ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρήστου Γ. Φιλίππου, Π.Ε.Δ.

                                                                                                  Αρ. Αγωγής: 800/2023

Μεταξύ:

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΜΗΛΟΣ

                                            Ενάγοντας

-και-

1.    DE.ZO. CONSTRUCTIONS AND DEVELOPERS LIMITED

2.    ΑΝΔΡΕΑΣ ΝΙΚΟΛΕΤΤΗΣ

3.    ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΠΑΝΑΓΗ

4.    DEXTEK CONTRACTORS LIMITED

5.      ΞΕΝΟΦΩΝ ΣΟΛΟΜΩΝΙΔΗ                                                                                                                                                                                  Εναγόμενοι

  

Ημερομηνία: 09 Ιανουαρίου, 2024

 

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντα/Αιτητή: Ο κ. Αντώνης Γεωργίου για Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.  

Για Εναγόμενους 1,2 και 3/Καθ’ ων η αίτηση: Ο κ. Αντώνης Σ. Παστός για Ανδρέου, Χατζή Χριστοφής Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενους 4 και 5/ Καθ’ ων η αίτηση: Ο κ. Αντωνάκης Σωτηρίου για Αντωνάκης Σωτηρίου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

 

 E Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η   Α Π Ο Φ Α Σ Η

(σε αίτηση για έκδοση προσωρινών  διαταγμάτων ημερ. 13.07.2023)

 

O Αιτητής με μονομερή αίτηση αιτήθηκε την έκδοση τριών προσωρινών διαταγμάτων εναντίον όλων των Καθ’ ων η αίτηση. Το Δικαστήριο (υπό διαφορετική σύνθεση) έκρινε, εξετάζοντας τα αιτητικά, ότι τα αιτούμενα διατάγματα δεν μπορούσαν να εκδοθούν μονομερώς και διέταξε την επίδοση της αίτησης.

Μετά την επίδοση της αίτησης όλοι οι Καθ’ ων η αίτηση καταχώρισαν ένσταση. Οι Καθ’ ων η αίτηση 1, 2 και 3 μέσω ενός δικηγορικού γραφείου οι δε Καθ’ ων η αίτηση 4 και 5 μέσω άλλου δικηγορικού γραφείου τα οποία τους εκπροσώπησαν όπως φαίνεται πιο πάνω στον τίτλο της απόφασης.

 

Τα διατάγματα που αξιώνει ο Αιτητής συνίστανται στην παράδοση σε αυτόν δεκατεσσάρων (14) διαφόρων τύπων οχημάτων, ως αυτά περιγράφονται στην αίτηση, τα οποία ως ισχυρίζεται είναι της απολύτου ιδιοκτησίας της Καθ’ ης η αίτηση 1.  Επιζητεί επίσης απαγορευτικό διάταγμα μη αποξένωσης οποιωνδήποτε περιουσιακών στοιχείων των Καθ’ ων η αίτηση εντός και εκτός της Κυπριακής Δημοκρατίας μέχρι ύψους €1.149,400,00 και διάταγμα ενόρκου αποκάλυψης οποιασδήποτε μορφής περιουσιακών τους στοιχείων τα οποία κατέχουν ή δικαιούνται στην κατοχή τους.

 

Η αίτηση Βασίζεται στον περί Δικαστηρίων Νόμο (Ν.14/1960) άρθρα 2,29,30,32 και 43, στον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 6, άρθρα 2,3,4,5,9,91 Α και 91 Β, στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.5, Δ.5 Α,Δ.6, Δ.39, Δ.48, Θ.Θ. 1-13, Δ.51 Θ. 1 και Δ.59, Δ.64, στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τις αρχές της επιείκειας και στην πρακτική και συμφυή δικαιοδοσία και εξουσίες του Δικαστηρίου.

 

Τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η αίτηση εκτίθενται σε ένορκο δήλωση την οποία υπογράφει  ο ίδιος ο Αιτητής (Ε/Δ Μήλου), όπως και σε συμπληρωματική ένορκο δήλωση την οποία υπογράφει η κ. Ειρήνη Κασάπη, δικηγόρος στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί στην παρούσα τον Αιτητή, η οποία ουσιαστικά αποσκοπούσε σε παροχή άδειας για ανάρτηση στον ηλεκτρονικό φάκελο της αίτησης των Τεκμ. 32-36 στα οποία  ναι μεν γινόταν αναφορά στην Ε/Δ Μήλου αλλά εκ παραδρομής δεν αναρτήθηκαν. Επομένως, πέραν των ισχυρισμών που προβάλλονται στην Ε/Δ Μήλου αυτή συνοδεύεται και από 36 τεκμήρια τα οποία συνίστανται σε έγγραφα που διέπουν τις σχέσεις των διαδίκων, προηγούμενων και τρεχουσών δικαστικών διαδικασιών αστικής και ποινικής δικαιοδοσίας και δικαστικών αποφάσεων όπως και διαφόρων φωτογραφιών. Για όλα αυτά και προς επίρρωση των ισχυρισμών του, ο Αιτητής κάμνει εκτενή αναφορά και περιγραφή στην ένορκο δήλωση του όπου υποστηρίζει ότι η αγωγή του αφορά συνωμοσία μεταξύ όλων των Εναγομένων /Καθ’ ων η αίτηση έτσι ώστε το εξ αποφάσεως χρέος των Εναγομένων 1, 2 και 3/Καθ’ ων η αίτηση προς αυτόν, για το ποσό των €1.249.000,00 πλέον τόκο προς 1% από 24.09.2015 μέχρι εξοφλήσεως έναντι του οποίου πληρώθηκε μέχρι σήμερα μόνον το ποσό των €100.000,00 να μην πληρωθεί ποτέ και να καταστεί ουσιαστικά η προς όφελος του απόφαση άνευ αξίας και χωρίς συνέπειες για τους Εναγόμενους 1, 2 και 3.

  

Όπως προανέφερα οι Καθ’ ων η αίτηση 1, 2 και 3 καταχώρισαν ξεχωριστή ένσταση  από αυτή των Καθ’ ων η αίτηση 4 και 5. Ουσιαστικά και στις δύο ενστάσεις προβάλλονται οι ίδιοι λόγοι ένστασης με κάποιους από αυτούς να είναι διακριτοί έτσι που να συνάδουν με  τις επί μέρους θέσεις τους για γεγονότα που αφορούν τους ίδιους και μόνον. Οι λόγοι ένστασης θα μπορούσαν να συνοψιστούν  στους ακόλουθους: Ότι ο Αιτητής δεν αποκαλύπτει καλή ή/και εύλογη αιτία αγωγής εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση ή/και ότι αυτή είναι επιπόλαιη ή/και ενοχλητική (frivolous and vexatious) ή/και καταχρηστική των δικαστικών διαδικασιών ή/και δεν μπορεί να προωθηθεί λόγω κωλύματος ή/και λόγω δεδικασμένου. Ότι η αγωγή και κατά συνέπεια η αίτηση ουσιαστικά συνιστούν προσπάθεια εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης ημερομηνίας 24.09.2015 στην Αγ. Αρ. 1639/2015 του Ε. Δ. Λάρνακας. Περαιτέρω η αγωγή του Αιτητή ή/και η αίτηση δεν μπορούν  να προχωρήσουν ή/και πρέπει να ανασταλούν ενόσω εκκρεμεί εναντίον της Καθ’ ης η αίτηση 1 η Αίτηση Διάλυσης Αρ. 10/2018 του Ε. Δ. Λάρνακας. Ότι δεν συντρέχουν οι νομικές και πραγματικές προϋποθέσεις που απαιτούνται από τη σχετική νομοθεσία, τους κανονισμούς και τη σχετική νομολογία που διέπει το ζήτημα αναφορικά με την έκδοση των αιτούμενων Διαταγμάτων ή οποιουδήποτε παρόμοιας φύσης Διατάγματος. Ότι ο Αιτητής αποκρύπτει ουσιώδη γεγονότα ή/και διαστρεβλώνει την πραγματικότητα ή/και δεν προσήλθε στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια και ενώ η αίτηση μετατράπηκε σε διά κλήσεως, εντούτοις αυτός δεν επέδειξε καλή πίστη. Ότι η ένορκος δήλωσης που συνοδεύει την αίτηση είναι ανεπαρκής ή/και γενική ή/και αόριστη ή/και ελλιπής ή/και παράτυπη ή/και περιέχει ανακρίβειες ή/και γενικότητες ή/και αυθαίρετα ή/και αντιφατικά ή/και ανυποστήρικτα συμπεράσματα ή/και δεν περιέχει την καλύτερη δυνατή μαρτυρία υπό τις περιστάσεις ή/και συνιστά εκ των υστέρων σκέψεις ή/και εικασίες του Αιτητή. Τόσο η κινητή, όσο και η ακίνητη περιουσία της Καθ’ ης η αίτηση 1 είναι ήδη δεσμευμένες/επιβαρυμένες από τον Αιτητή με τη δικαστική απόφαση ημερομηνίας 24.09.2015 στην Αγ. Αρ. 1639/2015 του Ε. Δ. Λάρνακας. Ότι ο Αιτητής, δεν αποδεικνύει ότι οι Καθ' ων η αίτηση δεν έχουν περιουσιακά στοιχεία ή/και ότι η οικονομική κατάσταση τους είναι τέτοια που δεν είναι σε θέση να ικανοποιήσουν τυχόν μελλοντική απόφαση υπέρ του. Ότι αποκαλύπτεται κίνδυνος μη απονομής πλήρους δικαιοσύνης στο μέλλον. Ότι σε περίπτωση έγκρισης της αίτησης και έκδοσης των αιτούμενων Διαταγμάτων, θα επηρεαστούν δυσμενώς και ανεπανόρθωτα τα συμφέροντα των Καθ' ων η αίτηση και θα βρεθούν σε δυσανάλογα άδικη θέση έναντι του Αιτητή, χωρίς να έχει ακουστεί η υπόθεση του. Αντίθετα, δεν εντοπίζεται κανένα  στοιχείο που να κατατείνει σε πρόκληση συγκεκριμένης ζημιάς του Αιτητή σε περίπτωση μη έκδοσης των αιτούμενων Διαταγμάτων. Ούτε και είναι δίκαιο και πρόσφορο να εκδοθούν τα αιτούμενα Διατάγματα σε αυτό το στάδιο και η έκδοση τους αντιβαίνει το συμφέρον της Δικαιοσύνης με το ισοζύγιο της ευχέρειας να κλίνει σαφώς υπέρ της απόρριψης των αιτούμενων διαταγμάτων. Επιπρόσθετα, οι Καθ’ ων η αίτηση 4 και 5 οι οποίοι δεν είναι εξ αποφάσεως οφειλέτες, αποδίδουν στους ισχυρισμούς του Αιτητή προσπάθεια να τους συνδέσουν με τους εναγόμενους 1, 2 και 3, η οποία όμως λόγω των αντιφατικών και αυτοαναιρούμενων ισχυρισμών δεν μπορεί παρά να κριθεί ως ανεπιτυχής και η οποία απολήγει να είναι γι’ αυτούς ένα καταπιεστικό μέτρο  το οποίο  καταχρηστικά εξυπηρετεί αλλότριους σκοπούς.

Οι ενστάσεις βασίζονται στον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 6 (άρθρα 2, 4, 5, 9, 14 (1) και 15, στο Μέρος VII Άρθρα 73 - 81), στον περί Δικαστηρίων Νόμο Ν.14/1960 (άρθρα 2, 29, 30, 31 και 32), στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας και ιδιαίτερα στις Δ.1, Δ.3, Δ.19 Θ.Θ.  1 -11, Δ.27, Δ.28, Δ. ,10,11,12,13,30, Δ.39, Δ.43 Θ.Θ. 1,2 και 3, Δ.44 Δ.48 Θ.Θ.  1- 9, Δ.51, Δ.57, Δ.59 και Δ.64, στον περί Αστικών Αδικημάτων Νόμο, Κεφ. 148 (άρθρα 2, 36), στον περί Συμβάσεων Νόμο, Κεφ. 149 (άρθρα 2, 17, 18, 73), στον περί Εταιρειών Νόμο Κεφ. 113 (άρθρα 213 - 221), στο Σύνταγμα ,στη Νομολογία, στο Κοινοδίκαιο, στις γενικές αρχές έκδοσης προσωρινών Διαταγμάτων, της επιείκειας και στη συμφυή εξουσία και διακριτική ευχέρεια και πρακτική του Δικαστηρίου.

 

Η ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση 1, 2 και 3 υποστηρίζεται από ένορκο δήλωση του διευθυντή της Καθ’ ης η αίτηση 1 κ.  Παναή Αντρέα Μαγιά (Νικολέττη) ο οποίος δηλώνει ότι είναι δεόντως εξουσιοδοτημένου από τους Καθ’ ων η αίτηση 1, 2 και 3 να προβεί στην ένορκο δήλωση (η Ε/Δ Νικολέττη), η δε ένορκος δήλωσης εκ μέρους των Καθ’ ων η αίτηση 4 και 5 από τον Καθ’ ου η αίτηση 5 και μοναδικό διευθυντή της Καθ’ ης η αίτηση 4 από την οποία και είναι δεόντως εξουσιοδοτημένος για να προβεί σε ένορκο δήλωση προς υποστήριξη της ένστασης τους (η Ε/Δ Σολομωνίδη).

 

 Όσα υποστηρίζονται στις ως άνω ενόρκους δηλώσεις προς υποστήριξη αντίστοιχα της αίτησης και των ενστάσεων και έχουν τη σημασία τους θα σχολιαστούν στην ανάλυση που θα ακολουθήσει και δεν κρίνεται σκόπιμη η παράθεση τους ούτε καν η σύνοψη τους εφόσον κάτι τέτοιο θα συνιστούσε απλά αχρείαστη  επανάληψη τους καθώς όσα έχουν σημασία για την κατάληξη μου σε συμπεράσματα για την τύχη της αίτησης θα σχολιαστούν κατά την ανάλυση που ακολουθήσει.

 

ΟΙ ΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ:

 

Η ακροαματική διαδικασία της αίτησης διεξήχθη στη βάση του περιεχομένου  αυτής και των ενστάσεων όπως και των ενόρκων δηλώσεων που αντίστοιχα τις υποστηρίζουν και στις γραπτές και προφορικές εισηγήσεις ή επισημάνσεις στις οποίες προέβησαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι που εκπροσωπούν τους διαδίκους. Η επιχειρηματολογία των συνηγόρων του Αιτητή εστιάστηκε σε γεγονότα που συνηγορούν, όπως εισηγήθηκαν, υπέρ της αιτήσεως του και της έκδοσης των αιτούμενων από αυτόν διαταγμάτων σε συσχετισμό με νομολογία και αυθεντίες στις οποίες με παρέπεμψαν και υποστηρίζουν κατά την άποψη τους τις θέσεις τους. Από την άλλη, είναι η θέση των Καθ’ ων η αίτηση, όπως διατυπώνεται στις γραπτές εισηγήσεις των συνηγόρων τους και όπως προφορικά συνόψισαν ενώπιον μου, ότι τα γεγονότα της υπόθεσης και το νομικό πλαίσιο που τα χαρακτηρίζει όπως και η νομολογία που επίσης παρέθεσαν δεν συνηγορούν υπέρ της έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων και ως εκ τούτου εισηγήθηκαν την απόρριψη της αίτησης. Τα επιχειρήματα που ανέπτυξαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι στις ικανές γραπτές αγορεύσεις τους και στις προφορικές επισημάνσεις τους, λήφθηκαν υπόψη και θα τύχουν σχολιασμού, όπου απαιτηθεί, στη συνέχεια και στο κατάλληλο μέρος της απόφασης μου και η εδώ συμπερίληψη τους ή έστω προσπάθεια σύνοψης τους, θεωρώ και πάλι ότι θα συνιστούσε αχρείαστη επανάληψη. Σε κάθε περίπτωση, κρίνονται ως διαφωτιστικές και ομολογουμένως μου στάθηκαν αρκούντως υποβοηθητικές  για την κατανόηση των εκατέρωθεν θέσεων κατά τη μελέτη μου, η  νομολογία δε και οι αυθεντίες στις οποίες με παρέπεμψαν, αντικρίζοντας τις βέβαια η κάθε πλευρά από τη δική της σκοπιά, λήφθηκαν υπόψη και όπου κριθεί αναγκαίο θα γίνει ιδιαίτερη μνεία σε αυτές και θα υιοθετηθούν εφόσον κριθούν κατάλληλες στη συνέχεια ή ανάλογα οι πρωτόδικες αποφάσεις στις οποίες επίσης με παρέπεμψαν  ως καθοδηγητικές για τα ζητήματα που απασχόλησαν αυτές, λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη και τις ιδιαίτερες περιστάσεις και χαρακτηριστικά υπό τις οποίες η κάθε μια κρίθηκε.

 

Προχωρώ έτσι ευθύς αμέσως σε ανάλυση και παράθεση των συμπερασμάτων μου για ζητήματα που συζητήθηκαν και απασχόλησαν και έχουν τη σημασία τους, τούτο δε χωρίς κατ’ ανάγκη, σύμφωνα και πάλι με τη νομολογία μας, να καταγραφούν όλα όσα οι συνήγοροι των δύο πλευρών έθεσαν ενώπιον μου, περιοριζόμενος σε όσα αφορούν αποκλειστικά και μόνον τα προς εξέταση ζητήματα προς επίλυση τους (βλ. Οδυσσέα v. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490, Ανδρονίκου κ.ά. v. Δημοκρατίας, την Έφεση Αρ. 22/2018 του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου Μ.Φ.Χ. v. Μ.Χ. με ημερ.28.09.2021 και την απόφαση στην υπόθεση και πάλι του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου στην Έφεση Αρ. 20/2020 Γ.Λ. v. Χ.Ι. ημερ. 15.12.2021).

 

ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΚΑΙ ΥΠΑΓΩΓΗ ΤΟΥΣ ΣΤΗ ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ ΠΟΥ ΔΙΕΠΕΙ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ:

Η εξουσία του Δικαστηρίου για την έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων πηγάζει από το Άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν.14/1960) (βλ. μεταξύ άλλων το σύγγραμμα Διατάγματα - Injunctions, Γ. Ερωτοκρίτου & Π. Αρτέμη, 2016 (σελ. 38 επ.).

Το εν λόγω άρθρο εξουσιοδοτεί την έκδοση τόσο απαγορευτικών, όσο και προστακτικών διαταγμάτων και καλύπτει τόσο τα διηνεκή, όσο και τα παρεμπίπτοντα, σε αντίθεση με τα Άρθρα 4 και 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 τα οποία καλύπτουν μόνο παρεμπίπτοντα διατάγματα. 

Η άλλη διαφορά που εντοπίζεται σ’ αυτά είναι ότι τα Άρθρα 4 και 5 εφαρμόζονται σε ειδικές περιπτώσεις, ενώ το Άρθρο 32 καλύπτει όλες τις περιπτώσεις.  Δηλαδή, το Άρθρο 4 του Κεφ. 6 εφαρμόζεται μόνο σε περιπτώσεις όπου η περιουσία της οποίας επιζητείται η δέσμευση συνιστά το αντικείμενο της αγωγής και ως εκ τούτου τα άρθρα αυτά δεν εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση, καθώς τα οχήματα ή/και τα περιουσιακά στοιχεία της Καθ’ ης η αίτηση 1, των οποίων επιζητείται η δέσμευση ή/και η αποκάλυψη, δεν συνιστούν το επίδικο θέμα της υπόθεσης.  Στην παρούσα υπόθεση  όμως δεν εφαρμόζεται ούτε το Άρθρο 5 του Κεφ. 6, το οποίο αφορά την παρεμπόδιση απαλλοτρίωσης ακίνητης περιουσίας, μιας και στην προκείμενη περίπτωση δεν τίθεται τέτοιο θέμα.  Θα πρέπει να ειπωθεί εδώ ότι τόσο η κινητή, όσο και η ακίνητη περιουσία της Καθ’ ης η αίτηση είναι ήδη δεσμευμένες/επιβαρυμένες από τον Αιτητή με τη δικαστική απόφαση που εκδόθηκε ήδη από τις 24.09.2015 στην  Αγωγή Αρ. 1639/2015 του Ε. Δ. Λάρνακας.

Για να εκδοθεί οποιοδήποτε διάταγμα δυνάμει του Άρθρου 32, θα πρέπει να ικανοποιούνται οι τρεις προϋποθέσεις που θέτει το ίδιο το άρθρο και επιπρόσθετα το Δικαστήριο θα πρέπει να κρίνει ότι είναι «δίκαιον ή πρόσφορον» υπό τις περιστάσεις, να εκδοθεί το διάταγμα.

Οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 πρέπει να ικανοποιούνται σωρευτικά. Αν κριθεί ότι κάποια από τις προϋποθέσεις δεν ικανοποιείται, τότε δεν εκδίδεται προσωρινό διάταγμα. Όμως, σε ορισμένες περιπτώσεις πέραν των τριών προϋποθέσεων υπάρχουν και κάποια ειδικά κριτήρια τα οποία διέπουν την έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος, αυτά θα πρέπει επίσης να ικανοποιούνται. 

Οι τρεις προϋποθέσεις είναι οι ακόλουθες:

(α) Να υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση. Ο όρος  αυτός αποδίδεται στην αγγλική υπόθεση Preston v. Luck (1884) CH D 497 CA.  Σε ορισμένες υποθέσεις, λέχθηκε ότι σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση σημαίνει ότι η αγωγή δεν πρέπει να είναι «επιπόλαιη και ενοχλητική».  Επομένως, εκείνο που πρέπει να τονίζεται είναι ότι το επίπεδο στο οποίο θα πρέπει ο ενάγων να ικανοποιήσει το Δικαστήριο δεν πρέπει με τη χρήση διαφόρων όρων να τίθεται πιο ψηλά απ’ ότι πρέπει.  Γι’ αυτό εξάλλου τέθηκε το σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, ούτως ώστε να μην χρειάζεται το Δικαστήριο να υπεισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης, στη μαρτυρία ή στη συζήτηση περίπλοκων νομικών θεμάτων,

(β) να υπάρχει πιθανότητα επιτυχίας του αιτούντος διαδίκου. Η προϋπόθεση αυτή ερμηνεύεται  από τη νομολογία μας στην υπόθεση Odysseos v. Pieris Estates Ltd and Others (1982) 1 CLR 557 στην οποία ο Πικής, Δ. όπως ήταν τότε, προσέγγισε το θέμα ως εξής:

«... η πιθανότητα στην οποία ο ενάγων δικαιούται θεραπεία, αναφέρεται σε κάτι άλλο εκτός από τη χροιά της υπόθεσης του ενάγοντα, όπως είναι δικογραφημένη, και ότι δεν θα μπορούσε να είναι στο πλαίσιο αυτής της νομοθετικής διάταξης οτιδήποτε άλλο εκτός από την αποδεικτική ισχύ της υπόθεσης του ενάγοντα. ....Το Δικαστήριο πρέπει να αποβλέπει στο να κάνει κάποια αξιολόγηση της αποδεικτικής ισχύος της υπόθεσης του διαδίκου. Το επίπεδο του αποδεικτικού εμποδίου το οποίο απαιτείται για να υπερπηδήσει ο ενάγοντας δεν είναι πολύ υψηλό, οφείλει μόνο να τεκμηριώσει ‘μια πιθανότητα επιτυχίας’. Η έννοια της ‘πιθανότητας’ εισάγει κάτι περισσότερο από μια απλή δυνατότητα αλλά κάτι λιγότερο από το ‘ισοζύγιο των πιθανοτήτων’, το επίπεδο απόδειξης που απαιτείται για πολιτική αγωγή».

Σύμφωνα με τη νομολογία μας το Δικαστήριο, εξετάζοντας την πιθανότητα επιτυχίας και τις άλλες προϋποθέσεις του Άρθρου 32, δεν είναι επιθυμητό να υπεισέρχεται σε αυτό το πρόωρο στάδιο, σε βάθος στα επίδικα θέματα.  Δεν πρόκειται για την εκδίκαση της αγωγής.  Εκείνο που το Δικαστήριο αναζητά είναι ορατή πιθανότητα επιτυχίας,

(γ) να είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο εάν δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα. Η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με τη στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς, αλλά με την ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων του αιτούμενου τη θεραπεία και ουσιαστικά αντιστοιχεί στην προϋπόθεση του άρθρου 5(2) για ύπαρξη πιθανότητας να εμποδιστεί ο ενάγων σε ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που τυχόν θα εκδοθεί υπέρ του, αν δεν εκδοθεί το παρεμπίπτον διάταγμα.  Η συγκεκριμένη προϋπόθεση σχετίζεται περισσότερο με την επάρκεια της θεραπείας των αποζημιώσεων.

Πέραν των πιο πάνω προϋποθέσεων το Δικαστήριο σε περίπτωση που αυτές συντρέχουν εξετάζει κατά την ενάσκηση της διακριτικής του εξουσίας   το επονομαζόμενο ισοζύγιο της ευχέρειας κατά πόσον δηλαδή είναι «δίκαιον ή πρόσφορον» («just or convenient») για την έκδοση τους.  Ο όρος είναι συνώνυμος με τον όρο «το ισοζύγιο της ευχέρειας», ο οποίος προέκυψε από τον αγγλικό όρο «balance of convenience».  Όλοι οι όροι, παρά τις μικρές διαφορές μεταξύ τους, υποδηλώνουν την ευρεία διακριτική ευχέρεια που δίδεται στο Δικαστήριο, το οποίο ενεργεί πάντοτε με βάση τους κανόνες του δικαίου της επιείκειας.

Πριν προχωρήσω στην εξέταση των Λόγων Ένστασης, σημειώνεται ότι δεν ζητήθηκε η αντεξέταση του διευθυντή της Καθ’ ης η αίτηση  1 κ. Νικολέττη επί του περιεχομένου της ενόρκου δηλώσεως του με την οποία υποστηρίζεται η ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση 1, 2 και 3 ούτε και του κ. Σολομωνίδη με την οποία υποστηρίζεται η ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση 4 και 5. Επομένως, οι ισχυρισμοί τους παρέμειναν αναντίλεκτοι και καθίστανται ως εκ τούτου αδιαμφισβήτητοι.

Ανάλυση Λόγων Ένστασης:

Θα με απασχολήσουν αρχικά οι λόγοι ένστασης που άπτονται νομικών ζητημάτων. Προβάλλεται ότι η Αγωγή  δεν αποκαλύπτει καλή ή/και εύλογη αιτία αγωγής εναντίον των Καθ' ων η αίτηση ή/και είναι επιπόλαιη και ενοχλητική (frivolous and vexatious) και ότι συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου και ότι ως εκ τούτου, ούτε η ίδια η αγωγή μπορεί να προωθείται, ούτε μπορεί βεβαίως να νομιμοποιεί τον Αιτητή να προωθεί την αίτηση και να αξιώνει τα αιτούμενα διατάγματα.

Η Δ.27 Θ.3 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας προνοεί τα ακόλουθα:

«The Court may order any pleading to be struck out on the ground that it discloses no reasonable cause of action or answer, and in any such case or in case of the action or defence being shown by the pleadings to be frivolous or vexatious, the Court may order the action to be stayed or dismissed, or judgment to be entered accordingly as may be just».

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια που η νομολογία καθορίζει ότι ασκεί με φειδώ, να απορρίπτει αγωγές που δεν αποκαλύπτουν καλή βάση αγωγής, ή είναι επιπόλαιες, ή ενοχλητικές (frivolous or vexatious) (βλ. In Re Pelmaco Development Ltd (1991) 1 Α.Α.Δ. 246, Χ” Οικονόμου ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (1992) 1 Α.Α.Δ. 949 και Σάββα ν. Λαϊκή Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1609).

Είναι η εισήγηση των Καθ’ ων η αίτηση 1, 2 και 3 ότι από το γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, δεν προκύπτει ποιά είναι η νομική βάση της Αγωγής αλλά ούτε και  αποσαφηνίζεται αυτή της υπό κρίση αίτησης από την ένορκο δήλωση που την υποστηρίζει.  Οι διάφορες αόριστες ή/και ασύνδετες αναφορές στους όρους συνωμοσία με παράνομα ή/και αθέμιτα ή/και μη νόμιμα μέσα ή/και συνωμοσία για καταδολίευση ή/και πρόκληση ζημιάς στον ενάγοντα ή/και δόλος ή/και απάτη ή/και ιδιοποίηση ή/και παράνομη πρόκληση σε παράβαση σύμβασης ή/και πρόκληση ζημίας με παράνομα μέσα ή/και στις αρχές της επιείκειας ή/και του αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν συνιστούν κατά την αντίληψη μου παρά μόνο εικασίες χωρίς οποιανδήποτε αποδεικτική αξία. Σε κάθε περίπτωση δεν τεκμηριώνεται στο επίπεδο που εδώ εξετάζεται με απτή μαρτυρία.

Σημειώνεται ότι η αίτηση καταχωρίστηκε την 13.07.2023 και τέσσερις (4) μήνες μετά, αλλά και μέχρι σήμερα που εκδίδεται η παρούσα απόφαση ο Αιτητής δεν έχει ακόμη καταχωρίσει την Έκθεση Απαίτησης του. Κρίνω ως εκ τούτου ότι πρόκειται για κλασσική περίπτωση όπου ένας ενάγοντας επιδιώκει την εξασφάλιση προσωρινού διατάγματος για τη δημιουργία πίεσης στον εναγόμενο, χωρίς να ενδιαφέρεται ή/και να επιδεικνύει την αναγκαία σπουδή για την προώθηση της υπόθεσης του.   Σημειώνεται ακόμα ότι οι Εναγόμενοι/ Καθ’ ων η αίτηση 4 και 5 έχουν καταχωρίσει ήδη από την 10.11.2023 αίτηση για απόρριψη της αγωγής λόγω παράλειψης συνέχισης της διαδικασίας η οποία εκκρεμεί σε άλλη ημερομηνία. Η καθυστέρηση στην προώθηση της υπόθεσης συνιστά σύμφωνα με τη νομολογία μας κατάχρηση της διαδικασίας (βλ. Louis Vuitton ν. Δερμοσάκ Λτδ κ.α. (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1453).

Εξετάζοντας τώρα τα γεγονότα της υπόθεσης σε συνάρτηση με τα διατάγματα που αξιώνονται, η υπό κρίση αίτηση κρίνω ότι συνιστά προσπάθεια του Αιτητή να εκτελέσει τη δικαστική απόφαση ημερομηνίας 24.09.2015 που εξασφάλισε εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση 1, 2 και 3 στην Αγ. Αρ. 1639/2015 του Ε. Δ. Λάρνακας και βρίσκω ότι αντί να προωθεί καταχρηστικά την παρούσα, δεύτερη αγωγή για τα ίδια επίδικα θέματα, που όφειλε να λάβει και εξαντλήσει τα μέτρα εκτέλεσης στην πιο πάνω αναφερόμενη αγωγή και όχι αξιώνοντας τις ίδιες αιτούμενες θεραπείες με νέα αγωγή. Επισημαίνεται και τονίζεται με έμφαση ότι δυνάμει της απόφασης ημερομηνίας 24.09.2015 στην Αγ. Αρ. 1639/2015 του Ε. Δ. Λάρνακας είναι ήδη επιβαρυμένη όλη η κινητή και ακίνητη περιουσία της Καθ’ ης η αίτηση 1.

Η υπό κρίση αίτηση δεν μπορεί επίσης να προωθείται λόγω κωλύματος ή/και λόγω δεδικασμένου, ειδικά μετά την πρόσφατη απορριπτική απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 12.04.2023 στην αίτηση που προώθησε ο Αιτητής στα πλαίσια της Αγ. Αρ. 1639/2015 του Ε. Δ. Λάρνακας για την έκδοση εντάλματος κατάσχεσης εις χείρας τρίτου (writ of attachment), της κινητής περιουσίας της Καθ’ ης η αίτηση 1, της οποίας αξιώνεται η παράδοση δυνάμει του αιτούμενου Διατάγματος υπό (Α) (Σχετ. το Τεκμ. 28 της Ε/Δ Μήλου). Σημειώνεται ότι η εν λόγω απόφαση δεν εφεσιβλήθηκε από τον Αιτητή.

Υπενθυμίζω ότι αρχικά ο Αιτητής είχε καταχωρίσει την αίτηση ημερομηνίας 08.04.2021 για την έκδοση εντάλματος κατάσχεσης εις χείρας τρίτου (writ of attachment), της κινητής περιουσίας της Καθ’ ης η αίτηση 1 που αναφέρεται στο αιτούμενο Διάταγμα υπό (Α) (Σχετ. το Τεκμ. Α στην Ε/Δ Νικολέττη), την οποία απέσυρε στην πορεία (Σχετ. η  παρ. 25 της Ε/Δ Μήλου).  Στη συνέχεια καταχώρισε για τον ίδιο σκοπό την πιο πάνω αναφερόμενη αίτηση ημερομηνίας 11.06.2021, η οποία αφού προχώρησε σε ακρόαση, απορρίφθηκε από το Δικαστήριο ( Σχετ. το Τεκμ. 28 της Ε/Δ Μήλου).  Ακολούθως, καταχώρισε την παρούσα αγωγή και αίτηση και τώρα προωθεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας εναντίον όλων των εναγομένων στην παρούσα αγωγή και νέα Ποινική Υπόθεση  με αρ. 11038/2023, ισχυριζόμενος ότι έχουν διαπράξει εναντίον του πράξεις καταδολίευσης (Σχετ. το Τεκμ. Β στην Ε/Δ Νικολέττη (αντίγραφο του κατηγορητηρίου).  Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω με βρίσκει σύμφωνο η θέση των Καθ’ ων η αίτηση  ότι  οι ενέργειες του Αιτητή δεν μπορεί παρά να θεωρηθούν ότι συνιστούν κατάχρηση των δικαστικών διαδικασιών. Επομένως οι σχετικοί λόγοι ένστασης επιτυγχάνουν (βλ. σχετ. υπόθεση Πολάκης Σαρρής κ.α. v. C. & R. UNDERSEA ADVENTURES CO LTD (2010) 1 ΑΑΔ 1722, όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

«Η νομολογία μας, έχει αναγνωρίσει ότι συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας η έγερση ή η προώθηση περισσοτέρων της μιας δικαστικών διαδικασιών για επίτευξη στόχων που μπορούν να επιδιωχθούν με μια διαδικασία (Δέστε: Διευθυντής των Φυλακών v. Τζεννάρο Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217). Η επιδίωξη όμοιων σκοπών με την υιοθέτηση παράλληλων ενδίκων μέσων ελέγχεται από το δικαστήριο, όπως και η πολλαπλότητα των διαδικασιών επίτευξης του ίδιου στόχου (Δέστε Περρέλλα, ανωτέρω). Η νομολογία μας αναγνώρισε επίσης το δικαίωμα σε ιδιώτη να προχωρεί με ποινική ιδιωτική υπόθεση εναντίον άλλου, όταν οι διωκτικές αρχές της Δημοκρατίας δεν επιθυμούν να αναλάβουν τέτοια διαδικασία. Τα δικαστήρια όμως δεν ευνοούν την επίκληση αυτού του δικαιώματος όταν, μέσω της ποινικής δίωξης, επιδιώκεται η προώθηση αστικού δικαιώματος το οποίο, λόγω ακριβώς της φύσης του, δεν είναι ορθό να γίνεται αντικείμενο ποινικής δίωξης (Δέστε: Γιάλλουρου κ.ά. v. Οδοντ. Εργαστ. Γ.Α. Βαριάνος Λτδ κ.ά. (2007) 2 Α.Α.Δ. 151). Στην υπόθεση Κοζάκη v. Κοζάκη (2002) 1 Α.Α.Δ. 1710 επιβεβαιώθηκε η αρχή ότι η πολλαπλότητα διαδικασιών (που αφορούσαν προσωπικά θέματα μεταξύ των διαδίκων για ακίνητη ιδιοκτησία, στην υπόθεση εκείνη) οδηγεί σε απόρριψη της αγωγής και όχι σε διακοπή της δίκης».

Συνάρτηση Αγωγής με Αίτηση Διάλυσης εναντίον της Καθ’ ης η αίτηση 1:

Πέραν των πιο πάνω, τονίζεται ότι ο Αιτητής, σύμφωνα με τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον μου, προωθεί εναντίον της Καθ’ ης η αίτηση 1 και την Αίτηση Διάλυσης Αρ. 10/2018 του Ε. Δ. Λάρνακας (Σχετ. το Τεκμ. 31 της Ε/Δ Μήλου).  Η εκκρεμοδικία της εν λόγω Αίτησης Διάλυσης εμποδίζει την προώθηση της παρούσας αγωγής, η οποία θα πρέπει να ανασταλεί μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας στην Αίτηση Διάλυσης, ώστε να τύχουν προστασίας και ίσης μεταχείρισης όλοι οι πιστωτές της Καθ’ ης η αίτηση 1.

Tο Άρθρο 215 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, προνοεί τα ακόλουθα:

«Οποτεδήποτε μετά την υποβολή αίτησης για εκκαθάριση, και πριν από την έκδοση του διατάγματος εκκαθάρισης, η εταιρεία ή οποιοσδήποτε πιστωτής ή συνεισφορέας δύναται-

(α) όταν οποιαδήποτε αγωγή ή διαδικασία εναντίον της εταιρείας εκκρεμεί σε οποιοδήποτε Επαρχιακό Δικαστήριο ή στο Ανώτατο Δικαστήριο, να κάνει αίτηση στο Δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η αγωγή ή διαδικασία για αναστολή διαδικασίας σε αυτή· και

(β) όταν οποιαδήποτε άλλη αγωγή ή διαδικασία εναντίον της εταιρείας εκκρεμεί, να κάνει αίτηση στο Δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία εκκαθάρισης της εταιρείας για παρεμπόδιση της λήψης περαιτέρω επιπρόσθετης διαδικασίας στην αγωγή ή διαδικασία,

και το Δικαστήριο στο οποίο υποβάλλεται αίτηση δύναται, ανάλογα με την περίπτωση, να αναστείλει ή περιορίσει τη διαδικασία με τέτοιους όρους που ήθελε θεωρήσει σωστό».

 

Στην υπόθεση Stefanos & Andreas Cold Stores Trading Limited v.Εταιρείας Αναψυκτικών ΚΕΑΝ Λίμιτεδ (Αρ. 1) (1998) 1 (Γ) ΑΑΔ 1806 αποφασίστηκε ότι σκοπός των προνοιών των άρθρων 215 και 220 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 που αφορούν το δικαίωμα αναστολής, με την καταχώριση αίτησης εκκαθάρισης και μετά την έκδοση τέτοιου διατάγματος αντίστοιχα, είναι η παροχή προστασίας στους πιστωτές και στην περιουσία της υπό διάλυση εταιρείας με στόχο την ίση πληρωμή των πιστωτών της ίδιας τάξης και την αποτροπή προώθησης διαδικασιών από ορισμένους πιστωτές προς απόκτηση ωφελημάτων.

Αναφέρθηκαν ειδικότερα τα ακόλουθα:

 

«Τα πιο πάνω άρθρα του δικού μας Νόμου, είναι παρόμοια με τα άρθρα 231 και 226 του αγγλικού Companies Act 1948. Παρόμοιες πρόνοιες που αφήνουν ανεπηρέαστες τις αρχές που διέπουν τα ερωτήματα ενώπιον μας έγιναν και με τα άρθρα 126, 128 και 130(3) του Insolvency Act 1986. Κατά συνέπεια, αγγλικά συγγράμματα και δικαστικές αποφάσεις μπορούν να είναι καθοδηγητικές πάνω στα θέματα που μας απασχολούν.

 

Στο σύγγραμμα Palmer's Company Law, 24η έκδοση, τόμος 1, αναφέρονται τα ακόλουθα σχετικά στις σελ. 1448-1450:

«... Section 126 of the Insolvency Act gives the court power on the application of the company or a creditor or a contributory to restrain proceedings against the company.  That power may be exercised at any time in the interval between the presentation of the petition and the making of the order.  Section 128(1) provides that where any company is being wound up by the court any attachment, sequestration, distress or execution put in force against the company after the commencement of the winding up is void. Section 130(2) provides that when a winding-up order has been made or a provisional liquidator appointed, no action or proceeding shall be proceeded with or commenced against the company except by leave of the court and subject to such terms as the court may impose.  In this way creditors and others are compelled to come in and prove their claims in the winding up, and a rateable and just distribution of the company's assets is effected.  "Proceedings" under section 130(2) is given a wide meaning and includes executions and interpleader summonses. The words "any other action or proceeding" in section 126(1) likewise are general and not limited to actions in England but extend to actions and proceedings in Scotland; Northern Ireland being covered by section 126(1)(a) .................................

Where a winding-up οrder has been made, the combined effect of sections 130(2) and 128 of the Act is that such order operates automatically as a stay of all actions, executions, distresses, sequestrations, etc., against the company, subject to the discretion of the court to allow such actions, executions, etc., to proceed notwithstanding the winding-up».

 

Ως προς την ερμηνεία των λέξεων "action" και "action or proceeding", που αναφέρονται στα σχετικά προαναφερθέντα άρθρα, τόσο στον αγγλικό νόμο όσο και στο δικό μας, χρήσιμη είναι η απόφαση του Λόρδου Simon of Glaisdale στην υπόθεση Herbert Berry Associates v. IRC [1978] 1 All E.R. 161, στη σελ. 170, όπου αναφέρει τα ακόλουθα:

"... The Companies Act 1948 is the statute dealing with technical matters; and one would expect the words therein to be used in their primary sense as terms of legal art.  The primary sense of 'action' as a term of legal art is the invocation of the jurisdiction of a court by writ: 'proceeding' the invocation of the jurisdiction of a court by process other than writ.  Furthermore, 'action or proceeding' in s. 226(b) must presumably have the same meaning as the same words in s. 226(a), where they undoubtedly refer to the invocation of the jurisdiction of a court".

Πέραν των προαναφερθέντων, θα πρέπει να ειπωθεί σε αυτό το στάδιο πως ο δικός μας περί Εταιρειών Νόμος Κεφ. 113, διαφέρει από τον αγγλικό ως προς το θέμα του αρμόδιου για την εκκαθάριση εταιρειών Δικαστηρίου, παρόλο που "το Δικαστήριο" ερμηνεύεται όπως και στο δικό μας νόμο».

 

Στην απόφαση Αναφορικά με την Εταιρεία Λούκος Λτδ  v. Επί τοις αφορώσι την αίτηση της Εταιρείας Ρεϊνμποου Πλήτσιγκ και Ντάιγκ Κο. Λτδ,  (2001) 1 (Γ) Α.Α.Δ. σελ. 2055, επεξηγήθηκε ο σκοπός και η πρόθεση του νομοθέτη σε σχέση με τα άρθρα 231 και 226 του Companies Act 1948, τα οποία είναι πανομοιότυπα με τα δικά μας άρθρα με τα ακόλουθα:

 

« Απ' όλα τα ανωτέρω καθαρά συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο σκοπός και η πρόθεση του νομοθέτη όταν νομοθετούσε τη δυνατότητα αναστολής διαδικασιών μετά την καταχώρηση αίτησης για εκκαθάριση εταιρείας, ήταν να προστατεύσει τα περιουσιακά στοιχεία και την ίση μεταχείριση μεταξύ πιστωτών. Να μην παρατηρείται δηλαδή το φαινόμενο "όποιος προλάβει ό,τι αρπάξει". Με αυτή επομένως την ερμηνεία και έννοια πιστεύω ότι ο όρος "διαδικασίες" που υπόκεινται σε αναστολή μετά την υποβολή αιτήματος για εκκαθάριση εταιρείας δεν περιλαμβάνει και άλλη αίτηση για εκκαθάριση που υποβάλλεται για τον ίδιο σκοπό. Ο λόγος είναι ότι αν αφεθεί και προχωρήσει και η άλλη αίτηση, σε τίποτε δεν επηρεάζει τη διαδικασία προστασίας περιουσίας και πιστωτών».

 

Εφόσον τηρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις επίκλησης του άρθρου 215 του Κεφ. 113, η εξουσία του Δικαστηρίου είναι δυνητική και ασκείται ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε περίπτωσης. Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται δικαστικά, λαμβάνοντας υπόψη τον σκοπό της νομοθεσίας που είναι η παροχή προστασίας στους πιστωτές και στην περιουσία της εταιρείας με στόχο την ίση πληρωμή των πιστωτών της ίδιας τάξης και την αποτροπή προώθησης διαδικασιών από ορισμένους πιστωτές προς απόκτηση πλεονεκτήματος. Αυτός ο σκοπός εξυπηρετείται συνήθως με την αναστολή της αγωγής και μόνο όπου συντρέχουν πολύ εξαιρετικές περιστάσεις δικαιολογείται παρέκκλιση από τον εν λόγω κανόνα.

 

Αναφορά στον τρόπο με τον οποίο ασκείται η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου γίνεται στην αγγλική απόφαση Bowkett vFullers United Electric Works Ltd, (1923) 1 K.B. 160. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα: 

“The general policy of the Court in exercising this jurisdiction, when a petition has been presented which may result in a  winding-up order or a scheme, is to secure that no creditor shall thenceforward gain priority over others of his class, and when an application is made to stay proceedings under s.140 very exceptional circumstances must exist to justify the Court in refusing to  accede to the application, because if the plaintiff's action is not stayed he will get payment in full while if his action is stayed he will take his place properly among other creditors  of his class. I cannot see any exceptional circumstances in the present case. To allow the plaintiff to proceed would be in effect, during the interval between the presentation of a petition and the working out of a scheme of arrangement, to allow certain creditors to help themselves out of the assets of the company in priority to some others in a less fortunate position. No doubt the Court has a discretion whether it will stay a plaintiff's action, but it is against the policy of the Court to exercise that discretion by allowing the plaintiff to proceed except in special circumstances.

Furthermore, when a petition has been presented power is given by s.140 to the High Court to stay proceedings pending in that Court so as to prevent a scramble by the creditors while the Court is considering whether it will wind up the company or not, and to insure that all creditors of the same class shall obtain equal terms.

.................................................................................................................

  ... where a petition has been presented Parliament has given the Court power to stay proceedings pending therein.  In the present case the Court has that power and the power must be exercised unless there are special circumstances to induce the Court to hold its hand. If there were special circumstances the Court of Appeal would be slow to interfere with the discretion of the judge in chambers, but something must be shown beyond a judgment and an impending execution to induce the Court to depart from what I understand to be the ordinary practice in the Chancery Division, which is to stay proceedings so that all creditors of the same class may be dealt with on equal terms”.

 

Αναφέρθηκα ήδη πιο πάνω στον σκοπό του Άρθρου 215 του Κεφ. 113 και τη σχετική με αυτό νομολογία. Εάν αφεθεί να εκδοθεί απόφαση υπέρ του ενάγοντος, τότε σίγουρα θα προσλάβουν πλεονέκτημα και προνόμιο έναντι των λοιπών πιστωτών που βρίσκονται στην ίδια τάξη με εκείνον (σχετικές είναι οι ακόλουθες πρωτόδικες αποφάσεις): (α)  Αγ. Αρ. 5548/14 Ε. Δ. Λ/σίας, της κ. Ε. Γεωργίου – Αντωνίου, Α.Ε. Δ. (όπως ήταν τότε)  1. ΧΧΧ Ηροδότου κ.α. ν. Cyprus Popular Bank Public Company Ltd κ.α. Απόφαση ημερ. 13.05.2021, (β) την Αγ. Αρ. 2573/14 Ε. Δ. Πάφου, της κ. Δ. Σωκράτους,Π.Ε.Δ. (όπως ήταν τότεAstrobank Limited (πρώην ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΙΜΙΤΕΔ) ν. ASTARTI DEVELOPMENT PLC δια των παραληπτών/διαχειριστών της Ελευθέριου Φιλίππου & Άλκη Χριστοδουλίδη κ.α. Απόφαση ημερ. 23.03.2018 και (γ)  της Αγ. Αρ. 3977/13 Ε. Δ. Λ/κας, του κ.  Χ. Μαλαχτού (Π.Ε.Δ. όπως ήταν τότε), ARLYCO LTD ν. ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ Απόφαση ημερ. 12.03.2014) στις οποίες με παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση 1, 2 και 3 το σχετικό περιεχόμενο των οποίων επί του προκείμενου με βρίσκει σύμφωνο και υιοθετείται για τους σκοπούς της παρούσας.

 

Πέραν των πιο πάνω, τα άρθρα 217 και 218 (2) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, προνοούν τα ακόλουθα:

«217. Όταν εταιρεία εκκαθαρίζεται από το Δικαστήριο, οποιαδήποτε κατάσχεση στα χέρια τρίτου, μεσεγγύηση, κατάσχεση ή εκτέλεση που αρχίζει εναντίον της περιουσίας ή αντικειμένων της εταιρείας μετά την έναρξη της εκκαθάρισης είναι εξολοκλήρου άκυρη”.

218.-(1) ……………………………………………………………………………….

(2) Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, η εκκαθάριση εταιρείας από το Δικαστήριο λογίζεται ότι αρχίζει από το χρόνο της υποβολής της αίτησης για εκκαθάριση».

Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι η έναρξη της εκκαθάρισης έχει αρχίσει από τον χρόνο υποβολής της Αίτησης Εκκαθάρισης Αρ. 10/2018 εναντίον Καθ’ ης η αίτηση 1, δεν είναι δυνατή η έκδοση διαταγμάτων που να αφορούν την παράδοση της κινητής περιουσίας της Καθ’ ης η αίτηση  1 στον Αιτητή.

Είναι κατανοητό ότι τα ανωτέρω νομικά επιχειρήματα τα οποία τυγχάνουν θετικής αντίκρισης καθορίζουν και το αποτέλεσμα της αίτησης.

Με βρίσκει επίσης σύμφωνο η θέση των Καθ’ ων η αίτηση είναι  ότι οι ισχυρισμοί που προβάλλονται στην Ε/Δ Μήλου είναι αβάσιμοι, αστήρικτοι και ανυπόστατοι και προβάλλονται από τον Αιτητή εν γνώση του ότι δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και ότι αποσκοπούν, στην παραπλάνηση του Δικαστηρίου και την εξασφάλιση των αιτούμενων Διαταγμάτων με σκοπό την άσκηση αθέμιτης πίεσης στην πλευρά των Καθ’ ων η αίτηση.

Στην Ε/Δ Νικολέττη  και σε παραπομπή σε νομική συμβουλή που λαμβάνει ο ενόρκως δηλών ισχυρίζεται ότι οι λεπτομέρειες σε σχέση με το ιστορικό των διαφορών των μερών δεν θα απασχολήσουν το Δικαστήριο - τουλάχιστον επί του παρόντος - θα ήταν όμως ορθό να δοθεί στο Δικαστήριο πλήρης εικόνα της σχέσης των διαδίκων και της πραγματικής διάστασης των γεγονότων, ώστε να μην παραμένει ενώπιον του μόνο η υποκειμενική προσέγγιση των πράγματων από τον Αιτητή. Προς τούτο παραθέτει διάφορα γεγονότα τα οποία παραμένουν αδιαμφισβήτητα. Σ’ αυτά θα αναφερθώ στη συνέχεια τα οποία καταδεικνύουν και τη βασιμότητα των προβαλλόμενων ενστάσεων.

Σύμφωνα με τα αναντίλεκτα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον μου οι οικονομικές συναλλαγές του Αιτητή με την Καθ’ ης η αίτηση 1 χρονολογούνται περίπου από το 2012 και οι διαφορές τους είχαν σαν αποτέλεσμα την προώθηση διαφόρων διαδικασιών εκατέρωθεν, αστικών και ποινικών, σε Κύπρο και στο εξωτερικό.  Αρκετές από αυτές εξακολουθούν να βρίσκονται σε εκκρεμοδικία. Είναι δε γεγονός ότι ο Αιτητής παρουσίασε με την υπό κρίση αίτηση, μόνο τη δική του εκδοχή αναφορικά με τις μεταξύ τους διαφορές, προσωπικές και κατόπιν συμβουλής  ως προς τις νομικές προσεγγίσεις των διαδικασιών που μεσολάβησαν ή βρίσκονται σε εξέλιξη και την ερμηνεία που τους δόθηκε σε σχέση με τις εκδοθείσες ή επιφυλαχθείσες δικαστικές αποφάσεις.  Όπως επίσης αβίαστα προκύπτει, το υλικό που συνοδεύει την αίτηση είναι το ίδιο ή σχεδόν το ίδιο με αυτό που χρησιμοποιήθηκε από τον Αιτητή σε προηγούμενες παρόμοιες ή παρεμφερείς και μη αιτήσεις (Σχετ. η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση απόρριψης Αγ. Αρ. 22/2017 Τεκμ. 14 της Ε/Δ Μήλου). 

Όπως όμως παραδέχεται ο ίδιος ο Αιτητής, εξακολουθεί να εκκρεμεί η εκδίκαση της έφεσης που καταχωρίστηκε από την πλευρά των Καθ’ ων η αίτηση  εναντίον της απόφασης του Ε. Δ. Λάρνακας στην Αγ. Αρ. 22/2017 ημερομηνίας 08.11.2021, με την οποία εκδόθηκε διάταγμα διαγραφής της εν λόγω αγωγής (Σχετ. το Τεκμ. 17 της Ε/Δ Μήλου).  Επισημαίνεται ότι με την Αγ. Αρ. 22/2017 οι Καθ’ ων η αίτηση είχαν αμφισβητήσει τόσο τη νομιμότητα του αναφερόμενου γραμματίου συνήθους τύπου ημερομηνίας 08.02.2013 (Σχετ. το Τεκμ. 2 Ε/Δ Μήλου), όσο και της απόφασης του Δικαστηρίου ημερομηνίας 24.09.2015 στην Αγ. Αρ. 1639/2015 του Ε. Δ. Λάρνακας (Σχετ. το  Τεκμ. 1 της Ε/Δ Μήλου) για τον λόγο ότι εξασφαλίστηκαν με δόλιο τρόπο και συνεπεία απάτης από την πλευρά του Αιτητή.  Ο κ. Νικολέττης διαφώνησε πλήρως με την προσέγγιση του Αιτητή στις παρ. 13 και 20 της ενόρκου δηλώσεως του ότι δήθεν η ως άνω Έφεση των Καθ’ ων η αίτηση είναι παντελώς ανυπόστατη και δήλωσε ότι αντίθετα, οι δικηγόροι τους του αναφέρουν ότι έχουν πολύ καλές πιθανότητες επιτυχίας.  Είναι ξεκάθαρο ότι εάν η εν λόγω Έφεση επιτύχει, θα ανατραπεί πλήρως το υφιστάμενο σκηνικό.

Στην Ε/Δ Νικολέττη προβάλλεται η εισήγηση ότι στην προσπάθεια του να παραπλανήσει το Δικαστήριο ο Αιτητής, παραλείπει να αναφερθεί στις συνθήκες κάτω από τις οποίες εξασφάλισε την υπογραφή του γραμματίου συνήθους τύπου ημερομηνίας 08.02.2013.  Παραλείπει δηλαδή να αναφέρει ότι εξαπάτησε τους Καθ’ ων η αίτηση να το υπογράψουν ως αντάλλαγμα για την αγορά μεγάλου αριθμού οικοπέδων στην Ρουμανία που εκ των υστέρων αποδείχθηκε, είτε ότι δεν του ανήκαν, είτε ότι βρίσκονταν σε άλλες ζώνες από αυτές που τους είχε αναφέρει και δεν μπορούσαν να αναπτυχθούν, είτε βαρύνονταν με εμπράγματα βάρη ή/και υποθήκες ή/και τραπεζικές επιβαρύνσεις, είτε είχαν κατασχεθεί και εν πάση περιπτώσει η αξία τους ήταν εξαιρετικά χαμηλότερη από την τιμή στην οποία τους τα είχε πωλήσει.

Παραλείπει επίσης να αναφερθεί στις συνθήκες και την ψυχική πίεση κάτω από την οποία υπεγράφη η συμφωνία ημερομηνίας 09.02.2015 με τον γιό του, Αντώνη Μήλο (Σχετ. το Τεκμ. 5 της Ε/Δ Μήλου), και στο γεγονός πως, παρόλο ότι η εν λόγω συμφωνία εξοφλήθηκε πλήρως, ο γιός του ενεργώντας ετσιθελικά και εκδικητικά και προφανώς κατόπιν οδηγιών του Αιτητή, εξακολουθεί να παραλείπει να τους επιστρέψει τις μετοχές της Ρουμανικής εταιρείας που του είχαν παραχωρήσει ως εξασφάλιση μέχρι την αποπληρωμή του εν λόγω δανείου.  Ως αποτέλεσμα, ουδέποτε μπόρεσαν να εκμεταλλευτούν τα αναφερόμενα οικόπεδα στην Ρουμανία.

Ο Αιτητής χρησιμοποιεί ως επιχείρημα ότι: (α) κατά την υπογραφή του αναφερόμενου γραμματίου συνήθους τύπου, (β) την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου ημερομηνίας 24.09.2015 στην Αγ. Αρ. 1639/2015 του Ε. Δ. Λάρνακας, (γ) την υπογραφή της συμφωνίας ημερομηνίας 09.02.2015 με τον γιό του, Αντώνη Μήλο, (δ) την λήψη της επιστολής ημερομηνίας 03.08.2016 από τους δικηγόρους του (Σχετ. το Τεκμ. 6 της Ε/Δ Μήλου), (ε) την υπογραφή της συμφωνίας ημερομηνίας 27.09.2016 για διευθέτηση του τρόπου πληρωμής του ποσού της απόφασης ημερομηνίας 24.09.2015 (Σχετ. το Τεκμ. 7 της Ε/Δ Μήλου), και (στ). την έκδοση των μεταχρονολογημένων επιταγών, η πληρωμή των οποίων ανακλήθηκε τον Δεκέμβριο του 2016 (Σχετ. τα Τεκμ. 8-11 της Ε/Δ Μήλου), ουδέποτε οι Καθ’ ων η αίτηση είχαν αναφέρει ότι τους είχε εξαπατήσει.  Ο Αιτητής παραλείπει ωστόσο να αναφέρει ότι η θέση τους, η οποία επεξηγείται με σαφήνεια και λεπτομέρεια στην έκθεση απαίτησης της Αγ. Αρ. 22/2017 του Ε. Δ. Λάρνακας ήταν ότι μόλις στα τέλη του 2016 αντιλήφθηκαν ότι τους είχε εξαπατήσει (Σχετ. η παρ. 49 Τεκμ. 13 της Ε/Δ Μήλου). 

Είναι η θέση που προβάλλεται στην Ε/Δ Νικολέττη, κατά νομική συμβουλή, ότι από τη στιγμή που το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση ημερομηνίας 12.04.2023, απορρίπτοντας την αίτηση που καταχώρισε ο Αιτητής στα πλαίσια της Αγ. Αρ. 1639/2015 του Ε. Δ. Λάρνακας για την έκδοση εντάλματος κατάσχεσης εις χείρας τρίτου (writ of attachment) για την κινητή περιουσία της εταιρείας τους, όλα όσα ο Αιτητής αναφέρει σχετικά στις παραγράφους 24 - 27 της Ε/Δ Μήλου είναι εκ του περισσού και συνιστούν αυθαίρετα προσωπικά του σχόλια και συμπεράσματα.  Εδώ να υπενθυμίσω ότι, παρά τα όσα αναφέρει ο Αιτητής ισχυριζόμενος ότι η εν λόγω απόφαση του Δικαστηρίου είναι λανθασμένη, δεν την έχει εφεσιβάλει.

Ο κ. Νικολέττης εισηγείται περαιτέρω ότι  είναι αυθαίρετο και το συμπέρασμα του Αιτητή ότι οι Καθ’ ων η αίτηση  2 και 3 ΄δείλιασαν΄ όταν προχώρησαν σε ανώμοτες δηλώσεις στην ποινική υπόθεση σε σχέση με την ανάκληση πληρωμής επιταγών προς τον Αιτητή (Σχετ. η παρ. 11 της Ε/Δ Μήλου).  Ο κ. Νικολέττης εισηγείται πως προφανώς ο Αιτητής αγνοεί ότι το δικαίωμα για ανώμοτη δήλωση προνοείτο στον Νόμο κατά τον χρόνο της μαρτυρίας τους στο Δικαστήριο και ότι δεν ήταν δυνατό να θεωρηθεί ότι συνιστά ένδειξη ενοχής, ή αδυναμίας. Αυθαίρετα εκλαμβάνει επίσης τα συμπεράσματα του Αιτητή σε σχέση με τα οχήματα με τα οποία διακινούνται οι Εναγόμενοι αρ. 2 και 3 / Καθ’ ων η αίτηση και την ακίνητη περιουσία της εταιρείας τους (βλ. παρ. 26 και 27 Ε/Δ Μήλου).

Η περαιτέρω προσπάθεια του Αιτητή στις παρ. 27 – 30 της ένορκης δήλωσης του να συνδέσει την Καθ’ ης η αίτηση 1 με την Καθ’ ης η αίτηση 4, είναι κατά τη γνώμη του κ. Νικολέττη, ατυχής.  Από μόνο του το γεγονός ότι η σύσταση της τελευταίας έγινε σε ημερομηνία κοντινή της ημερομηνίας ανάκλησης μιας από τις επιταγές που είχε εκδοθεί προς όφελος του Αιτητή, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να συνιστά απόδειξη σύνδεσης των δύο εταιρειών.  Επίσης, από μόνο του το γεγονός ότι η διεύθυνση του εγγεγραμμένου γραφείου των δύο εταιρειών είναι κοινή, δεν μπορεί να σημαίνει απαραίτητα ότι οι δύο εταιρείες συνδέονται.  Ο κ. Νικολέττης εξήγησε πως εάν πράγματι επιθυμούσαν να ξεγελάσουν τον Αιτητή με τη δημιουργία άλλης εταιρείας, το πρώτο πράγμα που σίγουρα θα ήταν λογικό να έκαναν θα ήταν να απέφευγαν οποιανδήποτε διασύνδεση τους και να απέφευγαν προφανώς να χρησιμοποιούν την ίδια διεύθυνση για το εγγεγραμμένο τους γραφείο.  Ούτε το γεγονός ότι σε κάποιες χρονικές περιόδους υπήρξε κάποιας μορφής συνεργασία σε σχέση με τη χρήση εξοπλισμού της εταιρείας τους μπορεί κατά τη γνώμη του να εκληφθεί ως απόδειξη συνωμοτικής συμπεριφοράς. Ο κ. Νικολέττης εισηγήθηκε πως ούτε οι φωτογραφίες που ο Αιτητής παρουσιάζει ως Τεκμ. 33 – 36 (Τεκμ. 2 – 5 στην συμπληρωματική ένορκη δήλωση ημερομηνίας 25.07.2023), μπορούν να βοηθήσουν τη συλλογιστική του, αφού αυτές απλώς απεικονίζουν κάποια οχήματα να βρίσκονται ή/και να διεξάγουν εργασίες σε απροσδιόριστο χρόνο και σε απροσδιόριστα σημεία ή/και εργοτάξια.  Το ότι στο εργοτάξιο μιας από τις φωτογραφίες του Τεκμ. 2 της εν λόγω συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, στην οποία τονίζεται ότι δεν απεικονίζεται οποιοδήποτε όχημα, υπάρχει η πινακίδα της Εναγόμενης αρ. 4, είναι από μόνο του αδιάφορο και δεν μπορεί να οδηγήσει σε καμία περίπτωση σε συμπέρασμα διασύνδεσης των δύο εταιρειών.  Τέλος, ο κ. Νικολέττης θεώρησε απολύτως φυσιολογικό το γεγονός ότι οι ενστάσεις των Καθ’ ων η αίτηση 1 και 4 στην αίτηση του Αιτητή για την έκδοση εντάλματος κατάσχεσης εις χείρας τρίτου (writ of attachment) για την κινητή περιουσία της εταιρείας τους ήταν παρόμοιες, καθώς και στις δύο ενστάσεις περιέχονταν τα πραγματικά περιστατικά που ήταν κατ’ αυτόν κοινά, ορθά και αληθή. Με βρίσκουν σύμφωνο οι πιο πάνω επισημάνσεις και επομένως οι σχετικοί λόγοι ένστασης πετυχαίνουν.

Ο κ. Νικολέττης εξήγησε περαιτέρω ότι εκλαμβάνει την αυθαίρετη εισήγηση του Αιτητή ότι η Καθ’ ης η αίτηση 1 συνδέεται με την Καθ’ ης η αίτηση 4. Πρόκειται, ως αναφέρει,  για προσπάθεια αλίευσης πληροφοριών για σκοπούς εκτέλεσης της απόφασης ημερομηνίας 24.09.2015 που εξασφάλισε εναντίον τους στην Αγ. Αρ. 1639/2015 του Ε. Δ. Λάρνακας.  Τονίζει επίσης ότι πέραν από αυθαίρετα και ανυποστήρικτα συμπεράσματα, υποθέσεις, συνειρμούς και εικασίες, ο Αιτητής δεν παρουσίασε καμία απολύτως μαρτυρία που να στοιχειοθετεί οποιανδήποτε σύμπραξη των Καθ’ ων η αίτηση σε αντινομικές συμπεριφορές. Η ως άνω προσέγγιση του Αιτητή κρίνεται  εν γένει ως αυθαίρετη  και πράγματι κρίνω ότι συνιστά εικασία και μόνον και ως εκ τούτου  καθιστά την αίτηση εξ ολοκλήρου ως καταχρηστική και για τούτο δεν  γίνεται αποδεκτή.

Στο σύγγραμμα Διατάγματα - Injunctions, Γ. Ερωτοκρίτου & Π. Αρτέμη, 2016 (σελ. 60) αναφέρονται τα ακόλουθα σχετικά:

     «Δύο από τα βασικότερα αξιώματα του δικαίου της επιείκειας είναι ότι ‘όποιος επικαλείται την επιείκεια πρέπει να προσέρχεται με καθαρά χέρια (He who comes to equity must come with clean hands)’ και ‘όποιος επιζητεί επιείκεια, πρέπει να είναι έτοιμος να πράξει επιείκεια (He who seeks equity must do equity)’. Τα δύο αξιώματα στηρίζονται στην ίδια φιλοσοφία ότι ο ενάγων ο οποίος επιζητεί θεραπεία του δικαίου της επιείκειας ή θεραπεία που εξαρτάται από τη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, θα πρέπει να συμπεριφέρθηκε καθόλα έντιμα και δίκαια έναντι του αντιδίκου του.  Με το πρώτο αξίωμα η προσοχή εστιάζεται στο παρελθόν, δηλαδή στη μέχρι σήμερον συμπεριφορά του ενάγοντα έναντι του εναγομένου, ενώ με το δεύτερο στη μελλοντική συμπεριφορά του, όπως για παράδειγμα, κατά πόσο είναι και ο ίδιος διατεθειμένος στο μέλλον να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του έναντι του αντιδίκου του.  Αν το δικαστήριο κρίνει ότι η μέχρι σήμερα συμπεριφορά του ενάγοντα δεν ήταν η ‘ενδεδειγμένη’, το πιθανότερο είναι ότι θα ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια και θα αρνηθεί τη χορήγηση της αιτούμενης θεραπείας».

Είναι η εισήγηση του κ. Νικολέττη, η οποία με βρίσκει σύμφωνο καθώς συνάδει με τα γεγονότα τα οποία μιλούν από μόνα τους, ότι η καταχώριση της παρούσας υπόθεσης συνιστά εκ των υστέρων σκέψη του Αιτητή και ότι γίνεται κακόπιστα και εκδικητικά, με αποκλειστικό σκοπό να ασκήσει στους Καθ’ ων η αίτηση αθέμιτη πίεση, να τους φέρει σε αμηχανία, να τους εκβιάσει και να τους υποβάλει στην αχρείαστη ταλαιπωρία και στα έξοδα ακόμη μιας δικαστικής διαδικασίας.

Πρόκειται πράγματι για ενέργειες/παράγοντες που δεν μπορούν να παραγνωριστούν από το Δικαστήριο (βλ. Σύγγραμμα Διατάγματα - Injunctions, Γ. Ερωτοκρίτου & Π. Αρτέμη, 2016 Κεφάλαιο 3 – Γενικές Αρχές για την Έκδοση Διαταγμάτων (σελ. 53 επ.).

Όσον αφορά την περιουσία της Καθ’ ης η αίτηση αρ. 1, ο κ. Νικολέττης επισημαίνει ότι στην παρ. 26 της Ε/Δ Μήλου ο Αιτητής κάνει αναφορά στην ένσταση της Εναγόμενης αρ. 1 / Καθ’ ης η αίτηση στην Αίτηση Διάλυσης που έχει καταχωρίσει εναντίον της και εξακολουθεί να εκκρεμεί, στην οποία ο Εναγόμενος αρ. 3/ Καθ’ου η αίτηση αναφέρει ότι η εταιρεία τους είναι φερέγγυα και σε υγιή οικονομική κατάσταση, με περιουσία πέραν των €3 εκ.  Οι απαντήσεις που δίνει ο Αιτητής στην προσπάθεια του να αντικρούσει την πιο πάνω θέση συνιστούν καθαρά προσωπικές του εκτιμήσεις και είναι εντελώς αυθαίρετες και ανυποστήρικτες από οποιαδήποτε στοιχεία.  Εν πάση περιπτώσει, οι ισχυρισμοί των δύο πλευρών θα κριθούν στα πλαίσια της Αίτησης Διάλυσης και δεν αφορούν την παρούσα διαδικασία.

 

Ο Αιτητής δεν έχει παρουσιάσει ίχνος μαρτυρίας για πιθανή πρόθεση των Καθ’ ων η αίτηση να αποξενώσουν οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία, ούτε και για το ύψος και τη στοιχειοθέτηση της απαίτησης του και έτσι κρίνω τα όσα αναφέρονται στην ένορκη δήλωση του ότι συνιστούν υποθετικούς συλλογισμούς και αυθαίρετα συμπεράσματα.  Περαιτέρω, δεν αποκαλύπτεται κανένα  στοιχείο που να κατατείνει σε πρόκληση συγκεκριμένης ζημιάς του Αιτητή σε περίπτωση μη έκδοσης των Διαταγμάτων.  Υπενθυμίζω επίσης ότι ο Αιτητής είναι, τουλάχιστον προς το παρόν, εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτής στην Αγ. Αρ. 1639/2015 του Ε. Δ. Λάρνακας και έχει κάθε δικαίωμα να λάβει τα μέτρα που θεωρεί ορθά για εκτέλεση της απόφασης. Με βρίσκει σύμφωνο επομένως η  εισήγηση των Καθ’ ων  η αίτηση η οποία είναι συνάδει και με το δικαιϊκό μας σύστημα και τη διαδικασία εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων.

 

Ο ίδιος ο Αιτητής στην παρ. 24 της Ε/Δ Μήλου παραδέχεται ότι για τα οχήματα της Καθ’ ης η αίτηση 1 έχει ήδη καταχωρίσει επιβαρύνσεις στο Τμήμα Οδικών Μεταφορών δυνάμει της Αγ. Αρ. 1639/2015 του Ε. Δ. Λάρνακας.  Επισημαίνεται και τονίζεται με έμφαση ότι με την ίδια απόφαση είναι επίσης επιβαρυμένη στο Κτηματολόγιο όλη η ακίνητη περιουσία της Καθ’ ης η αίτηση1. Επομένως τίθεται εύλογα το ερώτημα προς τι η παρούσα αίτηση.

 

Στο σύγγραμμα Διατάγματα - Injunctions, Γ. Ερωτοκρίτου & Π. Αρτέμη, 2016 (σελ. 136) αναφέρονται τα ακόλουθα:

«Για να ικανοποιηθεί η τρίτη προϋπόθεση, ο ενάγων θα πρέπει με την ένορκη δήλωση του να πείσει το δικαστήριο.  Γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί του τύπου ‘αν δεν εκδοθεί τα αιτούμενο διάταγμα θα υποστώ ανεπανόρθωτη ζημιά’    δεν αρκούν (Ανδρέου ν. Colossos Signs Ltd (Αρ. 2) (2008) 1 Α ΑΑΔ626,  Penderhill Holdings Ltd ν. Abramchyk κ.α. Πολιτική Έφεση Αρ. 319/11 ημερ. 13/01/2014.  Τέτοιοι ισχυρισμοί χρειάζονται να επεξηγηθούν και να αιτιολογηθούν με σαφή και θετική μαρτυρία, ώστε να γίνουν δεχτοί από το Δικαστήριο».

Στη σελ. 214 του ίδιου συγγράμματος αναφέρονται επίσης τα ακόλουθα:

      «Η εξουσία του άρθρου 32 για την έκδοση προσωρινού διατάγματος παγοποίησης περιουσιακών στοιχείων, έξω από τα όρια του άρθρου 4 του Κεφ. 6, αποσκοπεί στη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων που δεν αποτελούν το αντικείμενο της αγωγής και πρέπει να ασκείται με φειδώ.  Όπως εξηγήθηκε στην Marketrends (Capital Market) Ltd ν. Γεωργίου (2002) 1Γ ΑΑΔ 1759, η συγκεκριμένη εξουσία ‘δεν δικαιολογείται παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις ήτοι σε εκείνες όπου καταδεικνύεται ότι ισχυρά αιτία αγωγής θα παρέμενε χωρίς αντίκρισμα λόγω άμεσου, απτού κινδύνου απομάκρυνσης περιουσιακών στοιχείων στο εξωτερικό προς παρεμπόδιση ικανοποίησης της αναμενόμενης απόφασης στην αγωγή’.  Επίσης τονίστηκε ότι διατάγματα τύπου Mareva δεν θα πρέπει να δίδονται ως ‘μέτρο γενικής εξασφάλισης του ενάγοντα που βρίσκεται αντιμέτωπος με τη μη πληρωμή χρέους και βεβαίως δεν βελτιώνουν τη θέση του πιστωτή σε πτωχευτικές διαδικασίες».

Βρίσκω ότι η αίτηση σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης  καταχωρίστηκε καταχρηστικά και σε περίπτωση έγκρισης της και έκδοσης των αιτούμενων Διαταγμάτων, θα επηρεαστούν δυσμενώς και ανεπανόρθωτα τα συμφέροντα των Καθ' ων η αίτηση και θα βρεθούν σε δυσανάλογη άδικη θέση έναντι του Αιτητή.   Πιθανή παγοποίηση των τραπεζικών λογαριασμών της Καθ’ ης η αίτηση 1 θα έχει σαν συνέπεια την καταστροφή της πιστωτικής ικανότητας και τον οικονομικό στραγγαλισμό της, αφού θα την εμποδίζει να αποδέχεται και να διενεργεί πληρωμές.

 

Στον αντίποδα, σε περίπτωση που δεν εκδοθούν τα αιτούμενα Διατάγματα, τα συμφέροντα του Αιτητή δεν θα επηρεαστούν δυσμενώς, ή τουλάχιστον στον βαθμό που θα επηρεαστούν τα δικαιώματα των Καθ’ ων η αίτηση σε περίπτωση έκδοσης, αφού ακόμα και αν το Δικαστήριο εκδώσει τελική απόφαση υπέρ του Αιτητή στα πλαίσια της αγωγής, θα είναι σε θέση να εισπράξει με μέτρα εκτέλεσης κάθε επιδικασθέν ποσό.

Ως προς τη θέση των Εναγομένων/ Καθ’ ων η αίτηση 4 και 5 έχω καταγράψει στην αρχή της απόφασης μου τις αξιώσεις που αξιώνει ο Αιτητής στο Γενικά Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα (Ο.2 r.1). Προκύπτει αβίαστα ότι επιδίωξη του Αιτητή είναι η συνδρομή του Δικαστηρίου για να εκτελέσει με την παρούσα αγωγή του και αίτηση, και εναντίον των εναγομένων/ Καθ’ ων η αίτηση 4 και 5 οι οποίοι όμως δεν είναι εξ αποφάσεως οφειλέτες του. Πρόκειται όμως για μη ενδεδειγμένη διαδικασία. Τα διατάγματα που ουσιαστικά επιδιώκει ο Αιτητής ισοδυναμούν με μέτρα εκτέλεσης ως είναι φανερά και ο σκοπός του (βλ. Γαβρής κ.ά. v. Πάσιου (2004) 1 (Α) Α.Α.Δ. 125,131), όπου κρίθηκε ως εσφαλμένο το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο πραγματικός σκοπός της ενάγουσας ήταν η έξωση του ενοικιαστή.  Περαιτέρω στην απόφαση Papapetrou Bros Ltd v. Παπαπέτρου, 2003 1 Β ΑΑΔ 741 οι ενάγοντες με την αγωγή τους αξίωναν αποζημιώσεις τις οποίες υφίσταντο κατά τον ισχυρισμό τους, ως ιδιοκτήτες ξενοδοχείου. Το εφετείο έκρινε ορθή τη διαπίστωση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν ετύγχανε εφαρμογής το άρθρο 4 καθ’ ότι αντικείμενο της αγωγής ήταν η διεκδίκηση αποζημιώσεων όπως συμβαίνει και εδώ.  Επίσης στην υπόθεση  Michael v. Breninus Ltd το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα με το οποίο επέτρεπε στον ενάγοντα να παραλάβει τα μηχανήματα τα οποία ήταν αντικείμενο της αγωγής. Όμως, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε την Πρωτόδικη Απόφαση, θεωρώντας ότι ο Δικαστής υπερέβη την εξουσία του. Το Δικαστήριο όφειλε να διατηρήσει το status quo και όχι να επιτρέψει στον ενάγοντα να παραλάβει την περιουσία και να την χρησιμοποιήσει κατ’ αποκλεισμό της εναγόμενης 1 ιδιοκτήτριας (Παρόμοια δηλαδή με ό,τι συμβαίνει και εδώ). Τα διατάγματα που ισοδυναμούν με μέτρο εκτέλεσης ξεφεύγουν των σκοπών του άρθρου 4. Τέτοια διατάγματα εκδίδονται δυνάμει των άρθρων 73,74 και 78 του Κεφ. 6, τα οποία αφορούν την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων όπως είναι και η παρούσα περίπτωση. Δεν επιτρέπεται στο Δικαστήριο να εφευρίσκει νέους τρόπους για εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων σε αντικατάσταση των αναγνωρισμένων μεθόδων εκτέλεσης.  Δεν χρειάζεται να επεκταθώ περαιτέρω με παράθεση σχετικής νομολογίας. Κρίνω ότι στη βάση των νομολογιακών αρχών που κατέγραψα ανωτέρω ο Αιτητής δεν αποκαλύπτει ούτε σοβαρό ζήτημα για εκδίκαση ούτε και ύπαρξη ορατής πιθανότητας επιτυχίας εναντίον ειδικότερα των εναγόμενων 4 και 5. Από μόνο του το Κλητήριο Ένταλμα αλλά ούτε και η αίτηση δεν περιέχουν τέτοια γεγονότα και μαρτυρία στην οποία το Δικαστήριο θα μπορούσε να στηριχθεί. Ό,τι καταλογίζεται  ατεκμηρίωτα και αόριστα στους εναγόμενους 4 και 5 δεν είναι παρά  προϊόν υποθέσεων και εικασιών. Τέλος, ούτε και απέδειξε ότι είναι πιθανόν να υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά αν δεν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα σε βάρος των εναγόμενων 4 και 5 όταν ο ίδιος παραδέχεται ότι η εναγόμενη 4 είναι μια εύρωστη εταιρεία (Σχετ. η παρ. 31 της Ε/Δ Μήλου) επομένως αναγνωρίζει ότι σε περίπτωση που εκδοθεί απόφαση εναντίον της αυτή θα μπορεί να εκτελεστεί. Η φερεγγυότητα των Καθ’ ων η αίτηση 4 και 5 δεν έχει αμφισβητηθεί. Η θεραπεία των αποζημιώσεων, τις οποίες εξάλλου διεκδικεί με την αγωγή του είναι επαρκής θεραπεία και έτσι η αόριστη επίκληση του φόβου ότι αν δεν εκδοθούν τα διατάγματα που αξιώνει θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά χωρίς να επεξηγεί και να αιτιολογεί με θετική μαρτυρία τη θέση του αυτή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από το Δικαστήριο και απορρίπτεται (βλ. Ανδρέου v. Colossos Signs Ltd (Αρ.2) (2008) 1 Α.Α.Δ. 626). Επομένως ούτε και η 3η προϋπόθεση του Άρθρου 32 έχει εκπληρωθεί. Παρόλο ότι σύμφωνα με τα ανωτέρω ο Αιτητής δεν κατάφερε να εκπληρώσει τις προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν. 14/1960 και έτσι δεν χρειάζεται να εξετάσω το “ισοζύγιο της ευχέρειας”  το κατά πόσον δηλαδή είναι «δίκαιον και πρόσφορον» (βλ. Odysseos v. Pieris Estates & Others (1982) 1 C.L.R. 557 επ.)  εντούτοις εν προκειμένω και σύμφωνα με τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον μου θεωρώ ότι η στέρηση μέχρι την έκδοση τελικής απόφασης εναντίον των εναγόμενων 4 και 5 που θα υποστούν στην περίπτωση έκδοσης των διαταγμάτων που επιζητεί ο Αιτητής (δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών, παρεμπόδιση συναλλαγών, σύναψη νέων συμφωνιών ανάληψης εργασιών) δεν δικαιολογείται υπό τις συνθήκες.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ:

 

Καταληκτικά και συνοψίζοντας κρίνω ότι ο Αιτητής έχει αποτύχει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι υπάρχει σοβαρό θέμα προς εκδίκαση, ότι υπάρχει πιθανότητα επιτυχίας στην αγωγή και ότι εκτός και εάν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.  Περαιτέρω ο Αιτητής δεν αποκάλυψε κανένα άμεσο και απτό κίνδυνο απομάκρυνσης περιουσιακών στοιχείων των Καθ’ ων η αίτηση 1, 2 και 3 τα οποία είναι ήδη όλα δεσμευμένα εκ μέρους του, προς παρεμπόδιση ικανοποίησης πιθανής απόφασης υπέρ του.

 

Στη βάσει όλων των πιο πάνω, θεωρώ ότι τα αιτούμενα διατάγματα δεν μπορούν να εκδοθούν εναντίον οποιουδήποτε από τους Καθ’ ων η αίτηση, των Καθ’ ων η αίτηση 4 και 5 μάλιστα ως μη εξ αποφάσεως οφειλετών και μη έχοντας οποιανδήποτε συμβατική σχέση με τον Αιτητή ούτε και είναι οι ιδιοκτήτες των οχημάτων των οποίων σκοπείται η δέσμευση. Δεν πληρούνται επομένως οι νομικές και πραγματικές προϋποθέσεις που απαιτούνται από την ισχύουσα Νομοθεσία, τους Κανονισμούς και τη σχετική Νομολογία που διέπει το θέμα της έκδοσης των προσωρινών Διαταγμάτων.  Ως εκ τούτου η αίτηση απορρίπτεται για όλους τους Καθ’ ων η αίτηση.

ΤΑ  ΕΞΟΔΑ:

Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των Εναγόμενων/ Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του Ενάγοντος/ Αιτητή ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο στο τέλος της διαδικασίας της αγωγής οπότε και θα είναι πληρωτέα.

 

 

(Υπ.)..........................................                                           Χρ. Γ. Φιλίππου, Π.Ε.Δ.

 

 

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο