ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρήστου Γ. Φιλίππου, Π.Ε.Δ.

                                                                               Αρ. Αίτησης ΠΣΑ:     8/2022 (i-Justice)

 

Αναφορικά με τον περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμο του 2015

και

Αναφορικά με την  Στυλιανή Δημοσθένους

Καθ’ ης η αίτηση/Χρεώστιδα

Ημερομηνία: 13 Φεβρουαρίου, 2024

 

Εμφανίσεις:

Για Αιτητές/Πιστωτές Κυπριακή Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ : Η κ. Τζιοβάννα Α. Κουλουντή για Στέλιος Στυλιανίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε. 

Για Καθ’ ης η αίτηση/Χρεώστιδα: Ο κ. Σταύρος Σταυρινίδης

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(σε αίτηση ακύρωσης ημερομηνίας 21.04.2023 Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής (ΠΣΑ)

 

Με αίτηση της η Κυπριακή Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ (στη συνέχεια «οι Αιτητές»), ως αυτή υποκατέστησε τη Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ (στη συνέχεια «ΣΕΔΙΠΕΣ») σε όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις σε σχέση με όλες τις πιστωτικές διευκολύνσεις και συναφείς εξασφαλίσεις που κατείχε ως δανειστής, συνεπώς και όσες προκύπτουν από το επίδικο ΠΣΑ, δυνάμει μεταξύ τους Συμφωνίας Μεταβίβασης Περιουσιακών Στοιχείων ημερομηνίας 07.10.2022. Με την υπό κρίση αίτηση της αιτείται διάταγμα με το οποίο να ακυρωθεί το Διάταγμα ημερομηνίας 03.04.2023, δια του οποίου επιβλήθηκε στους Αιτητές/Πιστωτές το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής (στη συνέχεια «ΠΣΑ») σε σχέση με την Χρεώστιδα/ Στυλιανή Δημοσθένους (στη συνέχεια «η Χρεώστιδα»), το οποίο οι Πιστωτές απέρριψαν κατά την συνέλευση πιστωτών που έλαβε χώρα την 21.02.2023. Επιπλέον αξιώνει τα έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., πλέον τα έξοδα επίδοσης.

Η αίτηση βασίζεται στις πρόνοιες του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμου, Ν. 65(Ι)/2015 (στη συνέχεια «ο Νόμος»), ειδικότερα αλλά χωρίς περιορισμό, στα άρθρα 41-75, στον περί Πτώχευσης Νόμο, Κεφ.5, στον περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμο του 1965 και στον περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2016 (5/2016) Κανονισμοί 4, 5, 10, 15, 16, 22, 23 και 24 και επί των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας Διατ. 48, Καν. 1, 2, 3, 5 και 9, καθώς επίσης και στις συμφυείς εξουσίες, διακριτική ευχέρεια και πρακτική του Δικαστηρίου.

Με την αίτηση προβάλλονται διάφοροι λόγοι για τους οποίους το Διάταγμα Επιβολής ΠΣΑ ημερ. 03.04.2023 θα πρέπει να ακυρωθεί. Η αίτηση υποστηρίζεται με ένορκο δήλωση την  οποία υπογράφει ο κ. Μάριος Καρακόκκινος (στη συνέχεια η «Ε/Δ Καρακόκκινου»). Η Καθ’ ης η αίτηση καταχώρισε ένσταση προβάλλοντας διάφορους λόγους για τους οποίους η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί την οποία υποστηρίζει η ίδια η κ. Δημοσθένους με ένορκο δήλωση της (στη συνέχεια η «Ε/Δ Αιτήτριας»).   

Προς αποφυγή επανάληψης, αποφεύγω την εδώ καταγραφή γεγονότων  και ισχυρισμών επί  αυτών, όπως προβάλλονται στις ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν αντίστοιχα την αίτηση και την ένσταση, εφόσον όσα από αυτά χρειάζεται θα τύχουν σχολιασμού κατά την ανάλυση που θα ακολουθήσει.

 

ΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ:

 

Η ακροαματική διαδικασία της αίτησης έγινε στη βάση των εκατέρωθεν ισχυρισμών που προβλήθηκαν στις ένορκες δηλώσεις προς υποστήριξη της αίτησης και της ένστασης αντίστοιχα. Στην εμπεριστατωμένη αγόρευσή της, η ευπαίδευτος συνήγορος των Αιτητών  (Κυπριακής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ), έκανε εκτεταμένη παραπομπή τόσο στα γεγονότα της υπόθεσης όσο και στα διάφορα νομικά ζητήματα που άπτονται των διαφόρων ζητημάτων που τέθηκαν προς συζήτηση. Για την Καθ’ ης η αίτηση ο ευπαίδευτος συνήγορος της υιοθέτησε τους λόγους της ένστασης της και την ένορκο δήλωση που την υποστηρίζει. Εισηγήθηκε ότι ορθά εκδόθηκε το Διάταγμα Επιβολής  και ότι η διαδικασία που προηγήθηκε είναι σύμφωνη με τις πρόνοιες του Νόμου και ότι σε καμιά περίπτωση δεν δύναται να παραμεριστεί αυτό αφού δεν πληρείται κανένας από τους λόγους που ο ίδιος ο Νόμος θέτει. Πρόσθετα προς υποστήριξη των θέσεων τους οι ευπαίδευτοι συνήγοροι με παρέπεμψαν σε σχετικές, κατά την άποψη τους, αποφάσεις.   Όπου χρειαστεί στη συνέχεια θα επανέλθω στις εισηγήσεις των δύο πλευρών και θα τύχουν του ανάλογου σχολιασμού έχοντας υπόψη όσα επιτάσσει η νομολογία μας ότι δηλαδή δεν χρειάζεται να καταγραφούν όλα όσα οι συνήγοροι των δύο πλευρών έθεσαν ενώπιον μου, περιοριζόμενος σε όσα αφορούν αποκλειστικά και μόνον τα προς εξέταση επίδικα ζητήματα (βλ. Οδυσσέα v. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490, Ανδρονίκου κ.ά. v. Δημοκρατίας, (2008) 2ΑΑΔ, 486, την Έφεση Αρ. 22/2018 του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου Μ.Φ.Χ. v. Μ.Χ. με ημερ.28.09.2021 και την απόφαση στην υπόθεση και πάλι του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου στην Έφεση Αρ. 20/2020 Γ.Λ. v. Χ.Ι. ημερ. 15.12.2021). 

 

ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΟΥ ΔΙΕΠΕΙ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΚΑΙ ΥΠΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΤΗΣ Σ’ ΑΥΤΟ:

Η αίτηση βασίζεται κυρίως στις πρόνοιες του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμου, Ν. 65(Ι)/2015 (στη συνέχεια «ο Νόμος»). Αποσκοπεί ουσιαστικά στην ακύρωση από το Δικαστήριο του Διατάγματος, ημερομηνίας 03.04.2023, δια του οποίου, κατόπιν μονομερούς αίτησης διατάχθηκε η μη συναινετική επιβολή του ΠΣΑ 08/202 στους πιστωτές της Καθ’ ης η αίτηση/ Χρεώστιδας.

Σκοπός του Νόμου  όπως αυτός φαίνεται και στο προοίμιο του, ήταν η θέσπιση έκτακτων μέτρων από το κράτος σε ανταπόκριση της οξείας οικονομικής κρίσης που προέκυψε από το 2012, με σκοπό να διαφυλάξει τα δικαιώματα αλλά και να προστατεύσει τόσο τον χρηματοπιστωτικό τομέα, όσο και το κοινωνικό σύνολο, με επιδίωξη την εξασφάλιση προστασίας του δημοσίου συμφέροντος.

Απώτερος σκοπός του νομοθέτη κατά τους Αιτητές, με τους οποίους και συμφωνώ, ήταν η επαναφορά της ισορροπίας μεταξύ των δικαιωμάτων των χρεωστών και πιστωτών με τη θέσπιση δίκαιων και βιώσιμων σχεδίων αποπληρωμής, με τα οποία οι αφερέγγυοι χρεώστες θα υποβοηθούνταν με τις οφειλές τους, περιλαμβανομένης και της δυνατότητας διαγραφής οφειλών, κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις και στη βάση καθορισμένης διαδικασίας, έτσι ώστε να αποφεύγεται η πτώχευση και να διευκολύνεται η ενεργός συμμετοχή των προσώπων αυτών στην οικονομική δραστηριότητα στη Δημοκρατία και παράλληλα θα βοηθούνταν οι πιστωτές, οι οποίοι με τα εν λόγω σχέδια αποπληρωμής δεν θα βρίσκονται σε χειρότερη θέση από αυτήν στην οποία θα βρίσκονταν εάν η περιουσία της Χρεώστιδας διατίθετο σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πτώχευσης Νόμου, προστατεύοντας με τον τρόπο αυτό, τον πυρήνα των δικαιωμάτων τους. Το όλο πνεύμα του εν λόγω Νόμου είναι η παροχή μιας δεύτερης ευκαιρίας στη Χρεώστιδα για αποφυγή πτώχευσης, όπως άλλωστε είναι το πνεύμα όλου του αναθεωρημένου πλαισίου αφερεγγυότητας που θεσπίστηκε το 2015. Ένας τρόπος με τον οποίο ο Νόμος διασφαλίζει τα πιο πάνω είναι με τη χρήση Προσωπικών Σχεδίων Αποπληρωμής («ΠΣΑ»).

Είναι σημαντικό κατά την άποψη μου, για καλύτερη κατανόηση της απόφασης να δώσω μια γενική εικόνα της διαδικασίας που ακολουθείται μέχρι και την έκδοση του ΠΣΑ. Η διαδικασία εφαρμογής και υλοποίησης ΠΣΑ καθορίζεται από την νομοθεσία και προνοεί σε δύο καταλήξεις ΠΣΑ. Η πρώτη κατάληξη είναι η κατάρτιση και υιοθέτηση ενός συναινετικού ΠΣΑ, όπως καθορίζεται  από τα Άρθρα 33 μέχρι 71 του Νόμου και τίθεται σε ισχύ με την έγκριση των Πιστωτών ή την πλειοψηφία αυτών και επικυρώνεται από το Δικαστήριο, στη βάση του Άρθρου 60. Στην περίπτωση όμως που δεν εγκριθεί το ΠΣΑ από την απαιτούμενη πλειοψηφία πιστωτών, τότε ο Νόμος παρέχει την δυνατότητα στη Χρεώστιδα να αιτηθεί μονομερώς από το Δικαστήριο την επιβολή μη συναινετικού ΠΣΑ, εφόσον πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις του Νόμου, όπως καθορίζονται στα Άρθρα 72 μέχρι 77 στα οποία θα γίνει ειδικότερη αναφορά στη συνέχεια.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι  η καταναγκαστική φύση ενός μη συναινετικού ΠΣΑ, αφού επιβάλλεται στους πιστωτές χωρίς την συναίνεση τους, αυτό θα πρέπει να θεωρηθεί ως ένα ακραίο μέτρο. Ως εκ της φύσεως του ένα  μη συναινετικό διάταγμα ΠΣΑ  θα πρέπει να πληροί τόσο τις προϋποθέσεις των Άρθρων βάσει του οποίου εκδίδεται, ήτοι των Άρθρων 72 μέχρι 77 του Νόμου, αλλά όπως επίσης συμμορφώνεται κατά αναλογία με τις προϋποθέσεις των Άρθρων 62 μέχρι 71, τα οποία ισχύουν για ένα συναινετικό ΠΣΑ, όπως αναφέρει ρητά το Άρθρο 77. Περαιτέρω, λόγω της καταναγκαστικής φύσης της επιβολής μη Συναινετικού ΠΣΑ και της μονομερούς διαδικασίας που προηγείται της έκδοσης του, το βάρος απόδειξης βαρύνει τους ώμους των χρεωστών να αποδείξουν και να ικανοποιήσουν το Δικαστήριο ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για έκδοση μη συναινετικού ΠΣΑ.

Τα κριτήρια επιλεξιμότητας ενός μη συναινετικού ΠΣΑ συμπεριλαμβάνουν τις προϋποθέσεις και κριτήρια επιλεξιμότητας για ένα συναινετικό ΠΣΑ, όμως θα πρέπει επίσης να πληρούν και τις πιο αυστηρές και επιλεκτικές προϋποθέσεις για μη συναινετικό ΠΣΑ. Συνεπώς δεν μπορεί κάθε ΠΣΑ που θα μπορούσε να εγκριθεί ως συναινετικό, να εγκριθεί και ως μη συναινετικό.

ΤΟ ΝΟΜΟΤΥΠΟ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΚΥΡΩΣΗΣ:

Προβλήθηκε από την πλευρά της Χρεώστιδας,  στον 2ο λόγο της ένστασης, ο ισχυρισμός ότι η νομική βάση της αίτησης είναι γενική και αόριστη αλλά και ότι όπως ισχυρίζεται στην παρ. 7 της Ε/Δ  Δημοσθένους που συνοδεύει την ένσταση της ότι το σωστό ένδικο μέσο στην παρούσα περίπτωση θα ήταν η Έφεση και όχι η αίτηση παραμερισμού του Διατάγματος.  

Η διαδικασία της επίδικης αίτησης ενώπιον του Δικαστηρίου ρυθμίζεται από τον περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2016, και ειδικότερα από τον Κανονισμό 24, ο οποίος προνοεί τα ακόλουθα:

«24. (α) Η δυνάμει του άρθρου 75 (5) Αίτηση ακύρωσης διατάγματος επιβολής προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής από καθορισμένο πιστωτή ή /και εγγυητή ή/και σύμβουλο αφερεγγυότητας ή /και την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, γίνεται με Αίτηση διά κλήσεως στον Τύπο 1, του Δεύτερου Παραρτήματος του παρόντος Διαδικαστικού Κανονισμού, εντός το αργότερο δεκαπέντε (15) ημερών από την επίδοση, και συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του προσώπου που αιτείται την ακύρωση στην οποία φαίνονται τα γεγονότα που αφορούν την Αίτηση και οι λόγοι επί τους οποίους βασίζεται η Αίτηση. Δεύτερο Παράρτημα Τύπος 1

(β) Το Δικαστήριο ορίζει την Αίτηση για ακρόαση εντός είκοσι μίας (21) ημερών από την καταχώριση της και δύναται να διατάζει όπως κατά την ακρόαση της Αίτησης παρουσιαστούν ενώπιον του ο σύμβουλος αφερεγγυότητας ή/και η Υπηρεσία Αφερεγγυότητας ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο κρίνει ορθό και δίκαιο. Σε τέτοια περίπτωση, ο Πρωτοκολλητής του Δικαστηρίου ειδοποιεί τα σχετικά πρόσωπα με γραπτό έντυπο όπου αναφέρονται τα στοιχεία της Αίτησης και ο λόγος για τον οποίο καλούνται στο Δικαστήριο.

(γ) Κατά την ακρόαση της Αίτησης ακύρωσης, το Δικαστήριο, δύναται να απαιτήσει οποιεσδήποτε περαιτέρω διευκρινίσεις ή πληροφορίες από τους διαδίκους καθώς επίσης και την προσκόμιση οποιωνδήποτε περαιτέρω αποδεικτικών στοιχείων κρίνει απαραίτητα. Οι πρόσθετες πληροφορίες ή οποιαδήποτε περαιτέρω αποδεικτικά στοιχεία προσκομίζονται με συμπληρωματική ένορκη δήλωση του προσώπου από το οποίο αυτές ζητούνται, σε προθεσμίες που καθορίζει το Δικαστήριο».

Το δε Άρθρο 72(5) του ίδιου Νόμου προνοεί τα ακόλουθα:

«72.-

(4) Ο χρεώστης μετά την έκδοση διατάγματος δυνάμει του παρόντος άρθρου δίδει ειδοποίηση στους καθορισμένους πιστωτές, τους εγγυητές, τον σύμβουλο αφερεγγυότητας και την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας.

(5) Οποιοδήποτε πρόσωπο αναφέρεται στο εδάφιο (4) δύναται να προσφύγει στο δικαστήριο για ακύρωση του διατάγματος που εκδίδεται δυνάμει του παρόντος άρθρου εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία που ειδοποιήθηκε για την έκδοσή του».

Είναι εμφανές από τις πιο πάνω νομοθετικές πρόνοιες ότι το μόνο μέσο αμφισβήτησης ενός μονομερώς εκδοθέντος Διατάγματος Επιβολής είναι αίτηση για ακύρωση της επιβολής του ΠΣΑ ως προνοείται ανωτέρω. Οι ισχυρισμοί της Χρεώστιδας περί του αντιθέτου, δεν με βρίσκει σύμφωνο καθώς δεν έχουν νομοθετικό και διαδικαστικό έρεισμα  και απορρίπτονται.  

Σύμφωνα με τα αναμφισβήτητα γεγονότα της υπόθεσης, όπως τέθηκαν ενώπιον μου και όπως φαίνονται και στο Πιστοποιητικό με τα αποτελέσματα της συνέλευσης πιστωτών, το οποίο επισυνάφθηκε στην Ε/Δ Καρακόκκινου, στο Τεκμ. 2, οι Αιτητές και οι λοιποί Πιστωτές, καταψήφισαν το προτεινόμενο ΠΣΑ και για αυτόν τον λόγο, σύμφωνα και με τις πρόνοιες του Νόμου αλλά και κατόπιν του επίδικου Διατάγματος του Δικαστηρίου, το επίδικο ΠΣΑ θα αντιμετωπίζεται ως μη συναινετικό. Προκύπτει επομένως, ότι το επίδικο ΠΣΑ δύναται να προσβληθεί όχι μόνο δια των προνοιών του Άρθρου 65 αλλά και για το ότι δεν πληροί τα αυστηρότερα κριτήρια των Άρθρων 72 και 73 αλλά και όποιες άλλες πρόνοιες αφορούν μη συναινετικά ΠΣΑ.

Εφόσον το επίδικο ΠΣΑ είναι μη συναινετικό, δεν πληρούνται κατά τους Αιτητές τα αυστηρότερα επιπλέον κριτήρια επιλεξιμότητας που θέτει ο Νόμος, όπως αυτά καταγράφονται στο Άρθρο 72:

«Κριτήρια επιλεξιμότητας για μη συναινετικό Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής

 

72.-(1) Σε περίπτωση που Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής απορρίφθηκε από τη συνέλευση των πιστωτών, σύμφωνα με τις διατάξεις μη συναινετικό του Τίτλου ΙΙ του παρόντος Κεφαλαίου και πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις-

(α) [Διαγράφηκε]·

(β) τουλάχιστον ένας από τους πιστωτές του είναι εξασφαλισμένος πιστωτής, ο οποίος έχει εξασφάλιση επί της κύριας κατοικίας του Χρεώστη η οποία βρίσκεται στη Δημοκρατία, η αγοραία αξία της οποίας δεν υπερβαίνει το ποσό των τριακοσίων πενήντα χιλιάδων ευρώ (€350.000)· και

(γ) η συνολική αξία των περιουσιακών στοιχείων του Χρεώστη, εξαιρουμένης της κύριας κατοικίας του, δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (€500.000)· και

(δ) [Διαγράφηκε]·

(ε) ο Χρεώστης αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη του λόγω χειροτέρευσης της οικονομικής του κατάστασης ως αποτέλεσμα γεγονότων ή καταστάσεων εκτός του ελέγχου του, τα οποία έχουν επισυμβεί από το 2009 και εντεύθεν και πριν από την Αίτηση για έκδοση προστατευτικού διατάγματος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39, και είχαν ως αποτέλεσμα την ουσιαστική μείωση του εισοδήματός του κατά τουλάχιστον είκοσι πέντε τοις εκατόν (25%) ή περισσότερο· και

(στ) ο σύμβουλος αφερεγγυότητας έχει υπογράψει δήλωση με την οποία επιβεβαιώνει ότι, έχει την άποψη ότι-

(i)  οι πληροφορίες που περιέχονται στην Κατάσταση Προσωπικών Οικονομικών Στοιχείων που ετοιμάστηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28, εξ όσων ο ίδιος γνωρίζει ή οφείλει να γνωρίζει, είναι πλήρεις και ακριβείς· και

(ii) ο Χρεώστης πληροί τα κριτήρια επιλεξιμότητας των άρθρων 35 και του παρόντος άρθρου για να αιτηθεί στο δικαστήριο για την έκδοση διατάγματος σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Τίτλου II παρόντος Τίτλου· και

(iii) ο Χρεώστης έχει επιδείξει καλή πίστη ως προς την έγκριση συναινετικού Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής δυνάμει των διατάξεων του Τίτλου ΙΙ του παρόντος Κεφαλαίου, αλλά αυτή δεν κατέστη δυνατή· και

(iv)            το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής που απορρίφθηκε από τους πιστωτές έχει ως αποτέλεσμα να θέσει τους πιστωτές στην ίδια ή σε καλύτερη θέση από αυτήν στην οποία θα βρίσκονταν οι εν λόγω πιστωτές, εάν η περιουσία του Χρεώστη εδιατίθετο σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πτώχευσης Νόμου, εξαιρουμένων των περιουσιακών στοιχειών που δεν διατίθενται και τηρουμένης της σειράς προτεραιότητας των χρεών· και

(v) τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 74, το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής προβλέπει ότι τα περιουσιακά στοιχεία του Χρεώστη εξαιρουμένης της κύριας κατοικίας του και ποσού για την κάλυψη των λογικών εξόδων διαβίωσης του ιδίου και των εξαρτώμενων μελών της οικογένειάς του, χρησιμοποιούνται για την εξυπηρέτηση των χρέων του,

ο Χρεώστης δύναται να αιτείται μονομερώς στο δικαστήριο την έκδοση διατάγματος, με το οποίο να επιβάλλεται σε όλους τους πιστωτές το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής που απέρριψαν σε συνέλευσή τους σύμφωνα με τις διατάξεις του Τίτλου ΙΙ του παρόντος Κεφαλαίου:

Νοείται ότι, ο Χρεώστης δύναται να υποβάλει Αίτηση δυνάμει του παρόντος άρθρου στο δικαστήριο, μόνο ενόσω βρίσκεται σε ισχύ προστατευτικό διάταγμα το οποίο εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 75:

Νοείται περαιτέρω ότι, ο Χρεώστης οφείλει όπως υποβάλει την αίτησή του αυτή στο δικαστήριο, καλή τη πίστει.

(2) Για τους σκοπούς της παραγράφου (ε) του εδαφίου (1), τεκμαίρεται ότι οποιαδήποτε μείωση στα εισοδήματα την οποία υπέστη ο Χρεώστης από το έτος 2012 και μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου οφείλεται σε γεγονότα ή καταστάσεις εκτός του ελέγχου του Χρεώστη και πιο συγκεκριμένα στην οικονομική κρίση, εκτός εάν ο πιστωτής μπορεί να αποδείξει, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ότι ο λόγος για τον οποίο ο Χρεώστης αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη του είναι άλλος από την οικονομική κρίση.

(3) Για τον καθορισμό της αγοραίας αξίας της κύριας κατοικίας για τους σκοπούς της παραγράφου (β) του εδαφίου (1), ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 44.

(4) Ο Χρεώστης μετά την έκδοση διατάγματος δυνάμει του παρόντος άρθρου δίδει ειδοποίηση στους καθορισμένους πιστωτές, τους εγγυητές, τον σύμβουλο αφερεγγυότητας και την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας.

(5) Οποιοδήποτε πρόσωπο αναφέρεται στο εδάφιο (4) δύναται να προσφύγει στο δικαστήριο για ακύρωση του διατάγματος που εκδίδεται δυνάμει του παρόντος άρθρου εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία που ειδοποιήθηκε για την έκδοσή του».

Περαιτέρω, αναγκαία για την έκδοση διατάγματος επιβολής μη συναινετικού ΠΣΑ είναι η συμμόρφωση με τις προϋποθέσεις του Άρθρου 73, οι οποίες επίσης κατά τους Αιτητές δεν πληρούνται. Αυτές προβλέπουν τα εξής:

«Προϋποθέσεις έκδοσης διατάγματος

 

73.-(1) Το δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα κατόπιν Αίτησης που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 72 του παρόντος Νόμου μόνο στις περιπτώσεις που το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής που απορρίφθηκε από τους πιστωτές, θα είχε ως αποτέλεσμα να θέσει τους πιστωτές στην ίδια ή σε καλύτερη θέση από αυτήν στην οποία τέτοιοι πιστωτές θα ευρίσκονταν εάν η περιουσία του Χρεώστη διατίθετο σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πτώχευσης Νόμου, εξαιρουμένων των περιουσιακών στοιχειών που δεν διατίθενται και τηρουμένης της σειράς προτεραιότητας των χρεών:

 

Νοείται ότι, για σκοπούς του παρόντος εδαφίου, δεν εφαρμόζεται και δεν λαμβάνεται υπόψη η προτεραιότητα πληρωμής χρεών προς τη Δημοκρατία ή τις αρχές τοπικής διοίκησης, όπως αυτή προβλέπεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 38 του περί Πτώχευσης Νόμου.

 

(2) Για σκοπούς αξιολόγησης ως προς το κατά πόσο το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής, το οποίο οι πιστωτές έχουν απορρίψει σε συνέλευσή τους σύμφωνα με τις διατάξεις του Τίτλου ΙΙ του παρόντος Κεφαλαίου, έχει ως αποτέλεσμα να θέσει τους πιστωτές στην ίδια ή σε καλύτερη θέση από αυτήν στην οποία αυτοί θα ευρίσκονταν, εάν η περιουσία του Χρεώστη εδιατίθετο σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πτώχευσης Νόμου, το δικαστήριο δύναται να λαμβάνει υπόψη την έκθεση την οποία εκδίδει ο σύμβουλος αφερεγγυότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 52, καθώς και οποιαδήποτε άλλα έγγραφα ή στοιχεία που το δικαστήριο κρίνει σχετικά.

 

(3) Κατά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου λαμβάνονται υπόψη όλα τα περιουσιακά στοιχεία του Χρεώστη για σκοπούς ενίσχυσης της δυνατότητας αποπληρωμής των χρεών του σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74.

 

(4) Το δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα κατόπιν Αίτησης που υποβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 72 του παρόντος Νόμου μόνο στις περιπτώσεις όπου το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής το οποίο απορρίφθηκε από τους πιστωτές δεν προνοεί ότι ο Χρεώστης θα απωλέσει την ιδιοκτησία της κύριας κατοικίας του.

 

(5) Το δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα για την επιβολή του Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής σε πιστωτές σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, το αποτέλεσμα του οποίου θα είναι αυτό που προνοείται στο άρθρο 61 ή άλλο τέτοιο αποτέλεσμα, το οποίο το δικαστήριο διατάζει και υπό τέτοιους όρους ως το δικαστήριο κρίνει κατάλληλους να επιβάλει».

Στην παρούσα Αίτηση είναι ουσιαστικό το πέμπτο κριτήριο επιλεξιμότητας του Άρθρου 72, το οποίο αφορά την υποχρέωση της Χρεώστιδας να αποδείξει την αδυναμία της να αποπληρώσει τα χρέη της λόγω χειροτέρευσης της οικονομικής της κατάστασης ως αποτέλεσμα γεγονότων ή καταστάσεων εκτός του ελέγχου της, τα οποία έχουν επισυμβεί από το 2009 και εντεύθεν και πριν από την Αίτηση για έκδοση προστατευτικού διατάγματος, και είχαν ως αποτέλεσμα την ουσιαστική μείωση του εισοδήματός της κατά τουλάχιστον είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) ή περισσότερο.

Ισχυριζόμενη μείωση εισοδήματος της Χρεώστιδας:

Στην υπό κρίση αίτηση, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω,  το βάρος απόδειξης είναι στους ώμους της Χρεώστιδας να αποδείξει ότι έχει υποστεί ουσιαστική μείωση του εισοδήματος της κατά 25% και πως η αναφερόμενη μείωση προήλθε από γεγονότα ή καταστάσεις εκτός του ελέγχου της και υφίσταται μέχρι και πριν την αίτηση της για έκδοση Προστατευτικού Διατάγματος. Με την Ε/Δ Δημοσθένους, η Χρεώστιδα ισχυρίζεται πως η οικονομική της κατάσταση έχει δυσμενώς επηρεαστεί και ότι τα έσοδα ή ο μισθός της έχουν ουσιωδώς μειωθεί, ως απαραιτήτως απαιτεί και ορίζει η σχετική Νομοθεσία.

Οι Αιτητές αρνούνται και απορρίπτουν τους εν λόγω ισχυρισμούς, αφού η Χρεώστιδα δεν έχει προσκομίσει την οιανδήποτε επαρκή ή τουλάχιστον στοιχειώδη μαρτυρία, δια της οποίας να εξάγεται ή να προκύπτει πως τα κριτήρια του Άρθρου 72(1)(ε) πληρούνται, αντίθετα αποδεικνύεται ότι τα εισοδήματα της Χρεώστιδας αυξήθηκαν από το 2015, έτος κατά το οποίο ξεκίνησε η συμβατική σχέση της Χρεώστιδας και τους Αιτητές και/ή από το 2020 έτος κατά το οποίο έγινε αναδιάρθρωση του χρέους της Χρεώστιδας με την υπογραφή νέων συμφωνιών, μέχρι και την ημερομηνία της Αίτησης της Χρεώστιδας για Προστατευτικό Διάταγμα.

Η Χρεώστιδα αρκείται μόνο στο να καταγράψει η ίδια τα εισοδήματα τα οποία ισχυρίζεται ότι λάμβανε κατά καιρούς στην σελίδα 9 του Τεκμ. 1 στην  Ε/Δ της η οποία συνόδευε την αίτησή της για Επιβολή του ΠΣΑ ημερομηνίας 15.03.2023 και να αναφέρει τόσο στην αίτησή της για την επιβολή του ΠΣΑ όσο και στην Ε/Δ Δημοσθένους ότι πληρούσε τα κριτήρια της απαιτούμενης μείωσης της τάξεως του 25% τουλάχιστον ως ορίζει η Νομοθεσία. Παραθέτει επίσης μεμονωμένα στην Ε/Δ Δημοσθένους ως Τεκμ. 1 το εισόδημα της για τον μήνα Μάιο του 2018 μόνο.  Οι ισχυρισμοί αυτοί όμως της Χρεώστιδας αναφορικά με τα εν λόγω εισοδήματα δεν έχουν αποδειχθεί με επαρκή ή/ και οποιανδήποτε μαρτυρία. Το επίσημο όμως έγγραφο για την διαπίστωση της μείωσης των εισοδημάτων ενός χρεώστη είναι η φορολογική του δήλωση στην οποία αναφέρονται συνολικά όλα τα εισοδήματα που λαμβάνει από την εργασία του και/ή από άλλες πηγές. Κάτι τέτοιο όμως δεν παρουσιάστηκε.

Αντίθετα με την Χρεώστιδα, οι Αιτητές επισύναψαν στο Τεκμ. 5 της Ε/Δ Καρακόκκινου στοιχεία από το Κεντρικό Αρχείο Πληροφοριών στο οποίο υπάρχει αρχείο από την Υπηρεσία Κοινωνικών Ασφαλίσεων αναφορικά με τα εισοδήματα της Χρεώστιδας.

 

Ως ισχυρίζεται η Χρεώστιδα στην Αίτηση της για Επιβολή του ΠΣΑ αλλά και στην Ε/Δ Δημοσθένους, η μείωση των εισοδημάτων της επήλθε ένεκα γεγονότων που συνδέονται άμεσα με την οικονομική κρίση λόγω της απώλειας της εργασίας της από την CNP Cyprialife το 2013 και μετέπειτα λόγω της απώλειας της εργασίας της από την Renaissance Investments Ltd το 2018, η οποία μετέπειτα μετονομάστηκε σε RODEN CAPITAL MANAGEMENT LIMITED, ως φαίνεται και από το Τεκμ. 5 της Ε/Δ Καρακόκκινου, ο εν λόγω ισχυρισμός της ουδόλως αποδεικνύεται αλλά ούτε και σχετίζεται εν πάση περιπτώσει με την απαιτούμενη μείωση των εισοδημάτων της Χρεώστιδας στο πλαίσιο των διαδικασιών ΠΣΑ αναφορικά με τους  Αιτητές.

 

Πιο συγκεκριμένα, τα προαναφερόμενα χρέη προκύπτουν από την αναδιάρθρωση που υπογράφτηκε το 2020 που αφορούσε την Σύμβαση Δανείου που παραχωρήθηκε στην Χρεώστιδα και τον πατέρα της από την τότε ΣΠΕ Λήδρας και νυν από τους Αιτητές το 2015. Η Συμφωνία όμως του 2020 έγινε με τα τότε οικονομικά δεδομένα της Χρεώστιδας τα οποία ως διαφαίνεται από το Τεκμ. 5 της Ε/Δ Καρακόκκινου αυξήθηκαν μέχρι το 2022, έτος κατά το οποίο έγινε η Αίτηση για Προστατευτικό Διάταγμα.

Με βάση τις καταστάσεις στο Τεκμ. 5 της Ε/Δ Καρακόκκινου, το 2020 τα εισοδήματα της Χρεώστιδας ανέρχονταν σε €15.670,00 από την εργoδότηση της στο BAKER TILLY SOUTH EAST EUROPE LIMITED, το 2021 σε  €20.462,17σ. (€2.922,00 από την εργοδότηση της στη BAKER TILLY SOUTH EAST EUROPE LIMITED, €15.565,00 από την εργοδότηση της στη ΕUROFAST GLOBAL LTD και €1.975,17σ. από επιδόματα ανεργίας) και στο ποσό των €24.186,56σ. για το 2022 (€8.680,00 από την εργοδότηση της στην ΕPAMINONDOU & CO AUDIT SERVICES LIMITED, €13.907,00 από την εργοδότηση της στην CYPRESS TRUSTEES LTD και €1.599,56σ. από επιδόματα ανεργίας).

 

Εν όψει των ανωτέρω, παρατηρείται 35% αύξηση του εισοδήματος της Χρεώστιδας από το 2020 μέχρι και το 2022. Και για αυτόν τον λόγο, η Χρεώστιδα δεν δύναται να επικαλείται σήμερα οποιανδήποτε μείωση εισοδημάτων αναφορικά με τους ανωτέρω λογαριασμούς ως λόγο για αδυναμία αποπληρωμής των χρεών της, όταν τα εισοδήματα της σήμερα δεν παρουσιάζουν μείωση της τάξεως του 25% συγκριτικά με τον ίδιο κρίσιμο χρόνο που προχώρησε στη σύναψη της εν λόγω συμφωνίας αλλά αντίθετα παρουσιάζουν αύξηση και μάλιστα σημαντική.

 

Ακόμα και εάν ληφθούν υπόψη και υπολογιστούν τα ποσά που αναφέρει η ίδια η Χρεώστιδα στην σελ. 9 του Τεκμ. 1 στην Ε.Δ που συνόδευε την Αίτηση της για Επιβολή του ΠΣΑ ημερομηνίας 15.03.2023, τα οποία ουδόλως αποδεικνύονται από την ίδια την Χρεώστιδα, ήτοι ότι το εισοδήματα της Χρεώστιδας το 2020 ανερχόταν στο ποσό των €18.000,00 (1.500,00 x12), και όχι στο ποσό των 26.772,08σ. ετησίως που εκ παραδρομής αναφέρεται στην Ε.Δ Καρακόκκινου, και το 2022, έτος κατά το οποίο έγινε η Αίτηση για προστατευτικό Διάταγμα τα εισοδήματα της φαίνεται να ανέρχονται στο ποσό των 25.200,00 (2.100,00 x 12) ως δηλώνει η ίδια στην ΚΠΟΣ της και στο ποσό των 27.457,00 εάν υπολογιστεί και το μονογονεϊκό επίδομα που λαμβάνει η Χρεώστιδα, καθίσταται και πάλι ξεκάθαρο ότι δεν υπάρχει η απαιτούμενη μείωση του 25%.

 

Η Συμφωνία του 2020 ούτως ή άλλως αντικατέστησε τις προγενέστερες συμφωνίες, οπότε οποιοσδήποτε ισχυρισμός της Χρεώστιδας ίσχυε ή έλαβε χώρα προ του 2020, είναι πλέον άσχετος με τα σημερινά της χρέη, τα οποία για  τον επίδικο λογαριασμό υφίστανται αποκλειστικά και μόνο βάσει των συμφωνιών του 2020.

 

Σχετική ως προς τα ανωτέρω είναι η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου κ.ά. ν. Coudounaris Ltd κ.ά. (1995) 1 ΑΑΔ 641 στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Νέα σύμβαση (novation) υποδηλοί τη δημιουργία μεταξύ των συμβαλλομένων ή/και άλλων, νέας σύμβασης σε αντικατάσταση της υφιστάμενης. Στο αγγλικό Σύγγραμμα Cheshire and Fifoot "Law of Contract". 7η έκδοση, σελίδα 473 (που αναφέρθηκε και από το πρωτόδικο Δικαστήριο), αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

"Novation is a transaction by which, with the consent of all the parties concerned, a new contract is substituted for one that has already been made. The new contract may be between the original parties, e.g. where a written agreement is later incorporated in a deed; or between different parties, e.g. where a new person is substituted for the original debtor or creditor. It is this last form, the substitution of one creditor for another, that concerns us at the moment».  

 

Η Συμφωνία Αναδιάρθρωσης υπογράφτηκε το 2020, πολύ μετά την οικονομική κρίση του 2013 αλλά και πολύ πιο μετά την απώλεια της εργασίας της από την CNP Cyprialife και από την RODEN CAPITAL MANAGEMENT LIMITED, επομένως είναι ξεκάθαρο ότι η Χρεώστιδα προβαίνει στους εν λόγω ισχυρισμούς για να υποστηρίξει την ισχυριζόμενη μείωση των εισοδημάτων της σε χρόνο προγενέστερο της συμβατικής σχέσης των Αιτητών και της Χρεώστιδας με μόνο σκοπό την επιβολή του προτεινόμενου σχεδίου με την μεγαλύτερη δυνατή διαγραφή των χρεών της.

 

Ανεξαρτήτως των ανωτέρω, ακόμη και αν υπολογίζονταν τα εισοδήματα της Χρεώστιδας κατά το έτος 2015, έτος κατά το οποίο έχει υπογραφτεί η αρχική συμφωνία δανείου, η οποία αντικαταστάθηκε ως αναφέρεται και εκτενέστερα ανωτέρω με την Συμφωνία Αναδιάρθρωσης του 2020, τα εισοδήματα της Χρεώστιδας ανέρχονταν μόλις σε 3.000 ετησίως γεγονός που αποδεικνύει σημαντική αύξηση στα εισοδήματα της μέχρι σήμερα και συγκριτικά με τα εισοδήματα της κατά το 2022, έτος κατά το οποίο αιτήθηκε Προστατευτικό Διάταγμα.

 

Η Χρεώστιδα στην παρ. 12 της Ε/Δ Δημοσθένους αναφέρει ότι δεν αποδέχεται το περιεχόμενο της παρ. 18 της Ε/Δ Καρακόκκινου καθώς οι ισχυρισμοί του, ήτοι ότι το 2015 η Χρεώστιδα έλαβε ετήσιο μισθό €3.000,00 είναι παραπλανητικοί. Στην συνέχεια όμως της ίδιας παραγράφου η Χρεώστιδα αναφέρει ότι ξεκίνησε να εργάζεται τον Δεκέμβριο του 2015 με μισθό €3.000,00 και επομένως αποδέχεται και επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό του κ. Καρακόκκινου και των Αιτητών αφού την υπόλοιπη χρονιά ήταν άνεργη και συνεπώς το συνολικό ετήσιο εισόδημα της κατά το 2015 ορθά αναφέρθηκε από τους Αιτητές ως το ποσό των €3.000,00.

 

Η Χρεώστιδα επομένως δεν δύναται να επικαλείται τις κατά καιρούς αυξομειώσεις στα εισοδήματα της καθώς τέτοια μείωση θα πρέπει να υφίσταται μέχρι και πριν την Αίτηση για Προστατευτικό Διάταγμα. Η Χρεώστιδα  βρίσκω ότι παραπλανητικά χρησιμοποιεί την κατά καιρούς μείωση των εισοδημάτων της ως βάση για τους υπολογισμούς της και αγνοώντας την μετέπειτα αύξηση του εισοδήματος της προκαλώντας έτσι την εντύπωση ότι υπάρχει σημαντική μείωση στις απολαβές της ως προνοεί το κριτήριο του Νόμου. Οποιαδήποτε όμως μείωση δεν είναι αρκετή για την πλήρωση του κριτήριου του άρθρου 72(1)(ε) εάν αυτή δεν συνεχίζεται μέχρι και πριν την Αίτηση της Χρεώστιδας για Προστατευτικό Διάταγμα, καθώς η εικόνα της μείωσης των εισοδημάτων ενός χρεώστη δεν αξιολογείται αποσπασματικά και μεμονωμένα αλλά τέτοια μείωση θα πρέπει να συνεχίζει μέχρι και την αίτηση του χρεώστη για Προστατευτικό Διάταγμα.

 

Συνοψίζοντας τα πιο πάνω  με βρίσκει σύμφωνο η θέση των Αιτητών καθίσταται ότι το απαιτούμενο κριτήριο της μείωσης του 25% των εισοδημάτων της Χρεώστιδας δεν πληρείται. 

 

Επιπρόσθετα, στην παρ. 13 της Ε/Δ Δημοσθένους, η Χρεώστιδα αναφέρει ότι το ΠΣΑ αφορά το σύνολο των πιστωτών της Χρεώστιδας και το σύνολο των χρεών της και δεν εξετάζει επί μέρους συμβατικά δικαιώματα καθενός εξ αυτών ή/και τις ημερομηνίες σύναψης των συμβάσεων που αφορούν τα καθορισμένα χρέη.

 

Συνεπώς σύμφωνα με τα πιο πάνω το κριτήριο του Άρθρου 72(ε) δεν πληρείται σε αυτή την περίπτωση καθώς δεν θα ήταν άλλωστε και λογικό να λαμβάνεται υπόψιν μείωση των εισοδημάτων η οποία είναι προγενέστερη της υπογραφής της επίδικης σύμβασης.

 

Όμως, ακόμα και εάν ήθελε κριθεί από το Δικαστήριο ότι το κριτήριο του Άρθρου 72(ε) αφορά το σύνολο των χρεών και δεν δύναται να εξεταστεί για κάθε πιστωτή ξεχωριστά, θα έλεγα ότι θα πρέπει να γίνει αναφορά και στην αίτηση για ακύρωση του ΠΣΑ 08/2022 ημερομηνίας 20.04.2023 που καταχωρίσθηκε από την ΤΗΕΜΙS PORTFOLIO MANAGEMENT HOLDINGS LIMITED και στους εκεί ισχυρισμούς ότι οι καθυστερήσεις στους λογαριασμούς της Χρεώστιδας παρατηρούνται από το 2009, γεγονός που την ώθησε μάλιστα στο να προχωρήσει σε τροποποιητική συμφωνία το 2011. Επομένως, παρατηρείται από το περιεχόμενου του φακέλου ότι σχετικά με τους άλλους πιστωτές της η Χρεώστιδα δεν αποπλήρωνε τις οφειλές της πολύ πριν την οικονομική κρίση του 2012-2013. Επομένως, κρίνω ότι δεν εμπίπτει καν στο πλαίσιο του Νόμου.

 

Ως προς τη δυνατότητα  του Δικαστηρίου να αντλήσει πληροφόρηση από τον φάκελο της υπόθεσης (βλ. Γεωργίου Κύπρος v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ (Αρ. 2) (1999) 1 ΑΑΔ 1938 στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Ο ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του έλαβε υπόψη στοιχεία από ένορκη δήλωση άλλης αίτησης που περιέχεται στο φάκελο της αγωγής, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.  Η άλλη αίτηση αποτελούσε μέρος του φακέλου και αφορούσε τόσο την ίδια διαδικασία όσο και τους ίδιους διαδίκους. Συνακόλουθα κρίνεται ότι το διάταγμα αυτό του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν ήταν λανθασμένο, αφού το Δικαστήριο μπορούσε να αντλήσει πληροφορίες και άλλα στοιχεία από έγγραφα που αποτελούσαν μέρος του φακέλου».

 

Στη βάση των προαναφερθέντων είναι φανερόν ότι δεν πληρούνται οι πρόνοιες του Νόμου για την έκδοση του Διατάγματος επιβολής του ΠΣΑ 08/2022 και οι λόγοι ένστασης 1 και 3 της Χρεώστιδας απορρίπτονται και το Διάταγμα Επιβολής θα πρέπει να ακυρωθεί.

 

Άρθρο 65(α) έως 65(ζ) - Δυνατότητα προσβολής έναρξης ισχύος ΠΣΑ

Ανεξάρτητα και επιπλέον των ως άνω, προχωρώ σε περαιτέρω ανάλυση των λόγων  ακύρωσης του Διατάγματος Επιβολής ημερομηνίας 03.04.2023.

Η Χρεώστιδα ισχυρίζεται  ότι δεν  υπάρχει κανένας βάσιμος λόγος για να μην τεθεί σε ισχύ το ΠΣΑ της Χρεώστιδας, ισχυρισμό τον οποίο οι Αιτητές αρνούνται και απορρίπτουν επικαλούμενοι τις πρόνοιες του Άρθρου 65 (α) έως (ζ) του Νόμου, οι οποίες αναφέρουν τα εξής:

«65. Οι λόγοι για τους οποίους Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής δύναται να προσβληθεί από πιστωτή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 59, περιορίζονται χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του άρθρου 68, στους ακόλουθους:

 

(α) Ότι ο Χρεώστης έχει με τη συμπεριφορά του κατά τα δύο (2) έτη πριν από την έκδοση προστατευτικού διατάγματος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39, διευθετήσει τις οικονομικές του υποθέσεις με τέτοιο τρόπο ούτως ώστε να είναι ή να γίνει επιλέξιμος να υποβάλει Αίτηση για Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής·

 

(β) δεν υπήρξε συμμόρφωση με τις διαδικαστικές απαιτήσεις του παρόντος Νόμου, περιλαμβανομένης της μη ύπαρξης τελεσίδικης απόφασης δικαστηρίου σε σχέση με την επαλήθευση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 43, όπου αυτό εφαρμόζεται-

 

(γ) υπάρχει ουσιαστική ανακρίβεια ή παράλειψη στην Κατάσταση Προσωπικών Οικονομικών Στοιχείων, η οποία παραβλάπτει ουσιωδώς τα συμφέροντα του πιστωτή·

 

(δ) ο Χρεώστης δεν πληρούσε τα κριτήρια επιλεξιμότητας που καθορίζονται στο άρθρο 35 όταν προτάθηκε το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής·

 

(ε) ο Χρεώστης έχει διαπράξει αδίκημα που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο το οποίο προκαλεί ουσιαστική βλάβη στον πιστωτή·

 

(στ) ο Χρεώστης είχε συναλλαγή με πρόσωπο η οποία έγινε κατά την περίοδο τριών (3) ετών αμέσως πριν από την ημερομηνία καταχώρισης Αίτησης για έκδοση προστατευτικού διατάγματος, η οποία δεν έγινε έναντι αξιόλογης αντιπαροχής και η οποία συνέβαλε ουσιαστικά στην ανικανότητα του Χρεώστη να αποπληρώσει τα χρέη του, εξαιρουμένων των χρεών τα οποία οφείλονται στα πρόσωπα με τα οποία ο Χρεώστης είχε εισέλθει σε συναλλαγές οι οποίες δεν έγιναν έναντι αξιόλογης αντιπαροχής·

 

(ζ) ο Χρεώστης έδειξε προτίμηση δολίως σε πρόσωπο, τηρουμένων των διατάξεων της οικείας νομοθεσίας, κατά την περίοδο των τριών (3) ετών αμέσως πριν από την ημερομηνία καταχώρισης Αίτησης για έκδοση του προστατευτικού διατάγματος, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την ουσιαστική μείωση του διαθέσιμου ποσού για την πληρωμή των χρεών του, εξαιρουμένων των χρεών που οφείλονται στο πρόσωπο στο οποίο δόθηκε η δόλια προτίμηση».

 

Το επίδικο ΠΣΑ αντιμετωπίζεται ως μη συναινετικό και εκτός από τα αυστηρότερα κριτήρια των άρθρων 72 και 73 δύναται να προσβληθεί  και δια των προνοιών του Άρθρου 65.

Οι Αιτητές προσβάλλουν το επίδικο ΠΣΑ και υπό την πρόνοια του Άρθρου 65(γ), αφού το προτεινόμενο δεν τηρούσε τις υποχρεωτικές προϋποθέσεις σχετικά με ΠΣΑ, όπως αυτές καταγράφονται πιο συγκεκριμένα στις πρόνοιες του Άρθρου 46(2)(δ). Το ανάλογο Άρθρο για το μη συναινετικό  ΠΣΑ είναι το Άρθρο 73. Είναι δε σημαντικό να καταγραφούν και οι ακόλουθες πρόνοιες του Άρθρου 46:

«46.-(1) Τηρουμένων των υποχρεωτικών προϋποθέσεων του εδαφίου (2), οι όροι του Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής είναι αυτοί που συμφωνούνται με το Χρεώστιδας και υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου εγκρίνονται από τους καθορισμένους πιστωτές του Χρεώστιδας σε ψηφοφορία, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου.

[…]

(2) οι υποχρεωτικές προϋποθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) είναι οι ακόλουθες:

[…]

(δ) οι όροι του Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής Προσωπικού πρέπει να έχουν ως αποτέλεσμα να θέσουν τους πιστωτές στην ίδια ή σε καλύτερη θέση από αυτήν στην οποία αυτοί θα ευρίσκονταν, εάν η περιουσία του Χρεώστιδας διατίθετο σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πτώχευσης Νόμου, εξαιρουμένων των περιουσιακών στοιχειών που δεν διατίθενται και τηρουμένης της σειράς προτεραιότητας των χρεών, εκτός εάν ληφθεί η συγκατάθεση του πιστωτή για την επίτευξη διαφορετικού αποτελέσματος:».

 

Είναι φανερό από το λεκτικό του Άρθρου 46 καθώς και του Άρθρου 73, αλλά και επίσης του προοιμίου του Νόμου, ότι είναι υποχρεωτική προϋπόθεση για το κάθε ΠΣΑ να θέτει τους πιστωτές στην ίδια ή σε καλύτερη θέση από αυτήν στην οποία θα ευρίσκονταν εάν η περιουσία της Χρεώστιδας διατίθετο σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πτωχεύσεως Νόμου. Αν η Χρεώστιδα δεν μπορεί να αποδείξει εύλογα ότι το προτεινόμενο ΠΣΑ θα φέρει τους πιστωτές σε καλύτερη ή την ίδια θέση από αυτή που θα βρίσκονταν σε περίπτωση πτώχευσης της, τότε δεν πληρούνται οι υποχρεωτικές προϋποθέσεις και το ΠΣΑ θα πρέπει να απορριφθεί.

Όπως φαίνεται στην Ε/Δ Καρακόκκινου, οι Αιτητές αρνούνται και απορρίπτουν τους ισχυρισμούς ότι το επίδικο ΠΣΑ θα θέτει τους πιστωτές στην ίδια ή σε καλύτερη θέση από αυτήν στην οποία θα ευρίσκονταν εάν η περιουσία της Χρεώστιδας διατίθετο σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πτωχεύσεως Νόμου. Η Χρεώστιδα δεν έχει αποδείξει ότι το επίδικο ΠΣΑ πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις, και πιο συγκεκριμένα δεν αναφέρεται σε ακριβή στοιχεία για να εξακριβωθεί με βεβαιότητα η οικονομική της βιωσιμότητα αλλά και η τελική θέση που θα βρίσκονται οι Αιτητές.

Συγκεκριμένα, στο επίδικο ΠΣΑ εντοπίζονται πολλές ασάφειες, όπως για παράδειγμα η έλλειψη τεκμηριωμένης εξήγησης και στοιχειώδους ανάλυσης αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο κατέληξε ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας στα αναφερόμενα ποσά. Περαιτέρω, δεν υπάρχει ουδεμία τεκμηριωμένη εξήγηση, ούτε καν στοιχειώδης ανάλυση που να αποδεικνύει ότι τα προβλεπόμενα ποσά πληρωμών θα μπορούν να εξασφαλιστούν αδιάκοπα για το καθορισμένο από το ΠΣΑ χρονικό διάστημα.

 

Αρχικά, επισημαίνεται ότι η Χρεώστιδα βρίσκεται ήδη στην ηλικία των 50 ετών, και οι προβλεπόμενες δόσεις στο επίδικο ΠΣΑ,  προβλέπεται να παραταθούν μέχρι και το 71ο έτος της ηλικίας της Χρεώστιδας. Επομένως, είναι ξεκάθαρο πως τουλάχιστον από το 65ο έτος της Χρεώστιδας και έπειτα το ΠΣΑ παύει να είναι βιώσιμο καθώς δεν γίνεται καμία αναφορά στο μελλοντικό εισόδημά της μετά την συνταξιοδότησή της που να εξασφαλίζει το ποσό των €1.023,00/ μηνιαίως που προτίθεται να διαθέσει  προς αποπληρωμή του εξασφαλισμένου χρέους, ως οι εν λόγω υπολογισμοί στο επίδικο ΠΣΑ.  Είναι επομένως πρόδηλη η αδυναμία συμμόρφωσης της Χρεώστιδας με τους όρους του ΠΣΑ με βάση και το γεγονός ότι στην Ε/Δ Δημοσθένους δεν προσκομίζεται οποιαδήποτε μαρτυρία που να αποδεικνύει τη βιωσιμότητα του σχεδίου και να αντικρούει τα ανωτέρω.

 

Φαίνεται ότι έχει ληφθεί ως δεδομένο πως για τα επόμενα έτη, τα οικονομικά δεδομένα της Χρεώστιδας και οι οικονομικές ανάγκες αυτής και της οικογένειάς της θα παραμείνουν ίδιες, χωρίς να προσμετράται το γεγονός πως εντός της εν λόγω περιόδου ενδεχομένως να υπάρχουν διαφοροποιήσεις ως προς τα έξοδα της οικογένειας. Σαφές τέτοιο παράδειγμα είναι ότι το εξαρτώμενο τέκνο της οικογένειας, ηλικίας 7 ετών, θα εξαρτάται ακόμη οικονομικά από την Χρεώστιδα, και τα έξοδα του θα αυξάνονται μέχρι το τέλος των αποπληρωμών, γεγονός που θα επηρεάσει τη δυνατότητα αποπληρωμής της Χρεώστιδας και τη συμμόρφωση της με τους όρους του ΠΣΑ. Η Χρεώστιδα στην παρ. 21 της Ε/Δ Δημοσθένους ισχυρίζεται ότι όπως είναι δυνατόν να αυξηθούν οι ανάγκες του τέκνου της κατά την διάρκεια του ΠΣΑ, έτσι είναι δυνατόν να αυξηθεί και το εισόδημα της και υποβάλλει ως μόνη εξήγηση, ότι θα υπάρχει η δυνατότητα τροποποίησης του ΠΣΑ.

Επισημαίνεται ότι η δυνατότητα τέτοιας τροποποίησης ισχύει μόνο για τα πρώτα 5 χρόνια ισχύος του ΠΣΑ. Μετά τα 5 έτη και σε ολοκλήρωση του ΠΣΑ θα παραμείνει η διαγραφή ως τελεσίδικη, χωρίς να υπάρχει η οποιαδήποτε δυνατότητα για περαιτέρω τροποποίηση. Η αύξηση των αναγκών του τέκνου της, αυτό σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί εικασία αλλά αναπόφευκτη πραγματικότητα στη ζωή και θέμα κοινής λογικής θα έλεγα, κάτι που  αξιολογείται και συνυπολογίζεται στις αποπληρωμές που προβλέπονται από το ΠΣΑ.  

 

Εν όψει όσων αναφέρθηκαν πιο πάνω, προκύπτει ότι η οικονομική βιωσιμότητα του επίδικου ΠΣΑ είναι αβέβαιη και ουδόλως αποδεικνύεται καθώς οι ισχυρισμοί της Χρεώστιδας και οι υπολογισμοί του Συμβούλου Αφερεγγυότητάς βασίζονται σε ατεκμηρίωτα ποσά. Επίσης δεν μπορεί να υπάρξει εγγύηση ή απόδειξη ότι θα θέσει τους Αιτητές στην ίδια ή σε καλύτερη θέση από αυτήν στην οποία θα ευρίσκονταν εάν η περιουσία της Χρεώστιδας διατίθετο σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πτωχεύσεως Νόμου.

Με βάση τα ανωτέρω, η Χρεώστιδα δεν έχει αποδείξει πως το επίδικο ΠΣΑ πληροί τις αναγκαίες από το Νόμο προϋποθέσεις για επιβολή του ΠΣΑ αφού το επίδικο ΠΣΑ δεν λαμβάνει υπόψιν οικονομικά δεδομένα τα οποία επηρεάζουν την δυνατότητα αποπληρωμής της Χρεώστιδας και δεν μπορεί να εξακριβωθεί εάν θα θέσει τους πιστωτές στην ίδια ή σε καλύτερη θέση από αυτήν στην οποία θα ευρίσκονταν εάν η περιουσία της Χρεώστιδας εδιατίθετο σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πτωχεύσεως Νόμου και εν πάση περιπτώσει δεν αποδεικνύεται αυτό από την Χρεώστιδα και συνεπώς το επίδικο Διάταγμα θα πρέπει και γι’ αυτόν τον λόγο να ακυρωθεί. 

Πρόνοιες του Περί Πτώχευσης Νόμου

Με γενικούς ισχυρισμούς και χωρίς συγκεκριμενοποίηση ή προσφορά επαρκούς μαρτυρίας, η Χρεώστιδα στην Ένορκο Δήλωση της για Επιβολή του ΠΣΑ ισχυρίζεται ότι το σχέδιο έχει ετοιμασθεί με τρόπο ο οποίος θα θέσει τους Αιτητές στην ίδια ή καλύτερη θέση από την οποία θα βρίσκονταν εάν η περιουσία της Χρεώστιδας διατίθετο σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πτώχευσης Νόμου και δεν παρέχει οποιαδήποτε άλλη αιτιολόγηση και απόδειξη ως προς τούτο.

 

Όμως, με την επιβολή του επίδικου ΠΣΑ και με την επιλογή του Συμβούλου Αφερεγγυότητας να μην προβεί σε οποιεσδήποτε ενέργειες για κατάρτιση ΠΣΑ και για τον συνοφειλέτη και πατέρα της Χρεώστιδας κ. Σάββα Δημοσθένους, δόλια και παραπλανητικά αποσκοπεί στην παγοποίηση των οποιωνδήποτε δικαιωμάτων διεκδίκησης από αυτόν κατά την διάρκεια των 60 μηνών του ΠΣΑ, δυνατότητα την οποία θα διατηρούσαν οι Αιτητές στην περίπτωση πτώχευσης.

 

Οι ισχυρισμοί στην Ε/Δ Καρακόκκινου στην παρ. 24 αυτής δεν είναι άσχετοι, ως εισηγείται με τις αναφορές της η Χρεώστιδα στην παρ. 17 της Ε/Δ Δημοσθένους. Οι αναφορές στον πατέρα της Χρεώστιδας,  ο οποίος είναι και συνοφειλέτης αλλά και ο ενυπόθηκος οφειλέτης του επίδικου χρέους, είναι αναγκαίες για την εξέταση του κριτηρίου της ίδιας ή καλύτερης θέσης, αφού τυχόν πτώχευση της Χρεώστιδας δεν επηρεάζει τον χειρισμό των λοιπών εξασφαλίσεων των Αιτητών και την απαίτηση τους από τους συνοφειλέτες αυτής, όπως αντίθετα  θα περιοριστούν μέσω της επιβολής του ΠΣΑ.

 

Συγκεκριμένα, σε περίπτωση πτώχευσης της Χρεώστιδας, οι Αιτητές θα ήταν ελεύθεροι να χρησιμοποιήσουν το ενυπόθηκο ακίνητο του πατέρα και συνοφειλέτη της Χρεώστιδας και μεταξύ άλλων να το πωλήσουν άμεσα ιδιωτικά βάσει του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου του 1965 (Ν. 9/1965), ενώ σε περίπτωση μη επιτυχίας της πώλησης ακόμη και να το κατακρατήσουν έναντι του επίδικου χρέους, ενώ επίσης θα διατηρούσαν και δυνατότητα είσπραξης επιπλέον ποσού που θα διατίθετο στα ανεξασφάλιστα χρέη τα οποία ως προβλέπεται από το επίδικο ΠΣΑ διαγράφονται εξ ολοκλήρου.

 

Συνεπώς, η μόνη εξασφάλιση των Αιτητών, «κλειδώνεται» ουσιαστικά στο ΠΣΑ και καθυστερεί η εκμετάλλευσή της και επιχειρείται η διαγραφή ολοκλήρου του χρέους από την Χρεώστιδα, το οποίο χρέος στο τέλος της ισχύος του ΠΣΑ θα βαραίνει αποκλειστικά έναν συνταξιούχο ο οποίος είναι ήδη 77 ετών και το μόνο του εισόδημα είναι η σύνταξή του, επομένως δεν δύναται να συνεισφέρει με οποιοδήποτε τρόπο προς την αποπληρωμή του χρέους.

 

Στη βάση των όσων έχουν αναφερθεί πιο πάνω, οι ισχυρισμοί του Συμβούλου Αφερεγγυότητας, αναφορικά με το ότι η θέση των Αιτητών θα ήταν καλύτερη από αυτήν την οποία θα βρισκόταν εάν η περιουσία της Χρεώστιδας διατίθετο σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πτώχευσης Νόμου βρίσκω  ότι είναι ατεκμηρίωτοι και απορρίπτονται.

 

Με βάση τα ανωτέρω, η Χρεώστιδα δεν έχει αποδείξει πώς το επίδικο ΠΣΑ πληροί τις αναγκαίες από το Νόμο προϋποθέσεις για επιβολή του ΠΣΑ αφού κατά τα ανωτέρω το επίδικο ΠΣΑ δεν είναι βιώσιμο και δεν θα θέσει τους πιστωτές στην ίδια ή σε καλύτερη θέση από αυτήν στην οποία θα ευρίσκονταν στην περίπτωση πτώχευσης της σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πτωχεύσεως Νόμου και εν πάση περιπτώσει δεν αποδεικνύεται αυτό από την Χρεώστιδα και συνεπώς το επίδικο Διάταγμα θα πρέπει να ακυρωθεί και γι’ αυτόν τον λόγο.

 

Κύρια Κατοικία

 

H Xρεώστιδα στην παρ. 23 της Ε/Δ Δημοσθένους ισχυρίζεται ότι η κύρια της κατοικία είναι πλέον στον Ψεματισμένο στην Λάρνακα και όχι στην Λευκωσία και πως απλά έχει διατηρήσει ως διεύθυνση αλληλογραφίας την διεύθυνση της προηγούμενης της κατοικίας. Επιπρόσθετα ισχυρίζεται ότι έχει μετακομίσει στην περιοχή Ψεματισμένου καθώς πλέον εργάζεται στην Λεμεσό. Οι Αιτητές απορρίπτουν τους ως άνω ισχυρισμούς στην ολότητα τους και επαναλαμβάνουν τους ισχυρισμούς τους στην Ε/Δ Καρακόκκινου για σκοπούς της παρούσας, οι οποίοι παρέμειναν αναντίλεκτοι καθώς όσα η ίδια η Χρεώστιδα αναφέρει επί του θέματος όπως θα εξηγήσω στη συνέχεια είναι ανακόλουθα και αντιφατικά.

 

Η ίδια η Χρεώστιδα στη ΚΠΟΣ της αναφέρει ως εργοδότη της την εταιρεία Epaminondou & Co Audit Services Ltd, των οποίων τα γραφεία βρίσκονται στην Λευκωσία και όχι στην Λεμεσό ως αποδεικνύεται από το Τεκμ. 7 στην Ε/Δ Καρακόκκινου. Η Χρεώστιδα στην Ε/Δ Δημοσθένους δεν προέβαλε κάποιον αντίθετο ισχυρισμό ούτε παρουσίασε μαρτυρία που να αναφέρει ότι η εν λόγω εταιρεία έχει γραφείο στην Λεμεσό ούτε ότι η ίδια εργάζεται εν πάση περιπτώσει στην Λεμεσό. Είναι άξιον απορίας λοιπόν πως η Χρεώστιδα άλλαξε την κύρια της κατοικία λόγω της εργασίας της στην Λεμεσό αλλά ταυτόχρονα η ίδια δηλώνει στη ΚΠΟΣ της στα πλαίσια της παρούσας Αίτησης ότι εργάζεται στην Λευκωσία.

 

Τα ως άνω πλήττουν ξεκάθαρα η αξιοπιστία της Χρεώστιδας λόγω αντιφάσεων και πιθανόν αποκρύψεων καθότι με βάση τα ανωτέρω και με τους ισχυρισμούς της ίδιας, είτε η Χρεώστιδα έχει αλλάξει εργασία και κατά συνέπεια εισόδημα και αποφεύγει να αποκαλύψει οποιαδήποτε στοιχεία στο Δικαστήριο ως οφείλει τόσο στο πλαίσιο των διαδικασιών του ΠΣΑ όσο και κατά  την εκδίκαση της παρούσας ή επιθυμεί απλά να κρατήσει την οικία στον Ψεματισμένο ως την κύρια της κατοικία καθώς η εκτιμηθείσα αξία του εν λόγω ακινήτου είναι αρκετά μεγαλύτερη από την αξία του ακινήτου στον Καϊμακλί στη Λευκωσία, ως αναφέρεται στο επιβληθέν ΠΣΑ. Οι ισχυρισμοί της Χρεώστιδας στην Ε/Δ Δημοσθένους κρίνω ότι αποτελούν εκ των υστέρων σκέψεις στην προσπάθεια της να επιτύχει την μεγαλύτερη δυνατή διαγραφή από τα χρέη της και δεν γίνονται αποδεκτοί,.

 

Ως προς το ερωτήματα που τελικά εργάζεται η Χρεώστιδα και ποια είναι η κύρια της κατοικία, η απάντηση επί του οποίου είναι υψίστης σημασίας για την αξιολόγηση της μονομερούς επιβολής ενός ΠΣΑ το οποίο απορρίφθηκε στην συνέλευση Πιστωτών. Είναι φανερό ότι εσκεμμένα και παραπλανητικά η Χρεώστιδα δεν παραθέτει στην Ε/Δ Δημοσθένους οποιαδήποτε περαιτέρω μαρτυρία προς απόδειξη των ισχυρισμών της και προς απάντηση  στους ισχυρισμούς των Αιτητών.

 

Κακόπιστη αίτηση και κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας.

Ο 4ος λόγος ένστασης της Χρεώστιδας, ότι δηλαδή η Αίτηση είναι κακόπιστη και συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, δεν βρίσκει οποιοδήποτε έρεισμα στα γεγονότα της υπόθεσης. Η Χρεώστιδα δεν αιτιολογεί τη θέση αυτή, απλώς την θέτει γενικά και αόριστα, χωρίς να εξειδικεύεται στην Ένορκο Δήλωση της και συνεπώς απορρίπτεται.  

Αντίθετα οι Αιτητές έχουν θέσει ενώπιον μου με λεπτομέρεια τα γεγονότα της υπόθεσης και είναι φανερό ότι δεν προκύπτει απ’ αυτά, σε οποιαδήποτε περίπτωση, να καταχρώνται τη δικαστική διαδικασία. Η Χρεώστιδα, πέραν της γενικής τοποθέτησης της για ισχυριζόμενη κατάχρηση των διαδικασιών του Δικαστηρίου, δεν έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε μαρτυρία ή γεγονότα που να αποδεικνύουν τους εν λόγω ισχυρισμούς της. Ως εκ τούτου ο σχετικός λόγος ένστασης παρέμεινε χωρίς έρεισμα και απορρίπτεται.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ/ ΕΞΟΔΑ:

 

Με όσα προσπάθησα να εξηγήσω πιο πάνω κρίνω ότι η αίτηση πετυχαίνει και η επιβολή του επίδικου ΠΣΑ δια του Διατάγματος ημερομηνίας 03.04.2022 ακυρώνεται.  Εκδίδεται διάταγμα ως το αιτητικό Α της Αίτησης.

Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των Αιτητών και εναντίον της Καθ’ ης η αίτηση / Χρεώστιδας ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

                                                     (Υπ.) ........................................                      

                                                                             Χρ. Γ. Φιλίππου, Π.Ε.Δ.

 

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο