ECLI:CY:EDLAR:2014:A173
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Ενώπιον: Ε. Γεωργίου-Αντωνίου, Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 95/2011
Μεταξύ:
CATERTEC CATERING EQUIPMENT SERVICES LTD
Εναγόντων/Αιτητών
και
Νέας Σαλαμίνας Αμμοχώστου
Εναγομένων/Καθ’ων η Αίτηση
και
1. Διοικητικό Συμβούλιο του Σωματείου Νέα Σαλαμίνα Αμμοχώστου
2. Σίμος Ιωάννου
Μεσεγγυούχων
-------------------------------------------
Αίτηση ημερομηνίας 07/03/2014 για
αναστολή εκτέλεσης του εντάλματος κατάσχεσης εις χείρας τρίτου
Ημερομηνία: 28 Μαΐου, 2014.
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για Αιτητές- Ενάγοντες: Ο κ. Αγαθοκλέους, για Φράγκος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
Για Καθ΄ ων η Ααίτηση- Εναγόμενους και Μεσεγγιούχους: Η κα Σ. Γεωργίου για Δημητρίου & Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΙΟΦΑΣΗ
Οι Αιτητές με την αίτησή τους ζητούν από το Δικαστήριο διάταγμα με το οποίο να αναστέλλεται η διαδικασία για κατάσχεση σε χείρας τρίτου (writ of attachment) μέχρι την εκδίκαση της έφεσης που αφορά την ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 10/12/2013.
Ως νομικό έρεισμα της αίτησης κατεγράφησαν η Δ.35 θ.18-19, Δ.48 θθ1-4, 8(1)(ee) και η Δ.64 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, τα Άρθρα 73-81 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, το Άρθρο 30.3 του Συντάγματος, οι αρχές της επιείκειας, η νομολογία και οι συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.
Η Αίτηση υποστηρίχθηκε από την ένορκη δήλωση του Άγγελου Εφραίμη, διευθυντή των Εναγόντων και δεόντως εξουσιοδοτημένου για την κατάρτιση της ενόρκου δηλώσεως. Σύμφωνα με τον ενόρκως δηλούντα, στις 11/10/2012 είχε εκδοθεί εκ συμφώνου δικαστική απόφαση εναντίον των Εναγομένων- Καθ΄ ων η αίτηση για το ποσό των €21.870-, με τόκο προς 5,5% ετησίως από την 01/11/2011 πλέον €3.042- δικηγορικά έξοδα, πλέον Φ.Π.Α. και με τόκο. Στις 23/01/2013 οι Ενάγοντες- Αιτητές καταχώρισαν αίτηση για κατάσχεση εις χείρας τρίτου για εξόφληση του εξ αποφάσεως χρέους στην οποία οι Εναγόμενοι – Καθ’ ων η Αίτηση καταχώρισαν ένσταση στις 15/04/2013. Στις 14/05/2013 οι Ενάγοντες-Αιτητές ζήτησαν, με την καταχώριση αίτησης, την αντεξέταση του Αρτέμη Αρτεμίου, σε σχέση με το περιεχόμενο της ενόρκου δηλώσεώς του που υποστήριξε την ένσταση των Μεσεγγυούχων 1 και 2, η οποία αίτηση απορρίφθηκε από το Δικαστήριο στις 10/12/2013. Στις 23/12/2013 καταχωρίστηκε έφεση εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου.
Είναι η θέση του ομνύοντα ότι είναι ορθό και δίκαιο να ανασταλεί η διαδικασία μέχρι την εκδίκαση της έφεσης, αφού στην περίπτωση επιτυχίας της έφεσης θα καταστεί αναγκαία η επανεκδίκαση της αίτησης για κατάσχεση εις χείρας τρίτου λόγω του ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη του μαρτυρία η οποία δεν υπήρχε κατά την ακρόαση της αίτησης. Ισχυρίζεται ότι η οποιαδήποτε καθυστέρηση δεν θα βλάψει με οποιοδήποτε τρόπο τους Εναγόμενους – Καθ΄ ων η Αίτηση. Αφού η οποιαδήποτε βλάβη προκύψει βαραίνει τον επιτυχόντα διάδικο, ήτοι τους Ενάγοντες – Αιτητές.
Η Αίτηση αντιμετωπίστηκε με την καταχώριση Ένστασης, στην οποία κατεγράφησαν στο σύνολό τους είκοσι επτά (27) λόγοι ενστάσεως, οι οποίοι σε μεγάλη έκταση επαναλαμβάνονταν και ήταν σε συντομία οι ακόλουθοι: Ότι η αίτηση είναι αντικανονική ή και άκυρη γιατί στηρίζεται σε λανθασμένες διατάξεις το νόμου και των κανονισμών, ότι δεν συνοδεύεται από ένορκη δήλωση όπως απαιτείται από τους περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς, ότι η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση ημερομηνίας 07/03/2014 είναι ανεπαρκής γιατί τα γεγονότα που αναφέρει δεν αποτελούν ικανοποιητικό υπόβαθρο για την αναστολή της διαδικασίας, ότι στερείται, η αίτηση και η ένορκος δήλωση, ουσιαστικού και νομικού ερείσματος, ότι οι Εναγόμενοι και οι Μεσεγγυούχοι 1 και 2 δεν πρέπει να στερηθούν τους καρπούς της επιτυχίας τους, ότι δεν έχει προβληθεί οποιοσδήποτε λόγος για την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου υπέρ των Αιτητών, ότι η έφεση δεν έχει καμιά πιθανότητα επιτυχίας γιατί οι λόγοι έφεσης δεν σχετίζονται με την κατάληξη του Δικαστηρίου στην απόφαση ημερομηνίας 10/12/2013, ότι οι Αιτητές δεν έθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ τους, ότι δεν αποκαλύπτονται ουσιαστικά γεγονότα στην ένορκη δήλωση και συγκεκριμένα ότι δεν υπάρχει οποιοδήποτε ποσό προς κατάσχεση εις χείρας τρίτου και ότι η αίτηση γίνεται για αλλότριους σκοπούς ή και για καθυστέρηση της διαδικασίας.
Νομική βάση της Ένστασης αποτέλεσαν η Δ.39, η Δ.35 θ.θ. 18 – 19, η Δ.48 θ.θ.1-4 και 8-10, τα άρθρα 73-81 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, ο περί Εφέσεων (Προδικασία, Περίγραμμα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων Κανονισμός του 1996, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και η συμφυής εξουσία και η πρακτική του Δικαστηρίου.
Η Ένσταση υποστηρίχθηκε από την ένορκη δήλωση της κας Χριστοφή, δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τους Εναγόμενους και τους Μεσεγγυούχους 1 και 2. Σύμφωνα με την ομνύουσα, η Αίτηση των Εναγόντων-Αιτητών είναι αντικανονική ή και άκυρη γιατί στηρίζεται σε λανθασμένες διατάξεις του νόμου και των κανονισμών και παραλείπει τα απαιτούμενα στοιχεία από τον νόμο. Είναι ο ισχυρισμός της ότι η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση είναι ανεπαρκής και τα στοιχεία που αναφέρονται σ΄ αυτή δεν αποτελούν ικανοποιητικό ή πραγματικό υπόβαθρο για αναστολή της διαδικασίας για κατάσχεση εις χείρας τρίτου γιατί δεν έχει προβληθεί οποιοσδήποτε λόγος για την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου υπέρ των Αιτητών. Επιπρόσθετα υποστηρίζει ότι η έφεση δεν έχει καμιά πιθανότητα επιτυχίας γιατί οι λόγοι έφεσης δεν σχετίζονται με την κατάληξη του Δικαστηρίου στην απόφαση ημερομηνίας 10/12/2013. Υποστηρίζει ότι οι Αιτητές δεν έθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ τους και ότι δεν αποκάλυψαν ότι δεν υπάρχει οποιοδήποτε ποσό προς κατάσχεση εις χείρας τρίτου. Καταλήγει, ότι η Αίτηση γίνεται για αλλότριους σκοπούς ή και για καθυστέρηση της διαδικασίας.
Και οι δύο πλευρές προώθησαν τις εκατέρωθεν θέσεις με γραπτές αγορεύσεις, το περιεχόμενο των οποίων το Δικαστήριο έχει κατά νου.
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
Η δικονομική διάταξη που εφαρμόζεται, κατά την δική μου κρίση, στην παρούσα περίπτωση και επί της οποίας επίσης στηρίζεται η Αίτηση, είναι η Δ.35 Θ.18. Αυτό γιατί αφορά αναστολή εκτέλεσης απόφασης εκκρεμούσης εφέσεως όπως συμβαίνει στην παρούσα υπόθεση.
Η Δ.35 Θ.18 διαλαμβάνει τα ακόλουθα:
«18. An appeal shall not operate as a stay of execution or of proceedings under the decision appealed from except so far as the Court appealed from the Court of Appeal or a Judge of either Court, may order; and no intermediate act or proceeding shall be invalidated, except so far as the Court appealed from may direct. Before any order staying execution is entered, the person obtaining the order shall furnish such security (if any) as may have been directed. If the security is to be given by means of a bond, the bond shall be made to the party in whose favour the decision under appealed was given.»
Σε ελεύθερη μετάφραση:
«18. Μια έφεση δεν θα λειτουργεί ως αναστολή εκτέλεσης ή διαδικασίας στην απόφαση που εφεσιβάλλεται εκτός κατόπιν διατάγματος του Δικαστηρίου που εφεσιβάλλεται ή του Εφετείου ή ενός Δικαστή των πιο πάνω Δικαστηρίων και ουδεμία πράξη ή διαδικασία θα παύει να ισχύει εκτός κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου που εφεσιβάλλεται. Προτού εκδοθεί διάταγμα που να αναστέλλει την εκτέλεση το πρόσωπο που θα ζητήσει το διάταγμα θα πρέπει να παράσχει τέτοιαν εγγύηση (αν υπάρχει) που θα διαταχθεί. Αν η ασφάλεια θα δοθεί υπό τύπο γραμματίου, το γραμμάτιο θα γίνει προς όφελος του διαδίκου προς όφελος του οποίου η υπό έφεση απόφαση εκδόθηκε.»
Καθοδήγηση μπορεί να αντληθεί από το σκεπτικό της απόφασης στην υπόθεση Παναγιώτα Νεοφύτου ν. Χρυσάνθη Δημητρίου (1989) 1 CLR 592, στην οποία λέχθηκε ότι η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για αναστολή πρωτόδικης απόφασης, εξαρτάται από το αποτέλεσμα της εξισορρόπησης δύο εξίσου σημαντικών παραγόντων για την απονομή της δικαιοσύνης, την διασφάλιση αφ’ ενός του τελεσίδικου χαρακτήρα της πρωτόδικης απόφασης και της απόδοσης στον διάδικο που έχει επιτύχει των καρπών της επιτυχίας του και την εξασφάλιση αφ’ ετέρου της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος για την άσκηση έφεσης.
Το Δικαστήριο ασκώντας τη διακριτική ευχέρεια που του παρέχεται από τη Δ.35 θ.18 θα πρέπει να εξισορροπήσει δύο παράγοντες, τη φυσιολογική προσδοκία του Ενάγοντα να αξιοποιήσει άμεσα τους καρπούς της επιτυχίας του στο δικαστικό αγώνα και την ανάγκη η ενδεχόμενη επιτυχία της έφεσης να μη χάσει τη σημασία της. Στην απόφαση Χαραλάμπους v. A. Panayides Contractors Ltd (2001) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1978, αναφέρθηκαν οι αρχές, βάσει των οποίων μπορεί να ασκηθεί η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Παραθέτω αυτούσιο σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Δικαστή Κραμβή, σελ.1982:
«Οι αρχές οι οποίες διέπουν το θέμα, εκπηγάζουν από τη νομολογία και μπορούν να συνοψισθούν ως ακολούθως:
(α) Η απόφαση για αναστολή ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου η άσκηση της οποίας γίνεται στο πλαίσιο της Δ.35 θ.18 και σε συνάρτηση προς τα γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης.
(β) Η έφεση δεν αναστέλλει το δικαίωμα εκτέλεσης ούτε μειώνει το κύρος της πρωτόδικης απόφασης η οποία, παραμένει ισχυρή και διατηρεί την τελεσιδικία της μέχρι την τροποποίηση ή την ανατροπή της από το Εφετείο. Έπεται ότι ο επιτυχών διάδικος δεν πρέπει να αποστερείται τους καρπούς της επιτυχίας του εκ μόνου του γεγονότος ότι εκκρεμεί η εκδίκαση της έφεσης του αντιδίκου του. Από την άλλη όμως αποτελεί βασική προϋπόθεση για την απονομή της δικαιοσύνης, η διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος για άσκηση έφεσης. Η άρνηση έκδοσης διαταγής για αναστολή εκτέλεσης της απόφασης δυνητικά συνεπάγεται κίνδυνο εξανέμισης της αξίας της έφεσης.»
Το θέμα της αναστολής ενδιάμεσων αποφάσεων έτυχε πρόσφατα συζήτησης στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Μιχάλης Δημητρούδης ν. Ανδρέα Νίκου Λουγκρίδη, (2011) 1Α ΑΑΔ 687, στην οποία ο Δικαστής Ναθαναήλ ανέφερε τα ακόλουθα:
«Η νομολογία που επικαλέστηκε η συνήγορος του εφεσίβλητου- καθ΄ ου η αίτηση στην υπό κρίση διαδικασία, έχει οριοθετήσει την εμβέλεια και τον τρόπο εφαρμογής της Δ.35 θ. 18. Στην Aftomata Eleourgia Lythrodonta Limited v. Holy Monastery of Mahera (1986) 1 C.L.R. 524, υιοθετήθηκε η προηγούμενη προσέγγιση στην Fotiou and another v. Petrolina Ltd (1984) 1 C.L.R. 708, ως προς το ότι η Δ.35. θ. 18, δεν επιτρέπει την αναστολή περαιτέρω διαδικασιών εκκρεμούσης της έφεσης εφόσον η εν λόγω διάταξη αφορά τη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να αναστέλλει μόνο εφέσιμα διατάγματα κάτω από τη Δ.35 θ. 2, είτε τελικά, είτε ενδιάμεσα. Όπου όμως δεν υπάρχει οτιδήποτε προς εκτέλεση από τη διαταγή του Δικαστηρίου, όπως στην περίπτωση καταδικαστικής απόφασης για αστική παρακοή διατάγματος, όπως ήταν το αντικείμενο στην Aftomata Eleourgia – πιο πάνω – τότε δεν δίνεται εξουσία αναστολής. Κρίθηκε ότι η Δ.35 θ. 18, δεν αποτελεί υποκατάστατο ή εναλλακτικό μέσο θεραπείας προνομιακού εντάλματος τύπου «prohibition» εκδιδόμενο μάλιστα από Δικαστήριο ίδιας δικαιοδοσίας, (δέστε ως προς την πτυχή αυτή και την απόφαση της Ολομέλειας στην Αναφορικά με την Αίτηση του Ευάγγελου Εμπεδοκλή (αρ. 3) για Certiorari (2009) 1 Α.Α.Δ. 529). Παρομοίως, στην Ντίνου Μ. Λύρα ν. Πετρολίνα Λτδ (αρ. 1) (1997) 1 Α.Α.Δ. 1384, κρίθηκε ότι το αντικείμενο της αναστολής δυνάμει της Δ.35 θ. 18, είναι «….. η υποχρέωση ή καθήκον που επιβάλλεται από την απόφαση, και όχι η παγοποίηση ή ο προσωρινός παραμερισμός της απόφασης η οποία εφεσιβάλλεται». Αντικείμενο της επιδίωξης αναστολής σε εκείνη την υπόθεση ήταν η ακύρωση διατάγματος τριτοδιαδίκου. Στη μεταγενέστερη απόφαση στην Marfin Popular Bank Public Co. Ltd v. Telec Logistic Company Ltd κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 764, επιβεβαιώθηκε εκ νέου η ως άνω αρχή με επιδοκιμαστική αναφορά στη Λύρας ν. Πετρολίνα Λτδ (αρ. 1) – ανωτέρω – και πάλι σε σχέση με διαδικασία ακύρωσης διατάγματος τριτοδιάδικου πρωτοδίκως.
Γενικά το αντικείμενο της αναστολής συναρτάται προς ορισμένη θετική ενέργεια, υποχρέωση ή καθήκον που επιβάλλεται από την εφεσιβαλλόμενη απόφαση. Στην In re E.S. (an Infant) (1986) 1 C.L.R. 119, όπου αίτηση προς αναστολή περαιτέρω διαδικασίας ενόψει άρνησης του Δικαστηρίου να διατάξει τον διάδικο και το παιδί του να υποβληθούν σε αιματολογικό έλεγχο, απορρίφθηκε τόσο πρωτοδίκως, όσο και ενώπιον του Εφετείου, λέχθηκε ότι δεν υπήρχε λόγος διεύρυνσης της εμβέλειας της Δ.35 θ.18, η οποία περιορίζεται στην αναστολή θεμάτων συναρτώμενων προς την εκτέλεση απόφασης ή διαταγής του Δικαστηρίου ή της διαδικασίας, συναρτώμενης όμως με διαδικασίες που είναι μόνο παρεμφερείς της απόφασης υποκείμενης σε έφεση, όπως διαδικασίες μεσεγγύησης. Αυτό υπό το φως και της αντίστοιχης παλαιάς O.58 r. 12 των Αγγλικών Θεσμών, στο r.12(1)(b) του οποίου αναφερόταν ότι «no intermediate act or proceeding shall be invalidated by an appeal».
Σχετικές επί του προκειμένου είναι και οι υποθέσεις Παπακόκκινου v. Γλυκής (1998) 1 Α.Α.Δ. 513, Loukos v. Rainbow (2000) 1 Α.Α.Δ. 1014, Μιχαήλ v. Πούλλου (2000) 1 Α.Α.Δ. 438, Ros Estates κ.α. (αρ.2) (2001) 1 Α.Α.Δ. 147, Σάββα v. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως (2002) 1 Α.Α.Δ. 195, και P. & M.A. Restaurants Ltd κ.α. v. Eric John Wakeham, (2011) 1Β ΑΑΔ 1239.
Στο σύγγραμμα Halsbury’s Laws of England,παράγραφος 451, 4η έκδ., υπό τον τίτλο «Stay of execution generally» αναφέρεται επίσης μεταξύ άλλων ότι :
«... On the contrary, the court’s inherent jurisdiction to stay the execution of a judgment or order is limited in its extent, and can only be exercised on grounds that are relevant to a stay of the enforcement proceedings themselves, and not to matters which may operate as a defence in law or relief in equity, for such matters must be specifically raised by way of defence in the action itself. The special circumstances which entitle the court to stay execution of a money judgment are circumstances which go to the enforcement of the judgment and not those which go to its validity or correctness.»
Όπως αναφέρεται στο Annual Practice του 1958 και συγκεκριμένα στις σελίδες 1697 και 1698, η οποιαδήποτε αναστολή παρέχεται συναρτούμενη πάντοτε με τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται με γνώμονα τα γεγονότα και τις ιδιαίτερες περιστάσεις που αυτά επιβάλλουν. Συγκεκριμένα καταγράφονται τα ακόλουθα:
« It is in the discretion of the Court to grant or refuse a stay (Becker - v - Earl´s Court Ltd (1911) 56 SJ 206; The Ratata [1897] P at p. 132; A. G. - v - Emerson (1889) 24 QBD pp.58,59), and the Court will grant it where the special circumstances of the case so require.»
Το Δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής του εξουσίας, με βάση τις πιο πάνω αρχές, λαμβάνει υπόψη τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Όπως προκύπτει από τη νομολογία η έφεση δεν αναστέλλει το δικαίωμα εκτέλεσης ούτε μειώνει το κύρος της πρωτόδικης απόφασης. Η διασφάλιση του τελεσφόρου της πρωτόδικης απόφασης, αφενός και της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος για άσκηση έφεσης, αφετέρου, συνιστούν τους κατεξοχήν παράγοντες που επενεργούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Η εξισορρόπηση των συγκρουόμενων δικαιωμάτων επιβάλλει τη στάθμιση κάθε γεγονότος που σχετίζεται τόσο με τις επιπτώσεις της αναστολής, όσο και τη ζωτικότητα του δικαιώματος για την άσκηση έφεσης. Οι προοπτικές επιτυχίας της έφεσης, είναι μεν παράγοντας σχετικός, αλλά οριακής σημασίας στις πλείστες περιπτώσεις. Το πλαίσιο για τη διάγνωση των δικαιωμάτων του εφεσείοντα σε συνάρτηση με την αποτίμηση των λόγων της έφεσης είναι η ακρόαση της έφεσης. Μόνο όπου μπορεί να γίνει πρόγνωση με βεβαιότητα ως προς την επιτυχία ή αποτυχία της έφεσης, χωρίς περαιτέρω συζήτηση του θέματος, ο παράγοντας αυτός αποκτά ιδιαίτερη σημασία στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου( βλ. Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν Αρχής Λιμένων Κύπρου (1991) 1 ΑΑΔ 1147 και Πραξιτέλη Βογαζιανού ν Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1997) 1 ΑΑΔ 591).
Η εισήγηση της πλευράς των ενιστάμενων στην υπό εξέταση Αίτηση, πως δεν τεκμηριώνεται στην Ένορκη Δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση η θέση πως η έφεση έχει πολύ καλές πιθανότητες επιτυχίας δεν μπορεί να υιοθετηθεί. Η τύχη της έφεσης θα κριθεί ενώπιον του Εφετείου. Είναι αξιοσημείωτο ότι προβάλλονται από τους Καθ ων η Αίτηση και τους Μεσεγγυούχους 1 και 2 αντικρουόμενες θέσεις ήτοι ότι δεν υπάρχει οποιοδήποτε ποσό για κατάσχεση, οπόταν πού είναι το πρόβλημα να ανασταλεί η διαδικασία είναι το εύλογο ερώτημα και δεύτερον ότι θα αποστερηθούν τους καρπούς της επιτυχίας τους. Ποια είναι η επιτυχία τους, αφού έχουν δεχθεί απόφαση, της οποίας τους καρπούς θα αποστερηθούν δεν την καταγράφουν.
Είναι γεγονός ότι τα Δικαστήρια, στην προσπάθειά τους να εξισορροπήσουν τα συγκρουόμενα συμφέροντα μεταξύ των δύο πλευρών, εξασφαλίζοντας ένα υγιές ισοζύγιο μεταξύ τους, σε πλείστες των περιπτώσεων προσεγγίζουν ζητήματα ως το υπό συζήτηση με την επιβολή όρων όπως η παροχή εγγύησης. Η κατάληξη όμως αυτή προϋποθέτει ότι πράγματι έχουν τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου τέτοια στοιχεία που του επιτρέπουν να διαβλέψει πως αν δεν παρέμβει, η έφεση στην περίπτωση που επιτύχει, θα αποστερηθεί της αποτελεσματικότητας της. Στην υπό εξέταση περίπτωση, για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω και σε αυτό τουλάχιστο το στάδιο, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι υπάρχει τέτοιο ζήτημα.
Συμπεράσματα
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, κρίνω ότι είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης όπως εγκρίνω το αίτημα. Είναι δικαίωμα της Ενάγουσας η εκτέλεση της απόφασης που εκδόθηκε εκ συμφώνου και αυτό το δικαίωμα θέλει η ίδια να το αναστείλει μέχρι την εκδίκαση της έφεσης που καταχώρισε. Εν πάση περιπτώσει οι Εναγόμενοι και οι Μεσεγγυούχοι ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει οποιοδήποτε διαθέσιμο ποσό για δέσμευση οπόταν δεν θα επηρεαστούν με οποιοδήποτε τρόπο.
Για τους λόγους αυτούς, κρίνω ότι η πιθανότητα να καταστεί άνευ αντικειμένου η έφεση, υπερισχύει των επιπτώσεων που θα επιφέρει η αναστολή της απόφασης στους Εναγόμενους και τους Μεσεγγυούχους 1 και 2.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, εκδίδω διάταγμα αναστολής της διαδικασίας εκτέλεσης εις χείρας τρίτου μέχρι της εκδίκασης της έφεσης που καταχωρήθηκε από τους Ενάγοντες κατά της πιο απόφασης του Δικαστηρίου ημερομηνίας 10/12/2013.
Τα έξοδα της παρούσας αίτησης, τα οποία επιδικάζονται στα €750-, επιδικάζονται υπέρ της Αιτήτριας – Ενάγουσας και εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση – Εναγομένων και Μεσεγγυούχων 1 και 2. Θα καταβληθούν όμως στο τέλος της διαδικασίας.
(Υπ.) ……………………………
Ε. Γεωργίου-Αντωνίου, Ε. Δ.
Πιστόν Αντίγραφον
Πρωτοκολλητής