριο των Καθ’ ων η Αίτηση, απορρίπτουν δε και/ή δεν παραδέχονται τους υπόλοιπους ισχυρισμούς της εν λόγω παραγράφου. Είναι, περαιτέρω, ο ισχυρισμός των Καθ’ ων η Αίτηση ότι σκοπός της εν λόγω συνάντησης ήταν όπως βολιδοσκοπηθούν τα άτομα με τα οποία οι Καθ’ ων η Αίτηση είχαν συνεργαστεί στο παρελθόν αν ενδιαφέρονταν για νέα εργοδότηση σε περίπτωση έναρξης των εργασιών του Συσκευαστηρίου και να γίνει συζήτηση και/ή ενημέρωση των παρευρισκομένων αναφορικά με τους όρους εργοδότησης που θα ίσχυαν. Ουδεμία, δε, πρόταση εργοδότησης έγινε προς τον Αιτητή και/ή προς οιονδήποτε άλλο.

 

11. Οι Καθ’ ων η Αίτηση απορρίπτουν το περιεχόμενο της παραγράφου 13 της Αίτησης και ισχυρίζονται ότι, κατά τον σχετικό χρόνο, ο Αιτητής δεν ήτο εργοδοτούμενος τους και, ως εκ τούτου, η επιστολή του ημερ. 29.12.14 δια της οποία υπέβαλλε παραίτηση δεν είχε οιανδήποτε νομική υπόσταση και/ή ισχύ και/ή οιονδήποτε νομικό αποτέλεσμα. Περαιτέρω, οι Καθ’ ων η Αίτηση ισχυρίζονται ότι απάντησαν στην επιστολή του Αιτητή ημερ. 29.12.14 δια της επιστολής των δικηγόρων τους ημερ. 9.1.15 δια της οποίας απέρριψαν τις θέσεις του Αιτητή αλλά, περαιτέρω, τον πληροφόρησαν ότι θα του προσέφεραν νέα εργοδότηση με τους όρους που ίσχυαν στην οικεία βιομηχανία.

     …………………………………………………...…………………………………..»

    

Στη βάση των πιο πάνω αιτούνται απόρριψη της αίτησης με έξοδα υπέρ τους.

 

Μαρτυρία

 

O Αιτητής κατέθεσε ότι αν και η σύμβαση με την οποία προσλήφθηκε στους Καθ’ ων η Αίτηση προνοούσε για εποχιακή απασχόλησή του, αυτός εργαζόταν κάθε χρόνο και τους 12 μήνες του χρόνου, εκτός από μεμονωμένες περιπτώσεις κατά τις οποίες αιτήθηκε ανεργιακό επίδομα μετά από σχετικές οδηγίες των Καθ’ ων η Αίτηση. Ισχυρίστηκε ότι τον Οκτώβριο του 2014 παρά το ότι το Μνημόνιο Συμφωνίας είχε λήξει και οι Καθ’ ων η Αίτηση όφειλαν να εφαρμόσουν τις πρόνοιες της Συλλογικής Σύμβασης, οι Καθ’ ων η Αίτηση του κατέβαλαν μειωμένο ποσό σχετικά με το Ταμείο Προνοίας και το Ταμείο Εορτών και Φιλοδωρημάτων συνεχίζοντας να εφαρμόζουν τους όρους του Μνημονίου Συμφωνίας και ότι το εν λόγω μειωμένο ποσό ανερχόταν στο ποσό των €171,10. Ήταν η θέση του ότι μετά την υπογραφή του Μνημονίου Συμφωνίας οι Καθ’ ων η Αίτηση προσπαθούσαν να πείσουν το προσωπικό του Συσκευαστηρίου να αποδεχθεί άλλους όρους εργοδότησης με χαμηλότερο ωρομίσθιο και λιγότερα ωφελήματα. Ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση τον πίεζαν να εργαστεί εκτός των όρων της Συλλογικής Σύμβασης και επιδείκνυαν πιεστική και εχθρική συμπεριφορά απέναντί του. Ήταν η θέση του ότι στις 30/10/2014 ο υπεύθυνος του Συσκευαστηρίου τον ενημέρωσε ότι δεν υπάρχουν προϊόντα για συσκευασία και ότι θα τον ειδοποιούσαν για την ημερομηνία κατά την οποία θα έπρεπε να επιστρέψει στο Συσκευαστήριο. Ότι από τον Νοέμβριο του 2014 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2014 γίνονταν προσπάθειες από αυτόν, τόσο προσωπικά όσο και μέσω της ΣΕΚ, για να ενημερωθεί για την ημερομηνία που θα επέστρεφε στην εργασία του. Ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν τον ενημέρωναν για την πορεία της εργοδότησής του αλλά του ζητούσαν να αποδεχτεί διαφορετικούς όρους εργοδότησης από αυτούς που είχε. Ότι ο Γραμματέας των Καθ’ ων η Αίτηση τους είπε ότι λόγω μειωμένης παραγωγής φρούτων οι Καθ’ ων η Αίτηση δυσκολεύονταν να τους εργοδοτήσουν και ότι είχαν οικονομικά προβλήματα. Ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση τους παρότρυναν λεκτικά να τους βοηθήσουν με το να δεχτούν «μειωμένους όρους» απασχόλησης ώστε να συνεχίζουν οι εργαζόμενοι και οι Καθ’ ων η Αίτηση να εργάζονται. Ισχυρίστηκε ότι ούτε αυτός ούτε οι δικηγόροι του έλαβαν, εντός της καθορισμένης προθεσμίας, απάντηση στην επιστολή ημερομηνίας 10/12/2014 (Τεκμήριο 6) που στάληκε στους Καθ’ ων η Αίτηση. Είπε ότι οι δικηγόροι του έλαβαν σχετική απαντητική επιστολή από τους Καθ’ ων η Αίτηση (Τεκμήριο 8) στις 21/01/2015. Ισχυρίστηκε ότι στη συνέλευση στο Συσκευαστήριο στις 22/12/2014 (στην οποία ήταν ο ίδιος παρών) ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου των Καθ’ ων η Αίτηση, κ. Αντρέας Χριστοφόρου, ζήτησε από τους εργαζομένους των Καθ’ ων η Αίτηση να αποδεχθούν νέα σύμβαση εργοδότησης σύμφωνα με την οποία θα αποδέχονταν περαιτέρω μείωση μισθού και θα εργάζονταν επιπλέον ώρες χωρίς περαιτέρω αμοιβή και τους είπε ότι η εν λόγω σύμβαση εργοδότησης θα γινόταν μόνο μεταξύ των υπαλλήλων και των Καθ’ ων η Αίτηση χωρίς να είναι συμβαλλόμενο μέρος οι συντεχνίες. Ότι αυτός απέρριψε την εν λόγω πρόταση και αρνήθηκε να υπογράψει τη δήλωση εργοδότησης που τους δόθηκε (Τεκμήριο 9). Προέβαλε τη θέση ότι υπό τις πιο πάνω περιστάσεις θεώρησε αφόρητο να συνεχίσει να εργάζεται στους Καθ’ ων η Αίτηση και ότι όλα όσα συνέβηκαν τον ανάγκαζαν σε παραίτηση και έτσι στις 29/12/2014 υπέβαλε την παραίτησή του αποστέλλοντας στους Καθ’ ων η Αίτηση το Τεκμήριο 10. Ισχυρίστηκε ότι η θέση που προέβαλαν οι Καθ’ ων η Αίτηση στην επιστολή τους ημερομηνίας 10/02/2015 (Τεκμήριο 14) ότι του πρότειναν νέα εργοδότηση περί τα τέλη Ιανουαρίου του 2015 δεν αληθεύει.

 

Αντεξεταζόμενος είπε ότι τέλος Απριλίου 2014 τους λέχθηκε από τον Γραμματέα των Καθ’ ων η Αίτηση ότι υπάρχει πρόβλημα και δεν μπορεί να συνεχιστεί η απασχόλησή τους στο Συσκευαστήριο τους επόμενους μήνες και έτσι το Συσκευαστήριο δεν θα λειτουργούσε για κάποιους μήνες. Ότι αυτός δεν εργάστηκε τον Ιούνιο και Ιούλιο του 2014, ότι τον Αύγουστο του 2014 πήρε την ετήσια άδειά του και ότι επανήλθε στο Συσκευαστήριο τον Σεπτέμβριο του 2014. Ισχυρίστηκε ότι στις 22/12/2014 μετά τη συνέλευση στο Συσκευαστήριο, του τηλεφώνησε ο υπεύθυνος του Συσκευαστηρίου και τον ρώτησε αν θα επιστρέψει στην εργασία του την επόμενη μέρα με τους όρους που αναφέρθηκαν στη συνέλευση. Ότι αυτός του απάντησε ότι χωρίς συμφωνία με τις συντεχνίες δεν μπορεί να προσέλθει στην εργασία του. Παραδέχθηκε ότι ενημερωνόταν συνεχώς και σε τακτική βάση σχετικά με τις συζητήσεις που διεξάγονταν μεταξύ των Καθ’ ων η Αίτηση και των συντεχνιών. Επέμενε ότι στις 22/12/2014 αυτό που τους λέχθηκε ήταν ότι αν και εφόσον υπογράψουν το Τεκμήριο 9 τότε θα τους προσφερθεί εργασία στους Καθ’ ων η Αίτηση και ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση απαιτούσαν την υπογραφή του Τεκμηρίου 9 ώστε να επανέλθουν  στην εργασία τους οι εργαζόμενοι.

 

Ο κ. Ιωάννης Τσουρής, Επαρχιακός Γραμματέας του Σωματείου Μεταφορών Πετρελαιοειδών και Γεωργίας ΣΕΚ Λεμεσού, κατέθεσε ότι λόγω της θέσης του και των καθηκόντων του είχε άμεση επαφή και επικοινωνία σε συχνή βάση με τα μέλη της ΣΕΚ που εργάζονταν στους Καθ’ ων η Αίτηση και ότι τους εκπροσωπούσε στα θέματα που αφορούσαν τους όρους εργασίας τους. Ισχυρίστηκε ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση τόσο στις κατ’ ιδίαν συναντήσεις που είχαν με τις συντεχνίες όσο και στις συναντήσεις που έγιναν στη Μεσολαβητική Υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας για το ζήτημα της ανανέωσης της Συλλογικής Σύμβασης, ζητούσαν μειώσεις μισθών και ωφελημάτων του προσωπικού τους, επικαλούμενοι σοβαρά προβλήματα βιωσιμότητας. Ότι οι συντεχνίες δεν αποδέχονταν τις θέσεις των Καθ’ ων η Αίτηση ότι είχαν ιδιαιτερότητες λόγω του ότι εργάζονταν με διαφορετικό τρόπο από τα υπόλοιπα συσκευαστήρια καθότι με τα όσα πρότειναν οι Καθ’ ων η Αίτηση θα προέκυπτε αθέμιτος ανταγωνισμός μεταξύ των συσκευαστηρίων. Λόγω του ότι το Συσκευαστήριο των Καθ’ ων η Αίτηση δεν άρχισε τη λειτουργία του τον Οκτώβριο του 2014, οι συντεχνίες στις συναντήσεις στη Μεσολαβητική Υπηρεσία επισήμαναν ότι θα προέκυπταν θέματα με τα δικαιώματα των εργαζομένων σε ότι αφορά τον πλεονασμό και το επίδομα ανεργίας, αφού κατά την εν λόγω σεζόν δεν θα κάλυπταν την περίοδο που απαιτείτο για να γίνουν δικαιούχοι ως εποχιακοί εργάτες. Λόγω των πιο πάνω ανησυχιών τους, οι συντεχνίες στις 05/11/2014 απέστειλαν το Τεκμήριο 24 στον Διευθυντή των Κοινωνικών Ασφαλίσεων και ζητούσαν συνάντηση μαζί του. Ότι στις 12/11/2014 πραγματοποιήθηκε συνάντηση των συντεχνιών με τον Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων κατά την οποία οι συντεχνίες μετέφεραν στον Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων τις ανησυχίες τους για τα εν λόγω θέματα και επεσήμαναν ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση θυματοποιούν το προσωπικό τους αφού ούτε τους προσφέρουν εργασία ούτε τους απολύουν ως πλεονάζοντες. Ότι στις 02/12/2014 πραγματοποιήθηκε στο οίκημα της ΣΕΚ γενική συνέλευση όλων των εργαζομένων στους Καθ’ ων η Αίτηση με σκοπό οι συντεχνίες να τους ενημερώσουν για όλα όσα είχαν γίνει μέχρι εκείνη την ημερομηνία. Ότι κατά την εν λόγω συνέλευση οι συντεχνίες ανέφεραν στο προσωπικό των Καθ’ ων η Αίτηση ότι χειρίζονται το πρόβλημα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και ότι θα τους κρατάνε ενήμερους για οτιδήποτε νέο προκύψει. Ανέφερε ότι στις 22/12/2014 οι συντεχνίες ενημερώθηκαν από τα μέλη τους ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση κάλεσαν το προσωπικό τους σε συνέλευση στο Συσκευαστήριο χωρίς την παρουσία των συντεχνιών. Ότι στην εν λόγω συνέλευση ζητήθηκε από το προσωπικό να υπογράψει νέα σύμβαση, η οποία θα γινόταν μεταξύ των υπαλλήλων και των Καθ’ ων η Αίτηση χωρίς να είναι συμβαλλόμενο μέρος οι συντεχνίες, σύμφωνα με την οποία θα αποδέχονταν περαιτέρω μείωση μισθού και θα εργάζονταν επιπλέον ώρες χωρίς περαιτέρω αμοιβή. Επίσης ότι στην εν λόγω συνέλευση οι Καθ’ ων η Αίτηση πρότειναν στους εργαζόμενους να υπογράψουν το Τεκμήριο 9. Υποστήριξε ότι στις 29/12/2014 οι συντεχνίες στη συνάντηση που είχαν με τους Καθ’ ων η Αίτηση ανέφεραν στους Καθ’ ων η Αίτηση ότι ενημερώθηκαν για τις ενέργειές τους να πιέσουν τους υπαλλήλους να υπογράψουν το Τεκμήριο 9 και τους κάλεσαν να σταματήσουν αμέσως αυτή τη διαδικασία.  Ότι στις 30/12/2014 οι συντεχνίες, αφού διαπίστωσαν ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση συνέχιζαν να πιέζουν τους υπαλλήλους για υπογραφή του Τεκμηρίου 9 μέχρι τις 05/01/2015 όσων ήθελαν να εργαστούν, απέστειλαν στους Καθ’ ων η Αίτηση την επιστολή τους ημερομηνίας 30/12/2014 (Τεκμήριο 29).

 

Κατά την αντεξέτασή του ανέφερε ότι οι εργαζόμενοι στο Συσκευαστήριο δεν γνώριζαν μετά βεβαιότητας τις εβδομάδες που θα εργάζονταν στο Συσκευαστήριο κάθε περίοδο και σημείωσε ότι οι όροι απασχόλησης όσων καλούνταν να εργαστούν έπρεπε να είναι με βάση τις συλλογικές συμβάσεις. Είπε ότι οι εργαζόμενοι στο Συσκευαστήριο τύγχαναν ενημέρωσης από τις συντεχνίες σχετικά με τις εξελίξεις που αφορούσαν την ανανέωση της Συλλογικής Σύμβασης. Υποστήριξε ότι μετά την κήρυξη αδιεξόδου από το Υπουργείο Εργασίας, δεν υπήρχαν διαπραγματεύσεις μεταξύ των Καθ’ ων η Αίτηση και των συντεχνιών. Κατά την άποψή του το γεγονός της κυκλοφορίας του Τεκμηρίου 9 στο προσωπικό συνιστούσε παραβίαση της Συλλογικής Σύμβασης αφού σε αυτό δεν αναφερόταν ρητά η Συλλογική Σύμβαση. Ήταν η θέση του ότι η συνάντηση μεταξύ των συντεχνιών και των Καθ’ ων η Αίτηση στις 29/12/2014 δεν έγινε με σκοπό τη γεφύρωση του «χάσματος» μεταξύ των Καθ’ ων η Αίτηση και των συντεχνιών σχετικά με την ανανέωση της Συλλογικής Σύμβασης, αλλά για να διαμαρτυρηθούν οι συντεχνίες για τις μονομερείς ενέργειες των Καθ’ ων η Αίτηση που έγιναν στις 22/12/2014. Ότι στις 29/12/2014 οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν αποδέχτηκαν τη θέση των συντεχνιών να αποδεχτούν τους όρους της Ειδικής Συμφωνίας Α’ και έδωσαν προθεσμία μέχρι τις 05/01/2015 για την υπογραφή του Τεκμηρίου 9 σε όσους επιθυμούσαν να το πράξουν. Σημείωσε ότι οι εργαζόμενοι στο Συσκευαστήριο ήταν ενήμεροι ότι στις 29/12/2014 οι συντεχνίες θα είχαν συνάντηση με τους Καθ’ ων η Αίτηση για να διαμαρτυρηθούν για τις ενέργειες των Καθ’ ων η Αίτηση στις 22/12/2014 και ανέφερε ότι στις 29/12/2014 οι Καθ’ ων η Αίτηση ήταν πιο «συγκαταβατικοί» από πριν σε σχέση με την αποδοχή από αυτούς των όρων της Ειδικής Συμφωνίας Α’.

 

Ο κ. Αντρέας Πυθάρας, ο οποίος από τις 10/11/2012 εκτελούσε χρέη Γραμματέα των Καθ’ ων η Αίτηση, κατέθεσε ότι το Συσκευαστήριο λειτουργούσε εποχιακά περίπου έξι (6) με επτά (7) μήνες τον χρόνο και ότι η λειτουργία του συνήθως άρχιζε κάθε έτος περί τα τέλη Οκτωβρίου-αρχές Νοεμβρίου και συνεχιζόταν μέχρι τον Απρίλιο του επόμενου έτους. Ότι από τον Οκτώβριο μέχρι τον Ιανουάριο συσκευάζονταν γκρέιπφρουτ και λεμόνια και από τον Ιανουάριο μέχρι τον Απρίλιο συσκευάζονταν μαντόρα και πορτοκάλια. Λόγω της εποχιακής λειτουργίας του Συσκευαστηρίου, σε αυτό εργαζόταν εποχιακό προσωπικό το οποίο προσλαμβανόταν μόνο για τους μήνες λειτουργίας του Συσκευαστηρίου εκτός από μόνο ένα ή δύο μηχανικούς οι οποίοι εργάζονταν σχεδόν ολόκληρο το έτος καθότι είχαν την ευθύνη της συντήρησης των μηχανημάτων του Συσκευαστηρίου. Ότι όταν ολοκληρωνόταν η συσκευασία της περιόδου και τερματίζονταν οι εργασίες του Συσκευαστηρίου, οι Καθ’ ων η Αίτηση έδιναν μία βεβαίωση στο προσωπικό που εργάστηκε τη συγκεκριμένη περίοδο ότι απολύθηκε λόγω έλλειψης εργασίας με την οποία βεβαίωση οι υπάλληλοι υπέβαλλαν αίτηση και λάμβαναν ανεργιακό επίδομα. Κατέθεσε ως Τεκμήριο 32 μία τέτοια βεβαίωση που δόθηκε σε ένα πρόσωπο που εργάστηκε στο Συσκευαστήριο από 01/11/2012 μέχρι 24/04/2013 ως εργάτης. Ότι την επόμενη περίοδο συσκευασίας οι Καθ’ ων η Αίτηση επικοινωνούσαν με κάποια από τα άτομα που είχαν εργαστεί και στο παρελθόν στο Συσκευαστήριο και από τους οποίους οι Καθ’ ων η Αίτηση ήταν ικανοποιημένοι από την απόδοση που είχαν και τους ρωτούσαν αν ήθελαν να εργοδοτηθούν ξανά. Υποστήριξε ότι κανένας υπάλληλος δεν θεωρούσε δεδομένη την πρόσληψή του για την επόμενη περίοδο. Ότι με τη λήξη της κάθε περιόδου οι υπάλληλοι γνώριζαν ότι οι υπηρεσίες τους τερματίζονταν και ότι μπορούσε να κληθούν να εργαστούν και την επόμενη περίοδο αλλά μπορούσε και να μην κληθούν. Ότι ούτε οι Καθ’ ων η Αίτηση ούτε οι υπάλληλοι είχαν οποιαδήποτε δέσμευση να συνεχίσουν τη σχέση εργασίας που είχαν και την επόμενη περίοδο. Ότι ο αριθμός των ατόμων που εργοδοτείτο στο Συσκευαστήριο δεν ήταν ο ίδιος κάθε περίοδο (κάποιες περιόδους εργοδοτούνταν λιγότεροι και κάποιες περιόδους περισσότεροι) αφού αυτό εξαρτάτο από τις ποσότητες και την ποιότητα των εσπεριδοειδών που υπήρχαν για συσκευασία. Ότι ο αριθμός του προσωπικού στο Συσκευαστήριο αυξομειωνόταν κάθε μήνα κατά τη διάρκεια της περιόδου διότι οι ποσότητες των εσπεριδοειδών διαφοροποιούνταν κάθε μήνα και έτσι κάποιοι υπάλληλοι μπορούσαν να εργαστούν μόνο μερικούς από τους μήνες της συνολικής εξάμηνης περιόδου. Κατέθεσε ως Τεκμήριο 33 πίνακες με τον αριθμό του προσωπικού του Συσκευαστηρίου ανά μήνα για την κάθε περίοδο που εργάστηκε το Συσκευαστήριο από την περίοδο 2009/2010 μέχρι την περίοδο 2013/2014. Υποστήριξε ότι την περίοδο 2014/2015 οι Καθ’ ων η Αίτηση είχαν πρόβλημα στο να ξεκινήσουν τη λειτουργία του Συσκευαστηρίου τον Οκτώβριο καθότι δεν είχαν αρκετές ποσότητες προϊόντων. Ότι ο μόνος τρόπος για να λειτουργήσει το Συσκευαστήριο ήταν οι Καθ’ ων η Αίτηση να προχωρήσουν στην αγορά προϊόντων από αγροκτήματα ώστε να αυξήσουν τις ποσότητες που θα συσκεύαζαν. Ότι επειδή μια τέτοια ενέργεια θα αύξανε σημαντικά τα συνολικά έξοδα των Καθ’ ων η Αίτηση έπρεπε να μειωθούν τα έξοδα των Καθ’ ων η Αίτηση ώστε να μην πραγματοποιήσουν ζημιές. Ότι γι’ αυτό τον λόγο οι Καθ’ ων η Αίτηση αποφάσισαν να συζητήσουν με τις συντεχνίες για να δουν αν υπήρχε περιθώριο να αυξηθούν οι ώρες εργασίας του προσωπικού. Ισχυρίστηκε ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση ήθελαν να διαπραγματευτούν την ανανέωση της Συλλογικής Σύμβασης ξεχωριστά από τις άλλες εταιρείες που διατηρούσαν συσκευαστήρια διότι υπήρχε ένας πολύ σημαντικός παράγοντας που διαφοροποιούσε τη δική τους περίπτωση από την περίπτωση των άλλων εταιρειών, αφού οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν διέθεταν δικά τους αγροκτήματα όπως διέθεταν οι άλλες εταιρείες. Ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση είχαν μικρούς κλήρους που ανήκαν στους παραγωγούς μέλη τους και όχι μεγάλα αγροκτήματα. Ότι λόγω του μικρού μεγέθους των κλήρων του κάθε παραγωγού και της παρατεταμένης ανομβρίας, η συνολική παραγωγή που παραδίνονταν στους Καθ’ ων η Αίτηση για συσκευασία ήταν πολύ πιο μικρή από την παραγωγή που παραδινόταν στις υπόλοιπες εταιρείες. Δεν αποδέχτηκε τον ισχυρισμό του κ. Τσουρή ότι οι συντεχνίες δεν διαπραγματεύονταν ξεχωριστά με τους Καθ’ ων η Αίτηση διότι έτσι θα δημιουργείτο άνισος ανταγωνισμός μεταξύ των εταιρειών του τομέα, σημειώνοντας ότι οι συντεχνίες διατηρούσαν ξεχωριστή συλλογική σύμβαση με μια άλλη εταιρεία του τομέα. Υποστήριξε ότι οι συντεχνίες, παρόλο που τους εξηγήθηκε το σημαντικό μειονέκτημα που είχαν οι Καθ’ ων η Αίτηση να αντιμετωπίσουν έναντι των άλλων εταιρειών του τομέα, δεν αποδέχτηκαν το αίτημα των Καθ’ ων η Αίτηση και ακολούθησαν τακτική κωλυσιεργίας ώστε οι διαπραγματεύσεις να γίνουν κοντά στην έναρξη της νέας εξαγωγικής περιόδου ασκώντας έτσι πίεση στους Καθ’ ων η Αίτηση οι οποίοι θα έπρεπε να εξεύρουν έγκαιρα προσωπικό για το Συσκευαστήριό τους. Ήταν η θέση του ότι επειδή οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν κατέληξαν σε συμφωνία με τις συντεχνίες τον Οκτώβριο του 2014, η οποία θα τους επέτρεπε να αγοράσουν προϊόντα για συσκευασία χωρίς να πραγματοποιήσουν ζημιές, αποφάσισαν ότι με τις ποσότητες γκρέιπφρουτ και λεμονιών που είχαν στα χέρια τους δεν μπορούσαν να ξεκινήσουν συσκευασία τον Οκτώβριο και ως εκ τούτου στις 30/10/2014 ενημέρωσαν τον Αιτητή ότι τερματίζονται οι υπηρεσίες του καθότι δεν θα λειτουργούσε το Συσκευαστήριο. Ισχυρίστηκε ότι μετά την κήρυξη του αδιεξόδου από το Υπουργείο Εργασίας στις 12/12/2014, αυτός προσωπικά συνέχισε τις προσπάθειες για εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης και συνέχισε να έχει επικοινωνία επί καθημερινής σχεδόν βάσης με τους εκπροσώπους των συντεχνιών. Υποστήριξε ότι στις 22/12/2014 οι Καθ’ ων η Αίτηση κάλεσαν σε συνάντηση στο Συσκευαστήριο, επιλεκτικά, άτομα με τα οποία είχαν συνεργαστεί στο παρελθόν και τα οποία είχαν καλή απόδοση με σκοπό να τους εξηγήσουν την κατάσταση των Καθ’ ων η Αίτηση και να βολιδοσκοπήσουν κατά πόσο θα ήταν διατεθειμένοι να εργάζονται 45 ώρες την εβδομάδα αντί 40 ώρες που είχαν συμφωνήσει οι συντεχνίες με τις υπόλοιπες εταιρείες με όλα τα υπόλοιπα ωφελήματά τους τα ίδια όπως προηγουμένως. Ότι παρέδωσαν το Τεκμήριο 9 στα άτομα που ήταν στη συνάντηση και τους ζήτησαν όπως υπογραφεί από όσους ήταν διατεθειμένοι να εργάζονται 45 αντί 40 ώρες. Ότι σκοπός των Καθ’ ων η Αίτηση ήταν στην περίπτωση που υπήρχε ικανοποιητικός αριθμός υπογραμμένων εντύπων αυτά να παρουσιαστούν στις συντεχνίες υποδεικνύοντας τους ότι εφόσον τα μέλη τους αποδέχονται αυτή τη διευθέτηση, οφείλουν να την αποδεχτούν και αυτές και να υπογραφεί η ανανέωση της Συλλογικής Σύμβασης με πρόνοια για 45 ώρες εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας. Ισχυρίστηκε ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση ουδέποτε πίεσαν τον Αιτητή και/ή οποιοδήποτε άλλο υπάλληλό τους να εργαστεί υπό όρους διαφορετικούς από τους όρους της Συλλογικής Σύμβασης και ότι ουδέποτε άσκησαν την οποιαδήποτε πίεση σε οποιοδήποτε άτομο για να υπογράψει το Τεκμήριο 9. Ήταν η θέση του ότι είπαν στο προσωπικό ότι θα μπορούσαν να πάρουν το Τεκμήριο 9 στο σπίτι τους, να σκεφτούν και να αποφασίσουν και ότι δεν τους ανέφεραν ότι όποιοι δεν το υπογράψουν δεν θα τους προσφερθεί ξανά εργασία. Απέρριψε τους ισχυρισμούς ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση είχαν πει να μην έρθουν οι συντεχνίες στη συνάντηση ή ότι οι συντεχνίες δεν θα είχαν εμπλοκή στην εργοδότησή τους. Ανέφερε ότι οι συντεχνίες άσκησαν πίεση στα μέλη τους και τους εμπόδισαν να αποδεχτούν τις 45 ώρες εργασίας την εβδομάδα. Ότι 20 περίπου άτομα από τα 80 που ήταν στη συνάντηση στις 22/12/2014 επέστρεψαν το έντυπο υπογραμμένο. Ότι αυτός μετά τις γιορτές των Χριστουγέννων εξήγησε στις συντεχνίες τον σκοπό της συνάντησης που έγινε στις 22/12/2014 και σε συζήτηση που είχε μαζί τους συμφώνησαν ότι έπρεπε να βρεθεί η χρυσή τομή για να ξεκινήσει η συσκευασία τον Ιανουάριο του 2015 και προς τούτο έγινε συνάντηση στις 29/12/2014 μεταξύ των Καθ’ ων η Αίτηση και των συντεχνιών και συζητήθηκαν ξανά τα ίδια θέματα χωρίς όμως να υπάρξει αποτέλεσμα. Ότι στις 29/12/2014 ο Αιτητής και τέσσερις (4) άλλοι εργοδοτούμενοι (Αιτητές στις Αιτήσεις Εργατικών Διαφορών με Αρ.72/2015, 74/2015, 75/2015 και 76/2015) επισκέφθηκαν το Συσκευαστήριο και παρέδωσαν στον κ. Χατζηαριστείδη επιστολές στις οποίες ανέφεραν ότι υπέβαλλαν παραίτηση. Ισχυρίστηκε ότι ο κ. Χατζηαριστείδης τον ενημέρωσε ότι όταν του παρέδωσαν τις επιστολές, τους ζήτησε να το ξανασκεφτούν διότι σε λίγες μέρες θα ξεκινούσε η συσκευασία και θα τους καλούσαν οι Καθ’ ων η Αίτηση να εργαστούν, αλλά αυτοί επέμεναν στη θέση τους. Ότι αυτός παραξενεύτηκε από την ενέργεια του Αιτητή και των άλλων τεσσάρων (4) εργοδοτουμένων, λαμβάνοντας υπόψη (1) του περιεχομένου του Τεκμηρίου 8, του οποίου οι δικηγόροι του Αιτητή και των άλλων εργοδοτουμένων θα πρέπει να παρέλαβαν στις 21-22 Δεκεμβρίου του 2014, με το οποίο γινόταν ενημέρωση ότι σύντομα το προσωπικό των Καθ’ ων η Αίτηση θα ειδοποιείτο για να εργαστεί και (2) του γεγονότος ότι όλοι γνώριζαν από τις συντεχνίες τους ότι ακόμα γίνονταν προσπάθειες για κατάληξη σε συμφωνία. Υποστήριξε ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση αναγκάστηκαν να αποδεχτούν να υπογράψουν την ίδια σύμβαση που υπέγραψαν και οι άλλες εταιρείες ώστε να μην χαθεί η εξαγωγική περίοδος των μαντόρα και έτσι στις 11/01/2015 υπέγραψαν την Έγγραφο Συμφωνία Β’. Σημείωσε ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση μετά τις 11/01/2015 όπως πάντα επικοινώνησαν με τα άτομα τα οποία είχαν συνεργαστεί και προηγουμένως για να δουν αν ενδιαφέρονταν να εργοδοτηθούν. Ότι επικοινώνησαν και με αυτούς που τους έδωσαν επιστολή παραίτησης αλλά αυτοί απάντησαν ότι δεν ενδιαφέρονταν να εργαστούν. Τόνισε ότι εκτός από τους πέντε (5) εργοδοτούμενους που προσέφυγαν στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών («το Δ.Ε.Δ.») κανένας άλλος μηχανικός ή εργάτης του Συσκευαστηρίου καταχώρησε αίτηση ή αγωγή εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση επικαλούμενος είτε εξαναγκασμό σε παραίτηση είτε κάποιο άλλο λόγο. Σημείωσε ότι ο συνολικός αριθμός των εργατών που εργάστηκαν το 2013/2014 στο Συσκευαστήριο που ήταν η περίοδος που προηγήθηκε των επίδικων γεγονότων και οι οποίοι επηρεάζονταν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που επηρεάζονταν και τα πέντε (5) άτομα που προχώρησαν στην καταχώρηση των αιτήσεων ήταν 95 άτομα. Κατέθεσε ως Τεκμήριο 35 έγγραφο στο οποίο καταγράφεται ο συνολικός αριθμός των ατόμων που εργάστηκαν στο Συσκευαστήριο ανά περίοδο από το 2007. Κλείνοντας ισχυρίστηκε ότι κανένα πρόσωπο που εκπροσωπούσε τους Καθ’ ων η Αίτηση δεν άσκησε οποιαδήποτε πίεση στον Αιτητή ή σε οποιοδήποτε άλλο άτομο να αποδεχτεί όρους εργοδότησης που δεν ήθελε και ότι η μόνη επαφή που είχαν οι Καθ’ ων η Αίτηση με άτομα που είχαν εργοδοτήσει προηγουμένως ήταν στη συνάντηση ημερομηνίας 22/12/2014. Ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση το μόνο που έκαναν ήταν να προσπαθήσουν να διαπραγματευτούν με τις συντεχνίες τα αιτήματά τους σε σχέση με τους όρους εργασίας του προσωπικού που απασχολούσαν.

 

Αντεξεταζόμενος σημείωσε ότι οι μηχανικοί που εργάζονταν σχεδόν ολόχρονα ήταν και αυτοί εποχιακοί και όταν δεν θα εργάζονταν στο Συσκευαστήριο πήγαιναν με «άδεια»  διευκρινίζοντας ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση υπέγραφαν «κάποια χαρτιά» στο Γραφείο Εργασίας και οι μηχανικοί έπαιρναν το ανεργιακό επίδομα. Ήταν η θέση του ότι η πρόταση των Καθ’ ων η Αίτηση ημερομηνίας 04/06/2014 (Τεκμήριο 18) προς τις συντεχνίες ήταν μια πρόταση προς διαπραγμάτευση και στη συνέχεια κατά τη διάρκεια των συζητήσεων και των διαπραγματεύσεων υπήρχαν υποχωρήσεις τόσο από τις συντεχνίες όσο και από τους Καθ’ ων η Αίτηση, αλλά δεν υπήρξε κατάληξη. Επέμενε ότι στις 22/12/2014 δεν ασκήθηκε οποιαδήποτε πίεση στους εργαζόμενους να αποδεχτούν όρους που δεν ήθελαν.

 

Ο κ. Σάββας Σάββα, Οικονομικός Διευθυντής των Καθ’ ων η Αίτηση, κατέθεσε ότι ετοίμασε τα Τεκμήρια 33 και 35 σύμφωνα με τα στοιχεία που εξασφάλισε από το μισθολόγιο του προσωπικού των Καθ’ ων η Αίτηση. Σημείωσε ότι δεν εργάζονταν πάντα τα ίδια άτομα στο Συσκευαστήριο κάθε εβδομάδα και ότι γι’ αυτό τον λόγο ο συνολικός αριθμός εργατών που εργάστηκαν μια συγκεκριμένη περίοδο υπερβαίνει το μέγιστο αριθμό εργατών που εργάστηκε σε μία εβδομάδα εντός της ίδιας περιόδου.

 

Κατά την αντεξέτασή του είπε ότι τα στοιχεία που καταχωρούνταν στο λογιστικό σύστημα μισθοδοσίας δίνονταν στο λογιστήριο από το αρμόδιο πρόσωπο που εργάζεται στο Συσκευαστήριο και συμπληρώνει τις ώρες εργασίας του κάθε εργαζομένου ανά εβδομάδα.

 

Ο κ. Κωνσταντίνος Καψάλης, ο οποίος είναι από το 1998 μέλος της Επιτροπείας των Καθ’ ων η Αίτηση και από τον Δεκέμβριο του 2017 Πρόεδρος της Επιτροπείας, κατέθεσε ότι στις 11/12/2014 η Επιτροπεία έλαβε γνώση του Τεκμηρίου 6 η οποία στάληκε προς τους Καθ’ ων η Αίτηση από τους δικηγόρους των Αιτητών στις Αιτήσεις Εργατικών Διαφορών που εκκρεμούν ενώπιον του Δ.Ε.Δ. και με την οποία οι Αιτητές ρωτούσαν αν θα καλούντο να εργαστούν και πότε. Ότι κατά τον συγκεκριμένο χρόνο οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν γνώριζαν κατά πόσον το Συσκευαστήριο θα ξεκινούσε τη λειτουργία του από τον Ιανουάριο του 2015 για τη συσκευασία μαντόρα. Ότι η Επιτροπεία προσπαθούσε να μειώσει τα έξοδα λειτουργίας του Συσκευαστηρίου και να αυξήσει τις ώρες λειτουργίας του με σκοπό να αυξηθεί η παραγωγικότητά του ώστε να μπορεί να ξεκινήσει τη λειτουργία του το Συσκευαστήριο χωρίς να πραγματοποιεί ζημιές και να μην χάσει τους παραγωγούς – μέλη των Καθ’ ων η Αίτηση τα προϊόντα των οποίων θα έπρεπε να συσκευαστούν. Ότι γι’ αυτό τον σκοπό διεξάγονταν διαπραγματεύσεις με τις συντεχνίες οι οποίες συνεχίζονταν. Ισχυρίστηκε ότι οι συντεχνίες δεν έδειχναν διάθεση να αντιληφθούν το σοβαρό οικονομικό πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι Καθ’ ων η Αίτηση και δεν αποδέχονταν οποιεσδήποτε από τις εισηγήσεις τους, μια από τις οποίες ήταν η αύξηση των ωρών εργασίας από 40 ώρες την εβδομάδα σε 45. Ότι στη συνεδρία της Επιτροπείας στις 11/12/2014 η Επιτροπεία αποφάσισε να αναθέσει στην Επιτροπή Προσωπικού να χειριστεί την εργατική αυτή διαφορά και να καλέσει το προσωπικό που είχε εργαστεί τα προηγούμενα χρόνια σε συνάντηση στο Συσκευαστήριο στις 22/12/2014 η ώρα 15:00. Προς υποστήριξη της θέσης του κατέθεσε τα πρακτικά της συνεδρίας της Επιτροπείας των Καθ’ ων η Αίτηση στις 11/12/2014 ως Τεκμήριο 36. Ότι πριν τη συνάντηση στις 22/12/2014 η Επιτροπή Προσωπικού σε συνεδρία της η ώρα 14:00 αποφάσισε ότι θα βολιδοσκοπούσε τους παριστάμενους κατά πόσον ήταν διατεθειμένοι να εργάζονται για 45 ώρες αντί για 40 ώρες και ότι θα τους ενημέρωναν ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν επιθυμούσαν να διαφοροποιήσουν οποιοδήποτε άλλο όρο της Συλλογικής Σύμβασης. Κατέθεσε ως Τεκμήριο 37 πρακτικά συνεδρίασης της Επιτροπής Προσωπικού των Καθ’ ων η Αίτηση ημερομηνίας 22/12/2014. Ισχυρίστηκε ότι σκοπός αυτής της βολιδοσκόπησης ήταν να μπορέσουν οι Καθ’ ων η Αίτηση να πείσουν τις συντεχνίες ότι τα μέλη τους δεν έχουν ένσταση στην αύξηση των ωρών εργασίας και έτσι να καταλήξουν σε συμφωνία και να υπογραφεί η νέα συλλογική σύμβαση. Διέψευσε ότι απαγορεύτηκε η παρουσία των συντεχνιακών στη συνάντηση της 22/12/2014. Είπε ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν είπαν ότι απαγορεύεται η παρουσία τους ή ότι επιτρέπεται. Υποστήριξε ότι τέτοιο θέμα δεν συζητήθηκε και ούτε εγέρθηκε από οποιονδήποτε από τους παριστάμενους στην εν λόγω συνάντηση. Ήταν η θέση του ότι κατά τη διάρκεια της συνάντησης παρέδωσαν στους παριστάμενους το Τεκμήριο 9 ζητώντας από όσους ήταν διατεθειμένοι να εργάζονται για 45 ώρες την εβδομάδα να το συμπληρώσουν και να το επιστρέψουν μέχρι το τέλος του χρόνου και ήταν αισιόδοξοι ότι η συντριπτική πλειοψηφία θα αποδεχόταν την εν λόγω πρόταση των Καθ’ ων η Αίτηση αφού θα είχαν αυξημένα εισοδήματα. Διέψευσε τις θέσεις ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση άσκησαν πίεση στους παριστάμενους για να υπογράψουν το Τεκμήριο 9 και ότι τους είπαν ότι όσοι το υπογράψουν θα έρθουν δουλειά την επόμενη μέρα. Είπε ότι επειδή οι συντεχνίες απέτρεψαν τα μέλη τους να υπογράψουν το Τεκμήριο 9, τελικά μόνο 20 άτομα υπέγραψαν το εν λόγω έντυπο και έτσι οι Καθ’ ων η Αίτηση αναγκάστηκαν να υπογράψουν ξεχωριστή μεν, αλλά με τους ίδιους όρους όπως και οι άλλες εταιρείες του τομέα, συλλογική σύμβαση η οποία τους οδήγησε να πραγματοποιήσουν ζημιά για μια ακόμη χρονιά.

 

Αντεξεταζόμενος υποστήριξε ότι στις 22/12/2014 δεν ασκήθηκε οποιαδήποτε πίεση στους παρευρισκόμενους από τους Καθ’ ων η Αίτηση και ότι το μόνο που αναφέρθηκε ήταν όποιος ήθελε να εργαστεί με τους όρους που αναφέρονταν στο Τεκμήριο 9 να υπογράψει το Τεκμήριο 9, το οποίο θα έδινε το δικαίωμα στους Καθ’ ων η Αίτηση να διαπραγματευτούν με τις συντεχνίες. Σημείωσε ότι από τους οκτώ (8) εργοδοτούμενους που απέστειλαν το Τεκμήριο 6 στους Καθ’ ων η Αίτηση, μόνο οι πέντε (5) προχώρησαν με αιτήσεις στο Δ.Ε.Δ..

 

Ανάλυση μαρτυρίας

 

Α.  (i) Από το ενώπιόν μας μαρτυρικό υλικό προκύπτει ότι (α) το αίτημα των Καθ’ ων η Αίτηση προς τις συντεχνίες να συμφωνήσουν σε ξεχωριστή συλλογική σύμβαση δεν γινόταν αποδεκτό από τις συντεχνίες, οι οποίες από τις 04/06/2014 που τους αποστάλθηκε η πρώτη επιστολή των Καθ’ ων η Αίτηση (Τεκμήριο 18) για έναρξη διαπραγματεύσεων για την ανανέωση της Συλλογικής Σύμβασης μέχρι τις 02/09/2014 που οι Καθ’ ων η Αίτηση τους απέστειλαν το Τεκμήριο 23, δεν προσήλθαν σε οποιεσδήποτε ουσιαστικές συζητήσεις με τους Καθ’ ων η Αίτηση, (β) οι συντεχνίες μετά τις 23/07/2014[2] προχώρησαν σε διαπραγματεύσεις με τις υπόλοιπες εταιρείες που ήταν μέρη στη Συλλογική Σύμβαση και κατέληξαν στις 11/09/2014 στην Ειδική Συμφωνία Α’, (γ) οι συντεχνίες με την Ειδική Συμφωνία Α’ αποδέχτηκαν τη συνέχιση της μειωμένης εισφοράς των εργοδοτριών εταιρειών στο Ταμείο Προνοίας και στο Ταμείο Εορτών και Φιλοδωρημάτων και περαιτέρω αποδέχτηκαν όπως ακόμα δύο ώρες εβδομαδιαίως πληρώνονται με κανονικό ημερομίσθιο αντί με υπερωριακή αμοιβή, (δ) μετά τις 11/09/2014 στις συζητήσεις που έγιναν απευθείας μεταξύ των Καθ’ ων η Αίτηση και των συντεχνιών, οι Καθ’ ων η Αίτηση επέμεναν στην υπογραφή από αυτούς ξεχωριστής συλλογικής σύμβασης με περαιτέρω μειώσεις στα ωφελήματα του προσωπικού τους από αυτές που προβλέπονταν στην Ειδική Συμφωνία Α’ μη αποδεχόμενοι τη θέση των συντεχνιών ότι αποδοχή των αιτημάτων τους θα δημιουργούσε αθέμιτο ανταγωνισμό μεταξύ των εταιρειών του κλάδου και οι συντεχνίες επέμεναν στην αποδοχή από τους Καθ’ ων η Αίτηση των προβλεπόμενων στην Ειδική Συμφωνία Α’ μη αποδεχόμενες τις θέσεις των Καθ’ ων η Αίτηση ότι εργάζονται διαφορετικά από τα άλλα συσκευαστήρια και ότι αντιμετώπιζαν οικονομικά προβλήματα και (ε) λόγω της μη κατάληξης σε συμφωνία με τις απευθείας διαπραγματεύσεις οι Καθ’ ων η Αίτηση, ακολουθώντας τα προβλεπόμενα στον Κώδικα Βιομηχανικών Σχέσεων (άρθρο 2 του Μέρους ΙΙ. Α), ζήτησαν τη μεσολάβηση του Γραφείου Εργασίας.

 

(ii) Εξετάζοντας τις πρόνοιες του Κώδικα Βιομηχανικών Σχέσεων (Τεκμήριο 31)  βρίσκουμε ότι (α) οι Καθ’ ων η Αίτηση θέτοντας από τον Ιούνιο του 2014 τις θέσεις και τα αιτήματά τους σχετικά με την ανανέωση της Συλλογικής Σύμβασης στις συντεχνίες, με τον τρόπο που το έπραξαν, δεν ενήργησαν κατά παράβαση των προνοιών του Κώδικα Βιομηχανικών Σχέσεων που προβλέπουν για την ανανέωση των συλλογικών συμβάσεων  (άρθρο 1(β) του Μέρους ΙΙ Α[3]), (β) επειδή συμβαλλόμενο μέρος στη Συλλογική Σύμβαση δεν ήταν ένας εργοδοτικός σύνδεσμος που εκπροσωπούσε όλες τις εργοδότριες εταιρείες αλλά η κάθε εργοδότρια εταιρεία ξεχωριστά, οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν εμποδίζονταν από τις πρόνοιες του  Κώδικα Βιομηχανικών Σχέσεων από το να υποβάλουν και να συζητήσουν, ξεχωριστά από τις άλλες εταιρείες, με τις συντεχνίες τα αιτήματά τους και (γ) στις 17/12/2014 οι συντεχνίες δίνοντας στους Καθ’ ων η Αίτηση προειδοποίηση προθεσμίας δέκα ημερών με τη λήξη της οποίας θα επεξεργάζονταν όλα τα πιθανά νόμιμα μέτρα προς διασφάλιση των συμφερόντων των μελών τους με το Τεκμήριο 28 ακολούθησαν τις πρόνοιες του Κώδικα Βιομηχανικών Σχέσεων (εδάφιο (στ) του άρθρου 2 του Μέρους ΙΙ. Α[4] - σημειώνουμε ότι ο εν λόγω άρθρο δεν προβλέπει για υποχρεωτικές διαπραγματεύσεις μετά την κήρυξη του αδιεξόδου της μεσολάβησης του Υπουργείου Εργασίας και την προθεσμία της δεκαήμερης προειδοποίησης και ως εκ τούτου δεν συνάγεται αυτόματα ότι μετά την παροχή της δεκαήμερης προειδοποίησης ότι διεξάγονταν διαπραγματεύσεις μεταξύ των Καθ’ ων η Αίτηση και των συντεχνιών). 

 

Β.(i) Αποτέλεσε αναντίλεκτο γεγονός ότι η απασχόληση στο Συσκευαστήριο ήταν εποχιακή.  Σε σχέση με την περίοδο που λειτουργούσε η συσκευασία στο Συσκευαστήριο  ο κ. Τσουρής αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι το Συσκευαστήριο λειτουργεί όλη τη διάρκεια του χρόνου με σκοπό τη συντήρηση των μηχανημάτων και εποχιακά συνήθως από τα τέλη Σεπτεμβρίου – αρχές Οκτωβρίου μέχρι τα τέλη Απρίλιου – αρχές Μαΐου συσκευάζοντας φρούτα, σε αντίθεση με τον Αιτητή ο οποίος ανέφερε ότι το Συσκευαστήριο εργαζόταν και τον Ιούνιο και τον Ιούλιο.  Ο Αιτητής δεν ήταν σταθερός σχετικά με την πιο πάνω θέση του αφού είπε ότι δεν είχε όλη εκείνη την περίοδο εργασίες συσκευασίας στο Συσκευαστήριο, ότι θυμάται ότι εργάζονταν εκείνη την περίοδο και οι εργάτες φόρτωναν φρούτα για χυμοποίηση, ότι «μπορεί» η χυμοποίηση να θεωρηθεί ως συσκευασία και σε υποβολή ότι για τις εργασίες της χυμοποίησης δεν λειτουργούσαν οι μηχανές του Συσκευαστηρίου απάντησε υπεκφεύγοντας λέγοντας ότι «περιοδικά μπορεί να συσκευάζαμε». Λόγω των πιο πάνω αδυναμιών στην εν λόγω μαρτυρία του Αιτητή αυτή δεν γίνεται αποδεχτή. Η θέση του κ. Πυθάρα ότι το Συσκευαστήριο λειτουργούσε για σκοπούς συσκευασίας έξι (6) με επτά (7) μήνες κάθε χρόνο από τον Οκτώβριο μέχρι τον Απρίλιο και κάθε χρόνο εργοδοτείτο προσωπικό για τους συγκεκριμένους μήνες που το Συσκευαστήριο λειτουργούσε για σκοπούς συσκευασίας δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέτασή του και επιβεβαιώνεται από (α) τα Τεκμήρια 33 και 35 τα οποία ετοιμάστηκαν από τον κ. Σάββα, του οποίου τη μαρτυρία δεχόμαστε ως αξιόπιστη καθότι ήταν σταθερή και σαφής σχετικά με το πώς ετοιμάστηκαν τα εν λόγω Τεκμήρια[5], (β) από τη μαρτυρία του κ. Τσούρη και (γ) από το περιεχόμενο της επιστολής των δικηγόρων του Αιτητή και άλλων επτά (7) εργαζομένων των Καθ’ ων η Αίτηση ημερομηνίας 10/12/2014 (Τεκμήριο 6)  στο οποίο αναφέρεται ότι τα εν λόγω πρόσωπα εργάζονται για περίοδο περίπου επτά (7) μηνών κάθε έτος και ότι η απασχόλησή τους συνήθως αρχίζει περί τον Οκτώβριο κάθε έτους. Στη βάση των πιο πάνω αποδεχόμαστε την εν λόγω μαρτυρία του κ. Πυθάρα ως αξιόπιστη και βρίσκουμε ότι το Συσκευαστήριο λειτουργούσε για συσκευασία φρούτων περίπου επτά (7) μήνες τον χρόνο από τον Σεπτέμβριο/Οκτώβριο μέχρι τον Απρίλιο/Μάιο και για την περίοδο που λειτουργούσε για σκοπούς συσκευασίας οι Καθ’ ων η Αίτηση εργοδοτούσαν εποχιακό προσωπικό.

 

            (ii) Περαιτέρω αποτέλεσαν μη αμφισβητούμενα γεγονότα τα πιο κάτω γεγονότα (1) όταν κάθε χρόνο ολοκληρώνονταν οι εργασίες συσκευασίας της περιόδου στο Συσκευαστήριο οι Καθ’ ων η Αίτηση έδιναν μια βεβαίωση στους εργαζόμενους που εργάστηκαν στη συσκευασία με την οποία πιστοποιείτο η περίοδος για την οποία εργάστηκαν και ότι απολύθηκαν λόγω έλλειψης εργασίας και στη συνέχεια οι εργαζόμενοι λάμβαναν ανεργιακό επίδομα, (2) οι εργοδοτούμενοι στο Συσκευαστήριο για να αποκτήσουν δικαίωμα σε καταβολή επιδόματος ανεργίας κατά τις περιόδους που δεν εργαζόταν το Συσκευαστήριο έπρεπε να έχουν εργαστεί στο Συσκευαστήριο την προηγούμενη περίοδο 26 και περισσότερες εβδομάδες και (3) κατά την περίοδο που οι Καθ’ ων η Αίτηση απασχολούσαν προσωπικό στο Συσκευαστήριο το προσωπικό αυτό δεν εργαζόταν κάθε εβδομάδα και κάθε μήνα σταθερά συγκεκριμένες ώρες και μέρες και υπήρχαν περιπτώσεις που μπορούσε να μην εργαστεί κάθε εβδομάδα ή κάθε μήνα.  Ακόμη από το σύνολο του ενώπιόν μας μαρτυρικού υλικού προκύπτει ότι οι Καθ’ ων η  Αίτηση δεν είχαν οποιαδήποτε υποχρέωση να καλέσουν το προσωπικό που εργαζόταν στο Συσκευαστήριο για εργασία συγκεκριμένες χρονικές περιόδους του έτους. Σημειώνουμε όμως ότι το πλαίσιο για τις ώρες και ημέρες που εργάζονταν οι εργοδοτούμενοι στο Συσκευαστήριο στην περίπτωση που καλούντο/προσλαμβάνονταν για εργασία κατά τη διάρκεια της περιόδου συσκευασίας καθοριζόταν από τη Συλλογική Σύμβαση. Το άρθρο 4 της Συλλογικής Σύμβασης προέβλεπε για δικαίωμα των Καθ’ ων η Αίτηση, στην περίπτωση που δεν είχαν εργασία συσκευασίας, να μην καλέσουν το προσωπικό να εργαστεί ή  να το καλέσουν να εργαστεί μερικώς καθώς και για τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες μπορούσαν οι Καθ’ ων η  Αίτηση να εξασκήσουν το εν λόγω δικαίωμά τους, γεγονός που δεικνύει ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν μπορούσαν να καλούν κατά το δοκούν το προσωπικό τους για εργασία εφόσον το προσελάμβαναν κατά την περίοδο που λειτουργούσε το Συσκευαστήριο για σκοπούς συσκευασίας.

 

(iii) Σε σχέση με τον αριθμό του προσωπικού που απασχολείτο κάθε χρόνο στο Συσκευαστήριο ο κ. Τσουρής δεν ήταν σε θέση να επιβεβαιώσει με θετικότητα ότι κάθε χρόνο απασχολείτο ο ίδιος αριθμός εργαζομένων την περίοδο της συσκευασίας στο Συσκευαστήριο. Η θέση του κ. Πυθάρα ότι κάθε χρόνο ο αριθμός των ατόμων που εργοδοτείτο κάθε περίοδο συσκευασίας δεν ήταν ο ίδιος υποστηρίζεται από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 35 το οποίο αποδεχτήκαμε ήδη ως αξιόπιστο. Ακόμη το άρθρο 1(β) της Συλλογικής Σύμβασης το οποίο αναφέρεται σε προτεραιότητα πρόσληψης (και όχι σε επαναπρόσληψη) του παλαιού προσωπικού τείνει να επιβεβαιώσει τη θέση του κ. Πυθάρα ότι δεν προσλαμβάνονταν κάθε χρόνο όλα τα πρόσωπα που εργάστηκαν την προηγούμενη περίοδο.  Όμως οι θέσεις του κ. Πυθάρα ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν πρόσφεραν εργασία σε εργαζόμενους με τους οποίους δεν ήταν ευχαριστημένοι από την απόδοσή τους δεν υποστηρίζεται από οποιοδήποτε απτό στοιχείο ή λεπτομερή μαρτυρία. Περαιτέρω σημειώνουμε ότι σύμφωνα με το άρθρο 1(β) της Συλλογικής Σύμβασης οι Καθ’ ων η Αίτηση πριν εργοδοτήσουν νέο προσωπικό όφειλαν να προσφέρουν πρώτα εργασία στο προσωπικό που εργάστηκε προηγουμένως σε αυτούς, γεγονός που δεικνύει ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση στην περίπτωση που προσλάμβαναν προσωπικό για την περίοδο συσκευασίας δεν είχαν απόλυτη ελευθερία στις προσλήψεις που έκαναν κάθε περίοδο. Συνακόλουθα με την πιο πάνω αξιολόγηση βρίσκουμε ότι κάθε χρόνο ο αριθμός των ατόμων που εργοδοτείτο κάθε περίοδο συσκευασίας δεν ήταν ο ίδιος.

 

Γ. (i) Αποτέλεσε κοινό έδαφος ότι η απασχόληση του Αιτητή ως μηχανικού στο Συσκευαστήριο διαφοροποιείτο από την απασχόληση του προσωπικού που εργαζόταν στη συσκευασία σε ότι αφορά τις περιόδους που απασχολείτο ο Αιτητής στο Συσκευαστήριο.

 

(ii) Από το Τεκμήριο 1 προκύπτει ότι ο Αιτητής εργαζόταν και τους 12 μήνες του χρόνου κάθε χρόνο στο Συσκευαστήριο εκτός από τα έτη 1997, 2002, 2003, 2004 και 2014 κατά τα οποία δεν εργάστηκε τον Αύγουστο του 1997, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 2002, τον Αύγουστο του 2003, τον Αύγουστο του 2004 και τον Ιούνιο, Ιούλιο και  Αύγουστο του 2014.  Το Τεκμήριο 17 επιβεβαιώνει τις θέσεις του Αιτητή ότι δεν εργάστηκε τον Ιούνιο και Ιούλιο του 2014 στο Συσκευαστήριο και ότι τον Αύγουστο του 2014 πήρε την ετήσια άδειά του (δεν υπάρχουν καταστάσεις αποδοχών για 3 εβδομάδες τον Αύγουστο). Η θέση του Αιτητή ότι μόνο σε κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις πριν το 2000 δεν εργάστηκε στο Συσκευαστήριο και έλαβε επίδομα ανεργίας δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέτασή του. Ο κ. Πυθάρας δεν σχολίασε το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 1 και τους πιο πάνω ισχυρισμούς του Αιτητή και δεν συσχέτισε (α) τις θέσεις που προέβαλε κατά τη μαρτυρία του σχετικά με την εργασία των μηχανικών στο Συσκευαστήριο (οι οποίες θέσεις δεν τέθηκαν στον Αιτητή κατά την αντεξέτασή του και δεν είναι σε συμφωνία με το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 1) και (β) τις βεβαιώσεις που δίνονταν στο προσωπικό του Συσκευαστηρίου όταν ολοκληρωνόταν η συσκευασία και το Τεκμήριο 32 με την περίπτωση του Αιτητή (σημειώνουμε ότι το εν λόγω έγγραφο αφορά περίπτωση εργάτη). Ο Αιτητής δεν ανέφερε ότι η απασχόλησή του, κατά τις περιόδους που δεν εργαζόταν στο Συσκευαστήριο και λάμβανε ανεργιακό επίδομα, τερματιζόταν και δεν του υποβλήθηκε οτιδήποτε σχετικό  κατά την αντεξέτασή του. Κατά την αντεξέτασή του ο κ. Πυθάρας σε ερώτηση τι γινόταν με τους μηχανικούς όταν δεν εργάζονταν στο Συσκευαστήριο, αρχικά είπε ότι πήγαιναν «με άδεια» και μετά όταν του ζητήθηκε να διευκρινίσει τι εννοεί είπε ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση υπέγραφαν «κάποια χαρτιά» και οι μηχανικοί έπαιρναν ανεργιακό επίδομα. Δεν ανέφερε ότι αυτά τα χαρτιά είχαν το ίδιο περιεχόμενο με το Τεκμήριο 32 ούτε ανέφερε ότι τερματιζόταν η απασχόληση των μηχανικών, αλλά είπε ότι πήγαιναν «με άδεια». Σημειώνουμε ότι ούτε ο Αιτητής ούτε ο κ. Πυθάρας μας ανέφεραν κατά πόσον ο Αιτητής τους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο του 2014 έλαβε επίδομα ανεργίας και ως εκ τούτου δεν μπορούμε να προβούμε σε οποιοδήποτε σχετικό εύρημα για την εν λόγω περίοδο.

 

(iii)  Η θέση του Αιτητή ότι στις 30/10/2014 του ειπώθηκε ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση θα τον ειδοποιούσαν πότε θα έπρεπε να επιστρέψει στο Συσκευαστήριο δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέτασή του. Ο Αιτητής κατά την αντεξέτασή του ερωτήθηκε τι έπραξε αυτός όταν στις 30/10/2014 του ειπώθηκε ότι επειδή δεν υπήρχαν προϊόντα για συσκευασία θα έκλεινε το Συσκευαστήριο (δεν του αναφέρθηκε κάτι για τερματισμό της απασχόλησής του) και αυτός απάντησε ότι του έδωσαν χαρτί για να υπογράφει άνεργος. Περαιτέρω του υποβλήθηκε ότι στις 30/10/2014 αυτός αποχώρησε από την εργασία του οικειοθελώς, θέση την οποία απέρριψε. Ο ισχυρισμός του κ. Πυθάρα ότι στις 30/10/2014 οι Καθ’ ων η Αίτηση ενημέρωσαν τον Αιτητή ότι τερματίζονται οι υπηρεσίες του καθότι δεν θα λειτουργούσε το Συσκευαστήριο δεν τέθηκε στον Αιτητή κατά την αντεξέτασή του γεγονός που μας ξενίζει. Όπως σημειώσαμε πιο πάνω δεν τέθηκαν στον Αιτητή οι θέσεις του κ. Πυθάρα ότι όταν τερματίζονταν οι εργασίες του Συσκευαστηρίου οι Καθ’ ων η Αίτηση έδιναν βεβαίωση στο προσωπικό ότι η απασχόλησή του τερματίζεται λόγω έλλειψης εργασίας και ο κ. Πυθάρας   δεν συσχέτισε τις θέσεις που προέβαλε κατά την κυρίως εξέτασή του σχετικά με τις βεβαιώσεις που δίνονταν στο προσωπικό του Συσκευαστηρίου όταν ολοκληρωνόταν η συσκευασία και το Τεκμήριο 32 με την περίπτωση του Αιτητή. Παρατηρούμε ότι (α) από το ενώπιόν μας μαρτυρικό υλικό δεν φαίνεται ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση στις 30/10/2014 (πέραν του ότι έδωσαν ένα χαρτί στον Αιτητή με το οποίο μπορούσε να αιτηθεί επιδόματος ανεργίας) έδωσαν στον Αιτητή οποιοδήποτε άλλο έγγραφο που να μπορεί να αιτηθεί πλεονασμό λόγω κλεισίματος του Συσκευαστηρίου ή που να δεικνύει ότι η απασχόλησή του τερματίστηκε οριστικά, (β) ενώ υποστηρίχτηκε ενώπιόν μας ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση το 2013/2014 τηρούσαν πιστά τους όρους της Συλλογικής Σύμβασης και του Μνημονίου Συμφωνίας δεν μας αναφέρθηκε ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση στις 30/10/2014 συμμορφώθηκαν στην περίπτωση του Αιτητή με το άρθρο 16 της Συλλογικής Σύμβασης το όποιο προβλέπει ότι σε περίπτωση οριστικής απολύσεως εργαζόμενων δίνεται η προειδοποίηση που καθορίζεται στο εν λόγω άρθρο και (γ) στις 15/01/2015 με το Τεκμήριο 16 οι Καθ’ ων η Αίτηση καλούσαν τον Αιτητή να τους επιστρέψει τα κλειδιά του Συσκευαστηρίου γεγονός που δεικνύει ότι στις 30/10/2014 η απασχόληση του Αιτητή δεν τερματίστηκε οριστικά και μόνιμα.

 

(iv) Στη βάση των πιο πάνω αποδεχόμαστε τη μαρτυρία του Αιτητή σχετικά με ζητήματα που αναφέρονται στις πιο πάνω υποπαραγράφους (ii) και (iii) της παρούσας παραγράφου ως αξιόπιστη και προβαίνουμε στα ανάλογα ευρήματα. Κρίνουμε ότι δεν μπορούμε να θεωρήσουμε τη μαρτυρία του κ. Πυθάρα (σχετικά με ζητήματα που αναφέρονται στις πιο πάνω υποπαραγράφους (ii) και (iii) της παρούσας παραγράφου)  ως ασφαλή βάση για την εξαγωγή ευρημάτων σχετικά με την απασχόληση του Αιτητή στο Συσκευαστήριο και ως εκ τούτου δεν την αποδεχόμαστε.

 

Δ. Δεν αμφισβητήθηκε ο ισχυρισμός του Αιτητή ότι τον μήνα Οκτώβριο του 2014 καταβλήθηκαν για το πρόσωπο του εισφορές στο Ταμείο Προνοίας και στο Ταμείο Εορτών και Φιλοδωρημάτων σύμφωνα με το Μνημόνιο Συμφωνίας και όχι σύμφωνα με τους όρους της Συλλογικής Σύμβασης  και ως εκ τούτου προβαίνουμε στο  ανάλογο εύρημα.

 

Ε. Ο Αιτητής συμφώνησε με την υποβολή που του έγινε ότι τον Οκτώβριο του 2014 δεν υπήρχαν φρούτα για συσκευασία στο Συσκευαστήριο. Περαιτέρω ανέφερε ότι (1) ο κ. Πυθάρας από τον Απρίλιο του 2014 του έλεγε ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση αντιμετώπιζαν οικονομικά προβλήματα και (2) ήταν φανερό ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν θα πήγαιναν καλά (αναγνωρίζοντας ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση αντιμετώπιζαν οικονομικά θέματα). Οι συντεχνίες στις επιστολές που έστειλαν κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν φαίνεται να αμφισβήτησαν τη θέση των Καθ’ ων η Αίτηση ότι δεν είχαν φρούτα για συσκευασία. Ο κ. Τσουρής ανέφερε ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση στις συναντήσεις που είχαν με τις συντεχνίες στο Υπουργείο Εργασίας δήλωναν ότι αντιμετωπίζουν πρόβλημα βιωσιμότητας και ότι εργάζονται διαφορετικά από τις άλλες εταιρείες που έχουν συσκευαστήρια και ότι οι συντεχνίες δεν δέχονταν τις εν λόγω θέσεις των Καθ’ ων η Αίτηση. Δεν μας εξήγησε όμως για ποιο λόγο οι συντεχνίες δεν δέχονταν τις θέσεις και τα επιχειρήματα που προέβαλλαν οι  Καθ’ ων η Αίτηση. Ο κ. Πυθάρας και ο κ. Καψάλης υποστήριξαν ότι την περίοδο 2014/2015 οι Καθ’ ων η Αίτηση είχαν λιγότερες ποσότητες για συσκευασία από άλλες περιόδους (οι θέσεις τους επιβεβαιώνονται από το γεγονός ότι κατά την εν λόγω περίοδο το Συσκευαστήριο εργάστηκε μόνο από τις 15/01/2015 μέχρι τις 15/03/2015) και ανέφεραν τους λόγους για τους οποίους (α) συνέβαινε αυτό και (β) οι Καθ’ ων η Αίτηση ήθελαν να υπογράψουν ξεχωριστή συλλογική σύμβαση με τις συντεχνίες μέσω της οποίας θα μείωναν τα εργατικά έξοδά τους και κατά συνέπεια τα έξοδα λειτουργίας του Συσκευαστηρίου, τα οποία λόγω των μειωμένων ποσοτήτων θα αυξάνονταν. Οι πιο πάνω ισχυρισμοί των μαρτύρων των Καθ’ ων η Αίτηση ήταν σταθεροί και χωρίς ουσιαστική αμφισβήτηση και ως εκ τούτου γίνονται αποδεκτοί. Στη βάση της πιο πάνω αξιολόγησης βρίσκουμε ότι την περίοδο 2014/2015 οι Καθ’ ων η Αίτηση είχαν λιγότερες ποσότητες για συσκευασία από άλλες περιόδους, αντιμετώπιζαν κάποια οικονομικά ζητήματα και επιθυμούσαν να μειώσουν τα λειτουργικά έξοδα του Συσκευαστηρίου μειώνοντας το εργατικό κόστος τους.

 

            ΣΤ. Σχετικά με την επιστολή των δικηγόρων των Καθ’ ων η Αίτηση ημερομηνίας 17/12/2014 (Τεκμήριο 8) από τη σφραγίδα στα γραμματόσημα στον φάκελο με τον οποίο στάληκε η εν λόγω επιστολή προκύπτει ότι αυτή ταχυδρομήθηκε στις 18/12/2014. Δεν τέθηκε ενώπιόν μας άμεση και θετική μαρτυρία σχετικά με την ημερομηνία παραλαβής της εν λόγω επιστολής από τους δικηγόρους του Αιτητή. Ενώ ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι η εν λόγω επιστολή παραλήφθηκε από τους δικηγόρους στις 21/01/2015 στον φάκελο αναγράφεται χειρόγραφα η ημερομηνία 12/01/2015.  Με βάση την αρχή του Postal Rule μια επιστολή τεκμαίρεται ότι έχει καταλήξει κατά τον χρόνο κατά τον οποίον η επιστολή θα παραδινόταν με τη συνηθισμένη πορεία του ταχυδρομείου στον παραλήπτη της αν ταχυδρομηθεί στην τελευταία γνωστή του διεύθυνση και μετά την πάροδο λογικού χρονικού διαστήματος δεν έχει επιστραφεί ως αζήτητη. Ενόψει του ότι (α) η 18/12/2014 ήταν ημέρα Πέμπτη και η 29/12/2014 ήταν Δευτέρα και (β) μεταξύ των δύο αυτών ημερομηνιών μεσολαβούσαν δύο Σαββατοκύριακα (20/12/2014 - 21/12/2014 και 27/12/2014 -  28/12/2014) και οι αργίες των Χριστουγέννων (24/12/2014 - 26/12/2014), κρίνουμε ότι δεν μπορούμε να θεωρήσουμε, ως θέμα κοινής λογικής και ως θέμα εμπειρίας από την καθημερινότητα, ότι η εν λόγω επιστολή των δικηγόρων των Καθ’ ων η Αίτηση παραλήφθηκε από τους δικηγόρους του Αιτητή με κανονικό ταχυδρομείο μέσα σε διάστημα τεσσάρων–πέντε ημερολογιακών ημερών από τις 18/12/2014.  Συνακόλουθα δεν μπορούμε να προβούμε σε εύρημα ότι οι δικηγόροι του Αιτητή είχαν λάβει την επιστολή των Καθ’ ων η Αίτηση ημερομηνίας 17/12/2014, πριν τις 29/12/2014.

 

Ζ.  Το περιεχόμενο των Τεκμηρίων 26, 27 και 28, κατά τη γνώμη μας, τείνει να καταδείξει ότι μετά την κήρυξη του αδιεξόδου από το Υπουργείο Εργασίας στις 12/12/2014 μέχρι τις 17/12/2014 δεν υπήρξαν οποιεσδήποτε ουσιαστικές συζητήσεις μεταξύ των Καθ’ ων η Αίτηση και των συντεχνιών

 

Η. (i) Ο ισχυρισμός που προέβαλε ο Αιτητής ότι στις 22/12/2014 κλήθηκαν όλοι οι εργαζόμενοι στο Συσκευαστήριο δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέτασή του. Ο κ. Πυθάρας καταθέτοντας προέβαλε για πρώτη φορά τη θέση ότι στις 22/12/2014 καλέστηκαν επιλεκτικά άτομα με τα οποία οι Καθ’ ων η Αίτηση είχαν συνεργαστεί στο παρελθόν. Ο κ. Καψάλης στην κατάθεσή του δεν επιβεβαίωσε τη θέση του κ. Πυθάρα αφού ανέφερε μόνο ότι η Επιτροπεία στις 11/12/2014 ανέθεσε στην επιτροπή προσωπικού να καλέσει το προσωπικό που εργάστηκε τα προηγούμενα χρόνια στο Συσκευαστήριο. Στο σχετικό πρακτικό της συνεδρίας της Επιτροπείας ημερομηνίας 11/12/2014 (Τεκμήριο 36) αναγράφεται (σε διάσταση με τη θέση του κ. Πυθάρα) ότι «… αποφασίστηκε όπως διοργανωθεί συνάντηση της Υποεπιτροπής Προσωπικού με όλο το εργατικό προσωπικό, την Δευτέρα 22/12/2014 και ώρα 15.00 στο Συσκευαστήριο Λεμεσού» και στο Τεκμήριο 37 (πρακτικό της Υποεπιτροπής Προσωπικού ημερομηνίας 22/12/2014) αναγράφεται ότι θα γίνει πρόταση στο εργατικό προσωπικό. Συνακόλουθα με την πιο πάνω αξιολόγηση αποδεχόμαστε την εν λόγω θέση του Αιτητή ως αξιόπιστη και προβαίνουμε στα ανάλογα ευρήματα ενώ απορρίπτουμε τη μαρτυρία των κ.κ. Πυθάρα και Καψάλη.     

 

(ii) Οι θέσεις που προέβαλε ο Αιτητής κατά την αντεξέτασή του σχετικά με το τι έγινε στη συνέλευση στις 22/12/2014 και το τι ανέφερε ο Πρόεδρος της Επιτροπείας των Καθ’ ων η Αίτηση στο προσωπικό δεν είναι ταυτόσημες (1) με το περιεχόμενο των δικογραφημένων ισχυρισμών του όπως αυτοί εκτίθενται στους γενικούς λόγους της αίτησής του και (2) με τις θέσεις που προέβαλε στην κυρίως εξέτασή του. Ο Αιτητής στην κυρίως εξέτασή του γενικά και αόριστα ανέφερε ότι ο κ. Χριστοφόρου ζήτησε από τους εργαζόμενους να αποδεχτούν νέα σύμβαση εργοδότησης, στην οποία δεν θα ήταν μέρος οι συντεχνίες, με την οποία θα αποδέχονταν περαιτέρω μείωση μισθού και θα εργάζονταν επιπλέον ώρες χωρίς περαιτέρω αμοιβή και επίσης τους ζητήθηκε να υπογράψουν το Τεκμήριο 9. Δεν έδωσε οποιαδήποτε λεπτομέρεια τι ακριβώς ήταν αυτή «η περαιτέρω μείωση του μισθού» και η εργασία «για επιπλέον ώρες χωρίς περαιτέρω αμοιβή». Τα ίδια ανέφερε και ο κ. Τσουρής. Αντεξεταζόμενοι και οι δυο παραδέχτηκαν ότι στην ουσία η πρόταση των Καθ’ ων η Αίτηση μείωνε το εισόδημα του Αιτητή (και όχι το ποσό του ωριαίου μισθού του το οποίο θα παρέμενε το ίδιο) λόγω του ότι το εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας με βάση το οποίο πληρωνόταν με κανονικό ωρομίσθιο  θα αυξανόταν και δεν θα λάμβανε υπερωριακή αμοιβή (αλλά θα πληρωνόταν το κανονικό ημερομίσθιό του) για επτά  (ή πέντε) ώρες εβδομαδιαίως στην περίπτωση που εργαζόταν περισσότερο από 38[6] (ή από 40[7]) ώρες. Σε ερώτηση που του έγινε κατά την αντεξέτασή του κατά πόσον στη συνέλευση τους αναφέρθηκε πότε θα επαναλειτουργήσει το Συσκευαστήριο ο Αιτητής απάντησε με γενικότητα λέγοντας ότι «εάν και εφόσον υπογράφαμε το μισθολόγιο που μας πρότειναν, άμεσα την άλλη μέρα θα μας εργοδοτούσαν». Στη συνέχεια υποστήριξε ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση απαιτούσαν από το προσωπικό να υπογράψει το Τεκμήριο 9 για να μπορέσει να επανέλθει στην εργασία του και ότι ο κ. Χριστοφόρου ξεκαθάρισε στους εργαζόμενους στη συνάντηση ότι αν δεν υπογράψουν το Τεκμήριο 9 «δεν θα πάρουν εργασία» χωρίς να διευκρινίσει αν ο κ. Χριστοφόρου μιλούσε γενικά για όλο το προσωπικό ή για όποιον εργοδοτούμενο δεν υπέγραφε το Τεκμήριο 9 . Οι θέσεις που προέβαλε ο Αιτητής κατά την αντεξέτασή του δεν προβλήθηκαν από τον Αιτητή κατά την κυρίως εξέτασή του κατά την οποία περιορίστηκε στο να αναφέρει ότι ο κ. Χριστοφόρου ζήτησε από το προσωπικό να αποδεχτεί νέα σύμβαση εργασίας. Τονίζουμε ότι ο Αιτητής δεν ανέφερε κατά τη μαρτυρία του ότι ο κ. Χριστοφόρου ανακοίνωσε στο προσωπικό ότι το Συσκευαστήριο θα επαναλειτουργήσει και ότι σε αυτό θα εργαστούν μόνο αυτοί που θα αποδεχτούν τους όρους που περιέχονται στο Τεκμήριο 9.  Σε άλλο σημείο της αντεξέτασής του ο Αιτητής προέβαλε για πρώτη φόρα τη θέση ότι στις 22/12/2014, μετά τη συνέλευση, του τηλεφώνησε ο υπεύθυνος του Συσκευαστηρίου και τον ρώτησε αν θα επανερχόταν στην εργασία του την επόμενη μέρα με τους όρους που τους ειπώθηκαν στη συνέλευση τονίζοντας του ότι αν δεν υπογράψει το Τεκμήριο 9 δεν θα κληθεί για εργασία. Δεν μας φαίνεται φυσικό το γεγονός ότι ούτε στους γενικούς λόγους της Αίτησης ούτε στην κυρίως εξέταση του Αιτητή γίνεται αναφορά στο ότι ο Αιτητής στις 22/12/2014 κλήθηκε να επανέλθει στην εργασία του στο Συσκευαστήριο με τους όρους που έθεσε ο κ. Χριστοφόρου στη συνέλευση στις 22/12/2014. Το εν λόγω γεγονός, σε συνδυασμό με την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Αιτητή στην παράγραφο Λ πιο κάτω, μας δημιουργεί αμφιβολίες σχετικά με το αξιόπιστο του εν λόγω ισχυρισμού του Αιτητή. Ο κ. Τσουρής δεν ανέφερε στην μαρτυρία του με ποιο τρόπο ζητήθηκε από τους Καθ’ ων η Αίτηση η υπογραφή του Τεκμηρίου 9 στις 22/12/2014. Ο κ. Πυθάρας ο οποίος δεν ήταν μέλος της Υποεπιτροπής Προσωπικού, αλλά φαίνεται ότι ήταν παρών στη συνεδρία της εν λόγω Υποεπιτροπής πριν τη συνέλευση στο Συσκευαστήριο στις 22/12/2014, (α) δεν διευκρίνισε κατά πόσον ήταν παρών στην εν λόγω συνέλευση, (β) αναφέρθηκε γενικά στο το τί έκαναν οι Καθ’ ων η Αίτηση στην εν λόγω συνέλευση χωρίς να απαντήσει ειδικά στους ισχυρισμούς του Αιτητή σχετικά με το τι ανέφερε στην εν λόγω συνέλευση ο κ. Χριστοφόρου στο προσωπικό (σημειώνουμε ότι στην επιστολή παραίτησής του ο Αιτητής αναφέρεται ειδικά στον κ. Χριστοφόρου) και (γ) περιορίστηκε στο να απορρίψει τους ισχυρισμούς του Αιτητή. Περαιτέρω, υπό το φως του ισχυρισμού του κ. Καψάλη και του κ. Πυθάρα ότι σκοπός της συνάντησης στις 22/12/2014 ήταν να δουν οι Καθ’ ων η Αίτηση κατά πόσον οι εργαζόμενοι αποδέχονται την πρόταση των Καθ’ ων η Αίτηση και αν την αποδέχονταν να την μεταφέρουν στις συντεχνίες, οι οποίες τότε θα αναγκάζονταν να αποδεχτούν την προφορική συμφωνία των εργαζομένων και να υπογράψουν την ανανέωση της Συλλογικής Σύμβασης με πρόνοια για 45 ώρες εβδομαδιαίας εργασίας, μας ξενίζει το γεγονός ότι ο κ. Πυθάρας ερωτώμενος για ποιο λόγο δεν κλήθηκαν οι συντεχνίες στην εν λόγω συνέλευση απάντησε ότι δεν θυμόταν. Ούτε ο κ. Καψάλης αναφέρθηκε στη συμπεριφορά του κ. Χριστοφόρου στην εν λόγω συνέλευση. Μας δημιουργείται η εύλογη, κατά την κρίση μας, απορία για ποιο λόγο οι κ.κ. Πυθάρας και Καψάλης δεν αναφέρθηκαν ρητά και ξεκάθαρα στις ενέργειες του κ. Χριστοφόρου και στις αντιδράσεις των εργαζομένων κατά την εν λόγω συνέλευση και περιορίζονταν στο να αναφέρονται με γενικότητα στο τι έγινε στη συνέλευση. Περαιτέρω παρατηρούμε ότι στα έγγραφα των Καθ’ ων η Αίτηση δεν γίνεται αναφορά σε συντεχνίες ή στη Συλλογική Σύμβαση. Στο Τεκμήριο 9 δεν γίνεται αναφορά σε συντεχνίες ή σε συλλογική σύμβαση ούτε αναγράφεται κατά πόσον οι εργαζόμενοι είναι διατεθειμένοι να εργαστούν 45 ώρες εβδομαδιαίως αλλά γίνεται αναφορά σε αποδοχή για εργασία για μόνο μια εξαγωγική περίοδο (όχι δύο όπως γινόταν συνήθως με βάση τις συμφωνίες που γίνονταν με τις συντεχνίες) για 45 ώρες εργασίας την εβδομάδα χωρίς οποιαδήποτε ώρα να λογίζεται ως υπερωρία και με όλα τα υπόλοιπα ωφελήματα που είχαν την περίοδο 2013/2014. Στο Τεκμήριο 37 αναγράφεται ότι η Υποεπιτροπή Προσωπικού αποφάσισε «όπως βολιδοσκοπηθεί το προσωπικό και τους προταθεί να αποδεχτούν …….» και στην επιστολή του κ. Πυθάρα ημερομηνίας 09/01/2015 (Τεκμήριο 11), η οποία στάληκε στον Αιτητή προς απάντηση της επιστολής παραίτησής του, δεν απορρίπτονται ρητά και ξεκάθαρα οι ισχυρισμοί του Αιτητή σχετικά με το τι έλαβε χώρα στη συνάντηση στις 22/12/2014, απλώς αναγράφεται ότι η εν λόγω συνάντηση είχε στόχο «να βολιδοσκοπηθούν τα άτομα με τα οποία η Εταιρεία συνεργάστηκε στο παρελθόν εάν ενδιαφέρονται για νέα εργοδότηση, σε περίπτωση έναρξης του Συσκευαστηρίου και να συζητηθούν οι όροι». Λόγω των πιο πάνω αδυναμιών και κενών τόσο στη μαρτυρία του Αιτητή όσο και στη μαρτυρία των κ.κ. Πυθάρα και Καψάλη κρίνουμε ότι δεν είναι ασφαλές να στηριχτούμε σε οποιαδήποτε από αυτές για εξαγωγή ευρημάτων σχετικά με τις συνθήκες που περιβάλλουν τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στη συνέλευση στις 22/12/2014 και τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες ζητήθηκε από το προσωπικό να υπογράψει το Τεκμήριο 9 πέραν των μη αμφισβητούμενων γεγονότων που αναφέρονται στην παρούσα απόφαση.        

 

Θ. Ο Αιτητής καταθέτοντας δεν ανέφερε οποιοδήποτε περιστατικό κατά το οποίο οι εκπρόσωποι των Καθ’ ων η Αίτηση του συμπεριφέρθηκαν με άσχημο τρόπο ή εχθρικά. Περαιτέρω δεν έθεσε ενώπιόν μας με σαφήνεια και λεπτομέρεια συγκεκριμένα περιστατικά, πέραν της συνέλευσης στις 22/12/2014 και της κατ’ ισχυρισμό του τηλεφωνικής επικοινωνίας που είχε με τον υπεύθυνο του Συσκευαστηρίου την ίδια μέρα μετά την εν λόγω συνάντηση, κατά το οποίο οι Καθ’ ων η Αίτηση απευθύνθηκαν σε αυτόν προσωπικά ζητώντας του να συμφωνήσει τους όρους απασχόλησής του (περιορίστηκε στο να αναφέρει γενικά και αόριστα ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση του έλεγαν ότι αντιμετωπίζουν οικονομικό πρόβλημα και ότι επειδή οι συντεχνίες δεν συνεργάζονται πρέπει να δεχτεί «μειωμένους» όρους εργασίας). Αντεξεταζόμενος σημείωσε ότι κατά το 2013 και το 2014 δεν είχε οποιοδήποτε πρόβλημα με τη συμπεριφορά των εκπροσώπων των Καθ’ ων η Αίτηση προς το πρόσωπό του και ότι η μόνη διαφορά που είχε μαζί τους ήταν η απαίτησή τους να αποδεχτεί μείωση των εισοδημάτων του χωρίς τις συντεχνίες. Συνακόλουθα δεν προκύπτει ότι οι εκπρόσωποι των Καθ’ ων η Αίτηση συμπεριφέρθηκαν στον Αιτητή με άσχημο τρόπο ή εχθρικά.     

 

Ι. (i) Ο Αιτητής καταθέτοντας δεν μας ανέφερε με ποιο τρόπο παρέδωσε την επιστολή παραίτησής του ημερομηνίας 29/12/2014 (Τεκμήριο 10) στους Καθ’ ων η Αίτηση (περιορίστηκε στο να αναφέρει ότι στις 29/12/2014 υπέβαλε την παραίτησή του αποστέλλοντας στους Καθ’ ων η Αίτηση επιστολή ιδίας ημερομηνίας), ούτε κατέθεσε ως τεκμήριο οποιοδήποτε έγγραφο που να βεβαιώνει την επίδοσή της στους Καθ’ ων η Αίτηση μέσω ιδιώτη επιδότη (ως υπέβαλε η δικηγόρος του Αιτητή στον κ. Πυθάρα κατά την αντεξέτασή του). Σημειώνουμε ότι στην επιστολή των δικηγόρων του ημερομηνίας 28/01/2015 προς τους Καθ’ ων η Αίτηση (Τεκμήριο 12) αναγράφεται ότι στις 29/12/2014 ο Αιτητής απέστειλε την επιστολή παραίτησής του η οποία επιδόθηκε στους Καθ’ ων η Αίτηση στις 30/12/2014 και ότι στην απαντητική επιστολή των δικηγόρων των Καθ’ ων η Αίτηση (Τεκμήριο 14) δεν υπάρχει οποιαδήποτε σχετική αναφορά. Κατά την αντεξέταση του Αιτητή δεν του ζητήθηκε να δώσει οποιεσδήποτε διευκρινίσεις και δεν του υποβλήθηκε οτιδήποτε σχετικό με την παράδοση της επιστολής παραίτησής του στους Καθ’ ων η Αίτηση. Η θέση του κ. Πυθάρα ότι οι επιστολές παραίτησης του Αιτητή και των Αιτητών στις Αιτήσεις με αρ.72/2015, 74/2015, 75/2015 και 76/2015 παραδόθηκαν από όλους τους Αιτητές στον υπεύθυνο του Συσκευαστηρίου ο οποίος τους ζήτησε να το ξανασκεφτούν διότι σε λίγες μέρες θα ξεκινούσε η συσκευασία και θα καλούντο να εργαστούν, δεν υποβλήθηκε στον Αιτητή κατά την αντεξέτασή του και ως εκ τούτου θα αγνοηθεί.  Στη βάση των πιο πάνω κρίνουμε ότι δεν μπορούμε να προβούμε σε εύρημα σχετικά με τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες παραδόθηκε η επιστολή παραίτησης του Αιτητή στους Καθ’ ων η Αίτηση.  Περαιτέρω η θέση του κ. Πυθάρα ότι ο Αιτητής όταν υπέβαλε παραίτηση ενόψει του περιεχομένου του Τεκμήριου 8 γνώριζε ότι σύντομα το προσωπικό θα καλείτο να εργαστεί δεν υποστηρίζεται από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 8 αφού σε αυτό αναφέρεται απλώς ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση ευελπιστούν ότι σύντομα θα διαμορφωθούν οι συνθήκες ώστε να επαναλειτουργήσει το Συσκευαστήριο και ως εκ τούτου δεν γίνεται αποδεκτή. 

 

(ii)   Η μαρτυρία του Αιτητή σχετικά με τους λόγους που έστειλε το Τεκμήριο 6  στις 10/12/2014 στους Καθ’ ων η Αίτηση και υπέβαλε με το Τεκμήριο 10 στις 29/12/2014 την παραίτησή του ήταν σταθερή, πειστική και σε συμφωνία με το περιεχόμενο των εν λόγω Τεκμηρίων και ως εκ τούτου γίνεται αποδεκτή. Συνακόλουθα προβαίνουμε στα ανάλογα ευρήματα.  Σημειώνουμε ότι προβαίνουμε σε εύρημα ότι ο Αιτητής παραιτήθηκε λόγω του ότι δεν είχε ενημέρωση πότε θα επανερχόταν στην εργασία του και των γεγονότων που έλαβαν χώρα στη συνάντηση στις 22/12/2014 (δεν προβαίνουμε σε εύρημα κατά πόσον δικαιολογημένα κλονίστηκε η πίστη του στους Καθ’ ων η Αίτηση λόγω των πιο πάνω περιστατικών).  

 

Κ. Δεν εντοπίσαμε κάτι στη μαρτυρία του κ. Τσουρή το οποίο μπορεί να αξιολογηθεί ως ουσιαστική αντίφαση η οποία να κλονίζει το αξιόπιστο των ισχυρισμών του σχετικά με τον σκοπό της συνάντησης στις 29/12/2014 και το τι συζητήθηκε στην εν λόγω συνάντηση. Έδωσε ικανοποιητικές και πειστικές εξηγήσεις για το πώς τέθηκε το ζήτημα της ανανέωσης της Συλλογικής Σύμβασης στην εν λόγω συνάντηση. Η θέση του κ. Τσουρή ότι οι συντεχνίες απέστειλαν στους Καθ’ ων η Αίτηση την επιστολή ημερομηνίας 30/12/2014 (Τεκμήριο 29) επειδή οι Καθ’ ων η Αίτηση συνέχιζαν να πιέζουν για υπογραφή του Τεκμηρίου 9 με μήνυμα στους εργαζόμενους για υπογραφή μέχρι τις 05/01/2015, υποστηρίζεται από το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής η οποία μιλά ξεκάθαρα για αποστολή μηνύματος (και όχι για συνάντηση στις 22/12/2014) και η οποία δεν φαίνεται να  απαντήθηκε από τους Καθ’ ων η Αίτηση. Η θέση του κ. Πυθάρα ότι μίλησε με τον κ. Τσουρή μετά τις γιορτές των Χριστουγέννων σχετικά με τη συνάντηση που έγινε στις 22/12/2014 και αφού του εξήγησε τον σκοπό της είπαν ότι πρέπει να βρεθεί χρυσή τομή για να ξεκινήσει η συσκευασία τον Ιανουάριο και προς τούτου έγινε συνάντηση στις 29/12/2014, δεν τέθηκε στον κ. Τσουρή κατά την αντεξέτασή του. Ο κ. Πυθάρας είπε ότι μετά τις 22/12/2014 δεν έγινε κάποια επαφή με τις συντεχνίες επειδή οι μέρες που ακολούθησαν ήταν Χριστούγεννα και αμέσως μετά τις γιορτές των Χριστουγέννων μίλησε με τον κ. Τσουρή.  Σημειώνουμε ότι ο κ. Πυθάρας δεν διευκρίνισε πότε, πώς και πού έγινε η πιο πάνω αναφερόμενη συζήτηση με τον κ. Τσούρη, γεγονός που μας δημιουργεί αμφιβολίες σχετικά με το αξιόπιστο των εν λόγω ισχυρισμών του λαμβάνοντας υπόψη ότι η πρώτη εργάσιμη μέρα μετά τις γιορτές των Χριστουγέννων ήταν η 29/12/2014 (δηλαδή η μέρα που συναντήθηκαν οι Καθ’ ων η Αίτηση με τις συντεχνίες). Στη βάση της πιο πάνω αξιολόγησης αποδεχόμαστε τη μαρτυρία του κ.Τσουρή ως αξιόπιστη και δεν αποδεχόμαστε τη μαρτυρία του κ. Πυθάρα. Συνακόλουθα βρίσκουμε ότι στις 29/12/2014 οι συντεχνίες συναντήθηκαν με τους Καθ’ ων η Αίτηση και ότι κατά την εν λόγω συνάντηση οι συντεχνίες διαμαρτυρήθηκαν για τη συνάντηση που έγινε στις 22/12/2014 και το ότι ζητήθηκε από το προσωπικό να υπογράψουν το Τεκμήριο 9 και ζήτησαν από τους Καθ’ ων η Αίτηση να υπογράψουν την Ειδική Συμφωνία Β’ και οι Καθ’ ων η Αίτηση παρόλο που ήταν πιο συγκαταβατικοί από προηγουμένως δεν αποδέχτηκαν το αίτημα των συντεχνιών και έδωσαν παράταση σε όσους επιθυμούσαν να υπογράψουν το  Τεκμήριο 9 μέχρι τις 05/01/2015.  

 

Λ.  Ο Αιτητής ενώ ισχυρίστηκε ότι η θέση των δικηγόρων των Καθ’ ων η Αίτηση στην επιστολή τους ημερομηνίας 10/02/2015 (Τεκμήριο 14) ότι περί τα τέλη Ιανουαρίου 2015 οι Καθ’ ων η Αίτηση υπέβαλαν πρόταση για νέα εργοδότηση στους πέντε εργαζόμενους που υπέβαλαν την παραίτησή τους (ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Αιτητής) την οποία οι εν λόγω εργαζόμενοι δεν αποδέχτηκαν δεν αληθεύει σχετικά με το πρόσωπό του, αντεξεταζόμενος (α) είπε ότι δεν θυμάται αν όταν του τηλεφώνησε ο υπεύθυνος του Συσκευαστηρίου μετά τις 11/01/2015 του πρότεινε να επιστρέψει στην εργασία του και (β) παραδέχτηκε ότι έλαβε την επιστολή του κ. Πυθάρα ημερομηνίας 16/01/2015 (Τεκμήριο 16) στην οποία αναγράφεται ότι απέρριψε πρόταση του υπεύθυνου του Συσκευαστηρίου  να εργοδοτηθεί στο Συσκευαστήριο κατά την επόμενη περίοδο που θα λειτουργήσει  σύμφωνα με τους όρους της Συλλογικής Σύμβασης και των Μνημονίων. Η θέση του κ. Πυθάρα ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση μετά την υπογραφή της Ειδικής Συμφωνίας Β’ επικοινώνησαν και με τα πρόσωπα που υπέβαλαν παραίτηση στις 29/12/2014 και τους υπέβαλαν πρόταση για εργοδότηση επιβεβαιώνεται από το Τεκμήριο 16 και υποστηρίζεται από το Τεκμήριο 11. Στη βάση των πιο πάνω απορρίπτουμε την εν λόγω μαρτυρία του Αιτητή ως μη αξιόπιστη. Η μαρτυρία του κ. Πυθάρα γίνεται αποδεκτή και προβαίνουμε στο ανάλογο εύρημα.

 

Μ. Από το σύνολο του ενώπιόν μας μαρτυρικού υλικού προκύπτει ότι μόνο πέντε από τους εργαζόμενους στο Συσκευαστήριο (ανάμεσα τους και ο Αιτητής) καταχώρησαν αιτήσεις στο Δ.Ε.Δ. επικαλούμενοι ότι εξαναγκάστηκαν σε παραίτηση στις 29/12/2014 λόγω της συμπεριφοράς που επέδειξαν οι Καθ’ ων η Αίτηση προς αυτούς το 2014 μετά τη λήξη της εξαγωγικής περιόδου 2013/2014.   

 

Νομική Πτυχή 

             

Α. Το άρθρο 13 του Περί Τερματισμού της Απασχολήσεως Νόμου του 1967, Ν.24/67 («ο Νόμος») προβλέπει ότι η διάρκεια της περιόδου απασχολήσεως και το εάν η απασχόληση ενός εργοδοτουμένου είναι συνεχής ή μη αποφασίζονται σύμφωνα με τις πρόνοιες του Δευτέρου Πίνακα του Νόμου.

 

Το Μέρος Ι του Δευτέρου Πίνακα φέρει τον τίτλο «Υπολογισμός της περιόδου  Απασχολήσεως» και προβλέπει τα πιο κάτω:

 

«1.-(1) Η περίοδος απασχολήσεως υπολογίζεται εις εβδομάδας.

 

Νοείται …………………………..

Νοείται περαιτέρω ότι, για τον υπολογισμό σε εβδομάδες της περιόδου απασχολήσεως εργοδοτουμένου που αναφέρεται στην τρίτη επιφύλαξη του εδαφίου (1) του άρθρου 16, οι διατάξεις των υποπαραγράφων (2)(β)(ii)(iii) και (iν) της παραγράφου 1 του παρόντος Μέρους δεν εφαρμόζονται.

 

(2) Κατά τον υπολογισμόν της περιόδου απασχολήσεως λογίζονται αι ακόλουθοι εβδομάδες:

 

(α) εβδομάς κατά την οποίαν ο εργοδοτούμενος ειργάσθη επί 18 ή πλείονας ώρας'

 

(β) εβδομάς κατά την οποίαν ο εργοδοτούμενος ήτο-

 

(i) ανίκανος προς εργασίαν λόγω ασθενείας, βλάβης, τοκετού ή νόσου·

(ii) απών εκ της εργασίας του λόγω προσωρινής διακοπής εργασιών·

(iii) απών εκ της εργασίας του υπό τοιαύτας συνθήκας ώστε δυνάμει διευθετήσεως ή εθίμου ή νόμου η σχέσις εργοδότου και εργοδοτουμένου θεωρείται υπό του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών ως συνεχιζομένη·

(iv) απών εκ της εργασίας του προ της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου λόγω εργατικής διαφοράς·

(ν) απών από την εργασία του με γονική άδεια ή άδεια πατρότητας ή άδεια φροντίδας ή άδεια για λόγους ανωτέρας βίας.

 

2.………………………………………………………………………………………………………………

 

Σύμφωνα με τις πιο πάνω πρόνοιες εκτός από τις εβδομάδες που ο εργοδοτούμενος εργάστηκε 18 ώρες, ως περίοδος απασχόλησης λογίζονται και οι εβδομάδες κατά τις οποίες ο εργοδοτούμενος απουσίαζε από την εργασία του για τους λόγους που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (2) (β) (ii) (iii) και (iν) της παραγράφου 1 εκτός αν ο εργοδοτούμενος θεωρείται ως εποχιακός εργάτης.

 

Με βάση την τρίτη επιφύλαξη του εδαφίου (1) του άρθρου 16 του Νόμου[8] η απασχόληση των εποχιακών εργατών για σκοπούς πληρωμής από το Ταμείο Πλεονασμού θεωρείται ως συνεχής (ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι συνεχής) εάν συνολικά ο εργοδοτούμενος απασχολείτο στον ίδιο εργοδότη για 15 εβδομάδες κατά το ίδιο ημερολογιακό έτος. Για να θεωρηθεί μια εβδομάδα ως εβδομάδα απασχόλησης ο εργοδοτούμενος πρέπει να έχει εργαστεί 18 ώρες ή να απουσιάζει λόγω ασθένειας, βλάβης, τοκετού ή νόσου (οι εβδομάδες που ο εργοδοτούμενος απουσιάζει λόγω προσωρινής διακοπής εργασιών ή υπό τέτοιες συνθήκες ώστε δυνάμει διευθέτησης ή εθίμου ή νόμου η σχέση εργοδότη και εργοδοτουμένου θεωρείται ως συνεχιζόμενη δεν υπολογίζονται).

 

  Στο Μέρος ΙΙ του Δεύτερου Πίνακα του Νόμου κάτω από τον τίτλο «Το Συνεχές Απασχολήσεως» προβλέπονται οι περιπτώσεις στις οποίες το συνεχές της απασχόλησης δεν διακόπτεται.  Πιο συγκεκριμένα στο εν λόγω Μέρος αναφέρονται  τ’ ακόλουθα:

 

«7. Το συνεχές απασχολήσεως δεν διακόπτεται λόγω οιουδήποτε των ακολούθων:

 

(α) ………………..

(β) απουσίας εκ της εργασίας οφειλομένης εις εργατικήν διαφοράν

(γ) ………………………………….

(δ) απουσίας εκ της εργασίας λόγω ασθενείας, βλάβης, τοκετού ή νόσου·

(ε) απουσίας εκ της εργασίας λόγω προσωρινής διακοπής εργασιών·

(στ) απουσίας εκ της εργασίας υπό τοιαύτας συνθήκας ώστε δυνάμει διευθετήσεως ή εθίμου ή νόμου η σχέσις εργοδότου και εργοδοτουμένου θεωρείται υπό του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών ως συνεχιζομένη·

(ζ) …………………………………………

(η) απουσίας εκ της εργασίας επ' αδεία μετά ή άνευ απολαβών·

(θ)……………………………….

(ι)…………………………………...»

 

Στην υπόθεση Τασούλλα Κ. Εγγλέζου κ.α. v. Ταμείου για Πλεονάζον Προσωπικό (1991) 1 Α.Α.Δ. 1118, στη σελίδα 1122 αναφέρονται σχετικά τ’ ακόλουθα:

 

«Όπως η Κυπριακή νομοθεσία (Δεύτερος Πίνακας του Περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 1967, Ν.24/67) έτσι και η αντίστοιχη Αγγλική (Contracts of employment Act 1963, para.5(1)(b) of Sch. 1) προβλέπει ότι δε διακόπτεται η απασχόληση εργοδοτούμενου για τους σκοπούς του προσδιορισμού των δικαιωμάτων του για αποζημίωση λόγω πλεονασμού όταν η εργασία του διακόπτεται λόγω προσωρινής διακοπής του κύκλου εργασιών του εργοδότη.

 

Ο παραλληλισμός των δύο νομοθεσιών καθιστά σχετική την ερμηνεία που δόθηκε σε    αντίστοιχες Αγγλικές διατάξεις και τη νομολογία των Αγγλικών Δικαστηρίων, πηγή καθοδήγησης για το πλαίσιο εφαρμογής του Νόμου.  Οι αρχές που προκύπτουν από τις Αγγλικές αποφάσεις που επικαλέστηκε η κα Γεωργιάδου είναι συνοπτικά οι εξής:

 

(α)        Ο χαρακτήρας του τερματισμού της απασχόλησης εξαρτάται από τις προθέσεις των συμβαλλομένων, του εργοδότη και του εργοδοτούμενου.

 

(β)        Στην απουσία ευθείας μαρτυρίας ως προς τις προθέσεις των μερών κατά τη διακοπή εργασίας, ο προσδιορισμός των προθέσεων τους συναρτάται με το σύνολο των γεγονότων που περιβάλλουν την εργοδότηση.

 

(γ)        Στα σχετικά γεγονότα, εκείνα που περιβάλλουν την εργοδότηση, περιλαμβάνονται και τα γεγονότα μετά τη διακοπή της απασχόλησης, ιδιαίτερα η επαναπασχόληση και η επαναληπτικότητα της.»

 

           

                Επίσης στην Κώστας Λουκά v. Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού (1995) 1 Α.Α.Δ. 90 στις σελίδες 94 και 95:

«Έχουμε τη γνώμη πως η έννοια της άδειας απουσίας άνευ απολαβών, που απαντάται στην επίδικη διάταξη, εμπεριέχει το στοιχείο της προσωρινής απουσίας από την υπηρεσία του εργοδότη.  Η προσωρινή αυτή απουσία πρέπει να καθορίζεται χρονικά, ή να συναρτάται με τις δοσμένες περιστάσεις όπου παραχωρείται. Ο χρόνος απουσίας και οι λόγοι που παραχωρείται, είναι στοιχεία που μετρούν για να καθοριστεί αν κάποια περίπτωση εμπίπτει στις πρόνοιες του Νόμου.  Συναφές στοιχείο είναι, επίσης, κατά πόσο στην άδεια απουσίας άνευ απολαβών έχει κάποιο άμεσο ή έμμεσο συμφέρον ο εργοδότης ή είναι για αποκλειστικά ιδιωτικούς σκοπούς του εργοδοτούμενου. Συνδεδεμένο με τα πιο πάνω είναι και η διαπίστωση αν από το σύνολο των περιστάσεων αποδεικνύεται πως η εργασιακή σχέση εργοδότη και εργοδοτούμενου συνεχίζεται μεν αλλά τελεί υπό προσωρινή αναστολή.  Συνοπτικά, η κρίση βασίζεται σε αντικειμενικά δεδομένα και όχι γιατί ο εργοδότης και εργοδοτούμενος χαρακτηρίζουν την απουσία του τελευταίου ως ?άνευ απολαβών?.»

 

                Όπως έχει κριθεί στις πιο πάνω αποφάσεις κυρίαρχο στοιχείο είναι η πρόθεση των μερών της οποίας η κρίση πρέπει να είναι αντικειμενική μη εξαρτώμενη από τον χαρακτηρισμό που θα δώσει ο εργοδότης ή ο εργοδοτούμενος. 

 

Σημειώνουμε ότι στην αγγλική νομοθεσία υπάρχουν παρόμοιες πρόνοιες  (Employment Rights Act 1996 section 212(3)[9]). Οι νομοθετικές πρόνοιες που αφορούν την απουσία του εργοδοτουμένου από την εργασία του λόγω προσωρινής διακοπής εργασιών (section 212(3)(b)) έχουν εξεταστεί και ερμηνευτεί στις ακόλουθες αγγλικές αποφάσεις[10]  Fitzgerald v. Hall, Russell & Co Ltd [1969] 3 All ER 1140, Ford v. Warwickshire County Council [1983] 1 All ER 753, Thompson v. Bristol Channel Ship Repairers (1970) 5 ITR 85, Flack v. Kodak [1986] 2 All ER 1003, Byrne v. City of Birmingham District Council [1979] 191, Sillars v. Charrington Fuels [1989] IRLR 152, Cornwall County Council v. Prater [2006] IRLR 362. Η εν λόγω νομολογία έχει καθορίσει ότι «η απουσία του εργοδοτούμενου από την εργασία του» για σκοπούς του άρθρου 212 (3) (b) δεν σημαίνει οτιδήποτε άλλο πέραν του ότι ο εργοδοτούμενος είναι μακριά από την εργασία του. Περαιτέρω σημειώνει ότι η εν λόγω απουσία θα πρέπει να οφείλεται σε προσωρινή διακοπή των εργασιών του εργοδότη για οποιοδήποτε λόγο, η οποία διακοπή οδηγεί στο να μην χρειάζεται ο εργοδότης τις υπηρεσίες του συγκεκριμένου εργοδοτουμένου. Η προσωρινή διακοπή των εργασιών μπορεί να είναι είτε προβλεπτή, συνήθης και προγραμματισμένη είτε έκτακτη και απρόβλεπτη. Προσωρινή διακοπή σημαίνει ότι η διακοπή είναι παροδική, εφήμερη και περαστική. Το κατά πόσον η διακοπή των εργασιών του εργοδότη ήταν προσωρινή εξετάζεται μετά την επίδικη διακοπή (αφού ο εργοδοτούμενος επανήλθε στην εργασία του) έχοντας το πλεονέκτημα της εκ των υστέρων γνώσης και η ερώτηση που πρέπει να απαντηθεί είναι κατά πόσον υπό το φως όλων των περιστάσεων η διακοπή ήταν τόσο σύντομη που μπορεί να θεωρηθεί ως προσωρινή. Εξετάζοντας κατά πόσον η διακοπή ήταν προσωρινή το Δικαστήριο (α) οφείλει να λάβει υπόψη του τη φύση της εργασίας, την περίοδο της προηγούμενης και της επομένης απασχόλησης, τη διάρκεια της διακοπής, τι έχει ειπωθεί όταν έγινε η διακοπή, τι λέχθηκε όταν επαναπροσλήφθηκε ο εργοδοτούμενος και (β)(1) στις περιπτώσεις που η διακοπή ήταν συνήθης για μια σταθερή περίοδο του χρόνου τότε μπορεί να εξετάσει κατά πόσον τα κενά μεταξύ των απασχολήσεων ήταν προσωρινά συγκρίνοντας το χρονικό διάστημα της κάθε διακοπής με το χρονικό διάστημα των περιόδων απασχόλησης μεταξύ των διακοπών και (2) στις περιπτώσεις που η διακοπή ήταν ασυνήθης τότε πρέπει να εξετάσει όλες τις περιστάσεις της διακοπής σε σχέση με το ιστορικό της απασχόλησης του εργοδοτουμένου. 

 

Περαιτέρω στην υπόθεση Εγγλέζου (πιο πάνω) στη σελίδα 1122 γίνεται αναφορά στην αγγλική νομολογία σχετικά με το δικαίωμα εργοδοτουμένου που αναζητεί προσωρινή απασχόληση σε άλλο εργοδότη και βρίσκει άλλη εργασία ενόσω υποχρεωτικά απέχει από τη βασική του εργασία με σκοπό να γεφυρώσει το χάσμα στις απολαβές του κατά το διάστημα της προσωρινής διακοπής της εργασίας του μέχρι την επιστροφή του στη βασική του εργασία και το πώς αυτό επηρεάζει το συνεχές της απασχόλησής του. Παραθέτουμε πιο κάτω το σχετικό απόσπασμα:

 

«Στην Thompson v. Bristol Channel Ship Repairers and Engineers Ltd., (1970) Lloyd΄s Rep. 105 κρίθηκε ότι η διακοπή της εργασίας του εργοδοτούμενου για 10 βδομάδες και προσωρινή απασχόληση του σε άλλη εργασία στο διάστημα που μεσολάβησε δεν επέφερε διακοπή στην σχέση εργοδότη και εργοδοτούμενου για τους σκοπούς καθορισμού του επιδόματος πλεονασμού.  Το Αγγλικό Εφετείο επεσήμανε ότι η εργοδότηση στο μεσοδιάστημα σκοπούσε στην γεφύρωση του χάσματος στις απολαβές του εργοδοτούμενου κατά το διάστημα της προσωρινής διακοπής της βασικής του εργασίας.  Ανάλογη υπήρξε η προσέγγιση του Δικαστηρίου στην Hunter v. Smith΄s Dock Co. Ltd. (1968) 2 All E.R. 81.  Το Δικαστήριο υπέδειξε ότι είναι πάντα χρήσιμο η εργοδότηση και ο τερματισμός της να κρίνεται εκ των υστέρων, προσέγγιση που παρέχει τις ασφαλέστερες δυνατές ενδείξεις για τις προθέσεις των συμβαλλομένων κατά το χρόνο της διακοπής από καιρού εις καιρό της εργοδότησης (Fitzgerald v. Hall Russell & Co (1969) 3 All E.R. 1140).»

 

                Ο Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμος του 2010, Ν.59(Ι)/2010 προβλέπει στο άρθρο 31 ότι  ένα πρόσωπο δικαιούται επίδομα ανεργίας στην περίπτωση που αποδεικνύει ότι είναι «άνεργος, ικανός και διαθέσιμος για εργασία» και στο άρθρο 34 ότι δεν δικαιούται ανεργιακό επίδομα στην περίπτωση που αρνείται να απασχοληθεί σε κατάλληλη εργασία που του προσφέρθηκε.

 

Β.  (i) Η σύμβαση εργασίας είναι ένα από τα είδη των νομικών συμφωνιών που συχνά αλλάζουν κατά τη διάρκεια τους με την αλλαγή των συνθηκών και των περιστάσεων. Οποιαδήποτε τροποποίηση σε όρους της σύμβασης εργασίας απαιτεί τη συγκατάθεση, ρητή ή σιωπηρή, και των δύο μερών και να υποστηρίζεται από αντιπαροχή. Η συγκατάθεση του εργοδοτουμένου μπορεί να εξασφαλιστεί μέσω συλλογικών ή ξεχωριστών διαπραγματεύσεων ή μπορεί να συναχθεί από τη συμπεριφορά του εργοδοτουμένου.

 

 (ii) Οι συλλογικές συμβάσεις αποτελούν μη νομικά δεσμευτικές συμφωνίες μεταξύ των μερών που τις υπογράφουν εκτός από τις περιπτώσεις που οι όροι τους (είτε μέσω εθίμου είτε μέσω πρακτικής είτε ρητώς είτε εξυπακούμενα) έχουν ενσωματωθεί στην ατομική συμφωνία του εργοδοτουμένου με τον εργοδότη του ή στους προσωπικούς όρους απασχόλησης του εργοδοτουμένου. Δηλαδή οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας που συνομολογούνται μεταξύ των εργοδοτών και συντεχνιών των εργοδοτουμένων δεν παράγουν ατομικά δικαιώματα και ατομικές υποχρεώσεις υπέρ και κατά των εργοδοτουμένων εκτός αν η συλλογική σύμβαση ενσωματωθεί ρητώς ή σιωπηρώς στην ατομική σύμβαση μεταξύ του εργοδότη και του εργοδοτουμένου[11]. Σε τέτοιες περιπτώσεις (α) γίνονται νομικά δεσμευτικές και (β) εξακολουθούν να είναι νομικά δεσμευτικές ακόμη και μετά τη λήξη τους μέχρι να τροποποιηθούν με άλλο τρόπο ή  μέχρι να ανανεωθούν ή μέχρι να συνομολογηθούν νέες συλλογικές συμβάσεις[12]. Σύμφωνα με το κοινοδίκαιο πρόνοιες συλλογικών συμβάσεων που δεν αφορούν την ατομική σχέση των εργοδοτουμένων αλλά ευρύτερες επιδιώξεις και συμφέροντα των εργοδοτών και των συντεχνιών δεν μπορούν να ενσωματωθούν στην ατομική σύμβαση του εργοδοτουμένου[13].

 

(iii) Ο Κώδικας Βιομηχανικών Σχέσεων συνομολογήθηκε μεταξύ των οργανώσεων των εργοδοτών και των εργοδοτουμένων με την έγκριση και την επικύρωση του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Από μόνος του δεν έχει νομική ισχύ και οι πρόνοιές του για ανανέωση των συλλογικών συμβάσεων δεν μπορούν να αποτελέσουν μέρος της ατομικής σύμβασης εργασίας ενός εργοδοτουμένου.

 

Γ. Το άρθρο 7 του Νόμου προβλέπει ότι:

 

«(1) Όταν εργοδοτούμενος νομίμως τερματίζη την απασχόλησιν του παρ΄ εργοδότη λόγω της διαγωγής του εργοδότου, τότε ο τερματισμός ούτος θεωρείται ως τερματισμός υπό του εργοδότου υπό την έννοια του άρθρου 3.

(2) Καθ΄ οιονδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών διαδικασίαν δυνάμει του παρόντος άρθρου τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ότι ο εργοδοτούμενος δεν ετερμάτισε την απασχόλησιν του νομίμως».

            

Στην απόφαση Elbee Co v. Efstathiou (1989) 1 CLR 448 το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθέτησε τις καθοδηγητικές νομικές αρχές που καθιέρωσε το Court of Appeal για τις υποθέσεις εξαναγκασμού σε παραίτηση στην υπόθεση Western Excavating (ECC) Ltd v. Sharp [1978] 1 ALL E.R. 713. Στην εν λόγω απόφαση αναφέρονται τα εξής:

 

“…. if the employer is guilty of conduct which is a significant breach going to the root of the contract of employment, or which shows that the employer no longer intends to be bound by one or more of the essential terms of the contract, then the employee is entitled to treat himself as discharged from any further performance.  If he does so, then he terminates the contract by reason of the employer’s conduct.  He is constructively dismissed. The employee is entitled in those circumstances to leave at the instant without giving any notice at all, or alternatively, he may give notice and say he is leaving at the end of the notice. But the conduct must in either case be sufficiently serious to entitle him to leave at once. Moreover, he must make up his mind soon after the conduct of which he complains: for, if he continues for any length of time without leaving, he will lose his right to treat himself as discharged. He will be regarded as having elected to affirm the contract.”

 

 Στην υπόθεση Louis Tourist Agency Ltd v. Αντιγόνης Ηλία (1992) 1 (Β) ΑΑΔ 98, 103 αναφέρονται τ΄ ακόλουθα:

 

«Το άρθρο 7(1) του Ν.24/67 δεν εξειδικεύει τη διαγωγή του εργοδότη η οποία καθιστά δικαιολογημένο τον τερματισμό απασχόλησης εκ μέρους του εργοδοτούμενου υπαιτιότητι του εργοδότη.  Στην Alouet Clothing v. Athanasiou (1988) 1 CLR 626, αποφασίστηκε ότι διάρρηξη θεμελιώδους όρου της σύμβασης εργασίας εκ μέρους του εργοδότη συνιστά διαγωγή η οποία εμπίπτει στις πρόνοιες του άρθρου 7(1) του νόμου.  Είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να προσδιοριστεί εξαντλητικά η μεμπτή διαγωγή του εργοδότη στο πλαίσιο του άρθρου 7(1).  Πρέπει όμως η διαγωγή αυτή να είναι εξ αντικειμένου τέτοιας μορφής και χαρακτήρα που να κλονίζει το θεμέλιο της σχέσης εργοδότη – εργοδοτουμένου, είτε λόγω της διάρρηξης θεμελιωδών όρων της σύμβασης εργασίας, ή την επίδειξη εκ μέρους του εργοδότη διαγωγής ασυμβίβαστης με το παραδεχτό πλαίσιο σχέσεων εργοδότη – εργοδοτούμενου ….».

           

  Όπως λέχθηκε και από τον Lord Denning στην υπόθεση Woods v. W.M. Car Services (Petersborough) Ltd [1982] ICR 693:

 

“The circumstances (of constructive dismissal) are so infinitely various that there can be and is no rule of law saying what circumstances justify and what do not. It is a question of fact for the tribunal of fact- in this case the Industrial Tribunal.”

 

Παραβίαση από την πλευρά του εργοδότη ενός ρητού  ή ενός εξυπακουόμενου όρου της σύμβασης εργασίας θεωρείται, στην περίπτωση που είναι αρκετά σοβαρή[14], ως διαγωγή που δικαιολογεί παραίτηση του εργοδοτουμένου. Σημειώνουμε ότι κατά ποσόν η εν λόγω παράβαση είναι αρκούντως σοβαρή ώστε να δικαιολογεί συμπέρασμα εξαναγκασμού σε παραίτηση αποτελεί ζήτημα γεγονότων και βαθμού[15]. Στο σύγγραμμα Halsbury’s Laws of England 5th Edition, Vol.40 p.170 para.720 σημειώνονται τ΄ ακόλουθα:

 

Among the types of breach of contract by the employer that may support a finding of constructive dismissal are: (1) a failure to pay wages or unilateral decision to cut pay; (2) demotion or other change in status; (3) a change of job content not permitted or envisaged by the contract, (4) undermining a senior employee’ s position; (5) change of the place of work; or breach of a mobility clause, whether express or implied; (6) unilateral change of hours, (7)…….. (8) breach of the term of trust  and respect; (9)……. ”

 

Παραβίαση των ρητών όρων αντιμισθίας ενός εργοδοτουμένου ή μονομερής (χωρίς τη συγκατάθεση και τη σύμφωνη γνώμη του εργοδοτούμενου) και αυθαίρετη (χωρίς να βασίζεται σε συμβατικό δικαίωμα του εργοδότη) τροποποίηση των όρων της συμφωνηθείσας μισθοδοσίας/αντιμισθίας του εργοδοτουμένου (ο εν λόγω όρος επεκτείνεται και σε άλλα στοιχεία πληρωμής όπως τις πρόσθετες παροχές και τα πρόσθετα ωφελήματα του εργοδοτούμενου εάν αυτά αποτελούν συμβατική υποχρέωση του εργοδότη[16] όπως π.χ. πληρωμή μισθού κατά την περίοδο απουσίας με άδεια ασθενείας ή με άδεια ανάπαυσης, πληρωμή οποιασδήποτε φύσης επιδομάτων, πληρωμή προμηθειών και συμβατικά καθορισμένων ως υποχρεωτικά φιλοδωρημάτων, καταβολή αμοιβής για υπερωριακή εργασία[17], παροχή αυτοκινήτου για ιδιωτική χρήση[18]) από τον εργοδότη, η οποία έχει ως συνέπεια τη μείωση των απολαβών του εργοδοτούμενου συνιστά (στην περίπτωση που η μείωση είναι επαρκώς ουσιώδης (‘of sufficient materiality’) δηλαδή δεν είναι de minimis) παράβαση ουσιώδους όρου της σύμβασης εργασίας η οποία δίνει το δικαίωμα στον εργοδοτούμενο να τερματίσει νόμιμα την απασχόλησή του.  Στις περιπτώσεις που ο εργοδότης έχει συμβατική υποχρέωση σύμφωνα με τους ρητούς όρους της σύμβασης εργασίας να δώσει αύξηση στον μισθό του εργοδοτούμενου, αποτυχία του εργοδότη να δώσει στον εργοδοτούμενο τη συμφωνηθείσα αύξηση συνιστά λόγο εξαναγκασμού σε παραίτηση[19]. Στην υπόθεση RF Hill Limited v. Mooney [1981] IRLR 258, o BrowneWilkinson J έθεσε το θέμα ως εξής:

 

“The obligation on an employer to pay remuneration is one of the fundamental terms of a contract. In our view, if an employer seeks to alter that contractual obligation in a fundamental way, ………, such attempt is a breach going to a very root of the contract and is necessarily repudiation.”     

 

Επίσης το Αγγλικό Εφετείο στην απόφαση του Cantor Fitzgerald International v. Callaghan [1999] IRLR 234 τόνισε ότι:

 

? ………..the question whether non-payment of agreed wages or interference by an employer with a salary package is or is not fundamental to the continued existence of a contract of employment depends on the critical distinction to be drawn between an employer’s failure to pay, or to delay in paying, renewed remuneration and his deliberate refusal to do so. Where the failure or delay constitutes a breach of contract, depending on the circumstances this may represent no more than a temporary fault in the employer’s technology, an accounting error or simple mistake or illness or accident on unexpected events (see, for example Adams v Charles Zub Associates Limited [1978] IRLR 551.) If so it would be open to the court to conclude that the breach did not go to the root of the contract. On the other hand if the failure or delay in payment were repeated and persistent, perhaps also unexplained, the court might be driven to conclude that the breach or the breaches were indeed repudiatory.  Where an employer unilaterally reduces an employee΄s pay or diminishes the value of his salary package the entire foundation of the contract of employment is undermined.  Therefore an emphatic denial by the employer of his obligation to pay the agreed salary or wage or a determined resolution not to comply with his contractual obligations in relation to pay and remuneration will normally be regarded as repudiatory.?[20]

 

Στην υπόθεση Industrial Rubber Products v. Gillon [1977] IRLR 389, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

?The basic rate of pay is a fundamental element in any contract of employment and in our opinion it cannot be said that there is no material breach on the part of an employer who proposes to reduce the basic rate even for good reasons to a relatively small extent.”

 

Ένας εργοδότης δεν νομιμοποιείται, χωρίς τη συγκατάθεση των εργοδοτουμένων του να προβεί μονομερώς σε διαφοροποιήσεις/τροποποιήσεις/αλλαγές στους όρους εργασίας των εργοδοτουμένων του, να προβεί σε αποκοπές από τις απολαβές και τα ωφελήματά τους και να μην τους καταβάλει τη συμφωνηθείσα αύξηση επικαλούμενος την οικονομική του κατάσταση. Οι μόνες περιπτώσεις που δικαιολογείται η αποκοπή μισθού είναι όταν αυτή οφείλεται σε ένα απλό λάθος ή σε ένα προσωρινό πρόβλημα που προκλήθηκε λόγω απρόβλεπτων συγκυριών το οποίο θα διορθωθεί/επιλυθεί σύντομα και θα καταβληθούν οι μισθοί στον εργοδοτούμενο[21]. Στις περιπτώσεις που η μη καταβολή της συμφωνηθείσας αντιμισθίας οφείλεται σε πρόθεση και απόφαση του εργοδότη να μην συνεχίσει να εφαρμόζει τους συμβατικούς όρους της σύμβασης απασχόλησης η παραβίαση θεωρείται ως ουσιαστική. Αν η αποκοπή αφορά κάποιο περιθωριακό ωφέλημα του εργοδοτουμένου το Δικαστήριο εξετάζει την ουσιαστική σημασία και τη σημαντικότητα της τροποποίησης ή της μείωσης. Στο σύγγραμμα J. Bowers, A Practical Approach to Employment Law, 7th Edition, Oxford University Press, στη σελίδα 314 γίνεται παραπομπή στην απόφαση Gillies v Richard Daniels & Co Ltd [1979] IRLR 457 και αναφέρονται τα εξής:

A deliberate reduction in pay: this is the repudiation par excellence, since :…………………..It is however, subject to the de minimis rule, so that the sharing out with fellow employees  of 1 ½ p per hour bonus for lifting crates of empty bottles , which at most reduce the applicant’s wages by G B.P.1.50 per week out of a total  GB.P.60 was held not to be fundamental…………………………… …”

 

Ένας από τους εξυπακουόμενους όρους της σύμβασης εργασίας είναι ότι η κάθε πλευρά δεν πρέπει να ενεργήσει με τρόπο που θα βλάψει το κλίμα της μεταξύ τους αμοιβαίας πίστης και εμπιστοσύνης (mutual trust and confidence) το οποίο είναι απαραίτητο να υπάρχει μεταξύ των δύο πλευρών για να λειτουργήσει η εργασιακή σχέση[22]. Στην απόφαση της Βουλής των Λόρδων Malik v. BCCI [1997] 4 ALL E.R. 1 o Lord Steyn ανέφερε ότι ο εργοδότης δεν πρέπει παράλογα και χωρίς νόμιμη αιτία να ενεργήσει με τέτοιο τρόπο ώστε να καταστρέψει ή να βλάψει τη σχέση πίστης και εμπιστοσύνης που υπάρχει μεταξύ του εργοδότη και του εργοδοτουμένου, τονίζοντας ότι ο εν λόγω εξυπακουόμενος όρος έχει διατυπωθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να καλύπτει τη μεγάλη ποικιλία των περιπτώσεων στις οποίες πρέπει να τηρηθεί μια ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων του εργοδότη στο να διευθύνει, να οργανώνει και να λειτουργεί την επιχείρησή του όπως αυτός κρίνει ορθό και των συμφερόντων του εργοδοτουμένου να μην τον εκμεταλλεύονται άδικα και αντικανονικά. Ως εκ τούτου όταν ένας εργοδότης έχει ενεργήσει με τέτοιο τρόπο ώστε να έχει καταστρέψει την αμοιβαία σχέση εμπιστοσύνης και πίστης με αποτέλεσμα να καθίσταται η συνέχιση της εργασιακής σχέσης αδύνατη, ένας εργοδοτούμενος μπορεί να παραιτηθεί και να ισχυριστεί ότι εξαναγκάστηκε σε παραίτηση λόγω επίδειξης από τον εργοδότη συμπεριφοράς ασυμβίβαστης με το παραδεχτό πλαίσιο σχέσεων εργοδότη εργοδοτουμένου[23]. Στην υπόθεση Morrow v. Safeway Stores plc [2002] IRLR 9 αναφέρθηκαν τα πιο κάτω:

 

In general terms, a finding that there has been conduct which amounts to a breach of the implied term of trust and confidence will mean, inevitably, that there has been a fundamental or repudiatory breach going necessarily to the root of the contract.”  

 

Το πεδίο που καλύπτει ο όρος της μη παραβίασης της αμοιβαίας πίστης και εμπιστοσύνης είναι ευρύ. Καλύπτει εξαιρετικά απερίσκεπτη, αδιάφορη ή επιπόλαια συμπεριφορά του εργοδότη όπως π.χ. απαράδεκτα προσβλητική και μειωτική συμπεριφορά[24], μη επίδειξη αναγκαίου σεβασμού σε ανώτερο προσωπικό υποβαθμίζοντας έτσι τις εξουσίες του στους υφιστάμενούς του[25], αποτυχία να συμπεριφερθεί σε ένα εργοδοτουμένο με πολύχρονη υπηρεσία με σεβασμό και κατανόηση[26], επιβολή ποινής δυσανάλογης με το παράπτωμα[27], αποτυχία να συμμορφωθεί με μια ειδική υποχρέωση[28]. Στο σύγγραμμα Halsburys Laws of England, 5th Edition, Vol.39 para.48 αναφέρονται τα πιο κάτω:

 

“The kinds of behavior which may breach the term of trust and respect are in each case a question of fact for the tribunal, and entirely variable, but may include:

 

(1)   undermining the self-esteem and dignity of the employee;     

(2)   abusive and false accusations;    

(3)   failure to tell an employee of complaints made against him;

(4)   intolerable behavior and bad language];   

(5)   unwarranted docking of pay;

(6)   attaching unreasonable conditions to remuneration;

(7)   persistent attempts to vary conditions of employment [footnote 12. Woods v. WM Car Services ( Peterborough) Ltd [1981] ICR 666];

(8)   capricious refusal to offer the same terms to a single employee as are offered to the rest of the workforce, whether by way of variation or by way of a new contract;

(9)   failure to notify an employee on maternity leave of a vacancy for which she believed she was suitable;

(10) failure to give the employee necessary support;

(11) failure to follow established procedures;

(12) failure to take seriously a complaint of sexual harassment;

(13) seducing the employee;

(14) sudden withdrawal of an ex gratia loan by the employer;

(15)  persistent failure to make a reasonable adjustment in breach of discrimination legislation.”

 

Σημειώνουμε ότι το Employment Appeal Tribunal στην απόφασή του στην υπόθεση United Bank v. Akhtar [1989] IRLR 507 τόνισε ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου η συμπεριφορά του εργοδότη μπορεί να θεωρηθεί ως συμπεριφορά που έχει υπολογιστεί ή είναι πιθανόν να καταστρέψει ή να βλάψει σοβαρά τη σχέση πίστης και εμπιστοσύνης που υπάρχει μεταξύ του εργοδότη και του εργοδοτουμένου, παρά το ότι οι όροι που προβλέπονται από τη σύμβαση εργασίας παρέχουν στον εργοδότη την εξουσία και τη δυνατότητα να συμπεριφερθεί με αυτόν τον τρόπο καθότι ο εξυπακουόμενος όρος ότι ο εργοδότης δεν πρέπει παράλογα και χωρίς νόμιμη αιτία να ενεργήσει με τέτοιο τρόπο ώστε να καταστρέψει ή να βλάψει τη σχέση πίστης και εμπιστοσύνης που υπάρχει μεταξύ του εργοδότη και του εργοδοτουμένου, είναι ανεξάρτητος από τους υπόλοιπους όρους που περιέχονται στη σύμβαση εργασίας και επιπρόσθετος όρος που εξυπακούεται σε όλες τις συμβάσεις εργασίας[29]. Συνακόλουθα ο τρόπος με τον οποίο εξασκούνται οι εξουσίες του εργοδότη που προβλέπονται από τη σύμβαση εργασίας πρέπει να είναι σε συμφωνία με τον εν λόγω εξυπακουόμενο όρο[30]. Στο σύγγραμμα Halsbury’s Laws of England, 5th Edition, Vol.39 para.48 αναφέρονται τα πιο κάτω:

 

“The implied term of trust and respect in the contract of employment has been held to have overriding effect, that is to say that, even where the employer has express power to act in a particular way under the terms of the contract, he must exercise that power in the light of his overall duty of trust and respect, with the result that, if he does not do to so, the employee may be contractually entitled to leave his employment and claim constructive dismissal, in spite of the employer’s claim that he was merely exercising his rights”. 

 

Το Employment Appeal Tribunal στην απόφασή του στην υπόθεση Hilton v. Shiner Ltd [2001] IRLR 727 σημείωσε τ΄ ακόλουθα αναφορικά με τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη κατά την εξέταση του ζητήματος κατά πόσον ο εργοδότης ενέργησε κατά παράβαση του εξυπακουομένου όρου πίστης και εμπιστοσύνης:

 

“Thus, in order to determine whether there has been a breach of the implied term two matters have to be determined. The first is whether, ignoring their cause, there have been acts which are likely on the face of them seriously to damage or destroy the relationship of trust and confidence between employer and employee. The second is whether that act has no reasonable and proper cause.”

 

Στην υπόθεση Buckland v. Bournemouth University Higher Education Corpn [2011] QB 323 το Court of Appeal αποφάσισε ότι το τεστ για να αποδειχθεί κατά πόσον η συμπεριφορά του εργοδότη ήταν τέτοια που δικαιολογούσε εξαναγκασμό σε παραίτηση του εργοδοτουμένου στη βάση της παράβασης του εξυπακουομένου όρου πίστης και εμπιστοσύνης είναι το συμβατικό και όχι αυτό της λογικότητας του εργοδότη και απέρριψε το επιχείρημα των εργοδοτών ότι ένας εργοδοτούμενος μπορεί να αποδείξει μια ουσιαστική παράβαση του εξυπακουομένου όρου πίστης και εμπιστοσύνης μόνο όπου η συμπεριφορά του εργοδότη ήταν εκτός των πλαισίων των λογικών αντιδράσεων ενός λογικού εργοδότη υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις («outside the range of reasonable responses»). Διευκρίνισε ότι το κριτήριο της λογικότητας είναι σχετικό μόνο κατά την εξέταση του ερωτήματος κατά πόσον ο εργοδότης είχε λογική και ορθή αιτία («reasonable and proper cause») για τη συμπεριφορά που παραπονείται ο εργοδοτούμενος. Περαιτέρω τόνισε  ότι ο εργοδότης δεν μπορεί να θεραπεύσει από μόνος του οποιαδήποτε ουσιαστική παράβαση από αυτόν των όρων απασχόλησης του εργοδοτουμένου και επαφίεται στον εργοδοτούμενο αν θα αποδεχτεί «τη θεραπεία» και επιβεβαιώσει τη σύμβαση εργασίας  ή αν θα απορρίψει «τη θεραπεία» και υποβάλει την παραίτησή του (νοουμένου πάντα ότι  ο εργοδοτούμενος με τις ενέργειες κατά τον χρόνο που μεσολάβησε μεταξύ της παραίτησης και της θεραπείας δεν επιβεβαίωσε τη σύμβαση εργασίας) και απέρριψε το επιχείρημα του εργοδότη ότι επειδή είχε, με τις ενέργειές του, «θεραπεύσει» πριν την παραίτηση του εργοδοτουμένου την παραβίαση του όρου πίστης και εμπιστοσύνης, ο εργοδοτούμενος δεν είχε δικαίωμα να υποβάλει παραίτηση. Στην εν λόγω υπόθεση κρίθηκε (1) ότι ο εργοδοτούμενος, ο οποίος ήταν καθηγητής πανεπιστημίου, εξαναγκάστηκε σε παραίτηση όταν το πανεπιστήμιο βαθμολόγησε ξανά τα γραπτά των φοιτητών που διόρθωσε αυτός (και έδωσε πολύ χαμηλές βαθμολογίες) δίνοντας πιο ψηλές βαθμολογίες από αυτές που έδωσε ο καθηγητής χωρίς να τον συμβουλευτεί καθότι η εν λόγω συμπεριφορά του πανεπιστημίου συνιστούσε παράβαση του εξυπακουόμενου όρου πίστης και εμπιστοσύνης και (2) (α) ότι η αναγνώριση από το πανεπιστήμιο (μετά από υποβολή παραπόνου από τον καθηγητή) ότι οι ενέργειές του ήταν λάθος δεν εμπόδιζε από μόνη της τον εργοδοτούμενο να παραιτηθεί από την εργασία του επικαλούμενος εξαναγκασμό του και (β) ότι ο εργοδοτούμενος δεν αποδέχτηκε και επιβεβαίωσε (affirmed) την παραβίαση με το να περιμένει το αποτέλεσμα της εξέτασης του παραπόνου του.    

 

   Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην απόφαση στην υπόθεση Bradbury v. BBC [2015] EWHC 1368 στην οποία, αφού γίνεται μια σύνοψη των νομολογιακών αρχών σε σχέση με την παράβαση του πιο πάνω εξυπακουομένου όρου και ειδικότερα αυτών που τέθηκαν στην Bournemouth University Higher Education Corpn v. Buckland (πιο πάνω), αναφέρθηκαν τα πιο κάτω σε σχέση με το κριτήριο της διαπίστωσης της παράβασης του εξυπακουόμενου όρου πίστης και εμπιστοσύνης:

 

“The question is therefore whether, objectively, there has been a breach of the implied term. In my view, that objective assessment must be carried out in relation to the implied term read as a whole thus encompassing both elements of that term. Accordingly, the conduct must be such as, objectively, is calculated or likely to undermine the duty of trust and confidence and must be conduct for which there is, objectively, no reasonable and proper cause. Reasonableness, objectively judged, necessarily comes into establishing whether or not there has been a breach of the implied term. But this is not to apply, by the back door as it were, the “range of reasonable responses” test. It is not a question of establishing whether a particular cause of action is within the range of reasonable responses to the particular state of affairs and the situation the employer finds itself; rather, the question is whether the particular course of action is a reasonable and proper response to that state of affairs and situation in the context of the implied term so as to prevent what would otherwise be a breach of duty from being one…………………………………………………………reasonableness is one of tools in the employment tribunal’s factual analysis kit for deciding whether there has been a fundamental breach……………………………………………………..the question whether the conduct of the employer which might otherwise give rise to a breach of the implied term is without reasonable and proper cause must take account of the particular state of affairs and the situation in which the employer finds itself; the  conduct must be a response to that state of affairs and situation. It must be a response which resolves the tension, so far as is possible, between, on the one hand, the courses of conduct open to the employer to meet the situation which it faces and, on the other hand, acting in a way which does not cause undue detriment to the employee. Thus, in Bournemouth UHEC , the employer was faced with a situation in which it had to do something to address the concerns about the high failure rate on the first marking. It could and should have consulted the claimant and in failing to do so was in fundamental breach of the implied term. Had he been in fact been consulted, the claimant might still have felt aggrieved that his marking was being questioned although he would, I think, have got short shrift from the tribunal if he had complained on that basis.. I have used the word “undue” ……. deliberately.  To have used the word “unnecessary” would have arrogated to the Court the role of ultimate arbiter of what was necessary. In effect, the Court would be making business decisions which are for the employer’s management to take. That management must, of course, take into account the implied term; but even paying due deference to that term, there will be a range of decisions which it could take and which would not give rise to breach of that implied term. In Bournemouth UHEC there was a uniquely sensible course which could have been taken, namely to consult the claimant. But in other situations, there may be no such unique course.  It is not necessarily incumbent on the employer to take the course most favourable to members and, indeed, not all members might favour the same course It must then, save perhaps in exceptional cases, be for the employer to choose which course to take .”                      

 

   Το κατά πόσον η συμπεριφορά του εργοδότη συνιστά συμπεριφορά που δικαιολογεί την υποβολή παραίτησης από την πλευρά του εργοδοτουμένου κρίνεται εκτιμώντας αντικειμενικά τα δεδομένα και τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης[31]. Οι υποκειμενικές ευαισθησίες του εργοδοτουμένου δεν λαμβάνονται υπόψη. Δεν αποτελεί προϋπόθεση για να κριθεί ότι η συμπεριφορά του εργοδότη συνιστά παραβίαση του όρου για αμοιβαία εμπιστοσύνη και πίστη να διαφανεί ότι η συμπεριφορά του εργοδότη ήταν σκόπιμη και κακόπιστη[32].   Στην υπόθεση Leeds Dental Team Ltd v. Rose [2014] IRLR 8 λέχθηκαν τα εξής:

 

“ The test does not require a Tribunal to make a factual finding as to what the actual intention of the employer was; the employer’s subjective intention is irrelevant. If the employer acts in such a way, considered objectively, that his conduct is likely to destroy or seriously damage the relationship of trust and confidence, then he is taken to have the objective intention spoken of……”  

 

 Το Employment Appeal Tribunal στην απόφαση του Croft v. Consignia plc [2002] IRLR 851 διευκρίνισε ότι ο όρος αμοιβαίας πίστης και εμπιστοσύνης παραβιάζεται μόνο από πράξεις και/ή παραλείψεις που βλάπτουν σοβαρά ή καταστρέφουν την αναγκαία πίστη και εμπιστοσύνη και ότι και οι δύο πλευρές αναμένονται να απορροφούν και να αντέχουν μικρότερα χτυπήματα.    

 

Η παραβίαση του πιο πάνω εξυπακουόμενου όρου μπορεί να συνιστάται από σειρά πράξεων από την πλευρά του εργοδότη οι οποίες πράξεις σωρευτικά αποτελούν την παράβαση του εν λόγω όρου, παρά το ότι κάθε μια πράξη ξεχωριστά μπορεί να μην αποτελεί παραβίαση του όρου[33]. Στην Lewis v. Motorwolrd Garages Ltd [1986] ICR 666 λέχθηκε ότι:

 

“…the repudiatory conduct may consist of a series of acts or incidents, some of them perhaps quite trivial, which cumulative amount to a repudiatory breach of the implied term of the contract of employment that the employer will not, without reasonable and proper cause, conduct himself in a manner calculated or likely to destroy or seriously damage the relationship of confidence between employer and employee”.

 

Να σημειώσουμε ότι σε αυτές τις περιπτώσεις το τελευταίο γεγονός που οδήγησε τον εργοδοτούμενο να παραιτηθεί[34] παρά το ότι δεν χρειάζεται από μόνο του να είναι τόσο σοβαρό που να δικαιολογεί τερματισμό της σύμβασης από τον εργοδοτούμενο πρέπει να μην είναι τόσο ασήμαντο ώστε να μην συνεισφέρει κάτι στην παράβαση του εξυπακουόμενου όρου της πίστης και εμπιστοσύνης[35].

 

Στην υπόθεση Woods v. W.M. Car Services (Petersborough) Ltd (πιο πάνω)  ο εργοδότης προσπαθούσε συνεχώς να αλλάξει τους όρους εργασίας της εργοδοτούμενης  (καθήκοντα εργασίας, ώρες εργασίας και απολαβές) και η εργοδοτούμενη υπέβαλε παραίτηση επικαλούμενη εξαναγκασμό της σε παραίτηση. Το Industrial Tribunal έκρινε ότι η εργοδοτούμενη δεν εξαναγκάστηκε σε παραίτηση καθότι (α) οι εργασίες που ζητούσε ο εργοδότης  από την εργοδοτούμενη να εκτελέσει ήταν μέσα στους όρους εργασίας της, (β) καμία από τις ενέργειες του εργοδότη από μόνη της συνιστούσε ουσιαστική παραβίαση των όρων εργασίας της καθότι ο εργοδότης, όταν η εργοδοτούμενη αρνείτο να συμφωνήσει στην αλλαγή των ωρών εργασίας και της αντιμισθίας της, δεν επέμενε και (γ) σωρευτικά οι ενέργειες του εργοδότη δεν συνιστούσαν παραβίαση του εξυπακουόμενου όρου πίστης και εμπιστοσύνης.  Το Employment Appeal Tribunal[36], σημειώνοντας ότι ένας εργοδότης που επίμονα προσπαθεί να τροποποιήσει τους όρους απασχόλησης ενός εργοδοτουμένου (είτε συμβατικούς είτε όχι) με σκοπό να απαλλαγεί από τον εργοδοτούμενο ή να διαφοροποιήσει τους όρους απασχόλησης του εργοδοτουμένου ενεργεί με τρόπο που είτε υπολογίστηκε είτε είναι πιθανόν να καταστρέψει ή να βλάψει τη σχέση πίστης και εμπιστοσύνης που υπάρχει μεταξύ του εργοδότη και του εργοδοτουμένου, ενώ έκρινε ότι οι εργασίες που ζητούσε ο εργοδότης από την εργοδοτούμενη να εκτελέσει ήταν εντός των καθηκόντων εργασίας της και ότι οι προσπάθειες του εργοδότη να τροποποιήσει τη σύμβαση εργασίας από μόνες του δεν συνιστούσαν παραβίαση της σύμβασης εργασίας ενόψει του ότι όταν η εργοδοτούμενη δεν συμφωνούσε με τις προτεινόμενες αλλαγές ο εργοδότης δεν επέμενε, ανέφερε ότι ήταν της άποψης ότι η εργοδοτούμενη εξαναγκάστηκε σε παραίτηση καθότι ο εργοδότης υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης παραβίασε τον εξυπακουόμενο όρο πίστης και εμπιστοσύνης. Σημείωσε ότι (α) οι ενέργειες του εργοδότη, παρά το ότι δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως ανήθικες ή κακόπιστες, γίνονταν με σκοπό να αναγκάσουν την εργοδοτούμενη να αποδεχτεί αλλαγές στους όρους απασχόλησής της τις οποίες επιθυμούσαν να επιβάλουν στην εργοδοτούμενη αφού εντός μιας περιόδου τεσσάρων μηνών προσπάθησαν να μειώσουν τον μισθό της, να αυξήσουν τις ώρες εργασίας της, να αλλάξουν τον τίτλο της θέσης εργασίας της, να αλλάξουν την εργασία που εκτελούσε και να της δώσουν εργασίες που η ίδια πίστευε ότι ήταν εργασίες για περισσότερο από ένα άτομο, (β) ο εργοδότης κάθε φορά (εκτός από την τελευταία) όταν δεν εξασφάλιζε τη συγκατάθεση της εργοδοτουμένης απέσυρε την πρότασή του και επανερχόταν με νέα πρόταση (την τελευταία φορά λέχθηκε στην εργοδοτούμενη ότι αν δεν αποδεχτεί την πρόταση που της έγινε θα απολυθεί) και (γ) ο εργοδότης μέσα σε αυτή την περίοδο, αχρείαστα, παρατήρησε γραπτώς και προφορικά την εργοδοτούμενη για τη συμπεριφορά της. Το Court of Appeal[37], ενώ αναγνώρισε ότι ο εξυπακούμενος όρος πίστης και εμπιστοσύνης μπορεί να παραβιαστεί σε περιπτώσεις που ο εργοδότης επιμένει στην αλλαγή των όρων απασχόλησης ενός εργοδοτούμενου, δεν συμφώνησε με την κατάληξη του Employment Appeal Tribunal και αποφάσισε ότι το Industrial Tribunal στη βάση του ενώπιόν του υλικού (ο εργοδότης δεν επέμενε στην τροποποίηση των όρων που δεν μπορούσε να τροποποιήσει χωρίς τη συγκατάθεση της εργοδοτουμένης και οι αλλαγές που πρότεινε σε σχέση με τα καθήκοντα της εργασίας της ήταν εντός των όρων απασχόλησής της) μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε, υπό τις περιστάσεις, παράβαση του εν λόγω όρου. 

 

Στην περίπτωση που διαπιστωθεί από το Δ.Ε.Δ. ότι η συμπεριφορά του εργοδότη παρείχε στον εργοδοτούμενο το δικαίωμα να παραιτηθεί λόγω παράβασης από την πλευρά του εργοδότη των όρων της σύμβασης εργασίας του και να αξιώσει αποζημιώσεις από τον εργοδότη, το Δ.Ε.Δ. θα πρέπει στη συνέχεια να εξετάσει τον λόγο, τον τρόπο και τον χρόνο αποχώρησης του εργοδοτουμένου από την εργασία του. Στο σύγγραμμα Halsbury’s Laws of England, 5th edition, Vol. 40 p.170 para.720, σημειώνονται τακόλουθα

 

The employee must leave in response to the breach of contract.  While, as matter of fact, the employee may usually expected to indicate that he is treating the contract as repudiated, there is no rule of law that the employee must always inform the employer of the true reason for leaving.  Delay in so doing may amount to waiver of the breach and affirmation of the contract, though this will depend on the facts of the case, and a realistic approach must be taken, so that it may be reasonable for the employee to work on for a period under protest, especially if trying to resolve matters without leaving or seeking other work before leaving.”

 

Σύμφωνα με τις αρχές της νομολογίας όταν υπάρχει παράβαση της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη, ο εργοδοτούμενος πρέπει να αποδείξει ότι παραιτήθηκε από την εργασία του εξαιτίας αυτής της παράβασης για να έχει το δικαίωμα να επικαλεστεί ότι εξαναγκάσθηκε σε παραίτηση[38]. Το Δ.Ε.Δ. βασιζόμενο στα περιστατικά της κάθε υπόθεσης θα κρίνει κατά πόσον ο εργοδοτούμενος παραιτήθηκε εξαιτίας της καταγγελίας (repudiation) της σύμβασης από τον εργοδότη και όχι για κάποιον άλλο λόγο. Δεν αποτελεί προϋπόθεση η παράβαση των όρων εργοδότησης από τον εργοδότη να είναι ο μοναδικός λόγος της παραίτησης. Είναι αρκετό να είναι ο ουσιαστικός λόγος[39].

 

Από τη στιγμή που εκδηλώθηκε η επιλήψιμη συμπεριφορά του εργοδότη (η παράβαση όρου της σύμβασης εργασίας ή εξάσκηση ενός συμβατικού δικαιώματος με τέτοιο τρόπο που κλονίζει το κλίμα αμοιβαίας πίστης και εμπιστοσύνης) που θα δικαιολογούσε την αποχώρηση του εργοδοτουμένου από την εργασία του (‘repudiatory breach’), ο εργοδοτούμενος έχει το δικαίωμα να θεωρήσει την εν λόγω συμπεριφορά ως καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη, να παραιτηθεί από την εργασία του τερματίζοντας τη σύμβαση εργασίας του με τον εργοδότη και να αξιώσει αποζημιώσεις για εξαναγκασμό του σε παραίτηση. Αυτό το δικαίωμά του δεν παραμένει ανοιχτό στον εργοδοτούμενο επ’ αόριστον. Αν ο εργοδοτούμενος καθυστερήσει να εγκαταλείψει την εργασία του τότε μπορεί να θεωρηθεί ότι επιβεβαίωσε (affirmed) τη σύμβαση εργασίας του και ότι παραιτήθηκε από το δικαίωμά του να τερματίσει τη σύμβαση εργασίας του και να αξιώσει αποζημιώσεις για εξαναγκασμό του σε παραίτηση από τον εργοδότη του[40] (βλ. Western Excavating (ECC) Ltd v. Sharp (πιο πάνω), W.E. Cox Toner (International) Ltd v. Crook [1981] 1 I.C.R. 823). Το ζήτημα κατά ποσόν ο εργοδοτούμενος έχει επιβεβαιώσει ή όχι τη σύμβαση εργασίας ώστε να εμποδίζεται από το να εξασκήσει το δικαίωμά του να τερματίσει τη σύμβαση εργασίας είναι ζήτημα γεγονότων[41]. Στην Πολ. Έφεση 101/2013 Κυπριακές Αερογραμμές Δημόσια Λτδ ν. ΧΧΧ Αντωνίου, ημερ.16/07/2019 σημειώθηκαν τα πιο κάτω:

 

«Σύμφωνα με καλά θεμελιωμένες αρχές αφ΄ ης στιγμής εκδηλωθεί επιλήψιμη συμπεριφορά του εργοδότη, τέτοιας μορφής και έκτασης που θα δικαιολογούσε την αποχώρηση του εργοδοτούμενου, ο τελευταίος θα πρέπει να εγκαταλείψει την εργοδότησή του χωρίς καθυστέρηση ή τουλάχιστον εντός ευλόγου χρόνου. Το δικαίωμα του εργοδοτούμενου δεν παραμένει ανοικτό επ΄ αόριστο και τυχόν υπέρμετρη, υπό τις συνθήκες, καθυστέρηση εγκατάλειψης της εργασίας του μπορεί να θεωρηθεί και να εκληφθεί ως επιβεβαίωση της σύμβασης εργασίας, όπως αυτή τροποποιήθηκε ως αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του εργοδότη και ότι παραιτήθηκε από το δικαίωμά του προς τερματισμό και αξίωση αποζημιώσεων. Η συνεχιζόμενη προσφορά εργασίας από εργοδοτούμενο είναι δυνατόν, συνυπολογιζομένων όλων των σχετικών παραγόντων - μεταξύ των οποίων το διάστημα εργοδότησης και την απουσία οποιασδήποτε αμφισβήτησης - να κριθεί ως εγκατάλειψη της δυνατότητας επίκλησης των δικαιωμάτων του, μεταξύ των οποίων της καταγγελίας της σύμβασης. ………………………………. ……………………………………………………………………………………………………………… Εντέλει, κρίσιμος παράγοντας ως προς το τι συνιστά σημαντικό χρονικό διάστημα είναι τα ίδια τα γεγονότα που περιβάλλουν την κάθε περίπτωση. Ως εκ τούτου, η περίοδος που μεσολαβεί μεταξύ της εκδήλωσης της συμπεριφοράς από τον εργοδότη που δίδει το δικαίωμα παραίτησης στον εργοδοτούμενο και της χρονικής στιγμής της παραίτησης από αυτόν, δεν θα πρέπει να αντικρίζεται αποσπασματικά και από την άποψη της χρονικής και μόνο διάρκειας, αλλά υπό το φως των όλων περιστάσεων της υπόθεσης.»

 

 

Το Δ.Ε.Δ. κατά την απόφανσή του επί του εν λόγω ζητήματος οφείλει να λάβει υπόψη του όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης (όπως π.χ. τον χρόνο που μεσολάβησε μεταξύ της εκδήλωσης της συμπεριφοράς από τον εργοδότη που έδινε το δικαίωμα στον εργοδοτούμενο να παραιτηθεί και της παραίτησης του εργοδοτουμένου, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εργαζόταν ο εργοδοτούμενος και το τί διαδραματίστηκε κατά την πιο πάνω περίοδο, την περίοδο απασχόλησης του εργοδοτουμένου, τη φύση της παράβασης του εργοδότη). Στην απόφαση Lewis v. Motorworld Garages Ltd (πιο πάνω) τονίστηκε ότι στις περιπτώσεις όπου ένας εργοδότης παραβίασε ένα ρητό όρο της σύμβασης εργασίας και ο εργοδοτούμενος συνέχισε να εργάζεται επιβεβαιώνοντας τη σύμβαση εργασίας, η εν λόγω παραβίαση μπορεί να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο ως μέρος σειράς περιστατικών που μπορούν στο σύνολό τους να καταδείξουν ότι ο εργοδότης παραβίασε τον εξυπακουόμενο όρο για πίστη και εμπιστοσύνη[42]. Στην Kaur v. Leeds Teaching Hospitals NHS Trust [2018] IRLR 833 λέχθηκε ότι στις περιπτώσεις που ο εργοδοτούμενος παραιτείται εξ αιτίας ενός γεγονότος που αποτελεί την τελευταία πράξη του εργοδότη σε μια σειρά από πράξεις του εργοδότη οι οποίες στο σύνολό τους συνιστούν παράβαση του εξυπακουόμενου όρου πίστης και εμπιστοσύνης, το τελευταίο γεγονός μπορεί να θεωρηθεί ότι στην ουσία «αναβιώνει» τις προηγούμενες επιβεβαιωμένες παραβάσεις του εργοδότη και δόθηκε η πιο κάτω καθοδήγηση:

 

“In the normal case where an employee claims to have been constructively dismissed it is sufficient for a tribunal to ask itself the following questions:

(1)   What was the most recent act (or omission) on the part of the employer which the employee says caused, or triggered, his resignation?

(2)   Has he or she affirmed the contract since that act?

(3)   If not, what was the act (or omission) by itself a repudiatory breach of contract?

(4)   If not, was it nevertheless a part (……) of a course of conduct comprising several acts and omissions which, viewed cumulatively, amounted to a (repudiatory) breach of the Malik term? (If it was, there was no need for any separate consideration of a possible previous affirmation…)

(5)   Did the employee resign in response (or partly in response) to that breach?”    

 

Εφαρμογή Νομικής Πτυχής

 

Α. (i) Λαμβάνοντας υπόψη ότι το Συσκευαστήριο των Καθ’ ων η Αίτηση εργαζόταν εποχιακά αλλά ο Αιτητής ως μηχανικός από το 1991 μέχρι το 2014 εργάστηκε σχεδόν όλα τα χρόνια ολόκληρο τον χρόνο και ότι μόνο για πέντε χρονιές διακόπηκε η απασχόλησή του  για ένα ή δύο μήνες χωρίς να τεθεί ενώπιόν μας οποιοδήποτε στοιχείο που να δεικνύει ότι η διακοπή στην απασχόληση του Αιτητή οφειλόταν σε οριστικό τερματισμό της απασχόλησής του κρίνουμε (εκ των υστέρων) ότι οι διακοπές που είχε ο Αιτητής στην απασχόλησή του στους Καθ’ ων η Αίτηση ήταν παροδικές και οφείλονταν στο ότι η επιχείρηση των Καθ’ ων η Αίτηση διέκοπτε προσωρινά τη λειτουργία της και δεν χρειαζόταν τις υπηρεσίες του Αιτητή. Το γεγονός ότι κάθε φορά μετά τη μικρή διακοπή ο Αιτητής εργαζόταν ξανά στους Καθ’ ων η Αίτηση στην ίδια θέση εργασίας δεικνύει ότι η αντικειμενική πρόθεση των μερών κατά την κάθε διακοπή δεν ήταν ο οριστικός τερματισμός της μεταξύ τους εργασιακής σχέσης.  Δεν θεωρούμε ότι η εγγραφή του Αιτητή ως άνεργου και η λήψη ανεργιακού επιδόματος από αυτόν κατά τις περιόδους που δεν εργαζόταν στους Καθ’ ων η Αίτηση είχε ως συνέπεια την πλήρη διακοπή της εργασιακής σχέσης του με τους Καθ’ ων η Αίτηση ή δείκνυε ότι αντικειμενική πρόθεση των μερών ήταν ο τερματισμός της εργασιακής σχέσης. Είμαστε της γνώμης ότι οι πιο πάνω πρόνοιες των Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων δεν στερούν το δικαίωμα σε εργοδοτούμενο του οποίου η απασχόλησή του διακόπηκε προσωρινά να εγγραφεί άνεργος και να λάβει κάποιο επίδομα ανεργίας. Το δικαίωμα του εργοδοτούμενου που απέχει από την εργασία του λόγω προσωρινής διακοπής της εργασίας του να αποταθεί στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις για να εξασφαλίσει πληρωμή επιδόματος ανεργίας ισοδυναμεί με το δικαίωμα εκείνου που αναζητεί προσωρινή απασχόληση σε άλλο εργοδότη ενόσω υποχρεωτικά απέχει από τη βασική του εργασία με σκοπό να γεφυρώσει το χάσμα στις απολαβές του κατά το διάστημα της προσωρινής διακοπής της εργασίας του μέχρι την επιστροφή του στη βασική του εργασία. Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι οι λόγοι που οδήγησαν το Δικαστήριο στην υπόθεση Εγγλέζου (πιο πάνω) να καταλήξει ότι υπήρξε διακοπή του συνεχούς της απασχόλησης των εργοδοτουμένων δεν ήταν γιατί έλαβαν ανεργιακό επίδομα αλλά το γεγονός ότι οι εργοδοτούμενοι δεν ακολούθησαν την καθιερωμένη πρακτική που προβλέπεται για την αναστολή εργασιών στις συλλογικές συμβάσεις με αποτέλεσμα να θεωρηθεί ότι πρόθεσή τους ήταν η μόνιμη διακοπή της σχέση εργοδότη και εργοδοτουμένου. Στην παρούσα περίπτωση οι Καθ’ ων η Αίτηση έδιναν «άδεια» στον Αιτητή και ένα χαρτί για να γραφτεί ως άνεργος. Στη βάση των πιο πάνω κρίνουμε ότι στην περίπτωση του Αιτητή εφαρμόζονται οι πρόνοιες της υποπαραγράφου (ε) της παραγράφου 7 του Μέρους ΙΙ του Δευτέρου Πίνακα του Νόμου και ως εκ τούτου ότι δεν υπήρξε διακοπή στην απασχόληση του Αιτητή στους Καθ’ ων η Αίτηση από τις 21/10/1991 μέχρι τις 30/10/2014 καθότι οι διακοπές στην απασχόλησή του κατά την εν λόγω περίοδο οφείλονταν σε απουσία του Αιτητή από την εργασία του λόγω προσωρινής διακοπής εργασιών των Καθ’ ων η Αίτηση. Συνακόλουθα στη βάση της υποπαραγράφου 2(β)(ii) της παραγράφου 1 του Μέρους Ι του Νόμου βρίσκουμε ότι οι περίοδοι που ο Αιτητής δεν βρισκόταν στην εργασία του και δεν λάμβανε αμοιβή από τους Καθ’ ων η Αίτηση υπολογίζονται στη συνολική περίοδο απασχόλησης του Αιτητή για σκοπούς του Νόμου

 

(ii) Στη βάση του (α) τι ειπώθηκε στον Αιτητή στις 30/10/2014 όταν του δόθηκε το χαρτί για να υποβάλει αίτηση για επίδομα ανεργίας, (β) ότι δεν τέθηκαν ενώπιόν μας οποιαδήποτε στοιχεία που να δεικνύουν ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση στις 30/10/2014 είχαν πρόθεση να τερματίσουν οριστικώς την απασχόληση του Αιτητή σε συνδυασμό με το ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση τον Σεπτέμβριο, τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 2014 ακολουθούσαν τις πρόνοιες του Κώδικα Βιομηχανικών Σχέσεων προσπαθώντας να ανανεώσουν τη Συλλογική Σύμβαση και το ότι τον Δεκέμβριο του 2014 και αρχές Ιανουαρίου 2015 δήλωναν την πρόθεσή τους για επαναλειτουργία του Συσκευαστηρίου, (γ) της εποχιακής φύσης της εργασίας του Συσκευαστηρίου των Καθ’ ων η Αίτηση και του ιστορικού της απασχόλησης του Αιτητή στους Καθ’ ων η Αίτηση (κατά τη διάρκεια της απασχόλησης του Αιτητή στους Καθ’ ων η Αίτηση ο Αιτητής παροδικά δεν εργαζόταν στους Καθ’ ων η Αίτηση για κάποιες περιόδους είτε λόγω έλλειψης εργασίας των Καθ’ ων η Αίτηση είτε μετά που οι Καθ’ ων η Αίτηση του έδιναν χαρτί για να υποβάλει αίτηση για επίδομα ανεργίας λόγω αναστολής των εργασιών τους ή λόγω έλλειψης εργασιών και μετά από αυτές τις διακοπές οι Καθ’ ων η Αίτηση τον επαναπροσλάμβαναν στην ίδια θέση) και (δ) ότι τον Ιανουάριο του 2015 οι Καθ’ ων η Αίτηση πρότειναν στον Αιτητή την επαναπρόσληψή του, κρίνουμε ότι στις 30/10/2014 η απασχόληση του Αιτητή στους Καθ’ ων η Αίτηση δεν τερματίστηκε οριστικά αλλά ότι η εργασιακή σχέση των διαδίκων αναστάληκε προσωρινά λόγω προσωρινής αναστολής των εργασιών των Καθ’ ων η Αίτηση.     

 

Β.  (1) Στην παρούσα περίπτωση οι όροι της Συλλογικής Σύμβασης ενσωματώθηκαν στη σύμβαση απασχόλησης του Αιτητή με τους Καθ’ ων η Αίτηση σε ότι αφορούσε τους όρους απασχόλησης του Αιτητή. Θεωρούμε όμως ότι η πρόνοια του άρθρου 1(α) η οποία προέβλεπε για πρόσληψη οργανωμένου προσωπικού δεν αφορά την ατομική σχέση του Αιτητή με τους Καθ’ ων η Αίτηση και τις ρυθμίσεις που αφορούν τα εργασιακά δικαιώματα του Αιτητή σε σχέση με την παροχή των υπηρεσιών του στους Καθ’ ων η Αίτηση αλλά δήλωση/δέσμευση των Καθ’ ων η Αίτηση προς τις συντεχνίες και ως τούτου κρίνουμε ότι δεν αποτελούσε όρο που μπορούσε να ενσωματωθεί στην ατομική σύμβαση εργασίας του Αιτητή με τους Καθ’ ων η Αίτηση

 

 (2) Οι ενέργειες των Καθ’ ων η Αίτηση από τον Ιούνιο του 2014 μέχρι και τις 12/12/2014 σε ότι αφορούσε την ανανέωση της Συλλογικής Σύμβασης ήταν σύμφωνες με τις πρόνοιες του Κώδικα Βιομηχανικών Σχέσεων παρά το ότι οι προτάσεις που υπέβαλαν οι Καθ’ ων η Αίτηση στις συντεχνίες τον Ιούνιο του 2014 μείωναν σε ουσιαστικό βαθμό τις απολαβές και τα ωφελήματα που είχε το προσωπικό τους με βάση τη Συλλογική Σύμβαση.

 

(3) Το Μνημόνιο Συμφωνίας έληγε στις 30/09/2014 και σύμφωνα με τους όρους του οι εισφορές στο Ταμείο Προνοίας και στο Ταμείο Εορτών και Φιλοδωρημάτων από 01/10/2014 όφειλαν να επανέλθουν στο ύψος που προέβλεπε η Συλλογική Σύμβαση αφού με τη λήξη του Μνημονίου Συμφωνίας η Συλλογική Σύμβαση η οποία είχε λήξει επανερχόταν σε ισχύ μέχρι την ανανέωσή της ή την τροποποίησή της με άλλο τρόπο. Συνακόλουθα βρίσκουμε ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση με το να καταβάλουν τον μήνα Οκτώβριο του 2014 για το πρόσωπο του Αιτητή εισφορές στο Ταμείο Προνοίας και στο Ταμείο Εορτών και Φιλοδωρημάτων σύμφωνα με το Μνημόνιο Συμφωνίας και όχι με βάση τη Συλλογική Σύμβαση παραβίαζαν τον σχετικό όρο της Συλλογικής Σύμβασης που αφορούσε την πληρωμή ωφελημάτων για το πρόσωπό του και κατά συνέπεια της σύμβασης απασχόλησης του Αιτητή. Δεν τέθηκε ενώπιόν μας μαρτυρία ότι ο Αιτητής διαμαρτυρήθηκε για την ενέργεια των Καθ’ ων η Αίτηση να μην καταβάλουν εισφορές για το πρόσωπό του στα εν λόγω Ταμεία σύμφωνα με τη Συλλογική Σύμβαση ή ότι ζήτησε κατά τον ουσιώδη χρόνο όπως οι Καθ’ ων η Αίτηση συμμορφωθούν με τις σχετικές πρόνοιες της Συλλογικής Σύμβασης. Περαιτέρω στα Τεκμήρια 6 και 10 δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στην εν λόγω ενέργεια των Καθ’ ων η Αίτηση.  Στη βάση των πιο πάνω βρίσκουμε ότι ο Αιτητής επιβεβαίωσε την εν λόγω παράβαση των εν λόγω όρων εργασίας του και στις 29/12/2014 έχασε το δικαίωμά του να υποβάλει παραίτηση ισχυριζόμενος εξαναγκασμό του στη βάση της εν λόγω παράβασης.

 

(4) Η φύση των εργασιών του Συσκευαστηρίου ήταν εποχιακή και οι Καθ’ ων η Αίτηση, βάσει των όρων απασχόλησης του προσωπικού τους, ως εργοδότες (α) είχαν το δικαίωμα να μην απασχολούν το προσωπικό τους που απασχολείτο στο Συσκευαστήριο όταν αυτό δεν λειτουργούσε και (β) δεν είχαν συμβατική υποχρέωση να καλέσουν το προσωπικό τους συγκεκριμένες προκαθορισμένες περιόδους του χρόνου να εργαστεί. Την περίοδο 2014/2015 οι Καθ’ ων η Αίτηση είχαν λιγότερα φρούτα για συσκευασία από τις προηγούμενες περιόδους και τέλη Οκτωβρίου του 2014 αποφάσισαν όπως μη λειτουργήσουν το Συσκευαστήριο ενόψει και του γεγονότος ότι δεν κατέληξαν μέχρι τότε σε συμφωνία με τις συντεχνίες σχετικά με την ανανέωση της Συλλογικής Σύμβασης και ανέστειλαν την απασχόληση του Αιτητή. Οι Καθ’ ων η Αίτηση είχαν δικαίωμα, με βάση τη σύμβαση εργασίας του Αιτητή, όταν δεν είχαν εργασίες να αναστέλλουν προσωρινά την απασχόληση του Αιτητή και ο Αιτητής κατά τις περιόδους που δεν εργαζόταν στους Καθ’ ων η Αίτηση λόγω αναστολής των εργασιών είχε τη δυνατότητα να λαμβάνει επίδομα ανεργίας. Δεν προέκυψε από το ενώπιόν μας υλικό ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση είχαν θέσει οποιουσδήποτε καθορισμένους χρονικούς περιορισμούς σε σχέση με το διάστημα που έθεταν τον Αιτητή σε αναστολή εργασιών ή ότι τον Οκτώβριο του 2014  συμφώνησαν με τον Αιτητή την ημερομηνία που θα επανερχόταν στην εργασία του. Στη βάση των πιο πάνω κρίνουμε ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε παραβίαση ρητού όρου της σύμβασης απασχόλησης του Αιτητή σχετικά με την αναστολή των εργασιών του τον Οκτώβριο του 2014 και την μη  κλήση του για εργασία μέχρι τις 29/12/2014

   

(5) Η ενέργεια των Καθ’ ων η Αίτηση να καλέσουν το προσωπικό τους σε συνέλευση χωρίς την παρουσία των συντεχνιακών εκπροσώπων τους στις 22/12/2014, κατά την οποία  συνέλευση συζήτησαν με τους εργοδοτουμένους τους όρους απασχόλησής τους για σκοπούς επαναπρόσληψής τους στην εργασία τους και τους ζήτησαν να υπογράψουν δήλωση εργοδότησης (στην οποία δεν γινόταν ρητή αναφορά στη Συλλογική Σύμβαση ή στις συντεχνίες) με την οποία οι εργοδοτούμενοι δήλωναν ότι συμφωνούν στους όρους εργοδότησης που περιέχονταν στην εν λόγω δήλωση οι οποίοι όροι, σε ότι αφορά τον αριθμό των ωρών εργασίας που πληρώνονταν με κανονικό ωρομίσθιο (και όχι ως υπερωρία) και το ύψος του ποσού της πληρωμής των ωρών υπερωρίας, διέφεραν (1) από τις πρόνοιες της Συλλογικής Σύμβασης (η Συλλογική Σύμβαση προέβλεπε για 38 ώρες εβδομαδιαίας εργασίας με πληρωμή κανονικού ημερομίσθιου και πληρωμή υπερωρίας 1:1.5) και (2) από τις πρόνοιες της Ειδικής Συμφωνίας Α’ (η εν λόγω Συμφωνία προέβλεπε για 40 ώρες εβδομαδιαίας εργασίας με πληρωμή κανονικού ημερομίσθιου και πληρωμή υπερωρίας 1:1.25),  εφόσον έγινε μετά που οι απευθείας διαπραγματεύσεις μεταξύ των συντεχνιών και των Καθ’ ων η Αίτηση και η διαδικασία μεσολάβησης στο Υπουργείο Εργασίας δεν είχαν επιτυχή κατάληξη, δεν παραβίαζε τις πρόνοιες του Κώδικα Βιομηχανικών Σχέσεων, ο οποίος σημειώνουμε δεν μπορεί να αποτελέσει μέρος της ατομικής σύμβασης του Αιτητή.  Ενόψει του ότι (1) οι Καθ’ ων η Αίτηση ως εργοδότες μπορούσαν να συζητήσουν και να συμφωνήσουν με το προσωπικό τους όρους εργασίας του προσωπικού τους σε αυτούς και να συνάψουν ατομικές συμβάσεις εργασίας (αν το προσωπικό τους συμφωνούσε) με το προσωπικό τους και (2) ο όρος του άρθρου 1(α) της Συλλογικής Σύμβασης δεν αποτελούσε όρο της ατομικής σύμβασης του Αιτητή με τους Καθ’ ων η Αίτηση, η εν λόγω ενέργεια των Καθ’ ων η Αίτηση δεν παραβίαζε οποιοδήποτε ρητό όρο της ατομικής σύμβασης εργασίας του Αιτητή.

 

(6) Δεν αποδείχτηκε ενώπιόν μας με αξιόπιστη μαρτυρία ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση (α) στις 22/12/2014 ρητά και ξεκάθαρα δήλωσαν στο προσωπικό τους ότι αυτοί είναι οι όροι απασχόλησής τους για την εξαγωγική περίοδο 2014/2015 και ότι όποιος αρνηθεί να τους αποδεχτεί και να υπογράψει το Τεκμήριο 9 δεν θα κληθεί ξανά στην εργασία του και/ή (β) μεταξύ 22/12/2014 και 29/12/2014 προχώρησαν στο να καλέσουν τον Αιτητή να εργαστεί στο Συσκευαστήριο στη βάση του περιεχομένου του Τεκμηρίου 9. Περαιτέρω δεν προέκυψε από τα πραγματικά γεγονότα ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση κάλεσαν οποιοδήποτε πρόσωπο να εργαστεί στο Συσκευαστήριο με τους όρους του Τεκμηρίου 9 είτε πριν τις 29/12/20214 είτε πριν την υπογραφή της Ειδικής Συμφωνίας Β’ και την επαναλειτουργία του Συσκευαστηρίου. Συνακόλουθα δεν μπορούμε να καταλήξουμε σε συμπέρασμα  ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση πριν τις 29/12/2014 προχώρησαν στο να εφαρμόσουν τους όρους του Τεκμηρίου 9 μονομερώς και αυθαίρετα στους όρους εργασίας του Αιτητή ή του προσωπικού τους ή ότι ρητά και ξεκάθαρα δήλωσαν ότι η απασχόληση μετά την επαναλειτουργία του Συσκευαστηρίου θα ήταν με βάση τους όρους του Τεκμηρίου 9, ασχέτως αν επιτευχθεί ή όχι συμφωνία με τις συντεχνίες ή το προσωπικό.  Στη βάση των πιο πάνω βρίσκουμε ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση στις 22/12/2014 δεν παραβίασαν οποιοδήποτε ρητό όρο της σύμβασης εργασίας του Αιτητή σε σχέση με την αντιμισθία του.

 

(7) Η πρόταση των Καθ’ ων η Αίτηση αν εφαρμοζόταν στους όρους απασχόλησης του Αιτητή θα είχε ως συνέπεια τη μείωση των εισοδημάτων του Αιτητή στην περίπτωση που εργαζόταν πέραν των 38 ωρών (ή πέραν των 40 ωρών) εβδομαδιαίως αφού τόσο το δικαίωμα για πληρωμή υπερωριακής αμοιβής όσο και το ύψος της υπερωριακής αμοιβής που δικαιούτο θα μεταβάλλονταν με τρόπο που θα μειωνόταν το εισόδημα που θα λάμβανε από την εργασία του πέραν του κανονικού εβδομαδιαίου ωραρίου εργασίας του. Σε σύγκριση με τις πρόνοιες της Συλλογικής Σύμβασης το εισοδηματικό δικαίωμά του από υπερωριακή εργασία θα μειωνόταν κατά 33% (με βάση τη Συλλογική Σύμβαση ο Αιτητής αν εργαζόταν 7 ώρες πέραν των 38 ωρών εβδομαδιαίως θα λάμβανε το ποσό των €124,11 ενώ αν εργαζόταν με βάση την πρόταση των Καθ’ ων η Αίτηση θα λάμβανε €82,95) ενώ σε σύγκριση με τις πρόνοιες της Ειδικής Συμφωνίας Β’ (της πρότασης των συντεχνιών) θα μειωνόταν κατά 21% (με βάση τις πρόνοιες της Έγγραφης Συμφωνίας Β’ αν εργαζόταν 5 ώρες πέραν των 40 ωρών θα λάμβανε €73,88 ενώ αν εργαζόταν με βάση την πρόταση των Καθ’ ων η Αίτηση θα λάμβανε €59,10).  Περαιτέρω αν ο Αιτητής εργαζόταν 45 ώρες εβδομαδιαίως (α) με βάση τη Συλλογική Σύμβαση θα λάμβανε το ποσό των €573,27 και (β) με βάση την Ειδική Συμφωνία Β’ θα λάμβανε το ποσό των €546,68, ενώ αν εργαζόταν με βάση την πρόταση των Καθ’ ων η Αίτηση θα λάμβανε €531,90 δηλαδή θα είχε μείωση στις απολαβές του ύψους 8% σε σχέση με τη Συλλογική Σύμβαση και 2.8% σε σχέση με την Ειδική Συμφωνία Β’. Στη βάση των πιο πάνω βρίσκουμε ότι στην περίπτωση που εφαρμοζόταν η πρόταση των Καθ’ ων η Αίτηση στους όρους απασχόλησης του Αιτητή η μείωση στα εισοδήματά του θα κρινόταν ως επαρκώς ουσιώδης.

 

(8) Εξετάζοντας την κάθε μια από τις ενέργειες των Καθ’ ων η  Αίτηση ξεχωριστά σε σχέση με την ανανέωση της Συλλογικής Σύμβασης από τις αρχές Ιουνίου 2014 μέχρι τις 29/12/2014 βρίσκουμε ότι δεν έχει αποδειχτεί ότι οποιαδήποτε από αυτή ήταν κακόπιστη και ότι έγινε με αλλότρια κίνητρα. Συνεπώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οποιαδήποτε από αυτή έγινε με σκοπό όπως να καταστρέψει την απαραίτητη για την εργασιακή σχέση πίστη και εμπιστοσύνη. Το ερώτημα είναι κατά πόσον οποιαδήποτε από αυτές τις ενέργειες μπορούσε από μόνη της να θεωρηθεί ως ενέργεια που είναι πιθανόν να βλάψει τη σχέση πίστης και εμπιστοσύνης παρά το ότι όλες οι ενέργειες των Καθ’ ων η Αίτηση ήταν εντός των πλαισίων των δικαιωμάτων τους ως εργοδότες και σύμφωνα με τον Κώδικα Βιομηχανικών Σχέσεων. Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι Καθ΄ ων η Αίτηση δεν είχαν τις ποσότητες φρούτων που είχαν τα προηγούμενα έτη και ότι (α) η κάθε μια από τις ενέργειές τους εντασσόταν μέσα στα πλαίσια της προσπάθειάς τους να μειώσουν νόμιμα το εργατικό κόστος τους και (β) οποιαδήποτε από τις ενέργειές τους δεν προκάλεσε στον Αιτητή οποιαδήποτε υπέρμετρη βλάβη (σημειώνουμε ότι το γεγονός ότι το Συσκευαστήριο δεν άρχισε τη λειτουργία του τον Οκτώβριο - Νοέμβριο του 2014 δεν επηρέαζε τα δικαιώματα του Αιτητή για λήψη επιδόματος ανεργίας (αφού ο Αιτητής το 2014 απασχολήθηκε στους Καθ’ ων η Αίτηση για 26 και πλέον εβδομάδες) και σχετικά με το συνεχές της απασχόλησής του για λήψη αποζημίωσης από το Ταμείο Πλεονασμού στην περίπτωση που η απασχόλησή του τερματιζόταν για λόγους πλεονασμού (αφού ο Αιτητής το 2014 εργάστηκε 15 και πλέον εβδομάδες). Κρίνουμε ότι οι ενέργειες των Καθ’ ων η Αίτηση που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (2), (4), (5), (6) και (7) της παρούσας παραγράφου δεν μπορούν αντικειμενικά να θεωρηθούν ως ενέργειες που πιθανόν να έβλαπταν το κλίμα πίστης και εμπιστοσύνης χωρίς λογική και ορθή αιτία. Περαιτέρω δεν θεωρούμε ότι οποιαδήποτε από τις ενέργειες των Καθ’ ων η Αίτηση συνιστούσε από μόνη της, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, εξάσκηση αθέμιτης πίεσης ώστε ο Αιτητής να αποδεχτεί τις προτάσεις τους. Συνακόλουθα καταλήγουμε ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν παραβίασαν με οποιαδήποτε από τις πιο πάνω ενέργειές τους τον εξυπακουόμενο όρο πίστης και εμπιστοσύνης.

 

  (9) Το επόμενο ζήτημα που πρέπει να εξετάσουμε είναι κατά πόσον σωρευτικά οι ενέργειες των Καθ’ ων η Αίτηση σε σχέση με την ανανέωση της Συλλογικής Σύμβασης από τις αρχές Ιουνίου 2014 μέχρι τις 29/12/2014, σε συνδυασμό με την παραβίαση του ρητού όρου για την αντιμισθία του Αιτητή σχετικά με τις εισφορές που κατέβαλαν για το πρόσωπο του Αιτητή τον Οκτώβρη του 2014, παραβίασαν τον εξυπακουόμενο όρο πίστης και εμπιστοσύνης.  Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης όπως αυτές αποδείχτηκαν ενώπιόν μας και έχοντας κατά νου τις συνθήκες τις οποίες αντιμετώπιζαν οι Καθ’ ων η Αίτηση κατά τον ουσιώδη χρόνο και το γεγονός ότι από τις ενέργειές τους δεν προκαλείτο στον Αιτητή οποιαδήποτε υπέρμετρη βλάβη καθώς και ότι τον Οκτώβριο του 2014 διεξάγονταν διαπραγματεύσεις για την ανανέωση της Συλλογικής Σύμβασης  (συνήθως οι πρόνοιες της ανανέωσης μιας συλλογικής σύμβασης ισχύουν αναδρομικά), βρίσκουμε ότι η συμπεριφορά τους ήταν συμπεριφορά προσπάθειας αντιμετώπισης της κατάστασης στην οποία βρέθηκαν χωρίς να προκαλέσουν υπερβολική ζημιά στον Αιτητή. Στη βάση των πιο πάνω κρίνουμε ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν παραβίασαν τον εξυπακουόμενο όρο πίστης και εμπιστοσύνης.  

 

(10) Για σκοπούς πληρότητας, σημειώνουμε ότι στην περίπτωση που κρινόταν ότι η συμπεριφορά των Καθ’ ων η Αίτηση προς τον Αιτητή κατά την περίοδο Οκτωβρίου – Δεκεμβρίου του 2014 συνιστούσε παράβαση του εξυπακουομένου όρου πίστης και εμπιστοσύνης, αυτή η παράβαση θα θεωρείτο τέτοιας μορφής και φύσης που δικαιολογεί συμπέρασμα ότι ήταν επαρκώς ουσιώδης (‘of sufficient materiality’) ώστε να  δικαιολογεί την υποβολή από τον Αιτητή παραίτησης λόγω εξαναγκασμού.

 

(11) Περαιτέρω, παρατηρούμε ότι αποτέλεσε εύρημά μας ότι ο λόγος παραίτησης του Αιτητή ήταν η εν λόγω συμπεριφορά των Καθ’ ων η Αίτηση. Ως εκ τούτου θα καταλήγαμε ότι ο Αιτητής παραιτήθηκε από την εργασία του λόγω της κατ’ ισχυρισμό συμπεριφοράς των Καθ’ ων η Αίτηση. Σημειώνουμε ότι η τελευταία ενέργεια των Καθ’ ων η Αίτηση η οποία σύμφωνα με τον Αιτητή προκάλεσε την παραίτησή του στις 29/12/2014 ήταν τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στη συνέλευση στις 22/12/2014. Υπό το φως των αρχών της νομολογίας σε σχέση με το ζήτημα της επιβεβαίωσης τις οποίες παραθέσαμε πιο πάνω και λαμβάνοντας υπόψη τη φύση της τελευταίας πράξης των Καθ’ ων η Αίτηση, την περίοδο απασχόλησης του Αιτητή και την χρονική περίοδο που μεσολάβησε μεταξύ της συνέλευσης στις 22/12/2014 και της παραίτησης του Αιτητή η άποψή μας θα ήταν ότι δεν μπορεί να συναχθεί στην προκειμένη περίπτωση ότι ο Αιτητής με τη συμπεριφορά του εξυπακουόμενα επιβεβαίωσε τη σύμβαση εργασίας του και ότι έχασε το δικαίωμά του να παραιτηθεί επικαλούμενος εξαναγκασμό σε παραίτηση.

 

 

 

Κατάληξη

 

Με βάση τα πιο πάνω οι αξιώσεις του Αιτητή για αποζημιώσεις για εξαναγκασμό του σε παραίτηση και πληρωμή αντί προειδοποίησης απορρίπτονται. Συνακόλουθα η αίτηση απορρίπτεται.

 

Επιδικάζουμε το ποσό των €2.200,00 πλέον Φ.Π.Α. ως δικηγορικά έξοδα υπέρ των Καθ’ ων η Αίτηση και εις βάρος του Αιτητή.

 

 

 

 

(Υπ.) ………………………………………

Ε. Κωνσταντίνου, Δικαστής

 

 

(Υπ.) …………………………………                                  (Υπ.) ………………………………...

               Χ. Ιωάννου, Μέλος                                                         Πρ. Προδρόμου, Μέλος

 

 

 

 

 

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 



[1] Βλέπε κατάλογο παραδεκτών γεγονότων ημερ.14/09/2017.

[2] 23/07/2014 ήταν η ημερομηνία που οι συντεχνίες απέστειλαν επιστολή (Τεκμήριο 20) σε όλες τις εταιρείες οι οποίες ήταν συμβαλλόμενα μέρη στη Συλλογική Σύμβαση χωρίς οποιαδήποτε αναφορά στις επιστολές των Καθ’ ων η Αίτηση που στάληκαν σε αυτές προηγουμένως. Στην εν λόγω επιστολή οι συντεχνίες ανέφεραν ότι θα υπέβαλλαν σύντομα τις εισηγήσεις τους για ανανέωση της Συλλογικής Σύμβασης.

[3] Το εν λόγω άρθρο προβλέπει ότι η πλευρά που επιθυμεί να τροποποιηθεί η συλλογική σύμβαση δίνει στην άλλη πλευρά τουλάχιστον δύο μήνες προειδοποίηση πριν τη λήξη της συλλογικής σύμβασης για την πρόθεσή της, η οποία προειδοποίηση συνοδεύεται από τα αιτήματά της για τροποποίηση της συλλογικής σύμβασης.    

[4] Το εν λόγω άρθρο προβλέπει ότι μετά την κήρυξη αδιεξόδου από το Υπουργείο Εργασίας η κάθε πλευρά αφού δώσει δεκαήμερη προειδοποίηση στην άλλη πλευρά μπορεί να λάβει οποιαδήποτε νόμιμα μέτρα για να προωθήσει τα αιτήματα ή τα συμφέροντά της ή τα δύο μέρη μπορεί να συμφωνήσουν να παραπέμψουν τη διαφορά σε διαιτησία.

[5] Δεν θεωρούμε ότι το γεγονός ότι δεν τέθηκαν ενώπιόν μας τα συγκεκριμένα στοιχεία τα οποία ήταν η βάση των εν λόγω Τεκμηρίων πλήττει το αξιόπιστο των θέσεων του κ. Σάββα.

[6] Η Συλλογική Σύμβαση προέβλεπε για 38 ώρες εβδομαδιαίας εργασίας.

[7] Η Ειδική Συμφωνία Α’ προέβλεπε για 40 ώρες εβδομαδιαίας εργασίας.  

[8] Το άρθρο 16 του Νόμου προβλέπει  τα εξής:«16.-(1) Όταν κατά ή μετά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος εδαφίου, η απασχόλησις εργοδοτουμένου απασχοληθέντος συνεχώς επί εκατόν τέσσαρας τουλάχιστον εβδομάδας υπό του αυτού εργοδότου τερματίζηται λόγω πλεονασμού, ο εργοδοτούμενος δικαιούται εις πληρωμήν λόγω πλεονασμού εκ του Ταμείου, υπολογιζομένην συμφώνως προς τον Τέταρτον Πίνακα:

Νοείται ότι………………………………

Νοείται περαιτέρω ότι,…………………………………………….

Νοείται έτι περαιτέρω ότι, για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους και των αναφερομένων σ' αυτό διατάξεων του Δεύτερου και του Τέταρτου Πίνακα, η απασχόληση εργοδοτουμένου, ο οποίος απασχολείται κάθε χρόνο στον ίδιο εργοδότη και ο ετήσιος μέσος όρος απασχόλησης για όλη την περίοδο απασχόλησής του στον ίδιο εργοδότη είναι τουλάχιστο δεκαπέντε εβδομάδες, θεωρείται συνεχής.»

 

[9] «(3)Subject to subsection (4), any week (not within subsection (1)) during the whole or part of which an employee is—

(a)incapable of work in consequence of sickness or injury,

(b)absent from work on account of a temporary cessation of work,

(c)absent from work in circumstances such that, by arrangement or custom, he is regarded as continuing in the employment of his employer for any purpose 

[10] Harvey on Industrial Relations and Employment Law, Lexis Nexis, 2023, paragraphs [113]- [236]. 

[11] Στ. Γιαννακούρου, Κυπριακό Εργατικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ.71, Π. Γ. Πολυβίου, Το Εργατικό Δίκαιο της Κύπρου, Θεωρία και Πράξη, Εκδόσεις Χρυσαφίνη και Πολυβίου σελ.707.

[12] Στ. Γιαννακούρου, Κυπριακό Εργατικό Δίκαιο, 2016, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ.70-72, 

[13] Π. Γ. Πολυβίου, Το Εργατικό Δίκαιο της Κύπρου, Θεωρία και Πράξη, Εκδόσεις Χρυσαφίνη και Πολυβίου σελ.722-729.

[14] Στο σύγγραμμα St.D. Anderman, The Law of Unfair Dismissal, 3rd Edition, Butterworths Lexis Nexis, στη σελίδα 81 σημειώνεται ότι σε όλες τις περιπτώσεις η παράβαση όρου της σύμβασης εργοδότησης πρέπει να είναι αρκούντως σοβαρή για να θεωρείται ως συμπεριφορά που αποκηρύσσει τη σύμβαση εργοδότησης (“The breach must be sufficiently serious to amount to a repudiation).   

[15] St.D. Anderman, “The Law of Unfair Dismissal” 3rd Edition, Butterworths Lexis Nexis, στη σελίδα 81.  

[16] Βλέπε St.D. Anderman, “The Law of Unfair Dismissal 3rd Edition, Butterworths Lexis Nexis, στις σελίδες 79-80; Halsbury?s Laws of England, 5th edition, Vol.40 p.173 para.720 notes 16 and 17;  

[17] Stokes v. Hampstead Wine Co Ltd [1979] IRLR 298.

[18] Ramage v. Harper- Mackay Ltd [1966] ITR 503.

[19] Halsbury?s Laws of England, 5th edition, Vol.40 p.173 para.720 note 16 Failure to give an annual pay rise or other bonus could be constructive dismissal if there was a contractual entitlement to it (Pepper and Hope Ltd v. Daish [1980] IRLR 52, EAT).

[20] Στην Adams v. Charles Zub Associates Ltd [1978] IRLR 551 o Mr. Justice Slynn, Πρόεδρος του Employment Appeal Tribunal σημείωσε τακόλουθα: “The Industrial Tribunal had not erred in holding the failure by an employer to pay the employee his monthly salary on the due date though a breach of contract was not so serious a breach as to justify the Appellant in resigning and claiming constructive dismissal. Failure to pay an employee’s salary on the due date may amount to conduct which constitute breach going to the root of the contract but which shows that the employer has no intention thereafter to honour the contract and thus justifies the employee in resigning but the circumstances of each case must be looked at.”

[21] Π. Γ. Πολυβίου, Το Εργατικό Δίκαιο της Κύπρου, Θεωρία και Πράξη, Εκδόσεις Χρυσαφίνη και Πολυβίου, σελ.450-452.

[22] Courtaulds Northern Textiles Ltd v. Andrew [1979] IRLR 84.

[23] Καθότι παραβίαση του εξυπακουόμενου όρου για αμοιβαία πίστη και εμπιστοσύνη θεωρείται ως θεμελιώδης παράβαση  των όρων εργασίας που κλονίζει τα θεμέλια της σχέσης εργοδότη εργοδοτούμενου. Βλέπε Post Office v. Roberts [1980] IRLR 347, Woods v. W.M. Car Services (Petersborough) Ltd [1981] ICR 666.  

[24] Palmanor Ltd v. Cedron [1978] ICR 1008.

[25] Associated Tyre Specialists (Eastern) Ltd v. Warehouse [1976] IRLR 386.

[26] Στο σύγγραμμα St.D. Anderman, The Law of Unfair Dismissal, 3rd Edition, Butterworths Lexis Nexis, στη σελίδα 103 σημειώνονται τα εξής: “A further category of abusive conduct consists of cases an employee has been subjected to a sustained pattern of harassment by his or her employer. For example in Garner v. Grange Furnishing Ltd [1977] IRLR 206 an employee resigned after being treated badly for a sustained period by the employer in circumstances of some mutual friction. The EAT upheld the employment tribunal’s finding of constructive dismissal commenting that a series of small incidents over a period of time can eventually amount to a repudiation. In such circumstances ‘the employer is making it impossible for the employee to go on working for him.’

[27] BBC v. Beckett [1983] IRLR 43, Cawley v. South Wales Electricity Board [1985] IRLR 89.

[28] Στο σύγγραμμα St.D. Anderman, The Law of Unfair Dismissal, 3rd Edition, Butterworths Lexis Nexis, στη σελίδα 100 αναφέρονται τα ακόλουθα: “In certain cases the employer’s repudiatory conduct has involved a failure to perform specific positive obligations. Thus in Post Office v. Strange [1981] IRLR 515 a failure by the employer to provide the employee with the right of an appeal to an appropriate level with the disciplinary procedure was viewed as a clear failure to perform the contract and hence a repudiation entitling the employee to resign.”    

[29] Βλέπε επίσης Stevens v. University of Birmingham [2015] EWHC 2300.

[30] Gogay v. Hertfordshire County Council [2000] IRLR 703. Στην υπόθεση L’ Union National (Tourist and Sea Resorts) Ltd v. Γιώργος Χουλιώτης, Πολ. Έφεση Αρ.176/2010 ημερομηνίας 10/9/2015 το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε ότι η εξουσία, οι δυνατότητες και τα δικαιώματα που έχει ένας εργοδότης δυνάμει των όρων που προβλέπονται από τη σύμβαση εργοδότησης πρέπει να εξασκούνται όχι μόνο εντός των συμβατικών παραμέτρων αλλά και σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και εμπιστοσύνης που διέπουν τις συμβάσεις εργασίας. Περιπτώσεις όπου ο εργοδότης στο πλαίσιο του διευθυντικού δικαιώματός του εξασκεί, χωρίς εύλογη και δικαιολογημένη αιτία, δικαιώματά του τα οποία προβλέπονται από τη σύμβαση εργασίας και η εν λόγω πράξη του επηρεάζει τα συμφέροντα του εργοδοτουμένου μπορεί να θεωρηθούν ως συμπεριφορές που παραβιάζουν τον πιο πάνω εξυπακουόμενο όρο.

 

[31] Ο Lord Steyn στην υπόθεση Malik v. BCCI (πιο πάνω) σημείωσε ότι: “The conduct  must , of course, impinge on the relationship in the sense that, looked at objectively , it is likely to destroy or seriously damage the degree of trust and confidence the employee is reasonably entitled to have in his employer. That requires one to look at all the circumstances.”. Το Court of Appeal στην υπόθεση Tullett Prebon PLC v. BGC Brokers LP [2011] IRLR 420 τόνισε ότι το ζήτημα του  κατά πόσο υπήρξε παράβαση του εξυπακουομένου όρου της πίστης και εμπιστοσύνης που δικαιολογεί εξαναγκασμό σε παραίτηση αποφασίζεται εξετάζοντας αντικειμενικά όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης από την πλευρά του λογικού προσώπου που βρίσκεται στη θέση του αθώου μέρους («…the legal test is whether, looking at all the circumstances objectively, that is from the perspective of a reasonable person in the position of the innocent party…»).          

[32] Στην απόφαση Post Office v. Roberts [1980] IRLR 347 το επιχείρημα των εργοδοτών ότι η παραβίαση πρέπει να είναι σκόπιμη και κακόπιστη για να συνιστά συμπεριφορά που δικαιολογεί εξαναγκασμό σε παραίτηση απορρίφθηκε και λέχθηκε ότι η συμπεριφορά πρέπει να είναι: “… such that its effect judged reasonably and sensibly is to disable the other party from properly carrying out its obligations”. Στην απόφαση του Court of Appeal στην υπόθεση Lewis v. Motorwolrd Garages Ltd [1986] ICR 157 αναφέρθηκαν τακόλουθα: “…whether an employee had been entitled to terminate his contract of employment without notice by reason of the employer’s conduct depended not upon whether the employer had intended the conduct to be repudiatory or could reasonably have believed that it would be accepted as such, but upon whether the employer’s conduct, viewed objectively, evinced an intention no longer to be bound by the contract”. Στην  Woods v. W.M. Car Services ( Petersborough ) Ltd [1981] ICR 666 λέχθηκαν τ΄ ακόλουθα :“To constitute a breach of this implied term , it is not necessary to show that the employer intended the repudiation of the contract. The employment tribunal’s function is to look at the employer’ s conduct as a whole and to determine whether it is such that it is cumulative effect judged reasonably and sensibly is such that the employee cannot be expected to put up with”.

[33] Garner v. Grange Furnishing Ltd [1977] IRLR 206 “Conduct amounting to a repudiation can be a series of small incidents over a period of time. If the conduct of the employer is making it impossible for the employee to go on working that is plainly a repudiation of the contract”. Βλέπε επίσης την υπόθεση Woods v. W.M. Car Services (Petersborough) Ltd [1981] ICR 666.  

[34] Harvey on Industrial Relations and Employment Law, Lexis Nexis, December 2018, Issue 270 edition, paragraph [480]: The ‘last straw’ doctrine. Many of the constructive dismissal cases which arise from the undermining of trust and confidence will involve the employee leaving in response to a course of conduct carried on over a period of time.  The particular incident which causes the employee to leave may in itself be insufficient to justify his taking that action, but when viewed against a background of such incidents it may be considered sufficient by the courts to warrant their treating the resignation as constructive dismissal. It may be the ‘last straw’ which causes the employee to terminate a deteriorating relationship.”      

[35] Omilaju v. Waltham Forest London B.C [2005] ICR 481, Kaur v. Leeds Teaching Hospitals NHS Trust [2018] IRLR 833. 

[36] [1981] ICR 666.

[37] [1982] ICR 693. Ο Watkins L.J. σημείωσε ότι οι παρεξηγήσεις μεταξύ του εργοδότη και της εργοδοτούμενης δημιούργησαν μια κατάσταση η οποία θα δημιουργούσε εμπόδια στον εργοδότη να εξασκήσει το δικαίωμά του να αναδιοργανώσει την επιχείρησή του και ότι υπό τις περιστάσεις η άκαμπτη άρνηση της εργοδοτούμενης των όρων που της προτάθηκαν ήταν παράλογη.

 

[38] Στην υπόθεση Walker v. Josiah Wedgwood & Sons Ltd, [1978] ICR 744, το Employment Appeal Tribunal σημείωσε τα εξής: “ …it is at least requisite that the employee should leave because of the breach of the employer’s relevant duty to him, and that this should demonstrably be the case………And secondly, we think it is not sufficient if he leaves in circumstances which indicate some ground for his leaving other than the breach of the employer’s obligation to him”.

[39] Στο σύγγραμμα St. Anderman, The Law of Unfair Dismissal, 3rd Edition, Butterworths LexisNexis στη σελίδα 112 αναφέρονται τακόλουθα: “Yet the test of acceptance of repudiation is ultimately one of whether the resignation was effectively caused by the employer’ s repudiation. In Jones v. F Sirl & Son (Furnishers) Ltd [1997] IRLR 493 the employee faced with worsened terms and conditions waited three-and-a half weeks until she was approached by another firm and offered a job before she resigned claiming constructive dismissal. The employment tribunal’ s conclusion that the resignation was in response to the job offer and not the repudiation was overturned by the EAT which stated that the test was not what was the sole cause of resignation but rather what in fact was the effective cause”. Σημειώνουμε ότι στην υπόθεση Weathersfield Ltd v. Sargent (1999) I.C.R. 425, το Court of Appeal έκρινε ότι δεν είναι αναγκαίο για τον εργοδοτούμενο όταν αποχωρεί να δηλώσει ξεκάθαρα ότι εξαναγκάζεται σε παραίτηση εξαιτίας της παράβασης της εργασιακής σχέσης από τον εργοδότη και μια τέτοια δήλωση δεν αποτελεί προϋπόθεση επίκλησης από τον εργοδοτούμενο εξαναγκασμού σε παραίτηση για λόγους που αφορούν τη συμπεριφορά του εργοδότη.

[40] Το Employment Appeal Tribunal στην απόφαση του στην υπόθεση New Southern Railway Ltd v. Quinn, Appeal No.313/005 ημερ.28.11.2005 συνόψισε τις  εφαρμοστέες αρχές σχετικά  με το ζήτημα της επιβεβαίωσης ως ακολούθως: “(i)  Where there has been a repudiatory  breach of the contract of employment the innocent party can choose whether to affirm the contract or accept the breach and treat the contract as discharged; (ii) Once the contract has been affirmed the right to treat it as repudiated has gone; (iii) Delay in itself does not constitute affirmation but may be evidence of implied affirmation; (iv) If the innocent party calls upon the employer to perform, that will normally be taken to be affirmation because it would be conduct consistent only with continuance of the contract; (v) The right to accept a repudiatory breach is not lost if the innocent party performs a contract for a limited  time while reserving the right to accept the repudiation or only continues with contract while affording the guilty party the opportunity to remedy the breach”.

[41] W.E. Cox Toner (International) Ltd v. Crook (πιο πάνω).  

[42]Even if an employee has not treated a breach of an express contractual term as a wrongful repudiation, he is entitled to add such a breach to other actions which taken together may cumulative amount to a breach of the implied term of trust and confidence”.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο