ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ 

Ενώπιον: Χρ. Γ. Ππεκρή, Ε.Δ.

Κλίμακα: €50.000 - €100.000

                                                                                     Αριθμός Αγωγής: 70/2015

Μεταξύ:

MICHAEL STANLEY WILLIAMS

Ενάγοντας

και

 

JULIE ANN LANGHAM

Εναγόμενη

Ημερομηνία: 16 Φεβρουαρίου 2024

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντα: κ. Τ. Κουκούνης για Ανδρέας Κουκούνης & Σία Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενη: κ. Π. Χ’’ Παναγιώτου

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Δια της παρούσας αγωγής του, ο ενάγων αξιοί την επιδίκαση γενικών και ειδικών αποζημιώσεων, συνεπεία κατ’ ισχυρισμό δόλου και/ή απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων και/ή δυνάμει παράβασης συμφωνίας δανείου και/ή δυνάμει των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού.

 

Σύμφωνα με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς του ενάγοντα, ένεκα της σχέσης του με την εναγομένη, περί τον Μάρτιο του 2006 αγόρασαν μία κατοικία στο Αυγόρου, την οποία εξόπλισαν πλήρως και της οποίας είναι ιδιοκτήτες αμφότεροι κατά το ½ (στο εξής η «κατοικία»). Περί το 2008 αποφάσισαν να μετακομίσουν μόνιμα στην Κύπρο, οπότε αγόρασαν ένα μεταχειρισμένο όχημα, το οποίο ανήκει επίσης και στους δύο εξ ημισείας (στο εξής το «όχημα»).

 

Από το 2008 μέχρι το 2011 ο ενάγων δάνεισε δυνάμει προφορικής συμφωνίας στην εναγομένη διάφορα ποσά, κατά διαστήματα, τα οποία ανέρχονται σε 15.780 αγγλικές στερλίνες και €15,000 τα οποία και η εναγόμενη υποσχέθηκε στον ενάγοντα ότι θα επιστρέψει.

 

Περί το 2012 η σχέση των διαδίκων διεκόπη και ο ενάγων εκδιώχθηκε από την κατοικία από την εναγομένη, η οποία παρά τις πολλές του προσπάθειες, δεν του επέτρεψε να πάρει τα προσωπικά του αντικείμενα. Περί τον Ιανουάριο του 2014, κατόπιν επίσκεψής του στην κατοικία, ο ενάγων διαπίστωσε, κατόπιν πληροφόρησης από τρίτο πρόσωπο, ότι η εναγόμενη μονομερώς ενοικίασε την κατοικία σε ένα ζευγάρι, χωρίς να λάβει την συγκατάθεσή του ή να τον ενημερώσει. Διαπίστωσε επίσης ότι τόσο το όχημα, όσο και ο εξοπλισμός της κατοικίας, είχαν εξαφανιστεί.

 

Περί τον Απρίλιο του 2014 έπειτα από έρευνά του στο Τμήμα Οδικών Μεταφορών, ο ενάγων ανακάλυψε ότι η εναγόμενη, με δόλο και/ή ψευδείς παραστάσεις, πούλησε και μεταβίβασε το όχημα σε τρίτο πρόσωπο, έχοντας πλαστογραφήσει την υπογραφή του, οικειοποιούμενη ποσό €2,800 ως το τίμημα πώλησης του οχήματος. Μετά από καταχώριση σχετικής καταγγελίας του ενάγοντα στην αστυνομία, καταχωρήθηκε ποινική υπόθεση εναντίον της εναγομένης, η οποία παραδέχθηκε την ενοχή της και κατέβαλε στον ενάγοντα ποσό €1,400. Μεταξύ άλλων, ο ενάγων διεκδικεί τα έξοδα που κατέβαλε, ένεκα της ποινικής διαδικασίας.

 

Ως εκ των ανωτέρω, ο ενάγων διεκδικεί από την εναγομένη τα χρηματικά ποσά που της έχει δανείσει, ποσό €8,750 έναντι της αποκλειστικής χρήσης της κατοικίας, ποσό €1,050 έναντι μεριδίου οφειλόμενων ενοικίων της κατοικίας σε τρίτα πρόσωπα, ποσό €8,100 έναντι ενοικίων, λόγω της αποκλειστικής χρήσης του οχήματος, ειδικές αποζημιώσεις ύψους €8,000 έναντι της παράνομης πώλησης του εξοπλισμού της κατοικίας, πλέον γενικές αποζημιώσεις.

 

Δια της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης της, η εναγόμενη παραδέχεται μόνον ότι αμφότεροι οι διάδικοι είναι Άγγλοι υπήκοοι, διαμένοντες στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η εναγόμενη απορρίπτει τους ισχυρισμούς του ενάγοντα, ως εκτίθεται στην έκθεση απαίτησης του και ισχυρίζεται ότι περί τον Μάρτιο του 2006, πούλησε την οικία της στο Ηνωμένο Βασίλειο και αγόρασε την κατοικία στο Αυγόρου, χωρίς ο ενάγων να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό. Ένεκα ωστόσο της σχέσης της με τον ενάγοντα, αποδέχθηκε και/ή συμφώνησε προφορικά με αυτόν όπως εγγράψει το όνομά του επί του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου ως αγοραστή, με ρητή συμφωνία όπως σε περίπτωση που χωρίσουν, τούτο το δικαίωμα του επί της κατοικίας επιστραφεί στην εναγομένη.

 

Αναφορικά με την επίπλωση και τον εξοπλισμό της κατοικίας, αποτελεί ισχυρισμό της εναγομένης ότι αμφότεροι οι διάδικοι κατέβαλαν διάφορα ποσά, τα οποία ουδέποτε ξεπέρασαν το ποσό των €20,000. Σε σχέση με το όχημα, αγοράστηκε εξ ημισείας από τους διαδίκους και μετά την πώλησή του, το ½ από το τίμημα πώλησης καταβλήθηκε στον ενάγοντα, ενώ είχε προηγηθεί η προφορική συγκατάθεση του ενάγοντα για την πώληση του εν λόγω οχήματος, παρόλο που η εναγόμενη, παραδέχεται ότι τοποθέτησε την υπογραφή του ενάγοντος σε σχετικό έντυπο του Τμήματος Οδικών Μεταφορών, χωρίς την συγκατάθεσή του, με αποτέλεσμα να καταχωριστεί ποινική υπόθεση εναντίον της. Αποτελεί επίσης δικογραφημένο ισχυρισμό της εναγομένης ότι ουδέποτε ο ενάγων της δάνεισε οποιοδήποτε ποσό, αντιθέτως, εκείνος δανείστηκε ποσό 2,000 στερλινών από τον πατέρα της, για την αγορά μοτοσυκλέτας.

 

Περί το 2012, έπειτα από δική του επιθυμία, ο ενάγων εγκατέλειψε την οικία, την οποία η εναγόμενη αρνείται ότι ενοικίασε, ούτε και πούλησε οποιαδήποτε αντικείμενα τα οποία βρίσκονταν εντός της. Σε κάθε περίπτωση, η κατοικία αυτή ανήκει στην εναγομένη και ο ενάγων είναι υποχρεωμένος να της επιστρέψει το μερίδιο που δια καταπιστεύματος η εναγόμενη μεταβίβασε σε αυτόν, ένεκα της σχέσης τους.

 

Η εναγόμενη αρνείται ότι ο ενάγων επωμίστηκε οποιαδήποτε ποσά συνεπεία της ποινικής υπόθεσης που καταχωρήθηκε εναντίον της, καθώς δεν ήτο υποχρεωμένος να παραστεί σε αυτήν, ισχυρίζεται δε, ότι βρισκόταν στην Κύπρο από δική του επιθυμία και εν πάση περιπτώσει, καμία λεπτομέρεια δεν παραθέτει για τα έξοδα τα οποία επικαλείται.

 

Ανταπαιτητικώς η εναγόμενη αξιοί την μεταβίβαση και/ή εκχώρηση του δικαιώματος του ενάγοντος ως αυτό προκύπτει εκ του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της κατοικίας επ’ ονόματί της, καθώς επίσης και επιστροφή του ποσού των 2,000 αγγλικών στερλινών που δάνεισε στον ενάγοντα για την αγορά μοτοσυκλέτας.

 

Δια της Απάντησης του ο ενάγων αρνείται και απορρίπτει τους ισχυρισμούς της εναγομένης και επαναλαμβάνει τους ισχυρισμούς του ως η έκθεση απαίτησης. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι συνεισέφερε στην αγορά της κατοικίας και ότι είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων ότι θα μετακόμιζαν στην Κύπρο, ενώ μετά τον χωρισμό τους, δεν κατείχε κλειδιά του οχήματος. Ο ενάγων αρνείται επίσης ότι δανείστηκε χρήματα από τον πατέρα της εναγομένης για την αγορά μοτοσυκλέτας και ισχυρίζεται ότι το ποσό αυτό χρησιμοποιήθηκε για πληρωμή χρέους της πιστωτικής κάρτας της εναγομένης.

 

 

 

 

Η ΠΡΟΣΚΟΜΙΣΘΕΙΣΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 

Με την υπόμνηση ότι  δεν είναι αναγκαίο το Δικαστήριο να παραθέτει ολόκληρη την μαρτυρία που παρουσίασε η κάθε πλευρά ή να αναφέρεται σε όλες τις πτυχές της, καθώς είναι καταγεγραμμένη στα πρακτικά του Δικαστηρίου, συνοψίζω κατωτέρω την προσκομισθείσα μαρτυρία.[1]

 

Από πλευράς ενάγοντα μαρτυρία προσέφεραν δύο μάρτυρες.

 

Πρώτος κατέθεσε ο ενάγων (στο εξής ο «ΜΕ1»), ο οποίος υιοθέτησε τη γραπτή του δήλωση ως μέρος της κυρίως εξέτασής του και στην οποία, ουσιαστικά, επαναλαμβάνει τους ισχυρισμούς του ως η έκθεση απαίτησης. Περαιτέρω κατέθεσε τα ακόλουθα Τεκμήρια:

 

Τεκμήριο 1: Αντίγραφο πωλητηρίου εγγράφου της κατοικίας ημερ. 7.3.2006.

 

Τεκμήριο 2: Αντίγραφο συμφωνίας ενοικίασης ημερ. 21.1.2014 μεταξύ της εναγομένης και της E.S.

 

Τεκμήριο 3: Δήλωση ΜΕ1 ημερ. 20.4.2015 με την οποία δηλώνει παραλαβή του ποσού των €1.400 από την εναγομένη, με επιφύλαξη των δικαιωμάτων του.

 

Τεκμήριο 4: Πιστοποιητικό έρευνας ακίνητης ιδιοκτησίας ημερ. 25.7.2013, όπου εμφαίνεται ότι η επίδικη κατοικία βαρύνεται με το ΠΩΕ που καταχώρησαν οι διάδικοι.

 

Τεκμήριο 5: Δέσμη αποδείξεων από καταθέσεις ενοικίων στον τραπεζικό λογαριασμό της εναγομένης.

 

Τεκμήριο 6: Επιστολή δικηγόρου εναγομένης ημερ. 20.11.2014 προς την E.S. δια της οποίας ζητούνται οφειλόμενα ποσά έναντι λογαριασμών κοινής ωφελείας.

 

Τεκμήριο 7: Καταγγελία ΜΕ1 στην αστυνομία ημερ. 12.4.2014.

 

Τεκμήριο 8: Κατάσταση λογαριασμού από κοινό τραπεζικό λογαριασμό των διαδίκων στην Τράπεζα Κύπρου. Καθ’ υπόδειξη του εν λόγω Τεκμηρίου, ο μάρτυς ανέφερε ότι σε αυτό εμφαίνονται οι καταθέσεις του μισθού του από την εργασία του, καθώς εργαζόταν και συντηρούσε οικονομικά την εναγομένη, η οποία δεν εργαζόταν.

 

Ως επίσης ανέφερε ο ΜΕ1, τα έξοδα που επωμίστηκε για την παρούσα υπόθεση ανέρχονται σε ποσό 2,000 στερλινών πλέον τα έξοδα της μεταφράστριας.

 

Κατά την αντεξέτασή του, ο ΜΕ1 ανέφερε ότι περί το 2008 δάνεισε στην εναγομένη το ποσό των 15,000 στερλινών ενόσω βρίσκονταν ακόμα στην Αγγλία, από εφάπαξ ποσό που έλαβε από την σύνταξή του και αυτό μεταφέρθηκε με έμβασμα στον λογαριασμό της εναγομένης στην Τράπεζα Natwest. Δεν κράτησε ωστόσο αποδείξεις, καθότι δεν γνώριζε, ως ανέφερε, ότι θα τις χρειαζόταν. Καταχώρισε δε την παρούσα αγωγή στην Κύπρο, ενόψει της κατάστασης με το όχημα και την κατοικία.

 

Ως επίσης ανέφερε, κατά την αγορά της κατοικίας στην Κύπρο, έδωσε στην εναγομένη χρήματα από την σύνταξή του και πλήρωνε τα πάντα επειδή εργαζόταν, ποσό το οποίο ανέρχεται περί τις €15.000. Σε υποβολή ότι τα χρήματα αυτά δεν ήταν δάνειο, αλλά τα χρησιμοποιούσαν για σκοπούς σίτισης, εφόσον ήταν ζευγάρι με την εναγομένη, ο μάρτυρας απάντησε ότι η εναγόμενη δεν δούλευε και ότι μόνο εκείνος συνεισέφερε, εμμένοντας στην θέση ότι δάνεισε τα χρήματα αυτά στην εναγομένη. Ανέφερε ακόμα, ότι ήρθε στην Κύπρο το 2008 και άρχισε να εργάζεται περίπου ενάμιση χρόνο αργότερα, είχε φέρει δε χρήματα μαζί του από την Αγγλία και λάμβανε κάποιο εισόδημα από πωλήσεις που έκαναν με την εναγομένη σε παζαράκια.

 

Περαιτέρω ο μάρτυρας ανέφερε ότι την κατοικία αγόρασε η εναγόμενη και όταν υπέγραψαν, έβαλε και το δικό του όνομα στο συμβόλαιο. Αρνήθηκε ότι υποσχέθηκε στην εναγομένη να της επιστρέψει πίσω το ½ της κατοικίας σε περίπτωση χωρισμού των και ως χαρακτηριστικά ανέφερε, ήταν λάθος της εναγομένης που συμπεριέλαβε το όνομά του στο συμβόλαιο.

 

Σε σχέση με το όχημα, αυτό αγοράστηκε με χρήματα και των δύο διαδίκων και ως ο ΜΕ1 υπέδειξε, τα δικά του χρήματα προήλθαν από λογαριασμό του σε αγγλική τράπεζα, τα οποία στάλθηκαν στον κοινό λογαριασμό των διαδίκων στην Κύπρο. Παρόλο που δεν είναι πωλητής αυτοκινήτων και δεν μπορεί να γνωρίζει εάν η τιμή πώλησης του οχήματος ήταν χαμηλή, παραμένει γεγονός, ανέφερε, ότι η εναγόμενη τον ξεγέλασε και πλαστογράφησε το όνομά του, εν αντιθέσει με την επιθυμία του να μην το πράξει.

 

Κατά την επίσκεψή του στην κατοικία, διαπίστωσε ότι τα πράγματά του είχαν εξαφανιστεί, καθώς η εναγομένη τα πούλησε. Επρόκειτο, ως υπέδειξε, για αντικείμενα τα οποία είχαν αγοραστεί τόσο στην Αγγλία όσο και στην Κύπρο 10 χρόνια προηγουμένως, εξ ου και δεν προσκόμισε αποδείξεις. Ερωτηθείς εάν είχε κλειδί της κατοικίας, ο μάρτυρας απάντησε καταφατικά, αναφέροντας ότι η κατοικία ήταν και δική του ιδιοκτησία.

 

Σε σχέση με το ποσό των 2,000 στερλινών που ο πατέρας της εναγομένης δάνεισε στον ενάγοντα για την αγορά μοτοσυκλέτας, ο μάρτυρας συμφώνησε ότι πράγματι το γεγονός αυτό έλαβε χώρα και ότι ένεκα του χωρισμού του από την εναγομένη, δεν επέστρεψε τα χρήματα αυτά.

 

Ακολούθως, μαρτυρία προσέφερε δικηγόρος η οποία εργάζεται στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τον ενάγοντα (στο εξής η «ΜΕ2») και η οποία υιοθέτησε την γραπτή της δήλωση ως μέρος της κυρίως εξέτασής της. Σε αυτήν, η μάρτυρας αναφέρει ότι ο ενάγων επισκέφθηκε στο γραφείο τους την 6.4.2023 και προσκόμισε ορισμένα νέα έγγραφα, τα οποία εντόπισε αφού κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου. Τα έγγραφα αυτά, τα οποία η μάρτυρας κατέθεσε ως Τεκμήρια 11 – 26, αφορούν στα έξοδα που ο ενάγων επωμίστηκε για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, έξοδα τα οποία ο ενάγων κατέβαλε για αγορά του εξοπλισμού της κατοικίας, αποδεικτικά της εργοδότησής του στην Κύπρο, κάποιες χειρόγραφες σημειώσεις, καθώς επίσης και καταστάσεις τραπεζικών λογαριασμών του ενάγοντα.

 

Ως επίσης αναφέρει στην γραπτή της δήλωση η μάρτυρας, ο ΜΕ1 κατέβαλλε μηνιαίως ποσό 138 στερλινών στην εναγομένη από 30.7.2008 μέχρι 30.1.2013 λόγω του ότι η επιστροφή του Φ.Π.Α. που δόθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία είχε κατατεθεί στον κοινό λογαριασμό των διαδίκων στην Κύπρο και η εναγομένη είχε απαιτήσει να λάβει το ½ του εν λόγω ποσού. Όταν το ποσό αυτό συμπληρώθηκε, ο ΜΕ1 έπαυσε την εν λόγω εντολή εμβάσματος. Περαιτέρω, στην κατάσταση λογαριασμού της HSBC BANK εμφαίνεται έμβασμα ποσού ύψους 10,710.50 στερλινών από το ταμείο συντάξεως του ενάγοντα, το οποίο ο τελευταίος έλαβε με δύο αναλήψεις ημερ. 2.7.2008 και έδωσε στην εναγομένη σε μετρητά ως δάνειο.

 

Η θέση που η μάρτυρας εξέφρασε αρκετές φορές κατά την αντεξέτασή της, ήταν ότι απλώς κατέθεσε τα έγγραφα που της προσκόμισε ο ΜΕ1, ότι δεν γνώριζε περαιτέρω λεπτομέρειες αναφορικά με αυτά και δεν ήταν σε θέση να απαντήσει σε ερωτήσεις ως προς το περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων. Ούτε και ρώτησε τον ΜΕ1 περισσότερες λεπτομέρειες σε σχέση με τον τόπο και χρόνο ανεύρεσης των εν λόγω εγγράφων.

 

Αναφορικά με τις χειρόγραφες σημειώσεις οι οποίες κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 18 και 20, η μάρτυρας ανέφερε ότι σύμφωνα με τα λεγόμενα του ΜΕ1 πρόκειται για σημειώσεις της εναγομένης και του ενάγοντα αντίστοιχα και διαφώνησε με την υποβολή ότι είναι άγνωστο σε ποιόν ανήκουν οι εν λόγω σημειώσεις, δεν ήταν ωστόσο σε θέση να απαντήσει κατά πόσο στην 5η σελίδα του Τεκμηρίου 20 διαφέρει ο γραφικός χαρακτήρας.

 

Με την ολοκλήρωση της μαρτυρίας της ΜΕ2, ο ευπαίδευτος συνήγορος της εναγομένης υπέβαλε αίτημα αντεξέτασης του ΜΕ1, σε σχέση με την εξ ακοής μαρτυρία που προσέφερε η ΜΕ2, δυνάμει του αρ. 26 του Περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9. Στο εν λόγω αίτημα δεν έφερε ένσταση ο ευπαίδευτος συνήγορος του ενάγοντα και το Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφασή του, επέτρεψε την αντεξέταση του ΜΕ1.

 

Κατά την αντεξέτασή του, ο ΜΕ1 ανέφερε ότι διεκδικεί τα έξοδα που επωμίστηκε για σκοπούς διαμονής και ενοικιάσεως αυτοκινήτου την ημέρα της ακροάσεως, ενώ μετέβη στην Κύπρο από την Αγγλία για σκοπούς ακρόασης και σε προγενέστερη ημερομηνία. Σε σχέση με τις αποδείξεις που αφορούν στον εξοπλισμό της κατοικίας (Τεκμήριο  17), ο μάρτυρας ανέφερε ότι πρόκειται για αντικείμενα που αγόρασε στην Αγγλία και μετέφερε στην Κύπρο, όπως σεντόνια, φώτα, βραστήρα, ηλεκτρική κουβέρτα, τηγάνι κ.α. και ότι δεν αναφέρθηκε σε αυτά εξαρχής, καθώς βρήκε τις αποδείξεις σε μεταγενέστερο στάδιο.

 

Ως προς τις σημειώσεις που κατατέθηκαν ως Τεκμήριο 18, ο μάρτυρας ανέφερε ότι του τις έδωσε η εναγομένη, ενώ δεν ήταν σίγουρος εάν η 2η σελίδα φέρει τα γράμματα της εναγομένης ή τα δικά του. Ως εξήγησε, το ποσό των 7,500 στερλινών που αναφέρεται στις εν λόγω σημειώσεις εμφαίνεται και στην κατάσταση λογαριασμού και είναι χρήματα που έδωσε στην εναγομένη σε μετρητά για το σπίτι, ενώ το ποσό των 8,280 στερλινών που αναγράφεται είναι ποσό το οποίο πλήρωνε στην εναγομένη επί 5 χρόνια σε μηνιαίες δόσεις των 138 στερλινών.

 

Από πλευράς εναγομένης, μαρτυρία προσέφερε μόνο η εναγόμενη, η οποία ως μέρος της κυρίως εξέτασής της κατέθεσε και υιοθέτησε την γραπτή της δήλωση. Σε αυτήν επαναλαμβάνει τους ισχυρισμούς της ως η Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση της και επιπρόσθετα αναφέρει ότι συζούσαν με τον ενάγοντα από το 2003 – 2004 και τον Μάρτιο του 2006, αφού πώλησε την οικία της στο Ηνωμένο Βασίλειο, μετέφερε τα χρήματα που εισέπραξε στην Κύπρο και αγόρασε την επίδικη κατοικία, καταθέτοντας ως Τεκμήρια τα έγγραφα που σχετίζονται με την αγορά της κατοικίας.

 

Περαιτέρω η εναγόμενη στην γραπτή της δήλωση αναφέρει ότι παρόλο που το ποσό για την αγορά της κατοικίας καταβλήθηκε εξ ολοκλήρου από την ίδια, ενόψει της σχέσης που διατηρούσε με τον ενάγοντα και των αισθημάτων που έτρεφε προς το πρόσωπό του, ο οποίος με τις πράξεις του έδειχνε ότι θα αισθανόταν καλύτερα εάν και αυτός φαινόταν ως αγοραστής της κατοικίας, αποδέχθηκε όπως εγγράψει και αυτόν επί του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της κατοικίας, με ρητή συμφωνία μεταξύ τους, όπως σε περίπτωση χωρισμού, το δικαίωμα αυτό του ενάγοντος επιστραφεί σε αυτήν.  

 

Αναφορικά με την επίπλωση και τον εξοπλισμό της κατοικίας, αμφότεροι οι διάδικοι κατέβαλαν διάφορα ποσά, τα οποία ουδέποτε ξεπέρασαν το ποσό των €20,000, ενδέχεται δε, η ίδια να κατέβαλε μεγαλύτερα ποσά, ωστόσο έχει απωλέσει τις σχετικές αποδείξεις. Το όχημα αγοράστηκε εξ ημισείας και από τους δύο διαδίκους για το συνολικό ποσό των €9,300 και το οποίο πωλήθηκε το 2013 για το ποσό των €2,800 και ο ενάγων έλαβε ποσό €1,400, η ίδια δε παραδέχθηκε το λάθος της να τοποθετήσει την υπογραφή του ενάγοντα σε έγγραφο του Τ.Ο.Μ. και της επιβλήθηκε ποινή από Ποινικό Δικαστήριο.

 

Ουδέποτε, συνεχίζει η εναγόμενη, της δάνεισε χρήματα ο ενάγων, αλλά το αντίθετο. Η δε εντολή για μεταφορά ποσού 138 στερλινών στον λογαριασμό της από τον λογαριασμό του ενάγοντα, οφείλεται στο ότι εκείνη του δάνειζε χρήματα όποτε είχε ανάγκη. Αναφορικά με το ποσό της επιστροφής Φ.Π.Α. το οποίο ανέρχεται σε €16,521.63 η εναγομένη αναφέρει ότι κατατέθηκε σε κοινό λογαριασμό των διαδίκων και παρόλο που ανήκε σε αυτήν, εφόσον εκείνη πλήρωσε την κατοικία, τα χρήματα αυτά ξοδεύτηκαν και από τους δύο.

 

Σε σχέση με το ποσό των €15,000 που ο ενάγων ισχυρίζεται ότι δάνεισε στην εναγομένη, η τελευταία αναφέρει ότι όταν οι διάδικοι μετακόμισαν στην Κύπρο άνοιξαν ένα κοινό λογαριασμό τον οποίο χρησιμοποιούσαν για τα κοινά τους έξοδα και στον λογαριασμό αυτό κατατίθεντο οι μισθοί τους, ενώ η εναγόμενη μετέφερε και δικά της χρήματα από την Αγγλία. Σχετικά κατέθεσε ως Τεκμήρια καταστάσεις λογαριασμού της LLOYDS BANK και βεβαίωση αποδοχών από τον εργοδότη της για την περίοδο από τον Ιανουάριο του 2010 μέχρι τον Αύγουστο του 2010. Τους υπόλοιπους μήνες, ως η μάρτυρας αναφέρει, εργαζόταν σε παζαράκι με εισοδήματα περί τα €700,00 μηνιαίως, ο δε ενάγων εργάστηκε για περίπου 1 χρόνο σε ιδιωτική εταιρεία και για 16 μήνες σε μια άλλη εταιρεία και όχι καθ’ όλο το χρονικό διάστημα, από την μετακόμισή τους στην Κύπρο.

 

Αντεξεταζόμενη, η μάρτυρας ανέφερε ότι η προφορική συμφωνία της με τον ενάγοντα βασιζόταν στην εμπιστοσύνη που του είχε και ότι δεν δημιουργήθηκε καταπίστευμα («estate trust»). Ως ανέφερε, όταν πλήρωσε την προκαταβολή των Λ.Κ. 2,000 την 12.11.2005 για την κατοικία, η οποία ήταν υπό ανέγερση, δεν είχε πρόθεση να εγγράψει το όνομα του ενάγοντα στο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο. Ο λόγος για τον οποίο δεν ζήτησε νωρίτερα από τον ενάγοντα να της ζητήσει ακύρωση του δικαιώματός του επί της κατοικίας, ήταν ότι μετά τον χωρισμό τους δεν γνώριζε που βρισκόταν.

 

Αναφορικά με το χρηματικό ποσό που ο πατέρας της δάνεισε στον ενάγοντα, η εναγόμενη συμφώνησε ότι το ποσό αυτό οφειλόταν στον πατέρα της. Ως ωστόσο εξήγησε, υπάρχει όρος στην διαθήκη του πατέρα της ο οποίος απεβίωσε, ότι όποιο μέλος της οικογένειας οφείλει χρήματα στον πατέρα της θα πρέπει να τα πληρώσει ώστε να εκτελεστεί η διαθήκη. Έτσι, το ποσό των 2,000 στερλινών το κατέβαλε η ίδια για σκοπούς εκτέλεσης της διαθήκης και πλέον ο ενάγων το οφείλει προς αυτήν. Ως επίσης ανέφερε η μάρτυρας, όταν ο ενάγων επισκέφθηκε την κατοικία και ζήτησε την μοτοσυκλέτα του, του ζήτησε την πληρωμή του εν λόγω ποσού.

 

Η εναγόμενη ανέφερε επίσης ότι η κατοικία ενοικιάστηκε για 5 μήνες σε φιλικό της πρόσωπο, το οποίο ο ενάγων έδιωξε και μετακόμισε ο ίδιος στην κατοικία μαζί με την συμβία του, ενώ η ίδια είχε μετακομίσει στην Ιρλανδία. Περαιτέρω αρνήθηκε ότι ο ενάγων εκδιώχθηκε από την κατοικία, καθώς, ως ανέφερε, ήταν ο ίδιος που τερμάτισε την σχέση τους την παραμονή της Πρωτοχρονιάς και εγκατέλειψε την κατοικία. Αρνήθηκε επίσης ότι πούλησε τον εξοπλισμό της κατοικίας και έλαβε ποσό €8,000 και ότι οι χειρόγραφες σημειώσεις επί του Τεκμηρίου 18 είναι δικές της.

 

Παραδεκτά και μη αμφισβητούμενα Γεγονότα

 

Προτού προχωρήσω σε αξιολόγηση της ενώπιόν μου τεθείσας μαρτυρίας, σημειώνω πιο κάτω τα παραδεκτά γεγονότα, σύμφωνα με τις δηλώσεις των συνηγόρων των διαδίκων:

 

-               Η ενοικιαστική αξία της κατοικίας για την περίοδο από τον Ιανουάριο του 2012 μέχρι τον Ιανουάριο του 2014 ανέρχεται σε €300,00 μηνιαίως.

 

-               Η ενοικιαστική αξία του οχήματος για την περίοδο από τον Ιανουάριο του 2012 μέχρι τον Μάρτιο του 2014 ανέρχεται σε €11,00 ημερησίως επί του όλου μεριδίου.

 

-               Ως Τεκμήριο 9, για την αλήθεια του περιεχομένου του, κατατέθηκε από κοινού το πιστοποιητικό εγγραφής του οχήματος.

 

-               Ως Τεκμήριο 10, για την αλήθεια του περιεχομένου του, κατατέθηκε από κοινού το κατηγορητήριο της ποινικής υπόθεσης που καταχωρίστηκε εναντίον της εναγομένης.

 

-               Η εναγόμενη παραδέχθηκε τις κατηγορίες 2, 3 και 4 του κατηγορητηρίου (Τεκμήριο 10) και η 1η κατηγορία διεκόπη, με συνέπεια να της επιβληθεί ποινή φυλάκισης 6 μηνών με αναστολή.

 

Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την δικογραφία και την προσκομισθείσα μαρτυρία, δεν αποτελεί αμφισβητούμενο γεγονός ότι οι διάδικοι γνωρίζονταν προτού συνάψουν σχέση, ότι η κατοικία αγοράστηκε το 2006 από την εναγομένη και ότι επί του πωλητηρίου εγγράφου αναγράφηκε και το όνομα του ενάγοντα, ότι οι διάδικοι μετακόμισαν στην Κύπρο περί το 2008, ότι αγόρασαν εξ ημισείας το όχημα και ότι ο χωρισμός τους επήλθε το 2012.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

 

Επανερχόμενη στην προσκομισθείσα μαρτυρία την οποία έχω παραθέσει εκτενώς ανωτέρω, προχωρώ σε αξιολόγησή της.

 

Παρακολουθώντας τους μάρτυρες να δίνουν δια ζώσης τη μαρτυρία τους στο εδώλιο του μάρτυρα, μπόρεσα να αξιολογήσω την συνολική εμφάνιση και συμπεριφορά τους, με βάση, μεταξύ άλλων, την λογική, την ποιότητα και την πειστικότητα της μαρτυρίας που προσκόμισαν, την αμεσότητα και σαφήνεια των απαντήσεων τους ή την ύπαρξη ουσιαστικών αντιφάσεων σε αυτές.[2] Η αξιολόγηση της μαρτυρίας εκάστου μάρτυρα δεν περιορίστηκε αποκλειστικώς στην αποτίμηση της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα ξεχωριστά, αλλά συσχετίστηκε, αντιπαραβλήθηκε και διερευνήθηκε μέσα από την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων.[3] Αξίζει να σημειωθεί, ότι η αξιοπιστία των μαρτύρων εκτιμάται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως επιπέδου απόδειξης.[4]

 

Κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα έλαβα υπόψη μου ότι με βάση τη νομολογία είναι ανάγκη μια μαρτυρία να τίθεται στη βάσανο της αξιολόγησης από απόψεως περιεχομένου και να μην γίνεται αποδεκτή ή να απορρίπτεται μόνο βάσει της εξωτερικής εντύπωσης που προκαλεί ο μάρτυρας.[5] Επουσιώδεις αντιφάσεις δεν πλήττουν την αξιοπιστία ενός μάρτυρα,[6] ενώ ένας μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός μερικώς ή ολικώς και δεν είναι επιλήψιμη η επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα.[7]

 

Αρχίζοντας από τον ΜΕ1, ο μάρτυρας αυτός δεν έκανε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο, αλλά μου έδωσε την εντύπωση ότι η μαρτυρία του ήταν επιτηδευμένη και περιείχε σωρεία ανακολουθιών, καθώς επίσης και γενικότητες, οι οποίες ουδόλως υποστηρίζουν την υπόθεσή του.

 

Καταρχάς. η μαρτυρία του ότι δάνειζε στην εναγομένη χρήματα για σκοπούς διαβίωσης, αφ’ ης στιγμής διατηρούσαν ερωτική σχέση και διέμεναν στην ίδια οικία, δεν μπορεί να αντέξει στη βάσανο της λογικής, πόσω δε μάλλον αφ’ ης στιγμής ουδεμία μαρτυρία προσκομίστηκε περί του αντιθέτου. Καμία μαρτυρία δεν προσκομίστηκε αναφορικά με τις κατ’ ισχυρισμό συμφωνίες δανείου, τον τρόπο αποπληρωμής τους, ή τον σκοπό που χρειάστηκε τα ισχυριζόμενα δάνεια η εναγόμενη, ή οποιαδήποτε άλλη σχετική λεπτομέρεια.

 

Η κοινή πορεία ενός ζευγαριού που διατηρεί μάλιστα κοινό τραπεζικό λογαριασμό για τα έξοδα καθημερινής διαβίωσης, δεν μπορεί να θεωρείται δάνειο υπέρ του ενός, ούτε και ανταποκρίνεται στα συστατικά στοιχεία μιας έγκυρης σύμβασης σε κάθε περίπτωση. Ως δε ο ίδιος ο ενάγων ανέφερε αντεξεταζόμενος, άρχισε να εργάζεται ενάμιση χρόνο μετά την μετακόμισή τους στην Κύπρο και μέχρι τότε ζούσαν με χρήματα που είχε μεταφέρει από την Αγγλία, αλλά και με τις εισπράξεις από τα παζαράκια που έκαναν με την εναγομένη.

 

Ούτε και προσκομίστηκε στο Δικαστήριο οποιαδήποτε ικανοποιητική μαρτυρία προς απόδειξη των ισχυρισμών του περί αγοράς του εξοπλισμού της κατοικίας, πώλησης του εξοπλισμού της κατοικίας από την εναγομένη και αποκόμισης κέρδους, ή χρήσης της κατοικίας και του οχήματος από την εναγομένη.

 

Τα κενά της αρχικής μαρτυρίας του, σύμφωνα πάντοτε με δική του αναφορά, προσπάθησε να συμπληρώσει ο ενάγων, δια της προσκόμισης εξ ακοής μαρτυρίας μέσω της ΜΕ2. Η εξήγηση που έδωσε στο Δικαστήριο για τον λόγο της μη παρουσίασης των εγγράφων αυτών την ημέρα που προσέφερε μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου, ήταν ότι αρχικά μετέβη στην Κύπρο, έχοντας μαζί του όλα τα σχετικά με την υπόθεση έγγραφα σε φάκελο, χωρίς ωστόσο να γνωρίζει τι περιείχε ο φάκελος αυτός, δηλαδή ποια έγγραφα είχε μαζί του και τι αφορούσαν. Τον εν λόγω φάκελο, άνοιξε, ως ανέφερε, αφότου προσέφερε μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου. Θέση, την οποία το Δικαστήριο, με κάθε σεβασμό, αδυνατεί να αποδεχθεί ως αληθή ή πειστική ή συνάδουσα με την λογική, ώστε να αποδώσει την οποιαδήποτε βαρύτητα στην προσκομισθείσα εξ ακοής μαρτυρία.

 

Ανεξάρτητα από την πιο πάνω κρίση του Δικαστηρίου, για σκοπούς πληρότητας της παρούσας, σημειώνω ότι δεν θεωρώ εν πάση περιπτώσει ότι η μαρτυρία αυτή αποτελεί ασφαλές υπόβαθρο για την εξαγωγή των συμπερασμάτων του Δικαστηρίου.

 

Αναφορικά με τις κατ’ ισχυρισμό χειρόγραφες σημειώσεις της εναγομένης (Τεκμήριο 18), το γνήσιο του γραφικού χαρακτήρα τους αμφισβητήθηκε, ενώ ο ίδιος ο ΜΕ1 δεν ήταν σίγουρος εάν η 2η σελίδα του εν λόγω τεκμηρίου φέρει τα γράμματα της εναγομένης ή τα δικά του. Εντούτοις, καμία μαρτυρία πραγματογνώμονα δεν προσκομίστηκε, ούτε σε σχέση με τον γραφικό χαρακτήρα και κατ’ επέκταση τον συντάκτη των εν λόγω σημειώσεων, ούτε σε σχέση με την ημερομηνία γραφής τους. Σε κάθε περίπτωση, σημειώνω ότι δεν θεωρώ ότι το περιεχόμενο των εν λόγω σημειώσεων αποτελεί ασφαλές υπόβαθρο για την εξαγωγή οποιουδήποτε συμπεράσματος.

 

Σε σχέση με τις αποσπασματικές τραπεζικές καταστάσεις λογαριασμού οι οποίες κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 22 – 24, ούτε αυτές θεωρώ ότι αποτελούν ασφαλές υπόβαθρο εξαγωγής των συμπερασμάτων μου. Ειδικότερα, σε αυτές παρουσιάζονται επτά εμβάσματα 138 στερλινών προς την εναγομένη, καθώς επίσης και δύο αναλήψεις συνολικού ποσού 10,600 στερλινών, ποσό το οποίο σύμφωνα με την μαρτυρία της ΜΕ2, ο ενάγων δάνεισε σε μετρητά στην εναγομένη. Καμία ωστόσο μαρτυρία δεν τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, αναφορικά με το τι απέγιναν τα χρήματα αυτά, εφόσον αποτέλεσαν κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντα δάνειο. Τα δε πέντε εμβάσματα των 138 στερλινών, έγιναν σε χρόνο μεταγενέστερο από τον χρόνο που δικογραφείται στην έκθεση απαίτησης, ήτοι από το 2008 μέχρι το 2011, συνεπώς η μαρτυρία αυτή σύμφωνα με τους κανόνες δικογράφησης δεν μπορεί σε κάθε περίπτωση να ληφθεί υπόψη.[8]

 

Δεν διαλανθάνει επίσης της προσοχής μου, ότι σχετικά με τις κατ’ ισχυρισμό πληρωμές των 138 στερλινών, αφενός μεν ο ενάγων ανέφερε ότι πλήρωνε τα χρήματα αυτά στην εναγομένη έναντι του ½ που αντιστοιχούσε στην επιστροφή Φ.Π.Α., αφετέρου δε, ανέφερε ότι δύο μήνες μετά την κατάθεση της επιστροφής του Φ.Π.Α. στον κοινό τους τραπεζικό λογαριασμό, η εναγόμενη του είπε ότι τα χρήματα «χάθηκαν». Θέσεις οι οποίες αντιφάσκουν μεταξύ τους και σε καμία περίπωση δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές από το Δικαστήριο.

 

Δεν μου διαφεύγει επίσης ότι ενώ η ΜΕ2 ανέφερε ότι ο ενάγων επέστρεψε το ½ που αντιστοιχούσε στην επιστροφή Φ.Π.Α. με δόσεις από 30.7.2008 μέχρι 30.1.2013, στο Τεκμήριο 8 εμφαίνεται ότι η επιστροφή του Φ.Π.Α. κατατέθηκε στον κοινό λογαριασμό των διαδίκων την 21.10.2008, επομένως εκ των πραγμάτων, οι ισχυρισμοί αυτοί δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

 

Σε κάθε περίπτωση, επισημαίνεται ότι το ποσό της επιστροφής του Φ.Π.Α. δεν δικογραφείται και δεν αξιώνεται δια της αγωγής του ενάγοντα. Ως έχει νομολογηθεί, έστω και αν για ορισμένα μη δικογραφημένα ζητήματα δοθεί μαρτυρία, τέτοια μαρτυρία δεν λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο.[9]

Ούτε και μπορεί το Δικαστήριο να εξάξει με ασφάλεια συμπέρασμα ότι ο ενάγων αγόρασε τον εξοπλισμό της κατοικίας ή σημαντικό μέρος αυτού, διερχόμενο των αποδείξεων που κατατέθηκαν ως Τεκμήριο 17 ή των χειρόγραφων σημειώσεων που κατατέθηκαν ως Τεκμήριο 20, εφόσον δεν προκύπτει από τις εν λόγω αποδείξεις ούτε το τι ακριβώς αφορούν, ούτε το κατά πόσο τα αντικείμενα αυτά τοποθετήθηκαν στην επίδικη κατοικία.

 

Σε σχέση με την ΜΕ2, η μάρτυρας αυτή προσέφερε εξ ολοκλήρου εξ ακοής μαρτυρία και δεν ήταν σε θέση να δώσει οποιαδήποτε απάντηση σε σχέση με το περιεχόμενο των Τεκμηρίων τα οποία κατέθεσε, μετέφερε δε, τα όσα ο ενάγων της είπε.

 

Παρόλο που εξ ακοής μαρτυρία δεν αποκλείεται από οποιασδήποτε δικαστική διαδικασία, απλώς και μόνο διότι είναι εξ ακοής, το Δικαστήριο αξιολογεί την βαρύτητα που θα προσδώσει σε τέτοια μαρτυρία, λαμβανομένων πάντοτε υπόψη των αρχών που διέπουν το ζήτημα, αλλά και των σχετικών νομοθετικών διατάξεων του Περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9.[10]

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η εξήγηση που δόθηκε στο Δικαστήριο για την προσκόμιση της εν λόγω εξ ακοής μαρτυρίας, δεν μπορεί να σταθεί στην λογική και να γίνει αποδεκτή από το Δικαστήριο. Συνεπακόλουθα, δεν αποδίδεται καμία βαρύτητα στην μαρτυρία της ΜΕ2. Παρεμβάλλω στο σημείο αυτό, ότι εν πάση περιπτώσει, ο ΜΕ1 αντεξετάσθηκε και αξιολογήθηκε σε σχέση με την εν λόγω εξ ακοής μαρτυρία, η δε κρίση του Δικαστηρίου καταγράφεται ανωτέρω.

 

Σε ότι αφορά στην εναγομένη, η μάρτυρας μου έκανε θετική εντύπωση, καθώς απάντησε με φυσικότητα και αυθορμητισμό στις ερωτήσεις που της υποβληθηκαν κατά την αντεξέτασή της, από την οποία εξήλθε αλώβητη, και γενικότερα μου έδωσε την εντύπωση ότι ήρθε στο Δικαστήριο για να πει την αλήθεια.

 

Το γεγονός ότι η εναγόμενη δεν ήταν σε θέση να θυμάται με ακρίβεια τις ημερομηνίες και το μέρος όπου οι διάδικοι βρίσκονταν ανά πάσα χρονική στιγμή, ήτοι από το 2004 και έπειτα, δεν θεωρώ ότι αποτελεί στοιχείο που κλονίζει την αξιοπιστία της, καθώς ως αναδύθηκε από την μαρτυρία η οποία τέθηκε ενώπιον μου, οι διάδικοι μετακινήθηκαν αρκετές φορές σε Κύπρο και Ηνωμένο Βασίλειο, έχουν δε παρέλθει πολλά χρόνια από τότε. Σε σχέση δε με το Τεκμήριο 30, ήτοι πιστοποιητικό αποδοχών για το έτος 2010, τούτο επιμαρτυρεί ότι η εναγόμενη εργαζόταν στην Κύπρο το έτος 2010 και όχι μεταγενέστερα, επομένως δεν προκύπτει η οποιαδήποτε ουσιώδης ανακολουθία στην μαρτυρία της.

 

Την αξιοπιστία της εναγομένης, ενισχύει το γεγονός ότι με ειλικρίνεια, απάντησε ότι για το λάθος της να τοποθετήσει την υπογραφή του ενάγοντα στο έντυπο του Τ.Ο.Μ., έχει τιμωρηθεί μέσα στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας. Επισημαίνω, ότι η παρούσα είναι πολιτική διαδικασία και το Δικαστήριο αξιολογεί την μαρτυρία η οποία τέθηκε ενώπιόν του μέσα στο πλαίσιο και για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας.

 

Ούτε και θεωρώ ότι πλήττει την αξιοπιστία της μάρτυρος ή ότι πρόκειται για ουσιώδη αντίφαση, το γεγονός ότι στην δήλωσή της αναφέρει ότι μία ημέρα πριν την υπογραφή του συμβολαίου έδωσε οδηγίες στον δικηγόρο της να προχωρήσει τοποθετώντας και τον ενάγοντα επί του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, λόγω του ότι στο έντυπο προσφοράς ημερ. 12.11.2015 (3η σελ. Τεκμηρίου 28), αναγράφεται και το μικρό όνομα του ενάγοντα. Ως ξεκάθαρα προκύπτει από το Τεκμήριο 28, την προκαταβολή πλήρωσε η εναγόμενη, ο δε ενάγων δεν αρνήθηκε ότι την κατοικία αγόρασε εξ ολοκλήρου η εναγόμενη.

 

Περαιτέρω, η μαρτυρία της εναγομένης σε σχέση με την συμφωνία των διαδίκων, όπως σε περίπτωση χωρισμού των, ο ενάγων επιστρέψει στην εναγόμενη το δικαίωμά του επί της κατοικίας, ως αυτό προκύπτει εκ της τοποθέτησης του ονόματός του στο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, παρέμεινε αλώβητη. Οι δε ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν αναφορικά με το κατά πόσο υπήρχε καταπίστευμα, δεν θεωρώ ότι πλήττουν την αξιοπιστία της, εφόσον δεν κατέθεσε ως νομικός ή εμπειρογνώμονας σε σχέση με τέτοια πολύπλοκα νομικά ζητήματα.

 

Αναφορικά με την μηνιαία πληρωμή (standing order) των 138 στερλινών, δεν μου διαφεύγει ότι η εναγόμενη κατά την αντεξέτασή της αναφέρθηκε σε δανεισμό των διαδίκων από αγγλική τράπεζα, ενώ στην γραπτή της δήλωση έκανε λόγο σε κατά καιρούς δανεισμό του ενάγοντα από την ίδια. Δεν θεωρώ ωστόσο ότι πρόκειται για ουσιώδη ανακολουθία στην μαρτυρία της εναγομένης, ενόψει των όσων αναφέρονται ανωτέρω επί του θέματος, αλλά και της αναφοράς της σε δανεισμό του ενάγοντα σε κάθε περίπτωση.

 

Στη βάση της πιο πάνω αξιολόγησης, της δικογραφίας και των παραδεκτών γεγονότων, καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα, αναφορικά με τα ουσιώδη γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση:

 

Οι διάδικοι ζούσαν στο Ηνωμένο Βασίλειο και περί το 2004 συνήψαν ερωτικό δεσμό. Περί το 2006 η εναγόμενη πούλησε την οικία της στο Ηνωμένο Βασίλειο και αγόρασε κατοικία στο Αυγόρου. Ενόψει της σχέσης της με τον ενάγοντα, έδωσε οδηγίες στον δικηγόρο της όπως εγγράψει και το όνομα του ενάγοντα επί του πωλητηρίου εγγράφου, κατόπιν συνεννόησής της με τον ενάγοντα, ότι σε περίπτωση χωρισμού τους, το δικαίωμα αυτό θα το επέστρεφε στην εναγομένη. Το αγοραπωλητήριο συμβόλαιο κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο.

 

Περί το 2008 οι διάδικοι μετακόμισαν στην Κύπρο και αγόρασαν εξ ημισείας το όχημα, άνοιξαν δε κοινό λογαριασμό σε κυπριακή τράπεζα για τα κοινά τους έξοδα, στον οποίο κατέθεσαν κάποια χρηματικά ποσά και στον οποίο εμβάζονταν οι μισθοί τους.

 

Περί τον Ιανουάριο του 2012 η σχέση των διαδίκων τερματίστηκε και ο ενάγων εγκατέλειψε την κατοικία. Η εναγόμενη, αφού τοποθέτησε την υπογραφή του ενάγοντα σε έντυπο του Τ.Ο.Μ., πούλησε το όχημα σε τρίτο πρόσωπο και περί τον Ιανουάριο του 2014 ενοικίασε την κατοικία σε τρίτο πρόσωπο, έναντι €300,00 μηνιαίως, για διάστημα 5 μηνών. Μετά από επίσκεψη του ενάγοντα στην κατοικία και αφού ενημερώθηκε για τα ανωτέρω, κατήγγειλε την εναγομένη στην αστυνομία και έδιωξε την ενοικιάστρια από την κατοικία.

 

Ακολούθησε η καταχώριση ποινικής υπόθεσης εναντίον της εναγομένης, η οποία παραδέχθηκε τις κατηγορίες που της απαγγέλθηκαν και της επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 6 μηνών με αναστολή. Από το ποσό της πώλησης του οχήματος η εναγόμενη κατέβαλε στον ενάγοντα το ½, ήτοι ποσό €1,400 και αυτός το παρέλαβε με επιφύλαξη των δικαιωμάτων του.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

 

Ως γνωστό στην πολιτική δίκη το γενικό βάρος απόδειξης φέρει ο ενάγων στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων και κριτήριο είναι κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος απόδειξης ικανοποίησε το Δικαστήριο με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση ή η εκδοχή του είναι «πιο πιθανή παρά όχι» (is more probable than not) και όχι το κατά πόσο είναι «πιο πιθανή παρά ή αντίθετη» από εκείνη του αντιδίκου του.[11]

 

Το ειδικό βάρος απόδειξης αφορά στην ανάγκη παρουσίασης ικανοποιητικής μαρτυρίας προς υποστήριξη ενός επίδικου θέματος ή ισχυρισμού, που μετατοπίζει το βάρος στην άλλη πλευρά να απαντήσει ικανοποιητικά, για να αποσείσει εκ πρώτης όψεως συμπέρασμα που δημιουργήθηκε.[12]

 

Παρεμβάλλω, ότι έχω μελετήσει τις ικανές γραπτές αγορεύσεις που κατέθεσαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των μερών προς υποστήριξη των θέσεων τους και αναφορά σε αυτές θα γίνει, όπου τούτο κρίνεται σκόπιμο και αναγκαίο.[13]

 

Προβαίνω αρχικά σε εξέταση των αξιώσεων του ενάγοντα σε σχέση με τα ποσά που κατ’ ισχυρισμό δάνεισε στην εναγομένη.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 10 του Περί Συμβάσεων Νόμου, μία συμφωνία μπορεί να είναι γραπτή, προφορική ή μερικώς γραπτή και μερικώς προφορική, ή δυνατό να συνάγεται από τη συμπεριφορά των μερών. Ως έχει νομολογηθεί, τα στοιχεία μιας έγκυρης συμφωνίας, είναι τα ακόλουθα:[14]

 

(α)       Σύμπτωση  της διάνοιας των συμβαλλομένων μερών.

 

(β)        Εύλογη βεβαιότητα των όρων της συμφωνίας  και διατύπωση των όρων με σαφήνεια.

 

(γ)        Η συμφωνία πρέπει να συνοδεύεται με πρόθεση των συμβαλλομένων μερών για δημιουργία νομικής δέσμευσης. 

 

(δ)        Να υπάρχει αντάλλαγμα το οποίο να πηγάζει από την υπόσχεση, εκτός και αν πρόκειται για δωρεά.

Διερχόμενη της μαρτυρίας η οποία τέθηκε ενώπιόν μου, διαπιστώνω ότι ουδεμία απολύτως μαρτυρία προσκομίστηκε στο Δικαστήριο, από την οποία να μπορεί να εξαχθεί οποιοδήποτε συμπέρασμα σε σχέση με την κατ’ ισχυρισμό συνομολόγηση έγκυρων συμβάσεων και την κατ’ ισχυρισμό αθέτησή των. Ειδικότερα, ουδεμία μαρτυρία προσκομίστηκε σχετικά με την χορήγηση των κατ’ ισχυρισμό δανείων, το περιεχόμενο των κατ’ ισχυρισμό συμφωνιών δανείων, ή σε σχέση με την διάρρηξη των εν λόγω συμφωνιών.

 

Ως αναφέρεται πιο πάνω, τα χρήματα τα οποία χρησιμοποιούντο από αμφότερους τους διαδίκους για την κοινή τους συμβίωση, δεν μπορεί να θεωρηθούν δάνειο δυνάμει σύμβασης, εφόσον ελλείπουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την στοιχειοθέτηση μιας έγκυρης σύμβασης δανείου. Τα δε χρήματα που χρησιμοποιήθηκαν για την αγορά του οχήματος, καταβλήθηκαν, βάσει των θέσεων και των δύο πλευρών, και από τους δύο διαδίκους.

 

Σημειώνεται επίσης ότι αναφορικά με το ποσό των 15,000 αγγλικών στερλινών, το οποίο σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του ενάγοντος δάνεισε στην εναγομένη όταν οι διάδικοι διέμεναν στην Αγγλία, ουδεμία μαρτυρία προσκομίστηκε σε σχέση με τον τόπο διάρρηξης της κατ’ ισχυρισμό συμφωνίας, λαμβανομένου υπόψη του ότι στις αγωγές οι οποίες αφορούν σε κατ’ ισχυρισμό αθέτηση σύμβασης, ο τόπος διάρρηξης της σύμβασης προσδιορίζει το τοπικά αρμόδιο Δικαστήριο.[15]

 

Ούτε και μπορεί υπό τις περιστάσεις το Δικαστήριο να καταλήξει σε απόδοση θεραπείας, δυνάμει των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ως εισηγείται ο συνήγορος του ενάγοντα.

 

Η θεραπεία αυτή κωδικοποιείται στο άρθρο 70 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, κάτω από την ενότητα που αφορά στις σχέσεις οι οποίες προσομοιάζουν με συμβατικές και το οποίο διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

 

«Αν κάποιος πράξει κάτι νόμιμα για λογαριασμό άλλου ή παραδώσει σε αυτόν ο,τιδήποτε, χωρίς πρόθεση να το πράξει χαριστικά, ο τελευταίος εφόσον ήθελε προσποριστεί όφελος, υποχρεούται να αποζημιώσει τον πρώτο σε σχέση με την πράξη που διενεργήθηκε ή να επιστρέψει το πράγμα που παραδόθηκε».

Ως επεξηγείται στην Μιχάλης Ζένιος Λτδ ν. Touch Properties and Investments Limited, Πολ. Εφ. υπ’ αρ. 484/2012 ημερ. 10.6.2019, μια αξίωση για αδικαιολόγητο πλουτισμό δεν θεωρείται αξίωση για αποζημίωση για απώλεια, αλλά για απόσπαση του οφέλους που αδικαιολόγητα αποκόμισε ο εναγόμενος με έξοδα του ενάγοντα. Ως έχει επίσης νομολογηθεί, συνηθίζεται να λέγεται ότι δεν υπάρχει γενικός κανόνας που δημιουργεί (αυτόματο) αγώγιμο δικαίωμα σ' έναν ενάγοντα, να ανακτήσει κάτι που έδωσε στον εναγόμενο και το οποίο κατέστησε τον εναγόμενο αδίκως πλουσιότερο.[16]

 

Στην Αρχιππέα Σύμβουλοι Επενδύσεων Λτδ κ.ά. ν. Δημητρίου Κακαβού, Πολ. Εφ. 278/2010 ημερ. 15.10.2015,  αναφέρθηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής:

 

«Γενικά, όμως, δεν έχει ακόμη αναγνωρισθεί στο Αγγλικό δίκαιο μια γενική και ενοποιημένη κατηγορία βασισμένη στον αδικαιολόγητο πλουτισμό,(Orakpo vManson Investments Ltd (1978) AC 95).  Αυτή η μη αναγνώριση του αδικαιολόγητου πλουτισμού ως αυτόνομης αιτίας αγωγής έχει απασχολήσει και το Ανώτατο Δικαστήριο στις υποθέσεις Miverva Finance and Investment Ltd v.Γεωργιάδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 2173 και Κίτσης ν. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1 Α.Α.Δ. 1077.  Η σύγχρονη αντίληψη είναι ότι η αποκατάσταση συνιστά θεραπεία και όχι βάση αγωγής και ανήκει χωρίς άλλο στο χώρο του δικαίου της επιείκειας.  Γίνεται πλέον λόγος για restitutional claim, η φιλοσοφία και λειτουργία του οποίου απορρέει από οιονεί συμβατική σχέση που στοχεύει στην απόδοση ποσού στον ενάγοντα του οφέλους που απεκόμισε ο εναγόμενος λόγω λανθασμένης ή έκνομης πράξης.  Κατά τον F.HLawson: "Remedies of English Lawσελ. 173, η βάση της αξίωσης εδράζεται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό ή την ύπαρξη εξυπακουόμενης υπόσχεσης.  Η θεραπεία της αποκατάστασης («restitution»), έχει αναφερθεί και εξηγηθεί στην Θεοχαρίδης ν. Ιωάννου (2012) 1 Α.Α.Δ. 1311, σελ. 1328-1330».

 

Σε σχέση με τις προϋποθέσεις θεμελίωσης του δικαιώματος δυνάμει του αρ. 70 του Κεφ. 149 παραπέμπω στην Ismini Kyriacou HjiLoizi & Others v. Irini Iona (1963) 2 C.L.R. 11 μέσα στο πλαίσιο της οποίας αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«…On a fair reading of section 70 it appears that four conditions are required to establish a right of action, namely, (a) the act must be done lawfully; (b) for another person; (c) it must be done by a person not intending to act gratuitously; and (d) the person for whom the act is done must enjoy the benefit of it. The fulfillment of the conditions is a question of fact in each case».

 

Στρεφόμενη στα περιστατικά της υπό κρίση περίπτωσης, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του άρθρου 70 του Κεφ. 149. Ουδεμία ικανοποιητική μαρτυρία έχει προσκομιστεί, από την οποία να προκύπτει ότι ο ενάγων έδωσε στην εναγομένη οποιαδήποτε χρηματικά ποσά, μέσα στο πλαίσιο της σχέσης τους, χωρίς να έχει πρόθεση να το πράξει χαριστικά, ή ότι η εναγόμενη έχει επωφεληθεί από την πράξη αυτή του ενάγοντα.

 

Ο συνήγορος του ενάγοντα εισηγείται επίσης ότι προκύπτει στην προκειμένη περίπτωση στοιχειοθέτηση του αστικού αδικήματος της ιδιοποίησης.

 

Σύμφωνα με το αρ. 39 του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148:

 

«Iδιoπoίηση συvίσταται σε παράvoμη φυσική πράξη η oπoία επηρεάζει κιvητή ιδιoκτησία και εδραιώvει αξίωση vα χειρίζεται αυτή με τρόπo ασυμβίβαστo με τα δικαιώματα oπoιoυδήπoτε πρoσώπoυ πoυ δικαιoύται στηv άμεση κατoχή της».

 

Η ιδιοποίηση ως αστικό αδίκημα αναφέρεται κατά κύριο λόγο στην άνευ εξουσίας και δικαιώματος ανάληψη της κατοχής αγαθού. Ως έχει νομολογηθεί, οι λεπτομέρειες οι οποίες στοιχειοθετούν το αστικό αδίκημα της ιδιοποίησης, πρέπει να δικογραφούνται.[17] Διερχόμενη της έκθεσης απαίτησης, δεν εντοπίζω οποιαδήποτε σχετική δικογράφηση. Υπενθυμίζεται δε, ότι οι γραπτές αγορεύσεις των συνηγόρων δεν έχουν αποδεικτική ισχύ.[18]

 

Για σκοπούς πληρότητας, σημειώνω ότι εν πάση περιπτώσει, δεν έχει κατά την κρίση μου προσκομιστεί μαρτυρία, από την οποία να αναδύεται ότι πληρούνται τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της ιδιοποίησης, στον απαιτούμενο βαθμό απόδειξης.[19]

Σε ότι δε αφορά στις αξιώσεις του ενάγοντος για αποκλειστική χρήση της κατοικίας και του οχήματος από την εναγομένη, η προσκομισθείσα μαρτυρία, την οποία έχω αξιολογήσει πιο πάνω, δεν μπορεί να οδηγήσει το Δικαστήριο σε τέτοια κατάληξη.

 

Ειδικότερα, η προσκομισθείσα μαρτυρία δεν ικανοποίησε το Δικαστήριο, στον απαιτούμενο βαθμό, ότι η εναγομένη διέμενε στην κατοικία για το χρονικό διάστημα που ο ενάγων ισχυρίζεται, ή ότι δεν επέτρεπε στον ενάγοντα να εισέλθει ή να ζήσει σε αυτήν. Ως άλλωστε ο ίδιος ο ενάγων ανέφερε κατά την αντεξέτασή του, ως συνιδιοκτήτης της κατοικίας, είχε δικό του κλειδί. Ούτε και προσκόμισε οποιαδήποτε πειστική ή ικανοποιητική μαρτυρία, σε σχέση με τον ισχυρισμό του ότι εκδιώχθηκε από την κατοικία. Απεναντίας, ο ενάγων αποχώρησε από την κατοικία μετά τον χωρισμό του από την εναγομένη. Ως εκ τούτου, η επιχειρηματολογία περί παράνομης επέμβασης, πέραν του ότι δεν δικογραφείται στην έκθεση απαίτησης, δεν μπορεί να ευσταθήσει σε κάθε περίπτωση.

 

Εκείνο το μέρος των αξιώσεων του ενάγοντος το οποίο κρίνω ότι ευσταθεί, δοθέντος του ότι κατά τον επίδικο χρόνο ο ενάγων ήταν εγγεγραμμένος αγοραστής της κατοικίας σε κατατεθειμένο πωλητήριο έγγραφο, είναι η αξίωσή του για καταβολή του ½ των ενοικίων που κατά παραδοχή της η εναγόμενη εισέπραξε από την ενοικίαση της κατοικίας, για διάστημα 5 μηνών.

 

Αναφορικά με τις ειδικές ζημιές που ο ενάγων διεκδικεί, υπενθυμίζεται ότι οι ειδικές ζημιές πρέπει να δικογραφούνται λεπτομερώς και να αποδεικνύονται με αυστηρότητα.[20] Εν προκειμένω, διαπιστώνεται γενικότητα στον τρόπο δικογράφησης των ειδικών ζημιών που ο ενάγων αξιοί, η οποία δεν μπορεί παρά να αποβεί μοιραία για την έκβαση των αξιώσεων του αυτών. Υπενθυμίζεται, ότι ο επακριβής προσδιορισμός των επίδικων ζητημάτων εξαρτάται από τα δικόγραφα, τα οποία έχουν πολλάκις παρομοιαστεί με τις προκαθορισμένες γραμμές διαδρομής του τρένου και η μαρτυρία, στηρίζεται και καθορίζεται από αυτά.[21]

 

Στην προκειμένη περίπτωση, καμία δικογράφηση δεν περιλαμβάνεται στο δικόγραφο του ενάγοντα, σε σχέση με τον εξοπλισμό της κατοικίας και τα προσωπικά του αντικείμενα, ή σε σχέση με τα ποσά που ο ίδιος κατέβαλε για την αγορά αυτών των αντικειμένων, αναφορικά με τα οποία αξιοί την επιδίκαση αποζημιώσεων.

 

Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, εν πάση περιπτώσει η μαρτυρία που έχει προσκομιστεί στο Δικαστήριο δεν μπορεί να οδηγήσει στην εξαγωγή οποιουδήποτε ασφαλούς συμπεράσματος, σε σχέση με την κατ’ ισχυρισμό αγορά του εξοπλισμού της κατοικίας από τον ενάγοντα και των προσωπικών αντικειμένων του.

 

Ομοίως, οι κατ’ ισχυρισμό ειδικές ζημιές του ενάγοντος, περί εξόδων τα οποία έχει επωμιστεί για σκοπούς της ποινικής διαδικασίας, δεν δικογραφούνται κατά τον δέοντα τρόπο. Πέραν τούτου, δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία από την οποία να προκύπτει ότι ο ενάγων είχε κλητευθεί για να παραστεί μέσα στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας. Ως εκ τούτου, η μαρτυρία της εναγομένης, ότι ο ενάγων μετέβη εξ ιδίας πρωτοβουλίας στην Κύπρο, παρέμεινε αναντίλεκτη.

 

Τέλος, στρέφομαι σε εξέταση του κατά πόσο ο ενάγων δικαιούται στην επιδίκαση γενικών αποζημιώσεων, ένεκα των ενεργειών της εναγομένης να προχωρήσει με την πώληση του οχήματος. Σχετικά με την αξίωση αυτή, ο ευπαίδευτος συνήγορος του ενάγοντος, στην γραπτή του αγόρευση, παραπέμπει στο αστικό αδίκημα της απάτης, το οποίο κωδικοποιείται στο αρ. 36 του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 και διαβάζεται ως εξής:

 

«Απάτη συvίσταται σε ψευδή παράσταση γεγovότoς, η oπoία γίvεται εv γvώσει τoυ ψεύδoυς αυτής, ή χωρίς πίστη για τo αληθές αυτής ή απερίσκεπτα, αδιάφoρα τoυ κατά πόσo είvαι αληθής ή ψευδής, με σκoπό όπως τo πρόσωπo πoυ εξαπατήθηκε εvεργήσει με βάση αυτή:

 

Νoείται ότι καμιά αγωγή δεv εγείρεται σε τέτoια παράσταση εκτός αv αυτή έγιvε με σκoπό εξαπάτησης τoυ εvάγovτα και πράγματι εξαπάτησε αυτόv, και αυτός εvέργησε με βάση αυτή και εξαιτίας αυτoύ υπέστη ζημιά:

 

Νoείται περαιτέρω ότι καμιά αγωγή δεv εγείρεται σε τέτoια παράσταση για τo χαρακτήρα, τη συμπεριφoρά, τηv πίστη, τηv ικαvότητα, τo επιτήδευμα ή τις συvαλλαγές oπoιoυδήπoτε πρoσώπoυ, η oπoία έγιvε με σκoπό εξασφάλισης πίστωσης, χρημάτωv ή αγαθώv στo πρόσωπo αυτό, εκτός αv η παράσταση αυτή έγιvε γραπτώς και υπoγράφτηκε από τov ίδιo τov εvαγόμεvo».

 

Εν προκειμένω, καμία μαρτυρία δεν προσκομίστηκε, ότι ο ενάγων εξαπατήθηκε με οποιαδήποτε ψευδή παράσταση από την εναγομένη, καθώς η τοποθέτηση της υπογραφής του ενάγοντα σε έντυπο του Τ.Ο.Μ. από την εναγομένη, δεν μπορεί να οδηγήσει το Δικαστήριο σε ασφαλές συμπέρασμα εξαπάτησης του ενάγοντα, συνεπεία του οποίου ο ίδιος προσωπικά να εξαπατήθηκε και να υπέστη ζημιά.

 

Ούτε και προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία από την πλευρά του ενάγοντα, ότι η εναγόμενη πούλησε το όχημα σε τιμή κατώτερη της αξίας του, με αποτέλεσμα ο ενάγων να υποστεί την οποιαδήποτε ζημιά. Ούτε καν επικαλέστηκε ο ενάγων, ότι διεκδίκησε την χρήση του οχήματος, μετά τον χωρισμό του από την εναγομένη.

 

Έχοντας αναφέρει τα ανωτέρω, στρέφομαι σε εξέταση της αξίωσης της εναγομένης για μεταβίβαση και/ή εκχώρηση σε αυτήν, του δικαιώματος του ενάγοντα επί της κατοικίας, το οποίο πηγάζει από το αγοραπωλητήριο συμβόλαιο.

 

Η αξίωση αυτή, σύμφωνα με την επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνηγόρου της εναγομένης, αλλά και το δικόγραφο της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης, πηγάζει από την συμφωνία των διαδίκων, όπως σε περίπτωση χωρισμού τους, ο ενάγων επιστρέψει στην εναγόμενη το ½ της κατοικίας, καθώς επίσης και από δημιουργηθέν καταπίστευμα.

 

Οι νομικές αρχές αναφορικά με την δημιουργία καταπιστευμάτων, αναλύονται με λεπτομέρεια στην Κληρίδης Χρίστος, ως εκτελεστής της διαθήκης της αποβιωσάσης Πετρούλλας Ρούσου ν. Ηρόδοτου Σταυρίδη, ως διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος Ανδρέα Φωτιάδη (1998) 1 ΑΑΔ 521, όπου αναλύεται εκτενώς το θέμα της ρύθμισης των σχέσεων συμβίων που δεν έχουν τελέσει γάμο και υποδηλώνεται ότι τα τρία βασικά θέματα που θα πρέπει να εξετάζονται σε υποθέσεις τέτοιας φύσεως είναι ο χαρακτήρας του δικαιώματος, η ύπαρξη κοινής πρόθεσης και ο καθορισμός της έκτασης του δικαιώματος. Σε σχέση με τον χαρακτήρα του δικαιώματος, αν το νομικό δικαίωμα του σπιτιού το έχει ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης, τότε η αιτήτρια θα πρέπει να αποδείξει την ύπαρξη εξ επαγωγής καταπιστεύματος, παρουσιάζοντας μαρτυρία που να δείχνει ότι θα ήταν άδικο για τον εγγεγραμμένο ιδιοκτήτη να παραμείνει ως ο μόνος νόμιμος ιδιοκτήτης. 

 

Η ύπαρξη του εξ επαγωγής καταπιστεύματος προϋποθέτει (α) την κοινή πρόθεση για ένα ωφέλιμο συμφέρον και (β) το ότι η αιτήτρια με βάση το ωφέλιμο συμφέρον έχει ενεργήσει σε βάρος των δικών της συμφερόντων.

Αναφορικά με την κοινή πρόθεση, αυτή συναρτάται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης και την προσκομισθείσα μαρτυρία. Εάν και εφόσον αποδειχθεί ότι τα μέρη είχαν κοινή πρόθεση να έχουν ένα ωφέλιμο ενδιαφέρον και το ένα μέρος έχει ενεργήσει εναντίον των συμφερόντων του, το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει τον καθορισμό της έκτασης του δικαιώματος. Ως έχει επίσης νομολογηθεί, όταν αποδειχθεί ότι ένα πρόσωπο έχει ωφέλιμο συμφέρον στην περιουσία που αποκτάται, οποιαδήποτε πράξη που γίνεται σε βάρος του προσώπου αυτού και αναφέρεται στην κοινή ζωή και των δύο μπορεί να θεωρηθεί ως ζημιά, χωρίς απαραίτητα η ζημιά αυτή να αναφέρεται στο ίδιο το σπίτι που συγκατοικούν. Θα πρέπει επίσης να υπάρχει κάποιου είδους σύνδεση μεταξύ της κοινής πρόθεσης και των πράξεων που μπορούν να αποκληθούν ως επιζήμιες.

 

Διαφωτιστικά είναι τα όσα αναφέρθηκαν στην Πυρίλλου ν. Κονναρή (2000) 1 ΑΑΔ 1153:

 

«…"Εξ επαγωγής εμπίστευμα είναι αυτό που δημιουργείται ως θέμα δικαίου και όχι λόγω της ρητής ή εξυπακουόμενης πρόθεσης των μερών. 'Το αγγλικό δίκαιο δεν προσφέρει ένα καθαρό ορισμό του εξ επαγωγής εμπιστεύματος και ένα ορισμό καθολικής εφαρμογής. Τα όρια του έχουν, πιθανόν σκόπιμα αφεθεί απροσδιόριστα, έτσι που να μη περιορίζεται το δικαστήριο από τεχνικότητες όταν αποφασίζει τί μπορεί να απαιτήσει το δίκαιο μιας συγκεκριμένης υπόθεσης'. ΄Εχει πρόσφατα αποτελέσει ένα πρόσφορο μέσο ανάπτυξης του δικαίου για την ιδιοκτησία'. Η αρχή είναι ότι οσάκις ένα πρόσωπο κρατεί ιδιοκτησία υπό περιστάσεις όπου σύμφωνα με το δίκαιο της επιεικείας και της καλής συνείδησης πρέπει να κρατείται και να απολαμβάνεται από άλλους θα αναγκαστεί να κρατεί την ιδιοκτησία ως εμπιστευματοδόχος εκείνου του άλλου." (Βλ. και Underhill's Law Relating to Trusts and Trustees, 13η έκδοση, σελ. 23 και Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 48, παραγ. 584).

 

Στην Χριστοφόρου ν. Χριστοφόρου, Πολιτική ΄Εφεση 8659/22.9.98 επισημάνθηκε ότι, με σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου που εκδόθηκαν μετά τη θέσπιση του άρθρου 65 ΙΕ του Κεφ. 224, αναγνωρίστηκε η δυνατότητα "δημιουργίας ή λειτουργίας απολήγοντων ή εξ επαγωγής εμπιστευμάτων σε σχέση με ακίνητη ιδιοκτησία". Η απόφαση στη Χριστοφόρου παραπέμπει στις αποφάσεις εκείνες και συνεχίζει:

"Στις υποθέσεις αυτές, παρά την ανυπαρξία εγγράφου, αναγνωρίστηκε εμπίστευμα ή δυνατότητα δημιουργίας τέτοιου όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του δικαίου της επιεικείας .... Τα απολήγοντα και τα εξ΄ επαγωγής εμπιστεύματα δημιουργούνται ή λειτουργούν ή επιβάλλονται ως θέμα δικαίου (by operation of Law). Τα πρώτα δημιουργούνται ή λειτουργούν κατ΄ εξοχήν στη βάση τεκμαιρόμενης από τα περιστατικά της κάθε περίπτωσης πρόθεσης. Τα δεύτερα επιβάλλονται ενόψει διαμορφωθείσας κατάστασης πραγμάτων, ανεξάρτητα από πρόθεση, ρητή ή εξυπακουόμενη (Βλ. Underhill's Law of Trusts & Trustees, 13η έκδοση, σελ. 250 κ.επ., Snell's Equity, 19η έκδοση, σελ. 291 κ.επ., Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 48, παράγραφος 524 κ.επ., και Χρίστος Κληρίδης ν. Ηρόδοτου Σταυρίδη, ανωτέρω). Με αναγνωρισμένη έκφανσή τους την περίπτωση κατά την οποία επιχειρείται η κατακράτηση περιουσίας για ίδιο όφελος με δόλια ή κατά συνείδηση απαράδεκτη εκμετάλλευση ή κατάχρηση νομοθετικών προνοιών ή άλλων θεμελιωδών αρχών δικαίου. Με αποτέλεσμα τη χρησιμοποίηση του Νόμου ως εργαλείου για καταδολίευση (Βλ. Rochefoucauld v. Boustead (1897) 1 Ch. 196, Bannister v. Bannister (1948) 2 All E.R. 133, Hodgson v. Marks (1971) 2 All E.R. 684)».

 

Στην Χριστοφόρου ν. Χριστοφόρου (1998) 1 ΑΑΔ 1551, εκ λάθους είχαν μεταβιβαστεί σε δύο αδερφές δια δωρεάς δύο τεμάχια αντίστροφα. Για να διορθωθεί το λάθος, η εφεσίβλητη μεταβίβασε το δικό της τεμάχιο στην εφεσείουσα προσωρινά και η τελευταία θα διατηρούσε επ’ ονόματί της το τεμάχιο και το ουσιαστικό όφελος θα είχε η εφεσίβλητη. Στην πορεία ωστόσο, η εφεσείουσα ήθελε να κρατήσει και τα δύο τεμάχια, τα οποία είχαν εγγραφεί επ’ ονόματί της. Το Ανώτατο Δικαστήριο, επικρότησε την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία διατάχθηκε η εγγραφή του μεριδίου που έπρεπε να είχε εγγραφεί εξαρχής απ’ ονόματι της εφεσίβλητης, αφού κατέληξε ότι είχε δημιουργηθεί εκλαμβανόμενο καταπίστευμα προς όφελος της εφεσίβλητης, απέρριψε δε την εισήγηση ότι η μη εγγραφή καταπιστεύματος δυνάμει του αρ. 65(ΙΕ) του Κεφ. 224, αποτελούσε λόγο ανατροπής της πρωτόδικης απόφασης, υπογραμμίζοντας ότι η ανυπαρξία εγγράφου, δεν εξουδετερώνει την ύπαρξη εξ επαγωγής εμπιστεύματος.

 

Επανερχόμενη στα περιστατικά της υπό εξέταση περίπτωσης, αυτό το οποίο αναδύεται από την προσκομισθείσα μαρτυρία και τα ευρήματα του Δικαστηρίου, είναι ότι οι διάδικοι ως ζευγάρι, είχαν κοινή πρόθεση να μετακομίσουν στην Κύπρο και να συγκατοικήσουν. Ένεκα της απόφασης αυτής η εναγόμενη αγόρασε την επίδικη κατοικία και στο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο έθεσε και τον ενάγοντα ως αγοραστή, αφού είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων ότι σε περίπτωση χωρισμού, ο ενάγων θα μεταβίβαζε στην εναγόμενη το εν λόγω δικαίωμα. Με την κατάθεση του εν λόγω αγοραπωλητηρίου στο Κτηματολόγιο, ο ενάγων απέκτησε δικαίωμα εξ ημισείας επί της κατοικίας, δυνάμει των προνοιών του αρ. 4 του Περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224.

 

Υπενθυμίζεται, ότι η θέση που ο ενάγων εξέφρασε κατά την αντεξέτασή του, ήταν ότι ήταν «λάθος» της εναγομένης να τον εγγράψει στο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, ενώ ο ίδιος συμφώνησε ότι η επίδικη κατοικία αγοράστηκε εξ ολοκλήρου από την εναγομένη. Περαιτέρω, καμία μαρτυρία δεν προσκομίστηκε από πλευράς ενάγοντα, ο οποίος έφερε το σχετικό βάρος απόδειξης, σε σχέση με την δικογραφημένη θέση της εναγομένης περί δημιουργίας καταπιστεύματος. Από την άλλη, η εναγόμενη εξήγησε με λεπτομέρεια το τι προηγήθηκε της υπογραφής και κατάθεσης του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου στο Κτηματολόγιο και ως έχει νομολογηθεί, η δημιουργία εξ επαγωγής εμπιστεύματος, δεν απαιτεί όπως αυτό είναι γραπτό.

 

Σε σχέση με το ποσό των 2,000 στερλινών το οποίο δάνεισε ο αποβιώσας πατέρας της εναγομένης στον ενάγοντα, επισημαίνω ότι η εναγόμενη δεν ενεργεί μέσα στο πλαίσιο της παρούσας υπό την ιδιότητα του διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος, βάσει των προνοιών του περί Διαχείρισης Κληρονομιών Αποθανόντων Νόμου, Κεφ. 189, ούτε και έθεσε οποιοδήποτε ζήτημα εκχώρησης της συγκεκριμένης οφειλής σε αυτήν, συνεπώς καταλήγω ότι δεν νομιμοποιείται να αξιοί το εν λόγω ποσό μέσα στο πλαίσιο της παρούσας. Αναφορικά με την εξουσία του Δικαστηρίου να εξετάζει αυτεπάγγελτα ζητήματα νομιμοποίησης παραπέμπω στην Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ ν. Επίσημου Παραλήπτη ως εκκαθαριστή της περιουσίας της D K Intercity Buses Larnacas Ltd κ.α., Πολ. Εφ. αρ. 388/2011, ECLI:CY:AD:2017:A256 ημερ. 7.7.2017.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, τόσο η απαίτηση, όσο και η ανταπαίτηση, επιτυγχάνουν μερικώς.

 

Εκδίδεται απόφαση υπέρ του ενάγοντος για το ποσό των €750,00 πλέον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής.

 

Περαιτέρω, μέσα στο πλαίσιο της ανταπαίτησης, εκδίδεται διάταγμα με το οποίο διατάζεται ο ενάγων όπως εκχωρήσει το δικαίωμά του, ως αυτό προκύπτει από το κατατεθέν στο Κτηματολόγιο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο ημερ. 7.3.2006, στην εναγομένη.

 

Οι λοιπές αξιώσεις των διαδίκων, για τους λόγους που έχω παραθέσει πιο πάνω, απορρίπτονται.

 

Λαμβανομένης υπόψη της ανωτέρω κατάληξης του Δικαστηρίου, τα έξοδα της αγωγής επιδικάζονται υπέρ του ενάγοντα και εναντίον της εναγομένης κατά το ½ στην κλίμακα του επιδικασθέντος ποσού, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Ενόψει του ότι η ανταπαίτηση επιδικάσθηκε μαζί με την απαίτηση, θεωρώ ορθό και δίκαιο όπως μην εκδοθεί οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.

 

 

 

 

 (Υπ.).....................................

Χρ. Γ. Ππεκρή, Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής



[1] Χρυσούλλα Καννάουρου κ.α. v. Ανδρέα Στατιώτη (1990) 1 Α.Α.Δ. 35.

[2] Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506, Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρας (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056, Σκορδέλλη και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 101/13 ημερ. 6.6.2016 & MOSSA (MUSSA) MOHAMMED MUSTAFA ν. Ανδρέα Κακουρή κ.α. (2002) 1 ΑΑΔ 165.

 

[3] Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρας (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056, Σκορδέλλη και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 101/13 ημερ. 6.6.2016 & MOSSA (MUSSA) MOHAMMED MUSTAFA ν. Ανδρέα Κακουρή κ.α. (2002) 1 ΑΑΔ 165.

 

[4] Αθανασίου κ.α. ν Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614.

 

[5] Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ v. Πολυβίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 339.

 

[6] Σ.Κ. ν. Αστυνομικού Διευθυντή Λεμεσού (2010) 2 ΑΑΔ 304.

 

[7] Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1 Α.Α.Δ. 454.

 

[8] Παπαγεωργίου ν Κλάππας Investment Services Ltd (1991) 1 Α.Α.Δ. 24.

 

[9]  Μελάς ν. Κυριάκου (2003) 1 Α.Α.Δ. 826.

 

[10] Βλ. αρ. 23, 24 και 27 του Περί Αποδείξεως Νόμου και επίσης Θεοπίστη Τουμαζή ν. Vandita DixitΠολ. Έφεση 274/2010 ημερ. 5.5.2015 & Λευκόνικο Χρηματιστηριακή Λτδ ν. Χρυστάλλα άλλως Στάλω Χριστοδούλου (2016) 1 ΑΑΔ 1779.

 

[11] Σοφοκλέους Κυριάκος ν. Γιώτας Κυριάκου (2010) 1 Α.Α.Δ. 665 & Μαρσέλ κ.ά ν. Λαϊκή Τράπεζα Λτδ (2001) 1(B) Α.Α.Δ 1858.

 

[12] Θεοδόσης Ιορδάνους ν. Δήμου Ζήνωνος (1998) 1 ΑΑΔ 652 και Σοφοκλέους ν. Καλογήρου (1997) 1 Α.Α.Δ. 369.

 

[13] Καλλικάς ν Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2010) 1 (Β) ΑΑΔ 1238  & Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490.

 

[14] Σολωμού Οικονόμου κ.α. ν. Γ. Ττοφινή κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 436.

 

[15] C & K Κυριάκου Λτδ κ.ά. ν. Ιωάννου (1990) 1 Α.Α.Δ. 479.

[16] Θεοχαρίδης Νάκης κ.α. ν. Ιώαννη Ιωάννου κ.α. (2012) 1 ΑΑΔ 1311.

[17] Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (2009) 1 ΑΑΔ 714.

 

[18]  Παπαγεωργίου ν Κλάππας Investment Services Ltd (1991) 1 Α.Α.Δ. 24 και Κυριάκου ν. Δημοκρατίας (1996) 4 ΑΑΔ 1594.

 

[19] Αντριανή Χαραλάμπους ν. Μαρίας Χαραλάμπους (2012) 1 ΑΑΔ 640.

[20] Αλεξάνδρου ν. Ιωάννου (1996) 1 ΑΑΔ 1157, Θεμιστοκλέους ν. Παρασκευά (1992) 1 ΑΑΔ 498, Χρυσοστόμου Ανδρέας ν. Cyprialife Limited (2011) 1 ΑΑΔ 1490.

 

[21] Παπαγεωργίου ν Κλάππας Investment Services Ltd (1991) 1 Α.Α.Δ. 24.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο