ECLI:CY:EDLAR:2018:A250
EΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Ν. Γερολέμου, Α.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 1822/2014
Μεταξύ:
ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ
Ενάγουσας
ΚΑΙ
1. XXXXX ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ, διαχειριστής της MADACO & ELOMAS DISTRIBUTORS LIMITED ως έχει μετονομαστεί από MADAGO DISTRIBUTORS LIMITED
2. ELOMAS INVESTMENTS LIMITED
3. XXXXX ΝΙΚΟΛΑΟΥ άλλως XXXXX Νικολάου
4. XXXXX ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
5. ΕΠΙΣΗΜΟΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ ως διαχειριστής της περιουσίας της XXXXX XXXXX ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Εναγομένων
ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 28.9.2018 ΓΙΑ ΠΑΡΑΜΕΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΠΙΔΟΣΗΣ ΤΟΥ ΚΛΗΤΗΡΙΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΡΗΜΗΝ ΕΚΔΟΘΕΙΣΑΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 20.10.2014 ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ 1
Ημερομηνία: 20.12.2018
Εμφανίσεις:
Για Εναγόμενη 1 – Αιτήτρια: κ. Γ. Αργυρίδης για Γ. Αργυρίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ
Για Ενάγουσα-Καθ΄ης η αίτηση: κα Καραμαλλή για Χάρης Κυριακίδης ΔΕΠΕ
--------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η (αυθημερόν)
Η Αιτήτρια με την παρούσα, υπό κρίση, αίτηση ημερομηνίας 28.8.2018 εξαιτείται των ακόλουθων διαταγμάτων:
«(Α) Διάταγμα με το οποίο να παραμερίζεται η επίδοση του κλητήριου εντάλματος στον κ. XXXXX Ιακωβίδη που έγινε στις 25.7.2014.
(Β) Διάταγμα του Δικαστηρίου που να ακυρώνει και ή να παραμερίζει (set aside) την απόφαση ημερομηνίας 20.10.2014 που εκδόθηκε εναντίον του Εναγόμενου 1 στην αγωγή με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο.
(Γ) Οποιαδήποτε άλλη θεραπεία η οποία θα κριθεί εύλογη και δίκαιη από το Δικαστήριο κάτω από τις περιστάσεις.
(Δ) Τα έξοδα της αίτησης πλέον ΦΠΑ.»
Τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η αίτηση εκτίθενται στην ένορκη δήλωση που XXXXX Κωνσταντίνου, ο οποίος αναφέρει τα ακόλουθα:
«
1. Είμαι ο Εναγόμενος 4 στην υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή και είμαι πλήρως εξουσιοδοτημένος από τον επίσημο παραλήπτη, ως εκκαθαριστή της εταιρείας MADACO & ELOMAS DISTRIBUTORS LIMITED (η «Εταιρεία») όπως προβώ στην παρούσα ένορκη δήλωση. Γνωρίζω τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης απευθείας και προσωπικά αφού από την ημερομηνία ίδρυσης της εταιρείας μέχρι και την ημερομηνία που τέθηκε υπό διαχείριση τελούσα και/ή ενεργούσα ως διευθυντικό στέλεχος αυτής με καθημερινή και άμεση εμπλοκή στην διαχείριση της. Για οποιαδήποτε γεγονότα δεν έχω προσωπική γνώση αποκαλύπτω την πηγή της πληροφόρησης μου. Για νομικής φύσεως θέματα έχω τύχει νομικής συμβουλής από τους δικηγόρους της Αιτήτριας.
2. Διευθύντρια στην Εταιρεία είναι η θυγατέρα μου Εναγόμενη 3 και μέτοχοι η σύζυγος μου XXXXX Κωνσταντίνου – Εναγόμενη 5 ως και η Εναγόμενη 2. Όσο αφορά την Εναγόμενη 2 μέτοχοι είναι η σύζυγος μου και εγώ, ενώ διευθύντρια της είναι η θυγατέρα μου, Εναγομένη 3. Επισυνάπτω ως Τεκμήριο 1 πιστοποιητικά αξιωματούχων και μετόχων αναφορικά με την Εταιρεία και ως ΤΕΚΜΗΡΙΟ 2 πιστοποιητικό έρευνας του εφόρου εταιρειών ημερομηνίας 24/09/2018 αναφορικά με την Εναγόμενη 2.
3. Την 26/11/2013 η Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία ΛΤΔ (η «Τράπεζα»), ως κάτοχος ομολόγου κυμαινόμενης επιβάρυνσης επί όλης της περιουσίας της Εταιρείας, είχε διορίσει ως παραλήπτη / διαχειριστή τον κ. XXXXX Ιακωβίδη. Το σχετικό έντυπο του εφόρου εταιρειών υπ’ αριθμό ΗΕ35 καταχωρήθηκε από την Τράπεζα στον έφορο εταιρειών στις 27/11/2013.
4. Τον Ιανουάριο 2014 ο κ. Ιακωβίδης πώλησε περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας προς κάλυψη της οφειλής της Εταιρείας προς την Τράπεζα. Αναφορικά με τα ποσά που εισπράχθηκαν από την πώληση αυτή θα αναφερθώ στην συνέχεια.
5. Με τον διορισμό διαχειριστή, και αφού η Εταιρεία έφυγε από τον έλεγχο της οικογένειας μου μετακόμισα μόνιμα μαζί με όλη μου την οικογένεια στο Ηνωμένο Βασίλειο, πράγμα το οποίο γνώριζαν οι Ενάγοντες ως εξηγώ πιο κάτω.
6. Είναι σημαντικό για σκοπούς της παρούσας αίτησης να καταγραφούν χρονικά τα διάφορα διαβήματα στα οποία προέβησαν οι Ενάγοντες αφού μέσα από αυτά θα διαφανεί και ο τρόπος με τον οποίον μεθόδευσαν την διαδικασία έκδοσης απόφασης κατά της Εταιρείας, και χωρίς οι αξιωματούχοι και μέτοχοι αυτής να λάβουν γνώση περί της ύπαρξης της παρούσας αγωγής:
(α) Στις 17/07/2014 καταχωρήθηκε η παρούσα αγωγή εναντίων της Αιτήτριας για υπόλοιπο δυνάμει σύμβασης πιστωτικών διευκολύνσεων, και εναντίων των Εναγόμενων 2, 3, 4 και 5 ως εγγυητών της Εταιρείας.
(β) Στις 25/07/2014 το κλητήριο ένταλμα επιδόθηκε στον κ. XXXXX Ιακωβίδη για την Εταιρεία.
(γ) Στις 02/09/2014 οι Ενάγοντες καταχώρησαν αίτηση για λήψη άδειας για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας ειδοποίησης του κλητήριου εντάλματος αναφορικά με τους Εναγόμενους 3 και 4. Η εν λόγω αίτηση υποστηριζόταν από ένορκη δήλωση του κ. XXXXX Σωφρονίου ημερομηνίας 02/09/2014 και σε αυτή αναφερόταν η διεύθυνση στο Ηνωμένο Βασίλειο στην οποία η θυγατέρα μου, Εναγόμενη 3, αλλά και η υπόλοιπη μας οικογένεια διέμενε. Στις 07/10/2014 εκδόθηκε διάταγμα επιτρέπον την επίδοση εκτός δικαιοδοσίας ειδοποίησης του κλητήριου εντάλματος. Τα εν λόγω έγγραφα βρίσκονται εντός του φακέλου της υπόθεσης.
(δ) Στις 20/10/2014 εκδόθηκε μονομερώς απόφαση κατά της Εταιρείας αφού ο κ. Ιακωβίδης παρέλειψε να καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης.
(ε) Τα έγγραφα που θα επιδίδονταν προς τους Εναγόμενους 3 και 4, και για τα οποία λήφθηκε διάταγμα από τους Ενάγοντες στις 07/10/2014, μεταφράστηκαν στις 19/12/2016, ήτοι περισσότερο από 2 χρόνια αργότερα, και στάλθηκαν στο Υπουργείου Δικαιοσύνης από τους δικηγόρους των Εναγόντων προς επίδοση στο Ηνωμένο Βασίλειο.
(στ) Ευθύς μόλις τα έγγραφα επιδόθηκαν στους Εναγόμενους 3 & 4 καταχωρήθηκε σημείωμα εμφάνισης από τους δικηγόρους τους.
7. Αυτό που διαφαίνεται από τα πιο πάνω γεγονότα είναι ότι παρόλο που Ενάγοντες γνώριζαν επ’ ακριβώς την διεύθυνση διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο των αξιωματούχων της Εναγόμενης 1, εντούτοις προτίμησαν να επιδώσουν την αγωγή στον κ. Ιακωβίδη τον οποίον οι ίδιοι διόρισαν, εξασφάλισαν απόφαση και μετά από 2 και πλέον χρόνια αποφάσισαν να επιδώσουν την αγωγή στους λοιπούς εναγόμενους.
8. Ουδέποτε οι αξιωματούχοι και μέτοχοι της Εναγόμενης 1 είχαν τύχει ενημέρωσης από τον κ. Ιακωβίδη ή τους Ενάγοντες αναφορικά με την αγωγή ούτως ώστε να διδόταν η ευκαιρία να καταχωρείτο εμφάνιση και για την Εναγόμενη 1.
9. Όταν η αγωγή επιδόθηκε στους Εναγόμενους 3 και 4 θεωρούσαμε ότι η δικαστική διαδικασία προχωρούσε κανονικά και για την Εναγόμενη 1 και ότι η υπόθεση θα εκδικαζόταν για όλους τους Εναγόμενους μαζί.
10. Κατά ή περί τον Φεβρουάριο 2018 επέστρεψα στην Κύπρο με σκοπό την επαναδραστηριοποίηση μου στον τομέα του εμπορίου. Συνάμα, άρχισα να διεξάγω έρευνα ως προς τις συνθήκες αποξένωσης των περιουσιακών στοιχείων της Εναγόμενης 1 από τον κ. Ιακωβίδη, και πιθανές ευθύνες αυτού. Ως εκ τούτου διευθετήθηκε στις 06/08/2018 συνάντηση στο γραφείο του κ. Ιακωβίδη στην Λευκωσία. Στην συνάντηση, πέραν του κ. Ιακωβίδη παρόν ήταν και ο δικηγόρος της Αιτήτριας κ. XXXXX Αργυρίδη, η κα. XXXXX Αντωνίου η οποία εργάζεται στην εταιρεία του κ. Ιακωβίδη ως και 2 άλλοι υπάλληλοι αυτού.
11. Κατά την εν λόγο συνάντηση ο ίδιος ο κ. Ιακωβίδης μας ενημέρωσε ότι όταν του είχε επιδοθεί το κλητήριο ένταλμα της παρούσας αγωγής δεν καταχώρησε εμφάνιση άρα μάλλον, όπως είπε θα εκδόθηκε απόφαση. Μας εξέφρασε επίσης την δυσαρέσκεια του παραλήπτες – διαχειριστές να συμφωνούν με την τράπεζα που τους διόρισε στην έκδοση απόφασης υπέρ της τράπεζας. Όπως ο ίδιος είπε, αυτό είναι τεράστιο λάθος και ότι ο ίδιος ουδέποτε το πράττει αφού δεν είναι δυνατόν να είναι αντικειμενικοί αφού είναι αυτή η ίδια η τράπεζα που τους έχει διορίσει.
12. Τέλος ο κ. Ιακωβίδης μας ανάφερε ότι από την πώληση των περιουσιακών στοιχείων της Εναγόμενης 1 εισέπραξε κατά ή περί τον Ιανουάριο 2014 το ποσό των €321,300 από το οποίο πλήρωσε ποσό ύψους €273,000 σε διάφορες οφειλές της Εταιρείας. Οι υπόλοιπες €131,000 πληρώθηκαν στην Ενάγουσα έναντι του χρέους της Εναγόμενης 1. Παρά την είσπραξη του εν λόγω ποσού, οι Ενάγοντες κατά την απόδειξη της υπόθεσης τους κατά της Εναγόμενης 1 ουδέποτε αναφέρθηκαν στο ποσό αυτό και ουδέποτε αφαίρεσαν αυτό από το αξιούμενο ποσό. Προς απόδειξη των ισχυρισμών μου επισυνάπτω ως ΤΕΚΜΗΡΙΟ 3 αντίγραφο της ενόρκου δηλώσεως του XXXXX Σωφρονίου ημερομηνίας 16/10/2014, η οποία βρίσκεται ήδη κατατεθειμένη στον φάκελο της υπόθεσης και την οποία οι Ενάγοντες παρουσίασαν προς απόδειξη της υπόθεσης τους. Ως Τεκμήριο 4 παρουσιάζω τις καταστάσεις λογαριασμών που επισυνάπτονταν στην προαναφερόμενη ένορκη δήλωση του XXXXX Σωφρονίου. Οι εν λόγω καταστάσεις χρονικά αρχίζουν πριν την ημερομηνία διορισμού του παραλήπτη – διαχειριστή, και τελειώνουν την ημερομηνία απόδειξης της απαίτησης. Πουθενά δεν φαίνεται να αφαιρείται το ποσό που εισπράχθηκε από τον κ. Ιακωβίδη.
13. Για να προλάβω τους Ενάγοντες από του να ισχυρισθούν ότι αφαίρεσαν αυτό από άλλο λογαριασμό της Εταιρείας αναφέρω τα εξής: οι Ενάγοντες καταχώρησαν εναντίων της Εταιρείας και την αγωγή αρ. 1424/2014 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας. Στην εν λόγω αγωγή ενήργησαν με τον ίδιο τρόπο ως ανωτέρω, επιδίδοντας δηλαδή το κλητήριο ένταλμα στον κ. Ιακωβίδη και εξασφαλίζοντας απόφαση μονομερώς. Ούτε και από την εκεί απαίτηση τους αφαίρεσαν το πιο πάνω ποσό. Προς απόδειξη του ισχυρισμού μου τούτου επισυνάπτω ως Τεκμήριο 5 αντίγραφο του κλητήριου εντάλματος και της απαίτησης στην εν λόγω αγωγή, Τεκμήριο 6 ένορκη δήλωση της κας. XXXXX Δημητρίου ημερομηνίας 17/09/2014 με την οποία απέδειξαν την υπόθεση τους οι Ενάγοντες κατά της Αιτήτριας, και Τεκμήριο 7 αντίγραφο των λογαριασμών που επισυνάπτονταν στην ένορκη δήλωση της κας. XXXXX Δημητρίου ημερομηνίας 17/09/2014.
14. Τα τεκμήρια που επισυνάπτονται πιο πάνω έχουν ληφθεί τόσο από τον Δικαστηριακό φάκελο της παρούσας υπόθεσης όσο και από τον φάκελο της αγωγής 1424/2014. Μόλις λάβαμε γνώση από τον κ. Ιακωβίδη για τα ανωτέρω δόθηκαν οδηγίες στους δικηγόρους της Αιτήτριας όπως προβούν σε έρευνα του Δικαστηριακού φακέλου ούτως ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσο οι ισχυρισμοί του περί έκδοσης απόφασης εναντίων της Εναγόμενης 1 ίσχυαν. Αμέσως οι δικηγόροι της Αιτήτριας αιτήθηκαν όπως προβούν σε έρευνα φακέλων. Ένεκα των θερινών διακοπών το Πρωτοκολλητείο μόλις στις 21/08/2018, ως ενημερώνομαι από τον κ. XXXXX Αργυρίδη, ενημέρωσε τους δικηγόρους ότι οι φακέλοι είχαν εντοπιστεί και ήταν έτοιμοι προς επιθεώρηση. Ούτως και έγινε. Στις 22/08/2018 δόθηκαν στους δικηγόρους της Αιτήτριας από το Πρωτοκολλητείο Λάρνακας αντίγραφα των εγγράφων που είχαν ζητηθεί. Εντός του φακέλου της υπόθεσης βρίσκεται σχετικό πιστοποιητικό (certification) με το οποίο πληρώθηκαν τα αντίγραφα των εγγράφων και το οποίο αποδεικνύει την προαναφερόμενη ημερομηνία.
15. Στο παρόν στάδιο οφείλω να αναφέρω ότι για την Εναγόμενη 1 είχε εκδοθεί στις 19/09/2014 διάταγμα εκκαθάρισης στα πλαίσια της αίτησης 52/14 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας η οποία είχε καταχωρηθεί από τον πιστωτή της κ. XXXXX Χρυσάνθου. Προς επαλήθευση επισυνάπτω ως ΤΕΚΜΗΡΙΟ 8 εκτύπωση από την ιστοσελίδα του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου ο οποίος διατηρεί μητρώο εταιρειών που τελούν υπό εκκαθάριση. Δεδομένης της εκκαθάρισης της Εναγόμενης 1, οι δικηγόροι αυτή ζήτησαν στις 23/08/2018 δια επιστολή τους που απευθυνόταν στον Επίσημο Παραλήπτη (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 9) την συγκατάθεση αυτού ως επίσης και τον διορισμό τους ως δικηγόρων της Εναγόμενης 1 με σκοπό τον παραμερισμό της απόφασης ημερομηνίας 18/09/2014 ως και την καταχώρηση σημειώματος εμφάνισης.
16. Εις απάντηση του πιο πάνω αιτήματος επικοινώνησε μαζί με τον δικηγόρο κ. XXXXX Αργυρίδη στις 03/10/2018 ο κ. XXXXX Χρυσάνθου ο οποίος εργάζεται ως εξεταστής στον Επίσημο Παραλήπτη. Ο. κ. Χρυσάνθου κάλεσε τον κ. Αργυρίδη στα γραφεία του Επίσημου Παραλήπτη στις 10/09/2018. Κατ’ επέκταση στις 10/09/2018 ο κ. XXXXX Αργυρίδης, με την δική μου συνοδεία, μετέβη στα γραφεία του Επίσημου Παραλήπτη όπου και μας ανακοινώθηκε ότι έδιδαν την συγκατάθεση τους στο πιο πάνω αίτημα μας. Προς τούτο παραδόθηκαν στον κ. Αργυρίδη από τον κ. Χρυσάνθου 2 τύποι διορισμού δικηγόρου (retainers) υπογεγραμμένοι από τον ίδιο τον Έφορο Εταιρειών κ. XXXXX Κόκκινο (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 10). Ως εκ τούτο υπάρχει η απαιτούμενη εξουσιοδότηση και συγκατάθεση από τον κατά νόμο υπεύθυνο για να δώσει αυτή σε σχέση με την Εταιρεία.
17. Οι λόγοι για τους οποίους η Εναγόμενη 1 αιτείται τον παραμερισμό της απόφασης είναι πρώτον επειδή η αγωγή ασκήθηκε εναντίον του ιδίου του Διαχειριστή, χωρίς να δοθεί στην ουσία η δυνατότητα στην εταιρεία να υπερασπιστεί την αξίωση της Ενάγουσας, και δεύτερο επειδή το ποσό το οποίο έχει επιδικαστεί εναντίων της Εναγόμενης 1 δεν αντικατοπτρίζει το πραγματικό υπόλοιπο.
18. Μελετώντας τα έγγραφα που καταχωρήθηκαν από τους Ενάγοντες προς απόδειξη της υπόθεσης τους κατά της Εναγόμενης 1 παρατηρείται ότι πέραν του ότι δεν έχει αφαιρέσει το καθαρό προϊόν από την πώληση των περιουσιακών στοιχείων της Εταιρείας, λόγος για τον οποίο ευσεβάστως εισηγούμαι και ως λαμβάνω συμβουλή από τους δικηγόρους της Εταιρείας είναι αρκετός για να εγκριθεί ο παραμερισμός της απόφασης, περαιτέρω ο τόκος κεφαλαιοποιείται περισσότερο από 2 φορές τον χρόνο, ήτοι περισσότερες φορές από όσες έχουν συμφωνηθεί δυνάμει της επίδικης συμφωνίας ως και του σχετικού νόμου.
19. Ο κ. XXXXX Σωφρονίου κατέθεσε κατάσταση του λογαριασμού ως Τεκμήριο 23 στην ένορκη δήλωση του ημερομηνίας 16/10/2014 και η οποία βρίσκεται κατατεθειμένη στον φάκελο του Δικαστηρίου. Για σκοπούς διευκόλυνσης του Σεβαστού Δικαστηρίου επισυνάπτεται ανωτέρω το εν λόγω Τεκμήριο ως ΤΕΚΜΗΡΙΟ 4. Χωρίς να χρειάζεται οποιαδήποτε ιδιαίτερη γνώση, και με απλά μαθηματικά προκύπτουν τα εξής:
i) Στις 30/06/2014 το Τοκοφόρο Υπόλοιπο ανερχόταν στο ποσό των € 423.773,02.
ii) Την ίδια ημερομηνία, το υπόλοιπο πλέον οι τόκοι ανερχόταν στο ποσό των € 430.871,22 αφού προστέθηκαν ως τόκοι το ποσό των € 7.098,20.
iii) Η κεφαλαιοποίηση δυνάμει της επίδικης συμφωνίας και της νομοθεσίας επιτρεπόταν στις 30/06 και 31/12 κάθε χρόνο.
iv) Ως εκ τούτου, εάν οι Ενάγοντες ήθελαν να υπολογίσουν τον τόκο για την περίοδο 30/06/2014 – 20/06/2014 θα έπρεπε να πολλαπλασίαζαν επί του ποσού των € 423.773,02 και όχι επί του ποσού των € 430.871,22 αφού το δεύτερο ποσό έφερε και τόκους, πράγμα που θα σήμαινε κεφαλαιοποίηση.
v) Οι Ενάγοντες όμως υπολόγισαν τους τόκους στις 20/10/2014 επί του ποσού των € 430.871,22, και αυτό αποδεικνύεται από τα εξής: πολλαπλασιάζοντας 9,0000%, το οποίο ως φαίνεται από την κατάσταση ήταν το ποσοστό τόκου που χρεωνόταν την συγκεκριμένη στιγμή, με το ποσό των € 430.871,22 προκύπτει το ποσό € 30.788,4098 , το οποίο είναι ο τόκος για όλη την χρονιά. Διαιρώντας το με τον αριθμό 360 ο οποίος δυνάμει της επίδικης συμφωνίας ήταν ο διαιρετής για το εμπορικό έτος, προκύπτει το ποσό των € 107.717805 ως ημερήσιος τόκος. Από τις 30/06/2014 που είχε επιβληθεί τόκος μέχρι την 20/10/2014 που επιβλήθηκε ξανά τόκος είναι 112 ημέρες.
vi) Πολλαπλασιάζοντας τις 112 με το ποσό των € 107.717805 που είναι η ημερήσιος τόκος προκύπτει το ποσό των € 12.064,39, όσο δηλαδή και το ποσό που χρέωσαν στις 20/10/2014 τον επίδικο λογαριασμό.
20. Ως εκ των ανωτέρω είναι αδιαμφισβήτητη η κεφαλαιοποίηση του τόκου, πράγμα το οποίο μολύνει στην ολότητα του τον επίδικο λογαριασμό και το υπόλοιπο αυτού.
21. Ως τυγχάνω νομικής συμβουλής από τους δικηγόρους της Αιτήτριας, ο Διοικητικός Διαχειριστής (administrative receiver) πρωτίστως επιδιώκει την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των πιστωτών που τον διόρισαν. Ως εκ τούτου, έχει σχέση αντιπροσώπευσης με την τράπεζα που τον διόρισε και κατ’ επέκταση όταν η τράπεζα τον ενάγει είναι σαν να ενάγει εαυτόν. Μάλιστα η κίνηση της τράπεζας να διορίζει διοικητικό διαχειριστή για συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία και συνάμα να ενάγει για αυτά, είναι αντιφατική και καταχρηστική.
22. Δεδομένου ότι με τον διορισμό διοικητικού διαχειριστή δεν επηρεάζεται η νομική ύπαρξη και οντότητα της εταιρείας, το ίδιο δεν επηρεάζονται και οι εξουσίες των διευθυντών ιδιαίτερα σε ότι αφορά την αντιπροσώπευση της εταιρείας ενώπιον του Δικαστηρίου, πέραν από το δικαίωμα που έχει ο διαχειριστής δυνάμει του άρθρου 337 του κεφαλαίου 113. Με τον διορισμό του ο διοικητικός διαχειριστής δεν αποκτά εξουσία να ενάγει ή ενάγεται για την εταιρεία, όπως μόνο ο εκκαθαριστής έχει.
23. Στην παρούσα υπόθεση ο κ. Ιακωβίδης ενάχθηκε ο ίδιος προσωπικά από το πρόσωπο που τον διόρισε, με συνεναγόμενους αξιωματούχους της Εταιρείας για τους οποίους μάλιστα όπως έχει διαφανεί γνώριζαν οι Ενάγοντες που διέμεναν. Εντούτοις, ο κ. Ιακωβίδης παρά να προβεί σε συζητήσεις με τους αξιωματούχους της εταιρείας για το ποια θα ήταν η αντιμετώπιση και χειρισμός της παρούσας αγωγής, προτίμησε να μην προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια αποσιωπώντας έτσι το θέμα με αποτέλεσμα την έκδοση της επίδικης απόφασης.
24. Θεωρώ ότι ουδεμία καθυστέρηση έχει υπάρξει στην καταχώρηση της παρούσας αίτησης αφού έχουν επεξηγηθεί με πάσα λεπτομέρεια ανωτέρω όλες οι ενέργειες μας από την ημερομηνία που λάβαμε γνώση της επίδικης απόφασης. Έχει περαιτέρω επεξηγηθεί γιατί θεωρούμε κακή την συμπερίληψη και κατ’ επέκταση επίδοση της αγωγής στον κ. Ιακωβίδη. Τέλος έχει διαφανεί ότι το ποσό για το οποίο έχει εκδοθεί απόφαση δεν είναι το πραγματικά οφειλόμενο ποσό.
25. Για όλους τους πιο πάνω λόγους, και ως λαμβάνω νομική συμβουλή από τους δικηγόρους της Εταιρείας, τηρούνται όλες οι προϋποθέσεις για παραμερισμό της απόφασης ημερομηνίας 20/10/2014. Υπό τις περιστάσεις μάλιστα, ως λαμβάνω νομική συμβουλή, ευσεβάστως εισηγούμαι ότι δεν θα πρέπει να διαταχθεί η Αιτήτρια να καταβάλει τα έξοδα των Εναγόντων σε περίπτωση παραμερισμού της απόφασης.»
Η αίτηση βασίζεται στη Δ.17 Θ.10, Δ.48 Θ.1, 2, 3 και 9 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, στις γενικές, συμφυείς εξουσίες και διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, στην Νομολογία, Πρακτική, στις αρχές της Επιείκειας και στους κανόνες της Φυσικής Δικαιοσύνης.
Η Καθ΄ης η αίτηση καταχώρησε ειδοποίηση περί προθέσεως ενστάσεως στις 30.11.2018 με την οποία προβάλλονται εικοσιεπτά (27) λόγοι ένστασης, αρκετοί εκ των οποίων είναι οι ίδιοι σε μεγάλο βαθμό, οι οποίοι παρατίθενται ως έχουν πιο κάτω:
«
1. Η Αίτηση Παραμερισμού είναι παράτυπη ή/και αντικανονική ή/και νόμω και ουσία αβάσιμη ή/και θνησιγενής ή/και εν πάση περιπτώσει η Αιτήτρια με τη συμπεριφορά της κωλύεται να προωθεί τις αξιώσεις που προβάλλονται με την Αίτηση Παραμερισμού.
2. Η Αίτηση Παραμερισμού βασίζεται σε λανθασμένο ή/και ελλιπές νομικό υπόβαθρό ή/και δεν περιλαμβάνονται σε αυτή οι διατάξεις της σχετικής νομοθεσίας ή/και δεν καθορίζεται στη νομική βάση της Αίτησης Παραμερισμού το δικαιοδοτικό πλαίσιο της αίτησης.
3. Η Αίτηση Παραμερισμού είναι νομικά και ουσιαστικά αβάσιμη ή/και αντικανονική ή/και παντελώς αδικαιολόγητη ή/και η νομική της βάση δεν μπορεί να οδηγήσει στην απόδοση των εξαιτούμενων θεραπειών.
4. Η Αίτηση είναι απαράδεκτη ή/και θνησιγενής αφού προωθείται χωρίς οι δικηγόροι της Αιτήτριας να κατέχουν εξουσιοδότηση ή/και νόμιμη ή/και έγκυρη εξουσιοδότηση από τον Επίσημο Παραλήπτη για την προώθηση της παρούσας Αίτησης Παραμερισμού.
5. Η δικηγορική εταιρεία Γ. Αργυρίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε. δεν νομιμοποιείται στην καταχώριση και προώθηση της Αίτησης Παραμερισμού ή/και ουδεμία εξουσιοδότηση κατέχει για να ενεργεί ως δικηγόρος της Αιτήτριας στο πλαίσιο της Αίτησης Παραμερισμού ενόψει του ότι οι οδηγίες του Επίσημου Παραλήπτη αφορούσαν ρητά την καταχώριση υπεράσπισης στο πλαίσιο της υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό αγωγής και όχι στην προώθηση Αίτησης Παραμερισμού. Συνεπώς η δικηγορική εταιρεία Γ. Αργυρίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε. αδυνατεί να προωθεί την υπό εξέταση Αίτηση ελλείψει εξουσιοδότησης.
6. Τα γεγονότα που υποστηρίζουν την Αίτηση Παραμερισμού δεν δικαιολογούν την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων ή/και δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων ή/και θεραπειών.
7. Δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις έκδοσης διατάγματος παραμερισμού ή/και ακύρωσης της δικαστικής απόφασης που εκδόθηκε εναντίον της Αιτήτριας στις 20/10/2014 (η Απόφαση).
8. Η Απόφαση εναντίον της Αιτήτριας εκδόθηκε κανονικά ή/και νομότυπα.
9. Η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος που πραγματοποιήθηκε στην Αιτήτρια είναι καθ’ όλα νόμιμη και νομότυπη και σύμφωνη με τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας.
10. Η Αιτήτρια γνώριζε για την ύπαρξη της Αγωγής τουλάχιστον από τις 31/01/2017, ημερομηνία κατά την οποία ο δικηγόρος των Εναγόμενων 2, 3 και 4 μας ενημέρωσε ότι θα εμφανίζεται για αυτούς η/και από τις 20/02/2017 ημερομηνία κατά την οποία τα δικαστικά έγγραφα της υπό τον ως άνω τίτλο αγωγής, συμπεριλαμβανομένου και του γενικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος επιδόθηκαν στην Εναγόμενη 3, διευθύντρια της Αιτήτριας, πλην όμως επέλεξε να μην εμφανιστεί ή/και να μην προβεί σε οποιοδήποτε διάβημα για να ενημερωθεί σε ποιο στάδιο βρίσκεται η διαδικασία αναφορικά με την Αιτήτρια.
11. Δεν έχει δοθεί οποιαδήποτε εξήγηση ή/και οιαδήποτε ικανοποιητική εξήγηση για την μη καταχώριση Σημειώματος Εμφάνισης εκ μέρους της Αιτήτριας ή/και η προβαλλόμενη δικαιολογία είναι αβάσιμη και δεν ευσταθεί και σε κάθε περίπτωση η Αιτήτρια δεν νομιμοποιείται να προωθεί την παρούσα Αίτηση Παραμερισμού λόγω προηγούμενων συμπεριφορών ή/και παραστάσεων ή/και κωλύεται (estopped by conduct) από το να προβαίνει στην παρούσα Αίτηση Παραμερισμού.
12. Δεν προβάλλεται οιαδήποτε ικανοποιητική ή/και εύλογη δικαιολογία ή/και σοβαρός λόγος για την παράλειψη της Αιτήτριας να καταχωρίσει Σημείωμα Εμφάνισης ούτε και μπορεί να δικαιολογηθεί η υπέρμετρη καθυστέρηση της Αιτήτριας να λάβει μέτρα για παραμερισμό της Απόφασης. Είναι προφανές ότι η Αιτήτρια περιφρόνησε ή/και απαξίωσε την παρούσα διαδικασία ή/και τα δικαιώματα της Καθ’ ης η αίτηση.
13. Η Αιτήτρια δεν έχει καταδείξει εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση ή/και δεν προβάλλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς οι οποίοι να μπορούν να εκληφθούν ως προτεινόμενη υπεράσπιση.
14. Η Αιτήτρια δεν παρουσιάζει βάσιμους ή/και επαρκείς λόγους που να δικαιολογούν την έκδοση των αιτούμενων θεραπειών.
15. Οι αξιούμενες θεραπείες είναι νόμω και ουσία αβάσιμες και ανεδαφικές.
16. Οι ισχυρισμοί περί ελαττωματικής επίδοσης των δικαστικών εγγράφων στην Αιτήτρια είναι νόμω και ουσία αβάσιμοι καθ’ ότι:
16.1. Η επίδοση στην Αιτήτρια είναι καθ’ όλα νόμιμη και νομότυπη και σύμφωνη με τις πρόνοιες του περί Εταιρειών Νόμου (Κεφ. 113) και των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
16.2. Η Αιτήτρια έλαβε δεόντως γνώση της παρούσας διαδικασίας μέσω της προσωπικής επίδοσης που διενεργήθηκε στον κ. XXXXX Ιακωβίδη, διαχειριστή της Αιτήτριας, ο οποίος κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ήταν και ο μοναδικός εκπρόσωπος ή/και αντιπρόσωπος της Αιτήτριας.
Ως εκ τούτου, η Αιτήτρια κωλύεται (estopped) από του να εξαιτείται τον παραμερισμό της Απόφασης που εκδόθηκε εναντίον της Αιτήτριας, δοθέντος του ότι η τελευταία έλαβε δεόντως γνώση και/ή ενημερώθηκε με πρόσφορο, αποτελεσματικό και ασφαλή τρόπο για την ύπαρξη της παρούσας αγωγής ή/και ενημερώθηκε εγκαίρως και πλήρως για την παρούσα δικαστική διαδικασία και δεν προέβη στην λήψη οποιοδήποτε διαβήματος για να εμφανιστεί στη διαδικασία.
17. Είναι φανερό ότι η Αιτήτρια έχει δεόντως λάβει γνώση για την παρούσα διαδικασία μέσω της επίδοσης που πραγματοποιήθηκε στον κ. XXXXX Ιακωβίδη, διαχειριστή και αντιπρόσωπο της Αιτήτριας, ο οποίος κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ήταν ο “ιθύνων νους” της Αιτήτριας και υπεύθυνος παραλαβής εγγράφων και καλώς γνώριζε και ήταν πλήρως ενήμερος επί των γεγονότων της υπόθεσης, των θέσεων και των αξιώσεων των Καθ’ ων η αίτηση, ως αυτά προκύπτουν από τα έγγραφα που του είχαν επιδοθεί.
18. Ο XXXXX Ιακωβίδης είχε διοριστεί ως Παραλήπτης και Διαχειριστής της Αιτήτριας στις 26/11/2013 δυνάμει ομολόγων κυμαινόμενης επιβάρυνσης ημερομηνίας 15/04/2003 και 09/12/2009 που είχαν δοθεί προς όφελος των Καθ’ων η Αίτηση σε ολόκληρη την περιουσία της Αιτήτριας. Από την ημερομηνία του διορισμού του κ. Χριστάκη Ιακωβίδη ως Παραλήπτη και Διαχειριστή της Αιτήτριας, το διοικητικό συμβούλιο της τελευταίας κατέστη ανίσχυρο να διευθύνει την Αιτήτρια και κατέχει μόνο κατάλοιπο εξουσίας. Ο δε Παραλήπτης και Διαχειριστής είναι το μοναδικό πρόσωπο, από την ημερομηνία διορισμού του, που δύναται να ενεργεί εκ μέρους ή/και δια λογαριασμό της Αιτήτριας και να διορίζει δικηγόρους για να αναλάβουν την νομική εκπροσώπηση της στο πλαίσιο της πιο πάνω αγωγής.
19. Δεν έχει προσκομιστεί ικανή ή/και επαρκής μαρτυρία ως προς την υποστήριξη της προβαλλόμενης υπεράσπισης.
20. Σε περίπτωση ακύρωσης και/ή παραμερισμού της Απόφασης η Καθ’ ης η αίτηση θα στερηθεί τους καρπούς της επιτυχίας της, θα παραβιαστούν οι αρχές που αφορούν την ανάγκη για ταχεία διεκπεραίωση των υποθέσεων και της τελεσιδικίας και θα υποσκαφθούν τα θεμέλια της απονομής της δικαιοσύνης.
21. Η Αίτηση Παραμερισμού ασκείται κακόπιστα ή/και καταχρηστικά ή/και για σκοπούς καθυστέρησης της διαδικασίας ή/και επιδιώκει αλλότριους σκοπούς.
22. Ο παραμερισμός της Απόφασης θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά στους Καθ’ ων η Αίτηση και θα καθυστερήσει την εκτέλεση της Απόφασης και την εξόφληση του εξ αποφάσεως χρέους.
23. Η Αίτηση Παραμερισμού ασκείται κακόπιστα ή/και καταχρηστικά ή/και για σκοπούς καθυστέρησης της διαδικασίας ή/και γίνεται με σκοπό να παρακωλύσει την εκδίκαση της παρούσας διαδικασίας εντός εύλογου χρόνου ή/και επιδιώκει αλλότριους σκοπούς εφόσον, μεταξύ άλλων, η Αιτήτρια ουδεμία υπεράσπιση προβάλλει η οποία να αιτιολογεί τον παραμερισμό της εκδοθείσας Απόφασης και το επανάνοιγμα της υπόθεσης για την Αιτήτρια.
24. Η Αίτηση Παραμερισμού προσλαμβάνει τη μορφή περιφρόνησης/ καταφρόνησης του Δικαστηρίου, των δικαιωμάτων του αντιδίκου και συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας (abuse of the process of the Court).
25. Η Αίτηση Παραμερισμού είναι νόμω και/ή ουσία αβάσιμη και/ή παράτυπη και/ή αντικανονική.
26. Τυχόν έγκριση της υπό κρίση Αίτησης Παραμερισμού θα είναι ενάντια στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης ή/και θα έχει ως αποτέλεσμα την εξουδετέρωση της ισχύος της Απόφασης και των υποχρεώσεων της Αιτήτριας ως αυτές απορρέουν από την εκδοθείσα Απόφαση.
27. Τυχόν έγκριση της υπό κρίση Αίτησης Παραμερισμού θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη στους Ενάγοντες/Καθ’ ων η Αίτηση.»
Η ένσταση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση υπαλλήλου της Καθ΄ης η αίτηση η οποία έχει ως ακολούθως:
«
1. Είμαι υπάλληλος των Εναγόντων/ Καθ’ ων η Αίτηση (οι Καθ’ ων η Αίτηση) στηv υπό τov ως άvω τίτλo και αριθμό αγωγή και εργάζομαι στο τμήμα ανακτήσεων των Καθ’ ων η Αίτηση (Recoveries), το οποίο είναι αρμόδιο για την παρακολούθηση προβληματικών λογαριασμών ή λογαριασμών στους οποίους παρατηρούνται καθυστερήσεις.
2. Έχω εξουσιοδοτηθεί από τους Καθ’ ων η Αίτηση vα πρoβώ στηv παρoύσα έvoρκη δήλωση εκ μέρους τους.
3. Γνωρίζω τα γεγονότα της υπόθεσης από προσωπική γνώση που έχω γι΄ αυτά αλλά και από σχετική πληροφόρηση μου από τους Καθ’ ων η Αίτηση και τους δικηγόρους τους, ως επίσης και από έγγραφα και στοιχεία που βρίσκονται στην φύλαξη των Καθ’ ων η Αίτηση, ενώ αναφορικά με τη νομική πτυχή της υπόθεσης, διατυπώνω τη γνώμη και συμβουλή των δικηγόρων που χειρίζονται την υπόθεση. Όπου η γνώση μου προέρχεται διαφορετικά, το αναφέρω στη συνέχεια.
4. Έχω αναγνώσει την Αίτηση της Εναγόμενης 1/ Αιτήτριας (η Αιτήτρια) ημερομηνίας 28/9/2018 (η Αίτηση Παραμερισμού) και διαφωνώ με το περιεχόμενό της για τους λόγους που αναφέρονται στο σώμα της ένστασης, τους οποίους υιοθετώ. Εκτός όπου διαφορετικά αναφέρω, απορρίπτω στην ολότητα τους τους ισχυρισμούς που προβάλλονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση Παραμερισμού (η ΕΔΑΚ) και υιοθετώ τους λόγους ένσταση που προβάλλονται στο σώμα της ένστασης.
Β. Γεγονότα
5. Κρίνω σκόπιμο στο στάδιο αυτό, για σκοπούς διευκόλυνσης του Δικαστηρίου, να προβώ σε μία σύντομη αναδρομή των γεγονότων που έχουν λάβει χώρα μέχρι στιγμής και σχετίζονται με την Αίτηση Παραμερισμού. Ειδικότερα,:
5.1. Οι Καθ’ ων η Αίτηση προχώρησαν στις 26/11/2013 στον διορισμό του κ. XXXXX Ιακωβίδη ως Παραλήπτη και Διαχειριστή της Αιτήτριας δυνάμει των προνοιών των ομολόγων κυμαινόμενων επιβάρυνσης ημερομηνίας 15/04/2003 και 09/12/2009, που είχαν χορηγηθεί προς όφελος των Καθ’ ων η Αίτηση, επί ολόκληρης της περιουσίας της Αιτήτριας. Αντίγραφο πιστοποιητικών εγγραφής επιβάρυνσης ημερομηνίας 15/04/2003 και 09/12/2009 έχω στην κατοχή μου και τα επισυνάπτω ως Τεκμήριο 1 και 2 αντίστοιχα. Επίσης, έχω στην κατοχή μου και επισυνάπτω ως Τεκμήριο 3 αντίγραφο έρευνας που έχουν διενεργήσει οι Καθ’ ων η Αίτηση στις 02/04/2014 αναφορικά με την Αιτήτρια στη βάση δεδομένων της infocredit, από την οποία επιβεβαιώνεται τα όσα αναφέρω στην παρούσα παράγραφο.
5.2. στις 17/07/2014 καταχωρήθηκε η υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό αγωγή εναντίον, μεταξύ άλλων, της Αιτήτριας.
5.3. στις 25/07/2014, η Αιτήτρια έλαβε γνώση της παρούσας δικαστικής διαδικασίας μέσω της προσωπικής επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος στον κ. XXXXX Ιακωβίδη, Παραλήπτη και Διαχειριστή της Αιτήτριας, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ο νόμιμος εκπρόσωπος της Αιτήτριας και κατείχε τον έλεγχο της Αιτήτριας. Αντίγραφο της ένορκης δήλωσης και της ειδοποίησης επίδοσης του κλητηρίου του ιδιώτη επιδότη XXXXX Κασάπη επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 4.
5.4. ο Διαχειριστής/ Παραλήπτης παρέλειψε να καταχωρίσει εμφάνιση στην πιο πάνω Αγωγή εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας.
5.5. Όσον αφορά τους Εναγόμενους 2, 3 και 4, οι Καθ’ων η Αίτηση έδωσαν οδηγίες σε ιδιώτη επιδότη για να επιδώσει το κλητήριο ένταλμα σε αυτούς στις δοθείσες διευθύνσεις, αλλά αυτό δεν κατέστη δυνατό. Τούτο διότι, η Εναγόμενη 2 είχε κλείσει και οι Εναγόμενοι 3 και 4 διέμεναν πλέον στο εξωτερικό. Σχετικές είναι οι ειδοποιήσεις μη επίδοσης της ιδιώτη επιδότη XXXXX Κωνσταντίνου, αντίγραφα των οποίων έχω στην κατοχή μου και επισυνάπτω στο σύνολο τους ως Τεκμήριο 5.
5.6. Ενόψει του μη εντοπισμού των Εναγόμενων 2, 3 και 4, οι Καθ’ ων η Αίτηση προέβησαν σε έρευνα και εντόπισαν τη νέα διεύθυνση διαμονής των Εναγόμενων 2, 3 και 4. Ενόψει τούτου, προχώρησαν στις 02/09/2014 στην καταχώριση μονομερούς αιτήσεως για έκδοση διατάγματος υποκατάστατης επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος εκτός δικαιοδοσίας στους Εναγόμενους 2, 3 και 4. Η αίτηση υποκατάστατης επίδοσης ημερομηνίας 02/09/2014 αποτελεί μέρος της δικογραφίας.
5.7. Στις 30/09/2014, εκδόθηκε από το Σεβαστό Δικαστήριο Διάταγμα με το οποίο επιτράπηκε η επίδοση των Εγγράφων εκτός δικαιοδοσίας στους Εναγόμενους 2, 3 και 4 και διατάχθηκε η υποκατάστατη επίδοση δυνάμει των προνοιών του Ευρωπαϊκού Κανονισμού στις διευθύνσεις που αναγράφονταν στην αίτηση. Επίσης, καθορίσθηκε η περίοδος των 30 ημερών από της επιδόσεως της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος και του κλητηρίου εντάλματος για καταχώρηση εμφάνισης από τους Εναγόμενους 2, 3 και 4. Το Διάταγμα του Δικαστηρίου ημερομηνίας 30/09/2014 αποτελεί μέρος της δικογραφίας.
5.8. Κατά την ίδια ημερομηνία, ήτοι στις 30/09/2014, οι Καθ’ ων η Αίτηση ελλείψει της καταχώρισης Σημειώματος Εμφάνισης από μέρους της Αιτήτριας και αφού παρήλθε άπρακτη η σχετική προθεσμία, προχωρήσαν στην καταχώριση αίτησης για απόφαση εναντίον της. Η αίτηση για απόφαση ορίστηκε στις 20/10/2014. Κατά την εν λόγω ημερομηνία, εμφανίστηκαν οι δικηγόροι των Καθ’ ων η Αίτηση και παρέδωσαν σχετική ένορκη δήλωση στο Δικαστήριο προς απόδειξη της απαίτησης τους. Αφού το Δικαστήριο μελέτησε και ικανοποιήθηκε από την παρουσιασθείσα μαρτυρία, προχώρησε αυθημερόν στην έκδοση απόφασης εναντίον της Αιτήτριας. Αντίγραφο της εκδοθείσας απόφασης εναντίον της Αιτήτριας ημερομηνίας 20/10/2014 επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 6.
5.9. Ευθύς μόλις ολοκληρώθηκε η μετάφραση όλων των προς επίδοση δικαστικών εγγράφων, οι δικηγόροι των Καθ' ων η αίτηση προχώρησαν στις 23/01/2015 στην αποστολή των εγγράφων για επίδοση στους Εναγόμενους 2, 3 και 4, μέσω του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης και σύμφωνα με τις πρόνοιες του Διατάγματος ημερομηνίας 30/09/2014. Εξ όσων πληροφορούμαι, στις 13/05/2015 τα έγγραφα για επίδοση στους Εναγόμενους 2, 3 και 4 επιστράφηκαν πίσω ως ανεπίδοτα με την αιτιολογία ότι ο επιδότης δεν μπόρεσε να παραδώσει προσωπικά τα έγγραφα και δεν μπορούσε να τα αφήσει στην εργασία τους. Σχετικές βεβαιώσεις μη επίδοσης έχω στην κατοχή μου και τις επισυνάπτω στο σύνολο τους ως Τεκμήριο 7.
5.10. Ακολούθως, οι Καθ’ων η Αίτηση, προχώρησαν στις 12/11/2015 στην εκ νέου αποστολή των εγγράφων προς επίδοση στους Εναγόμενους 2, 3 και 4 μέσω του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης και σύμφωνα με τις πρόνοιες του Διατάγματος ημερομηνίας 30/09/2014. Τα έγγραφα επιστράφηκαν εκ νέου πίσω στις 21/04/2016 με την αιτιολογία ότι οι Εναγόμενοι 2, 3 και 4 είναι άγνωστοι στη δοθείσα διεύθυνση. Σχετικές βεβαιώσεις μη επίδοσης έχω στην κατοχή μου και τις επισυνάπτω στο σύνολο τους ως Τεκμήριο 8.
5.11. Στη συνέχεια, οι Καθ’ων η Αίτηση προχώρησαν ξανά στην αποστολή των εγγράφων για να επιδοθούν στους Εναγόμενους 2, 3 και 4 στις 20/12/2016 μέσω του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης και σύμφωνα με τις πρόνοιες του Διατάγματος ημερομηνίας 30/09/2014.
5.12. Στις 31/01/2017, η δικηγορική εταιρεία Γ. Αργυρίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε. απέστειλε προς τους δικηγόρους των Καθ’ ων η Αίτηση επιστολή ότι πρόκειται να εμφανίζεται εκ μέρους των Εναγόμενων 2, 3 και 4. Αντίγραφο της επιστολής ημερομηνίας 31/01/2017 έχω στην κατοχή μου και την επισυνάπτω ως Τεκμήριο 9.
5.13. Εξ όσων πληροφορούμαι από τους δικηγόρους των Καθ’ ων η Αιτηση, τα έγγραφα παραλήφθηκαν από τους Εναγόμενους 2 και 3 στις 20/02/2017 και από τον Εναγόμενο 4 στις 20/01/2017. Σχετική προς τούτο, είναι η ένορκη δήλωση της XXXXX Κακουρή ημερομηνίας 29/03/2017, υπαλλήλου των δικηγόρων των Καθ’ ων η αίτηση, η οποία ορκίζεται ότι έχει ολοκληρωθεί η επίδοση όλων των εγγράφων στους Εναγόμενους 2, 3 και 4 σύμφωνα με τις ρητές πρόνοιες του Διατάγματος ημερομηνίας 30/09/2014 και στην οποία επισυνάπτονται οι σχετικές βεβαιώσεις επίδοσης των εγγράφων που επιδόθηκαν μέσω Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης στις διευθύνσεις των Εναγόμενων 2, 3 και 4. Η ένορκη δήλωση της XXXXX Κακουρή ημερομηνίας 29/03/2017 αποτελεί μέρος της δικογραφίας, αντίγραφα δε των βεβαιώσεων επίδοσης στους Εναγόμενους 2, 3 και 4 επισυνάπτονται εκ νέου στο σύνολο τους ως Τεκμήριο 10.
5.14. Στις 07/04/2017, οι Εναγόμενοι 2, 3 και 4 καταχώρησαν σημείωμα εμφάνισης δια των δικηγόρων τους Γ. Αργυρίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
Γ. Η έλλειψη εξουσιοδότησης
6. Εξ όσων με συμβουλεύουν οι δικηγόροι των Καθ’ ων η Αίτηση, η Αιτήτρια κατόπιν διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας τέθηκε σε εκκαθάριση και ως εκκαθαριστής της διορίστηκε στις 30/05/17 ο Επίσημος Παραλήπτης. Ο δε Επίσημος Παραλήπτης από την ημερομηνία διορισμού του ως εκκαθαριστής της Αιτήτριας έχει μεταξύ άλλων την εξουσία, μετά από έγκριση είτε του Δικαστηρίου ή της επιτροπής επιθεώρησης να εγείρει ή υπερασπίσει οποιαδήποτε αγωγή ή άλλη νομική διαδικασία στο όνομα και εκ μέρους της εταιρείας.
7. Στην προκειμένη περίπτωση, ο Επίσημος Παραλήπτης διόρισε την δικηγορική εταιρεία Γ. Αργυρίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε. όπως υπερασπίσει την Αιτήτρια στο πλαίσιο της υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό αγωγής, χωρίς να λάβει εκ των προτέρων την έγκριση του Δικαστηρίου ή της τυχόν επιτροπής επιθεώρησης.
8. Περαιτέρω, η δικηγορική εταιρεία Γ. Αργυρίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε. δεν νομιμοποιείται στην καταχώριση και προώθηση της Αίτησης Παραμερισμού ενόψει του ότι ουδεμία εξουσιοδότηση έχει λάβει για να ενεργεί ως δικηγόρος της Αιτήτριας στο πλαίσιο της Αίτησης Παραμερισμού ενόψει του ότι οι οδηγίες του Επίσημου Παραλήπτη αφορούσαν ρητά την καταχώριση υπεράσπισης στο πλαίσιο της υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό αγωγής και όχι στην προώθηση Αίτησης Παραμερισμού. Συνεπώς η δικηγορική εταιρεία Γ. Αργυρίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε. αδυνατεί να προωθεί την υπό εξέταση Αίτηση ελλείψει εξουσιοδότησης και να δημιουργεί έξοδα σε βάρος της περιουσίας της Αιτήτριας χωρίς την ρητή συγκατάθεση του Επίσημου Παραλήπτη.
Δ. Επίδοση
9. Σε κάθε περίπτωση, η Αιτήτρια έλαβε δεόντως γνώση της παρούσας διαδικασίας μέσω της προσωπικής επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος που πραγματοποιήθηκε στις 25/07/2014 στον κ. XXXXX Ιακωβίδη, Διαχειριστή και Παραλήπτη της Αιτήτριας, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ο νόμιμος εκπρόσωπος της Αιτήτριας και κατείχε τον έλεγχο της Αιτήτριας.
10. Παρά το γεγονός ότι η Αιτήτρια έλαβε δεόντως γνώση της παρούσας δικαστικής διαδικασίας ήδη από τις 25/07/2014, εντούτοις δεν έλαβε οποιαδήποτε διαβήματα για να εμφανιστεί στην παρούσα διαδικασία. Περαιτέρω, παρά το γεγονός ότι οι Εναγόμενοι 2, 3 και 4 γνώριζαν ή/και όφειλαν να γνωρίζουν για την παρούσα δικαστική διαδικασία και την Απόφαση που εκδόθηκε εναντίον της Αιτήτριας στις 20/10/2014, τουλάχιστον από τον Ιανουάριου του 2017 όπου ο δικηγόρος τους απέστειλε επιστολή προς τους δικηγόρους των Καθ’ ων η Αίτηση ότι πρόκειται να εμφανίζεται εκ μέρους τους ή τουλάχιστον από τον Φεβρουάριου του 2017 όταν τους επιδόθηκαν προσωπικά όλα τα απαραίτητα δικαστικά έγγραφα και οι αντίστοιχες μεταφράσεις αυτών, εντούτοις δεν έπραξαν οτιδήποτε για να παραμερίσουν την εν λόγω Απόφαση παρόλο που έχουν καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης στη διαδικασία ήδη από τις 07/04/2017 και λαμβάνουν μέρος στην υπό ως άνω τίτλο και αριθμό αγωγή.
11. Ότι έχει σημασία είναι ότι η Αιτήτρια έλαβε πλήρη και έγκαιρη γνώση της παρούσας διαδικασίας κατόπιν καθόλα νόμιμης και νομότυπης επίδοσης, εντούτοις όμως ουδέποτε προέβηκε σε οποιοδήποτε διάβημα παρά μόνο στην καταχώριση της παρούσας Αίτησης, τέσσερα (4) και πλέον χρόνια μετά την επίδοση των δικαστικών εγγράφων σε αυτή και σχεδόν δύο (2) χρόνια μετά από την επίδοση των δικαστικών εγγράφων στην Εναγόμενη 3, διευθύντρια της Αιτήτριας. Η συμπεριφορά της Αιτήτριας είναι έκδηλα υπό τις περιστάσεις ασυγχώρητη και περιφρονητική μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων των Καθ’ ων η Αίτηση καθώς η παρούσα Αίτηση Παραμερισμού αποσκοπεί εύσχημο τρόπο υπερφαλάγγισης της απονομής της δικαιοσύνης.
12. Περαιτέρω, δεν αναφέρεται οτιδήποτε από την πλευρά της Αιτήτριας και δεν παρουσιάζεται οποιοσδήποτε λόγος ή οποιαδήποτε εύλογη δικαιολογία που να αιτιολογεί την μεγάλη καθυστέρηση της Αιτήτριας στην προώθηση της παρούσας Αίτησης Παραμερισμού καθώς επίσης και στην μη εμφάνιση της στην διαδικασία. Είναι έκδηλο ότι αν και η Αιτήτρια έλαβε έγκαιρα γνώση για την παρούσα δικαστική διαδικασία μέσω της επίδοσης που πραγματοποιήθηκε με βάση τις πρόνοιες των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας παρόλα αυτά ο Διαχειριστής/ Παραλήπτης της Αιτήτριας επέλεξε να μην εμφανιστεί στην εν λόγω δικαστική διαδικασία. Είναι έκδηλο από τα όσα έχω αναφέρει ανωτέρω ότι παρά το γεγονός ότι η Αιτήτρια έλαβε αμέσως γνώση για την παρούσα διαδικασία εντούτοις επέδειξε αδιαφορία και δεν ασχολήθηκε.
13. Αναφορικά με τις παραγράφους 8, 9 και 10 της ΕΔΑΚ αυτές απορρίπτονται στο σύνολο τους ως αόριστές και αντιφατικές εν όψει του ότι δεν προσδιορίζεται σε οποιοδήποτε σημείο της ΕΔΑΚ ο χρόνος κατά τον οποίων οι Εναγόμενοι 2, 3 και 4 έλαβαν γνώση για την έκδοση της Απόφασης εναντίον της Αιτήτριας καθώς και ύπαρξης της ως άνω τίτλο και αριθμό αγωγής εναντίον των ίδιων ως εγγυητών του επίδικου δανείου αλλά και ως διοικητικά στελέχη της Αιτήτριας. Περαιτέρω, η Αιτήτρια παραλείπει να αναφέρει στην ΕΔΑΚ το γεγονός ότι τα έγγραφα είχαν επιδοθεί στους Εναγόμενους 2 και 3 στις 20/02/2017 και στον Εναγόμενο 4 στις 20/01/2017 αντιστοίχως, και ενώ οι Εναγόμενοι 2, 3 και 4 καταχώρησαν σημείωμα εμφάνισης στις 07/04/2017, αυτοί παρέλειψαν να ερευνήσουν, ως όφειλαν, το φάκελο του Δικαστηρίου αναφορικά με την έκβαση της υπόθεσης εναντίον της Αιτήτριας. Ως εκ τούτου, ισχυρίζονται ότι έμαθαν για την εκδοθείσα Απόφαση έπειτα από συνάντηση που έλαβε χώρα κατά ή περί τις 06/08/2018 παρόλα αυτά παραλείπουν να αναφέρουν με ακρίβεια πότε έμαθαν για την εκδοθείσα Απόφαση και τα διαβήματα που έλαβαν για παραμερισμό αυτής. Ως εκ τούτου, η Αιτήτρια υπέδειξε αδιαφορία ως προς την παρούσα διαδικασία και καθυστέρησε υπέρμετρα και αναιτιολόγητα να προχωρήσει στην καταχώριση της παρούσας Αίτησης.
14. Περαιτέρω, είναι η θέση των Καθ’ ων η Αίτηση ότι η πραγματοποιηθείσα επίδοση είναι καθόλα νόμιμη και νομότυπη και για τους κάτωθι λόγους:
14.1. Δυνάμει των προνοιών του ομολόγου ημερομηνίας 09/12/2009, αντίγραφο του οποίου επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 11, η Αιτήτρια δέσμευσε προς όφελος των Καθ’ ων η Αίτηση ολόκληρη την περιουσία της προς εξασφάλιση πληρωμής οποιουδήποτε ποσού χρημάτων το οποίο θα οφείλεται από καιρό σε καιρό από την Αιτήτρια και θα πρέπει να πληρωθεί.
14.2. Δυνάμει των προνοιών του ομολόγου ημερομηνίας 15/04/2003, αντίγραφο του οποίου επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 12, η Αιτήτρια δέσμευσε προς όφελος των Καθ’ ων η Αίτηση ολόκληρη την περιουσία της προς εξασφάλιση πληρωμής του ποσού των Λ.Κ. 100.000 πλέον τόκους και έξοδα.
14.3. Ως έχει αναφερθεί ανωτέρω, οι Καθ’ ων η Αίτηση, δυνάμει των προνοιών των προαναφερόμενων ομολόγων διόρισαν τον κ. XXXXX Ιακωβίδη ως Παραλήπτης/Διαχειριστής της Εταιρείας στις 26/11/2013.
14.4. Επίσης, σύμφωνα με την παράγραφο 10 των προαναφερόμενων ομολόγων προνοείται ότι το πρόσωπο που δικαιούται να διαχειρίζεται την περιουσία της Αιτήτρια και να την εκπροσωπεί είναι μόνο ο παραλήπτης/διαχειριστής.
14.5. Ο Παραλήπτης/ Διαχειριστής από τον διορισμό του ενεργεί με σκοπό την είσπραξη του ποσού για το οποίο έχει χορηγηθεί το Ομόλογο και πάντοτε προς όφελος των συμφερόντων της Αιτήτριας και μέσα στα πλαίσια που του καθορίζει ο Νόμος. Συνεπώς, το γεγονός ότι ο Παραλήπτης/ Διαχειριστής έχει διοριστεί από τους Καθ’ ων η Αίτηση είναι άσχετο αφού ο τελευταίος από τη χρονική στιγμή του διορισμού του ενεργεί προς όφελος της Αιτήτριας και όχι του πιστωτή που τον έχει διορίσει.
14.6. το μοναδικό πρόσωπο που δικαιούται να εκπροσωπεί την Αιτήτρια είναι ο Παραλήπτης/Διαχειριστής από την ημερομηνία διορισμού του και μέχρι την ακύρωση του εν λόγω διορισμού. Συνεπώς αυτός είναι και το μόνο πρόσωπο που μπορεί να εξουσιοδοτεί δικηγόρο για να αντιπροσωπεύσει την Αιτήτρια στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας καθώς και το πρόσωπο που διαχειρίζεται την Αιτήτρια και συνεπώς είναι ο «ιθύνων νους» της και το αρμόδιο άτομο προς παραλαβή οποιονδήποτε εγγράφων σχετίζονται με τις υποθέσεις της Αιτήτριας.
Ε. Ισχυρισμοί περί ύπαρξης καλής Υπεράσπισης
15. Εξ’ όσων συμβουλεύομαι από τους δικηγόρους των Καθ’ ων η Αίτηση οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας περί λανθασμένου υπολοίπου και κεφαλαιοποίησης κατά παράβασης της επίδικης συμφωνίας πιστωτικής διευκόλυνσης είναι αβάσιμοι, ανεδαφικοί και ανυπόστατοι. Εξίσου αβάσιμοι και ανεδαφικοί είναι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας περί δήθεν ύπαρξης καλής υπεράσπισης.
16. Αναφορικά με τους ισχυρισμούς που προβάλλει η Αιτήτρια στην παράγραφο 12, αυτοί απορρίπτονται ως αβάσιμοι, αόριστοι, όψιμοι και ψευδείς. Εξ όσων προκύπτει από τις καταστάσεις του επίδικου λογαριασμού που αφορύν την περίοδο μεταξύ 01/01/2014 – 27/01/2014 που έχουν εκτυπωθεί από το τραπεζικό βιβλίο των Καθ’ ων η Αίτηση, στην βάση των οποίων εκδόθηκε η Απόφαση, στις 21/01/2014 καταβλήθηκε στον επίδικο λογαριασμό το ποσό των €131,903.97 και μειώθηκε το ανάλογα το ύψος του οφειλόμενο υπολοίπου και παρέμενε απλήρωτο το ποσό των €471,907.12 πλέον τόκοι προς 9%. Αντίγραφο των καταστάσεων λογαριασμού αναφορικά με τον επίδικο λογαριασμό από την 01/05/2012 μέχρι και 20/10/2014, επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 13.
17. Περαιτέρω, σε ότι αφορά τους ισχυρισμούς της πλευράς της Αιτήτριας περί δήθεν χρέωσης επιτοκίου το οποίο δεν δικαιούνταν με βάση την σύμβαση δανείου να χρεώσουν καθώς και οι σχετικοί ισχυρισμοί ότι το αξιούμενο οφειλόμενο υπόλοιπο δεν ανταποκρίνεται στο πραγματικά οφειλόμενο υπόλοιπο, αρνούμαι και απορρίπτω κατηγορηματικά τους εν λόγω ισχυρισμούς ως παντελώς αβάσιμους, αναληθείς και ανεδαφικούς. Πρόκειται για ισχυρισμούς που καμία σχέση δεν έχουν με την πραγματικότητα και που εν ολίγοις αποτελούν όψιμους ισχυρισμούς της πλευράς της Αιτήτριας με σκοπό την καθυστέρηση των Καθ’ ων η αίτηση και την βλάβη των δικαιωμάτων τους. Ειδικότερα, είναι η θέση των Καθ’ ων η αίτηση ότι:
17.1. οι Εναγόμενοι λάμβαναν ανά τακτά χρονικά διαστήματα καταστάσεις του επίδικου λογαριασμού με βάση τις οποίες ενημερώνονταν για το ύψος του οφειλόμενου ποσού καθώς και για τις χρεώσεις που πραγματοποιούνταν σε αυτό και ουδέποτε διαμαρτυρήθηκαν στους Καθ’ ων η Αίτηση για την ύπαρξη οποιουδήποτε λάθους επί των καταστάσεων του επίδικου λογαριασμού.
17.2. οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας στην παράγραφο 19 της ΕΔΑΚ περί λανθασμένων υπολογισμών του τόκου αποτελούν γενικούς, αόριστους και λανθασμένους ισχυρισμούς από μέρους της Αιτήτριας οι οποίοι δεν μπορούν κατά την γνώμη μου να στοιχειοθετήσουν εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση αλλά προβάλλουν μια νεφελώδη υπεράσπιση χωρίς αυτή να στοιχειοθετείτε με συγκεκριμένα στοιχεία, ημερομηνίες, ποσά που πληρώθηκαν ούτως ώστε να αιτιολογείται ο προβαλλόμενος ισχυρισμός τους. Ειδικότερα, στην παράγραφο 10 της ένορκη δήλωση μου ημερομηνίας 16/10/2014 που υποστηρίζει την αίτηση για έκδοση απόφασης εναντίον των Εναγόμενων 1 και 5, αναφέρεται ρητά πως το ποσό που αξιώνουν οι Καθ’ ων η Αίτηση εναντίον των Εναγόμενων 1 και 5 είναι το ποσό των €442.935,61 πλέον τόκοι προς 9% επί ποσού €430.871,22 με κεφαλαιοποίηση του τόκου την 30ην Ιουνίου και 31ην Δεκεμβρίου, έκαστου έτους μέχρι εξόφλησης.
17.3. Επίσης, η θέση που προβάλλει η Αιτήτρια στην παράγραφο 19 της ΕΔΑΚ ότι για σκοπούς υπολογισμού του τόκου για την περίοδο από 30/06/2014 μέχρι 20/10/2014 θα έπρεπε να λάβει το ποσό των €423.773,02 και όχι το ποσό των €430.871,22 είναι λανθασμένη. Τούτο διότι, σύμφωνα με την τελευταία τροποποιητική συμφωνία ημερομηνίας 15/05/2012, οι Καθ’ ων η Αίτηση είχαν το δικαίωμα κεφαλαιοποίησης κάθε έξι μήνες, κατά την 30/6 και 31/12 εκάστου έτους. Αντίγραφο της συμφωνίας ημερομηνίας 15/05/2012 έχω στην κατοχή μου και το επισυνάπτω ως Τεκμήριο 14. Συνεπώς, μετά από την κεφαλαιοποίηση των τόκων που πραγματοποιήθηκε στις 30/06/2014, σύμφωνα με τις πρόνοιες της συμφωνίας (Τεκμήριο 11), το ποσό επί του οποίου θα υπολογίζονταν οι τόκοι για το εξάμηνο μεταξύ 01/07/2014 – 31/12/14 ήταν το ποσό των €430.871,22, που ήταν το ποσό που χρησιμοποιήθηκε και στην προκειμένη περίπτωση ως αυτό εμφαίνεται από την επισυνημμένη κατάσταση λογαριασμού.
17.4. Το ποσό για το οποίο εκδόθηκε Απόφαση εναντίον της Αιτήτριας είναι το πραγματικό οφειλόμενο υπόλοιπο του επίδικου λογαριασμού κατά το χρόνο έκδοσης της Απόφασης.
Στ. Κατάληξη
18. Για τους πιο πάνω λόγους οι οποίοι θα αναλυθούν διεξοδικά κατά την ακροαματική διαδικασία ευσεβάστως εισηγούμαι ότι η υπό κρίση Αίτηση Παραμερισμού θα πρέπει να απορριφθεί με έξοδα υπέρ των Εναγόντων και εναντίον της Εταιρείας/Εναγόμενης 1.»
Η έvσταση βασίζεται στη Δ.5, Δ.17 θ. 10, Δ.26 Θ.17, Δ.64, Δ.48 Θ.1-13 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, στα Άρθρα 233 και 372 του περί Εταιρειών Νόμου (Κεφ. 113), στο άρθρο 30 (2) του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, στο Άρθρο 6 (1) της ΕΣΔΑ, στη Νομολογία, ως και επί τωv συμφυώv εξoυσιώv και πρακτικής τoυ Δικαστηρίoυ.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Αιτήτριας στη γραπτή του αγόρευση, αφού προβαίνει σε μία εισαγωγή για τα γεγονότα και τους λόγους που ζητείται ο παραμερισμός της υπό κρίση απόφασης, στη συνέχεια παραθέτει τη Νομολογία που σχετίζεται με παραμερισμό απόφασης Δικαστηρίου που εκδόθηκε ερήμην του εναγομένου και ταυτόχρονα με επίκληση των άρθρων 233 και 242 του ΚΕΦ. 113 καταρρίπτει τον ισχυρισμό ότι δεν έχει εξουσιοδότηση στην καταχώρηση της παρούσας αίτησης, όπως και με αναφορά στη Δ.17 θ.10 ότι η αίτηση δεν στηρίζεται στην ορθή νομική βάση.
Καταπιάνεται ιδιαίτερα με το θέμα της νόμιμης και νομότυπης επίδοσης της αγωγής στον Ιακωβίδη, για να εισηγηθεί ότι αυτή ουσιαστικά έγινε στον εαυτό της Καθ΄ης η αίτηση αφού ο Ιακωβίδης ενεργούσε γι΄ αυτή, κατόπιν διορισμού του απ΄ αυτή, ως παραλήπτης-διαχειριστής της Αιτήτριας, επικαλούμενος σχετικές αποφάσεις.
Επίσης, με αναφορά σε σχετικές αποφάσεις, εισηγήθηκε ότι με βάση τα γεγονότα που έχει ενώπιον του το Δικαστήριο δεν υπάρχει υπέρμετρη καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης ούτως ώστε να τεκμηριώνεται αδιαφορία και περιφρόνηση προς το Δικαστήριο εκ μέρους της Αιτήτριας. Ακόμη εισηγήθηκε ότι καταδείχθηκε εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπεράσπιση.
Τέλος αποκρούει τον ισχυρισμό για ανεπανόρθωτη ζημιά στην Καθ΄ης η αίτηση σε περίπτωση παραμερισμού της υπό κρίση απόφασης.
Από την άλλη η ευπαίδευτη συνήγορος της Καθ΄ης η αίτηση, η οποία και αυτή προβαίνει σε μία μικρή εισαγωγή στο τι ζητείται με την αίτηση, παραθέτει το ιστορικό της διαδικασίας σε σχέση με την Αιτήτρια, τις εφαρμοστέες αρχές για παραμερισμό ερήμην εκδοθείσας απόφασης, με αναφορά σε Νομολογία, ενώ αναδεικνύει ως πρώτιστο και μέγιστο θέμα την έλλειψη εξουσιοδότησης των δικηγόρων της Αιτήτριας για καταχώρηση της παρούσας αίτησης, ενώ στη συνέχεια προβάλλει τη θέση ότι η αίτηση τίθεται σε λανθασμένη νομική βάση κάνοντας αναφορά σε σχετική διαταγή και σε απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Δεν αφήνει ασχολίαστο, αλλά απεναντίας καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της γραπτής της αγόρευσης το θέμα της επίδοσης στην Αιτήτρια, με αναφορά σε σωρεία αποφάσεων για να καταδείξει την ορθότητα της επίδοσης στον Ιακωβίδη.
Δεν αφήνει βέβαια να περάσει απαρατήρητο ούτε το θέμα της καθυστέρησης που υπήρξε, κατά την άποψή της, η οποία αποτελεί περιφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας, όπως βέβαια ούτε και το θέμα, κατά την άποψη της, της μη κατάδειξης συζητήσιμης υπεράσπισης παραθέτοντας σωρεία Νομολογίας.
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ – ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ας σημειωθεί εξ αρχής, όπως είναι καλά γνωστό από τη νομολογία (βλ. El Fath Co. For International Trade S.A.E. v. E.D.T. Shipping Ltd κ.ά. (1992) 1 ΑΑΔ 1255, Ν.Α. Theophanous (Matic) Laundries Ltd v. Δημοκρατίας(2000) 3 ΑΑΔ 793 και Hamisi Mwinyi Selmani κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις 235/13 και 236/13, ημερομηνίας 05/06/2015), ότι η αγόρευση δικηγόρου δεν αποτελεί παραδεκτή μέθοδο για εισαγωγή μαρτυρίας και δεν μπορεί να συμπληρώσει τα όποια κενά υπάρχουν στην υπόθεση.
(Α) Η ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ
Πριν εξεταστούν τα κύρια θέματα που εγείρονται με την αίτηση, να λεχθεί ότι αυτή στηρίζεται στην ορθή νομική βάση, Δ.17 Θ.10, Δ.48 Θ.2.
(Β) Η ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΠΙΣΗΜΟ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ ΠΡΟΣ ΤΗ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Γ. ΑΡΓΥΡΙΔΗΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΕΠΕ ΓΙΑ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΤΡΙΑΣ
Το Δικαστήριο έχοντας υπόψη τη θέση της Καθ΄ης η αίτηση ότι η εξουσιοδότηση του Επίσημου Παραλήπτη προς το αναφερθέν δικηγορικό γραφείο όπως υπερασπιστεί την Αιτήτρια εναντίον της οποίας εκδόθηκε διάταγμα εκκαθάρισης, για την οποία αυτός ενάχθηκε ως εκκαθαριστής αυτής, στην ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή, καθότι δεν είχε εξουσία ο Επίσημος Παραλήπτης να προβεί σε τέτοια εξουσιοδότηση, αλλά αυτή έπρεπε να δοθεί, κατόπιν σχετικής αίτησης, από το Δικαστήριο και εν πάση περιπτώσει δεν δόθηκε εξουσιοδότηση για αίτηση παραμερισμού της απόφασης ημερομηνίας 20.10.2014, θεωρώ ότι το θέμα αυτό θα πρέπει να εξεταστεί πρώτο, αφού επιτυχία αυτού του λόγου ένστασης θα επιφέρει και τερματισμό της παρούσας αίτησης με απόρριψη της.
Για ανεύρεση των εξουσιών του Επίσημου Παραλήπτη και της ορθότητας της θέσης αυτής η κα Καραμαλλή επικαλέσθηκε το άρθρο 233 του περί Εταιρειών Νόμου ΚΕΦ. 113 και παρέπεμψε το Δικαστήριο σε Νομολογία.
Αντίθετα, από την άλλη πλευρά, ο κ. Αργυρίδης υπέδειξε στο Δικαστήριο ότι τις πρόνοιες του άρθρου 233, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συμπληρώνει το άρθρο 242 αφού δεν υπάρχει Επιτροπή Επιθεώρησης και επομένως ορθά ο Επίσημος Παραλήπτης έδωσε την εξουσιοδότηση στο αναφερθέν δικηγορικό γραφείο.
Το άρθρο 233 του ΚΕΦ. 113 έχει ως ακολούθως:
«Γενικές εξουσίες και αρμοδιότητες εκκαθαριστή
233.-(1) Κατά την εκκαθάριση εταιρείας από το Δικαστήριο, ο εκκαθαριστής έχει εξουσία, μετά από έγκριση είτε του Δικαστηρίου ή της επιτροπής επιθεώρησης-
(α) να εγείρει ή υπερασπίσει οποιαδήποτε αγωγή ή άλλη νομική διαδικασία στο όνομα και εκ μέρους της εταιρείας·
(β) να συνεχίσει τις εργασίες της εταιρείας στην έκταση που αυτό είναι αναγκαίο για την επωφελή εκκαθάριση της·
(γ) να διορίζει δικηγόρο για να τον βοηθήσει στην εκτέλεση των καθηκόντων του·
(δ) να πληρώνει στο ακέραιο οποιαδήποτε τάξη πιστωτών·
(δδ) να λαμβάνει οποιαδήποτε απαιτούμενα χρήματα με ασφάλεια το ενεργητικό της εταιρείας·
(ε) να κάνει οποιοδήποτε συμβιβασμό ή διευθέτηση με τους πιστωτές ή πρόσωπα που ισχυρίζονται ότι είναι πιστωτές, ή που έχουν ή που ισχυρίζονται ότι έχουν οποιαδήποτε απαίτηση, παρούσα ή μελλοντική, βέβαιη ή ενδεχόμενη, εξακριβωμένη ή εκφρασμένη μόνο με αποζημιώσεις, εναντίον της εταιρείας, ή σύμφωνα με τις οποίες η εταιρεία δυνατό να καταστεί υπεύθυνη·
(στ) να συμβιβάζει όλες τις κλήσεις και τις υποχρεώσεις σε κλήσεις, χρέη και υποχρεώσεις που δυνατό να καταλήξουν σε χρέη, και όλες τις απαιτήσεις, παρούσες ή μελλοντικές, βέβαιες ή ενδεχόμενες, εξακριβωμένες ή εκφρασμένες μόνο σε αποζημιώσεις, υπάρχουσες ή υποτιθέμενες ότι υπάρχουν μεταξύ της εταιρείας και συνεισφορέα ή φερόμενου συνεισφορέα ή άλλου χρεώστη ή προσώπου που ενδεχομένως έχει υποχρέωση προς την εταιρεία, και οποιαδήποτε θέματα με οποιοδήποτε τρόπο που σχετίζονται με ή επηρεάζουν τα περιουσιακά στοιχεία ή την εκκαθάριση της εταιρείας, με τέτοιους όρους που δυνατό να συμφωνηθεί, και αποδεχτεί οποιαδήποτε ασφάλεια για την εξόφληση οποιασδήποτε τέτοιας κλήσης, χρέους, υποχρέωσης ή απαίτησης και να δίδει εξολοκλήρου εξόφληση σχετικά με αυτά.
(1Α) Οι αρμοδιότητες του εκκαθαριστή εταιρείας η οποία εκκαθαρίζεται από το Δικαστήριο είναι να εξασφαλίσει ότι τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας λαμβάνονται, ρευστοποιούνται και διανέμονται στους πιστωτές της εταιρείας και, αν υπάρχει υπόλοιπο, στα πρόσωπα που το δικαιούνται.
(2) Ο εκκαθαριστής σε εκκαθάριση από το Δικαστήριο, έχει εξουσία να-
(α) πωλεί την ακίνητη και προσωπική ιδιοκτησία και τα αγώγιμα δικαιώματα της εταιρείας με δημόσιο πλειστηριασμό ή ιδιωτική σύμβαση, με εξουσία να τη μεταβιβάσει εξολοκλήρου σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή εταιρεία ή να την πωλήσει σε τεμάχια·
(β) κάνει όλες τις πράξεις και υπογράφει στο όνομα και για λογαριασμό της εταιρείας, όλα τα συμβόλαια, αποδείξεις και άλλα έγγραφα και για το σκοπό αυτό να χρησιμοποιεί, όταν αυτό είναι αναγκαίο, τη σφραγίδα της εταιρείας·
(γ) επαληθεύει, κατατάσσεται, και αξιώνει στην πτώχευση, αφερεγγυότητα ή κατάσχεση οποιουδήποτε συνεισφορέα για οποιοδήποτε υπόλοιπο εναντίον της περιουσίας του, και λαμβάνει μερίσματα αναφορικά με εκείνο το υπόλοιπο στην πτώχευση, αφερεγγυότητα ή κατάσχεση, ως ξεχωριστό χρέος που οφείλεται από τον πτωχεύσαντα ή τον αφερέγγυο, και κατά ποσοστό με τους άλλους πιστωτές ξεχωριστά·
(δ) εκδίδει, αποδέχεται, καταρτίζει και οπισθογραφεί οποιαδήποτε συναλλαγματική ή γραμμάτιο σε διαταγή στο όνομα και εκ μέρους της εταιρείας, με το ίδιο αποτέλεσμα σχετικά με την ευθύνη της εταιρείας, ωσάν η συναλλαγματική ή το γραμμάτιο σε διαταγή, εκδόθηκε, έγινε αποδεκτό, καταρτίστηκε ή οπισθογραφήθηκε από και για λογαριασμό της εταιρείας στην πορεία των εργασιών της·
(ε) λαμβάνει οποιαδήποτε απαιτούμενα χρήματα με ασφάλεια το ενεργητικό της εταιρείας·
(στ) λαμβάνει με την επίσημη του ιδιότητα έγγραφα διαχείρισης για οποιοδήποτε αποβιώσαντα συνεισφορέα, και διενεργεί, με την επίσημη του ιδιότητα οποιαδήποτε πράξη που είναι αναγκαία για την είσπραξη χρημάτων που οφείλονται από συνεισφορέα ή την περιουσία του που δεν δύναται να γίνει βολικά στο όνομα της εταιρείας, και σε όλες αυτές τις περιπτώσεις τα οφειλόμενα χρήματα, για να δυνηθεί να λάβει τα έγγραφα διαχείρισης ή να ανακτήσει τα χρήματα, λογίζονται ότι οφείλονται στον ίδιο τον εκκαθαριστή·
(ζ) διορίζει αντιπρόσωπο για να εκτελέσει οποιαδήποτε εργασία που ο ίδιος ο εκκαθαριστής δεν δύναται να εκτελέσει·
(η) κάνει όλα τα άλλα πράγματα που δυνατό να είναι αναγκαία για εκκαθάριση των υποθέσεων της εταιρείας και τη διανομή του ενεργητικού της.
(2Α) Είναι καθήκον του εκκαθαριστή εταιρείας, η οποία εκκαθαρίζεται από το Δικαστήριο, αν αυτός δεν είναι ο επίσημος παραλήπτης-
(α) να παρέχει στον επίσημο παραλήπτη τέτοιες πληροφορίες·
(β) να παρουσιάζει στον επίσημο παραλήπτη και να επιτρέπει την επιθεώρηση από αυτόν τέτοιων βιβλίων, εγγράφων και άλλων αρχείων· και
(γ) να δίνει στον επίσημο παραλήπτη τέτοια άλλη αρωγή,
τα οποία εύλογα δύναται να απαιτήσει ο επίσημος παραλήπτης για τους σκοπούς άσκησης των αρμοδιοτήτων του αναφορικά με την εκκαθάριση.
(3) Η άσκηση από τον εκκαθαριστή σε εκκαθάριση από το Δικαστήριο των εξουσιών που του παρέχονται από το άρθρο αυτό είναι υπό τον έλεγχο του Δικαστηρίου, και οποιοσδήποτε πιστωτής ή συνεισφορέας δύναται να αποταθεί στο Δικαστήριο σχετικά με οποιαδήποτε άσκηση ή προτεινόμενη άσκηση οποιωνδήποτε τέτοιων εξουσιών.»
Το άρθρο 242 έχει ως ακολούθως:
«Όταν δεν υπάρχει επιτροπή επιθεώρησης
242. Όταν σε περίπτωση εκκαθάρισης εταιρείας, δεν υπάρχει επιτροπή επιθεώρησης, ο επίσημος παραλήπτης δύναται, μετά από αίτηση του εκκαθαριστή, να κάνει οποιαδήποτε πράξη ή πράγμα ή να δώσει οποιεσδήποτε οδηγίες ή άδεια για την οποία υπάρχει από το Νόμο αυτό εξουσιοδότηση ή απαίτηση να γίνει ή δοθεί από την επιτροπή.»
Στην υπόθεση Μιχαήλ κ.ά. ν. Επίσημου Παραλήπτη κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1033 λέχθηκαν τα πιο κάτω:
«Η κα. Παπαϊωάννου, παρέπεμψε στο άρθρο 231 του Κεφ. 113 το οποίο ορίζει ότι μετά την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης η περιουσία της εταιρείας, κινητή και ακίνητη, περιέρχεται στον έλεγχο και τελεί υπό τη φύλαξη του Εκκαθαριστή. Οι εξουσίες του Εκκαθαριστή προσδιορίζονται στο άρθρο 233 του Κεφ. 113. Αναμφισβήτητο είναι ότι με την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης τερματίζονται οι υπηρεσίες των διευθυντών της εταιρείας. Τί συνεπάγεται η έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης για τους διευθυντές εταιρείας αναλύεται στο σύγγραμμα, Palmer's Company Law, 2nd Ed. σ.1138, παρα. 85-28, στο οποίο έκαμε αναφορά η κα. Παπαϊωάννου.
Οι συνέπειες που ενέχει διάταγμα εκκαθάρισης για το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας προσδιορίζονται παραστατικά από το Δικαστή Plowman, στην In re Union Insurance [1972] 1 W.L.R. 640, 642:
«It is of course well settled that on a winding up the board of directors of a company becomes functus officio and its powers are assumed by the liquidator.»
Διαφωτιστικές επί του ιδίου θέματος είναι και οι αποφάσεις στις, Chapmans's Case [1886] L.R. 1 Eq. 346· Fowler v. Broad's Patent Night Light Co. [1893] 1 Ch. 724· In re Mawcon Ltd [1969] 1 W.L.R. 78.*»
Στην υπόθεση Genemp Trading Ltd v. Marfin Popular Bank Public Co Ltd (2009) 1 A.A.Δ. 1658 Λέχθηκαν τα πιο κάτω:
«Η εισήγηση της Εφεσίβλητης είναι ευθεία και απλή. Βασίζεται ιδιαίτερα στην πρόνοια του Αρθρου 233(1)(α) του Κεφ. 113 ότι ο εκκαθαριστής, ο οποίος και μόνο μπορεί να χειρίζεται τα της εταιρείας, έχει εξουσία «να εγείρει ή υπερασπίσει οποιαδήποτε αγωγή ή άλλη νομική διαδικασία στο όνομα και εκ μέρους της εταιρείας». Εφ' όσον μάλιστα το διάταγμα συνεπάγεται, σύμφωνα με τη νομολογία, τον τερματισμό των υπηρεσιών των αξιωματούχων της εταιρείας, ουδείς εξ αυτών έχει πλέον εξουσία να αποφασίσει την προώθηση οποιασδήποτε δικαστικής διαδικασίας. Παραπομπή γίνεται και στο Άρθρο 220 το οποίο προνοεί ότι, εφ' όσον εκδοθεί διάταγμα εκκαθάρισης, «καμιά αγωγή ή διαδικασία συνεχίζεται ή αρχίζει εναντίον της εταιρείας εκτός μετά από άδεια του Δικαστηρίου και με τέτοιους όρους που το Δικαστήριο δυνατό να επιβάλει».
Η επιχειρηματολογία της Εφεσείουσας βασίζεται στη νομολογία και τα συγγράμματα. Σε αυτά θα αναφερθούμε στη συνέχεια, εξηγώντας γιατί κρίνουμε ότι η θέση της Εφεσείουσας είναι ορθή, κατάληξη στην οποία βοηθηθήκαμε από την επιμελή μελέτη του ευπαιδεύτου συνηγόρου για την Εφεσείουσα, εκφράζοντας την ευαρέσκειά μας.
Τα όσα υποστηρίζει η Εφεσίβλητη αναφορικά με τις εξουσίες του Επίσημου Παραλήπτη είναι βεβαίως ορθά ως προς την όλη διαδικασία εκκαθάρισης της εταιρείας, το ίδιο δε το Αρθρο 233(1) αρχίζει με την αναφορά «Κατά την εκκαθάριση εταιρείας από το Δικαστήριο, ο εκκαθαριστής έχει εξουσία ..» Με την ενώπιόν μας έφεση όμως εξετάζεται το θέμα που αποτελεί την ίδια την προϋπόθεση του διορισμού και των εξουσιών του εκκαθαριστή, δηλαδή η ορθότητα της απόφασης για εκκαθάριση της εταιρείας. Εκεί εντοπίζεται και το raison d' etre της δυνατότητας της εταιρείας να εφεσιβάλει το διάταγμα χωρίς την προηγούμενη εξουσιοδότηση του Επίσημου Παραλήπτη. Η αρχή εκφράζεται ευθέως στο σύγγραμμα Application to Wind Up Companies του French, 2η έκδοση, σ. 355, όπου, αφού διατυπώνεται ο κανόνας ότι "A company that has been ordered to be wound up has standing to appeal against the order (Southern World Airlines Ltd v. Auckland International Airport Ltd [1992] MCLR 210)", εξηγείται ότι:
«.. the directors of a company that has been ordered to be wound up by the court may instruct solicitors and counsel, in the company´s name, to appeal against the order: the question whether they have power to do so depends on whether the winding-up order has been correctly made, and that is the very matter under appeal.»
Μάλιστα δεν είναι ορθό να λέγεται ότι το διάταγμα εκκαθάρισης αυτομάτως συνεπάγεται απόλυση των αξιωματούχων της εταιρείας, αφού αυτό μάλλον έχει τη συνέπεια της αναστολής των εξουσιών τους. Διατηρούν οι σύμβουλοι κατάλοιπο εξουσίας να εξουσιοδοτήσουν την καταχώρηση έφεσης κατά του διατάγματος που έχει ως συνέπεια την ίδια την εκκαθάριση της εταιρείας και την αναστολή των εξουσιών τους. Να σημειωθεί συναφώς η διάκριση μεταξύ διατάγματος εκκαθάρισης (winding-up order) δυνάμει του Αρθρου 214, όπως στην προκειμένη περίπτωση, το οποίο ενεργοποιεί τη διαδικασία συγκέντρωσης και προστασίας των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας, και διατάγματος διάλυσης (order of dissolution) δυνάμει του Αρθρου 260, το οποίο συνεπάγεται την οριστική διάλυση της εταιρείας, όρος που κακώς χρησιμοποιήθηκε πρωτοδίκως για το παρόν στάδιο της διαδικασίας.
Η αναγνώριση της δυνατότητας της εταιρείας να εφεσιβάλει το διάταγμα εκκαθάρισης της ουδόλως αντιστρατεύεται τις νομοθετικές πρόνοιες. Ήδη αναφερθήκαμε στο Αρθρο 233. Η καταχώρηση έφεσης από την εταιρεία πρέπει περαιτέρω να συνάδει με το Αρθρο 220, ότι η διαδικασία εκ μέρους της εταιρείας συνεπάγεται άδεια του δικαστηρίου υπό τους όρους που αυτό κρίνει ορθό. Εδώ υπεισέρχεται ιδιαιτέρως το θέμα των όρων που μπορεί να τεθούν από το δικαστήριο, και δη της παροχής ασφάλειας εξόδων. Η λογική που υπαγορεύει τη δυνατότητα της εταιρείας να εφεσιβάλει το διάταγμα εκκαθάρισής της κατευθύνει και τη διασφάλιση των συμφερόντων των άλλων επηρεαζομένων. Ενδεχόμενη επιδίκαση εξόδων κατά της εταιρείας σε περίπτωση αποτυχίας της έφεσης θα έχει ως συνέπεια την επιβάρυνση της περιουσίας της εις βάρος των πιστωτών και του αντιδίκου της. Γι' αυτό και η νομολογία αναγνωρίζει την ανάγκη παροχής ασφάλειας εξόδων ως όρου δια προώθηση της έφεσης. Στην υπόθεση In re E. K. Wilson and Sons Ltd [1972] W.L.R. 791, σ. 792, ελέχθησαν τα ακόλουθα:
«In In re Consolidated South Rand Mines Deep Ltd [1909] W.N. 66 where the Court of Appeal was confronted with a not dissimilar situation Cozens-Hardy M.R. expressed the view:
". though the company had a right to appeal, it ought only to be allowed to do so upon the terms of finding, not from the company's fund but from some outside source - the directors or shareholders who were at the back of the appeal - security, and not merely nominal security, but indemnifying security against the costs of the appeal."
Buckley L.J. put it thus:
".. that such an order therefore ought to be made in this case that if the appeal failed, the company, which in that event would be represented by the official receiver and liquidator, should have their costs from the persons who really promoted the appeal and standing behind the company, as a corporation, asserted a right in the corporation to discharge the compulsory winding-up order."»
Σχετική είναι και η υπόθεση In re Photographic Artists' Co-Operative Supply Association [1883] Ch. D. Vol. XXIII, 370.»
Στην υπόθεση Ιωαννίδης Μιχαήλ για την υπό διάλυση εταιρεία Michael N. Ioannides Manufacturing & Trading Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2013) 1 Α.Α.Δ.1500:
«Σύμφωνα με το Άρθρο 233 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, κατά την εκκαθάριση εταιρείας από το δικαστήριο ο εκκαθαριστής έχει εξουσία, μετά από έγκριση είτε του δικαστηρίου, είτε της Επιτροπής Επιθεώρησης, μεταξύ άλλων, να εγείρει ή υπερασπίσει οποιαδήποτε αγωγή ή άλλη νομική διαδικασία, στο όνομα και εκ μέρους της εταιρείας. Ο εκκαθαριστής, μεταξύ των γενικών καθηκόντων του προς της εταιρεία, οφείλει να ενεργεί καλόπιστα και για καλό σκοπό, να είναι αμερόληπτος και να μην επιτρέπει σύγκρουση συμφέροντος και καθήκοντος (Δέστε: Palmer΄s Company Law, Τόμος 1ος, παρα. 88-37, σελ. 1410). Σε περιπτώσεις εκκαθαρίσεων υπό του δικαστηρίου, τόσο στην Αγγλία, όσο και στην Κύπρο, ο εκκαθαριστής εγείρει ή υπερασπίζει αγωγές και άλλες νομικές διαδικασίες, στο όνομα και εκ μέρους της εταιρείας, μετά από έγκριση του δικαστηρίου ή της Επιτροπής Επιθεώρησης (Δέστε: Palmer, ανωτέρω, παρα. 88-38, σελ. 1412).»
Αρχίζοντας από το Άρθρο 233, του Περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113, αυτό αναφέρει ρητά ότι, κατά την εκκαθάριση εταιρείας από το Δικαστήριο, ο εκκαθαριστής έχει εξουσία να εγείρει ή υπερασπίσει οποιαδήποτε αγωγή ή άλλη διαδικασία στο όνομα και εκ μέρους της εταιρείας.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Επίσημος Παραλήπτης έχει δώσει άδεια, με Τύπο Διορισμού Δικηγόρου Ενάγοντος, στους δικηγόρους της Αιτήτριας, όπως υπερασπιστoύν αυτή στην υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή.
Κατά την κρίση του Δικαστηρίου είναι σαφές από το άρθρο 242 ότι όταν δεν υπάρχει επιτροπή επιθεώρησης ο Επίσημος Παραλήπτης υποκαθιστά αυτή. Το άρθρο 242 έχει εφαρμογή όταν ο εκκαθαριστής είναι πρόσωπο άλλο από τον επίσημο παραλήπτη αφού αυτή μιλά για αίτηση του εκκαθαριστή η οποία υποβάλλεται στον Επίσημο Παραλήπτη. Έτσι, δηλαδή, ο εκκαθαριστής δύναται να αποταθεί στον Επίσημο Παραλήπτη, ο οποίος υπέχει θέση της επιτροπής επιθεώρησης, για έγκριση της αίτησης. Όταν όμως ο εκκαθαριστής είναι ο Επίσημος Παραλήπτης τότε αυτός δεν χρειάζεται να λάβει άδεια από το Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 233(1) αφού η λέξη «Δικαστήριο» και «επιτροπή επιθεώρησης» τίθενται διαζευκτικά στο αναφερθέν άρθρο.
Σύμφωνα με το άρθρο 233(1) ο Επίσημος Παραλήπτης ως εκκαθαριστής λαμβάνει την απαιτούμενη από το Νόμο άδεια είτε από το Δικαστήριο είτε από την επιτροπή επιθεώρησης. Άρα από τη στιγμή που δεν υπάρχει επιτροπή επιθεώρησης, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού δεν παρουσιάστηκε οποιοδήποτε στοιχείο που να τεκμηριώνει ότι υπάρχει επιτροπή επιθεώρησης, τη θέση αυτής, όπως ανέφερα και προηγουμένως, με βάση το άρθρο 242 την υποκαθιστά ο Επίσημος Παραλήπτης. Ως εκ τούτου τίθεται το ερώτημα από ποιο να λάβει άδεια; Η απάντηση είναι ότι δεν υποχρεούται ο Επίσημος Παραλήπτης, αφού υποκαθιστά την επιτροπή επιθεώρησης, να αποταθεί στο Δικαστήριο να πάρει άδεια με βάση το άρθρο 233(1).
Συνδυαζόμενα τα άρθρα 233 και 242 μπορούν να λεχθούν τα εξής:
(α) Όταν υπάρχει επιτροπή επιθεώρησης ο εκκαθαριστής, είτε είναι ο Επίσημος Παραλήπτης, είτε πρόσωπο άλλο από τον επίσημο παραλήπτη οφείλει να λάβει άδεια είτε από το Δικαστήριο είτε από την επιτροπή επιθεώρησης προτού καταχωρήσει αγωγή ή άλλη διαδικασία στο όνομα της υπό εκκαθάριση εταιρείας.
(β) Στην περίπτωση που δεν υπάρχει επιτροπή επιθεώρησης, ο εκκαθαριστής αν είναι πρόσωπο άλλο από τον επίσημο παραλήπτη πρέπει να πάρει άδεια από τον επίσημο παραλήπτη προτού εγείρει αγωγή ή άλλη διαδικασία στο όνομα της εταιρείας.
(γ) Όταν δεν υπάρχει επιτροπή επιθεώρησης και ο εκκαθαριστής είναι ο ίδιος ο Επίσημος Παραλήπτης δεν χρειάζεται να λάβει άδεια από κανένα αφού είναι αυτός που δίνει την άδεια και άρα εξυπακούεται ότι την άδεια την παρέχει στον ίδιο τον εαυτό του από μόνος του.
Προτού εγείρει αγωγή ή άλλη διαδικασία στο όνομα της εταιρείας, να λεχθεί συμπληρωματικά εδώ, ότι σύμφωνα με το άρθρο 233(1)(γ) κατά την εκκαθάριση εταιρείας από το Δικαστήριο, ο εκκαθαριστής έχει εξουσία, μετά από έγκριση είτε του Δικαστηρίου ή της επιτροπής επιθεώρησης να διορίζει δικηγόρο για να τον βοηθήσει στην εκτέλεση των καθηκόντων του. Αφού στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπάρχει επιτροπή επιθεώρησης και την υποκαθιστά ο Επίσημος Παραλήπτης μπορεί να διορίζει και δικηγόρο να βοηθήσει στην εκτέλεση των καθηκόντων του.
Επομένως, με βάση τα πιο πάνω, το Δικαστήριο καταλήγει ότι η δικηγορική εταιρεία Γ. Αργυρίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ έχει νόμιμη εξουσιοδότηση από τον Επίσημο Παραλήπτη ως υποκαθιστών την Επιτροπή Επιθεώρησης, ως φαίνεται στο Τεκμήριο 10, να υπερασπίσει την Αιτήτρια. Από αυτό βέβαια εξάγεται ότι, αφού έχει την άδεια να υπερασπίσει την Αιτήτρια, έχει και την άδεια να προβεί και σε αίτηση παραμερισμού της απόφασης, αφού χωρίς να προηγηθεί η αίτηση παραμερισμού της απόφασης και βέβαια υπό την προϋπόθεση ότι η υπό κρίση απόφαση που εκδόθηκε ερήμην θα παραμερίζετο, δεν θα μπορούσε να προβεί σε υπεράσπιση της Αιτήτριας.
Ως εκ τούτου βρίσκω ότι στα πλαίσια της εξουσιοδότησης για υπεράσπιση εμπεριέχεται και η εξουσιοδότηση για την καταχώρηση αίτησης παραμερισμού της απόφασης ως προαπαιτούμενο, αφού χωρίς αυτή και την επιτυχή κατάληξη της δεν μπορεί να καταχωρηθεί υπεράσπιση.
(Γ) ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΚΑΚΗΣ ΕΠΙΔΟΣΗΣ
Είναι ισχυρισμός της Αιτήτριας και θέση που προωθήθηκε από τον δικηγόρο της, ότι η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος στο αναφερθέν πρόσωπο, ήτοι τον κ. Ιακωβίδη, ως παραλήπτη-διαχειριστή της ως άνω εταιρείας, ήταν αντικανονική και κακή επίδοση.
Θεωρώ ότι το θέμα αυτό θα πρέπει να εξεταστεί πριν την εξέταση των προϋποθέσεων παραμερισμού απόφασης που εκδόθηκε ερήμην, αφού η επιτυχία του σημαίνει παραμερισμό της απόφασης χωρίς να τίθεται θέμα άσκησης της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου.
Στην υπόθεση ΝΙΚΟΛΑΣ ΓΙΩΡΓΑΛΛΙΔΗΣ ν. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ (ΤΤΟΜΗ) (1997) 1 Α.Α.Δ. 247, που αφορούσε αίτηση παραμερισμού απόφασης είχε τεθεί θέμα στην πρωτόδικη διαδικασία, κακής επίδοσης καθότι η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος έγινε σε γραμματέα στο γραφείο του εφεσείοντα που δεν ήταν υπεύθυνο στον επαγγελματικό του χώρο πρόσωπο. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι όντως γι' αυτό το λόγο υπήρξε κακή επίδοση και παραμέρισε την απόφαση.
Το Ανώτατο Δικαστήριο επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση ανέφερε τα ακόλουθα:
«Από τη στιγμή που η επίδοση κρίθηκε κακή και η διαπίστωση αυτή ήταν ορθή κατά τη γνώμη μας (βλ. Δ.5 Θ.2 των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας) το Πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν υποχρεωμένο ex debitojustitiae να παραμερίσει την απόφαση και δεν ετίθετο θέμα άσκησης διακριτικής ευχέρειας. Έκαστος έχει το βασικό ανθρώπινο δικαίωμα να πληροφορηθεί για τα δικαστικά μέτρα εναντίον του, τους λόγους για τους οποίους καλείται να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου και να προβάλει τους ισχυρισμούς του (βλ. Άρθρο 30(3) (α) και (β) του Συντάγματος).»
Στην υπόθεση ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ ν. CHR. P. MICHAELIDES (ESTATES) LTD (2002) 1 A.A.Δ. 43 η οποία αφορούσε αίτηση παραμερισμού, για το λόγο ότι υπήρξε κακή επίδοση ένεκα ότι το κλητήριο ένταλμα αφέθηκε στο εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας, λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Δεν αμφιβάλλουμε για την ορθότητα των παραπάνω πρωτόδικων αποφάσεων και ότι το ζήτημα της κανονικής επίδοσης κλητηρίου σε αγωγή βάσιμα έχει συσχετισθεί με το άρθρ. 30.3(α) και (β), θα προσθέταμε, του Συντάγματος. Η καλή επίδοση συνδέεται αναπόφευκτα με τη δυνατότητα του ενδιαφερομένου να γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους εγκαλείται στο δικαστήριο. Τότε μόνο του παρέχεται η δυνατότης να υπερασπισθεί. Πρόκειται για δικαίωμα που έχει αναχθεί σε θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα. Το άρθρο 30.3(α) και (β) περιλαμβάνεται στο χάρτη των "θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών" του Συντάγματος.
Οι περιστάσεις της κρινόμενης υπόθεσης, αλλά και η αχλύς που περιβάλλει την επίδοση - δεν είναι καν γνωστό το πρόσωπο στο οποίο αφέθηκε το κλητήριο και η ιδιότητα του - δεν μας αφήνουν αμφιβολία για το παράτυπο της επίδοσης, με βάση την οποία λήφθηκε η ακυρωθείσα απόφαση. Αυτή ήταν και η αιτία, που η εφεσίβλητη δεν έλαβε γνώση της έγερσης της αγωγής για να αμυνθεί, όπως ήταν και η πρόθεση της. Ορθά λοιπόν παραμερίστηκε η απόφαση εφόσον δεν προηγήθηκε έγκυρη επίδοση.»
Η υπόθεση ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΩΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ ν. ΑΝΔΡΕΑ ΜΙΧΑΗΛ (2003) 1 Α.Α.Δ. 1044 αφορούσε αίτηση παραμερισμού από τον εφεσίβλητο για το λόγο ότι η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος έγινε στη σύζυγο του, με την οποία κατά το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου - Σεπτεμβρίου του 1999 και δη κατά την ημερομηνία επίδοσης σ' αυτήν στις 12/2/99, εβρίσκετο σε διάσταση και δεν συγκατοικούσε μαζί της, γι' αυτό και δεν έλαβε γνώση της αγωγής.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποδεχόμενο αυτό το γεγονός παραμέρισε την απόφαση.
Το Ανώτατο Δικαστήριο επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση ανέφερε ότι αφού έγινε αποδεχτός ο λόγος που προέβαλε ο εφεσίβλητος, ότι δεν έλαβε γνώση της δικαστικής διαδικασίας, τότε έχει καθαρό δικαίωμα παραμερισμού της απόφασης να προβάλει την όποια υπεράσπιση του. Το δικαίωμα κάθε ατόμου να λαμβάνει γνώση της δικαστικής διαδικασίας που να τον αφορά και να ακούεται σ' αυτή, είναι αυτονόητο και αυτόδηλο. Έγινε δε αναφορά στην απόφαση της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ v. ΖΗΝΑ ΠΟΥΛΛΗ (2001) 3 Α.Α.Δ. 1060.
Τα πιο πάνω επαναλήφθηκαν στην υπόθεση Zehil v. Roberts (2009) 1 Α.Α.Δ. 678.
Στην υπόθεση ΝΕΜΙΤΣΑΣ ν. CHAPARIAN (2011) 1 Α.Α.Δ. 806 εξηγώντας τη διαφορά που υπήρχε με την υπόθεση Ιερά Μητρόπολη Λεμεσού, ανωτέρω, ειπώθηκαν τα εξής:
«Στην περίπτωση μας, η ιδιότητα του προσώπου στο οποίο επιδόθηκε η αγωγή καταγραφόταν ρητά και ήταν ζήτημα ποια εκδοχή θα γινόταν αποδεχτή - ή εκείνη του επιδότη, λαμβανομένων υπόψη και των υπολοίπων στοιχείων του φακέλου, ή εκείνη του εφεσείοντα.»
Βλέπε επίσης την υπόθεση Γεωργίου Εμπορευόμενος υπό τη μη εγγεγραμμένη εμπορική επωνυμία GPG ElectronicsLtd v. Minico House Ltd (2006) 1A A.A.Δ 550.
Όπως εξάγεται από την πιο πάνω νομολογία όταν η απόφαση που εκδόθηκε είναι αντικανονική, τότε το Δικαστήριο την παραμερίζει ex debito justitiae, δηλαδή ως χρέος προς τη δικαιοσύνη και ανεξάρτητα από το γεγονός της καθυστέρησης ή οποιοδήποτε άλλο παράγοντα. Σχετικές επίσης είναι και οι υποθέσεις Inter-Global (Financial Services) Ltd v. Χριστοφή Πέππη (2005) 1Α Α.Α.Δ 213 και White v. Weston (1968) 2 ALL ER 842.
Σε μια τέτοια μάλιστα περίπτωση το Δικαστήριο δεν διαθέτει διακριτική ευχέρεια, αλλά είναι υποχρεωμένο να παραμερίσει την απόφαση που εκδόθηκε ερήμην.
Όσον αφορά το ίδιο θέμα, της κακής επίδοσης, θα ήθελα να αναφέρω μια επιπρόσθετη απόφαση, με μεγάλο απόσπασμα από αυτή, η οποία θα έλεγα ότι είναι και η σημαντικότερη για το ζήτημα που τώρα εξετάζεται, αφού κατά την άποψη του Δικαστηρίου, ως προς τον τρόπο διενέργειας της επίδοσης, προσομοιάζει κάπως με τα γεγονότα της παρούσας, υπό κρίση, υπόθεσης και αυτή είναι η υπόθεση Αντωνίου Παναγιώτης κ.ά. ν. C. Poupakis Transport Limited (2006) 1 AAΔ 651 στην οποία λέχθηκαν τα πιο κάτω:
«Οι εφεσίβλητοι-εναγόμενοι είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και οι μετοχές τους κατά τον ουσιώδη χρόνο ανήκαν στον XXXXX Πουπάκη και το XXXXX Πουπάκη, κατοίκους Αθηνών, με βασικό μέτοχο τον XXXXX Πουπάκη. Διευθυντές της εταιρείας είχαν διοριστεί ο XXXXX Πουπάκης και ο XXXXX Αντωνίου και η σύζυγός του XXXXX Αντωνίου, από τη Λεμεσό. Γραμματέας της εταιρείας διορίστηκε επίσης ο XXXXX Αντωνίου. Ο XXXXX και η XXXXX Αντωνίου είναι οι βασικοί μέτοχοι και διευθυντές της εφεσείουσας-ενάγουσας.
Η διαχείριση και η διοίκηση των εφεσιβλήτων στην Κύπρο, σύμφωνα με τη θέση των εφεσιβλήτων, γινόταν από τον XXXXX και XXXXX Αντωνίου, που διαχειρίζονταν και τους τραπεζικούς λογαριασμούς της εταιρείας. Είναι προφανές από τα γεγονότα ότι προέκυψαν διαφορές μεταξύ τους και η συνεργασία τους, γύρω στον Ιούλιο του 2002 με τους εξ Ελλάδος προαναφερθέντες διακόπηκε, οι δε XXXXX και XXXXX Αντωνίου καθώς και η εταιρεία τους, ήγειραν αγωγές εναντίον των εφεσιβλήτων-εναγομένων, απαιτώντας διάφορες οφειλές προς αυτούς, όπως ισχυρίζονταν. Καταχώρησαν αγωγές στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, στις οποίες εκδόθηκαν αποφάσεις ερήμην των εφεσιβλήτων-εναγομένων, αφού δεν είχε καταχωρηθεί εμφάνιση εκ μέρους τους. Οι εφεσίβλητοι-εναγόμενοι καταχώρησαν με επιτυχία αιτήσεις παραμερισμού των πιο πάνω αποφάσεων. Οι αιτήσεις αυτές βασίζονταν στον ισχυρισμό ότι ουδέποτε έγινε καλή επίδοση στους εφεσίβλητους-εναγόμενους και περαιτέρω στον ισχυρισμό ότι είχαν καλή υπεράσπιση και συζητήσιμη υπόθεση και θα έπρεπε έτσι να παραμεριστούν οι αποφάσεις.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε πρώτα ορθά το θέμα της επίδοσης της αγωγής και, αφού αναφέρθηκε λεπτομερώς στη σχετική νομολογία, έκρινε ότι η επίδοση ήταν άκυρη και αντικανονική και δέχθηκε τις αιτήσεις, παραμερίζοντας τις αποφάσεις που εκδόθηκαν ερήμην, επιδικάζοντας και τα έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων-εναγομένων. Προχώρησε, περαιτέρω το Δικαστήριο και εξέτασε και τα υπόλοιπα θέματα που εγείρονταν στην αίτηση, για να υπάρχουν και σ' αυτά τα ευρήματά του σε περίπτωση που κατ' έφεση ανατρεπόταν η απόφασή του. Κατέληξε και πάλιν ότι είχαν ικανοποιηθεί όλες οι προϋποθέσεις για να εγκριθούν οι αιτήσεις, έστω και σε περίπτωση που θα ήταν νομότυπη η επίδοση.
Με την έφεση της αυτή η εφεσείουσα-ενάγουσα αμφισβητεί τα ευρήματα και την κατάληξη του Δικαστηρίου που σχετίζονται με το θέμα της επίδοσης, καθώς και όλα τα υπόλοιπα, συμπεριλαμβανομένου και του θέματος των εξόδων.
Όσον αφορά πραγματικά ευρήματα, είναι ευρέως νομολογημένο ότι εναπόκειται πρωτίστως στο πρωτόδικο Δικαστήριο η κρίση επ΄αυτών και το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όπου αυτά δεν δικαιολογούνται από τη δοθείσα και υπάρχουσα μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Όσον αφορά συμπεράσματα με βάση γεγονότα, εάν αυτά δικαιολογούνται και πάλιν από τη μαρτυρία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Όπου όμως κατά την κρίση του, τούτο δεν συμβαίνει, τότε με βάση τα ευρήματα των γεγονότων το Εφετείο είναι και αυτό σε θέση να κρίνει τα συμπεράσματα και να τα ανατρέψει και να καταλήξει στα δικά του, αν τούτο δικαιολογείται κάτω από τις περιστάσεις.
Ήταν η θέση των εφεσιβλήτων-εναγομένων ότι η πρώτη φορά που πληροφορήθηκαν για την ύπαρξη της αγωγής ήταν όταν ο XXXXX Αντωνίου απέστειλε με τηλεομοιότυπο στον XXXXX Πουπάκη επιστολή του Δικαστικού επιδότη προς την εναγόμενη εταιρεία, όπου αναφερόταν ότι εναντίον της είχαν εκδοθεί εντάλματα κινητών.
Η θέση των αντιδίκων ήταν ότι η αγωγή απεστάλη και με φαξ στους εναγομένους και τους πληροφόρησαν και με τηλεφωνική επικοινωνία και ισχυρίστηκαν ότι η επίδοση έγινε αρχικά κανονικά, με το να παραδοθεί στη XXXXX Αντωνίου, που ήταν ένας από τους διευθυντές των εφεσιβλήτων-εναγομένων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε μία ενδελεχή έρευνα αναφορικά με τις αυθεντίες που αφορούν το θέμα της επίδοσης και αναφέρθηκε σε σωρεία αποφάσεων (Γιωργαλλίδης ν. Χρίστου (Ττόμη) (1997) 1 Α.Α.Δ. 247, Ιερά Μητρόπολις Λεμεσού ν. Chr. P. Michaelides (Estates) Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 43, κλπ.). Στην τελευταία αυτή απόφαση κρίθηκε ότι το ζήτημα της κανονικής επίδοσης κλητηρίου βάσιμα συσχετίζεται με το Άρθρο 30.1(α) και (β) του Συντάγματος. Θεωρήθηκε ότι η καλή επίδοση «συνδέεται αναπόφευκτα με τη δυνατότητα του ενδιαφερομένου να γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους εγκαλείται στο Δικαστήριο».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε τη διαφορά στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης από τις άλλες, αλλά ορθά, κατά την άποψη μας, κατέληξε στο συμπέρασμα πως η επίδοση ήταν αντικανονική. Αποδέχθηκε τον ισχυρισμό των αιτητών ότι η συνεργασία μεταξύ των διαδίκων διακόπηκε τον Ιούλιο του 2002 και απέρριψε τον ισχυρισμό ότι η αγωγή αποστάληκε με τηλεομοιότυπο στους αιτητές στην Ελλάδα. Παραθέτουμε πιο κάτω την τελική κατάληξη του Δικαστηρίου επί του θέματος:
«Η μ' αυτό τον τρόπο επίδοση, δηλαδή, επίδοση στη διευθυντή της εταιρείας XXXXX Αντωνίου, αν και φαινομενικά και τυπικά συνάδει με το Άρθρο 372 του Κεφ. 113 και τη Δ.5, θ.7, εν τούτοις είναι μολυσμένη με το στοιχείο της αντικανονικότητας αφού ουσιαστικά έγινε επίδοση στο ίδιο πρόσωπο που υπέγραψε ή που μπορούσε να υπογράψει ή που συνηγόρησε ως μέτοχος και διευθυντής των Εναγόντων - Καθ' ων η αίτηση να καταχωρηθεί η αγωγή. Η XXXXX Αντωνίου δεν έπρεπε να αποδεχθεί τέτοια επίδοση αφού συγκρούονταν τα συμφέροντα των Καθ' ων η αίτηση στους οποίους ήταν μέτοχος και διευθύντρια και των Αιτητών στους οποίους ήταν διευθύντρια.
Αλλά ακόμη κι αν δεν ήταν έτσι τα πράγματα, ουσιαστικά μετά τη διακοπή της συνεργασίας των Αιτητών μαζί της και του συζύγου της, «παύθηκε» από διευθύντρια και άρα δεν ήταν δυνατό να γίνει σ' αυτήν επίδοση ως μη διευθυντής πλέον της εταιρείας. Σκοπός τους με τον τρόπο που έγινε η επίδοση, ήταν να αποκλεισθούν οι Αιτητές να λάβουν γνώση της αγωγής και να καταστεί για τους Καθ' ων η αίτηση εύκολο έργο η απόδειξη της αγωγής τους και ανάλογη έκδοση απόφασης από το Δικαστήριο.
Όπως και να έχουν τα πράγματα, είτε έτσι είτε αλλιώς η επίδοση δεν ήταν σύμφωνη με την ως άνω συνταγματική επιταγή.»
Κάτω από το φως των πιο πάνω η έφεση κρίνεται αβάσιμη. Τόσο τα πραγματικά ευρήματα όσο και τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου εδικαιολογούνταν από τη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του.
Εν όψει της κατάληξης μας αυτή κρίνεται ως ορθή και η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τα έξοδα, αφού αυτά τα έξοδα δημιουργήθηκαν και ήταν αποτέλεσμα της συνέχισης της αγωγής μετά την αντικανονική της επίδοση.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.»
Έτσι και στη συγκεκριμένη περίπτωση, από τη στιγμή που η Καθ΄ης η αίτηση διόρισε τον Ιακωβίδη ως παραλήπτη-διαχειριστή των περιουσιακών στοιχείων της Αιτήτριας δεν θα έπρεπε ο Ιακωβίδης να αποδεχθεί την επίδοση από την Καθ΄ης η αίτηση αλλά ούτε και η Καθ΄ης η αίτηση θα έπρεπε να ενεργήσει μ΄ αυτό τον τρόπο, έστω και αν τυπικά είναι διαχωρισμένες οι δύο ιδιότητες του Ιακωβίδη, αφού στην ουσία ο Ιακωβίδης εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της Καθ΄ης η αίτηση με τον διορισμό του ως παραλήπτης-διαχειριστής και επομένως υπήρχε σύγκρουση συμφερόντων. Η δε εκ μέρους του Ιακωβίδη μη καταχώρηση εμφάνισης αναδεικνύει το αληθές αυτού, αφού θα αναμένετο σε τέτοια περίπτωση μία άλλη αντίδραση. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου η επίδοση είναι μολυσμένη με το στοιχείο της αντικανονικότητας, έστω και αν φαινομενικά και τυπικά συνάδει, ίσως, με το άρθρο 372 του ΚΕΦ. 113 και Δ.5 θ.7 και αναφέρω ίσως, αφού είναι παραλήπτης διαχειριστής των περιουσιακών στοιχείων της Αιτήτριας.
Κατά την κρίση του Δικαστηρίου δεν θα έπρεπε όπως έχω αναφέρει και προηγουμένως να αποδεχθεί τέτοια επίδοση ο Ιακωβίδης αφού συγκρούονταν τα συμφέροντα της ιδιότητας που κατείχε.
Κατά συνέπεια η απόφαση παραμερίζεται ex debito justitiae χωρίς να τίθεται θέμα διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου.
(Δ) ΟΙ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΑΡΑΜΕΡΙΣΜΟΥ ΑΠΟΦΑΣΗΣ Η ΟΠΟΙΑ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΕΡΗΜΗΝ ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ
Παρά την πιο πάνω κατάληξη του Δικαστηρίου το Δικαστήριο θα προχωρήσει να εξετάσει την αίτηση κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις της άσκησης της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου για παραμερισμό της απόφασης στην περίπτωση που δέχετο το Δικαστήριο ότι υπήρχε καλή επίδοση.
Η απόφαση, της οποίας επιδιώκεται ο παραμερισμός της, εξεδόθη δυνάμει της Δ.17 Θ.3, λόγω έλλειψης καταχώρησης σημειώματος εμφάνισης εκ μέρους των Εναγομένων 1 και 2-Αιτητών.
Σύμφωνα με την Δ.17 Θ.10, απόφαση που λαμβάνεται κατ' αυτόν τον τρόπο δύναται να παραμεριστεί.
Η Δ.17 Θ.10 έχει ως ακολούθως:
"Where judgment is entered pursuant to any of the preceding rules of this order, it shall be lawful for the court in a proper case to set aside or vary such judgment upon such terms as may be just."
Σε ελεύθερη μετάφραση:
«Όπου εκδίδεται απόφαση σύμφωνα με τους προηγούμενους κανονισμούς αυτής της διαταγής, θα είναι νόμιμο για το Δικαστήριο στην κατάλληλη περίπτωση να παραμερίσει ή διαφοροποιήσει τέτοια απόφαση με τέτοιους όρους που ήθελαν φανεί δίκαιοι.»
Το Ανώτατο Δικαστήριο έχοντας ως κατευθυντήρια υπόθεση την κλασική υπόθεση EVANS ν. BARTLAM, 1937 2 ALL E.R. 646 καθόρισε τις αρχές που το Δικαστήριο πρέπει να λαμβάνει υπόψη κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας όταν εξετάζει αίτηση για παραμερισμό απόφασης.
Έκτοτε σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου επαναλήφθηκαν και επαναβεβαιώθηκαν οι ίδιες αρχές που υιοθετήθηκαν με βάση την Evans πιο πάνω.
Πρωταρχικής σημασίας είναι (α) η αποκάλυψη ή εκ πρώτης όψεως βάσιμης υπεράσπισης και (β) η εξήγηση για τη μη εμφάνιση του Εναγομένου (βλ. υποθέσεις Ioannis Kotsapas and sons Ltd v. Titan Construction and Engineering Company (1967) 1 CLR 317, Φυλακτού v. Μιχαήλ (1982) 1 Α.Α.Δ. 204, Mine and Quarry Services Ltd v. Ανδρέα Γεωργίου (Μαύρου) (1993) 1 Α.Α.Δ. 26, Ζήνων Μερκής v. Yiannoukas Holiday Ltd and another (1994) 1 A.A.Δ. 736, Vica Pica Disco Ltd κ.α. v. Happy Street Disco Ltd (1997) 1 (A) Α.Α.Δ. 28, Ανδρέας Κλεάνθους v. Tradex Ltd (1998) 1 (Β) Α.Α.Δ. 988, Μαρία Γιώργαινα Λευκίδου v. Άριστου Κανναουρίδη (1999) 1 (Α) Α.Α.Δ. 528, Κάτια Χριστοφόρου κ.α. v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2000) 1 (Α) Α.Α.Δ. 86, Χατζηνικολάου v. Τράπεζα Κύπρου Λτδ (2001) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1179, Bush v. Γιάννη (2001) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1342, ΣΠΕ Παλλουριώτισας v. Αρτέμη (2001) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1762, Καλλής v. Alpha Bank (2002) 1 (Β) Α.Α.Δ. 793, Alpha Bank Ltd v. Στεφάνου (2003) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1101, Salamis Ltd v. Bata Ltd (2004) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1767, Τεγκεράκης ν. Δήμος Λευκωσίας (2005) 1 (Α) Α.Α.Δ. 289, Orams v. Αποστολίδης (2006) 1 Α.Α.Δ. 140, Καψού v. Alpha Bank (2008) 1 Α.Α.Δ. 1135, Παρασκευόπουλος v. Παρασκευόπουλου (2009) 1 Α.Α.Δ. 502, Νέμιτσας v. Chaparian (2011) 1 Α.Α.Δ. 806, Δωρίτης v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2012) 1 Α.Α.Δ. 314, Morris v. Saratoga Swimming Pools Ltd (αρ. 1) (2012) 1 Α.Α.Δ. 647, Pechtchachanskaia κ.α. ν. Esipovich, Πολιτική Έφεση 310/2010, ημερ. 20.6.2014, Eric John Wakeham v. Audar Majid Bhatti κ.ά., ECLI:CY:AD:2016:A255, Πολιτική Έφεση 49/2011, ημερ. 25.5.2016 και ΧΡΥΣΟΔΟΝΤΑΣ ν. ΑΚΟΥΟΛΟΓΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Ε10/2013, ημερ. 6.6.2018.
Στην υπόθεση ΜΕΡΚΗ v. YIANNOUKAS, πιο πάνω, στις σελίδες 748 και 749 συνόψισαν το σκεπτικό της υπόθεσης EVANS v. BARTLAM, ανωτέρω, ως ακολούθως:
«(1) Η αίτηση για παραμερισμό αποφάσεως είναι θέμα το οποίο εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και πρωταρχικής σημασίας είναι το κατά πόσο ο αιτητής έχει πράγματι καλή υπεράσπιση.
(2) Ο αιτητής πρέπει να πείσει το Δικαστήριο ότι υπάρχει πράγματι σοβαρός και εύλογος λόγος που δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο και άφησε να εκδοθεί απόφαση εναντίον του.
(3) Το Δικαστήριο δεν πρέπει να προχωρήσει ως θα έπραττε αν εκδίκαζε την υπόθεση και να αποφασίσει ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει υπεράσπιση.
(4) Το βάρος της απόδειξης είναι σίγουρα πάνω στον αιτητή, αλλά όχι για ν΄ αποδείξει την υπεράσπιση, απλώς για να δείξει στο Δικαστήριο ότι έχει καλή υπεράσπιση πάνω στην ουσία της υπόθεσης.
(5) Σχετικά με τη μαρτυρία την οποία πρέπει να προσκομίσει ο αιτητής για να αποδείξει ότι έχει καλή υπεράσπιση επί της ουσίας της υπόθεση, και ότι υπήρχε σοβαρός και εύλογος λόγος που δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο, αυτή πρέπει να είναι υπό τη μορφή ενόρκων δηλώσεων και οποιασδήποτε άλλης έγγραφης μαρτυρίας, συνημμένης στις ενόρκους δηλώσεις. Δεν προσκομίζεται οποιαδήποτε άλλη προφορική μαρτυρία. Οι διάδικοι όμως έχουν το δικαίωμα να αντεξετάσουν οποιονδήποτε ομνύοντα επί της ένορκης δήλωσής του, αφού δώσουν τη σχετική ειδοποίηση σύμφωνα με τους Κανόνες της Πολιτικής Δικονομίας.»
Στην υπόθεση ΠΑΤΟΥΡΗ ν. HELLENIC BANK LTD (2001) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 2118, 2123, ειπώθηκαν τα πιο κάτω:
«Καθιερωμένες μπορεί να θεωρηθούν οι αρχές που διέπουν και προσμετρούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου σ΄ αυτό το πεδίο. Απαραίτητη είναι η επεξήγηση των λόγων για τη μη εμφάνιση του Εναγομένου και η αποκάλυψη συζητήσιμης ή εκ πρώτης όψεως βάσιμης υπεράσπισης.»
Επίσης λέχθηκαν και τα εξής:
«Ενέχει δυνητικά το στοιχείο της πειστικότητας υπεράσπιση η οποία είναι λογικοφανής βασισμένη σε γεγονότα που την καθιστούν συζητήσιμη. Εφόσον η προβαλλόμενη υπεράσπιση έχει αυτά τα στοιχεία καθίσταται συζητήσιμη. Όπου ελλείπει η αναγκαία θεμελίωση, η αίτηση απορρίπτεται.»
Στην υπόθεση PHYLACTOU AND OTHERS ν. MICHAEL (1982) 1 C.L.R. 204, 210, λέχθηκε ότι κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας το Δικαστήριο θα πρέπει να επιτύχει εξισορρόπηση μεταξύ δύο θεμελιωδών αρχών. Την ανάγκη από τη μια να διατηρηθεί το δικαίωμα των διαδίκων να ακουστούν και από την άλλη την ανάγκη εξασφάλισης της ταχείας απονομής της δικαιοσύνης. Τούτο επαναλήφθηκε στην υπόθεση Αντρέας Ιωάννου ν. Σκάφος Veronica (2003) 1 (A) Α.Α.Δ. 437. Βλ. επίσης G&A Optus Electronics Services Ltd κ.ά. v. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2009) 1 Α.Α.Δ. 814, Γεωργίου κ.ά. v. Χριστοδούλου (2011) 1 Α.Α.Δ. 561, Δωρίτης v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2012) 1 Α.Α.Δ. 314 και Morris v. Saratoga Swimming Pools Ltd (Αρ. 1) (2012) 1 Α.Α.Δ. 647.
(Δ)(1) ΜΗ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΤΡΙΑΣ
Σε σχέση με το ζήτημα της δικαιολόγησης της μη εμφάνισης, στην υπόθεση Milouca Motor Trading Ltd v. Χρ. Κούρτη, (1997) 1 Α.Α.Δ. 941, ειπώθηκε ότι η αίτηση παραμερισμού μπορεί να απορριφθεί παρά την αποκάλυψη συζητήσιμης υπεράσπισης, εφόσον ο εναγόμενος επέδειξε αδιαφορία στην αγωγή, η οποία ισοδυναμεί με μορφή καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας (βλ. Mine and Quarry Services Ltd v. Ανδρέα Γεωργίου (Μαύρου) (1993) 1 Α.Α.Δ. 26, Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Ελένη Ιακώβου κ.α. (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 457 και Γιωργαλλίδης ν. Ταπελλογραφεία Κώστας Παύλου & Σία Λτδ (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 1101, Alkadia, ανωτέρω, Καλλής ν. Alpha Bank Ltd (2002) 1 A.A.Δ. 793, Ευάνθης ν. Δημάδη (2004) 1 Α.Α.Δ. 1822, Αργυρού ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 816, Cyber Group Ltd κ.α. ν. Κολιά (2007) 1 Α.Α.Δ. 614, Zehil v. Roberts (2009) 1 A.A.Δ. 678 και ΧΡΥΣΟΔΟΝΤΑΣ ν. ΑΚΟΥΟΛΟΓΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Ε10/2013, ημερ. 6.6.2018). Στην υπόθεση ΧΡΥΣΟΔΟΝΤΑΣ, ανωτέρω, λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Με βάση τις αρχές της νομολογίας, εάν ένας εναγόμενος επιδείξει αδιαφορία για την αγωγή, η οποία είναι δυνατό να θεωρηθεί μομφή καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων του αντιδίκου του, αποτελεί βάσιμο λόγο για την απόρριψη αιτήματος παραμερισμού απόφασης, έστω και αν έχει αποκαλύψει συζητήσιμη υπεράσπιση (βλ. Phylactou v. Michael και Milouca Motor Trading Ltd v. Κούρτη, πιο πάνω). Γνώμονας για την άσκηση διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου είναι η εξισορρόπηση της ανάγκης διασφάλισης του δικαιώματος κάθε διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεσή του από τη μια και της ανάγκης για τελεσιδικία από την άλλη.»
Ως προς το θέμα της μη εμφάνισης της Αιτήτριας έχοντας κατά νου την ημερομηνία κατά την οποία διορίστηκε ο Ιακωβίδης ως παραλήπτης διαχειριστής της περιουσίας της Αιτήτριας, πότε εκδόθηκε η απόφαση, πότε επιδόθηκε στον Ιακωβίδη και πότε επιδόθηκε στους άλλους εναγομένους και ότι αναμένετο από τους άλλους εναγομένους ότι ο Ιακωβίδης θα λάμβανε μέτρα προς υπεράσπιση της Αιτήτριας, καθώς και το χρόνο κατά τον οποίο μετακόμισε ο ενόρκως δηλών με την οικογένεια του στην Κύπρο και τα διαβήματα που έλαβε ευθύς εξαρχής με την κάθοδο του στην Κύπρο για σκοπούς εξεύρεσης των γεγονότων γύρω από την απόφαση που εκδόθηκε και τι έγινε με τα περιουσιακά στοιχεία της Αιτήτριας, κρίνω ότι δεν υπήρξε τέτοια καθυστέρηση εκ μέρους του που να θεωρείται ότι υπήρξε περιφρόνηση έναντι του Δικαστηρίου ούτως ώστε να μην δοθεί η ευκαιρία στην Αιτήτρια να υπερασπιστεί.
(Δ)(2) ΕΚ ΠΡΩΤΗΣ ΟΨΕΩΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ
Επί αυτού αναφέρεται, με βάση την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση και από την άλλη την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση, καθώς και τα Τεκμήρια που επισυνάπτονται με αυτές και έχοντας κατά νου τον υπολογισμό στον οποίο προέβη ο ενόρκως δηλών στην αίτηση, με απλές μαθηματικές πράξεις, για να καταλήξει ότι το ποσό της απόφασης δεν είναι το πραγματικό και υπερχρεώθηκε επιπλέον κάποιων χιλιάδων ευρώ και επίσης τις αναφορές που γίνονται από τον ομνύοντα στην αίτηση, δεν μπορώ εκ προοιμίου να αποκλείσω τον ισχυρισμό ότι το ποσό είναι μικρότερο από αυτό που εκδόθηκε η απόφαση, έχοντας υπόψη και το ποσό που λήφθηκε με την πώληση των περιουσιακών στοιχείων της Αιτήτριας και κρίνω ότι κάποιου είδους εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση έχει καταδειχθεί εκ μέρους της Αιτήτριας.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, κρίνω ότι η αίτηση επιτυγχάνει.
Κατά συνέπεια και γι΄ αυτούς τους λόγους θα ενέκρινα την αίτηση και θα εξέδιδα διάταγμα παραμερισμού της επίδικης απόφασης.
ΕΞΟΔΑ
Σύμφωνα με την Δ.17 θ.10 το Δικαστήριο δύναται να παραμερίσει απόφαση που εκδόθηκε ερήμην του Εναγομένου με όρους. Ένας απ΄ αυτούς τους όρους συνήθως και αφού συνηγορούν προς τούτο οι περιστάσεις είναι η επιδίκαση εξόδων υπέρ των Καθ΄ων η αίτηση και τα έξοδα αυτά και της αγωγής να καταβάλλονται πριν καταχωρηθεί η εμφάνιση και η υπεράσπιση.
Το βασικό κριτήριο κατά την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου σε σχέση με τα έξοδα είναι η υπαιτιότητα των μερών στη δημιουργία των εξόδων (βλ. Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204). Στην υπόθεση πιο πάνω λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Στην υπόθεση White v. Weston (ανωτέρω), που ήταν υπόθεση μη επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος στον εναγόμενο, το Δικαστήριο παραμέρισε την απόφαση εναντίον του και διέταξε τα έξοδα να είναι έξοδα δίκης. Το διάταγμα αυτό για τα έξοδα αποτέλεσε λόγο έφεσης και το Αγγλικό Εφετείο διέταξε τον παραμερισμό του, για το λόγο ότι ενώ ο εναγόμενος εδικαιούτο στον παραμερισμό της απόφασης, ex debito justitiae, το πρωτόδικο Δικαστήριο με το διάταμα για τα έξοδα, έθεσε όρους και περιόρισε το απόλυτο δικαίωμα που είχε ο εναγόμενος για τον παραμερισμό της απόφασης.
Συμφωνούμε με την προσέγγιση αυτή. Όπως στην υπόθεση εκείνη, έτσι και στην παρούσα, ο εφεσείων δεν εγνώριζε για την ύπαρξη δικαστικών μέτρων εναντίον του και παρά το γεγονός ότι η επίδοση ήταν κακή, ο εφεσίβλητος προχώρησε στην έκδοση απόφασης εναντίον του εφεσείοντα, κατά παράβαση του θεμελιώδους δικαιώματος του να πληροφορηθεί για τα δικαστικά μέτρα εναντίον του. Σε τέτοια περίπτωση εκτός του ότι το διάταγμα για πληρωμή των εξόδων στρέφεται ενάντια στο θεμελιακό αυτό δικαίωμα του εφεσείοντα, είναι παράλληλα και άδικο, γιατί χωρίς ο εφεσείων να ευθύνεται για οποιοδήποτε σφάλμα, διατάχθηκε να πληρώσει έξοδα, γιατί πήρε μέτρα που ήταν επιτυχή, για να διορθώσει το σφάλμα και να προασπίσει τα δικαιώματά του.
Κατά συνέπεια, το μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης που αφορά τον όρο πληρωμή εξόδων από τον εφεσείοντα σαν αποτέλεσμα του παραμερισμού της απόφασης, ανατρέπεται.»
Υπό τις περιστάσεις που ανέφερα πιο πάνω καταδεικνύεται ότι η Αιτήτρια δεν συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στη δημιουργία των εξόδων τόσο της αγωγής όσο και της παρούσας αίτησης. Με βάση την διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι υπήρξε κακή επίδοση του κλητηρίου εντάλματος στην Αιτήτρια και την αναφερθείσα αμέσως πριν νομολογία, κρίνω ότι τα έξοδα δεν θα πρέπει να τα επωμιστεί η Αιτήτρια και αυτά θα πρέπει να επιδικαστούν εναντίον της Καθ΄ης η αίτηση.
Κατά συνέπεια εκδίδεται διάταγμα παραμερισμού της απόφασης ημερομηνίας 20.10.2014, εναντίον της Εναγόμενης 1-Αιτήτριας. Η Αιτήτρια να καταχωρήσει εμφάνιση και υπεράσπιση εντός 14 ημερών από σήμερα. Επιδικάζονται έξοδα €2.000 συν ΦΠΑ υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον της Καθ΄ης η αίτηση, τα οποία θα είναι καταβλητέα στο τέλος της δίκης.
(Υπ.) …………………………………………
Ν. Γερολέμου, Α.Ε.Δ.
Πιστόν αντίγραφο
Πρωτοκολλητής