ECLI:CY:EDLAR:2022:A143
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Ενώπιον: Ε. Γεωργίου-Αντωνίου, Α.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 2718/14
Μεταξύ:
BANK OF CYPRUS PUBLIC COMPANY LTD
Εναγόντων
και
1. M. K.
2. Ε. Σ.
3. G. N. BROS LTD
4. G. H. & SONS LTD
Εναγόμενων
------
Ημερομηνία: 10 Οκτωβρίου, 2022.
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για Ενάγοντες: κ. Παστός με κα Χρυσάφη για Ανδρέου, Χ”Χριστοφής Δ.Ε.Π.Ε.
Για Εναγόμενους 1 και 2: κ. Χατζηστερκώτης, για Χρ. Χατζηστερκώτη & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η Ενάγουσα Τράπεζα, με την αγωγή της, αξιώνει από τους Εναγόμενους 1 και 2 το ποσό των €255.420,43 πλέον τόκο 14% από 01/07/2014 μέχρι εξοφλήσεως με κεφαλαιοποίηση του τόκου στις 30 Ιουνίου και 31 Δεκεμβρίου εκάστου έτους, σε σχέση με το πρώτο δάνειο, καθώς επίσης και ποσό €204.972,80 με τόκο 14% από 01/07/2014 μέχρι εξοφλήσεως του τόκου κεφαλαιοποιημένου στις 30 Ιουνίου και 31 Δεκεμβρίου εκάστου έτους, για το δεύτερο δάνειο. Επίσης, ζητείται και αναγνωριστική απόφαση ότι η Ενάγουσα Τράπεζα δικαιούται στην εγγραφή ολόκληρου του μεριδίου των κατοικιών με αριθμό H11 και H2 στο οικοδομικό συγκρότημα με την ονομασία «MORPHEUS VILLAS», δυνάμει των συμφωνιών εκχώρησης ημερομηνίας 12/04/2008, καθώς και άλλα συναφή διατάγματα.
Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης, η Ενάγουσα με βάση διάταγμα του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, στις 29/03/2013 ανέλαβε τα περιουσιακά στοιχεία, τους τίτλους ιδιοκτησίας, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ. Στις 12/04/2008, η Λαϊκή Τράπεζα, μετά από αίτηση των Εναγομένων 1 και 2, τους παραχώρησε δάνειο ύψους €241.000,00, πληρωτέο με μηνιαίες δόσεις ύψους €1.745,02, από 03/05/2010 μέχρι εξοφλήσεως, με περίοδο χάριτος 24 μηνών από 03/05/2008 μέχρι 03/05/2010. Η αναμενόμενη ημερομηνία εξόφλησης ήταν η 03/04/2038. Η συγκεκριμένη συμφωνία τροποποιήθηκε με τη συμφωνία, ημερομηνίας 15/10/2010, με τη μείωση 12 μηνιαίων δόσεων στο ποσό των €946,98 η κάθε δόση, από 03/01/2012 μέχρι εξόφλησης. Περαιτέρω, συμφωνήθηκε, με συμφωνία ημερομηνίας 24/04/2013, όπως ο τρόπος αποπληρωμής τροποποιηθεί με 12 μηνιαίες δόσεις εκ €966,26 μηνιαίως από 03/12/2012 και σε 293 μηνιαίες δόσεις ύψους €1.424,90 από 03/12/2013 μέχρι εξόφλησης. Το συμφωνηθέν κυμαινόμενο επιτόκιο ήταν τρεις μήνες Euribor προσαυξημένο κατά 1,75% περιθώριο με κεφαλαιοποίηση του τόκου κάθε 6 μήνες. Επιπλέον, συμφωνήθηκε, στις 15/10/2010, όπως το περιθώριο αυξηθεί σε 3,75% και ακολούθως αυξήθηκε σε 4,50%, με τη συμφωνία ημερομηνίας 24/04/2013. Εμπεριέχετο και η χρέωση τόκου υπερημερίας προς 5% στην περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής οποιασδήποτε δόσης, ενώ η Tράπεζα είχε και το δικαίωμα να μεταβάλλει κατά καιρούς το περιθώριο, τον τόκο υπερημερίας καθώς και τα δικαιώματα και τα έξοδα.
Η Tράπεζα, δυνάμει της συγκεκριμένης συμφωνίας δανείου, παραχώρησε στους Εναγόμενους 1 και 2 το δάνειο, το οποίο έλαβε αριθμό [ ], το οποίο στη συνέχεια μετατράπηκε σε αριθμό [ ], όταν μεταφέρθηκε στην Τράπεζα Κύπρου. Λόγω του ότι οι Εναγόμενοι 1 και 2 παραβίασαν τους όρους αποπληρωμής του επίδικου δανείου, οφείλουν στην Ενάγουσα το πόσο των €255.420,43 με τόκο 14% από 01/07/2014 μέχρι εξοφλήσεως. Προς καλύτερη εξασφάλιση των οφειλών και των υποχρεώσεών τους προς την Τράπεζα, οι Εναγόμενοι 1 και 2 εκχώρησαν προς όφελός της όλα τα δικαιώματα που πηγάζουν από το πωλητήριο συμβόλαιο ημερομηνίας 12/04/2008 και της συμπληρωματικής συμφωνίας της ίδιας ημερομηνίας, την οποία υπέγραψαν με τους Εναγόμενους 3 και 4, δυνάμει της οποίας αγόρασαν την κατοικία με αριθμό Η11.
Κατά τον ίδιο χρόνο, η Τράπεζα είχε παραχωρήσει στους Εναγόμενους 1 και 2 δεύτερο δάνειο για το ποσό των €186.500, το οποίο θα πληρώνετο με μηνιαίες δόσεις εκ €1.357,36 με αναμενόμενη ημερομηνίας εξόφλησης 03/04/2038, με περίοδο χάριτος 24 μηνών στην αποπληρωμή, ήτοι από 03/05/2008 μέχρι 03/05/2010. Τροποποιήθηκε η συγκεκριμένη συμφωνία με άλλη συμφωνία, ημερομηνίας 15/10/2010, έτσι ώστε οι μηνιαίες δόσεις από 03/01/2011 μέχρι 03/01/2012 να μειωθούν στο ποσό των €488,03 μηνιαίως και από 03/01/2012 μέχρι εξόφλησης να αυξηθούν στο ποσό των €869,38 μηνιαίως. Ακολούθως, δυνάμει συμφωνίας, ημερομηνίας 24/04/2013, ο τρόπος αποπληρωμής του δανείου τροποποιήθηκε και συμφωνήθηκε όπως για 12 μήνες, ήτοι από 03/12/2012 μέχρι 03/01/2013, η μηνιαία δόση να ανέρχεται €480 και οι υπόλοιπες 293 δόσεις, ήτοι από 03/12/2013 μέχρι εξόφλησης στο ποσό των €1.108,19. Οι Eναγόμενοι 1 και 2 παρέβηκαν τους όρους αποπληρωμής με αποτέλεσμα να οφείλεται στην Ενάγουσα το ποσό των €204.972,80 πλέον τόκος προς 14% από 01/07/2014 μέχρι εξοφλήσεως με κεφαλαιοποίηση του τόκου στις 30 Ιουνίου και 31 Δεκεμβρίου. Προς εξασφάλιση της συγκεκριμένης συμφωνίας δανείου, οι Eναγόμενοι 1 και 2 εκχώρησαν προς όφελος της Τράπεζας όλα τα δικαιώματα που πηγάζουν από το πωλητήριο έγγραφο ημερομηνίας 12/04/2008 και της συμπληρωματικής συμφωνίας της ίδιας ημερομηνίας, δυνάμει των οποίων είχαν αγοράσει την κατοικία με αριθμό H2 στο συγκρότημα «MORPHEUS VILLAS».
Η Ενάγουσα, λόγω της αθέτησης των συμφωνηθέντων όρων από τους Εναγόμενους 1 και 2, με επιστολές, ημερομηνίας 01/06/2010 και 19/09/2013, προειδοποίησαν τους Εναγόμενους 1 και 2 για τις καθυστερήσεις και με επιστολές, ημερομηνίας 11/11/2013, τερμάτισαν τη λειτουργία των συγκεκριμένων λογαριασμών ενώ, παράλληλα, κάλεσαν τους Εναγόμενους όπως εξοφλήσουν τα υπόλοιπα των δύο δανείων.
Οι Εναγόμενοι 1 και 2, στην Έκθεση Υπεράσπισής τους, αρνούνται τους ισχυρισμούς της Ενάγουσας Τράπεζας. Περαιτέρω, αρνούνται ότι έχουν συνάψει οποιαδήποτε συμφωνία μαζί με την Ενάγουσα καθώς επίσης και ότι ανοίχθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν οι λογαριασμοί με τους συγκεκριμένους αριθμούς ή και οποιοσδήποτε άλλος λογαριασμός. Περαιτέρω, ισχυρίζονται ότι η οποιαδήποτε συναφθείσα μεταξύ των διαδίκων συμφωνία είναι άκυρη ή και ακυρώσιμη ή και ότι αυτή υπογράφτηκε υπό συνθήκες ψυχικής πίεσης και δεν παράγει οποιαδήποτε έννομα αποτελέσματα γιατί σ΄αυτήν περιέχονται όροι καταχρηστικοί ή και εικονικοί ή και παράνομοι ή και ετεροβαρείς αλλά και καταχρηστικές ρήτρες.
Προωθούν την Υπεράσπιση ότι οι συγκεκριμένες συμφωνίες δανείου συνάφθηκαν με ψευδείς παραστάσεις ή και υποσχέσεις ή και ψυχική πίεση από την Ενάγουσα ή και τους υπαλλήλους της, αφού δεν επιστήθηκε η προσοχή των Εναγομένων 1 και 2 σε ουσιώδεις όρους της συμφωνίας και δεν υπήρχε οποιαδήποτε ενημέρωση των Εναγομένων 1 και 2 σε σχέση με τους όρους της συγκεκριμένης συμφωνίας και γι΄ αυτό η Ενάγουσα ενήργησε προς βλάβη των δικαιωμάτων των Εναγομένων 1 και 2. Καταγράφονται ως λεπτομέρειες δόλου ή και ψευδών παραστάσεων της Ενάγουσας ή και των υπαλλήλων της τα ακόλουθα: Ότι παρέστησαν στους Εναγόμενους 1 και 2 ότι θα ελέγχουν πλήρως την ανέγερση των αγορασθέντων κατοικιών και ότι αυτές είχαν όλες τις απαιτούμενες άδειες, γεγονός το οποίο δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Ότι οι κατοικίες ήταν σε άριστη κατασκευαστική κατάσταση ή και ότι θα ανεγείρονταν χωρίς κατασκευαστικά προβλήματα. Ότι είχαν παραπλανήσει τους Εναγόμενους 1 και 2 ότι θα κατασκευαζόταν ταυτόχρονα με τις κατοικίες και γήπεδο γκολφ, γεγονός αναληθές. Ότι το τίμημα αγοράς των δύο επαύλεων θα καταβαλλόταν ανάλογα με την πρόοδο των εργασιών, ήτοι ανάλογα με τα διατακτικά που θα εκδίδονταν από τον μηχανικό των Εναγομένων 3 και 4 μαζί με μηχανικό που θα διόριζε η Τράπεζα. Ότι συνωμότησαν με τους Εναγόμενους 3 και 4 σε βάρος τους παρουσιάζοντας ψευδή γεγονότα, τα οποία αν ήταν σε γνώση των Εναγομένων 1 και 2 δεν θα προέβαιναν στη σύναψη των επίδικων συμφωνιών.
Είναι, περαιτέρω, ο ισχυρισμός των Εναγόμενων 1 και 2 ότι σε καμία περίπτωση δεν τους επεξηγήθηκαν οι όροι ή και η νομική σημασία τους ή και οι επιπτώσεις αυτών. Προωθούν τη θέση ότι η Ενάγουσα τους εξανάγκασε να συνάψουν τις ισχυριζόμενες συμφωνίες, οι οποίες περιείχαν ετεροβαρείς όρους ή και καταχρηστικούς ή και παράνομους ή και ανεπαρκείς όρους.
Κατά τη δική τους άποψη, η Ενάγουσα κωλύεται να διεκδικήσει τα συμβατικά της δικαιώματα λόγω εξ υποσχέσεως κωλύματος ή και κωλύματος λόγω παραστάσεων.
Διαζευκτικά, ισχυρίζονται ότι ουδέποτε έλαβαν οποιαδήποτε επιστολή σε σχέση με την αγωγή, οπόταν ουδέποτε τερματίστηκαν νομότυπα οι συγκεκριμένες συμφωνίες.
Προς απόδειξη της αξίωσης, μαρτυρία δόθηκε από πέντε μάρτυρες. Πρώτος έδωσε μαρτυρία ο Π.Π., Μ.Ε 1, Λειτουργός της Τράπεζας Κύπρου στο Τμήμα Ανάκτησης Χρεών. Παρέθεσε τις θέσεις του σε γραπτό κείμενο, το οποίο σημειώθηκε ως Έγγραφο 1. Σύμφωνα με την καταγραφείσα θέση του, ο φάκελος της υπόθεσης είχε μεταφερθεί στην Υπηρεσία Ανάκτησης Χρεών λόγω των καθυστερήσεων που παρουσιάστηκαν στις πληρωμές των οφειλών των Εναγομένων 1 και 2. Σε σχέση με τα γεγονότα, υποστήριξε ότι στις 12/04/2008 η Λαϊκή Τράπεζα, μετά από αίτηση των Εναγομένων 1 και 2, συμφώνησε όπως τους παραχωρήσει δάνειο ύψους €241.000,00 και υπογράφτηκε γραπτή συμφωνία δανείου. Στο συγκεκριμένο δάνειο δόθηκε ο αριθμός [ ], ο οποίος με την ενοποίηση και τη μεταφορά των εργασιών της Λαϊκής Τράπεζας στην Τράπεζα Κύπρου στις 06/06/2014 μετατράπηκε σε αριθμό [ ]. Λόγω του ότι οι Eναγόμενοι 1 και 2 παρέβησαν τους όρους αποπληρωμής, κατά τον χρόνο της καταχώρισης της αγωγής όφειλαν στην Ενάγουσα το ποσό των €255.420,43 πλέον τόκο 14% επί του ίδιου ποσού από 01/07/2014 μέχρι εξοφλήσεως με κεφαλαιοποίηση του τόκου την 30/06 και την 31/12. Οι Εναγόμενες Εταιρείες 3 και 4 είχαν αναλάβει, δυνάμει εγγράφων εγγυήσεως και καλύψεως αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα, την υποχρέωση πληρωμής μέχρι του ποσού των €241.000 σε σχέση με τις υποχρεώσεις
των Εναγομένων 1 και 2. Προς καλύτερη εξασφάλιση του συγκεκριμένου δανείου, οι Eναγόμενοι 1 και 2, δυνάμει συμφωνίας εκχώρησης ημερομηνίας 12/04/2008, εκχώρησαν προς όφελος της Λαϊκής Τράπεζας τα δικαιώματα που προέκυπταν από το πωλητήριο έγγραφο, ημερομηνίας 12/04/2008, το οποίο αφορούσε την κατοικία Η11. Οι Εναγόμενες Εταιρείες 3 και 4 καθώς και οι λοιποί Eναγόμενοι, αναγνώρισαν και συμφώνησαν με το περιεχόμενο και τους όρους συμφωνίας εκχώρησης. Ως εκ τούτου, η Ενάγουσα, λόγω της συμφωνίας εκχώρησης, δικαιούνται να ζητήσουν την εγγραφή και μεταβίβαση του συγκεκριμένου ακίνητου στο όνομά τους έτσι ώστε να προβούν στην πώλησή του, προς διασφάλιση των δικαιωμάτων τους.
Οι Εναγόμενοι 1 και 2 είχαν λάβει και δεύτερο δάνειο, κατά τον ίδιο χρόνο, για το ποσό των €186.500, το οποίο επίσης θα ήταν πληρωτέο με μηνιαίες δόσεις εκ €1.357,36, με ακριβώς τους ίδιους όρους όπως το πρώτο δάνειο.
Κατέθεσε, ως Τεκμήριο 1, το πρωτότυπο έγγραφο της συμφωνίας δανείου μεταξύ της Ενάγουσας και των Εναγομένων 1 και 2, ημερομηνίας 12/04/2008, για την παραχώρηση του ποσού των €241.000,00. Ως Τεκμήριο 2, το πρωτότυπο έγγραφο ανοίγματος λογαριασμού σε σχέση με το συγκεκριμένο δάνειο, ως Τεκμήριο 3, τροποποιητική συμφωνία ημερομηνίας 15/10/2010 και ως Τεκμήριο 4, τροποποιητική συμφωνία, ημερομηνίας 24/04/2013, σε σχέση με το συγκεκριμένο δάνειο. Ως Τεκμήριο 5, συμπληρωματική συμφωνία ημερομηνίας 14/04/2008, η οποία ήταν υπογεγραμμένη από τους Εναγόμενους 1 και 2 και τον πωλητή ως Τεκμήριο 6, πρωτότυπο αγοραπωλητήριο έγγραφο, ημερομηνίας 12/04/2008 και ως Τεκμήριο 7, φωτοαντίγραφο της κατάθεσης του αγοραπωλητηρίου εγγράφου στο Κτηματολόγιο, ημερομηνίας 15/05/2008. Ως Τεκμήριο 8, πρωτότυπο έγγραφο, ημερομηνίας 12/04/2008, που αφορούσε τη συμφωνία εκχώρισης της Έπαυλης 11. Ως Τεκμήριο 9, το αντίγραφο πληρεξούσιου εγγράφου, ημερομηνίας 12/04/2008. Ως Τεκμήριο 10, επιστολή της Λαϊκής Τράπεζας ημερομηνίας 07/11/2008. Ως Τεκμήριο 11, πρωτότυπο ασφαλιστήριο έγγραφο ημερομηνίας 19/10/2010 και ως Τεκμήριο 12, έγγραφο ανανέωσης της ασφάλειας της Έπαυλης 11 ημερομηνίας 15/10/2014. Ως Τεκμήριο 13, έγγραφο, ημερομηνίας 12/04/2008, υπογεγραμμένο από τους Εναγόμενους 1 και 2 για εκχώρηση προς την Τράπεζα Κύπρου των δικαιωμάτων των Εναγόμενων 1 και 2, ως προέκυπταν από το αγοραπωλητήριο έγγραφο, μετά την έκδοση τίτλων. Ως Τεκμήριο 14, έγγραφο ημερομηνίας 12/04/2008 προς τη Λαϊκή Τράπεζα σε σχέση με το προτεινόμενο δάνειο. Ως Τεκμήριο 15, δέσμη εγγράφων αφορώσα την εγγύηση που είχε παραχωρηθεί από την Eναγόμενη Εταιρεία 3. Ως Τεκμήριο 16, αναλυτική κατάσταση λογαριασμού του πρώτου δανείου με σχετική δήλωση δυνάμει του Άρθρου 35 του περί Αποδείξεως Νόμου και ως Τεκμήριο 17, αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού σε σχέση με το πρώτο δάνειο.
Σε σχέση με το δεύτερο δάνειο, κατέθεσε ως Τεκμήριο 18, πρωτότυπη συμφωνία δανείου για το ποσό των €186.500,00 και ως Τεκμήριο 19, πρωτότυπο έγγραφο για το άνοιγμα του δεύτερου λογαριασμού. Ως Τεκμήριο 20, την τροποποιητική συμφωνία ημερομηνίας 15/10/2010 και ως Τεκμήριο 21 την τροποποιητική συμφωνία ημερομηνίας 24/04/2013. Ως Τεκμήριο 22, τη συμπληρωματική συμφωνία αγοράς της δεύτερης κατοικίας και ως Τεκμήριο 23 την αρχική συμφωνία αγοράς, ημερομηνίας 12/04/2008. Ως Τεκμήριο 24 κατέθεσε φωτοαντίγραφο της κατάθεσης της συγκεκριμένης συμφωνίας αγοράς στο Κτηματολόγιο. Ως Τεκμήριο 25, τη συμφωνία εκχώρισης της δεύτερης κατοικίας. Ως Τεκμήριο 26, πληρεξούσιο έγγραφο ημερομηνίας 12/04/2008, από τους Εναγόμενους 1 και 2 προς τη Λαϊκή Τράπεζα. Ως Τεκμήριο 27, επιστολή ημερομηνίας 13/08/2008 της Λαϊκής Τράπεζας. Ως Τεκμήριο 28, έγγραφο ημερομηνίας 12/04/2008. Ως Τεκμήριο 29, πρωτότυπο έγγραφο από τους Εναγόμενους 1 και 2 με το οποίο αιτούντο την παραχώρηση δανείου. Ως Τεκμήριο 30, το συμβόλαιο ασφάλισης της δεύτερης κατοικίας και ως Τεκμήριο 31, την ανανέωση του συγκεκριμένου ασφαλιστικού συμβολαίου. Ως Τεκμήριο 32, δέσμη εγγράφων αφορώσα τις παραχωρηθείσες εγγυήσεις από την Εναγομένη 4 προς την Τράπεζα. Ως Τεκμήριο 33, καταστάσεις λογαριασμού με τη νενομισμένη βεβαίωση και ως Τεκμήριο 34, αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού σε σχέση με το δεύτερο δάνειο. Ως Τεκμήριο 35, κατατέθηκε το πιστοποιητικό άδειας λειτουργίας της Τράπεζας Κύπρου, ως Τεκμήριο 36, πιστοποιητικό αλλαγής του ονόματός της και ως Τεκμήριο 37 η Κ.Δ.Π. 104/2013, με την οποία είχαν μεταφερθεί οι εργασίες της Λαϊκής Τράπεζας στην Τράπεζα Κύπρου. Ως Τεκμήριο 38, οι γενικοί όροι παραχώρησης δανείων της Λαϊκής Τράπεζας. Ως Τεκμήριο 39 κατατέθηκε η ανακοίνωση επιτοκίων και χρεώσεων της Λαικής Τράπεζας. Ως Τεκμήριο 40, η επιστολή ημερομηνίας 12/04/2008 του δικηγόρου Φ.Π. ότι είχε ενημερώσει τους Εναγόμενους 1 και 2 αναφορικά με τα έγγραφα που θα υπέγραφαν και ως Τεκμήριο 41 βεβαίωση της Eναγόμενης 2, ημερομηνίας 15/10/2012, προς την Τράπεζα ότι κατανοεί την αγγλική γλώσσα και ως Τεκμήριο 42 βεβαίωση της Eναγόμενης 2 προς την Τράπεζα Κύπρου, ημερομηνίας 29/05/2013, ότι αντιλαμβάνεται την αγγλική γλώσσα. Ως Τεκμήριο 43 κατατέθηκε η κατάσταση του Euribor από την ημέρα σύναψης του δανείου μέχρι και τον τερματισμό. Ως Τεκμήρια 44 και 45 κατατέθηκαν οι προειδοποιητικές επιστολές που αποστάληκαν στους Εναγόμενους 1 και 2, ημερομηνίας 19/09/2013. Ως Τεκμήριο 46, κατατέθηκε η επιστολή με ημερομηνία 11/11/2013, με την οποία τερματίζονταν οι συμφωνίες δανείου, η οποία είχε αποσταλεί στην Αγγλία και ως Τεκμήριο 47 την επιστολή τερματισμού ημερομηνίας 19/09/2013, η οποία είχε αποσταλεί στη διεύθυνση των Εναγόμενων 1 και 2 στη Λάρνακα. Ως Τεκμήριο 48 κατατέθηκαν οι ενημερωτικές επιστολές προς την Εναγόμενη 4 σε σχέση με τη εγγύησή τους.
Ο συγκεκριμένος μάρτυρας κατέθεσε, ως Τεκμήριο Α προς αναγνώριση, δέσμη εγγράφων που αφορούσε τις πληρωμές από τους Εναγόμενους 1 και 2 καθώς και έμβασμα που έγινε από την Τράπεζα προς την κατασκευάστρια εταιρεία, σε σχέση με την Έπαυλη Η2. Ως Τεκμήριο Β προς αναγνώριση, κατατέθηκε δέσμη εγγράφων σε σχέση με τις πληρωμές που είχαν γίνει από τους Εναγόμενους 1 και 2 καθώς και την Τράπεζα προς την κατασκευάστρια εταιρεία σε σχέση με την Έπαυλη Η11. Ως Τεκμήριο Γ προς αναγνώριση, κατέθεσε την πρόοδο των εργασιών σε σχέση με τις συγκεκριμένες κατοικίες και ως Τεκμήριο Δ προς αναγνώριση κατέθεσε τη φόρμα αλλαγής διεύθυνσης ημερομηνίας 17/09/2010 που τηρείτο στην Τράπεζα Κύπρου.
Αντεξεταζόμενος, ισχυρίστηκε ότι ο ίδιος δεν ήταν παρών κατά την υπογραφή των συμφωνιών. Όταν του υποβλήθηκε ότι τα έγγραφα δεν φέρουν την υπογραφή των Εναγόμενων, προώθησε τη θέση ότι οι Εναγόμενοι 1 και 2 είχαν υπογράψει ενώπιον άλλων τραπεζικών υπαλλήλων, οι οποίοι και πιστοποίησαν τις υπογραφές τους. Επιπρόσθετα, ισχυρίστηκε ότι στη μία συμφωνία ήταν παρόντες και οι δυο Εναγόμενοι ενώ στην άλλη ήταν παρούσα μόνο η Εναγομένη 2. Σε σχέση με την τροποποιητική συμφωνία, ήταν η θέση του ότι ο Εναγόμενος 1 υπέγραψε στην Πρεσβεία της Κύπρου στο Λονδίνο. Όσον αφορά την αποστολή των προειδοποιητικών επιστολών καθώς και των επιστολών τερματισμού, ήταν η θέση του ότι ο ίδιος δεν γνώριζε ποιος τις είχε στείλει αλλά επέμεινε στη θέση του ότι είχαν σταλεί στις 11 Νοεμβρίου, γνωστοποιώντας στους Εναγόμενους 1 και 2 ότι οι πιστωτικές διευκολύνσεις τερματίζονται. Ερωτηθείς, ανέφερε ότι όλες οι εκταμιεύσεις που έγιναν σε σχέση με το δάνειο από αφορούσε την Έπαυλη Η11 είχαν γίνει βάσει του πωλητηρίου εγγράφου και της προόδου που υπήρχε στο συγκεκριμένο έργο. Οι εκτιμητές διαπίστωναν την πρόοδο της οικοδομής και ανάλογα με την πρόοδο καταβάλλετο το ποσό στον κατασκευαστή. Εξ ου και οι εκταμιεύσεις έγιναν σε διάστημα δυόμισι χρόνων. Για την κάθε εκταμίευση εξήγησε ότι υπάρχει μια χρέωση στο επίδικο δάνειο και μια πίστωση στον λογαριασμό του κατασκευαστή. Με αναφορά στο Τεκμήριο 6, εξήγησε τι αποταμιεύσεις είχαν γίνει προς την Εναγόμενη 4 ενώ σημείωσε ότι ένα ποσό της τάξεως των €10.000,00 δεν καταβλήθηκε γιατί έπρεπε να ξεκαθαρίσει η λίστα με τις εκκρεμότητες της κατασκευάστριας εταιρείας. Επέμεινε στη θέση του ότι ο κατασκευαστής πληρωνόταν ανάλογα με την πρόοδο των εργασιών. Όμως, δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει κατά πόσο οι συγκεκριμένες Επαύλεις είχαν κακοτεχνίες.
Όσον αφορά τις καταστάσεις λογαριασμού, Τεκμήριο 16, ήταν η δική του θέση ότι ο ίδιος τις είχε εκτυπώσει από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή της Ενάγουσας. Εξήγησε ότι ούτε ο ίδιος αλλά ούτε και οποιοσδήποτε άλλος δεν μπορεί να επέμβει πάνω στις καταστάσεις λογαριασμού, μετά την έκδοσή τους και σύγκρισή τους με τα δεδομένα που υπάρχουν στον ηλεκτρονικό υπολογιστή της Ενάγουσας. Ερωτηθείς σε σχέση με τον τόκο, υποστήριξε ότι υπολογίζεται στη βάση του ημερήσιου υπολοίπου, οπόταν ο πελάτης χρεωνόταν τόκους από τις 7/11 Euribor 4,744% συν το 1,75%, ως είχε συμφωνηθεί και καταγραφεί στις συμφωνίες. Εξήγησε, περαιτέρω, ότι ο τόκος υπολογίζεται βάσει 3 μηνών Euribor, συν ένα πρόσθετο ποσό 1,75% για την περίοδο μέχρι την επόμενη τροποποίηση του Euribor, το οποίο άλλαξε αυτόματα στο σύστημα. Ακολούθως, είχε υπογραφεί τροποποιητική συμφωνία με την οποία είχε αλλάξει το επιτόκιο στο 3,75%, πλέον 3 μηνών Euribor. Η επόμενη τροποποιητική συμφωνία είχε γίνει στις 24/04/2013 και αφορούσε το επιτόκιο και των δύο δανείων, το οποίο παρέμεινε σε Euribor 3 μηνών με επιπρόσθετο τόκο 4,5%.
Μαρτυρία δόθηκε και από την Ε.Α.Π., Μ.Ε.2, Λειτουργό της Ενάγουσας στο Τμήμα Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων. Αναγνώρισε την υπογραφή της στη δεύτερη σελίδα του Τεκμηρίου 4, στο οποίο επιβεβαίωσε την υπογραφή της Εναγόμενης 2 καθώς επίσης και στην τέταρτη και πέμπτη σελίδα. Στο Τεκμήριο 21, εντόπισε την υπογραφή της στις σελίδες 2 και 4. Το ίδιο και στο Τεκμήριο 42 και εξήγησε ότι η ίδια είχε καταγράψει τη διεύθυνση που είχε δηλωθεί από την Εναγόμενη 2.
Αντεξετασθείσα, ανέφερε ότι το Τεκμήριο 4 αφορούσε την αναδιάρθρωση του δανείου και την αλλαγή στο πρόγραμμα αποπληρωμής. Εξήγησε ότι η υπογραφή του συγκεκριμένου εγγράφου από την Εναγομένη 2 είχε γίνει στην Κύπρο, ενώ για τον Εναγόμενο 1 στην Αγγλία. Επέμεινε στη θέση της ότι η Εναγόμενη 2 είχε υπογράψει μπροστά της τα έγγραφα. Όσον αφορά τη διεύθυνση της Εναγομένης 2, ήταν η θέση της ότι είχε δηλώσει ότι διαμένει στην Κύπρο ενώ είχε δηλώσει, για σκοπούς επίδοσης στον Εναγόμενο 1, τη δική της διεύθυνση.
Υποστήριξε ότι είχε συμφωνηθεί όπως ο τόκος υπολογίζεται στη βάση των 360 ημερών ανά έτος, δεδομένο το οποίο στη συνέχεια άλλαξε και υπολογίζετο στη βάση των 365 ημερών και αυτό φαίνεται στις αναδομημένες καταστάσεις λογαριασμού. Περαιτέρω, ισχυρίστηκε ότι στις αναδομημένες καταστάσεις λογαριασμού καταγράφηκε το υπόλοιπο το οποίο υφίστατο κατά την ημερομηνία τερματισμού, ήτοι 11/11/2013 και με βάση το Euribor που υπήρχε δύο μέρες προηγουμένως, το οποίο ανερχόταν στο 0,0208% συν 4.50%, υπολογίστηκαν οι τόκοι πλέον 2% τόκος υπερημερίας. Δεν προστέθηκαν οποιεσδήποτε άλλες χρεώσεις στο λογαριασμό.
Μαρτυρία δόθηκε και από τον Π.Κ., Μ.Ε.3, ο οποίος εργαζόταν από το 1995 μέχρι το 2013 στη Λαϊκή Τράπεζα και ακολούθως στην Τράπεζα Κύπρου. Σήμερα, υπηρετεί στην Υπηρεσία Συμμόρφωσης και Τραπεζικών Κυρώσεων και το 2013 υπηρετούσε στο Τμήμα Διευθέτησης Χρεών. Βλέποντας τα Τεκμήρια 46 και 47, εξήγησε ότι είναι επιστολές τερματισμού για τους ίδιους τους πρωτοφειλέτες, η μία με διεύθυνση στη Λάρνακα και η άλλη στη Μεγάλη Βρεττανία. Εξήγησε ότι όποιες υποθέσεις κατέληγαν στο Τμήμα του για διαπραγμάτευση, μετά από κάποιο εύλογο χρονικό διάστημα, εφόσον δεν τελεσφορούσε η οποιαδήποτε διαπραγμάτευση, συστημικά εδίδετο η οδηγία για αποστολή επιστολών. Αρχικά, αποστέλλετο η επιστολή για παράβαση του καταναλωτή και ακολούθως η προειδοποιητική επιστολή 21 ημερών. Αν δεν υπήρχε οποιαδήποτε ανταπόκριση από τους χρεώστες, τότε αποστέλλετο η επιστολή τερματισμού.
Ήταν η θέση του ότι υπολογίζονταν τα υπόλοιπα τα οποία τυπώνονταν από το σύστημα και ενσωματώνονταν στις επιστολές, οι οποίες είναι προτυπωμένες και ουσιαστικά αλλάζουν τα ονόματα των χρεωστών, οι αριθμοί λογαριασμού και οι ημερομηνίες. Ελέγχονται, ακολούθως, τα υπόλοιπα και ότι δεν υπάρχει οποιοδήποτε λάθος στις επιστολές, σε σχέση με τους αριθμούς λογαριασμών, τις ημερομηνίες και τις διευθύνσεις και στη συνέχεια διαβιβάζονται οι επιστολές στο Τμήμα Αλληλογραφίας της Ενάγουσας, το οποίο μεριμνά για την ταχυδρόμησή τους.
Όσον αφορά τις συγκεκριμένες επιστολές, ισχυρίστηκε ότι τις είχε ετοιμάσει ο ίδιος και αφού τις υπέγραψε τις τοποθέτησε σε φάκελο και τις διαβίβασε στο Τμήμα Αλληλογραφίας της Ενάγουσας για να διεκπεραιώσει την ταχυδρόμηση, η οποία ταχυδρόμηση γινόταν με κανονικό ταχυδρομείο. Οι φάκελοι των υποθέσεων παραμένουν στη δική τους Υπηρεσία μέχρι να μεταφερθούν και κατά τον διάστημα αυτό, σε σχέση με τη συγκεκριμένη υπόθεση, οι επιστολές δεν είχαν επιστραφεί. Αν επιστρέφονταν θα τοποθετούνταν στο συγκεκριμένο φάκελο.
Αναγνώρισε στο περιεχόμενο των Τεκμηρίων 44 και 45, τις προειδοποιητικές επιστολές των 21 ημερών που αφορούσαν τα ίδια δάνεια. Η διεύθυνση στις οποίες αποστάλθηκαν ήταν μία στην Κύπρο και η άλλη στο Ηνωμένο Βασίλειο. Τις συγκεκριμένες, δεν τις είχε ετοιμάσει ο ίδιος αλλά άλλοι δύο συνάδελφοί του και η διαδικασία ήταν ακριβώς η ίδια με αυτή που χρησιμοποιείτο για την επιστολή τερματισμού. Η μόνη διαφορά ήταν τα υπόλοιπα, διότι μετά τον τερματισμό έμπαιναν επιβαρύνσεις και τόκοι.
Αντεξεταζόμενος, ανέφερε ότι η διαπραγμάτευση, σε σχέση με τη συγκεκριμένη υπόθεση, είχε γίνει από τον Γ.Ζ. και ότι ο ίδιος δεν είχε οποιαδήποτε εμπλοκή. Ο ίδιος ετοίμασε τις επιστολές τερματισμού καταγράφοντας τα ποσά τα οποία υπήρχαν στο σύστημα. Εξήγησε ότι δεν προέβει σε οποιοδήποτε υπολογισμό με το χέρι αλλά ενσωμάτωσε το ποσό το οποίο υπήρχε στο Σύστημα. Όσον αφορά τις διευθύνσεις στις οποίες είχαν σταλεί οι επιστολές, υποστήριξε ότι ο ίδιος είχε ελέγξει τη διεύθυνση που ήταν καταχωρημένη στο φάκελο των πελατών καθώς και τις υπόλοιπες οδηγίες που είχαν δοθεί από τους πελάτες και απέστειλε τις επιστολές στις συγκεκριμένες διευθύνσεις.
Επόμενη μάρτυρας ήταν η Λ.Χ., Μ.Ε.4, Λειτουργός στη Λαϊκή Τράπεζα από το 1989 και ακολούθως, από το 2013, στην Τράπεζα Κύπρου. Βλέποντας το Τεκμήριο 3, εξήγησε ότι αφορούσε την αλλαγή στην αποπληρωμή υφιστάμενου δανείου, στο οποίο η ίδια είχε θέσει την υπογραφή της ως μάρτυρας προς επιβεβαίωση ότι και οι δύο πρωτοφειλέτες είχαν υπογράψει ενώπιόν της. Όσον αφορά το Τεκμήριο 20, ισχυρίστηκε ότι είναι έντυπα αποπληρωμής υφιστάμενου δανείου, πλην όμως, αφορούσε άλλο δάνειο από το Τεκμήριο 3. Υποστήριξε ότι και αυτό το έγγραφο είχε υπογραφτεί ενώπιόν της και από τους δύο πρωτοφειλέτες και η ίδια είχε θέσει την υπογραφή της ως μαρτυρία. Εξήγησε, με αναφορά στο Τεκμήριο 41, ότι η Εναγόμενη 2 είχε δηλώσει, με το συγκεκριμένο έγγραφο, ότι αντιλαμβανόταν τα έγγραφα τα οποία είχε υπογράψει στα Αγγλικά και ότι της είχε δοθεί η ευκαιρία να συμβουλευτεί δικηγόρο. Η συγκεκριμένη δήλωση, από την Εναγομένη 2, είχε επίσης υπογραφτεί ενώπιόν της και γι’ αυτό και η ίδια είχε υπογράψει ως μάρτυρας.
Βλέποντας το Τεκμήριο Δ προς αναγνώριση, ήταν η θέση της ότι απευθυνόταν προς την ίδια και αφορούσε ενημέρωση των δύο πρωτοφειλετών προς την Τράπεζα ότι επιθυμούσαν να αλλάξουν τη διεύθυνσή τους. Το συγκεκριμένο έγγραφο κατατέθηκε ως Τεκμήριο 49. Όταν της υποδείχθηκε το Τεκμήριο Β προς αναγνώριση, εξήγησε ότι αφορούσε δέσμη αποδείξεων εισπράξεως που εκδόθηκαν από την Εναγομένη 4. Η πρώτη απόδειξη στη δέσμη, ημερομηνίας 07/11/2008, ήταν μια απόδειξη μεταφοράς από τον λογαριασμό των Εναγομένων 1 και 2 στον λογαριασμό της Εναγόμενης 4, του ποσού των €22.544,18. Η επόμενη απόδειξη έφερε ημερομηνία 13/05/2009 και αφορούσε μεταφορά του ποσού των €56.725,57 από τους Εναγομένους 1 και 2 στην Εναγομένη 4. Στις 24/06/2009, είχε γίνει και πάλι μεταφορά του ποσού των €56.725,57 και στις 09/08/2009 μεταφέρθηκε το ποσό των €18.362,00. Η τελευταία σελίδα αφορούσε επιβεβαίωση ότι η συγκεκριμένη κατοικία είχε παραδοθεί, με την επιφύλαξη να μην καταβληθούν οι €10.000,00 μέχρι να ολοκληρωθούν οι τελευταίες δουλειές στην κατοικία, το «snagging list». Το Τεκμήριο Β προς αναγνώριση κατατέθηκε ως Τεκμήριο 50 στη διαδικασία.
Επεξηγώντας το Τεκμήριο Α προς αναγνώριση, ήταν η θέση της ότι αφορούσε την κατοικία Morhpeus Villas 2 και συγκεκριμένα την καταβολή του ποσού των Λ.Κ.2.000,00 για την κράτηση της συγκεκριμένης κατοικίας από την Εναγομένη 2. Στις 20/07/2007, καταβλήθηκε το ποσό των Λ.Κ.56.593,00. Στις 02/08/2010, η Εναγόμενη 2 ζήτησε όπως γίνει πληρωμή του ποσού των Λ.Κ.86.449,00 σε λογαριασμό της Εναγομένης 4 σε άλλη Τράπεζα. Στις 06/08/2008, μεταφέρθηκε από τον λογαριασμό των Εναγομένων 1 και 2 στον λογαριασμό της Εναγόμενης 4 το ποσό των Λ.Κ.86.626. Υπάρχει και το έγγραφο παραλαβής της Έπαυλης Η11. Στις 09/08/2008, μεταφέρθηκε από τον λογαριασμό των Εναγομένων 1 και 2 στον λογαριασμό της Εναγομένης 4 το ποσό των €176.579,00. Υπάρχει αλληλογραφία με την οποία η ίδια ενημερώνεται ότι τα έγγραφα παραλαβής των δύο ακινήτων είχαν υπογραφτεί από τον πατέρα της Εναγομένης 2, με βάση πληρεξούσιο, ενώ παράλληλα διευκρινίζεται ότι η Εναγόμενη 2 επιθυμεί την αποκοπή του ποσού των €10.000,00 για κάθε σπίτι, μέχρι την τελική αποπεράτωση των εργασιών. Σημειώθηκε ως Τεκμήριο 51 η συγκεκριμένη δέσμη εγγράφων.
Όσον αφορά τη δέσμη εγγράφων Τεκμήριο Γ προς αναγνώριση, ήταν η θέση της ότι αφορούσε έγγραφα ημερομηνίας 03/09/2009 τα οποία επιβεβαίωναν την πρόοδο εργασιών στο έργο «Morhpeus Villas» και υπήρχαν λεπτομέρειες για την πρόοδο των εργασιών σε κάθε ακίνητο. Κατατέθηκε ως Τεκμήριο 52.
Αντεξεταζόμενη, με αναφορά στο Τεκμήριο 49, εξήγησε ότι οι Εναγόμενοι 1 και 2 την είχαν ενημερώσει ότι είχαν αλλάξει διεύθυνση οπόταν και τους διαβίβασε το σχετικό έντυπο έτσι ώστε να το συμπληρώσουν με τη νέα τους διεύθυνση, να το υπογράψουν και να της το στείλουν με το ταχυδρομείο. Η ίδια είχε ζητήσει την υπογραφή του συγκεκριμένου εγγράφου έτσι ώστε να ετοιμαστούν τα Τεκμήρια 3 και 20. Ερωτηθείσα, ανέφερε ότι τα Τεκμήρια 3 και 20 είχαν υπογραφτεί ενώπιόν της. Όσον αφορά το Τεκμήριο 41, υποστήριξε ότι ήταν οδηγίες της Τράπεζας όπως, τα άτομα τα οποία είναι ελληνικής καταγωγής, όταν υπογράφουν έγγραφα καταρτισμένα στην αγγλική γλώσσα, επιβεβαιώνουν ότι αντιλαμβάνονται την αγγλική γλώσσα.
Ερωτηθείσα, ανέφερε ότι, σύμφωνα με το Τεκμήριο 51, η Έπαυλη Η2 είχε παραδοθεί στις 06/08/2010 και είχε πληρωθεί το υπόλοιπο στις 09/08/2010. Στην τελευταία σελίδα του Τεκμηρίου 52, στους πίνακες, επεξηγείτο, ήταν η θέση της, η πρόοδος των εργασιών. Σε σχέση με τις αποδείξεις εισπράξεως, ήταν η θέση της ότι παραδόθηκαν στην Τράπεζα από την Εναγομένη 4.
Υποστήριξε, σε ερώτηση που της τέθηκε, ότι ήταν επιθυμία των Εναγομένων 1 και 2 όπως αλλαχθεί ο τρόπος αποπληρωμής του δανείου και υπέβαλαν προς τούτο σχετική αίτηση. Όσον αφορά τον τόκο, εξήγησε ότι το Euribor καθορίζεται από τις ευρωπαϊκές αγορές και χρησιμοποιείται σαν βάση για το δάνειο, πλέον ένα συμφωνημένο περιθώριο. Προστίθενται τα δύο και βγαίνει το ποσοστό του τόκου.
Δόθηκε μαρτυρία και από τον Ν.Ν., Μ.Ε.5, Λειτουργό στη Λαϊκή Τράπεζα από το 1992 και ακολούθως από το 2013 στην Τράπεζα Κύπρου. Εξήγησε ότι τα Τεκμήρια 1 και 18 αφορούσαν τις συμφωνίες δανείων και το Τεκμήριο 8 τα εκχωρητήρια. Ισχυρίστηκε ότι, από αβλεψία, δεν είχε υπογραφτεί το Τεκμήριο 8 από την Τράπεζα και το απέδωσε στο μεγάλο αριθμό εγγράφων που είχαν υπογραφτεί τη συγκεκριμένη μέρα, στις 12/04/2008. Υπέδειξε ότι, στη σελίδα 3 των Τεκμηρίων 3 και 20, αναφέρονται οι εξασφαλίσεις και γίνεται ρητή αναφορά στην παραχώρηση των ακινήτων στην Τράπεζα. Ο ίδιος είχε ετοιμάσει αναδομημένες καταστάσεις των δύο λογαριασμών, τις οποίες κατέθεσε ως Τεκμήρια 53 και 54, στις οποίες συμπεριλήφθηκαν οι πιστώσεις ενώ αφαιρέθηκαν οι χρεώσεις υπερημερίας και χρεώθηκε το συμβατικό επιτόκιο. Ήτοι, ο τόκος υπερημερίας περιορίστηκε στο 2% από την ημέρα τερματισμού με κεφαλαιοποίηση δύο φορές τον χρόνο. Όσον αφορά το διαιρέτη, υποστήριξε ότι τα συστήματα της Τράπεζας ήταν ρυθμισμένα στις 360 μέρες κατ’ έτος και από την 01/04/2015 ο διαιρέτης άλλαξε στις 365 μέρες κατ’ έτος.
Αντεξεταζόμενος, επέμεινε στη θέση του ότι δεν είχε υπογραφτεί το Τεκμήριο 8 εκ μέρους της Τράπεζας, από αβλεψία και μόνο και αυτό διαπιστώνεται από το γεγονός ότι οι μεταγενέστερες τροποποιήσεις αναφέρουν την παραχώριση των αγοραπωλητηρίων προς τον δανειστή. Ερωτηθείς, ανάφερε ότι δεν υπήρχε λάθος στους προηγούμενους λογαριασμούς που είχαν κατατεθεί πλην όμως στις αναδομημένες καταστάσεις είχε αφαιρέσει όλες τις χρεώσεις και περιόρισε τον τόκο στο 2% πλέον τόκος υπερημερίας, ο οποίος περιορίστηκε από 5% σε 2%, μετά τον τερματισμό. Εξήγησε ότι το συγκεκριμένο 2% αφορούσε το κόστος της Τράπεζας για τη διαχείριση των λογαριασμών, ήτοι το κόστος του προσωπικού και το κόστος της αντασφάλισης.
Υποστήριξε ότι, σύμφωνα με την πρακτική της Τράπεζας, οι γενικοί όροι της συμφωνίας δίδονται στους πελάτες. Ερωτηθείς για τις πληρωμές προς τον εργολάβο, ήταν η δική του θέση ότι γίνονταν με βάση τα διατακτικά του αρχιτέκτονα, σταδιακά, με την πρόοδο του έργου. Κατέθεσε ως Τεκμήριο 55 τοn λογαριασμό της Α.Η.Κ. επ΄ ονόματι της Εναγόμενης 2.
Τελευταίος κατέθεσε ο Α.Κ., Μ.Ε.5, Επιμετρητής Ποσοτήτων εγγεγραμμένος στο Ε.Τ.Ε.Κ. Αναγνώρισε στο Τεκμήριο 52 τη δική του υπογραφή και ανάφερε ότι ο ίδιος το είχε συντάξει και το είχε διαβιβάσει στη Λαϊκή Τράπεζα, εκ μέρους των Εναγομένων 3 και 4, οι οποίες τον εργοδοτούσαν. Υποστήριξε ότι ο λόγος που είχε καταρτιστεί ήταν για να καταγραφεί η πρόοδος των εργασιών σε σχέση με τις εκτιμήσεις και άλλες πληρωμές που θα καταβάλλονταν στον εργολάβο. Εξήγησε ότι δεν συνιστούσε πιστοποιητικό ποιότητας των εργασιών.
Ήταν η θέση του ότι, όταν γίνει έμπρακτη συμπλήρωση του έργου, εκδίδεται ένα πιστοποιητικό και καταγράφεται από τον αρχιτέκτονα ότι οι εργασίες έχουν συμπληρωθεί και έχουν τηρηθεί πλήρως οι μελέτες. Εξήγησε ότι υπήρχε και το πιστοποιητικό εκπνοής περιόδου ευθύνης, το οποίο επιβεβαιώνει κατά πόσο υπάρχουν ατέλειες, αν έχουν επιδιορθωθεί και μετά αποδεσμεύεται ο εργολάβος από το έργο. Τα συγκεκριμένα πιστοποιητικά εκδίδονται από τον αρχιτέκτονα του έργου. Ο ίδιος, διαβίβασε στη Λαϊκή Τράπεζα την πρόοδο εργασιών, το Τεκμήριο 52, κατόπιν εισήγησης του επικεφαλής του έργου.
Για την Υπεράσπιση, μαρτυρία δόθηκε από τον Ν.Φ., Μ.Υ.1, ο οποίος είχε ενοικιάσει την Έπαυλη Η11 από την Εναγόμενη 2, το 2011. Υποστήριξε ότι το σπίτι ήταν καινούργιο, πλην όμως, με τις πρώτες βροχές άρχισε να παρουσιάζει ρωγμές και η πισίνα να χάνει νερό. Στο σαλόνι μπορούσες να δεις μέσω των τοίχων. Ο δρόμος που οδηγούσε στο μπλοκ, έσχισε ενώ η περίφραξη, στο πίσω μέρος του σπιτιού, υποχώρησε προς το χωράφι. Ο χώρος στάθμευσης ήταν μικρός, σε σημείο που οι τροχοί του αυτοκινήτου έφθαναν στον χώρο της πισίνας. Ήταν η θέση του ότι και η Έπαυλη Η2 είχε τα ίδια προβλήματα, ήτοι μεγάλες ρωγμές, μετακίνηση του πεζοδρομίου και ρωγμές στην πισίνα. Είχαν επισκεφθεί, μαζί με την Εναγόμενη 2, τους κατασκευαστές, οι οποίοι είχαν υποσχεθεί ότι θα επιδιορθώσουν τις κακοτεχνίες, πλην όμως δεν το έπραξαν. Επισκέφθηκαν, επίσης, τον Διευθυντή της Τράπεζας και του ζήτησαν να παραδώσει στην Εναγόμενη 2 τα διατακτικά του αρχιτέκτονα, πλην όμως τους ανέφερε ότι δεν είχε οποιαδήποτε έγγραφα. Υποβλήθηκε παράπονο και στην Επαρχιακή Διοίκηση, Λειτουργός της οποίας είχε φωτογραφίσει τον χώρο.
Αντεξεταζόμενος, παραδέχθηκε ότι δεν έχει σχέση με τον κατασκευαστικό τομέα. Εξήγησε ότι, μετά που μπήκε στην Έπαυλη Η11, υπήρχε έντονη βροχόπτωση η οποία οδήγησε στη δημιουργία ρωγμών στους τοίχους του σαλονιού και του δωματίου, από κάτω μέχρι πάνω. Η πισίνα, μέσα σε ένα μήνα, άδειασε από τις ρωγμές που υπήρχαν. Ο ίδιος, λόγω των προβλημάτων, ζήτησε να μειωθεί το ενοίκιο, πράγμα που έγινε, εξ ου και παρά τα προβλήματα δεν είχε εγκαταλείψει το σπίτι. Προσπαθούσε να βοηθήσει την Εναγόμενη 2 όσο μπορούσε και γι΄ αυτό την βοηθούσε στις συναντήσεις που είχε. Συμφώνησε με την υποβολή ότι, σε σχέση με τις κακοτεχνίες, η Εναγόμενη 2 θα έπρεπε να κυνηγήσει την κατασκευάστρια εταιρεία. Όμως, προώθησε την άποψη ότι η Τράπεζα δεν έλεγχε τη δουλειά του εργολάβου, ούτε κρατούσε αποδείξεις σε σχέση με την ποιότητα των εργασιών. Ερωτηθείς, ανέφερε ότι τα κατασκευαστικά προβλήματα είχαν παρουσιαστεί πολύ πριν και στη συνέχεια ήταν έντονα σε όλο το συγκρότημα. Κατά τη δική του άποψη, το να καταβάλλεις τη δόση του δανείου δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν προβλήματα. Παραδέχθηκε ότι η παραλαβή είχε γίνει από τον πατέρα της Εναγόμενης 2 και διευκρίνισε ότι είχε γίνει στο χωριό του, στη Λευκωσία.
Μαρτυρία δόθηκε και από τον πολιτικό μηχανικό Α.Φ., Μ.Υ.2, ο οποίος είχε διενεργήσει επιτόπια εξέταση των δύο κατοικιών στην Τερσεφάνου και είχε ετοιμάσει γνωμάτευση σε σχέση με τις κακοτεχνίες. Η Γνωμάτευση κατατέθηκε ως Τεκμήριο 56. Εξήγησε ότι οι ρωγμές στο δάπεδο της αυλής της κατοικίας και της πισίνας δεικνύουν τη μετακίνηση του εδάφους, ήτοι μετακινείται η άργιλος, αφού με την υγρασία και τη βροχή φουσκώνει και με τη ξηρασία ξεφουσκώνει. Οι κινήσεις του εδάφους προκάλεσαν την κίνηση του δαπέδου των βεραντών και χώρισαν την πλάκα της αυλής από το κυρίως κτίριο, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν ρωγμές της τάξης των 2 – 3 εκατοστών, από τις οποίες εισέρχεται νερό και μεγαλώνει η ζημιά. Ισχυρίστηκε ότι η υγρασία είναι όπως το καρκίνωμα και αν δεν επιδιορθωθεί άμεσα μεγαλώνει το πρόβλημα, με την οξείδωση του οπλισμού του σιδήρου, με αποτέλεσμα να σπάζουν τα μπετά.
Με αναφορά στις φωτογραφίες που συνοδεύουν τη γνωμάτευσή του, υπέδειξε ότι η πισίνα έχει μετακινηθεί και απομακρυνθεί από την κατοικία κατά 3 εκατοστά και το ίδιο είχε συμβεί και από την άλλη πλευρά της πισίνας. Στη σελίδα 4, υπέδειξε τον τοίχο περίφραξης στο πίσω μέρος της κατοικίας, ο οποίος διαχωρίστηκε από τον τοίχο με τον οποίο έπρεπε να είναι ενωμένος. Υποστήριξε ότι στο δάπεδο φαίνονται μεγάλου μεγέθους ρωγμές, ενώ στις βεράντες ξεχώρισαν διάφορα μέρη της ελαφρόπλακας. Στη σελίδα 6, φαίνεται να έμεινε ένα κομμάτι ατέλειωτο ενώ έχει αλλοιωθεί και το μπετόν. Το περιτοίχισμα της νοτιοανατολικής πλευράς μετακινήθηκε και ο τοίχος έχει πάρει κλίση. Στη σελίδα 7, φαίνεται η μετακίνηση του δαπέδου, σε σχέση με το πάτημα του σκαλοπατιού, και το μάρμαρο μόλις που κρατά. Στη σελίδα 8, φαίνονται οι υγρασίες στο εξωτερικό του κτιρίου, κατά μήκος της τοιχοποιίας εξωτερικά. Προώθησε τη θέση ότι δεν είναι μόνο θέμα αισθητικής αλλά κυρίως ασφάλειας. Ήταν η θέση του ότι οι συγκεκριμένες διαπιστώσεις αφορούν και την Έπαυλη αριθμός 11. Κατέγραψε, μεταξύ άλλων, στη σελίδα 12, τρόπους επίλυσης των προβλημάτων με την εκ νέου επιχωμάτωση με τα κατάλληλα χώματα έτσι που να αποτραπεί η μελλοντική κίνηση του εδάφους καθώς και την υγρομόνωση στην οροφή του κτιρίου.
Αντεξεταζόμενος, ανάφερε ότι επισκέφθηκε τα ακίνητα πριν τον Μάρτιο 2012. Παραδέχθηκε ότι ο κατασκευαστής, με βάση τα συνήθη συμβόλαια, αναλαμβάνει την υποχρέωση επιδιόρθωσης οποιωνδήποτε προβλημάτων τυχόν παρουσιαστούν για μια συγκεκριμένη περίοδο, συνήθως ενός χρόνου. Ήταν η θέση του ότι ο ίδιος είχε διοριστεί από το Ε.Τ.Ε.Κ. για να γνωματεύσει.
Παραδέχθηκε ότι τα προβλήματα στις δύο κατοικίες αφορούν ρωγμές και υγρασίες. Υποστήριξε ότι τα θέματα της μετακίνησης του εδάφους θα επαναλαμβάνονται γιατί το έδαφος θα κινείται πάντοτε λόγω της αυξομείωσης της υγρασίας. Ερωτηθείς, ανάφερε ότι δεν γνώριζε ότι είχε αποκοπεί το ποσό των €10.000,00 για κάλυψη των οποιωνδήποτε τυχόν πιθανών κατασκευαστικών προβλημάτων. Παραδέχθηκε ότι, στο διάστημα των 10 χρόνων, τα προβλήματα θα έχουν αυξηθεί αλλά οι καθιζήσεις, κατά τη δική του άποψη, αρχίζουν να φαίνονται από τα αρχικά χρόνια.
Ερωτηθείς, ανάφερε ότι δεν γνώριζε κατά πόσο οι κατοικίες, οι συγκεκριμένες, ήταν κατοικήσιμες αλλά παραδέχθηκε ότι, όταν τις επισκέφθηκε, κάποιος τον είχε ξεναγήσει και τον είχε ενημερώσει ότι η πισίνα έχανε νερό και ότι οι ρωγμές είχαν προκαλέσει κινήσεις στα υδραυλικά μηχανήματα της πισίνας. Παραδέχθηκε ότι η μια κατοικία ενοικιαζόταν και η άλλη κατοικείτο από τον ιδιοκτήτη. Επίσης, παραδέχθηκε ότι οι Εναγόμενοι 1 και 2, σε σχέση με τις κατασκευαστικές αμέλειες, είχαν το δικαίωμα να απευθυνθούν στο Δικαστήριο εναντίον των Εναγομένων 3 και 4 και αντί αυτού απευθύνθηκαν στο Ε.Τ.Ε.Κ.
Μαρτυρία δόθηκε και από τον Εναγόμενο 1, Μ.Υ.3. Ανέφερε ότι η Εναγόμενη 2 είναι η πρώην σύντροφός του και ότι μαζί είχαν αγοράσει τις Επαύλεις με αριθμό 2 και 11 στο συγκρότημα «Morpheus Villas», στο Τερσεφάνου. Ισχυρίστηκε ότι ήθελαν να μετακομίσουν από το Λονδίνο στην Κύπρο και είχαν διερευνήσει το θέμα της αγοράς κατοικίας στο διαδίκτυο. Περί τα τέλη του 2005 με αρχές του 2006, είχαν επικοινωνήσει με την εταιρεία «Morpheus Investments» και ακολούθως τους επισκέφθηκε στο σπίτι τους ένας εκ των διευθυντών της, στον οποίο και κατέβαλαν ένα μικρό ποσό ως προκαταβολή. Οι διευθυντές της συγκεκριμένης εταιρείας τους είχαν αναφέρει ότι στο συγκρότημα θα κατασκευαζόταν γήπεδο γκολφ, ακαδημία ιππασίας και ένα πολυτελές «club house». Κατά την υπογραφή των συμβολαίων, το 2008, στο Μάντσεστερ, ήταν παρόντες εκπρόσωποι της «Morpheus Investments», της «Morpheus Rental» και της Λαϊκής Τράπεζας. Στη συγκεκριμένη συνάντηση, επεξηγήθηκε στους αγοραστές ότι θα είχαν έσοδα από την ενοικίαση των ακινήτων που θα αγόραζαν και έγινε επεξήγηση του ελέγχου που θα ασκούσε η Τράπεζα στην εξέλιξη της ανέγερσης των κατοικιών, η ανέγερση των οποίων είχε καθυστερήσει ήδη 2 χρόνια. Για τον ίδιο και την Εναγόμενη 2 ήταν καθοριστική, για την απόφασή τους, η κατασκευή του γηπέδου γκολφ. Κατά τη συγκεκριμένη συνάντηση, υπογράφτηκαν οι συμβάσεις αγοράς και δανεισμού. Τα έγγραφα ήταν προετοιμασμένα.
Ισχυρίστηκε ότι υπέγραψαν δύο συμφωνίες και αναγνώρισε τη μία στο Τεκμήριο 1. Κατά την υπογραφή, τους επεξηγήθηκαν τα βασικά της συμφωνίας, ήτοι ότι θα υπήρχαν έλεγχοι της κατασκευής του κτιρίου, ότι οι αρχιτέκτονες θα επιθεωρούσαν το κάθε βήμα και ότι η κατασκευή των κτιρίων θα γινόταν παράλληλα με την κατασκευή του γηπέδου γκολφ. Τη δεδομένη στιγμή ένιωσαν σίγουροι και υπέγραψαν. Όμως, δεν είχε γίνει οτιδήποτε από αυτά που τους είχαν υποσχεθεί. Αντίθετα, οι Επαύλεις που αγοράστηκαν είναι σε πολύ κακή κατασκευαστική κατάσταση και η κατασκευή του γηπέδου γκολφ δεν έχει αρχίσει. Παράλληλα, δεν έχουν εκδοθεί οι τίτλοι ιδιοκτησίας.
Προώθησε τη θέση ότι, μέχρι το τέλος του 2013, ο ίδιος κατέβαλλε τις δόσεις και δήλωσε ότι δεν είχε παραλάβει οποιοδήποτε τερματισμό της συμφωνίας. Σταμάτησε να πληρώνει λόγω του ότι είχαν ενημερωθεί ότι δεν θα εκδίδονταν οι τίτλοι ιδιοκτησίας, ότι το γήπεδο του γκολφ δεν θα κατασκευαζόταν και λόγω του ότι υπήρχαν κακοτεχνίες στις οικίες. Παραδέχθηκε ότι τους είχαν συμβουλέψει να κινηθούν εναντίον της κατασκευαστικής εταιρείας αλλά οι ίδιοι ήθελαν να κινηθούν εναντίον της Τράπεζας. Στη συνέχεια, τους αναφέρθηκε να περιμένουν να κινηθεί η Τράπεζα εναντίον τους και τότε να παρουσιάσουν τη δική τους υπόθεση. Ο ίδιος θεωρούσε την Τράπεζα υπεύθυνη γιατί ενεργούσε πολύ στενά με την κατασκευαστική εταιρεία για την προώθηση του συγκροτήματος. Υποστήριξε ότι επενδύθηκε το ποσό των €170.000,00, όμως δεν υπάρχει οτιδήποτε ως αντάλλαγμα.
Ερωτηθείς, ανάφερε ότι κατά την παράδοση των δύο οικιών, υπήρχε υπόλοιπο ύψους €100.000,00 με €150.000,00 και έγινε πληρωμή ύψους €89.000,00 για να ολοκληρωθεί η παράδοση. Αποκόπηκαν περίπου €20.000,00 με €25.000,00 για την απουσία του γκολφ. Ανάφερε ότι, κατά την παραλαβή, είχε εμπλακεί ο πατέρας της Εναγόμενης 2, ο οποίος είναι κτίστης, για να διασφαλιστεί ότι θα αντιλαμβάνετο τι γινόταν. Κατέθεσε δέσμη ηλεκτρονικών μηνυμάτων που ανταλλάγηκαν μεταξύ του και των κατασκευαστών, η οποία σημειώθηκε ως Τεκμήριο 57.
Αντεξετασθείς, εξήγησε ότι με την Εναγόμενη 2 ήταν ζευγάρι από το 2004 μέχρι το 2010. Παραδέχθηκε ότι μέχρι και το 2019 η Εναγόμενη 2 διέμενε στην Κύπρο, στην Έπαυλη αριθμός 2. Ήταν η θέση του ότι γνώριζε ότι η Έπαυλη αριθμός 11 ενοικιαζόταν. Όταν του υποδείχθηκε δέσμη ηλεκτρονικών μηνυμάτων που είχαν ανταλλαγεί μεταξύ του και της Τράπεζας, παραδέχθηκε ότι τα είχε διαβιβάσει ο ίδιος, στις 16/04/2013, στην υπάλληλο της Λαϊκής Τράπεζας και ότι διαμαρτυρόταν σε σχέση με το γεγονός ότι ήταν ο μόνος που κατέβαλλε δόση στο δάνειο. Κατατέθηκαν ως Τεκμήριο 57(Α). Υποστήριξε ότι στο Δικαστήριο εκπροσωπεί τον εαυτό του, αφού οι σχέσεις του με την Εναγόμενη 2 είναι τεταμένες και εν πάση περιπτώσει δεν είχε εξουσιοδότηση να την εκπροσωπεί.
Όσον αφορά τη συνάντηση του 2005 αρχές του 2006 στο Λονδίνο, στο σπίτι τους, εξήγησε ότι, λόγω του ότι η εταιρεία «Morpheus Investments» ήταν αγγλική εταιρεία με έδρα στο Λίβερπουλ και λόγω του ότι ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της Εναγόμενης 4, δεν το βρήκε παράξενο που η συνάντηση είχε διευθετηθεί στο σπίτι τους. Όταν του υποβλήθηκε ότι η συγκεκριμένη εταιρεία είχε συσταθεί το 2007, υποστήριξε ότι δεν το γνώριζε. Παραδέχθηκε ότι το συγκεκριμένο άτομο, κατά τη συγκεκριμένη επίσκεψη, του είχε υποδείξει το Τεκμήριο 57(Β) και ότι είχαν αποφασίσει με την Εναγόμενη 2 να αγοράσουν μια έπαυλη ως επένδυση, αφού τους αναφέρθηκε ότι θα μπορούσε να ενοικιαστεί για το ποσό των Λ.Κ.700,00 με Λ.Κ.800,00 εβδομαδιαίως και μια για ιδιοκατοίκηση.
Ερωτηθείς, ανέφερε ότι σαν ζευγάρι είχαν περιουσία και η Εναγόμενη 2 είχε και περιουσία που ενοικίαζε σε άλλη πόλη στην Αγγλία. Όταν εξέταζαν το ενδεχόμενο επένδυσης, η σκέψη τους ήταν να ζουν σε μια κατοικία στην Κύπρο και να ενοικιάζουν την άλλη και στη συνέχεια η Εναγόμενη 2 θα χάριζε τη μια κατοικία στην κόρη της. Για να δοθεί η προκαταβολή, πωλήθηκε η περιουσία της Εναγόμενης 2 στην άλλη πόλη.
Παραδέχθηκε ότι η επένδυση στην Κύπρο ήταν μεγάλη και ότι είχε γίνει χωρίς συμβουλή από επενδυτικό σύμβουλο. Είχαν, όμως, παραπεμφθεί σε δικηγόρο περιουσιών από τη «Morpheus Investments», ο οποίος χρησημοποιείτο και από την Εναγόμενη 4. Με αναφορά στα Τεκμήρια 50 και 51, παραδέχθηκε επίσης ότι κατά το 2007 είχε καταβληθεί το ποσό των Λ.Κ.83.493,00, πριν τη συνάντηση στο Μάτσεστερ με τους εκπροσώπους της Λαϊκής Τράπεζας. Επίσης, παραδέχθηκε ότι το 2009 είχαν μετακομίσει στο Κέντ και ότι το 2010 είχαν λάβει ένα ηλεκτρονικό μήνυμα από τον διευθυντή της «Morpheus Investments» με το οποίο τους πληροφορούσε ότι είχε σταματήσει να συναλλάσεται, ότι η «Morpheus Rentals» θα συνέχιζε την υποστήριξη των επενδυτών, ότι θα τιμούνταν τα συμβόλαια που υπήρχαν και ότι θα συμπληρωνόταν το γήπεδο του γκόλφ.
Ισχυρίστηκε ότι απογοητεύτηκε από όλα τα μέρη αλλά κυρίως από την Εναγόμενη 4, η οποία έκτισε πάρα πολύ κακής ποιότητας σπίτια και από το γεγονός ότι η ανάπτυξη του γηπέδου γκόλφ δεν έγινε ποτέ. Από την Τράπεζα απογοητεύτηκε γιατί δεν τήρησε το μέρος 12 της συμφωνίας, το οποίο σχετιζόταν με την επιθεώριση κάθε σταδίου της κατασκευής των κατοικιών από αρχιτέκτονα της Τράπεζας. Η συμφωνία πώλησης εμπεριείχε και το πρόγραμμα ανεγέρσης, το οποίο ποτέ δεν ακολουθήθηκε και το συμβόλαιο του δανείου, κατά τη δική του άποψη, ποτέ δεν τιμήθηκε με αποτέλεσμα να υπάρχουν τέτοιας κακής ποιότητας σπίτια που να μην μπορούν να κατοικηθούν.
Ερωτηθείς, ανέφερε ότι δεν θα αγόραζε τα ακίνητα σε τέτοια παραφουσκωμένη τιμή, αν γνώριζε ότι δεν θα κατασκευαζόταν το γήπεδο του γκόλφ. Όταν του ζητήθηκε να υποδείξει στο συμβόλαιο δανείου τη σύνδεσή του με την κατασκευή του γηπέδου γκόλφ, υποστήριξε ότι η «Morfeus Investments» και η Τράπεζα προωθούσαν τα ωφελήματα ολόκληρου του σχέδιου.
Επέμενε στη θέση του ότι οι πληρωμές από την Τράπεζα γίνονταν χωρίς οι εργασίες να επιθεωρηθούν από εντεταλμένο αρχιτέκτονα της Τράπεζας. Υποστήριξε ότι, τόσο ο ίδιος καθώς και η Εναγόμενη 2, βασίζονταν στην Τράπεζα ότι θα έκανε επιθεωρήσεις. Παραδέχθηκε ότι οι τελευταίες πληρωμές είχαν γίνει από τον πατέρα της Εναγόμενης 2, ο οποίος είναι κτίστης, όμως ήταν ο ισχυρισμός του ότι η παραλαβή είχε γίνει καλή τη πίστη.
Όταν του υποδείχθηκαν τα Τεκμήρια 44 μέχρι 47, υποστήριξε ότι όντως αναγραφόταν η διεύθυνση του αλλά ισχυρίστηκε ότι δεν θυμόταν να τα είχε παραλάβει. Όσον αφορά την επιστολή Τεκμήριο 46, ήταν η θέση του ότι δεν ζούσε στη δεδομένη διεύθυνση κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Αναγνώρισε στο Τεκμήριο 49 τη δική του υπογραφή και ισχυρίστηκε ότι δεν είχε στείλει άλλη επιστολή αλλαγής διεύθυνσης γιατί το 2013 η Εναγόμενη 2 ζούσε στην Κύπρο. Παραδέχθηκε, επίσης, ότι υπάρχει ρίσκο σε κάθε επένδυση.
Τελευταίος έδωσε μαρτυρία ο Ν.Π., Μ.Υ.4, ο οποίος διατηρεί γραφείο Οικονομικών Συμβουλών από το 2016 μέχρι σήμερα. Από το 2001 μέχρι το 2016 εργαζόταν στην Alpha Bank Cyprus Ltd με καθήκοντα Λειτουργού Χορηγήσεων και Αναλυτή από το 2001 μέχρι 2006 και από το 2006 μέχρι 2016 στο Τμήμα Καθυστερήσεων της Τράπεζας. Ήταν η θέση του ότι είχε διενεργήσει έρευνα των λογαριασμών, ξεχωριστή έρευνα για κάθε επίδικο δάνειο, για υπολογισμό του ορθού υπολοίπου. Κατέθεσε, ως Τεκμήριο 58, την ανάλυση για τον λογαριασμό [ ] και ως Τεκμήριο 58(Α) τον λογαριασμό [ ].
Υποστήριξε ότι στις αναθεωρημένες καταστάσεις λογαριασμού χρησιμοποιείται η μέθοδος χρεολύσιου όπου η οποιαδήποτε κατάθεση αφαιρείται πρώτα από τους συσωρευμένους τόκους και αν προκύψει οποιοδήποτε ποσό αφαιρείται από το τοκοφόρο υπόλοιπο. Οπόταν, παρουσιάζεται αυξημένο τοκοφόρο υπόλοιπο πάνω στο οποίο υπάρχει μεγαλύτερη χρέωση τόκου. Εξήγησε το περιεχόμενο των Εκθέσεών του.
Αντεξεταζόμενος, επέμενε στις θέσεις που κατέγραψε στις δύο Εκθέσεις που κατάρτισε. Ισχυρίστηκε ότι, αν προστεθεί το Euribor και το περιθώριο, το ποσοστό δεν συμφωνεί με αυτό που καταγράφεται στη σύμβαση. Εξήγησε ότι αν προστεθεί στο 3,75%, το 0,5%, δεν αρθρίζει σε 5% αλλά σε 4,25%. Κατά τη δική του άποψη, ενώ ο δείκτης του Euribor είχε μειωθεί, κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, μέχρι τον Απρίλιο του 2013, η Τράπεζα το είχε διατηρήσει σταθερό. Προώθησε τη θέση ότι το σωστό επιτόκιο ήταν 2,6540%, το οποίο ήταν και το επιτόκιο που χρησημοποιήθηκε από την Ενάγουσα στις αναδομημένες καταστάσεις λογαριασμού. Το σωστό περιθώριο, ο ίδιος το καθόρισε στο 2,25%. Παραδέχθηκε, όμως, ότι στην έρευνά του δεν είχε λάβει υπόψη τις τροποποιητικές συμφωνίες μεταξύ των μερών.
Ήταν η θέση του ότι η Τράπεζα οφείλει να αποδείξει τη ζημιά της για να δικαιολογήσει την επιβολή τόκου υπερημερίας. Παραδέχθηκε, παράλληλα, ότι στις συμφωνίες υπάρχει πρόνοια για την επιβολή τόκου υπερημερίας ύψους 5%. Αρνήθηκε την υποβολή ότι μπορεί να εφαρμοστεί το Clayton’s Rule, ήτοι από κάθε κατάθεση να αφαιρούνται οι δεδουλευμένοι τόκοι και αν υπάρχει υπόλοιπο να τοκίζεται. Διαφώνησε ότι το Euribor, στις 11/11/2013, ήταν 0,227%, ότι το περιθώριο που ίσχυε κατά τον τερματισμό ήταν 4,5% καθώς και ότι η Τράπεζα δικαιούται τόκο υπερημερίας και ότι το Euribor και το περιθώριο κλειδώνει κατά τον τερματισμό της συμφωνίας.
Μετά την ολοκλήρωση της μαρτυρίας και οι δυο πλευρές υποστήριξαν τις εκατέρωθεν θέσεις με τη διαβίβαση εμπεριστατωμένων γραπτών αγορεύσεων, το περιεχόμενο των οποίων είναι υπόψη του Δικαστηρίου και θα αναφερθεί σ΄ αυτό όπου το κρίνει απαραίτητο. Και οι δύο συνήγοροι προώθησαν τις θέσεις τους, με αναφορά στις αρχές και τη νομολογία. Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Ενάγουσας περιόρισε τα ποσά που αξιώνονται στις €210.660,10, για το πρώτο δάνειο, δηλώνοντας ότι αφαιρέθηκε το ποσό των €14.251,00 που συνιστούσε την εξασφάλιση της δανειοδότησης από τους Εναγόμενους 3 και 4 καθώς και €70,00 που κατατέθηκαν στον λογαριασμό του πρώτου δανείου, στις 27/06/2014. Το ποσό των €210.660,10 αξιώνεται με τόκο προς 6,72%, ο οποίος αναλύεται σε 0,227% Euribor 3 μηνών, πλέον 4,50% περιθώριο πλέον 2% τόκος υπερημερίας από 11/11/2013 μέχρι εξοφλήσεως με κεφαλαιοποίηση την 30η Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου εκάστου έτους. Αναφορικά με το δεύτερο δάνειο, στις €175.367,10 με τόκο προς 6,72% από 11/11/2013 μέχρι εξοφλήσεως με κεφαλαιοποίηση την 30η Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου εκάστου έτους. Ο τόκος αναλύεται ως 0,227% Euribor 3 μηνών, πλέον 4,50% περιθώριο, πλέον 2% τόκος υπερημερίας.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εναγομένων 1 και 2 υποστήριξε ότι δεν αποδείχθηκαν τα υπόλοιπα και ότι κατά τον τερματισμό των συμφωνιών δεν υπήρχε οφειλόμενο υπόλοιπο, οπόταν τερματίστηκαν παράνομα.
AΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ – ΕΥΡΗΜΑΤΑ
Η αξιολόγηση του συνόλου της μαρτυρίας, όπως έχει νομολογηθεί, δεν μπορεί να απομονωθεί από τα τεκμήρια που κατατέθηκαν. Στην υπόθεση Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν. Πολυβίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 339, έχει εξηγηθεί ότι είναι ανάγκη μια μαρτυρία να τίθεται στη βάσανο της αξιολόγησης από απόψεως περιεχομένου και να μην γίνεται αποδεκτή ή να απορρίπτεται με μόνο την εξωτερική εντύπωση που προκαλεί ο μάρτυρας. Η αποδοχή ή η απόρριψη μιας μαρτυρίας θα πρέπει να γίνεται με γνώμονα όχι μόνο την καθ' αυτή εξωτερική εμφάνιση της μαρτυρίας του μάρτυρα στο εδώλιο, αλλά και σε συσχετισμό με τα υπόλοιπα στοιχεία της δίκης, είτε αυτά προέρχονται από άλλη ζώσα μαρτυρία, είτε από τεκμήρια.
Για το θέμα της αξιοπιστίας της μαρτυρίας, αναφορά μπορεί να γίνει και στην ανάπτυξη του θέματος στο βιβλίο των Σάντη - Ηλιάδη, Δίκαιο της Απόδειξης, εκδ. 2014, Κεφάλαιο 3, IB. Η θετική εντύπωση που αφήνει στο Δικαστήριο ο μάρτυς που καταθέτει αποτελεί σε γενικές γραμμές στοιχείο εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας του. Η αξιοπιστία αποτελεί έννοια πολυσήμαντη. Η εμφάνιση και συμπεριφορά του μάρτυρα ενόσω καταθέτει, η μνήμη του, οι αντιδράσεις του (κατά πόσο δηλαδή είναι φυσικές ή αφύσικες), ο τρόπος που απαντά, η νευρικότητα ή η επιφυλακτικότητα του και η ιδιοσυγκρασία που εκδηλώνει, είναι μεταξύ των στοιχείων που λαμβάνονται υπόψη κατά την αξιολόγηση βλ. Κεντρική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ ν Ηροδότου, (2013) 1 Α.Α.Δ. 1166, C. & A. Pelekanos Associates Limited ν. Πελεκάνου (1999) 1(B) Α.Α.Δ. 1273.
Στα πλαίσια της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης, είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω με προσοχή όλους τους μάρτυρες ενώ κατέθεταν ενόρκως ενώπιόν μου. Αξιολόγησα τη μαρτυρία τους με βάση το περιεχόμενο, ποιότητα και σύγκρισή της με την υπόλοιπη μαρτυρία, καθοδηγούμενη από σειρά παραγόντων που είναι αδύνατο να καταγραφούν εξαντλητικά. Τέτοιοι παράγοντες είναι, μεταξύ άλλων, η σαφήνεια και αμεσότητα των απαντήσεων των μαρτύρων και η ύπαρξη σ΄ αυτές υπερβολών ή ουσιαστικών αντιφάσεων, η λογικοφάνεια και αληθοφάνεια της εκδοχής τους, η ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος ή προκατάληψης στην υπόθεση, οι ευκαιρίες που είχαν να αντιληφθούν τα διαδραματισθέντα, η μνήμη τους και οι λόγοι που είχαν να ενθυμούνται ή να πιστεύουν αυτά για τα οποία καταθέτουν.
Η μαρτυρία της Ενάγουσας επικεντρώθηκε στους Τραπεζικούς υπαλλήλους που ενεπλάκηκαν με οποιονδήποτε τρόπο στις συγκεκριμένες συμφωνίες παραχώρησης τραπεζικών διευκολύνσεων στους Εναγόμενους 1 και 2. Ο Μ.Ε.1 δεν είχε οποιαδήποτε προσωπική εμπλοκή στην κατάρτιση των συμφωνιών και η πληροφόρησή του προερχόταν από το περιεχόμενο του φακέλου. Δεν αντικρούστηκε, βέβαια, με οποιαδήποτε στοιχεία από τους Εναγόμενους 1 και 2 όσον αφορά το περιεχόμενο των συμφωνιών δανεισμού και τα υπόλοιπα. Αντιθέτως, ο Μ.Υ.3 δεν αρνήθηκε τη λήψη των δύο δανείων και την υπογραφή των συμβάσεων. Οπόταν, ενόψει του ότι η μαρτυρία του δεν έχει αμφισβητηθεί αλλά έχει ενδυναμωθεί, γίνεται αποδεκτή, ιδιαίτερα, λόγω του ότι υποστηρίζεται και από το περιεχόμενο των δύο δανειακών συμβάσεων, Τεκμήρια 1 και 18, αλλά και από τα υπόλοιπα έγγραφα.
Οι μάρτυρες που πρωταγωνίστησαν στην παροχή, κατάρτιση και υπογραφή των δανειακών συμβάσεων ήταν κατά κύριο λόγο η Μ.Ε.2 και η Μ.Ε.4 οι οποίες μαρτύρησαν για τις υπογραφές των Εναγομένων 1 και 2 στα έγγραφα και τις επιβεβαίωσαν. Η Μ.Ε.4, επιπρόσθετα, επεξήγησε, με αναφορά στα Τεκμήρια 49 και 50, τον τρόπο αποδέσμευσης των ποσών του δανείου προς την Εναγομένη εταιρεία 4 καθώς και των οδηγιών που δίδονταν από την Εναγόμενη 2 σε σχέση με την πληρωμή συγκεκριμένων ποσών. Η αληθοφάνεια των ισχυρισμών της προκύπτει και από το περιεχόμενο των Τεκμηρίων 50 και 51. Παράλληλα, τα όσα επεξήγησε υποστηρίχθηκαν και από τη μαρτυρία του Μ.Ε.5, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι είχε διαβιβάσει στην Τράπεζα την πρόοδο των εργασιών των συγκεκριμένων κατοικιών, Τεκμήριο 52. Χαρακτηριστικό είναι και το ηλεκτρονικό μήνυμα της Μ.Ε.3 στο οποίο καταγράφει αυτολεξεί « Dear Helen as per your instructions I confirm and attach receipts of the payment to the developers…».
Το Δικαστήριο δεν έχει λόγο να απορρίψει τη μαρτυρία των δύο αυτών μαρτύρων, αφού υποστηρίζεται και από τα πλείστα Τεκμήρια καθώς και από τα έγγραφα παραλαβής των δύο κατοικιών.
Όσον αφορά τη μαρτυρία του Μ.Ε.3, ήταν περισσότερο διαδικαστικής φύσεως και αφορούσε τη σύνταξη των επιστολών τερματισμού των τραπεζικών διευκολύνσεων και την καταγραφή της διεύθυνσης που είχε δηλωθεί από τους Εναγόμενους 1 και 2 στους φακέλους. Αναφέρθηκε τόσο στη διαδικασία αλλά και στο τι ο ίδιος έπραξε σε σχέση με τις προειδοποιητικές επιστολές αλλά και τις επιστολές τερματισμού, Τεκμήρια 44, 45, 46 και 47. Επίσης, εξήγησε τη διαδικασία ταχυδρόμησης των επιστολών. Δεν αμφισβητήθηκε ότι καταρτίστηκαν οι επιστολές και ότι απεστάλησαν σε διεύθυνση που είχε δηλωθεί από τους ίδιους τους Εναγόμενους 1 και 2.
Το Δικαστήριο αποδέχεται, περαιτέρω, την επί του προκειμένου μαρτυρία όλων των τραπεζικών Λειτουργών, τους οποίους κρίνει ως πλήρως αξιόπιστους. Αυτοί έδωσαν μαρτυρία στα πλαίσια των καθηκόντων τους, χωρίς να έχουν όφελος από την έκβαση της υπόθεσης.
Οι μάρτυρες της Υπεράσπισης προσπάθησαν να εναποθέσουν ευθύνη στην Ενάγουσα για τις κακοτεχνίες. Ο Μ.Υ.1, ενοικιαστής της Έπαυλης Η11 και φίλος της Εναγόμενης 2, προσπάθησε να ζωγραφίσει την κατασκευαστική κατάσταση των κατοικιών με πολύ μελανά χρώματα νομίζοντας ότι με αυτό τον τρόπο θα βοηθήσει τους Εναγόμενους 1 και 2 χωρίς να έχει οποιεσδήποτε γνώσεις σε σχέση με το αντικείμενο. Παράλληλα, όμως, αποδέχθηκε ότι για τις κατασκευαστικές κακοκτεχνίες θα έπρεπε να κινηθούν εναντίον του κατασκευαστή. Είπε, επίσης, ψέματα ότι η Τράπεζα δεν είχε οποιαδήποτε διατακτικά από τον αρχιτέκτονα. Αυτή η θέση καταρρίφθηκε από τη μαρτυρία του Μ.Ε.5 και το Τεκμήριο 52. Το Δικαστήριο θεωρεί παρακινδυνευμένο να βασιτεί στη συγκεκριμένη μαρτυρία για την εξαγωγή οποιωνδήποτε συμπερασμάτων, ιδιαίτερα ενόψει και της παραδοχής του ότι οι Εναγόμενοι 1 και 2 έπρεπε να κινηθούν εναντίον της κατασκευάστριας εταιρείας, Εναγομένης 4.
Όσον αφορά τη μαρτυρία του Μ.Υ.2, πολιτικού μηχανικού στο επάγγελμα, θα πρέπει να προσεγγιστεί ως μαρτυρία εμπειρογνώμονα. Οι εμπειρογνώμονες έχουν καθήκον να εφοδιάσουν το Δικαστήριο με όλα εκείνα τα εχέγγυα έτσι ώστε το ίδιο να μπορεί να καταλήξει στην ορθότητα των συμπερασμάτων του και να διαμορφώσει τη δική του άποψη. Στο σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης, Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές», των κ.κ. Τ. Ηλιάδη και Ν. Σάντη, στις σελ. 580 και 581, αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Το καθήκον των πραγματογνωμόνων έναντι του Δικαστηρίου κατά τη μαρτυρία τους έγκειται στην αιτιολογημένη, αντικειμενική και αμερόληπτη παρουσίαση των αναγκαίων επιστημονικών κριτηρίων ώστε να δώσουν τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να κρίνει ευχερώς την ακρίβεια των επίδικων συμπερασμάτων τους και να διαμορφώσει συναφώς τη δική του ανεξάρτητη άποψη δια της εφαρμογής των κριτηρίων αυτών στα γεγονότα της υπόθεσης.».
Η μαρτυρία του Μ.Υ.2 είχε όλα εκείνα τα στοιχεία που να την καθιστούν αξιόπιστη και δυνάμενη να υποβοηθήσει το Δικαστήριο στα συμπεράσματά του. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η θέση του ότι οι Εναγόμενοι όφειλαν να αποταθούν στην κατασκευάστρια εταιρεία, σε σχέση με τα προβλήματα που εμφανίστηκαν στις κατοικίες καθώς και την ειλικρινή τοποθέτησή του ότι δεν γνώριζε κατά πόσο οι δύο Επαύλεις ήταν κατοικήσιμες.
Ο Εναγόμενος 1, Μ.Υ.3, ήταν διαφωτιστικός σε σχέση με τη σειρά που εξελίχθηκαν τα γεγονότα και διευκρίνισε ότι οι Επαύλεις είχαν αγοραστεί το 2007, είχε καταβληθεί το ποσό των Λ.Κ.83.493,00, πριν καν μιλήσουν οι Εναγόμενοι 1 και 2 με την Τράπεζα. Η συγκεκριμένη επένδυση είχε αποφασιστεί, από το 2005, χωρίς καν να ληφθεί οποιαδήποτε συμβουλή από την Τράπεζα, αφού η επαφή με την Τράπεζα είχε γίνει στις 12/04/2008. Οπόταν, με την ίδια τη μαρτυρία του κατέρριψε τον ισχυρισμό του ότι πιέστηκε από την Τράπεζα και ότι υπήρχαν ψευδείς παραστάσεις εκ μέρους της Τράπεζα, οι οποίες τον οδήγησαν στη σύναψη των συμβολαίων αγοράς. Οι Επαύλεις είχαν αγοραστεί πριν την οποιαδήποτε επικοινωνία με την Τράπεζα, στο Μάντσεστερ το 2008. Δεν ανέφερε οτιδήποτε προς την κατεύθυνση του δόλου ή της ψευδούς παράστασης. Εν πάση περιπτώσει, οι ισχυρισμοί του για άσκηση του οποιουδήποτε ελέγχου από την Τράπεζα κατά την κατασκευή των κατοικιών δεν υποστηρίζονται από τα έγγραφα, τα οποία δεν αρνήθηκε ότι υπέγραψε, με τα οποία δίνονταν οι οδηγίες στην Τράπεζα για αποδέσμευση των λεφτών προς τον κατασκευαστή, Τεκμήριο 57(Α). Παραδέχθηκε ότι είχε πεισθεί από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 57Β για την επένδυση, ότι τους είχαν περιγραφεί τα «βασικά» σημεία της συμφωνίας δανεισμού που υπέγραφαν και ότι διαμένει στη συγκεκριμένη διεύθυνση που είχαν σταλεί τα Τεκμήρια 44 - 47, ο τερματισμός και οι προειδοποιητικές επιστολές, πλην όμως δεν θυμόταν να τις είχε λάβει. Παρά την απογοήτευσή του σε σχέση με την Εναγόμενη 4, επέλεξε να μην την κυνηγήσει και να προχωρήσει εναντίον της Τράπεζας, απόφαση που γεννά ερωτηματικά. Με τη μαρτυρία του μάλλον βοήθησε την υπόθεση της Ενάγουσας παρά τη δική του.
Όσον αφορά τη μαρτυρία του Μ.Υ.4, ο οποίος έδωσε μαρτυρία ως εμπειρογνώομνας αναλυτής, ήταν πολύ συγχυστική και μονόπλευρη. Ό,τι και αν ερωτάτο, απαντούσε με την ίδια απάντηση και χωρίς να επεξηγεί την εμμονή του στα δικά του συμπεράσματα. Και αυτό, παρά τη συμφωνία του με τις θέσεις της Ενάγουσας όπως του υποβλήθηκαν από τον ευπαίδευτο συνήγορό της. Εν πάση περιπτώσει, έγιναν αποδεκτά το ποσά που ο ίδιος θεωρούσε ως οφειλόμενα από την Ενάγουσα.
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία ν. Χαραλάμπους (2010) 1 Α.Α.Δ. 829, στην οποία παρέπεμψαν το Δικαστήριο και οι δυο συνήγοροι, η Ενάγουσα έχει καθήκον να αποδείξει τη σύναψη της συμφωνίας δανειοδότησης με τους όρους της, την παράβαση όρου της συγκεκριμένης σύμβασης, τον τερματισμό της και το οφειλόμενο υπόλοιπο. Είναι παραδεκτό ότι συνάφθηκαν δύο συμβάσεις δανειοδότησης μεταξύ των Εναγομένων 1 και 2 και της Ενάγουσας για την αγορά δύο Επαύλεων, της Η11 και της Η2, στο συγκρότημα «Morpheus Villas», στο χωριό Τερσεφάνου.
Υπάρχει όμως δικογραφημένος ισχυρισμός στην Υπεράσπιση ότι οι συγκεκριμένες δανειακές συμβάσεις υπογράφτηκαν μετά από άσκηση πίεσης και μετά από ψευδείς παραστάσεις. Δεν προσκομίστηκε ίχνος μαρτυρίας, ως απαιτείται, προς απόδειξη των συγκεκριμένων ισχυρισμών. Μάλλον αντίθετη ήταν η μαρτυρία που προσκομίστηκε σε σχέση με τον συγκεκριμένο ισχυρισμό, αφού ο Μ.Υ.3 υποστήριξε ότι η επένδυση είχε αποφασιστεί το 2007 και είχε πληρωθεί το ποσό των Λ.Κ.83.493,00 ενώ οι συμφωνίες δανείου είχαν υπογραφτεί το 2008. Δεν προηγήθηκε οποιαδήποτε συνομιλία με την Τράπεζα πριν την πληρωμή της προκαταβολής για την αγορά των δύο κατοικιών που να δεικνύει, έστω και στο ελάχιστο, την άσκηση πίεσης ή την ύπαρξη ψευδών παραστάσεων προς την κατεύθυνση της αγοράς των συγκεκριμένων ακινήτων. Από τη μαρτυρία του ίδιου του Εναγόμενου 1, προέκυψε ότι καθοριστικό για την απόφαση αγοράς ήταν το Τεκμήριο 57(Β) και το γεγονός ότι θα κατασκευαζόταν γήπεδο γκόλφ.
Στην απόφαση της μειοψηφίας του Ναθαναήλ Δ., όπως ήταν τότε, στην υπόθεση J. & M. Loizides Agencies Ltd κ.α v. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (2011) 1 Α.Α.Δ. 1280, αναλύεται το θέμα και διαβάζονται τα ακόλουθα:
«Υπάρχουν επομένως τρία στοιχεία που πρέπει να αποδειχθούν για να υπαχθούν τα γεγονότα μιας υπόθεσης στη λεγόμενη εξυπακουόμενη ανεπίτρεπτη επιρροή («presumed undue influence»). Το πρώτο στοιχείο είναι ότι ο παραπονούμενος θα πρέπει να αποδείξει ότι εναπόθεσε εμπιστοσύνη στην τράπεζα σε σχέση με τη διαχείριση των περιουσιακών του στοιχείων. Τέτοια εμπιστοσύνη αναφύεται ως θέμα νόμου λόγω της σχέσης που υπάρχει μεταξύ των διαδίκων. Σε αυτές τις σχέσεις εμπεριέχονται οι κατηγορίες του γονέα και παιδιού, επιτρόπου και προστατευόμενου, καταπιστευματοδόχου και δικαιούχου, δικηγόρου και πελάτη και ιατρικού συμβούλου ή ιατρού και ασθενούς. Η σχέση συζύγων δεν εμπίπτει σε αυτές τις κατηγορίες. Επομένως πρέπει να αποδειχθεί ως πραγματικό γεγονός η εναπόθεση εμπιστοσύνης στον εναγόμενο.
Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι ο παραπονούμενος θα πρέπει να αποδείξει ότι η συναλλαγή χρήζει εξήγησης. Η φράση που χρησιμοποιήθηκε από τον Lord Nicholls «calls for explanation», αποτελεί την επαναδιατύπωση της φράσης «manifest disadvantage» που χρησιμοποιήθηκε στην ομιλία του Lord Scarman στην υπόθεση National Westminister Bank plc v. Morgan [1985] A.C. 686. Το τρίτο στοιχείο έγκειται στην προσπάθεια απόδειξης εκ μέρους του εναγομένου, (της τράπεζας στην περίπτωση), να ανατρέψει την εξαγωγή εκ πρώτης όψεως συμπεράσματος ανεπίτρεπτης επιρροής και αυτό κατά κανόνα γίνεται με την τράπεζα ως πιστωτή να δείχνει ότι ο εγγυητής, ή, η σύζυγος κατά περίπτωση, ενήργησε ανεξάρτητα από οποιαδήποτε επιρροή έχοντας προς τούτο ικανή αυτόνομη συμβουλή πριν την υπογραφή. Αυτό βέβαια προϋποθέτει την ύπαρξη των δύο πρώτων στοιχείων, (δέστε γενικώς για τα πιο πάνω, το σύγγραμμα του Ewan Mckendrick: "Contract law" 6η έκδ. σελ. 363-368).».
Υπό το φως της πιο πάνω ανάλυσης και νομολογίας και εφαρμόζοντας τις νομολογιακές αρχές στα γεγονότα της υπό κρίση αγωγής, η συγκεκριμένη υπεράσπιση των Εναγομένων 1 και 2 είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Από τα γεγονότα που συνθέτουν την υπόθεση, δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι κανένας από τους τραπεζικούς υπαλλήλους δεν είχε επαφή με τους Εναγόμενους 1 και 2 κατά τη λήψη της απόφασης για την αγορά των ακινήτων. Αντίθετα, ο εκπρόσωπος της «Morpheus Investments» ήταν αυτός που έπεισε τους Εναγόμενους 1 και 2, ως προκύπτει από τη μαρτυρία του Εναγόμενου 1, να επενδύσουν στη συγκεκριμένη ανάπτυξη όταν τους επισκέφθηκε στο σπίτι τους στο Λονδίνο και τους υπέδειξε το Τεκμήριο 57(Β), ένα χρόνο περίπου πριν την υπογραφή των συμβολαίων δανειοδότησης.
Συνεπακόλουθα, η σύναψη των δύο δανειακών συμβάσεων έχει αποδειχθεί. Εξετάζοντας το κατά πόσο οι όροι των συμφωνιών είναι αποδεκτοί, θα πρέπει να γίνει αναφορά στη νομολογία που έχει καθορίσει ότι οι πλευρές δεσμεύονται με τα έγγραφα που υπογράφουν. Βλ. μεταξύ άλλων Γεωργίου Εργατίδη ν. Γενικού Εισαγγελέα Πολ. Έφεση 293/12 ημερ. 07/02/2018, ECLI:CY:AD:2018:A67, Τουτζικιάν κ.α. ν. Λαϊκή Τράπεζα Χρηματοδοτήσεις Λτδ (2003) 1 Α.Α.Δ. 1240 και Saunders v. Anglia Building Society [1971] AC 1004.
Με δεδομένο ότι είναι πολύ στενά τα περιθώρια ώστε να μπορέσει να αποφύγει κάποιος την υπογραφή του και έχοντας ως γεγονός ότι δεν υπήρξε άρνηση της υπογραφής των δανειακών συμβάσεων, η μόνη κατάληξη είναι ότι οι όροι των συμφωνιών ήταν αποδεκτοί από τους συμβαλλόμενους.
Το ερώτημα που χρήζει απάντησης είναι κατά πόσο παραβιάστηκαν οι όροι των δύο συμφωνιών δανειοδότησης. Σύμφωνα με το περιεχόμενο των αρχικών συμβάσεων δανειοδότησης, Τεκμήρια 1 και 18, είχε συμφωνηθεί η αποπληρωμή των δύο δανείων με μηνιαίες δόσεις. Το πόσο αυτό τροποποιήθηκε και στις δύο συμβάσεις με τις συμπληρωματικές συμφωνίες, Τεκμήρια 4, 16, 21 και 53. Ο ίδιος ο Εναγόμενος 1, στη μαρτυρία του, ανέφερε ότι είχε σταματήσει να καταβάλλει τις δόσεις του δανείου περί το τέλος του 2013. Σύμφωνα με το Τεκμήριο 44, είχε σταλεί προειδοποιητική επιστολή στις 19/09/2013 και η σύμβαση τερματίστηκε στις 11/11/2013. Οπόταν, συμπεραίνεται ότι παραβιάστηκαν οι όροι των δύο συμβάσεων που αφορούσαν την αποπληρωμή των δανείων με μηνιαίες δόσεις, αφού η τελευταία πίστωση και στους δύο λογαριασμούς είχε γίνει τον Αύγουστο του 2013.
Το αμέσως επόμενο ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί είναι κατά πόσο ο τερματισμός των συμβάσεων δανειοδότησης ήταν νόμιμος. Υπάρχει τεκμήριο ότι μια επιστολή που αποδεικνύεται πως έχει ταχυδρομηθεί και δεν έχει επιστραφεί από το Ταχυδρομείο έχει παραδοθεί στο πρόσωπο στο οποίο απευθυνόταν (βλ. Theodorou v. Abbot of Kykko Monastery (1965) 1 C.L.R. 9 στη σελίδα 18 και Πιττάκα ν. Γ & Β Χατζηδημοσθένους Λτδ (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1895, στις σελ.1906 με 1907), Alpha Bank Cyprus Ltd v. Arena Motor Show Ltd, Πολ. Έφεση 84/2009 ημερ. 02/10/2015, ECLI:CY:AD:2015:A648 και Halsbury’s Laws of England, 4η εκδ., τόμος 17, παρά. 210- 211. Το τεκμήριο είναι μαχητό και μπορεί να ανατραπεί.
Στην απόφαση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα ν. Χαριλάου (2009) 1 Α.Α.Δ. 2009, το Εφετείο αντιμετώπισε σχετικά παρόμοιο με το εξεταζόμενο ζήτημα. Παραθέτω το σχετικό μέρος της απόφασης:
«Η μάρτυς της Εφεσείουσας τράπεζας κατέθεσε ότι η συμφωνία μεταξύ της Εφεσείουσας τράπεζας και των Εφεσιβλήτων τερματίστηκε με επιστολές, αντίγραφα των οποίων βρίσκονταν στο φάκελό της. Οι επιστολές αυτές κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 11, 13 και 14. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι:
”Δεν υπάρχει οποιαδήποτε μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου που να επιδεικνύει είτε τον τερματισμό της συμφωνίας είτε την ενημέρωση των εγγυητών περί της παράβασης της συμφωνίας από την πρωτοφειλέτιδα και κατά συνέπεια την υποχρέωση τους όπως ενεργήσουν με βάση τους όρους της εγγύησής τους. Σύμφωνα με τη νομολογία μας η ταχυδρόμηση των επιστολών εγείρει τεκμήριο αποστολής των επιστολών όμως δεν έχει φανεί πλην της καταχώρησης αυτών των αντιγράφων που ευρίσκονταν στο φάκελο που τηρούσε η μάρτυρας ότι αυτά έχουν ταχυδρομηθεί, από ποιον και πότε.“».
Στις πιο πάνω αναφερθείσες αποφάσεις κρίθηκε ότι η μαρτυρία του λειτουργού της Τράπεζας περί ετοιμασίας των σχετικών επιστολών, παράδοσής τους στον αρμόδιο υπάλληλο με οδηγίες για αποστολή τους μέσω ταχυδρομείου και η μη επιστροφής τους, σε συνδυασμό με την χωρίς ένσταση κατάθεση των επιστολών, δεν άφηναν περιθώριο για εξαγωγή συμπεράσματος άλλου από την κανονική ταχυδρόμηση των επιστολών και τον τερματισμό των συμφωνιών.
Με βάση την προσκομισθείσα μαρτυρία, ιδιαίτερα του Μ.Ε.3, οι προειδοποιητικές επιστολές και οι επιστολές τερματισμού είχαν σταλεί τόσο στην Κύπρο καθώς και στην Αγγλία, Τεκμήρια 44 και 45. Ο ίδιος ο Εναγόμενος 1 παραδέχθηκε ότι η διεύθυνση που αναγράφεται στα συγκεκριμένα Τεκμήρια είναι η διεύθυνσή του. Με αυτά τα δεδομένα, το Δικαστήριο καταλήγει ότι οι επιστολές τερματισμού ταχυδρομήθηκαν προς τους Εναγόμενους 1 και 2 στις ορθές διευθύνσεις, τόσο στην Κύπρο καθώς και στην Αγγλία και εφόσον αυτές δεν επιστράφηκαν από το Ταχυδρομείο τεκμαίρεται ότι παραλήφθηκαν από αυτούς.
Συνεπακόλουθα, είναι εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο τερματισμός ήταν νόμιμος.
Απομένει να αποφασιστεί το ζήτημα του οφειλόμενου υπολοίπου, αφού υπάρχει ισχυρισμός από τους Εναγόμενους 1 και 2 ότι είναι λανθασμένο το υπόλοιπο. Δέον να σημειωθεί ότι ήταν η αρχική θέση τους ότι δεν όφειλαν οποιοδήποτε ποσό αλλά στη συνέχεια, μέσω της μαρτυρίας που προσκομίστηκε από τον Μ.Υ.4, η διαφωνία περιορίστηκε στο ύψος του ποσού και στη μεθοδολογία που ακολουθήθηκε. Αμφισβητήθηκε ο υπολογισμός του τόκου και στον τρόπο που κατανέμετο η οποιαδήποτε πληρωμή και συγκεκριμένα η εφαρμογή του Claydon’s Rule.
Όπως έχει αποφασιστεί στην υπόθεση Royal Ris Ltd v. Δήμου Λάρνακας (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 1149, όταν υπάρχουν έγγραφες συμφωνίες η πρόθεση των διαδίκων, ως προς τη δημιουργία εννόμων σχέσεων, συνάγεται μέσα από το περιεχόμενό τους. Δεν επιτρέπεται, έτσι, οποιαδήποτε μαρτυρία κατά κανόνα για διαπραγματεύσεις των μερών για να αποδειχθούν οι προθέσεις τους αφού αυτές είναι καταγραμμένες στο γραπτό κείμενο. Δεν επιτρέπεται, επίσης, μαρτυρία η οποία να τροποποιεί ή διαφοροποιεί γραπτούς όρους συμφωνίας. Περαιτέρω, σύμφωνα με την αρχή που έχει καταγραφεί στη Saunders v. Anglia Building Society (ανωτέρω), όταν κάποιος που είναι ενήλικας, δεν έχει μειωμένη αντίληψη και δεν είναι αναλφάβητος, υπογράψει κάποιο έγγραφο το οποίο είναι εμφανές ότι προορίζεται να έχει νομική ισχύ, χωρίς να το διαβάσει δεν μπορεί αργότερα να αποφύγει τις συνέπειες του ακόμα και αν έχει υπογράψει βασιζόμενος στα όσα κάποιος άλλος του έχει πει σχετικά με το τι προνοεί το έγγραφο.
Η συγκεκριμένη πρόνοια για υπολογισμό του τόκου με βάση το εμπορικό έτος συνιστούσε συμβατικό όρο ο οποίος έγινε αποδεκτός από την πλευρά των Εναγόμενων 1 και 2 κατά την υπογραφή της σύμβασης. Εν πάση περιπτώσει, το 2015, η συγκεκριμένη πρακτική εγκαταλείφθηκε. Η συγκεκριμένη πρακτική έχει τύχει εξέτασης από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση, μεταξύ άλλων, Archbold Investment Ltd v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1084 χωρίς να θεωρηθεί μεμπτή η συγκεκριμένη πρακτική.
Όσον αφορά το χρεωστικό υπόλοιπο, είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι το χρεωστικό υπόλοιπο στον λογαριασμό των Δανείων είχε ρητά καταστεί απαιτητό την 11/11/2013, με τις επιστολές τερματισμού, Τεκμήριο 46. Επομένως, οι Εναγόμενοι 1 και 2 είχαν υποχρέωση να εξοφλήσουν τα δάνεια.
Οι χρεώσεις των τόκων, όπως και οποιαδήποτε άλλη επιβάρυνση σε λογαριασμούς, πρέπει να προκύπτουν από τους όρους των σχετικών συμφωνιών όπως έχει αναφερθεί ανωτέρω, βλ. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Λάμπρος Χαριλάου Λτδ κ.ά. (ανωτέρω) και Θεοδώρου ν. Hellenic Bank Ltd (2012) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 2059. Στον όρο 5 των Συμφωνιών Δανείου, καταγράφεται ότι το δάνειο θα χρεωνόταν με κυμαινόμενο επιτόκιο που θα αποτελείτο από το Euribor 3 μηνών προσαυξημένο κατά 1,75%, ενώ προβλέπετο και τόκος υπερημερίας 5% και πως ο τόκος θα κεφαλαιοποιείτο κάθε έξι μήνες, την 30η Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου εκάστου έτους. Η τροποποιητική συμφωνία, Τεκμήριο 3, κατέγραφε το περιθώριο στο 3,75% ενώ το Τεκμήριο 4 κατέγραφε άλλη συμφωνία σε σχέση με τον τόκο. Δέον να σημειωθεί ότι δεν αμφισβητήθηκε η υπογραφή των συγκεκριμένων συμφωνιών.
Περαιτέρω, ότι η Τράπεζα δικαιούτο να μεταβάλλει, είτε να αυξάνει είτε να μειώνει, κατά την κρίση της και οποτεδήποτε και μέσα στα πλαίσια της νομοθεσίας των νομισματικών και πιστωτικών κανόνων που ισχύουν κάθε φορά, των συνθηκών της αγοράς και της αξίας του χρήματος, μεταξύ άλλων, και το βασικό επιτόκιο πρόκυπτε από τις συμφωνίες των μερών και κατά κύριο λόγο από τους Γενικούς Όρους.
Αναφερόταν, ακόμα, στα καταρτισθέντα και δεόντως υπογραφέντα έγγραφα, πως αν οποιοδήποτε ποσό που καθίστατο πληρωτέο, δυνάμει των Συμφωνιών, δεν πληρωνόταν την ημερομηνία που καθίστατο πληρωτέο, οι Εναγόμενοι 1 και 2 θα πλήρωναν τόκο υπερημερίας από την ημερομηνία που το ποσό καθίστατο πληρωτέο μέχρι την ημερομηνία εξόφλησής του ύψους 5%. Στο τέλος των Συμφωνιών αναφερόταν ότι λεπτομέρειες για το ύψος του τόκου υπερημερίας και άλλες χρεώσεις παραδόθηκε την ημέρα της συμφωνίας στους Εναγόμενους 1 και 2 και ότι είχαν συμφωνήσει ότι τους δεσμεύουν. Επρόκειτο για τον Κατάλογο Προμηθειών και Χρεώσεων, Τεκμήρια 38 και 39, τα οποία οι Εναγόμενοι 1 και 2 παρέλαβαν και δήλωσαν με τις υπογραφές τους ότι αποτελούν μέρος της Συμφωνίας Δανείου. Στις ίδιες τις συμβάσεις καταγράφεται ότι θα χρεώνεται επιπρόσθετο επιτόκιο 5,00% κατά τον τερματισμό του λογαριασμού, όρος 6 των Συμβάσεων.
Σε σχέση με τον τόκο υπερημερίας, ο Μ.Ε.1 καθώς και ο Μ.Ε.5 ανέφεραν ότι η Τράπεζα έχει υπολογίσει τη ζημιά της και περιορίζεται στο 2% ως τόκο υπερημερίας, χωρίς όμως να δώσει λεπτομέρειες για τον τρόπο καθορισμού του ποσοστού αυτού. Έτσι, η αξίωση περιορίζεται σε 6,727% από την ημερομηνία του τερματισμού.
Οι περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμοι του 1999 έως 2015 προνοούν ότι (άρθρο 3):
«(1α) Η επιβολή επιτοκίου υπερημερίας πέραν των δύο εκατοστιαίων μονάδων απαγορεύεται:
Νοείται ότι, από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2014, το επιτόκιο υπερημερίας δεν δύναται να υπερβαίνει τις δύο εκατοστιαίες μονάδες.
(1β) Σε περίπτωση σύμβασης πιστωτικής διευκόλυνσης, η οποία ήταν σε ισχύ ή τερματίστηκε κατά ή πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2015, η επιβολή αυξημένου τόκου από την υπερημερία επί καθυστερημένης δόσης ή σε οποιοδήποτε ποσό καθυστέρησης ή υπέρβασης ορίου οποιασδήποτε άλλης μορφής σύμβασης πιστωτικής διευκόλυνσης, δημιουργεί μαχητό τεκμήριο για το πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο έχει το βάρος αποδείξεως ότι ο επιβληθείς τόκος υπερημερίας αντιπροσωπεύει την πραγματική του ζημιά.»
Το εδάφιο (1α) δεν ισχύει για την επίδικη περίπτωση όπου οι Συμφωνίες Δανείου τερματίστηκαν στις 11/11/2013. Ισχύει το εδάφιο (1β). Όμως, και σε αυτή την περίπτωση, ακόμα και όταν δεν διεκδικείται τόκος στη βάση επιτοκίου υπερημερίας πέραν του 2%, η είσπραξη τόκου στη βάση επιτοκίου υπερημερίας 2% δεν είναι δικαιωματική. Δεν υφίσταται κανένα αποδεικτικό τεκμήριο, όμως το πιστωτικό ίδρυμα εξακολουθεί να έχει το βάρος να αποδείξει ότι το επιτόκιο υπερημερίας που επέβαλε αντιπροσωπεύει την πραγματική του ζημιά, εκτός και αν το ύψος του έχει συμφωνηθεί όπως στην προκειμένη περίπτωση. Σχετικό είναι το σκεπτικό της απόφασης Ιωαννίδης κ.α. ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, Πολ. Έφεση 1/2020 ημερ. 08/07/2014, επιδικάστηκε τόκος υπερημερίας 3% γιατί το συγκεκριμένο ποσοστό προνοείτο στη σχετική συμφωνία. Σχετική είναι και η απόφαση Κκάζανου ν. Κυπριακής Τράπεζας Αναπτύξεως Δημόσια Εταιρεία Πολ. Έφεση 58/13 ημερ. 27/05/2020, ECLI:CY:AD:2020:A167.
Επομένως, ήταν συμβατικό δικαίωμα της Τράπεζας να χρεώνει με επιτόκιο υπερημερίας το χρεωστικό υπόλοιπο του δανείου, εφόσον αυτό κατέστηκε πληρωτέο την 11/11/2013 και δεν είχε εξοφληθεί. Η Τράπεζα το απαίτησε αρχικά από 19/09/2013 και στη συνέχεια από 11/11/2013.
Είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η Τράπεζα νομιμοποιείτο να χρεώνει τόκο υπερημερίας από τον τερματισμό της Συμφωνίας Δανείου και δικαιούται σε τόκο υπερημερίας 2%, που είναι ποσοστό μικρότερο από το συμβατικό. Επομένως η Τράπεζα δικαιούται στο συνολικό επιτόκιο του 6.27% από 11/11/2013.
Όσον αφορά τον τρόπο κατανομής των πληρωμών στη Σταύρος Ξιούρουππας κ.ά. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ Πολ. Έφεση 386/2010 ημερ. 15/11/2016, ECLI:CY:AD:2016:A522, αναπτύχθηκε η εφαρμογή του Clayton's Rule και διαβάζονται τα ακόλουθα:
«Η μαρτυρία του Μ.Ε.2 έδειξε περαιτέρω ότι αρχικά πράγματι προέκυπτε από τους λογαριασμούς ανατοκισμός, αλλά με χρήση συγκεκριμένου τραπεζικού προγράμματος ετοιμάστηκαν αναθεωρημένες καταθέσεις και λογαριασμοί χωρίς ανατοκισμούς. Στη βάση της αρχής του Clayton's Rule (υπόθεση Devynes and others v. Noble and others, Baring and others v. Noble and others, Clayton's case (1814)-1824 All E.R. Rep.1), η οποία υιοθετήθηκε πλειστάκις από τα Κυπριακά Δικαστήρια, ο οφειλέτης ο οποίος δεν καθορίζει έναντι ποίου συγκεκριμένου χρέους θα πρέπει να λογίζεται συγκεκριμένη πληρωμή, δέχεται στην ουσία ότι οι πληρωμές καταλογίζονται προς εξόφληση των χρεών κατά σειρά αρχαιότητας ή συμμετρικά αν τα χρέη έχουν την ίδια σειρά προτεραιότητας. Επίσης οι πληρωμές λογίζονται πρώτα έναντι των δεδουλευμένων τόκων κατά προτεραιότητα και τυχόν υπόλοιπο του ποσού της πληρωμής λογίζεται έναντι του κεφαλαίου, (δέστε Bahaduriar v. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (2002) 1 ΑΑΔ 322 και Επίσημος Παραλήπτης και Άλλοι ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας (2005) 1 Α.Α.Δ. 38)».
Στην απουσία διαφορετικής συμφωνίας, εφαρμόζονται τα άρθρα 59-61 του Κεφ. 149 και το Clayton's Ruleς σε σχέση με την κατανομή των πληρωμών. Δηλαδή, όταν δεν υπάρχει ρητή συμφωνία για τον καταλογισμό των πληρωμών, τότε εφαρμόζεται αυτόματα το Clayton's Rule και τα άρθρα 59-61 του Κεφ. 149, χωρίς ανάγκη προσκόμισης μαρτυρίας.
Η παρουσίαση αναδομημένων λογαριασμών δεν δημιουργεί οποιοδήποτε πρόβλημα σύμφωνα με το σκεπτικό της Καλλικάς ν. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1 Α.Α.Δ. 1238. Με δεδομένη την αδυναμία του Δικαστηρίου, στη βάση όλων όσων έχουν τεθεί υπόψη του για το ζήτημα, να υπολογίσει και ανάλογα να προσθαφαιρέσει τις υπερχρεώσεις και ανατοκισμούς, είναι φανερό ότι δεν θα μπορούσε να προβεί από μόνο του σε ανάλογες αναπροσαρμογές του ποσού. Έχοντας κατά νου ότι στο πλαίσιο του αναδομημένου λογαριαμού το επιτόκιο υπερημερίας περιορίστηκε στο 2%, σε συνδυασμό με τη μη αμφισβήτηση των σχετικών αναδομημένων καταστάσεων των επίδικων λογαριασμών (Τεκμήρια 53 και 54), αποτελεί κατάληξη του Δικαστηρίου ότι, πράγματι, το υπόλοιπο και οφειλόμενο ποσό, δυνάμει των ως άνω επίδικων λογαριασμών κατά την 11/11/2013, ήταν αυτό που καταγράφεται στα συγκεκριμένα Τεκμήρια.
Θα πρέπει να λεχθεί ότι το γεγονός ότι ελλείπει η υπογραφή εκ μέρους της Ενάγουσας στο Τεκμήριο 8, δεν επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο τη βαρύτητα του εγγράφου, αφού σε όλα τα υπόλοιπα έγγραφα που υπογράφηκαν γίνεται ρητή αναφορά στη συγκεκριμένη συμφωνία εκχώρησης η οποία ενσωματώθηκε στη διαδικασία με τις υπογραφές των υπόλοιπων εγγράφων.
Με βάση την αξιολόγηση και την αποδοχή της μαρτυρίας που πρόσφερε η Ενάγουσα και την αντίστοιχη απόρριψη αυτής των Εναγομένων 1 και 2, ανάλογα είναι και τα ευρήματα του Δικαστηρίου. Είναι βασικό εύρημα η σύναψη των επίδικων συμφωνιών παραχώρησης τραπεζικών διευκολύνσεων, ήτοι δανείων, εγγύησης και υποθήκευσης των συγκεκριμένων ακινήτων τα οποία ανήκαν στις Εναγόμενες 3 και 4 και εκχωρήθηκαν προς όφελος της Ενάγουσας υπό τις συνθήκες που η πλευρά της Ενάγουσας παρουσίασε. Περαιτέρω, ανάλογα με τη μαρτυρία της Ενάγουσας είναι και τα ευρήματα ως προς τους λόγους τερματισμού των συμφωνιών, την πορεία τερματισμού και το ύψος των ποσών που κατέστη πληρωτέο και απαιτητό και όπως αυτό περιορίστηκε. Η Ενάγουσα, μέσα από το σύνολο της αποδεκτής από το Δικαστήριο μαρτυρίας, έχει αποδείξει την απαίτησή της στο ύψος των ποσών που αξιώνει με τις αναδομημένες καταστάσεις λογαριασμού, όπως περιορίστηκαν στην αγόρευση του δικηγόρου της Ενάγουσας.
Συνεπώς, εκδίδεται απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον των Εναγόμενων 1 και 2 αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως για τα εξής ποσά:
Α. €210.660,10 πλέον τόκους προς 6,727% ετησίως από 11/11/2013 μέχρι εξοφλήσεως, με δικαίωμα κεφαλαιοποίησης του τόκου κάθε 30η Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου εκάστου έτους.
Β. €175.367,10 πλέον τόκους προς 6,727% ετησίως από 11/11/2013 μέχρι εξοφλήσεως, με δικαίωμα κεφαλαιοποίησης του τόκου κάθε 30η Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου εκάστου έτους.
Περαιτέρω, εκδίδεται απόφαση εναντίον των Εναγόμενων 1 και 2 και προς όφελος της Ενάγουσας ως οι παράγραφοι Γ, Δ, Ε, Στ, Ζ και Η του παρακλητικού της Έκθεσης Απαίτησης.
Η Ανταπαίτηση των Εναγόμενων 1 και 2 απορρίπτεται.
Επιδικάζονται, επίσης, υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον των Εναγόμενων 1 και 2, ομού και κεχωρισμένα έξοδα, όπως αυτά υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.) …………………………………………………..
Ε. Γεωργίου-Αντωνίου, Α.Ε.Δ.