ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ.Ιεροκηπιώτου, Α.Ε.Δ.                                                                  

Αρ. Αγωγής: 130/2017

Μεταξύ:                                                                                                     

                                                 ΜΑΡΚΟΥ Γ.ΖΟΥΒΑΝΗ

Ενάγοντα

-και-

1.Cyprus Popular Bank Public Co Ltd, τελούσας υπό διαχείριση δυνάμει του Ν. 18(Ι)/2013 δια της διαχειρίστριας Άντρης Αντωνιάδου

2.Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ αυτοτελώς και σαν αναδόχου και διαδόχου ή και αποκτώντα προσώπου των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd

3. Κυπριακής Δημοκρατίας δια του Γενικού Εισαγγελέα

                                                                                               Εναγομένων

 

Ημερομηνία: 31 Ιανουαρίου 2024

Εμφανίσεις:

Για τον Ενάγοντα: κ Γ. Πιττάτζιης

Για την Εναγόμενη 3: κα Μ. Τσαγκάρη

 

                                                            ΑΠΟΦΑΣΗ

Με την υπο κρίση αγωγή ο ενάγοντας αξιώνει εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας ποσά ύψους €205.000 ως αποζημίωση για τον εκμηδενισμό της αξίας των αξιογράφων που αγόρασε απο τη Λαϊκή Τράπεζα το 2010 καθώς και αποζημίωση για το κούρεμα των καταθέσεων του ύψους €261.816,74 πλέον τόκους επι των πιο πάνω ποσών.

 

Στην Έκθεση Απαίτησης παρατίθενται Λεπτομέρειες της αμέλειας της Κυπριακής Δημοκρατίας κυρίως όσον αφορά την εποπτεία που δεν άσκησε στην Κεντρική Τράπεζα και Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου καθώς και για την παράβαση εκ μέρους τους των νόμιμων καθηκόντων τους δυνάμει του άρθρου 172 του Συντάγματος. Επιπλέον με το δικόγραφο του ο ενάγοντας επιρρίπτει βαρύτατες ευθύνες  για πράξεις και παραλείψεις της Κυπριακής Δημοκρατίας αναφορικά με τον τρόπο που χειρίστηκε την οικονομική κρίση που διένυε ο τόπος από το 2008 μέχρι και τα γνωστά σε όλους γεγονότα που έλαβαν χώρα το 2013.

 

Με την υπεράσπιση της η Κυπριακή Δημοκρατία απορρίπτει όλους τους ισχυρισμούς του ενάγοντα που τίθενται με το δικόγραφο του και ισχυρίζεται ότι τα γεγονότα που οδήγησαν στη λήψη μέτρων εξυγίανσης και στην έκδοση των Διαταγμάτων  συνιστούσαν κατάσταση έκτακτης ανάγκης του Κράτους και λήφθηκαν σύμφωνα με το Ν.17(Ι)/2013. Περαιτέρω υποστηρίζει ότι όλα τα μέτρα που λήφθηκαν υπο τις περιστάσεις ήταν τα κατάλληλα ενώ αποτελεί βασικό ισχυρισμό της υπεράσπισης πως ουδείς γνωρίζει ποιά θα ήταν η οικονομική κατάσταση της χώρας αν δεν λαμβάνονταν τα μέτρα που λήφθηκαν. Επίσης ισχυρίζεται ότι η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου αποτελεί ανεξάρτητα αρχή και δεν υπόκειται στον έλεγχο της κυβέρνησης, το ίδιο και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου  ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου.

 

Να λεχθεί ότι αρχικά η αγωγή στρέφετο εναντίον της Λαικής Τράπεζας τελούσας υπο διαχείριση καθώς και της Τράπεζας Κύπρου στην πορεία ομως η αγωγή αποσύρθηκε έναντι αυτών και παρέμεινε μόνο ως προς την Κυπριακή Δημοκρατία.

 

Για τον ενάγοντα κατέθεσε ο ίδιος , ΜΕ1, ο Γ.Λ  ως ο εμπειρογνώμονας του ενάγοντα Μ.Ε2 και ο Μ.Σ, λειτουργός της Κεντρικής Τράπεζας,Μ.Ε3. Για την Κυπριακή Δημοκρατία κατέθεσε ο Δ.Δ , ΜΥ1 λειτουργός στο Υπουργείο Οικονομικών.

 

Ο ενάγοντας στα πλαίσια της μαρτυρίας του Έγγραφο Α ανέφερε ότι ήταν πελάτης της Εναγόμενης 1, Cyprus Popular Bank που προηγουμένως και κατά τον χρόνο των κατωτέρω επίδικων συναλλαγών ονομάζετο Marfin Popular Bank Public Co Ltd.

Περί τον Απρίλη του 2010 ένας υπάλληλος της Εναγομένης 1 τον κάλεσε στο γραφείο του και του είπε ότι η τράπεζα έχει ένα θαυμάσιο σχέδιο για εκλεκτούς πελάτες στο οποίο η κατάθεση του πελάτη που τοκίζεται με 4% θα αυξηθεί σε γραμμάτιο με τόκο στο 7% και καλό θα ήταν να μην έχανε το εν λόγω σχέδιο. Ο ίδιος πείστηκε και ο εν λόγω υπάλληλος του έφερε μια μεγάλη δέσμη εγγράφων για να υπογράψει. Τη δεδομένη στιγμή του ήταν αδύνατο να διαβάσει και να κατανοήσει το περιεχόμενο όλων εκείνων των εγγράφων. Τα εν λόγω έγγραφα τα υπέγραψε  στην παρουσία του υπαλλήλου και στη βάση των παραστάσεων, διαβεβαιώσεων και συμβουλών του και όχι επειδή γνώριζε το περιεχόμενο τους. Όταν υπέγραφε τα ανωτέρω έγγραφα κατά τον Απρίλη και/ή Μάιο  του 2010 δεν του είχε δοθεί καμιά ενημέρωση για το είδος και τον νομικό χαρακτήρα των εγγράφων αυτών. Υπέγραψε έγγραφα πέραν των 50 σελίδων τα οποία του ήταν αδύνατο να διαβάσει και να κατανοήσει. Το μόνο που είχε αντιληφθεί ήσαν οι παραστάσεις και διαβεβαιώσεις των διευθυντών και εκπροσώπων της Εναγόμενης 1 ότι ήτο ασφαλής και κερδοφόρα επένδυση, εγγυημένη από την Τράπεζα που θα τα εξαγόραζε σε 5 έτη.

  Αργότερα έμαθε ότι αυτό που του πρότεινε ο λειτουργός ήταν παντελώς παράνομο γιατί του έδινε επενδυτικές συμβουλές και τον παρότρυνε για να αγοράσει αξιόγραφα της τράπεζας του χωρίς να έχεις άδεια ούτε και δικαίωμα να πράξει κάτι τέτοιο.

Επιπρόσθετα ο εν λόγω υπάλληλος τον διαβεβαίωσε ότι θα μπορούσε να εξασφαλίσει δάνειο με το ίδιο επιτόκιο ως η ασφαλής κατάθεση του με μοναδική εγγύηση το νέο γραμμάτιο που θα έκαμε.

Με βάση τις εν λόγω παραστάσεις της Εναγόμενης 1 και των εκπροσώπων της , περί τον Απρίλη του 2010 πείστηκε και υπέγραψε σειρά εγγράφων, στη βάση των οποίων παραχωρήθηκαν σε εκείνον 205 αξιόγραφα ή και χρεόγραφα έναντι τιμήματος €205.000.Τα ανωτέρω ποσά πληρώθηκαν στην Εναγόμενη 1 από τους λογαριασμούς που διατηρούσε  στην Εναγόμενη 1, τρεχούμενους, γραμμάτια και εμπρόθεσμες καταθέσεις. Μετά και κατά τακτά χρονικά διαστήματα η Εναγόμενη 1 πίστωνε προς όφελος του τόκους προς 7% και  μέχρι τότε επιβεβαιώνονταν οι ανωτέρω παραστάσεις της  Εναγόμενης 1 δια των διευθυντών και εκπροσώπων της. Αναφορικά με τους τόκους που έλαβε απο τα αξιόγραφα για την περίοδο απο 30/9/2011- 30/12/2011 κατέθεσε το Τεκμήριο 2.

Κατά τον Μάη του 2010 λόγω κακοδιαχείρισης και παρανομιών που έκαμε η Εναγόμενη 1, η Εναγόμενη 3 απέκτησε την πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου και συνακόλουθα και τη διεύθυνση και διαχείριση της Εναγόμενης 1.

Η Εναγόμενη 1 λόγω σοβαρών λαθών και αμέλειας και παρανομιών και λόγω λαθών και αμέλειας της Εναγόμενης 3, μετά που ανέλαβε τη διαχείριση της Εναγόμενης 1 κατά τον Απρίλιο του 2013 περιήλθε σε κατάσταση χρεοκοπίας και αφερεγγυότητας Τόσο το κράτος όσο και η Κεντρική Τράπεζα Κύπρου, έθεσαν την Εναγόμενη 1 υπό το νομικό καθεστώς της εξυγίανσης.

Στα πλαίσια αυτά διορίστηκε ειδική διαχειριστής της Εναγόμενης 1 (η κα. Άντρη Αντωνιάδου) και η Εναγόμενη 3 και τα όργανα αυτής πήραν σειρά αποφάσεων στα πλαίσια της νομοθεσίας αυτής και μεταξύ άλλων αποφάσισαν τα ακόλουθα:

(α) Εκμηδενισμό της αξίας των αξιογράφων που εξέδωσε η Εναγόμενη 1.

(β) Μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων της Εναγόμενης 1 στην Εναγόμενη 2 Τράπεζα Κύπρου.

(γ) Απομείωση (κούρεμα) καταθέσεων στην Εναγόμενη 1.

(δ) Συμφωνημένη και συμβατική απόλυση μέρους του προσωπικού της Εναγόμενης 1.

(ε) Προνομιακή καταβολή αποζημιώσεων και του Ταμείου Προνοίας των υπαλλήλων της Εναγόμενης 1, περιλαμβανομένων και των διευθυντών και προϊσταμένων και εκπροσώπων της Εναγόμενης 1 δια των οποίων αποσπάσθηκαν και κλάπηκαν οι καταθέσεις του.

Σαν αποτέλεσμα των ανωτέρω, τα ανωτέρω χρήματα και αποταμιεύσεις του ύψους €205.000 συν οι τόκοι που δικαιούτο να παίρνει που ήτο τουλάχιστον 5%, εξανεμίστηκαν.

Επιπρόσθετα, κατά τον Απρίλιο του 2013, υπέστηκε απομείωση και κούρεμα των καταθέσεων του ύψους τουλάχιστον €261.816,74. Προς τούτο κατέθεσε το Τεκμήριο 1 στο Δικαστήριο.  Περαιτέρω επιρρίπτει με τη δήλωση του ευθύνες στην Κυπριακή Δημοκρατία για τον τρόπο που χειρίστηκε την οικονομική κρίση που ταλάνιζε την χώρα για παράδειγμα την αποδοχή εκ μέρους της κυβέρνησης το 2010 του κουρέματος Ελληνικών Ομολόγων στα οποία το τραπεζικό σύστημα είχε τότε ιδιαίτερη έκθεση  καθώς και για τα μέτρα που έλαβε αφότου έλαβε το πλειοψηφικό πακέτο μετοχών  της Λαϊκής και τη διαχείριση αυτής. Τα πιο πάνω κατά το μάρτυρα είχαν ως αποτέλεσμα να επέλθει η κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος και δη της Λαϊκής , τον εκμηδενισμό της αξίας των αξιογράφων του και το κούρεμα των καταθέσεων του στη Λαϊκή Τράπεζα.

 

 Ο ΜΕ2 ανέφερε στη γραπτή του δήλωση, Έγγραφο Β ότι κατέχει πτυχίο στα Οικονομικά.  Από το 1973 έως το 1980 εργάστηκε στην Τράπεζα Κύπρου και από το 1980 – 1987 έως το 1989 εργάστηκε στον ιδιωτικό τομέα.Από το 1989 έως το 2014 εργάστηκε σαν Γραμματέας και Διευθυντής της Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Παραλιμνίου, από την οποία αφυπηρέτησε το 2014 με σύνταξη ορίου ηλικίας. Διετέλεσε επίσης Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας για περίπου 20 χρόνια.

 

Γνωρίζει καλά τους οικονομικούς νόμους και τα θέματα για τα οποία δίδει μαρτυρία κατωτέρω.  Προώθησε τη θέση  ότι η κατάρρευση των 2 μεγάλων κυπριακών τραπεζών  αλλά και της κυπριακής οικονομίας ήταν το αποτέλεσμα των πράξεων και παραλείψεων της τότε κυβέρνησης, της Κεντρικής Τράπεζας και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

 

Αναφορικά με την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, ο μάρτυρας υποστήριξε ότι η ευθύνη της έγκειται στο γεγονός ότι επέτρεψε ανεξέλεγκτα καταθέσεις στις κυπριακές τράπεζες τεράστιων ποσών χρημάτων από ξένους καταθέτες με απόδοση επιτοκίου σε βαθμό ή και ύψος και υπό συνθήκες που η κυπριακή οικονομία δεν μπορούσε να αντέξει, γεγονός που οδήγησε την Eναγόμενη 1 να συνάψει επισφαλείς επενδύσεις που απέδιδαν ψηλότερα επιτόκια και έσοδα για να μπορεί να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις πληρωμής των τόκων αυτών. Περαιτέρω ισχυρίζεται πως η Κεντρική Τράπεζα επέτρεψε στην Εναγόμενη 1 την παραχώρηση επισφαλών δανείων για μεγάλα χρηματικά ποσά τόσο σε Κύπριους όσο και σε ξένους αγοραστές ακινήτων, με αποτέλεσμα την υπερβολική αύξηση των τιμών των ακινήτων και τη δημιουργία φούσκας και την ταυτόχρονη αδυναμία αποπληρωμής των δανείων αυτών. Επιπρόσθετα, η Κεντρική Τράπεζα παρέλειψε να έχει σωστή και αποτελεσματική συνεργασία με κρατικούς φορείς για προστασία της οικονομίας και των τραπεζών και αγνόησε και δεν εφάρμοσε τις προειδοποιήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και άλλων αρμόδιων παραγόντων για τους κινδύνους που διέτρεχε το κυπριακό τραπεζικό σύστημα, και τέλος ότι παρέλειψε να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για αποφυγή της χρεοκοπίας και καταστροφής της Εναγόμενης 1.

 

Αναφορικά με τις ευθύνες της Κυπριακής Δημοκρατίας, αποτέλεσε θέση του μάρτυρα ότι τα μέτρα που είχαν ληφθεί από την κυβέρνηση προκειμένου να αντιμετωπιστεί η οικονομική κρίση περί το 2008, ήταν ανύπαρκτα, εφόσον, μεταξύ άλλων, αντί να ληφθούν μέτρα περισυλλογής, η κυβέρνηση προχώρησε σε συνεχή και αλόγιστη αύξηση των δημοσίων δαπανών.  Ως υπέδειξε, αντί το κράτος να πάρει μέτρα για τη μείωση των κρατικών δαπανών, αύξησε αυτές και προέβηκε σε δυσβάστακτο δανεισμό από το εξωτερικό, ο οποίος προστιθέμενος στο υπόλοιπο δημόσιο χρέος, το κατέστησε μη εξυπηρετούμενο.  Περαιτέρω,  ο Μ.Ε. 2 υποστήριξε ότι η Κυπριακή Δημοκρατία προέβηκε σε αποδοχή απομείωσης του ελληνικού δημοσίου χρέους, γεγονός που προκάλεσε τεράστιες ζημιές στις κυπριακές τράπεζες, και τούτο προς το σκοπό στήριξης της Eναγόμενης 1, με αποτέλεσμα, όμως, την επιβάρυνση του δημοσίου χρέους.  Η δε παράλειψη του κράτους να αποταθεί έγκαιρα στο Μηχανισμό Στήριξης της Ευρώπης και την Τρόικα, είχε ως αποτέλεσμα την εξάντληση της κυπριακής οικονομίας και τον εξαναγκασμό της Κυπριακής Δημοκρατίας να προβεί σε οδυνηρές υποχωρήσεις με αποτέλεσμα τη ζημιά τόσο της ίδιας της Δημοκρατίας όσο και της Εναγόμενης 1.

 

Όσον αφορά της πράξεις και παραλείψεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, και κατ’ επέκταση την ευθύνη της Κυπριακής Δημοκρατίας για αυτές, ο μάρτυρας υποστήριξε ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν εκπλήρωσε την υποχρέωση που είχε για παρακολούθηση και έλεγχο των δραστηριοτήτων των τραπεζών, της χρηματιστηριακής αγοράς και προστασία των επενδυτών. Ειδικότερα, πως η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς παρέλειψε να ελέγξει έγκαιρα την ακρίβεια και ορθότητα των ενημερωτικών δελτίων που εξέδωσε και κοινοποίησε η Εναγόμενη 1, στα οποία υπήρχαν ψευδείς και παραπλανητικές πληροφορίες, με αποτέλεσμα το κοινό και η Ενάγουσα εταιρεία να εξαπατηθούν και να παραπλανηθούν.  Επιπρόσθετα, πως η Επιτροπή παρέλειψε να ελέγξει τις παράνομες και παραπλανητικές πρακτικές που ακολούθησε η Εναγόμενη 1 για την πώληση των αξιογράφων προς τον ενάγοντα, να ελέγξει αν ακολουθείτο η ορθή διαδικασία έκδοσης των αξιογράφων, και παρέλειψε, ως όφειλε, να ενημερώσει την κυβέρνηση και τους επενδυτές για τους κινδύνους που προέκυπταν από την αγορά των αξιογράφων.

 

Ως οικονομολόγος, εξέφρασε την άποψη ότι η αξία των αξιογράφων έχει εκμηδενιστεί και ευθύνη για αυτό φέρει η Κυπριακή Δημοκρατία.  Προκειμένου να καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα, άντλησε πληροφορίες από διάφορες πηγές και μελέτες οι οποίες κατατέθηκαν στο Δικαστήριο ως Τεκμήρια 4 – 8, ενώ παραπομπή έγινε και σε απόσπασμα της έκθεσης που ετοίμασε η τριμελής επιτροπή για την κρίση που έπληξε την κυπριακή οικονομία(Τεκμήριο 9) καθώς και σε απόσπασμα της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Θεσμών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Τεκμήριο 10).

 

Ο ΜΕ3 δήλωσε ότι εργάζεται στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου από τον Μάρτιο του 2013 και είναι ο προϊστάμενος του Τμήματος Εξυγίανσης. Στο πλαίσιο της μαρτυρίας του αναφέρθηκε στην έκδοση της Κ.Δ.Π. 104/2013 στη βάση της οποίας τα περιουσιακά στοιχεία της Eναγόμενης 1 μεταβιβάστηκαν στην Eναγόμενη 2.  Όπως εξήγησε, η αξία των περιουσιακών στοιχείων αποτιμήθηκε από το συμβούλιο των ελεγκτών KPMG Λονδίνου, ως εμφαίνεται σε σχετική έκθεση της τελευταίας.

 

Με αναφορά στην έκθεση αυτή, η οποία, σύμφωνα με τον Μ.Ε. 3,  εκδόθηκε τον Ιούλιο του 2013, η δίκαιη αξία των περιουσιακών στοιχείων της Eναγόμενης 1 ήταν 16 δισεκατομμύρια ευρώ, οι δε υποχρεώσεις της ανέρχονταν σε 15,6 δισεκατομμύρια ευρώ, με τρόπο ώστε να υπάρχει μια διαφορά της τάξης των 381.000.000 ευρώ.   Τούτο ήταν ουσιαστικά το ποσό που η Eναγόμενη 2 κατέβαλε προς την Eναγόμενη 1 υπό μορφή μετοχών.

 

Ο μάρτυρας ανάφερε, επίσης, πως με βάση την εν λόγω κανονιστική διοικητική πράξη, μεταφέρθηκαν στην Εναγόμενη 2 όλες οι ασφαλισμένες καταθέσεις μέχρι του ποσού των 100,000 ευρώ και κάποιες καταθέσεις οι οποίες εξαιρέθηκαν σύμφωνα με σχετικό διάταγμα. Όλες οι ασφαλισμένες καταθέσεις μεταφέρθηκαν για το ποσό της τάξης των 4,2 δισεκατομμυρίων ευρώ, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 9,1 δισ.εκατομμυρίων ευρώ αφορούσε σε υποχρέωση της Εναγόμενης 1 έναντι της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου σε σχέση με τον μηχανισμό έκτακτης ρευστότητας (ELA).  Περαιτέρω ποσά αφορούσαν ομόλογα και κάποια άλλα μικροποσά και άλλες οφειλές.

 

Να σημειωθεί ότι ο  Μ.Ε. 3 δεν αντεξετάστηκε από τη συνήγορο υπεράσπισης.

 

 

 

O MY1 υιοθέτησε το Έγγραφο Γ.  Σύμφωνα με τη γραπτή του δήλωση κατέχει πτυχίο Οικονομικών και μεταπτυχιακό δίπλωμα στη Διοίκηση Επιχειρήσεων. Από τις 9/9/2013 μέχρι τις 15/11/2019 διετέλεσε Προϊστάμενος της Μονάδας Διαχείρισης  και στη συνέχεια στη διεύθυνση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας του Υπουργείου Οικονομικών και αρμοδιότητα στην εξέταση θεμάτων που άπτονται την εξέταση του τραπεζικού τομέα. Στη μαρτυρία του έκανε αναφορά στη συνάντηση του Συμβουλίου Αρχηγών της Ευρωζώνης στις 21/7/2011 και στα όσα έλαβαν χώρα ενώ αναφέρθηκε με λεπτομέρεια στις αποφάσεις που λήφθηκαν και στις νομοθεσίες που τέθηκαν σε εφαρμογή  συνεπακόλουθα της κρίσης που έπληξε τον τραπεζικό τομέα. Ήταν η θέση του ότι η απόφαση για απομείωση των ελληνικών κρατικών ομολόγων τροχιοδρόμησε καθοριστικές εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα της Κύπρου λόγω της έκθεσης των κυπριακών τραπεζών  στα Ελληνικά Κρατικά Ομόλογα. To κράτος τελικά αποκλείστηκε το 2011 απο τις Διεθνείς αγορές  και στη συνέχεια αναγκάστηκε να ζητήσει οικονομική στήριξη από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Εκείνη η στιγμή ήταν που το κυπριακό κράτος θα έπρεπε να εισέλθει σε πρόγραμμα αναπροσαρμογής για να αποφύγει στο τέλος αυτό που ονομάζετο άτακτη χρεοκοπία. Οι κυπριακές τράπεζες είχαν υποστεί μεγάλες ζημιές  που αντιστοιχούσαν περίπου σε 4.5 δις ή σε ποσοστό  25% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος  της Κύπρου ποσοστό πολύ μεγαλύτερο απο οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρωζώνης . Για να αποφευχθεί η άτακτη λοιπόν χρεοκοπία η Κυπριακή Δημοκρατία εισήλθε σε μια σειρά διαπραγματεύσεων με τους ευρωπαϊκούς εταίρους και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Προς υποστήριξη των λεχθέντων του κατέθεσε τις Δηλώσεις της Ευρωομάδας  ημερομηνίας 16/3/2013 και 25/3/2013, Τεκμήρια 12 και 13. Το Υπουργείο Οικονομικών κατα τη διάρκεια ατέρμονων και επίπονων συνεδριάσεων των αρμοδίων παραγόντων πρότεινε διάφορες λύσεις όπως η επιβολή τέλους επι όλων των καταθέσεων η οποία όμως σαν λύση δεν παρέμεινε χωρίς δυσμενές αντίκτυπο και δεν εξάλειφε το ενδεχόμενο παντελώς της άτακτης χρεοκοπίας της χώρας. Τελικώς κατέληξε ότι τα μέρτρα που λήφθηκαν και αποτελεί την πεποίθηση του μέχρι και σήμερα ήταν τα κατάλληλα υπο τις περιστάσεις αφού έτσι αποφεύχθηκε η άτακτη χρεοκοπία της χώρας και οι καταθέτες των δύο μεγάλων τραπέζων της χώρας να μη βρεθούν σε δυσμενέστερη θέση. Η έννοια που δίδεται σε αυτό είναι πως θα ήταν θέμα χρόνου να καταρρεύσει ο τραπεζικός τομέας αν τελικώς μόνο η Λαϊκή Τράπεζα υφίστατο τις δυσμένεις επιπτώσεις . Αυτό γιατί η άτακτη χρεοκοπία της Λαϊκής θα συμπαρέσυρε και τον υπόλοιπο τραπεζικό τομέα σε κατάρρευση ενώ το τέλος επι όλων των καταθέσεων δε φαίνεται να εξάλειφε το πρόβλημα που υπήρχε. Ο μάρτυρας περαιτέρω κατέθεσε την απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ημερομηνίας 25/4/2013 όσον  αφορά τα μέτρα που επιπλέον θα έπρεπε να λάβει η κυπριακή Δημοκρατία απο 1/1/2014 αναφορικά με την αναστύλωση της κυπριακής οικονομίας, Τεκμήριο 14.

 

Να σημειωθεί ότι το μοναδικό μέρος της μαρτυρίας του Μ.Υ1. που αμφισβητήθηκε αφορούσε την αμέσως πιο πάνω θέση του  ότι τα μέτρα που λήφθηκαν ήταν όχι μόνο ενδεικνυόμενα αλλά και επιβεβλημένα.  Ως προς τα γεγονότα στα οποία έκανε αναφορά, ο μάρτυρας δεν αντεξετάστηκε.

 

Τα μέρη ακολούθως προχώρησαν σε αγορεύσεις. Η συνήγορος για την εναγόμενη 3 εισηγήθηκε ότι η μαρτυρία που παρουσιάστηκε ενώπιον Δικαστηρίου ήταν γενική και αόριστη  και ως τέτοια θα πρέπει να απορριφθεί. Ειδικότερα λέχθηκε πως δεν αποδείχθηκε συγκεκριμένα με ποιο τρόπο οι θέσεις που εκφράστηκαν μέσα από το δικόγραφο της Έκθεσης Απαίτησης οδήγησαν ευθέως και άμεσα στην ευθύνη της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Απο την άλλη ο συνήγορος για το ενάγοντα ισχυρίστηκε ότι η μαρτυρία του ΜΕ2 θα πρέπει να γίνει αποδεκτή και το Δικαστήριο τολμηρά να εκδώσει απόφαση υπερ του ενάγοντα.

 

Προχωρώ στην αξιολόγηση της ενώπιον μου μαρτυρίας έχοντας κατα νου τα επίδικα θέματα. Είναι δε καλά γνωστό ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν γίνεται κατά τρόπο μικροσκοπικό (βλέπε Ε.Γ. ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 221/2017, απόφαση ημερομηνίας 15.10.2019, ECLI:CY:AD:2019:B428 και  Παρλάτα ν. Δημητρίου (2014) 1 Α.Α.Δ. 994) ούτε και περιορίζεται στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα ξεχωριστά, αλλά συσχετίζεται, αντιπαραβάλλεται και διερευνάται με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων οι οποίες θα πρέπει να αντέχουν στη βάσανο της λογικής.

 

Η μαρτυρία του ΜΕ1 γίνεται αποδεκτή όσον αφορά τον εκμηδενισμό της αξίας των αξιογράφων του καθώς και του κουρέματος των καταθέσεων του. Άλλωστε τούτο δεν αμφισβητήθηκε απο την άλλη πλευρά. Εκείνο που δε μπορεί να γίνει δεκτό είναι η επεξήγηση που έδωσε ο ίδιος ως η αίτια για την κατάρρευση της οικονομίας καθώς και οι ευθύνες που επέρριψε στην εναγόμενη 3  οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα να απωλέσει την αξία των αξιογράφων του και τις  καταθέσεις του. Σημειώνεται ότι ο μάρτυρας  ως εκ  της θέσης του εξέφρασε μια προσωπική άποψη η οποία δεν μπορεί να αξιολογηθεί καθ’οτι δεν αποτελεί μαρτυρία εμπειρογνώμονα επι του θέματος και κατα δεύτερον εξαιτίας της γενικότητας και της αοριστίας με την οποία τέθηκε. Δεν μπορεί να προβάλλονται  σοβαρότατες πράξεις ή παραλείψεις εκ μέρους της κυπριακής δημοκρατίας χωρίς καμία τεκμηρίωση. Η μαρτυρία του δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

 

Ο ΜΕ 2 κλήθηκε ως εμπειρογνώμονας απο τον ενάγοντα να δώσει τη δική του θέση επι του θέματος της ευθύνης της Κυπριακής Δημοκρατίας για την κατάρρευση της κυπριακής οικονομίας. Κατ’αρχήν θα πρέπει να αποφασιστεί κατα πόσο το Δικαστήριο θα δεχθεί το εν λόγω μάρτυρα ως εμπειρογνώμονα επι του θέματος των αιτιών και ευθύνης της Κυπριακής Δημοκρατίας για την οικονομική κρίση  που έπληξε τη χώρα η οποία είχε ως αποτέλεσμα  το διαχωρισμό της Λαϊκής σε καλή και κακή τράπεζα καθώς και της διάσωσης της Τράπεζας Κύπρου με ίδια μέσα, καθ’οτι τα δύο είναι αλληλένδετα. Τούτο δε γιατί η εναγόμενη 3 μέσω της συνηγόρου της έθεσε κατα την αντεξέταση του μάρτυρα ότι δεν έχει τις γνώσεις και την πείρα να καταθέσει σε σχέση με τα επίδικα θέματα της αγωγής.

 

Το γεγονός ότι ο μάρτυρας κατέχει πτυχίο στα οικονομικά και ότι διετέλεσε γραμματέας και διευθυντής Συνεργατικής Εταιρείας στο Παραλίμνι καθώς και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας δεν τον καθιστά απο μόνο του ειδικό για το ζήτημα που εδώ απασχολεί τα αίτια και τυχόν ευθύνες για κατάρρευση της κυπριακής οικονομίας εκ μέρους της εναγόμενης 3. Ειδικότερα ενόψει του  ότι το ανωτέρω θέμα είναι ένα πολύ εξειδικευμένο, πολυσχιδές και πολυσύνθετο θέμα  για το οποίο απαιτήθηκε απο  ειδικούς να ασχοληθούν χρόνια για να καταλήξουν και να εκπονήσουν μελέτες αναφορικά  με τα αίτια και τις ευθύνες . Ο μάρτυρας δεν έδωσε  καμία περαιτέρω εξήγηση με ποιούς τομείς κατα τη διάρκεια της εργασίας και εμπειρίας του ασχολήθηκε οι οποίοι του έδωσαν την απαραίτητη εμπειρογνωμοσύνη για να εκφέρει άποψη για ένα τόσο εξειδικευμένο θέμα ούτε με ποιό τρόπο η θητεία του ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας τον καθιστά ικανό να δίδει μαρτυρία ως ειδικός σε θέμα διαχείρισης οικονομικής κρίσης, κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος και λήψης μέτρων εξυγίανσης .  Τούτο δε καθίσταται ιδιαίτερα επιτακτικό ακόμη και με βάση το περιεχόμενο των ίδιων μελετών που ο ίδιος παρουσίασε στο Δικαστήριο διαφόρων καθηγητών και οικονομολόγων οι οποίοι ασχολήθηκαν και επεξήγησαν στις μελέτες τους το ζήτημα της «κατάρρευσης» του τραπεζικού συστήματος.  Για παράδειγμα η μελέτη του Αθανάσιου Ορφανίδη , Τεκμήριο 7 με τίτλο « What Happened In Cyprus» αναφέρει τα προσόντα του, τις θέσεις τις οποίες υπηρέτησε, τη θέση την οποία βρίσκεται, τα ζητήματα απο τα οποία άντλησε την γνώση του, την εμπειρία που αποκόμισε απο τις διάφορες θέσεις που υπηρέτησε καθώς και τις πηγές απο τις οποίες άντλησε τη γνώση του για να εκπονήσει τη μελέτη του. Στην παρούσα περίπτωση ο μάρτυρας στηρίζει την εμπειρογνωμοσύνη του όπως λέχθηκε ανωτέρω γενικά και αόριστα  στην υπηρεσία του στον τραπεζικό τομέα ενώ τη γνώμη και τη γνώση του για την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος την άντλησε απο τις μελέτες που παρουσίασε χωρίς ο ίδιος να ετοιμάσει οποιαδήποτε έκθεση επι του θέματος.(βλ. ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΑΒΒΑ ΚΑΙ ΥΙΟΙ ΛΤΔ V MEDCON CONSTRUCTION LTD , Πολιτική Έφεση Αρ 53/2013 ημερ.20/3/2018), ECLI:CY:AD:2018:A124.

 

Ακόμη όμως και οι μελέτες που ο ίδιος παρουσίασε δεν τον καθιστούν εμπειρογνώμονα .  Το ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί περαιτέρω είναι κατά πόσον το Δικαστήριο μπορεί να προσδώσει οποιοδήποτε βαρύτητα σε αυτές απο τη στιγμή που αποτελούν εξ ακοής μαρτυρία  και θα πρέπει να αξιολογηθούν ως τέτοιες. Σε τούτες δε τις μελέτες ο μάρτυρας βασίστηκε για να εκφέρει την κρίση του για τους λόγους κατάρρευσης της οικονομίας.

 

Στην υπόθεση ALI ABDULLAH HAZZAZ ASSAD v.Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 164/2016, ημερ. 6/12/2017, ECLI:CY:AD:2017:B447, τονίσθηκε αναφορικά με την αξιολόγηση της εξ ακοής μαρτυρίας, ότι:

 

«Η αξιολόγηση της βαρύτητας εξ ακοής μαρτυρίας, σύμφωνα με το άρθρο 27 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, γίνεται, προσεκτικά, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο είναι ορθό να επεξηγεί τους λόγους για τους οποίους αποδίδει ή δεν αποδίδει βαρύτητα σε εξ ακοής μαρτυρία (Δέστε Πολιτική Έφεση αρ. 6/2011, Λευκόνικο Χρηματιστηριακή Λτδ v. Χρυστάλλα άλλως Στάλω Χριστοδούλου, ημερ. 15.7.2016 και Ανδρέου κ.α. v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 152). Το Δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψιν του όλα τα περιστατικά της υπόθεσης και, ιδιαίτερα, το αν θα ήταν εύλογο και εφικτό να κλητευθεί, ως μάρτυρας στη διαδικασία, το πρόσωπο που έκανε την αρχική δήλωση, το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα, ο βαθμός της εξ ακοής μαρτυρίας, το αν οποιοδήποτε εμπλεκόμενο πρόσωπο είχε κίνητρο να αποκρύψει ή να παραποιήσει τα γεγονότα (όπως στην παρούσα υπόθεση), το αν η αρχική δήλωση μεταφέρθηκε επ' ακριβώς ή όχι, το πλαίσιο μέσα στο οποίο έγινε η δήλωση, κτλ.  Οι παράγοντες αυτοί, οι οποίοι αναφέρονται στο άρθρο 27(2) του Κεφ. 9, δεν είναι βέβαια εξαντλητικοί, σύμφωνα με τη Νομολογία μας.  Όμως επιβάλλεται όπως η διεργασία αξιολόγησης της βαρύτητας της εξ ακοής μαρτυρίας γίνεται με προσοχή και επεξηγείται από το Δικαστήριο, είτε η εξ ακοής μαρτυρία απορρέει από προφορική είτε από γραπτή μαρτυρία (Δέστε Γεωργίου v. Στυλιανού (2009)                  1 Α.Α.Δ. 70 και Μονός κ.α. v. S. Xenides Trading Co Ltd κ.α. (2010) 1 Α.Α.Δ. 1002).»

 

Στην παρούσα περίπτωση ουδεμία εξήγηση δόθηκε γιατι δεν προσήλθαν τα πρόσωπα που προέβηκαν στις μελέτες για να καταθέσουν. Κρίνεται η ανάγκη παρουσίας τους στο Δικαστήριο και επεξήγησης των μελετών τους επιτακτική υπο την έννοια ότι η κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος και αιτίες αυτής, το 2013 αποτέλεσε και αποτελεί ενα πολυσύνθετο και πολύπλοκο ζήτημα και χρειάζεται ειδική εξειδίκευση και ανάλυση απο τα πρόσωπα που έχουν τεχνική και ακαδημαϊκή κατάρτιση.  Δεν ήταν αρκετή η κατάθεση τους στο Δικαστήριο και η παράθεση κάποιων αποσπασμάτων απο αυτές. Για τούτο το λόγο , η τυχόν αποδοχή και απόδοση βαρύτητας τέτοιας μαρτυρίας χωρίς να δοθεί η ευκαιρία στην υπεράσπιση να αντεξετάσει θα παραβίαζε το δικαίωμα της για δίκαιη δίκη εφόσον όλη η υπόθεση του ενάγοντα ουσιαστικά στηρίζεται στη μαρτυρία του εμεπιρογνώμονα ο οποίος βασίστηκε στις εν λόγω μελέτες.

 

Πρόσφατα στο Εφετείο στην υπόθεση ΝΙΚΟΛΑΣ ΧΑΤΖΗΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ν. A.CH. TRAVEL & TOURS LTD , Πολιτική Έφεση Αρ.70/11 ημερομηνίας 23/10/2023 που αφορούσε ευθύνη πρόκλησης ατυχήματος απο αμέλεια αποφάσισε παραπέμποντας σε σειρά αποφάσεων ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε κατάθεση προσώπου στην Αστυνομία για την αλήθεια του περιεχόμενου του το οποίο δεν προσήλθε στο Δικαστήριο να καταθέσει κατα παράβαση των αξιολογικών κριτηρίων του άρθρου 27(2) του περί Αποδείξεως Νόμου.

 

Για τους λόγους που ανέφερα δεν αποδέχομαι το μάρτυρας ως εμπειρογνώμονα ούτε τη μαρτυρία του .

 

Η μαρτυρία του Μ.Ε. 3 γίνεται αποδεκτή.  Ο μάρτυρας κατέθεσε με τρόπο αντικειμενικό όλα όσα γνώριζε σε σχέση με την υπαγωγή της Εναγόμενης 1 σε καθεστώς εξυγίανσης και την μεταφορά των περιουσιακών στοιχείων της Εναγόμενης 1 στην Εναγόμενη 2 με αναφορά στην έκθεση των ελεγκτών που είχαν εμπλακεί, με ακριβοδίκαιο τρόπο και χωρίς να προσπαθήσει να παραλλάξει τα γεγονότα όπως συνέβησαν και/ή να προσπαθήσει να δώσει άλλο νόημα σε αυτά.  Επαναλαμβάνεται πως ο μάρτυρας δεν αντεξετάστηκε.

 

Προχωρώ στη μαρτυρία του ΜΥ1 η οποία γίνεται επίσης αποδεκτή.  Όπως έχει ήδη σημειωθεί πιο πάνω, με την εξαίρεση της αναφοράς του στην γραπτή του δήλωση περί της επάρκειας και αποτελεσματικότητας των μέτρων που είχαν ληφθεί, το υπόλοιπο μέρος της μαρτυρίας του δεν αμφισβητήθηκε από το συνήγορο της Ενάγουσας.  Σε γενικότερο πλαίσιο, η μαρτυρία του χαρακτηριζόταν από σαφήνεια και λεπτομέρεια. Επεξήγησε όλα τα γεγονότα που έλαβαν χώρα ώστε κατά την κρίση του   πολιτικά η χώρα να καταλήξει στη λιγότερη οδυνηρή υπο τις περιστάσεις συμφωνία με τους ευρωπαίους εταίρους και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Επίσης ανέφερε την αλληλουχία των παραγόντων που συνέδραμαν ώστε μια απο τις μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας το 2013 να τεθεί υπο καθεστώς εξυγίανσης και να εφαρμοστεί στην άλλη μεγάλη τράπεζα ο μηχανισμός διάσωσης με ίδια μέσα. Κρίνω αξιόπιστη τη μαρτυρία του και την αποδέχομαι

 

Για τη μαρτυρία  που έγινε αποδεκτή προβαίνω στα αντίστοιχα ευρήματα χωρίς να χρειάζεται να γίνει εκ νέου αναφορά.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ-ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

 

 

Το βάρος απόδειξης της υπόθεσης βρίσκεται επι των ώμων του ενάγοντα το οποίο και δεν κατάφερε να αποσείσει [βλ. ΓΕΩΠΑΝ ΚΟ ΛΤΔ( GEOPAN Co Ltd) ν. ΠΑΝΙΚΟΥ ΠΑΝΑΓΗ 1991 1 ΑΑΔ 1879].[1] Με την απόρριψη της μαρτυρίας του ΜΕ 2 σφραγίζεται και η τύχη της παρούσας αγωγής. Ο ενάγοντας δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει με οποιοδήποτε τρόπο και με σαφή και αποδεκτή μαρτυρία οτι η συμπεριφορά της εναγόμενης 3  ήταν η αιτία της ζημιάς του. Η αιτιώδης συνάφεια είναι θέμα πραγματικό το οποίο θα πρέπει να αποδειχθεί κατά τη δίκη (βλ. Μακρίδης ν.Λουκά 2003 1 ΑΑΔ 447). Κατι τέτοιο δεν συνέβηκε στην παρούσα περίπτωση.

 

Οι θέσεις που προβλήθηκαν στην παράγραφο 22 της Έκθεσης Απαίτησης παρέμειναν θέσεις γενικές χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο και κυρίως δεν αποδείχθηκε πως τα όσα αναφέρονται, για παράδειγμα η απόφαση για  απομείωση των ελληνικών ομολόγων καθώς και η στήριξη της εναγόμενης 1 με ELA 1.8 δις ευρώ αποτελεί μεμπτή συμπεριφορά που αποδίδεται στην εναγόμενη 3. Ούτε αποδείχθηκε αν πράγματι η Κυπριακή Δημοκρατία παρέλειψε να αποταθεί έγκαιρα στο Μηχανισμό Στήριξης και/ή αν η οποία παράλειψη ήταν αυτή που οδήγησε στο κούρεμα καταθέσεων του ενάγοντα ή τον εκμηδενισμό της αξίας των αξιογράφων. Καταληκτικά καμία από τις θέσεις που προβλήθηκαν με το δικόγραφο δεν αποδείχθηκε και/ή δεν αποδείχθηκε ότι οδήγησε στη σημερινή κατάσταση που βρίσκεται ο ενάγοντας.

 

 

Περαιτέρω θα πρέπει να λεχθεί ότι αποδίδεται νομικά ευθύνη της Κυπριακής Δημοκρατίας  με βάση το άρθρο 172 του  Συνάγματος  για την αμέλεια και/ή παραβίαση των νομικών καθηκόντων της  Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου οι οποίες με τις πράξεις και/ή  παραλείψεις τους οδήγησαν στην κατάρρευση της κυπριακής οικονομίας. 

 

Μια ενδιαφέρουσα νομική ανάλυση του άρθρου 172 του Συντάγματος αναφορικά με την ευθύνη της Κυπριακής Δημοκρατίας εντοπίζεται στην μειοψηφούσα απόφαση του έντιμου Δικαστή Γιασεμή στην υπόθεση ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ ΜΣ & ΣΙΑ ΛΤΔ και άλλες ν.ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ (2015 1 ΑΑΔ 1593) όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Eν πάση περιπτώσει, με τις εν λόγω αιτίες, προβάλλεται ευθέως η θέση ότι η Δημοκρατία υπήρξε, εν προκειμένω, αμελής ή και ότι παρέβη θέσμιο καθήκον της. Επιχειρείται, έτσι, ουσιαστικά, η εναπόθεση αστικής ευθύνης στη Δημοκρατία, σε σχέση με την απώλεια την οποία οι εφεσείουσες, όπως αυτές ισχυρίζονται, έχουν υποστεί. Η οποιαδήποτε ευθύνη της Δημοκρατίας έναντι οποιουδήποτε προσώπου πρέπει να στοιχειοθετείται, πρωτίστως, στο Άρθρο 172 του Συντάγματος. Το θέμα αυτό, παρ' όλον ότι δε φαίνεται, επίσης, να απασχόλησε ευθέως, τουλάχιστον, κατά τη δίκη, εντούτοις δεν μπορεί, και πάλιν, να παραγνωριστεί. Το Άρθρο 172 προβλέπει τα εξής:-

 

«Η Δημοκρατία ευθύνεται διά πάσαν ζημιογόνον άδικον πράξιν ή παράλειψιν των υπαλλήλων ή αρχών της Δημοκρατίας εν τη ασκήσει των καθηκόντων αυτών ή κατ' επίκλησιν ασκήσεως των καθηκόντων αυτών. Νόμος θέλει καθορίσει τα περί της ευθύνης της Δημοκρατίας.

 

Το εν λόγω άρθρο, ουσιαστικά, αναγνωρίζει δικαίωμα έννομης αναζήτησης δικαστικής προστασίας, δηλαδή δικαίωμα αγωγής, κατά της Δημοκρατίας. Με τους όρους δε «ζημιογόνον» και «άδικον», ο συνταγματικός νομοθέτης αναφέρεται στα εντελώς βασικά στοιχεία υπαιτιότητας, που πρέπει να χαρακτηρίζουν την πράξη ή την παράλειψη, προκειμένου να δικαιολογείται η εναπόθεση ευθύνης σε αυτή. Βέβαια, ποτέ δε θα μπορούσε να ήταν η πρόθεσή του η ευθύνη της Δημοκρατίας να ήταν, κατά οποιοδήποτε τρόπο, λιγότερη από την ευθύνη η οποία μπορεί να αποδοθεί, για οποιαδήποτε υπαίτια πράξη ή παράλειψη, είτε σε φυσικό είτε σε νομικό πρόσωπο, κατά το εφαρμοζόμενο γενικό δίκαιο. Τέτοια διάκριση δεν είναι, άλλωστε, επιτρεπτή, λόγω, ακριβώς, της αρχής της κατίσχυσης του κράτους δικαίου επί παντός προσώπου και αρχής. Περαιτέρω, για την ευχερέστερη εφαρμογή του πιο πάνω δικαιώματος, θα έπρεπε, μάλλον, σύμφωνα με το Άρθρο 172, να είχε γίνει νομοθετική ρύθμιση. Με αυτή, θα καθοριζόταν ο τρόπος προσδιορισμού και η έκταση της εν λόγω ευθύνης, καθώς, επίσης, άλλα παρεμφερή θέματα, αφορώντα στην καλύτερη επιδίωξη του υπό αναφορά δικαιώματος, (βλ. Georghiou v. Attorney-General (1982) 1 C.L.R. 938). Όπως δε σημειώνεται στην τελευταία πιο πάνω υπόθεση, ελλείψει τέτοιας ρύθμισης, αποφασίστηκε νομολογιακά ότι, στον τομέα του αστικού δικαίου, εφαρμόζεται, σε σχέση και με τη Δημοκρατία, αν και όχι εξαντλητικά, ο περί Αστικών Αδικημάτων Νόμος, Κεφ. 148, στο βαθμό που οι πρόνοιές του δεν αντίκεινται προς το Σύνταγμα. Με το Άρθρο δε 57 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/1960), προβλέπεται ότι, ενώπιον των Δικαστηρίων, η Δημοκρατία εκπροσωπείται από το Γενικό Εισαγγελέα.

 

Με δεδομένες τις πιο πάνω διαπιστώσεις, έχει, περαιτέρω, αποφασιστεί πως, με τους όρους «ζημιογόνον» και «άδικον», καθορίζεται ότι, για να είναι δυνατή η απόδοση ευθύνης στη Δημοκρατία, η πράξη ή η παράλειψη πρέπει να είναι έκνομη και, βεβαίως, να προέρχεται από υπάλληλό της ή κάποια αρχή, υπαγόμενη σε αυτή, (βλ. Alexandrou v. Attorney-General (1983) 1 C.L.R. 41). Είναι δε σε σχέση με αυτήν, ακριβώς, την πτυχή της υπόθεσης που εντοπίζεται να υπάρχει το δικογραφικό κενό, για το οποίο έγινε λόγος προηγουμένως. Αφού δε δεν εμπλέκονται συγκεκριμένοι υπάλληλοι της Δημοκρατίας, όπως γίνεται, τουλάχιστον, αντιληπτό από τα παρατεθέντα πιο πάνω γεγονότα, τα ερωτήματα, τα οποία τίθενται, είναι σε ποιας αρχής την πράξη ή την παράλειψη πρέπει να αναζητηθεί η ευθύνη της Δημοκρατίας και σε τι, ακριβώς, συνίσταται η ευθύνη αυτή. Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι επιτακτική, για να μπορεί, ακολούθως, να αποδοθεί οποιαδήποτε ευθύνη στη Δημοκρατία, (βλ. Χριστοφίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (2004) 1 Α.Α.Δ. 907).   

 

 

 Με βάση τα ανωτέρω για να κριθεί  η Κυπριακή Δημοκρατία υπεύθυνη για τις πράξεις ή παραλείψεις των 2 πιο πάνω οργάνων κατ’αρχήν θα πρέπει να στοιχειοθετηθούν οι αξιώσεις που προβάλλονται για αυτές και εδράζονται στο αστικό αδίκημα της αμέλειας και παραβίασης των νόμιμων καθηκόντων τους. Απο τη στιγμή που δεν έχει προσκομιστεί οποιαδήποτε αποδεκτή μαρτυρία για την όποια ευθύνη των 2 πιο πάνω οργάνων αλλά αντίθετα  η αγωγή δεν έχει προωθηθεί εναντίον τους και έχει αποσυρθεί δεν μπορεί να αποδοθεί στο πλαίσιο της παρούσας αγωγής οποιαδήποτε ευθύνη στην εναγόμενη 3 για πράξεις ή παραλείψεις τους.

 

 

Συνακόλουθα για τους λόγους που εξήγησα η αγωγή εναντίον της εναγόμενης 3 απορρίπτεται με έξοδα υπερ αυτής και εναντίον του ενάγοντα όπως θα υπολογιστούν απο τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν απο το Δικαστήριο.

 

 

                                                                                       (Υπ.)..............................

                                                                                            Μ.Ιεροκηπιώτου, Α.Ε.Δ

 

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 

 

 

 

 

 



[1] « Ο ενάγων φέρει το βάρος να αποδείξει τα ουσιώδη της αγώγιμης αμέλειας».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο