ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ 

Ενώπιον: Χρ. Γ. Ππεκρή,  Ε.Δ.

                                                                                     Αρ. Αγωγής: 902/2015

Μεταξύ:

Ανδρέας Παναγιώτη Μουζούρης

Ενάγοντας

και

 

Γενικός Εισαγγελέας δια την Κυπριακής Δημοκρατία μεσω του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, Τμήμα Αλιείας και Θαλάσσιων Ερευνών

Εναγόμενοι

 

Ημερομηνία: 15 Φεβρουαρίου 2024

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντες: κ. Α. Πατσιάς για ΑΔΑΜΟΣ ΛΑΝΤΟΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενο: κα Κ. Παπαδοπούλου

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Δια της παρούσας αγωγής του ο ενάγων αξιοί αποζημιώσεις έναντι ζημιών τις οποίες κατ’ ισχυρισμό υπέστη, ένεκα της μη υπογραφής συμβολαίου, αφού κατακυρώθηκε η προσφορά του μέσα στο πλαίσιο δημόσιου διαγωνισμού.

 

Σύμφωνα με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς του ενάγοντα, την 31.10.2013 πληροφορήθηκε ότι κέρδισε τον πλειοδοτικό διαγωνισμό για την παραχώρηση της άδειας χρήσης του περιπτέρου στο αλιευτικό καταφύγιο Παραλιμνίου για την περίοδο από 1.1.2014 μέχρι 31.12.2015 και η υπογραφή του συμβολαίου θα ακολουθούσε σε άλλη ημερομηνία, την οποία θα καθόριζε ο εναγόμενος.

 

Ακολούθως, ο εναγόμενος με επιστολή του προς τον ενάγοντα, πληροφορούσε τον τελευταίο ότι υπήρχε αδυναμία υπογραφής συμβολαίου, ένεκα της άρνησης του προηγούμενου αδειούχου να παραδώσει την κατοχή του επίδικου περιπτέρου και ζήτησε 3 μήνες παράταση, πράγμα το οποίο ο ενάγων αποδέχθηκε. Πριν την λήξη της ανωτέρω προθεσμίας ωστόσο, ο εναγόμενος ζήτησε εκ νέου παράταση 6 μηνών, πράγμα το οποίο ο ενάγων αποδέχθηκε. Ακολούθησε και τρίτη επιστολή δια της οποίας ο εναγόμενος ζήτησε εξάμηνη παράταση της προθεσμίας, με τον ενάγοντα να απαντά θετικά σε αυτήν και με την παράταση να επεκτείνεται μέχρι την 25.4.2015.

 

Μετά την πάροδο της πιο πάνω ημερομηνίας, ο εναγόμενος δεν επανήλθε για παράταση του χρόνου υπογραφής των συμβολαίων. Με επιστολή του προς τον εναγόμενο, ο ενάγων ζήτησε έξοδα και αποζημιώσεις και δήλωσε την θέση ότι δεν ανέμενε πλέον την υπογραφή της σύμβασης. Ουδέποτε ο εναγόμενος ανταποκρίθηκε στην εν λόγω επιστολή.

 

Σύμφωνα με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς του ενάγοντος, προέβη σε σειρά εξόδων όταν του κατακυρώθηκε ο διαγωνισμός, υπέστη δε απώλεια εισοδημάτων και κέρδους.

 

Ο εναγόμενος καταχώρισε Υπεράσπιση, στην οποία εγείρει αρχικώς προδικαστική ένσταση και ισχυρίζεται ότι η υπό εκδίκαση αγωγή, στον βαθμό και στην έκταση που σχετίζεται ή επηρεάζεται από την απόφαση του διοικητικού οργάνου να ανακαλέσει τον διαγωνισμό και/ή να μην επανέλθει για παράταση του χρόνου υπογραφής των συμβολαίων, ανάγεται στην σφαίρα του δημοσίου δικαίου και συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη. Συνεπακόλουθα, το Επαρχιακό Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να επιληφθεί της υπόθεσης.

 

Επιπρόσθετα ο εναγόμενος προβάλλει δεύτερη προδικαστική ένσταση, ισχυριζόμενος ότι η καταβολή αποζημιώσεων λόγω ζημίας προκληθείσης από απόφαση ή πράξη ή παράλειψη του διοικητικού οργάνου, επιδικάζεται από το Επαρχιακό Δικαστήριο μόνον κατόπιν κήρυξης της πράξης ή της παράλειψης ως παράνομης, από το αρμόδιο Δικαστήριο. Εν προκειμένω, ο ενάγων ουδέποτε προσέφυγε εντός της συνταγματικώς ταχθείσας ανατρεπτικής προθεσμίας στο Διοικητικό Δικαστήριο.

 

Με την τρίτη του προδικαστική ένσταση, ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι η παρούσα αγωγή είναι καταχρηστική, καθότι ο ενάγων την καταχώρισε με απώτερο σκοπό την παράκαμψη της εκ του Συντάγματος προβλεπόμενης προθεσμίας καταχώρισης προσφυγής.

Τέλος, με την τέταρτη του προδικαστική ένσταση, ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι ο ενάγων όφειλε να καταχωρίσει το ορθό και/ή άλλο ένδικο μέσο και/ή προσφυγή κατά της απόφασης και/ή παράλειψης του Τμήματος Αλιείας και Θαλάσσιων Ερευνών.

 

Υπό την επιφύλαξη των ανωτέρω προδικαστικών του ενστάσεων, ο εναγόμενος αρνείται και απορρίπτει τους ισχυρισμούς του ενάγοντα και ισχυρίζεται ότι το Τμήμα Αλιείας και Θαλάσσιων Ερευνών προέβη σε δημοσίευση νέου πλειοδοτικού διαγωνισμού για την διαχείριση περιπτέρου στο αλιευτικό καταφύγιο Παραλιμνίου για την περίοδο από 1.11.2013 μέχρι την 31.10.2015, μέσα στο πλαίσιο του οποίου επιτυχών προσφοροδότης ήταν ο ενάγων.

 

Οι προσφοροδότες ενημερώθηκαν αναφορικά με το αποτέλεσμα του εν λόγω διαγωνισμού και ο προηγούμενος ανάδοχος κλήθηκε να εξοφλήσει υπάρχουσες οφειλές και να παραδώσει την ελεύθερη κατοχή του χώρου, πράγμα στο οποίο ωστόσο δεν έχει προβεί, πέραν της εξόφλησης των οφειλών που υπήρχαν. Ο ενάγων δε, πληροφορήθηκε ότι έπρεπε να μεριμνήσει για την έκδοση των απαιτούμενων εγγράφων για την υπογραφή της σύμβασης, αναφορικά με την ημερομηνία της οποίας θα ενημερωνόταν σε μεταγενέστερο στάδιο.

 

Μετά την ανταλλαγή ορισμένων επιστολών μεταξύ του ενάγοντος και του Τμήματος Αλιείας, ο ενάγων αποδέχθηκε όπως επεκταθεί η ισχύς της προφοράς του μέχρι την 25.4.2014. Παράλληλα, το Τμήμα Αλιείας καταχώρισε αγωγή εναντίον του προηγούμενου αναδόχου, αξιώνοντας διάταγμα έξωσής του από τον επίδικο χώρο και παράδοσής του στην Κυπριακή Δημοκρατία.

 

Αποτελεί θέση του εναγομένου, ότι ο ενάγων δεν δικαιούται να αξιώνει αποζημιώσεις λόγω παράβασης σύμβασης, καθώς ουδέποτε υπογράφτηκε σύμβαση. Σε ότι δε αφορά στην αγορά εξοπλισμού, αγνοεί και συνεπώς δεν παραδέχεται τους εγειρόμενους ισχυρισμούς του ενάγοντος, ενώ άνευ βλάβης, ισχυρίζεται ότι με την υποβολή της προσφοράς του, ο ενάγων είχε μόνο προσδοκία ανάθεσης σύμβασης και η ακύρωση και/ή η ανάκληση της εν λόγω διοικητικής πράξης δεν δημιουργεί δικαίωμα απαίτησης των ισχυριζομένων και/ή οιωνδήποτε αποζημιώσεων.

 

Επιπρόσθετα ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι ήταν επιλογή του ενάγοντος να μην ανανεώσει την προφορά του ενώ γνώριζε τα όσα λάμβαναν χώρα, ότι δεν έλαβε μέτρα για περιορισμό της ζημιάς που κατ’ ισχυρισμό υπέστη, αρνείται δε ότι οφείλει οποιοδήποτε ποσό στον ενάγοντα.

 

Με το δικόγραφο της Απάντησής του ο ενάγων αρνείται και απορρίπτει τους ισχυρισμούς του εναγομένου και επαναλαμβάνει επί της ουσίας τους ισχυρισμούς του, ως η έκθεση απαίτησης. Απορρίπτει δε το περιεχόμενο των προδικαστικών ενστάσεων του εναγομένου και ισχυρίζεται ότι τόσο το ευρωπαϊκό, όσο και το κυπριακό νομοθετικό πλαίσιο, προνοούν και καθορίζουν ρητά ότι η ακύρωση πράξης ή απόφασης αναθέτουσας αρχής, δημιουργεί στον ενδιαφερόμενο δικαίωμα να αξιώσει αποζημίωση, σε περίπτωση που έχει υποστεί ζημία εξαιτίας αυτής της ακύρωσης.

 

Περαιτέρω ο ενάγων ισχυρίζεται και λέγει ότι το αίτημα για αποζημίωση δυνάμει του αρ. 146 του Συντάγματος προϋποθέτει την ύπαρξη ακυρωτικής απόφασης, ισχυρίζεται δε, ότι δεν προχώρησε στην καταχώριση ιεραρχικής προσφυγής, καθότι ο εναγόμενος είχε αποδεχθεί την προσφορά του και έγινε η κατακύρωση της προσφοράς, πλην όμως ζητείτο χρόνος επανειλημμένως από πλευράς εναγομένου για σκοπούς ολοκλήρωσης της διαδικασίας έξωσης του προηγούμενου αναδόχου, η οποία γινόταν αποδεκτή από τον ενάγοντα, μέχρι την λήξη της περιόδου που αφορούσε ο διαγωνισμός, ήτοι την 31.12.2015.

 

ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

 

Με την υπόμνηση ότι  δεν είναι αναγκαίο το Δικαστήριο να παραθέτει ολόκληρη την μαρτυρία που παρουσίασε η κάθε πλευρά ή να αναφέρεται σε όλες τις πτυχές της, καθώς είναι καταγεγραμμένη στα πρακτικά του Δικαστηρίου, συνοψίζω κατωτέρω την προσκομισθείσα μαρτυρία.[1]

 

Από πλευράς ενάγοντα, μαρτυρία προσέφερε μόνο ο ενάγων (στο εξής ο «ΜΕ1»), ο οποίος υιοθέτησε τη γραπτή του δήλωση ως μέρος της κυρίως εξέτασής του. Σε αυτήν, ο μάρτυρας επί της ουσίας επαναλαμβάνει τους ισχυρισμούς του ως η έκθεση απαίτησης και επίσης αναφέρει ότι με την λήξη της τελευταίας παράτασης που ο εναγόμενος ζήτησε και στην οποία ο ίδιος είχε συγκατατεθεί, ο εναγόμενος δεν επανήλθε, ούτε για να ζητήσει νέα παράταση χρόνου, ούτε για υπογραφή των συμβολαίων. Ούτε και του δόθηκε οποιαδήποτε εξήγηση. Οι δε επιστολές που τα μέρη αντάλλαξαν, κατατέθηκαν από τον μάρτυρα ως Τεκμήρια 1 – 8.

 

Ως περαιτέρω αναφέρει ο μάρτυρας στην γραπτή του δήλωση, ανά τακτά χρονικά διαστήματα επισκεπτόταν την περιοχή και έβλεπε ότι το επίδικο περίπτερο λειτουργούσε και ότι το κατείχε ο προηγούμενος αδειούχος, ο οποίος αρνείτο να το παραδώσει. Πρόκειται για ένα περίπτερο το οποίο θα του εξασφάλιζε, συνεχίζει ο μάρτυρας, εισόδημα που να καλύπτει 4 άτομα ή μια οικογένεια. Εξ ου και με την επιστολή κατακύρωσης του διαγωνισμού, προέβη στην αγορά εξοπλισμού και συγκεκριμένα τεσσάρων ψυγείων αξίας €7.735, αναφορικά με τα οποία κατέθεσε δέσμη τιμολογίων ως Τεκμήριο 9. Σε μετέπειτα στάδιο, ως ανέφερε, τα εν λόγω ψυγεία πωλήθηκαν και εισέπραξε ποσό €3.000, επομένως δια της αγωγής του διεκδικεί την διαφορά.

 

Στη συνέχεια ο ΜΕ1 προβαίνει σε υπολογισμό των μηνιαίων εισπράξεων που θα είχε το περίπτερο για τα δύο έτη παραχώρησης της άδειας χρήσης του, των μηνιαίων εξόδων του και του προσωπικού του κέρδους, καταλήγοντας ότι το ποσό των €60,000 αποτελεί διαφυγόντα κέρδη.

 

Αντεξεταζόμενος, ο ΜΕ1 ανέφερε ότι τα τιμολόγια αγοράς των ψυγείων τα οποία προσκόμισε, έφεραν ημερομηνία το 2015 και όχι το 2013, καθώς τα ψυγεία ετοιμάστηκαν κατόπιν παραγγελίας και καθυστερούσε την παραλαβή τους, ενόψει της όλης καθυστέρησης.

 

Σε σχέση με το ότι επί του Τεκμηρίου 9, ήτοι του τιμολογίου παραγγελίας των αναφερόμενων ψυγείων, αναγράφεται η ονομασία της φρουταρίας που διατηρούσε κατά τον επίδικο χρόνο, ήταν η θέση του μάρτυρα ότι τα ψυγεία αγοράστηκαν για το επίδικο περίπτερο και όχι για την φρουταρία και απλώς αναγράφηκε το όνομα της φρουταρίας, καθώς έτσι ήταν γνώριμος ο ίδιος στον συντάκτη της απόδειξης. Τα ψυγεία, ως υπέδειξε, πληρώθηκαν από τον ίδιο υπό την προσωπική του ιδιότητα. Σε σειρά ερωτήσεων που η ευπαίδευτη συνήγορος του εναγομένου υπέβαλε προς τον ενάγοντα, διεφάνη ότι δεν είχε να προσκομίσει στο Δικαστήριο ούτε τις αποδείξεις αγοράς των αναφερόμενων ψυγείων, ούτε τις αποδείξεις πώλησης των εν λόγω ψυγείων σε τρίτα πρόσωπα.

 

Ως περαιτέρω ο μάρτυρας ανέφερε αντεξεταζόμενος, προέβη σε εκτιμήσεις δικές του αναφορικά με τον εξοπλισμό που θα χρειαζόταν για το περίπτερο, ενώ σε συζήτησή του με τον προηγούμενο αδειούχο, ενημερώθηκε ότι είναι «χαμηλά τα πράγματα», αλλά όχι λεπτομέρειες και αριθμούς. Για τον υπολογισμό των €60.000 ως διαφυγόντα κέρδη, ο μάρτυρας ανέφερε ότι προέβη στους υπολογισμούς αυτούς με την βοήθεια της συζύγου του που είναι λογίστρια σε ξενοδοχείο και τον βοηθά σε τέτοιου είδους δουλειές, εντούτοις συμφώνησε ότι το Τμήμα Αλιείας θα έπρεπε να εγκρίνει τις τιμές των προϊόντων που θα πωλούσε, παρά τις δικές του εκτιμήσεις. Σε ότι αφορά στα έξοδα ρεύματος, νερού και τηλεφώνου, οι υπολογισμοί του έγιναν ως ανέφερε, στο περίπου.

 

Από πλευράς εναγομένης μαρτυρία προσέφερε μόνο μία μάρτυρας (στο εξής η «ΜΥ1»), η οποία υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασής της την γραπτή της δήλωση. Σε αυτήν αναφέρει ότι από το 2000 εργάζεται στο Τμήμα Αλιείας ως Βοηθός Αλιείας και Θαλασσίων Ερευνών και σήμερα ως Ανώτερη Επιθεωρητής Αλιείας και Θαλασσίων Ερευνών.

 

Η ΜΥ1 στην γραπτή της δήλωση επαναλαμβάνει επί της ουσίας τα όσα δικογραφούνται στην Υπεράσπιση του εναγομένου και επιπρόσθετα σημειώνει ότι την 30.4.2014 το Τμήμα Αλιείας καταχώρισε αγωγή εναντίον του προηγούμενου αδειούχου του επίδικου περιπτέρου, αιτούμενο διάταγμα έξωσής του, η οποία διεκπεραιώθηκε με την έκδοση δικαστικής απόφασης την 10.2.2023. Τόσο η αναφερόμενη αλληλογραφία, όσο και η δικαστική απόφαση, κατατέθηκαν ως Τεκμήρια από την μάρτυρα. Περαιτέρω, η ΜΥ1 κατέθεσε ως τεκμήριο γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα επί του θέματος.

 

Αντεξεταζόμενη, η μάρτυρας ανέφερε ότι ήταν απρόβλεπτο, το γεγονός ότι ο προηγούμενος ανάδοχος θα αρνείτο να παραδώσει την ελεύθερη κατοχή του εν λόγω ακινήτου. Ερωτηθείσα για την θέση της περί απλής προσδοκίας του ενάγοντος για την υπογραφή της επίδικης σύμβασης, η ΜΥ1 υπέδειξε ότι συμβόλαιο δεν υπογράφτηκε, έγινε απλώς ενημέρωση για το αποτέλεσμα του διαγωνισμού.

Ήταν η θέση της μάρτυρος, ότι δεν έγινε ανάθεση της σύμβασης, από τη στιγμή που δεν υπογράφτηκε συμφωνία, ανέφερε δε, ότι το γεγονός ότι δεν υπογράφτηκε συμφωνία δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εναγομένου, εξ ου και καταχωρήθηκε αγωγή εναντίον του προηγούμενου αδειούχου. Από πλευράς τους, ανέφερε, κράτησαν σε ισχύ την προσφορά μέχρι να δουν την εξέλιξη της πορείας της αγωγής και δεν ακύρωσαν τον διαγωνισμό, παρότι υπήρχε στους όρους του σχετική πρόνοια. Ούτε και προέβη ο ανάδοχος σε ακύρωση της προσφοράς του, επομένως δεν είχε πρόθεση να μην υπογράψει.

 

Σε αυτό το στάδιο και προτού προχωρήσω σε αξιολόγηση της ενώπιόν μου τεθείσας μαρτυρίας, σημειώνω ότι με βάση τα δικόγραφα και την προσκομισθείσα μαρτυρία, δεν αποτελούν αμφισβητούμενα γεγονότα τα εξής:

 

-               Το Τμήμα Αλιείας και Θαλάσσιων Ερευνών προέβη σε δημοσίευση πλειοδοτικού διαγωνισμού για την διαχείριση του περιπτέρου στο αλιευτικό καταφύγιο Παραλιμνίου και επιτυχών προσφοροδότης του εν λόγω διαγωνισμού ήταν ο ενάγων, ο οποίος πληροφορήθηκε περί τούτου με επιστολή ημερ. 31.10.2013.

 

-               Ο προηγούμενος αδειούχος του επίδικου περιπτέρου αρνείτο να παραδώσει ελεύθερη και κενή κατοχή του περιπτέρου, με συνέπεια να καταχωρηθεί αγωγή εναντίον του από τον εναγόμενο και να εκδοθεί δικαστική απόφαση την 10.2.2023, με την οποία διατάζεται η παράδοση του επίδικου ακινήτου στον εναγόμενο.

 

-               Κατόπιν ανταλλαγής ορισμένων επιστολών μεταξύ του ενάγοντος και του Τμήματος Αλιείας, ο ενάγων αποδέχθηκε διαδοχικά την παράταση της ισχύος της προσφοράς του μέχρι και την 25.4.2015.

 

-               Ουδέποτε υπογράφτηκε συμβόλαιο μεταξύ των διαδίκων.

 

Επανερχόμενη στην προσκομισθείσα μαρτυρία την οποία έχω παραθέσει ανωτέρω, προχωρώ σε αξιολόγησή της.

 

Παρακολουθώντας τους μάρτυρες να δίνουν δια ζώσης τη μαρτυρία τους στο εδώλιο του μάρτυρα, μπόρεσα να αξιολογήσω την συνολική εμφάνιση και συμπεριφορά τους, με βάση, μεταξύ άλλων, τη λογική, την ποιότητα και την πειστικότητα της μαρτυρίας που προσκόμισαν, την αμεσότητα και σαφήνεια των απαντήσεων τους ή την ύπαρξη ουσιαστικών αντιφάσεων σε αυτές.[2]

 

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας εκάστου μάρτυρα δεν περιορίστηκε αποκλειστικώς στην αποτίμηση της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα ξεχωριστά, αλλά συσχετίστηκε, αντιπαραβλήθηκε και διερευνήθηκε μέσα από την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων.[3] Αξίζει να σημειωθεί ότι η αξιοπιστία των μαρτύρων εκτιμάται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως επιπέδου απόδειξης.[4]

 

Κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα έλαβα υπόψη μου ότι με βάση τη νομολογία είναι ανάγκη μια μαρτυρία να τίθεται στη βάσανο της αξιολόγησης από απόψεως περιεχομένου και να μην γίνεται αποδεκτή ή να απορρίπτεται μόνο βάσει της εξωτερικής εντύπωσης που προκαλεί ο μάρτυρας.[5] Επουσιώδεις αντιφάσεις δεν πλήττουν την αξιοπιστία ενός μάρτυρα,[6] ενώ ένας μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός μερικώς ή ολικώς και δεν είναι επιλήψιμη η επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα.[7]

 

Αρχίζοντας από τον ΜΕ1, ο μάρτυρας αυτός δεν μου έδωσε την εντύπωση ότι ήρθε με σκοπό να μεταφέρει αναλήθειες στο Δικαστήριο, καθώς απάντησε με φυσικότητα και αυθορμητισμό στις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν. Έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου την εκδοχή του επί των γεγονότων της υπόθεσης, ως ο ίδιος τα έζησε και αντιλήφθηκε. Ωστόσο, η μαρτυρία του παρουσιάζει ουσιώδη κενά, πάνω στα οποία δεν δύναμαι να στηριχθώ ώστε να εξάξω με ασφάλεια τα συμπεράσματά μου, ως θα εξηγήσω ευθύς αμέσως.

 

Καταρχάς ο μάρτυρας δεν προσκόμισε στο Δικαστήριο αποδείξεις αναφορικά με τις αγορές του εξοπλισμού στον οποίο αναφέρθηκε, έτσι ώστε να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι οι εν λόγω αγορές έγιναν και μάλιστα για σκοπούς χρήσης του συγκεκριμένου εξοπλισμού στο επίδικο περίπτερο. Ούτε και κατέθεσε οποιεσδήποτε αποδείξεις από την πώληση των εν λόγω ψυγείων σε τρίτα πρόσωπα.

 

Σε σχέση με το σκέλος της μαρτυρίας του που αφορά στα γραφόμενα από τρίτο πρόσωπο, ήτοι της σημείωσης επί του τιμολογίου που προσκομίστηκε ως Τεκμήριο 9 και συγκεκριμένα στην φράση «Φρουτ. Αγρότης», πρόκειται για εξ ακοής μαρτυρία, στην οποία το Δικαστήριο αδυνατεί να προσδώσει την οποιαδήποτε βαρύτητα.

 

Παρόλο που εξ ακοής μαρτυρία δεν αποκλείεται από οποιασδήποτε δικαστική διαδικασία, απλώς και μόνο διότι είναι εξ ακοής, το Δικαστήριο αξιολογεί την βαρύτητα που θα προσδώσει σε τέτοια μαρτυρία, λαμβανομένων πάντοτε υπόψη των αρχών που διέπουν το ζήτημα, αλλά και των σχετικών νομοθετικών διατάξεων του Περί Αποδείξεως Νόμου.[8]

 

Στην προκειμένη περίπτωση, καμία εξήγηση δεν δόθηκε στο Δικαστήριο γιατί δεν κλητεύθηκε το πρόσωπο το οποίο συνέταξε τα εν λόγω έγγραφα και προέβη στην περί ης ο λόγος σημείωση, ώστε να αντεξετασθεί και να τύχει αξιολόγησης από το Δικαστήριο, ούτε καταδείχθηκε κατά πόσο ήταν εύλογο ή εφικτό να κλητευθεί για να καταθέσει.

 

Ως έχει νομολογηθεί, όταν ένας μάρτυρας καταθέτει προφορικά στο δικαστήριο κατά τη διάρκεια μιας δίκης, η μαρτυρία του προσφέρεται για το αληθές του περιεχομένου της. Όταν όμως ο μάρτυρας καταθέτει και κάποιο έγγραφο, δεν συνεπάγεται ότι αυτό προορίζεται απαραίτητα για τον ίδιο πιο πάνω σκοπό· πόσω δε μάλλον όταν τα όσα καταγράφονται σε αυτό δεν προέρχονται από τον ίδιο τον μάρτυρα, αλλά αποτελούν δηλώσεις άλλου προσώπου, δηλαδή είναι εξ ακοής μαρτυρία, ως αυτή καθορίζεται στο άρθρο 23 του περί Απόδειξης Νόμου, Κεφ. 9. Επομένως, είναι λογικά αναμενόμενο η πλευρά που προτείνει την κατάθεση του εν λόγω εγγράφου να καθορίσει το σκοπό για τον οποίο αυτό προορίζεται να χρησιμοποιηθεί.  Αν παραλείψει να το πράξει, ενεργεί με δικό της κίνδυνο.[9] 

 

Ούτε και προσκόμισε ο μάρτυρας στο Δικαστήριο οποιοδήποτε αποδεικτικό πληρωμής των εξόδων του προηγούμενου δικηγόρου του, τα οποία διεκδικεί και τα οποία ως ανέφερε προέκυψαν ως αποτέλεσμα της όλης υπόθεσης.

 

Επιπρόσθετα, ο μάρτυρας δεν προσκόμισε στο Δικαστήριο οποιαδήποτε πειστική εξήγηση αναφορικά με τις εκτιμήσεις και τους υπολογισμούς στους οποίους προέβη ο ίδιος, με την βοήθεια της συζύγου του, ως ανέφερε, αναφορικά με τα διαφυγόντα κέρδη τα οποία δια της αγωγής του διεκδικεί. Οι προσωπικές εκτιμήσεις του μάρτυρα, ο οποίος επισημαίνω δεν κατέθεσε ως εμπειρογνώμονας, για τα κόστη και το κέρδος τα οποία θα προέκυπταν, δεν συνιστούν σε καμία περίπτωση ικανοποιητική μαρτυρία, επί της οποίας το Δικαστήριο θα στηριχθεί για να εξάξει με ασφάλεια ανάλογα συμπεράσματα.

 

Οι δε γενικές και αόριστες αναφορές του ΜΕ1 σε μια συζήτησή του με τον προηγούμενο αδειούχο και συγκεκριμένα στα λεγόμενα του προηγούμενου αδειούχου, συνιστούν επίσης εξ ακοής μαρτυρία, στην οποία υπό τις περιστάσεις, το Δικαστήριο αδυνατεί να προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα. Λαμβανομένων υπόψη των νομικών αρχών που διέπουν το ζήτημα της εξ ακοής μαρτυρίας, τις οποίες έχω εκθέσει ανωτέρω, σημειώνεται ότι καμία εξήγηση δεν δόθηκε στο Δικαστήριο γιατί δεν κλητεύθηκε το πρόσωπο το οποίο προέβη στις αναφερόμενες δηλώσεις, για να αντεξετασθεί και να τύχει αξιολόγησης από το Δικαστήριο, ούτε καταδείχθηκε κατά πόσο ήταν εύλογο ή εφικτό να κλητευθεί για να καταθέσει. Σε κάθε περίπτωση, ούτε και επί της ουσίας αυτές οι αναφορές του μάρτυρα συνιστούν ικανοποιητική μαρτυρία για την εξαγωγή τέτοιων συμπερασμάτων.

 

Σε σχέση με την ΜΥ1, θεωρώ ότι μπορώ να βασιστώ επί της μαρτυρίας της για σκοπούς εξαγωγής των συμπερασμάτων μου, εφόσον μου έδωσε την εντύπωση ότι ήρθε στο Δικαστήριο για να πει την αλήθεια, η μαρτυρία της δεν παρουσίασε καμία ανακολουθία, ήταν φυσική, ποιοτική και πειστική, κανένα δε αλλότριο κίνητρο από μέρους της εν λόγω μάρτυρος δεν αναδείχθηκε κατά την αντεξέτασή της. Σε ότι αφορά στα νομικά ζητήματα, επισημαίνεται ότι αυτά αποτελούν έργο του Δικαστηρίου και ότι η ΜΥ1 δεν προσέφερε μαρτυρία ως νομομαθής ή εμπειρογνώμονας.

 

ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

 

Στη βάση της πιο πάνω αξιολόγησης, της δικογραφίας και των παραδεκτών γεγονότων, καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα, αναφορικά με τα ουσιώδη γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση:

 

Μετά την διεξαγωγή πλειοδοτικού διαγωνισμού για την παραχώρηση άδειας χρήσης του περιπτέρου στο αλιευτικό καταφύγιο Παραλιμνίου, για την περίοδο από 1.11.2013 μέχρι την 31.10.2015, που εξήγγειλε το Τμήμα Αλιείας και Θαλάσσιων Ερευνών, επιτυχών προσφοροδότης ήταν ο ενάγων, ο οποίος πληροφορήθηκε περί τούτου με επιστολή του εναγομένου ημερ. 31.10.2013. Ως επίσης ο ενάγων πληροφορήθηκε με την εν λόγω επιστολή, θα έπρεπε να προσκομίσει ορισμένα έγγραφα κατά την υπογραφή της σύμβασης, ημερομηνία για την οποία θα ενημερωνόταν σε μεταγενέστερο στάδιο.  

 

Ακολούθως, ο εναγόμενος πληροφόρησε τον ενάγοντα, ότι η υπογραφή της συμφωνίας δεν κατέστη εφικτή, ενόψει της άρνησης του προηγούμενου αδειούχου να παραδώσει ελεύθερη κατοχή του επίδικου περιπτέρου. Ενόψει τούτου, ο εναγόμενος ερωτήθηκε κατά πόσο αποδεχόταν παράταση της ισχύος της προσφοράς του μέχρι την 25.4.2014, παράταση στην οποία ο ενάγων συμφώνησε.

Ένεκα του ότι το ζήτημα της μη παράδοσης του επίδικου περιπτέρου εκκρεμούσε, ακολούθησαν περαιτέρω παρατάσεις της ισχύος της προσφοράς του ενάγοντος, στη βάση σχετικής αλληλογραφίας του με τον εναγόμενο. Η τελευταία παράταση της ισχύος της προσφοράς του ενάγοντος έληγε την 25.4.2015. Έκτοτε, ο εναγόμενος δεν επανήλθε επί του θέματος και ουδέποτε υπογράφτηκε σύμβαση μεταξύ των διαδίκων.

 

Την 30.4.2014, ο εναγόμενος καταχώρισε αγωγή εναντίον του προηγούμενου αδειούχου, η οποία διεκπεραιώθηκε με την έκδοση δικαστικής απόφασης ημερ. 10.2.2023, δια της οποίας ο προηγούμενος αδειούχος διατάζεται, μεταξύ άλλων, να παραδώσει στον εναγόμενο το επίδικο περίπτερο.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

 

Έχω διέλθει των γραπτών αγορεύσεων των ευπαίδευτων συνηγόρων των μερών και αναφορά στις θέσεις που υποστηρίχθηκαν μέσω αυτών θα γίνει μέσα στο πλαίσιο αξιολόγησης των εκατέρωθεν θέσεων, όπου αυτό κρίνεται σκόπιμο και αναγκαίο.[10]

 

Ως γνωστό στην πολιτική δίκη το γενικό βάρος απόδειξης φέρει ο ενάγων στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων και κριτήριο είναι κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος απόδειξης ικανοποίησε το Δικαστήριο με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση ή η εκδοχή του είναι «πιο πιθανή παρά όχι» (is more probable than not) και όχι το κατά πόσο είναι «πιο πιθανή παρά ή αντίθετη» από εκείνη του αντιδίκου του.[11]

 

Στρέφομαι αρχικώς σε εξέταση της προδικαστικής ένστασης του εναγομένου, η οποία προωθείται με σχετική επιχειρηματολογία στην γραπτή του αγόρευση, ότι αφ’ ης στιγμής δεν υπογράφτηκε σύμβαση μεταξύ των μερών, δεν έχει δημιουργηθεί συμβατική σχέση μεταξύ των, συνεπώς οι εγειρόμενοι ισχυρισμοί εμπίπτουν στην σφαίρα του δημοσίου δικαίου.

 

Το ζήτημα θεωρώ ότι ξεκαθαρίζουν τα αποφασισθέντα στην Παντελής Μιχαηλίδης (ΤΥΛΛΗΡΗ) ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α. (1997) 1 ΑΑΔ 767, της οποίας τα περιστατικά ομοιάζουν με αυτά της παρούσας. Παραθέτω το ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Η προκήρυξη προσφορών και η κατακύρωσή τους, αποτελούν, σύμφωνα με τη νομολογία σύνθετη διοικητική πράξη (Βλέπε: P.A.G. Architects Engineers v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 664/89, ημερομηνίας 18.9.1992, Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων, Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, σελίδα 244).

 

Στην προσπάθειά του να γίνει πειστικός ο δικηγόρος του εφεσείοντα μας παρέπεμψε στην απόφαση Medcon Construction and Others v. The Republic of Cyprus, through The Minister of Finance and Others (1968) 3 C.L.R. 535. Η απόφαση όμως αυτή δεν υποστηρίζει τη θέση του.  Το Δικαστήριο σ' αυτή την υπόθεση ακύρωσε την κατακύρωση των προσφορών στο ενδιαφερόμενο μέρος, αλλά άφησε άθικτη την σύμβαση που συνετελέσθη αργότερα μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και του ενδιαφερόμενου μέρους. Λέγει στο τέλος της απόφασης αυτής ο Τριανταφυλλίδης, Δ. (όπως ήταν τότε), στη σελίδα 545:-

 

"Ιn the result, I have no hesitation in finding for Applicants in this Case, and, as already stated, the decision to award the tender to the Interested Party has to be annulled.  But only such decision is annulled, because it is this decision, itself, which is part of public administration and subject to a recourse; this Judgment cannot affect the contract granted as a result of such decision (see Decision of the Greek Council of State 531(49), supra)."

 

H κατακύρωση των προσφορών από την εφεσίβλητη 1 είναι καθαρά διοικητική πράξη. Η εφεσίβλητη 1 ενεργούσε εξουσιαστικά σαν φορέας δημόσιας εξουσίας. Η κατακύρωση της προσφοράς δεν μπορούσε να δημιουργήσει συμβατική σχέση ιδιωτικού δικαίου. Με την κοινοποίησή της δε προς τον εφεσείοντα δεν συνάπτεται ούτε συντελείται σύμβαση ιδιωτικού δικαίου.  (Βλέπε: Εφορεία Ελληνικών Εκπαιδευτηρίων Στροβόλου v. Δώρου Χ"Παύλου και Άλλων, Πολιτικές Εφέσεις 8048 και 8153, ημερομηνίας 30.4.1993). Το κατά πόσο ανακλήθηκε ή όχι η κατακύρωση που είναι και αυτό ζήτημα δημοσίου δικαίου, δεν επηρεάζει την κατάσταση αφού το υπόβαθρο της θέσης του εφεσείοντα πως με την κατακύρωση συνάφθηκε σύμβαση, δεν υπάρχει.  Σύμβαση Ιδιωτικού Δικαίου μεταξύ των μερών θα συνετελείτο εάν και όταν υπεγράφετο το σχετικό συμβόλαιο. Τότε μόνο θα ξέφευγε από το πεδίο του Δημοσίου Δικαίου και εφαρμογή θα είχαν πλέον οι διατάξεις του περί Συμβάσεων Νόμου.

Ορθά, κατά συνέπεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν συντελέσθηκε καμιά σύμβαση στο πεδίο του Ιδιωτικού Δικαίου μεταξύ του εφεσείοντα και της εφεσίβλητης 1 και απέρριψε την αγωγή εναντίον και των δύο εφεσιβλήτων».

 

(Η υπογράμμιση και η έμφαση έγιναν από το Δικαστήριο).

 

Ως εκ των άνω, είναι η κατάληξή μου ότι υπό τις περιστάσεις δεν δημιουργήθηκε συμβατική σχέση μεταξύ των μερών, ώστε να τύχουν εφαρμογής οι πρόνοιες του Περί Συμβάσεων Νόμου, ως η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του ενάγοντα. Τούτο, οδηγεί αναπόδραστα σε απόρριψη της αγωγής.

 

Σε σχέση με τον Περί Διαδικασιών Προσφυγής στον Τομέα της Σύναψης των Δημοσίων Συμβάσεων Νόμο του 2010, Ν. 104(Ι)/2010, διαπιστώνω ότι δεν προωθείται οποιαδήποτε σχετική επιχειρηματολογία από τον ευπαίδευτο συνήγορο του ενάγοντα, παρότι υπάρχει σχετική δικογράφηση. Σε κάθε περίπτωση, για σκοπούς πληρότητας, έχω διέλθει του εν λόγω νομοθετήματος και συμμερίζομαι την θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου του εναγομένου, ότι δηλαδή δικαίωμα αποζημίωσης του ενδιαφερομένου γεννάται μόνον όταν η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών προβεί σε ακύρωση πράξης ή απόφασης της αναθέτουσας αρχής ή του αναθέτοντος φορέα.[12] Εν προκειμένω, δεν έλαβε χώρα τέτοιο γεγονός.

 

Ανεξαρτήτως της ανωτέρω κατάληξής μου, για σκοπούς πληρότητας της παρούσας, σημειώνω ότι θα απέρριπτα την αγωγή και για τον λόγο ότι εν πάση περιπτώσει, ο ενάγων δεν απέδειξε στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων τις αξιώσεις του και ειδικότερα τις κατ’ ισχυρισμό ζημιές και τα διαφυγόντα κέρδη, τα οποία επικαλέστηκε.

 

Ως γνωστό, οι ειδικές ζημιές πρέπει να δικογραφούνται λεπτομερώς και να αποδεικνύονται με αυστηρότητα.[13] Εν προκειμένω, η μαρτυρία η οποία προσκομίστηκε από πλευράς ενάγοντα, προς απόδειξη των ισχυρισμών του περί αγοράς τεσσάρων ψυγείων και την καταβολή δικηγορικών εξόδων, για τους λόγους που έχουν ανωτέρω εξηγηθεί, δεν ικανοποιεί το Δικαστήριο, ώστε να προβεί στην εξαγωγή ανάλογων ευρημάτων.

 

Ομοίως, ως ανωτέρω αναφέρεται, η μαρτυρία που προσκομίστηκε από πλευράς ενάγοντος σε σχέση με τον υπολογισμό των αξιούμενων διαφυγόντων κερδών, δεν έχει κριθεί ικανοποιητική από το Δικαστήριο. Ως γνωστό, το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε εικασίες αλλά αποφασίζει με βάση το μαρτυρικό υλικό το οποίο τίθεται ενώπιόν του.[14]

 

Σε σχέση με την επιχειρηματολογία του συνηγόρου του ενάγοντα, ότι το Δικαστήριο δυνατό να στηριχθεί στην δικαστική απόφαση άλλου Πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία καταχωρίστηκε ως Τεκμήριο 13, για να ικανοποιηθεί ότι οι εκτιμήσεις του ενάγοντος ήταν λογικές και κοντά στην πραγματικότητα, με κάθε σεβασμό, η θέση αυτή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Πέραν του γεγονότος ότι πρόκειται για διαφορετικές αγωγές, όπου προσκομίστηκε και αξιολογήθηκε διαφορετική μαρτυρία, ως έχει νομολογηθεί, το Δικαστήριο δεν βασίζεται σε υλικό φακέλου που αφορά σε άλλη αγωγή, ακόμα και όταν πρόκειται για το ίδιο εκδικάζον Δικαστήριο, εκλαμβάνοντας ως δικαστική γνώση το εν λόγω περιεχόμενο.[15]

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι ο ενάγων απέδειξε την υπόθεσή του στον απαιτούμενο βαθμό απόδειξης.

 

Συνεπακόλουθα, η αγωγή απορρίπτεται και παρέλκει η εξέταση οποιουδήποτε άλλου ισχυρισμού.

 

Ως προς τα έξοδα της διαδικασίας, επιδικάζονται υπέρ του εναγομένου και εναντίον του ενάγοντα, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, εφόσον δεν κρίνω ότι συντρέχει οιοσδήποτε λόγος ώστε αυτά να μην ακολουθήσουν το αποτέλεσμα.

 

 

 

 

  (Υπ.).....................................

Χρ. Γ. Ππεκρή, Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

 



[1] Χρυσούλλα Καννάουρου κ.α. v. Ανδρέα Στατιώτη (1990) 1 Α.Α.Δ. 35.

[2] Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506, Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρας (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056, Σκορδέλλη και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 101/13 ημερ. 6.6.2016 & MOSSA (MUSSA) MOHAMMED MUSTAFA ν. Ανδρέα Κακουρή κ.α. (2002) 1 ΑΑΔ 165.

 

[3] Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρας (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056, Σκορδέλλη και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 101/13 ημερ. 6.6.2016 & MOSSA (MUSSA) MOHAMMED MUSTAFA ν. Ανδρέα Κακουρή κ.α. (2002) 1 ΑΑΔ 165.

 

[4] Αθανασίου κ.α. ν Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614.

 

[5] Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ v. Πολυβίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 339.

 

[6] Σ.Κ. ν. Αστυνομικού Διευθυντή Λεμεσού (2010) 2 ΑΑΔ 304.

 

[7] Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1 Α.Α.Δ. 454.

 

[8] Βλ. αρ. 23, 24 και 27 του Περί Αποδείξεως Νόμου και επίσης Θεοπίστη Τουμαζή ν. Vandita DixitΠολ. Έφεση 274/2010 ημερ. 5.5.2015 & Λευκόνικο Χρηματιστηριακή Λτδ ν. Χρυστάλλα άλλως Στάλω Χριστοδούλου (2016) 1 ΑΑΔ 1779.

 

[9] Μάριος Βαττής ν. Χριστούλλα Αυξεντίου κ.ά. (2016) 1 Α.Α.Δ. 2289.

 

[10] Καλλικάς ν Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2010) 1 (Β) ΑΑΔ 1238.

 

[11] Σοφοκλέους Κυριάκος ν. Γιώτας Κυριάκου (2010) 1 Α.Α.Δ. 665 & Μαρσέλ κ.ά ν. Λαϊκή Τράπεζα Λτδ (2001) 1(B) Α.Α.Δ 1858.

 

[12] Βλ. αρ. 33 του Περί Διαδικασιών Προσφυγής στον Τομέα της Σύναψης των Δημοσίων Συμβάσεων Νόμο του 2010, Ν. 104(Ι)/2010.

 

[13] Αλεξάνδρου ν. Ιωάννου (1996) 1 ΑΑΔ 1157, Θεμιστοκλέους ν. Παρασκευά (1992) 1 ΑΑΔ 498, Χρυσοστόμου Ανδρέας ν. Cyprialife Limited (2011) 1 ΑΑΔ 1490.

 

[14] Φανιέρος ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 104.

 

[15] Λύρας ν. Πετρολίνα Λτδ (1996) 1 ΑΑΔ 1401.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο