ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

Ενώπιον: Γ. Πετάση-Κορφιώτη, Π.Ε.Δ.

                                                                                                                Αρ. Αγωγής: 686/2018

Μεταξύ:                                                                                                    

                                                                 SKY CAC LIMITED

Εναγόντων

                 -και-

                                                ΜΕΝΕΛΑΟΥ ΜΕΛΙΣΣΑ

                                                                                               Εναγόμενου

 

Ημερομηνία: 31 Ιανουαρίου 2024

 

Εμφανίσεις:

 

Για τους Ενάγοντες: κα Καραμανή για Χριστόφορος Ιωάννου Δ.Ε.Π.Ε.

Για τον Εναγόμενο: κ. Δημητρίου για Ανδρέας Θ. Μαθηκολώνη & Σια Δ.Ε.Π.Ε

 

                                                                ΑΠΟΦΑΣΗ

               Με την παρούσα αγωγή οι Ενάγοντες αξιώνουν από τον Εναγόμενο το ποσό των €2.143.122,37 δυνάμει συμφωνίας εγγύησης ημερομηνίας 23.12.2008, πλέον τόκο επί αυτού προς 9,40% ετησίως από 1.1.2023 μέχρι 26.1.2023, πλέον τόκο προς 10,05% ετησίως από 27.4.2023 μέχρι 16.7.2023 και τόκο προς 10,38% από 28.7.2023 μέχρι εξοφλήσεως, του τόκου κεφαλαιοποιούμενου δυο φορές το χρόνο, ήτοι την 30ην Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου κάθε χρόνου, πλέον έξοδα.   Με την αγωγή αξιωνόταν αρχικά μεγαλύτερο ποσό, το οποίο μειώθηκε στο πιο πάνω αναφερόμενο ποσό κατά την ακρόαση.  Σημειωτέον πως με την αγωγή αξιωνόταν και δήλωση του Δικαστηρίου ότι οι Ενάγοντες είναι απόλυτοι δικαιούχοι ασφαλιστηρίου συμβολαίου, δήλωση, η οποία, ωστόσο, δεν προωθήθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία.

 

               Παρεμβάλλω στο σημείο πως η αγωγή καταχωρήθηκε αρχικά από την Alpha Bank Cyprus Limited (στο εξής η «Τράπεζα»), πλην, όμως, στις 21.12.2022 καταχωρήθηκε στο φάκελο του Δικαστηρίου Ειδοποίηση δυνάμει του άρθρου 18(6) του περί Αγοραπωλησίας Πιστωτικών Διευκολύνσεων και για Συναφή Θέματα Νόμου του 2015 Ν. 169(Ι)/2015 αναφορικά με τη μεταβίβαση της επίδικης διευκόλυνσης στην SKY CAC Limited και την υποκατάσταση της Τράπεζας από την τελευταία.  Στην εν λόγω ειδοποίηση καταγράφεται πως ο χρόνος μεταβίβασης των πιστωτικών διευκολύνσεων και εξασφαλίσεων είναι η 9.12.2022. 

 

               Σύμφωνα με τα όσα τυγχάνουν καταγραφής στην Έκθεση Απαίτησης, κατόπιν γραπτής συμφωνίας ημερομηνίας 23.12.2008 μεταξύ της Τράπεζας και της εταιρείας ΜΕΠΕ Κτηματική Λίμιτεδ (στο εξής η «ΜΕΠΕ»), η Τράπεζα συμφώνησε να παραχωρήσει και παραχώρησε στην ΜΕΠΕ δάνειο ύψους €685,000, με τους όρους που τυγχάνουν καταγραφής στην παράγραφο 2 της Έκθεσης Απαίτησης.  Στις 23.12.2008 ο Εναγόμενος και κάποιο πρόσωπο επ’ ονόματι Πέτρος Παπαϊακώβου (στο εξής ο «ΠΠ»), εγγυήθηκαν γραπτώς τις υποχρεώσεις της ΜΕΠΕ έναντι της Τράπεζας.  Δυνάμει συμφωνίας ημερομηνίας 28.9.2010 μεταξύ της Τράπεζας και της ΜΕΠΕ, τροποποιήθηκαν οι όροι της  συμφωνίας ημερομηνίας 23.12.2008, ο δε Εναγόμενος μαζί με τον ΠΠ αναγνώρισαν και αποδέχτηκαν τους όρους της τροποποιητικής συμφωνίας.  Λόγω του ότι το επίδικο δάνειο παρουσίαζε καθυστερήσεις, η Τράπεζα  τερμάτισε τη λειτουργία του λογαριασμού και κάλεσε την ΜΕΠΕ και τους εγγυητές να προβούν στην εξόφληση του χρεωστικού υπολοίπου, πράγμα που παρέλειψαν να πράξουν.  Ως, επίσης, αναφέρεται στην Έκθεση Απαίτησης, σε σχέση με τον επίδικο λογαριασμό, η Τράπεζα είχε αρχικά καταχωρήσει στο Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου την αγωγή με αρ. 641/2012, στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε απόφαση εναντίον της ΜΕΠΕ και του ΠΠ.  Για τον δε Εναγόμενο δεν κατέστη δυνατή η επίδοση του Κλητηρίου Εντάλματος εντός του καθορισμένου χρόνου, με αποτέλεσμα αυτό να εκπνεύσει.

 

               Στην Έκθεση Υπεράσπισής του, ο Εναγόμενος εγείρει καταρχήν προδικαστική ένσταση επί τω ότι η παρούσα αγωγή είναι πρόωρη και αντικανονική αφού εγέρθηκε χωρίς προηγουμένως να ακολουθηθεί η δεσμευτική διαδικασία και/ή οι προθεσμίες που προνοούνται από τις Οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας για αναδιάρθρωση των δανείων και/ή πιστωτικών διευκολύνσεων.    Αποτελεί, επίσης, θέση του Εναγομένου πως οι Ενάγοντες κωλύονται να εγείρουν την παρούσα αγωγή αφού η αξίωση τους έχει παραγραφεί.  Περαιτέρω, προβάλλεται πως οι Ενάγοντες κωλύονται εξ’ υποσχέσεως και/ή εκ της συμπεριφοράς τους και με βάση τις αρχές της επιείκειας να αξιώνουν ως η απαίτηση τους αφού ο Εναγόμενος έχει απαλλαγεί από την όποια υποχρέωση του έναντι των Εναγόντων λόγω του ότι αυτοί δεν τον ενημέρωναν για την κίνηση του λογαριασμού ως όφειλαν.  Άνευ βλάβης των πιο πάνω θέσεων, ο Εναγόμενος αρνείται την υπογραφή της συμφωνίας εγγύησης, η οποία σε κάθε περίπτωση, είναι, σύμφωνα με τον ίδιο, παράνομη αφού συνάφθηκε κατά παράβαση του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ.149 και του περί Προστασίας Ορισμένης Κατηγορίας Εγγυητών Νόμου Ν. 197(Ι)/2003.  Τέλος, είναι η θέση του Εναγόμενου πως ουδέποτε έλαβε γνώση της ύπαρξης χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού της ΜΕΠΕ και/ή του τερματισμού της λειτουργίας του λογαριασμού και πως σε κάθε περίπτωση τα ποσά που αξιώνονται από τους Εναγόντες είναι διογκωμένα και/ή δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και/ή περιλαμβάνουν παράνομους και/ή μη συμφωνημένους τόκους και χρεώσεις.

   

               Η ακροαματική διαδικασία ήταν σύντομη.  Από την πλευρά των Εναγόντων κλήθηκαν και κατέθεσαν δυο μάρτυρες, ενώ η υπεράσπιση δεν προσκόμισε μαρτυρία.

 

               Αξίζει δε να σημειωθεί πως κατά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, οι δυο πλευρές δήλωσαν τα ακόλουθα γεγονότα ως κοινώς παραδεκτά (βλέπε Έγγραφο Α):

 

1. Κατά την 23.12.2008 στην Επαρχία Αμμοχώστου οι Ενάγοντες συμφώνησαν να παραχωρήσουν δάνειο στην εταιρεία ΜΕΠΕ με αριθμό εγγραφής 199701. Κατά την 23.12.2008 προς επίτευξη της εν λόγω συμφωνίας δανείου, η ΜΕΠΕ υπέγραψε συμφωνία δανείου με τους Ενάγοντες ημερομηνίας 23.12.2008, με αριθμό λογαριασμού [ ], για το ποσό των €685.000 (αντίγραφο της συμφωνίας δανείου ημερομηνίας 23.12.2008 κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1).

2.Οι όροι αποπληρωμής του δανείου τροποποιήθηκαν κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των Εναγόντων και της ΜΕΠΕ στις 28.9.2010 (αντίγραφο της συμφωνίας τροποποίησης κατατέθηκε ως Τεκμήριο 2).

3.Ο Εναγόμενος και ο συνεγγυητής ΠΠ, κατά την 23.12.2008 σε αντάλλαγμα της παροχής προς την ΜΕΠΕ ως άνω δανείου,υπέγραψαν συμφωνία εγγύησης ημερομηνίας 23.12.2008 (αντίγραφο της συμφωνίας εγγύησης κατατέθηκε ως Τεκμήριο 3).

4.Ο Εναγόμενος, κατά τον ουσιώδη χρόνο υπογραφής όλων των πιο πάνω συμβάσεων ήταν, μαζί με τον συνεγγυητή ΠΠ, εκ των διευθυντών της ΜΕΠΕ (απόσπασμα έρευνας από την επίσημη ιστοσελίδα του Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη κατατέθηκε ως Τεκμήριο 5).

5.Η ΜΕΠΕ προέβηκε σε ανάληψη ολόκληρου του ποσού των €685,000 του δανείου από τους Ενάγοντες κατά την 29.12.2008.

6.Οι Ενάγοντες απέστειλαν επιστολές ημερομηνίας 1.8.2011 προς την ως άνω αναφερόμενη εταιρεία, τον Εναγόμενο και τον ΠΠ (αντίγραφα των εν λόγω επιστολών ημερομηνίας 1.8.2011 κατατέθηκαν σε δέσμη ως Τεκμήριο 5).

7.Οι Ενάγοντες απέστειλαν επιστολές δια μέσω των δικηγόρων τους, ημερομηνίας 25.8.2011 προς την ΜΕΠΕ, τον Εναγόμενο και τον ΠΠ (αντίγραφα των επιστολών ημερομηνίας 25.8.2011 κατατέθηκαν σε δέσμη ως Τεκμήριο 6).

 

8.Οι Ενάγοντες απέστειλαν επιστολή ημερομηνίας 23.9.2011 προς την ως άνω εταιρεία και τερμάτισαν τη συμφωνία δανείου και τη λειτουργία του ως άνω λογαριασμού. Περαιτέρω, οι Ενάγοντες κοινοποίησαν τον τερματισμό της συμφωνίας δανείου και της λειτουργίας του λογαριασμού δανείου στον Εναγόμενο και στον ΠΠ (αντίγραφα των εν λόγω επιστολών ημερομηνίας 23.9.2011 κατατέθηκαν σε δέσμη ως Τεκμήριο 7).

 

9.Οι Ενάγοντες προέβησαν σε καταχώρηση αγωγής εναντίον της ως άνω εταιρείας, του Εναγομένου, και του ΠΠ, προς είσπραξη του χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού του ως άνω δανείου. Η εν λόγω αγωγή καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου με αριθμό 641/2012. Στις 10.12.2012 στα πλαίσια της εν λόγω αγωγής, εκδόθηκε απόφαση εναντίον της ως άνω εταιρείας και του ΠΠ, ενώ για τον Εναγόμενο δεν κατέστη δυνατή η έκδοση απόφασης καθότι η επίδοση του κλητηρίου σ' αυτόν εντός του χρόνου που καθορίζεται από το Νόμο δεν κατέστη δυνατή με αποτέλεσμα αυτό να εκπνεύσει (πιστό αντίγραφο της αγωγής με αρ. 641/2012 Ε.Δ. Αμμοχώστου κατατέθηκε ως Τεκμήριο 8 και πιστό αντίγραφο της απόφασης ημερομηνίας 10.12.2012 κατατέθηκε ως Τεκμήριο 9).

10. Ο επίδικος λογαριασμός εξασφαλιζόταν με τις υποθήκες Υ1637/2007 και Υ1842/2007 του Επαρχιακού Κτηματολογίου Αμμοχώστου, Υ4142/2007 του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λάρνακας, και Υ5245/2007 και Υ193/2008 του Επαρχιακού Κτηματολογίου Πάφου εκ μέρους της ΜΕΠΕ, οι οποίες εκποιήθηκαν ως οι πρόνοιες του Μέρους VIA του Ν. 9/65 ως τροποποιήθηκε, και το αποτέλεσμα της πώλησης κατατέθηκε στον επίδικο λογαριασμό στις 25.2.2021 και 9.6.2022 (αντίγραφα των Συμβάσεων και Δηλώσεων Υποθήκης και των Εγγράφων Υποθήκης των αναφερομένων υποθηκών κατατέθηκαν σε δέσμη ως Τεκμήριο 10).

11.Ο ΠΠ απεβίωσε το έτος 2020.

 

Συνοψίζοντας τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου από την πλευρά των Εναγόντων, σημειώνονται τα εξής:

 

Πρώτος μάρτυρας των Εναγόντων ήταν ο Κ.Χ. (Μ.Ε. 1), ο οποίος αρχικά ήταν τοποθετημένος ως λειτουργός στο Τμήμα Παρακολούθησης και Ανάκτησης Χρεών της Τράπεζας.   Λόγω του ότι η επίδικη χρηματοπιστωτική διευκόλυνση και οι συναφείς εξασφαλίσεις μεταβιβάστηκαν από την Τράπεζα στην Sky Cac Limited (στο εξής οι «Ενάγοντες»), ο ίδιος από τις 18.9.2023 έχει μεταφερθεί ως υπάλληλος στην εταιρεία DoValue Cyprus Limited, δυνάμει σχετικής συμφωνίας διαχείρισης και ρύθμισης δανείων μεταξύ των Εναγόντων και της DoValue.   Με βάση την εν λόγω συμφωνία, η DoValue ενεργεί δια λογαριασμό των Εναγόντων και έχει αναλάβει την διαχείριση αριθμού χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων αυτής, συναφών συμφωνιών εξασφαλίσεων - εγγυήσεων και συναφών θεμάτων. Μία από τις προαναφερόμενες χρηματοπιστωτικές διευκολύνσεις είναι και το δάνειο που αφορά η παρούσα αγωγή και οι συναφείς με αυτό εξασφαλίσεις.  Ο μάρτυρας είναι ένας εκ των λειτουργών που χειρίζονται τις δικαστικές υποθέσεις των Εναγόντων και είναι πλήρως εξουσιοδοτημένος τόσο από τους Ενάγοντες όσο και από την DoValue να μαρτυρήσει εκ μέρους και για λογαριασμό τους.  

Στο πλαίσιο της γραπτής του δήλωσης (Έγγραφο Β), η οποία κατατέθηκε ως μέρος της κυρίως εξέτασης του, ο μάρτυρας αναφέρθηκε στη χορήγηση του δανείου στη ΜΕΠΕ δυνάμει της συμφωνίας ημερομηνίας 23.12.2008.  Πρόσθεσε πως ο Εναγόμενος και κάποιος επ' ονόματι ΠΠ, σε αντάλλαγμα της παροχής προς την ΜΕΠΕ του ως άνω δανείου, εγγυήθηκαν την ίδια μέρα γραπτώς και υπό τύπο συνεχούς εγγυήσεως όλες τις υποχρεώσεις της ΜΕΠΕ όσον αφορά τον επίδικο λογαριασμό δανείου.  Σημείωσε πως κατά τον επίδικο χρόνο ο Εναγόμενος ήταν ένας εκ των διευθυντών της ΜΕΠΕ.

Αναφερόμενος στο επιτόκιο με το οποίο χρεωνόταν ο λογαριασμός, ο μάρτυρας υπέδειξε πως το βασικό επιτόκιο και η προσαύξηση παρέμειναν διαχρονικά ως η σύμβαση, δηλαδή βασικό επιτόκιο προς 5,5% και προσαύξηση προς 4%, ήτοι σύνολο προς 9,50%. Πρόσθεσε πως οι Ενάγοντες στις 7.11.2013 με σχετική δημοσίευση στον τύπο μείωσαν τον τόκο υπερημερίας αναφορικά με λογαριασμούς δανείου από 2,5% σε 1,75% με ισχύ από 25.11.2013 (αντίγραφο της σχετικής δημοσίευσης στην εφημερίδα Φιλελεύθερος κατατέθηκε ως Τεκμήριο 11). Η μείωση αυτή εφαρμόστηκε σε όλους τους λογαριασμούς.  Πρόσθετα, στις 9.12.2022 το συνολικό επιτόκιο μειώθηκε σε 9,40%, στις 27.1.2023 αυξήθηκε σε 10,40%, στις 28.4.2023 αυξήθηκε σε 10,94% και στις 28.7.2023 μειώθηκε σε 10,38%.  Όπως ανέφερε, η μεταβολή του επιτοκίου, αφορά διοικητική απόφαση των Εναγόντων για εφαρμογή του επιτοκίου αναφοράς της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (οι σχετικές δημοσιεύσεις στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας κατατέθηκαν ως Τεκμήριο 12).

Κατά τη μαρτυρία του ο Μ.Ε. 1 παρουσίασε ως Τεκμήριο 13 κατάσταση του επίδικου λογαριασμού από την έναρξη λειτουργίας του μέχρι 9.12.2022, συνοδευόμενη από πιστοποιητικό δυνάμει του άρθρου 35 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9, το οποίο ετοίμασε, επεξηγώντας το περιεχόμενο του.

Ήταν η θέση του μάρτυρα πως από την εν λόγω κατάσταση λογαριασμού του δανείου προκύπτει ότι ουδεμία χρέωση έγινε, που δεν δικαιολογείται από την επίδικη συμφωνία δανείου.  Παρόλα αυτά, ο μάρτυρας παρουσίασε στο Δικαστήριο ως Τεκμήριο 14 αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού έχοντας ως βάση το Τεκμήριο 13.  Όπως εξήγησε, στην αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού, σε σύγκριση με την αρχική κατάσταση λογαριασμού, έχουν αφαιρεθεί όλες οι χρεώσεις και οι τόκοι επί αυτών. Περαιτέρω ο τόκος υπερημερίας εφαρμόστηκε προς 1,75% από τον τερματισμό που έλαβε χώρα στις 23.9.2011  Ως προς τον τρόπο ετοιμασίας της αναδομημένης κατάστασης λογαριασμού, ο μάρτυρας υπέδειξε ότι αυτή έχει παραχθεί από τον ίδιο στον ηλεκτρονικό υπολογιστή των Εναγόντων σε χρόνο που ο ηλεκτρονικός υπολογιστής και το λογισμικό του σύστημα λειτουργούσαν κανονικά, όπως καθ’ όλους τους ουσιώδους χρόνους.

            Με βάση την αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού, το υπόλοιπο του επίδικου λογαριασμού ανέρχεται σε €2.143.122,37 πλέον τόκο προς 9,40% ετησίως από 27.1.2023 μέχρι 27.4.2023, προς 10,94% από 28.4.2023-26.7.2023 και τόκο προς 10,38% από 28.7.2023 μέχρι εξοφλήσεως, του τόκου κεφαλαιοποιούμενου την 30ην Ιουνίου και 31ην Δεκεμβρίου κάθε χρόνου.

Ο μάρτυρας αναφέρθηκε επίσης στην αποστολή των επιστολών ημερομηνίας 1.8.2011 προς την ΜΕΠΕ, τον Εναγόμενο και τον ΠΠ, με τις οποίες τους κάλεσαν να τακτοποιήσουν τις καθυστερήσεις του εν λόγω δανείου, πλην, όμως, αυτοί δεν ανταποκρίθηκαν. Οι εν λόγω επιστολές αποστάληκαν ταχυδρομικώς και δεν επεστράφησαν.  Περαιτέρω, οι Ενάγοντες με επιστολές τους δια μέσω των δικηγόρων τους ημερομηνίας 25.8.2011 προς την ΜΕΠΕ, τον Εναγόμενο και τον εγγυητή ΠΠ ενημέρωσαν αυτούς ότι σε περίπτωση που παραλείψουν να ανταποκριθούν στην κλήση τους για πληρωμή μέχρι τις 31.8.2011 θα προβούν στον τερματισμό και κλείσιμο της λειτουργίας του εν λόγω λογαριασμού και στη λήψη δικαστικών μέτρων εναντίον τους. Οι εν λόγω επιστολές στάλθηκαν με κανονικό ταχυδρομείο και δεν επεστράφησαν. Ουδείς ανταποκρίθηκε στις πιο πάνω επιστολές και ως εκ τούτου οι Ενάγοντες με επιστολή ημερομηνίας 23.9.2011 τερμάτισαν τη λειτουργία του ως άνω λογαριασμού του δανείου και κάλεσαν την ΜΕΠΕ να εξοφλήσει εντός καθορισμένης προθεσμίας ολόκληρο το χρεωστικό υπόλοιπο, συμπεριλαμβανομένου κεφαλαίου και τόκων και πως σε αντίθετη περίπτωση θα προέβαιναν στη λήψη δικαστικών μέτρων εναντίον της. Η εν λόγω επιστολή κοινοποιήθηκε στον Εναγόμενο και τον εγγυητή Πέτρο Παπαϊακώβου δια ξεχωριστών επιστολών ίδιας ημερομηνίας. Οι εν λόγω επιστολές στάλθηκαν ταχυδρομικώς, και δεν επεστράφησαν.

Επιπρόσθετα, ο Μ.Ε. 1 αναφέρθηκε στην καταχώρηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου της αγωγής με αρ. 641/12, στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε στις 10.12.2012 απόφαση εναντίον της ΜΕΠΕ και του ΠΠ, ενώ, όπως σημείωσε, για τον Εναγόμενο δεν κατέστη δυνατή η έκδοση απόφασης καθότι η επίδοση του κλητηρίου σ' αυτόν εντός του χρόνου που καθορίζεται από το Νόμο δεν κατέστη δυνατή με αποτέλεσμα αυτό να εκπνεύσει.

Ο μάρτυρας απέρριψε τη θέση του Εναγόμενου περί επιβολής παράνομων χρεώσεων στον επίδικο λογαριασμό και υπέδειξε πως όλες οι χρεώσεις έγιναν μέσα στα πλαίσια που προνοούν οι μεταξύ των μερών συμβάσεις και τα επιτρεπτά από τη νομοθεσία πλαίσια.   Επανέλαβε δε ότι λογαριασμός παρουσιάζει σήμερα υπόλοιπο, ως αυτό έχει περιοριστεί με την αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού, για το οποίο οι Ενάγοντες ζητούν την έκδοση απόφασης υπέρ τους.

 

Στο πλαίσιο της αντεξέτασης του Μ.Ε. 1, αποτέλεσε θέση του συνηγόρου υπεράσπισης ότι οι καταστάσεις λογαριασμού δεν αποτυπώνουν την πραγματική εικόνα του λογαριασμού, καθώς επίσης ότι το επιτόκιο με το οποίο χρεώνεται ο λογαριασμός δεν είναι ορθό.  Περαιτέρω, υποβλήθηκε στον μάρτυρα ότι το αγώγιμο δικαίωμα των Εναγόντων έχει παραγραφεί και πως σε κάθε περίπτωση, ενόψει της μεγάλης καθυστέρησης που παρατηρείται στην καταχώρηση της αγωγής, δόθηκε στον Εναγόμενο η εντύπωση πως δεν διεκδικείται οποιοδήποτε ποσό από αυτόν.  Τέλος, ήταν η θέση της υπεράσπισης πως η συμφωνία δανείου είναι καταχρηστική και πως οι επιστολές της Alpha Bank στις οποίες αναφέρθηκε ο μάρτυρας δεν αναφέρουν τα πραγματικά γεγονότα.

 

Δεύτερη μάρτυρας των Εναγόντων ήταν η Κ.Ι., δικηγόρος, η οποία τα τελευταία τέσσερα έτη εργάζεται στο δικηγορικό γραφείο Χριστόφορος Ιωάννου Δ.Ε.Π.Ε. το οποίο εκπροσωπεί τους Ενάγοντες στην παρούσα υπόθεση.   Ως ανέφερε, δεν είναι εκ των δικηγόρων που χειρίζονται την παρούσα υπόθεση.   Η γραπτή δήλωση της κατατέθηκε ως Έγγραφο Γ και η ίδια παρουσίασε τα Τεκμήρια 15-21.  Όπως εξήγησε, λόγω των καθηκόντων της έχει πρόσβαση στους φακέλους  των υποθέσεων που διατηρούν οι δικηγόροι των Εναγόντων στα αρχεία τους και από αυτά προκύπτουν τα εξής σε σχέση με τις ενέργειες που έγιναν εναντίον του Εναγόμενου όσο αφορά το επίδικο χρέος:

Εναντίον του Εναγόμενου είχε καταχωρηθεί η αγωγή με αρ. 641/2012 του Ε.Δ. Αμμοχώστου (Τεκμήριο 8). Σύμφωνα με τις ειδοποιήσεις του ιδιώτη επιδότη που βρίσκονται στο φάκελο που τηρεί το γραφείο, η επίδοση της αγωγής στον Εναγόμενο δεν κατέστη εφικτή καθότι στη δοθείσα διεύθυνση διέμενε η πρώην σύζυγός του, η οποία αρνείτο να δώσει στον επιδότη στοιχεία επικοινωνίας.  Σύμφωνα, επίσης, με τον ΠΠ, δεν υπήρχε επικοινωνία με τον Εναγόμενο και το πιο πιθανόν ήταν ο Εναγόμενος να διέμενε στο εξωτερικό.   Στο πλαίσιο της εν λόγω αγωγής, η Τράπεζα στις 21.5.2013 καταχώρησε αίτηση για ανανέωση του Κλητηρίου Εντάλματος, με αποτέλεσμα να εκδοθεί σχετικό διάταγμα στις 6.6.2013 (Τεκμήριο 15).  Και πάλι δεν κατέστη εφικτή η επίδοση στον Εναγόμενο με αποτέλεσμα την 3.1.2014 να καταχωρηθεί δεύτερη αίτηση ανανέωσης Κλητηρίου Εντάλματος (Τεκμήριο 16). Όπως προκύπτει από το φάκελο, η εν λόγω αίτηση απορρίφθηκε.

Περαιτέρω, στις 29.5.2017 οι Ενάγοντες καταχώρησαν την αγωγή με αρ. 297/2017 Ε.Δ. Αμμοχώστου εναντίον του Εναγόμενου για το επίδικο χρέος (αντίγραφο της αγωγής κατατέθηκε ως Τεκμήριο 17).  Από το φάκελο που τηρούν οι δικηγόροι των Εναγόντων προκύπτει ότι της αγωγής είχε προηγηθεί επιστολή προς τον Εναγόμενο ημερομηνίας 4.5.2017 ως προς το ότι η Τράπεζα θα προέβαινε σε αίτηση για έκδοση πιστοποιητικού έρευνας εναντίον του (Τεκμήριο 18).   Στις 12.5.2017 οι Ενάγοντες έλαβαν ηλεκτρονικό μήνυμα από το δικηγορικό γραφείο Γιώτα Μιλτιάδους & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε. με το οποίο αναγνωριζόταν λήψη της επιστολής ημερομηνίας 4.5.2017 από τον Εναγόμενο, και ζητείτο διευκρίνηση αναφορικά με την υπόθεση στην οποία αφορούσε. Επισυναπτόταν δε και σχετικό διοριστήριο έγγραφο.  Έτσι, οι Ενάγοντες προχώρησαν το συντομότερο στην καταχώρηση της αγωγής 297/2017 Ε.Δ. Αμμοχώστου και στις 2.6.2017 καταχώρησαν αίτηση για υποκατάστατη επίδοση της αγωγής αυτής (Τεκμήριο 19), εις το δικηγορικό γραφείο Γιώτα Μιλτιάδους & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε. Στις 12.6.2017 που ήταν ορισμένη η αίτηση, η πλευρά της Τράπεζας αναγκάστηκε να αποσύρει την αίτηση, ως η υπόδειξη του Δικαστηρίου ότι δεν είναι δεοντολογικά ορθό να ζητείται υποκατάστατη επίδοση σε δικηγόρο.   Στο μεταξύ η Τράπεζα συνέχιζε τις προσπάθειες για επίδοση στον Εναγόμενο και στο πλαίσιο αυτό εντοπίστηκαν ακόμα 3 διευθύνσεις, ήτοι στην Βιομηχανική Περιοχή Αγλαντζιάς στη Λευκωσία, στο Αυγόρου και στον Πρωταρά. Σύμφωνα με την ειδοποίηση του ιδιώτη επιδότη, έγινε προσπάθεια επίδοσης σε όλες αυτές τις διευθύνσεις ως επίσης και στην διεύθυνση που αναφέρει το Κλητήριο Ένταλμα, αλλά ο Εναγόμενος δεν ανευρέθηκε.  Στις 9.5.2018 καταχώρηθηκε αίτηση ανανέωσης του Κλητηρίου Εντάλματος της αγωγής 297/2017 Ε.Δ. Αμμοχώστου και στις 21.5.2018 εκδόθηκε το διάταγμα ανανέωσης (Τεκμήριο 20). Ακολούθως, στις 27.11.2018 στάληκε επιστολή στην Τράπεζα από το δικηγορικό γραφείο Σκορδής & Στεφάνου Δ.Ε.Π.Ε. δια της οποίας το εν λόγω δικηγορικό γραφείο ζητούσε αντίγραφα των επίδικων συμφωνιών και καταστάσεων. Επισυναπτόταν, μάλιστα,  έντυπο διορισμού δικηγόρου από τον Εναγόμενο προς τους ίδιους (Τεκμήριο 21). Λόγω του ότι το Κλητήριο Ένταλμα της αγωγής 297/2017 Ε.Δ. Αμμοχώστου είχε εκπνεύσει, οι Ενάγοντες προχώρησαν στην καταχώρηση της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγής η οποία επιδόθηκε στον Εναγόμενο στις 16.5.2019.

 

Επαναλαμβάνεται πως για την υπόθεση του Εναγόμενου δεν προσκομίστηκε μαρτυρία.

 

Προχωρώ στην αξιολόγηση της μαρτυρίας.

 

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου θα γίνει με κριτήρια, μεταξύ άλλων, τη σαφήνεια και αμεσότητα των απαντήσεων των μαρτύρων, την ύπαρξη υπερβολών ή ουσιαστικών αντιφάσεων σε αυτές, τη λογικοφάνεια και πειστικότητα της εκδοχής που παρουσιάζεται, τις ευκαιρίες που είχαν να γνωρίζουν τα γεγονότα και την εν γένει συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα κλπ (βλέπε μεταξύ άλλων C & A Pelekanos Associates Limited ν. Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273 και Ζαβρού ν. Χαραλάμπους (1996) 1 Α.Α.Δ. 1447).  Στο πλαίσιο της αξιολόγησης λαμβάνεται, επίσης, υπόψη ο τρόπος με τον οποίο οι μάρτυρες απαντούσαν τις ερωτήσεις που τους υποβάλλονταν, οι αντιδράσεις τους και γενικά η όλη συμπεριφορά τους, καθώς επίσης το περιεχόμενο τόσο της προφορικής όσο και της έγγραφης τους μαρτυρίας (βλέπε Χρίστου ν. Ηροδότου κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 676 και Αθανασίου κ.α. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614).  

 

               Αξιολογώντας τη μαρτυρία του Μ.Ε. 1, παρατηρείται πως αυτός έκανε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο.  Ήταν σαφής, σταθερός και παρουσίασε στο Δικαστήριο όλα τα σχετικά έγγραφα, τα οποία επιβεβαιώνουν τις θέσεις του.   Ο μάρτυρας προσήλθε ως μάρτυρας για να πεί την αλήθεια και να παρουσιάσει τα γεγονότα τα οποία είναι σε γνώση του και όλα τα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή του λόγω της θέσης και ιδιότητας του, αρχικά στην Τράπεζα και αργότερα στην DoValue.  Δεν έχω διαπιστώσει οτιδήποτε μεμπτό στη μαρτυρία του και η αξιοπιστία του δεν έχει κλονιστεί σε οποιοδήποτε σημείο στην αντεξέταση του. 

 

               Κατά την αντεξέταση του ερωτήθηκε κατά πόσον ήταν παρών κατά τη διαδικασία κατάρτισης και σύναψης των συμφωνιών με την Τράπεζα, με τον μάρτυρα να απαντά αρνητικά.  Ο μάρτυρας απάντησε με πληρότητα όλα τα ερωτήματα που τέθηκαν σε σχέση με τη μεταβίβαση των επίδικων πιστωτικών διευκολύνσεων στους Ενάγοντες και τον τρόπο παροχής υπηρεσιών διαχείρισης από την εταιρεία DoValue, στην οποία εργάζεται ο ίδιος.  Παράλληλα, εξήγησε, με τρόπο που ικανοποιεί το Δικαστήριο, τη διαδικασία μεταφοράς των στοιχείων του επίδικου λογαριασμού από την Τράπεζα στους Ενάγοντες.

 

               Σε σχέση με τις καταστάσεις λογαριασμού παρατηρείται πως δεν υποδείχθηκε οποιαδήποτε λανθασμένη καταχώρηση προς τον μάρτυρα.  Ό,τι αποτέλεσε αντικείμενο αντεξέτασης του Μ.Ε.1 είναι πως αυτές δεν παρουσιάζουν την πραγματική εικόνα.  Ως προς τούτο,  ως έχω ήδη αναφέρει, οι θέσεις του μάρτυρα αναφορικά με τον τρόπο μεταφοράς των αρχείων κρίνονται ικανοποιητικές.  Σε σχέση, τώρα με τη βαρύτητα που το Δικαστήριο θα προσδώσει στις εν λόγω καταστάσεις και κατά πόσον με αυτές αποδεικνύεται η αξίωση των Εναγόντων ή εάν τόκος υπολογίζεται με βάση τις πρόνοιες της επίδικης συμφωνίας θα αναφερθώ πιο κάτω στο πλαίσιο της κατάληξης μου.  Σημειώνεται, ωστόσο, ότι ο Μ.Ε.1 ήταν πλήρως επεξηγηματικός του τρόπου ετοιμασίας των Καταστάσεων/Τεκμήρια 13 και 14 και του περιεχομένου τους.

 

               Συνακόλουθα, αποδέχομαι τη μαρτυρία του.  

 

               Aποδεκτή είναι και η μαρτυρία της Μ.Ε. 2, η οποία, επαναλαμβάνεται, πως αφορούσε την καταχώρηση των αγωγών με αρ. 641/2012 και 297/2017 εναντίον του Εναγόμενου και τις ενέργειες που έγιναν από τους δικηγόρους των Εναγόντων για διεκδίκηση του υπολοίπου του επίδικου λογαριασμού δανείου από τον Εναγόμενο ως εγγυητή.   Αν και η Μ.Ε. 2 εργάζεται στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τους Ενάγοντες, δεν διαπιστώθηκε οποιαδήποτε προσπάθεια της να ψευσθεί ή να παραπλανήσει το Δικαστήριο.  Όλα όσα ανέφερε στο Δικαστήριο επιβεβαιώνονται από τα έγγραφα τα οποία παρουσίασε ως Τεκμήρια, ενώ αξίζει να σημειωθεί πως στο πλαίσιο της μαρτυρίας της τόνισε πως για πλείστα ζητήματα δεν έχει προσωπική γνώση, αλλά καταθέτει με βάση την ενημέρωση που έλαβε από τους φακέλους των υποθέσεων που τηρούνται στο γραφείο.

              

               Στη βάση της μαρτυρίας των Μ.Ε.1 και 2 που έγινε αποδεκτή εξάγονται ανάλογα ευρήματα, τα οποία δεν κρίνω σκόπιμο να καταγράψω αναλυτικά ενόψει της παράθεσης της δοθείσας μαρτυρίας πιο πάνω.  Διευκρινίζεται πως οι θέσεις του Μ.Ε.1 ως προς το κατά πόσον τα Τεκμήρια 13 και 14 παρουσιάζουν τα ορθά στοιχεία ή όχι και κατά πόσον στις καταστάσεις λογαριασμού περιλαμβάνονται οποιεσδήποτε παράνομες ή αντισυμβατικές χρεώσεις δεν αποτελούν ευρήματα ως προς τα γεγονότα αλλά θα εξεταστούν πιο κάτω.

 

               Προχωρώ, τώρα, να εξετάσω την απαίτηση των Εναγόντων εναντίον του Εναγόμενου και κατά πόσον αυτή έχει αποδειχθεί στον απαιτούμενο βαθμό (βλ. μεταξύ άλλων Σοφοκλέους ν Κυριάκου (2010) 1 Α.Α.Δ. 665 και  Μαρσέλ και Άλλων ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 1858, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Παναγιώτου, Πολιτική Έφεση 398/2011, απόφαση ημερομηνίας 12.2.2018, ECLI:CY:AD:2018:A71 και Δίκαιο της Απόδειξης: Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές των Ηλιάδη και Σάντη στη σελίδα 196).

 

 

               Σύμφωνα με την πάγια νομολογία επί του θέματος, σε περιπτώσεις που αφορούν τραπεζικά χρέη, όπως η παρούσα, θα πρέπει να αποδειχθούν τα ακόλουθα τρία στοιχεία (βλ. μεταξύ άλλων Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Χαραλάμπους (2010) 1 Α.Α.Δ. 829):

 

1.    Η σύναψη της σύμβασης δανείου μαζί με τους όρους της.

2.    Η παράβαση όρου της σύμβασης.

3.    Ο τερματισμός της σύμβασης και το οφειλόμενο υπόλοιπο.

 

Στο στάδιο αυτό, λοιπόν, είναι ορθό να επισημανθεί πως τα ακόλουθα γεγονότα είτε είναι παραδεκτά είτε δεν αμφισβητούνται από την πλευρά της  Υπεράσπισης:

 

1.    Η υπογραφή και συνομολόγηση της συμφωνίας δανείου ημερομηνίας 23.12.2008 (Τεκμήριο 1) μεταξύ της Τράπεζας και της ΜΕΠΕ.  Παραδεκτοί είναι επίσης οι όροι της συμφωνίας δανείου. (σημ:  η θέση της υπεράσπισης που τέθηκε στον Μ.Ε.1 περί συμπερίληψης καταχρηστικών όρων στη συμφωνία δανείου δεν δικογραφείται, ούτε προωθήθηκε κατά το στάδιο των αγορεύσεων).

2.     Η υπογραφή της συμφωνίας εγγύησης από τον Εναγόμενο στις 23.12.2008 (Τεκμήριο 3) και η αποδοχή και συγκατάθεση του ως προς την τροποποίηση των όρων της συμφωνίας δανείου.

3.    Η εκταμίευση του ποσού του δανείου.

4.    Η παράβαση των όρων της συμφωνίας δανείου από μέρους της ΜΕΠΕ.

5.    Η αποστολή των επιστολών ημερομηνίας 1.8.2011, 25.8.2011 και 23.9.2011 στην ΜΕΠΕ, τον Εναγόμενο και τον ΠΠ (Τεκμήριο 5-7).

 

               Επομένως, όλα τα πιο πάνω αποτελούν αναντίλεκτα γεγονότα.

 

               Στη βάση των δικογραφημένων θέσεων των δυο πλευρών, της αντεξέτασης των Μ.Ε. 1 και Μ.Ε. 2 και των θέσεων που προωθούνται στις γραπτές αγορεύσεις, τα θέματα που χρήζουν επίλυσης από το Δικαστήριο είναι τα ακόλουθα:

 

               Παραγραφή

 

Προτού υπεισέλθω στην ουσία της απαίτησης των Εναγόντων κρίνω σκόπιμο να εξετάσω τη θέση της υπεράσπισης ως προς τη μη νομιμοποίηση των Εναγόντων στην είσπραξη οποιουδήποτε ποσού λόγω παραγραφής του αγώγιμου δικαιώματος τους, ενόψει της καταχώρησης της παρούσας αγωγής το 2018 και του τερματισμού της επίδικης συμφωνίας δανείου στις 23.9.2011.  Ήταν η θέση του κ. Δημητρίου ότι από τα λεκτικά εκάστης τροποποίησης του άρθρου 26 του Ν.66(Ι)/2012 διαφαίνεται ότι κατά την καταχώρηση της αγωγής το 2018, το αγώγιμο δικαίωμα των Εναγόντων είχε παραγραφεί.  Και τούτο γιατί, ως η εισήγηση του, το άρθρο 26 και οι εξ΄ αυτού αναστολές, ανέστελλαν την ισχύ της παραγραφής, ήτοι την χρονική διάρκεια εντός της οποίας δεν θα υπήρχε παραγραφή, πλην, όμως,  με βάση το Ν. 66(Ι)/2012 δεν έπαυσε και/ή δεν σταματούσε ο υπολογισμός του χρόνου παραγραφής.

 

Προκειμένου το ζήτημα αυτό να εξεταστεί είναι αναγκαία μια αναδρομή στους Νόμους που αφορούν το θέμα της παραγραφής.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 3(δ) του περί Παραγραφής Νόμου Κεφ. 15, καμία αγωγή δεν εγείρεται για χρέος προς τράπεζα, μετά την παρέλευση έξι ετών από την ημέρα που δημιουργήθηκε η βάση αγωγής.  Σημειωτέoν ότι η εφαρμογή των διατάξεων του Κεφ. 15 αναστάληκε με τη θέσπιση των Ν.28(Ι)/2008, Ν.34(Ι)/2008, Ν.16(Ι)/2009, Ν.20(Ι)/2010, Ν.111(Ι)/2010, Ν.41(Ι)/2011 και Ν.159(Ι)/2011 σε διάφορες ημερομηνίες μέχρι 30.6.2012.

 

Ακολούθως, την 1.7.2012 τέθηκε σε εφαρμογή ο περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμος του 2012 Ν.66(Ι)/2012 με τον οποίο καταργήθηκε ο περί Παραγραφής Νόμος Κεφ. 15 και ο περί Αναστολής του Χρόνου Παραγραφής (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμος του 2002 (βλέπε άρθρο 29 του Ν.66(1)/2012).  Σύμφωνα με το άρθρο 7 του Ν. 66(Ι)/2012, καμία αγωγή που αφορά σύμβαση δεν εγείρεται μετά την πάροδο 6 ετών από την ημερομηνία συμπλήρωσης της αγωγής.  Στο άρθρο 3 του Νόμου αρχικά προβλεπόταν ότι ο χρόνος παραγραφής αρχίζει να τρέχει όταν συμπληρωθεί η βάση της αγωγής.  Παρόλα αυτά, με την τροποποίηση του Ν. 207(Ι)/2015, το άρθρο 3 τροποποιήθηκε με την προσθήκη της επιφύλαξης ότι, χωρίς επηρεασμό των διατάξεων των άρθρων 24 και 29, ο χρόνος παραγραφής αρχίζει να προσμετριέται από την 1.1.2016. 

 

Σύμφωνα με το άρθρο 26 του Ν.66(1)/2012, «καμιά αγωγή δεν εγείρεται μετά την εκπνοή ενός έτους από την ημερομηνία ισχύος του παρόντος Νόμου, αν η βάση της αγωγής συμπληρώθηκε οποτεδήποτε πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, εκτός αν ο χρόνος μεταξύ της ημέρας κατά την οποία είχε συμπληρωθεί η βάση της αγωγής μέχρι την συμπλήρωση ενός έτους από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου είναι μικρότερος από τον δυνάμει του παρόντος Νόμου χρόνο παραγραφής για το συγκεκριμένο δικαίωμα αγωγής, οπότε ο χρόνος παραγραφής είναι ο καθοριζόμενος από τον παρόντα Νόμο χρόνος.».  Με τους Ν.41(Ι)/2013, Ν.159(Ι)/2013 και Ν.190(Ι)/2014 η φράση «μετά την εκπνοή ενός έτους» αντικαταστάθηκε με τις ημερομηνίες 31.12.2013, 31.12.2014 και 31.12.2015.  Το άρθρο 26 καταργήθηκε με το Ν.207(Ι)/2015, με τον οποίο εισάχθηκε και η πιο πάνω αναφερόμενη πρόνοια πως ο χρόνος παραγραφής αρχίζει να προσμετριέται πλέον από 1.1.2016.

 

Επομένως, στη βάση των πιο πάνω προνοιών και ειδικότερα αυτών που εισήχθηκαν με τον Ν. 207(Ι)/2015, το όλο επιχείρημα του κ. Δημητρίου δεν μπορεί να επιτύχει.  Κρίνεται, συναφώς, πως, κατά τον χρόνο έγερσης της αγωγής δεν είχε παραγραφεί το αγώγιμο δικαίωμα των Εναγόντων και προχωρώ στην εξέταση των υπόλοιπων ζητημάτων.

 

 

Καθυστέρηση στην καταχώρηση της αγωγής

 

Σε ό,τι αφορά στη θέση της υπεράσπισης, ως προωθείται μέσα από το δικόγραφο του Εναγομένου και την αντεξέταση των Μ.Ε.1 και 2, για καθυστέρηση των Εναγόντων στη λήψη νομικών μέτρων εναντίον του με αποτέλεσμα να κωλύονται ως εκ της συμπεριφοράς τους να αξιώνουν οποιοδήποτε ποσό από αυτόν παρατηρώ τα εξής:

 

Το κατά πόσον μια ολιγωρία οδηγεί σε αδικία αποτελεί ζήτημα πραγματικό και ως τέτοιο πρέπει να αποδεικνύεται (βλέπε Hartziotis Trading Ltd Co. v. Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων, (2015) 1 Α.Α.Δ. 2916).  Στην προκείμενη περίπτωση δεν επιδιώκεται οποιαδήποτε θεραπεία με βάση το δίκαιο της επιείκειας, ώστε να τίθεται θέμα εφαρμογής της αδικαιολόγητης ολιγωρίας «laches» (βλέπε ATHK v. Κλεάνθους (2013) 1 Α.Α.Δ. 158), ενώ αξίζει να σημειωθεί πως παρά τον τερματισμό της επίδικης συμφωνίας δανείου το 2011, το διάστημα που μεσολάβησε δεν φαίνεται να λειτούργησε κατά τρόπο δυσμενή για τα δικαιώματα του Εναγόμενου, ούτε διαπιστώνεται οποιαδήποτε αδικία έναντι του.  Υπενθυμίζεται, συναφώς, πως ο Εναγόμενος ουδεμία μαρτυρία έδωσε στο Δικαστήριο, με τρόπο ώστε τέτοια θέση να μην έχει προωθηθεί.  Σε κάθε περίπτωση, η καταχώρηση των δύο προγενέστερων αγωγών, οι οποίες δεν επιδόθηκαν στον Εναγόμενο, για τους λόγους που προκύπτουν από τη μαρτυρία της Μ.Ε.2, δεικνύει ότι η Τράπεζα/Ενάγοντες πάντοτε διεκδικούσαν τα προς αυτούς οφειλόμενα ποσά και ουδέποτε παραιτήθηκαν των δικαιωμάτων τους, γεγονός το οποίο εγνώριζε ο Εναγόμενος εφόσον έδωσε οδηγίες σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις να ενεργήσουν εκ μέρους του.  Μάλιστα, με την επιστολή ημερομηνίας 27.11.2018 (Τεκμήριο 21), οι τότε δικηγόροι του ζητούσαν όπως τους σταλούν διάφορα έγγραφα ώστε να ρυθμιστεί «το συντομότερο δυνατό μια συνάντηση μετά την αποστολή των ως άνω εγγράφων και πληροφοριών, έτσι ώστε να γίνει από μέρους τους μια συνολική πρόταση προς διευθέτηση».

 

         Μη συμμόρφωση των Εναγόντων με εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας

 

               Αν και η υπό κρίση θέση δεν προωθήθηκε κατά το στάδιο των αγορεύσεων, το θέμα, εξαντλείται, κατά την άποψη μου,  με το να επισημανθεί ότι από την πλευρά της υπεράσπισης δεν εξειδικεύθηκε η εγκύκλιος, η οποία κατ΄ισχυρισμό παραβιάστηκε και ως εκ τούτου  το ζήτημα δεν χρήζει περαιτέρω εξέτασης.  Σε κάθε περίπτωση, σχετική, βεβαίως, είναι και η απόφαση Συρίμη ν. Παγκυπριακή Χρηματοδοτήσεις Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1 Α.Α.Δ. 1131, σύμφωνα με την οποία τυχόν παράβαση εγκυκλίου της Κεντρικής Τράπεζας δεν οδηγεί σε ακύρωση της συμβατικής πράξης, αλλά αποτελεί εσωτερικό θέμα μεταξύ τράπεζας και Κεντρικής, για το οποίο συχνά επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις.

 

               Μη παραλαβή της επιστολής τερματισμού από τον Εναγόμενο

 

               Σύμφωνα με τα όσα έχουν λεχθεί στην Lombard Natwest Ltd v. Λαζαρίδη (1999) 1 Α.Α.Δ. 1466 και M.I.T. Global Data Solutions Ltd κ.α. ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (2015) 1 Α.Α.Δ. 2704, για να καταστεί ένα ποσό απαιτητό και να είναι δυνατή η διεκδίκηση του θα πρέπει να προηγηθεί τερματισμός της σχετικής συμφωνίας ή λογαριασμού. 

 

               Αναφορικά με το δάνειο της ΜΕΠΕ, η τελευταία παραβίασε τους όρους της σχετικής συμφωνίας εφόσον, ως ανέφερε ο Μ.Ε. 1, και επί τούτου η μαρτυρία του δεν αμφισβητήθηκε (βλέπε παράγραφος 12 της γραπτής του δήλωσης), το δάνειο κατά τον Αύγουστο του 2011 παρουσίαζε σημαντικές καθυστερήσεις, εξ’ ου και η Τράπεζα απέστειλε καταρχήν προειδοποιητικές επιστολές ημερομηνίας 1.8.2011 και 25.8.2011 στην ΜΕΠΕ, τον ΠΠ και τον Εναγόμενο.  Λόγω μη συμμόρφωσης τους αποστάληκε επιστολή τερματισμού στις 23.9.2011.  Τα γεγονότα αυτά παρέμειναν αναντίλεκτα.

 

               Αυτά σε σχέση με το δικαιολογημένο του τερματισμού.

 

               Προχωρώ στο θέμα της διαβίβασης/κοινοποίησης της επιστολής τερματισμού στον Εναγόμενο. Ως έχει ήδη σημειωθεί, η αποστολή της επιστολής τερματισμού ημερομηνίας 23.9.2011 στην ΜΕΠΕ και της επιστολής στον Εναγόμενο ίδιας ημερομηνίας με σκοπό την κοινοποίηση του γεγονότος του τερματισμού (βλ. Τεκμήριο 7) αποτελεί παραδεκτό γεγονός.  Ό,τι προβάλλεται είναι πως αυτή δεν παραλήφθηκε από τον Εναγόμενο.   

 

               Με βάση τον όρο 2 του Εγγράφου Εγγύησης (Τεκμήριο 3), ο Εναγόμενος  εγγυήθηκε τις υποχρεώσεις της ΜΕΠΕ προς την Τράπεζα που απορρέουν από τη συμφωνία δανείου και ανέλαβε να πληρώσει τους Ενάγοντες, μόλις του ζητηθεί οποιοδήποτε ποσό χρημάτων μπορεί να καταστεί πληρωτέο προς αυτούς σε σχέση με τις υποχρεώσεις της ΜΕΠΕ ως πρωτοφειλέτη.  Επίσης, σύμφωνα με τον όρο 11 του Εγγράφου Εγγύησης, γραπτή ζήτηση θα θεωρείται ότι έγινε με τον κατάλληλο τρόπο αν δοθεί με επιστολή που θα έχει σταλεί με συνηθισμένο ταχυδρομείο στη διεύθυνση που αναγράφεται στο έγγραφο. 

 

               Με βάση τη μαρτυρία του Μ.Ε. 1, η επιστολή ημερομηνίας 23.9.2011 αποστάληκε στον Εναγόμενο ταχυδρομικώς και δεν επιστράφηκε.

 

 

               Η πιο πάνω θέση του μάρτυρα δεν αμφισβητήθηκε, ούτε υποβλήθηκε σε αυτόν η οποιαδήποτε αλλαγή διεύθυνσης του Εναγόμενου.  Εξετάζοντας δε το περιεχόμενο της επιστολής ημερομηνίας 23.9.2011 προς τον Εναγόμενο, με την οποία ενημερώνεται για τον τερματισμό της λειτουργίας του λογαριασμού, διαπιστώνεται όπως αυτή κοινοποιείται στον Εναγόμενο και αποστέλλεται στην καθορισμένη στο έγγραφο εγγύησης διεύθυνση.  Ως εκ τούτου, οι Ενάγοντες ενήργησαν σύμφωνα με τις συμβατικές τους υποχρεώσεις και στην βάση όλων όσων αναφέρονται πιο πάνω, τεκμαίρεται ότι η επιστολή ημερομηνίας 23.9.2011 έχει παραληφθεί από τον Εναγόμενο (βλ. Πιττάκα ν. Γ&Β Χατζηδημοσθένους Λτδ (2004) 1 Α.Α.Δ. 1895 και Alpha Bank Cyprus Limited v. Arena Motor Show Ltd κ.ά. (2015) 1 Α.Α.Δ. 2077).

 

Προστασία του Εναγόμενου ως εγγυητή

              

               Τόσο στην Έκθεση Υπεράσπισης, όσο και κατά την αντεξέταση των Μ.Ε. 1 και 2 προωθήθηκαν, αν και όχι σε μεγάλο βαθμό, θέματα που αφορούν την προστασία του Εναγόμενου ως εγγυητή της ΜΕΠΕ δυνάμει του περί της Προστασίας Ορισμένης Κατηγορίας Εγγυητών Νόμου Ν. 197(Ι)/2003.  Χωρίς να υπεισέρχομαι στην ουσία των θέσεων, θεωρώ ότι το θέμα εξαντλείται με αναφορά στις πρόνοιες του άρθρου 3(1) του Νόμου, το οποίο ρητά προνοεί πως αυτός δεν εφαρμόζεται αναφορικά με συμβάσεις εγγύησης στις περιπτώσεις που ο πρωτοφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο και ο εγγυητής κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης εγγύησης τελούσε υπό την ιδιότητα του διοικητικού συμβουλίου του πρωτοφειλέτη.  Υπενθυμίζεται πως με βάση την παράγραφο 4 των Παραδεκτών Γεγονότων (Έγγραφο Α), κατά τον ουσιώδη χρόνο υπογραφής της σύμβασης εγγύησης ο Εναγόμενος ήταν ένας εκ των διευθυντών της ΜΕΠΕ.  

 

               Ως προς τις θέσεις της υπεράσπισης που προωθούνται στις σελίδες 23 και 24 της αγόρευσης του κ. Δημητρίου και αφορούν απαλλαγή του Εναγόμενου λόγω πράξεων και/ή παραλείψεων των Εναγόντων που επέφεραν μείωση της αξίας των εξασφαλίσεων και αύξηση του αξιούμενου ποσού σημειώνονται τα εξής:

 

               Αναφορικά με το θέμα της καθυστέρησης στην καταχώρηση της αγωγής σχετικά είναι όσα αναφέρονται πιο πάνω, αλλά και η μαρτυρία της Μ.Ε.2 ως προς τις προσπάθειες που κατέβαλαν οι Ενάγοντες για επίδοση των δύο αγωγών που προηγήθηκαν της παρούσας, η οποία, υπενθυμίζεται πως παρέμεινε αναντίλεκτη.  Ως προς τα υπόλοιπα τρία ζητήματα που αφορούν την καθυστέρηση στην έγερση διαδικασιών εκποίησης, σημειώνω αφενός πως οι υπό κρίση θέσεις δεν δικογραφούνται, αφετέρου πως ουδεμία μαρτυρία τέθηκε που να καταδεικνύει πως η αξία των υποθηκευμένων ακινήτων μειώθηκε με την πάροδο του χρόνου.  Σε κάθε περίπτωση, και ως προς το έτερο επιχείρημα περί καθυστέρησης στη λήψη μέτρων εκποίησης, επισημαίνεται πως με βάση τη νομολογία, ο δανειστής δεν έχει υποχρέωση εκποίησης των εξασφαλίσεων, αλλά δικαίωμα ως προς τούτο (βλ. Σπετσιώτη ν. Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ, Πολ. Εφέσεις 362/2012 και 364/2012, απόφαση ημερομηνίας 26.10.2018), ECLI:CY:AD:2018:A467.

 

               Ύψος του οφειλόμενου υπολοίπου

 

               Παραμένει το θέμα του οφειλόμενου υπολοίπου.

 

               Προκειμένου να αποδείξει το ύψος του ποσού που οφείλεται από τον Εναγόμενο, ο Μ.Ε. 1 παρουσίασε στο Δικαστήριο αναλυτικές καταστάσεις λογαριασμού ως Τεκμήριο 13 που αφορούν την περίοδο από την ημερομηνία ανοίγματος του λογαριασμού μέχρι την 9.12.2022.    Όπως υπέδειξε, προτού παρουσιαστεί στο Δικαστήριο, προέβηκε σε έλεγχο του μηχανογραφημένου συστήματος των Εναγόντων και δεν έχει γίνει άλλη πίστωση πέραν των όσων εμφαίνονται στην κατάσταση.

 

Αποτέλεσε θέση του συνηγόρου υπεράσπισης ότι οι καταστάσεις λογαριασμού δεν αποτελούν τραπεζικό βιβλίο εν τη εννοία του άρθρου 22 του Περί Απόδειξης Νόμου Κεφ. 9.  Σύμφωνα με τον κ. Δημητρίου, ο Μ.Ε. 1 δεν μπορεί να δώσει μαρτυρία αναφορικά με τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 22 εφόσον κατά το χρόνο που δόθηκε η μαρτυρία δεν είναι υπάλληλος της Τράπεζας και ως εκ τούτου δεν είναι σε θέση να γνωρίζει τα υπό κρίση δεδομένα.  Πέραν τούτου, ως εισηγείται, ο Μ.Ε. 1 δεν ήταν παρών κατά τη μεταφορά ή αντιγραφή των δεδομένων των βιβλίων της Τράπεζας στους Ενάγοντες και ως εκ τούτου δεν είχε ποτέ τη δυνατότητα να επιβεβαιώσει ότι αυτά που ο ίδιος παρήγαγε από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή είναι ορθά.  Συνεπώς, αποτέλεσε θέση του  συνηγόρου πως δεν έχει κατατεθεί κατάσταση λογαριασμού που να πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις και οι Ενάγοντες δεν έχουν αποδείξει την ύπαρξη οποιασδήποτε οφειλής και εφόσον αυτή υπάρχει, το ύψος της.

 

          Είναι γεγονός πως πολύ πριν τη θέσπιση του Ν.32(Ι)/04, ο οποίος τροποποίησε τον Περί Αποδείξεως Νόμο Κεφ. 9 και επέτρεψε την προσαγωγή εξ ακοής μαρτυρίας, ένας άλλος τροποποιητικός, ήτοι ο Ν.54(Ι)/94, κωδικοποιώντας, εν πολλοίς, παλαιότερες πρόνοιες του The BankersBooks Evidence Act 1879, και εισάγοντας στον περί Αποδείξεως Νόμο, Κεφ.9, το άρθρο 22, επέτρεψε την παρουσίαση αντιγράφου καταχώρισης σε τραπεζικό βιβλίο, τηρουμένων των προνοιών του.

 

Δέκα έτη μετά την πιο πάνω τροποποίηση, μέσω του προαναφερθέντος νεότερου τροποποιητικού Ν.32(Ι)/04, εισήχθη στο βασικό Νόμο και το άρθρο 35 σύμφωνα με  το οποίο έγγραφο το οποίο καταδεικνύεται ότι αποτελεί μέρος του αρχείου επιχείρησης, δύναται να προσαχθεί ως αποδεικτικό στοιχείο, η αξία του οποίου αποτιμάται από το δικαστήριο.  Αποτελεί, επομένως, ένα αποδεικτικό στοιχείο το οποίο υπόκειται σε αξιολόγηση και στο οποίο αποδίδεται η ανάλογη βαρύτητα, αφού ληφθούν υπόψη όλες οι περιστάσεις από τις οποίες δύναται να συναχθεί οποιοδήποτε συμπέρασμα ως προς την ακρίβεια ή άλλως της δήλωσης (βλ.  Λευτέρη Δημήτρη v. Εllinas Finance Public Company Limited κ.α., Πολιτική Έφεση αρ. 390/2011, απόφαση ημερομηνίας 6.11.2017).  Για να θεωρηθεί δε κάποιο έγγραφο ως μέρος αρχείου θα πρέπει να προσάγεται στο Δικαστήριο πιστοποιητικό υπογραμμένο από αρμόδιο λειτουργό της σχετικής επιχείρησης με το οποίο να βεβαιώνεται το γεγονός αυτό, ότι δηλαδή, αποτελεί μέρος αρχείου.

 

          Αυτή τη διαδικασία ακολούθησαν οι Ενάγοντες στην προκειμένη περίπτωση, παρουσιάζοντας επί των καταστάσεων που κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 13 και 14 το αναγκαίο πιστοποιητικό υπογραμμένο από τον Μ.Ε.1, ο οποίος όχι μόνο είναι λειτουργός πλέον της DoValue η οποία παρέχει υπηρεσίες στους Ενάγοντες, στα αρχεία των οποίων έχει πρόσβαση και έχει άμεση σχέση με αυτά, αλλά διετέλεσε στο παρελθόν λειτουργός της Τράπεζας. Ως επίσης αναφέρει στη δήλωση του, είναι ένας εκ των λειτουργών που χειρίζονται τις δικαστικές υποθέσεις των Εναγόντων και είναι πλήρως εξουσιοδοτημένος τόσο από τους Ενάγοντες όσο και από την DoValue να καταθέσει στο Δικαστήριο. Η ουσία είναι πως μέσω του πιστοποιητικού επιβεβαιώνεται ότι η αρχική αυτή κατάσταση αποτελούσε μέρος του αρχείου της Τράπεζας, η οποία χορήγησε το δάνειο και ότι το αρχείο αυτό μεταφέρθηκε αυτούσιο στους Ενάγοντες με τη χρήση συγκεκριμένου λογισμικού από ομάδα ειδικών κατά τη μεταβίβαση της πιστωτικής διευκόλυνσης.  Η κατάσταση (Τεκμήριο 13) στην ουσία περιέχει όλες τις πράξεις οι οποίες αφορούσαν τον επίδικο λογαριασμό δανείου, από το άνοιγμα του το 2008 μέχρι και τις 9.12.2022 που μεταβιβάστηκε στους Ενάγοντες.   Όπως δε υπέδειξε ο Μ.Ε. 1, ο ίδιος έχει συγκρίνει και ελέγξει όλες τις καταχωρήσεις που περιέχονται στο Τεκμήριο 13 με τις αρχικές καταχωρήσεις στον ηλεκτρονικό υπολογιστή και έχει διαπιστώσει ότι είναι πανομοιότυπες και ορθές (βλ. παράγραφο 7 της γραπτής δήλωσης).  Από έλεγχο που έχει επίσης διενεργήσει, από την 9.12.2022 και έπειτα δεν έχει γίνει οποιαδήποτε πληρωμή.  Συναφώς σημειώνεται πως παρά τη νομική επιχειρηματολογία εκ μέρους του Εναγόμενου επί του προκειμένου, εντούτοις, δεν υπήρξε ένσταση ή εισήγηση για ύπαρξη οποιασδήποτε ανακριβούς καταγραφής ή συναλλαγής στο όλο ιστορικό και πορεία του λογαριασμού. Η πλευρά της υπεράσπισης, πέραν από την γενική υποβολή ότι η κατάσταση δεν παρουσιάζει την πραγματική εικόνα των αρχικών στοιχείων, δεν αμφισβήτησε οποιαδήποτε συγκεκριμένη καταχώρηση σε αυτή, χρέωση ή πίστωση, ούτε υποδείχθηκε οποιοδήποτε ενδεχόμενο λάθος. Δεν έχει υποδειχθεί οποιαδήποτε συγκεκριμένη καταχώρηση που ενδέχεται να είναι λανθασμένη ή υποδείχθηκε άλλη καταχώρηση ή πίστωση που έπρεπε να γίνει και δεν έγινε, ούτε και υποστηρίχθηκε οτιδήποτε συγκεκριμένο με οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία. Η εν λόγω κατάσταση επίσης, παρουσιάζει, μετά την χρέωση του ποσού του δανείου που παραχωρήθηκε, τους τόκους, κατά το πλείστο, που χρεώνονταν και τις πιστώσεις, που αφορούσαν, κυρίως, είσπραξη ποσών από διαδικασία εκποίησης ενυπόθηκων ακινήτων.

 

Επίσης, θα πρέπει να αναφερθεί ότι όλες οι καταχωρήσεις στο λογαριασμό, πριν την μεταβίβαση του λογαριασμού στους Ενάγοντες γίνονταν από την Τράπεζα στα πλαίσια των εργασιών της και όλες αυτές οι συναλλαγές διατηρούνταν στο αρχείο της. Δεν έχει προκύψει να υπάρχει το ενδεχόμενο οποιασδήποτε επέμβασης σε αυτό το αρχείο που διατηρούσε η Τράπεζα, ούτε έχει διαπιστωθεί ότι το αρχείο που διατηρούν οι Ενάγοντες σήμερα να είναι διαφορετικό και να περιλαμβάνει λάθη. Επαναλαμβάνεται δε πως με την εξαίρεση του ύψους του επιτοκίου με το οποίο χρεωνόταν ο λογαριασμός, δεν έχει αμφισβητηθεί η ορθότητα οποιασδήποτε πράξης ή συναλλαγής καταγράφεται στο Τεκμήριο 13. Ούτε υποστηρίχθηκε κάτι τέτοιο με οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία.

 

Ως εκ τούτου, κρίνεται υπό τις περιστάσεις ότι το Τεκμήριο 13 περιέχει με ακρίβεια όλη την πορεία και κίνηση του επίδικου λογαριασμού για το δάνειο στο οποίο αφορά η αγωγή. Είναι, με άλλα λόγια, γνήσια, πρωτογενής μαρτυρία για τις καταγραφές στο λογαριασμό και για αυτό πολύ ορθώς οι όποιες προσπάθειες αναδόμησης έγιναν στο Τεκμήριο 14 έχουν ως βάση το Τεκμήριο 13.

 

Αναφορικά με την αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού, που παρουσιάστηκε ως Τεκμήριο 14 με την οποία οι Ενάγοντες περιορίζουν την αξίωση τους, ο Μ.Ε.1 ανάφερε ότι την ετοίμασε  ο ίδιος και εξήγησε πλήρως τον τρόπο που το έπραξε αφού έλαβε υπόψη του τις πιο πάνω αναλυτικές καταστάσεις λογαριασμού αλλά και κάθε τι περιλαμβάνεται σε αυτές. Ουσιαστικά, όπως εξήγησε, έχει αφαιρέσει όλες τις χρεώσεις και τους τόκους επί αυτών, τα οποία δεν διεκδικούν οι Ενάγοντες, ως επίσης χρεώνεται τόκος υπερημερίας 1,75% από την ημερομηνία τερματισμού. Τέτοιες καταστάσεις λογαριασμού οι οποίες περιορίζουν την απαίτηση γίνονται αποδεκτές από το Δικαστήριο και δεν διαφαίνεται οτιδήποτε το μεμπτό (βλ. Λοφίτης ν. Gordian Holdings Ltd, Πολιτική Έφεση αρ. 304/2018, απόφαση ημερομηνίας 19.1.2024 και Γιαννάκης Καλλικάς v. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1Β Α.Α.Δ. 1238) και κατά συνέπεια τις αποδέχομαι.

 

               Ερχόμενη, τώρα, να εξετάσω κατά πόσον οι Ενάγοντες έχουν αποδείξει το ύψος του οφειλόμενου ποσού σημειώνω πως από την πλευρά της υπεράσπισης εγείρεται θέμα υπολογισμού του τόκου και πιο συγκεκριμένα, προβάλλεται πως οι Ενάγοντες, και προηγουμένως η Τράπεζα, χρέωναν το λογαριασμό με τόκο που υπερέβαινε το επιτόκιο αναφοράς ως τούτο καθορίζεται από την Κεντρική Τράπεζα και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας (βλ. σελίδες 26 και 27 της γραπτής αγόρευσης) και με τον τρόπο αυτό ενήργησαν παράνομα.

              

               Ως προς το θέμα αυτό, παρατηρώ τα ακόλουθα:

 

               Με βάση τις πρόνοιες της συμφωνίας δανείου, ο λογαριασμός θα χρεώνεται με συνολικό επιτόκιο προς 9,50% ετησίως (5,50% βασικό επιτόκιο και 4% προσαύξηση).  Με βάση τον ίδιο όρο (όρος 4), προβλέπεται πως σε περίπτωση που οποιοδήποτε ποσό καταστεί πληρωτέο, δεν πληρωθεί κατά την ημερομηνία που θα καταστεί πληρωτέο, ο οφειλέτης χρεώνεται με επιπρόσθετο τόκο υπερημερίας προς 5% ετησίως από την ημερομηνία που το ποσό κατέστη πληρωτέο μέχρι την ημερομηνία εξόφλησης.  Επίσης, προνοείται πως ο τόκος θα κεφαλαιοποιείται την 30η Ιουνίου και 31ην Δεκεμβρίου κάθε έτους.

 

               Για τους σκοπούς υπολογισμού του τόκου ο Μ.Ε. 1 χρησιμοποίησε στην αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού μέχρι την 9.12.2022 το συμβατικό επιτόκιο και ακολούθως από την εν λόγω ημερομηνία το επιτόκιο αναφοράς της Κεντρικής Τράπεζας, το οποίο κατά καιρούς διαφοροποιήθηκε με τον τρόπο που ανέφερε.   Από δε την ημερομηνία τερματισμού, χρεώνεται τόκος υπερημερίας προς 1,75% ετησίως.

 

               Σε σχέση με το επιτόκιο, κρίνω ότι μέχρι την ημερομηνία μεταφοράς της επίδικης διευκόλυνσης στους Ενάγοντες, η Τράπεζα είχε δικαίωμα να χρεώνει το λογαριασμό με το συμβατικό επιτόκιο, χωρίς να έχει υποχρέωση χρέωσης του επιτοκίου αναφοράς.  Έχοντας, όμως, υπόψη τις πρόνοιες του άρθρου 314Α του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, από 9.12.2022 οι Ενάγοντες δεν δικαιούνται να χρεώνουν το λογαριασμό με επιτόκιο πέραν του καθοριζόμενου από την Κεντρική Τράπεζα επιτοκίου αναφοράς.  Επισημαίνεται, ωστόσο,  πως  οι διατάξεις του άρθρου 314Α δεν εφαρμόζονται σε πιστωτικά ιδρύματα (βλέπε άρθρο 314Β του Κεφ. 154), ήτοι στην περίπτωση της Τράπεζας, αρά η όλη συλλογιστική του κ. Δημητρίου ως προς το θέμα αυτό και ειδικότερα την υποχρέωση της Τράπεζας να χρεώνει τόκο ίσο ή χαμηλότερο του επιτοκίου αναφοράς, να μην μπορεί να γίνει αποδεκτή.  Σύμφωνα με την μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, το επιτόκιο αναφοράς στις 9.12.2022 ήταν 9,40% ετησίως και ως εκ τούτου από την εν λόγω ημερομηνία και έπειτα κρίνεται ορθό να χρησιμοποιείται αυτό το επιτόκιο, εφόσον είναι χαμηλότερο του συμβατικού και με τον τρόπο αυτό η όλη πράξη λειτουργεί προς όφελος του οφειλέτη.  Σημειώνεται πως τα λοιπά ποσοστά επιτοκίου που αναφέρθηκαν από τον Μ.Ε. 1, ήτοι 10,05% από 27.1.2023, 10,94% από 28.4.2023 και 10,38% από 28.7.2023, δεν μπορούν να επιδικαστούν υπέρ των Εναγόντων καθότι είναι ψηλότερα του συμβατικού επιτοκίου και ουδεμία μαρτυρία έχει τεθεί ως προς τυχόν ειδοποίηση του οφειλέτη αναφορικά με τη μεταβολή του επιτοκίου. 

 

               Ως προς το θέμα του τόκου υπερημερίας, γίνεται παραπομπή στο άρθρο 3(1β) του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου του 1999, ως αυτός τροποποιήθηκε το 2015 με τον Ν. 66(Ι)/2015, το οποίο προνοεί ότι «σε περίπτωση σύμβασης πιστωτικής διευκόλυνσης, η οποία ήταν σε ισχύ ή τερματίστηκε κατά ή πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων (Τροποποιητικού Νόμου) του 2015 η επιβολή αυξημένου τόκου από την υπερημερία επί καθυστερημένης δόσης ή σε οποιοδήποτε ποσό καθυστέρησης ή υπέρβασης ορίου οποιασδήποτε άλλης μορφής σύμβασης πιστωτικής διευκόλυνσης, δημιουργεί μαχητό τεκμήριο για το πιστωτικό ίδρυμα το οποίο έχει το βάρος αποδείξεως ότι ο επιβληθείς τόκος υπερημερίας αντιπροσωπεύει την πραγματική του ζημιά…..»

 

           Ως προς την ερμηνεία που θα πρέπει να δοθεί στο εν λόγω εδάφιο, βοηθητική για το παρόν Δικαστήριο είναι η απόφαση του Χ. Β. Χαραλάμπους Α.Ε.Δ. (ως ήταν τότε) στην αγωγή με αρ. 10027/2010 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Σιαμπτάνη, απόφαση ημερομηνίας 22.5.2020, από την οποία παραθέτω εκτενές απόσπασμα, το οποίο με βρίσκει απόλυτα σύμφωνη και το υιοθετώ:

«.Κατά τον τερµατισµό στις 15.10.10 η Ενάγουσα είχε προσθέσει τόκο υπερηµερίας ύψους 5,25% µε το Τεκµήριο 11 στηριζόµενη στον Κατάλογο Προµηθειών και Χρεώσεων ο οποίος επισυνάπτετο στη συµφωνία δανείου (Τεκµήρια 2, 3) και στην Τροποποιητική Συµφωνία (Τεκµήριο 4). Είναι αυτό τον τόκο τον οποίο περιόρισε στην αναδοµηµένη κατάσταση Τεκµήριο 9 ο Μ.Ε.1 σε 2%. Το θέµα αυτό ρυθµίζεται από το άρθρο 3(1)(β) του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεµάτων Ν.160(1)/99 το οποίο έχει ως εξής:

 ..

Πέραν της δυσκολονόητης έως ακατανόητης αναφοράς σε µαχητό τεκµήριο για το ίδρυµα µε τον τρόπο που είναι διατυπωµένο το εδάφιο είναι πιθανόν να θεωρηθεί εκ πρώτης όψεως πως µε τον όρο «αυξηµένος τόκος» εννοείται τόκος πέραν του 2% αλλά η προσεκτικότερη µελέτη καταδεικνύει πως δεν ήταν αυτός ο σκοπός του Νοµοθέτη, ούτε και το νόηµα του άρθρου. Αυτό επιβεβαιώνεται πρώτον εξ αντιδιαστολής από το ότι υπήρχε τέτοια επεξήγηση στον προηγούµενο τροποποιητικό Ν.141(1)/14 («.αυξηµένου τόκου από την υπερηµερία . ο οποίος υπερβαίνει το ποσό που αντιστοιχεί στις δύο εκατοστιαίες µονάδες .»), η οποία δεν έχει συµπεριληφθεί στον µεταγενέστερο Ν.66(1)/15 και δεύτερον από την επιφύλαξη του υφιστάµενου εδ.(1β) ως πιο πάνω.

Έχω την άποψη πως οι δύο φράσεις «αυξηµένου τόκου από την υπερηµερία» και πιο κάτω «ο επιβληθείς τόκος υπερηµερίας» δεν µπορούν να ερµηνευτούν ως να σηµαίνουν τον τόκο υπερηµερίας ο οποίος υπερβαίνει το 2%. Αυτό επιβεβαιώνεται τελειωτικά από την επιφύλαξη του εδ.(1β) η οποία και πάλι αναφέρει γενικά πως «πρόσωπο το οποίο έχει καταβάλει τόκο υπερηµερίας δύναται να διεκδικήσει αποζηµιώσεις» (στην περίπτωση που δεν αποδειχθεί ότι ο επιβληθείς τόκος υπερηµερίας αντιπροσωπεύει την πραγµατική ζηµιά του πιστωτικού ιδρύµατος).

Έχει τη σηµασία του πως η πρόνοια αυτή εφαρµόζεται µόνο για τις συµβάσεις που ήταν σε ισχύ ή τερµατίστηκαν πριν από τον Ν.66(1)/15 και όχι για τις µεταγενέστερες (νέες) συµβάσεις, καθότι απαγορεύοντας µε το εδ.(1α) την επιβολή επιτοκίου υπερηµερίας πέραν του 2% ο Νοµοθέτης δεν απαίτησε την απόδειξη ότι τέτοιο επιτόκιο σε νέες συµβάσεις αντιπροσωπεύει την πραγµατική ζηµιά. Κάτι τέτοιο όµως απαιτείται ρητώς για τις παλαιές συµβάσεις οποτεδήποτε επιβλήθηκε αυξηµένος τόκος από την υπερηµερία και ανεξαρτήτως ποσοστού.

Στην παρούσα περίπτωση δεν έχει προσφερθεί οποιαδήποτε µαρτυρία η οποία τείνει να παράσχει έστω κάποια ένδειξη και πολύ περισσότερο να αποδείξει ότι ο επιβληθείς ή έστω ο διεκδικούµενος τόκος «αντιπροσωπεύει την πραγµατική ζηµιά της Ενάγουσας». Κατά συνέπειαν η Ενάγουσα δικαιούται σε απόφαση για το οφειλόµενο κεφάλαιο στις 24.8.10 µε τόκο 5% και όχι µε τον αυξηµένο τόκο που επέβαλε λόγω της υπερηµερίας».

Παρατηρώ ότι δεν διαφεύγει της προσοχής του Δικαστηρίου η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ιωαννίδης κ.α. v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2014) 1Β Α.Α.Δ 1491, στην οποία κρίθηκε ότι η εφεσίβλητη τράπεζα είχε δικαίωμα επιβολής επιβάρυνσης 3% σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής δόσης, καθότι αυτό προνοούσε ρητώς η μεταξύ των μερών συμφωνία και επιπλέον αποφασίστηκε ότι μια τέτοια επιβάρυνση δεν αντίκειτο στον περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου Συναφών Θεμάτων Νόμο του 1999 (Ν.160(Ι)/99). Θα πρέπει να τονιστεί, όμως, ότι η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε πριν την εισαγωγή του άρθρου 3 του Νόμου, το εδάφιο (1β) ανωτέρω, το οποίο εν προκειμένω τυγχάνει εφαρμογής.  Το ίδιο ισχύει και για την Κόμπου ν. Universal Bank Ltd (2009) 1 Α.Α.Δ. 194.

 

Αποτελεί κρίση μου, ότι με βάση το εδάφιο 3(1β) του Νόμου ανωτέρω, οι Ενάγοντες είχαν το βάρος να αποδείξουν ότι το οποιοδήποτε ποσοστό υπερημερίας αξιώνουν ως αποζημίωση, αντιπροσωπεύει την πραγματική τους ζημιά, συνεπεία της μη συμμόρφωσης των οφειλετών με τις συμβατικές τους υποχρεώσεις ως προς την έγκαιρη αποπληρωμή των οφειλών τους.  Επί τούτου ο Μ.Ε. 1 κατέθεσε πως «οι Ενάγοντες υφίστανται ζημιά που σχετίζεται με το κόστος όλων των λειτουργιών και λειτουργών που σχετίζονται με την ανάκτηση χρεών και ως εκ τούτου δικαιούνται σε αυξημένο επιτόκιο για κάλυψη της ζημιάς…………..ο αξιούμενος τόκος υπερημερίας είναι πολύ συντηρητικός και συνάδει με τον αυξημένο πιστωτικό κίνδυνο που αναλαμβάνουν οι ενάγοντες και αντιπροσωπεύεται από κάποιο δανειζόμενο/εγγυητή ο οποίος δεν καταβάλλει τις οφειλές του» (βλέπε παράγραφο 18.1της γραπτής δήλωσης).  Χωρίς να εντοπίζεται πρόθεση εκ μέρους του μάρτυρα να ψευσθεί, κρίνω ότι η πιο πάνω τοποθέτηση του δεν είναι ικανή να τεκμηριώσει τη ζημιά που ενδεχομένως να υπέστηκαν οι Ενάγοντες συνεπεία της συμπεριφοράς των οφειλετών και ως εκ τούτου δεν μπορεί να αποδοθεί στους Ενάγοντες τόκος υπερημερίας.

 

            Στη βάση της πιο πάνω κρίσης του Δικαστηρίου και με δεδομένη την συμπερίληψη στο Τεκμήριο 14 χρέωσης τόκου υπερημερίας, θα πρέπει να γίνουν οι ανάλογες προσαρμογές στο ποσό που εκεί αναγράφεται ώστε να επιδικασθεί προς όφελος των Εναγόντων το ορθό ποσό.  Στο πλαίσιο αυτό, λαμβάνεται υπόψη το ποσό του λογαριασμού κατά τον τερματισμό ήτοι €764.931,79.  Ακολούθως, αφαιρείται από αυτό το σύνολο των πιστώσεων που έγιναν από την ημερομηνία τερματισμού μέχρι την 9.12.2022, ήτοι €379,000, με τρόπο ώστε να προκύπτει υπόλοιπο εκ €385.931,79.  Επί αυτού, οι Ενάγοντες δικαιούνται τόκο προς 9,50% ετησίως από 23.9.2011 μέχρι 8.12.2022 και από 9.12.2022 μέχρι εξοφλήσεως τόκο προς 9,40% ετησίως, του τόκου κεφαλαιοποιούμενου την 30η Ιουνίου και 31ην Δεκεμβρίου κάθε έτους.

 

Συνακόλουθα, η αγωγή επιτυγχάνει και εκδίδεται απόφαση υπέρ των Εναγόντων και εναντίον του Εναγόμενου για το ποσό των €385.931,79, πλέον τόκο επί αυτού προς 9,50% ετησίως από 23.9.2011 μέχρι 8.12.2022 και τόκο 9,40% ετησίως από 9.12.2022 μέχρι εξοφλήσεως, του τόκου κεφαλαιοποιούμενου την 30η Ιουνίου και 31ην Δεκεμβρίου κάθε έτους, πλέον έξοδα όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.  

(Υπ.)....................................................
                           Γ. Πετάση - Κορφιώτη, Π.Ε.Δ.

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 

  


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο