ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: M.Iεροκηπιώτου,Α.Ε.Δ

 

                                                                                  Αρ. Αγωγής: 606/17

 

Mεταξύ: 

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ  ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ

Εναγόντων

- και -

                                       1. ΚΩΣΤΑΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΥΛΗΣ

                                       2. ΝΑΥΣΙΚΑ ΚΩΣΤΑΚΗ ΠΑΥΛΗ

                                       3. ΜΑΡΙΑ ΚΩΣΤΑΚΗ ΠΑΥΛΗ

Εναγομένων

 

 

Ημερομηνία: 28 Μαρτίου, 2024

 

Εμφανίσεις:

Για ενάγοντες: κ.Μ. Μουαΐμης με κ. Ν.Μουαΐμη

Για εναγόμενους: κ. Χ. Πουτζιουρής

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Οι ενάγοντες αξιώνουν από τους εναγόμενους   οφειλόμενο ποσό δυνάμει δανείου και εκποίηση των μεριδίων των  ενυπόθηκων ακινήτων  τα οποία δόθηκαν προς εξασφάλιση.

Οι εναγόμενοι  στην υπεράσπισή τους ισχυρίζονται ότι υπέγραψαν το δάνειο μετά από πίεση, ψευδείς παραστάσεις, εξαπάτηση, παραπλάνηση και αθέμιτο επηρεασμό.  Αρνούνται  το οφειλόμενο υπόλοιπο και εγείρουν ζητήματα που αφορούν την εισοδηματική ικανότητα τους να αποπληρώσουν το επίδικο δάνειο, παρανομία και ακυρότητα της συμφωνίας δανείου. Επίσης επικαλούνται παράνομες χρώσεις τόκων του δανείου καθώς και των προγενέστερων δανείων που είχαν με τους ενάγοντες. Ειδικότερα ισχυρίζονται ότι επειδή το επίδικο δάνειο έγινε προς εξόφληση προγενέστερων δανείων, τα ποσά των δανείων ήταν λανθασμένα καθώς περιείχαν υπερβολικές χρεώσεις και τούτο θα πρέπει να ληφθεί υπόψη στο οφειλόμενο υπόλοιπο. Περαιτέρω επικαλούνται την ύπαρξη καταχρηστικών όρων στη συμφωνία δανείου. 

Προς απόδειξη της απαίτησης κατέθεσε η ΜΕ1.

Για την υπεράσπιση κατέθεσε ο εναγόμενος 1 και η οικονομολόγος Α.Θ, ΜΥ2

Η μαρτυρία λήφθηκε υπόψη στην ολότητά της, έστω κι αν δεν γίνεται ρητή αναφορά    σε όλα τα μέρη στο κείμενο της απόφασης.  Συνοψίζεται ως εξής:

Η ΜΕ1 υιοθέτησε την γραπτή της δήλωση (Έγγραφο Α). Οι Ενάγοντες κατόπιν αιτήματος των εναγομένων  1 και 2 παραχώρησαν σε αυτούς δάνειο κατά ή περι την 21/12/2010 ύψους €152.000 . Η εν λόγω συμφωνία υπεγράφηκε απο τους εναγόμενους 1 και 2, Τεκμήριο 3. Το δάνειο θα έφερε βασικό επιτόκιο 5% και περιθώριο 1.95% ήτοι 6.95 % με δικαίωμα διαφοροποίησης  κατα την κρίση των εναγόντων(παράγραφος 4). Προνοείτο κεφαλαιοποίηση και τόκος υπερημερίας(παράγραφοι 3 και 4).

 

Αυθημερόν, η εναγόμενη 3  υπέγραψε σύμβαση υποθήκης για ισάξιο ποσό και τόκους (Τεκμήριο 4).  Στις 24/12/2010 οι εναγόμενοι 1 και 2 υπέγραψαν την απόδειξη εκταμίευσης  για το ποσό των €152.000 (Τεκμήριο 10). Το δάνειο θα αποπληρωνόταν σε  3 έτη με την καταβολή μιας εφάπαξ δόσης( παράγραφος 2, Τεκμήριο 3).  Οι εναγόμενοι δεν αποπλήρωσαν το εν λόγω δάνειο. Οι ενάγοντες απέστειλαν προειδοποιητικές επιστολές κατα ή περι τον 8/2016-2/2017(Τεκμήριο 6).  Οι ενάγοντες δεν συμμορφώθηκαν. Στις 2/3/2017 οι ενάγοντες απέστειλαν επιστολή τερματισμού, με την οποία ζητούσαν την εξόφληση του δανείου (Τεκμήριο 7).  Οι εναγόμενοι μέχρι και σήμερα δεν αποπλήρωσαν το εν λόγω δάνειο. Προς απόδειξη του υπολοίπου κατατέθηκαν καταστάσεις λογαριασμού από την ημερομηνία εκταμίευσης ήτοι 24/12/2010 μέχρι 31/12/2022 μαζί με το πιστοποιητικό του άρθρου 35 του Κεφαλαίου 9 , Τεκμήριο 8 καθώς και αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού χωρίς τόκους υπερημερίας, χρεώσεις και άλλα έξοδα, Τεκμήριο 9.

Ο εναγόμενος 1 υιοθέτηση τη γραπτή του δήλωση (Έγγραφο Β).  Σε αυτήν ισχυρίζεται ότι το επίδικο δάνειο έγινε για να εξοφληθούν 3 προηγούμενα δάνεια , οι συμφωνίες των οποίων κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 11-13. Δε γνώριζαν ποιο το επιτόκιο των προηγούμενων συμφωνιών αφού δεν είχαν λάβει αντίγραφα. Το συνολικό ποσό των δανείων που εξοφλήθηκαν ήταν €121.348,92 ενώ ποτέ δεν έλαβαν το ποσό των €152.000 αλλά μόνο έλαβαν το ποσό των €149.801,47 από το νέο δάνειο. Το νέο δάνειο υπέγραψαν κατόπιν πιέσεων  και εξαναγκασμού των υπαλλήλων των εναγόντων ενώ δεν διαπραγματεύτηκαν κανένα όρο της νέας συμφωνίας ούτε και γνώριζαν και/ή ενημερώθηκαν για τον τρόπο υπολογισμού του βασικού επιτοκίου. Στις 27/1/2016 ζήτησε με επιστολή του, Τεκμήριο 14 αντίγραφα των εγγράφων σχετικά με τα δάνεια που κατέθεσε στο Δικαστήριο  αλλά δεν δόθηκε η αίτηση που υπέβαλαν για το υφιστάμενο δάνειο  όπου φαίνεται όλα τα δεδομένα που κατέγραψαν για να λάβουν το επίδικο δάνειο. Ήταν η θέση του ότι με τα εισοδήματα που είχαν όπως φαίνονται στα Τεκμήρια 15 και 16  κατά τα έτη 2010-2022 και την ηλικία τους δεν θα μπορούσαν σε καμία περίπτωση να αποπληρώσουν το δάνειο που έλαβαν το 2010.

Ακολούθως κατέθεσε η ΜΥ2 ως εμπειρογνώμονας σε θέματα αναδιαρθρώσεων δανείων και ελέγχου καταστάσεων λογαριασμών τραπεζών για εξεύρεση του ορθού υπολοίπου. Η εταιρεία της όπως δήλωσε ασχολείται με θέματα αναδιαρθρώσεων δανείων και παροχής συμβουλών προς δανειολήπτες  για τραπεζικούς δανεισμούς και δια μέσου αυτής προβαίνει σε λογιστικό έλεγχο τραπεζικών λογαριασμών.  Η μάρτυρας υιοθέτησε την έκθεση που ετοίμασε, Τεκμήριο 17.   Θα πρέπει να λεχθεί ότι όπως φαίνεται στη μελέτη της μάρτυρος σε αυτή αναλύονται οι υπερχρεώσεις τόκων κατά τη θέση της στα προηγούμενα δάνεια των εναγομένων 1 και 2 αλλά η ίδια δεν προέβη σε ανάλυση του επίδικου δανείου όπως δήλωσε με τη μαρτυρία της.  Προβαίνει σε ανάλυση με παραπομπή στα παραρτήματα που επισύναψε στη μελέτη της αναφορικά με το ποιο θα έπρεπε να ήταν το επιτόκιο στα προηγούμενα δάνεια των εναγομένων 1 και 2 καθώς και σε επεξήγηση των επιτοκίων.  Αναφορικά με το επίδικο δάνειο εστιάστηκε στο επιτόκιο που έφερε το δάνειο σύμφωνα με την παράγραφο 3. Σε σχέση με αυτό ανέφερε στη μελέτη της ότι οι ενάγοντες καθόρισαν το βασικό επιτόκιο και το περιθώριο χωρίς όμως να ενημερώσουν το δανειολήπτη πως  αυτό κυμαίνεται και  για τους παράγοντες που έλαβαν υπόψη κατα παράβαση του άρθρου 3(1) του περι  Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμος, 160(Ι)/99.  Καταλήγει ότι δε συμφωνεί με  τα υπόλοιπα του Τεκμηρίου 8 όπως ούτε και με την αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού Τεκμήριο 9. Κατα την αντεξέταση της σημείωσε ότι έλαβε οδηγίες απο τους εναγόμενους για την ετοιμασία μελέτης κατα τα έτη περίπου 2015-2016 . Ηταν η θέση της ότι αν οι εναγόμενοι γνώριζαν ποίο ήταν το επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας καθώς και ότι αυτό είχε μειωθεί στο 1% οι εναγόμενοι δεν θα υπέγραφαν ποτέ το επίδικο δάνειο.

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι προσκόμισαν αγορεύσεις.  Ειδική αναφορά θα γίνει σε αυτές όπου κριθεί σκόπιμο.

Παρακολούθησα με προσοχή τους μάρτυρες έχοντας υπόψη τις σχετικές αρχές καθώς και τα επίδικα θέματα(Χριστοφόρου v. Γερμανού, Πολ. Έφεση 247/13, ημερ. 7.4.20, ECLI:CY:AD:2020:A112Πατάτσου ν. Χιλμί κ.ά., Πολ. Έφεση 300/11, ημερ. 31.5.17), ECLI:CY:AD:2017:A201.  Η αξιολόγηση της μαρτυρίας γίνεται σε συνάρτηση με τις δικογραφημένες θέσεις και τα τεκμήρια (Ιωαννίδης v. Στυλιανός & Γεώργιος Εργοληπτική Εταιρεία Λτδ, Πολιτική Έφεση 369/14, ημερ. 25.5.22), ECLI:CY:AD:2022:A214.

Η ΜΕ1 μου έκανε καλή εντύπωση.  Η μαρτυρία της ήταν σαφής.  Απαντούσε με πληρότητα, παραπέμποντας σε τεκμήρια.  Δεν διαπιστώθηκε τάση υπεκφυγής ή καταφυγή στο ψεύδος.  Η αξιοπιστία της δεν κλονίστηκε.  Αναφέρθηκε εκτενώς στο περιεχόμενο των συμφωνιών, στον τερματισμό τους και στο οφειλόμενο υπόλοιπο.  Επεξήγησε, με αναφορά σε τεκμήρια, το εκάστοτε καθεστώς των  εναγόντων.  Με ειλικρίνεια ανέφερε ότι η γνώση της για το δάνειο πηγάζει από τα έγγραφα που κατέχει.  Αυτό δεν επηρεάζει τη μαρτυρία της, ως φαίνεται να εισηγείται η πλευρά των εναγομένων.  Αντίθετα, η μάρτυρας κατέχει, όπως είπε, όλα τα σχετικά έγγραφα, μελέτησε την πορεία του δανείου και είναι εξουσιοδοτημένη από την ενάγουσα (Ρώσσου v. Ελληνικής Τράπεζας Χρηματοδοτήσεις Λτδ, Πολιτική Έφεση 448/12, ημερ. 17.12.18), ECLI:CY:AD:2018:A543. Αναφορικά με το ζήτημα της ικανότητας των εναγομένων 1 και 2 να αποπληρώσουν το δάνειο η μάρτυρας ειδικώς κατέθεσε ότι για να δοθεί το δάνειο αξιολογήθηκε η ικανότητα των εναγομένων οι οποίοι σε κάθε περίπτωση ελάμβαναν καταστάσεις λογαριασμού και επιστολές προειδοποίησης και  τερματισμού και ουδέποτε διαμαρτυρήθηκαν περί της μη ικανότητας να αποπληρώσουν αυτό. Αναφορικά με το επιτόκιο που έφερε ο λογαριασμός των εναγομένων η μάρτυρας επεξήγησε το επιτόκιο που χρεώθηκε ο λογαριασμός σε διάφορες ημερομηνίες που σε κάθε περίπτωση ήταν είτε το συμβατικό είτε πιο κάτω απο αυτό. Σε σχέση με τη θέση ότι η τράπεζα δεν ενημέρωνε τους εναγόμενους για την αυξομείωση του επιτοκίου η μάρτυρας ανέφερε μέν ότι δεν εντόπισε τις ειδοποιήσεις στο φάκελο της πλήν όμως ο λογαριασμός δε χρεώθηκε πέραν του συμβατικού και πως οι εναγόμενοι λάμβαναν τις καταστάσεις λογαριασμού του δανείου αλλά ουδέποτε διαμαρτυρήθηκαν για το επιτόκιο.  Θέση η οποία γίνεται δεκτή. Το Δικαστήριο μπορεί να βασιστεί στη μαρτυρία της και να προβεί στα ανάλογα ευρήματα.

Η μαρτυρία του εναγόμενου παρουσιάζει αδυναμίες.   Το βασικό του παράπονο είναι πως δεν τους επεξηγήθηκε τι υπέγραφαν στο Τεκμήριο 3 πριν το υπογράψουν  ούτε γνώριζαν ποιό το επιτόκιο του δανείου . Στη συμφωνία δανείου (Τεκμήριο 3) καταγράφονται αναλυτικά το επιτόκιο και  ο χρόνος αποπληρωμής αυτού καθώς και το ποσό που θα λάμβανε .Καταγράφονται μάλιστα με εντονότερους χαρακτήρες από το υπόλοιπο κείμενο.  Ουδεμία επεξήγηση δόθηκε από τον εναγόμενο γιατί προχώρησε με την υπογραφή της συμφωνίας, παρόλο που, ως ανέφερε, δεν του λέχθηκε ποιό θα ήταν το επιτόκιο και παρόλο που έκρινε ότι  με βάση τα εισοδήματα τους δεν θα μπορούσαν να αποπληρώσουν  το δάνειο.

Περαιτέρω ακόμα και όταν ζήτησε και έλαβε τα έγγραφα και κατάσταση λογαριασμού των προηγούμενων δανείων του καθώς και του επίδικου  δεν έδωσε καμία εξήγηση γιατί δεν διαμαρτυρήθηκε για το επιτόκιο ή για το υπόλοιπο.  Ισχυρίστηκε  ότι ήταν αδύνατη η αποπληρωμή του δανείου με βάση τα εισοδήματα και των δύο τους και επέρριψε την ευθύνη στους ενάγοντες, λέγοντας ότι ήταν οι λειτουργοί που τον πίεσαν να υπογράψει. Μετά απο ερωτήσεις σε σχέση με το ζήτημα αυτό απάντησε:  «Πιστεύκω έπρεπε να δούν  λλίο καλύτερα, να μας πούν θέλετε να κάμουμε το δάνειο,ποιός θα το πληρώσει» παραγνωρίζοντας ότι είναι κατόπιν δικό του αιτήματος που προέβηκαν στο εν λόγω δάνειο. Επίσης σε καμία περίπτωση δεν επεξήγησε ποιά ήταν η πίεση την οποία άσκησαν οι υπάλληλοι των εναγόντων , εκτός του ότι του έδωσαν να υπογράψει ένα «μάτσο χαρτιά» χωρίς να του εισηγηθούν να συμβουλευτεί δικηγόρο ή οικονομολόγο.΄Ομως ο ίδιος το 2016 γνώριζε με ποιό τρόπο να συμβουλευτεί οικονομολόγο για το δάνειο του μάλιστα έδωσε οδηγίες να ετοιμαστεί σχετική έκθεση σε σχέση με αυτά. Δέχτηκε ότι ήταν με τη βούληση του που υπέγραψε το δάνειο. Ακόμη όμως και μετα τον τερματισμό το 2017 δεν  διαμαρτυρήθηκε για το επιτόκιο που έφερε ο λογαριασμός.

Τέλος , θέση του ήταν ότι, μετά την υπογραφή της συμφωνίας (Τεκμήριο 3), δεν έλαβε αντίγραφό της.  Αντίθετα, αντεξεταζόμενος δήλωσε ότι μπορεί να έλαβε έγγραφα των προηγούμενων δανείων του και να τα έχασε.

Ακόμη δέχθηκε  ότι το υπόλοιπο των δανείων μπορεί να μην ήταν €152.000 αλλά €148.000-149.000 χωρίς τους τόκους.

Ένα γενικό σχόλιο για τη μαρτυρία του πέραν της αδυναμίας να ενθυμηθεί κάποια γεγονότα που εν μέρει τούτο δικαιολογείται ένεκα της παρόδου χρόνου απο το διάστημα που επεσυνέβησαν μέχρι και το χρόνο που κατέθετε στο Δικαστήριο, ήταν η σύγχυση που ενέπνεαν τα λεγόμενα του χωρίς σιγουριά και βεβαιότητα για τις θέσεις του. Οι αδυναμίες στη μαρτυρία του σε ουσιώδεις, και όχι μόνο, πτυχές της εκδοχής του είναι σε τέτοια έκταση και βαθμό που δεν μπορούν να αγνοηθούν.  Το Δικαστήριο δεν μπορεί να βασιστεί στη μαρτυρία του. 

Ερχόμενη στη μαρτυρία της ΜΥ2 δέχομαι ότι η εν λόγω μάρτυρας είναι εμπειρογνώμονας, άλλωστε δεν αμφισβητήθηκε αυτό   και ως τέτοια θα αξιολογηθεί. Το καθήκον του εμπειρογνώμονα είναι να εφοδιάσει το δικαστήριο με όλες τις απαραίτητες για σκοπούς ελέγχου της ορθότητας των συμπερασμάτων του, επιστημονικές πληροφορίες, ούτως ώστε το δικαστήριο να είναι σε θέση, εφαρμόζοντας αυτές τις πληροφορίες στα αποδειχθέντα ενώπιον του γεγονότα, να σχηματίσει τη δική του κρίση. [βλ. GEOPET κ.α ν. ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ] Πολιτική Έφεση Αρ.306/2014 ημερομηνίας 13/3/2024).

 

Έχω παρακολουθήσει με κάθε δυνατή προσοχή τη Μ.Υ. και πρέπει ευθύς εξαρχής να σημειώσω ότι σε καμιά περίπτωση δεν έδωσε την εντύπωση ότι είχε πρόθεση να παραπλανήσει ή να ψευδομαρτυρήσει στο Δικαστήριο. Είναι ενδεικτικό της όλης στάσης της πως, σε πλείστες όσες αναφορές της, κατέληγε υπενθυμίζοντας ότι η ίδια έδρασε βάσει των όρων εντολής που έλαβε από τους Εναγόμενους και ότι από εκεί και πέρα θα κρίνει το Δικαστήριο εάν έπραξε ορθώς.

 

 

Θα πρέπει εξ αρχής να λεχθεί ότι η μάρτυρας ασχολήθηκε ανέλυσε και επεξήγησε δάνεια τα οποία δεν είναι επίδικα και για τα οποία το Δικαστήριο δεν θα αποφασίσει. Αν ίσχυαν τα όσα αναφέρει η μάρτυρας τούτα θα έπρεπε να εγερθούν και να εξεταστούν στα πλαίσια άλλης διαδικασίας και σίγουρα σε προγενέστερο στάδιο πριν το δάνειο που αιτήθηκαν και έλαβαν οι εναγόμενοι 1 και 2, το 2010.  Για το δάνειο του 2010 η μάρτυρας ανέφερε ότι είναι το ίδιο το Δικαστήριο που θα αποφασίσει  αν ορθά επιβλήθηκε το επιτόκιο που χρεώθηκε ο επίδικος λογαριασμός  και ποια επίπτωση είχε αν είχε η μη ενημέρωση κατα τη θέση της μάρτυρος του τρόπου που υπολογίστηκε το επιτόκιο.  Να σημειωθεί ότι για τις ημερομηνίες που ερωτήθηκε επι των καταστάσεων λογαριασμού Τεκμήρια 8 και 9 αναφορικά με το επιτόκιο  που χρεώθηκε ο λογαριασμός το 2016 και 2019 δέχτηκε πως αυτό ήταν κάτω του συμβατικού και πως ο λογαριασμός έφερε επιτόκιο 6.25%. Δεν δέχομαι τη μαρτυρία της όσον αφορά στην ανάλυση την οποία προέβηκε για τα προηγούμενα δάνεια για τους λόγους που εξήγησα ανωτέρω. Αναφορικά με το υπόλοιπο μέρος της μαρτυρίας της δηλαδή η μη  τυχόν ενημέρωση των δανειοληπτών για τον τρόπο υπολογισμού του επιτοκίου αποτελεί αντικείμενο εξέτασης και κρίσης από το Δικαστήριο.

Τα όσα καταγράφονται στην παράθεση της μαρτυρίας της ΜΕ1, για σκοπούς αποφυγής επανάληψης, καθίστανται ευρήματα του Δικαστηρίου. 

Το βάρος απόδειξης της απαίτησης είναι στην ενάγουσα στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων (Κωνσταντάς v. Διέτης κ.ά., Πολιτική Έφεση 289/13, ημερ. 6.11.20), ECLI:CY:AD:2020:A380.  Αν ικανοποιήσει ότι η εκδοχή της είναι πιο πιθανή παρά όχι, δικαιούται απόφαση [Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ v. Οικονόμου (2014) 1 Α.Α.Δ. 2287]. 

Η υπογραφή του δανείου και των συμφωνιών δεν αμφισβητείται. 

Ο τερματισμός ήταν νόμιμος.  Η συμφωνία δανείου προνοεί ότι μόλις ζητηθεί, το οφειλόμενο ποσό θα καθίσταται απαιτητό (Τεκμήριο 3, παρ. 5).  Η συμφωνία υποθήκης προνοεί ότι ο οφειλέτης υποχρεούται σε πρώτη ζήτηση να εξοφλήσει το οφειλόμενο ποσό (Τεκμήριο 4, παρ. 15).  Το δάνειο θα αποπληρωνόταν  σε 3 χρόνια απο την υπογραφή του, εφάπαξ στη λήξη του. Οι εναγόμενοι 1 και 2 ουδέν ποσό κατέβαλαν μέχρι τις 10/8/2016   οπότε και αποστάλησαν προειδοποιητικές επιστολές(Τεκμήριο 6).  Στάληκε επιστολή τερματισμού, ημερομηνίας 2/3/217, με την οποία τους ζητούνταν να εξοφλήσουν το δάνειο (Τεκμήριο 7).  Οι επιστολές, ως ανέφερε η ΜΕ1, στάλθηκαν με συνηθισμένο ταχυδρομείο στην τελευταία γνωστή διεύθυνση, ως προνοείται στη συμφωνία δανείου (Τεκμήριο 3, παρ. 12).

Προς απόδειξη του οφειλόμενου ποσού, κατατέθηκε αναδομημένη κατάσταση (Τεκμήριο 9), με την οποία η ενάγουσα περιόρισε αναλόγως την απαίτησή της.  Πρόκειται για συνήθη πρακτική (Καραγιάννη v. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολιτική Έφεση 70/14, ημερ. 17.11.21), ECLI:CY:AD:2021:A528

Στην υπόθεση Geopet Aluminium Λτδ κ.α ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου)Λτδ , ανωτέρω λέχθηκε σε σχέση με τις αναδομημένες κατάστασεις λογαριασμού που κατατείθενται προς απόδειξη του οφειλόμενου υολοίπου:

  «Οι αναδομημένες καταστάσεις οι οποίες κατατέθηκαν από την πλευρά της Εφεσίβλητης, αποτελούν αποδεκτή μαρτυρία, τόσο ως προς τον τρόπο ετοιμασίας τους, νοουμένου ότι ικανοποιούν τις πρόνοιες του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, όσο και ως προς την ορθότητα του περιεχομένου τους, εφόσον προσαχθεί επί τούτου αξιόπιστη μαρτυρία εμπειρογνώμονα. Ενδεικτικά παραπέμπουμε στις υποθέσεις Επίσημος Παραλήπτης ως Εκκαθαριστής της εταιρείας Apak Agro Industries Ltd κ.ά. v. Marfin Popular Bank Public Co Ltd κ.ά. (2016) 1(Β) Α.Α.Δ. 1070, Ιωαννίδης κ.ά. v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2014) 1(Β) Α.Α.Δ. 1491 και Καλλικάς v. Ελληνική Τράπεζα (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1238». 

Με βάση την αναδομημένη κατάσταση (Τεκμήριο 9):

Χρεώθηκε το ποσό του δανείου, ήτοι €152.000.

Το ποσό εκταμιεύθηκε στις 24/12/2010 και πιστώθηκε ο λογαριασμός με 2 ποσά €1.452,55 και €27.000

Χρεώθηκε ο συμβατικός τόκος 6,95% και μάλιστα σε κάποιες ημερομηνίες τόκος λιγότερος απο το συμβατικό (Τεκμήριο 12, παρ. 3). Όπως επεξήγησε η μάρτυρας την 21/12/2010 εφαρμόστηκε το συμβατικό επιτόκιο, απο 1/5/2013 εφαρμόστηκε επιτόκιο 6.75%, απο 2/7/2013 χρεώθηκε το επιτόκιο 6.50%.   Εφαρμόστηκε κεφαλαιοποίηση μία φορά ετησίως. Τόκος υπερημερίας δεν χρεώθηκε. Περαιτέρω αφαιρέθηκαν οποιεσδήποτε άλλες χρεώσεις.

Εφαρμόστηκε ο διαιρέτης των 365 ημερών.  Στη συμφωνία δανείου προνοείται ότι θα εφαρμόζεται ο διαιρέτης των 360 ημερών (παρ. 3α).  Κατά το χρόνο υπογραφής της συμφωνίας, ο όρος αυτός δεν ήταν καταχρηστικός αφού δεν είχαν ακόμη θεσπιστεί ο περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμου (Ν.93(Ι)/96) (ημερ. δημοσίευσης 22.4.16) και ο περί Προστασίας του Καταναλωτή Νόμος (Ν.112(Ι)/21).  Σε κάθε περίπτωση, οι ενάγοντες εφάρμοσαν το διαιρέτη των 365 ημερών, όχι μόνο από την έναρξη ισχύος του Νόμου, αλλά εξ αρχής. 

Η κατάσταση λογαριασμού (Τεκμήριο 8) συνοδεύεται από πιστοποιητικό δυνάμει του άρθρου 35Κεφ. 9, με το οποίο βεβαιώνεται ότι οι καταστάσεις είναι ορθή αναπαραγωγή του αρχείου των εναγόντων ως επιχείρησης και όχι ως πιστωτικού ιδρύματος, κάτι το οποίο το Κεφάλαιο 9 επιτρέπει.  Με βάση την κατάσταση λογαριασμού (Τεκμήριο 8), ετοιμάστηκε η αναδομημένη κατάσταση (Τεκμήριο 9).  Οι υποβολές στην  ΜΕ1 ότι ο υπολογισμός του οφειλόμενου ποσού είναι λανθασμένος επειδή, για παράδειγμα, χρεωνόταν ο λογαριασμός λανθασμένο και ή μη νόμιμο επιτόκιο ή ότι η κεφαλαιοποίηση ήταν λανθασμένη δηλαδή δεν έγινε στις 365 μέρες , παρέμειναν ατεκμηρίωτοι.  Ουδεμία σχετική μαρτυρία προσκομίστηκε για τις χρεώσεις στο επίδικο δάνειο. Καμία σαφής μαρτυρία δεν προσκομίστηκε για τεκμηρίωση του εσφαλμένου  του τελικά οφειλόμενου ποσού του επίδικου δανείου. Οι αναφορές στην αγόρευση του συνηγόρου  σε ποσά απο τις καταστάσεις λογαριασμών, Τεκμήρια 8 και 9 που καταδεικνύουν κατα τη θέση του λανθασμένη χρέωση τόκων ουδέποτε τέθηκαν κατα την αντεξέταση της ΜΕ1 για να τοποθετηθεί ως εκ τούτου αποτελούν εκ των υστερών θέσεις οι οποίες δεν μπορεί να εξεταστούν με τον τρόπο που εγείρονται.

Στην υπόθεση ALPHA BANK CYPRUS LTD v. ZAΛΟΥΜΗ κ.α, Πολιτική Έφεση Αρ. 149/2013 ημερομηνίας 14/4/2020, ECLI:CY:AD:2020:A123 λέχθηκαν πολύ σχετικά τα εξής:

«Με δεδομένο, επομένως, ότι το δάνειο των ΛΚ35.000 είχε δοθεί στον πρωτοφειλέτη και οι εφεσίβλητοι είχαν ρητώς εγγυηθεί την εξόφληση του δανείου αυτού, τα πράγματα ήταν πολύ πιο απλά.  Λανθασμένα το Δικαστήριο, συνεπώς, απέρριψε ολόκληρη την αγωγή (εξουδετερώνοντας ουσιαστικά την καθ΄ αυτή ύπαρξη του δανείου και της οφειλής), επειδή ο μάρτυρας της τράπεζας δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει με ακρίβεια ορισμένες χρεοπιστώσεις και τον τρόπο με τον οποίο χρεώνονταν οι τόκοι και οι διάφορες άλλες χρεώσεις διότι δεν είχε μαζί του τα υποστηρικτικά έντυπα για κάθε εγγραφή.  Η αμφισβήτηση αυτών των ζητημάτων όμως σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να ανατρέψει το μαχητό τεκμήριο του άρθρου 22 που έδειχνε εκ πρώτης όψεως την ορθότητα των καταχωρήσεων και των σχετικών δοσοληψιών.  Όπως αναφέρθηκε και στην υπόθεση Ιωαννίδης ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2014) 1 Α.Α.Δ. 1491, ECLI:CY:AD:2014:A484, οι καταστάσεις λογαριασμού κατατέθηκαν χωρίς ένσταση και δεν απεδείχθη με σαφή μαρτυρία το εσφαλμένο του υπόλοιπου του λογαριασμού από την πλευρά των εγγυητών.  Ακόμη και η αναγνώριση και ο εντοπισμός από την τράπεζα κάποιου λάθους και η διόρθωση του, δεν ανατρέπει το μαχητό τεκμήριο αλλά, αντίθετα, ενισχύει την αξιοπιστία των λογαριασμών.  Οι εφεσίβλητοι, με δεδομένη στην ουσία τη μετατόπιση του βάρους επί των ώμων των, δεν προσκόμισαν σαφή μαρτυρία περί του τελικού οφειλόμενου ποσού προβάλλοντας προς το Δικαστήριο τη δική τους εκδοχή που θα παρέμενε βεβαίως προς αξιολόγηση, ως προς την ορθότητα των χρεώσεων, την εκάστοτε επιβολή τόκων και το τυχόν λανθασμένο των όποιων ποσών καταγράφηκαν ή εμφαίνονταν στους λογαριασμούς.  Οι γενικές και αόριστες υποβολές δεν ήταν επαρκείς.  Η υποβολή, για παράδειγμα, προς το μάρτυρα από το συνήγορο του εφεσίβλητου 1 ότι «το  υπόλοιπο είναι λανθασμένο κατά £10.000», χωρίς ουσιαστική επεξήγηση και χωρίς μαρτυρία από πλευράς του εφεσίβλητου 1, δεν ήταν παρά μια άσφαιρη υποβολή. Επομένως, στη βάση και της νομολογίας, όπως την Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Λάμπρος Χαριλάου Λτδ (2009) 1 Α.Α.Δ. 479, υπήρχε μαρτυρία από τον xxx Άδωνη ότι η εφεσείουσα τράπεζα διατηρούσε με την τυπικότητα και ορθότητα που αναφέρεται στο άρθρο 22 του Κεφ. 9, τα σχετικά βιβλία τα οποία και παρουσιάστηκαν υπό μορφή ηλεκτρονικών λογαριασμών που είχαν συγκριθεί με τα πρωτότυπα.  Οι θέσεις του Δικαστηρίου ότι ανατράπηκε το μαχητό τεκμήριο στη βάση και της αναξιοπιστίας, καθώς έκρινε, του μάρτυρα της τράπεζας δεν ήταν βάσιμες.  Από τη στιγμή που κατατέθηκαν οι λογαριασμοί στη βάση του άρθρου 22, δεν καθίστατο αναξιόπιστος ο μάρτυρας επειδή κατά την αντεξέταση δέχθηκε ότι έλαβε γνώση για τους λογαριασμούς του πρωτοφειλέτη μετά που αυτοί μεταφέρθηκαν στις καθυστερήσεις.  Οι λογαριασμοί, τόσο του χρεωστικού, όσο και του δανείου, αποτύπωναν όλη την πορεία αυτών και φανέρωναν την εκ πρώτης όψεως ορθότητα τους έγιναν δεκτοί δε στη βάση του ότι ο μάρτυρας, ως υπάλληλος της τράπεζας, τους είχε στην κατοχή του και τους παρουσίασε.  Ούτε ήταν δείγμα αναξιοπιστίας το ότι ο μάρτυρας δεν μπορούσε να τοποθετηθεί συγκεκριμένα για καθυστερήσεις στο δάνειο ή ότι δεν φαίνονταν τελικά να γίνονταν μεταφορές από τον τρεχούμενο στο λογαριασμό δανείου.  Περαιτέρω, πολλές από τις θέσεις του Δικαστηρίου για να απορρίψει παντελώς τη μαρτυρία του xxx Άδωνη συνδέονταν και με την εκτενή ανάλυση που κατέγραψε για τη σχέση του λογαριασμού δανείου και των υποχρεώσεων των εγγυητών με τον τρεχούμενο λογαριασμό. Λανθασμένα αναμείχθηκαν τα δύο ως επηρεάζοντα εν τέλει την αξιοπιστία του μάρτυρα ώστε να αναιρείται αυτή τούτη η παροχή του δανείου που αποδεδειγμένα υπήρξε, και που σαφώς εγγυήθηκαν οι εφεσίβλητοι».

 

Στην πιο πάνω απόφαση ανατράπηκε η πρωτόδικη κρίση περί μη απόδειξης του οφειλόμενου υπόλοιπου . Το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε πως με την παρουσίαση των καταστάσεων λογαριασμού μετατοπίστηκε το βάρος απόδειξης στους ώμους των εναγομένων να παρουσιάσουν σαφή μαρτυρία για τις λανθασμένες χρεώσεις τόκων και ποσών. Κάτι τέτοιο δεν έγινε ούτε και στην παρούσα περίπτωση.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να γίνει αναφορά στη θέση της υπεράσπισης ότι το ποσό του δανείου των €152.000 ήταν λανθασμένο  καθότι χρεώθηκαν λανθασμένοι τόκοι  στα 3 προηγούμενα δάνεια των εναγομένων 1 και 2 . Μάλιστα ο συνήγορος υπεράσπισης  με αναφορά στην υπόθεση Μουλαζίμης Αναστάσης Λτδ ν. Τράπεζας Κύπρου  Λτδ[1] ανέφερε ότι αυτή δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση.

Τα γεγονότα της ανωτέρω υπόθεσης είχαν ως εξής:

«Πέντε χρόνια μετά την εξόφληση του σχετικού δανειακού λογαριασμού από την εφεσείουσα, η τελευταία καταχώρησε αγωγή με την οποία απαίτησε εναντίον της εφεσίβλητης ποσό £107.447,31, όπως και τόκους επί διαφόρων ποσών κατ' έτος. Ήταν, η βάση της αγωγής της ότι, εφόσον οι χρεώσεις αυτές ήσαν παράνομες, μπορούσε σε εκείνο το χρονικό σημείο να διεκδικήσει την επιστροφή των ποσών τα οποία είχε με τον τρόπο αυτό παρανόμως χρεωθεί.

Πρωτοδίκως εκρίθη ότι δεν προέκυπτε οποιαδήποτε παρανομία, στη βάση και της μαρτυρίας η οποία είχε προσφερθεί και δεν απεδείχθη ότι οι χρεώσεις αποτελούσαν υπερχρεώσεις και κατ' επέκταση ότι ήταν παράνομες».

 

Το Εφετείο εξετάζοντας την έφεση ανέφερε τα εξής :

«Δεν θα εξετάσουμε επομένως την υπόθεση με αναφορά στην περίπτωση την οποία ο κ. Μαθηκολώνης έχει θέσει ως τη βάση της όλης του επιχειρηματολογίας, ότι δηλαδή η παράνομη χρέωση ενδεχομένως να μην αποτελεί κώλυμα στην περίπτωση κάποιου ο οποίος αντιδρά πριν εξοφλήσει τη χρέωση, αλλά με αναφορά στην περίπτωση που έχουμε ενώπιον μας, όπου η εξόφληση είναι γεγονός. Αυτό σημαίνει ότι δεν πρόκειται για απλή ειδοποίηση χρέωσης, η αντίδραση στην οποία κρίνεται διαφορετικά, αλλά για συνειδητή και ανεπιφύλακτη, όπως ήταν στην προκειμένη περίπτωση, αποδοχή και εξόφληση της χρέωσης η οποία και έθεσε τέρμα στη συμβατική σχέση μεταξύ των μερών.

 

Αφήνοντας ανοικτό λοιπόν το τι θα μπορούσε να διεκδικηθεί σε περίπτωση που η χρέωση δεν έχει εξοφληθεί, σε συνάρτηση με την αρχή του κωλύματος και της παρανομίας, επισημαίνουμε ότι στην περίπτωση που έχουμε ενώπιον μας, δεν είναι δυνατό να επιτρέπεται στην Εφεσείουσα να επανέρχεται, 5 ολόκληρα χρόνια μετά από την εξόφληση στην οποία προέβη, και να απαιτεί την επιστροφή ποσών ήδη χρεωθέντων και πληρωθέντων. Η ασφάλεια των συναλλαγών και η βεβαιότητα των πράξεων οι οποίες μάλιστα θέτουν τέρμα σε συμβατική σχέση, θα ανετρέπετο εκ θεμελίων και η όλη ιδέα της οριστικότητας των σχέσεων θα εκθεμελιώνετο

 

Κρίνω ότι η αρχή που τέθηκε στην ανωτέρω υπόθεση βρίσκει απόλυτη εφαρμογή στα γεγονότα της παρούσας περίπτωσης ακόμη και αν δεχτούμε ότι το επίδικο δάνειο που συνομολογήθηκε το 2010 έγινε προς εξόφληση προγενέστερων δανείων. Δεν μπορεί μετα από 7 χρόνια και αφού  το δάνειο κατέστη απαιτητό οι εναγόμενοι να ισχυρίζονται ότι το σημερινό υπόλοιπο είναι εσφαλμένο διότι τα προηγούμενα δάνεια χρεώνονταν με υπερβολικούς τόκους και ή άλλες παράνομες χρεώσεις. Τα θέματα αυτά θα έπρεπε κατά την κρίση μου να εγερθούν προγενέστερα στα πλαίσια άλλης διαδικασίας πάντως σε καμία περίπτωση στην παρούσα διαδικασία. Δε συμφωνώ με την εισήγηση ότι η παρούσα διαφέρει επειδή οι υπερασπίσεις που προβάλλονται αφορούν σε ψευδείς παραστάσεις, δόλο και στη βάση καταχρηστικών ρητρών εφόσον η υπεράσπιση εδράζεται σε παράνομες χρεώσεις τόκων σε προηγούμενα δάνεια θέση η οποία μάλιστα απασχόλησε και ανέλυσε η ΜΥ2 με την έκθεση της Τεκμήριο 17. Ως εκ τούτου είναι ξεκάθαρη κατά την κρίση μου η θέση της υπεράσπισης και για τους ανωτέρω λόγους δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

Αποτελεί την κατάληξη μου ότι το οφειλόμενο ποσό αποδείχθηκε.  Στις 31/12/2022 ήταν €260.376,99.

 

 Οι εναγόμενοι  υποστηρίζουν ότι οι συμφωνίες είναι άκυρες επειδή περιέχουν καταχρηστικούς όρους.  Ο συνήγορος τους δια της αγόρευσης του επικαλέστηκε  την  απόφαση με αριθμό 1/18 ημερομηνίας 16/2/2018 της Υπηρεσίας Προστασίας του Καταναλωτή καθώς και απόφαση του Δικαστηρίου[2] με την οποία συγκεκριμένοι όροι συμφωνίας κρίθηκαν καταχρηστικοί.  Στον περί Προστασίας του Καταναλωτή Νόμο (Ν.112(Ι)/21), ο οποίος εφαρμόζεται σε συμβάσεις που συνήφθησαν ή τερματίστηκαν πριν τις 12.5.21 (άρθρο 75(1)), και στον περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμο (Ν.93(Ι)/96) τον οποίο καταργεί, καταχρηστικός όρος ερμηνεύεται ως ο όρος ο οποίος «παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί σε βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισότητα ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών».  Λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, η διαπραγματευτική δύναμη των μερών, αν ο καταναλωτής δέχθηκε παροτρύνσεις για να συμφωνήσει και όλες οι περιστάσεις κατά τη σύναψη της σύμβασης.  Στη Frakapor Courier Ltd κ.ά. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2016) 1 Α.Α.Δ. 1487, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ερμηνεύοντας το άρθρο 5Ν.93(Ι)/96 -το λεκτικό του οποίου είναι ταυτόσημο με το άρθρο 50Ν.112/(Ι)/21- κατέληξε ότι για να αποδειχθεί ότι ένας όρος είναι καταχρηστικός «είναι απαραίτητο να καταρριφθεί η ύπαρξη καλής πίστης εκ μέρους της τράπεζας».  Το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την προσέγγισή του.   

 

Κάθε υπόθεση εξαρτάται από τα δικά της περιστατικά.  Στην παρούσα περίπτωση οι εναγόμενοι αιτήθηκαν δάνειο.  Το αίτημά τους εγκρίθηκε. Στις 24/12/2010 το δάνειο εκταμιεύτηκε.  Δεν εντοπίστηκε οποιοδήποτε αίτημα από τους εναγόμενους σε σχέση με παράνομη χρέωση τόκων ή άλλων. (Société Générale Bank-Cyprus Limited v. Χατζηρούσου κ.ά., Πολιτική Έφεση 191/14, ημερ. 11.7.22), ECLI:CY:AD:2022:D305.  Η μαρτυρία, ιδωμένη στο σύνολό της, δεν καταδεικνύει απουσία καλής πίστης εκ μέρους των εναγόντων.  Ούτε προκύπτει ότι οι ενάγοντες δεν συναλλάχθηκαν με έντιμο και δίκαιο τρόπο με τους εναγόμενους. Ο εναγόμενος 1 δέχθηκε ότι υπέγραψαν με την εναγόμενη 2 τη συμφωνία με τη θέληση τους.   Αντίθετη αξιόπιστη μαρτυρία δεν προσκομίστηκε. 

Το γεγονός ότι στο παρελθόν οι εναγόμενοι υπέγραψαν με την ενάγουσα συμφωνία δανείου με τους ίδιους όρους (Τεκμήρια 11-13) δεν καταδεικνύει, το δίχως άλλο, την απουσία διαπραγμάτευσης ή καλής πίστης, ως εισηγούνται οι εναγόμενοι.

Οι όροι που επικαλούνται οι εναγόμενοι, ήτοι το δικαίωμα αλλαγής του επιτοκίου μονομερώς, ο διαιρέτης των 360 ημερών, ο τόκος υπερημερίας και τα έξοδα, δεν εφαρμόστηκαν στον υπολογισμό της απαίτησης. Οι ενάγοντες, για να αποδείξουν το οφειλόμενο ποσό, εφάρμοσαν το επιτόκιο που προνοείται ρητά στη συμφωνία ή και χαμηλότερο σε κάποιες ημερομηνίες , εφαρμόστηκε ο διαιρέτης των 365 ημερών ενώ αφαιρέθηκαν έξοδα, χρεώσεις, τόκος υπερημερίας και εφαρμόστηκε η κεφαλαιοποίηση τόκου μια φορά το χρόνο.

Οι εναγόμενοι υποστηρίζουν ότι, λόγω αλλαγής των εναγόντων, δεν δύναται να χρεώνεται τόκος.  Για σκοπούς καλύτερης κατανόησης των εισηγήσεών του, σημειώνω ότι αρχικά ενάγοντες ήταν η Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Παραλιμνίου, με την οποία οι εναγόμενοι υπέγραψαν τη συμφωνία δανείου.  Στις 11/1/2014 η Σπε Παραλιμνίου Λτδ συγχωνεύτηκε με άλλα συνεργατικά πιστωτικά ιδρύματα και μετονομάστηκε σε Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Κοκκινοχωρίων Λτδ. Αγότερα το 2017 δυνάμει έγγραφης συμφωνίας μετέφερε το παθητικό και ενεργητικό της στη Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα Λτδ η οποία μετανομάστηκε σε Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα Λτδ.  Απο 3/9/18 η Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα με ειδοποίηση μετονομασίας έγινε Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ. Η τελευταία το 2022 καταχώρισε στο Πρωτοκολλητείο ειδοποίηση με βάση το άρθρο 18(6) του περί Αγοραπωλησίας Πιστωτικών Διευκολύνσεων και για Συναφή Θέματα Νόμου (Ν.169(I)/15), με την οποία ενημέρωνε ότι έχει υποκατασταθεί από τους ενάγοντες .Στο Δικαστήριο κατατέθηκε γνωστοποίηση με την οποία ενημερώνονταν οι δανειολήπτες ότι η ΣΕΔΙΠΕΣ Λτδ μεταβίβασε στην ΚΕΔΙΠΕΣ Λτδ όλες τις πιστωτικές της διευκολύνσεις καθώς και τα δικαιώματα και υποχρεώσεις που πηγάζουν απο αυτές   (Τεκμήριο 2).  Με τη γνωστοποίηση ο αγοραστής υποκαθιστά «αυτόματα» τον εκχωρητή (άρθρο 18(4)).  Όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις από τις επίδικες συμφωνίες μεταβιβάστηκαν στους ενάγοντες, ως προβλέπεται στη νομοθεσία.  Οι ενάγοντες  εφάρμοσαν το επιτόκιο το οποίο ρητά αναφέρεται στη συμφωνία (παρ. 3). 

Οι εναγόμενοι υποστηρίζουν ότι η συμφωνία δανείου είναι άκυρη επειδή δεν υπήρξε συμμόρφωση με το άρθρο 3(α) του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου (Ν.160(I)/99).  Το άρθρο επιβάλλει την υποχρέωση στα πιστωτικά ιδρύματα να ενημερώνουν τον οφειλέτη για το επιτόκιο, τον τρόπο με τον οποίο αυτό θα υπολογίζεται και το χρόνο κατά τον οποίο θα εισπράττεται.  Παράλειψη συμμόρφωσης είναι ποινικό αδίκημα.  Βασικό επιτόκιο ερμηνεύεται ως το βασικό επιτόκιο του πιστωτικού ιδρύματος σε ευρώ και το περιθώριο ερμηνεύεται ως η προσαύξηση στο βασικό επιτόκιο σε ποσοστό, το οποίο δηλώνεται ρητώς στη σύμβαση (άρθρο 2).  Στη συμφωνία (Τεκμήριο 3) καθορίζεται το βασικό επιτόκιο σε 5% και το περιθώριο σε 1,95%, ήτοι σύνολο 6,95% (παρ. 3α).  Προνοείται επίσης ο τρόπος με τον οποίο θα υπολογίζεται ο τόκος.  Προνοείται περαιτέρω ότι οι ενάγοντες θα είχαν το δικαίωμα να αυξάνουν ή μειώνουν   το βασικό  επιτόκιο οποτεδήποτε  και αυτό θα είναι δεσμευτικό για το δανειολήπτη ο οποίος θα λαμβάνει γνώση είτε με ανακοίνωση  στον ημερήσιο τύπο είτε με γραπτή προς αυτόν  ειδοποίηση. Στην παρούσα περίπτωση δεν παρουσιάστηκαν ειδοποιήσεις προς το δανειολήπτη για μεταβολή πλήν όμως όπως λέχθηκε απο τη μάρτυρα των εναγόντων, οι εναγόμενοι λάμβαναν καταστάσεις λογαριασμών 2 φορές το χρόνο καθώς και τις επιστολές τερματισμού και ουδέποτε διαμαρτυρήθηκαν παρά στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και μετά την καταχώρηση της παρούσας αγωγής. Μάλιστα δεν διαμαρτυρήθηκαν ακόμα και όταν οι ίδιοι απευθύνθηκαν σε οικονομικό σύμβουλο το 2016. Κατα την κρίση του Δικαστηρίου η απουσία καλής πίστης εκ μέρους των εναγόντων θα έπρεπε να αποδειχθεί με αναφορά στον τρόπο που επηρεάστηκαν τα δικαιώματα τους και όχι αφηρημένα. Τα όσα λέχθηκαν στο Δικαστήριο αποτελούν κατα την κρίση μου εκ των υστέρων σκέψεις εκ μέρους των εναγομένων.

Δεν διαπιστώνεται μη συμμόρφωση με το άρθρο 3 για σκοπούς απόδειξης της απαίτησης.  Εξάλλου, εφαρμόστηκε το επιτόκιο που αναφέρεται ρητά στη συμφωνία.

Τέλος, οι εναγόμενοι υποστηρίζουν ότι η συμφωνία είναι άκυρη λόγω παρανομίας και ματαίωσης (frustration) με βάση το άρθρο 56, Κεφ. 149, επειδή, «όταν τον έβαζαν να υπογράψει», δεν είχε τα εισοδήματα να αποπληρώσει το δάνειο.  Τέτοια (αξιόπιστη) μαρτυρία δεν προσκομίστηκε.  Αντίθετα, αντεξεταζόμενος δέχθηκε ότι υπέγραψε με τη βούληση του αλλά εκείνο που ήθελε ήταν συμβουλή απο την τράπεζα.

Η απαίτηση αποδείχθηκε στον αναγκαίο βαθμό. 

Η σύναψη των συμφωνιών δανείου και υποθήκης, ο νόμιμος τερματισμός και το οφειλόμενο ποσό έχουν αποδειχθεί (Κόκκινου κ.ά. v. Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ, Πολιτική Έφεση 386/14, ημερ. 20.3.23), ECLI:CY:AD:2023:A124

Εκδίδεται απόφαση υπέρ των εναγόντων και εναντίον του εναγομένων για το ποσό των €260.376,99, με τόκο 6,25% από 1.1.23 μέχρι εξόφλησης, με κεφαλαιοποίηση μια φορά ετησίως, ήτοι κάθε 31η Δεκεμβρίου.

Εκδίδεται, επίσης, Διάταγμα εναντίον της εναγόμενης 3 για την εκποίηση της επίδικης υποθήκης ως η παράγραφοι 17 και 32 του Εγγράφου Α΄.  Τυχόν πλεόνασμα να επιστραφεί στους εναγόμενους.

Τα έξοδα επιδικάζονται υπερ των εναγόντων και εναντίον των εναγομένων όπως θα υπολογιστούν απο τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν απο το Δικαστήριο.

 

                                                                                        (Υπ.)..........................

                                                                                       Μ.Ιεροκηπιώτου, Α.Ε.Δ

 

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1] 2013 1 ΑΑΔ 168

[2] Διευθυντής Υπηρεσίας Προστασίας Καταναλωτή v. Societe Generale Bank-Cyprus Limited, Aρ.Γενικής Αίτησης 177/2020 ημερομηνίας 25/2/2021


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο