ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρήστου Γ. Φιλίππου, Π.Ε.Δ.                 

Aίτηση Πτώχευσης Αρ.:1/2023

ΣΕ ΠΤΩΧΕΥΣΗ                                                                                                                               

 

ΑΙΤΗΣΗ YΠO ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΤΩΝ Gordian Holdings Limited

 

Αναφορικά με τον Μάρκο Κωστή Μάρκου άλλως Μάρκο Φώτη, άλλως Μάρκο Κωστή Φώτη

 

Ημερομηνία: 3 Απριλίου, 2024

 

Εμφανίσεις:

Για Αιτητές: Ο κ. Χρίστος Τσαγγαρός για Ανδρέου, Χατζη Χριστοφής Δ.Ε.Π.Ε.

Για Καθ’ ου η αίτηση: Ο κ. Κωστάκης Μουτσιουρής για Μουτσιουρής & Συνεργάτες  Δ.Ε.Π.Ε.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Με αίτηση τους οι Αιτητές/Πιστωτές GORDIAN HOLDINGS LIMITED (στη συνέχεια «οι Αιτητές»), αιτούνται την έκδοση διατάγματος πτώχευσης εναντίον του χρεώστη  τους Μάρκου Κωστή Μάρκου, άλλως Μάρκου  Φώτη, άλλως Μάρκου Κωστή Φώτη (στη συνέχεια  «ο Καθ' ου η αίτηση»), για τον λόγο ότι ο τελευταίος έχει διαπράξει πράξη πτώχευσης, αφού παρέλειψε να συμμορφωθεί με την ειδοποίηση πτώχευσης υπ' αρ.1/2023 ημερ. 25.01.2023, η οποία του επιδόθηκε την 30.01.2023.

 

Ο Καθ’ ου η αίτηση καταχώρισε ένσταση  με την οποία εγείρει  τους ακόλουθους πέντε (5) λόγους ένστασης:

 

«1. Η αίτηση είναι ελαττωματική, ουσία και νόμω αβάσιμη.

2.   Η αίτηση και η μαρτυρία που προσφέρουν οι Ατιητές δεν είναι αποδεκτά  και το βάρος απόδειξης είναι στους ώμους των Αιτητών.

3.   Η αίτηση είναι καταχρηστική καθότι το χρέος είναι εξασφαλισμένο καθότι υφίστανται επιβαρύνσεις επί της ακίνητης ιδιοκτησίας του Καθ’ ου η αίτηση, της πρωτοφειλέτη  M.M.A.F. ESTATES LTD.

4.   Τα ακίνητα με αριθμούς εγγραφής 0/[ ], 0/[ ], 0/[ ], 0/[ ], 0/[ ], 0/[ ] και 0/[ ]  έχουν επανεγγραφεί  επ’ ονόματι του Καθ’ ου η αίτηση  με διάταγμα  κατόπιν  απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου ημερομηνίας  12.12.2017  σε αίτηση δόλιων μεταβιβάσεων  την οποία   απόφαση ο Καθ’ ου η αίτηση μαζί με τον υιό του Κωνσταντίνο Μάρκου  έχουν  εφεσιβάλλει   με αριθμό Πολιτικής Έφεσης Ε52/2019, ο κατάλογος της ακίνητης περιουσίας του δεν είναι τελεσίδικος, διότι σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης τα ανωτέρω 7  ακίνητα θα επανεγγραφούν  στον  υιό του Καθ’ ου  Κωνσταντίνο Μάρκου.

5.   Η παρούσα διαδικασία είναι κακόπιστη και/ή εκδικητική  και/ή καταπιεστική και/ή αποτελεί  κατάχρηση της και/ή μέσω αυτής επιχειρείται ο εκβιασμός  του Καθ’ ου η αίτηση για πληρωμή του εξ αποφάσεως χρέους».

 

Τα γεγονότα πάνω στα οποία στηρίζεται η ένσταση  υποστηρίζονται με ένορκο δήλωση την οποία υπογράφει ο ίδιος ο Καθ’ ου η αίτηση ο οποίος  πλην της γενικής άρνησης  του περιεχομένου της αίτησης, επαναλαμβάνει τους πιο πάνω λόγους ένστασης παραθέτοντας κάποιες επί μέρους λεπτομέρειες  των επικαλούμενων υποθηκών  και επιβαρύνσεων (ΜΕΜΟ) επί ακίνητης περιουσίας του προς υποστήριξη του βασικού λόγου ένστασης ότι, κατά τον ισχυρισμό του, το χρέος του προς τους Αιτητές/Πιστωτές είναι εξασφαλισμένο.

Η  ΜΑΡΤΥΡΙΑ:

 

Με την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας δηλώθηκαν τα ακόλουθα παραδεκτά γεγονότα (Έγγραφο Α):

 

1.    Η Αίτηση Πτώχευσης με αρ. 1/2023 Ε.Δ. Λάρνακας επιδόθηκε προσωπικά στον Καθ’ ου η Αίτηση στις 28.02.2023.

 

2.    Η Αίτηση Πτώχευσης με αρ. 1/2023 Ε.Δ. Λάρνακας επιδόθηκε και στις ακόλουθες υπηρεσίες:-

·         Επίσημο Παραλήπτη στις 21.02.2023

·         Διευθυντή Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας στις 20.02.2023

·         Διευθυντή Υφυπουργείου Ναυτιλίας στις 23.02.2023

·         Γενικό Διευθυντή του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου στις 22.02.2023

·         Διευθυντή του Τμήματος Οδικών Μεταφορών στις 21.02.2023

 

Όλες οι ένορκες δηλώσεις επίδοσης έχουν αναρτηθεί μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος δικαιοσύνης (i-justice) στον ηλεκτρονικό φάκελο της Αίτησης Πτώχευσης με Αρ. 1/2023

 

3.    Ότι η ένορκος δήλωση της Πρωτοκολλητού ημερ. 19.09.2023 αναρτήθηκε μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος δικαιοσύνης (i-justice) στον ηλεκτρονικό φάκελο της Αίτησης Πτώχευσης είναι από κοινού παραδεκτή προς αποφυγή προφορικής μαρτυρίας από τον Πρωτοκολλητή για να παρουσιάσει τον φάκελο της ειδοποίησης πτώχευσης 1/2023.

 

Προς υποστήριξη της αίτησης κατέθεσαν  για τους Αιτητές διά ζώσης δύο μάρτυρες, ο κ. Μάκης Αδάμου (ΜΑ1) και η κ. Ειρήνη Μιχαήλ (ΜΑ2).

 

Ο κ. Αδάμου (ΜΑ1), κατάθεσε Γραπτή Δήλωση η οποία χαρακτηρίστηκε ως Έγγραφο Β. Σε αυτή  παρουσίασε το ιστορικό των γεγονότων από την έκδοση των αποφάσεων μέχρι και την καταχώριση της υπό εκδίκαση αίτησης πτώχευσης. Κάνει αναφορά στη μεταβίβαση των επίδικων πιστωτικών διευκολύνσεων από την Τράπεζα Κύπρου στους Αιτητές, παρουσίασε αναλυτικές καταστάσεις λογαριασμών αναφορικά με τα οφειλόμενα ποσά δυνάμει των αποφάσεων και κατάθεσε τα σχετικά με τη μη παροχή εξασφαλίσεων αναφορικά με το υπό κρίση εξ αποφάσεως χρέος. Αναφέρθηκε με λεπτομέρεια στην περιουσία του Καθ’ ου η αίτηση και προς τούτο κατάθεσε τα αποτελέσματα έρευνας από το Κτηματολόγιο. Στη συνέχεια της μαρτυρίας του ο ΜΑ 1  κατάθεσε και δεύτερη Γραπτή Δήλωση η οποία χαρακτηρίστηκε ως Έγγραφο Γ και  αναφέρθηκε επιπρόσθετα στο γεγονός ότι μετά τις 4.10.2023 που άρχισε η ακροαματική διαδικασία καταβλήθηκε έναντι του εξ΄ αποφάσεως χρέους συγκεκριμένο ποσό το οποίο εισπράχθηκε μέσω της διαδικασίας ανάκτησης (foreclosure) και κατάθεσε εκ νέου αναλυτικές καταστάσεις αναφορικά με τα σημερινά οφειλόμενα ποσά δυνάμει των αποφάσεων.  Ο κ. Αδάμου κατάθεσε προς τον σκοπό της απόδειξης της αίτησης και προς αντίκρουση λόγων της ένστασης συνολικά 24 έγγραφα (Τεκμήρια 1 – 24) κάποια από τα οποία υποδιαιρούνται σε αριθμό άλλων εγγράφων και κάποια κατατέθηκαν ως δέσμη εγγράφων.

 

Η κ. Μιχαήλ (ΜΑ 2), Πρωτοκολλητής στο  Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας και κατάθεσε από το φάκελο της Αίτησης 372/2019 πιστό αντίγραφο του Διατάγματος ημερ. 23.05.2019  (Τεκμ. 25), με το οποίο επικυρώθηκε το Σχέδιο Διακανονισμού μεταξύ της Τράπεζας Κύπρου και των Αιτητών.  

 

Για τον  Καθ’ ου η αίτηση κατάθεσε ο ίδιος του οποίου η Γραπτή Δήλωση σημειώθηκε ως Έγγραφο Δ ο οποίος κατάθεσε διάφορα έγγραφα τα οποία αρχικά χαρακτηρίστηκαν ως Τεκμήρια προς Αναγνώριση τα οποία υποδείχθηκαν στον κ. Αδάμου (ΜΑ 1) για να αντεξεταστεί επ’ αυτών και είχαν χαρακτηριστεί ως Τεκμήρια προς Αναγνώριση και τα οποία κατάθεσε ως Τεκμ. 26 - 35. Για τον Καθ’ ου η αίτηση κατάθεσε και η εκτιμητής ακινήτων κ. Στέφανη Σπύρου της οποίας  η Έκθεση Εκτίμησης που είχε κατατεθεί ως Τεκμ. Προς Αναγνώριση Ι  αφού την αναγνώρισε και υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατατέθηκε ως Τεκμ. 35. Η κ. Σπύρου  προέβη σε διάφορες εκτιμήσεις ακινήτων ανηκόντων σε διάφορα πρόσωπα της οικογένειας του Καθ’ ου η αίτηση (Τεκμ. 31 και 33)  όπως και στον Καθ’ ου η αίτηση (Τεκμ. 35) το περιεχόμενο των οποίων και υιοθέτησε. Αντεξεταζόμενη παραδέχθηκε ότι για τις ως άνω εκτιμήσεις τής είχε ζητηθεί να προβεί σε εκτίμηση τους με βάση την αγοραία αξία τους. Της υποβλήθηκε ότι στα ακίνητα του Καθ’ ου η αίτηση που της είχε ζητηθεί να προβεί σε εκτίμηση, συμπεριέλαβε και τρία τα οποία είχαν ανακτηθεί από τους Αιτητές και δεν αποτελούσαν πλέον περιουσία του Καθ’ ου η αίτηση κάτι για το οποίο δεν είχε άποψη καθότι δεν το ήλεγξε. Προέκυψε ακόμα ότι στην εκτίμηση της δεν κάμνει περιγραφή της σημερινής κατάστασης των ακινήτων καθ’ ότι δεν τα επισκέφθηκε επί τόπου γι’ αυτό και στο Τεκμ. 35 Χαρακτηρίζει την εκτίμηση της ως Desktop Valuation δηλαδή εκτίμηση από το γραφείο χωρίς επιτόπια επίσκεψη, δεν καθορίζει σε ποια πολεοδομική ζώνη ανήκουν τα ακίνητα στις υποβολές τις οποίες δεν είχε να αντιτάξει κάτι διαφορετικό. Η μαρτυρία της μάρτυρος χαρακτηρίζεται από αοριστία και η εργασία που διενήργησε χαρακτηρίζεται από προχειρότητα και ως εκ τούτου δεν μπορεί να εξαχθεί οποιοδήποτε ασφαλές συμπέρασμα από αυτή και έτσι απορρίπτεται.

   

ΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ:

 

Οι συνήγοροι των δύο πλευρών με τις αγορεύσεις τους υποστήριξαν με ευκρίνεια τις αντίστοιχες θέσεις τους με παραπομπή στη νομοθεσία, στους κανονισμούς που διέπουν το ζήτημα και σε σχετική νομολογία όπως και σε καθοδηγητικές κατά την άποψη τους πρωτόδικες αποφάσεις. Ο μεν κ. Τσαγγαρός εισηγήθηκε κατά την επιχειρηματολογία του ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για την έγκριση της αίτησης. Ο δε κ. Μουτσιουρής επικεντρώθηκε σε δύο σημεία. Πρώτον,  προβάλλοντας για πρώτη φορά ότι η Ειδοποίηση πτώχευσης στηρίζεται σε δύο δικαστικές αποφάσεις κάτι που δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό σύμφωνα με νομολογία στην οποία παρέπεμψε με αναφορά σε δύο πρωτόδικες αποφάσεις και δεύτερον, ότι το χρέος του Καθ’ ου η αίτηση είναι πλήρως εξασφαλισμένο. Στις αγορεύσεις θα γίνει αναφορά όπου κριθεί αναγκαίο και στη συνέχεια της απόφασης μου, κατά την ανάλυση που θα ακολουθήσει, έχοντας πάντοτε υπόψη το τι επιτάσσει η νομολογία μας ότι δηλαδή δεν χρειάζεται να καταγραφούν όλα όσα οι συνήγοροι των δύο πλευρών έθεσαν ενώπιον μου, περιοριζόμενος σε όσα αφορούν αποκλειστικά και μόνον τα προς εξέταση επίδικα ζητήματα (βλ. Οδυσσέα v. Αστυνομίας, (1999) 2 Α.Α.Δ. 490, Ανδρονίκου κ.ά. v. Δημοκρατίας, (2008) 2 Α.Α.Δ. 486, την Έφεση Αρ. 22/2018 του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου Μ.Φ.Χ. v.Μ.Χ. με ημερ. 28.09.2021 και  την απόφαση στην υπόθεση και πάλι του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου στην Έφεση Αρ. 20/ 2020 Γ.Λ.v. Χ.Ι. με ημερ. 15.12.2021).   

 

ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΩΝ ΛΟΓΩΝ ΕΝΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΕΓΕΡΘΕΝΤΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ:

 

Βασική εισήγηση της πλευράς του Καθ’ ου η αίτηση στην αγόρευση του ήταν ότι η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί καθ’ ότι η ειδοποίηση πτώχευσης βασίζεται σε δύο δικαστικές αποφάσεις. Θεωρώ σκόπιμο να με απασχολήσει αυτό το ζήτημα εξ αρχής αν και προβάλλεται για πρώτη φορά στο στάδιο της αγόρευσης του ευπαίδευτου συνηγόρου του Καθ’ ου η αίτηση.

 

Είναι γεγονός ότι στην αίτηση για έκδοση Πτωχευτικής Ειδοποίησης πλην του ισχυρισμού ότι ο οφειλέτης διέμενε κατά τον χρόνο καταχώρισης της  κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα των έξι (6) μηνών στην Λάρνακα, στην τοπική δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας,  η αίτηση βασιζόταν σε δύο δικαστικές αποφάσεις τις οποίες οι ίδιοι Αιτητές έλαβαν  εναντίον μεταξύ άλλων και του Καθ’ ου η αίτηση, τις αγωγές 726/2010 ημερ. 06.02.2017 και ημερ. 08.03.2017 στην αγωγή υπ’ αριθμό 727/2010 ημερ. 08.05.2017 (Τεκ. 1, 2 και 3 στην παρούσα διαδικασία). 

 

Αντί άλλων θα παραπέμψω σε δύο πρωτόδικες αποφάσεις το σκεπτικό των οποίων υιοθετώ. Η πρώτη  αφορά την Αίτηση Αρ. 7/2014 Ε./Δ. Λευκωσίας  Σε Πτώχευση: Φρίξος Θεοδοσιάδης ημερ. 16.11.2015 του κ. Ν. Γ. Σάντη, Π.Ε.Δ. (όπως ήταν τότε), ο οποίος ως προς το ζήτημα αυτό αναφέρει τα ακόλουθα: 

 

«Σε ό,τι σχετίζεται με την έτερη θέση της ευπαίδευτης δικηγόρου του καθ' ου η αίτηση πως η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί διότι η Ειδοποίηση Πτώχευσης αφορά σε δύο ξεχωριστές δικαστικές αποφάσεις, παρατηρεί κανείς (και το εντόπισε και αυτό η κ. Γεωργιάδου), πως ο ισχυρισμός τούτος δεν μπορεί να εξεταστεί εφόσον δεν δικογραφείται με την απαραίτητη έστω σαφήνεια στο σώμα της Ειδοποίησης Περί Προθέσεως Ενστάσεως (βλ. κατ' αναλογίαν, Yugos Finance BV v Halebay Holdings Limited, ΠΕ 180/09, ημ. 8.3.13).

Ωστόσο και ασχέτως αυτού, τίποτε στον Περί Πτωχεύσεως Νόμο, Κεφ. 5, ή στους Περί Πτωχεύσεως Κανονισμούς, Κεφ. 6, δεν φαίνεται να απαγορεύει την υποβολή από τον ίδιο πιστωτή, Ειδοποίησης Πτώχευσης (και ακολούθως Αίτησης Πτώχευσης), στη βάση δύο ή περισσοτέρων εκ δικαστικής αποφάσεως χρεών, τοσούτο δε μάλλον όταν ο αιτητής (και τούτο ισχύει εδώ), δεν μπορεί να (και δεν έχει), αποκομίσει οποιοδήποτε αθέμιτο (και άδικο για τον καθ' ου η αίτηση) όφελος.

 

Ως ορθώς υπέδειξε η κ. Γεωργιάδου, δεν αποτελεί η επίδικη περίπτωση, παράδειγμα συνειδητής επιλογής των αιτητών να προβούν στον υπό κρίση χειρισμό για να συναθροίσουν το ποσό των δύο υπό συζήτηση εκ δικαστικής αποφάσεως χρεών ούτως ώστε τούτα να ξεπεράσουν το ανώτατο από τον Περί Πτωχεύσεως Νόμο, Κεφ. 5, προβλεπόμενο ποσό των €15.000,00, δεδομένου ότι (όπως εναργώς εξάγεται από τη δοθείσα μαρτυρία), το υφιστάμενο εκ δικαστικής αποφάσεως ποσό (στην κάθε μια από τις δύο αγωγές), ξεπερνά το ποσό των €15.000,00.

 

Απορρίπτεται και αυτή η εισήγηση του καθ' ου η αίτηση».

 

Παρόμοια ακριβώς είναι τα γεγονότα και στην παρούσα υπόθεση όπου η κάθε απόφαση με χρέος οπωσδήποτε μεγαλύτερο των €15.000,00 θα μπορούσε από μόνη της να στηρίξει ξεχωριστή ειδοποίηση πτώχευσης και ακολούθως αίτηση πτώχευσης. Επομένως δεν συντρέχει οποιοσδήποτε από τους λόγους στους οποίους γίνεται αναφορά στις πρωτόδικες αποφάσεις και τη σχετική σε αυτές νομολογία στις οποίες με παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Καθ’ ου η αίτηση ούτε και διακρίνω εξ αυτού του λόγου ότι ο τελευταίος έπαθε ή παθαίνει οποιαδήποτε ζημιά.

 

Η δεύτερη απόφαση της οποία και πάλι τα πραγματικά γεγονότα είναι παρόμοια  και ως εκ τούτου το σκεπτικό της υιοθετείται για τους σκοπούς της παρούσας είναι  η Αίτηση αρ. 6/2014 Ε.Δ. Λευκωσίας Σε πτώχευση: Αλκιβιάδης Θεοδοσιάδης ημερ. 11.12.2015 του κ. Λ. Καλογήρου, Π.Ε.Δ.  στην οποία σε σχέση με το ίδιο ζήτημα αναφέρει τα ακόλουθα:

 

« Έχω εξετάσει τα δεδομένα που περιβάλλουν την  υπόθεση και καταλήγω ότι ο Καθ' ου η Αίτηση έχει διαπράξει πράξη πτώχευσης, εφόσον παρέλειψε να συμμορφωθεί με την ειδοποίηση που του έχει επιδοθεί, όπως πιο πάνω αναφέρθηκε.  Η θέση του Χρεώστη πως η ειδοποίηση είναι παράτυπη δεν μπορεί να προωθείται στο στάδιο της αγόρευσης της συνηγόρου του, εφόσον τέτοια θέση δεν δικογραφήθηκε, ούτε προκύπτει από την ένσταση. Σε κάθε περίπτωση, θεωρώ ότι η ειδοποίηση είναι καθόλα έγκυρη και ισχυρή, αφού δεν λήφθηκε οποιοδήποτε διάβημα για τον παραμερισμό της.  Ο Χρεώστης είχε τη δυνατότητα να αμφισβητήσει την ειδοποίηση που του επιδόθηκε, καταχωρώντας σχετική αίτηση.  Είναι γνωστό πως μια ειδοποίηση πτώχευσης δεν παραμερίζεται μόνο για τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 3(1)(ε) του Κεφ. 5, που σχετίζονται  με ανταπαίτηση, ανταγωγή ή συμψηφισμό.  Έχει αναγνωριστεί πως όπου ο Χρεώστης επιθυμεί να εγείρει οποιοδήποτε άλλο θέμα όπως, για παράδειγμα εξόφληση, κατάχρηση ή οποιοδήποτε άλλο παρεμφερές ζήτημα, τότε είναι δυνατό να καταχωρίσει αίτηση για παραμερισμό της ειδοποίησης. Σε αυτή μάλιστα την περίπτωση η προθεσμία των τριών ημερών μέσα στην οποία πρέπει να καταχωρηθεί  η ένορκη δήλωση, η οποία επενεργεί ως μέτρο ακύρωσης, δεν ισχύει.  (Βλ. Αλωνεύτης ν. Alpha Bank Ltd (2010) 1 A.A.Δ 474 και Αναφορικά με τον Κώστα Αριστείδη, ECLI:CY:AD:2015:A355, Πολ. Έφεση Αρ. 199/2010 ημερ. 20.5.2015).

Υποδεικνύεται, συναφώς, πως στην αναφερθείσα Αγγλική αυθεντία In Re Low -πιο πάνω- δεν επιτράπηκε η καταχώριση της Ειδοποίησης από τον Πρωτοκολλητή, επειδή εκαλείτο με αυτήν ο Χρεώστης να πληρώσει δύο εξ αποφάσεως χρέη.  Στην έφεση που καταχώρισε ο Πιστωτής εναντίον της απόφασης του Πρωτοκολλητή, αποφασίστηκε πως δεν είναι δυνατό να περιληφθούν δύο εξ αποφάσεως χρέη σε μια ειδοποίηση, με βάση τις πρόνοιες των σχετικών διατάξεων της Αγγλικής νομοθεσίας. 

Στην κρινόμενη περίπτωση, η Ειδοποίηση Πτώχευσης εκδόθηκε και επιδόθηκε στον Χρεώστη, ο οποίος την παρέλαβε αδιαμαρτύρητα. 

Για τους πιο πάνω λόγους, καταλήγω ότι  ο προβληθείς λόγος ακυρότητας της αίτησης πτώχευσης, δεν ευσταθεί.

Δεδομένου ότι ο Καθ' ου η Αίτηση διέπραξε πράξη πτώχευσης, με τη μη συμμόρφωση του στην Ειδοποίηση των Αιτητών, καταλήγω ότι όλες οι προϋποθέσεις του περί Πτωχεύσεως Νόμου Κεφ. 5 έχουν ικανοποιηθεί.  Επισημαίνεται πως ο Καθ' ου, εγκαταλείποντας τους υπόλοιπους λόγους ένστασης, έχει αποδεχθεί την ύπαρξη των εξ αποφάσεως χρεών του, γεγονός που διαπιστώθηκε και από το Δικαστήριο από την αδιαμφισβήτητη μαρτυρία και  στη βάση των τεκμηρίων που έχουν κατατεθεί.  Σημειώνεται, περαιτέρω, πως τα ΜΕΜΟ που έχουν κατατεθεί στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λευκωσίας, με βάση το Τεκμήριο 7, δεν εξασφαλίζουν τις εξ αποφάσεως οφειλές του Καθ' ου, αφού με βάση την εκτίμηση Τεκμήριο 6, η συνολική αγοραία αξία της ακίνητης περιουσίας είναι μόνο €500.000 και η αξία καταναγκαστικής πώλησης €375.000.  Ενόψει και των άλλων επιβαρύνσεων στις οποίες γίνεται αναφορά, η αξία των ΜΕΜΟ προς όφελος των Αιτητών δεν αποτελεί ικανοποιητική εξασφάλιση, αφού παραμένει διαθέσιμο πολύ μικρό ποσό (€20.000) ενώ  τα εξ αποφάσεως χρέη, όπως αναφέρθηκε, υπερβαίνουν σήμερα τα €5.000.000. 

          Για όλους τους πιο πάνω λόγους η αίτηση επιτυγχάνει».

 

Επομένως οι σχετικές αιτιάσεις εκ μέρους του Καθ’ ου η αίτηση απορρίπτονται.    

 

Στους λόγους ένστασης 1 και 2 προβάλλεται ισχυρισμός περί  της ελαττωματικότητας  και του αβάσιμου της αίτησης και ότι η μαρτυρία που προσφέρουν οι Αιτητές δεν είναι αποδεκτή. Παρατηρώ εξ αρχής ότι ο εν λόγω λόγος ένστασης εγείρεται με πλήρη γενικότητα και αοριστία, χωρίς να εξειδικεύεται περαιτέρω είτε στους λόγους ένστασης είτε στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση και επομένως κρίνω ότι αυτοί δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εξέτασης και εκ προοιμίου απορρίπτονται. Θα προχωρήσω όμως να τους εξετάσω στο γενικότερο πλαίσιο που πρέπει να χαρακτηρίζει αυτής της φύσης τις αιτήσεις για σκοπούς πληρότητας.  

 

Η αίτηση μεταξύ άλλων στηρίζεται στη Δ.48 Θ.4(1) και στον Τύπο 47 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Αυτά ως προς την υποκατάσταση διαδίκου που επήλθε στην προκείμενη περίπτωση (βλ. σχετικά με το ζήτημα αυτό όσα αναφέρονται στην υπόθεση Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ v. Χρίστου Χαρίδη (2011) 1 Α.Α.Δ. 825). Επομένως ως προς το ζήτημα αυτό δεν βλέπω σύμφωνα με τη μαρτυρία που προσκομίστηκε οτιδήποτε το μεμπτό.

 

Ως προς την ικανότητα του κ. Παύλου Δημητρίου  να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα της αίτησης, σχετικό είναι το άρθρο 6(1) του Κεφ. 5 και οι Κανονισμοί 16 και 50.

 

Ειδικότερα το άρθρο 6(1) του Κεφ. 5 προνοεί πως «Αίτηση πιστωτή θα βεβαιώνεται από ένορκο δήλωση του πιστωτή ή από πρόσωπο για λογαριασμό του που γνωρίζει τα γεγονότα».

 

Σύμφωνα δε με τον Καν. 16 “Every application to the Court shall. be supported by affidavit verifying the facts relied upon”.

 

 Ενώ στον Καν. 50  γίνεται η ακόλουθη πρόνοια:

 

(1) Every creditor's petition shall be verified by affidavit.

(2) Any affidavit filed in support of the petition must be made by a person who can swear from his own knowledge to the truth of the facts to which he deposes”.

 

Ο κ. Δημητρίου στην ένορκο δήλωση που συνοδεύει την αίτηση ρητά αναφέρει την ιδιότητα του σε σχέση με τους Αιτητές, δηλώνει ότι είναι δεόντως εξουσιοδοτημένος από τους Αιτητές να προβεί σε ένορκο δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης και επιβεβαιώνει την αλήθεια των όσων αναφέρονται στην αίτηση, ισχυριζόμενος ότι τα γνωρίζει προσωπικά.

 

Είναι πρόδηλο, και έτσι αποφαίνομαι, ότι οι θέσεις του αυτές τον καθιστούν ικανό να προβεί στην εν λόγω ένορκο δήλωση, εντός της έννοιας του Κανονισμού 50 των περί Πτωχεύσεων Κανονισμών και η αίτηση γενικά πληροί όλες τις πιο πάνω πρόνοιες.

 

Επομένως, κρίνω ότι οι ως άνω λόγοι ένστασης δεν έχουν έρεισμα στα γεγονότα της υπόθεσης και απορρίπτονται.

 

Ως προς τον 3ον λόγο ένστασης όπου ο Καθ’ ου η αίτηση προβάλλει ότι το χρέος είναι εξασφαλισμένο και/ή ότι οι Αιτητές είναι πλήρως εξασφαλισμένοι παρατηρώ τα ακόλουθα:

 

Πράγματι ο Καθ’ ου η αίτηση επιχείρησε να παρουσιάσει στο Δικαστήριο μαρτυρία ότι το χρέος είναι πλήρως εξασφαλισμένο και αναφέρθηκε στις υποθήκες Υ1273/05 και Υ1273/08, στις εξασφαλίσεις της M.M.A.F ESTATES LTD (πρωτοφειλέτιδας), στο διάταγμα πτώχευσης που εκδόθηκε εναντίον της κ. Μυροφόρας Κωστή Φώτη καθώς στην περιουσία των άλλων εξ αποφάσεων οφειλετών δίδοντας σχετική μαρτυρία. Περαιτέρω, αναφέρθηκε στην διαδικασία πτώχευσης που εκκρεμεί εναντίον της κ. Ανδρούλλας Κωστή Φώτη και παρουσίασε εκτίμηση της αξίας της περιουσίας της.

 

Θα πρέπει να αναφερθεί ότι για να θεωρείται εξασφαλισμένος ο πιστωτής πρέπει η εξασφάλιση να παρέχεται από τον ίδιο τον οφειλέτη εναντίον του οποίου εγείρεται η πτωχευτική διαδικασία. Αν η εξασφάλιση παρέχεται από άλλο πρόσωπο, ο πιστωτής δεν κωλύεται να προχωρήσει εναντίον του οφειλέτη ως ανεξασφάλιστου πιστωτή.

 

Σχετική είναι η υπόθεση Οικονομίδης ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ,  (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ 1255, σύμφωνα με τα γεγονότα της οποίας, λόγω του ότι η ασφάλεια που κατείχε ο πιστωτής ήταν ασφάλεια επί της περιουσίας της εναγόμενης 1 κρίθηκε ότι αυτή δεν μπορούσε να καλύψει με κανένα τρόπο την περίπτωση του εφεσείοντα. Λέχθηκε δε ότι το γεγονός ότι ο εφεσείων ήταν ο μεγαλύτερος μέτοχος της εναγόμενης εταιρείας 1,  δεν αλλοίωνε την κατάσταση εν όψει της καθιερωμένης αρχής ότι η εταιρεία συνιστά ανεξάρτητη οντότητα ξεχωριστή και διαφορετική από εκείνη των μετόχων της.  Έτσι λοιπόν το Εφετείο στην υπόθεση αυτή έκρινε ότι δεν θεωρείται «ασφαλισμένος» ο πιστωτής εκείνος ο οποίος κατέχει μεν εξασφάλιση για το επίδικο χρέος αλλά όχι επί περιουσίας του συγκεκριμένου χρεώστη. 

 

Επομένως, η περιουσία ή η αξία της περιουσίας των άλλων εξ αποφάσεων οφειλετών δεν έχει καμία σημασία για την πτωχευτική διαδικασία που γίνεται εναντίον του εδώ Καθ’ ου η αίτηση. Έτσι, θα με απασχολήσει μόνο η αξία της περιουσίας του Καθ’ ου η αίτηση η οποία εξασφαλίζει το χρέος.

 

Οι Αιτητές προσέφεραν κατά την ακροαματική διαδικασία μαρτυρία σε σχέση με το θέμα της αξίας της εξασφάλισης καταθέτοντας το Τεκμ. 9, ήτοι Πιστοποιητικό Έρευνας Ακίνητης Ιδιοκτησίας στο οποίο καταγράφεται η εκτιμημένη από το Κτηματολόγιο αξία των ακινήτων του Καθ’ ου η αίτηση.

 

Σημειώνεται ότι το Δικαστήριο δεν  εξετάζει την πραγματική αγοραία αξία της εξασφάλισης του πιστωτή, εφόσον ικανοποιηθεί ότι η εκτίμηση που έχει ενώπιον του είναι πραγματική και όχι εικονική ή κατασκευασμένη (βλ. Μαρία Κυπριανού Μεσαρίτη v. Alpha Bank Cyprus Ltd, (2014) 1 Α.Α.Δ. 483).

 

Περαιτέρω, όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Σταυρινίδη v. Ελληνική Τράπεζα Λτδ,  2000 1(Α) ΑΑΔ 645, το Δικαστήριο σε αιτήσεις πτώχευσης δεν έχει υποχρέωση να ασχοληθεί ιδιαίτερα με την πραγματική αγοραία αξία της εξασφάλισης του πιστωτή, εφόσον ικανοποιηθεί ότι η εκτίμηση που έχει ενώπιον του είναι πραγματική και όχι εικονική ή κατασκευασμένη.

 

Το Δικαστήριο δεν οφείλει και δεν έχει υποχρέωση κατά την ακρόαση της αίτησης πτώχευσης να αποφασίσει κατά πόσο ο υπολογισμός της αξίας της εξασφάλισης του Πιστωτή/Αιτητή είναι ή όχι πραγματικός. Δεδομένου ότι ο υπολογισμός είναι ειλικρινής, το Δικαστήριο δεν θα διερευνήσει την ορθότητα του έστω και εάν το αποτέλεσμα τέτοιας έρευνας θα μπορούσε να δείξει ότι το μη ασφαλισμένο υπόλοιπο του χρέους δεν θα ήταν ικανό να παράσχει στήριγμα στην αίτηση.

 

Προς τούτο παραπέμπω στο  ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, 3η έκδοση, Τόμος 2, σελ.299, παρά.568:

 

“When a secured creditor presents a bankruptcy petition against a debtor, it is not for the court on the hearing of the petition to determine whether the estimate placed by him on the value of his security is a true estimate.  If the estimate is a genuine one the court will not inquire into its correctness, although the result of the inquiry might be to show that the unsecured balance of the debt was not sufficient to support the petition”.

 

Οι εκτιμήσεις του Κτηματολογίου (Τεκμ. 9)  είναι πραγματικές (Αξία Γενικής Εκτίμησης 1/01/2021) και σε κανένα σημείο της διαδικασίας δεν αμφισβητήθηκαν από τον Καθ’ ου η αίτηση και ούτε τέθηκε θέμα εικονικότητας  των εκτιμήσεων.

 

Στο Τεκμ. 10 καταγράφονται τα ακίνητα που βρίσκονται στο όνομα του Καθ’ ου η αίτηση, τα στοιχεία των ακινήτων, το μερίδιο ή το συμφέρον που κατέχει επί των ακινήτων, το επηρεαζόμενο μερίδιο στο κάθε ακίνητο, η αξία της γενικής εκτίμησης των ακινήτων ημερ. 1.01.2018 και ημερ. 1.01.2021 καθώς και όλα τα εμπράγματα βάρη, είτε αφορούν τους Αιτητές είτε άλλους πιστωτές.

 

Όπως προκύπτει από το Τεκμ. 10 η αξία της εξασφάλισης των Αιτητών, λαμβάνοντας υπόψη την εκτιμημένη αξία του συμφέροντος που έχει ο Καθ’ ου η αίτηση στο κάθε ακίνητο, τυχόν επιβαρύνσεις που προηγούνται (Υποθήκες και ΜΕΜΟ), η αξία των εξασφαλίσεων των Αιτητών εκτιμάται στο ποσό των €264,255,00 ενώ το χρέος των δύο αγωγών 726/2010 και 727/2010 ανέρχεται στο ποσό των €2.021.295,75. Είναι φανερό ότι οι Αιτητές παραμένουν ανεξασφάλιστοι για το υπόλοιπο ποσό.

 

Ακόμα και να υιοθετείτο η θέση του Καθ’ ου η αίτηση ότι η αξία της εξασφάλισης του ανέρχεται στο ποσό των €495.000,00 (όπως εκτιμήθηκαν από την εκτιμήτρια του κ. Στέφανη Σπύρου (Τεκμ. 35), είναι πρόδηλο ότι οι Αιτητές παραμένουν ανεξασφάλιστοι για το υπόλοιπο ποσό. Στην ουσία ο ισχυρισμός του Καθ’ ου η αίτηση ότι η αξία της εξασφάλισης του είναι €495.000,00 όπως προκύπτει από το Τεκμ. 35, αποδεικνύει από μόνο του ότι οι Αιτητές παραμένουν ανεξασφάλιστοι πιστωτές για το υπόλοιπο ποσό.  Σε κάθε περίπτωση δε οι Αιτητές παραμένουν ανεξασφάλιστοι για ποσό που ξεπερνά κατά πολύ τις €15.000,00 που προνοεί το άρθρο 5 (1) (α) του Κεφ. 5.

 

Επομένως ως προς τον  3ο λόγο ένστασης, ότι δηλαδή η αίτηση είναι καταχρηστική καθότι το χρέος είναι εξασφαλισμένο από την περιουσία της πρωτοφειλέτριας και/ή των άλλων εξ’ αποφάσεως οφειλετών επαναλαμβάνονται όσα καταγράφηκαν πιο πάνω και συγκεκριμένα ότι η εξασφάλιση πρέπει να παρέχεται από τον ίδιο τον οφειλέτη, εναντίον του οποίου εγείρεται η πτωχευτική διαδικασία. Όσα ανέφερε ο Καθ’ ου η αίτηση σε σχέση με τις εξασφαλίσεις των άλλων οφειλετών αυτά δεν επηρεάζουν την ουσία της παρούσας διαδικασίας. Ως προς το ειδικότερο ζήτημα της κατάχρησης θα πρέπει να ειπωθούν επιπρόσθετα και τα ακόλουθα:

Ο ισχυρισμός του Καθ’ ου η αίτηση στην παρ. 3.1. της Δήλωσης του (Έγγραφο Δ), ότι για τα ¾ υποθηκευμένα μερίδια του ακινήτου με αρ. εγγραφής 8/[ ] η εξασφάλιση προς τους Αιτητές είναι €4.632,075,00 κρίνω ότι δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια και ότι είναι παραπλανητικός. Ο λόγος που ο ισχυρισμός αυτός δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια είναι γιατί από το ίδιο το Τεκμ. 27 που παρουσίασε ο Καθ’ ου η αίτηση προκύπτει ότι στο ακίνητο με αρ. εγγραφής 8/23 έχουν καταχωριστεί αιτήσεις εγκλωβισμένων αγοραστών (ΑΕΑ) και επιπλέον φαίνονται τα πρόσωπα που έχουν αγοράσει κατοικίες και διαμερίσματα επί του εν λόγω ακινήτου. Όπως ο ίδιος ο Καθ’ ου η αίτηση παραδέχτηκε κατά την αντεξέτασή του, στο ακίνητο με αρ. εγγραφής 8/[ ] έχουν ανεγερθεί 4 κατοικίες και 2 πολυκατοικίες από 8 διαμερίσματα και ότι τα περισσότερα από αυτά έχουν πωληθεί σε τρίτα πρόσωπα και ότι μέχρι σήμερα δεν έχουν εκδοθεί ξεχωριστοί τίτλοι εγγραφής. Τα πρόσωπα αυτά φαίνονται στο Τεκμ. 27 είτε ως αγοραστές είτε επειδή έχουν καταχωρίσει αίτηση εγκλωβισμένου αγοραστή. Ο Καθ’ ου η αίτηση κατά την αντεξέτασή του ανέφερε σε ερώτηση που του έγινε ποια είναι τα διαμερίσματα/οικίες που δεν έχουν πωληθεί. Πιο συγκεκριμένα κατά την αντεξέτασή  του ο Καθ’ ου η αίτηση ανέφερε  ότι δεν έχουν πωληθεί τα Διαμερίσματα με αρ. 2,αρ.4,αρ. 7 και αρ.10. Προκύπτει από τα πιο πάνω ξεκάθαρα ότι  η αξία της Υποθήκη με αρ. Υ1273/05 περιορίζεται στις οικίες/διαμερίσματα που δεν έχουν πωληθεί και συνεπώς η αξία της Υ1273/05 είναι πολύ μικρότερη του ποσού των €4.632,075 που επικαλέστηκε ο Καθ’ ου η αίτηση. 

 

Σε σχέση με τον ισχυρισμό του Καθ’ ου η αίτηση στην παρ. 3.2. της Δήλωσης του (Έγγραφο Δ), αναφορικά με την αξία των ακινήτων με αρ. εγγραφής 0/[ ], 0/[ ] και 0/[ ]  ότι δήθεν η αξία τους είναι €1.067.000 όπως είχαν εκτιμηθεί από τον κ. Φιλώτα στις 21.02.2008 είναι φανερά παραπλανητικός  καθώς ο Καθ’ ου η αίτηση προσπαθεί με τον τρόπο να παρουσιάσει τα ποσά προς όφελος του και/ή με τρόπο που τον συμφέρει και όχι με βάση την πραγματικότητα. Συγκριμένα, όπως προκύπτει από την παρ. 5 της δήλωσης του κ. Αδάμου (Έγγραφο Γ),  και τα  Τεκμ. 14 και 15, τα ενυπόθηκα ακίνητα με αρ. εγγραφής 0/[ ], 0/[ ] και 0/[ ] πωλήθηκαν μέσω της διαδικασίας ανάκτησης/foreclosure για το ποσό των €401.000. Μετά την αφαίρεση τελών και φόρων εισπράχθηκε έναντι του χρέους το ποσό των €324.128,33. Το γεγονός ότι εκτιμήθηκε για μεγαλύτερο ποσό το 2008 δεν έχει καμία σημασία και ούτε αποτελεί την πραγματική αξία της εξασφάλισης των Αιτητών.

 

Σε σχέση με τον ισχυρισμό του Καθ’ ου η αίτηση ότι η αξία της περιουσίας της κ. Μυροφόρας Κωστή Φώτη ανέρχεται στο ποσό των €1.258.000,00 κρίνω ότι δεν δύναται να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Και τούτο διότι όπως προέκυψε από την μαρτυρία: (α) η διανομή της περιουσίας της Καθ’ ης αίτηση δε έχει αρχίσει από τον Επίσημο Παραλήπτη, (β)  η κ. Στέφανη Σπύρου που εκτίμησε στις 23.6.2023 την αξία της περιουσίας της κατέληξε μόνο στην «αγοραία αξία» των ακινήτων της και όχι στην καταναγκαστική αξία και (γ)  δεν έλαβε υπόψη άλλους πιστωτές που προηγούνται επί των εξασφαλίσεων των Αιτητών. Ως εκ τούτου είναι πρόδηλο, ότι η εξασφάλιση των Αιτητών στην περιουσία της κ. Μυροφόρας είναι για πολύ μικρότερο ποσό από αυτό που παρουσίασε ο Καθ’ ου η αίτηση.

 

Σε σχέση τώρα με τον 4ον λόγο ένστασης του Καθ’ ου η αίτηση  ο οποίος αφορά την απόφαση που εκδόθηκε μετά από αίτηση δόλιων μεταβιβάσεων, την οποία ο Καθ’ ου η αίτηση έχει εφεσιβάλει, και τον ισχυρισμό ότι σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης θα επανεγγραφούν τα  ακίνητα που την αφορούν στον υιό του Καθ’ ου η αίτηση πρόκειται για ζήτημα που ήδη αποφασίστηκε με προγενέστερη ενδιάμεση απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου ημερ. 8.01.2024 και δεν προωθήθηκε από τον Καθ’ ου η αίτηση κατά την ακρόαση της κυρίως υπόθεσης.

 

Σε σχέση με τον 5ον λόγο ένστασης, ότι η διαδικασία είναι κακόπιστη και/ή εκδικητική και/ή αποτελεί κατάχρησης και/ή μέσω αυτής επιχειρείται ο εκβιασμός του Καθ’ ου η αίτηση για πληρωμή του εξ’ αποφάσεως χρέους,  παρατηρώ τα ακόλουθα:

 

Όπως έχει επισημανθεί στην υπόθεση London Clubs Ltd και Ritz Casino Ltd. v. Ρόδου Παπαδόπουλου, (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1699, σκοπός της πτωχευτικής διαδικασίας δεν είναι ο εξαναγκασμός του χρεώστη να ξοφλήσει το χρέος του, αλλά η προστασία και διασφάλιση της περιουσίας του υπό πτώχευση ώστε να χρησιμοποιηθεί όπως ο νόμος ορίζει για την ικανοποίηση εξ ολοκλήρου ή μερικώς και κατ’  ισονομία όλων των πιστωτών.

 

Η εν λόγω υπόθεση υιοθετήθηκε στην υπόθεση Πετράκης v. Κίμωνος,  (2006) 1(B) A.A.Δ. 1311, στην οποία λέχθηκαν τα εξής:

 

«Το όλο θέμα είναι θέμα γεγονότων. Εκεί όπου δεν υπάρχουν στοιχεία δόλου ή αθέμιτης εξασφάλισης χρημάτων ή πλεονεκτημάτων προς όφελος του συγκεκριμένου αιτητή-πιστωτή και εις βάρος του χρεώστη και των άλλων πιστωτών του, αίτηση εκδόσεως διατάγματος παραλαβής δεν θεωρείται ότι γίνεται για παράλληλο και αθέμιτο σκοπό ή κατά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, έστω και αν έχει σαν συνεπαγόμενο αποτέλεσμα κάποιο πλεονέκτημα για τον πιστωτή».

 

Στην Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Rashit v. Παπόρη ECLI:CY:AD:2018:A274, Πολιτική Έφεση αρ.198/2012, ημερ. 6.06.2018, ECLI:CY:AD:2018:A274 υποδείχθηκαν τα εξής:

 

«Στην πρόσφατη απόφαση Μ.Α.Ν.Ι. Παναγιώτου Λτδ ν. 1. Plyntex Public Limited κ.ά. Ποιν. Έφ. 11/2015, ημερ. 11.9.2017, ποινικής υφής, ακολουθήθηκε ο λόγος της Πλήρους Ολομέλειας στη Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμου - ανωτέρω - ως προς το ότι το ελατήριο ενός παραπονουμένου προσώπου είναι άσχετο καθότι η δίωξη αυτή καθ΄ αυτή δεν σκοπεί στην είσπραξη της απαίτησης. Το ίδιο και εδώ, κατ΄ αναλογία, έχοντας υπόψη και το ότι η πτωχευτική διαδικασία είναι μια sui generis διαδικασία χαρακτηριζόμενη ως οιωνεί ποινικού χαρακτήρα (Williams & Hunter on Bankruptcy, 12η έκδ. σελ. 1), όπου ο εφεσείων μη έχοντας άλλη επιλογή, προώθησε την πτώχευση του εφεσίβλητου νομίμως για να προστατεύσει και τα δικά του συμφέροντα. Το γεγονός ότι ένας πιστωτής λαμβάνει την πρωτοβουλία για την πτώχευση χρεώστη, συνεπαγόμενο κάποιο πλεονέκτημα σ΄ αυτόν, δεν θεωρείται ως ισοδύναμο με τη χρήση αθέμιτου σκοπού ή παράλληλης καταχρηστικής διαδικασίας, (Πετράκης ν. Κίμωνος (2006) 1 Α.Α.Δ. 1311). Χρειάζεται να αποδειχθεί δόλος ή αθέμιτη εξασφάλιση χρημάτων προς όφελος του συγκεκριμένου πιστωτή. Τέτοια στοιχεία ή δεδομένα εδώ δεν υπάρχουν».

 

Το θέμα της ύπαρξης κατάχρησης από μέρους πιστωτή είναι θέμα γεγονότων και όπως προκύπτει από την ανωτέρω προσαχθείσα νομολογία χρειάζεται να αποδειχθεί δόλος ή αθέμιτη εξασφάλιση χρημάτων προς όφελος συγκεκριμένου πιστωτή. Όσα αναφέρονται ως λόγος ένστασης και προβλήθηκαν κατά την ακρόαση της αίτησης, κατά την αντίληψη μου δεν συνιστούν κατάχρηση της διαδικασίας. Ούτε προέκυψε οτιδήποτε, με βάση τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, που να δίδει οποιαδήποτε βάση στην εισήγηση ότι η παρούσα διαδικασία είναι εκδικητική ή καταχρηστική. Η ενέργεια των Αιτητών να καταχωρίσουν την παρούσα αίτηση εναντίον του Καθ’ ου η αίτηση σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί κακόπιστη και εκδικητική.  

 

Προβλήθηκε από τον Καθ’ ου η αίτηση ζήτημα ως προς την επανασύνταξη των αποφάσεων των αγωγών 726/2010 και 727/2010 Ε.Δ. Αμμοχώστου  (Τεκμ. 1, 2 και 3) και/ή θέση ότι δεν καταχωρίστηκαν στον φάκελο των αγωγών οι σχετικές Ειδοποιήσεις Υποκατάστασης που προνοεί το άρθρο 18 του Νόμου του 2015 (Ν.169(I) /2015).

 

Τέτοιοι λόγοι όμως θα έπρεπε να περιλαμβάνονταν με σαφήνεια στους λόγους ένστασης ή στην ένορκη δήλωση αυτής. Παρόλα αυτά κατά την αντεξέταση του κ. Αδάμου, ο Καθ’ ου η αίτηση αμφισβήτησε έντονα ότι στον φάκελο των αγωγών 726/2010 και 727/2010 είχαν καταχωριστεί οι σχετικές ειδοποιήσεις που προνοεί το άρθρο 18 του Νόμου του 2015 (Ν.169(I)/2015) και ισχυρίστηκε ότι η επανασύνταξη των αγωγών 726/2010 και 727/2010 (Τεκμ. 1, 2 και 3),  έγιναν στην απουσία των εν λόγω ειδοποιήσεων. Επιτράπηκαν οι σχετικές υποβολές παρά την ένσταση που υποβλήθηκε εφόσον επρόκειτο για μαρτυρία που το ίδιο το Δικαστήριο θα μπορούσε να διαπιστώσει ανατρέχοντας στον σχετικό φάκελο του Δικαστηρίου ως είχε την δυνατότητα.  

 

Να επισημανθεί ότι αντίγραφα των Ειδοποιήσεων Υποκατάστασης καταχωρίστηκαν από τον κ. Αδάμου στην ακροαματική διαδικασία  ως Τεκμ. 19 και 20. Από αυτά προκύπτει και/ή είναι πρόδηλο ότι έχουν καταχωριστεί στις 21.06.2019 στον φάκελο των αγωγών 726/2010 και 727/2010. Η επανασύνταξη των αποφάσεων έγινε στις 3.10.2022. Στο Δικαστήριο καταχωρίστηκαν ως Τεκμ. 1, 2 και 3 οι επανασυνταγμένες  αποφάσεις, σφραγισμένες και υπογραμμένες από τον Πρωτοκολλητή και συνεπώς  τεκμαίρεται ότι έχουν επανασυνταχθεί νομότυπα. Με βρίσκει σύμφωνο η άποψη του ευπαίδευτου συνηγόρου των Αιτητών ότι εάν ο Καθ’ ου η αίτηση αμφισβητούσε την εγκυρότητα και/ή νομιμότητα της επανασύνταξης των αποφάσεων, όφειλε να προχωρήσει  με αίτηση για ακύρωση της επανασύνταξης, και όχι να το εγείρει για πρώτη φορά στο στάδιο της αντεξέτασης του μάρτυρα σε διαδικασία πτώχευσης.

 

Παρόλο ότι ο Καθ’ ου η αίτηση ζήτησε χρόνο για να κλητεύσει τον Πρωτοκολλητή Ε.Δ. Αμμοχώστου για να προσφέρει μαρτυρία και να αποδείξει τον πιο πάνω ισχυρισμό του (ότι δηλαδή στον φάκελο των αγωγών δεν έχουν καταχωρηθεί οι ειδοποιήσεις), τελικά αποφάσισε να μην τον παρουσιάσει. Και τούτο διότι προφανώς γνώριζε ότι στον φάκελο των αγωγών βρίσκονται καταχωρημένες οι σχετικές ειδοποιήσεις.

 

Εκτός του ότι ο πιο πάνω ισχυρισμός δεν εγείρεται ως λόγος ένστασης και άρα το Δικαστήριο θα πρέπει να τον αγνοήσει, ο πιο πάνω ισχυρισμός είναι εντελώς αβάσιμος και αναληθής και  ως εκ τούτου απορρίπτεται.

 

Στη βάση της πιο πάνω ανάλυσης μου είναι πρόδηλη η αποδοχή της μαρτυρίας των Αιτητών  στην ολότητα της η οποία χαρακτηριζόταν από συνοχή, πειστικότητα και ήταν αρκούντως τεκμηριωμένη – σε συσχετισμό με την έγγραφη μαρτυρία που προσκομίστηκε -   και απόλυτα σχετική με τη μαρτυρία που απαιτείτο προς απόδειξη των απαιτούμενων προϋποθέσεων αυτής της φύσεως των αιτήσεων. Αντίθετα, η μαρτυρία της πλευράς του Καθ’ ου η αίτηση  αποσπασματική και αναπροσαρμοζόμενη και μη τεκμηριωμένη ως προς τον βασικό λόγο ένστασης του εξασφαλισμένου δηλαδή χρέους δεν γίνεται αποδεκτή.

Θα εξετάσω στη συνέχεια αν οι Αιτητές είναι οι πιστωτές στην έννοια του Νόμου αν και δεν αμφισβητήθηκε ότι αυτοί είναι πράγματι πιστωτές.  

 

Οι αποφάσεις στις αγωγές 726/2010 και 727/2010 (Τεκμ. 1, 2 και 3), εκδόθηκαν προς όφελος της Bank of Cyprus Public Company Limited. Οι Αιτητές είχαν αναλάβει τη διαχείριση των συγκεκριμένων χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων, συναφών συμφωνιών εξασφαλίσεων - εγγυήσεων και συναφών θεμάτων από την Bank of Cyprus Public Company Limited.

 

Ο Καθ’ ου η αίτηση πληροφορήθηκε δεόντως για τη μεταφορά των επίδικων πιστωτικών διευκολύνσεων του από την Τράπεζα Κύπρου στους Αιτητές δυνάμει επιστολών πρόθεσης πώλησης πιστωτικών διευκολύνσεων και σχετικής ειδοποίησης (“goodbye Letter”) που τους στάλθηκαν από την Bank of Cyprus Public Company Limited (Σχετ. το Τεκμ. 17) και δυνάμει σχετικής ειδοποίησης (“hello Letter”) από τους Αιτητές (Σχετ. το Τεκμ. 18). 

 

Στους φακέλους των Αγωγών 726/2010 και 727/2010 καταχωρίστηκε η δια νόμου ειδοποίηση για την υποκατάσταση της Bank of Cyprus Public Company Limited από την Αιτήτρια (Σχετ. τα Τεκμ. 19 και 20). Βάσει των εν λόγω ειδοποιήσεων, οι Αιτητές έχουν αυτόματα αντικαταστήσει και υποκαταστήσει από εκείνη την ημέρα την Bank of Cyprus Public Company Limited στις πιο πάνω αναφερόμενες αποφάσεις και  επομένως βρίσκω ότι νομιμοποιούνται στην προώθησή της παρούσας αίτησης.

 

Περαιτέρω, οι Αιτητές κλήτευσαν τον Πρωτοκολλητή του Ε.Δ. Λευκωσίας και παρουσίασε από τον φάκελο της Αίτησης 372/2019 πιστό αντίγραφο του Διατάγματος ημερ. 23.05.2019  (Τεκμ. 25), με το οποίο επικυρώθηκε το Σχέδιο Διακανονισμού μεταξύ της Τράπεζας Κύπρου και των Αιτητών. Από τα παραρτήματα του Τεκμ. 25 προκύπτει ότι τόσο οι αγωγές 726/2010 και 727/2010 όσο και οι λογαριασμοί με αρ. [ ], με αρ. [ ], με αρ. [ ] που σχετίζονται με τις αγωγές, έχουν μεταφερθεί από την Bank of Cyprus Public Company Limited στους Αιτητές.

 

Εκπλήρωση των προϋποθέσεων για την έκδοση Διατάγματος Πτώχευσης:

 

Με βάση την μαρτυρία που δόθηκε προκύπτει ότι το οφειλόμενο χρέος σήμερα ανέρχεται στο ποσό των €2.021.295,75σ.  με τόκο ως οι αποφάσεις. Αυτό που έχει σημασία είναι το ποσό του χρέους μετά την αφαίρεση των εξασφαλίσεων. Με όσα κατέγραψα πιο πάνω, τα οποία δεν χρειάζεται να επαναληφθούν και εδώ, είναι φανερόν ότι στην υπό κρίση υπόθεση είναι πρόδηλο ότι το οφειλόμενο χρέος προς τους Αιτητές μετά την αφαίρεση των εξασφαλίσεων είναι πολύ μεγαλύτερο των €15.000,00.

 

Έχοντας υπόψη την ένορκο μαρτυρία που προσκομίστηκε από την πλευρά των Αιτητών, η οποία δεν αμφισβητήθηκε από τον Καθ’ ου η αίτηση τα ακόλουθα καθίστανται ευρήματα μου τα οποία κατά την κρίση μου εκπληρώνουν όλες τις προϋποθέσεις που θέτει ο Νόμος για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος το οποίο σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να κριθεί ως καταχρηστικό ή καταπιεστικό για τον Καθ’ ου η αίτηση (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση Πτώχευσης του Σ. Συμεών Πολ. Έφεση Αρ. 348/2013 Ημερ. 15.12.2020), ECLI:CY:AD:2020:A439:

 

-       Στις 25.01.2023 εκδόθηκε εναντίον του Καθ’ ου η Αίτηση η Ειδοποίηση Πτώχευσης με αρ. 1/2023 η οποία επιδόθηκε σε αυτόν προσωπικά στις 30.01.2023. (Σχετ. η Ένορκος Δήλωσης της κ. Φωτεινής Λάρκου, αρμόδιας Πρωτοκολλητού ημερ. 19.09.2023 η οποία έγινε από κοινού παραδεκτή). 

 

-       Ο Καθ’ ου η αίτηση διέπραξε πράξη πτώχευσης στις 7.02.2023 όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 3(1) (ε) του Κεφ. 5.

 

-       Η Αίτηση Πτώχευσης καταχωρίστηκε στις 17.02.2023 δηλαδή εντός της προθεσμίας των έξι (6) μηνών που προβλέπεται από το άρθρο 5(1)(γ) του Κεφ. 5 και επιδόθηκε προσωπικά στον Καθ’ ου η αίτηση στις 28.02.2023 ( Σχετ. το Έγγραφο Α).

 

-       Σύμφωνα με την απόδειξη ημερ. 7.02.2023, η οποία κατατέθηκε ως  Τεκμ. 8, έχει καταβληθεί το ποσό των €500,00 ως δικαιώματα πτωχεύσεως.

 

-       Σύμφωνα με το Πιστοποιητικό ημερ.19.02.2022 της Υπηρεσίας Αφερεγγυότητας του Κλάδου Πτωχεύσεων και Εκκαθαρίσεων Εταιρειών του Τμήματος Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη, το οποίο έχει κατατεθεί ως Τεκμ. 7,  βεβαιώνεται πως αναφορικά με τον Καθ’ ου η αίτηση δεν έχει υποβληθεί αίτηση και ούτε βρίσκεται σε ισχύ προσωπικό σχέδιο αφερεγγυότητας ή προστατευτικό διάταγμα και επομένως πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 4 (1) του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ. 5.

 

-       Η αίτηση πτώχευσης έχει επιδοθεί στον Επίσημο Παραλήπτη, στον Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, στον Διευθυντή του Τμήματος Εμπορικής Ναυτιλίας, στον Γενικό Διευθυντή Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου και στον Διευθυντή του Τμήματος Οδικών Μεταφορών (Σχετ. στο Έγγραφο Α).

 

-       Το χρέος είναι εκκαθαρισμένο ποσό και προέρχεται από τις Δικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν στα πλαίσια της Αγωγής με αρ. 726/2010 ημερ. 6.02.2017 και ημερ. 8.03.2019 και Αγωγής αρ. 727/2010 ημερ. 8.5.2017 (Σχετ. τα Τεκμ. 1, 2 και 3).

 

-       Μετά την έκδοση των εν λόγω Δικαστικών αποφάσεων εισπράχθηκε στις 27.11.2023 έναντι του εξ αποφάσεως χρέους της αγωγής 726/2010 το ποσό των €324.128,33σ. δυνάμει της διαδικασίας ανάκτησης/foreclosure και το σημερινό υπόλοιπο ανέρχεται στο ποσό των €2.021.295,75σ.  με τόκο ως οι αποφάσεις (Σχετ. τα Τεκμ. 5, 6 και 13).

 

-       Τα ποσά των πιο πάνω αποφάσεων οφείλονται στους Αιτητές με επιφύλαξη του ποσού των €264.255,00 ως αξία της υποθήκης με αρ. Υ2173/08 και των ΜΕΜΟ υπ’ αρ. ΕΒ708/2022, ΕΒ709/2022, EB1044/2017, EB500/2019 και ΕΒ721/2022. Σχετική μαρτυρία για την αξία των επιβαρύνσεων  δόθηκε από τον κ. Αδάμου (Σχετ. και τα Τεκμ. 9 και 10). Αποτελεί πάγια θεμελιωμένη αρχή πως όταν εξασφαλισμένος πιστωτής καταχωρεί αίτηση πτώχευσης, το Δικαστήριο δεν έχει την υποχρέωση να εξετάσει αν ο προβαλλόμενος υπολογισμός της αξίας μιας εξασφάλισης στην οποία έχει προχωρήσει ο Αιτητής είναι πραγματικός ή όχι. Από τη στιγμή που το Δικαστήριο καταλήγει ότι η εκτίμηση είναι πραγματική και όχι εικονική, δεν πρέπει να προχωρήσει στη διερεύνηση της ορθότητας της εκτίμησης, έστω και αν το αποτέλεσμα της έρευνας θα μπορούσε να αποδείξει ότι το μη εξασφαλισμένο υπόλοιπο του χρέους δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει την αίτηση (Σταυρινίδης ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (πιο πάνω)  και Ex parte Voss in Re Boutton (1905) 1 K.B. 602). Προκύπτει από την αναντίλεκτη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου ότι ούτε οι εναπομείνασες υποθήκες ούτε και οι επιβαρύνσεις (ΜΕΜΟ) είναι ικανοποιητικές για την εξασφάλιση του χρέους προς τους Αιτητές.

 

-       Ακόμα και να υιοθετείτο η θέση του Καθ’ ου η αίτηση ότι η αξία της εξασφάλισης του ανέρχεται στο ποσό των €495.000,00 (όπως είναι η εκτίμηση της κ. Στέφανης Σπύρου  για την αγοραία αξία (Τεκμ. 35), είναι πρόδηλο ότι οι Αιτητές παραμένουν ανεξασφάλιστοι για το υπόλοιπο ποσό.

 

-       Είναι ακόμα πρόδηλο ότι το χρέος που παραμένει ανεξασφάλιστο ξεπερνά κατά πολύ το ποσό των €15.000,00 που προνοεί το άρθρο 5(1)(α) του Κεφ. 5. Οι Αιτητές μπορούν να γίνουν δεκτοί ως πιστωτές στην έκταση του υπόλοιπου προς αυτούς οφειλόμενου χρέους (βλ. Νεοκλέους v. Alpha Bank, (2014) 1 (B) A.A.Δ. σελ. 1700) στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Σύμφωνα με το Άρθρο 32 του Νόμου, ασφαλισμένος πιστωτής σημαίνει πρόσωπο το οποίο κατέχει υποθήκη ή ενέχυρο, ή επιβάρυνση ή δικαίωμα επίσχεσης επί της περιουσίας του χρεώστη ή σε οποιοδήποτε μέρος της, ως ασφάλεια για χρέος που του οφείλεται από τον χρεώστη (Williams & Hunter on Bankruptcy, 19η έκδοση, σ. 525, Halsbury' s Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 3, §. 318-319 και 785).

 

Πιστωτής θεωρείται εξασφαλισμένος αν, μεταξύ άλλων, έχει επιβάρυνση επί της περιουσίας του οφειλέτη. Η ύπαρξη εξασφάλισης οφειλής, δεν συνιστά από μόνη της κώλυμα για προώθηση αίτησης για έκδοση διατάγματος παραλαβής.

 

Το Άρθρο 5(2) του Νόμου οριοθετεί τον τρόπο ενέργειας του αιτητή σε σχέση με το θέμα των εξασφαλίσεων, ορίζοντας ότι, στην περίπτωση όπου πιστωτής δεν δηλώνει ότι προτίθεται να παραιτηθεί από την εξασφάλιση του, έχει την υποχρέωση να δώσει κάποιο υπολογισμό της αξίας της εξασφάλισης η οποία έχει δοθεί.  Σε κάθε όμως περίπτωση, είναι δυνατή η προώθηση αίτησης πτώχευσης παρά την ύπαρξη εξασφάλισης, ενόσω μάλιστα η παράλειψη δήλωσης εκ μέρους του πιστωτή δεν αποβαίνει αφ' εαυτής μοιραία για την αίτηση πτώχευσης (Παπαδόπουλος ν. Οργαν. Χρημ. Παγκυπριακής Λτδ (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1716)».

 

Αντίθετα δεν με βρίσκουν σύμφωνο και απορρίπτονται όλες οι αιτιάσεις που προβλήθηκαν ως λόγοι ένστασης εκ μέρους του Καθ’ ου η αίτηση για τους λόγους που εξήγησα πιο πάνω. 

Με όσα προσπάθησα να εξηγήσω πιο πάνω η αίτηση επιτυγχάνει. Εκδίδεται διάταγμα πτώχευσης του Καθ’ ου η αίτηση Μάρκου Κωστή Μάρκου άλλως Μάρκου Φώτη άλλως Μάρκου Κωστή Φώτη (Α.Τ. 517867). Ο επίσημος Παραλήπτης διορίζεται παραλήπτης /διαχειριστής  της περιουσίας του. Ο Καθ’ ου η αίτηση διατάσσεται όπως αμέσως παρουσιαστεί στο Γραφείο του Επίσημου Παραλήπτη για τα περαιτέρω.

Δίδονται οδηγίες όπως οι Αιτητές παραδώσουν αντίγραφο της αίτησης και του διατάγματος πτώχευσης στον Επίσημο Παραλήπτη εντός 10 ημερών από τη σύνταξη του παρόντος διατάγματος. Δίδονται περαιτέρω οδηγίες όπως οι Αιτητές παραδώσουν αντίγραφο του διατάγματος πτώχευσης στον Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, στον Διευθυντή του Υφυπουργείου Ναυτιλίας, στον Γενικό Διευθυντή του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου και στον Γενικό Διευθυντή του Τμήματος Οδικών Μεταφορών σύμφωνα με το άρθρο 5 (1)(ζ) του Κεφ. 5 όπως έχει τροποποιηθεί. 

Το παρόν διάταγμα να δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και να αναρτηθεί στην ιστοσελίδα του Επίσημου Παραλήπτη κατά τον καθορισμένο τρόπο.

Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των Αιτητών  και εναντίον του Καθ’ ου η αίτηση ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

                                                               (Υπ.) Χρίστος Φιλίππου

                                                                                                            Χρίστος Φιλίππου, Π.Ε.Δ.

Πιστό αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο