ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρήστου Γ. Φιλίππου, Π.Ε.Δ.

                                                                                      Αρ. Αίτησης ΠΣΑ: 4/2022 (i-Justice)

 

Αναφορικά με τον περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμο του 2015

και

Αναφορικά με τον ΦΩΤΗ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ

Καθ’ ου η αίτηση/Χρεώστη

Ημερομηνία: 9 Φεβρουαρίου, 2024

 

Εμφανίσεις:

Για Αιτήτρια/Πιστωτή THEMIS PORTFOLIO MANAGEMENT HOLDINGS LIMITED: Η κ. Μαριλένα Μηλιώτου για Κούσιος Κορφιώτης Παπαχαραλάμπους Δ.Ε.Π.Ε. 

Για Καθ’ ου η αίτηση/Χρεώστη: Η κ. Αργυρώ Χαραλάμπους για Argiro S. Charalambous LLC

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(σε αίτηση ακύρωσης Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής (ΠΣΑ) ημερομηνίας 02.09.2022)

 

Η THEMIS PORTFOLIO MANAGEMENT HOLDINGS LIMITED (στη συνέχεια «η ΤΗΕΜΙΣ»), αιτείται την έκδοση διατάγματος με το οποίο να ακυρώνεται και/ή παραμερίζεται το διάταγμα του Δικαστηρίου, ημερομηνίας 12.08.2022, το οποίο εκδόθηκε στα πλαίσια της ως άνω Εναρκτήριας Αίτησης, δια του οποίου επιβλήθηκε μονομερώς στους καθορισμένους πιστωτές του Χρεώστη, Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής ημερ. 13.07.2022, το οποίο φέρει ως τίτλο “Πρόταση για Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής (ΠΣΑ)”  του Χρεώστη  κ. Φώτη Ερωτοκρίτου το οποίο απορρίφθηκε στη Συνέλευση Πιστωτών, ημερομηνίας 28.07.2022. Αξιώνονται επίσης έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., πλέον τα έξοδα επίδοσης.

 

Η αίτηση βασίζεται στα Άρθρα 2, 8, 28, 29, 33, 35, 36, 42, 43, 46 έως 50, 60, 61, 63, 65, 67, 72, 73, 74 και 77 του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμου του 2015, Ν. 65(Ι)/2015, όπως τροποποιήθηκε, στους Καν. 4, 10(β), 24(α), 28, 33 και 34 του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2016, στο Μέρος VIA του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου του 1965 (Ν.9/1965), όπως τροποποιήθηκε, στον περί Πτώχευσης Νόμο, Κεφ. 5, όπως τροποποιήθηκε, στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, Δ.48 Θ.Θ.1-8, στη γενική πρακτική και σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου.

 

Η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκο δήλωση την οποία υπογράφει ο κ. Παναγιώτης Ιωνά («η Ε/Δ Ιωνά»), οποίος αναφέρει ότι κατέχει σήμερα τη θέση του δικαστηριακού λειτουργού στην THEMIS  από την οποία είναι εξουσιοδοτημένος να προβεί στην ένορκο δήλωση. Εξηγεί περαιτέρω πως η επίδικη δανειοδότηση του Χρεώστη περιήλθε στην THEMIS.

 

Παρατίθενται στη συνέχεια αυτούσιοι οι λόγοι για τους οποίους επιδιώκεται η ακύρωση του Επίδικου Διατάγματος:

 

«1) Δεν πληρούνται τα κριτήρια επιλεξιμότητας του Άρθρου 35(1) του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμου του 2015, Ν. 65(Ι)/2015, όπως τροποποιήθηκε (στο εξής «ο Νόμος»), εφόσον (α) δεν προκύπτει εύλογη προοπτική ότι η συμμετοχή του Χρεώστη στον εν λόγω διακανονισμό θα τον διευκολύνει να καταστεί φερέγγυος εντός των επόμενων 5 ετών, και (β) η Κατάσταση Προσωπικών Οικονομικών Στοιχείων (ΚΠΟΣ) του Χρεώστη περιέχει ουσιαστικές ανακρίβειες και/ή παραλείψεις και/ή αναληθή και/ή ατεκμηρίωτα στοιχεία και/ή είναι ελλιπής.

 

2) Δεν πληρούνται τα κριτήρια επιλεξιμότητας του Άρθρου 72 του Νόμου για μη συναινετικό προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής, ειδικότερα αυτά των παραγράφων (β), (ε) και (στ), καθώς και της δεύτερης επιφύλαξης, του εδαφίου (1).

 

3) Το ενυπόθηκο ακίνητο, όπου βρίσκεται, μεταξύ άλλων, και η κατοικία όπου διαμένει ο Χρεώστης και/ή η οικογένειά του δεν αποτελεί την «κύρια κατοικία» του Χρεώστη εν τη εννοία του Νόμου, εφόσον ο Χρεώστης δεν είναι ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του εν λόγω ακινήτου.

 

4) Δεν έχει αποδειχθεί ότι ο Χρεώστης αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη του λόγω χειροτέρευσης της οικονομικής του κατάστασης ως αποτέλεσμα γεγονότων ή καταστάσεων εκτός του ελέγχου του, τα οποία έχουν επισυμβεί από το 2009 και εντεύθεν και πριν την αίτηση για έκδοση του Προστατευτικού Διατάγματος, τα οποία είχαν σαν αποτέλεσμα την ουσιαστική μείωση του εισοδήματός του κατά τουλάχιστον 25% ή περισσότερο.

 

5) Οι δηλώσεις του Συμβούλου Αφερεγγυότητας, δυνάμει του Άρθρου 72(1)(στ) του Νόμου, είναι αναληθείς και/ή ατεκμηρίωτες και/ή κενού περιεχομένου.  

 

6) Ο Χρεώστης δεν ενήργησε και/ή δεν ενεργεί με καλή πίστη.

 

7) Ο Χρεώστης δεν υπέβαλε τη Μονομερή Αίτηση με καλή πίστη και/ή απέκρυψε από το Δικαστήριο ουσιώδη γεγονότα και/ή παραπλάνησε το Δικαστήριο επί ουσιωδών γεγονότων. 

 

8) Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 73 του Νόμου για την έκδοση του Επίδικου Διατάγματος, εφόσον το επίδικο ούτω καλούμενο Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής δεν θα έχει ως αποτέλεσμα να θέσει τους πιστωτές στην ίδια ή σε καλύτερη θέση από αυτή, στην οποία αυτοί θα βρίσκονταν σε περίπτωση που η περιουσία του Χρεώστη διατίθετο σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πτώχευσης Νόμου.

 

9) Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 74 του Νόμου, εφόσον το επίδικο ούτω καλούμενο Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής δεν προβλέπει για την πώληση περιουσιακών στοιχείων του Χρεώστη ώστε να πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 73 του Νόμου και/ή δεν επιτρέπει την εκποίηση του ενυπόθηκου προς όφελος της Αιτήτριας ακινήτου για αποπληρωμή του εξασφαλισμένου χρέους που της οφείλεται.

 

10) Δεν υπήρξε συμμόρφωση με τις διαδικαστικές απαιτήσεις του Νόμου.

 

11) Το προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής δεν συνιστά προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής εν τη εννοία και/ή πνεύμα και/ή φιλοσοφία του Νόμου και/ή δεν πληρούνται οι γενικές προϋποθέσεις του Άρθρου 33 του Νόμου.

 

12) Δεν πληρούνται οι υποχρεωτικές προϋποθέσεις του Άρθρου 46 του Νόμου σχετικά με προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής.

 

13) Δεν πληρούνται οι γενικές προϋποθέσεις του Άρθρου 50 του Νόμου εν σχέσει με τη μεταχείριση κατοικίας στα πλαίσια προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής και/ή δεν έχει ακολουθηθεί από τον Σύμβουλο Αφερεγγυότητας η εκεί προβλεπόμενη διεργασία ή διαδικασία.

 

14) Το επίδικο Σχέδιο δεν είναι βιώσιμο και/ή είναι παράλογο και/ή άδικο και/ή μη λειτουργικό.

 

15) Το επίδικο Σχέδιο δημιουργεί αδικαιολόγητα και/ή παράλογα προσκόμματα στην άσκηση των εκ του Νόμου απορρεόντων δικαιωμάτων της Αιτήτριας για την είσπραξη του λαβείν της.

 

16) Η όλη διαδικασία χρησιμοποιείται από τον Χρεώστη καταχρηστικά, εφόσον στόχος είναι να καθυστερήσει αδικαιολόγητα την Αιτήτρια από του να εισπράξει το συντομότερο δυνατό το λαβείν της».

 

O Καθ’ ου η αίτηση καταχώρισε ένσταση στην οποία προβάλλει τους ακόλουθους λόγους (παρατίθενται αυτούσιοι):

 

“1. Δεν πληρείται κανένας από τους λόγους τους οποίου θέτει το Άρθρο 65(α) έως (ζ) του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμος του 2015 (Ν. 65(I)/2015) ως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα αναφορικά με τους λόγους που Πιστωτής δύναται να προσβάλει την έναρξη ισχύος Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής.

 

2.    Το Διάταγμα επιβολής ημερ.12/08/2022 ορθά έχει εκδοθεί από το Σεβαστό Δικαστήριο αφού  πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις των Άρθρων 72 και 73 του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμος του 2015 (Ν. 65(I)/2015) ως έχει τροποποιηθεί.

 

3.    Πληρούνται τα κριτήρια επιλεξιμότητας του Άρθρου 35 του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμος του 2015 (Ν. 65(I)/2015) ως έχει τροποποιηθεί.

 

4.    Η Αίτηση των Αιτητών είναι εκπρόθεσμη καθότι έχει καταχωρηθεί μετά την πάροδο των εκ του Νόμου τασσόμενων προθεσμιών

 

5.    Η Αίτηση είναι κατά Νόμο και ουσία αβάσιμη και αστήρικτη, παράτυπη και αντικανονική.

 

6.    Η Αίτηση είναι κακόπιστη και καταχρηστική.

 

7.    Οι Πιστωτές - Αιτητές δε νομιμοποιούνται στις αιτούμενες θεραπείες.

 

8.    Δεν τηρούνται και δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο Νόμος και οι Κανονισμοί για την έκδοση των αιτούμενων Διαταγμάτων.

 

9.    Η νομική βάση της Αίτησης είναι αόριστη και γενική.

 

10.  Η έκδοση των αιτούμενων  Διαταγμάτων δεν δικαιολογείται υπό το φως των πραγματικών γεγονότων.

 

11.  Οι ισχυρισμοί που αναφέρονται τόσο στην Αίτηση όσο και στην Ένορκη Δήλωση των Αιτητών είναι αναληθείς και αβάσιμοι.

 

12.  Ο Χρεώστης προσήλθε στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια και έχει δώσει  σαφή  στοιχεία, αναφορές και λεπτομέρειες αναφορικά με την οικονομική του κατάσταση.

 

13.  Οι Αιτητές έχουν ενεργήσει με κακή την πίστη ως προς την έγκριση συναινετικού Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής.   Ο  Χρεώστης έχει επιδείξει καλή πίστη ως προς την έγκριση  συναινετικού Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής.  Οι Αιτητές- Πιστωτές αντίθετα δεν έχουν επιδείξει καλή την πίστη ως προς την έγκριση Συναινετικού Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής.  

 

14.  Το Σχέδιο έχει ετοιμασθεί με τρόπο που θα θέσει τους Πιστωτές στην ίδια ή καλύτερη θέση από την οποία θα βρίσκονταν εάν η περιουσία του Χρεώστη διατίθετο σύμφωνα με τις διατάξεις του Περί Πτώχευσης Νόμου.

 

15.  Ο Χρεώστης έχει ακολουθήσει με καλή την πίστη την διαδικασία για προστασία της κύριας κατοικίας του και αντιμετώπισης των οικονομικών του υποχρεώσεων.

 

16.  Το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής ετοιμάστηκε με αντικειμενικότητα, επαγγελματική επάρκεια, επιμέλεια και ευσυνειδησία από τον Σύμβουλο Αφερεγγυότητας.

 

17.  Ο περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμος του 2015 (Ν. 65(I)/2015) ως έχει τροποποιηθεί και συγκεκριμένα τα άρθρα 64, 62(6) και 62(7), προβλέπουν τον έλεγχο των οικονομικών δεδομένων του Χρεώστη τουλάχιστον κάθε δώδεκα μήνες για την διάρκεια πέντε (5) ετών από την  εφαρμογή του Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής καθώς επίσης δίνει το δικαίωμα στον Σύμβουλο Αφερεγγυότητας να ζητήσει την Τροποποίηση του υφιστάμενου σχεδίου του Χρεώστη.

18.  Οι Αιτητές δεν προσήλθαν  στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια αλλά με κακή πίστη επιδιώκοντας να πλήξουν την απονομή της δικαιοσύνης, την δημιουργία βλάβης, ταλαιπωρίας και εξόδων. 

 

19.  Ο Νομοθέτης με την ψήφιση και έγκριση του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμο του 2015 (Ν. 65(I)/2015) επιθυμούσε το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής (ΠΣΑ) να αποτελεί ένα νέο μηχανισμό που επιτρέπει σε έναν αφερέγγυο χρεώστη, νοουμένου ότι πληροί ορισμένα κριτήρια, να πετύχει, υπό προϋποθέσεις, αναδιάρθρωση των χρεών του, να καταστεί φερέγγυο πρόσωπο και να διατηρήσει την κύρια του κατοικία.

 

20.  Οι Αιτητές εμποδίζονται δια διαγωγής και/ή εγγράφων και/ή συμπεριφοράς από το να προβάλλουν ισχυρισμούς που αναφέρονται στην Ένορκη Δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση και να ζητούν τα αιτούμενα Διατάγματα.

 

21.  Η Αίτηση είναι καθ' όλα αβάσιµη, αστήρικτη και καταχρηστική αφού σε τελική ανάλυση εκείνο που οι Αιτητές πραγματικά επιδιώκουν είναι να θίξουν ανεπανόρθωτα τα δικαιώματα του Χρεώστη».

 

Προς αποφυγή επανάληψης, αποφεύγω την εδώ καταγραφή ισχυρισμών επί των  γεγονότων που χαρακτηρίζουν την υπόθεση όπως προβάλλονται στις ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν αντίστοιχα την αίτηση και την ένσταση, εφόσον όσα από αυτά χρειάζεται θα τύχουν σχολιασμού κατά την ανάλυση που θα ακολουθήσει.

 

ΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ:

 

Η ακροαματική διαδικασία της αίτησης έγινε στη βάση των εκατέρωθεν ισχυρισμών που προβλήθηκαν στις ένορκες δηλώσεις προς υποστήριξη της αίτησης και της ένστασης αντίστοιχα. Στην εμπεριστατωμένη αγόρευσή της, η ευπαίδευτος συνήγορος  της Αιτήτριας (THEMIS), έκανε εκτεταμένη παραπομπή τόσο στα γεγονότα της υπόθεσης όσο και στα διάφορα νομικά ζητήματα που άπτονται των διαφόρων ζητημάτων που τέθηκαν προς συζήτηση. Για τον Καθ’ ου η αίτηση η ευπαίδευτος συνήγορος του υιοθέτησε τους λόγους της ένστασης του και την ένορκο δήλωση που την υποστηρίζει. Εισηγήθηκε ότι ορθά εκδόθηκε το Διάταγμα επιβολής  και ότι η διαδικασία που προηγήθηκε είναι σύμφωνη με τις πρόνοιες του Νόμου και ότι σε καμιά περίπτωση δεν δύναται να παραμεριστεί αυτό αφού δεν πληρείται κανένας από τους λόγους που ο ίδιος ο Νόμος θέτει. Πρόσθετα προς υποστήριξη των θέσεων της παραπέμπει σε σχετικές, κατά την άποψη της, αποφάσεις.   Όπου χρειαστεί στη συνέχεια θα επανέλθω στις εισηγήσεις των δύο πλευρών και θα τύχουν του ανάλογου σχολιασμού έχοντας υπόψη όσα επιτάσσει η νομολογία μας ότι δηλαδή δεν χρειάζεται να καταγραφούν όλα όσα οι συνήγοροι των δύο πλευρών έθεσαν ενώπιον μου, περιοριζόμενος σε όσα αφορούν αποκλειστικά και μόνον τα προς εξέταση επίδικα ζητήματα (βλ. Οδυσσέα v. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490, Ανδρονίκου κ.ά. v. Δημοκρατίας, την Έφεση Αρ. 22/2018 του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου Μ.Φ.Χ. v. Μ.Χ. με ημερ.28.09.2021 και την απόφαση στην υπόθεση και πάλι του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου στην Έφεση Αρ. 20/2020 Γ.Λ. v. Χ.Ι. ημερ. 15.12.2021). 

 

Η ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ ΚΑΙ ΥΠΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ Σ’ ΑΥΤΗ:

 

ΕΜΠΡΟΘΕΣΜΟ, ΝΟΜΟΤΥΠΟ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ:

 

Θεωρώ σκόπιμο όπως με απασχολήσουν από την αρχή οι λόγοι ένστασης που άπτονται του εμπρόθεσμου, του νομότυπου και της κανονικότητας της  αίτησης της THEMIS.

 

Διαπιστώνεται ότι η επίδικη αίτηση καταχωρίστηκε δυνάμει των προνοιών του εδαφίου (5) του Άρθρου 72 του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμου του 2015, Ν. 65(Ι)/2015, όπως τροποποιήθηκε (στο εξής «ο Νόμος»), το οποίο παρέχει τη δυνατότητα, μεταξύ άλλων, σε καθορισμένο πιστωτή να προσφύγει στο Δικαστήριο για ακύρωση διατάγματος μονομερούς επιβολής προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής «εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία που ειδοποιήθηκε για την έκδοσή του».

 

Επί του προκειμένου, ο Καν. 24 του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2016 (στο εξής «ο Διαδικαστικός Κανονισμός») διευκρινίζει ότι η απαιτούμενη ειδοποίηση συντελείται με την επίδοση στον καθορισμένο πιστωτή του διατάγματος μονομερούς επιβολής.

 

Όπως προκύπτει από τον δικαστικό φάκελο και είναι εξ άλλου παραδεκτό, η επίδοση του Επίδικου Διατάγματος στην Αιτήτρια έλαβε χώρα στις 18.08.2022. Συνεπώς, η αίτηση ακύρωσης θα έπρεπε να καταχωριστεί  εντός 15 ημερών από τις 18.08.2022, δηλαδή το αργότερο μέχρι και τις 2.09.2022, όπως και πράγματι έγινε. Λανθασμένα κρίνω ότι η πλευρά του Χρεώστη ισχυρίζεται ότι η εν λόγω προθεσμία εξέπνευσε την 1.09.2022, εφόσον κατά την ορθή επιμέτρηση του εν λόγω χρονικού διαστήματος δεν λαμβάνεται υπόψη η ημέρα επίδοσης, δηλαδή η 18η Αυγούστου. Προς τούτο παραπέμπω στις πρόνοιες του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1, και ειδικότερα του Άρθρου 31(1), το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:

 

«Στον υπολογισμό για τους σκοπούς Νόμου ή δημοσίου εγγράφου εκτός εάν φαίνεται το αντίθετο-

(α) περίοδος ημερών από το συμβάν γεγονότος ή την εκτέλεση πράξης ή πράγματος θεωρείται ότι εξαιρεί την ημέρα κατά την οποία το συμβάν λαμβάνει χώρα ή η πράξη ή το πράγμα γίνεται».

 

Παραπέμπω ως προς τα ανωτέρω στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της  κ. Τ. Ψαρά – Μιλτιάδου, Δ. που εξέδωσε την απόφαση στην Πολιτική Αίτηση αρ. 22/2018, Αναφορικά με τον Αυγουστίνο Θωμά, ημερομηνίας 10.05.2018, αντικείμενο της οποίας ήταν η ορθή ερμηνεία αντίστοιχης προθεσμίας άλλου όμως νομοθετήματος.

 

Σύμφωνα με τον Καν. 24 του Διαδικαστικού Κανονισμού καθορίζει ότι η δυνάμει του Άρθρου 72(5) αίτηση ακύρωσης από πιστωτή γίνεται με αίτηση διά κλήσεως στον Τύπο Ι του Δεύτερου Παραρτήματος του Διαδικαστικού Κανονισμού και συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του προσώπου που αιτείται την ακύρωση, στην οποία (ένορκη δήλωση) φαίνονται τα γεγονότα που αφορούν την αίτηση και οι λόγοι επί τους οποίους βασίζεται η αίτηση.

 

Σύμφωνα με το φάκελο της επίδικης  Αίτησης Ακύρωσης καταχωρίστηκε από την Αιτήτρια, η οποία είναι καθορισμένη πιστωτής, εμπρόθεσμα, έγινε σύμφωνα με τον προβλεπόμενο Τύπο Ι, καταγράφεται τόσο το Άρθρο 72 του Νόμου όσο και ο Καν. 24 του Διαδικαστικού Κανονισμού, συνοδεύεται από ένορκη δήλωση δεόντως εξουσιοδοτημένου λειτουργού της Αιτήτριας, η δε Ε/Δ Ιωνά παραθέτει τόσο τους λόγους όσο και τα γεγονότα, επί των οποίων βασίζεται η Αίτηση.  Συνεπώς, η Αίτηση κρίνω ότι καταχωρίστηκε δικαιωματικά, είναι καθόλα έγκυρη, εμπρόθεσμη, νόμιμη και νομότυπη και οι σχετικοί λόγοι ένστασης απορρίπτονται ως αβάσιμοι και χωρίς έρεισμα στα γεγονότα της υπόθεσης. 

 

ΤΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΛΕΞΙΜΟΤΗΤΑΣ:

 

Προβάλλεται ως λόγος ακύρωσης στην επίδικη Αίτηση Ακύρωσης ότι δεν πληρούνται τα κριτήρια επιλεξιμότητας του Άρθρου 72 του Νόμου για μη συναινετικό προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής.

 

Το Άρθρο 72 του Νόμου ορίζει τέσσερα κριτήρια επιλεξιμότητας, τα οποία πρέπει να πληρούνται σωρευτικά. Επιπλέον, σύμφωνα με την πρώτη επιφύλαξη του Άρθρου 72 (1) του Νόμου, αποτελεί προϋπόθεση για την υποβολή αίτησης για έκδοση διατάγματος επιβολής η ύπαρξη σε ισχύ προστατευτικού διατάγματος το οποίο εκδίδεται δυνάμει του Άρθρου 75 του Νόμου. Περαιτέρω, η δεύτερη επιφύλαξη του Άρθρου 72 (1) του Νόμου μιλά για το αυτονόητο, ότι δηλαδή ο χρεώστης οφείλει όπως υποβάλει την αίτησή του για την έκδοση διατάγματος μονομερούς επιβολής προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής «καλή τη πίστει», η απουσία της οποίας δύναται να οδηγήσει δίχως άλλο στην ακύρωση του μονομερώς εκδοθέντος διατάγματος.

 

Διευκρινίζεται ότι τα εν λόγω κριτήρια είναι προσωπικά, δηλαδή πρέπει να πληρούνται προσωπικά από κάθε χρεώστη, ο οποίος επιθυμεί να ενταχθεί σε προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής, και δη επιβαλλόμενο, όπως προσωπικό πρέπει να είναι, εξ ορισμού και κατά λογική ερμηνεία, σύμφωνα με το γράμμα και το πνεύμα του Νόμου, κάθε προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής, το οποίο δεν είναι κοινό. Προς τούτο το Άρθρο 33 του Νόμου δίνει τη δυνατότητα σε χρεώστη  να υποβάλει, μέσω Συμβούλου Αφερεγγυότητας, πρόταση στους πιστωτές του για προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής.

 

Επί του προκειμένου, το Άρθρο 33 του Νόμου δίνει σε τέτοιον χρεώστη τρεις επιλογές. Πρώτον, να υποβάλει ξεχωριστή πρόταση για προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής. Δεύτερον, να υποβάλει, μαζί με άλλους χρεώστες, με τους οποίους είναι συνοφειλέτης σε όλα τα χρέη που θα καλύπτονται από το προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής, κοινή πρόταση για προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής. Τρίτον, να υποβάλει πρόταση για προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής, στη βάση του ότι αυτό θα τυγχάνει κοινής διαχείρισης από Σύμβουλο Αφερεγγυότητας με ένα ή περισσότερα προσωπικά σχέδια αποπληρωμής.

 

Θα εξετάσω επομένως αν πληρούνται τα πιο πάνω κριτήρια επιλεξιμότητας σύμφωνα με το Άρθρο 72 του Νόμου για το κατά πόσο πράγματι η περίπτωση αφορά κοινή διαχείριση και κατά πόσο το προσβαλλόμενο Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής του Χρεώστη συνιστά προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής σύμφωνα με το Νόμο και αν πληρούνται  πράγματι οι γενικές προϋποθέσεις του Άρθρου 33 του Νόμου. Ο ίδιος ο Χρεώστης παραδέχεται  ότι δεν πρόκειται για κοινό σχέδιο με τη σύζυγό του την κ. Ερωτοκρίτου, την οποία αφορά η Αίτηση με αρ. ΠΣΑ 3/2022 (i-justice) του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας. Ο Χρεώστης ισχυρίζεται ότι πρόκειται για περίπτωση κοινής διαχείρισης.

 

Όπως διαλαμβάνει το εδάφιο (3) του Άρθρου 33 του Νόμου, σε περίπτωση που δύο χρεώστες υποβάλουν κοινή πρόταση για προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής, τότε, εκτός όπου προβλέπεται διαφορετικά, οποιαδήποτε αναφορά στο Τρίτο Μέρος του Νόμου σε «χρεώστη» θα ερμηνεύεται ως αναφορά σε τέτοιους κοινούς χρεώστες. Δηλαδή, όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις και υποβάλλεται κοινό προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής, για τους σκοπούς των υπολοίπων διατάξεων του Τρίτου Μέρους του Νόμου, εκτός και εάν γίνεται διαφορετική πρόβλεψη, οι εν λόγω χρεώστες ουσιαστικά γίνονται ένα. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν συμβαίνει στις περιπτώσεις όπου, δυνάμει του εδαφίου (4) του Άρθρου 33 του Νόμου, υποβάλλεται πρόταση για προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής, στη βάση του ότι αυτό θα τυγχάνει κοινής διαχείρισης από Σύμβουλο Αφερεγγυότητας με ένα ή περισσότερα προσωπικά σχέδια αποπληρωμής. Αυτό εξ άλλου προκύπτει και από το λεκτικό του εδαφίου (5) του Άρθρου 33 του Νόμου.

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία και ως προς τούτο θα συμφωνήσω με τους ευπαίδευτους συνηγόρους της Αιτήτριας ότι, η υπό εξέταση περίπτωση δεν αφορά κοινό σχέδιο του Χρεώστη με τη σύζυγό του. Για τούτο και θα πρέπει να εξεταστεί ξεχωριστά κατά πόσον στην περίπτωση του Χρεώστη πληρούνται προσωπικά και σωρευτικά τα εκ του Νόμου κριτήρια επιλεξιμότητας για μη συναινετικό προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής. Δηλαδή, μπορεί ένα κριτήριο να πληρείται στην περίπτωση της συζύγου του Χρεώστη, αλλά να μην πληρείται στην περίπτωση του ιδίου. Σε μια τέτοια περίπτωση, το ζητούμενο δεν ικανοποιείται, αλλά ούτε και θεραπεύεται, από το ότι μπορεί να πληροί το εν λόγω κριτήριο η σύζυγός του. Συνεπώς, σε μια τέτοια περίπτωση το Επίδικο Διάταγμα θα πρέπει να ακυρωθεί.

 

Το πρώτο κριτήριο επιλεξιμότητας του Άρθρου 72 του Νόμου εν σχέσει με Χρεώστη για μη συναινετικό σχέδιο αποπληρωμής πληρείται μόνο όταν «τουλάχιστον ένας από τους πιστωτές είναι εξασφαλισμένος πιστωτής, ο οποίος έχει εξασφάλιση επί της κύριας κατοικίας του χρεώστη η οποία βρίσκεται στη Δημοκρατία, η αγοραία αξία της οποίας δεν υπερβαίνει το ποσό των τριακοσίων πενήντα χιλιάδων ευρώ (€350.000)».

 

Η Αιτήτρια αμφισβητεί έντονα τη συνδρομή του εν λόγω κριτηρίου. Επικαλείται το λεκτικό της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του Άρθρου 72 του Νόμου από το οποίο προκύπτει ξεκάθαρα ότι για να ικανοποιείται το εν λόγω κριτήριο επιλεξιμότητας πρέπει να υπάρχει: (α) τουλάχιστον ένας εξασφαλισμένος πιστωτής, (β) ο οποίος να κατέχει εξασφάλιση επί της κύριας κατοικίας του χρεώστη, (γ) η κύρια κατοικία του χρεώστη να βρίσκεται στη Δημοκρατία, και (δ) η αξία της εν λόγω κύριας κατοικίας να μην υπερβαίνει το ποσό των €350.000. 

 

Για τους σκοπούς του Νόμου, η Αιτήτρια στη βάση των γεγονότων που τέθηκαν ενώπιον μου κρίνω ότι δεν είναι εξασφαλισμένη πιστωτής εν σχέσει με τον Χρεώστη. Η απάντηση στο ερώτημα κατά πόσον η Αιτήτρια είναι εξασφαλισμένη πιστωτής ή όχι δίδεται από τις ίδιες τις ερμηνευτικές διατάξεις του Άρθρου 2(1) του Νόμου. Σύμφωνα με αυτές, «εξασφαλισμένος πιστωτής» σε σχέση με χρέος, «σημαίνει πιστωτή του χρεώστη, ο οποίος κατέχει, σε σχέση με το χρέος, εξασφάλιση επί περιουσίας του χρεώστη». «Εξασφάλιση» δε σημαίνει: «οποιοδήποτε εμπράγματο βάρος ή απαγόρευση σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου ή οποιαδήποτε επιβάρυνση ή δικαίωμα επίσχεσης ή άλλη εξασφάλιση».

 

Η ίδια ερμηνεία δίδεται στον όρο «εξασφαλισμένος πιστωτής» και στις ερμηνευτικές διατάξεις του περί Πτώχευσης Νόμου, Κεφ. 5. Σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις του Άρθρου 2 του Κεφ. 5, «εξασφαλισμένος πιστωτής» σημαίνει «πρόσωπο το οποίο κατέχει υποθήκη ή εμπράγματο βάρος ή απαγόρευση σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου, ή κατέχει οποιοδήποτε ενέχυρο, δικαίωμα επίσχεσης, άλλη επιβάρυνση ή άλλη εξασφάλιση επί της περιουσίας του χρεώστη ή σε οποιοδήποτε μέρος αυτής, ως ασφάλεια για χρέος που οφείλεται σε αυτόν από τον χρεώστη».

 

Πέραν των πιο πάνω ξεκάθαρων νομοθετικών ερμηνειών, η ορθή ερμηνεία/σημασία του όρου «εξασφαλισμένος πιστωτής» (ή «ασφαλισμένος πιστωτής») έτυχε και αντικείμενο εξέτασης από το Ανώτατο Δικαστήριο. Σχετική είναι η υπόθεση Επί τοις αφορώσι τον Τάκη Οικονομίδη ν.  Λαϊκή  Κυπριακή  Τράπεζα Λτδ, (1997) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1255.  Η εν λόγω υπόθεση αφορούσε αίτηση πτώχευσης την οποία είχε υποβάλει ο εκεί πιστωτής εναντίον του εκεί χρεώστη (εφεσείοντα). Το εξ αποφάσεως χρέος είχε προκύψει από εκ συμφώνου απόφαση σε αγωγή, στην οποία εναγόμενοι ήταν, μεταξύ άλλων, ο χρεώστης και κάποια εταιρεία IATA GORGONA BEACH ESTATES LTD (εναγομένη 1). O χρεώστης ήταν διευθύνων σύμβουλος και μεγαλομέτοχος της εν λόγω εταιρείας. Η εξασφάλιση που κατείχε ο πιστωτής συνίστατο σε υποθήκη επί ακινήτου της εν λόγω εταιρείας, της οποίας υποθήκης διατάχθηκε η εκποίηση με την εκ συμφώνου απόφαση. Στην εν λόγω υπόθεση, απορρίφθηκε η θέση του χρεώστη ότι ο πιστωτής είναι εξασφαλισμένος πιστωτής καθότι υπήρχε η υποθήκη. Αποφασίστηκε πως ο χρεώστης δεν είχε δώσει οποιαδήποτε εξασφάλιση, εφόσον η εξασφάλιση δόθηκε από την εν λόγω εταιρεία, η οποία ήταν συνοφειλέτρια του χρέους.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση από το ακόλουθο απόσπασμα στο σύγγραμμα Williams and Muir Hunter on Bankruptcy, 19η έκδοση, σελ. 525:

 

“Section 167 defines a ‘secured creditor’ as a person holding security over the property of the debtor, accordingly this rule would appear only to apply to such creditors, and not to creditors holding security over the property of third parties.

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο, συμφωνώντας με την πρωτόδικη κρίση, σχολίασε πως η εν λόγω κατάληξη είναι η μόνη δυνατή λαμβανομένου υπόψη του ξεκάθαρου λεκτικού της αντίστοιχης νομοθετικής πρόνοιας. Η ασφάλεια που κατείχε ο πιστωτής ήταν ασφάλεια επί της περιουσίας της εν λόγω συνοφειλέτριας εταιρείας και δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να καλύψει την περίπτωση του χρεώστη.

 

Ερχόμενος τώρα στα γεγονότα της υπόθεσης αυτής, είναι παραδεκτό ότι το επίδικο ενυπόθηκο ακίνητο με αρ. εγγραφής 1/1275 (στη συνέχεια «το Ενυπόθηκο Ακίνητο»), στο οποίο βρίσκεται και η κατοικία όπου διαμένει ο Χρεώστης με την οικογένειά του, δεν είναι ιδιοκτησίας του Χρεώστη, αλλά της συζύγου του και συνοφειλέτριας στα καθορισμένα χρέη που οφείλονται στην Αιτήτρια την  κ. Ερωτοκρίτου (Σχετ. είναι: α)  η έκθεση εκτίμησης – Τεκμ. 15 στην Ε/Δ Ερωτοκρίτου, δυνάμει της οποίας εκδόθηκε το Επίδικο Διάταγμα, β) τα έγγραφα της Υποθήκης με αρ. Υ6197/2007 του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λάρνακας (Τεκμ. 4  στην  Ε/Δ Ιωνά), γ) Πιστοποιητικό Έρευνας  (Τεκμ. 5) στην Ε/Δ Ιωνά και δ) ΚΠΟΣ του Χρεώστη και της συζύγου του (Τεκμ. 6 και 7 στην Ε/Δ Ιωνά). Κατ’ ακρίβεια, όπως προκύπτει και από την ΚΠΟΣ του Χρεώστη αυτός δεν είναι ιδιοκτήτης οποιασδήποτε ακίνητης ιδιοκτησίας, ούτε και είναι κάτοχος οποιασδήποτε άλλης περιουσίας η οποία να είναι αντικείμενο οποιασδήποτε εξασφάλισης για τα χρέη του.

 

Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι η εξασφάλιση την οποία η Αιτήτρια κατέχει με την Υποθήκη με αρ. Υ6197/2007 του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λάρνακας δεν είναι επί περιουσίας του Χρεώστη και, συνεπώς, η Αιτήτρια δεν είναι εξασφαλισμένη πιστωτής εν σχέσει με τον Χρεώστη για τους σκοπούς του Νόμου. Όλο το χρέος που ο Χρεώστης οφείλει στην Αιτήρια είναι ανεξασφάλιστο, πράγμα που καταγράφεται και στην επαλήθευση χρέους (Τεκμ. 12 στην Ε/Δ της Μονομερούς Αίτησης), την οποία η Αιτήτρια υπέβαλε στον Σύμβουλο Αφερεγγυότητας – δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 43 του Νόμου – και έγινε μάλιστα αποδεκτή από τον τελευταίο.

 

Παρόλο ότι δεν αμφισβητείται ότι επί του Ενυπόθηκου Ακινήτου βρίσκεται και η κατοικία όπου διαμένει ο Χρεώστης και η οικογένειά του. Αμφισβητείται όμως ότι το Ενυπόθηκο Ακίνητο ή η κατοικία εντός αυτού, όπου διαμένει ο Χρεώστης, αποτελεί για τους σκοπούς του Νόμου την κύρια κατοικία του για τους ακόλουθους λόγους.

 

Σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις του Άρθρου 2 του Νόμου, «κύρια κατοικία» «σημαίνει την ιδιόκτητη κατοικία που χρησιμοποιείται για τη διαμονή του χρεώστη ή/και των μελών της οικογένειάς του».

 

Επιπλέον,

 

«ιδιόκτητη κατοικία» «σημαίνει κατοικία σε σχέση με την οποία

(α) ο χρεώστης είναι ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης αυτής∙ ή

(β) ο χρεώστης είναι ο αγοραστής, δυνάμει σύμβασης πώλησης, η οποία έχει κατατεθεί σε οποιοδήποτε Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο…..∙ή

(γ) βρίσκεται σε ισχύ σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης….».

 

Είναι αναμφισβήτητο ότι ο Χρεώστης δεν είναι ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του Ενυπόθηκου Ακινήτου. Σημειώνεται, επίσης, πως ο Χρεώστης δεν ισχυρίστηκε ότι είναι αγοραστής της εν λόγω κατοικίας, δυνάμει σύμβασης πώλησης που να έχει κατατεθεί στο Κτηματολόγιο, είτε ότι βρίσκεται σε ισχύ σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης. Είναι ξεκάθαρο επομένως ότι η κατοικία, όπου διαμένει ο Χρεώστης με την οικογένειά του, δεν είναι η ιδιόκτητη κατοικία του Χρεώστη, κατ’ επέκταση, δεν είναι η κύρια κατοικία του σύμφωνα με τον Νόμο.

 

Ο όρος εξασφαλισμένος πιστωτής, εξασφαλισμένο χρέος και κύρια κατοικία για τους σκοπούς του Νόμου έχουν τύχει ερμηνείας στις ακόλουθες μεταξύ άλλων πρωτόδικες αποφάσεις στις οποίες με παρέπεμψαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Αιτήτριας: 1) Απόφαση ημερομηνίας 10.04.2023 στα πλαίσια της Αίτησης ΠΣΑ με αρ. 33/2022 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, 2) Απόφαση ημερομηνίας 16.11.2022 στα πλαίσια της Αίτησης ΠΣΑ με αρ. 34/2022 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, και 3) Απόφαση ημερομηνίας 18.01.,2023 στα πλαίσια της Αίτησης ΠΣΑ 68/2021 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου οι οποίες υιοθετούνται για τους σκοπούς της παρούσας ως προς την ερμηνεία που δόθηκε εκεί στις οποίες ουσιαστικά γίνεται παραπομπή στο γράμμα του Νόμου όπως ήδη έχω καταγράψει πιο πάνω τις σχετικές πρόνοιες.

 

Συνεπώς, σύμφωνα με τα ως άνω κρίνω ότι  δεν πληρείται το εν λόγω κριτήριο επιλεξιμότητας του Άρθρου 72(1)(β) του Νόμου, πράγμα που οδηγεί δίχως άλλο στην ακύρωση του Επίδικου Διατάγματος.

 

Το δεύτερο κριτήριο επιλεξιμότητας πληρείται όταν η συνολική αξία των περιουσιακών στοιχείων του χρεώστη (εξαιρουμένης της κύριας κατοικίας του) δεν υπερβαίνει τις €500.000. Η συνδρομή του κριτηρίου αυτού δεν αμφισβητείται από πλευράς Αιτήτριας και επομένως δεν θα με απασχολήσει περαιτέρω.

 

Για να πληρείται το τρίτο κριτήριο επιλεξιμότητας, θα πρέπει να αποδειχθεί (Άρθρο 72(1)(ε) του Νόμου) ότι «ο χρεώστης αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη του λόγω χειροτέρευσης της οικονομικής του κατάστασης ως αποτέλεσμα γεγονότων ή καταστάσεων εκτός του ελέγχου του, τα οποία έχουν επισυμβεί από το 2009 και εντεύθεν και πριν από την αίτηση για έκδοση προστατευτικού διατάγματος σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 39, και είχαν σαν αποτέλεσμα την ουσιαστική μείωση του εισοδήματός του κατά ελάχιστον είκοσι πέντε τοις εκατόν (25%) ή περισσότερο».

 

Θα  πρέπει δηλαδή να αποδειχθεί με τη Μονομερή Αίτηση ότι ο λόγος, για τον οποίο ο Χρεώστης αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη του, είναι η χειροτέρευση της οικονομικής του κατάστασης, ως αποτέλεσμα γεγονότων ή καταστάσεων, εκτός του ελέγχου του, τα οποία έλαβαν χώρα από το 2009 και μετά και πριν την καταχώριση αίτησης για έκδοση του Προστατευτικού Διατάγματος, τα οποία είχαν σαν αποτέλεσμα τη μείωση του εισοδήματός του κατά ελάχιστον 25%.

 

Εν σχέσει με το εν λόγω κριτήριο, το εδάφιο (2) του Άρθρου 72 του Νόμου διαλαμβάνει πως «τεκμαίρεται ότι οποιαδήποτε μείωση στα εισοδήματα την οποία υπέστη ο χρεώστης από το 2012 και μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου οφείλεται σε γεγονότα ή καταστάσεις εκτός του ελέγχου του χρεώστη και πιο συγκεκριμένα στην οικονομική κρίση, εκτός εάν ο πιστωτής μπορεί να αποδείξει, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ότι ο λόγος για τον οποίο ο χρεώστης αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη του είναι άλλος από την οικονομική κρίση».

 

Από το λεκτικό της πιο πάνω διάταξης είναι σαφές πως σε περίπτωση που αποδειχθεί ότι υπάρχει μείωση των εισοδημάτων του Χρεώστη από το 2012 και μέχρι το 2015 (όταν δηλαδή τέθηκε σε ισχύ ο Νόμος), το μόνο μαχητό τεκμήριο που δημιουργείται είναι ότι η εν λόγω μείωση οφείλεται σε γεγονότα ή καταστάσεις εκτός του ελέγχου του χρεώστη. Από την εν λόγω μείωση δηλαδή δεν δημιουργείται μαχητό τεκμήριο ότι πληρείται το εν λόγω κριτήριο επιλεξιμότητας του εδαφίου (1)(ε) του Άρθρου 72 του Νόμου, εφόσον το βάρος απόδειξης παραμένει στους ώμους του Χρεώστη να αποδείξει ότι η αδυναμία του να αποπληρώσει τα χρέη του οφείλεται ακριβώς στην εν λόγω μείωση του εισοδήματός του, κατά ελάχιστο 25%.

 

Κατ’ αρχάς, στην Ένορκο Δήλωση της Μονομερούς Αίτησης δεν προβάλλεται καν ο ισχυρισμός ότι η αδυναμία του Χρεώστη να αποπληρώσει τα χρέη του οφείλεται στην όποια μείωση του εισοδήματός του μετά το 2009. Στη σχετική επί του προκειμένου παρ. 23 της Ε/Δ Ερωτοκρίτου ο Χρεώστης αναφέρει απλώς ότι υπήρξε μείωση των εισοδημάτων του πέραν του 25% κατά το 2014 και τίποτε περισσότερο. Για να αποδείξει την εν λόγω μείωση, ο Χρεώστης επισύναψε ως Τεκμ. 19 Κατάσταση των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων εν σχέσει με τον ασφαλιστικό του λογαριασμό και ως Τεκμ. 21 Πιστοποιητικό Αποδοχών εν σχέσει με το 2014. Το Τεκμ. 20 που αφορά τη σύζυγό του είναι άσχετο, εφόσον το εδάφιο (1)(ε) του Άρθρου 72 του Νόμου αναφέρεται σε «μείωση του εισοδήματός του», δηλαδή στο προσωπικό και όχι στο οικογενειακό εισόδημα του Χρεώστη.

 

Από τα Τεκμ. 19 και 21 της Ε/Δ Ερωτοκρίτου  προκύπτει πράγματι ότι κατά το 2014 υπήρξε μείωση πέραν του 25% στο εισόδημα του Χρεώστη, εφόσον κατά το 2012 οι ασφαλιστέες αποδοχές του ήταν €49.874,00 ενώ το 2014 ο Χρεώστης είχε μηδαμινές ασφαλιστέες αποδοχές και το εισόδημά του προερχόταν αποκλειστικά από τις συντάξεις του εξ €22.771,84σ.  Έχει όμως διαφανεί από τα ενώπιον μου τεθέντα γεγονότα ότι η εν λόγω μείωση δεν οφείλεται σε γεγονότα ή καταστάσεις εκτός του ελέγχου του Χρεώστη, αλλά στην απόφασή του να αφυπηρετήσει πρόωρα από το Δημόσιο κατά το έτος 2013. Επομένως, οι σχετικοί του ισχυρισμοί είναι ανεδαφικοί, γενικοί, αόριστοι, ατεκμηρίωτοι και αντιφατικοί και δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί. Δεν προκύπτει με αποδεκτή μαρτυρία από όσα δηλώνει ο Καθ’ ου η αίτηση, ότι αυτός αναγκάστηκε να αφυπηρετήσει πρόωρα λόγω των συνεχών μειώσεων και αποκοπών στον μισθό του λόγω της οικονομικής κρίσης αλλά και των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε. Κατ’ αρχάς, κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν έχει παρουσιαστεί, το οποίο να τεκμηριώνει τη θέση ότι κατά το 2013 ή προηγουμένως ο Χρεώστης αντιμετώπιζε οποιαδήποτε προβλήματα υγείας, τα οποία μάλιστα είχαν σαν αποτέλεσμα τις κατ’ ισχυρισμό συνεχείς μειώσεις και αποκοπές στον μισθό του. Εάν υπήρχε τέτοια μαρτυρία, τότε σαφώς και θα παρουσιαζόταν έστω την υστάτη με την Ένσταση, η οποία  όπως προκύπτει από τον φάκελο της υπόθεσης καταχωρίστηκε από μέρους του Χρεώστη έξι μήνες περίπου μετά την επίδοση της Αίτησης Ακύρωσης. Σε κάθε περίπτωση, βρίσκω ότι τα όποια τυχόν προβλήματα υγείας δεν μπορούν σοβαρά να συσχετίζονται ή να διασυνδέονται με την προβλεπόμενη στον Νόμο οικονομική κρίση. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός του πώς οι όποιες αποκοπές που του έγιναν στον μισθό του ως δημοσίου υπαλλήλου κατά το 2013 - οι οποίες και πάλι δεν εξειδικεύτηκαν -, αδυνατώ να αντιληφθώ πως μπορούν να δικαιολογήσουν τη θέση που προβάλλει ο Χρεώστης ότι εξαναγκάστηκε σε παραίτηση. Ο Νόμος ενδεχομένως να προστάτευε τον Χρεώστη σε περίπτωση κατά την οποία ένεκα των διάφορων αποκοπών που έγιναν κατά το 2013 (λόγω δηλαδή της οικονομικής κρίσης), τα εισοδήματά του μειώνονταν πέραν του 25% και αποδεδειγμένα ένεκα αυτής της μείωσης αυτός αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη του. Δεν είναι, όμως, αυτή η περίπτωση του Χρεώστη, ο οποίος και προφανώς επέλεξε να μην εργάζεται και να συντηρείται από τις συντάξεις και τα άλλα ωφελήματα/ποσά τα οποία έλαβε και λαμβάνει από την πρόωρη αφυπηρέτησή του. 

 

Κρίνω επομένως ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν τυγχάνει εφαρμογής το Άρθρο 72(2) του Νόμου. Ακόμα όμως και αν τύγχανε εφαρμογής κρίνω ότι η Αιτήτρια έχει καταφέρει να ανατρέψει το εν λόγω μαχητό τεκμήριο, εφόσον έχει αποδείξει στον απαιτούμενο βαθμό ότι δεν είναι η διαλαμβανόμενη στον Νόμο οικονομική κρίση ο λόγος της εν λόγω μείωσης, αλλά η απόφασή του Χρεώστη να αφυπηρετήσει πρόωρα από το Δημόσιο κατά το έτος 2013.

 

Πέραν των ανωτέρω, ο Χρεώστης δεν απέδειξε, ως όφειλε, ότι η αδυναμία του να αποπληρώσει τα χρέη του οφείλεται ακριβώς στην εν λόγω μείωση του εισοδήματός του. Δηλαδή, ουδόλως έχει διασυνδεθεί, πόσο δε μάλλον επαρκώς, η εν λόγω μείωση του εισοδήματος με την αδυναμία του να αποπληρώσει τα χρέη του.  Επομένως δεν πληρείται ούτε και το τρίτο κριτήριο επιλεξιμότητας για μη συναινετικό προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής.

 

Περαιτέρω, σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, δεν πληρείται ούτε και το τέταρτο κριτήριο επιλεξιμότητας του Άρθρου 72(1)(στ), εφόσον παρά το ότι ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας έχει υπογράψει την εκεί διαλαμβανόμενη δήλωση, εντούτοις, για τους λόγους που έχω καταγράψει πιο πάνω η εν λόγω δήλωση κρίνεται ότι δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, είναι ατεκμηρίωτη, κενού περιεχομένου και δεν υποστηρίζεται από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία και γεγονότα. Και τούτο παρά το γεγονός ότι το Δικαστήριο μπορούσε να βασιστεί στην εν λόγω δήλωση του Συμβούλου Αφερεγγυότητας κατά το στάδιο της εξέτασης της Μονομερούς Αίτησης, εντούτοις κατά το στάδιο της Αίτησης Ακύρωσης, η Αιτήτρια έχει, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα να αμφισβητήσει το περιεχόμενό της. 

 

Η Μονομερής Αίτηση κρίνεται ότι υποβλήθηκε χωρίς την επίδειξη της απαιτούμενης καλής πίστης για τους λόγους και γεγονότα που καταγράφονται στην Ε/Δ Ιωνά (Σχετ. οι παρ. 11 και 12 αυτής). Επομένως εδώ συντρέχει περίπτωση μη αποκάλυψης, το οποίο είναι άμεσα συνυφασμένο με την απαιτούμενη καλή πίστη που έπρεπε να διέπει τη Μονομερή Αίτηση. Είναι πολύ καλά γνωστές οι αρχές που διέπουν το ζήτημα (βλ. Demstar Ltd. v. Zim Israel Navigation Co Ltd κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 597), από την οποία προκύπτει σαφώς ότι η αναφορά σε ένα ουσιώδες θέμα πρέπει να γίνεται στην ένορκη δήλωση και όχι να απαντάται στα τεκμήρια που τη συνοδεύουν ή σε άλλα έγγραφα στον δικαστικό φάκελο.

 

ΑΛΛΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ:

 

Παρόλα αυτά θα συνεχίσω την εξέταση της αίτησης και ως προς τις άλλες πτυχές της για σκοπούς πληρότητας.

Στην αίτηση προβάλλεται ότι το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής του Χρεώστη (Τεκμ. 16 στην Ε/Δ Ερωτοκρίτου), δεν συνιστά προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής εν τη εννοία του Νόμου, σύμφωνα δηλαδή με τις γενικές προϋποθέσεις του Άρθρου 33 του Νόμου. Για τούτο και η Αιτήτρια σε όλο το κείμενο της αίτησης και της ένορκης δήλωσης που την υποστηρίζει το χαρακτηρίζει και «καλούμενο» Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής. Τούτο δε καθώς το Άρθρο 33 του Νόμου δίδει τη δυνατότητα σε χρεώστη, νοουμένου ότι πληροί τα κριτήρια επιλεξιμότητας του Άρθρου 35 του Νόμου, να υποβάλει, μέσω Συμβούλου Αφερεγγυότητας, πρόταση στους πιστωτές του για προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής. Επί του προκειμένου, το Άρθρο 33 του Νόμου δίνει σε τέτοιον χρεώστη τρεις επιλογές. Πρώτον, να υποβάλει ξεχωριστή πρόταση για προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής. Δεύτερον, να υποβάλει, μαζί με άλλους χρεώστες, με τους οποίους είναι συνοφειλέτης σε όλα τα χρέη που θα καλύπτονται από το προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής, κοινή πρόταση για προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής. Τρίτον, να υποβάλει πρόταση για προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής, στη βάση του ότι αυτό θα τυγχάνει κοινής διαχείρισης από Σύμβουλο Αφερεγγυότητας με ένα ή περισσότερα προσωπικά σχέδια αποπληρωμής.

 

Βρίσκω ότι η πλευρά του Χρεώστη  προσπάθησε να ανασκευάσει και να παραπλανήσει, θα έλεγα, με την Ένσταση και την αναφορά (Σχετ. οι παρ. 23 και 32 της συνοδευτικής ένορκης δήλωσης), στην ύπαρξη δύο ξεχωριστών σχεδίων, ήτοι του «προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής ΠΣΑ 4/22 Ι.J» για τον Χρεώστη και του «προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής ΠΣΑ 3/22 Ι.J» για τη σύζυγο του Χρεώστη. Παραμένει όμως αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η μοναδική πρόταση, την οποία παρουσίασε ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας, είναι το έγγραφο που επισυνάπτεται ως Τεκμ. 16 στην Ε/Δ της Μονομερούς Αίτησης, η οποία τιτλοφορείται «Πρόταση για Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής (ΠΣΑ) αναφορικά με τους χρεώστες κ.κ. Φώτη Ερωτοκρίτου (ΑΔΤ …….) με αρ. αίτησης ΠΣΑ 4/22 και Ευσταθία Ερωτοκρίτου (ΑΔΤ ….) με αρ. αίτησης ΠΣΑ 3/2022».

 

Τόσο από τον τύπο – δηλαδή το ότι παρουσιάστηκε μόνο ένα σχέδιο (ένα κείμενο) -, όσο και τον τίτλο και το περιεχόμενο της εν λόγω πρότασης – όπου γίνεται αναφορά και σε κοινά χρέη του Χρεώστη και της συζύγου του και σε κοινές πληρωμές -, δίδεται η εικόνα ότι στην πράξη ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας ετοίμασε και υπέβαλε πρόταση για κοινό ΠΣΑ. Εξ άλλου, ο Σύμβουλος προέβη σε σύγκληση μόνο μιας συνέλευσης πιστωτών με σκοπό την εξέταση/έγκριση της εν λόγω κοινής πρότασης (Σχετ. το Τεκμ. 17 στην Ε/Δ Ερωτοκρίτου). Εάν διαμόρφωνε ξεχωριστές προτάσεις για κάθε χρεώστη, τότε θα έπρεπε, μεταξύ άλλων, να προέβαινε σε σύγκληση συνέλευσης πιστωτών για κάθε χρεώστη/ΠΣΑ ξεχωριστά, πράγμα που δεν έγινε (Σχετ. μεταξύ άλλων, είναι τα πρακτικά, Τεκμ. 18 στην Ε/Δ Ερωτοκρίτου, όπου γίνεται αναφορά σε μια συνέλευση πιστωτών για τον Χρεώστη και τη σύζυγό του).

 

Όμως, το Άρθρο 33 του Νόμου επιτρέπει την υποβολή κοινής πρότασης για προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής μαζί με άλλους χρεώστες, μόνο σε περίπτωση κατά την οποία οι εν λόγω χρεώστες είναι συνοφειλέτες σε όλα τα χρέη που θα καλύπτονται από το σχέδιο. Στην υπό εξέταση περίπτωση, όμως, ο Χρεώστης και η σύζυγός του δεν είναι συνοφειλέτες σε όλα τα χρέη που καλύπτονται από το Σχέδιο, π.χ. τον φόρο ακίνητης ιδιοκτησίας και τον φόρο εισοδήματος. Συνεπώς, στην προκειμένη περίπτωση, το Άρθρο 33 του Νόμου δεν επιτρέπει την υποβολή κοινής πρότασης για ΠΣΑ για τον Χρεώστη και τη σύζυγό του.

 

Ούτε και μπορεί, επίσης, να θεωρηθεί ότι πρόκειται για πρόταση για προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής, στη βάση του ότι αυτό θα τυγχάνει κοινής διαχείρισης με κάποιο άλλο προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής, όπως δηλαδή ισχυρίζεται ο Χρεώστης στην παρ. 7 της Ε/Δ  Ερωτοκρίτου και στην παρ. 32 της Ε/Δ που συνοδεύει την Ένσταση, εφόσον απλούστατα ουδέποτε παρουσιάστηκαν ή προτάθηκαν δύο ξεχωριστά προσωπικά σχέδια αποπληρωμής, ώστε να τίθεται ζήτημα κοινής διαχείρισής τους. Επιπλέον, η ούτω καλούμενη πρόταση δεν περιέχει τους απαιτούμενους εκ του εδαφίου (4) του Άρθρου 33 του Νόμου όρους. Επίσης, ακόμη και στην περίπτωση που επρόκειτο για πρόταση για κοινή διαχείριση, θα έπρεπε και πάλι ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας να προέβαινε σε σύγκληση ξεχωριστής συνέλευσης πιστωτών για κάθε προσωπικό σχέδιο/χρεώστη. Μόνο σε περίπτωση που επρόκειτο για κοινή πρόταση θα μπορούσε να γίνει σύγκληση / πραγματοποίηση μόνο μιας συνέλευσης πιστωτών. Αυτό προκύπτει ξεκάθαρα από το λεκτικό της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (1) και του εδαφίου (5) του Άρθρου 33 του Νόμου.

 

Επομένως, ουδέποτε διαμορφώθηκε και υποβλήθηκε προς ψήφιση από τον Σύμβουλο Αφερεγγυότητας προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής για τον Χρεώστη εν τη εννοία του Νόμου και, κατ’ επέκταση, δεν θα μπορούσε το επίδικο Σχέδιο – το οποίο είναι ένα μόρφωμα το οποίο δεν προβλέπεται ούτε και επιτρέπεται η δημιουργία του από τις διατάξεις του Νόμου -, να αποτελέσει αντικείμενο διατάγματος επιβολής στους πιστωτές και να τεθεί σε ισχύ σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου.  

 

Τα πιο πάνω δε σε σχέση με την μη συμμόρφωση με τις γενικές προϋποθέσεις και κατ’ επέκταση με τις διαδικαστικές απαιτήσεις του Νόμου, δεν αλλάζει, ούτε διαφοροποιείται, αλλά ούτε και επηρεάζεται από το ότι η Αιτήτρια δεν υπέβαλε κανένα σχετικό σχόλιο ή παρατήρηση ή ένσταση ή εισήγηση στον Σύμβουλο σε οποιοδήποτε στάδιο επί του προκειμένου ζητήματος. Εξ άλλου, καμιά τέτοια υποχρέωση δεν επιβάλλει σε πιστωτή ο Νόμος, ούτε και προκύπτει οποιαδήποτε συνέπεια σε αυτόν, από τη μη διενέργεια μιας τέτοιας ενέργειας. 

 

Θα εξετάσω στη συνέχεια τα Κριτήρια Επιλεξιμότητας του Άρθρου 35(1) του Νόμου. Από τις συνδυασμένες πρόνοιες των Άρθρων 77 και 65 του Νόμου, είναι σαφές πως στα πλαίσια αίτησης ακύρωσης διατάγματος μονομερούς επιβολής ΠΣΑ, ο πιστωτής δύναται να προβάλει ως λόγους ακύρωσης και τους λόγους που καταγράφονται στο Άρθρο 65 του Νόμου με τίτλο «Λόγοι ένστασης στην έναρξη ισχύος Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής». Σε αυτούς περιλαμβάνεται και το ότι «(δ) ο χρεώστης δεν πληρούσε τα κριτήρια επιλεξιμότητας που καθορίζονται στο άρθρο 35 όταν προτάθηκε το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής».

 

Ένα από τα κριτήρια επιλεξιμότητας χρεώστη, σύμφωνα με το Άρθρο 35(1) του Νόμου, είναι να υπάρχει εύλογη προοπτική ότι η συμμετοχή του σε τέτοιο διακανονισμό θα τον διευκολύνει να καταστεί φερέγγυος σε περίοδο όχι μεγαλύτερη των 5 (πέντε) ετών. Εδώ, όμως, σύμφωνα με τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον μου κρίνω ότι ουδέν στοιχείο υπάρχει ή παρουσιάστηκε που να υποστηρίζει μια τέτοια πρόβλεψη.

 

Προκύπτει και από την ΚΠΟΣ του Χρεώστη ότι αυτός δεν είναι κύριος ή ιδιοκτήτης οποιασδήποτε περιουσίας, η οποία θα μπορούσε να τύχει μεταχείρισης στα πλαίσια κάποιου διακανονισμού. Επιπλέον, σύμφωνα με τους όρους του επίδικου Σχεδίου, ο χρόνος αποπληρωμής μέρους του ποσού που οφείλεται στην Αιτήτρια εκ €315.000 – το οποίο σε κάθε περίπτωση λανθασμένα περιγράφεται στην περίπτωση του Χρεώστη σαν εξασφαλισμένο χρέος για τους λόγους που εξηγούνται ανωτέρω – παρατείνεται παράνομα για περίοδο 25 ετών, ενώ ο Χρεώστης είναι ηλικίας σήμερα 64 ετών και η σύζυγός του 50 ετών, δηλαδή παρατείνεται μέχρι το 89ο έτος του Χρεώστη και το 75ο έτος της συζύγου του. Αντικειμενικά ειδωμένα τα δεδομένα αυτά δηλαδή το προχωρημένο της ηλικίας του Χρεώστη καθιστούν τον επίδικο διακανονισμό μη βιώσιμο και σε τούτο συνηγορεί το γεγονός ότι ο Χρεώστης δεν έχει άλλο εισόδημα πέραν της σύνταξης του αν και λανθασμένα στην παρ. 18 της Ε/Δ Ιωνά καταγράφεται κάτι τέτοιο. Παραμένει, όμως, γεγονός πως ένεκα και μόνο της ηλικίας του δεν μπορεί να γίνει εύλογη πρόβλεψη για πόσο χρονικό διάστημα θα συνεχίσει να λαμβάνει την εν λόγω σύνταξη.

 

Περαιτέρω, ο χρόνος αποπληρωμής του εν λόγω ποσού των €315.000 παρατείνεται μακράν πέραν από την αναμενόμενη ηλικία συνταξιοδότησης της συζύγου του, η οποία (όπως φαίνεται και από τις συνημμένες στην Ένορκη Δήλωση Ερωτοκρίτου καταστάσεις των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Τεκμ. 20) πολύ πρόσφατα ξεκίνησε να εργάζεται. Κανένα, όμως, στοιχείο παρουσιάστηκε ή φαίνεται να λήφθηκε υπόψη, από το οποίο θα μπορούσε να γίνει εύλογη πρόβλεψη ότι το ποσό της σύνταξης που αναμένεται ότι θα λαμβάνει θα είναι αρκετό για να καλύψει την προβλεπόμενη στο επίδικο Σχέδιο δόση.

 

Σε αυτό το σημείο αξίζει να καταγραφεί και η επισήμανση των ευπαιδεύτων συνηγόρων της Αιτήτριας με παραπομπή στις πρόνοιες της Οδηγίας για Διαχείριση Καθυστερήσεων του 2015 της Κεντρικής Τράπεζας, οι οποίες σαφώς και δεν βοηθούν την περίπτωση του Χρεώστη. Πρόκειται για Κ.Δ.Π., της οποίας το Δικαστήριο έχει επιπρόσθετα και δικαστική γνώση. Παραπέμπω στο Τμήμα ΙΙΙ, Επιλογές Αναδιάρθρωσης Χορηγήσεων, Μόνιμες Λύσεις, Ι. Παράταση Διάρκειας (σελ. 29), όπου διαβάζουμε τα εξής:

 

«Ι. Παράταση της διάρκειας: Παράταση της διάρκειας αποπληρωμής του δανείου (δηλαδή ημερομηνίας της τελευταίας συμβατικής καταβολής δόσης του δανείου), η οποία επιτρέπει τη μείωση του ποσού των δόσεων από την επέκταση των αποπληρωμών σε μεγαλύτερη περίοδο. Σε περιπτώσεις δανείων προς ιδιώτες δανειολήπτες, η περίοδος παράτασης δεν δύναται να παρατείνεται, πέραν της ηλικίας συνταξιοδότησης ή τα 70 έτη ως το μέγιστο όριο ηλικίας, με βάση αξιολόγηση που πραγματοποιείται κατά περίπτωση από το ΑΠΙ.

 

Η παράταση της ημερομηνίας λήξης του δανείου πέραν της ηλικίας των 70 ετών δύναται να χορηγηθεί μόνο σε απομακρυσμένες εξαιρετικές περιπτώσεις κατά τις οποίες υπάρχουν βάσιμα στοιχεία συγκεκριμένης πηγής αποπληρωμής σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή».

 

Η περίπτωση του Χρεώστη και της συζύγου του αναμφίβολα  κρίνω ότι δεν εμπίπτουν στις εν λόγω απομακρυσμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, εφόσον, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχουν βάσιμα στοιχεία συγκεκριμένης πηγής αποπληρωμής για την περίοδο που παρατείνεται η αποπληρωμή του εν λόγω ποσού των €315.000,00.  

 

Ούτε και μπορεί να ληφθεί σοβαρά υπόψη η γενικόλογη και ατεκμηρίωτη αναφορά στο επίδικο Σχέδιο ότι θα συνεισφέρει και κάποιο από τα παιδιά του Χρεώστη για σκοπούς αποπληρωμής των χρεών τους. Το ότι ο εν λόγω υιός τους, Χριστόφορος Ερωτοκρίτου, λαμβάνει το μηνιαίο εισόδημα που καταγράφεται στην Κατάσταση Μισθοδοσίας (Τεκμ. 5 στην Ε/Δ  Ιωνά), δεν είναι στοιχείο ικανό για να αποδείξει το ζητούμενο, εφόσον κανένα στοιχείο δεν παρουσιάστηκε ή φαίνεται να λήφθηκε υπόψη από το οποίο να προκύπτει ότι πράγματι αυτός έχει την ικανότητα/ δυνατότητα να συνεισφέρει οποιοδήποτε ποσό, λαμβάνοντας δηλαδή υπόψη τα δικά του προσωπικά/οικογενειακά έξοδα και υποχρεώσεις. Συνεπώς, είναι πλήρως αβάσιμη και ατεκμηρίωτη η δήλωση και οι αναφορές του Συμβούλου Αφερεγγυότητας όσον αφορά τα διαθέσιμα εισοδήματα για αποπληρωμή των χρεών.

 

Πρόσθετα, παρατηρείται ότι στην ΚΠΟΣ του Χρεώστη δεν γίνεται αναφορά - και κατ’ επέκταση ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας δεν έκανε πρόβλεψη κατά τη διαμόρφωση του επίδικου Σχεδίου – σε οποιαδήποτε έξοδα πραγματοποιούνται ή ενδέχεται να πραγματοποιηθούν από τον Χρεώστη και τη σύζυγό του διατηρώντας την κατοχή και ιδιοκτησία της κατοικίας τους ή του τριώροφου κτιρίου όπου βρίσκεται και η κατοικία τους. Μεταξύ άλλων, δεν έχει σημειωθεί οποιοδήποτε ποσό για έξοδα συντήρησης ή φόρους/τέλη σχετίζονται με την ιδιοκτησία, κατοχή και χρήση της εν λόγω κατοικίας. Δεν έγινε, επίσης, πρόβλεψη για οποιαδήποτε έκτακτα έξοδα, λαμβάνοντας υπόψη και την ηλικία του Χρεώστη και τα σοβαρά προβλήματα υγείας που αναφέρθηκε ότι αντιμετωπίζει. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι στις εκθέσεις εκτίμησης του Ενυπόθηκου Ακινήτου (Τεκμ. 13 και 15 στην Ε/Δ Ερωτοκρίτου), καταγράφεται ότι υπάρχουν φθορές και ρωγμές στην ισόγεια και ανώγεια κατοικία, η δε θέση του Χρεώστη στην παράγραφο 39 της Ε/Δ που συνοδεύει την Ένσταση, ότι δηλαδή δεν θα προβαίνει σε επιδιόρθωση της κατοικίας τους εφόσον δεν επιτρέπουν κάτι τέτοιο τα οικονομικά του δεδομένα, είναι ένας επιπλέον λόγος που συνηγορεί υπέρ της θέσης της Αιτήτριας πως το Ενυπόθηκο Ακίνητο δεν πρέπει να παραμείνει άλλο στην ιδιοκτησία/κατοχή του Χρεώστη και της συζύγου του.

   

Είναι και γι’ αυτό τον λόγο, που θα συμφωνήσω με τη θέση που προβάλλεται στην επίδικη αίτηση ότι δηλαδή δεν πληρούνται οι γενικές προϋποθέσεις του Άρθρου 50 του Νόμου εν σχέσει με τη μεταχείριση κύριας κατοικίας στα πλαίσια προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής (σε περίπτωση δηλαδή που αποφασιζόταν ότι συνιστούσε την κύρια κατοικία του Χρεώστη). Είναι δηλαδή προφανές ότι ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας δεν ακολούθησε την εκεί προβλεπόμενη εκ του Νόμου διαδικασία/διεργασία για να καταλήξει κατά πόσον ήταν λογικά πρακτικό και εφικτό υπό τις περιστάσεις να διαμορφώσει πρόταση, η οποία να μην προνοούσε για την άμεση διάθεση όλου του Ενυπόθηκου Ακινήτου.    

 

Ούτε και έχει παρουσιαστεί επίσης οποιοδήποτε στοιχείο, από το οποίο να προκύπτει ότι είναι πρακτικά εφικτή η παραχώρηση του εν λόγω «κενού οικοπέδου» (μέρος του Ενυπόθηκου Ακινήτου), για σκοπούς μερικής αποπληρωμής του χρέους που οφείλεται στην Αιτήτρια, καθώς επίσης, κατά πόσον κάτι τέτοιο είναι εφικτό να πραγματοποιηθεί εντός της περιόδου της ισχύος του Σχεδίου, εντός δηλαδή της περιόδου των πέντε ετών, και, εάν κάτι τέτοιο είναι εφικτό, τί έξοδα θα προκύψουν. Επίσης, το επίδικο Σχέδιο δεν προσδιορίζει ποιος θα επωμιστεί τα όποια έξοδα/τέλη/φόρους προκύψουν από μια τέτοια «παραχώρηση».    

 

Για τους λόγους αυτούς, η θέση ότι σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί βάσιμη η πρόβλεψη του Συμβούλου Αφερεγγυότητας ότι υπάρχει εύλογη προοπτική ότι η συμμετοχή του Χρεώστη στον επίδικο διακανονισμό θα τον διευκολύνει να καταστεί φερέγγυος σε περίοδο όχι μεγαλύτερη των πέντε ετών ευσταθεί, καθώς το επίδικο Σχέδιο σύμφωνα με τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον μου είναι έκδηλα μη βιώσιμο.   

 

Επομένως, η δήλωση του Συμβούλου Αφερεγγυότητας, δυνάμει του Άρθρου 72(1)(στ) του Νόμου ότι, μεταξύ άλλων, ο Χρεώστης πληροί τα κριτήρια επιλεξιμότητας του Άρθρου 35 του Νόμου κρίνεται ως ατεκμηρίωτη και αβάσιμη. 

 

Όπως προκύπτει και από το προοίμιο του Νόμου, οι σκοποί του Νόμου εξυπηρετούνται μόνο μέσα από τη θέσπιση δίκαιων και βιώσιμων σχεδίων αποπληρωμής. Η προστασία της κύριας κατοικίας δεν είναι αυτοσκοπός του Νόμου, όπως ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας και ο Χρεώστης προφανώς θεωρούν. Εδώ, πέραν του ότι δεν υφίσταται κύρια κατοικία του Χρεώστη, περαιτέρω είναι σαφές πως, με βάση τις οικονομικές περιστάσεις του Χρεώστη, το επίδικο Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής είναι έκδηλα μη βιώσιμο. Τα διαθέσιμα εισοδήματά του δυστυχώς δεν επαρκούν ούτως ώστε αυτός να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει με επιτυχία τα χρέη του. Αυτό είναι ένα δεδομένο που δεν αλλάζει από τις όποιες κενού περιεχομένου και αστήρικτες βεβαιώσεις ή δηλώσεις έδωσε ή προέβη ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας. Ούτε αλλάζει από το ότι σε περίπτωση μη συμμόρφωσης θα υπάρχει η δυνατότητα τερματισμού, ούτε και από το ότι υπάρχει η δυνατότητα αναθεώρησης των οικονομικών περιστάσεων του Χρεώστη κάθε δώδεκα μήνες ή άλλως πως. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να τονιστεί πως η εν λόγω δυνατότητα αναθεώρησης δεν προσφέρεται μετά τη λήξη του επίδικου Σχεδίου, δηλαδή μετά το πέρας των 60 μηνών.

 

Αφ’ ης στιγμής διαπιστώνεται η μη βιωσιμότητα, τότε το προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής θα πρέπει να απορρίπτεται και τυχόν διάταγμα που το επέβαλε πρέπει να ακυρώνεται. Δεν θα πρέπει εξ άλλου να διαφεύγει την προσοχή κανενός πως τα έκτακτα μέτρα, για τα οποία προνοεί ο Νόμος - τα οποία σαφώς προβάλλουν σοβαρά προσκόμματα και εμπόδια στην άσκηση καλά θεμελιωμένων νόμιμων και συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των πιστωτών – και δη των ενυπόθηκων δανειστών - δεν πρέπει να αφεθούν να τυγχάνουν κατάχρησης. Τουναντίον, πρέπει να εφαρμόζονται μόνο στις κατάλληλες και αναγκαίες περιπτώσεις. Η υπό εξέταση θα συμφωνήσω με την Αιτήτρια σαφώς και δεν είναι μια από αυτές.

 

Δεν με βρίσκει σύμφωνο η θέση του Καθ’ ου η αίτηση ότι με την Αίτηση Ακύρωσης η THEMIS  δεν μπορεί να αμφισβητεί τα κριτήρια επιλεξιμότητας του Άρθρου 35(1) του Νόμου, εφόσον δεν είχε καταχωρίσει αίτηση για παραμερισμό του Προστατευτικού Διατάγματος. Τούτο δε προκύπτει από το γεγονός ότι σε όλα τα στάδια έκδοσης διατάγματος που σχετίζεται με προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής, ο Νομοθέτης θέτει σαν σημαντική προϋπόθεση για την έκδοσή του ότι πληρούνται τα κριτήρια επιλεξιμότητας του Άρθρου 35(1) του Νόμου (π.χ. Άρθρο 39 και 60 του Νόμου). Επίσης, ένας από τους λόγους ένστασης, δυνάμει του Άρθρου 65 του Νόμου, στην έναρξη της ισχύος προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής, είναι ότι ο χρεώστης δεν πληρούσε τα κριτήρια επιλεξιμότητας του Άρθρου 35 του Νόμου όταν προτάθηκε το προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής. Επιπλέον, ένα από τα κριτήρια επιλεξιμότητας του Άρθρου 72 του Νόμου για μη συναινετικό σχέδιο είναι η υπογραφή από τον Σύμβουλο Αφερεγγυότητας δήλωσης που να βεβαιώνει, μεταξύ άλλων, ότι ο χρεώστης πληροί, μεταξύ άλλων, τα κριτήρια επιλεξιμότητας του Άρθρου 35. Εάν η πρόθεση του Νομοθέτη ήταν όπως το δικαίωμα του πιστωτή για αμφισβήτηση της συνδρομής των κριτηρίων επιλεξιμότητας του Άρθρου 35(1) του Νόμου περιορίζεται στα πλαίσια αίτησης για παραμερισμό του προστατευτικού διατάγματος - η οποία αίτηση παραμερισμού μπορεί να καταχωρισθεί αρχικά δυνάμει του Άρθρου 41 του Νόμου ή στη συνέχεια δυνάμει του Άρθρου 76 του Νόμου -, τότε αναμφίβολα θα το έλεγε ρητά, πράγμα που σαφώς δεν συμβαίνει. Τα Άρθρα 41 και 76 του Νόμου δεν επιβάλλουν σε πιστωτή την υποχρέωση να καταχωρίσει αίτηση για παραμερισμό προστατευτικού διατάγματος όταν αμφισβητεί ή για να αμφισβητήσει τη συνδρομή των κριτηρίων επιλεξιμότητας του Άρθρου 35(1) του Νόμου. Απλώς, αυτά δίνουν τη δυνατότητα σε πιστωτή, εάν επιθυμεί, να καταχωρίσει αίτηση για τον παραμερισμό προστατευτικού διατάγματος όταν θεωρεί και είναι σε θέση να αποδείξει ότι η συνέχιση της ισχύος του προστατευτικού διατάγματος θα προκαλέσει σε αυτόν ανεπανόρθωτη ζημιά, την οποία δεν θα είχε υποστεί διαφορετικά. Η μη συνδρομή των κριτηρίων επιλεξιμότητας του Άρθρου 35(1) του Νόμου είναι απλώς ένας από τους λόγους, επί των οποίων ο πιστωτής δύναται να βασίσει την αίτησή του.

 

Η αμφισβήτηση των κριτηρίων επιλεξιμότητας του Άρθρου 35(1) του Νόμου δύναται να γίνει από πιστωτή σε οποιοδήποτε στάδιο σχετίζεται με την έκδοση διατάγματος που αφορά προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής, αφ’ ης στιγμής σε κάθε τέτοιο στάδιο ο Νομοθέτης θέτει σαν σημαντική προϋπόθεση τη συνδρομή των εν λόγω κριτηρίων. Εξ άλλου, από τις συνδυασμένες πρόνοιες των Άρθρων 77 και 65 του Νόμου, είναι σαφές πως στα πλαίσια αίτησης ακύρωσης διατάγματος μονομερούς επιβολής ΠΣΑ, ο πιστωτής δύναται να προβάλει ως λόγους ακύρωσης και τους λόγους που καταγράφονται στο Άρθρο 65 του Νόμου με τίτλο «Λόγοι ένστασης στην έναρξη ισχύος Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής».

 

Το υπό αμφισβήτηση κριτήριο επιλεξιμότητας, ότι δηλαδή δεν υπάρχει εύλογη προοπτική ότι η συμμετοχή του Χρεώστη στον επίδικο διακανονισμό θα τον βοηθήσει να καταστεί φερέγγυος εντός των επόμενων πέντε ετών, συναρτάται και είναι άρρηκτα συνυφασμένο με την απαιτούμενη εύλογη πρόβλεψη της βιωσιμότητας τόσο του επίδικου σχεδίου (το οποίο είναι διάρκειας πέντε ετών), όσο και του εκεί προβλεπόμενου χρονοδιαγράμματος αποπληρωμής του «εξασφαλισμένου χρέους» που οφείλεται στην Αιτήτρια, αφ’ ης στιγμής η διάρκεια αποπληρωμής τούτου παρατείνεται για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Στα πλαίσια εξέτασης αίτησης ακύρωσης διατάγματος μονομερούς επιβολής προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής, η συνδρομή του εν λόγω κριτηρίου σαφώς και δεν μπορεί να περιορίζεται στην εξέταση του κατά πόσον ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας προέβη σε σχετική επί του προκειμένου δήλωση. Επαναλαμβάνω ότι η προχωρημένη ηλικία και η συνταξιοδότηση δεν αποτελούν υποθετικά, απρόβλεπτα ή αναπάντεχα μελλοντικά γεγονότα. Καταλήγω ότι δεν πληρείται το εν λόγω κριτήριο επιλεξιμότητας. Θα αναφερθώ επιγραμματικά σε σχετικές πρωτόδικες αποφάσεις όπου αποφασίστηκε το ζήτημα αυτό και όπου διατάγματα επιβολής ΠΣΑ ακυρώθηκαν ένεκα των εύλογων ερωτημάτων που προέκυψαν εν σχέσει με τη βιωσιμότητα των εκεί επίδικων ΠΣΑ, παρά δηλαδή τις περί του αντιθέτου δηλώσεις/βεβαιώσεις στις οποίες προέβαιναν οι Σύμβουλοι Αφερεγγυότητας: α) Απόφαση ημερομηνίας 11.11.,2022 στα πλαίσια της Αίτησης ΠΣΑ με αρ. 64/2021 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, β) Απόφαση ημερομηνίας 30.12.2022 στα πλαίσια της Αίτησης ΠΣΑ με αρ. 45/2021 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, γ) Απόφαση ημερομηνίας 22.12.2022 στα πλαίσια των Αιτήσεων ΠΣΑ με αρ. 54/2021 και 55/2021 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, και δ) Απόφαση, ημερομηνίας 10.03.2023 στα πλαίσια της Αίτησης ΠΣΑ με αρ. 99/2021 επίσης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου) των οποίων το σκεπτικό με βρίσκει σύμφωνο και υιοθετείται ανάλογα  για τους σκοπούς της παρούσας. 

 

Προχωρώ με την εξέταση των προϋποθέσεων του Άρθρου 73 του Νόμου. Όπως καταγράφεται και στις παρ. 23 και 24 της Ε/Δ Ιωνά, πέραν και ανεξάρτητα των ανωτέρω, στα περιστατικά της παρούσας είναι προφανές ότι το επίδικο Σχέδιο δεν θα έχει ως αποτέλεσμα να θέσει την Αιτήτρια στην ίδια ή σε καλύτερη θέση από αυτή, στην οποία αυτή θα βρισκόταν σε περίπτωση που η περιουσία του Χρεώστη διατίθετο σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πτώχευσης Νόμου. Τούτο δε καθώς σε περίπτωση πτώχευσης του Χρεώστη, η Αιτήτρια θα μπορεί να συνεχίσει τη διαδικασία εκποίησης του Ενυπόθηκου Ακινήτου, ιδιοκτησίας της συζύγου του Χρεώστη, και θα έχει την ευχέρεια να εισπράξει το λαβείν της σχεδόν αμέσως στα πλαίσια της διαδικασίας εκποίησης του Ενυπόθηκου Ακινήτου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους VIA του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου του 1965 (Ν.9/1965).

 

Οι συγκριτικοί πίνακες που παρατίθενται από τον Σύμβουλο Αφερεγγυότητας δεν μπορούν να εξεταστούν στο πλαίσιο της παρούσας αίτησης εφόσον, μεταξύ άλλων, το Ενυπόθηκο Ακίνητο δεν είναι περιουσία του Χρεώστη.  Ακόμα όμως και σε περίπτωση που ήθελε αποφασιστεί ότι για σκοπούς εξέτασης της εν λόγω προϋπόθεσης θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και ποια θα ήταν η θέση της Αιτήτριας σε περίπτωση πτώχευσης και της συζύγου του Χρεώστη, και πάλι είναι αβάσιμοι οι συγκριτικοί πίνακες του Συμβούλου Αφερεγγυότητας καθώς σε περίπτωση πτώχευσης, η Αιτήτρια, μέσω της εξασφάλισης που κατέχει, θα έχει την ευχέρεια να εισπράξει το λαβείν της σχεδόν αμέσως στα πλαίσια της διαδικασίας εκποίησης του Ενυπόθηκου Ακινήτου, όπως ανέφερα και πιο πάνω,  σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους VIA του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου του 1965, (Ν.9/1965).

 

Οι δε διατάξεις του Άρθρου 9(7) του περί Πτώχευσης Νόμου, Κεφ. 5, διαφυλάσσουν και διατηρούν ανέπαφη την εξουσία και δυνατότητα εξασφαλισμένου πιστωτή να εκποιήσει ή άλλως πως να χειριστεί τις εξασφαλίσεις του με τον ίδιο τρόπο που θα δικαιούτο να τις χειριστεί, σε περίπτωση που δεν εκδιδόταν διάταγμα πτώχευσης χρεώστη. Είναι, γι’ αυτό που σε περίπτωση πτώχευσης, η Αιτήτρια θα έχει την ευχέρεια να προχωρήσει με τη διαδικασία εκποίησης του Ενυπόθηκου Ακινήτου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους VIA του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου του 1965, Ν.9/1965. Η εν λόγω εξουσία και δυνατότητα της Αιτήτριας να εκποιήσει ως ανωτέρω το Ενυπόθηκο Ακίνητο, καθώς και τα ποσά που εύλογα αναμένεται ότι θα εισπράξει σε μια τέτοια περίπτωση, ουδόλως επηρεάζεται ή σχετίζεται με οποιοδήποτε τρόπο με τα έξοδα της πτωχευτικής διαδικασίας ή τα τέλη και δικαιώματα του Επίσημου Παραλήπτη. Λανθασμένα και ατεκμηρίωτα, επίσης, προβάλλεται η θέση από τον Καθ’ ου η αίτηση ότι, σε περίπτωση εκποίησης, η Αιτήτρια θα λάβει μόνο ποσό ίσο με την αξία καταναγκαστικής πώλησης του Ενυπόθηκου Ακινήτου και όχι την αγοραία αξία τούτου. Από τις διατάξεις του Μέρους VIA του Ν.9/1965 (Άρθρα 44Ε και 44ΙΑ), είναι σαφές πως τόσο οι προσπάθειες πώλησης με πλειστηριασμό όσο και η επιλογή του ενυπόθηκου δανειστή να αγοράσει ο ίδιος το ενυπόθηκο ακίνητο γίνονται στη βάση της αγοραίας αξίας του ακινήτου.

 

Επιπλέον, σε περίπτωση πτώχευσης του Χρεώστη, η Αιτήτρια θα είναι σε θέση να εισπράξει μεγαλύτερα ποσά (απ’ ό,τι στα πλαίσια του Σχεδίου) από τις συντάξεις του Χρεώστη έναντι του ανεξασφάλιστου χρέους που της οφείλεται, εφόσον, μεταξύ άλλων, αυτός δεν θα χρειάζεται να καταβάλλει οποιοδήποτε ποσό έναντι του «εξασφαλισμένου χρέους», το οποίο θα εισπραχθεί με τη διαδικασία εκποίησης του Ενυπόθηκου Ακινήτου.

 

Σε αντίθετη περίπτωση, ακόμα και στο απίθανο σενάριο που υπάρξει συμμόρφωση με τους όρους του επίδικου Σχεδίου, η Αιτήτρια μετά από 25 χρόνια περίπου θα εισπράξει πολύ χαμηλότερο ποσό, απ’ ό,τι θα μπορούσε να εισπράξει σε σύντομο χρονικό διάστημα με την εκποίηση του Ενυπόθηκου Ακινήτου. Αυτό συμβαίνει ένεκα του ότι η πολύ μεγάλη διάρκεια αποπληρωμής του εν λόγω χρέους, σε συνδυασμό με το εξευτελιστικά χαμηλό επιτόκιο, το οποίο διαλαμβάνεται στο επίδικο Σχέδιο Αποπληρωμής, παραγνωρίζει πλήρως τη σημερινή αξία των χρημάτων που τυχόν εισπράξει η Αιτήτρια στο μέλλον. Εάν ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας λάμβανε υπόψη του τα προαναφερθέντα, ως όφειλε, τότε σαφώς και δεν θα διαμόρφωνε πρόταση με τόσο χαμηλό επιτόκιο.  

 

Κρίνω ότι είναι σημαντικό να με απασχολήσει και το κεφάλαιο που αφορά τις υποχρεωτικές προϋποθέσεις του Άρθρου 74 του Νόμου σε σχέση με τη μεταχείριση των περιουσιακών στοιχείων του χρεώστη σε επιβαλλόμενο προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής. Το ζήτημα αυτό προωθήθηκε από την Αιτήτρια άνευ βλάβης των θέσεων που πρόβαλε για τα προηγούμενα ζητήματα και συγκεκριμένα εφόσον εξακολουθεί να παραμένει βασική θέση της ότι η Αιτήτρια δεν είναι εξασφαλισμένη πιστωτής, ότι δεν κατέχει εξασφάλιση επί περιουσίας του Χρεώστη, καθώς και ότι δεν υφίσταται κύρια κατοικία του Χρεώστη εν τη εννοία του Νόμου και σε περίπτωση, που  θα αποφάσιζα να απορρίψω αυτές τις θέσεις και εφόσον μάλιστα το Ενυπόθηκο Ακίνητο συνιστά εξασφάλιση την οποία η Αιτήτρια κατέχει επί περιουσίας τρίτου προσώπου, σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε αυτό να αποτελέσει αντικείμενο ή να τύχει προστασίας στα πλαίσια προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής του Χρεώστη.

 

Σύμφωνα με το Άρθρο 74(1)(γ) του Νόμου, σε επιβαλλόμενο προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής, οποιαδήποτε κινητή ή άλλη ιδιοκτησία του χρεώστη (εκτός της κύριας κατοικίας), η οποία συνιστά εξασφάλιση σε οποιοδήποτε χρέος του χρεώστη, θα πρέπει να υπόκειται σε εκποίηση από τον εξασφαλισμένο πιστωτή για αποπληρωμή του εξασφαλισμένου χρέους. Δηλαδή, εάν ήθελε αποφασιστεί ότι η Αιτήτρια είναι εξασφαλισμένη πιστωτής και ότι η κατοικία, στην οποία ο Χρεώστης διαμένει με την οικογένειά του, είναι η κύρια κατοικία του εν τη εννοία του Νόμου, τότε μόνο η εν λόγω κατοικία (δηλαδή η ισόγεια κατοικία επί του Ενυπόθηκου Ακινήτου) θα μπορούσε ενδεχομένως να τύχει προστασίας στο πλαίσιο επιβαλλόμενου προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής και όχι ολόκληρο το τριώροφο κτίριο εντός του Ενυπόθηκου Ακινήτου. 

 

Προκύπτει και από τις Εκθέσεις Εκτίμησης (Τεκμ. 13 και 15 στην Ε/Δ Ερωτοκρίτου), επί του Ενυπόθηκου Ακινήτου δεν βρίσκεται μόνο μια κατοικία, αλλά τρεις ανεξάρτητες κατοικίες, δηλαδή μια ισόγεια κατοικία, μια ανώγεια κατοικία και ένα διαμέρισμα στον δεύτερο όροφο. Σύμφωνα και με την αναντίλεκτη επί του προκειμένου μαρτυρία στην παρ. 11 της Ε/Δ Ιωνά, μόνο η ισόγεια κατοικία χρησιμοποιείται για τη διαμονή του Χρεώστη και της οικογένειάς του. Συνεπώς, δεν θα μπορούσε στα πλαίσια του επίδικου Σχεδίου να προστατευθεί όλο το τριώροφο κτήριο επί του Ενυπόθηκου Ακινήτου. Το ότι δεν έχουν εκδοθεί ξεχωριστοί τίτλοι ιδιοκτησίας για κάθε οικία δεν είναι ζήτημα που αφορά την Αιτήτρια, αλλά τους χρεώστες. Τουναντίον, αυτό είναι ένα επιπλέον στοιχείο που καταδεικνύει ότι δεν ήταν λογικά πρακτικό και εφικτό υπό τις περιστάσεις ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας να διαμορφώσει πρόταση, η οποία να μην προνοούσε για την άμεση διάθεση ολόκληρου του Ενυπόθηκου Ακινήτου.

 

Επομένως κρίνω ότι δεν πληρείται η εν λόγω προϋπόθεση του Άρθρου 74(1)(γ) του Νόμου, εφόσον το επίδικο Σχέδιο Αποπληρωμής δεν διαλαμβάνει, μεταξύ άλλων, για τη διάθεση και/ή δεν επιτρέπει την εκποίηση από την Αιτήτρια του εν λόγω τριώροφου κτηρίου επί του Ενυπόθηκου Ακινήτου (εξαιρουμένης της κύριας κατοικίας). Στην περίπτωση υποθηκευμένων ακινήτων συμφωνώ με την Αιτήτρια ότι δεν εφαρμόζεται η επιφύλαξη του Άρθρου 74(1)(β)(iv) του Νόμου.  Η μη τήρηση της εν λόγω υποχρεωτικής προϋπόθεσης του Άρθρου 74(1)(γ) συνιστά ένα επιπλέον λόγο, ο οποίος  οδηγεί στην ακύρωση του Επίδικου Διατάγματος.

 

Ως αβάσιμη κρίνεται επίσης και απορρίπτεται η θέση στην Ένσταση ότι η Αιτήτρια κωλύεται να προβάλλει τους λόγους ακύρωσης, ένεκα του ότι δεν είχε προηγουμένως υποβάλει συγκεκριμένες ενστάσεις ή εισηγήσεις ή παρατηρήσεις κ.λπ. στον Σύμβουλο Αφερεγγυότητας. Τούτο δε καθώς καμιά τέτοια υποχρέωση δεν επιβάλλεται σε καθορισμένο πιστωτή από τον Νόμο, πόσο δε μάλλον κάποια συνέπεια ως εκ της μη διενέργειας τούτων. Ο Νόμος εξ άλλου προνοεί ρητά για τυχόν συνέπειες στα δικαιώματα πιστωτή σε περίπτωση που δεν προβεί σε συγκεκριμένες ενέργειες, π.χ. τη μη υποβολή επαλήθευσης χρέους. Δεν έχει, επίσης, έρεισμα στον Νόμο η θέση στην Ένσταση περί εξουσίας του Δικαστηρίου στα πλαίσια εξέτασης της Αίτησης Ακύρωσης να διατάξει αυτεπάγγελτα τον Σύμβουλο Αφερεγγυότητας να ετοιμάσει πρόταση για τροποποίηση του επίδικου Σχεδίου. Σε κάθε περίπτωση, στα περιστατικά της παρούσας, καμιά τροποποίηση του επίδικου Σχεδίου δεν θα ήταν ικανή για να καταστήσει τούτο έγκυρο, νόμιμο, δίκαιο και βιώσιμο.   

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ/ ΕΞΟΔΑ:

 

Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω πιο πάνω η απόφαση μου είναι να εγκρίνω την Αίτηση Ακύρωσης και να εκδώσω διάταγμα ως το αιτητικό  Α της Αίτησης.

 

Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον του Καθ’ ου η αίτηση - Χρεώστη ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

(Υπ.) .........................................

                                                           Χρ. Γ. Φιλίππου, Π.Ε.Δ.

 

 

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο