ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ    

Ενώπιον:  Χρ. Γ. Ππεκρή, Ε.Δ.

Συνενωμένες Αγωγές: 744/14 & 745/14

Αρ. Αγωγής: 744/2014

Μεταξύ:

Αθανάσης Λοϊζου

     Ενάγοντας

και

 

Γιαννάκης Γαβριήλ

Εναγόμενος

και

 

 Σταυρούλα Λοϊζου

      Τριτοδιάδικος

­­­­­­­­­­­­­­­­

Αρ. Αγωγής: 745/2014

Μεταξύ:

Σταυρούλας Λοϊζου

     Ενάγουσα

και

 

Γιαννάκης Γαβριήλ

Εναγόμενος

Ημερομηνία: 14 Φεβρουαρίου 2024

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντες (και στις δύο αγωγές) και για τριτοδιάδικο στην αγωγή υπ’ αρ. 744/14: κα Μ. Χ’’Κωνσταντή για ΓΙΩΡΓΟΣ Φ. ΠΙΤΤΑΤΖΗΣ Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενο (και στις δύο αγωγές): κ. Α. Παπαλοϊζου για ΚΡΙΤΩΝ Α. ΠΑΠΑΛΟΪΖΟΥ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Οι υπό εξέταση συνενωμένες αγωγές πραγματεύονται ατύχημα το οποίο έλαβε χώρα την 12.7.2013.

Δια της αγωγής με αρ. 745/14 η ενάγουσα αξιοί γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες και έξοδα, τα οποία κατ’ ισχυρισμό υπέστη συνεπεία του ατυχήματος ημερ. 12.7.2013.

 

Σύμφωνα με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς της ενάγουσας, ενώ οδηγούσε νομίμως και επιμελώς το όχημα Α, ιδιοκτησίας του συζύγου της, ο εναγόμενος ο οποίος οδηγούσε το όχημα Β, στην προσπάθειά του να προσπεράσει το όχημα Α, παραβιάζοντας την συνεχή άσπρη διαχωριστική γραμμή, χτύπησε το όχημα Α και στη συνέχεια το παρέσυρε σε μεγάλη απόσταση.

 

Αμέσως μετά το ατύχημα, η ενάγουσα διεκομίσθη στο Γενικό Νοσοκομείο Αμμοχώστου, όπου υπεβλήθη σε εξετάσεις, της τέθηκε νάρθηκας για διάστημα τριών εβδομάδων και της δόθηκαν φαρμακευτικές οδηγίες. Συνεπεία δε του ατυχήματος, η ενάγουσα παρέμεινε εκτός εργασίας από 12.7.2013 μέχρι 30.4.2014. Περαιτέρω, η ενάγουσα υπεβλήθη σε μεγάλο πόνο, ταλαιπωρία, δυσκολίες, στέρηση των απολαύσεων της ζωής και παρέμειναν σε αυτήν μόνιμα κατάλοιπα από τους τραυματισμούς της.

 

Με την Υπεράσπιση και Ανταπαίτησή του ο εναγόμενος αρνείται και απορρίπτει τους ισχυρισμούς της ενάγουσας και την καλεί σε απόδειξή των, εξαιρουμένου του ότι την 12.7.2013 επήλθε σύγκρουση μεταξύ των οχημάτων Α και Β.

 

Αποτελεί δικογραφημένο ισχυρισμό του εναγομένου, ότι το ατύχημα οφείλεται στην αποκλειστική και/ή σε μέγιστο βαθμό και/ή συντρέχουσα αμέλεια της ενάγουσας, καθώς ως ισχυρίζεται, ο ίδιος οδηγούσε νόμιμα και κανονικά το όχημα Β, ακολουθώντας το όχημα Α, δείχνοντας με τον δείκτη πορείας του ότι πρόθεσή του ήταν να προσπεράσει το όχημα Α από δεξιά. Ενώ το όχημα Β βρισκόταν δίπλα από το όχημα Α, αιφνίδια και/ή απροειδοποίητα η ενάγουσα έστριψε το όχημα Α δεξιά για να εισέλθει σε πάροδο, με αποτέλεσμα να ανακόψει την ελεύθερη πορεία του οχήματος Β και τα δύο οχήματα να συγκρουστούν.

 

Ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι οι σωματικές βλάβες που δικογραφούνται στην έκθεση απαίτησης είναι υπερβολικές και/ή οφείλονται σε κατάσταση προϋπάρχουσα του ατυχήματος, ενώ για οποιεσδήποτε ζημιές και/ή έξοδα ήθελε η ενάγουσα αποδείξει, αυτές οφείλονται στην αποκλειστικά και/ή στον μέγιστο βαθμό συντρέχουσα αμέλεια της ιδίας. Ανταπαιτητικώς, αξιοί το ποσό που αντιστοιχεί στις ζημιές που υπέστη το όχημα Β συνεπεία του ατυχήματος.

 

Δια της Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπισης στην Ανταπαίτηση, η ενάγουσα αρνείται τους ισχυρισμούς του εναγομένου και επαναλαμβάνει τους ισχυρισμούς της ως η Έκθεση Απαίτησης, καλεί δε τον εναγόμενο σε απόδειξη των ισχυρισμών του.

 

Δια της αγωγής με αρ. 744/14, ο ενάγων αξιοί γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για βλάβες και έξοδα τα οποία κατ’ ισχυρισμό υπέστη το όχημα Α συνεπεία του αναφερόμενου ατυχήματος. Ο εναγόμενος, μέσα στο πλαίσιο της εν λόγω αγωγής, κάλεσε την ενάγουσα στην αγωγή με αρ. 745/14 ως τριτοδιάδικο. Ενόψει της ομοιότητας των δικογραφημένων ισχυρισμών των μερών, κρίνω περισσή την επανάληψή τους.

 

Για σκοπούς εύκολης αναφοράς, στο κείμενο της απόφασης η Σταυρούλα Λοϊζου θα αναφέρεται ως η «ενάγουσα», ο Αθανάσης Λοϊζου ως ο «ενάγων» και ο Γιαννάκης Γαβριήλ ως ο «εναγόμενος».

 

ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

 

Με την υπόμνηση ότι  δεν είναι αναγκαίο το Δικαστήριο να παραθέτει ολόκληρη την μαρτυρία που παρουσίασε η κάθε πλευρά ή να αναφέρεται σε όλες τις πτυχές της, καθώς είναι καταγεγραμμένη στα πρακτικά του Δικαστηρίου, συνοψίζω κατωτέρω την προσκομισθείσα μαρτυρία.[1]

 

Από πλευράς εναγόντων, μαρτυρία προσέφεραν συνολικά τέσσερις μάρτυρες.

 

Ο πρώτος μάρτυρας που προσκόμισε μαρτυρία εκ μέρους των εναγόντων ήταν ο εξεταστής του ατυχήματος, ο οποίος υπηρετεί στον Αστυνομικό Σταθμό Δερύνειας (στο εξής ο «ΜΕ1»). Ο ΜΕ1 κατέθεσε ως Τεκμήριο 1 την συνοπτική του έκθεση, ως Τεκμήρια 2 και 3 το πρόχειρο και συμμετρικό σχεδιάγραμμα της σκηνής του ατυχήματος αντίστοιχα, ως Τεκμήρια 4 - 8 τις καταθέσεις που έλαβε και ως Τεκμήριο 9 το ιατρικό πιστοποιητικό εξέτασης της ενάγουσας ημερ. 31.7.2013.

Ως ο ΜΕ1 ανέφερε κατά την κυρίως εξέτασή του, στον δρόμο όπου επισυνέβη το ατύχημα υπήρχε συνεχής άσπρη γραμμή και δεν επιτρεπόταν στο όχημα Β να προσπεράσει το όχημα Α, ενώ η ενάγουσα επιτρεπόταν να στρίψει δεξιά, εφόσον υπήρχε διακεκομμένη γραμμή στο σημείο εκείνο.

 

Αντεξεταζόμενος, ο μάρτυρας δεν ήταν σε θέση να αναφέρει τις τελικές θέσεις των ενεχόμενων οχημάτων, καθώς, ως υπέδειξε, αυτά είχαν μετακινηθεί. Ανέφερε επίσης ότι ο επίδικος δρόμος έχει οδικό φωτισμό και ορατότητα, ενώ κατά την εξέταση του επίδικου ατυχήματος δεν προέβη σε έλεγχο του δείχτη των ενεχόμενων οχημάτων, ούτε σε μελέτη της ταχύτητας. Περαιτέρω, ο μάρτυρας ανέφερε ότι στον επίδικο δρόμο δεν υπήρχαν ίχνη τροχοπέδησης.

 

Ακολούθως, μαρτυρία προσέφερε η ενάγουσα, η οποία υιοθέτησε την γραπτή της δήλωση ως μέρος της κυρίως εξέτασής της (στο εξής η «ΜΕ2»). Σε αυτήν, η μάρτυρας επί της ουσίας επαναλαμβάνει τους ισχυρισμούς της ως η έκθεση απαίτησης και περαιτέρω αναφέρει ότι κατά τον επίδικο χρόνο άναψε εγκαίρως τον σηματοδότη του οχήματος Α ώστε να σηματοδοτήσει ότι θα στρίψει δεξιά σε σημείο όπου αυτό επιτρέπετο. Αφού ήλεγξε μέσω του κεντρικού καθρέφτη του οχήματος Α τον δρόμο πίσω της και δεν είδε οποιοδήποτε όχημα, άρχισε να στρίβει. Όταν το όχημα Α βρισκόταν σε διαγώνια θέση, περίπου στην μέση της αντίθετης λωρίδας κυκλοφορίας, ο εναγόμενος προσπάθησε να προσπεράσει το όχημα Α, παραβιάζοντας άσπρη συνεχή γραμμή, με αποτέλεσμα να επέλθει σφοδρή σύγκρουση, ένεκα της ταχύτητας του οχήματος Β.  

 

Έπειτα η ενάγουσα αναφέρεται λεπτομερώς στις ιατρικές και ακτινολογικές εξετάσεις στις οποίες υπεβλήθη, στις επισκέψεις της στο Γενικό Νοσοκομείο Αμμοχώστου και σε ιδιώτες ιατρούς, όπως επίσης και στην φαρμακευτική αγωγή που ακολούθησε και κατέθεσε τα σχετικά τεκμήρια. Κατέθεσε επίσης ως Τεκμήριο 22 δέσμη από φωτογραφίες οι οποίες απεικονίζουν το όχημα Α και ως Τεκμήριο 23 δέσμη φωτογραφιών οι οποίες απεικονίζουν τον δρόμο όπου έλαβε χώρα το επίδικο ατύχημα.

 

Η μάρτυρας ανέφερε επίσης ότι ένεκα του ατυχήματος, αρχικά οι κινήσεις της ήταν πολύ περιορισμένες και για μήνες δεν μπορούσε να σηκώνει βάρος, αισθανόταν πόνο, δεν μπορούσε να εκτελέσει οποιαδήποτε οικιακή εργασία ή να οδηγήσει και η καθημερινότητά της άλλαξε, ενώ μέχρι σήμερα, υπόκειται σε ταλαιπωρία και πόνο στον αυχένα, στο χέρι, στο πόδι, στην μέση και κουράζεται εύκολα. Στις αλλαγές του καιρού οι πόνοι είναι εντονότεροι και έχει υπνηλία, παίρνει παυσίπονα και βιταμίνες και οι δραστηριότητές της έχουν περιοριστεί.

 

Αντεξεταζόμενη, η μάρτυρας ανέφερε ότι η σφοδρότητα της σύγκρουσης και η ταχύτητα του οχήματος Β φαίνονται από την κατάληξη του οχήματος Α, καθώς επίσης και από τις βλάβες που υπέστη η ίδια. Ως προς τους ισχυρισμούς της για τραυματισμούς στο χέρι, η μάρτυρας ανέφερε ότι το ιατρικό πιστοποιητικό ημερ. 29.7.2013 (Τεκμήριο 14) δεν αναφέρει οτιδήποτε, πλην όμως έγινε ακτινογραφία στο Νοσοκομείο. Ήταν επίσης η θέση της, ότι παρόλο που ανέφερε στον αστυνομικό, όταν έδιδε την κατάθεση της, ότι είχε ενοχλήσεις στον αυχένα και το πόδι, καταγράφηκε μόνο η αναφορά στον αυχένα.

 

Η μάρτυρας δεν θυμόταν εάν είχε στην κατοχή της τις οδηγίες του Νοσοκομείου, σύμφωνα με τις οποίες έπρεπε να φοράει το κολάρο στον αυχένα για τρεις εβδομάδες, ερωτηθείσα δε γιατί στην κατάθεσή της, την οποία έδωσε μερικές ημέρες μετά το ατύχημα, αναφέρθηκε σε μία εβδομάδα αντί για τρεις, η μάρτυρας απάντησε ότι είχε μεταβεί ξανά στο Νοσοκομείο άλλες δύο φορές. Η μάρτυρας αρνήθηκε ότι ο αυχένας της δεν υπέστη τραυματισμό συνεπεία του ατυχήματος και ότι προϋπήρχαν εκφυλιστικές αλλοιώσεις, αναφορικά δε με το χέρι της, συμφώνησε ότι δεν έγινε οποιαδήποτε αναφορά σε μεταγενέστερο στάδιο, στα ιατρικά πιστοποιητικά.

 

Στην συνέχεια μαρτυρία προσέφερε ο υιός της ενάγουσας ο οποίος αναγνώρισε την κατάθεσή του (Τεκμήριο 5) και υιοθέτησε το περιεχόμενό της (στο εξής ο «ΜΕ3»). Ήταν η θέση του εν λόγω μάρτυρα, ότι ένεκα της σφοδρότητας της σύγκρουσης, το όχημα Α κατέληξε περί τα 25 μέτρα μακριά στο παρακείμενο χωράφι, ενώ το όχημα Β περί τα 45 μέτρα μακριά από το σημείο της σύγκρουσης.

 

Αντεξεταζόμενος, ο μάρτυρας ανέφερε ότι κατά τον χρόνο που επισυνέβη το επίδικο ατύχημα ήταν 17 ετών και ήταν σε θέση να θυμηθεί ότι ενώ η ΜΕ2 έστριβε, χαμήλωσε την ταχύτητα του οχήματος Α. Ως περαιτέρω ανέφερε, κατά τον επίδικο χρόνο η ΜΕ2 είχε σηματοδοτήσει την πρόθεσή της να στρίψει δεξιά, ωστόσο η ταχύτητα του οχήματος Β ήταν τόσο μεγάλη, που δεν υπήρχε χρόνος αντίδρασης. Ως επίσης ο μάρτυρας ανέφερε, εάν η σύγκρουση των οχημάτων ήταν παράλληλη δεν θα υπήρχε βαθούλωμα, αλλά τρίψιμο. Σε σχέση με τους υπολογισμούς στους οποίους έκανε αναφορά, αναφορικά με την ταχύτητα των οχημάτων και το σημείο στο οποίο αυτά βρέθηκαν μετά την σύγκρουση, συμφώνησε ότι δεν είναι ειδικός.

 

Τελευταίος από πλευράς εναγόντων, προσκόμισε μαρτυρία ορθοπεδικός χειρουργός ο οποίος σπούδασε γενική ιατρική στην Αθήνα και από το 1999 εργάζεται στην Κύπρο ως ιδιώτης ιατρός (στο εξής ο «ΜΕ4»). Ο ΜΕ4 ανέφερε ότι περί το 2013 τον επισκέφθηκε η ενάγουσα, αναγνώρισε το Τεκμήριο 19 το οποίο ετοίμασε ο ίδιος και υιοθέτησε το περιεχόμενό του, αναφέρθηκε  δε στο ιστορικό της ιατρικής επίσκεψης της ενάγουσας και στις εξετάσεις που έγιναν.

 

Ως ο μάρτυρας ανέφερε, το πόρισμα της μαγνητικής τομογραφίας, πάνω στο οποίο βασίστηκε, κατέγραφε ευθειασμό χωρίς κάταγμα. Ήταν η θέση του ΜΕ4 ότι δεν υπάρχει ήπιος, μέτριος ή σοβαρός ευθειασμός, καθώς ο ευθειασμός είτε υφίσταται, είτε δεν υφίσταται, μπορεί δε να συνοδεύεται από κεφαλαλγίες και να επηρεάζει την καθημερινότητα και την ποιότητα ζωής. Ομοίως, ανέφερε ότι δεν υπάρχει «μικρή» προβολή, καθώς, είτε υπάρχει, είτε δεν υπάρχει προβολή δίσκου και στην περίπτωση της ενάγουσας, συνεπεία του ατυχήματος, σύμφωνα με τα ευρήματα του μαγνητικού τομογράφου, υπάρχουν προβολές δύο δίσκων.

 

Ο μάρτυρας αναφέρθηκε επίσης σε πιθανή ανάπτυξη σπονδυλοαρθρίτιδας στα επίμαχα σημεία, λόγω της αστάθειας στον αυχένα, η οποία προκαλεί επιπλέον πόνο, ήταν δε η θέση του ότι υπάρχει μέχρι σήμερα πιθανότητα χειρουργικής επέμβασης της ενάγουσας, την οποία εξέτασε πρόσφατα και η οποία παρουσιάζει άλγος αυχένα, ειδικά στις ακραίες κινήσεις, καθώς επίσης και δυσαισθησία στο χέρι και αδυναμία. Ήταν η θέση του μάρτυρα ότι δεν πρόκειται για προϋπάρχουσα κατάσταση ή για εκφυλιστικές αλλοιώσεις, εφόσον η ενάγουσα δεν παρουσίαζε τέτοια προβλήματα πριν το ατύχημα.

 

Κατά την αντεξέτασή του, ο μάρτυρας συμφώνησε ότι η αναφορά σε «mild» επί της αξονικής τομογραφίας σημαίνει «ήπιος ευθειασμός» και ως εξήγησε, αυτή η ορολογία χρησιμοποιείται, όμως το αξιοσημείωτο επιστημονικά είναι το αν υπάρχει ή όχι ευθειασμός. Ο μάρτυρας ενέμεινε στην θέση του ότι ο ευθειασμός στην περίπτωση της ενάγουσας οφείλεται στον τραυματισμό της και όχι σε εκφυλιστικές αλλοιώσεις λόγω ηλικίας, συμφώνησε δε ότι το ηλεκτρομυογράφημα δεν κατέδειξε την ύπαρξη βλάβης στο νεύρο. Σε υποβολή του συνηγόρου του εναγομένου, ότι η μαγνητική τομογραφία θα έπρεπε να κατέγραφε ευρήματα και στους γύρω συνδέσμους, ο μάρτυρας απάντησε ότι η μαγνητική τομογραφία δεν καταγράφει σε τέτοιο μικροσκοπικό βαθμό κακώσεις και βλάβες.

 

Από πλευράς εναγομένου μαρτυρία προσέφεραν δύο μάρτυρες.

 

Πρώτος μαρτυρία προσκόμισε ο εναγόμενος ο οποίος υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασής του την γραπτή του δήλωση (στο εξής ο «ΜΥ1»). Σε αυτήν αναφέρει ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ιδιοκτήτης του οχήματος Β, το οποίο ήταν ασφαλισμένο στην Παγκυπριακή Ασφαλιστική Λτδ και κατέθεσε ως τεκμήρια τα σχετικά έγγραφα.

 

Πέραν των ισχυρισμών του ως η Υπεράσπιση και Ανταπαίτησή του, ο ΜΥ1 στην γραπτή του δήλωση αναφέρει ότι ακολουθούσε για αρκετά μεγάλη απόσταση το όχημα Α, το οποίο κινείτο με πολύ χαμηλή ταχύτητα. Όταν ο δρόμος σχημάτισε ευθεία, αφού ήλεγξε την τροχαία κίνηση, σηματοδότησε την πρόθεσή του να κινηθεί δεξιά, εισήλθε στην αντίθετη λωρίδα και επιχείρησε να προσπεράσει το όχημα Α, το οποίο απότομα, αιφνιδιαστικά και απροειδοποίητα, όταν τα δύο οχήματα βρίσκονταν σχεδόν παράλληλα, έστριψε δεξιά, με αποτέλεσμα να ανακόψει την ελεύθερη πορεία του οχήματος Β.

 

Ως ο μάρτυρας ανέφερε, δεν οδηγούσε το όχημα Β με υπερβολικά μεγάλη ταχύτητα, οι δε φωτογραφίες που η ενάγουσα κατέθεσε ως τεκμήρια καταδεικνύουν τις ζημιές των οχημάτων και επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς του. Ο μάρτυρας δεν διαφώνησε με το σημείο σύγκρουσης των οχημάτων, ωστόσο υπέδειξε ότι το όχημα Α κατέληξε περί τα 40 μέτρα μακριά και το όχημα Β περί τα 20 μέτρα μακριά. Εάν η ενάγουσα, συνέχισε ο μάρτυρας, ήλεγχε τα καθρεφτάκια του οχήματος Α προτού στρίψει δεξιά, εφόσον ήταν νύχτα και τα φανάρια του οχήματος Β ήταν αναμμένα, θα έβλεπε ότι το όχημα Β βρισκόταν ήδη στην αντίθετη λωρίδα και επιχειρούσε να προσπεράσει. Επιπρόσθετα, ανέφερε ότι το όριο ταχύτητας στον επίδικο δρόμο αυξάνεται από 50 σε 65 ΧΑΩ και ότι κατά τον χρόνο που επιχείρησε να προσπεράσει, η ταχύτητά του ήταν περί τα 70 ΧΑΩ.

 

Αντεξεταζόμενος, ο μάρτυρας συμφώνησε ότι από την αρχή του επίδικου δρόμου υπάρχει σήμανση με άσπρη συνεχή γραμμή, εξαιρουμένων των σημείων όπου υπάρχουν πάροδοι. Ενόψει του ότι η ενάγουσα έστριψε αιφνίδια, ως υπέδειξε, το όχημα Α χτύπησε στην θέση του οδηγού και το όχημα Β μπροστά, ενώ διαφώνησε με την θέση που του υπέβαλε η συνήγορος της άλλης πλευράς, ότι έτρεχε υπερβολικά.

Ακολούθως, μαρτυρία προσέφερε εκ μέρους του εναγομένου ιδιώτης ιατρός, ο οποίος ασκεί την ιατρική στην Κύπρο από το 1982 και κατέχει επαγγελματικό τίτλο «Fellow of the Royal College of Surgeons (FRCS)» στο Ηνωμένο Βασίλειο (στο εξής ο «ΜΥ2»).

 

Ως ανέφερε κατά την κυρίως εξέτασή του, την 1.9.2021 εξέτασε την ενάγουσα κατόπιν οδηγιών της Παγκυπριακής Ασφαλιστικής εταιρείας. Ως Τεκμήριο 26 κατέθεσε το ιατρικό πιστοποιητικό που ετοίμασε ο ίδιος και επεξήγησε τα ευρήματα των ιατρικών εξετάσεων στις οποίες υπεβλήθη η ενάγουσα, εξήγησε δε ότι ο  ευθειασμός προκύπτει ως αποτέλεσμα μυϊκού σπασμού και μπορεί να είναι ελαφρύς, μέτριος ή πλήρης. Ως υποστήριξε, αναφερόμενος στα φυσιολογικά στάδια της εκφύλισης, στην περίπτωση της ενάγουσας, με βάση τα στοιχεία και τα ευρήματα τα οποία εξέτασε, πρόκειται για πρώιμα σημεία εκφύλισης του σπονδύλου.

 

Ο μάρτυρας αναφέρθηκε επίσης στην μικρή οπίσθια κεντρική προβολή του δίσκου, καθώς επίσης και στην διαφορά της κήλης με την προβολή του δίσκου, καταλήγοντας ότι η περίπτωση της ενάγουσας, με βάση τα ευρήματα της μαγνητικής τομογραφίας, εντάσσεται στα αρχικά στάδια της προβολής. Επιπρόσθετα, ο ΜΥ2 εξήγησε ότι παρόλο που είναι δυνατό να υπάρχουν συμπτώματα λίγες ημέρες μετά από ατύχημα, στην αξονική τομογραφία της ενάγουσας δεν υπήρχαν ευρήματα, σε περίπτωση δε που υπήρχε προβολή του σπονδύλου, τα συμπτώματα θα ήταν πολύ έντονα και αμέσως μετά το ατύχημα. Ερωτηθείς ποια είναι η θέση του, σε συνάρτηση με την θέση του ΜΕ4, αναφορικά με την αιμωδία του άνω άκρου, ο μάρτυρας απάντησε ότι εν προκειμένω διενεργήθηκε μαγνητική τομογραφία (MRI), η οποία ήταν αρνητική, επομένως το συμπέρασμα του ΜΕ4 δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί με αντικειμενικό εύρημα.

 

Κατά την αντεξέτασή του, ο μάρτυρας ανέφερε ότι γνωρίζει το ιστορικό της υπόθεσης στη βάση των όσων του ανέφερε η ενάγουσα, αλλά και από το περιεχόμενο των εγγράφων που του απέστειλε η Ασφαλιστική του εναγομένου. Ήταν η θέση του, ότι στα ευρήματα της μαγνητικής τομογραφίας της ενάγουσας, παρουσιάζεται ελαφρύς ευθειασμός, που περιγράφεται ως «mild», δηλ. ελαφρά απώλεια της λόρδωσης του σπονδύλου. Σε ότι δε αφορά στον ισχυριζόμενο περιορισμό των κινήσεων της ενάγουσας, ήταν η θέση του ότι οι κινήσεις της ενάγουσας ήταν πλήρεις και ελεύθερες, ενώ αν αισθανόταν πόνο συνεπεία του επίδικου ατυχήματος, θα επισκέπτετο ιατρό ή θα ακολουθούσε κάποια φυσιοθεραπευτική αγωγή.

 

Ήταν περαιτέρω η θέση του μάρτυρα, ότι η περιγραφή της μαγνητικής τομογραφίας παρουσιάζει στοιχεία εκφύλισης και όχι τραυματικό στοιχείο. Εάν υπήρχε τραυματική αιτιολογία, υπέδειξε, θα υπήρχε αιμάτωμα, ρήξη ή κάταγμα, που στην προκειμένη περίπτωση δεν υπήρχε. Περαιτέρω, ο μάρτυρας ανέφερε ότι για να καταλήξει κανείς σε συμπέρασμα τραυματισμού, θα πρέπει με την προβολή να συνυπάρχει και κάποια βλάβη στην περιφερικότερη περιοχή.

 

Ήταν επίσης η θέση του ΜΥ2, ότι αν η προβολή του δίσκου της ενάγουσας, αποτελούσε συνέπεια του ατυχήματος, η ασθενής θα έπρεπε να ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση όταν πήγε στις πρώτες βοήθειες, ενώ στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα δεν παραπονέθηκε καν για πόνο στον αυχένα. Ως χαρακτηριστικά ανέφερε ο μάρτυς «…υπήρξε τράνταγμα του αυχένα, το λέω ότι υπήρξε μια κάκωση πάνω στον αυχένα, αλλά όχι όμως τραυματισμός κάποιου στοιχείου του σπονδύλου. Ο πόνος και η δυσκαμψία ήταν αποτέλεσμα του μυϊκού σπασμού», εμμένοντας στην θέση ότι η προβολή που παρουσιάζει ο αυχένας της ενάγουσας, είναι εκφυλιστικής αιτιολογίας.

 

Παραδεκτά και μη αμφισβητούμενα Γεγονότα

 

Προτού προχωρήσω σε αξιολόγηση της ενώπιόν μου τεθείσας μαρτυρίας, σημειώνω ότι με βάση τις δηλώσεις των συνηγόρων, τα ακόλουθα δηλώθηκαν ως παραδεκτά γεγονότα:

 

-     Ο ενάγων υπέστη ειδικές ζημιές ύψους €1,200 επί πλήρους ευθύνης στην αγωγή υπ’ αρ. 744/14.

 

-     Η ενάγουσα, επί πλήρους ευθύνης στην αγωγή υπ’ αρ. 745/14, απώλεσε €1,600 έναντι ημερομισθίων, €600,00 έναντι εξόδων φυσικοθεραπείας, €917,00 έναντι ιατρικών εξόδων και €348,75 έναντι φαρμάκων.

 

-     Ο εναγόμενος, επί πλήρους ευθύνης στην αγωγή υπ’ αρ. 745/14, κατέβαλε το ποσό των €200,00 ως κόστος ετοιμασίας των εκτιμήσεων και το όχημα Β υπέστη ζημιές ύψους €25,000.

 

 

Περαιτέρω, με βάση την δικογραφία και την προσκομισθείσα μαρτυρία, δεν αποτελούν αμφισβητούμενα γεγονότα τα εξής:

 

-     Το όχημα Α το οποίο κατά τον επίδικο χρόνο οδηγούσε η ενάγουσα, ήταν ιδιοκτησίας του ενάγοντα στην αγωγή με αρ. 744/14.

 

-     Ο δρόμος όπου έλαβε χώρα το επίδικο ατύχημα διαχωριζόταν με άσπρη συνεχή γραμμή, εξαιρουμένου του σημείου όπου βρισκόταν η πάροδος στα δεξιά.

 

-     Το σημείο σύγκρουσης, έχει σημειωθεί στο σχεδιάγραμμα που κατέθεσε ο ΜΕ1 ως Τεκμήριο 3, υπό «Χ».

 

Επανερχόμενη στην προσκομισθείσα μαρτυρία την οποία έχω παραθέσει ανωτέρω, προχωρώ σε αξιολόγησή της.

 

Παρακολουθώντας τους μάρτυρες να δίνουν δια ζώσης τη μαρτυρία τους στο εδώλιο του μάρτυρα, μπόρεσα να αξιολογήσω την συνολική εμφάνιση και συμπεριφορά τους, με βάση, μεταξύ άλλων, την λογική, την ποιότητα και την πειστικότητα της μαρτυρίας που προσκόμισαν, την αμεσότητα και σαφήνεια των απαντήσεων τους ή την ύπαρξη ουσιαστικών αντιφάσεων σε αυτές.[2] Η αξιολόγηση της μαρτυρίας εκάστου μάρτυρα δεν περιορίστηκε αποκλειστικώς στην αποτίμηση της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα ξεχωριστά, αλλά συσχετίστηκε, αντιπαραβλήθηκε και διερευνήθηκε μέσα από την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων.[3] Αξίζει να σημειωθεί, ότι η αξιοπιστία των μαρτύρων εκτιμάται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως επιπέδου απόδειξης.[4]

 

Κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα έλαβα υπόψη μου ότι με βάση τη νομολογία είναι ανάγκη μια μαρτυρία να τίθεται στη βάσανο της αξιολόγησης από απόψεως περιεχομένου και να μην γίνεται αποδεκτή ή να απορρίπτεται μόνο βάσει της εξωτερικής εντύπωσης που προκαλεί ο μάρτυρας.[5] Επουσιώδεις αντιφάσεις δεν πλήττουν την αξιοπιστία ενός μάρτυρα,[6] ενώ ένας μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός μερικώς ή ολικώς και δεν είναι επιλήψιμη η επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα.[7]

 

Όσον αφορά στην μαρτυρία εμπειρογνωμόνων και στην αξιολόγησή της, αυτή δεν διαφέρει από την αξιολόγηση της συνήθους μαρτυρίας, εξαιρουμένου του ότι η συμπεριφορά εμπειρογνώμονα μάρτυρα στο εδώλιο δεν έχει τόση σπουδαιότητα για τη διαπίστωση της αξιοπιστίας του, παρόλο που αποτελεί ένα από τα στοιχεία κρίσεως της αξίας της γνώμης του. Το Δικαστήριο, πρέπει πρωτίστως να πεισθεί ότι ο μάρτυρας είναι εμπειρογνώμονας στον τομέα που καταθέτει και ακολούθως να εξετάσει εάν με τη μαρτυρία του έχει παράσχει τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια, για τον έλεγχο της ακρίβειας των συμπερασμάτων του.[8]

 

Οι εμπειρογνώμονες, οφείλουν να παρουσιάσουν στο Δικαστήριο όλα εκείνα τα επιστημονικά κριτήρια με βάση τα οποία κατέληξαν στα συμπεράσματά τους, ώστε το Δικαστήριο να μπορέσει να ελέγξει την ορθότητα των ευρημάτων τους και να διαμορφώσει τη δική του ανεξάρτητη άποψη δια της εφαρμογής των κριτηρίων αυτών στα γεγονότα της υπόθεσης.[9]

 

Το κατά πόσο ένας μάρτυρας διαθέτει τα απαιτούμενα προσόντα ώστε να κριθεί εμπειρογνώμονας, είναι ζήτημα που εμπίπτει στη σφαίρα της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου,[10] το οποίο μέσα στο πλαίσιο της διακριτικής του ευχέρειας εξετάζει τις γνώσεις και την εμπειρία του μάρτυρα, σε συνάρτηση με τα θέματα αναφορικά με τα οποία καλείται να καταθέσει.[11] Ως εκ τούτου, ένα πρόσωπο δυνατό να θεωρηθεί πραγματογνώμονας, όχι μόνο βάσει των ακαδημαϊκών προσόντων του, αλλά και βάσει της εμπειρίας του.[12]

 

Αρχίζοντας από τον ΜΕ1, ο μάρτυρας αυτός μου έκανε θετική εντύπωση καθώς απαντούσε με φυσικότητα και σταθερότητα στις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν και δεν έχω εντοπίσει οποιεσδήποτε ουσιώδεις ανακολουθίες στην μαρτυρία του, ούτε και μου έδωσε την εντύπωση ότι ήρθε με σκοπό να μεταφέρει αναλήθειες στο Δικαστήριο, ενώ δεν αναδύθηκε να είχε οποιοδήποτε αλλότριο κίνητρο, παρόλο που αντεξεταζόμενος, ανέφερε ότι ασκεί το ίδιο επάγγελμα με τον ενάγοντα.

 

Ως προς τα Τεκμήρια 6, 7, 8 και 9 τα οποία κατέθεσε, πρόκειται για εξ ακοής μαρτυρία. Παρόλο που εξ ακοής μαρτυρία δεν αποκλείεται από οποιασδήποτε δικαστική διαδικασία, απλώς και μόνο διότι είναι εξ ακοής, το Δικαστήριο αξιολογεί την βαρύτητα που θα προσδώσει σε τέτοια μαρτυρία, λαμβανομένων πάντοτε υπόψη των αρχών που διέπουν το ζήτημα, αλλά και των σχετικών νομοθετικών διατάξεων του Περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9.[13]

 

Στην προκειμένη περίπτωση, καμία εξήγηση δεν δόθηκε στο Δικαστήριο γιατί δεν κλητεύθηκαν τα πρόσωπα τα οποία συνέταξαν τα εν λόγω έγγραφα και κατέθεσαν σχετικά με την υπόθεση στην αστυνομία, ώστε να αντεξετασθούν και να τύχουν αξιολόγησης από το Δικαστήριο. Ούτε καταδείχθηκε κατά πόσο ήταν εύλογο ή εφικτό να κλητευθούν για να καταθέσουν.

 

Ως έχει νομολογηθεί, όταν ένας μάρτυρας καταθέτει προφορικά στο δικαστήριο κατά τη διάρκεια μιας δίκης, η μαρτυρία του προσφέρεται για το αληθές του περιεχομένου της. Όταν όμως ο μάρτυρας καταθέτει και κάποιο έγγραφο, δεν συνεπάγεται ότι αυτό προορίζεται απαραίτητα για τον ίδιο πιο πάνω σκοπό· πόσω δε μάλλον, όταν τα όσα καταγράφονται σε αυτό δεν προέρχονται από τον ίδιο τον μάρτυρα, αλλά αποτελούν δηλώσεις άλλου προσώπου, δηλαδή είναι εξ ακοής μαρτυρία, ως αυτή καθορίζεται στο άρθρο 23 του περί Απόδειξης Νόμου, Κεφ. 9. Επομένως, είναι λογικώς αναμενόμενο, η πλευρά που προτείνει την κατάθεση του εν λόγω εγγράφου, να καθορίσει το σκοπό για τον οποίο αυτό προορίζεται να χρησιμοποιηθεί.  Αν παραλείψει να το πράξει, ενεργεί με δικό της κίνδυνο.[14] Τούτων λεχθέντων, το Δικαστήριο αδυνατεί να προσδώσει στα εν λόγω έγγραφα οποιαδήποτε βαρύτητα.

 

Αναφορικά με την ΜΕ2, σε γενικές γραμμές η εν λόγω μάρτυρας μου έκανε θετική εντύπωση, εφόσον η μαρτυρία της είχε συνοχή και φυσικότητα, ενώ δεν περιέπεσε σε ουσιώδεις αντιφάσεις που να πλήττουν την αξιοπιστία της. Εντούτοις, για τους λόγους που θα εξηγήσω ευθύς αμέσως, αποδέχομαι μερικώς την μαρτυρία της συγκεκριμένης μάρτυρος.

 

Αρχίζοντας από τους ισχυρισμούς της ΜΕ2 σε σχέση με την ταχύτητα του οχήματος Β, την βιαιότητα της σύγκρουσης και τις θέσεις στις οποίες κατέληξαν τα ενεχόμενα οχήματα μετά την επίδικη σύγκρουση, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο αποφαίνεται βάσει της μαρτυρίας η οποία τίθεται ενώπιόν του και όχι εικάζοντας.[15] Στην προκειμένη περίπτωση, δεν έχει τεθεί ενώπιόν μου οποιαδήποτε ικανοποιητική μαρτυρία αναφορικά με την ταχύτητα των δύο ενεχόμενων οχημάτων ή τα μέτρα που διένυσαν μέχρι να φτάσουν στο παρακείμενο χωράφι, υπενθυμίζεται δε ότι τα ενεχόμενα οχήματα μετακινήθηκαν από τις τελικές θέσεις τους. Ό,τι παρέθεσε η κάθε πλευρά ενώπιον του Δικαστηρίου, ήταν οι προσωπικές εκδοχές και εκτιμήσεις των προσώπων που βρίσκονταν εντός των εμπλεκόμενων οχημάτων, οι οποίοι δεν είναι εμπειρογνώμονες.

 

Σχετικά παραπέμπω στην Ουλουπή ν. Χρίστου κ.α. (1999) 1 ΑΑΔ 1508, όπου αναφέρθηκε ότι η ταχύτητα δεν αποτελεί από μόνη της απόδειξη αμέλειας, η δε απλή αναφορά του μάρτυρα σε μεγάλη ταχύτητα δεν συνιστά ικανοποιητική μαρτυρία για απόδειξη της ταχύτητας ενός οχήματος. Ως επίσης μνημονεύθηκε στην Χαραλάμπους ν. Χ’’Παναγιώτου κ.α. (2007) 1 ΑΑΔ 1148, δεν είναι δυνατό στην απουσία μαρτυρίας εμπειρογνώμονα, να εξάγεται συμπέρασμα αναφορικά με την ταχύτητα οχήματος, η δε βιαιότητα της σύγκρουσης δεν μπορεί να οδηγήσει σε διαπίστωση οδήγησης με υπερβολική ταχύτητα.  

 

Τούτων λεχθέντων, οι επανειλημμένες αναφορές της ενάγουσας σε υπερβολικά μεγάλη ταχύτητα του οχήματος Β και σε εκτεταμένες ζημιές, οι οποίες κατά την ίδια δεικνύουν την σφοδρότητα της σύγκρουσης, δεν μπορούν να οδηγήσουν το Δικαστήριο στην εξαγωγή ανάλογων συμπερασμάτων. Υπό αυτά τα δεδομένα, το Δικαστήριο προχωρεί σε εξαγωγή των ευρημάτων του με βάση την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων που κατέθεσαν ενώπιόν του, την λογική και την πραγματική μαρτυρία.[16] Αναφορικά με την αξιολόγηση της πραγματικής μαρτυρίας, παραπέμπω στις Conway ν. Ηλία (2003) 1 ΑΑΔ 540 και Θρασυβούλου ν. Κουλέρμου κ.α. (1996) 1 ΑΑΔ 293.

 

Επιπλέον, διαπιστώνω ότι ενώ στην γραπτή δήλωση της μάρτυρος αναφέρεται ότι «εγκαίρως» σηματοδότησε την πρόθεσή της να στρίψει δεξιά, ουδεμία μαρτυρία προσκομίστηκε από πλευράς της, προς προσδιορισμό του χρόνου κατά τον οποίο ενεργοποίησε τον δείχτη του οχήματος Α.

 

Ως προς το κατά πόσο η ΜΕ2 είχε αντιληφθεί εάν ο εναγόμενος είχε σηματοδοτήσει την πρόθεσή του να στρίψει δεξιά για να προσπεράσει, στην γραπτή της δήλωση η μάρτυρας ανέφερε ότι ο εναγόμενος οδηγούσε το όχημα Β στην ίδια πορεία με την ίδια κατά τον ουσιώδη χρόνο και η μαρτυρία της αυτή παρέμεινε ακλόνητη. Αντεξεταζόμενη, η μάρτυρας ανέφερε ότι παρόλο που ήλεγξε από τον κεντρικό καθρέφτη του οχήματος Α, δεν είδε τον εναγόμενο. Συγχρόνως, ήταν η θέση της ότι ο εναγόμενος δεν σηματοδότησε την πρόθεσή του να στρίψει δεξιά, μαρτυρία η οποία είναι μπερδεμένη και θεωρώ ότι δόθηκε από την ενάγουσα, στην προσπάθειά της να ενισχύσει την θέση της. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν μπορεί να εξάξει ανάλογο συμπέρασμα με ασφάλεια.

 

Δεν διαλανθάνει της προσοχής μου, ότι η ενάγουσα κατά την αντεξέτασή της ερωτήθηκε κατά πόσο είχε ελέγξει τον καθρέφτη του οχήματος Α που βρισκόταν δεξιά στο πλάι, με την ίδια να απαντά επανειλημμένως ότι ήλεγξε τον κεντρικό καθρέφτη του οχήματος που οδηγούσε και ο δρόμος ήταν καθαρός. Η εκδοχή της αυτή, συνάδει με το σημείο σύγκρουσης ως εμφαίνεται επί του σχεδιαγραφήματος και το οποίο δεν αμφισβητήθηκε, όπως επίσης και με τις ζημιές των ενεχόμενων οχημάτων. Περαιτέρω, η θέση της αυτή συνηγορεί υπέρ του λογικού συμπεράσματος ότι κατά τον χρόνο της σύγκρουσης, το όχημα Β βρισκόταν ήδη στην δεξιά λωρίδα.

 

Ως προς τα Τεκμήρια 14, 15, 16, 18 (εξαιρουμένου του παραπεμπτικού του ΜΕ4) και 20 τα οποία κατέθεσε η ενάγουσα, πρόκειται για εξ ακοής μαρτυρία. Λαμβανομένων υπόψη των αρχών που διέπουν την αξιολόγηση τέτοιας μαρτυρίας, οι οποίες αναφέρονται πιο πάνω, διαπιστώνω ότι στην προκειμένη περίπτωση, καμία εξήγηση δεν δόθηκε στο Δικαστήριο γιατί δεν κλητεύθηκαν τα πρόσωπα τα οποία συνέταξαν τα εν λόγω έγγραφα ώστε να αντεξετασθούν και να τύχουν αξιολόγησης από το Δικαστήριο, ούτε καταδείχθηκε κατά πόσο ήταν εύλογο ή εφικτό να κλητευθούν τα πρόσωπα αυτά για να καταθέσουν. Τούτων λεχθέντων, το Δικαστήριο αδυνατεί να προσδώσει στα εν λόγω έγγραφα οποιαδήποτε βαρύτητα.

 

Σε σχέση με τις σωματικές βλάβες τις οποίες η ενάγουσα επικαλέστηκε, διέκρινα έντονο το στοιχείο της υπερβολής, το οποίο δεν υποστηρίζεται ούτε από την μαρτυρία της ενάγουσας, ούτε και από την μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων. Ειδικότερα, η προσκομισθείσα μαρτυρία ουδόλως υποστηρίζει ότι η ενάγουσα υποφέρει από μόνιμα κατάλοιπα ή ότι υπέστη βλάβες στο χέρι ή στο πόδι, επομένως το Δικαστήριο δεν μπορεί να εξάξει με ασφάλεια τέτοια συμπεράσματα.

 

Προχωρώντας σε αξιολόγηση του ΜΕ3, ο μάρτυρας αυτός μου έκανε θετική εντύπωση καθώς απαντούσε με φυσικότητα, σταθερότητα και χωρίς υπεκφυγές σε όλες τις ερωτήσεις που του υπεβλήθησαν κατά την αντεξέτασή του, η δε μαρτυρία του ήταν ανεπιτήδευτη. Δεν μου διαφεύγει, ότι ο μάρτυρας αυτός είναι ο υιός της ενάγουσας, εντούτοις, λαμβάνοντας υπόψη την συνολική παρουσία του, θεωρώ ότι είπε στο Δικαστήριο την αλήθεια. Ερωτηθείς μάλιστα εάν είδε την ΜΕ2 να κοιτάζει από τον καθρέφτη του οχήματος Α, ο μάρτυρας απάντησε αρνητικά, ενισχύοντας με αυτό τον τρόπο την αξιοπιστία του.

 

Δεν παραγνωρίζω, ότι ο ΜΕ3 προέβη σε δικές του εκτιμήσεις και εικασίες, χωρίς να καταθέτει ως εμπειρογνώμονας ή παραθέτοντας οποιαδήποτε επιστημονική τεκμηρίωση των υπολογισμών του, συνεπώς η μαρτυρία του σε σχέση με την ταχύτητα με την οποία κινείτο το όχημα Β και τα μέτρα στα οποία κατέληξαν τα ενεχόμενα οχήματα, δεν μπορεί να αποτελέσει ασφαλές υπόβαθρο, βάσει του οποίου το Δικαστήριο θα μπορέσει να προβεί σε εξαγωγή ανάλογων ευρημάτων.  

 

Αναφορικά με τον ΜΕ4, σημειώνω καταρχάς ότι τα ακαδημαϊκά προσόντα και η εμπειρία του δεν έτυχαν αμφισβήτησης. Εν πάση περιπτώσει, κατόπιν αξιολόγησης των εν λόγω προσόντων, κρίνω ότι ο συγκεκριμένος μάρτυρας είναι εμπειρογνώμονας στον τομέα αναφορικά με τον οποίο προσέφερε μαρτυρία.

 

Αντιπαραβάλλοντας την μαρτυρία του συγκεκριμένου μάρτυρα, με την μαρτυρία του ΜΥ2, διαπιστώνω ότι η ακαδημαϊκή επεξήγηση που έδωσαν στο Δικαστήριο, σε σχέση με τα ζητήματα ιατρικής φύσεως, δεν διαφέρει επί της ουσίας. Σε ότι δε αφορά στο κατά πόσο ο ευθειασμός του αυχένα μπορεί να κατηγοριοποιηθεί, δεν θεωρώ ότι πρόκειται για ζήτημα τέτοιας ουσιαστικής διχογνωμίας, ώστε να πλήττεται η αξιοπιστία του ΜΕ4, ο οποίος αντεξεταζόμενος, συμφώνησε ότι η ορολογία «ήπιος ευθειασμός» (mild) χρησιμοποιείται στην ιατρική, όμως ως υπέδειξε, το αξιοσημείωτο επιστημονικά είναι το κατά πόσον υπάρχει ή όχι ευθειασμός.

 

Αναφορικά με το κατά πόσο η ενάγουσα είχε τραυματιστεί στο χέρι, ο μάρτυρας διαφώνησε με την υποβολή ότι θα υπήρχαν εξαρχής συμπτώματα τα οποία θα καταγράφονταν στα σχετικά ιατρικά πιστοποιητικά, αναφέροντας ότι σε πολλές περιπτώσεις ο ασθενής παρουσιάζει καθυστερημένα συμπτώματα μετά από ατύχημα. Με αυτή την τοποθέτηση συνάδει και η μαρτυρία του ΜΥ2, ο οποίος ανέφερε ότι είναι δυνατό να υπάρχουν συμπτώματα λίγες ημέρες μετά από ατύχημα.

 

Ερωτηθείς, γιατί ενώ αρχικά είχε αναφερθεί σε ρωγμώδες κάταγμα στο χέρι, στην συνέχεια άλλαξε την γνωμάτευσή του, ο μάρτυρας ανέφερε ότι εξαρχής υπήρχε αμφιβολία για το χέρι. Διερχόμενη της ιατρικής έκθεσης ημερ. 27.2.2014 (Τεκμήριο 19), δεν διαπιστώνω οποιαδήποτε αντίφαση στα λεγόμενα του ΜΕ4, η οποία να πλήττει την αξιοπιστία του. Είναι δε λογικώς και ευλόγως αναμενόμενο, ένας ιατρός να εξετάζει διάφορα πιθανά αίτια, όταν ο ασθενής παραπονείται για διάφορες ενοχλήσεις ή πόνους.

 

Δεν μπορώ ωστόσο να αποδεχθώ την θέση του, ότι η ενάγουσα μέχρι σήμερα υποφέρει από πόνους και ενδεχομένως να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση μελλοντικά, εξαιτίας του επίδικου ατυχήματος, καθώς καμία μαρτυρία δεν προσκομίστηκε, με βάση την οποία να τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου ότι η ενάγουσα έτυχε άλλης ιατρικής παρακολούθησης ή έκανε φυσιοθεραπείες, έχουν δε εκ του επίδικου συμβάντος μεσολαβήσει 11 ολόκληρα χρόνια. Ούτε και έχει εφοδιαστεί το Δικαστήριο με ικανοποιητική μαρτυρία, ότι η ενάγουσα υπέστη βλάβη στο χέρι ή στο πόδι συνεπεία του ατυχήματος, με συνεπακόλουθα μόνιμα κατάλοιπα.

Στη βάση της αξιολόγησης της συνολικής παρουσίας του ΜΕ4, είναι η κρίση μου ότι ο μάρτυρας ήταν πλήρως και δεόντως κατατοπιστικός αναφορικά με τα ιατρικά ζητήματα αναφορικά με τα οποία κλήθηκε να καταθέσει, αλλά και ειδικότερα σε σχέση με την περίπτωση της ενάγουσας. Συνεπακόλουθα, αποδέχομαι την μαρτυρία του, στη βάση του ότι μέσω αυτής κατέστη δυνατός ο σχηματισμός της ανεξάρτητης κρίσης του Δικαστηρίου και συνεπακόλουθα της εξαγωγής συμπερασμάτων και ευρημάτων, εξαιρουμένων των σημείων στα οποία αναφέρομαι ειδικώς ανωτέρω.

 

Προχωρώντας σε αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΥ1, σημειώνω καταρχάς ότι σε γενικές γραμμές ο μάρτυρας αυτός άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο, εφόσον απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις που του υπεβλήθησαν χωρίς υπεκφυγές. Την αξιοπιστία του, ενισχύει το γεγονός ότι με ειλικρίνεια συμφώνησε κατά την αντεξέτασή του, ότι στον επίδικο δρόμο το όριο ταχύτητας είναι 50 ΧΑΩ και ότι από την αρχή του επίδικου δρόμου υπάρχει σήμανση με άσπρη συνεχή γραμμή. Παρόλο που, ως ανέφερε, γνώριζε ότι απαγορεύεται η προσπέραση, θεώρησε ότι μπορούσε να προσπεράσει, εφόσον γνώριζε τον επίδικο δρόμο τον οποίο είχε ελέγξει. Για τους λόγους ωστόσο που εξηγώ πιο κάτω, αποδέχομαι μερικώς την μαρτυρία του.

 

Αναφορικά με το σκέλος της μαρτυρίας του που αφορά την ταχύτητα των ενεχόμενων οχημάτων, ισχύουν κατ’ αναλογία οι αρχές που έχω παραθέσει ανωτέρω, επισημαίνεται δε ότι ο μάρτυρας συμφώνησε ότι η ενάγουσα κινείτο με χαμηλή ταχύτητα. Δεν αποδέχομαι επίσης την θέση του ότι η εναγόμενη δεν σηματοδότησε την πρόθεσή της να στρίψει δεξιά, καθώς, αφενός μεν οι δείκτες των οχημάτων δεν ελέγχθηκαν κατά την διερεύνηση του ατυχήματος, αφετέρου δε, προκύπτει ότι ο εναγόμενος κατά τον χρόνο της σύγκρουσης, βρισκόταν ήδη στην διαδικασία προσπέρασης του οχήματος Α, επομένως το Δικαστήριο δεν μπορεί, στη βάση της μαρτυρίας η οποία τέθηκε ενώπιόν του, να προβεί σε ανάλογο εύρημα με ασφάλεια.

 

Δεν διαλανθάνει της προσοχής μου, ότι ενώ ο μάρτυρας στην γραπτή του δήλωση ανέφερε ότι το όχημα Α μετακινήθηκε περί τα 20 μέτρα μακριά από το σημείο σύγκρουσης και το όχημα Β περί τα 10 μέτρα μακριά, αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι το όχημα Β κατέληξε στο χωράφι, ενώ το όχημα Α έμεινε στην θέση του. Καθ’ υπόδειξη δε των σημείων όπου κατέληξαν τα ενεχόμενα οχήματα, επί του Τεκμηρίου 23, ο μάρτυρας απάντησε ότι δεν θυμόταν. Συνεπακόλουθα, δεν κρίνω ότι το μέρος αυτό της μαρτυρίας του αποτελεί ασφαλές υπόβαθρο για την εξαγωγή των συμπερασμάτων μου. Δεν θεωρώ, συγχρόνως, ότι πρόκειται για ουσιώδεις αντιφάσεις, οι οποίες πλήττουν την αξιοπιστία του μάρτυρα, λαμβανομένου υπόψη του μεγάλου χρονικού διαστήματος που διέρρευσε από το επίδικο συμβάν, αλλά και του ότι εν πάση περιπτώσει, αναφορικά με τις θέσεις όπου κατέληξαν τα ενεχόμενα οχήματα, δεν παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου καμία τεκμηριωμένη μαρτυρία, οι δε τοποθετήσεις των μαρτύρων που επενέβαιναν στα ενεχόμενα οχήματα κατά τον επίδικο χρόνο, διαφέρουν όλες μεταξύ τους.

 

Αναφορικά με τον ΜΥ2, σημειώνεται αρχικά ότι τα ακαδημαϊκά προσόντα και η εμπειρία του δεν έτυχαν αμφισβήτησης, έχοντας δε αξιολογήσει αυτά, σε συνάρτηση με τις νομικές αρχές που διέπουν το θέμα, κρίνω ότι ο μάρτυρας αυτός είναι εμπειρογνώμονας στο αντικείμενο αναφορικά με το οποίο προσέφερε μαρτυρία.

 

Αξιολογώντας την συνολική παρουσία του μάρτυρα, σημειώνω ότι ο μάρτυρας ήταν δεόντως επεξηγηματικός και κατατοπιστικός σε σχέση με το αντικείμενό του, συνεπώς θεωρώ ότι με την μαρτυρία του παρείχε στο Δικαστήριο τα εχέγγυα για σκοπούς διαμόρφωσης της δικής του, ανεξάρτητης κρίσης, σε σχέση πάντοτε με τα επίδικα ζητήματα. Συνεπακόλουθα, αποδέχομαι την μαρτυρία του, εξαιρουμένων των σημείων στα οποία αναφέρομαι ειδικώς κατωτέρω.

 

Καταρχάς, ουδεμία σχετική μαρτυρία δεν προσκομίστηκε, ότι τα ευρήματα σε σχέση με τον αυχένα της ενάγουσας προϋπήρχαν και ειδικότερα ότι η ενάγουσα βρισκόταν στο αρχόμενο στάδιο της εκφύλισης, με την μαρτυρία της ενάγουσας επί αυτού του σημείου να παραμένει αναντίλεκτη. Χαρακτηριστική είναι η ακόλουθη στιχομυθία κατά την αντεξέταση του μάρτυρα:

 

«Ε. Πέστε μας κύριε μάρτυς, ρωτήσατε την ασθενή εάν πριν το επίδικο δυστύχημα είχε οποιεσδήποτε ενοχλήσεις στον αυχένα;

 

Α. Θα την έχω ρωτήσει και ασφαλώς δεν είχα στοιχεία που να έχω, ότι είχε οποιαδήποτε συμπτώματα προηγουμένως.

 

Ε. Θυμάστε θετικά ότι τη ρωτήσατε ή όχι; Υποθέτετε ότι τη ρωτήσατε;

 

Α. Πάντα ρωτώ σε αυτές τις περιπτώσεις και ασφαλώς και συμπτώματα να είχαν οι περισσότεροι ασθενείς, δεν είναι ότι είχα συμπτώματα, δεν λένε ότι είχα συμπτώματα, οπότε η ερώτηση αυτή είναι περισσότερο ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος, αλλά δεν αμφιβάλλω ότι μπορεί να μην είχε συμπτώματα.

 

Ε. Εγώ σας υποβάλλω ότι η ασθενής ποτέ πριν το δυστύχημα δεν είχε οποιοδήποτε σύμπτωμα και γι’ αυτό ποτέ δεν επισκέφθηκε οποιοδήποτε νοσοκομείο ή γιατρό γι’ αυτό το θέμα. Τι έχετε να πείτε;

 

Α. Δεν έχω λόγο να το αμφιβάλλω».

 

Ομοίως, κατά την αντεξέτασή του ο μάρτυρας πιθανολογώντας ανέφερε ότι δεν είναι δυνατό να ήταν τόσο μεγάλη η κάκωση του αυχένα μετά το ατύχημα, που να προκάλεσε προβολή δίσκου και αυτό να μην έγινε αντιληπτό στο ΤΑΕΠ. Υπενθυμίζεται ωστόσο, ότι το Δικαστήριο για την εξαγωγή των συμπερασμάτων του, δεν βασίζεται σε εικασίες.

 

Επιπρόσθετα, ο μάρτυρας δεν επεκτάθηκε σε σχέση με το τράνταγμα του αυχένα το οποίο επικαλέστηκε και δεν επεξήγησε τις συνέπειες του αναφερόμενου «τραντάγματος», ώστε να βοηθήσει το Δικαστήριο να διαμορφώσει την δική του ανεξάρτητη κρίση επί τούτου και ενδεχομένως να καταλήξει σε οποιοδήποτε ανάλογο συμπέρασμα.

 

Στη βάση όλων των ανωτέρω, καταλήγω στα ακόλουθα ουσιώδη για την παρούσα αγωγή ευρήματα:

 

Την 12.7.2013 και ώρα 21:00, η ενάγουσα οδηγούσε το όχημα Α, ιδιοκτησίας του ενάγοντα, στο οποίο επέβαιναν επίσης τα τρία τέκνα της, κατευθυνόμενη προς την οικία της. Πίσω της ακολουθούσε ο εναγόμενος, ο οποίος οδηγούσε το όχημα Β. Τα δύο οχήματα κινούντο με χαμηλή ταχύτητα για αρκετή ώρα.

 

Ο επίδικος δρόμος είναι ευθύς, το όριο ταχύτητας είναι 50 ΧΑΩ, υπάρχει άσπρη συνεχής γραμμή και σε κάποιο σημείο υπάρχει πάροδος στα δεξιά. Στο σημείο αυτό, αφού η ενάγουσα κοίταξε τον κεντρικό καθρέφτη του οχήματος Α, σηματοδότησε την πρόθεσή της να στρίψει δεξιά και άρχισε να στρίβει το όχημα Α στην πάροδο προς τα δεξιά, εφόσον δεν είδε οποιοδήποτε όχημα πίσω της. Ενώ το όχημα Α βρισκόταν σε διαγώνια θέση, στο μέσο της δεξιάς λωρίδας, το όχημα Β που είχε ήδη εισέλθει στην αντίθετη λωρίδα για να το προσπεράσει, συγκρούστηκε με το όχημα Α στο σημείο «Χ», ως η απεικόνιση επί του Τεκμηρίου 3.

 

Συνεπεία της σύγκρουσης, τα δύο οχήματα εκτοπίστηκαν μερικά μέτρα μακριά σε παρακείμενο χωράφι και ακολούθως μετακινήθηκαν από τις τελικές θέσεις τους. Το μεν όχημα Α υπέστη ζημιές ύψους €1,200 στην δεξιά πλευρά του οδηγού και εν μέρει στην πίσω δεξιά πόρτα, το δε όχημα Β υπέστη ζημιές ύψους €25,000 στο μπροστινό μέρος του.

 

Η ενάγουσα διακομίσθηκε μαζί με τα παιδιά της στο Γενικό Νοσοκομείο Αμμοχώστου, όπου έγινε κλινική και ακτινολογική εξέταση, της τοποθέτησαν αυχενικό περιλαίμιο και εξήλθε αυθημερόν. Ακολούθησε σειρά επισκέψεων της ενάγουσας στο Νοσοκομείο και σε ιδιώτες ιατρούς, καθώς επίσης και σειρά εξετάσεων. Τα τραύματα τα οποία υπέστη η ενάγουσα, συνεπεία του επίδικου ατυχήματος, ήταν ήπιος ευθειασμός του αυχένα, μικρή οπίσθια προβολή ευρείας βάσης στον Α4 – Α5 μεσοσπονδύλιο δίσκο και μικρή ενδορηματική προβολή του μεσοσπονδύλιου δίσκου στο ύψος Α5 – Α6.

 

Η ενάγουσα απουσίαζε με άδεια ασθενείας από την εργασία της και απώλεσε ποσό €1,600 έναντι ημερομισθίων, κατέβαλε δε ποσό €600,00 έναντι εξόδων φυσικοθεραπείας, €917,00 έναντι ιατρικών εξόδων και €348,75 έναντι φαρμάκων. Ο εναγόμενος κατέβαλε ποσό €200,00 έναντι εξόδων εκτιμήσεων.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

 

Στην πολιτική δίκη, το γενικό βάρος απόδειξης φέρει ο ενάγων στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων και κριτήριο είναι κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος απόδειξης ικανοποίησε το Δικαστήριο με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση ή η εκδοχή του είναι «πιο πιθανή παρά όχι» (is more probable than not) και όχι το κατά πόσο είναι «πιο πιθανή παρά ή αντίθετη» από εκείνη του αντιδίκου του.[17]

 

Το ειδικό βάρος απόδειξης αφορά στην ανάγκη παρουσίασης ικανοποιητικής μαρτυρίας προς υποστήριξη ενός επίδικου θέματος ή ισχυρισμού, που μετατοπίζει το βάρος στην άλλη πλευρά να απαντήσει ικανοποιητικά, για να αποσείσει εκ πρώτης όψεως συμπέρασμα που δημιουργήθηκε.[18]

 

Λαμβανομένου υπόψη του ότι στην προκειμένη περίπτωση, κατόπιν δήλωσης των συνηγόρων, οι ειδικές ζημιές κατέστησαν παραδεκτά γεγονότα, αυτό που απομένει για το Δικαστήριο να αποφασίσει, είναι το ζήτημα της ευθύνης αναφορικά με το επίδικο ατύχημα και αναλόγως, των γενικών αποζημιώσεων.

 

Παρεμβάλλω, ότι έχω μελετήσει τις ικανές γραπτές αγορεύσεις που κατέθεσαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των μερών προς υποστήριξη των θέσεών τους και αναφορά σε αυτές θα γίνει, όπου τούτο κρίνεται σκόπιμο και αναγκαίο.[19]

 

Η παρούσα αγωγή αφορά στο αστικό αδίκημα της αμέλειας. Το κριτήριο αναφορικά με το κατά πόσο συντρέχει το αστικό αδίκημα της αμέλειας είναι αντικειμενικό και το μέτρο δεν είναι εκείνο του τέλειου οδηγού, αλλά του λογικού, συνετού και ικανού οδηγού. Θα πρέπει ο εναγόμενος να έχει συμπεριφερθεί και να έχει επιδείξει προσοχή και φροντίδα χαμηλότερου επιπέδου, υπό τις περιστάσεις, από το επίπεδο που αναμένεται από ένα λογικό και συνετό οδηγό.[20]

 

Σύμφωνα με την ισχύουσα επί του θέματος νομοθεσία και νομολογία, αμέλεια είναι η παράλειψη εκδήλωσης ενέργειας την οποία ένας συνηθισμένος άνθρωπος θα εκδήλωνε, ή η εκδήλωση ενέργειας την οποία ένας συνηθισμένος άνθρωπος θα απέφευγε. Προϋπόθεση για την απόδοση αμέλειας αποτελεί η επενέργεια αμελούς πράξης στην πρόκληση του ατυχήματος, με τρόπο που να προκύπτει άμεση αιτιώδης σχέση μεταξύ της πράξης και του ατυχήματος.[21]

 

Ως αναφέρθηκε στην Σωκράτους ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 1, αμέλεια σύγκειται στην παράλειψη εκπλήρωσης του καθήκοντος μέριμνας και φροντίδας για την ασφάλεια άλλων προσώπων που χρησιμοποιούν το δρόμο. Το καθήκον φροντίδας και μέριμνας (duty of care), οφείλεται σε κάθε πρόσωπο που κατά λογική πρόβλεψη μπορεί να επηρεασθεί από τις πράξεις του οδηγού. Τα συστατικά στοιχεία της αμέλειας είναι τα ίδια στο αστικό και ποινικό δίκαιο και αυτό που διαφέρει είναι το βάρος αποδείξεως.

 

Ως περαιτέρω αναφέρθηκε στην Σωκράτους (βλ. ανωτέρω), το απρόσωπα προσδιοριζόμενο καθήκον προς κάθε πρόσωπο που είναι λογικά δυνατό να επηρεαστεί από τις πράξεις του οδηγού, συγκεκριμενοποιείται μέσα στο πλαίσιο των γεγονότων της υπόθεσης για να αποφασιστεί πρώτον η φύση του καθήκοντος, και δεύτερον, όπου διαπιστώνεται η ύπαρξή του, κατά πόσο ο οδηγός το έχει εκπληρώσει. Περαιτέρω, το καθήκον για λήψη μέτρων προφύλαξης μορφοποιείται με βάση τον κίνδυνο ο οποίος διαφαίνεται κατά λογική πρόβλεψη.[22] Η αμέλεια, ως πραγματικό γεγονός, συνίσταται στην παράλειψη επίδειξης εύλογης προσοχής κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Όταν η πιθανότητα δημιουργίας κινδύνου είναι εύλογα εμφανής, η παράλειψη λήψης μέτρων προφύλαξης συνιστά αμέλεια.[23]

 

Ένας οδηγός έχει καθήκον τήρησης της δέουσας παρατηρητικότητας πάντοτε και κάτω από όλες τις περιστάσεις.[24] Η απόφραξη του δρόμου, δεν προσδίδει αυτόματα ευθύνη στον οδηγό, για οποιοδήποτε επακόλουθο ατύχημα, ανεξάρτητο από τα αίτια του,[25] το δε καθήκον επιμέλειας κάθε οδηγού συναρτάται με τη δυνατότητα πρόβλεψης του κινδύνου. Ως προς την έννοια και το εύρος του καθήκοντος επιμέλειας οδηγού οχήματος, θεμελιακή είναι η απόφαση Συκοπετρίτης ν. Χριστοδούλου (2004) 1 (Α) Α.Α.Δ. 218, όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«…το καθήκον επιμέλειας οδηγού οχήματος «προσδιορίζεται αντικειμενικά, είναι απρόσωπο και καθολικό, οφειλόμενο σε κάθε τρίτο, που, κατά λογική πρόβλεψη μπορεί να επηρεαστεί από τις πράξεις του».  

Είναι δε σημαντικό να τονισθεί, ότι το καθήκον επιμέλειας περιορίζεται σε λογικά προβλεπτούς  κινδύνους και δεν εκτείνεται έτσι ώστε να επιβάλλεται υπέρμετρο βάρος στον οδηγό, το οποίο θα ανέτρεπε το ισοζύγιο των λογικών προσδοκιών και προβλέψεων.[26] Η δε παράβαση των κανόνων οδικής κυκλοφορίας, από μόνη της δεν επαρκεί για την εξαγωγή συμπεράσματος αμέλειας, ούτε και συνεπάγεται ότι ο οδηγός του άλλου οχήματος δεν είχε υποχρέωση λήψεως προληπτικών μέτρων.[27]

 

Ως έχει επίσης νομολογηθεί, το καθήκον για επιμελή οδήγηση δεν επεκτείνεται στη λήψη προληπτικών μέτρων έναντι της πιθανότητας εκδήλωσης αμέλειας από άλλους οδηγούς, καθώς ο νουνεχής οδηγός εύλογα μπορεί να υποθέσει ότι όπως ο ίδιος έτσι και οι άλλοι οδηγοί θα εκπληρώσουν το καθήκον επιμέλειας έναντι των ιδίων και των άλλων οδηγών.[28] Παράλληλα, ένας συνετός οδηγός πρέπει να λαμβάνει προληπτικά μέτρα έναντι της πιθανής αμέλειας των άλλων, όταν η πείρα καταδεικνύει ότι τέτοια αμέλεια αποτελεί συχνό φαινόμενο.[29]

 

Επανερχόμενη στην υπό κρίση υπόθεση, στην βάση των ευρημάτων μου και σε συνάρτηση με τις ανωτέρω νομικές αρχές, καταλήγω ότι ο εναγόμενος, οδήγησε το όχημα Β αμελώς κατά τον επίδικο χρόνο, οδική συμπεριφορά η οποία αποτέλεσε την βασικότερη αιτία πρόκλησης του επίδικου ατυχήματος. Παρόλο που ο εναγόμενος γνώριζε, ως ανέφερε, τον επίδικο δρόμο, συνειδητά επέλεξε να υπερβεί το όριο ταχύτητας και να προσπεράσει το όχημα Α, σε σημείο όπου υπήρχε πάροδος για στροφή στα δεξιά, καθώς επίσης και συνεχής άσπρη γραμμή, απαγορεύουσα την προσπέραση.

 

Περαιτέρω, έχω αποδεχθεί ότι η ενάγουσα σηματοδότησε την πρόθεσή της να στρίψει δεξιά, παρότι, ως αναφέρεται πιο πάνω, ελλείψει σχετικής μαρτυρίας, το Δικαστήριο δεν μπορεί να καταλήξει σε συμπέρασμα αναφορικά με το ακριβές χρονικό σημείο που το έπραξε. Εάν λοιπόν ο εναγόμενος ήταν πιο προσεκτικός και επιμελής, δεν θα επιχειρούσε την προσπέραση στο συγκεκριμένο σημείο του επίδικου δρόμου, τον οποίο, επαναλαμβάνω, γνώριζε πολύ καλά, επομένως θα μπορούσε ευλόγως να προβλέψει ότι το όχημα Α που κινείτο με πολύ χαμηλή ταχύτητα, ενδεχόμενα να επιχειρούσε να στρίψει εντός της παρόδου.

 

Η Κλεάνθους ν. Βανέλλη (2004) 1 ΑΑΔ 1672 στην οποία με παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εναγομένου, διαφοροποιείται από την υπό εξέταση περίπτωση, καθότι στην εν λόγω υπόθεση το προπορευόμενο όχημα έστριψε αιφνίδια χωρίς καμία προειδοποίηση, ενώ δεν τέθηκε ζήτημα απαγόρευσης της προσπέρασης στον επίδικο δρόμο. Στην δε Δημητράκης κ.α. ν. Καραολή (2004) 1 ΑΑΔ 72, όπου επίσης με παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εναγομένου, πέραν των ανωτέρω διαφοροποιήσεων, είχε προσκομιστεί στο Δικαστήριο μαρτυρία ειδικού εξεταστή, ότι ο σηματοδότης του προπορευόμενου οχήματος ήταν εκτός λειτουργίας.

 

Έχοντας αναφέρει τα ανωτέρω, στρέφομαι σε εξέταση του κατά πόσο υπό τις περιστάσεις προκύπτει συντρέχουσα αμέλεια εξαιτίας της οδικής συμπεριφοράς της ενάγουσας, βάσει του αρ. 57 του Κεφ. 148. Το βάρος απόδειξης της στοιχειοθέτησης συντρέχουσας αμέλειας, φέρει το πρόσωπο που την επικαλείται και ο ενάγων δεν φέρει εκ προοιμίου το βάρος απόδειξης.[30] Τούτο βεβαίως δεν εμποδίζει το Δικαστήριο από το να αποδώσει συντρέχουσα αμέλεια, όταν αυτή συμπεραίνεται από την μαρτυρία του ιδίου του ενάγοντα ή τα γεγονότα που στοιχειοθετούν το συμβάν, ως διαπιστώνονται από το Δικαστήριο.[31]

 

Ως έχει νομολογηθεί, ο επιμερισμός της ευθύνης συναρτάται από δύο παράγοντες:  το μεμπτό της διαγωγής (Blameworthiness), κρινόμενο υπό το πρίσμα του καθήκοντος επιμέλειας, και την αιτιώδη σχέση μεταξύ της παραβίασης του καθήκοντος επιμέλειας και της ζημιάς η οποία προκύπτει (causative potency).[32]

 

Ως προς την διακρίβωση συντρέχουσας αμέλειας και του καθορισμού ευθύνης μεταξύ των διαδίκων, παραθέτω το ακόλουθο, διαφωτιστικό απόσπασμα από την Μαυρίδης ν. Dharaghji (1990) 1 A.A.Δ.1013:

 

«Το ουσιαστικό δίκαιο προβλέπεται στα Άρθρα 51, 57 και 64 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148: Η ορθή προσέγγιση του Δικαστηρίου όπως αποφασίστηκε στην υπόθεση Fitzgerald v. Lord (1988) 2 All E.R.961, η οποία ανέτρεψε την απόφαση του Lord Pearce στην υπόθεση The Miraflores and the Abadese (1967) 1 All E.R.672,677, είναι: Το Δικαστήριο αποφασίζει πρώτα αν έχει αποδειχθεί αμέλεια σε βάρος των Εναγομένων. Εάν η απόφαση είναι καταφατική τότε εξετάζει με βάση το Άρθρο 57 αν ο Ενάγων έχει συντρέχουσα αμέλεια. Αποφασίζει το ποσοστό της ευθύνης μεταξύ των Εναγομένων, από τη μια και Ενάγοντα από την άλλη και μειώνει το ποσό των αποζημιώσεων ανάλογα με το ποσοστό της συντρέχουσας αμέλειας του Ενάγοντα...».

 

Σχετικά παραπέμπω επίσης στην Andreas Vrondis & Sons (Constructions) Ltd v. Σοφοκλή Παπαλεοντίου, Πολ. Εφ. Αρ. 189/11, ημερ. 15.5.2017.

 

Επανερχόμενη στην υπό εξέταση περίπτωση, διαπιστώνω ότι σύμφωνα με την μαρτυρία της ιδίας της ενάγουσας, την οποία έχω αποδεχθεί, προτού επιχειρήσει να στρίψει δεξιά, κοίταξε τον κεντρικό καθρέφτη του οχήματος Α και έπειτα σηματοδότησε με τον δείκτη του οχήματος Α την πρόθεσή της να στρίψει δεξιά. Όχι τον καθρέφτη που βρίσκεται στο πλάι του οχήματος Α στην δεξιά πλευρά, ο οποίος θα της παρείχε πλήρη ορατότητα στην δεξιά λωρίδα του δρόμου, εντός της οποίας θα εισερχόταν για να στρίψει, παρόλο που ήταν σε γνώση της ότι πίσω της ακολουθούσε άλλο όχημα. Ναι μεν το όχημα Α προπορευόταν του οχήματος Β, σε δρόμο όπου απαγορευόταν η προσπέραση, συνεπώς η ενάγουσα θα ανέμενε ο εναγόμενος να λάβει όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα προς εκπλήρωση του καθήκοντος επιμέλειας που έφερε, ωστόσο σύμφωνα με την μαρτυρία που η ίδια η ενάγουσα προσκόμισε, το όχημα Β βρισκόταν πίσω της για αρκετή ώρα και δεν αποτελεί ασύνηθες φαινόμενο που δεν μπορεί ευλόγως να προβλεφθεί, το να επιχειρήσει ένα όχημα να προσπεράσει, ακόμα και σε δρόμο όπου αυτό απαγορεύεται.

 

Ως προς το γεγονός ότι ο εναγόμενος ανέπτυξε την ταχύτητα του οχήματος Β για να προσπεράσει, δεν θεωρώ ότι αυτή του η ενέργεια αποτέλεσε την γενεσιουργό αιτία του ατυχήματος. Σύμφωνα με την μαρτυρία που αμφότερες οι πλευρές προσκόμισαν, τα δύο οχήματα κινούντο με πολύ χαμηλή ταχύτητα για αρκετή ώρα, επομένως αντιβαίνει την λογική συμπέρασμα ότι το όχημα Β, το οποίο βρισκόταν συνέχεια πίσω από το όχημα Α, ανέπτυξε ιλιγγιώδη ταχύτητα, ως ο ισχυρισμός της ενάγουσας. Ούτε και τέθηκε ενώπιόν μου, επαναλαμβάνω, τέτοια αποδεκτή με βάση το δίκαιο της απόδειξης μαρτυρία.

 

Κατ’ αναλογία παραπέμπω στην Δημητράκης Ζαχαρία κ.α. ν. Παναγιώτας Καραολή (2004) 1Α.Α.Δ. 72, όπου αναφέρθηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής:

 

«Η αμέλεια του εφεσείοντα, όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο δικαστήριο, στοιχειοθετείται από το γεγονός ότι επιχείρησε κλίση προς τα δεξιά με σκοπό να εισέλθει στην παρακείμενη πάροδο χωρίς να βεβαιωθεί ότι ήταν ασφαλής η ενέργεια του και χωρίς να εκδηλώσει με οποιοδήποτε τρόπο την πρόθεση ή/και να βεβαιωθεί κατά πόσο η πρόθεση του αυτή έγινε αντιληπτή από τους οδηγούς οχημάτων που ακολουθούσαν. Ο εφεσείων είχε υποχρέωση να ελέγχει συνεχώς το δρόμο αφότου θα άρχιζε τη διαδικασία της στροφής δεξιά, πράγμα που δεν έπραξε όπως ο ίδιος ομολόγησε και αυτό, παρά το γεγονός ότι γνώριζε ότι τον ακολουθούσε από κάποια απόσταση αυτοκίνητο το οποίο είδε νωρίτερα».

 

(Η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου).

 

Υπό το φως των ανωτέρω, καταλήγω ότι είναι ορθό και δίκαιο όπως αποδοθεί στην ενάγουσα συντρέχουσα αμέλεια της τάξεως του 10%.

 

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ

 

Οι αρχές που διέπουν τον καθορισμό των γενικών αποζημιώσεων συνοψίζονται στην Paraskevaides (Overseas)  Ltd v. Christofi (1982) 1 C.L.R. 789 μέσα στο πλαίσιο της οποίας λέχθηκε ότι στόχος των αποζημιώσεων που επιδικάζονται είναι να αποδοθεί δικαιοσύνη στην απώλεια και στη ζημιά του διαδίκου που τραυματίστηκε, χωρίς να εναποτίθεται υπέρμετρο βάρος πάνω στον αδικοπραγήσαντα, ενώ δεν επιδιώκεται η τιμωρία του τελευταίου. Το ποσό που θα επιδικασθεί πρέπει να είναι κοινωνικά αποδεκτό και να είναι δίκαιο και εύλογο, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπόθεσης.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, παρατηρείται σταθερή άνοδος του επιπέδου των γενικών αποζημιώσεων, τάση η οποία αντανακλά μεγαλύτερη ευαισθησία για τον ανθρώπινο πόνο, την αγωνία της αναπηρίας και τη ψυχική οδύνη, λόγω της περιθωριοποίησης από τις συνήθεις δραστηριότητες του ανθρώπου. Παραμένει βεβαίως ακλόνητη η αρχή ότι οι αποζημιώσεις πρέπει να είναι κοινωνικά παραδεκτές και να στοχεύουν στην αποκατάσταση και όχι στην τιμωρία.[33]

 

Ο υπολογισμός των αποζημιώσεων  αποτελεί περισσότερο άσκηση διακριτικής ευχέρειας παρά συνηθισμένη πράξη λήψης απόφασης[34] και οι προηγούμενες αποφάσεις αναφορικά με την επιδίκαση αποζημιώσεων έχουν μόνο ενδεικτική σημασία, εφόσον κάθε περίπτωση διαφέρει ανάλογα με το είδος και την έκταση του τραυματισμού, αλλά και τα ιδιαίτερα περιστατικά της.[35] Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι πραγματικότητες, όπως μπορούν να εξακριβωθούν με γνώμονα την αγοραστική αξία του χρήματος κατά το χρόνο της επιδίκασης των αποζημιώσεων, ως αυτοτελή παράγοντα αλλά και ως συγκριτικό, ανατρέχοντας σε υποθέσεις του παρελθόντος, στον βαθμό που αυτές, σε περιπτώσεις αυτής της φύσης, θα μπορούσαν να είναι βοηθητικές.[36]

 

Ενδεικτικά παραπέμπω στην Χαραλάμπους ν. Αναστασιάδη (2003) 1(Γ) ΑΑΔ 1709, μέσα στο πλαίσιο της οποίας επιδικάστηκε υπέρ της ενάγουσας, η οποία υπέστη σοβαρή κάκωση και θλαστικό τραύμα στην ινιακή χώρα του κρανίου, εγκεφαλική διάσειση, σοβαρά διαστρέμματα και θλάσεις αυχένος, θώρακα, ράχεως και οσφύος και η οποία υπέφερε από πόνο και ταλαιπωρία για μεγάλο χρονικό διάστημα, συνοδευόμενα από αυχεναλγία και μυαλγία της ράχεως για αρκετό χρόνο αργότερα, ποσό Λ.Κ. 3.500,00 επί πλήρους ευθύνης.

 

Στην xxx Στεφάνου ν. xxx Αντωνίου Πολ. Εφ. αρ. 508/12 ημερ. 17.12.2018, επικυρώθηκε η επιδίκαση του ποσού των €6.000,00 υπέρ της ενάγουσας, η οποία υπέστη εγκεφαλική διάσειση, διάστρεμμα αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης πρώτου βαθμού, θλάση θώρακος και θωρακικής μοίρας και θλάση δεξιού μηρού.

 

Στην Δέσποινα Χριστοδούλου ν. Hoffer, Πολ. Εφ. υπ’ αρ. 263/12 ημερ. 11.1.2018, το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία επιδίκασε ποσό γενικών αποζημιώσεων ύψους €4.500,00 αφού διέγνωσε κάκωση αυχένα, τραυματισμό στην περιοχή του θώρακα και φούσκωμα στο πηγούνι.

 

Τέλος, στην Κεζαρίδης ν. Κωνσταντίνου (2007) 1 ΑΑΔ 1373, όπου οι ακτινογραφίες της αυχενικής μοίρας κατέδειξαν ευθειασμό της σπονδυλικής στήλης και σπονδυλοαρθριτικές αλλοιώσεις στους Α5 και Α6 σπονδύλους και ο ενάγων υπέστη σοβαρό διάστρεμμα της αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης, κακώσεις στην κεφαλή και εγκεφαλική διάσειση, τραύματα που προκάλεσαν πονοκεφάλους και δυσκαμψία του αυχένα και κατέστησαν ανίκανο τον ενάγοντα να εργαστεί για διάστημα δεκατεσσάρων μηνών, το επιδικασθέν ποσό των Λ.Κ. 6.000,00 επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, παρόλο που, μεταξύ άλλων, αναφέρθηκε ότι το εν λόγω ποσό είναι πολύ κοντά στο ανώτατο όριο της αποζημίωσης που θα μπορούσε δικαίως να επιδικασθεί.

 

Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, τον τραυματισμό, την έκταση, τη φύση και τις συνέπειές του, τον πόνο,  την ταλαιπωρία που υπέστη η ενάγουσα, αλλά και τη νομολογία που διέπει παρόμοιας φύσεως τραύματα, κρίνω ότι η επιδίκαση του ποσού των  €4,000.00 είναι υπό τις περιστάσεις δίκαιη και εύλογη. Σε σχέση με τις ειδικές αποζημιώσεις και την απώλεια εισοδημάτων, αυτές δηλώθηκαν από τους ευπαίδευτους συνηγόρους των μερών, είναι δε δεόντως δικογραφημένες.  

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

 

Συνεπεία των ανωτέρω, εκδίδεται διάταγμα αποσυνένωσης των αγωγών και εκδίδονται αποφάσεις ως ακολούθως:

 

Αγωγή υπ’ αρ. 745/2014: εκδίδεται απόφαση υπέρ της ενάγουσας και εναντίον του εναγομένου για τα ακόλουθα ποσά, μειωμένα βάσει του ποσοστού συντρέχουσας αμέλειας που έχει επιμερισθεί:

 

(α)            €3.119,17 ως ειδικές αποζημιώσεις με νόμιμο τόκο επί του εν λόγω ποσού από 12.7.2013 μέχρι εξοφλήσεως, μειωμένος κατά το ½.[37]   

(γ)            €3,600.00 ως γενικές αποζημιώσεις με νόμιμο τόκο επί του εν λόγω ποσού από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής μέχρι εξοφλήσεως.

 

Δοθείσας της ανωτέρω κατάληξης του Δικαστηρίου, μέσα στο πλαίσιο της ανταπαίτησης του εναγομένου, επιδικάζεται υπέρ του τελευταίου ποσό €2,520 πλέον νόμιμο τόκο από 12.7.2013 μέχρι εξοφλήσεως, μειωμένος κατά το ½, το οποίο αντιστοιχεί στο 10% των ειδικών ζημιών του, ως αυτές δηλώθηκαν από τους συνηγόρους.

 

Αγωγή υπ’ αρ. 744/2014: εκδίδεται απόφαση υπέρ του ενάγοντα και εναντίον του εναγομένου για το ποσό των €1,200 με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής μέχρι εξοφλήσεως. Δοθείσας της ανωτέρω κατάληξης του Δικαστηρίου, η απαίτηση του εναγομένου για συνεισφορά εναντίον της τριτοδιάδικης επιτυγχάνει και εκδίδεται απόφαση υπέρ του εναγομένου και εναντίον της τριτοδιάδικης έναντι ποσοστού 10% επί του επιδικασθέντος ποσού.

 

Αναφορικά με τα έξοδα, δεδομένης της έκδοσης διατάγματος συνένωσης των αγωγών ημερ. 12.1.2016 και του ότι οι ενάγοντες εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο δικηγόρο, θεωρώ ότι είναι ορθή και δίκαιη η επιδίκασή των, ως εξής:

 

-     Στην αγωγή υπ’ αρ.  745/2014, η οποία είναι η οδηγός υπόθεση, επιδικάζονται έξοδα υπέρ της ενάγουσας και εναντίον του εναγομένου, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, μειωμένα κατά 10%.

 

-     Στην αγωγή υπ’ αρ. 744/2014 επιδικάζονται υπέρ του ενάγοντα και εναντίον του εναγομένου τα έξοδα τα οποία προέκυψαν από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής, μέχρι την έκδοση του διατάγματος συνένωσης, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

-     Αναφορικά με τα έξοδα της διαδικασίας τριτοδιαδίκου, μέσα στο πλαίσιο της αγωγής με αρ. 744/14, ενόψει της πιο πάνω κατάληξης του Δικαστηρίου και λαμβανομένου υπόψη του ποσοστού επιτυχίας της απαίτησης του εναγομένου, αυτά επιδικάζονται κατά το ¼ υπέρ του εναγομένου και εναντίον της τριτοδιαδίκου, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

……………………………

Χρ. Γ. Ππεκρή, Ε.Δ.

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής



[1] Χρυσούλλα Καννάουρου κ.α. v. Ανδρέα Στατιώτη (1990) 1 Α.Α.Δ. 35.

[2] Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506, Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρας (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056, Σκορδέλλη και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 101/13 ημερ. 6.6.2016 & MOSSA (MUSSA) MOHAMMED MUSTAFA ν. Ανδρέα Κακουρή κ.α. (2002) 1 ΑΑΔ 165.

 

[3] Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρας (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056, Σκορδέλλη και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 101/13 ημερ. 6.6.2016 & MOSSA (MUSSA) MOHAMMED MUSTAFA ν. Ανδρέα Κακουρή κ.α. (2002) 1 ΑΑΔ 165.

 

[4] Αθανασίου κ.α. ν Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614.

 

[5] Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ v. Πολυβίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 339.

 

[6] Σ.Κ. ν. Αστυνομικού Διευθυντή Λεμεσού (2010) 2 ΑΑΔ 304.

 

[7] Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1 Α.Α.Δ. 454.

 

[8] Vassiliko Cement Works Ltd v. Stavrou (1978) 1 C.L.R. 389, Νικολάου v. Σταύρου (1992) 1 Α.Α.Δ.746,

Star Fiber Glass Ltd v. Elneda Trading Ltd (1992) 1 Α.Α.Δ. 875 και Χαραλάμπους v. Αβραάμ κ.α. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1441.

 

[9] Τ. Ηλιάδης & Ν. Σάντης, Το Δίκαιο της Απόδειξης, Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές (2016), Β’ Έκδοση, σελ. 580 – 584.

 

[10] Θεοσκέπαστη Φαρμ. ν. Δημοκρατίας (1990) 1 Α.Α.Δ. 984.

 

[11] Κωνσταντίνα Σιακόλα ν. Αστυνομίας, (2013) 2 Α.Α.Δ 110).

 

[12] Κυριάκου ν. Γρίβα (2002) 1 Α.Α.Δ 825.

 

[13] Βλ. αρ. 23, 24 και 27 του Περί Αποδείξεως Νόμου και επίσης Θεοπίστη Τουμαζή ν. Vandita Dixit, Πολ. Έφεση 274/2010 ημερ. 5.5.2015 & Λευκόνικο Χρηματιστηριακή Λτδ ν. Χρυστάλλα άλλως Στάλω Χριστοδούλου (2016) 1 ΑΑΔ 1779.

 

[14] Μάριος Βαττής ν. Χριστούλλα Αυξεντίου κ.ά. (2016) 1 Α.Α.Δ. 2289.

 

[15] Φανιέρος ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 104.

 

[16] Χρίστος Αγγελής κ.α. ν. Κυριάκου Καποδίστρια κ.α. (1992) 1 Α.Α.Δ. 630, Χρίστου ν. Χρίστου κ.α. (2015) 1 Α.Α.Δ. 1527.

[17] Σοφοκλέους Κυριάκος ν. Γιώτας Κυριάκου (2010) 1 Α.Α.Δ. 665 & Μαρσέλ κ.ά ν. Λαϊκή Τράπεζα Λτδ (2001) 1(B) Α.Α.Δ 1858.

 

[18] Θεοδόσης Ιορδάνους ν. Δήμου Ζήνωνος (1998) 1 ΑΑΔ 652 και Σοφοκλέους ν. Καλογήρου (1997) 1 Α.Α.Δ. 369.

 

[19] Καλλικάς ν Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2010) 1 (Β) ΑΑΔ 1238  & Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490.

 

[20] Αριστείδου ν. Πολυδώρου Πολ. Εφ. αρ. 346/2010 ημερ. 15.1.2016.

 

[21] Αρ. 51 του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεδ. 148 και βλ. μεταξύ άλλων Αναστάση ν. Γεωργίου (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 96 και Κουμής ν. Χίννη (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 383.

 

[22] Βίκης v. Νεοφύτου (1990) 1 ΑΑΔ 345.

 

[23] Φοινικαρίδης ν. Γεωργίου κ.α. (1991) 1 ΑΑΔ 475 & Ελπινίκη Παναγιώτου ν. Γεώργιος Κυρ. Μαύρου (1970) 1 C.L.R.  215.

 

[24] Constantinou ν. Katsouris (1975) 1 CLR 188.

 

[25] Κυριάκου ν. Κανάρη (1997) 1Γ ΑΑΔ 1436.

 

[26] Ανδρέου κ.ά ν. Πηλέα (2000) 1 Α.Α.Δ. 459.

 

[27] Χριστοφόρου ν. Τρύφωνος (1999) 1 (Γ) ΑΑΔ 1516 & Kythreotis v. Constantinou (1984) 1 C.L.R. 811.

[28] Δημητράκης Ζαχαρία κ.α. ν. Παναγιώτας Καραολή (2004) 1Α.Α.Δ. 72.

 

[29] Ξυπτερά ν. Κυπριανού (1997) 1 ΑΑΔ 1696.

[30] Γεωργική Εταιρεία Πλατώνια Λτδ v. Sharif (2012) 1 Α.Α.Δ. 28.

 

[31] Μιχαήλ ν. Ι. & Παρασκευαΐδης Λτδ κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 1494.

 

[32] Αλεξάνδρου ν. Λεβέντη (1996) 1 A.A.Δ. 420.

[33] Κώστας Ιακώβου ν. Αλέξανδρος Παπαδάκη (2000) 1 Α.Α.Δ. 2079.

 

[34] Ανδρέου v. Οικονομίδη (1997) 1 Α.Α.Δ. 1501.

 

[35] Ερωτοκρίτου κ.α. ν. ΚαραολήΠολ. Εφ. αρ. 9342 & 9333 ημερ. 9.3.1998 & Φοινικαρίδης κ.α. v. Γεωργίου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 457.

 

[36] Fysko v. Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1014.

 

[37] Φοινικαρίδης κ.α. ν. Γεωργίου κ.α. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο