ECLI:CY:EDAMM:2014:A63

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

Ενώπιον:  Στ.  Τσιβιτανίδου – Κίζη, Ε.Δ.

                                                                                Αρ.  Αγωγής:   547/12

Μεταξύ: 

1.      Μάριος Κολοκασίδης, από Αυτοστεγαση Γ 80, Λιοπέτρι

2.     Ιωάννης Κολοκασίδης, από Αποστόλου Ανδρέα 21,  5390 Σωτήρα

3.     Λάζαρος Κολοκασίδης, από Αποστόλου Ανδρέα 21, 5390 Σωτήρα

Εναγόντων

και

Ανδρέας Χαραλάμπους (Λούλλης), από Χρίστου Σαμάρα 1Α, Ακίνητα Κολοκασίδης, κατ. 2, 5320 Λιοπέτρι.

           Εναγομένου

Αίτηση ημερομηνίας 10.2.2014 για Συνοπτική Απόφαση

 

-------------

Ημερομηνία:    14 Ιουλίου  2014

Εμφανίσεις:

Για τους Ενάγοντες- Αιτητές:  Ο κος   Κωστάκης Μουτσουρής

Για τον Εναγόμενο – Καθ΄ ου η Αίτηση:  Ο κος Νικόλας Γ.  Νικολάου

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

          Με κλητήριο Ένταλμα Ειδικά Οπισθογραφημένο, οι ενάγοντες αξιούν εναντίον του εναγομένου τα ακόλουθα:

«Α.     Το ποσό των €4390,00 πλέον τόκους προς 5,5% από 01/03/2010 ως καθυστερημένα ενοίκια για την περίοδο από 01/03/2010 – 01/06/2012  που οφείλει ο εναγόμενος στους ενάγοντες από την ενοικίαση του καταστήματος των εναγόντων.

Β.       Αποζημιώσεις εκ €170,00 το μήνα από 2/6/2012 μέχρι την παράδοση της κατοχής του καταστήματος από τον εναγόμενο στους Ενάγοντες για παράνομη επέμβαση και/ή διαφυγόν κέρδος και/ή ως δίκαιη αποζημίωση των Εναγόντων ως ανωτέρω αναφέρονται.

Γ.       Διάταγμα του Δικαστηρίου διατάττον τον Εναγόμενο όπως τερματίσει την παράνομη επέμβαση του εντός του καταστήματος των Εναγόντων στο Χωριό Λιοπέτρι, το οποίο ο εναγόμενος χρησιμοποιεί ως ασφαλιστικό γραφείο.

Δ.       Διάταγμα του Δικαστηρίου διατάττον τον Εναγόμενο όπως παραδώσει ελεύθερη την κατοχή του ανωτέρω καταστήματος στους Ενάγοντες.

Ε.       Νόμιμο Τόκο.

Στ.      Έξοδα και έξοδα επίδοσης.

Ζ.       Φ.Π.Α.»

 

Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης οι ενάγοντες είναι οι ιδιοκτήτες του

καταστήματος αρ. 2, στην οδό Χρίστου Σαμάρα 1Α, στο Λιοπέτρι.  Μέχρι την

1.6.2012, οι ενάγοντες ενοικίαζαν στον εναγόμενο το αναφερόμενο κατάστημα

(χρησιμοποιείτο ως ασφαλιστικό γραφείο) από   μήνα σε μήνα, για το ποσό των €170= μηνιαίως.  Μέχρι την πιο πάνω ημερομηνία ο εναγόμενος χρωστούσε το ποσό των €4390= ως καθυστερημένα ενοίκια για την περίοδο 1.3.2010 – 1.6.2012.  Την 1.6.2012, οι ενάγοντες τερμάτισαν την ενοικίαση και κάλεσαν τον εναγόμενο να παραδώσει ελεύθερη την κατοχή του καταστήματος, να άρει κάθε παράνομη επέμβαση και να πληρώσει τα καθυστερημένα ενοίκια, πλην όμως ο τελευταίος παραλείπει μέχρι σήμερα να συμμορφωθεί.

 

          Ο Εναγόμενος, ύστερα από αίτηση του ενάγοντα, καταχώρησε Υπεράσπιση στην οποία αρνείται τους προβαλλόμενους στην Έκθεση Απαίτησης ισχυρισμούς.  Προβάλλει ότι η ενοικίαση του επίδικου καταστήματος ξεκίνησε από το έτος 1992, στη βάση προφορικής συμφωνίας και το ενοίκιο ανερχόταν στο ποσό των ΛΚ 40=.  Κατά την διάρκεια της ενοικίασης το ενοίκιο, μετά από συμφωνία των δύο πλευρών, είχε διάφορες εύλογες αυξήσεις και βάσει της τελευταίας ανέρχεται στο ποσό των €135=.  Για την περίοδο από το 2010 μέχρι και το τέλος του 2012, η συμφωνία ενοικίασης ανανεώθηκε προφορικά και το ενοίκιο παρέμεινε  στο ποσό των €135= μηνιαίως.  Είναι γι΄ αυτό τον λόγο που ο εναγόμενος προχώρησε σε τροποποιήσεις και ανακαινίσεις στον χώρο του υποστατικού.  Είναι η θέση του εναγομένου ότι δεν οφείλει κανένα καθυστερημένο ενοίκιο,  καθότι από τον Μάρτιο του 2010 μέχρι και τον Οκτώβριο του 2012, έκδωσε επιταγές για το ποσό των €135= η κάθε μία, που αφορούν το μηνιαίο ενοίκιο για τους πιο πάνω μήνες και κάλεσε επανειλημμένως τους ενάγοντες να τις παραλάβουν, αλλά μέχρι σήμερα οι τελευταίοι  αρνούνται και/ή παραλείπουν να πράξουν τούτο.  Είναι περαιτέρω η θέση του ότι ουδέποτε παρέλαβε επιστολή με ημερομηνία 2.4.2012 ή και οποιαδήποτε επιστολή  με την οποία τερματίζετο η ενοικίαση και ότι ο  κατ΄ ισχυρισμόν «τερματισμός της ενοικίασης» ήταν αυθαίρετος,  καταχρηστικός και χωρίς έννομα αποτελέσματα.  Τέλος αρνείται τους ισχυρισμούς  των εναγόντων περί παράνομης κατακράτησης και επέμβασης στο υποστατικό.

 

          Μετά την συμπλήρωση της δικογραφίας (με την καταχώρηση Απάντησης εκ μέρους του ενάγοντα)  η αγωγή ορίστηκε για οδηγίες και κατόπιν  για ακρόαση ύστερα από σχετικό αίτημα του τελευταίου.

 

Και ενώ η αγωγή εκκρεμεί για ακρόαση, ο ενάγοντας καταχώρησε την υπό κρίση Αίτηση (στηρίζεται στη Δ.48 θ.1,23, και Δ.48 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας) με την οποία αιτείται την έκδοση συνοπτικής απόφασης για:

(α)      Το ποσό των €3645.00 με τόκο προς 5.5% από 1.3.2010, ως καθυστερημένα ενοίκια για την περίοδο από 1.3.2010  - 1.6.2012 δηλαδή «27 μηνιαία καθυστερημένα ενοίκια των €135=».

(β)      Αποζημιώσεις εκ €135= μηνιαίως από 2.6.2012 μέχρι την παράδοση της κατοχής του καταστήματος στους ενάγοντες για παράνομη επέμβαση και/ή ως διαφυγόντα κέρδη.

(γ)      Διάταγμα του Δικαστηρίου διατάττον τον εναγόμενο «όπως τερματίσει την παράνομη επέμβαση του εντός του καταστήματος των εναγόντων στο χωριό Λιοπέτρι, το οποίο ο εναγόμενος χρησιμοποιεί ως ασφαλιστικό γραφείο».

(δ)      Διάταγμα του Δικαστηρίου διατάττον τον εναγόμενο «όπως παραδώσει ελεύθερη την κατοχή του ανωτέρω καταστήματος στους ενάγοντες».

(ε)      Νόμιμο τόκο, έξοδα και Φ.Π.Α.

          Η Αίτηση υποστηρίζεται από Ένορκη Δήλωση του ενάγοντα αρ. 3 Λάζαρου Κολοκασίδη ο οποίος όπως αναφέρει γνωρίζει προσωπικά τα γεγονότα της υπόθεσης και επίσης είναι εξουσιοδοτημένος και από τους υπόλοιπους δύο ενάγοντες να προβεί στην Ένορκη Δήλωση.  Συμφωνεί και υιοθετεί το περιεχόμενο της Έκθεσης Απαίτησης και της Απάντησης στην Υπεράσπιση, ενώ απορρίπτει το περιεχόμενο της Έκθεσης Υπεράσπισης.  Ειδικότερα αναφέρει ότι ο ίδιος μαζί με τους ενάγοντες αρ. 1 και 2 (παιδιά του αδελφού του Λούκα) είναι οι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες του ακινήτου επί του οποίου έχει ανεγερθεί τόσο το επίδικο κατάστημα όσο και τρία άλλα καταστήματα.  Το ακίνητο, τους το μεταβίβασε ο πατέρας του στις 12.9.2007 και βρίσκεται στο Λιοπέτρι, εκτός της «ελεγχόμενης περιοχής με βάση τον Περί Ενοικιοστασίου  Νόμου Ν. 23/83».  Το επίδικο κατάστημα το ενοικίασαν στον εναγόμενο, στη βάση προφορικής συμφωνίας, από την 1.10.2007.  Ως ενοίκιο συμφωνήθηκε το ποσό των €120.= μηνιαίως  για την περίοδο από 1.1.2008 – 31.12.2008 και από 1.1.2009 μέχρι 31.12.2009.  Για την περίοδο από 1.1.2010 μέχρι και την 28.2.2010  το ενοίκιο συμφωνήθηκε στο ποσό των €135= μηνιαίως.  Για την περίοδο από 1.3.2010 μέχρι 31.12.2010 συμφωνήθηκε στο ποσό των €150.= μηνιαίως  και για την περίοδο από 1.1.2011 μέχρι 31.12.2011, το ενοίκιο συμφωνήθηκε στο ποσό των €170=.  Παραδέχεται ότι το επίδικο κατάστημα (χρησιμοποιείται ως ασφαλιστικό γραφείο), το ενοικίασε κατ΄ αρχήν ο πατέρας του στον εναγόμενο κατά το έτος 1992, στη βάση επίσης  προφορικής συμφωνίας.  Είναι η θέση του ότι ο εναγόμενος οφείλει το ποσό των €4390= πλέον τόκους προς 5.5% ως καθυστερημένα ενοίκια από 1.3.2010.  Αναλυτικά τα καθυστερημένα ενοίκια είναι «από 1.3.2010 – 31.12.2010, 10 μήνες προς €150.00 = €1500, από 1.1.2011 – 31.12.2011, 12 μήνες προς €170.00 = €2040.00 και από 1.1.2012 – 1.6.2012,  5 μήνες προς €170.00 = €850.00».  Απορρίπτει την θέση του εναγομένου (προβάλλεται στην Έκθεση Υπεράσπισης) ότι ο τελευταίος είχε εκδώσει επιταγές για πληρωμή των οφειλομένων ενοικίων.  Ισχυρίζεται ότι οι ενάγοντες είχαν οχλήσει πολλές φορές τον εναγόμενο για να πληρώσει τα καθυστερημένα ενοίκια, πλην όμως ο τελευταίος δεν ανταποκρίθηκε.  Με επιστολή του δικηγόρου τους ημερομηνίας 2.4.2012 (επεδόθη στον εναγόμενο από δικαστικό επιδότη στις 4.4.2012) τερμάτισαν την ενοικίαση την 1.6.2012.  Προβάλλει ότι οι ενάγοντες από τις 2.6.2012 και έπειτα, ζημιούνται με το ποσό των €170= μηνιαίως το οποίο αποτελεί λογικό ενοίκιο για το επίδικο κατάστημα που οι ενάγοντες θα μπορούσαν να πετύχουν.  Για την περίοδο από 2.6.2012 μέχρι 2.1.2014 οι ενάγοντες δικαιούνται ως αποζημιώσεις, όπως αναφέρει, το ποσό των €3230.00 (19 μήνες προς €170.00 = €3,230=).  Τέλος αναφέρει ότι ο εναγόμενος έχει να καταβάλει ενοίκιο από την 1.3.2010  και επειδή στην Έκθεση Υπεράσπισης του παραδέχεται ότι το συμφωνημένο ενοίκιο από 1.3.2010 ήταν €135= μηνιαίως, ζητούν απόφαση για καθυστερημένα ενοίκια και αποζημιώσεις για διαφυγόντα κέρδη, βάσει αυτών των δεδομένων.

 

          Ο εναγόμενος καταχώρησε Ένσταση στην βάση των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας Δ.18 θ. 1-9, Δ.48 θ. 1 – 12, στον Περί Δικαστηρίων Νόμο, Ν. 14/1960, καθώς επίσης και στην συμφυή εξουσία και πρακτική του Δικαστηρίου.

 

          Ως λόγοι Ένστασης προβάλλονται οι εξής:

«Α.     Ο εναγόμενος – καθ΄ ου η Αίτηση έχει εξοφλήσει το συμφωνηθέν ενοίκιο για τους επίδικους μήνες πριν την καταχώρηση της αγωγής με την έκδοση επιταγών.

Β.       Η αύξηση του ενοικίου που επικαλείται ο ενάγων 3 – αιτητής στην Ένορκη του δήλωση ουδέποτε συμφωνήθηκε προφορικών ή και γραπτώς μεταξύ των μερών και έγινε μονομερώς, αυθαίρετα, παράνομα και εν πάση περιπτώσει ο εναγόμενος – καθ΄ ου η αίτηση αρνείται την οποιαδήποτε περαιτέρω αύξηση ενοικίου.

Γ.       Ουδέποτε έγινε τερματισμός της ενοικίασης ή και νόμιμος τερματισμός και είναι η θέση του εναγομένου - καθ΄ ου η αίτηση ότι τα γεγονότα δεν δικαιολογούν τον τερματισμό της ενοικίασης καθότι δεν προέκυψε κανένας λόγος ή και παρέβηκε κανένα όρο που να συνιστά λόγο τερματισμού της ενοικίασης.

Δ.       Η παρούσα αίτηση είναι εκπρόθεσμη καθότι καταχωρίστηκε κατά πολύ καθυστερημένα και αφότου έκλεισε η δικογραφία.  Συγκεκριμένα η υπεράσπιση καταχωρίστηκε στις 30/11/20012 και στη συνέχεια καταχωρίστηκε η απάντηση στην υπεράσπιση στις 21/12/2012.  Περαιτέρω η αγωγή ορίσθηκε για ακρόαση δύο φορές, ήτοι στις 13/12/2013 και στις 17/1/2014 και μετά καταχωρίστηκε η παρούσα αίτηση για συνοπτική απόφαση.

Ε.       Η παρούσα αίτηση δεν πληροί τα κριτήρια της Διάταξης 18 των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας, καθότι ο ενάγων 3 – αιτητής δεν ορκίζεται θετικά για τα γεγονότα της υπόθεσης.

Στ.      Η επισυνημμένη ένορκη δήλωση περιέχει ισχυρισμούς άσχετους, αβάσιμους και άκυρους.  Επίσης επισυνάπτονται τεκμήρια που δεν σχετίζονται με την απαίτηση των εναγόντων – αιτητών στα πλαίσια της παρούσας αίτησης για συνοπτική απόφαση.

Ζ.       Εν κατακλείδι είναι ρητή η θέση του εναγομένου – καθ΄ ου η αίτηση ότι έχει καλή υπεράσπιση που αποκαλύπτεται από τα γεγονότα της υπόθεσης και θα πρέπει να του δοθεί το δικαίωμα να υπερασπιστεί την αγωγή.»

 

         Η Ένσταση συνοδεύεται από Ένορκη Δήλωση του εναγομένου ο οποίος υιοθετεί  και επαναλαμβάνει  το περιεχόμενο της Έκθεσης Υπεράσπισης.  Προβάλλει ότι η υπό κρίση Αίτηση καταχωρήθηκε σε πολύ προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας (η αγωγή έχει ήδη οριστεί για ακρόαση δύο φορές) και γι΄ αυτό τον λόγο θα πρέπει να απορριφθεί.

 

          Οι νομικές αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου σε αιτήσεις για συνοπτική απόφαση έχουν κατ΄ επανάληψη διατυπωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο.  Η εξουσία του Δικαστηρίου να εκδίδει συνοπτικές αποφάσεις δυνάμει της Δ.18 ασκείται μόνο σε περιπτώσεις που δεν υπάρχει λογική αμφιβολία ότι ο ενάγων δικαιούται σε απόφαση και ως εκ τούτου είναι άσκοπο να επιτραπεί στον εναγόμενο να προβάλει υπεράσπιση για σκοπούς καθυστέρησης.  Η Δ.18 προνοεί μια ειδική διαδικασία καθορισμού δικαιωμάτων χωρίς την πλήρη διεξαγωγή δίκης και κατά τρόπο που να αποκλείει τον εναγόμενο να αντικρούσει εκτενέστερα τους ισχυρισμούς του ενάγοντα.  Απόφαση δυνάμει της Δ.18 δίνεται μόνο όπου υπάρχει αυστηρή συμμόρφωση με τις προϋποθέσεις της Δ.18 και όταν τα γεγονότα δεν αφήνουν περιθώρια οποιασδήποτε νόμιμης υπεράσπισης.  Η τήρηση και συμμόρφωση με τις διαδικαστικές προϋποθέσεις που θέτει η Δ.18 είναι  απαραίτητες  για να παρέχεται στο Δικαστήριο δικαιοδοσία να εκδώσει συνοπτική απόφαση και αν ο ενάγων δεν ικανοποίησε πρώτα αυτές τις διαδικαστικές προϋποθέσεις, το ζήτημα κατά πόσο ο εναγόμενος θα προβάλει ισχυρισμούς τέτοιους που θα του δίνουν δικαίωμα να υπερασπιστεί δεν εξετάζεται.

 

          Σύμφωνα με τη Δ.18 Θ.1(α) υπάρχουν τρείς προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται προτού το δικαστήριο εξετάσει τους ισχυρισμούς του εναγομένου.

 

(1)  Το κλητήριο ένταλμα πρέπει να είναι ειδικά οπισθογραφημένο δυνάμει της Δ.2 θ.6

(2)  Ο εναγόμενος πρέπει να έχει εμφανιστεί.

(3)  Η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση για συνοπτική απόφαση πρέπει να γίνεται από τον ενάγοντα ή από πρόσωπο που μπορεί θετικά να ορκιστεί ως προς τα γεγονότα και που να μπορεί να επαληθεύσει το αγώγιμο δικαίωμα και το ποσό που απαιτείται και να δηλώνει ότι εξ όσων πιστεύει δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή (Βλ. Spyros Stavrinides vCeskoslovenska Obchoudi Banka A.S. (1972) 1 C.L.R. 130).

 

Εάν και εφόσον οι πιο πάνω προϋποθέσεις ικανοποιούνται από τον ενάγοντα, τότε το βάρος μετατοπίζεται στους ώμους του εναγομένου, ο οποίος πρέπει να δείξει στο Δικαστήριο ότι έχει καλή υπεράσπιση ή να αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που να θεωρηθούν ικανοποιητικά για να του δώσουν το δικαίωμα να υπερασπιστεί.  (Βλ. Kyprianides v.  Ioannou (1966) 1 C.L.R. 265, CYEMS CO  Ltd v.  The Central Co-Operative Co. Ltd  (1982) 1 A.A.Δ. 879, Hermes Insurance  Co Ltd v. Theodorides (1983) 1 C.L.R. 333Εθνική Τράπεζα Ελλάδος Α.Ε. νΧ΄΄Νέστωρος (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 204, Trans Middle East Trading (T.M.E.T) Ltd v.  Abdul Aziz Tlais (1991) 1 Α.Α.Δ. 239, Melita Manufacturers Ltd vChris Ioannou Ltd, 1996 1 (Β) ΑΑΔ 1238, Ανδρέας Σωκράτους ν.  Παναγιώτου Ανδρέου κ.α., 1997 1 (Α) ΑΑΔ, 40 και Χριστάκης Αυγουστή κ.α. ν.  Γεώργιου Πίριλλου, 1997 1 (Α) ΑΑΔ, 5).

 

          Η τήρηση των πιο πάνω προϋποθέσεων σχετίζεται με την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και η μη ικανοποίηση τους, στερεί από το Δικαστήριο την δικαιοδοσία να εκδώσει συνοπτική απόφαση (Βλ.  Stavrinides vCeskoslovenska (ανωτέρω).

 

         Στην προκειμένη περίπτωση κρίνω ότι η υπό κρίση Αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί για τους λόγους που θα αναπτύξω στην συνέχεια.

 

         Είναι καλά γνωστό και νομολογημένο ότι ενόψει της φύσης της διαδικασίας έκδοσης συνοπτικής απόφασης (παρακάμπτεται η κανονική διαδικασία της ακρόασης της υπόθεσης) και του δραστικού της χαρακτήρα (εξαιρετικό μέτρο) αφού καταλήγει σε απόφαση χωρίς να ακουστεί ο εναγόμενος, επιβάλλεται όπως η αίτηση καταχωρηθεί το συντομότερο και εάν είναι δυνατόν αμέσως μετά την καταχώρηση  Εμφάνισης από τον εναγόμενο. 

 

         Εν προκειμένω η υπό κρίση αίτηση καταχωρήθηκε σε πολύ αργοπορημένο στάδιο, αφότου ολοκληρώθηκε η δικογραφία και η αγωγή έχει οριστεί για ακρόαση δύο φορές.  Η καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης συνιστά, κατά την κρίση μου, κλασσική περίπτωση κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας και ως τέτοια θα πρέπει να απορριφθεί.

 

         Νομολογιακά έχει λεχθεί ότι τα δικαστήρια έχουν εξουσία να ελέγχουν τις διαδικασίες προς αποφυγή κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας.  Έχει επίσης νομολογηθεί ότι η κατάχρηση της διαδικασίας μπορεί να προσλάβει πολλές μορφές και ότι ανάλογα ευρεία είναι και η δικαιοδοσία του δικαστηρίου για την παρεμπόδιση της.  (Βλ. Constantinides vVima Ltd (1983) 1CLR 348, Έλληνας ν.  Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 149, Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (Αρ. 2) (1993) 1 ΑΑΔ 248Διευθυντής Φυλακών ν.  Περέλλα (1995) 1 ΑΑΔ 217, Re Beogradska D.D. (1996) 1AAD 911, Βασιλείου ν.  Μαρκίδη (2000) 2ΑΑΔ 133 και LOUKOS TRADING CO. LTD κ.α. ν. ΡΕΙΝΜΠΟΟΥ ΠΛΗΤΣΙΗΓΚ ΚΑΙ ΝΤΑΙΓΚΚΟ ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση 10543, ημερ. 26.6.2000).

 

         Έχει επίσης λεχθεί και πάλι νομολογιακά ότι η διακριτή εξουσία του Δικαστηρίου να αποτρέπει κατάχρηση των διαδικασιών του, είναι βαθιά ριζωμένη στους θεσμούς της δικαιοσύνης.  Χωρίς το όπλο αυτό, το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης θα μπορούσε να καταντήσει άθυρμα στα χέρια των επιτηδείων.  Παράλληλα θα επερχόταν επικίνδυνη υπονόμευση και αποδυνάμωση της κοινωνικής αποστολής της δικαιοσύνης.  Η εξουσία του δικαστηρίου, έχει σύμφυτο χαρακτήρα και μπορεί να χρησιμοποιηθεί  σε κάθε πρόσφορη περίπτωση για την περιφρούρηση της αποτελεσματικής λειτουργίας των δικαστικών διαδικασιών. (Βλ.  Μιχάλης Παπόρη ν.  MASKINFBRIKENSIOA/S Πολιτική Έφεση Αρ. 8911, ημερ. 27.9.1996).

 

         Προχωρώντας ένα βήμα πιο πέρα, και εξετάζοντας την υπό κρίση Αίτηση κατ΄ ουσίαν, αυτή θα πρέπει να απορριφθεί και γί΄ αυτό τον λόγο.  Όπως έχει προαναφερθεί προτού το Δικαστήριο εξετάσει τους ισχυρισμούς του εναγομένου, προτού δηλαδή το βάρος μετατοπισθεί στους ώμους του τελευταίου (θα πρέπει να δείξει ότι έχει καλή υπεράσπιση), το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει εάν πληρούνται οι τρείς προϋποθέσεις της Δ.18 θ 1(α) όπως έχουν προαναφερθεί.

 

         Εν προκειμένω η πρώτη και η δεύτερη προϋπόθεση, ικανοποιούνται.  Το κλητήριο Ένταλμα είναι ειδικά οπισθογραφημένο και ο εναγόμενος έχει καταχωρήσει Εμφάνιση.

 

         Η τρίτη όμως προϋπόθεση (η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση θα πρέπει να επαληθεύει, το αγώγιμο δικαίωμα και το ποσό που απαιτείται) δεν ικανοποιείται.  Οι ενάγοντες με την αγωγής τους αξιώνουν, μεταξύ άλλων, το ποσό των €4390= ως καθυστερημένα ενοίκια για την περίοδο από 1.3.2010 μέχρι 1.6.2012, καθώς επίσης και το ποσό των €170= μηνιαίως, από 2.6.2012 μέχρι την παράδοση του επίδικου καταστήματος ως «διαφυγόντα κέρδη». Στην υπό κρίση Αίτηση, αιτούνται το ποσό των €3645= ως καθυστερημένα ενοίκια για την προαναφερόμενη περίοδο, καθώς επίσης και το ποσό των €135= μηνιαίως  από 2.6.2012 μέχρι την παράδοση του επίδικου καταστήματος.  Στην Ένορκη Δήλωση του ενάγοντα 3 που υποστηρίζει την αίτηση, αναφέρεται ότι παρόλο που το μηνιαίο ενοίκιο για την περίοδο από 1.3.2010 μέχρι 31.12.2010 ήταν €150= και για την περίοδο από 1.1.2011 μέχρι 31.12.2011 ήταν €170=, εντούτοις αξιώνουν απόφαση για το λιγότερο ποσό των €4390=, βασιζόμενοι στην «παραδοχή» του εναγομένου ότι το συμφωνηθέν ενοίκιο για την εν λόγω περίοδο ήταν €135= μηνιαίως.  Τελικά ποιό είναι το συμφωνημένο, κατά τους ενάγοντες, ενοίκιο;  Το ποσό των €170= μηνιαίως ή το ποσό των €135=;  Συνακόλουθα, ποια είναι η αξίωση των εναγόντων;  Η πληρωμή του ποσού των €4,390= ή η πληρωμή του ποσού των €3645=;

 

         Είναι νομολογημένο ότι ένας αιτητής που ζητά συνοπτική απόφαση, χρειάζεται μόνο να επιβεβαιώσει ουσιαστικά την απαίτηση του.  Όπως αναφέρεται στην Ετήσια Δικονομική Πρακτική (Annual Practice) του 1970 στην σελίδα 124, παράγραφος 14, 2 – 5, στα σχόλια της αντίστοιχης Αγγλικής Διαταγής 14:

“The verification may be by reference to the facts stated in the statement of claims thus: “the defendants are justly and truly indebted to the plaintiffs in the sum of £.... / for and were so indebted at the commencement of this action.  The particulars of the said claim appear by the statement of claim  in this action”.

         Ενόψει των όσων έχω αναφέρει ανωτέρω, κρίνω ότι η ένορκη δήλωση η υποστηρίζουσα την υπό κρίση Αίτηση, δεν πληροί την τρίτη προϋπόθεση.

 

         Είναι καλά γνωστό και επίσης νομολογημένο ότι η τήρηση των τριών προαναφερόμενων προϋποθέσεων σχετίζεται με την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και η μη ικανοποίηση τους, στερεί από το Δικαστήριο την δικαιοδοσία να εκδώσει συνοπτική απόφαση (Βλ.  Stavrinides vCestoslovensta (ανωτέρω).

 

         Ενόψει των προαναφερόμενων  και εφόσον δεν ικανοποιούνται και οι τρείς προϋποθέσεις που θέτει η Δ.18 θ. 1(α), το βάρος δεν έχει μετατεθεί στους ώμους του εναγομένου για να καταδείξει ότι έχει υπεράσπιση στην αγωγή.

 

         Με βάση τα όσα έχουν λεχθεί ανωτέρω, κρίνω ότι η υπό κρίση Αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί.

 

         Δια ταύτα η Αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εναγομένου και σε βάρος των εναγόντων.  Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή  και να εγκριθούν από Δικαστήριο.  Τα έξοδα είναι πληρωτέα στο τέλος της υπόθεσης.

 

 

 

                                                            (Υπ.:)  ...................................................

                                                                      Στ.  Τσιβιτανίδου – Κίζη, Ε.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο