ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρήστου Γ. Φιλίππου, Π.Ε.Δ.

                                                                                   Αρ. Αίτησης ΠΣΑ:  8/2022 (i-Justice)

 

Αναφορικά με τον περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμο του 2015

και

Αναφορικά με την  Στυλιανή Δημοσθένους

Καθ’ ης η αίτηση/Χρεώστιδα

Ημερομηνία: 13 Φεβρουαρίου, 2024

 

Εμφανίσεις:

Για Αιτήτρια/Πιστωτή THEMIS PORTFOLIO MANAGEMENT HOLDINGS LIMITED: Η κ. Μαριλένα Μηλιώτου για Κούσιος Κορφιώτης Παπαχαραλάμπους Δ.Ε.Π.Ε. 

Για Καθ’ ου η αίτηση/Χρεώστη: Ο κ. Σταύρος Σταυρινίδης

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(σε αίτηση) ημερ. 20.04.2023 για ακύρωση Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής (ΠΣΑ)

 

Η THEMIS PORTFOLIO MANAGEMENT HOLDINGS LIMITED (στη συνέχεια «η ΤΗΕΜΙΣ»), αιτείται την έκδοση διατάγματος με το οποίο να ακυρωθεί και/ή παραμεριστεί το διάταγμα του Δικαστηρίου, ημερομηνίας 03.04.2023, το οποίο εκδόθηκε στα πλαίσια της ως άνω Εναρκτήριας Αίτησης, δια του οποίου επιβλήθηκε μονομερώς στους καθορισμένους πιστωτές της Χρεώστιδας Στυλιανής Δημοσθένους, Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής ημερ. 13.07.2022, το οποίο φέρει ως τίτλο “Πρόταση για Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής (ΠΣΑ)” το οποίο απορρίφθηκε στη Συνέλευση Πιστωτών που διεξήχθη την 21.02.2023. Αξιώνονται επίσης έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., πλέον τα έξοδα επίδοσης.

 

Η αίτηση βασίζεται στα Άρθρα 2, 8, 28, 29, 33, 35, 36, 42, 43, 46 έως 50, 60, 61, 63, 65, 67, 72, 73, 74 και 77 του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμου του 2015, Ν. 65(Ι)/2015, όπως τροποποιήθηκε, στους Καν. 4, 10(β), 24(α), 28, 33 και 34 του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2016, στο Μέρος VIA του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου του 1965 (Ν.9/1965), όπως τροποποιήθηκε, στον περί Πτώχευσης Νόμο, Κεφ. 5, όπως τροποποιήθηκε, στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, Δ.48 Θ.Θ.1-8, στη γενική πρακτική και σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου.

Η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκο δήλωση την οποία υπογράφει ο κ. Χριστόδουλος Παπαλαμπριανού («η Ε/Δ  Παπαλαμπριανού»), οποίος  κατέχει σήμερα τη θέση του δικαστηριακού λειτουργού στην THEMΙS και είναι εξουσιοδοτημένος από αυτή να προβεί στην ένορκο δήλωση. Η κ. Δημοσθένους/ Καθ’ ης η αίτηση  καταχώρισε ένσταση την οποία υποστηρίζει η ίδια με ένορκο δήλωση της ( «η Ε/Δ Δημοσθένους»).

 

Προς αποφυγή επανάληψης, αποφεύγω την εδώ καταγραφή γεγονότων  και ισχυρισμών επί  αυτών, όπως προβάλλονται στις ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν αντίστοιχα την αίτηση και την ένσταση, εφόσον όσα από αυτά χρειάζεται θα τύχουν σχολιασμού κατά την ανάλυση που θα ακολουθήσει.

 

ΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ:

 

Η ακροαματική διαδικασία της αίτησης έγινε στη βάση των εκατέρωθεν ισχυρισμών που προβλήθηκαν στις ένορκες δηλώσεις προς υποστήριξη της αίτησης και της ένστασης αντίστοιχα. Στην εμπεριστατωμένη αγόρευσή της, η ευπαίδευτος συνήγορος  της Αιτήτριας (THEMIS), έκανε εκτεταμένη παραπομπή τόσο στα γεγονότα της υπόθεσης όσο και στα διάφορα νομικά ζητήματα που άπτονται των διαφόρων ζητημάτων που τέθηκαν προς συζήτηση. Για την Καθ’ ης η αίτηση ο ευπαίδευτος συνήγορος της υιοθέτησε τους λόγους της ένστασης της και την ένορκο δήλωση που την υποστηρίζει. Εισηγήθηκε ότι ορθά εκδόθηκε το Διάταγμα Επιβολής  και ότι η διαδικασία που προηγήθηκε είναι σύμφωνη με τις πρόνοιες του Νόμου και ότι σε καμιά περίπτωση δεν δύναται να παραμεριστεί αυτό αφού δεν πληρείται κανένας από τους λόγους που ο ίδιος ο Νόμος θέτει. Πρόσθετα προς υποστήριξη των θέσεων τους οι ευπαίδευτοι συνήγοροι  με παρέπεμψαν σε σχετικές, κατά την άποψη τους, αποφάσεις.   Όπου χρειαστεί στη συνέχεια θα επανέλθω στις εισηγήσεις των δύο πλευρών και θα τύχουν του ανάλογου σχολιασμού έχοντας υπόψη όσα επιτάσσει η νομολογία μας ότι δηλαδή δεν χρειάζεται να καταγραφούν όλα όσα οι συνήγοροι των δύο πλευρών έθεσαν ενώπιον μου, περιοριζόμενος σε όσα αφορούν αποκλειστικά και μόνον τα προς εξέταση επίδικα ζητήματα (βλ. Οδυσσέα v. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490, Ανδρονίκου κ.ά. v. Δημοκρατίας, (2008) 2 ΑΑΔ 486, την Έφεση Αρ. 22/2018 του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου Μ.Φ.Χ. v. Μ.Χ. με ημερ.28.09.2021 και την απόφαση στην υπόθεση και πάλι του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου στην Έφεση Αρ. 20/2020 Γ.Λ. v. Χ.Ι. ημερ. 15.12.2021). 

 

ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΚΑΙ ΥΠΑΓΩΓΗ ΤΟΥΣ ΣΤΗ ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ ΠΟΥ ΤΑ ΔΙΕΠΕΙ:

Η αίτηση βασίζεται κυρίως στις πρόνοιες του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμου (Ν. 65(Ι)/2015) (στη συνέχεια «ο Νόμος»).  Αποσκοπεί ουσιαστικά στην ακύρωση από το Δικαστήριο του Διατάγματος, ημερομηνίας 03.04.2023, δια του οποίου, κατόπιν μονομερούς αίτησης διατάχθηκε η μη συναινετική επιβολή του ΠΣΑ 08/202 στους πιστωτές της Καθ’ ης η αίτηση/ Χρεώστιδας.

Σκοπός του Νόμου  όπως αυτός φαίνεται και στο προοίμιο του, ήταν η θέσπιση έκτακτων μέτρων από το κράτος σε ανταπόκριση της οξείας οικονομικής κρίσης που προέκυψε από το 2012, με σκοπό να διαφυλάξει τα δικαιώματα αλλά και να προστατεύσει τόσο τον χρηματοπιστωτικό τομέα, όσο και το κοινωνικό σύνολο, με επιδίωξη την εξασφάλιση προστασίας του δημοσίου συμφέροντος.

Απώτερος σκοπός του νομοθέτη ήταν η επαναφορά της ισορροπίας μεταξύ των δικαιωμάτων των χρεωστών και πιστωτών με τη θέσπιση δίκαιων και βιώσιμων σχεδίων αποπληρωμής, με τα οποία οι αφερέγγυοι χρεώστες θα υποβοηθούνταν με τις οφειλές τους, περιλαμβανομένης και της δυνατότητας διαγραφής οφειλών, κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις και στη βάση καθορισμένης διαδικασίας, έτσι ώστε να αποφεύγεται η πτώχευση και να διευκολύνεται η ενεργός συμμετοχή των προσώπων αυτών στην οικονομική δραστηριότητα στη Δημοκρατία και παράλληλα θα βοηθούνταν οι πιστωτές, οι οποίοι με τα εν λόγω σχέδια αποπληρωμής δεν θα βρίσκονται σε χειρότερη θέση από αυτήν στην οποία θα βρίσκονταν εάν η περιουσία της Χρεώστιδας διατίθετο σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πτώχευσης Νόμου, προστατεύοντας με τον τρόπο αυτό, τον πυρήνα των δικαιωμάτων τους. Το όλο πνεύμα του Νόμου είναι η παροχή μιας δεύτερης ευκαιρίας στη Χρεώστιδα για αποφυγή πτώχευσης, όπως άλλωστε είναι το πνεύμα όλου του αναθεωρημένου πλαισίου αφερεγγυότητας που θεσπίστηκε το 2015. Ένας τρόπος με τον οποίο ο Νόμος διασφαλίζει τα πιο πάνω είναι με τη χρήση Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής («ΠΣΑ»).

Είναι σημαντικό κατά την άποψη μου, για καλύτερη κατανόηση της απόφασης να δώσω μια γενική εικόνα της διαδικασίας που ακολουθείται μέχρι και την έκδοση του ΠΣΑ. Η διαδικασία εφαρμογής και υλοποίησης ΠΣΑ καθορίζεται από την νομοθεσία και προνοεί σε δύο καταλήξεις ΠΣΑ. Η πρώτη κατάληξη είναι η κατάρτιση και υιοθέτηση ενός συναινετικού ΠΣΑ, όπως καθορίζεται  από τα Άρθρα 33 μέχρι 71 του Νόμου και τίθεται σε ισχύ με την έγκριση των Πιστωτών ή την πλειοψηφία αυτών και επικυρώνεται από το Δικαστήριο, στη βάση του Άρθρου 60. Στην περίπτωση όμως που δεν εγκριθεί το ΠΣΑ από την απαιτούμενη πλειοψηφία πιστωτών, τότε ο Νόμος παρέχει τη δυνατότητα σε ένα χρεώστη να αιτηθεί μονομερώς από το Δικαστήριο την επιβολή μη συναινετικού ΠΣΑ, εφόσον πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις του Νόμου, όπως καθορίζονται στα Άρθρα 72 μέχρι 77 στα οποία θα γίνει ειδικότερη αναφορά στη συνέχεια.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι  η καταναγκαστική φύση ενός μη συναινετικού ΠΣΑ, αφού επιβάλλεται στους πιστωτές χωρίς την συναίνεση τους, αυτό θα πρέπει να θεωρηθεί ως ένα ακραίο μέτρο. Ως εκ της φύσεως του ένα  μη συναινετικό διάταγμα ΠΣΑ  θα πρέπει να πληροί τόσο τις προϋποθέσεις των Άρθρων βάσει του οποίου εκδίδεται, ήτοι των Άρθρων 72 μέχρι 77 του Νόμου, αλλά όπως επίσης συμμορφώνεται κατά αναλογία με τις προϋποθέσεις των Άρθρων 62 μέχρι 71, τα οποία ισχύουν για ένα συναινετικό ΠΣΑ, όπως αναφέρει ρητά το Άρθρο 77. Περαιτέρω, λόγω της καταναγκαστικής φύσης της επιβολής μη Συναινετικού ΠΣΑ και της μονομερούς διαδικασίας που προηγείται της έκδοσης του, το βάρος απόδειξης βαρύνει τους ώμους των χρεωστών να αποδείξουν και να ικανοποιήσουν το Δικαστήριο ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για έκδοση μη συναινετικού ΠΣΑ.

Τα κριτήρια επιλεξιμότητας ενός μη συναινετικού ΠΣΑ συμπεριλαμβάνουν τις προϋποθέσεις και κριτήρια επιλεξιμότητας για ένα συναινετικό ΠΣΑ, όμως θα πρέπει επίσης να πληρούν και τις πιο αυστηρές και επιλεκτικές προϋποθέσεις για μη συναινετικό ΠΣΑ. Συνεπώς δεν μπορεί κάθε ΠΣΑ που θα μπορούσε να εγκριθεί ως συναινετικό, να εγκριθεί και ως μη συναινετικό.

ΤΟ ΝΟΜΟΤΥΠΟ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΚΥΡΩΣΗΣ

 

Επειδή με την ένσταση της Χρεώστιδας προβάλλεται και η θέση ότι η Αίτηση Ακύρωσης είναι παράτυπη, καταχρηστική κ.λπ., παρατηρώ ότι η Αίτηση Ακύρωσης καταχωρίστηκε δυνάμει των προνοιών του εδαφίου (5) του Άρθρου 72 του Νόμου όπως αυτός τροποποιήθηκε, το οποίο παρέχει τη δυνατότητα, μεταξύ άλλων, σε καθορισμένο πιστωτή να προσφύγει στο Δικαστήριο για ακύρωση διατάγματος μονομερούς επιβολής προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία που ειδοποιήθηκε για την έκδοσή του.

 

Επί του προκειμένου, ο Καν. 24 του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2016 (στο εξής «ο Διαδικαστικός Κανονισμός») καθορίζει ότι η δυνάμει του Άρθρου 72(5) αίτηση ακύρωσης διατάγματος επιβολής προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής από πιστωτή γίνεται με αίτηση διά κλήσεως στον Τύπο 1 του Δεύτερου Παραρτήματος του Διαδικαστικού Κανονισμού, εντός το αργότερο 15 ημερών από την επίδοση, και συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του προσώπου που αιτείται την ακύρωση, στην οποία (ένορκη δήλωση) φαίνονται τα γεγονότα που αφορούν την αίτηση και οι λόγοι επί των οποίων βασίζεται η αίτηση.

 

Η Αίτηση Ακύρωσης καταχωρίστηκε από την Αιτήτρια, η οποία είναι καθορισμένη πιστωτής, εμπρόθεσμα (εντός 15 ημερών από της επίδοσης του Επίδικου Διατάγματος) και έγινε σύμφωνα με τον προβλεπόμενο Τύπο Ι, καταγράφεται τόσο το Άρθρο 72 του Νόμου όσο και ο Καν. 24 του Διαδικαστικού Κανονισμού, συνοδεύεται από ένορκο δήλωση δεόντως εξουσιοδοτημένου λειτουργού της Αιτήτριας, η δε Ε/Δ Παπαλαμπριανού παραθέτει τόσο τους λόγους όσο και τα γεγονότα, επί των οποίων βασίζεται η Αίτηση.

 

Βρίσκω επομένως ότι η Αίτηση καταχωρίστηκε δικαιωματικά, είναι καθόλα έγκυρη, εμπρόθεσμη, νόμιμη και νομότυπη. Οι σχετικοί λόγοι ένστασης απορρίπτονται.

 

Η Αιτήτρια εισηγείται ότι το επίδικο Διάταγμα εκδόθηκε παράνομα και καθ’ υπέρβαση εξουσίας.  Όπως καταγράφεται στην παράγραφο 8.1 της Ε/Δ Παπαλαμπριανού, η μονομερής αίτηση (στο εξής «η Μονομερής Αίτηση») του Συμβούλου Αφερεγγυότητας, ημερομηνίας 15.03.2023 – δυνάμει της οποίας εκδόθηκε το Επίδικο Διάταγμα -, έγινε κατά παράβαση των διατάξεων του Νόμου.

 

Όπως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με τον Νόμο όταν πρόταση για ΠΣΑ απορρίπτεται σε Συνέλευση Πιστωτών, τότε, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του Άρθρου 72 του Νόμου, αυτό μπορεί να επιβληθεί στους πιστωτές, μετά από μονομερή αίτηση του χρεώστη. Στην προκειμένη περίπτωση, η Μονομερής Αίτηση δεν έγινε από τη Χρεώστιδα, αλλά από τον Σύμβουλο Αφερεγγυότητας. Αυτό προκύπτει ξεκάθαρα από το σώμα της Μονομερούς Αίτησης, στο πάνω μέρος της οποίας καταγράφεται «ΕX-PARTE αίτηση από τον Σύμβουλο Αφερεγγυότητας, Σταύρο Σταυρινίδη», ο οποίος και την υπογράφει υπό την εν λόγω ιδιότητα. Το ότι ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας είναι και δικηγόρος δεν διαφοροποιεί το ζητούμενο, εφόσον σε περίπτωση που η Μονομερής Αίτησης υποβαλλόταν από τη Χρεώστιδα μέσω δικηγόρου, όπως επιχειρείται να προωθηθεί μέσω της Ένστασης, τότε αυτό έπρεπε να δηλώνεται ρητά στο σώμα της Μονομερούς Αίτησης, πράγμα, όμως, που δεν συμβαίνει. Δεν είναι ο τίτλος της Μονομερούς Αίτησης που καθορίζει το ποιος είναι ο αιτητής, όπως προβάλλεται στην Ένσταση. Εξ άλλου, σύμφωνα με τον Διαδικαστικό Κανονισμό, ο τίτλος της Μονομερούς Αίτησης, η οποία πρέπει να γίνεται στον Τύπο 1 του Πρώτου Παραρτήματος του Διαδικαστικού Κανονισμού, είναι ο ίδιος με τον τίτλο της Εναρκτήριας Αίτησης, την οποία υπέβαλε η Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, στον οποίο πρέπει να αναγράφεται ο Νόμος, καθώς και τα στοιχεία του χρεώστη [βλ. Καν.10(β) και 22(α)]. Να υπενθυμίσω ότι, σύμφωνα με τον Καν.10(β), η αίτηση για την έκδοση προστατευτικού διατάγματος αποτελεί την εναρκτήρια αίτηση για τις διαδικασίες έγκρισης προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής σε σχέση με καθορισμένο χρεώστη, και οποιεσδήποτε περαιτέρω αιτήσεις ή ενστάσεις σε σχέση με ΠΣΑ για τον συγκεκριμένο χρεώστη πρέπει να γίνονται στο πλαίσιο της εναρκτήριας Αίτησης. Γι’ αυτό είναι που,  όπως ισχυρίζεται η ευπαίδευτος συνήγορος της Αιτήτριας, η Αίτηση Ακύρωσης φέρει τον ίδιο τίτλο με την Εναρκτήρια Αίτηση.

 

Το ότι η Μονομερής Αίτηση δεν έγινε από τη Χρεώστιδα συνάγεται και από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσής της που τη συνοδεύει, εφόσον πουθενά σε αυτή δεν αναφέρεται ότι είναι η αιτήτρια στη Μονομερή Αίτηση. Οι διατάξεις του Νόμου όμως είναι σαφείς όσον αφορά το πρόσωπο το οποίο μπορεί να υποβάλλει στο Δικαστήριο τις εκεί προβλεπόμενες αιτήσεις/ενστάσεις στα διάφορα στάδια της διαδικασίας έγκρισης/υποβολής ΠΣΑ. Δηλαδή, η εναρκτήρια αίτηση για έκδοση προστατευτικού διατάγματος γίνεται είτε από την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας είτε από δικηγόρο του χρεώστη (Άρθρο 39 του Νόμου). Οι αιτήσεις για παράταση της ισχύος προστατευτικού διατάγματος πριν τη σύγκληση της συνέλευσης πιστωτών γίνονται από τον σύμβουλο αφερεγγυότητας (Άρθρο 39 του Νόμου). Η αίτηση, όμως, για ανανέωση του προστατευτικού διατάγματος, δυνάμει του Άρθρου 75 του Νόμου, για σκοπούς δηλαδή εξέτασης μονομερούς αίτησης για επιβολή ΠΣΑ που απορρίφθηκε σε συνέλευση πιστωτών, γίνεται μόνο από τον χρεώστη. Ομοίως, η μονομερής αίτηση, δυνάμει του Άρθρου 72 του Νόμου, για επιβολή μπορεί να γίνεται μόνο από τον χρεώστη.

 

Στην παρούσα περίπτωση βρίσκω ότι κατά παράβαση των διατάξεων του Νόμου, η Μονομερής Αίτησης έγινε από πρόσωπο, το οποίο δεν νομιμοποιείτο από τον Νόμο να το πράξει. Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν είχε εξουσία από τον Νόμο να εκδώσει το Επίδικο Διάταγμα, εφόσον ο Νόμος δεν παρέχει στο Δικαστήριο την εξουσία να εκδίδει διάταγμα επιβολής κατόπιν αίτησης του Συμβούλου Αφερεγγυότητας. Κατ’ επέκταση, το Επίδικο Διάταγμα εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση εξουσίας, πράγμα που με οδηγεί δίχως άλλο στην ακύρωσή του.

 

Η ΕΚΛΠΗΡΩΣΗ ΤΩΝ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΕΠΙΛΕΞΙΜΟΤΗΤΑΣ:

 

Εξετάζοντας τώρα το κατά πόσο συντρέχουν τα κριτήρια επιλεξιμότητας για μη συναινετικό προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής, ως η περίπτωση, παρατηρώ ότι  ένας από τους κύριους λόγους ακύρωσης που καθορίζεται στην Αίτηση Ακύρωσης είναι ότι δεν πληρούνται τα κριτήρια επιλεξιμότητας του Άρθρου 72 του Νόμου για μη συναινετικό προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής.

Το Άρθρο 72 του Νόμου ορίζει τέσσερα κριτήρια επιλεξιμότητας, τα οποία πρέπει να πληρούνται σωρευτικά. Επιπλέον, σύμφωνα με την πρώτη επιφύλαξη του Άρθρου 72 (1) του Νόμου, αποτελεί προϋπόθεση για την υποβολή αίτησης για έκδοση διατάγματος επιβολής η ύπαρξη σε ισχύ προστατευτικού διατάγματος το οποίο εκδίδεται δυνάμει του Άρθρου 75 του Νόμου. Περαιτέρω, η δεύτερη επιφύλαξη του Άρθρου 72 (1) του Νόμου μιλά για το αυτονόητο, ότι δηλαδή ο χρεώστης οφείλει όπως υποβάλει την αίτησή του για την έκδοση διατάγματος μονομερούς επιβολής προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής «καλή τη πίστει», η απουσία της οποίας  οδηγεί δίχως άλλο στην ακύρωση του μονομερώς εκδοθέντος διατάγματος.

 

Ως προς το ζήτημα του κατά πόσον υπήρχε σε ισχύ το απαιτούμενο προστατευτικό διάταγμα κατά τον χρόνο της υποβολής και εξέτασης της Μονομερούς Αίτησης (Σχετ. η παράγραφο 6 και 8.10 της Ε/Δ Παπαλαμπριανού),  με βρίσκει σύμφωνο η εισήγηση ότι απαιτείται η ύπαρξη σε ισχύ προστατευτικού διατάγματος που εκδίδεται δυνάμει του Άρθρου 75 του Νόμου. Το Άρθρο 75 του Νόμου παρέχει την εξουσία στο Δικαστήριο για την έκδοση διατάγματος ανανέωσης του Προστατευτικού Διατάγματος, κατόπιν αίτησης του χρεώστη (και όχι του Συμβούλου Αφερεγγυότητας), ακριβώς για σκοπούς εξέτασης της μονομερούς αίτησης για επιβολή. Αυτό γιατί, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (9) του Άρθρου 53 του Νόμου, όταν πρόταση για ΠΣΑ απορρίπτεται στη συνέλευση πιστωτών, τότε η διαδικασία για την έγκριση ΠΣΑ τερματίζεται και το προστατευτικό διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει του Άρθρου 39 του Νόμου, με τις όποιες παρατάσεις χορηγούνται δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 39, παύει να έχει ισχύ. Επειδή ακριβώς παύει να ισχύει, δεν τίθεται στη συνέχεια ζήτημα παράτασης της ισχύος ΠΔ, παρά μόνο ανανέωσής του. Συνεπώς, μετά την απόρριψη της πρότασης για ΠΣΑ σε συνέλευση πιστωτών, δεν μπορεί να εκδοθεί διάταγμα παράτασης της ισχύς του ΠΔ – και δη δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 39 του Νόμου -, παρά μόνο να εξασφαλιστεί διάταγμα ανανέωσης τούτου, δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 75 του Νόμου.

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση, δεν φαίνεται να έχει εκδοθεί διάταγμα ανανέωσης του ΠΔ δυνάμει του Άρθρου 75 του Νόμου. Στην προκειμένη περίπτωση δεν αμφισβητείται ότι ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας κοινοποίησε στην Αιτήτρια, με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, το διάταγμα που εκδόθηκε στις 22.02.2023, με το οποίο παρατάθηκε η περίοδος του προστατευτικού διατάγματος ημερ. 22.11.2022 για επιπρόσθετο χρόνο 40 ημερών από τις 25.02.2023, ήτοι την ημερομηνία λήξης του προστατευτικού διατάγματος στην απουσία της Αιτήτριας εφόσον δεν της έχει επιδοθεί η μονομερής αίτηση του Συμβούλου Αφερεγγυότητας, ημερομηνίας 16.02.2023, δυνάμει της οποίας αυτό εκδόθηκε. Από το ίδιο, όμως, το κείμενο του εν λόγω διατάγματος είναι σαφές πως αυτό δεν αποτελεί διάταγμα ανανέωσης δυνάμει του Άρθρου 75 του Νόμου, εφόσον απλούστατα αναφέρεται σε παράταση και όχι ανανέωση. Επίσης, προνοεί για παράταση της ισχύος του ΠΔ για επιπρόσθετο χρόνο 40 ημερών από τις 25.02.2023, από την ημερομηνία λήξης του, όπως καταγράφεται. Το ΠΔ, όμως, έπαυσε να έχει ισχύ, δυνάμει των προνοιών του Νόμου στις 21.02.2023, με την απόρριψη δηλαδή της πρότασης για ΠΣΑ στη Συνέλευση Πιστωτών, πράγμα που προφανώς και δεν γνώριζε το Δικαστήριο όταν εξέδιδε το διάταγμα ημερομηνίας 22.02.2023, εφόσον η αίτηση του Συμβούλου Αφερεγγυότητας για παράταση έγινε στις 16.02.2023. Περαιτέρω, το εν λόγω διάταγμα, ημερομηνίας, 22.02.2023, δεν εκδόθηκε μετά από αίτηση της Χρεώστιδας, αλλά μετά από αίτηση του Συμβούλου Αφερεγγυότητας. Σύμφωνα όμως με το Άρθρο 75 του Νόμου, η αίτηση για ανανέωση ΠΔ γίνεται από τον χρεώστη και όχι τον σύμβουλο αφερεγγυότητας. Από αυτά συνάγεται ότι κατά τον χρόνο υποβολής και εξέτασης της Μονομερούς Αίτησης δεν υπήρχε σε ισχύ προστατευτικό διάταγμα δυνάμει του Άρθρου 75 του Νόμου, ως το Άρθρο 72 του Νόμου ορίζει, και, συνεπώς, το Δικαστήριο δεν είχε εξουσία να εκδώσει το Επίδικο Διάταγμα.  Δηλαδή, το Επίδικο Διάταγμα εκδόθηκε παράνομα, παράτυπα, αντικανονικά και καθ’ υπέρβαση εξουσίας, κάτι που με  οδηγεί  επίσης δίχως άλλο στο να το ακυρώσω.

 

Ανεξάρτητα όμως των ανωτέρω, το πρώτο κριτήριο επιλεξιμότητας του Άρθρου 72 του Νόμου εν σχέσει με χρεώστη για μη συναινετικό σχέδιο αποπληρωμής πληρείται μόνο όταν «τουλάχιστον ένας από τους πιστωτές είναι εξασφαλισμένος πιστωτής, ο οποίος έχει εξασφάλιση επί της κύριας κατοικίας του χρεώστη η οποία βρίσκεται στη Δημοκρατία, η αγοραία αξία της οποίας δεν υπερβαίνει το ποσό των τριακοσίων πενήντα χιλιάδων ευρώ (€350.000)».

 

Η συνδρομή του ως άνω κριτηρίου δεν αμφισβητείται από την Αιτήτρια. Αμφισβητείται όμως η θέση της Χρεώστιδας και του Συμβούλου Αφερεγγυότητας, ότι το ενυπόθηκο ακίνητο με αρ. εγγραφής 0/12679 στον Ψεματισμένο – το οποίο επιχειρεί να προστατεύσει με το επίδικο ΠΣΑ – είναι η κύρια κατοικία της. Η θέση της Αιτήτριας είναι ότι η κύρια κατοικία της Χρεώστιδας βρίσκεται επί του ενυπόθηκου ακινήτου με αρ. εγγραφής 0/12688 στο Καϊμακλί, δηλαδή στην οδό Πομπηϊας. Παρά το ότι δεν επηρεάζει τη συνδρομή του εν λόγω κριτηρίου το ποια από τις δύο οικίες είναι η κύρια κατοικία της Χρεώστιδας (εφόσον η αγοραία αξία καθεμιάς δεν ξεπερνά τα €350.000,00), εντούτοις είναι σημαντικό εξ αρχής να αποφασιστεί το εν λόγω ζήτημα, εφόσον σε περίπτωση που γίνει αποδεκτή η θέση αυτή, τότε αναπόφευκτα θα πρέπει να ακυρωθεί το Επίδικο Διάταγμα, εφόσον εκδόθηκε από κατά τόπο αναρμόδιο Δικαστήριο. Περαιτέρω, στα πλαίσια επιβαλλόμενου ΠΣΑ, από τα ενυπόθηκα ακίνητα του χρεώστη μόνο η κύρια κατοικία μπορεί να προστατευθεί, ενώ τα υπόλοιπα θα πρέπει να επιτραπεί να εκποιηθούν/διατεθούν για σκοπούς αποπληρωμής των χρεών. Εδώ, εις βάρος των δικαιωμάτων και συμφερόντων της Αιτήτριας, επιχειρείται να προστατευθεί ακίνητο με πολύ μεγαλύτερη αξία από την αξία της κύριας κατοικίας της Χρεώστιδας. Και τούτο, όπως αντιλαμβάνομαι, καθώς η αγοραία αξία του ενυπόθηκου ακινήτου με αρ. εγγραφής 0/12679 στον Ψεματισμένο - όπως καθορίστηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας ΠΣΑ – είναι €246.000,00 ενώ η αγοραία αξία του ενυπόθηκου ακινήτου με αρ. εγγραφής 0/12688 στο Καϊμακλί – όπως καθορίστηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας ΠΣΑ – είναι μόλις €180.000,00. Πέραν, δηλαδή, της μη τήρησης των υποχρεωτικών προϋποθέσεων του Νόμου, η εν λόγω επιλογή της Χρεώστιδας να «βαπτίσει», όπως εύστοχα θέτει το ζήτημα σε εισαγωγικά η ευπαίδευτος συνήγορος της Αιτήτριας, το εξοχικό της σαν κύρια κατοικία, καταδεικνύει το άδικο, όπως κρίνω,  και παράλογο στοιχείο που χαρακτηρίζει το επίδικο Σχέδιο, αλλά και την απουσία της απαιτούμενης καλής πίστης από μέρους της Χρεώστιδας.

 

Ότι το ενυπόθηκο ακίνητο με αρ. εγγραφής 0/12679 στον Ψεματισμένο είναι το εξοχικό της Χρεώστιδας και η κύρια κατοικία της το ενυπόθηκο ακίνητο με αρ. εγγραφής 0/12688 στο Καϊμακλί, αποδεικνύεται από τις δηλώσεις και παραδοχές της ίδιας της Χρεώστιδας που γίνονταν σε ανύποπτο χρόνο προς τους δανειστές και πιστωτές της, και όχι μόνο, όπως αυτές καταγράφονται στην παρ. 11 της Ε/Δ Παπαλαμπριανού. Να ειπωθεί ακόμα, ότι το δάνειο που εξασφάλισε η Χρεώστιδα από τη Λαϊκή Τράπεζα το 2007 σκοπό είχε τη χρηματοδότηση της αγοράς της εν λόγω εξοχικής κατοικίας στον Ψεματισμένο (Σχετ. το Τεκμ. 5 στην Ε/Δ Παπαλαμπριανού, όπου ρητά καταγράφεται ως σκοπός του δανείου η «αγορά εξοχικής κατοικίας»), σε όλες δε τις συμφωνίες και αιτήματα προς τους δανειστές/πιστωτές της, ανέφερε η ίδια ως διεύθυνση διαμονής της την οδό Πομπηϊας 11 στο Καϊμακλί. Το ότι η διεύθυνση διαμονής της βρίσκεται στο Καϊμακλί και όχι στον Ψεματισμένο, διαφαίνεται και από την κατάσταση μισθοδοσίας της για τον μήνα Ιούνιο του 2021 (Τεκμ. 9 στην Ε/Δ Παπαλαμπριανού) – την οποία η ίδια παρουσίασε με σχετικό αίτημα αναδιάρθρωσης που υπέβαλε -, όπου καταγράφεται ως διεύθυνσή της η οδός Πομπηϊας 11 στο Καϊμακλί.

 

Η βεβαίωση του Κοινοτάρχη, την οποία επικαλείται η Χρεώστιδα, δεν αποδεικνύει όπως κρίνω δίχως άλλο, αυτό που ισχυρίζεται η Χρεώστιδα, δηλαδή ότι η κύρια κατοικία της βρίσκεται στον Ψεματισμένο. Επίσης, τα όσα ισχυρίζεται επί του προκειμένου η Χρεώστιδα, στην ένορκο δήλωσή της που συνοδεύει την Ένσταση, στερούνται πειστικότητας, είναι γενικόλογα και ατεκμηρίωτα. Σύμφωνα με το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον μου, η Χρεώστιδα εργάζεται στην Λευκωσία και σε περίπτωση που πράγματι ευσταθούσε η θέση της ότι η κύρια κατοικία της βρίσκεται στον Ψεματισμένο, τότε το λογικό και αναμενόμενο θα ήταν όπως αυτή να κατέβαλλε πολύ μεγάλο κονδύλι μηνιαίως για οδοιπορικά, πηγαινοερχόμενη καθημερινά στη Λευκωσία από τον Ψεματισμένο, ποσό που θα κατέγραφε και στην Κατάσταση Προσωπικών Οικονομικών της Στοιχείων (ΚΠΟΣ), πράγμα που δεν έπραξε.

 

Στη βάση των πιο πάνω γεγονότων βρίσκω ότι η κύρια κατοικία της Χρεώστιδας δεν βρίσκεται επί του ενυπόθηκου ακινήτου με αρ. εγγραφής 0/12679 στον Ψεματισμένο, αλλά επί του ενυπόθηκου ακινήτου με αρ. εγγραφής 0/12688 στο Καϊμακλί. 

 

Δεν αμφισβητείται από την Αιτήτρια ότι εκπληρώνεται και το δεύτερο κριτήριο επιλεξιμότητας καθώς η συνολική αξία των περιουσιακών στοιχείων της Χρεώστιδας (εξαιρουμένης της κύριας κατοικίας της) δεν υπερβαίνει τις €500.000,00. 

 

Για να πληρείται το τρίτο κριτήριο επιλεξιμότητας, θα πρέπει να αποδειχθεί (Άρθρο 72(1)(ε) του Νόμου) ότι: «ο χρεώστης αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη του λόγω χειροτέρευσης της οικονομικής του κατάστασης ως αποτέλεσμα γεγονότων ή καταστάσεων εκτός του ελέγχου του, τα οποία έχουν επισυμβεί από το 2009 και εντεύθεν και πριν από την αίτηση για έκδοση προστατευτικού διατάγματος σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 39, και είχαν σαν αποτέλεσμα την ουσιαστική μείωση του εισοδήματός του κατά ελάχιστον είκοσι πέντε τοις εκατόν (25%) ή περισσότερο.»

 

Δηλαδή, θα έπρεπε να είχε αποδειχθεί με τη Μονομερή Αίτηση ότι ο λόγος, για τον οποίο η Χρεώστιδα αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη της, είναι η χειροτέρευση της οικονομικής της κατάστασης, ως αποτέλεσμα γεγονότων ή καταστάσεων, εκτός του ελέγχου της, τα οποία έλαβαν χώρα από το 2009 και μετά και πριν από την αίτηση για έκδοση του Προστατευτικού Διατάγματος, τα οποία είχαν σαν αποτέλεσμα τη μείωση του εισοδήματός της κατά ελάχιστον 25%. Επίσης, είναι σαφές ότι η υποχρέωση που έχει ο χρεώστης για πλήρωση του εν λόγω κριτηρίου, αφορά για όλη την περίοδο που προβλέπεται στην επίμαχη διάταξη, δηλαδή από το 2009 μέχρι και την αίτηση για έκδοση προστατευτικού διατάγματος.

 

Σε σχέση με το εν λόγω κριτήριο, το εδάφιο (2) του Άρθρου 72 του Νόμου διαλαμβάνει τα ακόλουθα: «τεκμαίρεται ότι οποιαδήποτε μείωση στα εισοδήματα την οποία υπέστη ο χρεώστης από το 2012 και μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου οφείλεται σε γεγονότα ή καταστάσεις εκτός του ελέγχου του χρεώστη και πιο συγκεκριμένα στην οικονομική κρίση, εκτός εάν ο πιστωτής μπορεί να αποδείξει, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ότι ο λόγος για τον οποίο ο χρεώστης αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη του είναι άλλος από την οικονομική κρίση».

 

Από το λεκτικό της πιο πάνω διάταξης είναι σαφές πως σε περίπτωση που αποδειχθεί ότι υπάρχει μείωση των εισοδημάτων του χρεώστη από το 2012 και μέχρι το 2015 (όταν δηλαδή τέθηκε σε ισχύ ο Νόμος), το μόνο μαχητό τεκμήριο που δημιουργείται είναι ότι η εν λόγω μείωση οφείλεται σε γεγονότα ή καταστάσεις εκτός του ελέγχου του χρεώστη. Από την εν λόγω μείωση δηλαδή δεν δημιουργείται μαχητό τεκμήριο ότι πληρείται το εν λόγω κριτήριο επιλεξιμότητας του εδαφίου (1)(ε) του Άρθρου 72 Νόμου, εφόσον το βάρος απόδειξης παραμένει στους ώμους του χρεώστη να αποδείξει ότι η αδυναμία του να αποπληρώσει τα χρέη του οφείλεται ακριβώς στην εν λόγω μείωση του εισοδήματός του, κατά ελάχιστο 25%.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, στην ένορκη δήλωση της Χρεώστιδας που συνόδευε τη Μονομερή Αίτηση δεν αναφέρεται το ιστορικό των δανεισμών της από τα οποία προέκυψαν τα καθορισμένα χρέη. Στην απουσία του εν λόγω ιστορικού δεν μπορεί βάσιμα να αποδίδεται η αδυναμία της να αποπληρώσει τα χρέη της στις κατά καιρούς απώλειες ή μειώσεις των εισοδημάτων από την εργασία της κατά τα έτη 2013 (μέρος) έως και 2015, ή τα έτη 2018 (μέρος) και 2019 (μέρος) ή τον Μάρτιο έως Μάιο του 2021, τις οποίες επικαλείται η Χρεώστιδα.

 

Από τη μαρτυρία που περιέχεται στην παράγραφο 10 της Ε/Δ Παπαλαμπριανού, προκύπτει αβίαστα ότι είναι πριν τον Οκτώβριο του 2013 (οπόταν σταμάτησε να εργάζεται στη CNP Ασφαλιστική και στη συνέχεια έμεινε άεργη μέχρι και το 2015) που η Χρεώστιδα αδυνατούσε να αποπληρώσει τα χρέη της, εξ ου και παρουσιάζονταν από το 2009 σημαντικές καθυστερήσεις στην αποπληρωμή των προβλεπόμενων δόσεων του δανείου που εξασφάλισε το 2007 για την αγορά της εξοχικής της κατοικίας στον Ψεματισμένο (Σχετ. οι αναδομημένες καταστάσεις λογαριασμού που επισυνάπτονται στην επαλήθευση χρέους  (Τεκμ. 4 στην Ε/Δ Παπαλαμπριανού). Γι’ αυτό και, μεταξύ άλλων, τον Μάιο του 2011, τον Ιούλιο του 2012 και τον Μάιο του 2013 (προτού δηλαδή επέλθει οποιαδήποτε μείωση ή απώλεια εισοδημάτων), αυτή αιτήθηκε και εξασφάλισε τροποποίηση του αρχικά συμφωνηθέντος χρονοδιαγράμματος αποπληρωμής για να βοηθηθεί να αποπληρώσει το συγκεκριμένο χρέος (Τεκμ. 6 και 7 στην Ε/Δ Παπαλαμπριανού). Η θέση της Χρεώστιδας στην Ένσταση περί μη ύπαρξης καθυστερήσεων, καθώς και ότι είναι η τράπεζα που επέμενε στην τροποποίηση για άλλους λόγους, έρχεται σε πλήρη αντίφαση τόσο με το περιεχόμενο των καταστάσεων λογαριασμού που επισυνάπτονται στην επαλήθευση χρέους – η οποία παρεμπιπτόντως έγινε αποδεκτή από τον Σύμβουλο Αφερεγγυότητας – όσο και με το περιεχόμενο των εν λόγω τροποποιητικών συμφωνιών, όπου γίνεται ρητή αναφορά σε καθυστερήσεις/ διαγραφές καθυστερήσεων, καθώς και νέα χρονοδιαγράμματα αποπληρωμής, σύμφωνα με τα οποία θα υπήρχε μειωμένη δόση για συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα.

                                                                                                                                

Περαιτέρω,  κρίνω ότι το τεκμήριο που δημιουργεί το εδάφιο (2) του Άρθρου 72 του Νόμου δεν τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση της Χρεώστιδας και δη σε σχέση με την αεργία της από τον Οκτώβριο του 2013 έως και τον Νοέμβριο του 2015. Αυτό γιατί το εν λόγω τεκμήριο ισχύει μόνο εν σχέσει με μειώσεις εισοδημάτων και όχι εν σχέσει με κατ’ ισχυρισμό απώλεια εισοδήματος. Στις περιπτώσεις μηδαμινών εισοδημάτων, το βάρος σαφώς και βρίσκεται και τούτο είναι εύλογο κατά την αντίληψη μου, στους ώμους της Χρεώστιδας για να αποδείξει με επαρκή και πειστική μαρτυρία ότι η εν λόγω απώλεια της εργασίας, καθώς και η περίοδος για την οποία δεν εργάστηκε στη συνέχεια, οφείλεται πράγματι σε γεγονότα ή καταστάσεις εκτός του ελέγχου της Χρεώστιδας. Θα πρέπει, επίσης, να δηλώνεται τί ωφελήματα κ.λπ. έλαβε η εν λόγω χρεώστης από την εν λόγω απώλεια της εργασίας της, για να αποφασιστεί δηλαδή κατά πόσον αυτά έπρεπε ή μπορούσαν να διατεθούν έναντι των χρεών της. Όσα επί του προκειμένου αναφέρονται από τη Χρεώστιδα κρίνω ότι συνιστούν γενικόλογους και ατεκμηρίωτους ισχυρισμούς, οι οποίοι δεν αποδεικνύουν οτιδήποτε. Να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον μου, την εν λόγω περίοδο και ειδικότερα στις 24.07.2015 γεννήθηκε και ο υιός της Χρεώστιδας, πράγμα που εξηγεί και το ότι αυτή προφανώς και επέλεξε να μην εργάζεται μέχρι και τον Νοέμβριο του 2015.

 

Βγαίνει επίσης αβίαστα το συμπέρασμα ότι ακόμη και να γινόταν αποδεκτό από το Δικαστήριό ότι τον Οκτώβριο του 2013 η Χρεώστιδα σταμάτησε να εργάζεται στην CNP Cyprialife ελέω οικονομικής κρίσης, είναι σαφές πως δεν είναι η οικονομική κρίση ο λόγος για τον οποίο αυτή παρέμεινε άεργη μέχρι και τον Νοέμβριο του 2015. Η Χρεώστιδα σαφώς και μπορούσε να εξεύρει εργασία αμέσως είτε σε σύντομο χρονικό διάστημα, εξ ου και τον Νοέμβριο του 2015 αυτή ξεκίνησε να εργάζεται στην Renaissance Investments Ltd ως CFO, λαμβάνοντας ουσιαστικά τα ίδια ψηλά εισοδήματα, όπως και όταν εργαζόταν στην CNP Cyprialife.

 

Όσον αφορά τα προβλήματα υγείας που επικαλείται η Χρεώστιδα, αυτά σαφώς και δεν μπορούν να αποδοθούν στην οικονομική κρίση. Ακόμη, όμως, και σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι τα εν λόγω προβλήματα υγείας δύναται να θεωρηθούν ως γεγονότα εκτός του ελέγχου της Χρεώστιδας για σκοπούς της επίμαχης νομοθετικής διάταξης, αυτό που έχει σημασία είναι πως, παρά τις κατά καιρούς απώλειες ή μειώσεις των εισοδημάτων της και τα όποια προβλήματα υγείας, η Χρεώστιδα μέχρι και το 2020 προέβαινε σε επιπλέον δανεισμούς και επέλεξε τα τελευταία 18 χρόνια περίπου να διατηρεί, πέραν της οικίας της στο Καϊμακλί, και ένα μεγάλο εξοχικό στον Ψεματισμένο με πισίνα, το οποίο κάλλιστα μπορούσε να διαθέσει εγκαίρως έναντι των χρεών της, πράγμα που δεν έπραξε.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, κρίνω ότι δεν είναι η προβλεπόμενη στον Νόμο οικονομική κρίση, ο λόγος για τον οποίο η Χρεώστιδα αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη της, αλλά, μεταξύ άλλων, οι μεγάλοι δανεισμοί της, τους οποίους αδυνατούσε να αποπληρώσει προτού προκύψει οποιαδήποτε μείωση ή απώλεια εισοδήματος, καθώς και η επιλογή της για τόσα χρόνια να διατηρεί και ένα μεγάλο εξοχικό με πισίνα στον Ψεματισμένο. Καταλήγω ότι δεν πληρείται το τρίτο κριτήριο επιλεξιμότητας για μη συναινετικό προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής.

 

Ούτε όμως εκπληρώνεται και το τέταρτο κριτήριο επιλεξιμότητας του Άρθρου 72(1)(στ), εφόσον παρά το ότι ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας έχει υπογράψει την εκεί διαλαμβανόμενη δήλωση, εντούτοις, για τους λόγους που εξήγησα πιο πάνω η εν λόγω δήλωση δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, είναι ατεκμηρίωτη, κενού περιεχομένου και δεν υποστηρίζεται από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία και γεγονότα. Παρά το ότι το Δικαστήριο μπορούσε να βασιστεί στην εν λόγω δήλωση του Συμβούλου Αφερεγγυότητας κατά το στάδιο της εξέτασης της Μονομερούς Αίτησης, εντούτοις, κατά το στάδιο της Αίτησης Ακύρωσης, η Αιτήτρια έχει, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα να αμφισβητήσει το περιεχόμενό της. 

 

Η Αιτήτρια εισηγείται ότι η Μονομερής Αίτηση δεν υποβλήθηκε με την απαιτούμενη καλή πίστη για τους λόγους που εξηγεί ο κ. Παπαλαμπριανού στις παρ. 10 έως και 12 της ένορκης δήλωση του. Συγκεκριμένα καθ’ ότι: (1)  Η Χρεώστιδα απέκρυψε από το Δικαστήριο το ιστορικό των διάφορων δανεισμών της, από τα οποία προέκυψαν τα καθορισμένα χρέη. Κρίνω ότι στην απουσία του εν λόγω ιστορικού δεν μπορεί βάσιμα να αποδίδεται η αδυναμία της να αποπληρώσει τα χρέη της στην όποια κατ’ ισχυρισμό μείωση ή απώλεια του εισοδήματός της επήλθε κατά το 2013 ή μετέπειτα. Σε κάθε περίπτωση, από τα στοιχεία και έγγραφα που η Αιτήτρια έχει στην κατοχή της ή τα οποία ήταν πρακτικά δυνατόν να εξασφαλιστούν/ανευρεθούν στο σύντομο χρονικό διάστημα που παρήλθε από την ημερομηνία επίδοσης του Επίδικου Διατάγματος μέχρι σήμερα - έχοντας υπόψη και το ότι το μεγαλύτερο μέρος της προθεσμίας των 15 ημερών για την καταχώριση της Αίτησης Ακύρωσης συνέπεσε και με τις αργίες του Πάσχα – προκύπτει ότι είναι πολύ πριν το 2013 που η Χρεώστιδα αδυνατούσε να αποπληρώσει τα χρέη της στη Λαϊκή Τράπεζα, εξ ου και παρουσιάζονταν από το 2009 σημαντικές καθυστερήσεις στην αποπληρωμή των προβλεπόμενων δόσεων όπως φαίνεται και στο Τεκμ. 4 που είναι αντίγραφο της επαλήθευσης χρέους, την οποία η Αιτήτρια υπέβαλε και έγινε αποδεκτή από τον Σύμβουλο Αφερεγγυότητας της Χρεώστιδας (σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 43 του Νόμου), από την οποία προκύπτει ότι είναι τουλάχιστον από το 2009 που παρουσιάζονταν σημαντικές καθυστερήσεις στην αποπληρωμή, μεταξύ άλλων, του δανείου που εξασφάλισε το 2007 για την αγορά της εξοχικής της κατοικίας στον Ψεματισμένο. Γι’ αυτό και, μεταξύ άλλων, το 2011 η Χρεώστιδα αιτήθηκε και εξασφάλισε τροποποίηση του αρχικά συμφωνηθέντος χρονοδιαγράμματος αποπληρωμής. Αντίγραφο της εν λόγω συμφωνίας δανείου, ημερομηνίας 22.03.2007 είναι αντίγραφο της εν λόγω τροποποιητικής συμφωνίας που συνομολογήθηκε τον Μάιο του 2011 (Τεκμ. 6). Αντίγραφα των τροποποιητικών συμφωνιών της εν λόγω συμφωνίας δανείου που καταρτίστηκαν τον Ιούλιο του 2012 και τον Μάιο του 2013 είναι το επισυναπτόμενο Τεκμ. 7 (προτού δηλαδή επέλθει οποιαδήποτε μείωση ή απώλεια εισοδημάτων της Χρεώστιδας, σύμφωνα πάντα με τους δικούς της ισχυρισμούς), για να βοηθηθεί η Χρεώσιδα να αποπληρώσει το συγκεκριμένο χρέος.  (2) το ενυπόθηκο ακίνητο με αρ. εγγραφής 0/12679 στον Ψεματισμένο – το οποίο επιχειρεί να προστατεύσει με το επίδικο Σχέδιο – δεν είναι η κύρια κατοικία της, αλλά το εξοχικό της, για την αγορά του οποίου ακριβώς εξασφάλισε από τη Λαϊκή Τράπεζα το δάνειο που περιγράφεται στη συμφωνία δανείου (Τεκμ. 5 ανωτέρω). Η κύρια κατοικία της Χρεώστιδας βρίσκεται επί του ενυπόθηκου ακινήτου με αρ. εγγραφής 0/12688  στην οδό Πομπηϊας 11 στο Καϊμακλί, πράγμα που πάντοτε και η ίδια δεχόταν με τα διάφορα αιτήματά της στη Λαϊκή Τράπεζα αρχικά και μετέπειτα στην Τράπεζα Κύπρου για σκοπούς δανεισμού, τροποποιήσεων και αναδιαρθρώσεων, εξ ου και σε όλες τις σχετικές επιστολές/συμφωνίες με τους πιστωτές της αναγράφεται ως διεύθυνσή της η εν λόγω διεύθυνση στο Καϊμακλί. Πέραν των ανωτέρω, επισυνάπτει ως Τεκμ. 8 την επιστολή της Τράπεζας Κύπρου, ημερομηνίας 27.06.2017, με την οποία κοινοποιήθηκε στην Χρεώστιδα η έγκριση του αιτήματός της για παραχώρηση νέου δανείου με σκοπό:  (α) την εξόφληση υφιστάμενων δανείων της και (β) την παραχώρηση ποσού για τα έξοδα τιτλοποίησης του εξοχικού της, καθώς και η τροποποίηση του προγράμματος αποπληρωμής του εν λόγω στεγαστικού δανείου (Τεκμ. 5 ανωτέρω), το ότι η διεύθυνση διαμονής της Χρεώστιδας βρίσκεται στην οδό Πομπηϊας στο Καϊμακλί και όχι στον Ψεματισμένο διαφαίνεται και από το ότι στην κατάσταση μισθοδοσίας της για τον Ιούνιο του 2021 – την οποία παρουσίασε στην Αιτήτρια με σχετικό αίτημα που υπέβαλε τον Ιούνιο του 2021 για αναδιάρθρωση – αναγράφεται ως διεύθυνσή της η εν λόγω διεύθυνση στο Καϊμακλί (Τεκμ. 9) αντίγραφο της εν λόγω κατάστασης (payslip).

 

Τα ανωτέρω  κατά την άποψη μου καταδεικνύουν το άδικο, παράλογο και παράνομο στοιχείο που χαρακτηρίζει το επίδικο «ούτω καλούμενο», όπως το χαρακτηρίζει η Αιτήτρια,  Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής και επί πλέον η μη δέουσα αποκάλυψη των ανωτέρω με την Ένορκο Δήλωση καταδεικνύει την απουσία της απαιτούμενης από τον Νόμο καλής πίστης. Δεν έχει εκδοθεί και/ή δεν έχει επιδοθεί στην Αιτήτρια το απαιτούμενο διάταγμα ανανέωσης του Προστατευτικού Διατάγματος, δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 75 του Νόμου, και/ή ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας και/ή η Χρεώστιδα δεν νομιμοποιείτο να καταχωρίσει τη Μονομερή Αίτηση και/ή το Δικαστήριο δεν μπορούσε να εκδώσει το Επίδικο Διάταγμα, χωρίς να είχε εκδοθεί διάταγμα ανανέωσης του Προστατευτικού Διατάγματος. Επιπρόσθετα το επίδικο Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής δεν πληροί τις υποχρεωτικές προϋποθέσεις του Άρθρου 46(2) του Νόμου και τέλος με το επίδικο Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής επιχειρείται και/ή επιτυγχάνεται παράνομα και/ή αντισυμβατικά και/ή αυθαίρετα και/ή αδικαιολόγητα και/ή χωρίς την έγκριση της Αιτήτριας διαγραφή μεγάλου μέρους του εξασφαλισμένου χρέους που οφείλεται στην Αιτήτρια.

 

Ως προς το ζήτημα της μη αποκάλυψης, το οποίο είναι άμεσα συνυφασμένο με την απαιτούμενη καλή πίστη που έπρεπε να διέπει τη Μονομερή Αίτηση είναι πολύ καλά γνωστές οι αρχές που το διέπουν  (βλ.  Demstar Ltd. v. Zim Israel Navigation Co Ltd κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 597, από την οποία προκύπτει σαφώς ότι η αναφορά σε ένα ουσιώδες θέμα πρέπει να γίνεται στην ένορκο δήλωση και όχι να απαντάται στα τεκμήρια που τη συνοδεύουν ή σε άλλα έγγραφα στον δικαστικό φάκελο.

 

ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΕΣ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 46 ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ:

 

Απλή αντιπαραβολή του περιεχομένου του επίδικου ΠΣΑ με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του Άρθρου 46 του Νόμου, καθιστά εμφανές πως το περιεχόμενο του επίδικου Σχεδίου δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεωτικές προϋποθέσεις του Άρθρου 46(2) του Νόμου και τούτο καθώς μεταξύ άλλων, επισημαίνεται ότι αυτό προνοεί παράνομα, αυθαίρετα και αδικαιολόγητα για διαγραφή και απαλλαγή της Χρεώστιδας από μεγάλο μέρος του εξασφαλισμένου χρέους που οφείλεται στην Αιτήτρια. Επίσης, δεν προβλέπει και δη επαρκώς για τον τρόπο, με τον οποίο τα χρέη της Χρεώστιδας θα αντιμετωπίζονται σε περίπτωση θανάτου ή διανοητικής ανικανότητάς της, σύμφωνα με τις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας.  Επιπρόσθετα ακόμα και από το γεγονός ότι ακυρώθηκε  το σχετικό ασφαλιστήριο ζωής προς όφελος της Χρεώστιδας, το οποίο ήταν εκχωρημένο στην Αιτήτρια από την ασφαλιστική εταιρεία, CNP Cyprialife Ltd στις 13.09.2022  όπως αποδεικνύεται με το Τεκμ. 10 που είναι η  σχετική επιστολή της εν λόγω ασφαλιστικής εταιρείας, ημερομηνίας 11.04.2023.

 

Το σχέδιο προνοεί κατά την άποψη μου παράνομα, αυθαίρετα και αδικαιολόγητα για διαγραφή και απαλλαγή της Χρεώστιδας από μεγάλο μέρος του εξασφαλισμένου χρέους που οφείλεται στην Αιτήτρια. Αυτό, παρά το ότι στη σελίδα 6 του επίδικου Σχεδίου, ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας βεβαιώνει ότι με την επιτυχή ολοκλήρωση του ΠΣΑ, η Χρεώστιδα δεν απαλλάσσεται από τα εξασφαλισμένα χρέη της.

 

Ούτε προβλέπει και δη επαρκώς για τον τρόπο, με τον οποίο τα χρέη της Χρεώστιδας θα αντιμετωπίζονται σε περίπτωση θανάτου ή διανοητικής ανικανότητάς της, σύμφωνα με τις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας.   

 

ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΕΠΙΛΕΞΙΜΟΤΗΤΑΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 35(1) ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ:

 

Από τις συνδυασμένες πρόνοιες των Άρθρων 77 και 65 του Νόμου, είναι σαφές πως στο πλαίσιο αίτησης ακύρωσης διατάγματος μονομερούς επιβολής ΠΣΑ, ότι ο πιστωτής δύναται να προβάλει ως λόγους ακύρωσης και τους λόγους που καταγράφονται στο Άρθρο 65 του Νόμου με τίτλο «Λόγοι ένστασης στην έναρξη ισχύος Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής». Σε αυτούς περιλαμβάνεται και το ότι: «(δ) ο χρεώστης δεν πληρούσε τα κριτήρια επιλεξιμότητας που καθορίζονται στο άρθρο 35 όταν προτάθηκε το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής».

 

Ένα από τα κριτήρια επιλεξιμότητας χρεώστη, σύμφωνα με το Άρθρο 35(1) του Νόμου, είναι να υπάρχει εύλογη προοπτική ότι η συμμετοχή του σε τέτοιο διακανονισμό θα τον διευκολύνει να καταστεί φερέγγυος σε περίοδο όχι μεγαλύτερη των 5 (πέντε) ετών. Εδώ, όμως, ουδέν στοιχείο υπάρχει ή παρουσιάστηκε που να υποστηρίζει μια τέτοια πρόβλεψη.

 

Κατ’ αρχάς, σύμφωνα με τους όρους του επίδικου Σχεδίου, ο χρόνος αποπληρωμής του εξασφαλισμένου χρέους που οφείλεται στην Αιτήτρια παρατείνεται μέχρι και το 71ο έτος περίπου της Χρεώστιδας, δηλαδή μακράν πέραν από την αναμενόμενη ηλικία συνταξιοδότησής της. Κανένα, όμως, στοιχείο δεν παρουσιάστηκε ή φαίνεται να λήφθηκε υπόψη, από το οποίο θα μπορούσε να γίνει εύλογη πρόβλεψη ότι το ποσό της σύνταξης που αναμένεται ότι θα λαμβάνει θα είναι αρκετό για να καλύψει την προβλεπόμενη στο επίδικο Σχέδιο δόση εκ €1.023,00.

 

Επιπλέον, παρατηρείται ότι στην ΚΠΟΣ της Χρεώστιδας δεν γίνεται αναφορά – και κατ’ επέκταση ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας δεν έκανε πρόβλεψη κατά τη διαμόρφωση του επίδικου Σχεδίου - σε οποιαδήποτε έξοδα πραγματοποιούνται ή ενδέχεται να πραγματοποιηθούν από τη Χρεώστιδα διατηρώντας την κατοχή και ιδιοκτησία της εν λόγω εξοχικής της κατοικίας. Μεταξύ άλλων, δεν έχει σημειωθεί οποιοδήποτε ποσό για έξοδα συντήρησης ή φόρους/τέλη σχετίζονται με την ιδιοκτησία, κατοχή και χρήση της εν λόγω κατοικίας. Δεν έγινε, επίσης, πρόβλεψη για οποιαδήποτε έκτακτα έξοδα, λαμβάνοντας υπόψη και τα προβλήματα υγείας που η Χρεώστιδα αντιμετωπίζει. Επίσης, δεν έγινε πρόβλεψη για τα ασφάλιστρα της απαιτούμενης ασφάλειας για την εν λόγω οικία, ούτε για τα ασφάλιστρα τυχόν νέας ασφάλειας ζωής η οποία ήθελε εκδοθεί προς όφελος της Χρεώστιδας.

 

Περαιτέρω, ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας δεν φαίνεται να έλαβε υπόψη πως με την πάροδο του χρόνου θα αυξάνονται και τα λογικά έξοδα διαβίωσης του ανήλικου παιδιού της Χρεώστιδας.

 

Συνεπώς, είναι αυθαίρετη, ατεκμηρίωτη και παράλογη η αναφορά/δήλωση τόσο στην ΚΠΟΣ όσο και στο επίδικο Σχέδιο ότι θα υπάρχει για οποιαδήποτε περίοδο διαθέσιμο μηνιαίο ποσό εκ €1.023,00.

   

Είναι και γι’ αυτό τον λόγο, που στην Αίτηση Ακύρωσης προβάλλεται η θέση ότι δεν πληρούνται οι γενικές προϋποθέσεις του Άρθρου 50 του Νόμου εν σχέσει με τη μεταχείριση κύριας κατοικίας στα πλαίσια προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής. Είναι δηλαδή προφανές ότι ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας δεν ακολούθησε την εκεί προβλεπόμενη εκ του Νόμου διαδικασία/διεργασία για να καταλήξει κατά πόσον ήταν λογικά πρακτικό και εφικτό υπό τις περιστάσεις να διαμορφώσει πρόταση, η οποία να μην προνοούσε για την άμεση διάθεση της εν λόγω εξοχικής κατοικίας της Χρεώστιδας.    

 

Είναι δε εύλογη η  θέση ότι σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί βάσιμη η πρόβλεψη του Συμβούλου Αφερεγγυότητας ότι υπάρχει εύλογη προοπτική ότι η συμμετοχή της Χρεώστιδας στον επίδικο διακανονισμό θα τη διευκολύνει να καταστεί φερέγγυα σε περίοδο όχι μεγαλύτερη των πέντε ετών, καθώς και ότι το επίδικο Σχέδιο είναι έκδηλα μη βιώσιμο.   Επομένως,  η δήλωση του Συμβούλου Αφερεγγυότητας, δυνάμει του Άρθρου 72(1)(στ) του Νόμου ότι, μεταξύ άλλων, η Χρεώστιδα πληροί τα κριτήρια επιλεξιμότητας του Άρθρου 35 του Νόμου κρίνεται ως ατεκμηρίωτη και αβάσιμη. 

 

Όπως προκύπτει και από το προοίμιο του Νόμου, οι σκοποί του Νόμου εξυπηρετούνται μόνο μέσα από τη θέσπιση δίκαιων και βιώσιμων σχεδίων αποπληρωμής. Η προστασία της κύριας κατοικίας δεν είναι αυτοσκοπός του Νόμου, όπως ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας και η Χρεώστιδα θεωρούν. Εδώ, πέραν του ότι η εξοχική κατοικία στον Ψεματισμένο δεν είναι η κύρια κατοικία της Χρεώστιδας, περαιτέρω είναι σαφές πως, με βάση τις οικονομικές περιστάσεις της Χρεώστιδας, το επίδικο Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής είναι έκδηλα μη βιώσιμο. Τα διαθέσιμα εισοδήματά της δυστυχώς δεν επαρκούν ούτως ώστε αυτή να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει με επιτυχία τα χρέη της. Αυτό είναι ένα δεδομένο που δεν αλλάζει από τις όποιες κενού περιεχομένου και αστήρικτες βεβαιώσεις ή δηλώσεις όπως κρίνω έδωσε ή προέβη ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας. Ούτε αλλάζει από το ότι σε περίπτωση μη συμμόρφωσης θα υπάρχει η δυνατότητα τερματισμού, ούτε και από το ότι υπάρχει η δυνατότητα αναθεώρησης των οικονομικών περιστάσεων της Χρεώστιδας κάθε δώδεκα μήνες ή άλλως πως. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να τονιστεί πως η εν λόγω δυνατότητα αναθεώρησης δεν προσφέρεται μετά τη λήξη του επίδικου Σχεδίου, δηλαδή μετά το πέρας των 60 μηνών. Επομένως ούτε η δήλωση αυτή του Συμβούλου Αφερεγγυότητας έχει νομικό έρεισμα και ως εκ τούτου απορρίπτεται.

 

Συμφωνώ και υιοθετώ τα όσα η ευπαίδευτος συνήγορος της Αιτήτριας αναφέρει ότι από τη στιγμή που διαπιστώνεται η μη βιωσιμότητα, τότε το προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής θα πρέπει να απορρίπτεται και τυχόν διάταγμα που το επέβαλε πρέπει να ακυρώνεται. Δεν θα πρέπει εξ άλλου να διαφεύγει την προσοχή κανενός πως τα έκτακτα μέτρα, για τα οποία προνοεί ο Νόμος - τα οποία σαφώς προβάλλουν σοβαρά προσκόμματα και εμπόδια στην άσκηση καλά θεμελιωμένων νόμιμων και συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των πιστωτών – και δη των ενυπόθηκων δανειστών - δεν πρέπει να αφεθούν να τυγχάνουν κατάχρησης. Τουναντίον, πρέπει να εφαρμόζονται μόνο στις κατάλληλες και αναγκαίες περιπτώσεις. Η υπό εξέταση  περίπτωση κρίνω ότι δεν είναι μια από αυτές. Επομένως ούτε αυτό το κριτήριο επιλεξιμότητας εκπληρώνεται.

 

ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 73 ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ:

 

Όπως καταγράφεται και στις παραγράφους 22 έως 24 της Ε/Δ Ένορκης Παπαλαμπριανού, πέραν και ανεξάρτητα των ανωτέρω, σύμφωνα με τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, είναι προφανές ότι το επίδικο Σχέδιο δεν θα έχει ως αποτέλεσμα να θέσει την Αιτήτρια στην ίδια ή σε καλύτερη θέση από αυτή, στην οποία αυτή θα βρισκόταν σε περίπτωση που η περιουσία της Χρεώστιδας διατίθετο σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πτώχευσης Νόμου.

 

Τα ως άνω στηρίζονται στο γεγονός ότι, σε περίπτωση πτώχευσης της Χρεώστιδας, η Αιτήτρια, μέσω των εξασφαλίσεων που κατέχει, θα μπορεί να συνεχίσει κανονικά τη διαδικασία εκποίησης των ενυπόθηκων ακινήτων και θα έχει την ευχέρεια να εισπράξει το λαβείν της σχεδόν αμέσως στα πλαίσια της διαδικασίας εκποίησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους VIA του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου του 1965 (Ν.9/1965).

 

Οι διατάξεις του Άρθρου 9(7) του περί Πτώχευσης Νόμου, Κεφ. 5, διαφυλάσσουν και διατηρούν ανέπαφη την εξουσία και δυνατότητα εξασφαλισμένου πιστωτή να εκποιήσει ή άλλως πως να χειριστεί τις εξασφαλίσεις του με τον ίδιο τρόπο που θα δικαιούτο να τις χειριστεί, σε περίπτωση που δεν εκδιδόταν διάταγμα πτώχευσης χρεώστη. Είναι προφανές ότι σε περίπτωση πτώχευσης, η Αιτήτρια θα έχει την ευχέρεια να προχωρήσει με τη διαδικασία εκποίησης των ενυπόθηκων ακινήτων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους VIA του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου του 1965, (Ν.9/1965).

 

Η εν λόγω εξουσία και δυνατότητα της Αιτήτριας να εκποιήσει ως ανωτέρω τα ενυπόθηκα ακίνητα, καθώς και τα ποσά που εύλογα αναμένεται ότι θα εισπράξει σε μια τέτοια περίπτωση, ουδόλως επηρεάζεται ή σχετίζεται με οποιοδήποτε τρόπο με τα έξοδα της πτωχευτικής διαδικασίας ή τα τέλη και δικαιώματα του Επίσημου Παραλήπτη. Λανθασμένα και ατεκμηρίωτα, επίσης, προβάλλεται η θέση ότι, σε περίπτωση εκποίησης, η Αιτήτρια θα λάβει μόνο ποσό ίσο με την αξία καταναγκαστικής πώλησης των ενυπόθηκων ακινήτων και όχι την αγοραία αξία τούτων. Από τις διατάξεις του Μέρους VIA του Ν.9/1965 (Άρθρα 44Ε και 44ΙΑ), είναι σαφές πως τόσο οι προσπάθειες πώλησης με πλειστηριασμό όσο και η επιλογή του ενυπόθηκου δανειστή να αγοράσει ο ίδιος το ενυπόθηκο ακίνητο γίνονται στη βάση της αγοραίας αξίας του ακινήτου.

 

Σε αντίθετη περίπτωση, και στο απίθανο σενάριο, όπως εύλογα μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα σύμφωνα με τα πιο πάνω, που υπάρξει συμμόρφωση με τους όρους του επίδικου Σχεδίου, η Αιτήτρια μετά από 21 χρόνια περίπου θα εισπράξει πολύ χαμηλότερο ποσό, απ’ ό,τι θα μπορούσε να εισπράξει σε σύντομο χρονικό διάστημα με την εκποίηση των ενυπόθηκων ακινήτων. Πέραν της αδικαιολόγητης και παράνομης διαγραφής που διαλαμβάνει το επίδικο Σχέδιο ποσού €50.000,00 από το εξασφαλισμένο χρέος που οφείλεται στην Αιτήτρια, καθώς και του αδικαιολόγητα χαμηλού εφάπαξ ποσού εξ €150.000,00 που προνοείται ότι θα καταβληθεί στην Αιτήτρια με την πώληση του ενυπόθηκου ακινήτου στο Καϊμακλί, επιπλέον η πολύ μεγάλη διάρκεια αποπληρωμής του υπόλοιπου εξασφαλισμένου χρέους, σε συνδυασμό με το εξευτελιστικά χαμηλό επιτόκιο, το οποίο διαλαμβάνεται στο επίδικο Σχέδιο Αποπληρωμής, παραγνωρίζει πλήρως τη σημερινή αξία των χρημάτων που τυχόν  θα εισπράξει η Αιτήτρια στο μέλλον. Με βρίσκει σύμφωνο η θέση της Αιτήτριας ότι  εάν ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας λάμβανε υπόψη του τα προαναφερθέντα, ως όφειλε, τότε σαφώς και δεν θα διαμόρφωνε πρόταση με τόσο χαμηλό επιτόκιο. Μεταξύ άλλων, σημειώνεται ότι το διαλαμβανόμενο επιτόκιο προς 1% είναι εκτός αγοράς, τη στιγμή μάλιστα που τα επιτόκια διεθνώς αυξάνονται, με ενδεικτικό το επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το οποίο ανέρχεται σήμερα στα 3,75%.   

 

ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΕΣ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 74 ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΕΝ ΣΧΕΣΕΙ ΜΕ ΤΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΤΟΥ ΧΡΕΩΣΤΙΔΑΣ ΣΕ ΕΠΙΒΑΛΛΟΜΕΝΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΑΠΟΠΛΗΡΩΜΉΣ:

 

Σύμφωνα με το Άρθρο 74(1)(γ) του Νόμου, σε επιβαλλόμενο προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής, οποιαδήποτε κινητή ή άλλη ιδιοκτησία της Χρεώστιδας (εκτός της κύριας κατοικίας), η οποία συνιστά εξασφάλιση σε οποιοδήποτε χρέος της Χρεώστιδας, θα πρέπει να υπόκειται σε εκποίηση από τον εξασφαλισμένο πιστωτή για αποπληρωμή του εξασφαλισμένου χρέους.

 

Έχοντας υπόψη το γεγονός ότι η κύρια κατοικία της Χρεώστιδας δεν βρίσκεται επί του ενυπόθηκου ακινήτου με αρ. εγγραφής 0/[ ] στον Ψεματισμένο, αλλά επί του ενυπόθηκου ακινήτου με αρ. εγγραφής 0/[ ] στο Καϊμακλί,  η εξοχική κατοικία της Χρεώστιδας στον Ψεματισμένο δεν μπορεί να τύχει προστασίας επιβαλλόμενου ΠΣΑ. Δηλαδή, δεν πληρείται η εν λόγω προϋπόθεση του Άρθρου 74(1)(γ) του Νόμου, εφόσον το επίδικο ΠΣΑ δεν διαλαμβάνει, μεταξύ άλλων, για τη διάθεση και/ή δεν επιτρέπει την εκποίηση από την Αιτήτρια του εν λόγω ενυπόθηκου ακινήτου, όπου βρίσκεται η εξοχική κατοικία στον Ψεματισμένο.

 

Ακόμα όμως και αν αποφασιζόταν ότι η κύρια κατοικία της Χρεώστιδας βρίσκεται επί του ενυπόθηκου ακινήτου στον Ψεματισμένο, τότε και πάλι δεν εκπληρώνεται η εν λόγω προϋπόθεση του Άρθρου 74(1)(γ) του Νόμου, εφόσον το επίδικο Σχέδιο δεν επιτρέπει στην Αιτήτρια να εκποιήσει το ενυπόθηκο ακίνητο στο Καϊμακλί για σκοπούς αποπληρωμής του εξασφαλισμένου χρέους που της οφείλεται. 

 

Η μη τήρηση της εν λόγω υποχρεωτικής προϋπόθεσης του Άρθρου 74(1)(γ) συνιστά ένα επιπλέον λόγο που οδηγεί στην ακύρωση του Επίδικου Διατάγματος.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ/ ΕΞΟΔΑ:

 

Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω πιο πάνω η απόφαση μου είναι να εγκρίνω την Αίτηση Ακύρωσης και να εκδώσω διάταγμα ως το αιτητικό Α αυτής.

 

Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον της Καθ’ ης η αίτηση – Χρεώστιδας ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

(Υπ.) .........................................

                                                            Χρ. Γ. Φιλίππου, Π.Ε.Δ.

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο