ECLI:CY:EDAMM:2013:A2

EΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Π.Ε.Δ.

 

Αρ. Αγωγής: 991/08

Μεταξύ:

 

ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΡΕΜΜΑΣΤΟΥ

 

                                               Ενάγουσας

και

 

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

            

                                 Εναγομένης

 

 

Ημερομηνία:  18 Ιανουαρίου, 2013.

 

Εμφανίσεις:

Για την Ενάγουσα: κ. Μ. Παρασκευάς

Για την Εναγομένη: κα Δ. Ταουξιή για Χάρης  Κυριακίδης ΔΕΠΕ

 

-----------------------

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

Η παρούσα υπόθεση αφορά απαίτηση της Ενάγουσας εναντίον της Εναγομένης για γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες, ζημιές και απώλειες που ισχυρίζεται ότι υπέστη συνεπεία τροχαίου δυστυχήματος που έλαβε χώρα στις 5.12.06 ενώ η ίδια ήταν επιβάτης στο όχημα που οδηγούσε η Εναγόμενη. 

 

Οι δύο διάδικες πλευρές δεν κατέληξαν σε συμφωνία σε οποιοδήποτε από τα επίδικα της υπόθεσης θέματα αφήνοντας έτσι προς εκδίκαση:

 

          (i)     την ευθύνη και

         (ii)     τον προσδιορισμό των αποζημιώσεων τόσο

                   γενικών όσο και ειδικών

 

ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 

Η πλευρά της Ενάγουσας παρουσίασε συνολικά πέντε μάρτυρες ως ακολούθως:

 

*     Ειρήνη Κρεμμαστού / Ενάγουσα (ΜΕ1)

*     Λοχίας 1593 Πιεράκης Γλυκένου (ΜΕ2)

*     Δρ Νικόλαος Κιτρομήλης (ΜΕ3)

*     Δρ Μωυσής-Άκης Λάμπρου (ΜΕ4)

*     Νικόλας Κρεμμαστός (ΜΕ5)

*     Βασιλική Αβραάμ (ΜΕ6)

 

Από πλευράς Εναγόμενου δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία.

 

Προχωρούμε στη συνέχεια να συνοψίσουμε την προσαχθείσα μαρτυρία. 

 

Μαρτυρία Ενάγουσας (ΜΕ1)

 

Η Ενάγουσα σε σχέση με το επίδικο δυστύχημα θυμόταν μόνο ότι πριν αυτό επισυμβεί ευρίσκετο συνοδηγός σε όχημα που οδηγούσε η αδελφή της και ότι φορούσε τη ζώνη ασφαλείας.  Το μόνο που θυμάται είναι τον εαυτό της όταν ξύπνησε στο Νοσοκομείο Αμμοχώστου.  Κρατήθηκε για νοσηλεία δυο μέρες.  Είχε ζάλη, δεν μπορούσε να κινηθεί και της έγινε αξονική τομογραφία στο Νοσοκομείο Λάρνακας. 

 

Μετά το εξιτήριο η Ενάγουσα εξακολουθούσε να έχει τρομερούς πόνους, ζαλάδες καθημερινά και καθημερινά πηγαινοερχόταν σε νοσοκομείο και ιδιωτικές κλινικές για παυσίπονα και ενέσεις για να ηρεμήσει. 

 

Μετά από 10-15 μέρες που είχε αφόρητους πόνους πήγε στο Νοσοκομείο Παραλιμνίου και αφού ανέφερε στον γιατρό το ιστορικό της έκλεισε ραντεβού για διενέργεια αξονικής τομογραφίας στο Νοσοκομείο Λάρνακας.

 

Έλαβε στη συνέχεια τηλέφωνο για να πάει στο Νοσοκομείο Λάρνακας όπου και υπεβλήθη σε εγχείριση την ίδια μέρα.  Μετά την εγχείριση και που ανάρρωσε πήγε σπίτι της αλλά τα προβλήματα συνεχίζουν μέχρι σήμερα.

 

Αναφέρθηκε στους γιατρούς που επισκέφθηκε και αναγνώρισε το Τεκμήριο 1 ως την ιατρική βεβαίωση που εξεδόθηκε για την ίδια, το Τεκμήριο 4 ως απόδειξη είσπραξης για την διενέργεια μαγνητικής τομογραφίας, ως Τεκμήριο 5 ιατρική βεβαίωση της δρος Γιασουμή, ως Τεκμήριο 6 και 7 ιατρικά πιστοποιητικά του δρ. Κιτρομήλη.

 

Αναφερόμενη στην κατάσταση της υγείας της ανέφερε χαρακτηριστικά ότι αυτή είναι «χάλια μαύρα» προσθέτοντας ότι δεν μπορεί να πάει σε οποιαδήποτε εκδήλωση ή υποχρέωση όταν έχει φασαρία και πολυκοσμία και ότι είναι συνέχεια με ζαλάδες και πονοκεφάλους και προτιμά να είναι απομονωμένη, ενώ τις πιο πολλές ώρες βρίσκεται στο κρεβάτι.  Πρόσθεσε ότι το ατύχημα έχει επηρεάσει και τις υποχρεώσεις της ως μητέρα τριών παιδιών αλλά και τις συζυγικές της υποχρεώσεις τονίζοντας ότι πλέον δεν μπορεί να λειτουργήσει ως κανονικός άνθρωπος. 

 

Όσον αφορά τις δουλειές στο σπίτι ανέφερε ότι αυτή ανέκαθεν φρόντιζε τις οικιακές υποχρεώσεις μέχρι που επισυνέβη το δυστύχημα και μετά το δυστύχημα την βοηθούσε η αδελφή της για περίοδο 3-4 μηνών. 

 

Αντεξεταζόμενη ανέφερε ότι δεν θυμάται οτιδήποτε σε σχέση με το πώς επισυνέβη το επίδικο δυστύχημα.  Εκείνο που γνωρίζει είναι ότι έβγαιναν από ΑΛΤ. 

 

Σε άλλη ερώτηση ανέφερε ότι κρατήθηκε στο νοσοκομείο δυο μέρες για νοσηλεία και στη συνέχεια έλαβε εξιτήριο.

 

Σε άλλη ερώτηση ανέφερε ότι μετά που της διενεργήθηκε αξονική τομογραφία και συγκεκριμένα δυο μέρες αργότερα την ειδοποίησαν από το νοσοκομείο τηλεφωνικά να πάει επειγόντως και της έγινε χειρουργική επέμβαση. 

 

Ερωτηθείσα κατά πόσο πριν το δυστύχημα αντιμετώπιζε οποιοδήποτε πρόβλημα υγείας απάντησε αρνητικά.

 

Στην υποβολή ότι όλα αυτά που είπε για προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει δεν έχουν σχέση με το επίδικο δυστύχημα και ότι ούτε η ίδια ούτε οι ιατροί είναι σε θέση να πουν αν αυτά τα προβλήματα συνδέονται με το ατύχημα απάντησε αρνητικά τονίζοντας ότι μέχρι τα 44 της χρόνια ήταν εντάξει και ξαφνικά μετά το δυστύχημα προέκυψαν όλα αυτά τα προβλήματα.

 

Αρνήθηκε την υποβολή ότι με βάση τα ιατρικά πιστοποιητικά που προσκόμισε στις 5/12/06 που έγινε το δυστύχημα δεν είχε υποστεί οποιοδήποτε τραυματισμό και ότι αυτά που καταθέτει στο Δικαστήριο για την κατάσταση της οφείλονται σε προϋπάρχουσα κατάσταση πρόσθεσε ότι μέχρι τα 44 της που έγινε το δυστύχημα δεν είχε κάτι και δεν το βρίσκει λογικό ότι μετά το δυστύχημα να υπήρχε προδιάθεση.

 

Σε άλλη ερώτηση διευκρίνισε ότι την παρούσα αγωγή που κινά δεν είναι εναντίον της αδελφής της αλλά εναντίον της ασφάλειας της. 

 

Εξήγησε ότι μετά που επισυνέβη το επίδικο δυστύχημα και πήγε σπίτι της επιθυμούσε η υπόθεση να κλείσει.  Πρόσθεσε ότι ενώ βρισκόταν στο σπίτι και ένιωθε αυτά τα συμπτώματα που είχε η Αστυνομία την έπαιρναν τηλέφωνο να πάει να υπογράψει για να κλείσει η υπόθεση.  Εν τέλει πήγε και υπέγραψε για να κλείσει η υπόθεση και την επομένη μέρα είχε πάρει το τηλεφώνημα από το νοσοκομείο οπόταν προχώρησε η παρούσα διαδικασία.           

 

Μαρτυρία Λοχία 1593 Πιεράκη Γλυκένου (ΜΕ2)

 

Ο ΜΕ2 είναι ο εξεταστής του επίδικου δυστυχήματος.  Στις 5/12/06 έχει μεταβεί στη σκηνή του δυστυχήματος και ετοίμασε σχετικό σχεδιάγραμμα (Τεκμήριο 3). 

 

Σύμφωνα με τα ευρήματα στη σκηνή και τις εξετάσεις που έκανε προέκυψε ότι η Εναγόμενη, η οποία κατά τον ουσιώδη χρόνο εξερχόταν από ΑΛΤ ανέκοψε την πορεία του άλλου εμπλεκόμενου οχήματος που κατευθύνετο από Λιοπέτρι προς Ξυλοφάγου στον κύριο δρόμο. Το όχημα με αριθμούς εγγραφής QU 60 οδηγείτο από την Εναγόμενη, ενώ το άλλο ενεχόμενο όχημα με αριθμούς εγγραφής BBQ 771 όπως αναφέρθηκε κατευθύνετο στον κύριο δρόμο προς Ξυλοφάγου.  Στο σχεδιάγραμμα σημείωσε με το σημείο Χ το σημείο σύγκρουσης μεταξύ των δυο ενεχομένων οχημάτων και με τα γράμματα Γ Γ1 τα ίχνη πλάγιας ολίσθησης του οχήματος QU 60 τα οποία ξεκινούν από το σημείο σύγκρουσης.

 

Στο ημερολόγιο συμβάντων του Σταθμού έχει ο ίδιος προβεί σε σχετική καταχώρηση μετά που επέστρεψε από τη σκηνή του δυστυχήματος την οποία και ανάγνωσε και η καταχώρηση αυτή έχει ώρα καταχώρησης 18:25 (Τεκμήριο 9). 

 

Αντεξεταζόμενος αναφέρθηκε στην εμπειρία του στη διερεύνηση τροχαίων ατυχημάτων. 

 

Σε σχετική ερώτηση ανέφερε ότι στη σκηνή του δυστυχήματος έφτασε 20 λεπτά περίπου μετά που αυτό επισυνέβη.  Στο μέρος πήγε συνάδελφος του ο Αστυφ.3907 για να τον βοηθήσει. 

 

Ερωτηθείς να διευκρινίσει τι εννοεί όταν αναφέρεται στη μαρτυρία και στα ευρήματα ο ΜΕ2 απάντησε ότι αναφέρεται σε αυτά που ειπώθηκαν από τους ενεχόμενους αλλά και στα ευρήματα του στη σκηνή. Διευκρίνισε ότι λήφθηκαν καταθέσεις από τους ενεχόμενους οδηγούς οι οποίοι αναφέρουν ότι δεν επιθυμούσαν περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης. Δεν έγινε δικογραφικός φάκελος για ποινική δίωξη. 

 

Ερωτηθείς με βάση ποια έρευνα έχει καταγράψει αυτά τα οποία καταγράφονται στο Τεκμήριο 9 απάντησε ότι είναι αυτά που του ειπώθηκαν από την ίδια την οδηγό.  Είναι αυτά που του ειπώθηκαν και ανέφερε προηγουμένως.  Όπως, επίσης, και επί τόπου ευρήματα. 

 

Ερωτηθείς κατά πόσο αυτά που καταγράφει στην καταχώρηση του και που αφορά τις πορείες των ενεχομένων οδηγών και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε το επίδικο δυστύχημα κατά πόσο είναι αυτά που λέχθηκαν προφορικά στον ίδιο από τους εμπλεκόμενους όταν κατέφθασε στη σκηνή ο ΜΕ2 απάντησε καταφατικά προσθέτοντας ότι είναι και από την έρευνα που έκανε.  Διευκρίνισε ότι είχε τα οχήματα στη σκηνή, είχε το τι του λέχθηκε όπως στην κατάθεση του οδηγού που εκινείτο στον κύριο δρόμο και περαιτέρω δεν υπήρχε ουσιαστικά αμφισβήτηση ότι το όχημα QU 60, σύμφωνα με τα ευρήματα του, ήταν το όχημα που έβγαινε από την οδό Μιχαήλ Καραολή. 

 

Σε άλλη ερώτηση ανέφερε ότι αρχικά είχε λάβει κατάθεση από τον οδηγό Ευάγγελο Χ»Κουμή ο οποίος κινείτο στον κύριο δρόμο και, αν δεν κάνει λάθος, είχε λάβει και κατάθεση και από τον συνοδηγό του αλλά εκ των υστέρων δεν ήθελαν περαιτέρω διερεύνηση και δεν προχώρησε η υπόθεση σε ποινικό Δικαστήριο.  Οι καταθέσεις αυτές βρίσκονται στο Σταθμό.

 

Στην υποβολή ότι δεν είναι σε θέση να γνωρίζει τις πραγματικές συνθήκες κάτω από τις οποίες επισυνέβη το επίδικο δυστύχημα και ούτε για το ποιος ευθύνεται εφόσον δεν προχώρησε σε περαιτέρω έρευνα και λήψη καταθέσεων ο ΜΕ2 απάντησε ότι με βάση τόσο τα ευρήματα του στη σκηνή όσο και με βάση τα λεχθέντα των εμπλεκομένων, δηλ. ότι το όχημα QU 60 βγήκε από την οδό Μιχαήλ Καραολή, το όχημα BBQ 771 κινείτο στον κύριο δρόμο με κατεύθυνση προς Ξυλοφάγου, τα ευρήματα του στη σκηνή όπως το σημείο Χ, η τελική θέση των οχημάτων και τα ίχνη πλάγιας ολίσθησης που καταλήγουν στους τροχούς του οχήματος QU 60 δεν μπορούσε ουσιαστικά να αμφισβητήσει τα λεχθέντα. 

 

Ερωτηθείς κατά πόσο στο σχεδιάγραμμα του τοποθέτησε τις τελικές θέσεις των οχημάτων όπως τα εντόπισε εκεί απάντησε καταφατικά.  Ερωτηθείς κατά πόσο γνωρίζει αν αυτές ήταν οι τελικές θέσεις των οχημάτων ή κατά πόσο είχαν μετακινηθεί από τους ενεχόμενους οδηγούς απάντησε ότι με την εμπειρία του όταν κτυπούν με τον τρόπο που κτύπησαν παίρνουν αυτή την πορεία και τελική θέση.  Πρόσθεσε ότι το γεγονός ότι τα ίχνη πλαγιολίσθησης καταλήγουν στους τροχούς του οχήματος QU 60 τον έκανε να πιστεύει ότι δεν είχαν μετακινηθεί. 

 

Σε άλλη ερώτηση αν βρήκε εκτός από τα ίχνη πλάγιας ολίσθησης άλλα ευρήματα απάντησε ότι εκτός από τις ζημιές των οχημάτων δεν θυμάται άλλα ευρήματα. 

 

Ερωτηθείς κατά πόσο το σημείο σύγκρουσης καθορίστηκε στη βάση των ιχνών πλαγιολίσθησης που εντόπισε στο δρόμο απάντησε καταφατικά προσθέτοντας ότι πέραν τούτου του είχε υποδειχθεί και από τους οδηγούς και επεσήμανε ότι υπάρχει και η υπογραφή της Παρασκευής Αβραάμ (Εναγόμενης) που σημαίνει ότι συμφωνεί με το σχέδιο ως έγινε στη σκηνή και το σημείο σύγκρουσης Χ. Τόνισε ο ΜΕ2 ότι το σημείο σύγκρουσης Χ υπεδείχθη και από τους οδηγούς και συμφώνησε και ο ίδιος και πέραν τούτου συνάδει και με την πορεία που είχαν τα δυο οχήματα.

 

Σε ό,τι αφορά την υπογραφή της εναγόμενης, οδηγού του οχήματος QU 60, στο σχεδιάγραμμα σε άλλη ερώτηση διευκρίνισε ότι η Εναγόμενη υπέγραψε στην παρουσία του.  Σε άλλη ερώτηση διευκρίνισε ότι μετά το πέρας της ολοκλήρωσης του σχεδιαγράμματος ο ΜΕ1 το εξήγησε στην Εναγόμενη όπως και το σημείο σύγκρουσης Χ και η Εναγόμενη ως ορθό το υπέγραψε. 

 

Ερωτηθείς κατά πόσο ήταν σε θέση να γνωρίζει αν τα ίχνη πλαγιολίσθησης που εντόπισε στη σκηνή προϋπήρχαν στο εν λόγω σημείο και δεν δημιουργήθηκαν στο επίδικο δυστύχημα ο ΜΕ2 απάντησε ότι από την εμπειρία του προέκυψε ότι ήταν κάτι που συνέβη εκείνη την ώρα. 

 

Μαρτυρία Δρα Νικόλαου Κιτρομήλη (ΜΕ3)

 

Ο ΜΕ3 εξέτασε την Ενάγουσα αρκετές φορές.  Στα πλαίσια της κύριας εξέτασής του υιοθέτησε το περιεχόμενο του ιατρικού πιστοποιητικού ημερομηνίας 6.10.09 που είχε εκδώσει ο ίδιος και στο οποίο αναφέρονται τα εξής:

 

Å     Η Ενάγουσα εξετάστηκε στο ιατρείο του στις 8.2.08 λόγω κρανιοεγκεφαλικής κακώσεως την οποία υπέστη στις 5.12.06 συνεπεία τροχαίου ατυχήματος. Αμέσως μετατραυματικώς μεταφέρθη στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών του Γενικού Νοσοκομείου Λάρνακας όπου και νοσηλεύθηκε για δύο μέρες.

Å     Στις 18.1.07 λόγω έντονης κεφαλαλγίας έγινε επανέλεγχος με αξονική τομογραφία εγκεφάλου.  Επανεξετάστηκε άλλες πέντε φορές. 

Å     Όσον αφορά την κλινική εικόνα κατά την πρώτη εξέταση στις 8.2.08 η Ενάγουσα παρουσίαζε έντονη κεφαλαλγία, έντονη αστάθεια, ζάλη, ναυτία, εμβοές και εύκολη κόπωση.Επίσης παρουσίαζε μετατραυματική αγχώδη διαταραχή και καταθλιπτική διάθεση. 

Å     Σε ό,τι αφορά ακτινολογικό και παρακλινικό έλεγχο στις 5.12.06 έγινε αξονική τομογραφία εγκεφάλου (CT Scan) χωρίς παθολογικά ευρήματα. Στις 16.1.07 έγινε αξονική τομογραφία που έδειξε υποσκληρίδιο αιμάτωμα δεξιά μετωποβρεγματικά, εγκεφαλικό οίδημα που πιέζει τη δεξιά πλάγια κοιλία και μικρό ενδοεγκεφαλικό αιμάτωμα δεξιά βρεγματικά.  Μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου που έγινε στις 18.1.07 (MRI) έδειξε παρουσία υποξέος υποσκληριδίου αιματώματος δεξιά μετωποβρεγματικά, παρεκτόπιση της μέσης γραμμής προς αριστερά κατά 11 mm.  Επίσης υπάρχει θλαστική εστία ινιακά δεξιά. Μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου που έγινε στις 9.10.07 και 28.7.09 ήταν χωρίς εμφανή ανατομικά ευρήματα.  

Å     Σε ό,τι αφορά την κλινική εικόνα κατά την τελευταία εξέταση στις 5.10.09 αναφέρεται ότι παρά τη συντηρητική φαρμακευτική αγωγή τα συμπτώματα της πρώτης κλινικής εικόνας παραμένουν αναλλοίωτα. 

Å     Σε ό,τι αφορά το συμπέρασμα αναφέρεται ότι συνεπεία του αναφερόμενου τροχαίου δυστύχηματος η Ενάγουσα υπέστη κρανιοεγκεφαλική κάκωση η οποία αντιμετωπίστηκε επεμβατικά.  Η παρούσα κλινική εικόνα δεν παρουσίαζε βελτίωση λόγω της χρονιότητας δεν προβλέπεται ίαση.

 

Αναφερόμενος ο ΜΕ2 στις κατηγορίες των υποσκληριδίων αιματωμάτων εξήγησε ότι μπορεί να είναι οξύ το οποίο παρουσιάζεται με άμεση, οξεία συμπτωματολογία και έχει αυξημένη θνησιμότητα, ή μπορεί να είναι υποξύ και παρουσιάζεται συνήθως 15 μέρες μετά την κάκωση μέχρι περίοδο 1 ½ μήνα και αποτελεί αυτό μία ενδιάμεση κατηγορία και τέλος μπορεί να είναι χρόνιο και παρουσιάζεται μετά από 1 ½ μήνα.  Η διαφορά των τριών αυτών φάσεων είναι μόνο χρονική και προκύπτει από την ακτινολογική εικόνα. 

Σε ό,τι αφορά το οξύ υποσκληρίδιο αιμάτωμα εξήγησε ότι στην αξονική και μαγνητική τομογραφία το αιμάτωμα παρουσιάζεται λευκό. Όσον αφορά το υποξύ υποσκληρίδιο αιμάτωμα αυτό παρουσιάζεται ανάμεικτο/άσπρο και γκρι λόγω της οξείδωσης της αιμογλοπίνης.  Σταδιακά οξειδώνεται η αιμογλοπίνη και αλλάζει χρώμα. Σε ό,τι αφορά το χρόνιο υποσκληρίδιο αιμάτωμα αυτό είναι γκρίζο. 

 

Εξήγησε ότι και τα τρία είδη/κατηγορίες υποσκληριδίων αιματωμάτων δημιουργούνται από τη ρήξη των γεφυρικών φλεβών. Κατά 99,99% τα υποσκληρίδια αιματώματα είναι φλεβικό αίμα. Γι’ αυτό το λόγο μας δίδουν και το χρόνο της μετατροπής τους από οξύ σε υποξύ και σε χρόνιο.

 

Σε αντίθεση με τα επισκληρίδια αιματώματα τα οποία είναι αρτηριακής προέλευσης. Και γι’ αυτό το λόγο και η συμπτωματολογία στα επισκληρίδια είναι άμεση διότι εφόσον είναι προέλευσης αρτηριακής υπάρχει άμεση διόγκωση και πίεση του εγκεφάλου. Ενώ στα υποσκληρίδια αιματώματα η ροή αίματος είναι φλεβικής προέλευσης και, επομένως, η εξέλιξη και τα συμπτώματα αργούν ένα μήνα μετά. Όσο πιο αργά εμφανιστούν τα συμπτώματα τόσο λιγότερο κινδυνεύει η ζωή του ασθενή. 

 

Τόνισε ότι στην προκειμένη περίπτωση που αφορούσε υποσκληρίδιο αιμάτωμα (και ήταν φλεβικής προέλευσης το αίμα) τα συμπτώματα εμφανίστηκαν μετά την πάροδο ενός μηνός.

 

 Ανέφερε ότι το υποξύ χρόνιο υποσκληρίδιο αιμάτωμα, που ήταν η περίπτωση της Ενάγουσας, είναι το καλύτερο όσον αφορά την πρόγνωση και τη ζωή της ασθενούς. 

 

Ερωτηθείς σε σχέση με το πώς επηρεάζει το υποσκληρίδιο αιμάτωμα την ποιότητα ζωής του ασθενή απάντησε ότι η εξέλιξη του χρόνιου υποσκληρίδιου αιματώματος προκαλεί συνήθως βλάβες μη αναστρέψιμες διότι παρουσιάζεται με μία συμπτωματολογία απαρχής ούτως ώστε τόσο ο ασθενής όσο και ο θεράπων ιατρός του να προστρέξουν σε θεραπεία. Εφόσον η διόγκωση είναι σταδιακή και τα συμπτώματα πενιχρά αρχικά φτάνει σε ένα στάδιο που η πίεση στον εγκέφαλο είναι αρκετά μεγάλη.  Στην προκειμένη περίπτωση, όπως φαίνεται από την αξονική τομογραφία ημ. 16.1.07, υπάρχει μετατόπιση της μέσης γραμμής του εγκεφάλου κατά 11 χιλ., ενώ το όριο στην νευροχειρουργική για άμεση επέμβαση είναι 10 χιλ. Η πίεση που είχε προκληθεί στον εγκέφαλο συνήθως δεν προκαλεί εμφανή ανατομικά προβλήματα σε επαναέλεγχο αλλά είναι λειτουργικής φύσεως οι βλάβες.  Αυτό εξηγά τη συμπτωματολογία που είχε η ασθενής.  Εξηγώντας το τι εννοεί με τη φράση λειτουργικής φύσεως βλάβες ανέφερε ότι όταν κάνουν μαγνητική τομογραφία (MRI) δεν φαίνονται μέσα ανατομικές βλάβες αλλά ο ασθενής παρουσιάζει κλινική εικόνα συμπτωμάτων προερχόμενα από την εγκεφαλική ουσία. Και είναι κεντρικής/εγκεφαλικής αιτιολογίας τα οποία η Ενάγουσα έχει μέχρι σήμερα με το χειρότερο την έντονη αστάθεια, δηλαδή δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια ούτε ένα δευτερόλεπτο όταν κλείσει τα μάτια και εμβοές ωτών τα οποία παραμένουν μέχρι σήμερα και θα παραμείνουν και στο μέλλον και τα οποία δυσχεραίνουν άμεσα και σε μεγάλο βαθμό την ποιότητα ζωής της σε πολλούς τομείς. 

 

Ερωτηθείς κατά πόσο από το γεγονός της διενέργειας εγχείρησης και αφαίρεσης του αιματώματος έχει επέλθει ίαση απάντησε ότι η αφαίρεση του υποσκληρίδιου αιματώματος σε μεγάλες ηλικίες πέραν των 70 ετών οδηγεί σε μεγάλο ποσοστό ίασης των ασθενών. Όπως εξήγησε σε τέτοιες περιπτώσεις υπάρχει ατροφία της εγκεφαλικής ουσίας ώστε η πίεση που επέρχεται από το υποσκληρίδιο αιμάτωμα να είναι πολύ μικρότερη.  Τόνισε ότι όσο πιο μικρός είναι κάποιος σε ηλικία, τόσο πιο αρνητικά είναι τα αποτελέσματα, δηλαδή να μείνουν μετεγχειρητικά λειτουργικές βλάβες.  Σε μεγάλη ηλικία όταν υπάρχει ατροφία σημαίνει ότι υπάρχει μείωση εγκεφαλικής ουσίας και άρα υπάρχει περισσότερος ελεύθερος χώρος να καλυφθεί από το αιμάτωμα και, κατά συνέπεια, μικρότερη πίεση επί του εγκεφάλου.  Αυτό εξηγεί στην περίπτωση που υπάρχει κακοήθες εγκεφαλικό οίδημα.  Μικρά άτομα με εγκεφαλική κάκωση μπορεί να πεθάνουν αιφνιδίως μέχρι τα 18 – 20 έτη χωρίς καμία πρόβλεψη, χωρίς συμπτωματολογία.  Άρα όσο μεγαλώνουμε τόσο λιγότερη είναι η βλάβη που θα επέλθει λειτουργικά.  Το γεγονός της αφαίρεσης του υποσκληρίδιου αιματώματος δεν σημαίνει ότι έχουν παρέλθει οι συνέπειες.  Το μόνο που κερδίζεις είναι ότι δεν θα επέλθει ο θάνατος. Αν δεν χειρουργηθεί κάποιος θα επέλθει ο θάνατος.  Θα υπάρξει εγκωλεασμός του στελέχους λόγω αυξημένης ενδοκράνιας πίεσης συνεπεία του οιδήματος. Γι’ αυτό το λόγο οι ασθενείς χειρουργούνται. Εξήγησε ότι στον εγκέφαλο ενδοκρανιακά όταν υπάρχει χωροκατακτητική επεξεργασία διευκρινίζοντας ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει π.χ. από την ύπαρξη καλοήθη ή κακοήθη όγκου ή αιματώματος ή κύστης που υπάρχει εκ γενετής ή αγγειοδυσπλασίας κλπ. που προκαλούν τα ίδια συμπτώματα τότε είτε υπάρχει αιμάτωμα, είτε όγκος που χειρουργείται δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά και τα συμπτώματα προέρχονται λόγω της πίεσης του εγκεφάλου.  Εκείνο που έχει σημασία είναι πόσο άμεσα θα χειρουργηθεί ο ασθενής και πόσο μεγάλη ήταν η πίεση.  Από αυτά εξαρτάται η έκβαση του ασθενούς σε συνάρτηση με την ηλικία του. 

 

Ανέφερε ότι στην ηλικία της Ενάγουσας (44 ετών) δεν υπάρχει συνήθως ατροφία του εγκεφάλου και άρα η πίεση ήταν μεγάλη.

 

Ερωτηθείς τι συνέπειες έχει η Ενάγουσα όταν βρίσκεται σε χώρο με θόρυβο και πολυκοσμία απάντησε ότι δεν μπορεί σε κοινωνικές εκδηλώσεις η ζωή της Ενάγουσας να είναι φυσιολογική.  Αυτό που μένει είναι μία μετατραυματική αγχώδης διαταραχή που είναι από τα χειρότερα κατάλοιπα και σημαίνει ότι δεν ανταποκρίνεται σε όλες τις συνθήκες φυσιολογικά. Δεν υπάρχει εξήγηση για την μετατραυματική αγχώδη διαταραχή.

 

Ερωτηθείς τι είναι αυτό που προκαλεί τον πόνο, την κεφαλαλγία απάντησε ότι είναι από ερέθισμα της μήνιγγας που προκαλείται από διάφορες αιτίες όπως π.χ. όγκο, αιμάτωμα ή δυσπλασίες. Στην προκειμένη περίπτωση η κεφαλαλγία προκαλείτο από πίεση της μήνιγγας. 

 

Ερωτηθείς κατά πόσο τα συμπτώματα αντιμετωπίζονται με φαρμακευτική αγωγή απάντησε ότι τέτοια αγωγή συντηρεί αλλά δεν θεραπεύει την κατάσταση και υπάρχει μικρή έως ελάχιστη βελτίωση, ενώ ο ασθενής όταν λαμβάνει θεραπεία νοιώθει καλύτερα ψυχολογικά. Στην Ενάγουσα ο μάρτυρας έκανε αρχικά συντηρητική θεραπεία για όλα τα συμπτώματα αλλά δεν υπήρξε ίαση.  Υπήρχε περίπτωση που κάποια συμπτώματα να βελτιώνονται, στην προκειμένη, όμως, περίπτωση παραμένουν. 

 

Ερωτηθείς κατά πόσο επηρεάζεται η ικανότητα της ως οικοκυρά απάντησε ότι αν η οικοκυρά ήταν επάγγελμα επί πληρωμή θα έβγαινε ανάπηρη με σύνταξη ανικανότητας. Εξήγησε ότι μπορεί να μαγειρεύει, να στρώνει τραπέζι, να πλένει πιάτα κλπ. αλλά με διαλείμματα και άλλες εργασίες όπως να κατεβάζει κουρτίνες, να απλώνει, να σφουγγαρίζει.  Μπορεί να τα κάνει αλλά όχι από γωνιάς.  Θα μπορούσε να εργάζεται ως οικοκυρά τρεις ώρες τη μέρα αλλά με μεγάλα διαλείμματα. 

 

Αντεξεταζόμενος και ερωτηθείς κατά πόσον ο ίδιος είχε διαπιστώσει ότι η Ενάγουσα είχε υποστεί κρανιοεγκεφαλική κάκωση στις 5.12.06 απάντησε ότι η ίδια του είχε αναφέρει το ατύχημα αλλά πέραν τούτου υπήρχε και το ιατρικό πιστοποιητικό του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας 14.3.07. 

 

Στην υποβολή ότι με βάση το Τεκμήριο 1 δεν καταγράφεται πουθενά ότι η Ενάγουσα υπέστη μορφή κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης ή κάκωση στο κεφάλι ο ΜΕ2 υπέδειξε ότι η πρώτη παράγραφος του πιστοποιητικού αποδεικνύει ότι υπήρξε κάκωση εφόσον υπεβλήθη η Ενάγουσα σε αξονική τομογραφία εγκεφάλου  μετά το ατύχημα.  Τόνισε ότι αυτό αποδεικνύει ότι κάτι υπήρχε ή ότι κάτι ήθελαν να διαγνώσουν.

 

Στην υποβολή ότι η Ενάγουσα δεν υπέστη κρανιοεγκεφαλική κάκωση από το δυστύχημα και ότι γι’ αυτό δεν καταγράφεται στο Τεκμήριο 1 και ότι περαιτέρω ο ΜΕ2 δεν είναι σε θέση να το γνωρίζει, ο ΜΕ2 απάντησε ότι κάκωση στη νευροχειρουργική δεν σημαίνει άμεσο χτύπημα του κρανίου.  Εξήγησε ότι μόνο η απότομη επιβράδυνση της κίνησης του εγκεφάλου μπορεί να προκαλέσει το υποσκληρίδιο αιμάτωμα.  Για παράδειγμα εάν γίνει ατύχημα και ανοίξει ο αερόσακκος του οχήματος και το άτομο χτυπήσει σε αυτό μπορεί να υπάρξει αιμάτωμα. Τόνισε ότι δεν χρειάζεται άμεση κάκωση του κρανίου για να γίνει βλάβη. 

 

Ερωτηθείς κατά πόσον συμφωνεί ότι λόγω του είδους του υποσκληρίδιου αιματώματος που έφερε η Ενάγουσα δηλαδή υποξύ/χρόνιο αυτό θα μπορούσε να προκληθεί από μια απλή κάκωση π.χ. αν περπατά και σκοντάψει και πέσει στο έδαφος και χτυπήσει, απάντησε ότι αυτό μπορεί να συμβεί αλλά σε πολύ μεγαλύτερες ηλικίες προσθέτοντας ότι στην ηλικία της Ενάγουσας ο ίδιος προσωπικά δεν το έχει δει να συμβαίνει. 

 

Σε άλλη ερώτηση τόνισε ότι δεν χρειάζεται να υπάρχει άμεση κάκωση και να χτυπήσει το κρανίο. Εξήγησε ότι αν υπάρχει απότομη επιβράδυνση για παράδειγμα ένας που ταξιδεύει στο αυτοκίνητο ο εγκέφαλος θα ταξιδεύει σε μια Α’ ταχύτητα και όταν η ταχύτητα οδηγηθεί στο μηδέν η επιβράδυνση αυτή μπορεί να οδηγήσει στη διατομή των γεφυρικών φλεβών που είναι αυτό που δημιουργεί το υποσκληρίδιο αιμάτωμα. Δεν χρειάζεται, δηλαδή, άμεση κάκωση της κεφαλής.

 

Σε άλλη ερώτηση κατά πόσον μπορεί να προκληθεί και από άλλες αιτίες, απάντησε καταφατικά λέγοντας από πτώση ή από αγγειοπάθειες ή περιπτώσεις ατόμων που παίρνουν χρόνια αντιπηκτικά.

 

Ερωτηθείς κατά πόσον έχει πάρει το ιατρικό ιστορικό της Ενάγουσας απάντησε καταφατικά και πρόσθεσε ότι πέραν τούτου του γεγονότος στην περίπτωση της Ενάγουσας δεν υπήρχε αγγειοπάθεια, ούτε έπαιρνε αντιπηκτικά.  Η ασθενής ήταν μια χαρά εξηγώντας ότι για να παίρνει κάποιος αντιπηκτική θεραπεία πρέπει να υπάρχει κάποια βλάβη.  Πρόσθεσε, ακόμη, το γεγονός ότι η Ενάγουσα χειρουργήθηκε για το υποσκληρίδιο αιμάτωμα και θεραπεύθηκε. Αν υπήρχε οτιδήποτε άλλο δεν θα υπήρχε η έκβαση αυτή.  Ήταν εμφανές ότι η Ενάγουσα δεν είχε κάτι άλλο.

 

Ερωτηθείς κατά πόσον αποκλείεται το ενδεχόμενο αυτό το αιμάτωμα να είχε προκληθεί συνεπεία μιας κάκωσης που είχε υποστεί η Ενάγουσα και την οποία την είχε ξεχάσει και να προϋπήρχε του τροχαίου, απάντησε αρνητικά προσθέτοντας ότι όταν έκανε η Ενάγουσα την πρώτη αξονική στις 5.12.06 δεν υπήρχε τίποτε.  Διευκρίνισε ότι αν υπήρχε κάκωση εκ των προτέρων θα υπήρχε λίγο αίμα και θα φαινόταν, ενώ η αξονική περιγράφεται φυσιολογική. 

 

Ερωτηθείς κατά πόσο υπάρχει περίπτωση να υπάρχει βλάβη και το αιμάτωμα να μην εντοπίζεται μέσω αξονικής, απάντησε αρνητικά λέγοντας ότι πάντα είναι εμφανές.

 

Στην υποβολή ότι υπάρχουν περιπτώσεις που ακόμη και να υπάρχει κάποια βλάβη δεν είναι εμφανές στην αξονική τομογραφία και ότι γι’ αυτό πρέπει να επαναλαμβάνεται σε δύο εβδομάδες ή και κατ’ επανάληψη ή στην πορεία για να διαφανεί αν υπάρχει κάποια βλάβη, διαφώνησε προσθέτοντας ότι όταν υπάρχει αίμα ενδοεγκεφαλικά ή στον υπαραχνοειδή χώρο φαίνεται πάντα και ότι αυτό είναι απόλυτο.  Εξήγησε ότι κάνουν επανάληψη όταν υπάρχει υποψία για τη γένεση του αιματώματος και αν χρειαστεί να επέμβουν.  Τόνισε ότι το αίμα στην εγκεφαλική ουσία φαίνεται πάντα και μετριέται και η πυκνότητα.  Κατέληξε λέγοντας ότι αποκλείεται το λάθος, δηλαδή, να υπήρχε και να μην το είδαν.

 

Σε άλλη ερώτηση δέχτηκε ότι η ατροφία εγκεφάλου παρουσιάζεται σε μεγάλο βαθμό σε μεγάλης ηλικίας άτομα.  Στην ερώτηση πότε ξεκινά η ατροφία απάντησε ότι πριν τα 65 υπάρχει η προγεροντική άνοια και υπάρχει και η άνοια από άλλες αιτίες όπως αγγειοδυσπλασίες από γενετική αιτιολογία κλπ. Σε άλλη ερώτηση που έγινε σχετικά με την Ενάγουσα ανέφερε ότι στην περίπτωση της έγινε αξονική και μαγνητική τομογραφία μετατραυματικά και δεν παρουσίαζε ατροφία, επομένως δεν υπήρχε στην περίπτωσή της αιτία προγενέστερη.  Αλλά και από αυτές τις εξετάσεις που έγιναν μετατραυματικά δεν υπήρχε κάτι και ήταν φυσιολογικά.  Επεσήμανε ότι αυτό το λέει και στο Τεκμήριο 6 κάτω από τον τίτλο «Ακτινολογικός και Παρακλινικός έλεγχος».

 

Ερωτηθείς κατά πόσο υπάρχει ενδεχόμενο το αιμάτωμα να προκλήθηκε από κάποια άλλη αιτία στο ενδιάμεσο διάστημα μεταξύ της πρώτης αξονική τομογραφίας που έγινε στις 5.12.06 και της δεύτερης αξονικής τομογραφίας που έγινε στις 16.1.07 και όχι από το επίδικο τροχαίο, ο ΜΕ2 απάντησε ότι αποκλείεται να προκλήθηκε από παθολογικά αίτια.  Πρόσθεσε ότι αν είχε άλλο ατύχημα ή πτώση ή κάκωση στις 6.1.07 ή 7.1.07 θα είχε εμφανή σημάδια κάκωσης. 

 

Ερωτηθείς ξανά κατά πόσον είναι σίγουρος ότι το αιμάτωμα που φάνηκε στο δεύτερο αξονικό τομογράφο ήταν αποτέλεσμα του επίδικου τροχαίου ή αν προϋπήρχε, απάντησε ότι κατά πάσα πιθανότητα ήταν από το τροχαίο και ότι δεν υπήρχε κάτι άλλο που γνώριζε.

 

Στην υποβολή ότι συνήθως όταν κάποιος ασθενής υποστεί υποξύ ή χρόνιο υποσκληρίδιο αιμάτωμα αυτό προέρχεται από κάκωση στο κεφάλι μικρής βαρύτητας την οποία ο ασθενής μπορεί να μην θυμάται καν και, κατ’ επέκταση, να μην επισκεφθεί καθόλου τον γιατρό, ο ΜΕ2 απάντησε ότι αυτό συμβαίνει σε πολύ μεγάλες ηλικίες και ότι η ρήξη αγγείων σε τέτοιες ηλικίες λόγω σκλήρυνσης γίνεται με ελάχιστη δύναμη, ενώ σε μικρές ηλικίες αυτό δεν γίνεται, χρειάζεται μεγάλη δύναμη. 

 

Στην υποβολή ότι το υποξύ και το χρόνιο υποσκληρίδιο αιμάτωμα είναι δύο διαφορετικά είδη αιματώματος και ότι το υποξύ μπορεί να προκληθεί από μία κρανιοεγκεφαλική κάκωση πιο σοβαρή απ’ ό,τι το χρόνιο υποσκληρίδιο αιμάτωμα που είναι πιο μικρής ισχύος η κάκωση η οποία απαιτείται για να προκληθεί, απάντησε ότι το υποξύ είναι όταν υπάρχουν στοιχεία φρέσκας αιμορραγίας μέσα στο κρανίο και αποτελεί χρονικό στάδιο και δεν έχει σχέση με την κάκωση. Ιατρικώς λέει μέχρι τις 15 μέρες είναι οξύ και φαίνεται άσπρο.  Από 15 ως 3 εβδομάδες ένα αιμάτωμα είναι υποξύ ανάμεικτο.  Άσπρο και γκρίζο.  Και τρίτον, το χρόνιο όταν φαίνεται όλο γκρίζο άρα δεν υπάρχει φρέσκο αίμα μέσα. Μια σταγόνα αίμα φαίνεται στον εγκέφαλο. 

 

Στην υποβολή ότι το αιμάτωμα το οποίο εντοπίστηκε στο δεύτερο αξονικό στις 16.1.07 προέρχετο από άλλη αιτία, π.χ. πτώση της Ενάγουσας στο έδαφος ή πτώση αντικειμένου στο κεφάλι της και ότι ο ΜΕ2 δεν μπορούσε να γνωρίζει αν η Ενάγουσα κατά τη διάρκεια αυτού του χρονικού διαστήματος είχε υποστεί κάποιο από αυτά τα αίτια και ότι, συνεπώς, δεν μπορούσε να πει αν το αιμάτωμα ήταν το αποτέλεσμα του επίδικου τροχαίου ή άλλης αιτίας, ο ΜΕ2 απάντησε ότι κατά πάσα πιθανότητα είναι από το τροχαίο.Πρόσθεσε ότι αν υπήρχε μεταγενέστερη κάκωση και αν ήταν αρχές Ιανουαρίου θα υπήρχε και κάποιο σημείο εξωκρανιακό στο υποδόριο ή θλάση δέρματος και εδώ δεν περιγράφεται τίποτε στην αξονική τη δεύτερη. Πρόσθεσε, ακόμη, ότι μετά τις 16.1.07 το αιμάτωμα θεωρείται χρόνιο ή υποξύ χρόνιο και το αίμα είναι κάποιας ηλικίας 30 ημερών και, αν ήταν άμεσο, θα έπρεπε να ήταν άσπρο. 

 

Ερωτηθείς κατά πόσο το υποξύ χρόνιο μπορεί να δημιουργηθεί μετά από μέρες/εβδομάδες , απάντησε ότι το χρόνιο είναι μετά από ένα μήνα.  Το οξύ είναι άμεσο.  Τη δεύτερη, τρίτη μέρα και πάει 15 μέρες.  Και το υποξύ είναι ανάμεικτο μεταξύ των δύο.

 

Ερωτηθείς κατά πόσο ορισμένα αιματώματα αφήνονται να απορροφηθούν από μόνα τους και να θεραπευθούν, απάντησε καταφατικά διευκρινίζοντας ότι αυτό συμβαίνει στην περίπτωση που είναι πολύ μικρά και δεν έχουν κάνει μετατόπιση της μέσης γραμμής και δεν προκαλούν οίδημα, προσθέτοντας ότι εξαρτάται από τη θέση που βρίσκεται το αιμάτωμα.

 

Στην προκειμένη περίπτωση τόνισε ότι υπήρχαν όλα τα στοιχεία που δικαιολογούσαν άμεση χειρουργική επέμβαση. Υπήρχε εγκεφαλική βλάβη διότι υπήρχε μεγάλη παρεκτόπιση της μέσης γραμμής και μεγάλο οίδημα.

 

Διαφώνησε με την υποβολή ότι τα συμπτώματα που αναφέρει και στο πιστοποιητικό του Τεκμήριο 6 και αφορούν την κεφαλαλγία, αστάθεια και εμβοές που παρουσιάζει η Ενάγουσα ότι ήταν αποτέλεσμα αυτών που του είχε αναφέρει η Ενάγουσα και ότι δεν τα είχε διαγνώσει αντικειμενικά.  Εξήγησε δε με ποιον τρόπο διαπιστώνεται η αστάθεια και η κεφαλαλγία όπως, επίσης, και οι εμβοές.

 

Μαρτυρία Δρα Μωυσή-Άκη Λάμπρου (ΜΕ4)

 

Ο ΜΕ4 είναι νευροχειρουργός. Υιοθέτησε ως μέρος της κύριας εξέτασής του ιατρική βεβαίωση ημερομηνίας 14.3.07 (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 1) στην οποία αναφέρονται, βασικά, τα εξής:

 

§  Η Ενάγουσα νοσηλεύθηκε στη χειρουργική κλινική του Νοσοκομείου Λάρνακας στις 5.12.06 ύστερα από τροχαίο ατύχημα. 

§  Υπεβλήθη σε αξονική τομογραφία εγκεφάλου η οποία δεν ανέδειξε παθολογικά ευρήματα και έλαβε εξιτήριο από το χειρουργικό τμήμα του Νοσοκομείου Λάρνακας. 

§  Μετά από δεκαπενθήμερο η Ενάγουσα ανέπτυξε συμπτώματα έντονης κεφαλαλγίας και λόγω επιμονής αυτών των συμπτωμάτων έγινε αξονική τομογραφία εγκεφάλου (CT) στις 16.1.07 που ανέδειξε υποσκληρίδιο αιμάτωμα δεξιά μετωποβρεγματικά με σύστοιχο εγκεφαλικό οίδημα με πιεστικά φαινόμενα. 

§  Στις 18.1.07 η Ενάγουσα διεκομίσθη στο νευροχειρουργικό τμήμα όπου κατά την κλινική εξέταση είχε GCS 15/15 χωρίς εστιακή σημειολογία και με κόρες οφθαλμών ίσες και αντιδρώσες στο φως. Έγινε επείγουσα μαγνητική τομογραφία (MRI) η οποία ανέδειξε ευμεγέθες χρόνιο υποσκληρίδιο αιμάτωμα δεξιά με σημαντικού βαθμού οίδημα σύστοιχως και πιεστικά φαινόμενα.

§  Η Ενάγουσα οδηγήθηκε επειγόντως στο χειρουργείο όπου κάτω από γενική αναισθησία έγινε αφαίρεση του αιματώματος με κρανιοανατρήσεις.

§  Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της έλαβε ισχυρή αναλγητική αγωγή καθώς και αντιεπιληπτικό ως προληπτικό φάρμακο αποφυγής ή μείωσης επιληπτικών σπασμών ένεκα του αιματώματος που παρουσίαζε.

§  Η μετεγχειρητική της πορεία υπήρξε ομαλή και χωρίς επιπλοκές και στις 22.1.07 έλαβε εξιτήριο έχουσα GCS 15/15 άνευ εστιακής σημειολογίας και με σχεδόν πλήρη ύφεση των συμπτωμάτων κεφαλαλγίας.

§  Στις 2.3.07 εξετάστηκε στα εξωτερικά ιατρεία.  Η κλινική της εικόνα ήταν άριστη έχουσα GCS 15/15 άνευ εστιακής ή αντικειμενικής σημειολογίας.  Η επαναληπτική αξονική εγκεφάλου έδειξε σχεδόν πλήρη αφαίρεση του αιματώματος και έκπτυξη εγκεφάλου ενώ δεν υπήρχαν καθόλου πιεστικά φαινόμενα. 

§  Η Ενάγουσα εξακολουθεί να αιτιάται περιοδικά ζάλη και κεφαλαλγία διά την οποία της συνεστήθη να λαμβάνει αναλγητική αγωγή.

 

Κατέθεσε ως ΤΕΚΜΗΡΙΟ 17 πόρισμα αξονικής τομογραφίας βάση του οποίου η Ενάγουσα έγινε αναφορά στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας.  Με βάση τα ευρήματα της αξονικής υπήρχε αιμάτωμα και οίδημα εγκεφάλου. Αφού έγιναν περαιτέρω εξετάσεις διενεργήθηκε στην Ενάγουσα χειρουργική επέμβαση τον Ιανουάριο του 2007 στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. 

 

Κατέθεσε ως ΤΕΚΜΗΡΙΟ 18 πόρισμα μαγνητικής τομογραφίας που ζήτησε να γίνει και έγινε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας στις 18.1.07. 

 

Ερωτηθείς να σχολιάσει την αναφορά στο Τεκμήριο 1 σύμφωνα με την οποία η Ενάγουσα οδηγήθηκε επειγόντως στο χειρουργείο για αφαίρεση του αιματώματος εξήγησε ότι όταν η Ενάγουσα διεκομίσθη στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας είχε συμπτώματα εμμένουσας και ισχυράς κεφαλαλγίας για περίοδο τριών εβδομάδων. Πρόσθεσε ότι η αξονική τομογραφία που έγινε στις 16.1.07 έδειχνε την παρουσία κάποιου αιματώματος του οποίου η υφή έδειχνε να είναι χρόνιο και προκαλούσε πίεση και οίδημα στον εγκέφαλο πράγμα που δικαιολογούσε τα συμπτώματα κεφαλαλγίας.  Με βάση αυτά τα δεδομένα ο ΜΕ4 ζήτησε τη διενέργεια μαγνητικής τομογραφίας για λεπτομερέστερη ανάλυση των ευρημάτων αξονικής τομογραφίας και, με βάση τα δεδομένα της μαγνητικής τομογραφίας που έδειχναν την μεγάλη πίεση που υφίστατο ο εγκέφαλος, οδήγησε την Ενάγουσα στο χειρουργείο όπου έγινε αφαίρεση του αιματώματος και αποσυμφόρηση του εγκεφάλου.

 

Αναφερόμενος στις υποδιαιρέσεις και κατηγορίες του υποσκληρίδιου αιματώματος εξήγησε ότι το οξύ υποσκληρίδιο αιμάτωμα είναι το αιμάτωμα που συμβαίνει εντός του εικοσιτετραώρου από κάποια κάκωση και είναι εμφανές στις αξονικές και μαγνητικές τομογραφίες που γίνονται. Από το δεύτερο και, κατά μερικές ταξινομήσεις, τρίτο εικοσιτετράωρο μετά την κάκωση και μέχρι την 10η ως 15η μέρα, συνήθως, χαρακτηρίζονται υποξέα διότι η εικόνα που παρουσιάζεται στην αξονική έχει περίπου το ίδιο χρώμα με τον εγκέφαλο με αποτέλεσμα να είναι δυσδιάκριτο να το ξεχωρίσεις ότι υπάρχει. Σε αυτές τις περιπτώσεις συνήθως υπάρχει οίδημα που πιέζει τον εγκέφαλο και έμμεσα αντιλαμβάνεσαι ότι υπάρχει το αιμάτωμα.  Μετά το πέρας των δύο εβδομάδων στις περισσότερες ταξινομήσεις τα αιματώματα χαρακτηρίζονται ως χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι η απεικόνιση τους γίνεται πιο υπόπυκνη, δηλαδή πιο μαύρο και περισσότερο εμφανές. Αυτές οι ταξινομήσεις απηχούν στατιστικά στο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού χωρίς να σημαίνει ότι θα μπορούσε να υπάρξει διαφορετική απεικόνιση από άτομο σε άτομο. 

 

Ερωτηθείς κατά πόσο ένα τροχαίο ατύχημα που είχε επισυμβεί ένα μήνα προηγουμένως θα μπορούσε να προκαλέσει το συγκεκριμένο χρόνιο υποσκληρίδιο αιμάτωμα απάντησε «σαφώς».

 

Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι τα αιματώματα χαρακτηρίζονται με βάση την αξονική τους εικόνα.  Πρόσθεσε ότι έχουν πάντα γενεσιουργό αιτία τη στιγμή της κάκωσης και υπάρχουν οι λεγόμενες μικροαιμορραγίες, δηλαδή άθροιση αίματος σιγά σιγά από τη στιγμή του ατυχήματος και καθόλη τη διάρκεια μέχρι να γίνει ο ασθενής συμπτωματικός ή μέχρι να προκύψει μία αξονική που θα δείξει ευρήματα. 

 

Εκείνο το οποίο συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι χαρακτηριστικά η πρώτη αξονική που κάνεις είναι αρνητική.  Αυτό το φαινόμενο είναι εξαιρετικά συχνό στα άτομα τα οποία είναι μιας ηλικίας, συνήθως πέραν των 70, όπου κατά κανόνα ο τραυματισμός τους επιφέρει χειρουργικής αντιμετώπισης ή αιματωμάτων μετά από 15 μέρες ή ένα μήνα και χειρουργούνται.  Και σε πιο σπάνιες περιπτώσεις σε νεαρότερα άτομα όπως ήταν η Ενάγουσα.

 

Ερωτηθείς κατά πόσο θα μπορούσε μέσω της αξονικής ή μαγνητικής τομογραφίας να διαγνωστεί το χρονικό σημείο που κάποιος ο οποίος εμφανίζει χρόνιο υποσκληρίδιο αιμάτωμα υπέστη κάκωση, απάντησε ότι είναι σε θέση να καθορίσουν τον χρόνο συνδυάζοντας το ιστορικό, τις κλινικές πληροφορίες και τα ευρήματα αξονικής τομογραφίας, ως επίσης, και τα ευρήματα χειρουργείων. Αν λοιπόν νοσηλευθεί κάποιος που υπέστη μια κάκωση ή ένα τροχαίο 15-20 μέρες πριν έχοντας μία αξονική τομογραφία πρώτα αρνητική, στη συνέχεια εμφάνιση συμπτωμάτων κεφαλαλγίας και μετά από ένα μήνα μία αξονική που δείχνει αιμάτωμα σε μία φάση χρονιότητας που αφαιρείται χειρουργικά μέσω κρανιοανατρήσεων σημαίνει, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι το αιμάτωμα είναι χρόνιο διότι αφαιρέθηκε μέσω της μεθόδου κρανιοανατρήσεων που σημαίνει ότι ήταν υγροποιημένο, χαρακτηριστικότατο των χρονίων αιματωμάτων. 

 

Ερωτηθείς κατά πόσο το γεγονός ότι ήταν υγροποιημένο το αιμάτωμα δεν συμβαίνει σε οξύ ή υποξύ αιμάτωμα απάντησε αρνητικά.  Πρόσθεσε ότι όταν έχεις ένα αιμάτωμα το οποίο είναι οξύ και πολλές φορές υποξύ, το οξύ αιμάτωμα θέλει κρανιοτομή.  Είναι μια μάζα αίματος θρομβοποιημένη.  Αυτό το αίμα σιγά σιγά αρχίζει και εμπλουτίζεται με υγρό του εγκεφάλου.  Διαλύεται.  Υγροποιείται.  Και έτσι αλλάζει και η υφή του στις εικόνες που βλέπουμε και ταυτόχρονα ο τύπος της χειρουργικής του αντιμετώπισης.

 

Σε άλλη ερώτηση αναφορικά με τις διακρίσεις που υπάρχουν στα είδη υποσκληριδίων αιματωμάτων εξήγησε ότι οι διακρίσεις υφίστανται με βάση τα ευρήματα μιας αξονικής με κάποια χρονικά παράθυρα.  Τόνισε ότι ένα αιμάτωμα που είναι πλήρως υγροποιημένο και έχει «ελαιώδες» χρώμα όπως το λάδι κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης αναμφισβήτητα βρίσκεται σε φάση χρονιότητας πέραν το μηνός. 

 

Σε άλλη ερώτηση αναφορικά με το αν είναι σε θέση να γνωρίζει πότε προκλήθηκε η κάκωση στον ασθενή χρονικά, επανέλαβε ότι αυτό προκύπτει από ένα συγκερασμό ιστορικού και κλινικής εικόνας του ασθενή και της αξονικής τομογραφίας. Εξήγησε ότι αν του υποδειχθεί μια αξονική τομογραφία με αιμάτωμα και κληθεί να πει αν έγινε η κάκωση πριν 15-20-25 μέρες η απάντηση που θα δοθεί θα είναι με κάποια παρέκκλιση κάποιων ημερών. Τόνισε ότι το πιο σημαντικό και αυτό που μετρά είναι ο άρρωστος και η κλινική εικόνα. Όταν ένας γιατρός έχει μια αξονική τομογραφία με αιμάτωμα η πρώτη ερώτηση που θα υποβάλει προς τον ασθενή είναι πότε χτύπησε, και στο 90% των περιπτώσεων υπάρχει ιστορικό κακώσεων.Άρα όλα είναι συγκερασμός κλινικής εικόνας, ιστορικού και ευρήματα αξονικής τομογραφίας.  Στη συγκεκριμένη περίπτωση με τα δεδομένα που είχε η περίπτωση συνήδε με περίπτωση ενός χρονίου αιματώματος. 

 

Ερωτηθείς αν είχε στοιχεία για κάκωση στο κεφάλι από τροχαίο ατύχημα, απάντησε καταφατικά. 

 

Σε άλλη ερώτηση ανέφερε ότι στις 5.12.06 η Ενάγουσα είχε εξεταστεί στο Νοσοκομείο Λάρνακας και της έχει διενεργηθεί αξονική τομογραφία.  Από το ίδιο εξετάστηκε στις 18.1.07 και ζήτησε να γίνει μαγνητική τομογραφία. Διευκρίνισε ότι υπάρχει περίπτωση να δημιουργηθεί αιμάτωμα στο κεφάλι μετά από τροχαίο χωρίς εμφανές χτύπημα ή κάκωση κεφαλής.  Κάτι τέτοιο είναι σπάνιο αλλά υπαρκτό. Εν πάση περιπτώσει τόνισε ότι είναι άνευ σημασίας αν κάποιος χτύπησε ή όχι και εκείνο που έχει σημασία είναι η δημιουργία αιματώματος που χρειάστηκε χειρουργική επέμβαση.  Δεν αγνοείς μία περίπτωση ενός ασθενή που σου λέει ότι είχε τροχαίο αλλά δεν χτύπησε στο κεφάλι και είχε πονοκεφάλους για ένα μήνα.  Σε τέτοια περίπτωση προχωρείς σε απεικονιστικό έλεγχο.  Μπορεί να έχει κάνει αιμάτωμα λόγω έντονης μετακίνησης εγκεφάλου.

 

Ερωτηθείς κατά πόσο το χρόνιο υποσκληρίδιο αιμάτωμα της Ενάγουσας να μπορούσε να είχε προκληθεί μία εβδομάδα πριν το τροχαίο π.χ. αν σκόνταψε και χτύπησε ή αν έπεσε ένα αντικείμενο και μπορεί να μην θυμόταν και αυτό να ήταν η αιτία πρόκλησης του αιματώματος και να μην ήταν το τροχαίο, ο ΜΕ4 απάντησε χαρακτηριστικά τα ακόλουθα:

 

«Με βάση την ακραία θεωρητική περίπτωση θα μπορούσε να είχε χτυπήσει και μία ώρα πριν το τροχαίο και δύο ώρες μετά.  Με βάση τα δεδομένα που έχω θα απαντούσα όχι.»

 

Στην υποβολή ότι ένα χρόνιο υποσκληρίδιο αιμάτωμα μπορεί να προκληθεί και από χτύπημα στο κεφάλι πολύ μικρής βαρύτητας που συνήθως ένας δεν το αντιλαμβάνεται καν με βραδεία βελτίωση και συμπτώματα, απάντησε ότι το αιμάτωμα μπορεί να προκληθεί με μικρή κάκωση ή μεγάλη ή και χωρίς κάκωση. Εξήγησε ότι στην περίπτωση της Ενάγουσας δεν υπήρξε βελτίωση.  Εμφάνισε ισχυρά κεφαλαλγία και αυτός ήταν ο λόγος που υπεβλήθη σε δεύτερη αξονική τομογραφία ένα μήνα μετά. Ο ασθενής που θα πάθει αιμάτωμα και θα μπει σε φάση χρονιότητας δεν βελτιώνεται. Στην αρχή εμφανίζονται σιγά – σιγά μικρά, αμυδρά συμπτώματα τα οποία ο εγκέφαλος αντιρροπεί μέχρι του σημείου που ξεπερνά την αντοχή του εγκεφάλου και η έντονη συμπτωματολογία οδηγεί τον ασθενή στο γιατρό.  Δηλαδή από ένα συγκεκριμένο σημείο και μετά δεν μπορεί να αγνοηθεί αυτή η σημειολογία.

 

Σε άλλη ερώτησε ανέφερε ότι η αξονική τομογραφία που διενεργείται άμεσα είναι αρνητική, ενώ όταν θα εξελιχθεί το αιμάτωμα σε χρόνιο 99% θα φανεί στην αξονική τομογραφία. 

 

Στην υποβολή ότι το γεγονός ότι η Ενάγουσα υπέστη τροχαίο ατύχημα στις 5.12.06 χωρίς να γνωρίζει ο γιατρός αν υπέστη κάκωση στο κεφάλι ή οτιδήποτε άλλο δεν τον καθιστά ικανό να γνωρίζει ποια ήταν η πραγματική αιτία πρόκλησης του υποσκληρίδιου αιματώματος που υπέστη, απάντησε ότι αν έλθει ένας ασθενής που υπέστη τροχαίο πριν ένα μήνα και έχει χρόνιο υποσκληρίδιο αιμάτωμα με κεφαλαλγία και ισχυριστεί ο γιατρός ότι το τροχαίο δεν έχει σχέση και ότι το αιμάτωμα το έπαθε ο ασθενής για αδιευκρίνιστο λόγο διερωτήθηκε ο ΜΕ4 τι επιστημονικό υπόβαθρο θα έχει ένας τέτοιος γιατρός.

 

Στην υποβολή ότι εάν η Ενάγουσα είχε χτυπήσει στο κεφάλι κάποιες μέρες πριν το ατύχημα και δεν το θυμόταν και είχε υποστεί το υποσκληρίδιο αιμάτωμα, αυτό δεν σημαίνει ότι είχε προκληθεί από το τροχαίο ο μάρτυρας διερωτήθηκε πώς εξηγείται σε μια τέτοια περίπτωση το γεγονός ότι η αξονική τομογραφία που έγινε ήταν αρνητική.  Προσθέτοντας ότι σε μια τέτοια περίπτωση θα φαινόταν. 

 

Διαφώνησε με την υποβολή ότι τα αποτελέσματα μιας αξονικής τομογραφίας είναι τόσο άμεσα που αν η Ενάγουσα είχε υποστεί το υποσκληρίδιο αιμάτωμα στο τροχαίο στις 5.12.06 η αξονική τομογραφία θα το είχε δείξει τονίζοντας ότι αυτός ο ισχυρισμός είναι λανθασμένος. 

 

Σε άλλη ερώτηση ανέφερε ότι την προκειμένη περίπτωση έγινε διάγνωση στις 16.1.07 και χειρουργική επέμβαση στην Ενάγουσα στις 18.1.07 και, όπως χαρακτηριστικά το έθεσε, «στο τσακ την προλάβαμε».

 

Σε άλλη ερώτηση ανέφερε ότι δεν έχει ξαναδεί την Ενάγουσα μετά τις 2.3.07 γιατί ο ΜΕ4 είχε αναχωρήσει στο εξωτερικό για 2 ½ χρόνια. 

 

Ερωτηθείς κατά πόσον η Ενάγουσα δικαιολογείται σήμερα να νιώθει ανίκανη να εκτελεί οικιακά καθήκοντα ή  να φροντίσει τα παιδιά της ή να είναι έξω σε κόσμο ο ΜΕ4 απάντησε ότι δεν μπορεί να έχει γνώμη και ότι μπορεί αν πει αυτά που είχε εξετάσει προ τετραετίας.  Επεσήμανε, ωστόσο, ότι υπάρχει το μετατραυματικό στρες στους ασθενείς με αιματώματα εγκεφάλου το οποίο παρουσιάζει διαφορετική εικόνα και χρονιότητα στον κάθε ασθενή.

 

Μαρτυρία Νικόλα Κρεμμαστού (ΜΕ5)

 

Ο ΜΕ5 είναι ο σύζυγος της Ενάγουσας.  Κατάθεσε ότι μετά το επίδικο δυστύχημα και μετά το εξιτήριο που έλαβε από το νοσοκομείο ξεκίνησαν οι πονοκέφαλοι και οι ζαλάδες, κλάματα και κατάθλιψη από μέρους της Ενάγουσας χωρίς λόγο. Τότε θεώρησαν ότι αυτά τα συμπτώματα θα διαρκούσαν μέχρι να αναρρώσει η Ενάγουσα αλλά οι πονοκέφαλοι και οι ζαλάδες συνέχισαν πιο έντονα μέχρι να ξαναπάνε στο νοσοκομείο.  Προηγουμένως πήγαιναν σε ιδιώτες γιατρούς οι οποίοι τους χορηγούσαν παυσίπονα για τους πονοκεφάλους.  Μόνο στιγμιαία απάλυνση του πόνου γινόταν και συνέχιζαν οι ζαλάδες.

 

Ο ΜΕ5 αναφέρθηκε στη συνέχεια στον αξονικό και μαγνητικό τομογράφο που διενεργήθηκε στην Ενάγουσα και στο παραπεμπτικό του Νοσοκομείου Λάρνακας για να πάνε στο Νοσοκομείο Λευκωσίας.  Μετά που η Ενάγουσα εξετάστηκε από τον ιατρό Λάμπρου αυτός έδωσε εντολή για χειρουργείο γιατί ήταν σε επικίνδυνη κατάσταση και ακολούθησε η σχετική επέμβαση.

 

Αναφερόμενος ο ΜΕ5 στις συνέπειες που προέκυψαν απάντησε ότι η ζωή στο σπίτι έχει αλλάξει, δεν μπορούν να πάνε σε μια εκδήλωση, σε ένα γάμο, σε ένα κέντρο και ότι η Ενάγουσα δεν μπορεί στη φασαρία, στον ήχο ενώ στο σπίτι την πιάνει η κατάθλιψη και κλαίει και έχει έντονους πονοκεφάλους και ξεχνά συχνά.  Επιπλέον η κατάσταση αυτή έχει επηρεάσει και τα συζυγικά της καθήκοντα. 

 

Σε άλλη ερώτηση ανέφερε ότι μετά το ατύχημα η Ενάγουσα μπορεί να φροντίζει το σπίτι σε μειωμένο βαθμό. Μετά το δυστύχημα ερχόταν η αδελφή της Ενάγουσας και βοηθούσε για περίπου ένα εξάμηνο μέχρι το Μάιο.  Κάποιες φορές βοηθούσε και η μητέρα της και οι υπόλοιποι.  Με την αδελφή της είχαν συμφωνήσει να της παρέχουν για τα έξοδα της το ποσό ΛΚ35.- εβδομαδιαίως όχι ως αμοιβή αλλά για να καλύπτει τα έξοδα της όπως φθορές αυτοκινήτου, βενζίνη κ.λ.π..

 

Αντεξεταζόμενος ο ΜΕ5 και ερωτηθείς κατά πόσο όλα αυτά που είπε σε σχέση με την διάγνωση των γιατρών και όλα τα θέματα ιατρικής φύσης αν ήταν το αποτέλεσμα αυτό που άκουσε από τους θεράποντες ιατρούς της Ενάγουσας, απάντησε καταφατικά λέγοντας ότι δεν είναι ο ίδιος γιατρός. 

 

Ερωτηθείς κατά πόσο λέγοντας ότι όταν πήγε στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρνακας η κατάσταση της Ενάγουσας ήταν σοβαρή αυτό προέκυψε από αυτά που του είπαν οι γιατροί απάντησε ότι βλέποντας ένα άτομο να μιλά και να λέει ασυναρτησίες και γιατρός να μην είσαι αντιλαμβάνεσαι ότι είναι σε κρίσιμη κατάσταση διευκρινίζοντας ότι δεν ήταν, ασφαλώς, εκείνος που έκανε την διάγνωση.

 

Αρνήθηκε την υποβολή ότι για την κατάσταση της Ενάγουσας και το πώς αισθάνεται σήμερα η ίδια είναι σε καλύτερη θέση να κρίνει.

 

Απέρριψε, επίσης, την υποβολή ότι αυτά που ανέφερε είναι μέσα στην προσπάθεια του να βοηθήσει τη σύζυγο του τονίζοντας ότι αυτά που ανέφερε ήταν όλα όσα συνέβηκαν. 

 

Μαρτυρία Βασιλικής Αβραάμ (Μ.Ε.6)

 

Η Μ.Ε.6 είναι αδελφή της Ενάγουσας.  Στην κατάθεση της ενώπιον του Δικαστηρίου ανάφερε ότι από τη μέρα του δυστυχήματος και μετά πήγαινε και βοηθούσε την Ενάγουσα και η τελευταία της πλήρωνε Λ.Κ.35 εβδομαδιαίως για τα έξοδα βενζίνης της.  Βοηθούσε την Ενάγουσα μέχρι το Μάϊο του 2006.

 

Αντεξεταζόμενη, στην υποβολή ότι ήρθε στο Δικαστήριο για να βοηθήσει την Ενάγουσα να διεκδικήσει περισσότερη αποζημίωση λόγω της συμπόνιας της προς αυτή, η Μ.Ε.6 απάντησε ότι θα παρακαλούσε η Ενάγουσα να μην πάθαινε αυτά που έπαθε «για όλα τα λεφτά του κόσμου» όπως το έθεσε χαρακτηριστικά.  Τόνισε δε ότι η Ενάγουσα ήταν ένας χαρούμενος άνθρωπος που συμμετείχε σε όλους τους γάμους, στις οικογενειακές στιγμές και σήμερα δεν μπορεί να τα ζήσει αυτά.  Η Μ.Ε.6 της τηλεφωνά και η Ενάγουσα της λέει ότι είναι άρρωστη και ότι ξαπλώνει. Ανέφερε ακόμη ότι όταν αρραβώνιασε το γιο της στην εκδήλωση που έγινε η Ενάγουσα έφυγε πρώτη γιατί πονούσε το κεφάλι της λόγω της μουσικής.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΘΥΝΗ

 

O μοναδικός μάρτυρας η μαρτυρία του οποίου σχετίζεται με το θέμα της ευθύνης για την πρόκληση του επιδίκου τροχαίου δυστυχήματος είναι ο αστυνομικός εξεταστής Μ.Ε.2. Η Ενάγουσα η οποία ήταν συνεπιβάτιδα στο όχημα που οδηγούσε η Εναγομένη δεν ήταν σε θέση να θυμηθεί οτιδήποτε σε σχέση με το επίδικο δυστύχημα παρά μόνο ότι το αυτοκίνητο εντός του οποίου ευρισκόταν ως συνεπιβάτιδα φορώντας τη ζώνη ασφαλείας πριν επισυμβεί το επίδικο δυστύχημα έβγαινε από ΑΛΤ.

 

Την Ενάγουσα την κρίνω πλήρως αξιόπιστη σε σχέση με αυτά τα λίγα που κατάθεσε αναφορικά με τις συνθήκες πρόκλησης του επίδικου δυστυχήματος ή καλύτερα για ό,τι προηγήθηκε της πρόκλησης αυτού.  Με απλό και φυσικό τρόπο κατάθεσε αυτά που γνώριζε και αυτά που θυμόταν και, επομένως, η μαρτυρία της κρίνεται ειλικρινής και αξιόπιστη και την αποδέχομαι. Σ’ άλλο μέρος της Απόφασης θα αξιολογηθεί το υπόλοιπο μέρος της μαρτυρίας της αναφορικά με τις σωματικές της βλάβες.

 

Αξιολογώντας, λοιπόν, τη μαρτυρία του Μ.Ε.2 λέω από την αρχή ότι ήταν σαφής και θετική.  Κατάθεσε με άνεση σε σχέση με τα ευρήματα και τις διαπιστώσεις του στη σκηνή του δυστυχήματος και γενικά σε σχέση με τη μαρτυρία που περισυνέλεξε στα πλαίσια διερεύνησης των συνθηκών πρόκλησης του επιδίκου δυστυχήματος.  Ήταν σταθερός και συνεπής στη μαρτυρία του καθ’ όλη τη διάρκεια της εξέτασης του ενώπιον του Δικαστηρίου και δεν κλονίστηκε, ούτε διαφοροποιήθηκε η μαρτυρία του κατά την αντεξέταση.

Στο στάδιο της αντεξέτασης κλήθηκε να επεξηγήσει περαιτέρω τα ευρήματα και τις διαπιστώσεις του και μέσα σε αυτά τα πλαίσια του υποβλήθηκαν αρκετές ερωτήσεις τις οποίες ο μάρτυρας απάντησε με άνεση και σαφήνεια δίδοντας κάθε διευκρίνιση και επεξήγηση που του ζητήθηκε. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια ο Μ.Ε. 2 του δόθηκε η ευκαιρία πέραν του να επεξηγήσει και διευκρινίσει περαιτέρω τα ευρήματα του, να επεκταθεί και σε περισσότερα στοιχεία και δεδομένα της σκηνής.

 

Η μαρτυρία του Μ.Ε.2, ο οποίος φάνηκε να είναι ένας αμερόληπτος ανεξάρτητος και αντικειμενικός εξεταστής του επιδίκου δυστυχήματος, γίνεται αποδεκτή καθ’ όσον αφορά τα πραγματικά του ευρήματα.

 

Κατά συνέπεια ο χώρος όπου έγινε το επίδικο δυστύχημα στον κύριο δρόμο Λιοπετρίου-Ξυλοφάγου όπως αυτός απεικονίζεται στο ΤΕΚΜΗΡΙΟ 1, οι σχετικές μετρήσεις που έκανε ο μάρτυρας, οι τελικές θέσεις των ενεχομένων οχημάτων, το σημείο σύγκρουσης το οποίο σημειώνεται με το σημείο Χ στο ΤΕΚΜΗΡΙΟ 1, τα ίχνη πλάγιας ολίσθησης του οχήματός της Εναγομένης με αριθμό εγγραφής QU 60 τα οποία σημειώνονται με τα γράμματα  Γ και Γ1, οι ζημιές των ενεχομένων οχημάτων, αποτελούν τα πραγματικά ευρήματα για την αξιολόγηση της μαρτυρίας και την κρίση της αξιοπιστίας και ακρίβειας της προσαχθείσας μαρτυρίας. 

 

Επισημαίνεται ότι σε ό,τι αφορά το σημείο σύγκρουσης, αν και είχε υποδειχθεί στον Μ.Ε.2 από τους εμπλεκομένους στο δυστύχημα οδηγούς, αποτέλεσε ταυτόχρονα και δικό του εύρημα γιατί,  όπως ο Μ.Ε.2 εξήγησε με σαφήνεια, βοηθήθηκε σ’  αυτό και από τα ίχνη πλάγιας ολίσθησης του οχήματος της Εναγομένης τα οποία ξεκινούσαν από εκείνο το σημείο και κατέληγαν στους τροχούς του οχήματος της Εναγομένης, όπως, επίσης, και από την πορεία που είχαν τα δύο οχήματα γιατί, όπως ξεκάθαρα εξήγησε ο Μ.Ε.2, το σημείο σύγκρουσης συνάδει με αυτήν την πορεία. 

 

Σε ό,τι αφορά τις τελικές θέσεις των ενεχομένων οχημάτων ήταν ξεκάθαρος ότι τις τοποθέτησε στο σχεδιάγραμμα που ετοίμασε όπως τις εντόπισε στη σκηνή του δυστυχήματος επεξηγώντας, περαιτέρω, κατά την αντεξέταση και ερωτηθείς κατά πόσο τα οχήματα είχαν μετακινηθεί ότι το γεγονός ότι τα ίχνη πλαγιολίσθησης κατέληγαν στους τροχούς του οχήματος της Εναγομένης τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι αυτοί δεν είχαν μετακινηθεί προσθέτοντας και την εμπειρία που έχει σε συγκρούσεις οχημάτων όπως η υπό εξέταση.

 

Σε ό,τι αφορά τις πορείες των ενεχομένων οχημάτων πριν το δυστύχημα ο Μ.Ε. 2 ήταν ξεκάθαρος ότι αυτές προέκυψαν από τα όσα του λέχθησαν από  τους ενεχόμενους οδηγούς. Περαιτέρω τόνισε και το γεγονός ότι η Εναγομένη, αφού της εξηγήθηκε το σχεδιάγραμμα της σκηνής του δυστυχήματος μετά την ολοκλήρωση του, η Εναγομένη ως ορθό το υπέγραψε.

 

Να πω και κάτι τελευταίο.  Όπως έχει νομολογηθεί το σχεδιάγραμμα σκηνής δυστυχήματος αποτελεί μαρτυρία ως προς την πραγματική κατάσταση που η Αστυνομία βρίσκει επί τόπου.  Όπως ήδη εξηγήθηκε ανωτέρω το σχεδιάγραμμα που ετοιμάστηκε από τον εξεταστή του επίδικου δυστυχήματος Μ.Ε.2 δεν ήταν αποτέλεσμα και προϊόν εξακοής μαρτυρίας. Επιπλέον για τα σημεία που αναφέρθηκαν ανωτέρω το σχεδιάγραμμα υπεγράφη από την Εναγομένη ως ορθό[1].

 

ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΘΥΝΗ

 

Κατ’  ακολουθίαν της πιο πάνω αξιολόγησης προχωρώ να διατυπώσω τα ευρήματα του Δικαστηρίου:

 

Ø  Στις 5.12.06 και περί ώρα 15.25 η Εναγομένη οδηγούσε το αυτοκίνητο υπ΄ αρ. εγγρ. QU60 στο δρόμο της οδού Γρ. Αυξεντίου στο Λιοπέτρι με συνοδηγό την Ενάγουσα η οποία ήταν προσδεδεμένη με τη ζώνη ασφαλείας της.

Ø  Σε κάποιο στάδιο η Εναγομένη εξερχόμενη από το ΑΛΤ που υπήρχε στην οδό Γρ. Αυξεντίου στον κύριο δρόμο της οδού Γ. Κατσιάρη ανέκοψε την ελεύθερη πορεία του διπλοκάμπινου οχήματος με αρ. εγγρ. BBQ 771 το οποίο οδηγείτο κατ’  εκείνη τη στιγμή στα δεξιά της κατά μήκος του κυρίου δρόμου της οδού Γ. Κατσιάρη τηρώντας την κανονική του πορεία με οδηγό τον Βαγγέλη Χ’Κουμή και συνοδηγό τον Γιάννη Κοσιάππη.

Ø  Ως αποτέλεσμα των κινήσεων των δύο οχημάτων ήταν να επέλθει η μεταξύ τους σύγκρουση εντός της λωρίδας κυκλοφορίας που κινείτο το διπλοκάμπινο όχημα με αρ. εγγρ. BBQ 771 στο σημείο Χ, όπως αυτό σημειώνεται στο σχεδιάγραμμα ΤΕΚΜΗΡΙΟ 1.

Ø  Τα ενεχόμενα οχήματα QU 60 και BBQ 771 κατέληξαν στις τελικές τους θέσεις, όπως αυτές εμφαίνονται στο σχεδιάγραμμα ΤΕΚΜΗΡΙΟ 1.

Ø  Το όχημα QU 60 άφησε στο οδόστρωμα ίχνη πλάγιας ολίσθησης τα οποία ξεκινούν από το σημείο σύγκρουσης και καταλήγουν στους τροχούς του οχήματος QU 60, εμφαίνονται δε με τα γράμματα Γ και Γ1 αντίστοιχα στο σχεδιάγραμμα ΤΕΚΜΗΡΙΟ 1.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

Όπως είναι γνωστό σε μία πολιτική δίκη το βάρος του ισοζυγίου των πιθανοτήτων το φέρει κατά κανόνα ο Ενάγων και αποσείεται όταν ικανοποιήσει το Δικαστήριο με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ότι η θέση του είναι πιο πιθανή παρά όχι. Ο Ενάγων πρέπει βέβαια να δείξει στοιχεία αμέλειας εκ μέρους του Εναγομένου και περαιτέρω οφείλει να αποδείξει και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της αμέλειας αυτής και των ζημιών που έχει υποστεί. Δεν εναπόκειται στον Εναγόμενο να απαλλάξει τον εαυτό του αποδεικνύοντας ότι το δυστύχημα δεν ήταν αποτέλεσμα της δικής του αμέλειας.

 

Σε αγωγή για αμέλεια όπως είναι νομολογημένο το βάρος απόδειξης το φέρει ο Ενάγοντας.

 

Στο Σύγγραμμα Charlesworth & Percy on Negligence, 8η έκδοση, παραγ. 5 - 22, το ζήτημα του βάρους απόδειξης τίθεται ως πιο κάτω:

 

"In an action for negligence, as in every other action, the burden of proof falls upon the plaintiff alleging it to establish each element of the tort. Hence it is for the plaintiff to give evidence of the facts, on which he bases his claim for damages. His evidence must consist of facts, either proved or admitted, and, after it is concluded, two questions arise, (1) whether, on that evidence, negligence may be reasonably inferred and (2) whether assuming it may be reasonably inferred, negligence is in fact inferred."

 

Η απόδειξη που πρέπει να παρουσιάσει ο ενάγοντας πρέπει να προχωρεί πέρα από την καθαρή πιθανολόγηση και να φθάνει μέχρι το πεδίο των νομικών συμπερασμάτων.  Οι εικασίες δεν έχουν νομική ισχύ. Είναι άγνωστες στο νομικό μας σύστημα[2].

 

Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Χρυσάνθη Χρυσάνθου κ.α. ν. Ανδρέα Φραντζή Π.Ε. 27/07, ημερ. 10.7.10, το βάρος του ισοζυγίου των πιθανοτήτων όπως έχει διαχρονικά αποφασιστεί το φέρει στην πολιτική δίκη κατά κανόνα ο Ενάγων και αυτό αποσείεται όταν ικανοποιήσει το Δικαστήριο με επαρκή αποδεκτά στοιχεία ότι η θέση του είναι πιο πιθανή παρά όχι (is more probable than not).  Ο Ενάγων πρέπει να δείξει στοιχεία αμέλειας εκ μέρους του αντιδίκου του καθώς, επίσης, οφείλει να αποδείξει και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της αμέλειας αυτής και των ζημιών που έχει υποστεί.  Δεν εναπόκειται, όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Ράλλης Μακρίδης & Υιοί Λτδ ν. Λουκά (2003) 1 Α.Α.Δ 447 στον Εναγόμενο «…… να απαλλάξει τον εαυτό του αποδεικνύοντας ότι το δυστύχημα ήταν είτε αναπόφευκτο ή ότι δεν ήταν αποτέλεσμα της δικής του αμέλειας.»  Όπως ταυτόχρονα λέχθηκε στην ίδια υπόθεση δεν είναι, όμως, από την άλλη «….αναγκαίο για τον Ενάγοντα να αποκλείσει κάθε πιθανή δυνατότητα ότι το δυστύχημα δυνατό να προκλήθηκε χωρίς αμέλεια από την πλευρά του Εναγομένου…..»

 

Η έννοια της αμέλειας, οι ευθύνες, τα δικαιώματα και καθήκοντα των οδηγών ως και οι προεκτάσεις της αμέλειας έτυχαν νομολογιακής ανάλυσης κατ’  επανάληψη.

 

Η αμέλεια, ως πραγματικό γεγονός, συνίσταται στην παράλειψη εύλογης προσοχής κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις της κάθε υπόθεσης[3]. Η εκπλήρωση του καθήκοντος για επιμέλεια κρίνεται απρόσωπα και το θέμα αποφασίζεται με βάση την αντικειμενική θεώρηση των γεγονότων. Η αμέλεια συνίσταται στην παράλειψη εκπλήρωσης του καθήκοντος μέριμνας και φροντίδας (duty of care) για την ασφάλεια των άλλων προσώπων που χρησιμοποιούν το δρόμο.  Το καθήκον αυτό οφείλεται σε κάθε πρόσωπο που κατά λογική πρόβλεψη μπορεί να επηρεασθεί από τις πράξεις του γείτονα[4]

 

Η συμπεριφορά ενός οδηγού εξετάζεται και κρίνεται με βάση το επίπεδο του μέσου συνετού ανθρώπου, δηλαδή με βάση την αντίληψη ενός συνηθισμένου οδηγού και όχι του ενεχόμενου οδηγού[5] και ο προσδιορισμός του καθήκοντος ποικίλλει ανάλογα με τα αντικειμενικά δεδομένα που επικρατούν στη σκηνή. Το καθήκον για λήψη προφυλακτικών μέτρων διαφαίνεται κατά τη λογική πρόβλεψη[6].

 

Η εφαρμογή της αρχής του Κανόνα Res ipsa loquitur

 

Στην προσπάθεια του ένας Ενάγων να δείξει στοιχεία αμέλειας είναι δυνατή και η επίκληση του αξιώματος res ipsa loquitur το οποίο αποτελεί κανόνα του δικαίου απόδειξης και όχι ουσιαστική αρχή και το οποίο εφαρμόζεται όταν ο Ενάγων αδυνατεί να αποδείξει αμέλεια εναντίον του Εναγόμενου διότι τα αποκλειστικά στοιχεία γνώσης εμπίπτουν στην πλευρά ή στη γνώση του Εναγόμενου, οπόταν σε μια τέτοια περίπτωση το βάρος μεταφέρεται στον Εναγόμενο για να δώσει μια λογική εξήγηση ότι δεν ήταν αμελής. Κατ’ ουσίαν πρόκειται για μετακίνηση του βάρους της απόδειξης (shifting of evidential burden of proof) από το ένα μέρος στο άλλο κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις.

 

Το Άρθρο 55 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148[7] καθιερώνει το εν λόγω αξίωμα του res ipsa loquitur που αποτελεί αρχή του αγγλικού κοινοδικαίου ως μέρος του Kυπριακού Δικαίου.

 

Στην αγγλική υπόθεση Barkway ν. South Transport Co Ltd (1950) 1 All E.R. 392 ο Λόρδος Normand αναφέρει τα ακόλουθα σχετικά στη σελίδα 399:

 

“The maxim is no more than a rule of evidence affecting onus. It is based on commonsense, and its purpose is to enable justice to be done when the facts bearing on causation and on the care exercised by the defendant are at the outset unknown to the plaintiff and are or ought to be within the knowledge of the defendant.”

 

Επίσης στην αγγλική υπόθεση Lloyde v. West Midlands Gas Board [1971] 2 All E.R. 1240 η αρχή του res ipsa loquitur προσδιορίστηκε ότι σημαίνει:

 

“It means that a plaintiff prima facie establishes negligence where: (i) It is not possible for him to prove precisely what was the relevant act or omission which set in train the events leading to the accident; but (ii) on the evidence as it stands at the relevant time it is more likely than not that the effective cause of the accident was some act or omission of the defendant or of someone for whom the defendant is responsible, which act or omission constitutes a failure to take proper care for the plaintiff’s safety[8].”

 

Στο Σύγγραμμα Charlesworth & Percy on Negligence 12η  έκδοση, στο ΚΕΦ. 6, στις παρα. 6-102 και 6-0103 διαβάζουμε τα εξής:

 

“Not a Rule of Law

 6-102

 

The maxim is not a rule of law, it merely describes a state of the evidence from which it is possible to draw an inference of negligence. It is based on common sense, its purpose being to enable justice to be done when the facts bearing on causation and the standard of care exercised are unknown to the claimant but ought to be within the knowledge of the defendant. It cannot assist where there is no evidence to support an inference of negligence and a possible non-negligent cause of the injury exists.

 

A Prima Facie Case

6-103

 

It has been said that “a prima facie case” should be the preferred terminology. It means essentially a case which calls for some answer from the defendant and will arise upon proof of: (1) the happening of some unexplained occurrence; (2) which would not have happened in the ordinary course of things without negligence on the part of somebody other than the claimant; and (3) the circumstances point to the negligence in question being that of the defendant, rather than that of any other person.”

 

Το θέμα εξετάσθηκε και στην αγγλική υπόθεση Lloyde v. West Midlands Gas Board (1971) 2 All E.R. 1240 όπου στη σελ. 1247 αναφέρθηκαν τα εξής:

 

But if at the end of the evidence for the plaintiff, taking into account the possibility, whatever it may be, of outside interference on the evidence and on proper inferences one way or the other from the evidence or absence of evidence with regard thereto, the correct conclusion is that on balance of probability the cause of the accident was some negligent act or omission on the part of the defendants, then res ipsa loquitur applies, and, subject to the effect of any rebutting evidence on behalf of the defendants thereafter, the plaintiff’s claim succeeds.”[9]

 

Στην υπόθεση Theodoulou v. Pelopidha (1981) 1 C.L.R 230 έχει αποφασιστεί ότι η αρχή της μετακίνησης του βάρους της απόδειξης στους ώμους της άλλης πλευράς τυγχάνει εφαρμογής και στις αγωγές για αμέλεια.  Στη σελ. 234 της εν λόγω απόφασης αναφέρονται τα εξής σχετικά:

 

No doubt in an action based on negligence, if the facts proved by the plaintiff raise a prima facie case of negligence against the defendant the burden of proof is then cast upon him to establish facts negativing his liability, and one way in which he can do this is by proving inevitable accident, which is where a person in doing an act which he lawfully may do, causes damage without either negligence or intention on his part.”

 

Όπως αναφέρεται στο Σύγγραμμα Bullen and Leake and Jacob’s Precedents of Pleadings, 12η έκδοση, σελ. 684:

 

The principle of res ipsa loquitur only shits the onus of proof in that a prima facie case is assumed to be made out, throwing on the defendant the task of showing he was not negligent or of giving an explanation of the cause of the accident which did not connote negligence on his part (Woods v. Duncan [1946] A.C. 401 at 419, 439); see also Barkway v. South Wales Transport [1950] A.C. 185 (no rebuttal of negligence for defendants to prove tyre burst);”

 

Κατά συνέπεια όπου βρεθεί ότι εφαρμόζεται η αρχή του res ipsa loquitur ο Ενάγων αποδεικνύει μόνο το αποτέλεσμα της πράξης  και το βάρος της απόδειξης μεταφέρεται στον Εναγόμενο για να δώσει μια λογική εξήγηση ότι δεν ήταν αμελής.

 

Η επίκληση του κανόνα res ipsa loquitur μπορεί να γίνει εφόσον το γεγονός ή τα γεγονότα τα οποία προκάλεσαν τη ζημιά τελούσαν υπό τον αποκλειστικό έλεγχο του Εναγομένου και οι δικογραφημένοι ισχυρισμοί και ή τα γεγονότα που έχουν αποδειχθεί υποδεικνύουν ότι το ατύχημα δεν θα μπορούσε να είχε επισυμβεί χωρίς την εκ πρώτης όψεως ύπαρξη αμέλειας εκ μέρους του Εναγομένου.

 

Όπως έχει σημειωθεί στην αγγλική υπόθεση Bennett v. Chemical Construction (GB) Ltd (1971) 3 All E.R 822 στην οποία δεν είχε γίνει ρητή επίκληση του κανόνα στα σχετικά  δικόγραφα και η οποία αναφέρθηκε στην υπόθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Βασίλης Φιλίππου κ.α. ν. Ντάνη Τσολάκη (2006) 1 Α.Α.Δ 1188 στη σελ. 1200:

 

“In my view it is not necessary for that doctrine to be pleaded. If the accident is proved to have happened in such a way that prima facie it could not have happened without negligence on the part of the defendants, then it is for the defendants to explain and show how the accident could have happened without negligence..............................

 

I have said that in my opinion it is not necessary to plead res ipsa loquitur. If the facts pleaded and the facts proved show that the cause of the accident was apparently and on its face some negligence, that is sufficient;................"

 

Σε μετάφραση,

 

"Κατά την άποψη μου δεν είναι αναγκαίο για το δόγμα αυτό να δικογραφηθεί. Εάν το ατύχημα αποδειχθεί ότι είχε επισυμβεί με τέτοιο τρόπο ώστε εκ πρώτης όψεως να μην μπορούσε να επισυμβεί χωρίς αμέλεια εκ μέρους των εναγομένων, τότε εναπόκειται στους εναγομένους να εξηγήσουν και να αποδείξουν πώς το ατύχημα θα μπορούσε να είχε επισυμβεί χωρίς αμέλεια ................................

 

Έχω πει ότι κατά την άποψη μου δεν είναι αναγκαίο να δικογραφηθεί res ipsa loquitur. Εάν τα γεγονότα που έχουν δικογραφηθεί και τα γεγονότα που έχουν αποδειχθεί δείχνουν ότι η αιτία ατυχήματος ήταν προφανώς κάποια αμέλεια, αυτό είναι αρκετό· ..........."

 

(Βλ. επίσης Krasias v. Nicos Iacovides and Adamos Kkafas and another (1972) 1 C.L.R. 40).»

Κατά συνέπεια ο κανόνας του res ipsa loquitur ως κανόνας απόδειξης  εφαρμόζεται όταν ο Ενάγων αδυνατεί να αποδείξει αμέλεια εναντίον του Εναγόμενου με την προσκόμιση μαρτυρίας για τις πράξεις ή παραλείψεις του λόγω του ότι τα απαιτούμενα στοιχεία μαρτυρίας είναι στην αποκλειστική γνώση του Εναγομένου και αποδεικνύει μόνο το αποτέλεσμα της πράξης οπόταν το βάρος της απόδειξης μεταφέρεται στον Εναγόμενο για να δώσει μια λογική εξήγηση ότι δεν ήταν αμελής.

 

ΤΕΛΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΘΥΝΗ

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση οι λεπτομέρειες αμέλειας οι οποίες εκτίθενται στην Έκθεση Απαίτησης της Ενάγουσας δεν συνιστούν κώλυμα για την επίκληση του κανόνα res ipsa loquitur. Σ΄ αυτές γίνεται μια εκ πρώτης όψεως πιθανολόγηση της αμέλειας της Εναγομένης – δηλ. της οδηγού η οποία εξήλθε από πάροδο όπου υπήρχε ΑΛΤ και εισήλθε εντός του κύριου δρόμου – η οποία προέκυψε από στοιχεία μαρτυρίας τα οποία θα μπορούσε ενδεχομένως να οδηγήσουν τελικά στον καταλογισμό της ευθύνης σε βάρος της Εναγομένης[10].

 

Στην προκειμένη περίπτωση η Ενάγουσα, εφόσον δεν θυμόταν οτιδήποτε σε σχέση με το επίδικο δυστύχημα, παρά μόνο ότι ήτο συνεπιβάτης στο όχημα που οδηγείτο από την Εναγομένη και το οποίο εξέρχετο από ΑΛΤ, οι μόνοι οι οποίοι που θα μπορούσαν να αναφερθούν στις συνθήκες πρόκλησης του δυστυχήματος ήταν οι δύο ενεχόμενοι στο δυστύχημα οδηγοί.

 

Οι περιστάσεις ενός δυστυχήματος μπορεί να είναι τέτοιες που εκ πρώτης όψεως να τεκμαίρουν αμέλεια από πλευράς Εναγομένου, οπόταν και το βάρος απόδειξης μετατίθεται στους ώμους του ούτως ώστε να υποχρεούται να εξηγήσει ότι η σύγκρουση δεν ήταν το αποτέλεσμα της δικής του αμέλειας.

 

Για να μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη αμέλειας θα πρέπει να υπάρχουν κάποια στοιχεία που να δικαιολογούν ένα τέτοιο συμπέρασμα.

Επομένως, στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης η είσοδος του οχήματος που οδηγούσε η Εναγομένη στον κύριο δρόμο και η σύγκρουση του οχήματος της με εκείνο που οδηγούσε κατ΄ εκείνη τη στιγμή ο οδηγός του υπ’  αρ. εγγρ. BBQ 771 το οποίο εκινείτο νομίμως στον κύριο δρόμο αναμφίβολα στοιχειοθετούσε εκ πρώτης όψεως αμέλεια εκ μέρους της Εναγομένης. Το στοιχείο της αμέλειας είναι αυταπόδεικτο από το γεγονός της σύγκρουσης στην πορεία που νομίμως οδηγείτο το όχημα του άλλου ενεχόμενου οδηγού.

 

Υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων εναπόκειτο στην Εναγομένη να αποδείξει ότι δεν ήταν αμελής ή να δώσει μια εξήγηση για την αιτία πρόκλησης του δυστυχήματος τέτοια που να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν το αποτέλεσμα της δικής της αμέλειας.

 

Και εφόσον η Εναγομένη επέλεξε να μην παρουσιάσει οποιαδήποτε μαρτυρία σε σχέση με τις συνθήκες πρόκλησης του επίδικου δυστυχήματος, παραλείποντας με αυτόν τον τρόπο να δώσει οποιεσδήποτε εξηγήσεις, απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης το οποίο είχε μετακινηθεί σε αυτήν.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΣΩΜΑΤΙΚΕΣ ΒΛΑΒΕΣ ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΑ

Αξιολόγηση ιατρικής μαρτυρίας

 

Προχωρώ να αξιολογήσω τη μαρτυρία που προσκομίστηκε σε σχέση με τις σωματικές βλάβες της Ενάγουσας. Οι μάρτυρες που κάλυψαν αυτό το θέμα είναι πέντε (5) και συγκεκριμένα η Ενάγουσα (ΜΕ1), ο Δρ Νικόλας Κιτρομήλης, (ΜΕ3), ο Δρ Μωυσής – Άκης Λάμπρου, (ΜΕ4), ο Νικόλαος Κρεμμαστός (Μ.Ε.5) και η Βασιλική Αβραάμ (Μ.Ε.6).

 

Όσον αφορά την ιατρική μαρτυρία που προσκομίστηκε για το θέμα αυτό εξετάζοντας τη μαρτυρία των ΜΕ3 και ΜΕ4 λέγω από την αρχή ότι, αφού εξέτασα το επάγγελμα τους, την εκπαίδευση που έτυχαν, την πείρα τους και τα προσόντα τους, έχοντας κατά νου τις αρχές που καθορίζουν το πότε ένας μάρτυρας είναι εμπειρογνώμονας[11],είναι η κατάληξη μου ότι οι μάρτυρες αυτοί είναι εμπειρογνώμονες. Κατά συνέπεια η μαρτυρία τους θα προσεγγιστεί με βάση τις αρχές προσέγγισης μαρτυρίας εμπειρογνώμονα.

 

Όπως έχει συναφώς νομολογηθεί ο εμπειρογνώμονας, κατ΄ εξαίρεση προς τον γενικό κανόνα που απαγορεύει την έκφραση γνώμης από μάρτυρα, μπορεί να εκφράσει γνώμη αναφορικά με ζητήματα που εμπίπτουν στη σφαίρα της ειδικότητας του[12]. Σε τέτοια περίπτωση ο εμπειρογνώμονας εφοδιάζει το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για τον έλεγχο της ακρίβειας των συμπερασμάτων του έτσι που να μπορέσει το Δικαστήριο να διαμορφώσει τη δική του ανεξάρτητη κρίση με την εφαρμογή αυτών των κριτηρίων πάνω στα γεγονότα που αποδεικνύει η μαρτυρία[13]. Να προσθέσω, επίσης, ότι όσον αφορά τους μάρτυρες γιατρούς είναι γνωστή η αρχή ότι η συμπεριφορά ειδικών μαρτύρων όπως οι γιατροί στο εδώλιο του μάρτυρα δεν είναι τόσο σημαντική για τους σκοπούς εκτιμήσεως της αξιοπιστίας τους, όπως στη περίπτωση ενός μάρτυρα πάνω σε γεγονότα[14].

 

Όπως έχει νομολογηθεί η μαρτυρία η οποία δίδεται από ένα εμπειρογνώμονα πρέπει να εξετάζεται με ιδιαίτερη προσοχή από το Δικαστήριο.  Το Δικαστήριο θα πρέπει να προχωρεί σε ανάλυση και αντιπαραβολή της συγκρουόμενης επιστημονικής μαρτυρίας – εκεί όπου υπάρχει – και να καταγράφει με επιμέλεια και με πειστικό τρόπο τη δική του ανεξάρτητη κρίση η οποία, όμως, να αναδύεται και να παραπέμπει στα επιστημονικά δεδομένα και παρατηρήσεις όπως εξηγήθηκαν από τους ειδικούς.  Η κρίση του Δικαστηρίου πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα επιστημονικά δεδομένα που παρουσιάζονται ενώπιον του σχηματίζοντας ιδίαν άποψη επί του θέματος, αιτιολογώντας επαρκώς την κατάληξη του ως προς την προτίμηση του με αναφορά σ’  αυτά τα δεδομένα[15].

 

 

 

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ Μ.Ε.4

 

Αξιολογώντας εν πρώτοις τη μαρτυρία του Μ.Ε.4 (Δρ. Λάμπρου) επισημαίνω από την αρχή ότι μου έκανε εξαιρετική εντύπωση τόσο για την επιστημονική προσέγγιση που είχε στη διατύπωση των θέσεων του, όσο και για τον απλό τρόπο με τον οποίο μετέφερε στο Δικαστήριο τις θέσεις του δίδοντας όπου χρειάζετο την αναγκαία τεκμηρίωση και επεξήγηση.

 

Αφού αναφέρθηκε στις διαπιστώσεις του κατόπιν του ιστορικού της Ενάγουσας και των διαφόρων απεικονιστικών εξετάσεων που είχαν διενεργηθεί στην Ενάγουσα όπως η αξονική τομογραφία εγκεφάλου που έγινε στις 16.1.07 και η μαγνητική τομογραφία που ο ίδιος ο Μ.Ε.4 ζήτησε να γίνει ημερ. 8.1.07, αναφέρθηκε στη διάγνωση του η οποία συνίστατο στην ύπαρξη ευμεγέθους χρόνιου υποσκληριδίου αιματώματος με σημαντικού βαθμού οίδημα συστίχως και πιεστικά φαινόμενα αλλά και στην αντιμετώπιση που υπήρξε και η οποία συνίστατο στην άμεση χειρουργική επέμβαση υπό γενική αναισθησία για αφαίρεση του αιματώματος, όπως και έγινε.

 

Περιέγραψε με σαφήνεια όλα τα στάδια της εξέλιξης της υγείας της Ενάγουσας τόσο κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της μετά τη χειρουργική επέμβαση όσο και γενικότερα για την μετεγχειρητική της πορεία.

 

Απόλυτα επεξηγηματικός ήταν και σε σχέση με το λόγο που η Ενάγουσα οδηγήθηκε άμεσα στο χειρουργείο όπου έγινε αφαίρεση του αιματώματος και αποσυμφόρηση του εγκεφάλου επισημαίνοντας ότι η Ενάγουσα είχε συμπτώματα εμμένουσας και ισχυράς κεφαλαλγίας για περίοδο τριών εβδομάδων και ότι η αξονική τομογραφία που είχε γίνει στις 16.1.07 έδειχνε την παρουσία κάποιου αιματώματος του οποίου η υφή έδειχνε να είναι χρόνιο και προκαλούσε πίεση και οίδημα στον εγκέφαλο πράμα που δικαιολογούσε τα συμπτώματα κεφαλαλγίας.  Όπως, δε, περαιτέρω εξήγησε, είχε κατ΄ εκείνο το στάδιο και υπό το φως αυτών των δεδομένων ζητήσει τη διενέργεια μαγνητικής τομογραφίας για σκοπούς λεπτομερέστερης ανάλυσης των ευρημάτων της αξονικής τομογραφίας, πράγμα που έγινε, και διαπιστώθηκε η μεγάλη πίεση που υφίστατο ο εγκέφαλος της Ενάγουσας, γεγονός που οδήγησε την Ενάγουσα στο χειρουργείο.

 

Απόλυτα διαφωτιστικός και κατατοπιστικός ήταν και σε σχέση με τις υποδιαιρέσεις και κατηγορίες του υποσκληριδίου αιματώματος εξηγώντας ότι βασικά υπάρχουν τρεις ταξινομήσεις.  Η πρώτη, αυτή του οξέως υποσκληριδίου αιματώματος το οποίο συμβαίνει εντός του 24ώρου από κάποια κάκωση και το οποίο είναι εμφανές στις αξονικές και μαγνητικές τομογραφίες που γίνονται, η δεύτερη αυτή του υποξέως υποσκληριδίου αιματώματος το οποίο παρουσιάζεται από το δεύτερο ή τρίτο 24ωρο μετά την κάκωση και μέχρι την 10η ως 15η μέρα και η τρίτη αυτού του χρόνιου υποσκληριδίου αιματώματος το οποίο παρουσιάζεται μετά το πέρας των δύο εβδομάδων. Ήταν ξεκάθαρος δε ότι τα αιματώματα χαρακτηρίζονται με βάση την αξονική τους εικόνα και ότι έχουν πάντα γενεσιουργό αιτία την κάκωση.

 

Αντεξεταζόμενος και ερωτηθείς κατά πόσο θα μπορούσε μέσω της αξονικής ή μαγνητικής τομογραφίας να διαγνωσθεί το χρονικό σημείο που κάποιος ο οποίος εμφανίζει χρόνιο υποσκληρίδιο αιμάτωμας υπέστη κάκωση, ο Μ.Ε.4 ήταν ξεκάθαρος ότι είναι σε θέση να καθορίσουν το χρόνο με βάση το ιστορικό, τις κλινικές πληροφορίες και τα ευρήματα αξονικής τομογραφίας και χειρουργείου. Τόνισε ότι ο καθορισμός του πότε χρονικά προκλήθηκε η κάκωση του ασθενή προκύπτει από ένα συγκερασμό ιστορικού και κλινικής εικόνας του ασθενή και ευρημάτων αξονικής τομογραφίας.  Όσον αφορά δε την προκειμένη περίπτωση ήταν κατηγορηματικός ότι, με βάση τα δεδομένα που είχε, η περίπτωση της Ενάγουσας συνήδε με περίπτωση ενός χρονίου αιματώματος προσθέτοντας σε άλλη ερώτηση ότι στην παρούσα περίπτωση είχε στοιχεία για κάκωση στο κεφάλι από τροχαίο δυστύχημα.

 

Σ΄ άλλη ερώτηση που του υποβλήθηκε κατά την αντεξέταση διευκρίνισε με καθαρότητα ότι υπάρχει περίπτωση να δημιουργηθεί αιμάτωμα στο κεφάλι μετά από ένα τροχαίο χωρίς να υπάρχει εμφανές κτύπημα ή κάκωση κεφαλής προσθέτοντας ότι μπορεί να προκύψει αιμάτωμα λόγω έντονης μετακίνησης του εγκεφάλου και έτσι ένας γιατρός δεν μπορεί να αγνοήσει μία περίπτωση ενός ασθενή που του λέει ότι είχε τροχαίο αλλά δεν είχε κτυπήσει στο κεφάλι αλλά είχε πονοκεφάλους για ένα μήνα.

Σ΄ άλλη, δε, ερώτηση διευκρίνισε με ακόμη περισσότερη σαφήνεια ότι ένα αιμάτωμα μπορεί να προκληθεί με μικρή ή μεγάλη κάκωση ή και χωρίς κάκωση.

 

Κατά την αντεξέταση του Μ.Ε.4 έγινε προσπάθεια από πλευράς Υπεράσπισης να τεθούν διάφορα θεωρητικά σενάρια αναφορικά με την αιτία πρόκλησης του χρόνιου υποσκληρίδιου αιματώματος της Ενάγουσας υποβάλλοντας του ερωτήσεις του τύπου αν θα μπορούσε αυτό να είχε προκληθεί μία βδομάδα πριν από το τροχαίο π.χ. αν σκόνταψε και κτύπησε ή αν έπεσε ένα αντικείμενο και να μην θυμόταν η Ενάγουσα ένα τέτοιο γεγονός με αποτέλεσμα η αιτία πρόκλησης του αιματώματος να μην ήταν το τροχαίο. Ο Μ.Ε.4 κατηγορηματικά απέρριψε αυτά τα ακραία θεωρητικά σενάρια υπογραμμίζοντας τα δεδομένα που είχε ενώπιον του.  Η δε απάντηση που έδωσε ήταν χαρακτηριστική και γι΄ αυτό κρίνω χρήσιμο να την παραθέσω αυτούσια:

 

«Α.   Με βάση την ακραία θεωρητική περίπτωση θα μπορούσε να είχε κτυπήσει και μια ώρα πριν το τροχαίο και δύο ώρες μετά.  Με βάση τα δεδομένα που έχω, θα απαντούσα όχι.»

 

Πολύ χαρακτηριστική ήταν, επίσης, και η απάντηση που έδωσε στην υποβολή ότι το γεγονός ότι η Ενάγουσα υπέστη τροχαίο ατύχημα στις 5/12/06 χωρίς να γνωρίζει ο γιατρός αν η Ενάγουσα υπέστη κάκωση στο κεφάλι ή οτιδήποτε άλλο δεν τον καθιστά ικανό να γνωρίζει ποια ήταν η πραγματική αιτία πρόκλησης του υποσκληριδίου αιματώματος που υπέστη.

 

Όπως το έθεσε  εμφαντικά, αν έλθει ένας ασθενής που υπέστη τροχαίο ανέμενε προηγουμένως να έχει χρόνιο υποσκληρίδιο αιμάτωμα με κεφαλαλγία και ισχυριστεί ο γιατρός ότι το τροχαίο δεν έχει σχέση και το αιμάτωμα το έπαθε ο ασθενής για αδιευκρίνιστο λόγο, διερωτήθηκε τι επιστημονικό υπόβαθρο θα έχει ένας τέτοιος γιατρός.

 

Ο Μ.Ε.4 παρέμεινε σταθερός και συνεπής στη μαρτυρία του καθ΄ όλη τη διάρκεια της εξέτασης του ενώπιον του Δικαστηρίου και δεν την έχει διαφοροποιήσει σε οποιοδήποτε σημείο κατά το στάδιο της αντεξέτασης.  Σ΄ αυτό το στάδιο, όπως προέκυψε με βάση όλα όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, κλήθηκε να απαντήσει αρκετά ερωτήματα τόσο σε σχέση με τα όσα είχε καταθέσει όσο και σε σχέση με σωρεία άλλων ζητημάτων  και έδωσε πλήρεις και σαφείς απαντήσεις.

 

Όπως διαφαίνεται από όλα όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, η γνώμη του Μ.Ε.4 τόσο για την κατάσταση της υγείας της Ενάγουσας όσο και για την αιτία πρόκλησης του χρόνιου υποσκληρίδιου αιματώματος ήταν, κατά την άποψη μου, καθ΄ όλα εμπεριστατωμένη και περιείχε την επιστημονική της τεκμηρίωση η οποία, ωστόσο, παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου με απλό και σαφή τρόπο. Κάθε άποψη που ο Μ.Ε.4 διατύπωνε την επεξηγούσε πλήρως δίδοντας, όπως είπαμε και πιο πάνω, την αναγκαία τεκμηρίωση και θεμελίωση.

 

Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω αξιολόγησης αποδέχομαι τη μαρτυρία του και, συνεπακόλουθα, τη γνώμη του στο σύνολο της.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ Μ.Ε.3

 

Αξιολογώντας στη συνέχεια τη μαρτυρία του Μ.Ε. 3 επισημαίνω και εδώ ότι και εδώ ότι και αυτός ο μάρτυρας μου έκανε εξαιρετική εντύπωση τόσο για την επιστημονική προσέγγιση που είχε στη διατύπωση των θέσεων του όσον και για τον απλό και ξεκάθαρο τρόπο με τον οποίο μετέφερε τις θέσεις του στο Δικαστήριο.

 

Εν πρώτοις, όπως κι ο Μ.Ε.4 αναφέρθηκε στις ταξινομήσεις και κατηγορίες των υποσκληρίδιων αιματωμάτων επισημαίνοντας ότι η διαφορά αυτών των κατηγοριών είναι μόνο χρονική και προκύπτει από την ακτινολογική εικόνα. Και αυτός, όπως και ο Μ.Ε.4, αναφέρθηκε σε τρεις κατηγορίες υποσκληριδίου αιματώματος, το οξύ, το οποίο παρουσιάζεται με άμεση οξεία συμπτωματολογία και το οποίο έχει αυξημένη θνησιμότητα, το υποξύ που αποτελεί μια ενδιάμεση κατηγορία και, τέλος, το χρόνιο το οποίο, σύμφωνα με τον Μ.Ε. 4, παρουσιάζεται μετά από 1½ μήνα.

 

Αν και υπήρξε μια διαφοροποίηση μεταξύ του Μ.Ε.3 και Μ.Ε.4 στις χρονικές περιόδους που καθόρισαν για το υποξύ και χρόνιο υποσκληρίδιο αιμάτωμα, ο μεν Μ.Ε.4 αναφέρθηκε στο υποξύ ότι παρουσιάζεται από το δεύτερο ή τρίτο 24ωρο μέχρι τη 10η ως 15η μέρα και το χρόνιο μετά το πέρας των δύο βδομάδων, ενώ ο Μ.Ε. 3 ανάφερε ότι το υποξύ παρουσιάζεται 15 μέρες μετά και το χρόνιο ενάμιση μήνα μετά, υπήρξε εντούτοις πλήρης ταύτιση στη θέση ότι τα αιματώματα βασικά χαρακτηρίζονται με βάση την ακτινολογική εικόνα.  

 

Επομένως, δεν θεωρώ ότι η όποια χρονική απόκλιση παρουσιάζεται μεταξύ των δύο αναφορικά με την ταξινόμηση του υποξέος και χρόνιου υποσκληριδίου αιματώματος σε σχέση με τη χρονική τους φάση που αυτά παρουσιάζονται, έχει ιδιαίτερη σημασία. Επισημαίνεται δε ότι ο Μ.Ε.3 στο τέλος χαρακτήρισε το είδος του υποσκληριδίου αιματώματος της Ενάγουσας ως υποξύ χρόνιο, ενώ ο Μ.Ε.4 ως χρόνιο.

 

Ο Μ.Ε.3, αφού διευκρίνισε ότι η κάκωση στην νευροχειρουργική δεν σημαίνει άμεσο χτύπημα του κρανίου, ήταν κατηγορηματικός ότι δεν χρειάζεται άμεση κάκωση του κρανίου για να γίνει βλάβη και ότι μόνο η απότομη επιβράδυνση της κίνησης του εγκεφάλου μπορεί να προκαλέσει το υποσκληρίδιο αιμάτωμα. Μάλιστα για το ζήτημα αυτό ήταν πλήρως διαφωτιστικός και κατατοπιστικός εξηγώντας ότι όταν υπάρχει απότομη επιβράδυνση, για παράδειγμα ένας που ταξιδεύει στο αυτοκίνητο, ο εγκέφαλος ταξιδεύει με μια άλφα ταχύτητα και ότι όταν η ταχύτητα οδηγηθεί στο μηδέν η επιβράδυνση αυτή μπορεί να οδηγήσει στην διατομή των γεφυρικών φλεβών που, όπως εξήγησε, είναι αυτό που δημιουργεί το υποσκληρίδιο αιμάτωμα χωρίς, επομένως, να χρειάζεται να υπάρξει άμεση κάκωση της κεφαλής.

 

Επισημαίνεται δε ότι αυτή η άποψη που εξέφρασε και η οποία παρουσιάστηκε από τον Μ.Ε.3 με σαφήνεια και με απόλυτα επεξηγηματικό τρόπο, συνάδει απόλυτα και με την άποψη που διατύπωσε  και ο Μ.Ε.4. Περαιτέρω, όπως ξεκάθαρα επεσήμανε ο Μ.Ε.3 κατόπιν σχετικής ερώτησης που του υπεβλήθη κατά την αντεξέταση σχετικά με το ότι δεν καταγράφεται στο ΤΕΚΜΗΡΙΟ 1 ότι η Ενάγουσα είχε υποστεί μορφή κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης ή κάκωσης στο κεφάλι, το εν λόγω πιστοποιητικό αποδεικνύει ότι υπήρξε κάκωση εφόσον η Ενάγουσα υπεβλήθη σε αξονική τομογραφία, προσθέτοντας ότι αυτό έδειχνε ότι κάτι υπήρχε ή ότι κάτι ήθελαν να διαγνώσουν.

 

Στην αντεξέταση του Μ.Ε.3, όπως και στην περίπτωση του Μ.Ε.4, έγινε μεγάλη προσπάθεια από πλευράς Υπεράσπισης να τεθούν στο μάρτυρα διάφορα  θεωρητικά σενάρια αναφορικά με την αιτία πρόκλησης του χρόνιου υποσκληριδίου αιματώματος της Ενάγουσας. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια ερωτήθηκε, μεταξύ άλλων, κατά πόσον αποκλείετο το ενδεχόμενο αυτό το αιμάτωμα να είχε προκληθεί συνέπεια μίας κάκωσης που είχε υποστεί η Ενάγουσα και την οποία την είχε ξεχάσει και να προϋπήρχε του τροχαίου. Ο Μ.Ε.3 απέρριψε κατηγορηματικά ένα τέτοιο ενδεχόμενο εξηγώντας ότι όταν έκανε η Ενάγουσα την πρώτη αξονική στις 5.12.06 δεν υπήρχε τίποτα διευκρινίζοντας ότι αν υπήρχε κάκωση εκ των προτέρων θα υπήρχε λίγο αίμα και ότι θα φαινόταν, ενώ η αξονική περιγράφετο φυσιολογική. Ήταν δε κατηγορηματικός ότι πάντα είναι εμφανές το αιμάτωμα μέσω αξονικής.

 

 Ρωτήθηκε, επίσης, κατά την αντεξέταση κατά πόσο ένα  υποσκληρίδιο αιμάτωμα μπορεί να προκληθεί και από άλλες αιτίες και ξεκαθάρισε ότι θα μπορούσε να προκληθεί από πτώση ή από αγγειοπάθειες ή λόγω του ότι ο ασθενής έπαιρνε χρόνια αντιπηκτικά. Επισήμανε δε ότι στην περίπτωση της Ενάγουσας δεν υπήρχε αγγειοπάθεια, ούτε αύτη λάμβανε αντιπηκτικά  προσθέτοντας ότι χειρουργήθηκε για το υποσκληρίδιο αιμάτωμα και θεραπεύτηκε διευκρινίζοντας ότι αν υπήρχε οτιδήποτε άλλο δεν θα υπήρχε η έκβαση αυτή, για να καταλήξει λέγοντας ότι ήταν εμφανές ότι η Ενάγουσα δεν είχε κάτι άλλο. 

 

Σε άλλη ερώτηση απέκλεισε την περίπτωση το αιμάτωμα στην Ενάγουσα να είχε προκληθεί από παθολογικά αίτια.

 

Ξεκάθαρος και πλήρως επεξηγηματικός ήταν και στην απάντηση που έδωσε όταν ρωτήθηκε κατά πόσο ήταν πιθανόν ένας ασθενής που είχε υποστεί υποξύ ή χρόνιο υποσκληρίδιο αιμάτωμα αυτό να προέρχεται από κάκωση στο κεφάλι μικρής βαρύτητας την οποία ο ασθενής να μην θυμόταν και, ανεπακόλουθα, να μην επισκέφθηκε το γιατρό. Συγκεκριμένα εξήγησε ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει σε πολύ μεγάλες ηλικίες και ότι η ρήξη αγγείων σε τέτοια ηλικία λόγω σκλήρυνσης γίνεται με ελάχιστη δύναμη, ενώ σε μικρές ηλικίες αυτό δεν γίνεται και ότι χρειάζεται μεγάλη δύναμη.

 

Το ίδιο ξεκάθαρος και πλήρως επεξηγηματικός ήταν και στην απάντηση που έδωσε όταν του υπεβλήθη ότι το αιμάτωμα που εντοπίστηκε στο δεύτερο αξονικό στις 16.1.07 προέρχετο από άλλη αιτία, π.χ πτώση της Ενάγουσας στο έδαφος ή πτώση αντικειμένων στο κεφάλι της και ότι δεν μπορούσε ο Μ.Ε.3 να γνωρίζει αν η Ενάγουσα κατά τη διάρκεια αυτού του χρονικού διαστήματος είχε υποστεί κάποιο από αυτά τα αίτια με αποτέλεσμα να μην μπορεί να πει αν το αιμάτωμα ήταν το αποτέλεσμα του επιδίκου δυστυχήματος ή άλλης αιτίας.  Συγκεκριμένα ο Μ.Ε.3 εξήγησε ότι αν υπήρχε μεταγενέστερη κάκωση και αν ήταν αρχές Ιανουαρίου θα υπήρχε και κάποιο σημείο εξωκρανιακό στο υποδόριο ή θλάση δέρματος και ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν περιγραφόταν οτιδήποτε στη δεύτερη αξονική. Πρόσθεσε δε ότι μετά τις 16.1.07 το αιμάτωμα θεωρείτο χρόνιο ή υποξύ χρόνιο και το αιμάτωμα ήταν κάποιας ηλικίας 30 ημερών και, ότι, συνεπώς, αν ήταν άμεσο θα έπρεπε να ήταν άσπρο, έχοντας εξηγήσει προηγουμένως ότι το οξύ υποσκληρίδιο αιμάτωμα στην αξονική τομογραφία παρουσιάζεται λευκό και ότι είναι άμεσο, δηλ. παρουσιάζεται με άμεση, οξεία συμπτωματολογία.

 

Πλήρως κατατοπιστικός και διαφωτιστικός ήταν ο Μ.Ε. 3 και σε σχέση με τα αποτελέσματα της διενέργειας εγχείρησης και αφαίρεσης του αιματώματος. Όπως συναφώς εξήγησε, το γεγονός της αφαίρεσης του υποσκληριδίου αιματώματος δεν σημαίνει ότι έχουν παρέλθει οι συνέπειες και ότι το μόνο που κερδίζει ο ασθενής είναι να μην επέλθει ο θάνατος υπογραμμίζοντας και προσθέτοντας ότι όσο πιο μικρός είναι ο ασθενής σε ηλικία τόσο πιο αρνητικά είναι τα αποτελέσματα, δηλαδή, να μείνουν μετεγχειρητικά λειτουργικές βλάβες. Όπως διευκρίνισε, σε μεγάλη ηλικία όταν υπάρχει ατροφία σημαίνει ότι υπάρχει μείωση εγκεφαλικής ουσίας και ότι, άρα, υπάρχει περισσότερος ελεύθερος χώρος να καλυφθεί από το αιμάτωμα και, κατά συνέπεια, μικρότερη πίεση επί του εγκεφάλου. Επεσήμανε δε ότι στην ηλικία της Ενάγουσας (44 ετών) δεν υπάρχει, συνήθως, ατροφία του εγκεφάλου με αποτέλεσμα η πίεση που επέρχεται από το υποσκληρίδιο αιμάτωμα να ήταν μεγάλη.

 

Πλήρως επεξηγηματικός και κατατοπιστικός ήταν και σε σχέση με το αίτιο που προκαλεί στην περίπτωση της Ενάγουσας την κεφαλαλγία λέγοντας ότι προκαλείτο από πίεση της μήνιγγας.

 

Το ίδιο διαφωτιστικός ήταν και σε σχέση με το πώς το υποσκληρίδιο αιμάτωμα επηρεάζει την ποιότητα ζωής του ασθενή κάνοντας ειδική αναφορά στην Ενάγουσα και στα συμπτώματα που παρουσιάζει μεταξύ των οποίων έντονη αστάθεια και εμβοές ώτων τα οποία, όπως τόνισε, παραμένουν μέχρι σήμερα και θα παραμείνουν και στο μέλλον και τα οποία, όπως το έθεσε, δυσχεραίνουν άμεσα και σε μεγάλο βαθμό την ποιότητα ζωής της σε πολλούς τομείς.  Αναφορά έκαμε, επίσης, και στο κατάλοιπο της μετατραυματικής αγχώδους διαταραχής που παρέμεινε στην Ενάγουσα με αποτέλεσμα και συνέπεια να μην μπορεί σε κοινωνικές εκδηλώσεις η ζωή της να είναι φυσιολογική.  Ήταν, επίσης, ξεκάθαρος ότι με τη φαρμακευτική αγωγή τα συμπτώματα που έχει η Ενάγουσα υπάρχει μικρή ως ελάχιστη βελτίωση χωρίς η κατάσταση να μπορεί να θεραπευθεί επισημαίνοντας ότι η Ενάγουσα είχε κάνει αρχικά συντηρητική θεραπεία για όλα τα συμπτώματα χωρίς, ωστόσο, να υπάρξει ίαση.

 

Ο Μ.Ε.3 απέρριψε με κατηγορηματικό τρόπο την υποβολή ότι τα συμπτώματα που αναφέρει και αφορούν κεφαλαλγία, αστάθεια και εμβοές που παρουσιάζει η Ενάγουσα ήταν αποτέλεσμα αυτών που του είχε αναφέρει η Ενάγουσα και ότι δεν τα είχε διαγνώσει αντικειμενικά και εξήγησε με ποιον τρόπο διαπιστώνεται η αστάθεια και η κεφαλαλγία όπως, επίσης, και οι εμβοές.

 

Κατ΄ ακολουθίαν όλων των πιο πάνω, διαπιστώνω ότι η γνώμη του Μ.Ε.3 και γενικότερα οι θέσεις του ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν πλήρως εμπεριστατωμένες και συνοδεύονταν από επιστημονική τεκμηρίωση, παρουσιάστηκαν δε με απλό και κατανοητό τρόπο.  Κάθε άποψη του ο Μ.Ε.3 διατύπωνε και κάθε απάντηση που έδιδε την επεξηγούσε πλήρως, δίδοντας όπως είπαμε ανωτέρω, την αναγκαία τεκμηρίωση και θεμελίωση.

 

Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω αξιολόγησης αποδέχομαι τη μαρτυρία του και, συνακόλουθα, τη γνώμη του στο σύνολο της.

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΣΩΜΑΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΒΛΑΒΕΣ

 

Προχωρώ στη συνέχεια να αξιολογήσω τη μαρτυρία της Ενάγουσας όσον αφορά τα όσα κατάθεσε σε σχέση με τις σωματικές της βλάβες και γενικά την κατάσταση της υγείας της ως αποτέλεσμα του τραυματισμού της στο επίδικο δυστύχημα.

 

Η Ενάγουσα αναφέρθηκε με απλό αλλά θετικό τρόπο στα προβλήματα που αντιμετώπισε μετά την τραυματισμό της στο δυστύχημα και την ταλαιπωρία, αλλά και τις επιπτώσεις που προκλήθηκαν στην ίδια.  Ήταν ιδιαίτερη έντονη σε σχέση με τους πόνους και ζαλάδες οι οποίοι άρχισαν να την ταλαιπωρούν μετά το δυστύχημα και οι οποίοι συνεχίσουν μέχρι σήμερα με αποτέλεσμα να μην μπορεί να πάει σε οποιαδήποτε εκδήλωση ή κοινωνική υποχρέωση όταν έχει φασαρία ή πολυκοσμία και να προτιμά να είναι απομονωμένη, ενώ τις πιο πολλές ώρες αναγκάζεται να βρίσκεται στο κρεββάτι.  Επιπλέον, τόνισε και το ότι αυτά τα προβλήματα που της προέκυψαν μετά το δυστύχημα επηρέασαν και τις συζυγικές της υποχρεώσεις όπως, επίσης, και τις υποχρεώσεις της στο σπίτι και στα παιδιά της και τις δουλειές του σπιτιού.

 

Αντεξεταζόμενη παρέμεινε αταλάντευτα σταθερή και συνεπής στη μαρτυρία της. Απάντησε όλες τις ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν με άνεση χωρίς οποιαδήποτε δυσκολία , αμφιταλάντευση ή ενδοιασμό και έδωσε σαφείς και άμεσες απαντήσεις.

 

Ήταν απόλυτα κατηγορηματική ότι πριν το επίδικο δυστύχημα δεν αντιμετώπιζε οποιοδήποτε πρόβλημα υγείας.

 

Δεν έχω διαπιστώσει να υπερβάλλει η Ενάγουσα στις αναφορές της σε σχέση με τα ενοχλήματα και τους πόνους που είχε ως αποτέλεσμα του τραυματισμού της στο επίδικο δυστύχημα. Εν πάση περιπτώσει αυτά που κατάθεσε συνάδουν και συμβαδίζουν πλήρως με την ιατρική μαρτυρία που, με βάση την πιο πάνω αξιολόγηση, έγινε αποδεκτή.

 

Κατ΄ ακολουθίαν της πιο πάνω αξιολόγησης και έχοντας εξετάσει προσεκτικά το σύνολο της μαρτυρίας της Ενάγουσας, αποδέχομαι τη μαρτυρία της κρίνοντας την ως ειλικρινή και αξιόπιστη.

 

Αξιολόγηση μαρτυρίας Μ.Ε.5 και Μ.Ε.6

 

Αξιολογώντας τη μαρτυρία τόσο του Μ.Ε.5 όσο και της Μ.Ε.6 λέω ότι μου έκαναν εξαιρετική εντύπωση ως μάρτυρες της αλήθειας που ήλθαν με φυσικότητα και με ένα τρόπο αβίαστο και ανεπιτήδευτο να πουν αυτά που γνώριζαν σε σχέση με την Ενάγουσα και τα προβλήματα που αυτή αντιμετώπισε μετά τον τραυματισμό της στο επίδικο δυστύχημα.

 

Ως εκ τούτου η μαρτυρία τους γίνεται, στο σύνολο της, αποδεκτή.

 

ΕΥΡΗΜΑΤΑ

 

Κατ΄ ακολουθίαν της πιο πάνω αξιολόγησης προχωρώ να διατυπώσω τα ευρήματα του Δικαστηρίου:

 

§  Η Ενάγουσα νοσηλεύθηκε στη χειρουργική κλινική του Νοσοκομείου Λάρνακας στις 5.12.06 ύστερα από τροχαίο ατύχημα. 

§  Υπεβλήθη σε αξονική τομογραφία εγκεφάλου η οποία δεν ανέδειξε παθολογικά ευρήματα και έλαβε εξιτήριο από το χειρουργικό τμήμα του Νοσοκομείου Λάρνακας. 

§  Μετά από δεκαπενθήμερο η Ενάγουσα ανέπτυξε συμπτώματα έντονης κεφαλαλγίας και λόγω επιμονής αυτών των συμπτωμάτων έγινε αξονική τομογραφία εγκεφάλου (CT) στις 16.1.07 (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 17) που ανέδειξε υποσκληρίδιο αιμάτωμα δεξιά μετωποβρεγματικά με σύστοιχο εγκεφαλικό οίδημα με πιεστικά φαινόμενα, που πίεζε τη δεξιά πλάγια κοιλία προς τα αριστερά και μικρό ενδοεγκεφαλικό αιμάτωμα δεξιά βρεγματικά.

§  Στις 18.1.07 η Ενάγουσα διεκομίσθη στο νευροχειρουργικό τμήμα όπου κατά την κλινική εξέταση είχε GCS 15/15 χωρίς εστιακή σημειολογία και με κόρες οφθαλμών ίσες και αντιδρώσες στο φως.  Έγινε επείγουσα μαγνητική τομογραφία (MRI) (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 18)  η οποία ανέδειξε ευμεγέθες χρόνιο υποσκληρίδιο αιμάτωμα δεξιά μετωποβρεγματικά με σημαντικού βαθμού οίδημα σύστοιχως και πιεστικά φαινόμενα και παρεκτόπιση της μέσης γραμμής προς αριστερά κατά 11 χιλιοστά ενώ το όριο στη νευροχειρουργική για άμεση επέμβαση είναι 10 χιλιοστά.

§  Η Ενάγουσα οδηγήθηκε επειγόντως στο χειρουργείο όπου κάτω από γενική αναισθησία έγινε αφαίρεση του αιματώματος με κρανιοανατρήσεις. Στην προκειμένη περίπτωση υπήρχαν όλα τα στοιχεία που δικαιολογούσαν άμεση χειρουργική επέμβαση.  Υπήρχε εγκεφαλική βλάβη διότι υπήρχε μεγάλη παρεκτόπιση της μέσης γραμμής και μεγάλο οίδημα.

§  Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της έλαβε ισχυρή αναλγητική αγωγή καθώς και αντιεπιληπτικό ως προληπτικό φάρμακο αποφυγής ή μείωσης επιληπτικών σπασμών ένεκα του αιματώματος που παρουσίαζε.

§  Η μετεγχειρητική της πορεία υπήρξε ομαλή και χωρίς επιπλοκές και στις 22.1.07 έλαβε εξιτήριο έχουσα GCS 15/15 άνευ εστιακής σημειολογίας και με σχεδόν πλήρη ύφεση των συμπτωμάτων κεφαλαλγίας.

§  Στις 2.3.07 εξετάστηκε στα εξωτερικά ιατρείας.  Η κλινική της εικόνα ήταν άριστη έχουσα GCS 15/15 άνευ εστιακής ή αντικειμενικής σημειολογίας. Η επαναληπτική αξονική εγκεφάλου έδειξε σχεδόν πλήρη αφαίρεση του αιματώματος και έκπτυξη εγκεφάλου ενώ δεν υπήρχαν καθόλου πιεστικά φαινόμενα. 

§  Η Ενάγουσα εξακολουθεί να αιτιάται περιοδικά ζάλη και κεφαλαλγία διά την οποία της συνεστήθη να λαμβάνει αναλγητική αγωγή. 

§  Κατά την πρώτη εξέταση της Ενάγουσας από το Μ.Ε.3 στις 8.2.08 αυτή παρουσίαζε έντονη κεφαλαλγία, έντονη αστάθεια, ζάλη, ναυτία, εμβοές και εύκολη κόπωση. Επίσης, παρουσίαζε μετατραυματική αγχώδη διαταραχή και καταθλιπτική διάθεση. 

§  Κατά την εξέταση της από το Μ.Ε.3 στις 5.10.09 διεπιστώθη ότι, παρά τη συντηρητική φαρμακευτική αγωγή, τα συμπτώματα της πρώτης κλινικής εικόνας που παρουσίαζε η Ενάγουσα παρέμεναν αναλλοίωτα. Στην Ενάγουσα είχε δοθεί αρχικά συντηρητική φαρμακευτική θεραπεία για όλα τα συμπτώματα αλλά δεν υπήρξε ίαση και τα συμπτώματα παραμένουν. 

§  Κατά την τελευταία εξέταση της Ενάγουσας από το Μ.Ε.3 στις 24.5.11 εξακολουθούσε να έχει την ίδια συμπτωματολογία η οποία μάλιστα είχε επιδυνωθεί. Συγκεκριμένα είχε έντονη σφίζουσα κεφαλαλγία, επιδείνωση της αστάθειας (πτώσεις στο έδαφος), ζάλη, ναυτία, εμβοές, ίλιγγο κατά την κατάκλιση και εύκολη κόπωση.  Επίσης παρουσίαζε μετατραυματική αγχώδη διαταραχή και καταθλιπτική διάθεση. Κλινικώς, τρία χρόνια μετά το τροχαίο, παρά τη συντηρητική φαρμακευτική αγωγή τα συμπτώματα παραμένουν και επιδεινώνονται. Λόγω της χρονιότητας δεν προβλέπεται καμία απολύτως βελτίωση και ίαση. 

§  Η Ενάγουσα έχει έντονη αστάθεια, δηλ. δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια ούτε ένα δευτερόλεπτο όταν κλείσει τα μάτια, ως επίσης και εμβοές ωτών τα οποία συμπτώματα παραμένουν μέχρι σήμερα και θα παραμείνουν και στο μέλλον και τα οποία δυσχεραίνουν άμεσα και σε μεγάλο βαθμό την ποιότητα ζωής της σε πολλούς τομείς. 

§  Δεν μπορεί η ζωή της Ενάγουσας σε κοινωνικές εκδηλώσεις να είναι φυσιολογική. Το κατάλοιπο της μετατραυματικής αγχώδους διαταραχής που παρέμεινε στην Ενάγουσα είναι ένα από τα χειρότερα κατάλοιπα και σημαίνει ότι αυτός που το έχει δεν ανταποκρίνεται σε όλες τις συνθήκες φυσιολογικά. 

 

ΤΕΛΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΙΣ ΣΩΜΑΤΙΚΕΣ ΒΛΑΒΕΣ ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ

 

Κατ’ ακολουθίαν των πιο πάνω ευρημάτων προέκυψε ότι ως αποτέλεσμα κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης της Ενάγουσας στο επίδικο τροχαίο ατύχημα η Ενάγουσα υπέστη χρόνιο υποσκληρίδιο αιμάτωμα το οποίο διαπιστώθηκε μέσω της αξονικής τομογραφίας που διενεργήθηκε στις 16/1/07, το οποίο υποσκληρίδιο αιμάτωμα έχρηζε άμεσης χειρουργικής επέμβασης και αντιμετωπίσθηκε, επομένως, χειρουργικά υπό γενική αναισθησία.

 

Υπογραμμίζεται ότι δεν παρουσιάσθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε μαρτυρία για την ύπαρξη άλλης αιτίας που μπορεί να προκάλεσε το υποσκληρίδιο αιμάτωμα στην Ενάγουσα.  Το μόνο περιστατικό που υπάρχει και για το οποίο έχουμε τη μαρτυρία της Ενάγουσας – την οποία έχουμε αποδεκτεί – ότι της προκάλεσε όλα τα προβλήματα είναι το επίδικο δυστύχημα.

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα είδη και τις υποδιαιρέσεις των υποσκληριδίων αιματωμάτων όπως επεξηγήθηκαν από τους ιατρούς ΜΕ3 και ΜΕ4, τα αποτελέσματα της αξονικής και μαγνητικής τομογραφίας  που έγιναν στις 16/1/07 και 18/1/07 αντίστοιχα και που ανέδειξαν την ύπαρξη χρόνιου υποσκληρίδιου αιματώματος, τη συμπτωματολογία που ανέπτυξε η Ενάγουσα μετά που επεσυνέβη το επίδικο δυστύχημα όπως έντονες κεφαλαλγίες και γενικά όλα τα συμπτώματα που περιέγραψε σε συσχετισμό με το γεγονός ότι δεν υπήρχε τέτοια συμπτωματολογία σε οποιοδήποτε στάδιο πριν να επισυμβεί το επίδικο δυστύχημα ως, επίσης, και το γεγονός ότι στην περίπτωση της Ενάγουσας αποκλείσθη η περίπτωση το υποσκληρίδιο αιμάτωμα να είχε προκληθεί από άλλες αιτίες όπως αγγειοπάθειες ή λήψη αντιπηκτικών, το συμπέρασμα που προκύπτει στην παρούσα υπόθεση είναι ότι το χρόνιο υποσκληρίδιο αιμάτωμα που διαπιστώθηκε στην Ενάγουσα ήταν τραυματικής αιτιολογίας και αποτέλεσμα του επίδικου τροχαίου δυστυχήματος στο οποίο αυτή ενεπλάκη.

 

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ

 

Το Δικαστήριο είναι επιφορτισμένο με το καθήκον υπολογισμού των γενικών αποζημιώσεων του φυσικού πόνου, της ταλαιπωρίας, της απώλειας των ανέσεων και απολαύσεων της ζωής που υπέστη ο Ενάγων σαν συνέπεια του τραυματισμού του. Οι αποζημιώσεις που επιδικάζονται από τα Δικαστήρια πρέπει να είναι δίκαιες και λογικές. Στόχος είναι να αποδοθεί δικαιοσύνη στην απώλεια και στη ζημιά χωρίς να τίθεται υπέρμετρο βάρος στον αδικοπραγούντα.

 

Όπως τονίζεται στην κλασσική, πλέον, πάνω στο ζήτημα απόφαση Paraskevaides (Overseas) Ltd v. Christofi (1982) 1C.L.R.789:

 

«… To ποσό που επιδικάζεται πρέπει να είναι κοινωνικά αποδεκτό. Συνεπώς, η κοινωνική δεοντολογία κατά τον ουσιώδη χρόνο είναι σε κάθε περίπτωση παράγοντας σχετικός προς το έργο μας, ειδικά σε σχέση με μη χρηματική απώλεια. Η χρηματική ζημιά, ως περισσότερο επιδεκτική μαθηματικού υπολογισμού εξαρτάται λιγότερο από κοινωνικά κριτήρια. Στόχος του εγχειρήματος είναι η κατάληξη, στο τέλος της πορείας σε αριθμό που είναι δίκαιος και εύλογος κάτω από τις περιστάσεις της υπόθεσης.»

 

Είναι σταθερή η τάση για ελευθεροποίηση των ποσών που επιδικάζονται ως γενικές αποζημιώσεις η οποία καταλήγει σε αύξηση τους σε σύγκριση με εκείνο που θεωρείτο το μέτρο στο παρελθόν έτσι που να τοποθετείται μεγαλύτερη αξία στον ανθρώπινο πόνο και τις αγωνίες της ανικανότητας[16]. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι πραγματικότητες, όπως μπορούν να εξακριβωθούν, με γνώμονα και την αγοραστική αξία του χρήματος κατά το χρόνο της επιδίκασης των αποζημιώσεων ως αυτοτελή παράγοντα αλλά και ως συγκριτικό όταν ανατρέχουμε σε υποθέσεις του παρελθόντος στο βαθμό που αυτές σε περιπτώσεις αυτής της φύσεως θα μπορούσε να είναι βοηθητικές[17].

 

Τελικά, σκοπός των αποζημιώσεων είναι η αποκατάσταση του θύματος του αστικού αδικήματος στη θέση στην οποία εύλογα θα μπορούσε να αναμένεται ότι θα βρισκόταν εάν δεν τραυματιζόταν. Αυτή είναι η βασική αρχή η οποία διέπει τον καθορισμό των αποζημιώσεων στο δίκαιο των αστικών αδικημάτων υπό τον όρο πάντα ότι η ζημιά η οποία αποδίδεται είναι εύλογη μεταξύ τους[18].

Προηγούμενες αποφάσεις δεν αποτελούν δεσμευτικό προηγούμενο υπό την έννοια της αρχής του stare decisis αλλά παρέχουν καθοδήγηση.

 

Πρέπει, επίσης, να λαμβάνεται υπόψη η συνεχής μείωση της αξίας του χρήματος[19].

 

Στην υπόθεση Ερωτοκρίτου κ.α. ν. Καραολή (1998) 1Α.Α.Δ.445 επισημαίνεται ότι προηγούμενες αποφάσεις αναφορικά με αποζημιώσεις μόνο ενδεικτική σημασία μπορούν να έχουν γιατί κάθε ειδική περίπτωση διαφέρει ανάλογα με το είδος και την έκταση του τραυματισμού καθώς και τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε υπόθεσης.

 

Να σημειώσουμε, τέλος, ότι είναι ταυτόχρονα νομολογημένο ότι η αυξητική τάση στις αποζημιώσεις δεν αποτελεί οδικό χάρτη για αιτιολόγηση παροχής αυξανόμενων ποσών σε κάθε περίπτωση.[20]

 

Μελέτησα με προσοχή τα στοιχεία αριθμού υποθέσεων στις οποίες καθορίστηκαν ποσά γενικών αποζημιώσεων για παρόμοιους τραυματισμούς και τα σύγκρινα με αυτά της υπό κρίση περίπτωσης.  Άντλησα καθοδήγηση από αριθμό αποφάσεων στις οποίες υπάρχει αναλογία με τη συγκεκριμένη υπόθεση, στην έκταση των κακώσεων και στα επακόλουθα, προβαίνοντας, βέβαια, στις αναγκαίες προσαρμογές και λαμβάνοντας υπόψη ότι κάθε υπόθεση έχει τις ιδιαιτερότητες της και ότι είναι σχεδόν αδύνατο να βρεθούν δύο υποθέσεις με τα ίδια ακριβώς στοιχεία[21].

 

Προχωρώ στη συνέχεια να αναφερθώ σε ορισμένες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου οι οποίες, παρά το γεγονός ότι παρουσίαζαν διαφορές, έχουν και κάποια κοινά στοιχεία και μπορεί σε κάποιο βαθμό να καθοδηγήσουν το Δικαστήριο στον υπολογισμό των γενικών αποζημιώσεων στην παρούσα υπόθεση.

 

Στην υπόθεση Ευλαβία Ψαρά άλλως Λία Ψαρά ν. Ανδρούλλας Μούσκου άλλως Ανδρούλλας Μακρυγιάννη Π.Ε. 264/07 ημερ. 23.7.12 η ηλικίας 60 ετών, Εφεσίβλητη είχε μεταφερθεί στο ΤΕΠ Ατυχημάτων του Γενικού Νοσοκομείου Πάφου και λόγω προοδευτικής επιδείνωσης του επιπέδου της συνείδησης κρίθηκε αναγκαία η μεταφορά της στο Νευροχειρουργικό Τμήμα του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας. Παρουσίαζε σοβαράς μορφής κρανιοεγκεφαλική κάκωση με υποσκληρίδιο αιμάτωμα. Αξονική τομογραφία του εγκεφάλου έδειξε την ύπαρξη καταγμάτων κρανίου στην αριστερή ινιακή χώρα και τη δεξιά κροταφοβρεγματική. Παρουσίαζε, επίσης, εγκεφαλικές θλάσεις στη δεξιά μετωπιαία και κροταφική χώρα και υποσκληρίδιο αιμάτωμα δεξιά.

 

Η εφεσίβλητη υποβλήθηκε σε κρανιοτομή και παροχέτευση του υποσκληριδίου αιματώματος. Μετεγχειρητικά παρέμεινε σε ελεγχόμενο υπεραερισμό των πνευμόνων ενωμένη σε αναπνευστήρα για ένα δεκαήμερο και ακολούθως αποσυνεδέθη, αφού της έγινε τραχειοτομή. Παρέμεινε σε κρίσιμη κατάσταση για 14 περίπου ημέρες. Προοδευτικά το επίπεδο συνείδησης άρχισε να βελτιώνεται και η εφεσίβλητη ήταν σε θέση να εκτελεί απλές εντολές. Στις 5.10.2003 υποβλήθηκε σε δεύτερη χειρουργική επέμβαση για επανατοποθέτηση του οστικού ελλείμματος και παροχέτευση υγρού.

 

Μετά από εντατική φυσιοθεραπεία και κινητοποίηση, η εφεσίβλητη απολύθηκε δύο περίπου μήνες μετά το δυστύχημα και στη συνέχεια παρακολουθείται στα εξωτερικά ιατρεία του Νευροχειρουργικού Τμήματος. Ανέπτυξε άποιο διαβήτη ο οποίος ύστερα από τη λήψη κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής για 4-5 μήνες υποχώρησε. Η πιθανότητα μελλοντικής υποτροπής της υπόφυσης, το τραύμα στην οποία προκάλεσε διαταραχές στην έκκριση της ορμόνης με αποτέλεσμα τον άποιο διαβήτη, θεωρείτο απομακρυσμένη. Ήταν σε θέση να επικοινωνεί πλήρως, με το περιβάλλον και δεν παρουσίαζε εστιακά παθολογικά σημεία. Λάμβανε αντιεπιληπτική αγωγή.

 

Παραπονείτο για δυσκολίες στη μνήμη, αιμωδίες στα κάτω άκρα, θάμπωμα στην όραση και μείωση της ακοής δεξιά, καθώς και περιτραυματική αμνησία. Ο σύζυγός της αναφέρθηκε σε αλλαγή στη συμπεριφορά της για εύκολο εκνευρισμό και ανασφάλεια, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να παραμείνει μόνη, ενώ είχε γίνει  εριστική και ευσυγκίνητη.

 

Η εφεσίβλητη υπέστη ένα σοβαρό τραυματισμό ο οποίος έθεσε τη ζωή της σε σοβαρό κίνδυνο, ενώ ταλαιπωρήθηκε με τις επανειλημμένες επεμβάσεις και επιπλοκές που παρουσίασε. Παρουσίαζε συναισθηματική αστάθεια και μεταπτώσεις. Το είδος αυτό της συμπεριφοράς ήταν εκτός χαρακτήρα και οφείλετο στην κάκωση του μετωπιαίου λοβού του εγκεφάλου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων ποσό Λ.Κ.37.000 (€63.218) το οποίο κατ΄ έφεση κρίθηκε ότι δεν ήταν υπερβολικό.

 

Στην υπόθεση Ανδρέας Κάϊλας ν. Ανδρέα Παπαχαραλάμπους ως Διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντα Κώστα Σαϊττη Π.Ε. 248/06, ημερ. 29.5.09 ο Εφεσείων ηλικίας 16½ ετών όταν ενεπλάκη στο επίδικο τροχαίο ατύχημα, είχε τραυματισθεί στο κεφάλι με αποτέλεσμα να υποστεί κρανιοεγκεφαλική κάκωση και κάταγμα κρανίου. Λόγω της σοβαρότητας της κατάστασης του μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας και εισήχθη στην εντατική μονάδα του Νευροχειρουργικού Τμήματος. Αξονική τομογραφία στην οποία υπεβλήθη κατέδειξε κάταγμα αριστερού κροταφικού οστού και κατάγματατα σπλαχνικού κρανίου.  Διαπιστώθηκε, επίσης, πολύ μικρό επισκληρίδιο αιμάτωμα και θλάση στον αριστερό μετωπιαίο λοβό. Ο Εφεσείων ήταν σε κωματώδη κατάσταση, αντιδρούσε μόνο στα επώδυνα ερεθίσματα με σπαστική κάμψη του αριστερού άνω άκρου και με έκταση του δεξιού άνω άκρου. Την ίδια ημέρα, το μικρό επισκληρίδιο αιμάτωμα επεκτάθηκε με πιεστικά φαινόμενα.

 

Λόγω του ότι σε περίπτωση μη έγκαιρης επέμβασης, κινδύνευε η ζωή του Εφεσείοντα, διενεργήθηκε αμέσως κρανιοτομή στην αριστερή μετωποκροταφοβρεγματική χώρα για αφαίρεση του αιματώματος. Τα αποτελέσματα της επέμβασης ήταν άριστα. Η μετεγχειρητική εξέλιξη του Εφεσείοντα και η βελτίωση της νευρολογικής του κατάστασης οδήγησαν αυτός να πάρει εξιτήριο από το νοσοκομείο στις 24.12.97.  (το δυστύχημα επεσυνέβη στις 9.12.97)

 

Αναφορικά με την έκπτωση των έκπτωση των διανοητικών λειτουργιών του Εφεσείοντα το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε διαπιστώσει ότι αυτή αμέσως μετά το δυστύχημα ήταν σημαντική με την πάροδο, όμως, του χρόνου, βελτιώθηκε ώστε, ό,τι παρέμεινε ήταν μικρή έκπτωση των διανοητικών λειτουργιών του.  Περαιτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο τραυματισμός του Εφεσείοντα στον αριστερό οφθαλμό είχε ως αποτέλεσμα μόνιμη ελαφριά ατροφία του οπτικού νεύρου με συνακόλουθο τη μείωση της όρασης του.  Με δεδομένο ότι η όραση του πριν το δυστύχημα ήταν 70% του κανονικού και μετά από αυτό σταθεροποιήθηκε στο 50% η μείωση της από το δυστύχημα ανήλθε σε ποσοστό 20%.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων ποσό Λ.Κ.40.000 (€68.344,00). Κατ΄ έφεση το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η μικρή έστω έκπτωση των διανοητικών λειτουργιών του Εφεσείοντα μαζί με την περαιτέρω μείωση της όρασης του αριστερού οφθαλμού του δεν αποζημιώνονταν ικανοποιητικά με το επιδικασθέν ποσό και το αύξησε στο ποσό των €100.000.

 

Θεωρώ ότι η υπόθεση Κάϊλας (ανωτέρω) αφορά, όπως προκύπτει από την περιγραφή των σωματικών βλαβών και καταλοίπων του Εφεσείοντα ανωτέρω, πιο σοβαρή περίπτωση από την υπό εξέταση υπόθεση, ενώ η υπόθεση Ψαρά (ανωτέρω), παρά τις διαφορές που ασφαλώς υπάρχουν με την υπό εξέταση υπόθεση, θα μπορούσε να αποτελέσει ασφαλέστερη καθοδήγηση αναφορικά με το ύψος των γενικών αποζημιώσεων που θα πρέπει να επιδικαστούν στην παρούσα υπόθεση.

 

Έλαβα υπόψη το είδος και τη φύση του τραυματισμού που η Ενάγουσα υπέστη ως αποτέλεσμα του επίδικου δυστυχήματος και ιδιαίτερα το γεγονός ότι ένεκα της πρόκλησης υποσκληριδίου αιματώματος μετά το δυστύχημα παρουσίασε συμπτώματα έντονης κεφαλαλγίας, έντονης αστάθειας, ζάλης, εμβοές ώτων, εύκολη κόπωση και περαιτέρω ανέπτυξε μετατραυματική αγχώδη διαταραχή και καταθλιπτική διάθεση. Επισημαίνεται δε ότι παρά τη λήψη συντηρητικής φαρμακευτικής αγωγής για όλα τα συμπτώματα, δεν υπήρξε ίαση και τα συμπτώματα παραμένουν και επιδεινώνονται χωρίς να προβλέπεται οποιαδήποτε βελτίωση και ίαση.

 

Υπογραμμίζω ιδιαίτερα ότι τα πιο πάνω συμπτώματα τα οποία παρουσιάζει η Ενάγουσα και τα οποία, επαναλαμβάνω, θα παραμείνουν και στο μέλλον, δυσχεραίνουν άμεσα και σε μεγάλο βαθμό την ποιότητα ζωής της σε πολλούς τομείς με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ανταποκρίνεται σε όλες τις συνθήκες της ζωής φυσιολογικά.

 

Δεν διαφεύγει, επίσης, της προσοχής μου η νοσηλεία που έτυχε και η διενέργεια, υπό γενική αναισθησία, χειρουργικής επέμβασης για αφαίρεση του αιματώματος με κρανιοανατρήσεις λόγω της ύπαρξης εγκεφαλικής βλάβης. 

 

Συνεκτιμώντας, λοιπόν, όλα τα πιο πάνω και γενικά τον πόνο και την ταλαιπωρία που η Ενάγουσα υπέστη συνεπεία του τραυματισμού της, αλλά και των μόνιμων προβλημάτων και καταλοίπων που αυτός της επέφερε, κρίνω ότι ένα ποσό της τάξης των €65.000 υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων θα αποτελούσε για την περίπτωση της δίκαιη και εύλογη αποζημίωση.

 

ΕΙΔΙΚΕΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ

 

Προτού αναφερθούμε στα ποσά των ειδικών αποζημιώσεων που αξιώνονται και σε αυτά τα οποία, με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου, έχουν αποδειχθεί ανοίγουμε μια παρένθεση για να αναφερθούμε σύντομα στη νομική πτυχή που διέπει το θέμα της απόδειξης των ειδικών ζημιών.

 

Είναι γνωστή η νομολογία ότι η απόδειξη των ειδικών αποζημιώσεων κινείται μέσα σε αυστηρά πλαίσια.  Εναπόκειται δε στον Ενάγοντα σε κάθε περίπτωση ν΄ αποδείξει με κατάλληλη μαρτυρία τα κονδύλια που συνιστούν ειδική ζημιά και τα οποία έχει προηγουμένως συμπεριλάβει στο δικόγραφό του. Οι ζημιές δεν είναι αρκετό να προβάλλονται στα δικόγραφα. Πρέπει να αποδεικνύονται και να αποδεικνύονται με σαφήνεια και με συγκεκριμένα στοιχεία[22].

 

 Όπως αναφέρθηκε στην Αγγλική υπόθεση Bonham – Carter v. Hyde Park Hotel (1948) 64 T.L.R. 177 από το Λόρδο Goddard:

 

«Plaintiffs must understand that if they bring actions for damages is for them to proof their damage; it is not enough to write down the particulars, and, so to speak, throw them at the head of the court, saying “This is what I have lost, I ask you to give me these damages” They have to prove it.»

 

Στην παρούσα υπόθεση με βάση την προσαχθείσα μαρτυρία και τα Τεκμήρια που έχουν κατατεθεί για τα ιατρικά έξοδα και δαπάνες που έχει υποστεί η Ενάγουσα το συνολικό ποσό ανέρχεται σε €1393.  Οι αποδείξεις Τεκμήρια 10, 13, 14, 15 και 16 αφορούν αποδείξεις που εκδόθηκαν από τον ΜΕ3 και κατατέθηκαν από τον ίδιο και δεν έτυχαν οποιασδήποτε αμφισβήτησης από πλευράς Υπεράσπισης κατά το στάδιο της αντεξέτασης, ενώ το Τεκμήριο 4 κατατέθηκε από την Ενάγουσα και ούτε και αυτό αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση.  Το ποσό αυτό προκύπτει αναλυτικά ως ακολούθως:

 

                 Τεκμήριο   4                 €393

                 Τεκμήριο   10               € 50

                 Τεκμήριο   13               € 50

                 Τεκμήριο   14               €350

                 Τεκμήριο   15               € 50

                 Τεκμήριο   16               €500

 

                        ΣΥΝΟΛΟ:  €1393

Σημειώνω ότι σε σχέση με τα ιατρικά έξοδα και δαπάνες στις λεπτομέρειες ειδικών ζημιών της Έκθεσης Απαίτησης και συγκεκριμένα στις παραγρ. 8(β) και 8(γ) διεκδικούνται τα ποσά των €47.90 και €800 αντίστοιχα, δηλ. συνολικά €847.90 που, όπως προκύπτει, είναι μικρότερο από το ποσό που έχει με βάση τη μαρτυρία αποδειχθεί ότι αποτελεί το σύνολο των ιατρικών εξόδων που υπέστη η Ενάγουσα ένεκα του τραυματισμού της στο επίδικο δυστύχημα. Όπως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω, από τη μαρτυρία έχει αποδειχθεί το συνολικό ποσό των €1.393.

 

Κατά συνέπεια το Δικαστήριο θα επιδικάσει στο τέλος της ημέρας τα ποσά που διεκδικούνται  με βάση τις λεπτομέρειες της Έκθεσης Απαίτησης και όχι αυτά που έχουν αποδειχθεί με βάση τη μαρτυρία εφόσον δεν έχει μεσολαβήσει οποιοδήποτε αίτημα τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης ούτως ώστε αυτή να συνάδει με τη μαρτυρία.

 

Σημειώνω δε ότι δεν βρισκόμαστε προ της περίπτωσης όπου η ζημιά αποκρυσταλλώνεται μεταξύ του ατυχήματος και της δίκης.  Είναι νομολογιακή αρχή όμως ότι εφόσον η ζημιά αποκρυσταλλώνεται μεταξύ του δυστυχήματος και δίκης και είναι δεκτική αριθμητικού υπολογισμού επιδικάζεται η συγκεκριμένη ζημιά υπέρ του ενάγοντα υπό τον όρο τυπικόν κατ΄ ουσία της θεσμικής εναρμόνισης της έκθεσης απαιτήσεως με τα δεδομένα της απόφασης τους Δικαστηρίου[23].

 

Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Fysko v. Γεωργίου  (1991) 1 Α.Α.Δ. 1014, σελ.1030:

 

  «Στις περιπτώσεις που από την ημερομηνία καταχώρησης της έκθεσης απαιτήσεως μέχρι την ημέρα της δίκης αποκρυσταλλώνεται ζημιά ή απώλεια επιδεκτική αριθμητικού υπολογισμού, αναμένεται πως θα γίνεται κατάλληλη τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης ώστε, κατά την ακρόαση, οι γραπτές προτάσεις να αντικατοπτρίζουν τα επίδικα θέματα στο σύνολο τους και η απαίτηση να είναι ολοκληρωμένη.  Δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο, όμως να οδηγείται η υπόθεση σε ακρόαση χωρίς τη μεσολάβηση τέτοιας τροποποίησης.  Το ίδιο συνηθισμένο είναι να αφήνεται να εισαχθεί, χωρίς ένσταση, μαρτυρία σε σχέση με τέτοια ζημιά που αναφέρεται σε χρόνο που δεν καλύπτεται από την έκθεση απαιτήσεως.»

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω θα επιδικασθεί στην Ενάγουσα υπό μορφή ειδικών ζημιών το ποσό των €847.90.

 

Απώλεια εισοδημάτων οικιακών υπηρεσιών

 

Στην παράγρ. 8(ε) της Έκθεσης Απαίτησης διεκδικείται ποσό €2500 ως «απώλεια εισοδημάτων οικιακών υπηρεσιών από 5.12.06 μέχρι 5.5.06 προς 500 ευρώ μηνιαίως».

 

Πέραν του ότι η περίοδος που προσδιορίζεται δεν μπορεί λογικά να είναι ορθή και, άρα, δεν υπάρχει σαφώς προσδιορισμένο χρονικό διάστημα για την πιο πάνω αξίωση, δεν προσφέρθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία που να αφορά και να σχετίζεται με την απώλεια εισοδημάτων οικιακών υπηρεσιών.

 

Η μόνη μαρτυρία που προσκομίσθηκε είναι αυτή της αδελφής της Ενάγουσας, δηλ. της Μ.Ε.6, σύμφωνα με την οποία η Μ.Ε.6 βοηθούσε την Ενάγουσα από την ημέρα του δυστυχήματος μέχρι το Μάιο και η Ενάγουσα της έδινε Λ.Κ.35 τη βδομάδα για τα έξοδα βενζίνης της.  Επισημαίνεται, επίσης, και η μαρτυρία του συζύγου της Ενάγουσας ΜΕ5 ο οποίος και αυτός αναφέρθηκε στο ότι η σύζυγος του έδινε ΛΚ35 εβδομαδιαίως στην αδελφή της όχι ως αμοιβή αλλά για να καλύπτει τα έξοδα της βενζίνης της και φθορές αυτοκινήτου.

 

Η Ενάγουσα στη μαρτυρία της είχε αναφέρει μόνο ότι ερχόταν για κάποιους μήνες η αδελφή της και τη βοηθούσε χωρίς να αναφερθεί στο ότι της κατέβαλλε οποιοδήποτε ποσό.

 

Όπως είναι φανερό η πιο πάνω μαρτυρία δεν μπορεί να συσχετισθεί με την αξίωση που περιέχεται στην παράγρ. 8(ε) της Έκθεσης Απαίτησης και η οποία, επομένως, δεν έχει αποδεχθεί.

 

 

 

ΤΟΚΟΣ

 

Ο νόμιμος τόκος μέχρι τη σχετικά πρόσφατη τροποποίηση του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60, ήταν 8%.  Με τον τροποποιητικό Νόμο 81(I)/08 ο νόμιμος τόκος μειώθηκε σε 5,5% από 15.10.2008. Ανάλογη τροποποίηση επέφερε και ο τροποποιητικός Νόμος 82(I)/08 στο Άρθρο 58Α του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148.

 

Στη βάση του Άρθρου 58(α) του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου ΚΕΦ.148, όπως τροποποιήθηκε προβλέπεται η επιδίκαση του τόκου επί ολοκλήρου ή μέρους των επιδικασθεισών αποζημιώσεων για ολόκληρη ή μέρος την περιόδου μεταξύ της ημερομηνίας γένεσης του αγώγιμου δικαιώματος και της ημερομηνίας έκδοσης της απόφασης, εκτός αν το Δικαστήριο «… είναι ικανοποιημένο ότι συντρέχουν ειδικοί περί του αντιθέτου λόγοι …».

 

Το θέμα του καθορισμού του τόκου εμπίπτει εντός των πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Εκτενής ανάλυση του θέματος με ειδική αναφορά στην αγγλική νομολογία έγινε στην υπόθεση Φοινικαρίδης ν. Γεωργίου (1991) 1 ΑΑΔ 475

 

Στην πιο πάνω υπόθεση τονίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι ένας παράγοντας που δεν μπορεί να παραγνωριστεί είναι ο τρόπος με τον οποίο προωθείται η αγωγή προς εκδίκαση αφού μια αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην προώθηση της μπορεί να έχει ως επακόλουθο τον περιορισμό της χρονικής έκτασης καθορισμού του τόκου. [24] Στην υπόθεση Καμπούρης ν. Εταιρείας Βιοχρώμ Λτδ (2005) 1 (Β) ΑΔΔ 1246.  Στην υπόθεση αυτή ο τόκος επιδικάστηκε από την ημερομηνία καταχώρισης της Τροποποιημένης ΄Εκθεσης Απαίτησης λόγω αδικαιολόγητης καθυστέρησης στην προώθηση της Αγωγής.

 

Από την άλλη, καθυστέρηση δύο και πλέον ετών στην καταχώρηση της Έκθεσης Απαίτησης κρίθηκε ως δικαιολογημένη λόγω της έκτασης και πολλαπλότητας των τραυμάτων του Ενάγοντα[25]. Σχετικές είναι επίσης οι υποθέσεις Θεοφάνους ν. Κουρουκλά (2006) 1(Α)ΑΑΔ 528 όπου ο τόκος επιδικάστηκε από τη μέρα έγερσης του αγώγιμου δικαιώματος, Ευαγγέλου ν. Δημητρίου (2008) 1Α.Α.Δ.248 και Αζόφ ν. Προδρόμου κ.ά. (2006) 1(Α)ΑΑΔ 331

 

Σε σχέση με τις ειδικές αποζημιώσεις το θέμα τέθηκε ως εξής από το Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Ι. Κωνσταντινίδη στη Φοινικαρίδης (πιο πάνω) στις σελίδες 494-495:

 

«Το ύψος των ειδικών ζημιών είναι γνωστό κατά το χρόνο της δίκης και ως θέμα αρχής, το ορθό θα ήταν να επιδικάζεται τόκος από την ημερομηνία κατά την οποία ο Ενάγων είχε υποστεί την κάθε ζημιά. Όμως αυτό θα συνεπαγόταν πολυδιάσπαση των ποσών και ενασχόληση με πολλές αριθμητικές πράξεις συνήθως με αντικείμενο μικρά ποσά κάθε φορά.

               …………………………………………………………………………………………………

Έτσι ευνοήθηκε η προσέγγιση του θέματος πάνω σε γενικές γραμμές και προκρίθηκε ως δίκαιη η επιδίκαση τόκου πάνω στο συνολικό ποσό των ειδικών αποζημιώσεων που επιδικάζονται από την ημέρα της γέννησης του αγώγιμου δικαιώματος ως τη δίκη, μειωμένου όμως κατά το μισό ώστε να αντισταθμιστεί το γεγονός ότι δεν προκύπτει όλη η ζημιά από την αρχή. Τονίζεται πως αυτό μόνο σε συνηθισμένες περιπτώσεις. Δεν αποκλείεται διαφορετική προσέγγιση όταν τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης το δικαιολογούν.»

 

Στην υπόθεση Φοινικαρίδης (ανωτέρω) σε σχέση με τις γενικές αποζημιώσεις ο Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου Ι. Κωνσταντινίδης, δίδοντας καθοδήγηση σε σχέση με τον τρόπο άσκησης της διακριτικής εξουσίας που έχει το Δικαστήριο, ανέφερε στις σελίδες 495-496 τα εξής σχετικά:

 

 «Αποζημιώσεις για πόνο, ταλαιπωρία και απώλεια απολαύσεων ζωής

 

Ο τραυματισμός δεν προκαλεί διά μιας τον πόνο, την ταλαιπωρία και τα υπόλοιπα για τα οποία τελικά αποζημιώνεται ο ενάγων.  Κατά τον υπολογισμό του ύψους των γενικών αποζημιώσεων, το οποίο ως εκ της φύσης του είναι αδιαίρετο, συνυπολογίζονται όχι μόνο όσα υπέστη ο ενάγων κατά το χρονικό διάστημα από τον τραυματισμό του ως τη δίκη, αλλά, συνήθως, και όσα θα υποφέρει ή θα στερηθεί στο μέλλον.  Με αυτά τα βασικά υπόψη, υιοθετήθηκε η μέθοδος της επιδίκασης τόκου πάνω στο συνολικό ποσό των γενικών αποζημιώσεων από την ημέρα κατά την οποία ο Εναγόμενος θα έπρεπε να είχε πληρώσει την αποζημίωση αλλά δεν το έκαμε, δεδομένου ότι είναι μόνο από την ημέρα εκείνη που μπορεί να λεχθεί ότι ο ενάγων στερήθηκε τα χρήματα αυτά.  Όπως σημειώνεται στην απόφαση ο χρόνος αυτός θα μπορούσε σε ορισμένες περιπτώσεις να είναι η ημέρα αποστολής επιστολής πριν από την αγωγή ή το αργότερο ή ημέρα κατά την οποία επιδόθηκε το κλητήριο ένταλμα.  Γίνεται ακόμα αναφορά στην ημέρα κατά την οποία καταχωρίστηκε η αγωγή εφόσο και εκείνη την ημερομηνία θα μπορούσε να λεχθεί ότι ο Ενάγοντας στερήθηκε το ποσό της αποζημίωσης.  Για σκοπούς γενίκευσης του τρόπου της προσέγγισης θεωρήθηκε πως το ορθό θα ήταν να επιδικάζεται, στην περίπτωση των γενικών αποζημιώσεων, τόκος από την ημερομηνία της επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος προκειμένου να έχουν κίνητρο και οι δικηγόροι των εναγόντων να καταχωρούν και να επιδίδουν το κλητήριο ένταλμα χωρίς καθυστέρηση.

 

Τονίζεται πως τα πιο πάνω, ως καθοδήγηση σε σχέση με τρόπο άσκησης διακριτικής εξουσίας, όπως συμβαίνει σε όλες τις παρόμοιες περιπτώσεις, δεν αποτελούν ούτε κανόνα δικαίου ούτε κανόνα πρακτικής έτσι που να αποτελούν δεσμευτικό προηγούμενο.  Η ύπαρξη ιδιαίτερων περιστάσεων που δεν θα κατάτασσαν μια υπόθεση στην κατηγορία των συνηθισμένων υποθέσεων του είδους, μπορούν να ληφθούν υπόψη και ενδεχομένως να οδηγήσουν σε κάποια διαφορετική προσέγγιση.  Συναφώς, σημειώνουμε πως σ’ όλες τις περιπτώσεις είναι δυνατό να διαδραματίσει ρόλο ο τρόπος με το οποίο προωθήθηκε η αγωγή προς εκδίκαση.  Στις περιπτώσεις που παρατηρείται αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην προώθηση της αγωγής θα ήταν λανθασμένο να επιδικάζεται τόκος χωρίς να ληφθεί υπόψη η καθυστέρηση αυτή.  Για όσο χρόνο διαρκεί η αδικαιολόγητη καθυστέρηση ο ενάγων στερείται τα χρήματα στα οποία δικαιούται από δικό του σφάλμα.»

 

Το προαναφερθέν Άρθρο 58(α) του ΚΕΦ.148 σχετικά με την επιδίκαση συγκεκριμένου επιτοκίου στις περιπτώσεις αγωγών για σωματικές βλάβες, όπως τονίστηκε στην υπόθεση Novichkova Daria (ανωτέρω), εμπεριέχει ως λογικό και νομικό υπόβαθρο την καταβολή τόκου επί των χρημάτων που ο παθών θα έπαιρνε εάν ο αδικοπραγών Εναγόμενος κατέβαλλε έγκαιρα και χωρίς την ανάγκη εκδίκασης της αγωγής, το αξιούμενο ποσό χρημάτων ή έστω αποδεχόταν σε σύντομο χρόνο την καταβολή εύλογης αποζημίωσης.

 

Στην παρούσα υπόθεση το αγώγιμο δικαίωμα δημιουργήθηκε στις 5.12.06 και ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα κατεχωρήθη στις 17.9.08, δηλ. περίπου 21 μήνες μετά τη γένεση του αγώγιμου δικαιώματος.

 

Σ’  ό,τι αφορά το θέμα του τόκου για τις γενικές αποζημιώσεις λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω και ασκώντας τη διακριτική μου ευχέρεια, θεωρώ ορθό να επιδικάσω νόμιμο τόκο από την ημέρα καταχώρησης του Ειδικώς Οπισθογραφημένου Κλητηρίου Εντάλματος εφόσον, όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, μεσολάβησαν γύρω στους 21  μήνες από της γένεσης του αγώγιμου δικαιώματος μέχρι της καταχώρησης του Κλητηρίου Εντάλματος και ενώ η κατάσταση της υγείας της Ενάγουσας φαίνεται να είχε ήδη αποκρυσταλλωθεί αρκετά ενωρίτερα λαμβάνοντας υπόψη τις ημερομηνίες των ιατρικών πιστοποιητικών που είχαν εκδοθεί για την περίπτωση της από τους ιατρούς που την παρακολούθησαν.

 

Σ’  ό,τι αφορά τις ειδικές ζημιές θεωρώ ορθό να επιδικάσω τόκο από την ημέρα γένεσης του αγώγιμου δικαιώματος, δηλ. από 5.12.06 με βάση τα όσα προσπάθησα να εξηγήσω ανωτέρω.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Υπό το φως όλων των πιο πάνω, εκδίδεται απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγομένης για τα ακόλουθα ποσά:

 

(Α)   Ποσό €65.000 υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων με τόκο 8% ετησίως από 17.9.08 μέχρι 14.10.08 και 5.5% ετησίως από 15.10.08 μέχρι εξοφλήσεως.

 

(Β)   Ποσό €847.90 ως ειδικές ζημιές με τόκο 4% από 5.12.06, μέχρι 14.10.08 και 2.75% από 15.10.08 μέχρι 18.1.13. Νοείται ότι το ποσό αυτό θα φέρει τόκο 5.5% από την ημέρα της απόφασης, δηλ. από σήμερα (18.1.13) μέχρι εξοφλήσεως.

 

Τέλος, τα έξοδα της παρούσας αγωγής όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή στην ανάλογη κλίμακα και εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγομένης.

 

 

                                           (Υπ)  Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Π.Ε.Δ

 

 

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 

/γκ  c:\my documents\LENA-final decisions



[1] Δέστε Μιχαήλ Α. Βασιλείου ανήλικος δια του πατρός του Ανδρέα Μ. Βασιλείου ως πλησιέστερου συγγενούς και φίλου ν. Χαρούλλα Γεωργίου κ.α (2002) 1 Α.Α.Δ 409 όπου λέχθηκαν στη σελ. 416 τα εξής:

 

         «Το σχεδιάγραμμα της σκηνής ενός ατυχήματος αποτελεί μαρτυρία ως προς την πραγματική κατάσταση που η Αστυνομία βρίσκει επί τόπου.  Στην παρούσα περίπτωση το σχεδιάγραμμα που ετοιμάστηκε ουσιαστικά αποτελούσε εξ ακοής μαρτυρία, μια και ετοιμάστηκε από όσα λέχθηκαν στον εξεταστή από την εφεσίβλητο ή τη μητέρα του ανηλίκου.  Το σχεδιάγραμμα έχει κάποια σημασία μόνο ως προς τα σημεία που ο Εφεσίβλητος παραδέκτηκε ως ορθά, όπως για παράδειγμα, η τελική θέση του αυτοκινήτου, το σημείο σύγκρουσης και η πορεία του ποδηλάτου.»

[2] Δέστε Σοφοκλέους ν. Καλογήρου (1997) 1 Α.Α.Δ 368.

[3] Δέστε Φοινικαρίδης ν. Γεωργίου κ.α. (1991) 1 Α.Α.Δ 475.

[4] Δέστε Αλεξάνδρου ν. Λεβέντη (1996) 1 Α.Α.Δ 420.

[5] Δέστε Μαρκαντώνης ν. Δημάκη (1989) 1 CLR 387.

[6] Δέστε Βίκης ν. Νεοφύτου (1990) 1 Α.Α.Δ 345.

[7]  55.  Σε αγωγή που εγείρεται σε σχέση με ζημιά, κατά την οποία αποδεικνύεται:-

(a)  Ότι ο ενάγοντας στερείται γνώσης ή μέσων γνώσης των πραγματικών περιστατικών, τα οποία προκάλεσαν το συμβάν το οποίο οδήγησε στη ζημιά, και

(β)  ότι η ζημιά προκλήθηκε από ιδιοκτησία, επί της οποίας ο εναγόμενος είχε πλήρη έλεγχο, και κρίνεται από το Δικαστήριο ότι η επέλευση του συμβάντος που προκάλεσε τη ζημιά συνδέεται περισσότερο με το γεγονός ότι ο εναγόμενος παρέλειψε να καταβάλει εύλογη επιμέλεια παρά προς την καταβολή τέτοιας επιμέλειας, ο εναγόμενος φέρει το βάρος της απόδειξης του ότι δεν υφίστατο αμέλεια για την οποία αυτός ευθύνεται σε σχέση με το συμβάν το οποίο οδήγησε στη ζημιά.

 

[8] Δέστε Morides v. Ioannou (1973) 1 C.L.R 117 και Κωνσταντίνος Κώστα κ.α. ν. Νίκος Δημητρίου και Ευριπίδης Γεωργίου υπό την ιδιότητα τους ως Διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντος Δημήτρη Δημητρίου (2009) 1 Α.Α.Δ 1073.

 

[9]Δέστε Χριστοφής Παυλή κ.α. ν. Ανδρέα Αβραάμ (2000) 1 Α.Α.Δ. 220.

[10] Δέστε Κωνσταντίνος Κώστα κ.α. ν. Νίκος Δημητρίου και Ευριπίδης Γεωργίου υπό την ιδιότητα τους ως Διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντος Δημήτρη Δημητρίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 1073.

[11] Δέστε Evangelou v. Ambizas (1982) 1CLR 41, 57.

[12] Δέστε Vasillico Cement Work v. Stavrou (1978) 1 CLR 663 και Νικολάου ν. Σταύρου (1992) 1 ΑΑΔ 746.

[13] Δέστε Davie v. Edinborough Magistrate (1953) SC 34, Andreas Anastassiades v. R. (1977) 2 CLR 97, Fourris and another  v. R. (1983) 2 CLR 170, Philippou v. Odysseos (1989) 1 CLR 1.

[14] Δέστε Joy v. Yeoman (1981) 2 All E.R. 21 η οποία υιοθετήθηκε σε αρκετές υποθέσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου μεταξύ των οποίων και η Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ σελ.47, 62.

[15] Δέστε Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Αλεξάνδρου Κωστάκη, ανήλικου μέσω των γονέων και φυσικών κηδεμόνων του Χρήστου και Μαρίας Κωστάκη (2008) 1 Α.Α.Δ 432 στις σελ. 451-452 και Novichkova Daria ν. Θέμη Βλαβή Π.Ε. 83/09, ημερ. 31.5.12.

[16] Δέστε Μαυροπετρή ν. Γεωργίου Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66, 74-75.

[17] Δέστε Fysko v. Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1014, 1029 και A. Panayides Contracting Ltd v. Χαραλάμπους (2004) 1 ΑΑΔ 416.

[18]Δέστε Βαρβάρα Χρίστου Μιχαήλ ν. Φίλιος Γ. Συκοπετρίτη Λτδ, (2000) 1 Α.Α.Δ. 1049, Κώστας Ιακώβου ν. Αλέξανδρου Παπαδάκη κ.α., (2000) 1 Α.Α.Δ. 2079.

[19] Δέστε Polykarpou v. Adamou (πιο πάνω) όπου ο Δικαστής Πικής (όπως ήταν τότε) υποδεικνύει:

«Previous awards do not give rise to binding precedent in the sense of stare decisis as pointed out in   “Tziellas v. The Ship Natalena H” (1982) 1 C.L.R. 807, 820.  They offer guidance, especially awards made by Courts of the Republic that reflect the realities of the country and the purchasing power of the Cyprus pound …»

    Δέστε επίσης G & L Calibers Ltd v. Λεμεσιανού (2003) 1 ΑΑΔ 948.

[20] Δέστε Σπύρος Μελάς και Ελένη Λτδ ν. Πολίτη (2003) 1 ΑΑΔ 590.

[21] Δέστε Σπύρου ν. Χ. Χαραλάμπους (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 298.

[22]Δέστε British Transport Commission v. Gourley (1956) A.C. 185, Ηρακλέους ν. Πίτρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 239, Ηρακλέους ν. Ταχύπλοου Σκάφους «Νίκη» (1994) 1 Α.Α.Δ. 510, 523, Αλεξάνδρου ν. Ιωάννου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1157, Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 Α.Α.Δ. 396, Μαϊττά ν. Γεωργίου κ.α. (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 9, Παναγιώτου ν. Φραγκίσκου κ.α. (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 687, Λοϊζου ν. Μουρτζή (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 883 και Παναγή κ.α. ν. Κακόψιτου κ.α. (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 839, 873-874.  Δέστε επίσης Ζήνων Μερκής Λτδ ν.  Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1923 στη σελίδα 1937:  «…… Έχει νομολογηθεί ότι οι ειδικές αποζημιώσεις πρέπει να εξειδικεύονται στην απαίτηση, να καταγράφονται στις έγγραφες προτάσεις με λεπτομέρεια και να αποδεικνύονται με αυστηρότητα, με σαφήνεια και με συγκεκριμένα στοιχεία.  Ο Ενάγων βαρύνεται με την υποχρέωση να αποδείξει με καθαρή μαρτυρία τα κονδύλια που διεκδικεί ως ειδικές ζημιές. ……»

[23] Βλ. Βαρβάρα Μιχαήλ ν. Φίλιου Συκοπετρίτη Λτδ και Φίλιου Συκοπετρίτη Λτδ ν. Βαρβάρας Μιχαήλ Π.Ε. 10377 και 10381, ημερ. 28.6.00.

[24] Δέστε MILLER ROSA MARIA κ.ά. ν. UTE PETEK (1999) 1 ΑΑΔ 2091 και Στεφανή ν. Λαμπή (1999) 1 ΑΑΔ 1849.

[25]Φιλίππου κ.ά. ν. Τσολάκη (2006) 1 (Β) ΑΑΔ 1188.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο