ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρήστου Γ. Φιλίππου, Π.Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 969/2018

ΜΕΤΑΞΥ:

 

1.    KHADISHA ARIP

2.    RABIGA ARIP, δια του πλησιέστερου φίλου και κηδεμόνα και μητρός της SHOLPAN ARIP

3.    TALAL ARIP, δια του πλησιέστερου φίλου και κηδεμόνα και μητρός της SHOLPAN ARIP                                   

     Εναγόντων

και

 

  1. COOPERTON MANAGEMENT LIMITED, από την Λάρνακα
  2. FABLINK LIMITED, από τη Λάρνακα, Κύπρος
  3. WAYCHEM LIMITED, από τη Λάρνακα, Κύπρος
  4. STANDCORP LIMITED, από τη Λάρνακα, Κύπρος
  5. PERMAFAST LIMITED, από τη Λάρνακα, Κύπρος
  6. KAZAKHSTAN KAGAZY PLC, από το Isle of Man
  7. KAZAKHSTAN KAGAZY JSC, από το Καζακστάν
  8. PRIME ESTATE ACTIVITIES KAZAKHSTAN LLP, από το Καζακστάν
  9. PEAK AKZHAL LLP, από το Καζακστάν

10.ASTANACONTRACT JSC, από το Καζακστάν

 

11.PARAGON DEVELOPMENT LLP, από το Καζακστάν

 

12.HARBOUR FUND III LP, από το Ηνωμένο Βασίλειο

                                                                                               Εναγόμενων

Ημερομηνία: 11 Μαρτίου, 2024

 

Εμφανίσεις:

Για Εναγόμενες 6 - 9 & 12 /Αιτήτριες: Ο κ. Πολύβιος Παναγίδης για Chrysses Demetriades & Co LLC

Για Ενάγουσες/Καθ’ ων η αίτηση: Ο κ. Γιώργος Τσαρδελλής για Ηλίας Νεοκλέους & Σία Δ.Ε.Π.Ε.

 

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ  ΑΠΟΦΑΣΗ

(σε αίτηση ημερ. 06.06.2023 για παραμερισμό της αγωγής και του διατάγματος επίδοσης

εκτός δικαιοδοσίας ημερ. 14.09.2018)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ:

 

Οι Εναγόμενες 6, 7, 8, 9 και 12/Αιτήτριες εταιρείες (στη συνέχεια «οι Αιτήτριες»),  επιζητούν με την αίτηση τους την έκδοση διατάγματος παραμερισμού και/ή απόρριψης της αγωγής σε ό,τι τις αφορά και συνακόλουθα διάταγμα παραμερισμού και/ή ακύρωσης του διατάγματος επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας ημερομηνίας 14.09.2018.  Οι Αιτήτριες εισηγούνται βασικά ότι στην παρούσα περίπτωση συντρέχει η ανυπαρξία αγώγιμου δικαιώματος και κατάχρηση της διαδικασίας.

 

Σε σχέση με τους Ενάγοντες/ Καθ’ ων η αίτηση (στη συνέχεια «οι Καθ’ ων η αίτηση»)  όπως συνάγεται από την Ε/Δ Sholpan Arip ημερ. 27.08.2018 («η Ε/Δ Arip») προς υποστήριξη της αίτησης των για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων (παρ. 40-43 και 48), όπως και την Ε/Δ της Κυριακής Γεωργίου ημερ. 13.09.2018  («η Ε/Δ Γεωργίου»), προς υποστήριξη της αίτησης για έκδοση του διατάγματος για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας (παρ. 13.2), η βάση της αγωγής βασίζεται στην ισχυριζόμενη από τους ενάγοντες αποκλειστική δικαιοδοσία των κυπριακών δικαστηρίων και την κατ’ ισχυρισμό παράβαση από τους Αιτητές/ Εναγόμενους 6 – 9 της εν λόγω αποκλειστικής δικαιοδοσίας και την προώθηση από μέρους τους μέτρων εκτέλεσης της απόφασης που εκδόθηκε εναντίον του Maksat Arip (πατέρα των εναγόντων), στην Αγγλία κατά περιουσιακών στοιχείων που σχετίζονταν με το εμπίστευμα Jailau.     

 

Η ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΝΣΤΑΣΗΣ:

 

Η νομική βάση της αίτησης όπως και η ταυτόσημη της ένστασης βασίζονται σε πληθώρα νομοθετικών και κανονιστικών  διατάξεων, σε Ευρωπαϊκές και διεθνείς συμφωνίες, σε εγχώρια αλλά και σε Ευρωπαϊκή νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα αυτές  βασίζονται στους Θεσμούς Περί Πολιτικής Δικονομίας Δ.2, θ.θ. 1, 2,3, 8, Δ.6, θ.θ. 1 – 9, Δ.9, θ.θ. 1, 3 – 12, Δ.16, θ. 1 – 9, Δ.17 Θ.10, Δ.19 θ.26, Δ.25, Δ.27 θ.θ. 1 - 3, Δ.48 Θ.1-4, Θ.7, Θ.8, Θ.8(4), Θ.9, Θ.11, Δ.55, Δ.57, Δ.64, στον Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο Κεφ. 6, άρθρα 6 -9, στον Περί Δικαστηρίων Νόμο Ν.14/60 άρθρα 2, 22, 29, 31 και 32, στον Περί Διεθνών Εμπιστευμάτων Νόμο Ν. 69(Ι)/1992, άρθρα 2 - 4, 9, 10, 11Α - 15, στον Περί Επιτρόπων Εμπιστευμάτων Νόμο, άρθρα 2 και 3, στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, άρθρα 1Α, 30 ΚΑΙ 179, στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στα 1-4, 22(1), 22(5), 23, 24, 25 και 32 - 54 του Ευρωπαϊκού   Κανονισμού  του   Ευρωκοινοβουλίου  και  του Συμβουλίου ΕΕ 44/2001 ημερομηνίας 22.12.2000 και της Σύμβασης του Lugano για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις του 2007 του Ευρωπαϊκού Κανονισμού του Ευρωκοινοβουλίου και του Συμβουλίου ΕΕ 44/2001 ημερομηνίας 22.12.2000 και της Σύμβασης του Lugano για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις του 2007, στα άρθρα 1-6, 24(1), 24(5), 25, 26, 27, 36, 37 - 44 του Ευρωπαϊκού Κανονισμού του Ευρωκοινοβουλίου και του Συμβουλίου ΕΕ 1215/2012 ημερομηνίας 12.12.2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, στη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 67-70 και 81, στη Συμφωνία για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (2019/C 384 I/01), μεταξύ άλλων στο άρθρο 67, στους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης, στη Νομολογία, στις αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε.Ε.) και των Αγγλικών Δικαστηρίων, στην πρακτική του Δικαστηρίου και στις συμφυείς εξουσίες του, στους κανόνες του Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου, στην πάγια πρακτική και/ή σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου και στη Νομολογία.

 

Για σκοπούς καλύτερης κατανόησης της απόφασης θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω στη συνέχεια τις ουσιαστικές θέσεις των δύο πλευρών αν και κάποια σημεία αναπόφευκτα θα επαναληφθούν κατά την ανάλυση.

 

Η ΑΙΤΗΣΗ:

 

Τα γεγονότα στα οποία βασίζεται η  αίτηση εμφαίνονται σε ένορκο δήλωση της δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο των Αιτητριών  κ. Stacey Armeftis («η Ε/Δ Αρμεύτη»), η οποία εξηγεί την ιδιότητα υπό την οποία ορκίζεται και ότι είναι εξουσιοδοτημένη από τις Αιτήτριες, οι οποίες εδρεύουν στο εξωτερικό και οι εξουσιοδοτημένοι αντιπρόσωποι τους είναι κάτοικοι εξωτερικού και δεν μπορούσαν να ταξιδεύσουν στην Κύπρο για να υπογράψουν την ένορκο δήλωση, για να ορκισθεί αυτή και υποστηρίξει την αίτηση τους. Δηλώνει ότι αντλεί γνώση ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης για τα οποία ορκίζεται θετικά και τα οποία πιστεύει ότι είναι αληθινά από τον φάκελο της υπόθεσης και τους Κύπριους και Άγγλους δικηγόρους των Αιτητριών οι οποίοι χειρίζονται τις σχετικές με την παρούσα αγωγή υποθέσεις στην Αγγλία ενώπιον του High Court of Justice of England and Wales (στη συνέχεια οι «Άγγλοι δικηγόροι των Αιτητριών»). Προβάλλει τους ακόλουθους ουσιαστικούς ισχυρισμούς τους οποίους παραθέτω αυτούσιους:

 

« 1. Οι Εναγόμενοι 6-9 ήταν 4 από τους 6 Ενάγοντες στην Αγωγή αρ. CL-2013-000683 του Commercial Court του Queen’s Bench Division του High Court of Justice του Ηνωμένου Βασιλείου (στο εξής «η Αγωγή CL-2013-000683»), εναντίον του κ. Maksat Arip πατέρα των Εναγόντων και συζύγου της κας Sholpan Arip η οποία είναι μητέρα τους και η οποία υπέγραψε την Ένορκη Δήλωση ημερομηνίας 27/8/2018 που βρίσκεται στο φάκελο του Δικαστηρίου. Το περιεχόμενο της  ένορκης δήλωσης της Sholpan Arip υποστήριξε την Αίτηση για Άδεια επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας της παρούσας Αγωγής στους  Αιτητές και την Αίτηση για τα Προσωρινά Διατάγματα που εκδόθηκαν μονομερώς αλλά μετέπειτα ακυρώθηκαν με την Απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου ημερ.21/11/2018. Η απαίτηση των Αιτητών/Εναγόμενων 6-9  εναντίον του κ. Maksat Arip εδραζόταν σε ισχυρισμούς δόλου, απάτης και κλοπής μεγάλων χρηματικών ποσών από τον τελευταίο.

 

2.    Στις 22.12.2017 εκδόθηκε απόφαση από το High Court of Justice με αρ. [2017] EWHC 3374 (Comm), στην Αγωγή CL-2013-000683 υπέρ τους και εναντίον του κ. Maksat Arip. Αντίγραφο αυτής βρίσκεται στο φάκελο του Δικαστηρίου, ως Τεκμήριο 16 στην ένορκη δήλωση της Sholpan Arip, μητέρας των Εναγουσών, ημερομηνίας 27/8/2018 που υποστήριζε την Αίτηση για παρεμπίπτοντα διατάγματα που προωθήθηκε στα πλαίσια της παρούσας αγωγής.

3.    Στη συνέχεια, στις 28.2.2018 το Αγγλικό Δικαστήριο επιδίκασε τις αποζημιώσεις προς όφελος των Εναγόντων στην Αγωγή CL-2013-000683 (οι οποίοι είναι οι Εναγόμενοι 6-9 στην παρούσα), οι οποίες ανήλθαν συνολικά σε περίπου $300.000.000 Δολάρια Αμερικής. Επισυνάπτω το διάταγμα και τη σχετική απόφαση ως Τεκμήριο 1. Οι Αγγλικές Αποφάσεις έχουν αναγνωριστεί και κηρυχτεί ως εκτελεστές στην Κύπρο με διάταγμα του Ε.Δ. Λάρνακας ημερομηνίας 28/09/2018 το οποίο εκδόθηκε στα πλαίσια της Γενικής Αίτησης με αρ. 5/2018. Αντίγραφο του εν λόγω διατάγματος επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 2. 

4.   Αναφέρω επίσης ότι το παρόν Δικαστήριο, υπό άλλη σύνθεση, εξέδωσε την Ενδιάμεση Απόφαση ημερ. 1/9/2020 στην Αίτηση Παραμερισμού ημερ. 29/1/2019 που είχαν προωθήσει οι Αιτήτριες στην παρούσα (η «Πρώτη Αίτηση Παραμερισμού»). Με την Απόφαση του το Δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει την παρούσα αγωγή λόγω του ότι (τότε) εκκρεμούσε δικαστική διαδικασία ενώπιον του Αγγλικού High Court που αφορούσε μέτρα εκτέλεσης κατά ακίνητης περιουσίας στο Λονδίνο. Η παρούσα αγωγή είχε σκοπό να σταματήσει και να επηρεάσει τα εν λόγω μέτρα εκτέλεσης κατά της εν λόγω ακίνητης περιουσίας (βλ. μεταξύ άλλων το Παρακλητικό Θ και τις παραγράφους 22 και 39 της Ε/Δ της της Sholpan Arip, ημερομηνίας 27/8/2018). Ως αποτέλεσμα της Απόφασης του να αναστείλει την παρούσα αγωγή εκκρεμούσης της Αγγλικής διαδικασίας εκτέλεσης, το παρόν Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαίο να αποφασίσει τα υπόλοιπα ζητήματα που είχαν εγερθεί με την Πρώτη Αίτηση Παραμερισμού.  Συγκεκριμένα το Δικαστήριο αποφάσισε  να αναστείλει την παρούσα αγωγή μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία στο High Court και αποφασισθεί από το Αγγλικό δικαστήριο, μεταξύ άλλων,  κατά πόσο έχει δικαιοδοσία να εξετάσει τα ζητήματα που τέθηκαν ενώπιον  του.

5.            Ως έχουμε πληροφορηθεί από τους Άγγλους Δικηγόρους των Αιτητών σε συνέχεια της ακροαματικής διαδικασίας που διεξήχθη τον Ιούλιο του 2021, στις 21/12/2021 το Αγγλικό Δικαστήριο εξέδωσε την Απόφαση του στις συνεκδικαζόμενες Αγγλικές διαδικασίες Claim No. CL-2013-000683 και Claim No. CL-2019-000494 η οποία περιλαμβάνει διαπιστώσεις αναφορικά με τα τέσσερα ακίνητα (διαμερίσματα) στο Λονδίνο που καλούνται ως «Burlington Properties» τα οποία ήταν εγγεγραμμένα στις Εναγόμενες 2 -5 και τα οποία σχετίζονται άμεσα με την παρούσα αγωγή ως εξηγείται στην αμέσως προηγουμένη παράγραφο.  Στη συνέχεια, στις 11/4/2022 το Αγγλικό Δικαστήριο εξέδωσε Διάταγμα (Order) μέσω του οποίου (α) αναγνωρίσθηκε ότι τα Burlington Properties ανήκουν στους Αιτητές/Έναγόμενους 6-9 στην παρούσα (β) διατάχθηκε η πώληση τους προς όφελος των Αιτητών.  Σχετική επιστολή/γνωμάτευση των Άγγλων δικηγόρων των Αιτητών η οποία εξηγεί την εξέλιξη και το αποτέλεσμα της Αγγλικής διαδικασίας εκτέλεσης επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 3.

6.   Επιπρόσθετα επισυνάπτονται τα ακόλουθα έγγραφα σε σχέση με την Απόφαση και το Διάταγμα που εξέδωσε το Αγγλικό Δικαστήριο:

                      i.        πιστοποιημένο αντίγραφο (true copy) της Απόφασης 21/12/2021  ως Τεκμήριο 4.

                     ii.        Πιστοποιημένο αντίγραφο (true copy)  του Διατάγματος ημερ. 11/4/2022 ως Τεκμήριο 5.

                    iii.        Ως Τεκμήρια 6 και 7 αντίστοιχα πιστοποιητικά για κάθε μια από τις Αποφάσεις (Τεκμήρια 4-5), τα οποία εκδόθηκαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 54 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 και του Παραρτήματος V του εν λόγω Κανονισμού και σύμφωνα με τις πρόνοιες των διαδικαστικών κανονισμών οι οποίοι εφαρμόζονται στην Αγγλία.

                   iv.        ως Τεκμήρια 8 και 9 αντίστοιχα πιστοποιητικά για κάθε μια από τις Αποφάσεις (Τεκμήρια 4-5), τα οποία εκδόθηκαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 53 του Κανονισμού (ΕΚ) 1215/2012 και του Παραρτήματος  I του εν λόγω Κανονισμού και σύμφωνα με τις πρόνοιες των διαδικαστικών κανονισμών οι οποίοι εφαρμόζονται στην Αγγλία.

7.   Διευκρινίζω ότι οι Αιτήτριες ζήτησαν σχετικά πιστοποιητικά στη βάση και των δύο Κανονισμών (δηλ. τον Καν. 44/2001 και τον Καν. 1215/2012 που τον αντικατέστησε) ενόψει του ότι η Αγγλική διαδικασία εκτέλεσης αφορούσε δύο διαδικασίες με ξεχωριστό αριθμό που, παρά το ότι μετά συνενώθηκαν, αφορούσαν ξεχωριστές  βάσεις που εκκινήθηκαν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους.

 

8.   Ως αποτέλεσμα της Απόφασης του Αγγλικού Δικαστηρίου η οποία επιλύει όλα τα ζητήματα που αφορούν την εκτέλεση κατά των υπό αναφορά ακίνητων στο Λονδίνο και ειδικότερα του ότι έχει αποφασισθεί ότι οι Αιτήριες μπορούν να εκτελέσουν την Απόφαση των 300 εκατ. δολαρίων εναντίον του Maksat Arip με την πώληση τους, όπως επίσης και για όλους τους λόγους που είχαν αναφερθεί και στην Πρώτη Αίτηση Παραμερισμού, η παρούσα Αίτηση θα πρέπει να επιτύχει. Σημειώνω ότι έναυσμα για την καταχώρηση της παρούσας αγωγής αποτέλεσε η προώθηση από τους Αιτητές μέτρων εκτέλεσης έναντι της εν λόγω ακίνητης περιουσίας που βρίσκεται στο Λονδίνο (βλ. παρ. 39 της Ε/Δ της της Sholpan Arip, ημερομηνίας 27/8/2018). 

 

9.         Εξ όσων γνωρίζω και πιστεύω και πληροφορούμαι από τους δικηγόρους των Αιτητών, η με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο αγωγή («η Αγωγή») πρέπει να απορριφθεί ή παραμεριστεί, για όλους και κάθε ένα χωριστά τους πιο κάτω λόγους:

 

(1)     Τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν έχουν εξουσία και/ή δικαιοδοσία να εκδικάσουν την υπό τον πιο πάνω τίτλο και αριθμό αγωγή και/ή να εκδώσουν τα αιτούμενα με την αγωγή διατάγματα καθότι, μεταξύ άλλων:

(α) Τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία για το αντικείμενο της Αγωγής και των εν λόγω Διαταγμάτων τα οποία εμπίπτουν στην αποκλειστική δικαιοδοσία άλλων κρατών ως καθορίζονται από την Ευρωπαϊκή νομοθεσία,

(β) η θέση ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια έχουν αποκλειστική δικαιοδοσία για οποιοδήποτε ζήτημα αφορά κυπριακό εμπίστευμα είναι λανθασμένη και συγκρούεται με τους Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς 44/2001 και 1215/2012 καθότι στους εν λόγω Κανονισμούς προβλέπονται ρητά οι περιπτώσεις που δικαστήρια έχουν αποκλειστική δικαιοδοσία και η παρούσα περίπτωση δεν περιλαμβάνεται σε αυτές,

(γ) τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν έχουν την εξουσία να εκδίδουν αντι-αγωγικά διατάγματα (anti-suit injunctions) σε σχέση με διαδικασίες που εγείρονται σε δικαστήρια κρατών τα οποία όταν εκκινήθηκαν οι εν λόγω διαδικασίες εφάρμοζαν τους Κανονισμούς 44/2001 και 1215/2015,

(δ) τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν μπορούν να εκδίδουν διατάγματα τα οποία αναιρούν την ισχύ διαταγμάτων που έχουν ήδη εκδοθεί και/ή διαδικασιών που έχουν ήδη αρχίσει σε άλλα κράτη μέλη,

(2)     δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που θέτει η νομολογία για την έκδοση δηλωτικής απόφασης ειδικά έχοντας υπόψη τους λόγους που ζητούνται τέτοια διατάγματα στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας,  

(3)     τα Παρακλητικά Α – Θ και ΙΒ προωθούνται για αλλότριους σκοπούς και/ή έχουν σκοπό να επηρεάσουν μέτρα εκτέλεσης που προωθήθηκαν και/ή προωθούνται ή που θα προωθηθούν στο μέλλον για εκτέλεση της Απόφασης εναντίον του πατέρα των Εναγόντων (η οποία είναι Τεκμήριο 1 στην παρούσα) και/ή εναντίον περιουσιακών στοιχείων που του ανήκουν, 

(4)     η Αγωγή είναι δικονομικά και/ή νομικά και/ή ουσιαστικά αβάσιμη και/ή λανθασμένη και/η αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας  του Δικαστηρίου,

(5)     το Δικαστήριο δεν δύναται και/ή δεν είναι ορθό και/ή δίκαιο να εκδώσει οιοδήποτε από τα διατάγματα ή τις δηλώσεις που ζητούνται με τα εν λόγω παρακλητικά,

(6)     η Αγωγή είναι καταπιεστική και/ή ενοχλητική (frivolous and/or vexatious),

(7)     η έγερση της παρούσας αγωγής έγινε καταχρηστικά και/ή κακόπιστα και/ή με σκοπό να  επηρεάσουν οι Ενάγοντες  την λήψη μέτρων εκτέλεσης από τους Εναγόμενους 6-9 κατά των περιουσιακών στοιχείων που σχετίζονται με το Εμπίστευμα για σκοπούς εκτέλεσης της Απόφασης  εναντίον του Maksat Arip,

(8)     η Αγωγή δεν είναι το κατάλληλο διάβημα για την προβολή των θέσεων των Εναγόντων. Οι θέσεις των Εναγόντων ως προς την εγκυρότητα του Εμπιστεύματος και/ή τη μεταφορά περιουσιακών στοιχείων σε εταιρείες που σχετίζονται με το Εμπίστευμα μπορούσαν και/ή μπορούν να προβληθούν ως λόγοι ένστασης ή υπεράσπισης στα πλαίσια διαδικασιών εναντίον των περιουσιακών στοιχείων που σχετίζονται με αυτό στις χώρες που έχουν δικαιοδοσία να επιληφθούν και/ή να αποφασίσουν για τέτοια μέτρα εκτέλεσης,

(9)     η Αγωγή έχει καταστεί άνευ αντικειμένου ενόψει της Απόφασης του Αγγλικού Δικαστηρίου ημερ. 21/12/2021 και του Διατάγματος ημερ. 11/4/2022 τα οποία έχουν επιλύσει τελεσίδικα όλα τα ζητήματα που αφορούν την εκτέλεση κατά των υπό αναφορά ακίνητων στο Λονδίνο και ειδικότερα του ότι έχει αποφασισθεί ότι οι Αιτήτριες μπορούν να εκτελέσουν την Απόφαση εναντίον του Maksat Arip με την πώληση τους,

(10)  σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, το οποίο έχει άμεση ισχύ, το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να απαγορεύσει σε οποιοδήποτε Δικαστήριο άλλου κράτους από του να επιλαμβάνεται την εκτέλεση, και/ή δεν έχει εξουσία να αναστείλει με οποιονδήποτε τρόπο την εκτέλεση, της δικαστικής απόφασης που εκδόθηκε στις 22.12.2017 από το High Court of Justice με αρ. [2017] EWHC 3374 (Comm) του Ηνωμένου Βασιλείου, στην Αγωγή CL-2013-000683. Τέτοιο διάταγμα θα αντίκειται στις πρόνοιες των Ευρωπαϊκών Κανονισμών του Ευρωκοινοβουλίου και του Συμβουλίου ΕΕ 44/2001 ημερομηνίας 22.12.2000 (άρθρα 32 – 54) και 1215/2012 ημερομηνίας 12.12.2012 (άρθρα 36 – 44), καθώς και στην Σύμβαση του Lugano του 2007 (άρθρο 33 - 49), για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ως επίσης και στη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης που διασφαλίζει ένα κοινό χώρο δικαιοσύνης μεταξύ των Κρατών Μελών που βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και αναγνώρισης και εκτέλεσης των Δικαστικών Αποφάσεων,

(11)  το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να απαγορεύσει την εκτέλεση της απόφασης που εκδόθηκε στις 22.12.2017 από το High Court of Justice με αρ. [2017] EWHC 3374 (Comm), στην Αγωγή CL-2013-000683, σε οποιοδήποτε Δικαστήριο εκτός Κύπρου, καθώς σύμφωνα με τις πρόνοιες του Ευρωπαϊκού Κανονισμού του Ευρωκοινοβουλίου και του Συμβουλίου ΕΕ 1215/2012 ημερομηνίας 12.12.2012 (άρθρο 24(5) για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, οι οποίες υπερισχύουν οποιουδήποτε εγχώριου Νόμου, σε δίκες που έχουν ως αντικείμενο την εκτέλεση αποφάσεων, τα δικαστήρια του κράτους μέλους εκτέλεσης της απόφασης έχουν αποκλειστική δικαιοδοσία,

(12)  το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να απαγορεύσει την εκτέλεση της απόφασης που εκδόθηκε στις 22.12.2017 από το High Court of Justice με αρ. [2017] EWHC 3374 (Comm), στην Αγωγή CL-2013-000683, σε οποιοδήποτε Δικαστήριο εκτός Κύπρου, καθώς, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Ευρωπαϊκού Κανονισμού του Ευρωκοινοβουλίου και του Συμβουλίου ΕΕ 1215/2012 ημερομηνίας 12.12.2012, (άρθρο 24(1)), και της Σύμβασης του Lugano του 2007 (άρθρο 22), για τη Διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, οι οποίες υπερισχύουν οποιουδήποτε εγχώριου Νόμου, σε υποθέσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων, τα δικαστήρια του κράτους μέλους της τοποθεσίας του ακινήτου έχει αποκλειστική δικαιοδοσία, συνεπώς οποιαδήποτε μέτρα εκτέλεσης της απόφασης με κατάσχεση ακινήτων που βρίσκονται στο εξωτερικό πρέπει να ληφθούν στο εξωτερικό και τέτοια μέτρα δεν μπορούν να παρεμποδιστούν από τα Κυπριακά Δικαστήρια,

(13)  το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να απαγορεύσει στους Αιτητές να προβάλουν σε οποιοδήποτε Δικαστήριο εκτός των Κυπριακών Δικαστηρίων οποιοδήποτε ισχυρισμό που σχετίζεται ή αφορά το επίδικο Εμπίστευμα, καθώς τέτοια απαγόρευση θα αποτελεί παραβίαση του δικαιώματος των Αιτητών για δίκαιη δίκη και πρόσβαση στη δικαιοσύνη Αιτητών τα οποία κατοχυρώνονται από το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το Άρθρο 30 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας,

(14)  το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να εκδώσει αντιαγωγικά διατάγματα (anti-suit injunctions) καθώς τέτοια διατάγματα αντίκεινται στους σκοπούς των Ευρωπαϊκών Κανονισμών 44/2001 και 1215/2012 όπως και στη Σύμβαση του Lugano, για την Διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις και ειδικότερα στις εδραιωμένες αρχές που έχει θέσει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μεταξύ άλλων στην υπόθεση Case C-159/02, Turner v. Grovit,

(15)  το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας και/ή δεν είναι το κατάλληλο να εκδικάσει την Αγωγή ή τα θέματα που εγείρονται στα παρακλητικά, τόσο από πλευράς εθνικού όσο και ευρωπαϊκού δικαίου,

(16)  η οποιαδήποτε ρήτρα δικαιοδοσίας στο έγγραφο του εμπιστεύματος δεν μπορεί να δεσμεύσει τους Αιτητές στην παρούσα οι οποίοι είναι εξ αποφάσεως  πιστωτές του Maksat Arip. Άνευ επηρεασμού στην θέση αυτή, η πρόνοια του Άρθρου 12Β του Περί Διεθνών Εμπιστευμάτων Νόμου Ν. 69(Ι)/1992 που μιλά για αποκλειστική δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων εφαρμόζεται χωρίς επηρεασμό στους Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς του Ευρωκοινοβουλίου και του Συμβουλίου ΕΕ 44/2001 και 1215/2012, καθώς και στη Σύμβασης του Lugano του 2007, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό 1215/2012 δεν προβλέπεται αποκλειστική δικαιοδοσία προς όφελος των Κυπριακών Δικαστηρίων για ζητήματα όπως αυτά που αφορά η παρούσα υπόθεση, συνεπώς η οποιαδήποτε θέση στη βάση του Κυπριακού δικαίου ότι ο Νόμος  Ν. 69(Ι)/1992 δίδει αποκλειστική δικαιοδοσία στα Κυπριακά Δικαστήρια αποκλείοντας τη δικαιοδοσία άλλων Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων  ακυρώνεται από την άμεση εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Κανονισμού και του Ευρωπαϊκού Δικαίου που προβλέπει ρητά τις περιορισμένες περιπτώσεις όπου υφίσταται αποκλειστική δικαιοδοσία,

(17)  όπως προκύπτει από την ένορκη δήλωση της Sholpan Arip ημερομηνίας 27/8/2018 που υποστήριζε την Αίτηση για παρεμπίπτοντα διατάγματα η ισχυριζόμενη βάση αγωγής δεν έχει προκύψει στην Κύπρο,

(18)  τα αιτούμενα διατάγματα και/ή δηλώσεις επεμβαίνουν στη δικαιοδοσία άλλων κρατών και/ή κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

(19)   Οι θεραπείες που επιζητούνται με την Αγωγή επεμβαίνουν στη δικαιοδοσία άλλων κρατών μελών και σε αποφάσεις, διατάγματα και διαδικασίες που βρίσκονται σε ισχύ (ή θα εγερθούν στο μέλλον) στην Αγγλία ή σε άλλες δικαιοδοσίες και στην ελευθερία των Εναγόμενων 6-9  να λαμβάνουν μέτρα σε εκείνες τις διαδικασίες:

-      Η απόδοση των αιτούμενων με την Αγωγή θεραπειών  υπό τις περιστάσεις έρχεται σε σύγκρουση με το σύστημα που προβλέπει ο Κανονισμός 1215/2012 (και ο Κανονισμός 244/2001) καθότι με αυτές επιδιώκεται η παράκαμψη των διαδικασιών εκτέλεσης που ήδη έχουν ολοκληρωθεί στην Αγγλία και οι οποίες περιγράφονται στην Παράγραφο 39 της Ένορκης Δήλωσης της Sholpan Arip ημερομηνίας 27/8/2018 (ως αυτές έχουν τροποποιηθεί και συνενωθεί με άλλα μέτρα εκτέλεσης).

-      Οι θεραπείες που επιζητούνται με την Αγωγή επιδιώκουν τον επηρεασμό και τον περιορισμό της συμπεριφοράς των Εναγόμενων 6-9 σε σχέση με διαδικασίες εκτέλεσης που είτε έχουν ολοκληρωθεί ή σε οποιεσδήποτε μελλοντικές διαδικασίες εκτέλεσης ήθελαν εγερθεί αναφορικά με περιουσιακά στοιχεία που σχετίζονται με υπό αναφορά εμπίστευμα, χωρίς όμως ταυτόχρονα να υπάρχει εξουσία για απόδοση τέτοιων θεραπειών από τα Κυπριακά Δικαστήρια βάσει Ευρωπαϊκού αλλά και Κυπριακού Δικαίου.

 

10.  Αναφέρω επίσης ότι είναι θέση των Αιτητριών ότι το διάταγμα επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας ημερομηνίας 14/9/2018 κακώς εκδόθηκε, τόσο για τους πιο πάνω λόγους όσο και για το ότι η παρούσα υπόθεση δεν εμπίπτει σε καμία από τις κατηγορίες της Δ.6, Θ.1 και 4, των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Η παρούσα υπόθεση δεν εμπίπτει σε καμία από τις κατηγορίες της Δ.6, Θ.1 και 4, των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας διότι η Κύπρος δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με την υπόθεση (εκτός από τον τόπο διαμονής των επιτρόπων του Εμπιστεύματος).

 

11.          Κατά την έκδοση του διατάγματος επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας, οι Ενάγοντες έχουν παραπλανήσει το Δικαστήριο και αποκρύψει ολόκληρη τη νομική πτυχή του ζητήματος της «αποκλειστικής δικαιοδοσίας» των Κυπριακών Δικαστηρίων ενόψει της εφαρμογής των Ευρωπαϊκών Κανονισμών 44/2001 και 1215/2012. Επίσης, δεν παρουσίασαν ούτε εξήγησαν επαρκώς τις ενστάσεις των Εναγόμενων 6 - 9 τις οποίες γνώριζαν πολύ καλά λόγω των παρόμοιων διαδικασιών στις Εναρκτήριες Κλήσεις 5/2018 Ε.Δ. Λάρνακας και 20/2018 Ε.Δ. Λευκωσίας. Περαιτέρω, οι Ενάγοντες απέκρυψαν και δεν προειδοποίησαν το Κυπριακό Δικαστήριο ότι τα επιβαρυντικά διατάγματα (charging orders) που εκδοθήκαν τότε στην Αγγλία και ήταν σε ισχύ κατά τον χρόνο της Αίτησης για την έκδοση των υπό αμφισβήτηση διαταγμάτων. Επίσης, η μαρτυρία που υποστήριξε την αίτηση των Εναγόντων για χορήγηση άδειας επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας δεν κατέδειξε στον αναγκαίο βαθμό την ύπαρξη της δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων αλλά ούτε και ικανοποιήθηκαν οι σχετικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση τέτοιας άδειας, περιλαμβανομένης της υποχρέωσης παρουσίασης  καλής βάσης αγωγής.

 

12.          Ενόψει όλων των πιο πάνω, ειλικρινά πιστεύω ότι η έκδοση των αιτουμένων με την παρούσα διαταγμάτων είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης και είναι ορθό και δίκαιο όπως το Δικαστήριο εκδώσει αυτά. Σε αντίθετη περίπτωση θα συνεχίσει να εκκρεμεί η παρούσα διαδικασία, η οποία όχι μόνο έχει καταστεί άνευ αντικειμένου συνεπεία των Αγγλικών αποφάσεων που αποφάσισαν τελεσίδικα για τα μέτρα εκτέλεσης κατά των περιουσιακών στοιχείων που αποτέλεσαν τον έναυσμα και τον λόγο καταχώρησης της παρούσας αγωγής, αλλά αυτή προωθείται καταχρηστικά, είναι κατά Νόμο και ουσία αβάσιμη και προωθείται από τους  Ενάγοντες/Καθ’ ων η Αίτηση σε συνεννόηση με τη μητέρα τους Sholpan Arip και τον πατέρα τους Maksat Arip με μοναδικό σκοπό την προβολή εμποδίων στις Αιτήτριες στη διεκδίκηση των νόμιμων δικαιωμάτων τους, δηλαδή των δικαιωμάτων τους για ικανοποίηση της απόφασης υπέρ τους από το Αγγλικό Δικαστήριο High Court of Justice για US$300 εκατομμύρια περίπου, στην αγωγή για δόλο και απάτη εναντίον του Maksat Arip.

 

13.          Τέλος, οι Αιτήτριες επιφυλάσσουν το δικαίωμα τους να ζητήσουν ασφάλεια εξόδων εναντίον των Εναγόντων τόσο λόγω του ότι δεν φαίνεται να έχουν επί του παρόντος την κατοικία τους σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και στη βάση του ότι δεν είναι σε θέση να ικανοποιήσουν οποιαδήποτε διατάγματα εξόδων εκδίδονται περιλαμβανομένων και αυτών που έχουν ήδη επιδικαστεί και απαιτηθεί».

 

Η ΕΝΣΤΑΣΗ:

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση προέβαλαν ένσταση στην έκδοση των πιο πάνω διαταγμάτων προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους:

 

« 1) Δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων και/ή αίτηση είναι κατ’ ουσία αβάσιμη και/ή βρίθει αόριστων αναφορών.

2)   H υπό κρίση αίτηση έχει καταχωρηθεί πρόωρα και/ή δεν είναι το κατάλληλο στάδιο εξέτασης των εγειρόμενων ζητημάτων της υπό κρίσης αίτησης.

3)   Τα Κυπριακά Δικαστήρια έχουν υποχρέωση να αναλάβουν δικαιοδοσία και/ή έχουν δικαιοδοσία προς εκδίκαση της ως άνω αγωγής υπό το φως του Κυπριακού και Ενωσιακού Δικαίου.

4)   Τα Αγγλικά Δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία να εκδικάσουν ζητήματα που άπτονται της υπόστασης, συγκρότησης και νομιμότητας του επίδικου εμπιστεύματος.

5)   Οι Ενάγουσες έχουν αποκαλύψει εκ πρώτης όψεως καλή αίτια αγωγής και/ή ότι η αγωγή είναι κατάλληλη για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας.

6)   Η νέα αγγλική απόφαση ημερ. 21/12/2021 δεν δεσμεύει τους Ενάγοντες και/ή το επίδικο εμπίστευμα ή/και τα Κυπριακά Δικαστήρια».

 

Τα γεγονότα της ένστασης υποστηρίζει σε ένορκο δήλωση την οποία υπογράφει ο κ.  Άγγελος Αντωνέλλος, δικηγόρος στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί στην παρούσα τους Καθ’ ων η αίτηση («η Ε/Δ Αντωνέλλου»).

 

Ο κ. Αντωνέλλος, πέραν από την ιδιότητα με την οποία ορκίζεται και την εξουσιοδότηση που έχει από τους Καθ’ ων η αίτηση λόγω του ότι διαμένουν στο εξωτερικό για να ορκισθεί, καταγράφει από που αντλεί τη γνώση του για τα γεγονότα της υπόθεσης στα οποία αναφέρεται με λεπτομέρεια. Εκθέτει και αυτός το ιστορικό της διαφοράς και επί της ουσίας υποστηρίζει τα ακόλουθα τα οποία επίσης παρατίθενται αυτούσια:

 

« Σύντομο Ιστορικό

 

Το Επίδικο Εμπίστευμα

 

1.   Το Jailau Settlement (εφεξής «επίδικο εμπίστευμα») συστάθηκε στις 3/4/2014 με έγγραφο υπό τον τίτλο Deed of Settlement (τεκμήριο 1. στην Ε/Δ.27/8/2018 της Sholpan Arip που συνοδεύει την αίτηση των Καθ’ ων η Αίτηση για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων ημερομηνίας 27/8/2018).

 

2.   Εμπιστευματοπάροχος του επίδικου εμπιστεύματος είναι η Larissa Assilbekova. Αρχική επίτροπος του εμπιστεύματος ήταν η Heptagon Ltd εκ Λεμεσού, ενώ σήμερα είναι η Εναγόμενη 1 η οποία είναι εταιρεία η οποία συστάθηκε και είναι εγγεγραμμένη στην Κυπριακή Δημοκρατία με έδρα την Λάρνακα.

 

3.   Το Deed of Settlement περιέχει ρητή πρόνοια ότι το εφαρμοστέο δίκαιο του επίδικου εμπιστεύματος είναι το δίκαιο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Περιέχεται επίσης ρήτρα αποκλειστικής δικαιοδοσίας υπέρ των Κυπριακών Δικαστηρίων.

 

Γεγονότα που προηγήθηκαν της καταχώρησης της αγωγής.

 

4.    Στις 22/12/2017 εκδόθηκε στην Αγγλία  από το High Court of Justice η απόφαση με αρ. [2017] (Comm) στην αγωγή CL -2013-000683 (εφ εξης ‘η Αγγλική απόφαση’) για το ποσό των 300.000.000 δολαρίων Αμερικής περίπου εναντίον του Maksat Arip (εφεξής ‘ο Μαξάτ’) ο οποίος είναι πατέρας των Εναγόντων και εναντίον ενός άλλου προσώπου.

 

5.    Στην πιο πάνω αγωγή δεν ήταν διάδικοι οι ενάγοντες, το εμπίστευμα και ή ο επίτροπος του, όπως ούτε οι εναγόμενες 2 έως 5. Η απόφαση δεν εκδόθηκε εναντίον τους. Στη συνέχεια οι Αιτήτριες προχώρησαν σε νέα δικαστική διαδικασία (εφεξής η ‘’Νέα διαδικασία’’) στην οποία προβάλλουν ότι το επίδικο εμπίστευμα είναι εικονικό (Sham) ή και ότι ο Μαξάτ είναι δικαιούχος του.

 

6.    Οι Εναγόμενες 2 έως 5 είναι Κυπριακές εταιρείες οι οποίες αποτελούν περιουσιακό στοιχείο του εμπιστεύματος. Οι μετοχές των εταιρειών είναι εγγεγραμμένες στον επίτροπο του επίδικου εμπιστεύματος εναγόμενο. Στα πλαίσια της πιο πάνω νέας διαδικασίας οι Αιτήτριες παγοποίησαν ακίνητη περιουσία που ανήκει στις εναγόμενες 2 έως 5. 12. Στην πιο πάνω νέα διαδικασία και πάλι δεν είναι διάδικοι οι ενάγοντες. Δηλαδή, οι δικαιούχοι του εμπιστεύματος δεν έχουν λόγο στη διαδικασία.

 

7.    Τα πιο πάνω οδήγησαν τους Καθ’ ων η Αίτηση στην καταχώρηση της αγωγής στις 27/08/2018 με κύριο στόχο την έκδοση αναγνωριστικών / δηλωτικών αποφάσεων με τις οποίες να αναγνωρίζεται ότι το επίδικο εμπίστευμα αποτελεί έγκυρο διεθνές εμπίστευμα (άρα δεν είναι εικονικό) και ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια έχουν αποκλειστική δικαιοδοσία να αποφασίζουν για θέματα που το αφορούν. Οι υπόλοιπες αξιώσεις είναι συνακόλουθες / παρεμπίπτουσες θεραπείες της βασικής θεραπείας αφού για να εξεταστούν θα πρέπει πρώτα να αποφασιστούν τα πιο πάνω.

 

8.    Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι το επίδικο θέμα της παρούσας αγωγής είναι η εγκυρότητα του εμπιστεύματος. Η νέα διαδικασία με την οποία οι Αιτήτριες επιχειρούν να αμφισβητήσουν την εγκυρότητα του εμπιστεύματος αποτέλεσε ασφαλώς τον λόγο που οι ενάγοντες προχώρησαν στην παρούσα αγωγή, αλλά δεν είναι επίδικο θέμα η εν λόγω νέα διαδικασία. Κύριο αντικείμενο και αφετηρία για την παρούσα διαφορά είναι το εμπίστευμα και η εγκυρότητα του, τα οποία διέπονται από το Κυπριακό Δίκαιο.

 

9.    Αναφέρω προς τούτο ότι το παρόν Δικαστήριο, υπό άλλη σύνθεση, εξέδωσε την Ενδιάμεση Απόφαση ημερ. 1/9/2020 (εφεξής «απόφαση αναστολής») στην Αίτηση Παραμερισμού ημερ. 29/1/2019 που είχαν προωθήσει οι Αιτήτριες στην παρούσα (εφεξής «πρώτη αίτηση παραμερισμού»). Ως αποτέλεσμα της απόφασης αναστολής, το παρόν Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαίο να αποφασίσει τα υπόλοιπα ζητήματα που είχαν εγερθεί με την πρώτη αίτηση παραμερισμού. Συγκεκριμένα το Δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει την παρούσα αγωγή μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία στο Αγγλικού High Court και αποφασισθεί από το Αγγλικό Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, κατά πόσο έχει δικαιοδοσία να εξετάσει τα ζητήματα που τέθηκαν ενώπιον του.

 

Ακολούθως των πιο πάνω, στις 6/6/2023 καταχωρήθηκε η υπό κρίση αίτηση στην οποία επισυνάπτεται αγγλική απόφαση ημερ. 21/12/2021 (εφεξής «η νέα αγγλική απόφαση») η οποία περιλαμβάνει διαπιστώσεις αναφορικά με ακίνητη ιδιοκτησία η οποία σχετίζεται με την ως άνω αγωγή και το επίδικο εμπίστευμα.

 

Λόγοι Ένστασης

 

10.  Στη βάση των πιο πάνω, επιθυμώ να τονίσω ότι, απορρίπτω με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο τους ισχυρισμούς της κ. Stacey Armeftis οι οποίοι προβάλλονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση αίτηση.

 

11.  Εξ΄ όσων πιστεύω και πληροφορούμαι από τους δικηγόρους των Εναγουσών, διαγραφή αγωγής μπορεί να γίνει μόνο σε εμφανείς και ξεκάθαρες περιπτώσεις παράβασης των κανόνων σύνταξης δικογράφων ή όταν η αγωγή τείνει να επηρεάσει δυσμενώς, προκαλέσει αμηχανία ή να καθυστερήσει τη δίκαιη δίκη της αγωγής" ("tend to prejudice, embarrass, or delay the fair trial of the action"). Εξ’ όσων πιστεύω και πληροφορούμαι, τίποτα από αυτά δεν υφίσταται στην παρούσα.

 

12.  Αναφορικά με τα ανωτέρω, εξ΄ όσων πιστεύω και πληροφορούμαι, η εξουσία παραμερισμού αγωγής λόγω ανυπαρξίας αγώγιμου δικαιώματος ή λόγω κατάχρησης της διαδικασίας, ασκείται με φειδώ και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Δικαιολογείται δε μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που το δικόγραφο κρίνεται αναντίλεκτα ανυπόστατο, με την έκθεση απαίτησης να αποτελεί το ουσιαστικό, αν όχι το μόνο στοιχείο, για διερεύνηση του θέματος. Τίποτα από τα πιο πάνω δεν υφίσταται στην προκειμένη περίπτωση. Δεν προκύπτει αναντίλεκτα ανυπόστατο δικόγραφο, αλλά τουναντίον οι Ενάγουσες, εξ’ όσων πιστεύω και πληροφορούμαι, έχουν καλή υπόθεση με σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας να αποδείξουν ότι το επίδικο εμπίστευμα είναι έγκυρο και όχι sham όπως ισχυρίζονται οι Αιτήτριες.

 

13.  Σε συνάρτηση με τα ως άνω λεχθέντα, εξ’ όσων πιστεύω και πληροφορούμαι, τα Κυπριακά Δικαστήρια έχουν αποκλειστικά δικαιοδοσία επίλυσης των ζητημάτων που εγείρονται στην ως άνω αγωγή και ειδικότερα την εγκυρότητα, νομιμότητα και υπόσταση του επίδικου εμπιστεύματος. Τούτο προκύπτει μέσα από το εφαρμοστέο δίκαιο του επίδικου εμπιστεύματος και το εγγεγραμμένο γραφείο των Εναγόμενων το οποίο βρίσκεται στην Δημοκρατία. Οι ισχυρισμοί των Αιτητριών δε αναφορικά με την εξουσία έκδοσης αντιαγωγικών διαταγμάτων άπτονται της ουσίας της ως άνω αγωγής, οι οποίοι δεν εξετάζονται σε αυτό το στάδιο.

 

14.  Σε κάθε περίπτωση των ανωτέρω, τα γεγονότα που στοιχειοθετούν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου είναι εκείνα που συνθέτουν την απαίτηση, αποκλειστική πηγή αναζήτησης της οποίας είναι η έκθεση απαιτήσεως ενώ η εξέταση του θέματος δικαιοδοσίας μέσω της γενικής οπισθογράφησης είναι πρόωρη. Ως εκ τούτου, με πληροφορούν ότι, το γεγονός ότι δεν έχει καταχωριστεί Έκθεση Απαίτησης δεν επιτρέπει την έγκριση της υπό κρίση αίτησης.

 

15.  Παράλληλα, εξ΄ όσων με πληροφορούν οι δικηγόροι των Εναγουσών και όπως πιστεύω και εγώ ο ίδιος προσωπικά, τα Αγγλικά Δικαστήρια δεν έχουν αποκλειστικά δικαιοδοσία εκδίκασης των ζητημάτων που εγείρονται με την παρούσα. Απορριπτέοι είναι και οι ισχυρισμοί των Αιτητριών αναφορικά με την απαγόρευση ή παρεμπόδιση της εκτέλεσης των αγγλικών αποφάσεων σε περίπτωση επιτυχίας της ως άνω αγωγής.

 

16.  Επιπρόσθετα και εξ’ όσων πληροφορούμαι από τους δικηγόρους των Εναγουσών και όπως πιστεύω και εγώ ο ίδιος προσωπικά, η αγγλική απόφαση που επισυνάπτεται στην υπό κρίση αίτηση δεν δεσμεύει το επίδικο εμπίστευμα ή τις Ενάγουσες εφόσον δεν συμμετείχαν στην εν λόγω διαδικασία. Το γεγονός τούτο καθιστά την υπό κρίση αίτηση υποκείμενη σε απόρριψη.

 

17.  Περαιτέρω, εξ όσων πληροφορούμε από τους δικηγόρους των Εναγουσών, η νέα αγγλική απόφαση ουδόλως δεσμεύει το παρών Δικαστήριο στην παρούσα διαδικασία ενώ σε κάθε περίπτωση δεν καταλήγει ότι το παρών Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία επί των αξιώσεων της παρούσας αγωγής αλλά ούτε ότι δεν είναι τα Κυπριακά Δικαστήρια που έχουν αποκλειστική δικαιοδοσία να αποφασίσουν επί της εγκυρότητας Κυπριακού εμπιστεύματος.

 

18.  Καταληκτικά, σε σχέση με τον ισχυρισμό για μη πλήρη αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων πιστεύω και πληροφορούμε ότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν ευσταθεί. Οι Καθ’ ων η Αίτηση αποκάλυψαν πλήρως όλα τα ουσιώδη γεγονότα που όφειλαν να αποκαλύψουν.

 

19.  Ως εκ τούτου, αιτούμαι όπως η υπό κρίση αίτηση απορριφθεί με έξοδα υπέρ των Καθ’ ων η Αίτηση κατά των Αιτητριών εφόσον δεν πληρούνται οι εκ του νόμου και της νομολογίας προϋποθέσεις για έκδοση των αιτούμενων αποφάσεων και διαταγμάτων».

 

ΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ:

 

Η ακροαματική διαδικασία της αίτησης έγινε στη βάση των εκατέρωθεν ισχυρισμών που προβλήθηκαν στις ένορκες δηλώσεις προς υποστήριξη της αίτησης και της ένστασης αντίστοιχα. Στις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις τους (γραπτές και προφορικές), οι ευπαίδευτοι συνήγοροι τόσο των Αιτητριών όσο και των Καθ’ ων η αίτηση έκαναν εκτεταμένη αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης και πως τα αντιλαμβάνεται η κάθε πλευρά με αναγωγή στη νομική πτυχή που τα διέπει. Αναφέρθηκαν στο ιστορικό της διαφοράς και στις δικαστικές  διαδικασίες του εξωτερικού αλλά και στην Κύπρο και πως αυτές εξελίχθηκαν και αφορούσαν το επίδικο εμπίστευμα και πως αυτές επηρεάζουν και την παρούσα αγωγή.  Όπου χρειαστεί στη συνέχεια κατά την ανάλυση που θα ακολουθήσει θα επανέλθω στις εισηγήσεις των δύο πλευρών και θα τύχουν του ανάλογου σχολιασμού έχοντας ασφαλώς υπόψη όσα επιτάσσει η νομολογία μας ότι δηλαδή δεν χρειάζεται να καταγραφούν όλα όσα οι συνήγοροι των δύο πλευρών έθεσαν ενώπιον μου, περιοριζόμενος σε όσα αφορούν αποκλειστικά και μόνον τα προς εξέταση επίδικα ζητήματα (βλ. Οδυσσέα v. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490, Ανδρονίκου κ.ά. v. Δημοκρατίας, (2008) 2 Α.Α.Δ. 486, την Έφεση Αρ. 22/2018 του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου Μ.Φ.Χ. v. Μ.Χ. με ημερ.28.09.2021 και την απόφαση στην υπόθεση και πάλι του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου στην Έφεση Αρ. 20/2020 Γ.Λ. v. Χ.Ι. ημερ. 15.12.2021). 

 

ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΚΑΙ ΥΠΑΓΩΓΗ ΤΟΥΣ ΣΤΗ ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ ΠΟΥ ΤΑ ΔΙΕΠΕΙ:

 

Πριν προχωρήσω με την ανάλυση  μου ως προς τα γεγονότα, όπως αυτά τέθηκαν ενώπιον μου, ως γενικό σχόλιο,  παρατηρώ ότι στην ένσταση των εναγόντων και την υποστηρικτική της ένορκη δήλωση οι ενάγοντες δεν αμφισβητούν ουσιαστικά τα γεγονότα όπως παρατέθηκαν από τις Αιτήτριες, ούτε προωθήθηκε οποιοσδήποτε πραγματικός ισχυρισμός  με προσκόμιση σχετικής μαρτυρίας που να θέτει υπό αμφισβήτηση την μαρτυρία που προσκομίστηκε με την υποστηρικτική  Ε/Δ στην αίτηση.

 

Σύμφωνα με όσα τέθηκαν ενώπιον μου, η παρούσα αγωγή, ως εμφαίνεται από την ημερομηνία καταχώρισης της καταχωρίστηκε αμέσως μετά που οι Εναγόμενες 6 - 9/Αιτήτριες είχαν ξεκινήσει διαδικασίες εκτέλεσης ενώπιον των Αγγλικών Δικαστηρίων σε σχέση με περιουσιακά στοιχεία (ακίνητη περιουσία στο Ηνωμένο Βασίλειο), η οποία αφορά το εμπίστευμα Jailau, ακόμα, και είναι σημαντικό αυτό, τη στιγμή που τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία είχαν ήδη  παγιοποιηθεί από τα Αγγλικά Δικαστήρια στα πλαίσια της εκτέλεσης της Αγγλικής Απόφασης του Αγγλικού High Court

 

Τώρα, σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, θα πρέπει να ειπωθεί ότι στην Ενδιάμεση Απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου (υπό διαφορετική σύνθεση) της κ. Τ. Παρασκευαϊδου Καρακάννα, Π.Ε.Δ. (ως ήταν τότε) ημερ. 01.09.2020 στην Αίτηση Παραμερισμού ημερ. 29.01.2019 (η πρώτη αίτηση παραμερισμού),  η αγωγή αναστάλθηκε λόγω του ότι (τότε) εκκρεμούσε ακόμη η δικαστική διαδικασία ενώπιον του Αγγλικού High Court που αφορούσε τα μέτρα εκτέλεσης κατά ακίνητης περιουσίας στο Λονδίνο που σχετίζονταν με το εμπίστευμα Jailau (και άλλων περιουσιακών στοιχείων που ανήκαν στον Maksat Arip). Η παρούσα αγωγή, όπως ανέφερα και πιο πάνω, είχε σκοπό να σταματήσει και να επηρεάσει τα εν λόγω μέτρα εκτέλεσης κατά της εν λόγω ακίνητης περιουσίας (Σχετ. μεταξύ άλλων το Παρακλητικό Θ και οι παρ. 22 και 39 της Ε/Δ της της Sholpan Arip, ημερομηνίας 27.08.2018).

 

Το Δικαστήριο, πριν αποφασίσει να αναστείλει την διαδικασία (ως άνω), ενώ εκκρεμούσε η Αγγλική διαδικασία, η οποία  πλέον έχει σήμερα ολοκληρωθεί, κατέληξε πρώτα στα εξής που είναι άμεσα σχετικά με την εξέταση της παρούσας αίτησης και αφορούν την έλλειψη δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου. Παραθέτω τα ακόλουθα σχετικά συμπεράσματα της ως άνω απόφασης:

 

-          H παρούσα αγωγή καταχωρίστηκε για να αποτραπεί η προώθηση στο Ηνωμένο Βασίλειο μέτρων εκτέλεσης από μέρους των Εναγόμενων 6 - 9, για ικανοποίηση της απόφασης του Αγγλικού Δικαστηρίου εναντίον του Maksat Arip.

-          Οι αιτούμενες  θεραπείες έχουν ως απώτερο σκοπό να περιορίσουν  την αποκλειστική δικαιοδοσία του Αγγλικού Δικαστηρίου, που την αντλεί με βάση τις πρόνοιες των παραγράφων (1) και (5) του άρθρου 24 του Κανονισμού 1215/2012. 

-          Η συμπερίληψη των Εναγόμενων 1 – 5 στην παρούσα Αγωγή ήταν άνευ λόγου και αιτίας. 

-          Δεν υπάρχει βάση αγωγής εναντίον της Εναγόμενης 1/Επιτρόπου του εμπιστεύματος  και αυτή δεν είναι αναγκαίος διάδικος.

-          Οι  πρόνοιες του άρθρου 12(Β) του Ν. 69(1)/1992  και των άρθρων 24 και 25 του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 1215/2012 δεν παρέχουν στα Κυπριακά Δικαστήρια αποκλειστική δικαιοδοσία να εκδικάσουν ζητήματα που αφορούν την εκτέλεση της Αγγλικής απόφασης

-          Το παρόν Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να αποστερήσει από τις Αιτήτριες το δικαίωμα να προσφύγουν σε Αγγλικό Δικαστήριο για σκοπούς εκτέλεσης της απόφασης που εκδόθηκε υπέρ τους ή να συνεχίσουν την προώθηση της διαδικασίας που έχουν ήδη καταχωρίσει. Αυτό θα ισοδυναμούσε με σφετερισμό της εξουσίας του Αγγλικού Δικαστηρίου να αποφασίσει το ίδιο κατά πόσο έχει ή όχι δικαιοδοσία να εκδικάσει την υπόθεση που ήδη εκκρεμεί ενώπιον του.

 

Στη βάση επομένως των πιο πάνω συμπερασμάτων και εκκρεμούσης, επαναλαμβάνω, της εκδίκασης της Αγγλικής διαδικασίας εκτέλεσης, το παρόν Δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει την διαδικασία μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία στο Αγγλικό Δικαστήριο και να αποφασισθεί από εκείνο μεταξύ άλλων κατά πόσο είχε δικαιοδοσία να εξετάσει τα ζητήματα  που τέθηκαν ενώπιον του (παραθέτω το σχετικό καταληκτικό συμπέρασμα):

 

«Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω και ιδιαίτερα τις πρόνοιες του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 1215/2012 και τη σχετική νομολογία,  σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η δικαστική διαδικασία που εκκρεμεί ενώπιο του Αγγλικού Δικαστηρίου και αφορά το επίδικο εμπίστευμα δεν έχει ολοκληρωθεί,  κρίνω σκόπιμο όπως η υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό αγωγή ανασταλεί μέχρι τότε, ήτοι μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία στο High Court και αποφασισθεί από το Δικαστήριο, μεταξύ άλλων  κατά πόσο έχει δικαιοδοσία να εξετάσει τα ζητήματα  που τέθηκαν ενώπιο  του.

 

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μου δεν κρίνω σκόπιμο να εξετάσω οποιαδήποτε άλλα θέματα που ηγέρθηκαν από τα δύο μέρη στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας».

 

Ως αποτέλεσμα της απόφασης του να αναστείλει την παρούσα αγωγή, εκκρεμούσης της Αγγλικής διαδικασίας εκτέλεσης, το Δικαστήριο με την ίδια  Ενδιάμεση Απόφαση του ημερ. 01.09.2020 έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαίο να αποφασίσει τα υπόλοιπα ζητήματα που είχαν εγερθεί με εκείνη την Αίτηση Παραμερισμού.

 

Οι Αιτήτριες διά των συνηγόρων τους εισηγούνται ότι οι μετέπειτα εξελίξεις στην αγγλική διαδικασία σε σχέση με την ακίνητη περιουσία στην Αγγλία, από μόνες τους, δικαιολογούν την διακοπή της παρούσας αγωγής. Προς επίρρωση της θέσης τους αυτής επικαλούνται τα ακόλουθα αναμφισβήτητα γεγονότα:

 

(α) Σε συνέχεια της ακροαματικής διαδικασίας που διεξήχθη τον Ιούλιο του 2021, στις 21.12.2021, το αγγλικό δικαστήριο, κρίνοντας ότι είχε αρμοδιότητα για τις επιζητούμενες θεραπείες, εξέδωσε την απόφαση του στις συνεκδικαζόμενες αγγλικές διαδικασίες Claim No. CL-2013-000683 και Claim No. CL-2019-000494 (στη συνέχεια «η Απόφαση») η οποία περιλαμβάνει διαπιστώσεις αναφορικά με τα τέσσερα ακίνητα (διαμερίσματα) στο Λονδίνο που καλούνται ως «Burlington Properties», τα οποία ήταν εγγεγραμμένα στις Εναγόμενες 2 - 5 και τα οποία σχετίζονται άμεσα με την παρούσα αγωγή.  Επί της ουσίας το αγγλικό δικαστήριο αποφάνθηκε (κάτω από διαζευκτικές βάσεις) αναφορικά με το δικαίωμα των Αιτητριών στην παρούσα, να προχωρήσουν με εκτέλεση  κατά των υπό αναφορά ακινήτων (τα λεγόμενα «Burlington Properties») για σκοπούς ικανοποίησης της αγγλικής απόφασης του 2017 εναντίον του Maksat Arip.

 

(β) Στη συνέχεια, στις 11.04.2022 το αγγλικό δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα (Order) (στη συνέχεια «το Διάταγμα»), μέσω του οποίου αναγνωρίσθηκε ότι τα Burlington Properties ανήκουν στις Αιτήτριες/Εναγόμενες 6-9 στην παρούσα και διατάχθηκε η πώληση τους προς όφελος των Αιτητριών.

 

Σχετική επιστολή/γνωμάτευση των Άγγλων δικηγόρων των Αιτητριών η οποία εξηγεί την εξέλιξη και το αποτέλεσμα της αγγλικής διαδικασίας εκτέλεσης επισυνάφθηκε ως Τεκμ. 3 στην Ε/Δ Αρμεύτη . Επιπρόσθετα επισυνάφθηκαν τα ακόλουθα έγγραφα σε σχέση με την Απόφαση και το Διάταγμα που εξέδωσε το αγγλικό δικαστήριο:

 

                    v.        Πιστοποιημένο αντίγραφο (true copy) της Απόφασης 21.12.2021  ως Τεκμ. 4.

                   vi.        Πιστοποιημένο αντίγραφο (true copy)  του Διατάγματος ημερ. 11.04.2022 ως Τεκμ. 5.

                  vii.        Ως Τεκμ. 6 και 7 αντίστοιχα πιστοποιητικά για κάθε μια από τις Αποφάσεις (Τεκμ. 4-5), τα οποία εκδόθηκαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 54 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 και του Παραρτήματος V του εν λόγω Κανονισμού.

                 viii.        Ως Τεκμ. 8 και 9 αντίστοιχα πιστοποιητικά για κάθε μια από τις Αποφάσεις (Τεκμ. 4-5), τα οποία εκδόθηκαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 53 του Κανονισμού (ΕΚ) 1215/2012 και του Παραρτήματος I του εν λόγω Κανονισμού.

Είναι η θέση των Αιτητριών η οποία με βρίσκει σύμφωνο, όπως θα εξηγήσω και στη συνέχεια, ότι από μόνη της η έκδοση της Απόφασης 21.12.2021 και του σχετικού Διατάγματος ημερ. 11.04.2022 (τα οποία αναγνωρίζονται στην Κύπρο ως να ήταν κυπριακές αποφάσεις), δικαιολογεί απόλυτα την απόρριψη της παρούσας αγωγής χωρίς να χρειάζεται η εξέταση των υπολοίπων λόγων που προωθούνται με την παρούσα Αίτηση.

 

Και τούτο έχοντας υπόψη και τα ακόλουθα:

 

Πρώτον, ότι η παρούσα αγωγή είχε ανασταλεί λόγω του ότι (τότε) εκκρεμούσε η αγγλική διαδικασία που σήμερα όμως ολοκληρώθηκε μετά που το δικαστήριο έκρινε ότι ήταν αρμόδιο να επιδικάσει και αποδώσει τις θεραπείες που ζητήθηκαν σε σχέση με την περιουσία που αφορούσε το εμπίστευμα, το παρόν Δικαστήριο θα πρέπει να «κηρύξει εαυτό αναρμόδιο» σύμφωνα με το άρθρο 29(3) του Κανονισμού 1215/2012 (Άρθρο 29.3: «Εφόσον διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου, κάθε άλλο δικαστήριο κηρύσσει εαυτό αναρμόδιο υπέρ εκείνου»).

 

Δεύτερον, η έκδοση της Απόφασης της 21.12.2021 και του σχετικού Διατάγματος ημερ. 11.04.2022 επιλύουν τελικώς όλα τα σχετικά ζητήματα που αφορούν την δυνατότητα εκτέλεσης κατά των επίδικων ακινήτων (καλούμενα ως «Burlington Properties») και καθιστούν την ύπαρξη της παρούσας αγωγής άνευ αντικειμένου.

 

Τρίτον, η προώθηση της παρούσας από τους Ενάγοντες υπό τις περιστάσεις αποτελεί ξεκάθαρη κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας και ταυτόχρονα προσκρούει στον Κανονισμό 1215/2012 λόγω της δεσμευτικότητας της Απόφασης.

 

Θα εξηγήσω όμως και σε άλλο σημείο της απόφασης μου  με περισσότερη λεπτομέρεια τις επιπτώσεις από την έκδοση της Απόφασης ημερ. 21.12.2021 και του σχετικού Διατάγματος ημερ. 11.04.2022. 

 

Όταν έγινε δήλωση  από πλευράς των Εναγόντων ενώπιον του Δικαστηρίου ότι θα επιμένουν στην προώθηση της παρούσας Αγωγής, (Σχετ. το  ηλεκτρονικό μήνυμα των δικηγόρων τους ημερ. 24.04.2023 και μετέπειτα πρακτικά του Δικαστηρίου) παρά την έκδοση της Απόφασης ημερ. 21.12.2021  από το αγγλικό δικαστήριο, οι Αιτήτριες επανήλθαν με την παρούσα αίτηση επιδιώκοντας τον παραμερισμό και/ή απόρριψη της αγωγής με την αίτηση τους να καταχωρείται στις 06.06.2023.

 

 Τα ακόλουθα γεγονότα συνιστούν το υπόβαθρο της αίτησης όπως θα εξεταστούν στη συνέχεια της απόφασης:

 

-          Η θέση που προβλήθηκε κατά την λήψη της άδειας για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας ότι κατ’ ισχυρισμό η παρούσα υπόθεση εμπίπτει στην «αποκλειστική δικαιοδοσία» των Κυπριακών Δικαστηρίων ήταν τελείως λανθασμένη και παραπλανητική.

-          Το παρόν Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να εκδικάσει την παρούσα υπόθεση σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό 1215/2012 και διαζευκτικά με βάση το κυπριακό δίκαιο. Ως προς το δεύτερο ζήτημα επισημαίνω ότι η οποιαδήποτε ρήτρα δικαιοδοσίας στο έγγραφο του εμπιστεύματος δεν μπορεί να δεσμεύσει τους Αιτητές ως τρίτους/ εξ αποφάσεως πιστωτές του Maksat Arip.

-          Δεν προκύπτει οποιαδήποτε βάση αγωγής εναντίον οποιουδήποτε εκ των εναγόμενων. Η όλη διαδικασία εγείρεται καταχρηστικά για να επηρεαστεί η εκτέλεση της αγγλικής απόφασης για απάτη που εκδόθηκε εναντίον του Maksat Arip. Η καταχώριση της παρούσας αγωγής είχε ως μοναδικό σκοπό τον τερματισμό των μέτρων εκτέλεσης που είχαν ξεκινήσει στην Αγγλία με δικαιολογία την ισχυριζόμενη «αποκλειστική δικαιοδοσία» των κυπριακών δικαστηρίων που δεν υφίσταται. Καμία άλλη βάση αγωγής δεν προβάλλεται, ούτε και μπορεί να προβάλλεται υπό τις περιστάσεις, κατά οποιουδήποτε εναγόμενου.

-          Το αντικείμενο της αγωγής εμπίπτει στην αποκλειστική δικαιοδοσία άλλου κράτους σύμφωνα με τα άρθρα 24(1) και 24(5) του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 1215/2012.

-          Επιζητούνται αντι-αγωγικά διατάγματα κατά παράβαση του Κανονισμού 1215/2012

-          Δεν μπορούν να εκδοθούν τα επιζητούμενα διατάγματα καθότι αυτά θα πρόσκρουαν σε δεσμευτικές αποφάσεις που έχουν ήδη εκδοθεί.

-          Δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που θέτει η νομολογία για την έκδοση δηλωτικής απόφασης ειδικά έχοντας υπόψη τους λόγους που ζητούνται τέτοια διατάγματα στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας. 

-          η αγωγή είναι αβάσιμη και/η αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας  του δικαστηρίου

-          Τα παρακλητικά Α – Θ και ΙΒ προωθούνται για αλλότριους σκοπούς και/ή έχουν σκοπό να επηρεάσουν μέτρα εκτέλεσης που προωθήθηκαν ή που τυχόν θα προωθηθούν στο μέλλον για εκτέλεση της Απόφασης εναντίον του πατέρα των εναγόντων και/ή εναντίον περιουσιακών στοιχείων που του ανήκουν 

-          Η παρούσα αγωγή δεν είναι το κατάλληλο διάβημα για την προβολή των θέσεων των εναγόντων. Οι θέσεις των εναγόντων ως προς την εγκυρότητα του εμπιστεύματος και/ή τη μεταφορά περιουσιακών στοιχείων σε εταιρείες που σχετίζονται με το εμπίστευμα προβλήθηκαν μέσω των εναγόμενων 1 - 5 ως λόγοι ένστασης/ υπεράσπισης στα πλαίσια διαδικασιών εναντίον των περιουσιακών στοιχείων που σχετίζονται με αυτό στην Αγγλία και/ή μπορούν να προωθηθούν ανάλογα σε μελλοντικές διαδικασίες ενώπιον των Δικαστηρίων που θα έχουν δικαιοδοσία να επιληφθούν και/ή να αποφασίσουν για τέτοια μέτρα εκτέλεσης.

-          η αγωγή έχει καταστεί άνευ αντικειμένου ενόψει της Απόφασης του αγγλικού δικαστηρίου ημερ. 21.12.2021 και του Διατάγματος ημερ. 11.04.2022 τα οποία έχουν επιλύσει τελεσίδικα όλα τα ζητήματα που αφορούν την εκτέλεση κατά των υπό αναφορά ακινήτων στο Λονδίνο και ειδικότερα του  γεγονότος ότι έχει αποφασισθεί ότι οι Αιτήτριες μπορούν να εκτελέσουν την Απόφαση εναντίον του Maksat Arip με την πώληση τους. Σημειώνεται ότι ενώ οι εναγόμενοι 1-5 (ως Επίτροπος και  εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες του εμπιστεύματος) έλαβαν μέρος στην διαδικασία για τα μέτρα εκτέλεσης, ο εξ αποφάσεως οφειλέτης της αρχικής Απόφασης (κ. Maksat Arip) και η Sholpan Arip, γονείς των εναγόντων δεν συμμετείχαν απευθείας στην διαδικασία παρά το ότι τους είχε επιδοθεί και έλαβαν γνώση. Ούτε οι Ενάγοντες έλαβαν μέρος απευθείας με οποιοδήποτε τρόπο. Κανένα από αυτά τα μέρη δεν αμφισβήτησε την δικαιοδοσία του αγγλικού δικαστηρίου να επιλαμβάνεται τα μέτρα εκτέλεσης (Σχετ. στη σελ. 2 της Επιστολής – Γνωμάτευσης των Άγγλων δικηγόρων των Αιτητριών η οποία είναι το Τεκμ. 3 στην Ε/Δ Αρμεύτη.

-          Η Αγγλική Απόφαση ημερ. 21.12.2021 και το Διάταγμα ημερ. 11.04.2022 είναι απόλυτα δεσμευτικά, έχουν προσκομιστεί τα προβλεπόμενα πιστοποιητικά με βάση τους Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς, χωρίς να έχει αμφισβητηθεί η αναγνώριση τους.

-          Οι θεραπείες που επιζητούνται με την Αγωγή επεμβαίνουν στη δικαιοδοσία άλλων κρατών μελών και σε αποφάσεις, διατάγματα και διαδικασίες που βρίσκονται σε ισχύ (ή τυχόν να εγερθούν στο μέλλον) στην Αγγλία ή σε άλλες δικαιοδοσίες και στην ελευθερία των Εναγόμενων 6 - 9  να λαμβάνουν μέτρα σε εκείνες τις διαδικασίες και για παράδειγμα:

                      i.        Η απόδοση των αιτούμενων με την Αγωγή θεραπειών  προσκρούει στο σύστημα που προβλέπει ο Καν. 1215/2012 (και ο Καν. 44/2001) καθότι με αυτές επιδιώκεται η παράκαμψη των διαδικασιών εκτέλεσης που ήδη έχουν ολοκληρωθεί στην Αγγλία και οι οποίες περιγράφονται στην Παρ. 39 της Ε/Δ της Sholpan Arip ημερομηνίας 27.08.2018 (ως αυτές έχουν τροποποιηθεί και συνενωθεί με άλλα μέτρα εκτέλεσης). Θα πρέπει δε να ειπωθεί ότι η Απόφαση του αγγλικού Δικαστηρίου είναι άμεσα εκτελεστή και θεωρείται δεσμευτική για σκοπούς της Κυπριακής έννομης τάξης.

                    ii.        Οι θεραπείες που επιζητούνται με την αγωγή επιδιώκουν τον επηρεασμό και τον περιορισμό της συμπεριφοράς των εναγόμενων 6-9 σε σχέση με διαδικασίες εκτέλεσης που είτε έχουν ολοκληρωθεί ή σε οποιεσδήποτε μελλοντικές διαδικασίες εκτέλεσης ήθελε εγερθούν αναφορικά με περιουσιακά στοιχεία που σχετίζονται με  το υπό αναφορά εμπίστευμα, χωρίς να υπάρχει εξουσία για απόδοση τέτοιων θεραπειών βάσει του Ευρωπαϊκού αλλά και του Κυπριακού Δικαίου.

 

Για σκοπούς συμπλήρωσης του διαδικαστικού ιστορικού στη υπόθεσης, σύμφωνα με όσα τέθηκαν ενώπιον μου και τον φάκελο της υπόθεσης, η παρούσα Αγωγή  καταχωρίστηκε στις 27.08.2018 (δηλ. μετά την έναρξη των πιο πάνω Αγγλικών διαδικασιών εκτέλεσης) και μετέπειτα την ίδια ημέρα οι Ενάγοντες αιτήθηκαν προσωρινά διατάγματα τα οποία εκδόθηκαν μονομερώς στις 12.09.2018 (στο εξής «τα Προσωρινά Διατάγματα»). Με τα Απαγορευτικά Διατάγματα που εξέδωσε το Δικαστήριο, μεταξύ άλλων (i) εμποδιζόταν η λήψη μέτρων εκτέλεσης των προαναφερόμενων Αγγλικών Αποφάσεων εκτός Κύπρου σε σχέση με το Εμπίστευμα, (ii) απαγορευόταν η συνέχιση  και/ή η προώθηση νομικών διαδικασιών και/ή θεραπειών που σχετίζονται με τα περιουσιακά στοιχεία που σχετίζονται με το Εμπίστευμα  και (iii) απαγορευόταν η προβολή οποιουδήποτε ισχυρισμού αφορά το επίδικο Εμπίστευμα σε οποιαδήποτε Δικαστήρια εκτός από τα Κυπριακά. Τα Προσωρινά Διατάγματα στην συνέχεια ακυρώθηκαν. Η Απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου ημερ 21.11.2018 (με διαφορετική σύνθεση ήτοι της κ. Λ. Δημητριάδου – Ανδρέου, Π.Ε.Δ. (ως ήταν τότε) βασίστηκε κυρίως στην παραβίαση του καθήκοντος των εναγόντων κατά την έκδοση των Προσωρινών Διαταγμάτων για πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη όλων των γεγονότων και πιθανών υπερασπίσεων και/ή ενστάσεων που ήταν εύλογα αναμενόμενο να εγερθούν από την πλευρά των εναγομένων 6 – 9 & 12 για το ζήτημα της ισχυριζόμενης (αποκλειστικής) δικαιοδοσίας των κυπριακών δικαστηρίων στην παρούσα υπόθεση.

 

Το εκδικάσαν την αίτηση για προσωρινά διατάγματα Δικαστήριο (ως άνω) στη σελ. 25 της απόφασής ημερ. 21.11.2018 ανέφερε μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:

 

«Όπως προκύπτει, οι Ενάγοντες στο πλαίσιο της Ένορκης Δήλωσης της Sholpan Arip ουδεμία αναφορά έκαναν στο Άρθρο 25(3) και Άρθρο 25(4) του ΕΚ Κανονισμού 1215/2012, παραλείποντας με αυτό τον τρόπο να παραθέσουν ολοκληρωμένα τη νομική πτυχή του ζητήματος της «αποκλειστικής δικαιοδοσίας» των Κυπριακών Δικαστηρίων που ήταν και η βάση δικαιολόγησης για την έκδοση των απαγορευτικών διαταγμάτων».

 

Η κ. Δημητριάδου, στην ως άνω απόφασή της, συμφώνησε  δηλαδή με τη θέση των  Καθ’ ων η αίτηση σε εκείνη την αίτηση ότι οι ενάγοντες μέσω της Sholpan Arip έδωσαν μια μονόπλευρη εικόνα και κατ’ επιλογή παράθεση γεγονότων παρόλο που γνώριζαν τις ενστάσεις των εναγόμενων 6 - 9 στο ζήτημα της δικαιοδοσίας από την προηγούμενη διαδικασία στα πλαίσια της Εναρκτήριας Κλήσης 5/2018 σε σχέση με ένα άλλο Εμπίστευμα στο οποίο αναφέρεται η Sholpan Arip ως ένας από τους δικαιούχους. 

 

Ανατρέχοντας στις αποφάσεις του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας ημερ. 24.10.2018  υπό του κ. Μιχ. Παπαμιχαήλ, Π.Ε.Δ. και ημερ. 12.05.2021 υπό της κ. Τ. Παρασκευαϊδου – Καρακάννα, Π.Ε.Δ. (ως ήταν τότε) στα πλαίσια της Εναρκτήριας Κλήσης 5/2018 ARIP SHOLPAN ν. A.J.K TRUSTEE SERVICES LTD κ.α που αφορούσε άλλο εμπίστευμα σχετικό με την οικογένεια του Maksat Arip προκύπτουν τα ακόλουθα σημαντικά:

 

(α) Η Εναρκτήρια Κλήση 5/2018 καταχωρίστηκε από την μητέρα και εκπρόσωπο των Εναγόντων στην παρούσα (δηλ. την Sholpan Arip). Αφορούσε άλλο κυπριακό Εμπίστευμα (που και πάλι σχετίζεται με ακίνητη περιουσία στην Αγγλία) σε σχέση με το οποίο η Sholpan Arip (ως ονομαστική δικαιούχος στο Εμπίστευμα «Wycombe Settlement») και σε εκείνη την υπόθεση κατάφερε να λάβει μονομερώς προσωρινά διατάγματα που απαγόρευαν μεταξύ άλλων την λήψη (από τους Εναγόμενους 6-9 στην παρούσα) μέτρων εκτέλεσης εναντίον περιουσιακών στοιχείων στο Ηνωμένο Βασίλειο που σχετίζονταν με το εν λόγω Εμπίστευμα. Μετά από Αίτηση των εδώ Εναγομενων 6 – 9/ Αιτητριών, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας με απόφαση του ημερομηνίας 24.10.2018 ακύρωσε στην ολότητα τους τα απαγορευτικά διατάγματα προβαίνοντας ταυτόχρονα σε διαπιστώσεις για την έλλειψη δικαιοδοσίας του και την ύπαρξη αποκλειστικής δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του Ηνωμένου Βασίλειου. 

 

(β) Στη συνέχεια με την απόφαση του ημερ. 12.05.2021 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας (υπό άλλη σύνθεση ως πιο πάνω) αποδέχθηκε την Αίτηση παραμερισμού που προώθησαν οι Αιτήτριες (που ήταν οι ίδιοι με τις Εναγόμενες 6 - 9 στην παρούσα) η οποία στηρίχθηκε σε λόγους που προβάλλονται και στην παρούσα κρίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι:

 

-          η διαδικασία καταχωρίστηκε για να αποτραπεί η προώθηση στο Ηνωμένο Βασίλειο μέτρων εκτέλεσης από μέρους των εναγόμενων/αιτητών, για ικανοποίηση της απόφασης του αγγλικού δικαστηρίου εναντίον  του Maksat Arip.

-          Οι αιτούμενες  θεραπείες είχαν σκοπό να περιορίσουν  την αποκλειστική δικαιοδοσία των δικαστηρίων άλλων κρατών, ενέργεια που αντίκειται στις πρόνοιες των παραγράφων (1) και (5) του άρθρου 24 του Κανονισμού 1215/2012.

-          Το ότι η Εναγόμενη 1 είχε  την έδρα της στην Κύπρο ουδόλως επηρεάζει το θέμα δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, δηλαδή δεν έδιδε στα Κυπριακά Δικαστήρια αποκλειστική δικαιοδοσία καθότι με βάση τις ρητές πρόνοιες του άρθρου 24 του Καν. 1215/2012, δεν λαμβάνεται υπόψη η κατοικία των διαδίκων.

-          Με βάση το άρθρο 25 του Καν. 1215/2012 το δικαστήριο έχει αποκλειστική δικαιοδοσία στην περίπτωση ενός εμπιστεύματος μόνο  σε σχέση με αγωγές κατά του ιδρυτή, του trustee ή του δικαιούχου ενός εμπιστεύματος ή αν πρόκειται για σχέσεις μεταξύ των προσώπων αυτών ή για δικαιώματα ή υποχρεώσεις τους που πηγάζουν από το trust. Οι διαφορές που προέκυψαν μεταξύ των μερών δεν αφορούσαν τον ιδρυτή, τον trustee ή το δικαιούχο του  εμπιστεύματος ή τις σχέσεις μεταξύ των προσώπων αυτών ή τα δικαιώματα και/ή τις υποχρεώσεις τους που πηγάζουν από το trust.  

-          Η επίτροπος του εμπιστεύματος, εναγόμενη 1, ενάχθηκε καταχρηστικά χωρίς να υφίσταται βάση αγωγής εναντίον της και δεν ήταν αναγκαίος διάδικος.

-          Εφόσον δεν υπήρχε οποιαδήποτε αξίωση εναντίον του ιδρυτή ή του trustee ή του δικαιούχου του Εμπιστεύματος και η Εναρκτήρια Κλήση δεν αφορούσε τις εσωτερικές σχέσεις του trust, τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν έχουν αποκλειστική δικαιοδοσία.

-          Δεν είχε εξουσία να αποστερήσει από τους Αιτητές το δικαίωμα να προσφύγουν σε Αγγλικό Δικαστήριο για σκοπούς εκτέλεσης της απόφασης που εκδόθηκε υπέρ τους ή να συνεχίσουν την προώθηση της διαδικασίας που έχουν ήδη καταχωρίσει.

 

Τα πιο πάνω συμπεράσματα του Δικαστηρίου στα πλαίσια της Εναρκτήριας Κλήσης 5/2018  είναι καθοδηγητικά και υιοθετούνται πλήρως για σκοπούς και της παρούσας απόφασης, η οποία στηρίζεται στα ίδια περιστατικά με την διαφορά ότι αφορούσαν άλλο (σχετικό όμως κατά τους Αιτητές) εμπίστευμα. Σημειώνεται ότι η Απόφαση ημερ. 12.05.2021 εκδόθηκε πριν της έκδοση Απόφασης από το αγγλικό δικαστήριο αναφορικά με τα μέτρα εκτέλεσης γεγονός που και κατά την αντίληψη μου ενισχύει την ανάγκη παραμερισμού και της παρούσας  αγωγής. 

 

ΛΟΓΟΙ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΕΛΛΕΙΨΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ:

 

Είναι η  εισήγηση των Αιτητριών ότι υπάρχει έλλειψη δικαιοδοσίας του παρόντος δικαστηρίου και παράλληλα ότι αποκλειστική δικαιοδοσία για το αντικείμενο της παρούσας αγωγής έχουν τα δικαστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου σύμφωνα με τον Καν. 1215/2012. Επίσης ότι με την συνέχιση της διαδικασίας τίθεται υπό αμφισβήτηση από την μια η αποκλειστική δικαιοδοσία άλλων δικαστηρίων και από την άλλη αμφισβητούνται οι δεσμευτικές Αποφάσεις των αγγλικών δικαστηρίων εναντίον τόσο του Maksat Arip όσο και κατά των περιουσιακών στοιχείων που αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας για σκοπούς εκτέλεσης.   

 

Σύμφωνα με το άρθρο 67 της «Συμφωνίας για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας» (ΕΕ L 29 της 31.1.2020, σ. 7 έως 187) η οποία τέθηκε σε ισχύ την 01.02.2020 σύμφωνα με το άρθρο 185 παράγραφος 1 αυτής (βλ. Ανακοίνωση  ΕΕ L 29 της 31.1.2020, σ. 189 έως 189), η οποία έχει άμεση ισχύ για σκοπούς της κυπριακής έννομης τάξης, ο Καν. 1215/2012 συνεχίζει να εφαρμόζεται στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και στα κράτη μέλη σε περιπτώσεις στις οποίες εμπλέκεται το Ηνωμένο Βασίλειο, σε σχέση με αγωγές που ασκήθηκαν πριν από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου. Η μεταβατική περίοδος σύμφωνα με το άρθρο 126 λήγει την 31η  Δεκεμβρίου 2020. Η αγωγή αυτή είχε καταχωριστεί πριν την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου οπότε ο σχετικός Κανονισμός έχει εφαρμογή σε κάθε περίπτωση. 

 

Ανεξάρτητα από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον Κανονισμό 1215/2012, το Δικαστήριο έχει εξουσία να εξετάζει θέματα δικαιοδοσίας σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας (Theofanous v. Georqhiou (1969) 1 C.L.R. 203). Ταυτόχρονα, βάσει  του Άρθρου 27 του Κανονισμού 1215/2012 (αλλά και του Άρθρο 25 του Καν. 44/2001), το Δικαστήριο επιφορτίζεται με καθήκον να διαπιστώσει ακόμη και αυτεπάγγελτα την τυχόν έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του σε υποθέσεις όπως η παρούσα όπου εγείρεται θέμα εφαρμογής του Άρθρου 24 (και αντίστοιχα του Άρθρου 22 σε σχέση με τον Καν. 44/2001). Σε αυτά όμως θα επανέλθω.

 

ΤΟ ΑΡΘΡΟ 12Β ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΡΟΣΔΩΣΕΙ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΣΤΑ ΚΥΠΡΙΑΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΓΩΓΗ ΟΥΤΕ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΔΕΣΜΕΥΣΕΙ ΤΟΥΣ ΑΙΤΗΤΕΣ:

 

Ήταν η βασική θέση των Εναγόντων/Καθ’ ων η αίτηση κατά την λήψη της άδειας για επίδοση της παρούσας αγωγής εκτός δικαιοδοσίας ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια έχουν αποκλειστική δικαιοδοσία για οποιοδήποτε ζήτημα αφορά το κυπριακό εμπίστευμα και εναντίον οποιουδήποτε. Αυτή όμως η θέση διαπιστώθηκε ότι ήταν λανθασμένη και παραπλανητική όπως κρίθηκε από το δικαστήριο με την Ενδιάμεση Απόφαση του ημερ. 21.11.2018  υπό της κ. Λ. Δημητριάδου – Ανδρέου, Π.Ε.Δ. (ως ήταν τότε) όταν ακύρωσε τα προσωρινά διατάγματα. Στους Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς 44/2001 και 1215/2012 προβλέπονται ρητά οι περιπτώσεις που δικαστήρια κρατών μελών έχουν αποκλειστική δικαιοδοσία και η παρούσα περίπτωση δεν περιλαμβάνεται σε αυτές. 

 

Επίσης, όπως θα επεξηγηθεί και στη συνέχεια, στην παρούσα υπόθεση δεν μπορεί να προσδώσει δικαιοδοσία το άρθρο 25 του Καν. 1215/2012. Θεωρώ χρήσιμο προς αιτιολόγηση της αντίληψης μου γι’ αυτό να παραπέμψω στην υποστηρικτική ένορκη δήλωση της Sholpan Arip ημερ. 27.08.2018 και ειδικότερα στα σημεία που αφορούσαν τους ισχυρισμούς των εναγόντων περί «αποκλειστικής δικαιοδοσίας των κυπριακών δικαστηρίων» για τα ζητήματα που εγείρονται με την αγωγή. Αυτά αποτέλεσαν τη δικαιολογία για την προώθηση της αγωγής, της αίτησης που οδήγησε στα Απαγορευτικά Διατάγματα (τα οποία αργότερα ακυρώθηκαν) και της άδειας για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας (Σχετ. η παρ.13.2 της Ε/Δ Γεωργίου. Είναι αναγκαία η εξέταση των εν λόγω ισχυρισμών με προσοχή καθ' ότι κάτι τέτοιο θα οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι Ενάγοντες  κατά το στάδιο της έκδοσης (μονομερώς) του Διατάγματος ημερ. 14.9.2018 για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας είχαν παραπλανήσει το Δικαστήριο ισχυριζόμενοι ότι τα κυπριακά δικαστήρια έχουν «αποκλειστική δικαιοδοσία» μόνο και μόνο επειδή η Συμφωνία που σχετίζεται με το Εμπίστευμα (Deed of Settlement ημερ. 03.04.2014, που είναι το Τεκμ. 1 στην Ε/Δ της Sholpan Arip  ημερ. 27.8.2018) διέπεται από το Κυπριακό Δίκαιο και ως αποτέλεσμα σύμφωνα με τον Νόμο 69(I)/1992 (βλ. μεταξύ άλλων τις παρ. 21.2, 42, 43.5, 45 και 48 της Ε/Δ της Sholpan Arip  ημερ. 27.08.2018).

 

Ακόμα, στην παρ. 13.2 της Ε/Δ Γεωργίου, προβλήθηκε ο επιπρόσθετος ισχυρισμός ότι η ίδια η συμφωνία του εμπιστεύματος, ως είχε τροποποιηθεί, προέβλεπε ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια θα έχουν δικαιοδοσία να εκδικάσουν τα ζητήματα που αφορούν το εμπίστευμα.

 

Όμως, παρατηρώ ότι οι Ενάγοντες δεν υπέδειξαν στο Δικαστήριο, ως όφειλαν, το γεγονός ότι το άρθρο 12Β του περί Διεθνών Εμπιστευμάτων Νόμου (Ν.69(1)/1992), που διέπει τη δικαιοδοσία και στο οποίο προφανέστατα είχαν στηριχθεί, αναφέρει ρητά ότι η ύπαρξη δικαιοδοσίας των κυπριακών δικαστηρίων σε σχέση με Διεθνή Εμπιστεύματα, στις περιπτώσεις όπου υφίστανται τα στοιχεία που αναφέρονται από το Α - Ζ, θα είναι χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του Καν. 44/2001 (τον οποίο αντικατέστησε ο Καν.1215/2012). Δηλαδή, το Άρθρο 12Β του Ν. 69(1)/1992 θα πρέπει να διαβάζεται έχοντας υπόψη τις πρόνοιες του Καν. 1215/2012 ο οποίος από τις 10.01.2015 έχει αντικαταστήσει τον Καν. 44/2001 σε σχέση με διαδικασίες που εκκινούν από εκείνη την ημερομηνία (βλ.  και άρθρο 66 του Καν. 1215/2012).

 

Επίσης, οι Καν. 1215/2012 και 44/2001 προβλέπουν ειδικά για τα όρια εφαρμογής ρήτρας δικαιοδοσίας σε σχέση με «εμπίστευμα» σε εσωτερικές διαφορές (βλ. άρθρα 25 και 23 αντίστοιχα), όπως επίσης και για την υπεροχή των δικαιοδοτικών βάσεων (βλ. άρθρα 24 και 22 αντίστοιχα). Επιπλέον, δεν προβλέπουν ότι σε σχέση με διαφορές που τυχόν να σχετίζονται με ένα εμπίστευμα (γενικά) θα έχει αποκλειστική δικαιοδοσία κάποιο συγκεκριμένο κράτος (όπως στην προκείμενη περίπτωση η Κύπρος).

 

Κρίνω, συμφωνώντας με τους ευπαίδευτους συνηγόρους των Αιτητριών, ότι η θέση που προέβαλαν οι Ενάγοντες μέσω της Sholpan Arip είναι απόλυτα λανθασμένη για τους πιο κάτω ουσιαστικούς λόγους:

 

                     I.        Το άρθρο 12Β του Ν.69(1)/1992 αναφέρει ρητά ότι εφαρμόζεται χωρίς επηρεασμό του Καν. 44/2001 (τον οποίο αντικατέστησε ο Καν. 1215/2012).

                    II.        Στην παρούσα υπόθεση εφαρμόζεται ο Καν. 1215/2012, ο οποίος, όντας Ευρωπαϊκός Κανονισμός, υπερισχύει οποιουδήποτε εγχώριου Νόμου.

                  III.        Οι Αιτήτριες/Εναγόμενες 6 - 9 και 12 ως εξ αποφάσεως πιστωτές στη βάση απόφασης για απάτη δεν σχετίζονται με οποιοδήποτε τρόπο με το έγγραφο του εμπιστεύματος αλλά ούτε και δεσμεύονται από αυτό. Συνεπώς, σε σχέση με αυτούς δεν  θα μπορούσε να προσδώσει με κανέναν τρόπο δικαιοδοσία το άρθρο 12Β του Ν.69(1)/1992 (αποκλειστική ή μη-αποκλειστική).

                  IV.        Περαιτέρω, η παρούσα υπόθεση δεν εμπίπτει καν στις περιπτώσεις για τις οποίες το άρθρο 12Β προνοεί για αποκλειστική δικαιοδοσία.

 

Οι Αιτήτριες/ Εναγόμενες 6-9 δεν παύουν από του να είναι οι εξ' αποφάσεως πιστωτές του πατέρα των εναγόντων και συζύγου της Sholpan Arip (που είναι η ενόρκως δηλούσα στην υποστηρικτική Ε/Δ  ημερ. 27.08.2028 και μητέρα/εκπρόσωπος τους) σε υπόθεση δόλου και απάτης που εκδικάστηκε από το αγγλικό δικαστήριο και η οποία έχει τελεσιδικήσει. Δηλαδή δεν είναι εκ των μερών του Εμπιστεύματος ούτε είναι Επίτροποι αυτού.

 

Το άρθρο 12Β του Ν.69(1)/1992 προβλέπει τα εξής αναφορικά με την δικαιοδοσία σε σχέση με διεθνή εμπιστεύματα:

 

«Δικαιοδοσία- 12B. Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2000 για τη διεθνή δικαιοδοσία,   την   αναγνώριση   και   την   εκτέλεση   αποφάσεων   σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις,   το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία στην περίπτωση που:

(α) το εφαρμοστέο δίκαιο εμπιστεύματος ή συγκεκριμένης πτυχής του εμπιστεύματος είναι το δίκαιο της Δημοκρατίας-

(β)   ο   επίτροπος  οποιουδήποτε   εμπιστεύματος  είναι   κάτοικος   της Δημοκρατίας·

(γ)  εταιρεία   ενεργεί  ως  επίτροπος  εταιρεία   παροχής   διοικητικών υπηρεσιών, εφόσον αυτή έχει συσταθεί στη Δημοκρατία·

(δ) οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο  του εμπιστεύματος βρίσκεται

στην Δημοκρατία-

(ε)    η    διοίκηση    οποιουδήποτε    εμπιστεύματος    διεξάγεται    στην Δημοκρατία·

(στ) τα μέρη αποδέχονται τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου·

(ζ)     το     έγγραφο     που     δημιουργεί     ή     που     τεκμηριώνει     το εμπίστευμα   περιέχει πρόβλεψη για παραπομπή των διαφορών στη δικαιοδοσία των Δικαστηρίων της Δημοκρατίας:

Νοείται ότι  τέτοια  δικαιοδοσία  είναι  αποκλειστική, εκτός  εάν στο έγγραφο που δημιουργεί ή που τεκμηριώνει το εμπίστευμα προβλέπεται διαφορετικά.»

 

Έτσι, σύμφωνα με τον Καν. 1215/2012,  το Άρθρο 12Β ακόμη και αν ιδωθεί απομονωμένα δεν μπορεί να επεκταθεί με κανένα τρόπο σε τρίτους που δεν σχετίζονται επίσημα ή συμβατικά με το εμπίστευμα όπως είναι οι Εναγόμενοι 6 – 9, οι οποίοι προχώρησαν υπό την ιδιότητα τους ως εξ’ αποφάσεως πιστωτές του Maksat Arip με μέτρα εκτέλεσης κατά περιουσίας που σχετίζεται με το εμπίστευμα.

 

Σε σχέση δε με διαφορές που αφορούν εμπιστεύματα γενικά, ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός δεν προβλέπει για αποκλειστική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου της χώρας που εδρεύει το εμπίστευμα. Επίσης, σε σχέση με τις περιπτώσεις όπου ένα εμπίστευμα περιέχει ρήτρα δικαιοδοσίας, ως ζήτημα δικαίου των συμβάσεων αλλά και ευρωπαϊκού δικαίου γενικά (βλ. τις προϋποθέσεις του άρθρου 25 του Καν. 1215/2012 όπως θα αναλυθούν στη συνέχεια), μια ρήτρα δικαιοδοσίας είναι ικανή να δεσμεύσει μόνο τα μέρη που την υπογράφουν ή που τουλάχιστον δεσμεύονται από το (ιδρυτικό) έγγραφο που την εισαγάγει ως π.χ. μέτοχοι κ.λπ.

 

Ανεξάρτητα όμως των περιορισμών που θέτει ο Καν. 1215/2012, όπως θα εξεταστούν στην συνέχεια, θέση των Αιτητών η οποία με βρίσκει σύμφωνο, είναι ότι χωρίς ειδική αναφορά οπουδήποτε στον σχετικό Νόμο ότι το άρθρο 12Β είχε σκοπό να δεσμεύει και τρίτους (π.χ. εξ αποφάσεως πιστωτές όπως οι εναγόμενοι 6-9), το άρθρο 12Β, στον βαθμό που δυνατό να προσδίδει αποκλειστική (ή μη-αποκλειστική) δικαιοδοσία,  δεν μπορεί να δεσμεύει τους εξ αποφάσεως πιστωτές εναγόμενους 6-9 σε σχέση με μέτρα εκτέλεσης  που δύνανται να λαμβάνουν έναντι περιουσιακών στοιχείων που σχετίζονται με διεθνές εμπίστευμα. Δεν αποτελεί η παρούσα υπόθεση διαφορά που αφορά τις εσωτερικές σχέσεις του εμπιστεύματος και συνεπώς το επίμαχο άρθρο 12Β δεν θα μπορούσε να δεσμεύσει άτομα που είναι «ξένοι» προς το εμπίστευμα.

 

Επομένως, καθίστανται ευρήματα μου τα ακόλουθα: (i) ότι το άρθρο 12Β δεν μπορεί να προσδώσει αποκλειστική δικαιοδοσία έναντι των Αιτητριών ως άτομα που είναι «ξένοι» στο Εμπίστευμα και (ii) ότι το εν λόγω άρθρο δεν εφαρμόζεται λόγω εφαρμογής του Κανονισμού στην παρούσα υπόθεση. Πιο απλά, από προσεκτική μελέτη του Άρθρου 12Β του Ν. 69(1)/1992 σε συνδυασμό με τον ισχυρισμό στην Ε/Δ ημερ. 27.08.2018 της Solpan Arip και τις πρόνοιες των Άρθρων 32 και 33 του Τεκμ. 1 της εν λόγω Ε/Δ (που είναι το έγγραφο που δημιουργεί το εν λόγω Εμπίστευμα), βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα ότι ούτε το Άρθρο 12Β του Νόμου είναι ικανό να προσδώσει αποκλειστική δικαιοδοσία στην παρούσα περίπτωση αλλά ούτε και οι πρόνοιες της Συμφωνίας του συγκεκριμένου Εμπιστεύματος δίδουν τέτοια δυνατότητα.

 

Προς επίρρωση των πιο πάνω θα έλεγα ότι:

 

-      Οι παρ. (α) έως (στ) του Άρθρου 12Β του Ν. 69(1)/1992 προβλέπουν απλά κάποιες περιπτώσεις όπου ένα Κυπριακό Δικαστήριο θα έχει δικαιοδοσία (και είναι προφανές ότι αφορούν εσωτερικές διαφορές του Εμπιστεύματος).

-      Από την άλλη η Παρ. (ζ) του Άρθρου 12Β αναφέρει ότι εάν το έγγραφο που δημιουργεί ή που τεκμηριώνει το Εμπίστευμα  (στην παρούσα δηλαδή το Τεκμ. 1 της Ε/Δ της Sholpan Arip ημερ. 27.08.2018), περιέχει πρόβλεψη «για παραπομπή των διαφορών» στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων της Δημοκρατίας, τέτοια  δικαιοδοσία  θα είναι  αποκλειστική. Δηλαδή, μόνο η περίπτωση που αναφέρεται στο (ζ) φαίνεται να αφορά αποκλειστική δικαιοδοσία αλλά για να εφαρμόζεται η εν λόγω περίπτωση πρέπει το σχετικό έγγραφο να περιέχει «ρήτρα παραπομπής διαφορών» στα Δικαστήρια της Κύπρου.

-         Από τα σχετικά Άρθρα 32 και 33 του Τεκμ. 1 προκύπτει όμως ξεκάθαρα ότι στην    παρούσα υπόθεση δεν υφίσταται «πρόβλεψη για παραπομπή διαφορών στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων της Δημοκρατίας» αλλά οι σχετικές πρόνοιες περιορίζονται σε ζητήματα που αφορούν την ερμηνεία του εν λόγω εγγράφου και σε ζητήματα που αφορούν την διαχείριση του Εμπιστεύματος («its construction and effect» και «forum for the administration») που είναι τελείως διαφορετικά ζητήματα από την παραπομπή διαφορών στα κυπριακά δικαστήρια. 

 

Ούτε δηλαδή βάσει της ίδιας της ρήτρας στο έγγραφο εάν αυτή ήθελε ειδωθεί απομονωμένα, προκύπτει ότι μπορεί να έχει εφαρμογή σε διαφορά όπως η παρούσα περίπτωση ή και με τρίτους όπως είναι οι Αιτήτριες. 

 

Συνεπώς, κρίνω ότι δεν υφίσταται ρήτρα αποκλειστικής δικαιοδοσίας με την έννοια της παραγράφου (ζ) ή κάτω από άλλη βάση η οποία να είναι ικανή έστω για χάριν συζήτησης να δεσμεύσει τις Αιτήτριες στην παρούσα.

 

Στο σημείο αυτό παραπέμπω στην παρ. 21.2.  της Ε/Δ της Sholpan Arip ημ. 27.08.2018 όπου καταγράφονται τα ακόλουθα:

 

«The Trust Agreement clearly states that the proper law of the Trust is the law of the Republic of Cyprus. Therefore, under the terms of the Trust Agreement and to the best of my knowledge and belief and as I am being advised by the Claimants’ lawyers, the Cyprus Courts have exclusive jurisdiction to adjudicate on any matter concerning and/or relating to the Trust and/or the validity and/or the administration of the said Trust and/or the assets that belong or are held by or on behalf of the Trust».

 

Είναι δηλαδή η θέση των Εναγόντων ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια έχουν αποκλειστική δικαιοδοσία μόνο και μόνο επειδή το εν λόγω εμπίστευμα διέπεται από το Κυπριακό Δίκαιο.  Δηλαδή ότι εφαρμόζεται η Παρ. (α) του Άρθρου 12Β («το εφαρμοστέο δίκαιο εμπιστεύματος είναι το δίκαιο της Δημοκρατίας») το οποίο όμως δεν είναι ικανό να προσδώσει αποκλειστική δικαιοδοσία στα Κυπριακά Δικαστήρια. Προφανώς, ο ισχυρισμός στην παρ. 5 της Ε/Δ Αντωνέλλου ότι «περιέχεται επίσης ρήτρα αποκλειστικής δικαιοδοσίας υπέρ των Κυπριακών Δικαστηρίων», προβάλλεται εκ των υστέρων και δεν αναιρεί το τι αναφέρθηκε προηγουμένως και το ότι η ρήτρα στο Τεκμ. 1 της Ε/Δ Sholpan Arip ημ. 27.08.2018 δεν αναφέρεται σε «διαφορές».  

 

Προκύπτει συνεπώς ότι στην παρούσα περίπτωση δεν εφαρμόζεται η παρ. (ζ) του άρθρου 12Β που είναι προϋπόθεση για την ύπαρξη αποκλειστικής δικαιοδοσίας.  Επιπρόσθετα όμως, και είναι στα πλαίσια λογικής που αποφαίνομαι για τούτο, κρίνω ότι δεν θα μπορούσε να δεσμεύσει τους Αιτητές ως τρίτους το Άρθρο 12Β λόγω ρήτρας που βρίσκεται σε συμφωνία Εμπιστεύματος.

 

Να σημειωθεί επίσης ότι η ρήτρα που περιέχεται στο Τεκμ. 1 της Ε/Δ Sholpan Arip ημερομηνίας 27.08.2018 δεν αναφέρει πουθενά ότι οποιοδήποτε θέμα αφορά περιουσιακά στοιχεία που σχετίζονται με το εμπίστευμα θα υπόκειται στην αποκλειστική δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων (πόσο μάλλον έναντι τρίτων όπως οι Αιτήτριες). Επίσης τα Τεκμ. 2 και 3 της Ε/Δ Sholpan Arip ημερομηνίας 27.08.2018 δεν μπορούν να εκληφθούν ως τροποποιήσεις της συμφωνίας εμπιστεύματος καθώς ασχολούνται μόνο με το ζήτημα διορισμού νέων Επιτρόπων στο εν λόγω εμπίστευμα. Τονίζεται επιπλέον ότι στο Τεκμ. 3, το οποίο περιέχει ρήτρα επίλυσης διαφορών (στο άρθρο 9), αναφέρει ρητά ότι επεκτείνεται μόνο σε σχέση με το ίδιο το έγγραφο και διαφορές που το αφορούν.

 

Στην παρ.16 της Ε/Δ Αντωνέλλου προβάλλεται η «καινούργια» θέση η οποία δεν προβλήθηκε κατά την λήψη της άδειας, ότι προκύπτει δικαιοδοσία από το γεγονός ότι οι Εναγόμενοι 1 - 5  είναι κυπριακές εταιρείες και έχουν το «εγγεγραμμένο γραφείο» τους στην Κυπριακή Δημοκρατία ενώ οι εναγόμενες 6 - 9 και 12 είναι αλλοδαπές εταιρείες. Και σε αυτή την ισχυριζόμενη δικαιοδοτική βάση, που σε κάθε περίπτωση δεν είναι αποκλειστική σύμφωνα με το ίδιο άρθρο 12Β (και οι Καθ’ ων η αίτηση είχαν επικαλεστεί αποκλειστική δικαιοδοσία κατά το στάδιο λήψης της άδειας και για σκοπούς τεκμηρίωσης της βάσης αγωγής), τέτοια βάση δεν μπορεί να προσδώσει δικαιοδοσία έναντι τρίτου όπως είναι οι Αιτήτριες και για οτιδήποτε τυχόν να αφορά ένα εμπίστευμα αλλά ούτε και μπορεί να ισχύσει τέτοια βάση κατά παράβαση του Καν. 1215/2012. Σε κάθε περίπτωση οι Εναγόμενοι 1-5 δεν είναι πραγματικοί Εναγόμενοι καθότι σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης δεν υπάρχει με αυτούς και τους Ενάγοντες καμία διαφορά, ζήτημα που θα με απασχολήσει και σε άλλο μέρος της απόφασης.    

 

Αλλά ακόμα και αν ήθελε κριθεί ότι ο Ν. 69(1)/1992 μπορεί να επεκτείνει με το Άρθρο 12Β την «αποκλειστική δικαιοδοσία» ή απλά την «δικαιοδοσία» των κυπριακών δικαστηρίων και έναντι τρίτων (όπως π.χ. εξ' αποφάσεως πιστωτές  ενός δικαιούχου ή αυτού που δημιούργησε το εμπίστευμα) και ότι μπορεί να εφαρμοστεί το Άρθρο 12Β στην παρούσα περίπτωση με τρόπο που να δίδεται αποκλειστική δικαιοδοσία για το αντικείμενο της παρούσας, κάτι που δεν ισχύει,  κρίνω ότι  η πρόνοια αυτή δεν θα μπορούσε να ισχύσει στην παρούσα υπόθεση καθότι θα προσέκρουε στα Άρθρα 25 και 24 του Καν. 1215/2012 που προβλέπουν για αποκλειστική δικαιοδοσία των δικαστηρίων της χώρας όπου επιζητούνται μέτρα εκτέλεσης.

 

Επομένως, βρίσκω ότι δεν μπορεί να προσδώσει (αποκλειστική ή οποιασδήποτε φύσης) δικαιοδοσία στα Κυπριακά Δικαστήρια το εν λόγω άρθρο αγνοώντας τις πρόνοιες του Κανονισμού. Να θυμίσω ότι η θέση που προβλήθηκε κατά το στάδιο καταχώρισης της αγωγής και λήψης της άδειας ήταν ότι τα κυπριακά δικαστήρια είχαν αποκλειστική δικαιοδοσία και αυτός ήταν και ο λόγος που προωθήθηκε η αγωγή ώστε να προστατευθεί αυτή η «αποκλειστική δικαιοδοσία» και η επαπειλούμενη παραβίαση της λόγω προώθησης διαδικασιών εκτέλεσης στην Αγγλία. Με άλλα λόγια, ελλείψει δικαιοδοσίας, καταρρέει και επί της ουσίας η όλη βάση της αγωγής. 

 

Είναι όμως σημαντικά τα ακόλουθα που καταγράφηκαν ως συμπεράσματα στην Ενδιάμεση Απόφαση ημερ. 01.09.2020 στην Πρώτη Αίτηση Παραμερισμού ημερ. 29.01.2019 υπό της κ. Καρακάννα  στην οποία οδηγήθηκε στην ίδια κατάληξη όπως και στην Απόφαση της ημερ. 12.05.2021 με την οποία παραμέρισε την Εναρκτήρια Κλήση 5/2018 (Σχετικά στη σελ. 15 της Απόφασης από την οποία παραθέτω το σχετικό απόσπασμα):

 

«Επισημάνω επίσης ότι αναφορά σε αποκλειστική δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων γίνεται μόνο στην περίπτωση που το έγγραφο που δημιουργεί ή που τεκμηριώνει το εμπίστευμα περιέχει πρόβλεψη για παραπομπή των διαφορών στη δικαιοδοσία των Δικαστηρίων της Δημοκρατίας, παράγραφος (ζ). Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, παράγραφοι (α) μέχρι (στ) τα Κυπριακά Δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία όχι όμως αποκλειστική. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ως ανέφερα και πιο πάνω, στο Deed of Settlement, δεν γίνεται πρόνοια για παραπομπή των διαφορών στα Κυπριακά Δικαστήρια.

 

Πέραν των πιο πάνω διαπιστώνω ότι από το λεκτικό του άρθρου 12(B) προκύπτει ότι η ύπαρξη δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων σε σχέση με Διεθνή Εμπιστεύματα, στις περιπτώσεις όπου υφίστανται τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους (α) – (ζ), ανωτέρω, θα είναι χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 44/2001, τον οποίον αντικατέστησε ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός 1215/2012. Συνακόλουθα το Άρθρο 12Β του Νόμου 69(1)/1992 θα πρέπει να διαβάζεται υπό το φως των προνοιών του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 1215/2012, ο οποίος υπερισχύει του εθνικού νόμου».

 

Στη συνέχεια της ίδιας  απόφασης στην σελ. 22 καταλήγει στα εξής:

 

«Καταλήγω, με βάση τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιο του Δικαστηρίου, ότι οι πρόνοιες του άρθρου 12(Β) του Νόμου 69(1)/1992 και των άρθρων 24 και 25 του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 1215/2012 δεν παρέχουν στα Κυπριακά Δικαστήρια αποκλειστική δικαιοδοσία να εκδικάσουν ζητήματα που αφορούν την εκτέλεση της Αγγλικής απόφασης και συγκεκριμένα την επιβάρυνση της περιουσίας του εμπιστεύματος στα πλαίσια της πιο πάνω εκτέλεσης. Τονίζω ότι και σε περίπτωση που έκρινα ότι ο Νόμος 69(1)/1992 έδιδε αποκλειστική δικαιοδοσία στο παρόν δικαστήριο να εκδικάσει την υπό κρίση υπόθεση, δεν θα το έπραττα καθότι οι πρόνοιες του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 1215/2012 υπερισχύουν του εθνικού νόμου».

 

Παρόλο που έχει καταδειχθεί ότι υπό τις περιστάσεις με κανένα τρόπο δεν μπορεί να προκύψει δικαιοδοσία (είτε αποκλειστική είτε μη-αποκλειστική) για το αντικείμενο της παρούσας αγωγής εναντίον των Αιτητριών, προχωρώ  για σκοπούς πληρότητας στην εξέταση της διαζευκτικής θέσης των Αιτητριών ότι η παρούσα διαδικασία ταυτόχρονα παραβιάζει τις πρόνοιες του Ευρωπαϊκού Κανονισμού που δίδουν αποκλειστική δικαιοδοσία στα Αγγλικά δικαστήρια (ή σε οποιαδήποτε άλλα δικαστήρια του εξωτερικού προωθηθούν μέτρα εκτέλεσης σε σχέση με το εμπίστευμα Jailau).

 

Η ΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΟΛΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΒΙΑΖΕΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 24 ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ 1215/2012:

 

Το Άρθρο 24(5) του Καν. 1215/2012 προνοεί τα  ακόλουθα:

 

«Τα ακόλουθα δικαστήρια κράτους μέλους έχουν αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η κατοικία των διαδίκων:

[..] 5) σε δίκες που έχουν ως αντικείμενο την αναγκαστική εκτέλεση αποφάσεων, τα δικαστήρια του κράτους μέλους εκτέλεσης της απόφασης».

 

Όπως προκύπτει από την Ε/Δ Sholpan Arip ημερ. 27.08.2018 και τα παρακλητικά του Κλητηρίου, είναι αδιαμφισβήτητο ότι με την αγωγή τους οι ενάγοντες έχουν σκοπό να αποτρέψουν την συνέχιση και/ή την προώθηση στο Ηνωμένο Βασίλειο (ή οπουδήποτε αλλού εκτός Κύπρου) μέτρων εκτέλεσης από μέρους των εναγομένων 6-9 για ικανοποίηση της απόφασης του αγγλικού δικαστηρίου έναντι του Maksat Arip για θέματα και περιουσιακά στοιχεία που σχετίζονται με το Εμπίστευμα Jailau.

 

Ειδικότερα, επιδιώκουν να αποτρέψουν μέτρα εκτέλεσης κατά των περιουσιακών στοιχείων που σχετίζονται με το εμπίστευμα στην Αγγλία (ή αλλού εκτός Κύπρου) ζητώντας μεταξύ άλλων συγκεκριμένα διατάγματα με απώτερο σκοπό να επηρεάσουν και/ή να παρεμποδίσουν ή να προκαταλάβουν μέτρα εκτέλεσης που λήφθηκαν ή δυνατό να ληφθούν στο μέλλον (Σχετ. οι παρ. Β, Γ, Δ, Ε, Ζ, Η, Θ του παρακλητικού του Κλητηρίου).

 

Προκύπτει αβίαστα ότι ο πραγματικός σκοπός έγερσης της παρούσας αγωγής και των θεραπειών που επιζητούνται με αυτή είναι ο περιορισμός της (αποκλειστικής) δικαιοδοσίας των αγγλικών ή άλλων δικαστηρίων εκτός Κύπρου σύμφωνα με το Άρθρο 24(5) για εκδίκαση των μέτρων εκτέλεσης της Απόφασης που έχει εκδοθεί εναντίον του Maksat Arip για απάτη.

 

Οι εκ των υστέρων ισχυρισμοί που προβάλλονται σήμερα περί δυνατότητας εξέτασης του ζητήματος  «εγκυρότητας  του Κυπριακού Εμπιστεύματος» από τα Κυπριακά Δικαστήρια (Σχετ. ο  Λόγος Ένστασης υπ’ αριθμό 4 και παρ. 16 και 20 της Ε/Δ Αντωνέλλου), κρίνονται στην ολότητα τους παραπλανητικοί. Είναι προφανές ότι το ζήτημα αυτό δεν προωθείται απομονωμένα ως ένα ανεξάρτητο και άσχετο ζήτημα καθότι κάτι τέτοιο επιζητείται αναμφίβολα για σκοπούς ικανοποίησης του πραγματικού σκοπού της αγωγής που όπως διαπιστώνεται δεν είναι άλλος από την «προστασία» περιουσιακών στοιχείων του εμπιστεύματος από μέτρα εκτέλεσης. Πρόκειται για μια προσπάθεια να συγκαλυφθεί ο σκοπός της αγωγής που κατά τα άλλα είναι προφανέστατος από το σύνολο της δικογραφίας που έχει προσκομιστεί μέχρι σήμερα.

 

Όλες οι θεραπείες που επιζητούνται με την αγωγή – η οποία στρέφεται εναντίον των Εναγόμενων 6-9 εξ’ αποφάσεως πιστωτών του Maksat Arip – κρίνεται ότι επεμβαίνουν εκ της φύσης τους στην αποκλειστική δικαιοδοσία άλλων Κρατών κατά παράβαση του άρθρου 24(5) καθότι εδράζονται στην θεώρηση ότι μόνο τα Κυπριακά Δικαστήρια είναι αρμόδια για την προώθηση οποιωνδήποτε ζητημάτων σχετίζονται με δυνατότητα λήψης μέτρων εκτέλεσης της Αγγλικής Απόφασης ή άλλων διαδικασιών ή ακόμη ισχυρισμών σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία που σχετίζονται με το εμπίστευμα (Σχετ. μεταξύ άλλων οι  παρ.  ΣΤ, Ι, ΙΑ και ΙΒ της Αγωγής).

 

Στο σύνολο τους αυτές αλλά και οι υπόλοιπες θεραπείες που περιέχονται στην αγωγή έχουν σκοπό είτε να προκαταλάβουν (π.χ. οι παρ. Α, Β, Γ, Δ, Ε, Ζ και Η της Αγωγής) και/ή να περιορίσουν τα οποιαδήποτε συμπεράσματα των αγγλικών δικαστηρίων στις διαδικασίες εκτέλεσης που έχουν ήδη ξεκινήσει και ολοκληρωθεί (οι οποίες διαδικασίες μεταξύ άλλων επιδίωκαν και επέτυχαν την εκτέλεση κατά περιουσιακών στοιχείων που σχετίζονται με το εμπίστευμα καλούμενων ως “Burlington Properties” (Σχετ. οι παρ. 2.2, 4.1 - 4.5 και 5.1 – 5.2 της επιστολής/γνωμάτευσης που αποτελεί το Τεκμ. 3 στην Ε/Δ Αρμεύτη  είτε να αποτρέψουν την λήψη στο μέλλον μέτρων μέσω διαταγμάτων που ισοδυναμούν με αντι-αγωγικές διαταγές (anti-suit injunctions) καθότι επιδιώκεται η έκδοση διαταγμάτων  με τα οποία θα περιορίζεται η εκτέλεση ή η λήψη άλλων μέτρων τυχόν κριθεί αναγκαίο κατά των περιουσιακών στοιχείων του εμπιστεύματος (Σχετ. οι παρ. Η, Θ, Ι, ΙΑ της Αγωγής).  Στην ουσία, επιζητείται όπως οποιοδήποτε μέτρο εκτέλεσης σχετίζεται με περιουσιακά στοιχεία του εμπιστεύματος να προωθείται στην Κύπρο και ταυτόχρονα επιζητούνται δηλωτικές αποφάσεις που στην ουσία θα αποτελούν «υπερασπίσεις» σε μέτρα εκτέλεσης στο εξωτερικό (π.χ. τα περί εγκυρότητας  του εμπιστεύματος).

 

Επί της ουσίας, με αυτόν τον τρόπο οι Ενάγοντες, σε συνεργασία με την μητέρα τους (την Sholpan Arip) και προφανώς τον Maksat Arip, επιδιώκουν να «προστατέψουν» και να εξαιρέσουν από τα μέτρα εκτέλεσης που νόμιμα έλαβαν ή θα λάβουν στο μέλλον οι Αιτήτριες 6 - 9 στην Αγγλία (ή ενώπιον οποιουδήποτε άλλου ξένου δικαστηρίου) κατά περιουσιακών στοιχείων που σχετίζονται με το εμπίστευμα με απώτερο σκοπό την ικανοποίηση της απόφασης υπέρ τους και εναντίον του Maksat Arip για 300 εκατ. δολάρια για δόλο και απάτη. Με αυτά υπόψη, προκύπτει ότι κάθε μια από τις επιδιωκόμενες θεραπείες με την αγωγή έχει σκοπό να περιορίσει την αποκλειστική δικαιοδοσία των δικαστηρίων άλλων κρατών τόσο στην βάση της παρ. 5 του Άρθρου 24 του Καν. 1215/2012 όσο και στην βάση της παρ. 1 (για την οποία θα αναφερθώ και στη συνέχεια σε σχέση με εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτων).

 

Το Σύγγραμμα The Brussels I Regulation Recast (ed. Andrew Dickinson and Eva Lein), 2015, Oxford University Press είναι κατατοπιστικό επί του πεδίου εφαρμογής της παρ. 24(5) του Καν.1215/2012:

 

«8.47 In proceedings concerning the enforcement of judgments, Art 24 (5) attributes exclusive jurisdiction to the courts of the Members State where the enforcement takes place. The provision applies to judgments rendered by the State's own courts or by those of other countries alike. The CJEU considers that «the essential purpose of the exclusive jurisdiction of the courts of the place in which the judgment has been or is to be enforced is that it is only for the courts of the Member State on whose territory enforcement is sought to apply the rules concerning the action on that territory of the authorities responsible for enforcement. The rationale of Art 24 (5) is thus closely to the State's monopoly to use force within its own territory. As a result this monopoly, the State's courts have exclusive jurisdiction over matters that relate to enforcement of judgment in their territory».

 

Όπως παραδέχεται και στην Ε/Δ της η Sholpan Arip ημ. 27.08.2018 και όπως προκύπτει από την σχετική δικογραφία έναυσμα για την καταχώριση της υπό αμφισβήτησης αγωγής ήταν η έκδοση της Απόφασης υπέρ των Αιτητριών και εναντίον του Maksat Arip το 2017 και η εκκίνηση διαδικασιών εκτέλεσης ενώπιον των αγγλικών δικαστηρίων κατά περιουσιακών στοιχείων που σχετίζονταν με το εμπίστευμα μέσω διαδικασιών επιβαρυντικών διαταγμάτων που εκδόθηκαν στα πλαίσια εκτέλεσης της Απόφασης. Τέτοια περιουσιακά στοιχεία αναφέρονται στις παραγράφους Θ, Ι και ΙΑ της Αγωγής ενώ η Απόφαση αναφέρθηκε ρητά τόσο στην παρούσα αγωγή όσο και στην Ε.Δ της Sholpan Arip ημερ. 27.08.2018 που κατατέθηκε εκ μέρους των εναγόντων.  Έχοντας αυτά υπόψη αλλά και το περιεχόμενο των θεραπειών που επιζητούνται, αναμφίβολα η προώθηση της αγωγής και η τυχόν απόδοση τέτοιων θεραπειών  παραβιάζει την βασική αρχή που προβλέπεται στο Άρθρο 24(5) του Καν. 1215/2012.

 

Σχετικά είναι τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου στην Ενδιάμεση Απόφαση του ημερ. 01.09.2020 (ως πιο πάνω) όπου καταγράφονται τα ακόλουθα στη σελ. 16:

 

«Με βάση τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιον του δικαστηρίου, στην υπό κρίση υπόθεση, προκύπτει ως αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η παρούσα αγωγή καταχωρήθηκε για να αποτραπεί η προώθηση στο Ηνωμένο Βασίλειο μέτρων εκτέλεσης από μέρους των Εναγόμενων 6-9, για ικανοποίηση της απόφασης του Αγγλικού Δικαστηρίου εναντίον του Maksat Arip. Ειδικότερα, επιδιώκουν να αποτρέψουν μέτρα εκτέλεσης κατά τω περιουσιακών στοιχείων (διαμερισμάτων) που βρίσκονται στην Αγγλία και περιλαμβάνονται στο επίδικο εμπίστευμα. Όπως η Sholpan Arip αποκαλύπτει στην ένορκη δήλωση της σκοπός της αγωγής είναι να αποτρέψει μέτρα εκτέλεσης που κατά την άποψη της πιθανόν να λαμβάνονταν κατά των περιουσιακών στοιχείων του εμπιστεύματος στην Αγγλία.

[…]

Οι αιτούμενες θεραπείες έχουν ως απώτερο σκοπό να περιορίσουν την αποκλειστική δικαιοδοσία του Αγγλικού Δικαστηρίου, που την αντλεί με βάση τις πρόνοιες των παραγράφων (1) και (5) του άρθρου 24 του Κανονισμού 1215/2012».

 

Σχετικά είναι επίσης όσα αναφέρονται και στη σελ. 16 της Ενδιάμεσης Απόφασης ημερ. 24.10.2018 στα πλαίσια της Εναρκτήριας Κλήσης 5/2018 του Ε.Δ. Λάρνακας (ως πιο πάνω) με την οποία η Sholpan Arip επιζητούσε πανομοιότυπες θεραπείες σε σχέση με ένα άλλο παρόμοιο εμπίστευμα:

 

«Σαφής πρόθεση της Αιτήτριας στην Εναρκτήρια Κλήση είναι να αποτρέψει την εκτέλεση της απόφασης του Αγγλικού Δικαστηρίου κατά του Καθ΄ ου η Αίτηση 2 συζύγου της. Ειδικότερα, όπως η ίδια αποκαλύπτει στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Εναρκτήρια Κλήση έχει σκοπό να αποτρέψει μέτρα εκτέλεσης που κατά την άποψη της πιθανόν να λαμβάνονταν κατά των περιουσιακών στοιχείων του εμπιστεύματος στην Αγγλία (παράγραφοι 43-49 της ένορκης δήλωσης της Αιτήτριας).  Με τα διατάγματα που εξασφάλισε μονομερώς και τα οποία οριστικοποιήθηκαν στην απουσία των Καθ΄ ων η Αίτηση αποκλείονται όλα τα Δικαστήρια, εκτός από τα Κυπριακά (διατακτικά Β και Γ) στα οποία μόνο μπορεί να προωθούνται οποιαδήποτε μέτρα εκτέλεσης της Αγγλικής απόφασης ή να εγείρονται διαδικασίες σε σχέση με το εμπίστευμα. Με τον τρόπο αυτό όμως τα Κυπριακά Δικαστήρια επεμβαίνουν στην αποκλειστική δικαιοδοσία των Αγγλικών Δικαστηρίων η οποία διασφαλίζεται με το άρθρο 24(5) του Κανονισμού». 

 

Έχοντας υπόψη τη φύση όλων των επιζητούμενων θεραπειών και το πραγματικό αλλά και χρονικό πλαίσιο στο οποίο επιζητήθηκαν, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αγωγή αντίκειται στην όλη φιλοσοφία του Κανονισμού που εδράζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη και αναγνώριση των δικαστικών αρχών των άλλων κρατών και των εξουσιών και αποφάσεων τους.

 

 Δεν θα πρέπει να παραγνωρισθεί ότι οι ενάγοντες είχαν την ευχέρεια, αν επιθυμούσαν να εναντιωθούν απευθείας στα μέτρα εκτέλεσης που λήφθηκαν στην Αγγλία τα οποία οδήγησαν στην Απόφαση και το Διάταγμα εκτέλεσης που είναι τα Τεκμ. 4-5 αντίστοιχα στην Ε/Δ Αρμεύτη. Κάτι τέτοιο άλλωστε έπραξαν ο Επίτροπος του εμπιστεύματος και οι Εναγόμενες 2-5 ανεπιτυχώς οι οποίες έλαβαν μέρος προβάλλοντας υπερασπίσεις μέχρι τέλους κατά της Αγγλικής διαδικασίας εκτέλεσης. Η ίδια ευχέρεια υφίσταται και για οποιεσδήποτε μελλοντικές διαδικασίες εκτέλεσης ληφθούν εκτός Κύπρου όπου θα μπορούν να θέσουν τις όποιες υπερασπίσεις τους (βασιζόμενες στο κυπριακό δίκαιο, όπου εφαρμόζεται, ή αλλού) στα δικαστήρια εκεί, ώστε εκείνα να αποφασίσουν είτε επί της ουσίας, είτε επί οποιωνδήποτε ενστάσεων δικαιοδοσίας τυχόν ήθελαν προβληθεί ενώπιον τους. 

 

Το να επιζητούν όμως τον περιορισμό της λήψης ή συνέχισης μέτρων εκτέλεσης στο εξωτερικό ή να απαιτούν την επανεξέταση στην Κύπρο των οποιωνδήποτε υπερασπίσεων τέθηκαν ή μπορούσαν να τεθούν σε μέτρα εκτέλεσης που ήδη προωθήθηκαν στο εξωτερικό, αποτελεί ξεκάθαρη παραβίαση της αρχής που προβλέπει το άρθρο 24(5) του Καν. 1215/12 για αποκλειστική δικαιοδοσία τέτοιων δικαστηρίων να αποφασίσουν για μέτρα εκτέλεσης που θα ληφθούν εκεί (…«the State's courts have exclusive jurisdiction over matters that relate to enforcement of judgments in their territory».) Πόσο μάλλον στην παρούσα που σχετικά μέτρα εκτέλεσης κατά των ακινήτων στην Αγγλία έχουν ήδη ολοκληρωθεί. 

 

Σύμφωνα με τους ορισμούς που δόθηκαν στην έκθεση Jenard η οποία χρησιμοποιείται ως εργαλείο ερμηνείας του Κανονισμού,“Report by Mr P. Jenard on the Convention of 27 September 1968 on jurisdiction and the enforcement of judgments in civil and commercial mattersOJ C 59, 5/3/1979, σελ. 36, στον όρο «μέτρα εκτέλεσης» περιλαμβάνονται και όλες οι αντιδικίες που προκύπτουν από μέτρα εκτέλεσης. Συγκεκριμένα, λέχθηκαν τα εξής σε σχέση με το ανάλογο/πανομοιότυπο τότε άρθρο 16.5 της Σύμβασης των Βρυξελλών:

 

“Article 16(5) provides that the courts of the State in which a judgment has been or is to be enforced have exclusive jurisdiction in proceedings concerned with the enforcement of that judgment.

What meaning is to be given to the expression ‘proceedings concerned with the enforcement of judgments’?

It means those proceedings which can arise from ‘recourse to force, constraint or distraint on movable or immovable property in order to ensure the effective implementation of judgments and authentic instruments’.

Problems arising out of such proceedings come within the exclusive jurisdiction of the courts for the place of enforcement”.

 

Όπως φαίνεται και από την σχετική νομολογία του Δ.Ε.Ε. ο ορισμός αυτός περιλαμβάνει και μέτρα/ενστάσεις κατά εκτέλεσης από οφειλέτες, κάτι το οποίο επιχειρούν και οι Ενάγοντες να προβάλουν με την παρούσα διαδικασία. Σχετική είναι η απόφαση στην υπόθεση C-220/84, AS-Autoteile Service GmbH v Malhé [1985] ECR 791 που αφορούσε ανακοπές εκτελέσεως με βάση τον γερμανικό Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Λέχθηκαν τα εξής:

 

«[12] […] πρέπει να γίνει δεκτό ότι μια διαδικασία όπως προβλεπόμενη από το άρθρο 767 του γερμανικό κώδικα πολιτικής Δικονομίας εμπίπτει καθαυτή στη διάταξη περί δικαιοδοσίας του άρθρου 16, σημείο 5, λόγω της συνάφειας της με τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως».

 

Η οποιαδήποτε όμως ρήτρα αποκλειστικής δικαιοδοσίας του εμπιστεύματος ήθελε κριθεί ότι υφίσταται, όχι μόνο δεν μπορεί να δεσμεύει τις Αιτήτριες ως τρίτους προς το εμπίστευμα αλλά τέτοια ρήτρα δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου υπάρχει αποκλειστική δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 24 του Κανονισμού όπως υφίσταται στην παρούσα με βάση την παρ. (5) όπως έχει ήδη εξεταστεί.  Το άρθρο 24 του Κανονισμού υπερισχύει της αυτονομίας των μερών, εφόσον το εν λόγω άρθρο προσδίδει αποκλειστική δικαιοδοσία στα Δικαστήρια του (άλλου) κράτους.

 

Το Άρθρο 24(1) του Καν. 1215/12:

 

Ενόψει του ότι τα περιουσιακά στοιχεία που επιδιώκουν να «προστατεύσουν» από μέτρα εκτέλεσης οι Ενάγοντες με την παρούσα αγωγή βρίσκονται στο Ηνωμένο Βασίλειο (Σχετ. η παρ. Θ της αγωγής αλλά και η Ε/Δ της Sholpan Arip ημερ.27.08.2018) και πρόκειται για ακίνητη περιουσία,  εφαρμόζεται   επίσης   και   το   άρθρο   24(1)   του Κανονισμού που προβλέπει ότι:

 

«Τα ακόλουθα  δικαστήρια  κράτους μέλους έχουν αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η κατοικία των διαδίκων:

(1) σε υποθέσεις εμπραγμάτων     δικαιωμάτων      επί ακινήτων   και   μισθώσεων   ακινήτων,    τα   δικαστήρια   του κράτους μέλους της τοποθεσίας του ακινήτου. [...]».

 

Στην παρούσα υπόθεση επιδιώκεται ο περιορισμός μέτρων εκτέλεσης της  αγγλικής   απόφασης  επί   ακινήτων   που   βρίσκονται   στην Αγγλία με διαδικασίες που επηρεάζουν το ιδιοκτησιακό καθεστώς των ακινήτων αυτών.  Οι εν λόγω θεραπείες όμως είναι εκτός της δικαιοδοσίας του Κυπριακού Δικαστηρίου αλλά ταυτόχρονα αποτελούν και επέμβαση στην αποκλειστική δικαιοδοσία των αγγλικών δικαστηρίων βάσει του άρθρου 24(1) του Κανονισμού.

 

Ως προς το ζήτημα είναι πολύ καθοδηγητική η Απόφαση του Αγγλικού Εφετείου στην υπόθεση Magiera ν. Magiera [2016] EWCA Civ 1292 στην οποία εξετάστηκε η σχετική νομολογία του Δ.Ε.Ε. και οι αρχές που διέπουν την ερμηνεία του άρθρου 24(1) του Κανονισμού με ιδιαίτερη έμφαση στην απόφαση του Δ.Ε.Ε. στην υπόθεση Komu v. Komu (Case C-605/14).

 

Η υπόθεση Komu αφορούσε διαφορά σε σχέση με ακίνητα στην Ισπανία στα οποία συνιδιοκτήτες ήταν 5 άτομα που διέμεναν στην Φινλανδία. Οι ενάγοντες (που ήταν κάποιοι εκ των ιδιοκτητών) εκκίνησαν διαδικασία στην Φινλανδία ζητώντας την πώληση τους. Κρίθηκε από το Δ.Ε.Ε. ότι τα Ισπανικά δικαστήρια είχαν αποκλειστική δικαιοδοσία.  Το Δ.Ε.Ε. στην  Komu ανέφερε τα εξής:

 

 [25] “the essential reason for conferring exclusive jurisdiction on the courts of the contracting state in which the property is situated is that the courts of the locus rei sitae are the best placed, for reasons of proximity, to ascertain the facts satisfactorily and to apply the rules and practices which are generally those of the state in which the property is situated: see, by analogy, Weber’s case, para 41 and the case law cited.”

[26] “the exclusive jurisdiction of the courts of the contracting state in which the property is situated does not encompass all actions concerning rights in rem in immovable property, but only those which both come within the scope of the Brussels Convention or of Regulation  No  44/2001  and  are  actions  which  seek  to  determine  the  extent,  content, ownership or possession of immovable property or the existence of other rights in rem therein and to provide the holders of those rights with protection for the powers which attach to their interest: see Weber’s case, para 42 and the case law cited.”

[27] “Also, according to settled case law of the court, the difference between a right in rem and a right in personam is that the former, existing in corporeal property, has effect erga omnes, whereas the latter can be claimed only against the debtor: Weber’s case, para 43 and the case law cited.”

[…]

[29] “an action, designed to bring about the transfer of a right of ownership in immovable property, concerns rights in rem which have effect erga omnes and is intended to ensure that the holders of those rights can protect the powers attached to their interest”.

 

Εφαρμόζοντας τα πιο πάνω είναι ξεκάθαρο ότι  η Αγγλική Διαδικασία εκτέλεσης που ολοκληρώθηκε και οδήγησε  στην Απόφαση και το Διάταγμα εκτέλεσης που είναι τα Τεκμ. 4-5 αντίστοιχα στην Ε/Δ Αρμεύτη, ήταν διαδικασία ανάλογη με “proceedings which have as their object rights in rem in immovable property” με αποτέλεσμα να είχαν αποκλειστική δικαιοδοσία τα αγγλικά δικαστήρια. Σκοπός της παρούσας αγωγής κρίνω ότι είναι η παράκαμψη (ή αναθεώρηση) αυτού του κανόνα (αποκλειστικής) δικαιοδοσίας.

 

Με την επιτυχία των Αιτητριών/Εναγόμενων 6-9 με τελικές θεραπείες στην Αγγλία και πώληση των επηρεαζόμενων ακινήτων έχει επηρεαστεί η εγγραφή των τίτλων ιδιοκτησίας. Συνεπώς, οι διαδικασίες στην Αγγλία αφορούσαν τον καθορισμό της ιδιοκτησίας σε ακίνητη περιουσία (Σχετ. οι παρ. 26-29 από την Komu), με το αποτέλεσμα να ισχύει εναντίον όλων.  Συνεπώς η επιτυχία με την απόδοση τελικής θεραπείας στην αγγλική διαδικασία των Επιβαρυντικών Διαταγμάτων δημιούργησε δικαιώματα in rem έναντι όλων.

 

Η απόφαση του Αγγλικού Εφετείου στην υπόθεση Magiera (πιο πάνω), αφορούσε αίτηση για πώληση ακινήτου το οποίο βρισκόταν στο Λονδίνο καθώς και διάταγμα με το οποίο τα έσοδα της πώλησης του εν λόγω ακινήτου θα μοιράζονταν ίσα με τον πρώην σύζυγο της Αιτήτριας.  Στα πλαίσια της εν λόγω διαδικασίας προέκυπτε ζήτημα εμπιστέυματος, εφόσον η αίτηση της συζύγου βασιζόταν σε άρθρο του Αγγλικού Νόμου με βάση το οποίο η τελευταία αιτείτο διατάγματα που αφορούσαν την εξάσκηση των εξουσιών εμπιστευματοδόχων,  μια εκ των οποίων   ήταν    η    πώληση.    Το   Αγγλικό    Εφετείο   αποφάσισε   ότι   είχαν αποκλειστική δικαιοδοσία τα Δικαστήρια της Αγγλίας για τον λόγο ότι το κύριο  αντικείμενο  της  αγωγής  ήταν  η   πώληση  του   ακινήτου  το  οποίο βρισκόταν στην Αγγλία και ότι η αγωγή αφορούσε τις εξωτερικές σχέσεις του εμπιστεύματος. Τα ακόλουθα αποσπάσματα είναι σχετικά

 

“51. Putting it shortly, when it comes to an order for the sale of a property, as sought by the wife, I have little doubt that the "courts of the Member State in which [the] properties are situated would be best placed" to deal with matters see not only Komu itself but also other   case   law   of the court, including   EZ,  C-343/04 EU:C:2006:330, referred to at §31 of Komu). [...]

54. Fortified by the decision in Komu, I agree with Bodey J that the present case should be distinguished from Webb. The wife is already a joint owner of the property here, whereas the father in Webb was not. If it is appropriate to analyse what the "principal subject matter" of the claim is here, it is to achieve a sale of the property, as it was in Komu. It would be wrong, in my view, to put too much weight on the fact that the application is technically under section 14 of TLATA for an order relating to the exercise by a trustee of his functions, when such an application is conventionally coupled with, or followed swiftly by, an application for an order for sale by order of the court. The action could be said to involve the external relations of the trust, rather than (or at the very least, as well as) the internal relations of the trust”.

 

Με βάση τα πιο πάνω, προκύπτει ότι μετά την Komu δίδεται μια πιο ευρεία ερμηνεία στο άρθρο 24(1) από ότι προηγουμένως, έτσι ώστε να είναι τώρα ξεκάθαρο ότι η αποκλειστική δικαιοδοσία που προσδίδει σε σχέση με ακίνητη περιουσία να καλύπτει και τις περιπτώσεις όπου υπάρχουν διαφορές για την ιδιοκτησία ακίνητης ιδιοκτησίας ακόμα και όταν η περιουσία βρίσκεται κάτω από εμπίστευμα.

 

Στην παρούσα υπόθεση, το κύριο αντικείμενο της Αγωγής είναι, μεταξύ άλλων, η παρεμπόδιση οποιουδήποτε προσώπου από του να προβεί σε εκτέλεση επί των περιουσιακών στοιχείων του εμπιστεύματος, συμπεριλαμβανομένων των ακινήτων των εναγομένων 1 – 5 εταιρειών, οι οποίες εταιρείες ανήκουν στο εμπίστευμα αλλά και η έκδοση δηλωτικών αποφάσεων που έχουν σκοπό επιβεβαιώσουν την υφιστάμενη ιδιοκτησία και να αποκλείσουν τα μέτρα εκτέλεσης. Τα εν λόγω ακίνητα βρίσκονται στην Αγγλία. Εφαρμόζοντας την πιο πάνω νομολογία προκύπτει αβίαστα ότι εφόσον με την Αγωγή γίνεται μια προσπάθεια να ρυθμιστούν οι εξωτερικές και όχι οι εσωτερικές σχέσεις του εμπιστεύματος, η αποκλειστική δικαιοδοσία ανήκε στη χώρα στην οποία βρίσκονται τα ακίνητα, δηλαδή στην προκειμένη στην Αγγλία, η οποία είναι και η χώρα στην οποία εκδόθηκε η Απόφαση εναντίον του Maksat Arip και όπου προωθήθηκαν τα μέτρα εκτέλεσης.

 

Πρόκειται για θέση που υιοθετήθηκε και από τον κ. Μ. Παπαμιχαήλ, Π.Ε.Δ. στην Ενδιάμεση Απόφαση του ημ. 24.10.2018 (πιο πάνω), στα πλαίσια της Εναρκτήριας Κλήσης 5/2018 και στη συνέχεια από την κ. Καρακάννα, Π.Ε.Δ.  (ως ήταν τότε) με την Απόφαση της ημερ. 12.05.2021 με την οποία παραμέρισε την εναρκτήρια κλήση κρίνοντας ότι οι πανομοιότυπες αιτούμενες  θεραπείες που επιδιώκονταν σε εκείνη την υπόθεση έχουν σκοπό να περιορίσουν  την αποκλειστική δικαιοδοσία των δικαστηρίων άλλων κρατών, ενέργεια που αντίκειται στις πρόνοιες των παραγράφων (1) και (5) του άρθρου 24 του Κανονισμού 1215/2012. Επίσης, στα πλαίσια της παρούσας αγωγής  η κ. Καρακάννα, Π.Ε.Δ.(ως ήταν τότε),  με την Ενδιάμεση Απόφαση της ημερ 01.9.2020 (βλ. σελ. 16 επ.) έχει επίσης υιοθετήσει τα λεχθέντα στις πιο πάνω αυθεντίες Komu και Magiera.

 

Κρίνω ότι η οποιαδήποτε ρήτρα αποκλειστικής δικαιοδοσίας του εμπιστεύματος ήθελε κριθεί ότι υφίσταται όχι μόνο δεν μπορεί να δεσμεύει τους Εναγόμενους 6-9  αλλά τέτοια ρήτρα δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που δημιουργείται αποκλειστική δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 24 του Κανονισμού.  Το άρθρο 24 του Κανονισμού υπερισχύει της αυτονομίας των μερών, εφόσον το εν λόγω άρθρο δίδει αποκλειστική δικαιοδοσία στα δικαστήρια του κράτους μέλους της τοποθεσίας του ακινήτου ή αναλόγως στο κράτος που λαμβάνονται μέτρα εκτέλεσης.

 

Προχωρώ με την εξέταση της θέσης των Αιτητριών ότι στην παρούσα δεν υφίσταται οποιαδήποτε ρήτρα «αποκλειστικής» δικαιοδοσίας των κυπριακών δικαστηρίων η οποία να συνάδει με τις πρόνοιες του Άρθρου 25 του Κανονισμού 1215/2012 και που να είναι ικανή να δεσμεύσει τις Αιτήτριες.

 

Στη νομική βάση της ένστασης γίνεται επίκληση στο άρθρο 25  του Καν. 1215/2012 από τους Καθ’ ων η αίτηση. Η δικαιοδοτική αυτή βάση όμως δεν ήταν ενώπιον του δικαστηρίου όταν είχε εκδοθεί το διάταγμα επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας. Συνεπώς οποιαδήποτε επιχειρήματα σύμφωνα με το άρθρο 25 του Κανονισμού απορρίπτονται.

 

Στην παρ. 13.2 της Ε/Δ Γεωργίου ημερ. 27.08.2018  υπήρχε απλά μια γενική αναφορά σε ρήτρα αποκλειστικής δικαιοδοσίας χωρίς περαιτέρω τεκμηρίωση ή επεξήγηση. Εάν η αναφορά αφορά το Τεκμ. 3 της Ε/Δ ημερ. 27.08.2018 πρέπει να σημειωθεί ότι εκείνη η ρήτρα αφορούσε καθαρά το έγγραφο διορισμού νέου επίτροπου. Επίσης, τα άρθρα 32-33 του Τεκμ. 1 και πάλι δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ρήτρες αποκλειστικής δικαιοδοσίας για επίλυση διαφορών.  Στην υποστηρικτική Ε/Δ της Sholpan Arip ημερ. 27.08.2018 προβλήθηκε η απόλυτη θέση ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια είχαν αποκλειστική δικαιοδοσία που απέρρεε από το Ν. 69(Ι)/1992 χωρίς καμία αναφορά στον Ευρωπαϊκό Κανονισμό παρά την ύπαρξη αναφοράς περί τούτου στο άρθρο 12Β του Νόμου.

 

Δεν μπορεί δε να γίνει επίκληση του άρθρου 25 του Κανονισμού από τους Ενάγοντες στην παρούσα υπόθεση καθότι:

 

  1. Ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός 1215/2012 προβλέπει αυστηρά και υπό ποιες  προϋποθέσεις μπορεί να κριθεί έγκυρη μια ρήτρα «αποκλειστικής δικαιοδοσίας» που δίδει τέτοια δικαιοδοσία σε Δικαστήρια Κράτους Μέλους και - το πιο σημαντικό – ο Κανονισμός περιορίζει και θέτει  προϋποθέσεις για το πότε μπορεί να εφαρμόζεται ρήτρα δικαιοδοσίας η οποία περιέχεται στα έγγραφα ενός εμπιστεύματος.
  2. Σύμφωνα με το Καν. 1215/2012 οι βάσεις αποκλειστικής δικαιοδοσίας, σύμφωνα με το άρθρο 24, πάντα υπερισχύουν έναντι ρητρών αποκλειστικής δικαιοδοσίας. Το ζήτημα όμως θα με απασχολήσει και στη συνέχεια.

Ως προς το πιο πάνω πρώτο ζήτημα: To Άρθρο 25 του Καν. 1215/2012 (και το αντίστοιχο Άρθρο 23 του Καν. 44/2001 που το αντικατέστησε) έχει ερμηνευτεί αυστηρά ως προς το ότι εφαρμόζεται μόνο μεταξύ των συμβαλλομένων μερών και ότι για να δεσμευτεί κάποιος από τέτοια ρήτρα θα πρέπει να έχει δώσει την ρητή συναίνεση του σε αυτή.

 

Επιπρόσθετα, ο Καν. 1215/2012 περιέχει (όπως και ο Καν. 44/2001) ειδικές πρόνοιες στις παραγράφους 3 και 4 του Άρθρου 25 σε σχέση με ανάλογες ρήτρες που περιέχονται στις συστατικές πράξεις ενός «εμπιστεύματος» με ουσιαστικό αποτέλεσμα:

 

-      Σύμφωνα με την παρ. 3 του Άρθρου 25 τέτοιες ρήτρες σε εμπιστεύματα να έχουν εφαρμογή μόνο σε σχέση με αγωγές κατά του ιδρυτή, του trustee ή του δικαιούχου ενός εμπιστεύματος όπου  σύμφωνα με το Άρθρο 25 (3): «Το δικαστήριο ή τα δικαστήρια ενός κράτους μέλους στα οποία απονέμει διεθνή δικαιοδοσία η συστατική πράξη ενός trust έχουν αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία ως προς αγωγές κατά του ιδρυτή, του trustee ή του δικαιούχου ενός trust, αν πρόκειται για σχέσεις μεταξύ των προσώπων αυτών ή για δικαιώματα ή υποχρεώσεις τους από το trust»  (δηλαδή όχι κατά τρίτων όπως οι εναγόμενοι 6-9) και αν πρόκειται για σχέσεις μεταξύ των προσώπων αυτών ή για δικαιώματα ή υποχρεώσεις τους από το trust.  Κανένα από αυτά δεν ισχύει για τους Αιτητές.

-      Στην παρ. 4 του Άρθρου 25 προβλέπεται ρητά ότι ρήτρες δικαιοδοσίας σε εμπίστευμα δεν παράγουν αποτελέσματα αν τα δικαστήρια τη διεθνή δικαιοδοσία των οποίων αποκλείουν οι εν λόγω ρήτρες έχουν αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 24, όπως είναι η παρούσα υπόθεση. Δηλαδή, εάν δικαστήρια άλλου Κράτους Μέλους έχουν αποκλειστική δικαιοδοσία τέτοιες ρήτρες δικαιοδοσίας δεν παράγουν οποιαδήποτε αποτελέσματα έναντι κανενός.

 

Το γεγονός ότι το Άρθρο 25(3) περιορίζεται σε διαφορές που αφορούν τις εσωτερικές σχέσεις ενός εμπιστεύματος, επιβεβαιώνεται  από   τις   πιο   κάτω  παραπομπές   από το Σύγγραμμα The Brussels I Regulation - Recast (ανωτέρω) που αναφέρει τα εξής σχετικά:

 

«9.89 - Article 25(3) deals with choice of court provisions in trust instruments. This provision was introduced   by the 1978 Brussels Convention. It extends the regime of choice of court agreement to unilateral instruments creating a trust. The settlor of the trust may include a choice of court clause among the terms and conditions governing that trust. Article 25(3) establishes the validity and effectiveness of that clause, resulting in the exclusive jurisdictions of the designated court or courts to rule on any controversy deriving from the internal relationships in the trust. Art 25 is limited to proceedings brought against the settlor, trustee or beneficiary, when relations between these persons or their rights and obligations under the trust are involved».

 

Σχετική είναι και η διαπίστωση του  Δικαστηρίου στην Ενδιάμεση Απόφαση ημερ. 01.09.2020 (ως πιο πάνω) ότι:

 

«Στην υπό κρίση υπόθεση οι διαφορές που προέκυψαν μεταξύ των μερών δεν αφορούν τον ιδρυτή, τον trustee ή το δικαιούχο του εμπιστεύματος ή τις σχέσεις μεταξύ των προσώπων αυτών ή τα δικαιώματα και/ή τις υποχρεώσεις τους που πηγάζουν από το trust. Δεν διαλάθει της προσοχής μου ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση ενάγεται και η επίτροπος του εμπιστεύματος, εναγόμενη 1, διαπιστώνω όμως ότι αυτό έγινε καταχρηστικά, άνευ λόγου και αιτίας καθότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ της επιτρόπου και του εμπιστεύματος, δεν προέκυψε οποιαδήποτε διαφορά σε σχέση με τις εσωτερικές σχέσεις του εμπιστεύματος. Εν κατακλείδι δεν υπάρχει βάση αγωγής εναντίον της εναγόμενης 1 και αυτή δεν είναι αναγκαίος διάδικος».

 

ΥΠΕΡΟΧΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 24 ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 25 ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΟΠΩΣ ΕΠΙΣΗΣ  ΚΑΙ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΒΑΣΕΩΝ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ:

 

To ότι εφαρμόζεται ο Καν. 1215/2012 στην παρούσα περίπτωση (και συνεπώς το Άρθρο 24 αυτού) δεν μπορεί με κανένα τρόπο να αμφισβητηθεί καθότι οι Ενάγοντες μέσω της Ε/Δ της Sholpan Arip ημερ. 27.08.2018, επικαλούνται ως στοιχείο που καταδεικνύει τον κίνδυνο να υποστούν ζημιά από την εκτέλεση της Αγγλικής Απόφασης που έχει εκδοθεί εναντίον του συζύγου της στην Αγγλία όπως και την διαδικασία που είχε ξεκινήσει τότε και αφορούσε τα περιουσιακά στοιχεία του εμπιστεύματος.  Επίσης, τόσο η Αίτηση με την οποία λήφθηκαν τα απαγορευτικά διατάγματα όσο και η Αίτηση ημερομηνίας 13.9.2018 για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας περιείχαν ρητή αναφορά στον Καν. 1215/2012 στην νομική τους βάση κάτι  που επιβεβαιώνει ότι οι Ενάγοντες και οι δικηγόροι τους αναγνώρισαν ότι εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση.

 

Όπως έχει αναγνωρίσει το Δ.Ε.Ε. σε αποφάσεις που αφορούσαν αρχικά το άρθρο 16 της Σύμβασης των Βρυξελλών του 1968 όπως και στη συνέχεια τον Κανονισμό των Βρυξελλών 44/2001 που αντικατέστησε την σύμβαση με σχεδόν πανομοιότυπες πρόνοιες στο άρθρο 22, το άρθρο 24 του Καν. 1215/2012 (ο οποίος αποτελεί αναδιατύπωση του Κανονισμού 44/2001), ο Κανονισμός  προβλέπει με τρόπο αναγκαστικό τις περιπτώσεις όπου Δικαστήρια Κρατών-Μελών έχουν αποκλειστική δικαιοδοσία.

 

Πρέπει να τονιστεί ότι οι «διαφορές που αφορούν εμπίστευμα» δεν βρίσκονται στις περιπτώσεις που προβλέπεται γενικά και σε κάθε περίπτωση αποκλειστική δικαιοδοσία ενώ οι περιπτώσεις για τις οποίες προβλέπεται αποκλειστική δικαιοδοσία βάσει του άρθρου 24 του Κανονισμού πάντα υπερισχύουν.

 

Το άρθρο 24 του Κανονισμού φυσικά υπερισχύει έναντι όλων των υπολοίπων επιπροσθέτων βάσεων δικαιοδοσίας που δυνατό να επικαλεστούν οι Ενάγοντες. Σχετικές είναι οι αναφορές από το Σύγγραμμα The Brussels I Regulation - Recast (ανωτέρω):

 

«8.01 Art 24 contains five heads of exclusive jurisdiction. The list is mandatory and exhaustive, though the Recast Regulation also provides for other grounds of exclusive jurisdiction else-where [Arts 14 (1), 18 (2), 22 (1). Cf Art 25 (1)]. «Exclusivity» means in this context that the designated court is the only one to have competence. In particular, the claim cannot be brought in the country of the domicile of the defendant or under any head of special jurisdiction. Moreover, a choice-of-forum agreement or a trust instrument cannot override Art 24 because the provision trumps party autonomy”.

 

Με τα πιο πάνω επιβεβαιώνεται η υπεροχή του Άρθρου 24 – που δίνει αποκλειστική δικαιοδοσία στα αγγλικά δικαστήρια για σκοπούς της παρούσας υπόθεσης - έναντι ακόμη και ρήτρας δικαιοδοσίας σε trust ή σε συμφωνία. Τα πιο πάνω έχουν άμεση σχέση με την παρούσα υπόθεση, εφόσον, με βάση τα Άρθρα 24 και 25 του Κανονισμού (όπως αναλύθηκε πιο πάνω), αποκλειστική δικαιοδοσία σε σχέση με την εκτέλεση της αγγλικής απόφασης, έχει το Δικαστήριο στο οποίο θα ζητηθεί η εκτέλεση (προφανώς, το αγγλικό δικαστήριο στην παρούσα υπόθεση, το οποίο μπορεί να εφαρμόσει χωρίς περιορισμό και το κυπριακό δίκαιο όπου χρειάζεται και όπου εφαρμόζεται).

 

Συνεπώς, ανεξαρτήτως του κατά πόσο το έγγραφο του εμπιστεύματος Jailau προνοεί για αποκλειστική δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων και ανεξάρτητα του άρθρου 12Β του Ν. 69(1)/1992, τέτοια ρήτρα δικαιοδοσίας στην παρούσα υπόθεση καθίσταται ανενεργή σε σχέση με τις Αιτήτριες είτε από το άρθρο 25(3) του Κανονισμού είτε από το άρθρο 25(4) σε συνδυασμό με το Άρθρο 24 αυτού.

 

Επομένως, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι απόλυτοι ισχυρισμοί της Sholpan Arip και των εναγόντων περί γενικής αποκλειστικής δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων για όλα τα θέματα που αφορούν τα περιουσιακά στοιχεία του εμπιστεύματος έναντι τρίτων (όπως οι Αιτήτριες) ήταν λανθασμένοι και παραπλανητικοί.

 

Ακόμα, ο συλλογισμός βάσει του οποίου εκδόθηκε το Διάταγμα Επίδοσης ημερ. 14.09.2018 και στον οποίο βασίστηκε και η όλη θεώρηση για καταχώριση της παρούσας Αγωγής, αντίκειται στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο και συγκεκριμένα στις πρόνοιες του Κανονισμού 1215/2012 με αποτέλεσμα το εν λόγω Διάταγμα θα πρέπει να ακυρωθεί και η αγωγή να απορριφθεί.

 

ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΕΙΨΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ ΕΧΕΙ ΕΓΕΡΘΕΙ ΣΤΟ ΚΑΤΑΛΛΗΛΟ ΣΤΑΔΙΟ ΚΑΙ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΕΙ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΑΙΤΗΣΗΣ:

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση προβάλλουν ότι η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί ως «πρόωρη» και/ή δεν είναι το κατάλληλο στάδιο έγερσης των ζητημάτων και επειδή τα θέματα που προβάλλονται είναι «θέματα ουσίας».

 

Οι λόγοι αυτοί παρέμειναν ατεκμηρίωτοι χωρίς να υποδειχθεί ποια επιπρόσθετη μαρτυρία χρειάζεται να προσαχθεί, ούτε πιο ζήτημα «ουσίας» δεν μπορεί να αποφασιστεί σε αυτό το στάδιο. Τα γεγονότα είναι ξεκάθαρα και δεν αμφισβητούνται. Τα ζητήματα είναι καθαρά νομικά και ταυτόχρονα υπάρχει το αναγκαίο (μη- αμφισβητούμενο) πραγματικό υπόβαθρο ενώπιον του δικαστηρίου όπως και η προηγούμενη Ενδιάμεση Απόφαση που ανάστελλε την διαδικασία για συγκεκριμένο σκοπό, μέχρι δηλαδή την έκδοση της Απόφασης του Αγγλικού Δικαστηρίου το οποίο αποφάσισε επί των ενώπιον του ζητημάτων.

 

Όλα τα σχετικά γεγονότα στα οποία εδράζεται και τα οποία «συνθέτουν τη βάση» της Αγωγής κρίνω ότι έχουν ήδη τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου μέσω της λεπτομερέστατης Ένορκης Δήλωσης της Sholpan Arip ημερ. 27.08.2018 – αυτό επιβεβαιώνεται επί λέξει παρ. 11 της Ε/Δ Γεωργίου η οποία αναφέρει ότι: «Τα γεγονότα που συνθέτουν τη βάση της παρούσας αγωγής εκτίθενται λεπτομερώς στην ένορκη δήλωση της κ. Sholpan Arip ημερ. 27.08.2018» η οποία υιοθετήθηκε πλήρως και επισυνάφθηκε ως Τεκμ. 1.

 

Επιπρόσθετα όμως πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με το Άρθρο 27 του Καν. 1215/2012, τα Εθνικά Δικαστήρια εξετάζουν ακόμη και αυτεπάγγελτα ζήτημα εφαρμογής του Άρθρου 24 και ανεξάρτητα με το στάδιο ή το είδος της διαδικασίας που εκκρεμεί ενώπιον τους (βλ. απόφαση του Δ.Ε.Ε. στην υπόθεση Case 288/82, Duijnstee v. Lodewijk Goderbauer όπου ξεκαθαρίστηκε ότι τα εθνικά δικαστήρια έχουν υποχρέωση να πράξουν κάτι τέτοιο ακόμη και στις υποθέσεις που αφορούν εφέσεις και ανεξάρτητα από τα όρια επέμβασης που θέτει η εθνική διαδικασία στο εκδικάζον δικαστήριο σε τέτοιες διαδικασίες. Αυτή η αρχή επίσης τονίζεται στο προαναφερόμενο σύγγραμμα The Brussels I Regulation - Recast (ανωτέρω):

 

“8.02 This already shows the considerable importance of the exclusive heads of jurisdiction. The legislature takes so seriously that it requires courts of the Members States to heed to them on their own motion (ex officio). As the CJEU has clarified, this duty extends to appeal and supreme courts and applies even where their national rules of procedure limit their review to the grounds raised by the parties. Thus, every Member State court must verify - within the scope of the Recast Regulation - where another court has exclusive jurisdiction before deciding on the merits of the claim. There is no room for national exceptions, such as the application of the forum non conveniens doctrine.

[…]

10.06 According to Art 27, where a court of a Member State is seised of a claim which is principally connected to a matter egulated in Art 24, the court has to establish jurisdiction ex officio. As follows from the CJEU ruling in case Duijnstee ν Goderbauer, discussed above, this obligation applies regardless of the stage of the procedure reached (including in appellate proceedings) and it overrides domestic procedural rules that limit the possibility to review jurisdiction in such a case. As with Art 24 itself it is not overridden by the parties purported submission to the jurisdiction. To establish that Art 24 applies, the court may generally rely upon the facts presented by the parties, but should not proceed on the basis of assertion alone. If those facts are unclear the court should require further information or evidence from the parties”.

 

Στην παρούσα υπόθεση, κρίνω ότι είναι επιτακτικό καθώς οι ενάγοντες με την ένσταση τους δεν προσκόμισαν οποιαδήποτε μαρτυρία ή τεκμήριο για να αντικρούσουν τα πραγματικά περιστατικά που επικαλούνται οι Αιτήτριες ούτε επιδίωξαν να συμπληρώσουν ή να διευρύνουν το πραγματικό υπόβαθρο στο οποίο στηρίζεται η αγωγή με οτιδήποτε πέραν της μαρτυρίας που έθεσαν εξ αρχής.  Σχετική είναι η προαναφερθείσα  απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας ημερ. 12.05.2021 στην Εναρκτήρια Κλήση 5/2018 της κ. Τ. Καρακάννα, Π.Ε.Δ. (ως ήταν τότε), όπου εξετάστηκε το ζήτημα και κρίθηκε ότι ήταν το κατάλληλο στάδιο να αποφασιστεί ο παραμερισμός της διαδικασίας για τους ίδιους λόγους (βλ. στη σελ. 21 επ. της απόφασης).

 

ΤΟ ΑΡΘΡΟ 24 ΕΦΑΡΜΟΖΕΤΑΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ ΤΩΝ ΜΕΡΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΘΝΙΚΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ:

 

Θα πρέπει να ειπωθεί ότι το Άρθρο 24 του Κανονισμού εφαρμόζεται ανεξάρτητα από τον τόπο κατοικίας των μερών ενόψει του ότι αυτές οι βάσεις δικαιοδοσίας προκύπτουν από το αντικείμενο της διαφοράς αντί από τα πρόσωπα. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα επίσης από το σύγγραμμα The Brussels I Regulation - Recast (ανωτέρω):

 

8.05 In assessing the scope of exclusive jurisdiction, it must not be forgotten that Art 24 applies independently of the defendant's domicile or the domicile of any other party. Thus, a court in Spain would be competent to decide over a dispute relating to the ownership of immovable property situated in Seville even where the parties are US and Japanese nationals, the same applies for disputes over the validity of a company's constitution having its seat in the UK and involving parties from third States. The reason is that the grounds of jurisdiction are based on the subject matter and not on the persons involved.

8.06          Art 24 excludes the operation of the general principle of actor sequitur forum rei under Art 4. Within its scope, Arts 7-9 are also inapplicable. Furthermore, any head of special jurisdiction under the Recast Regulation is excluded as well.

8.07          There are provisions other than Art 24 that also set out exclusive heads of jurisdiction, namely for insurance, consumer, and employment contracts. Conflicts between different courts having exclusive jurisdiction under these provisions and under the different heads of jurisdiction contained in Art 24 are decided by Art 31 (1). Exclusive jurisdiction can also be assigned by the parties in a choice-of-court agreement or in a trust instrument, but Art 25 (4) expressly restricts the operation of these agreements and instruments where they purport to exclude courts that have jurisdiction under Art 24. [….]

8.09 Since Art 24 also applies to disputes involving parties domiciled outside the Member States, it completely supersedes national rules on competence.» […]

10.07 Article 24 applies regardless of the domicile of the defendant, when the proceedings concern one of the designated subject matters for a grant of exclusive jurisdiction and the identifying connecting factor points to the courts of a Member State. If a claim is principally concerned with one of the five types of disputes laid down in Art 24 and this provision would therefore confer exclusive jurisdiction upon the courts of another member state, the court seized has to decline jurisdiction. [...]”

 

Προκύπτει επομένως ότι το Άρθρο 24 έχει εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση ανεξαρτήτως της ιθαγένειας ή της κατοικίας των διαδίκων (και ειδικότερα των Αιτητριών στην υπό εξέταση αίτηση).

 

Τούτα δε ακόμη και αν η αναφορά στο Άρθρο 12Β του Ν.69(1)/1992 περί αποκλειστικής δικαιοδοσίας των κυπριακών δικαστηρίων είχε εφαρμογή σε όλες τις περιπτώσεις και έναντι οποιουδήποτε ανεξαιρέτως, παρά την ρητή αναφορά του άρθρου 12Β ότι δεν επηρεάζει τον Καν. 44/2001. Σε τέτοια περίπτωση το Δικαστήριο θα πρέπει να κηρύξει την εν λόγω πρόνοια ανενεργή στις περιπτώσεις που αυτή συγκρούεται με τον Καν. 1215/2012 ο οποίος έχει άμεση ισχύ σύμφωνα με την Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Άρθρο 179 του Συντάγματος που διασφαλίζει την υπεροχή του Ευρωπαϊκού Δικαίου.

 

ΟΙ ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ ΠΟΥ ΕΠΙΖΗΤΟΥΝΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΠΑΡΑΒΙΑΖΟΥΝ ΤΗΝ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΕΚΔΟΣΗΣ ΑΝΤΙ-ΑΓΩΓΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ:

 

Το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να εκδώσει αντι-αγωγικά διατάγματα (anti-suit injunctions) ή ανάλογα διατάγματα με τα οποία να διακηρύττεται ότι άλλο δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία καθώς τέτοια διατάγματα αντίκεινται στους σκοπούς των Καν. 44/2001 και 1215/2012 για την Διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις και ειδικότερα στις εδραιωμένες αρχές που έχει θέσει το Δ.Ε.Ε. μεταξύ άλλων στην υπόθεση Case C-159/02, Turner ν. Grovit και γενικά η Σ.Λ.Ε.Ε και το σύστημα ενιαίου χώρου δικαιοσύνης που ισχύει στην Ευρωπαϊκή Ένωση το οποίο βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ δικαστικών αρχών.

 

Στην υπό εκδίκαση αίτηση είναι φανερή η παραβίαση αυτών των δεσμευτικών αρχών καθότι ο σκοπός κάποιων αιτητικών ως τα αιτητικά «Ι» και «ΙΑ» είναι η παρεμπόδιση με διατάγματα διαδικασιών (εκτέλεσης) σε άλλο κράτος μέλος αλλά και η ισχύς διατάγματος που εκδόθηκε από τα δικαστήρια το οποίο αφορά περιουσία που βρίσκεται εκεί.  Τα εν λόγω αιτητικά επεμβαίνουν στη δικαιοδοσία άλλων κρατών μελών, σε διατάγματα και διαδικασίες που λήφθηκαν στην Αγγλία αλλά και στην ελευθερία των Εναγόμενων 6-9 να λάβουν μέτρα και να προστατέψουν τα δικαιώματά τους σε άλλες ανάλογες διαδικασίες. Στο ίδιο πνεύμα το αιτητικό ΙΒ επιδιώκει προληπτικά την μη αναγνώριση οποιαδήποτε μελλοντικής απόφασης στο εξωτερικό, θεραπεία που δεν προβλέπεται από τον Καν. 1215/2012 και που παραβιάζει τον όλο τρόπο λειτουργείας του.  Στην παρούσα υπόθεση τα επιδιωκόμενα αντι-αγωγικά διατάγματα αφορούν περιορισμό διαδικασιών εκτέλεσης στην Αγγλία. Η έγκριση τους θα συνιστούσε ευθεία παραβίαση  του άρθρου 24(5) του Κανονισμού.

 

Τα κυπριακά δικαστήρια δεν έχουν εξουσία να εκδίδουν αντι-αγωγικά διατάγματα, αποστερώντας από έναν διάδικο να προσφύγει σε άλλο δικαστήριο κράτους που δεσμεύεται από τον Καν. 1215/2012 ή να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή θέσεις. Ο λόγος που δεν δύναται ένα δικαστήριο να αποφασίζει για την (μη) δικαιοδοσία άλλου δικαστηρίου όταν εφαρμόζεται ο Κανονισμός είναι ουσιαστικά ο σεβασμός και η εμπιστοσύνη που πρέπει να υπάρχει προς τις αποφάσεις δικαστηρίων άλλων Κρατών και η ευχέρεια ενός δικαστηρίου Κράτους-Μέλους να αποφασίσει το ίδιο αν έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί της διαφοράς χωρίς να παρεμβαίνει δικαστήριο άλλης χώρας για να του υποδεικνύει πότε έχει δικαιοδοσία. Σημαντική είναι η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στην υπόθεση Case C-159/02, Turner v. Grovit, ημερομηνίας 27.4.2004. Στην εν λόγω υπόθεση, εξετάζοντας τις πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Σύμβασης του 1968 για τη Διεθνή Δικαιοδοσία και Εκτέλεση Αποφάσεων σε Αστικές και Εμπορικές Υποθέσεις (η οποία αποτέλεσε τη βάση για τους Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς Καν. 44/2001 και μετέπειτα τον  Καν. 1215/2012) όπου το Δ.Ε.Ε. αποφάσισε τα εξής αναφορικά με αντι-αγωγικό διάταγμα που εδραζόταν στη βάση ότι η άλλη χώρα δεν είχε δικαιοδοσία:

 

28. …«In so far as the conduct for which the defendant is criticised consists in recourse to the jurisdiction of the court of another Member State, the judgment made as to the abusive nature of that conduct implies an assessment of the appropriateness of bringing proceedings before a court of another Member State. Such an assessment runs counter to the principle of mutual trust which, as pointed out in paragraphs 24 to 26 of this judgment, underpins the Convention and prohibits a court, except in special circumstances which are not applicable in this case, from reviewing the jurisdiction of the court of another Member State».

[…]

31. « Consequently, the answer to be given to the national court must be that the Convention is to be interpreted as precluding the grant of an injunction whereby a court of a Contracting State prohibits a party to proceedings pending before it from commencing or continuing legal proceedings before a court of another Contracting State, even where that party is acting in bad faith with a view to frustrating the existing proceedings".

 

Σχετική ανάλυση γίνεται στο σύγγραμμα The Brussels I Regulation - Recast (ανωτέρω), σελ. 117 -118, παρ. 3.10, το οποίο αφορά τον ισχύοντα σήμερα Ευρωπαϊκό Κανονισμό  1215/2012. Αφού γίνεται αναφορά στην Turner ν. Grovit (ανωτέρω) εξηγείται ότι δεν επιτρέπεται η έκδοση αντι-αγωγικών διαταγμάτων μεταξύ δικαστηρίων Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης:

 

"...  In the Turner case, the CJEU prohibited Member State courts to   grant  orders  (anti-suit   injunctions)   restraining litigation before the courts of another Member State... [...]

The CJEU stated that granting such a restraining order is incompatible with the Brussels I regime, which provided a 'complete set of rules on jurisdiction', and that each Court is entitled to rule as to its own jurisdiction, but not as to the jurisdiction of a court of another Member State. The CJEU argued that such a restraining order involves an assessment of the appropriateness of bringing proceedings before the courts of another [Member] State". This involves a certain degree of appreciation by the courts which is contrary to the closed and mandatory nature of the Brussels regime. […]”.

 

Σχετικά είναι τα όσα λέχθηκαν στην Ενδιάμεση Απόφαση της Εναρκτήριας Κλήσης 5/18 του Ε.Δ. Λάρνακας ημερ. 24.10.2018 του κ. Παπαμιχαήλ, Π.Ε.Δ., που οδήγησε στην ακύρωση των προσωρινών διαταγμάτων που είχαν εκδοθεί στο πλαίσιο της, με την οποία η Sholpan Arip επιζητούσε πανομοιότυπες θεραπείες σε σχέση με ένα άλλο εμπίστευμα:

 

«Το Δικαστήριο επίσης δεν έχει εξουσία να εκδίδει αντιαγωγικά διατάγματα (anti-suit injunctions) καθώς τέτοια διατάγματα αντίκεινται στους σκοπούς των Ευρωπαϊκών Κανονισμών 44/2001 και 1215/12 όπως και στη Σύμβαση του Lugano, για την Διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις και ειδικότερα στις εδραιωμένες αρχές που έχει θέσει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μεταξύ άλλων στην υπόθεση Case C-159/02 Turner v. Grovit.

Τα Κυπριακά Δικαστήρια, ως Δικαστήρια κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής ένωσης δεν έχουν εξουσία να εκδίδουν αντιαγωγικά διατάγματα, αποστερώντας από έναν διάδικο να προσφύγει σε άλλο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο λόγος είναι ουσιαστικά ο σεβασμός και η εμπιστοσύνη που πρέπει να υπάρχει προς τις αποφάσεις Δικαστηρίων άλλων κρατών-μελών και η ευχέρεια ενός Δικαστηρίου κράτους - μέλους να αποφασίσει το ίδιο αν έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί της διαφοράς. Η έλλειψη δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων συνεπάγεται αυτόματα την ακύρωση των εκδοθέντων διαταγμάτων».

 

Επομένως, η έκδοση είτε αντι–αγωγικων διαταγμάτων είτε η απόδοση των οποιωνδήποτε από τις υπόλοιπες θεραπείες θέτουν υπό αμφισβήτηση διαδικασίες που λήφθηκαν και ολοκληρώθηκαν, προσκρούει στο σύστημα που προβλέπει ο Κανονισμός 1215/2012 (και ο Καν. 44/2001).

 

Η έκδοση της αγγλικής απόφασης ημερ. 21.12.2021 και του Διατάγματος 11.04.2022 επιλύουν κατά την άποψη μου όλα τα ζητήματα που αφορούν την εκτέλεση κατά των υπό αναφορά ακινήτων στο Λονδίνο. Επομένως η συνέχιση της παρούσας θέτει υπό αμφισβήτηση το σύστημα αναγνώρισης αποφάσεων που προβλέπουν οι Κανονισμοί 1215/2012 και 44/2001 και/ή οδηγεί σε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. 

 

Υπό τις περιστάσεις κρίνω ότι η ύπαρξη της παρούσας αγωγής δεν επιδιώκει απλά την παράκαμψη διαδικασιών εκτέλεσης που είχαν ξεκινήσει (ή δυνατό να ξεκινήσουν στο μέλλον) αλλά επίσης προσκρούει κατά δεσμευτικών αποφάσεων σε διαδικασίες που έχουν ήδη ολοκληρωθεί και συγκεκριμένα τελεσίδικων αποφάσεων και διαταγμάτων που ήδη εκδοθήκαν οι οποίες έχουν καταστεί δεσμευτικές στην Κύπρο (Σχετ. οι παρ. 7-10 και τα Τεκμ. 3 και 4-9 στην Ε/Δ Αρμεύτη).

 

Πέραν του ότι το παρόν δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει την παρούσα  υπόθεση, ως αποτέλεσμα της Απόφασης του αγγλικού δικαστηρίου η οποία έχει επιλύσει όλα τα ζητήματα που αφορούν την εκτέλεση κατά των υπό αναφορά ακινήτων στο Λονδίνο, η προώθηση της παρούσας αγωγής από τους ενάγοντες προσκρούει και στα ακόλουθα:

(i)         Η παρούσα διαδικασία έχει καταστεί άνευ αντικειμένου,

(ii)       η συνέχιση της διαδικασίας αντίκειται τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό καθότι αποτελεί δεσμευτική απόφαση, και

(iii)      υπό τις περιστάσεις οδηγεί σε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.

 

Με την Απόφαση του  το Αγγλικό Δικαστήριο ημερ. 21.12.2021 και το Διάταγμα ημερ. 11.04.2022 έχει αποφασισθεί τελεσίδικα ότι οι Αιτήτριες μπορούν να εκτελέσουν την Απόφαση των 300 εκατ. δολαρίων εναντίον του Maksat Arip με την πώληση ακίνητων στο Λονδίνο, κάτι που ήδη έχει γίνει.

 

Το γεγονός αυτό και μόνο έχει καταστήσει την παρούσα Αγωγή άνευ αντικειμένου καθότι έχουν επιλυθεί τελεσίδικα όλα τα ζητήματα που αφορούν την δυνατότητα εκτέλεσης κατά των υπό αναφορά ακινήτων στο Λονδίνο και ειδικότερα του ότι έχει αποφασισθεί ότι οι Αιτήτριες μπορούν να εκτελέσουν την Απόφαση εναντίον του Maksat Arip με την πώληση τους (και αυτά έχουν ήδη πωληθεί). Ως έχει νομολογηθεί με τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Eurocypria v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 1 Α.Α.Δ. 1783 και στην Marketrends v. Θεοδωρίδη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1248, το δικαστήριο δεν ενεργεί «επί ματαίω», δηλαδή δεν εκδίδει διατάγματα που δεν έχουν οποιοδήποτε αντικείμενο ή δεν μπορούν να εκτελεστούν.

 

Παραβίαση του Ευρωπαϊκού Κανονισμού καθότι η Αγγλική Απόφαση και το Διάταγμα που ακολούθησε για πώληση των ακινήτων αποτελεί δεσμευτική απόφαση:

 

Η παρούσα αγωγή δεν μπορεί να προχωρήσει καθότι προσκρούει στην Αγγλική Απόφαση και το Διάταγμα, ενώ αυτή δεν έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση στην Κύπρο ή στην Αγγλία όπου εκδόθηκε. Αυτό αντίκειται στο σύστημα αναγνώρισης αποφάσεων που προβλέπουν οι σχετικοί Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί.  Έχει καταστεί προφανές  ότι έναυσμα για την καταχώριση της παρούσας αγωγής αποτέλεσε η προώθηση από τις Αιτήτριες μέτρων εκτέλεσης έναντι της εν λόγω ακίνητης περιουσίας που βρίσκεται στο Λονδίνο (Σχετ. η παρ. 39 της Ε/Δ της Sholpan Arip, ημερ. 27.08.2018) που σήμερα έχουν ολοκληρωθεί μέσω της Αγγλικής Απόφασης ημερ. 21.12.2021 και το Διάταγμα ημερ. 11.04.2022 (βλ. πιστοποιημένο αντίγραφο της Απόφασης ημερ. 21.12.2021 (Τεκμ. 4) και Πιστοποιημένο αντίγραφο του Διατάγματος ημερ. 11.04.2022 (Τεκμ.  5) στην Ε/Δ  Αρμεύτη).

 

Η εν λόγω Απόφαση και το σχετικό Διάταγμα έχουν άμεση ισχύ στην Κύπρο εφόσον αναγνωρίζονται χωρίς την ανάγκη οποιασδήποτε ειδικής διαδικασίας. Η Αγγλική Απόφαση ημερ. 21.12.2021 και το Διάταγμα ημερ. 11.04.2022 είναι απόλυτα δεσμευτικά, έχουν προσκομιστεί τα προβλεπόμενα πιστοποιητικά με βάση τους Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς, ενώ δεν έχει ληφθεί οποιοδήποτε διάβημα στην Κύπρο που να θέτει υπό αμφισβήτηση την αναγνώριση τους. Συνεπώς, η τυχόν συνέχιση της παρούσας διαδικασίας προσκρούει στα άρθρα 36 και 52 του Καν. 1215/2012.  

 

Η σκέψη (recital) 26 του Κανονισμού επαναβεβαιώνει την αρχή ότι απόφαση που εκδίδεται από τα δικαστήρια άλλου κράτους θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως εάν είχε εκδοθεί στο κράτος μέλος αναγνώρισης ή εκτέλεσης:

 

«(26) Η αμοιβαία εμπιστοσύνη στην απονομή της δικαιοσύνης στην Ένωση δικαιολογεί την αρχή όπως οι αποφάσεις που εκδίδονται σε ένα κράτος μέλος αναγνωρίζονται σε όλα τα κράτη μέλη χωρίς να απαιτείται ειδική διαδικασία. Επιπλέον, η σκοπιμότητα να καταστούν οι διασυνοριακές διαφορές λιγότερο χρονοβόρες και δαπανηρές δικαιολογεί την κατάργηση της κήρυξης εκτελεστότητας πριν από την εκτέλεση στο κράτος μέλος αναγνώρισης ή εκτέλεσης. Ως εκ τούτου, η απόφαση που εκδίδεται από τα δικαστήρια κράτους μέλους θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως εάν είχε εκδοθεί στο κράτος μέλος αναγνώρισης ή εκτέλεσης».

 

Το Άρθρο 36 του Καν. 1215/2012 προνοεί επίσης ότι απόφαση η οποία έχει εκδοθεί σε ένα κράτος μέλος αναγνωρίζεται στα υπόλοιπα κράτη χωρίς να απαιτείται ειδική διαδικασία. Επίσης, το Άρθρο 37 προβλέπει ότι ένας διάδικος που επιθυμεί να επικαλεστεί σε κράτος μέλος απόφαση η οποία έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος προσκομίζει:

 

α) Αντίγραφο της απόφασης το οποίο να συγκεντρώνει τις αναγκαίες προϋποθέσεις γνησιότητας, και

β) τη βεβαίωση που εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 53.

 

Αυτό έχει γίνει και στην παρούσα υπόθεση σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που θέτει ο Καν. 1215/12 αλλά και ο Καν. 44/2001 (Σχετ. η παρ. 7-10 στην  Ε/Δ Αρμεύτη και τα σχετικά σ’ αυτές τεκμήρια). 

 

Το Άρθρο 52 του Καν. 1215/2012 επίσης προβλέπει ότι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σε ένα κράτος, σε καμία περίπτωση δεν ελέγχονται επί της ουσίας στο κράτος μέλος αναγνώρισης ή εκτέλεσης. Ανάλογες πρόνοιες για την άμεση αναγνώριση αποφάσεων περιέχονται και στα άρθρα Καν. 44/2001 (Άρθρο 33) το οποίο προνοεί ότι  απόφαση που εκδίδεται σε κράτος μέλος αναγνωρίζεται στα λοιπά κράτη μέλη χωρίς ιδιαίτερη διαδικασία και αποκλείεται η επί της ουσίας αναθεώρηση της αλλοδαπής αποφάσεως (Άρθρο 36).

 

Επαναλαμβάνεται και στο σημείο αυτό ότι ενώ οι Εναγόμενοι 1-5 (ως εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες και επίτροπος του εμπιστεύματος) έλαβαν ενεργά μέρος στη διαδικασία για τα μέτρα εκτέλεσης που διεξήχθη στην Αγγλία, ο εξ αποφάσεως οφειλέτης της αρχικής Απόφασης (Maksat Arip) και η Sholpan Arip, γονείς των εναγόντων, δεν συμμετείχαν απευθείας στη διαδικασία, παρά το ότι αυτή τούς είχε επιδοθεί. Ούτε οι ενάγοντες έλαβαν μέρος απευθείας με οποιονδήποτε τρόπο, παρά το ότι προφανώς γνώριζαν για την ύπαρξη των μέτρων εκτέλεσης που τους ώθησαν να προωθήσουν την παρούσα αγωγή σε συνεννόηση με τους εναγόμενους 1 - 5.  Επίσης, κανένα από αυτά τα μέρη δεν αμφισβήτησε την δικαιοδοσία του αγγλικού δικαστηρίου να επιλαμβάνεται των μέτρων εκτέλεσης που έχουν ολοκληρωθεί και οδήγησαν στην Απόφαση του αγγλικού δικαστηρίου ημερ. 21.12.2021 και στο Διάταγμα ημερ. 11.04.2022 (Σχετ. στη σελ. 2 της Επιστολής – Γνωμάτευσης των Άγγλων δικηγόρων των Αιτητριών η οποία είναι το Τεκμ. 3 στην Ε/Δ Αρμεύτη).

 

Το ζήτημα της Κατάχρησης της διαδικασίας:

 

Υπό τις περιστάσεις, προκύπτει και προφανές ζήτημα κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας  με την προώθηση αξιώσεων που δεν θα επιτρέπουν στη συνέχιση από μέρους των εναγόντων της παρούσας αγωγής για οποιοδήποτε ζήτημα αποφασίστηκε στα πλαίσια της Απόφασης και του Διατάγματος για πώληση των ακινήτων που έχει ήδη ληφθεί.

 

Στην αγγλική απόφαση Johnson v. Gore Wood & Co, [2002] 2 A.C. 1 (2000), διασαφηνίστηκε ότι η αρχή της κατάχρησης διαδικασίας λόγω επανανοίγματος ζητήματος σε δεύτερη διαδικασία («abuse of process objection based on relitigation») εφαρμόζεται και σε διάδικο που βρίσκεται σε σχέση «privity» με τον διάδικο που έλαβε μέρος στην πρώτη διαδικασία λόγω ύπαρξης κοινού συμφέροντος:

 

«The Court of Appeal was correct to hold that the rule in Henderson v Henderson 3 Hare 100 applies to a privy of the claimant in the first action as it would to the claimant himself and that the plaintiff was a privy of Westway Homes Ltd ("WWH") for the purposes of the rule. As to privity generally, an abuse of process objection based on relitigation may be taken against a person who is a privy of the original claimant in the sense of having a common interest in the determination of the original action».

 

Συνεπώς, στην παρούσα υπόθεση υφίσταται κατάχρηση διαδικασίας παρά το ότι οι ενάγοντες δεν έλαβαν απευθείας μέρος στην αγγλική διαδικασία εφόσον τους συνδέει σχέση «privy» λόγω κοινού συμφέροντος και σκοπού. Η εναγόμενη 1 είναι η Επίτροπος του εμπιστεύματος στο οποίο βασίζονται ως δικαιούχοι οι ενάγοντες για να εξαιρεθεί η σχετική περιουσία από τα μέτρα εκτέλεσης εκτός Κύπρου. Το συμφέρον δηλαδή μεταξύ τους είναι το ίδιο όπως και αυτό των εναγομένων 2-5 που επίσης έλαβαν ενεργό ρόλο στην αμφισβήτηση της αγγλικής διαδικασίας.

 

Επαναλαμβάνω και εδώ  ότι ο Επίτροπος του Εμπιστεύματος (εναγόμενη 1), όσο και οι εναγόμενες 2-5 ως εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες των ακινήτων, έλαβαν μέρος στην Αγγλική διαδικασία και προέβαλαν ανεπιτυχώς υπερασπίσεις που είχαν σκοπό να εξαιρέσουν την περιουσία που σχετίζεται με το εμπίστευμα από τα μέτρα εκτέλεσης που έλαβαν στην Αγγλία οι Εναγόμενες 6-9 /Αιτήτριες.  Δηλαδή ακριβώς ό,τι επιδιώκουν οι ενάγοντες (ως δικαιούχοι του ίδιου Εμπιστεύματος που η εναγόμενη 1 είναι Επίτροπος)  με την έγερση και προώθηση της παρούσας αγωγής, που όπως φαίνεται από την σχετική μαρτυρία  και  δικογραφία έγινε σε συνεννόηση με τις εναγόμενες 1-5 μετά την έναρξη της υπό αναφορά αγγλικής διαδικασίας. 

 

Θα εξετάσω στη συνέχεια στη βάση των γεγονότων που τέθηκαν ενώπιον μου τους λόγους που προβάλλονται στην Ε/Δ Αρμεύτη και αφορούν: (α) την μη ικανοποίηση των προϋποθέσεων της Δ.6 Θ.4 και ειδικότερα το γεγονός ότι οι Ενάγοντες δεν αποκάλυψαν αγώγιμο δικαίωμα και/ή εκ πρώτης όψεως και/ή καλή υπόθεση εναντίον οποιουδήποτε από τους εναγόμενους όταν έλαβαν άδεια επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας, (β) τον λόγο ότι η αγωγή στερείται πραγματικής βάσης και δεν καταδείχθηκε παράνομη ενέργεια ούτε και δικαιολογείται η απόδοση θεραπείας και (γ) ότι η έγερση της παρούσας αγωγής έγινε κακόπιστα και καταχρηστικά σε συνεννόηση των Καθ’ ων η αίτηση με τη μητέρα τους Sholpan Arip και τον πατέρα τους  Maksat Arip με μοναδικό σκοπό την προβολή εμποδίων στις Αιτήτριες στην διεκδίκηση των νομίμων δικαιωμάτων τους.  

 

Σε σχέση με την πρώτη προϋπόθεση για λήψη άδειας επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας τελικά είναι η κρίση μου ότι δεν υφίσταται απλά ζήτημα έλλειψης δικαιοδοσίας (όπως έχει εξηγηθεί εκτενώς πιο πάνω), αλλά ταυτόχρονα δεν υπάρχει αγώγιμο δικαίωμα εναντίον των Αιτητριών αλλά ούτε και των υπόλοιπων εναγομένων οι οποίοι έχουν προστεθεί για αλλότριους σκοπούς. Το ζητούμενο από πλευράς καλής εκ πρώτης όψεως υπόθεσης σε τέτοιες αιτήσεις έχει συνοψιστεί σε αριθμό αποφάσεων. Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Zachariades & Pantelides Eterprises Ltd v. FIAT AUTO SPA (2000) 1(A) A.A.Δ 447  με αναφορά στην υπόθεση Demstar Limited v. Zim Israel Navigation Co Ltd κ.α. (1996) 1 Α.Α.Δ. σελ. 596:

 

«..... η ύπαρξη των προϋποθέσεων για τη χορήγηση άδειας για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας πρέπει να τεκμηριώνεται με την προσαγωγή ανάλογης μαρτυρίας και δεν αρκεί η επίκληση γνώμης για την ύπαρξη των αναγκαίων δεδομένων, ούτε, ασφαλώς η απλή γενική και συμπερασματική αναφορά ότι οι προϋποθέσεις συντρέχουν».

 

Τονίζεται ότι το βάρος για τεκμηρίωση της ύπαρξης εκ πρώτης όψεως καλής ή συζητήσιμης υπόθεσης παραμένει στους ώμους των Αιτητών καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας για παραμερισμό (βλ. υπόθεση GCC COMPUTERS LTD ν. PENRIL DATACOM LTD (2000) 1 Α.Α.Δ. 1584 ). Οι Ενάγοντες δεν έχουν καταδείξει οποιαδήποτε βάση αγωγής εναντίον οποιωνδήποτε από τους Εναγόμενους. Η απαίτηση των εναγόντων πάσχει τόσο από πλευράς νομικής όσο και από πλευράς πραγματικής θεμελίωσης. Όπως εξηγήθηκε πιο πάνω και αναφέρεται και στην Ε/Δ Αρμεύτη ότι στην πραγματικότητα τα παρακλητικά της Αγωγής προωθούνται για αλλότριους σκοπούς και/ή έχουν σκοπό να επηρεάσουν μέτρα εκτέλεσης που ήδη προωθούνται εναντίον του πατέρα των εναγόντων.

 

 Στην Ε/Δ της Sholpan Arip ημερ. 27.08.2018  εκ μέρους των εναγόντων αναφέρει ρητά ότι ο λόγος και η βάση προώθησης της αγωγής είναι η ισχυριζόμενη παράβαση της «αποκλειστικής δικαιοδοσίας των κυπριακών δικαστηρίων» για οποιοδήποτε ισχυρισμό σε σχέση με την ισχύ ή τα περιουσιακά στοιχεία του εμπιστεύματος (Σχετ. η παρ. 42 της Ε/Δ ημερ. 27.08.2018). Σχετικές είναι επίσης μεταξύ άλλων και οι παρ. 43.5 και 48. Όπως επιβεβαιώνεται με την Ε/Δ ημερ. 13.09.2018 προς υποστήριξη της αίτησης για άδειας επίδοσης ίδιας ημερομηνίας, τα γεγονότα που συνθέτουν τη βάση της παρούσας αγωγής εκτίθενται λεπτομερώς στην εν λόγω ένορκη δήλωση της Sholpan Arip. Δηλαδή, το παράπονο των Εναγόντων, το οποίο  αποτελεί και τη βάση της παρούσας Αγωγής, είναι ότι είναι απλά παράνομο για τις Εναγόμενες 6-9 /Αιτήτριες [‘Claimants in the English claim’] να λαμβάνουν μέτρα εκτός Κύπρου σε σχέση με το εμπίστευμα και τα περιουσιακά του στοιχεία, διότι τα Κυπριακά Δικαστήρια έχουν αποκλειστική δικαιοδοσία.

 

   Πρόκειται περί παράδοξου και πρωτοφανούς ισχυρισμού ο οποίος κατ’ αρχάς καταρρίπτεται με όσα έχουν αναφερθεί πιο πάνω σε σχέση με το θέμα της δικαιοδοσίας, σε σχέση με το ότι: (i) τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν έχουν αποκλειστική ή έστω (παράλληλη) δικαιοδοσία είτε βάσει του Ευρωπαϊκού Δικαίου είτε σύμφωνα με το Άρθρο 12Β του Ν.69(I)/1992 στην παρούσα υπόθεση, (ii) τα κυπριακά δικαστήρια δεν μπορούν να επέμβουν σε διαδικασία (εκτέλεσης) που λήφθηκε στη Αγγλία, (iii) σε σχέση με το ότι απαγορεύεται η έκδοση αντι-αγωγικών διαταγμάτων εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης και (iv) σε σχέση με το ότι η αγωγή στην ολότητα της παραβιάζει το Άρθρο 24 του Καν. 1215/2012. Συνεπώς δεν υφίσταται οποιαδήποτε βάση αγωγής στην παρούσα υπόθεση εναντίον οποιωνδήποτε από τους εναγόμενους.

 

   Επιπρόσθετα όμως των ανωτέρω, δεν υπάρχει βάση αγωγής και για τον λόγο ότι οι ενάγοντες ή ο πατέρας τους Maksat Arip, μπορούσαν να εγείρουν ενώπιον του αγγλικού δικαστηρίου που επιλαμβάνεται της διαφοράς οποιοδήποτε ισχυρισμό (πέραν αυτών που προώθησαν οι εναγόμενοι 1-5), περιλαμβανομένου και του ισχυρισμού ότι το αγγλικό δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να εκδικάσει την διαφορά. Και εύλογα γεννάται το ερώτημα πώς είναι δυνατόν να εκκρεμούσε ήδη η διαφορά στην Αγγλία και αντί να προβληθούν εκεί οι θέσεις των εναγόντων να ζητείται από το κυπριακό δικαστήριο να επέμβει και να αποφασίσει για λογαριασμό του αγγλικού δικαστηρίου ότι εκείνο δεν έχει δικαιοδοσία;   

 

Κρίνω  στη βάση των πιο πάνω ότι δεν έχουν ικανοποιηθεί οι προϋποθέσεις της Δ.6 θ.4 για χορήγηση άδειας και ειδικότερα ότι οι ενάγοντες πέραν της έλλειψης δικαιοδοσίας δεν απεκάλυψαν ούτε αγώγιμο δικαίωμα και/ή εκ πρώτης όψεως και/ή καλή υπόθεση όπως επιβάλλει η νομολογία και οι θεσμοί μας (στο βαθμό που εφαρμόζονται). 

 

Από την στιγμή δηλαδή που δεν υπάρχει αποκλειστική δικαιοδοσία, η βάση αγωγής καταρρέει στην ολότητα της και αυτή είναι και η αντίληψη μου σε σχέση με την παρούσα υπόθεση. 

 

Καταλήγω επομένως ως προς το ζήτημα ότι η Αγωγή είναι όχι μόνο αβάσιμη αλλά αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας του δικαστηρίου καθώς ο απώτερος σκοπός είναι η προστασία του εξ αποφάσεως οφειλέτη από τα μέτρα εκτέλεσης κατά των περιουσιακών στοιχείων που σχετίζονται με το εμπίστευμα Jailau.

 

Με την ένσταση και την υποστηρικτική της Ε/Δ, προβάλλεται η διαμορφωμένη θέση ότι η ουσιαστική αξίωση αφορά την «αναγνώριση της εγκυρότητας του επίδικου εμπιστεύματος».  Όμως σύμφωνα με τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον μου κανένας καλός λόγος δεν υφίσταται για την επιδίωξη αυτής της αναγνωριστικής θεραπείας μέσω της παρούσας αγωγής παρά μόνο για να παρεμποδιστεί με αντικανονικό τρόπο η εκτέλεση εκτός Κύπρου. Ούτε καμία πραγματική ανάγκη ούτε καλός λόγος για την λήψη δηλωτικών αποφάσεων κρίνω ότι υπάρχει υπό τις περιστάσεις.

 

Σε κάθε περίπτωση κρίνω ότι δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που θέτει η νομολογία για την έκδοση δηλωτικής απόφασης, ούτε και η παρούσα διαδικασία είναι η κατάλληλη για την επίλυση των ζητημάτων που εγείρονται λαμβάνοντας υπόψη τις διαδικασίες που έλαβαν χώρα στην Αγγλία. Μεταξύ άλλων, δεν διακρίνω πραγματική διαφορά μεταξύ των διαδίκων και ειδικότερα μεταξύ των εναγόντων και των εναγομένων. Όπως έχει καταδειχθεί πιο πάνω, σκοπός των επιδιωκόμενων θεραπειών δεν ήταν άλλος από την παρέμβαση και την δημιουργία εμποδίων στην εκτέλεση της αγγλικής απόφασης εναντίον του Maksat Arip.

 

Όπως τονίζεται στη σχετική νομολογία, η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου για έκδοση αναγνωριστικών αποφάσεων δεν πρέπει να ασκείται εκτός εάν υπάρχει «καλός λόγος». Περαιτέρω το δικαστήριο θα πρέπει να πειστεί ότι δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος για την επίλυση των ζητημάτων που εγείρονται. Όπως τονίστηκε στην Αγγλική απόφαση Rolls-Royce plc v. Unite the Union [2009] EWCA Civ 387 η οποία αναφέρθηκε στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημ. 20.07.2016 στην υπόθεση ANDRENAL SHIPPPING COMPANY LTD κ.α. v. COMPANIA NAVIERA IRIS S.A κ.α. στην Πολιτική Έφεση Αρ. 49/2014:

 

«In all cases, assuming that the other tests are satisfied, the court must ask: is this the most effective way of resolving the issues raised. In answering that question it must consider the other options of resolving this issue»

 

Η παρούσα Αγωγή δεν είναι το κατάλληλο διάβημα για την προβολή των θέσεων των εναγόντων. Οι θέσεις των εναγόντων ως προς την εγκυρότητα του Εμπιστεύματος και/ή τη μεταφορά περιουσιακών στοιχείων σε αυτό, προβλήθηκαν (ανεπιτυχώς) από τους εναγόμενους 1 - 5 ως λόγοι ένστασης και υπεράσπισης στα πλαίσια των διαδικασιών εναντίον των περιουσιακών στοιχείων που σχετίζονται με αυτό και που ήδη ολοκληρώθηκαν στην Αγγλία  (και μπορούν να προβληθούν σε τυχόν ανάλογες τέτοιες διαδικασίες στο μέλλον).

 

Θα εξετάσω στη συνέχεια τη θέση των Αιτητριών ότι το Δικαστήριο δεν έχει επίσης δικαιοδοσία ούτε σύμφωνα με τους Εθνικούς Κανόνες Δικαιοδοσίας. Ότι οι εναγόμενες 1 - 5 ενάχθηκαν παράτυπα ενώ η Κύπρος δεν έχει οποιαδήποτε ουσιαστική σχέση με την υπόθεση.

 

Λόγω ακριβώς της εφαρμογής του Καν. 1215/2012 στην παρούσα υπόθεση, το ζήτημα της δικαιοδοσίας κρίνεται με βάση τον Κανονισμό και όχι σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες δικαιοδοσίας. Συνεπώς η Δ.6 θ.1 και γενικά οι εθνικοί κανόνες δικαιοδοσίας δεν είναι σχετικοί. Ακόμα όμως και εφαρμόζοντας τους εθνικούς κανόνες δικαιοδοσίας, πάλι δεν έχει δικαιοδοσία το παρόν Δικαστήριο.

 

Με βρίσκει σύμφωνο η θέση των Αιτητριών ότι το διάταγμα επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας ημερομηνίας 14.09.2018 κακώς εκδόθηκε, τόσο για τους πιο πάνω λόγους που βασίστηκαν στον Καν. 1215/2012 όσο και (διαζευκτικά) ότι η παρούσα υπόθεση δεν εμπίπτει σε καμία από τις κατηγορίες της Δ.6 Θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, καθότι η Κύπρος δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με την υπόθεση (εκτός από τον τόπο διαμονής των επιτρόπων του εμπιστεύματος).

 

Το ερώτημα που υποβόσκει είναι πράγματι ποια είναι η βάση αγωγής εναντίον των Εναγομένων 1–5 στην αγωγή. Η απάντηση δεν μπορεί να είναι άλλη από την παραπλάνηση του Δικαστηρίου ως προς το κατά πόσο μπορεί να ακούσει την παρούσα υπόθεση, διότι δεν υπάρχουν άλλοι εναγόμενοι εντός δικαιοδοσίας και διότι η ισχυριζόμενη παράνομη πράξη – δηλαδή η λήψη νομικών μέτρων στην Αγγλία, έγινε εκεί από τους εναγόμενους 6-9. Πώς γίνεται επομένως, ενώ ο σκοπός της αγωγής εδώ να είναι να εμποδιστούν τα μέτρα εκτέλεσης στην Αγγλία, να ενάγονται στην Κύπρο οι Εναγόμενοι 1-5; Όταν αυτές είναι οι εταιρείες που προέβαλαν υπεράσπιση στα εκεί μέτρα εκτέλεσης επικαλούμενες το εμπίστευμα;

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης φανερώνουν ότι η Κύπρος δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με τα επίδικα θέματα και οι ενάγοντες κακόπιστα και/ή καταχρηστικά προσέθεσαν ως εναγόμενους στην Αγωγή τους εναγόμενους 1 - 5 για να αποκτήσουν φαινομενικά δικαιοδοσία τα κυπριακά δικαστήρια χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε βάση αγωγής εναντίον τους και χωρίς να είναι αναγκαίοι διάδικοι.

 

Αυτό προκύπτει χωρίς αμφιβολία και από την εκ των υστέρων επίκληση με την ένσταση των άρθρων 1 - 6 του Καν. 1215/2012 και/ή της Δ.6.  Οι Εναγόμενοι 1 είναι απλά ο Επίτροπος του εμπιστεύματος, συνεπώς δεν είναι αναγκαίος διάδικος στην παρούσα υπόθεση. Οι εναγόμενοι 2 – 5 είναι απλά εταιρείες, στις οποίες ο Επίτροπος είναι μέτοχος, που κατείχαν τα ακίνητα, συνεπώς ούτε αυτοί είναι αναγκαίοι διάδικοι στην παρούσα υπόθεση.

 

Επισημαίνεται ότι όχι μόνο δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ εναγόντων και εναγομένων 1 – 5 αλλά, αντιθέτως, οι εναγόμενοι 1 – 5 έχουν υποβοηθήσει τους ενάγοντες εφόσον δεν εμφανίστηκαν στο Δικαστήριο για να αμφισβητήσουν την εγκυρότητα των Απαγορευτικών Διαταγμάτων και ταυτόχρονα βρίσκονταν σε επικοινωνία με τους δικηγόρους των εναγόντων πριν την καταχώριση της παρούσας αγωγής εφοδιάζοντας τους με στοιχεία και έγγραφα για την αγγλική διαδικασία εκτέλεσης (Σχετ. στην παρ. 39 της Ε/Δ της Sholpan Arip ημερ. 27.08.2018), ενώ υπερασπίστηκαν τα συμφέροντα τους στην Αγγλία. Και σε κάθε περίπτωση, αν οι εναγόμενοι 1 – 5 παραβίαζαν οποιοδήποτε καθήκον τους βάσει του εμπιστεύματος προς τους ενάγοντες, αυτό θα αποτελούσε μια εντελώς ξεχωριστή βάση αγωγής για επίλυση εσωτερικών θεμάτων του εμπιστεύματος, και σε αυτήν δεν θα μπορούσαν βέβαια να συνενωθούν ως εναγόμενοι μαζί τους οι εναγόμενοι 6 – 9 ως αναγκαίοι διάδικοι, είτε βάσει του Κανονισμού είτε βάσει των εθνικών κανόνων (Δ.6 θ.1(h).)

 

Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση ημερ. 24.10.2018 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας 5/2018 υπό του κ. Μ. Παπάμιχαήλ, Π.Ε.Δ. (πιο πάνω) όπου αποφασίστηκαν τα εξής σχετικά έχουν κατ’ αναλογία εφαρμογή στην συνένωση των Εναγομένων 1 - 5 στην παρούσα:

«Και σε κάθε περίπτωση, αν οι επίτροποι παρέβησαν οποιοδήποτε καθήκον τους βάσει του εμπιστεύματος προς την Αιτήτρια, αυτό θα αποτελούσε μια εντελώς ξεχωριστή βάση αγωγής, εναντίον ξεχωριστού από τους Αιτητές διαδίκου, η οποία φυσικά δεν θα μπορούσε να συνενωθεί σε υπόθεση εναντίον αυτών.

Είναι ξεκάθαρο ότι η Αιτήτρια επέλεξε να προσθέσει τους Καθ΄ ων η Αίτηση 1 ως διάδικους στην παρούσα υπόθεση διότι δεν υπάρχει άλλο πρόσωπο εντός της δικαιοδοσίας του Κυπριακού Δικαστηρίου που να μπορεί να χρησιμοποιήσει η Αιτήτρια για να ισχυριστεί ότι το Κυπριακά Δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να εκδικάσουν την υπόθεση. Η ισχυριζόμενη βάση αγωγής, δηλαδή η δήθεν «απειλή» περί λήψης μέτρων εκτέλεσης από πλευράς Αιτητών, δεν έλαβε όμως χώρα στην Κύπρο, ούτε οι Αιτητές έχουν τη μόνιμη διαμονή τους στην Κύπρο. Περαιτέρω, η δήθεν πιθανή μελλοντική ζημιά στην Αιτήτρια στην κυρίως αίτηση θα δημιουργηθεί εκτός Κύπρου εφόσον τα περιουσιακά στοιχεία του εμπιστεύματος είναι εκτός Κύπρου. Αναμφίβολα, οι Καθ΄ ων η Αίτηση 1 δεν είναι «αναγκαίοι διάδικοι» και στην απουσία οποιασδήποτε άλλης σύνδεσης της παρούσας υπόθεσης με την Κύπρο η "βάση της αγωγής" ότι αποκλειστική δικαιοδοσία έχουν τα Κυπριακά Δικαστήρια επειδή η Αιτήτρια κινήθηκε και εναντίον του Επιτρόπου του εμπιστεύματος είναι ακροσφαλής».

Σε κάθε περίπτωση όμως, όπως αναφέρθηκε επανειλημμένα πιο πάνω, οι εθνικοί κανόνες δικαιοδοσίας δεν μπορούν να εφαρμοστούν στην παρούσα για τον λόγο ότι έχει ξεκάθαρα εφαρμογή ο Καν. 1215/2012 και ειδικότερα το άρθρο 24 αυτού. Ούτε φυσικά και το δόγμα του forum convenience έχει εφαρμογή. Όπως αναφέρεται στο Σύγγραμμα “The Brussels I Regulation – Recast” (ανωτέρω) στο σχετικό απόσπασμα στην παρ. 8.09 που παρέθεσα πιο πάνω “Since Art 24 also applies to disputes involving parties domiciled outside the Member States, it completely supersedes national rules on competence”.

 

Η κ. Αρμεύτη στην ένορκο δήλωση της προβάλλει ότι κάποιες από τις θεραπείες που αξιώνονται παραβιάζουν το δικαίωμα των εναγομένων για δίκαιη δίκη και πρόσβαση στη Δικαιοσύνη. Είναι γεγονός ότι λόγω της φύσης τους, κάποιες από τις θεραπείες που επιζητούνται με την αγωγή, εάν δίδονταν, θα παραβίαζαν ξεκάθαρα το δικαίωμα των εναγομένων για δίκαιη δίκη και πρόσβαση στη δικαιοσύνη, εφόσον - μεταξύ άλλων – επιδιώκεται η απαγόρευση σε αυτούς να προβάλουν σε οποιοδήποτε δικαστήριο εκτός των κυπριακών δικαστηρίων οποιοδήποτε ισχυρισμό που σχετίζεται ή αφορά το επίδικο εμπίστευμα (Σχετ. οι Παρ. Ι και ΙΑ της Αγωγής).  Εάν όμως εκδοθούν τέτοια Διατάγματα οι Αιτήτριες δεν θα μπορούν να εκφράσουν τις θέσεις τους σε διαδικασίες ενώπιον δικαστηρίων στο εξωτερικό. Τέτοια θεραπεία θα αποτελεί παραβίαση των δικαιωμάτων των Αιτητριών για δίκαιη δίκη και πρόσβαση στη δικαιοσύνη, τα οποία κατοχυρώνονται από το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) και το Άρθρο 30 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το Άρθρο 30(1) του Συντάγματος προνοεί ότι «εις ουδένα δύναται να απαγορευθεί η προσφυγή ενώπιον του δικαστηρίου...» και το άρθρο 30(3) προνοεί ότι «'Εκαστος έχει το δικαίωμα: ... (β) να προβάλει τους ισχυρισμούς αυτού ενώπιον του δικαστηρίου ...». Σημειώνουμε ότι με τη θέση αυτή είχε συμφωνήσει και ο κ. Μ. Παπάμιχαήλ, Π.Ε.Δ.  στην Ενδιάμεση Απόφαση του ημ. 24.10.2018  στην Αίτηση 5/18 του Ε.Δ. Λάρνακας (πιο πάνω) ακυρώνοντας ανάλογης φύσης προσωρινά διατάγματα. 

 

Περαιτέρω στην Ε/Δ Αρμεύτη προβάλλεται ότι υπήρξε παραπλάνηση του Δικαστηρίου κατά το στάδιο λήψης της άδειας επίδοσης λόγω της χρησιμοποίησης της Ε/Δ Sholpan Arip ημερ. 27.08.2018.

 

     Το περιεχόμενο της Ε/Δ της Sholpan Arip ημερ. 27.08.2018 υιοθετήθηκε πλήρως και ήταν Τεκμ. 1 στην Ε/Δ Γεωργίου (Σχετ. η παρ.11 της εν λόγω ένορκης δήλωσης), ότι «τα γεγονότα που συνθέτουν τη βάση της παρούσας αγωγής εκτίθενται λεπτομερώς στην ένορκη δήλωσης της Sholpan Arip ημερ. 28.08.2018».  Ήταν στην εν λόγω Ε/Δ της Sholpan Arip που βασίστηκε η αίτηση για τα μονομερώς εκδοθέντα προσωρινά διατάγματα που μετέπειτα ακυρώθηκαν από το παρόν Δικαστήριο (με άλλη σύνθεση) με την Ενδιάμεση Απόφαση του ημερ. 21.11.2018 (πιο πάνω), λόγω ακριβώς της αποτυχίας των εναγόντων να εκπληρώσουν το καθήκον πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης. Το ίδιο Δικαστήριο με την Ενδιάμεση Απόφαση του διαπίστωσε ότι:

 

-      Υπήρξε παραβίαση του καθήκοντος των Εναγόντων για πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψή όλων των γεγονότων και πιθανών υπερασπίσεων και/ή ενστάσεων που ήταν εύλογα αναμενόμενο να εγερθούν από την πλευρά των εκεί Καθ’ ων η αίτηση για το ζήτημα της (αποκλειστικής) δικαιοδοσίας των κυπριακών δικαστηρίων στην παρούσα υπόθεση. Μέσω της Sholpan Arip έδωσαν μια μονόπλευρη εικόνα και κατ’ επιλογή παράθεση γεγονότων, παρόλο που γνώριζαν τις ενστάσεις των Εναγόμενων 6-9 στο ζήτημα της δικαιοδοσίας από την προηγούμενη διαδικασία στα πλαίσια της Εναρκτήριας Κλήσης 5/2018.

 

-      Δεν μεταφέρθηκε ξεκάθαρα στο δικαστήριο το γεγονός ότι τα προσωρινά επιβαρυντικά διατάγματα που είχαν εκδοθεί την Αγγλία ήταν σε ισχύ και προπαντός ότι τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία ήταν ήδη δεσμευμένα, ούτε ότι η Αίτηση των Εναγόμενων 1-5 να τα ακυρώσουν είχε απορριφθεί. 

 

Οι Αιτήτριες επισημαίνουν το γεγονός – για όποια σημασία μπορεί να ενέχει - ότι η Προέδρος που προέβη στις εν λόγω διαπιστώσεις ήταν η δικαστής που είχε εκδώσει τόσο τα απαγορευτικά διατάγματα όσο και το διάταγμα επίδοσης ημερ.14.09.2018 του οποίου επιζητείται η ακύρωση με την παρούσα. 

 

Ενώ οι Ενάγοντες προέβαλαν την απόλυτη θέση ότι σύμφωνα με τον Ν.69(1)/1992 τα Κυπριακά Δικαστήρια έχουν αποκλειστική δικαιοδοσία, δεν υπέδειξαν στο Δικαστήριο ότι το Άρθρο 12Β του εν λόγω νόμου αναφέρει ρητά ότι οι πρόνοιες του εν λόγω άρθρου για τη δικαιοδοσία είναι «Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2000 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις».  Σε σχέση με την παρούσα υπόθεση ως έχει εξηγηθεί και πιο πάνω, εφαρμόζεται τόσο η παρ. 1 του Άρθρου 24 (σε σχέση με δικαιώματα επί ακινήτων) όσο και η παρ. 5 του Άρθρου 24 (σε σχέση με την εκτέλεση αποφάσεων όπου τα Δικαστήρια της χώρας εκτέλεσης έχουν αποκλειστική δικαιοδοσία).  Το σύνολο αυτών των δεδομένων τα οποία ξεκάθαρα επηρεάζουν τη νομική κατάσταση και εικόνα που παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο όταν το διάταγμα επίδοσης λήφθηκε μονομερώς στις 14.09.2018, αποκρύφθηκε από το Δικαστήριο (Σχετ. είναι οι απόλυτες θέσεις αναφορικά με την δικαιοδοσία του Κυπριακού Δικαστηρίου να εκδικάσει οποιοδήποτε ζήτημα αφορά το εμπίστευμα ακόμη και μεταξύ των Εναγομένων/εξ αποφάσεως πιστωτών του συζύγου της όπως εκφράζονται στις παραγράφους 21.2, 42, 43.2, 43.5, 48 και 50  στην Ε/Δ της Sholpan Arip ημερ.27.08.2018).

 

Ούτε εξήγησαν επαρκώς προς το Δικαστήριο πώς ήταν δυνατό στην υπό εξέταση περίπτωση το Άρθρο 12Β του Ν.69(I)/1992 να προσέδιδε κατ’ ισχυρισμό αποκλειστική δικαιοδοσία σε σχέση με διαφορές που δεν ήταν εσωτερικές διαφορές του εμπιστεύματος και όταν δεν φαίνεται να προέκυπτε η εφαρμογή της παρ. (ζ) του Ν. 69(I)/1992 (σχετική  όμως είναι η ανάλυση όπως πιο πάνω).  Επιπλέον, δεν έγινε καμία αναφορά στο Άρθρο 25, παρ. 3 και 4, του Καν. 1215/2012, τα οποία όπως έχει εξηγηθεί πιο πάνω ανατρέπουν πλήρως την ύπαρξη οποιασδήποτε αποκλειστικής δικαιοδοσίας υπέρ των κυπριακών δικαστηρίων σύμφωνα με πρόνοιες εγγράφου εμπιστεύματος.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία μας, σε περιπτώσεις που ζητείται θεραπεία μονομερώς (όπως εν προκειμένω με την αίτηση για άδεια επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας), ο αιτητής οφείλει να προσέλθει στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια και να αποκαλύψει όλα τα ουσιώδη γεγονότα που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την κρίση του Δικαστηρίου. Ο αιτητής οφείλει επίσης να προειδοποιήσει το Δικαστήριο σε σχέση με δύσκολα νομικά ζητήματα (βλ. Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Dmitry Rybolovlev v. Elena Rubolovleva (2010) 1 Α.Α.Δ. 82, όπου εξηγήθηκε η υποχρέωση για αποκάλυψη όλων των σχετικών στοιχείων που αφορούσαν την πραγματική εικόνα μιας νομικής κατάστασης.  Επίσης σχετική με την παρούσα υπόθεση και ειδικότερα με τις παραλείψεις των εναγόντων να θέσουν την νομική κατάσταση που υφίστατο με ειλικρίνεια και αντικειμενικότητα, είναι η απόφαση του Αγγλικού Εφετείου (Court of Appeal) στην υπόθεση Memory Corporation Pic v. Sidhu, [2000] 1 W.L.R. 1443.  Η εν λόγω αγγλική αυθεντία αναφέρεται μαζί με άλλες σχετικές αποφάσεις επί του σημείου αυτού στις σελ. 26 - 29 της Ενδιάμεσης Απόφασης ημερ. 21.11.2018 στα πλαίσια της παρούσας αγωγής, οι οποίες επίσης υιοθετούνται για τους σκοπούς της παρούσας.

 

Έχοντας υπόψη την παραπλάνηση του δικαστηρίου αλλά και όσα έχουν ήδη εξηγηθεί κατά την ανάλυση που προηγήθηκε, κρίνω ότι η μαρτυρία που υποστήριξε την αίτηση των Εναγόντων για χορήγηση άδειας επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας δεν κατέδειξε στον αναγκαίο βαθμό την ύπαρξη της δικαιοδοσίας των κυπριακών δικαστηρίων, αλλά ούτε και ικανοποιήθηκαν οι σχετικές προϋποθέσεις για την χορήγηση τέτοιας άδειας, περιλαμβανομένης της υποχρέωσης παρουσίασης  καλής βάσης αγωγής.

 

Στη συνέχεια θα σχολιάσω κάποια επιμέρους σημεία από τους λόγους ένστασης.

 

Δεν γίνονται αποδεκτοί και απορρίπτονται, για τους λόγους που θα εξηγήσω στη συνέχεια, οι επιμέρους ισχυρισμοί που προβάλλονται με τον Λόγο Ένστασης υπ’ αριθμό 6 (Σχετ. η παρ. 18 της Ε/Δ Αντωνέλλου που στηρίζει την ένσταση), αναφορικά με την μη δέσμευση των εναγόντων ή του εμπιστεύματος από την Απόφαση ημερ. 21.12.2021 και το σχετικό Διάταγμα ημερ. 11.04.2022 (τα οποία αναγνωρίζονται στην Κύπρο ως να ήταν κυπριακές αποφάσεις (Σχετ. τα  Τεκμ.  4 και 5 στην Ε/Δ Αρμεύτη) επειδή «δεν συμμετείχαν στην εν λόγω διαδικασία» εκτέλεσης στην Αγγλία.  Και τούτο καθώς:

 

(α) Η Απόφαση και το Διάταγμα αναγνωρίζονται, όπως ανέφερα και πιο πάνω, άμεσα στην Κυπριακή Δημοκρατία σύμφωνα με τους Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς και έχουν προσκομιστεί τα αναγκαία σχετικά πιστοποιητικά,

 

(β) δεν έχει αμφισβητηθεί η αναγνώριση τους από οποιονδήποτε,

 

(γ) ενώ οι ενάγοντες δεν ήταν μεν διάδικοι στην αγγλική διαδικασία εκτέλεσης, όπως οι ίδιοι παραδέχθηκαν μέσω της Ε/Δ Sholpan Arip  ημερ. 27.08.2018, ήταν σε γνώση τους οι διαδικασίες κατά των ακινήτων στην Αγγλία από τον Μάϊο του 2018, όμως δεν ζήτησαν ποτέ να παρέμβουν σε κανένα στάδιο μέχρι και την ολοκλήρωση τους. Άλλωστε, οι Αγγλικές αυτές διαδικασίες αποτέλεσαν το έναυσμα για καταχώριση της παρούσας αγωγής όπως αποφάνθηκα πιο πάνω. Η δυνατότητα των εναγόντων να παρέμβουν στη διαδικασία που οδήγησε στην Αγγλική Απόφαση ημερ. 21.12.2021 και το σχετικό Διάταγμα ημερ. 11.04.2022 ποτέ δεν αμφισβητήθηκε, ενώ το αν δεν κατέστησαν διάδικοι επειδή αποφάσισαν να μην παρέμβουν απευθείας (αφήνοντας τις εναγόμενες 1-5 να υπερασπίζουν τις υποθέσεις ως “Trustee Defendants”) δεν έχει καμία σημασία.  Επίσης, υπενθυμίζεται ότι οι γονείς των εναγόντων επίσης δεν συμμετείχαν απευθείας στη διαδικασία παρά το ότι τους είχε επιδοθεί και έλαβαν γνώση, ενώ η μητέρα τους προώθησε καταχρηστικά, μαζί και εκ μέρους τους, την παρούσα διαδικασία (Σχετ. όσα αναφέρθηκαν στη σελ. 2 της Επιστολής – Γνωμάτευσης των Άγγλων δικηγόρων των Αιτητριών η οποία είναι το Τεκμ. 3 στην Ε/Δ  Αρμεύτη). Σε κάθε περίπτωση η συνεννόηση μεταξύ εναγόντων και της οικογένειας τους με τους εναγόμενους 1 - 5 στην παρούσα υπόθεση, οι οποίοι εναντιώθηκαν ανεπιτυχώς  στην αγγλική διαδικασία μέχρι τέλους, ήταν πάντα δεδομένη αφ' ης στιγμής:

 

-      Είναι προφανές από την Ε/Δ της Sholpan Arip ημερ. 27.08.2018 και τις συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις που είχαν τεθεί στο στάδιο των προσωρινών διαταγμάτων ότι είναι από τους εναγόμενους 1-5 που οι ενάγοντες έλαβαν τα σχετικά στοιχεία και τεκμήρια που επικαλέστηκαν ενώπιον του δικαστηρίου.

-      Από την στάση που τήρησαν στις αγγλικές διαδικασίες εκτέλεσης οι εναγόμενοι 1 - 5 καθότι υπερασπίστηκαν πλήρως τα συμφέροντα του Maksat Arip και της οικογένειας του φέρνοντας ένσταση στα μέτρα εκτέλεσης.

 

Συνεπώς, δεν τίθεται ζήτημα «μη-δέσμευσης» είτε της πλευράς των εναγόντων που ήταν πάντα ενήμεροι για τις αγγλικές διαδικασίες, είτε για το ίδιο το εμπίστευμα που έλαβε μέρος στην διαδικασία προβάλλοντας ενστάσεις στα μέτρα εκτέλεσης.

 

Ούτε ο  επιμέρους ισχυρισμός του Λόγου 6 ότι ούτε το παρόν δικαστήριο δεσμεύεται από την Αγγλική Απόφαση και το Διάταγμα (Σχετ. η παρ. 19 της Ε/Δ Αντωνέλλου) για τον απλούστατο λόγο ότι με βάση του σχετικούς Κανονισμούς αυτά αναγνωρίζονται αυτόματα στην Κυπριακή Δημοκρατία ως να ήταν κυπριακές αποφάσεις όπως κατέγραψα και πιο πάνω.

 

ΤΕΛΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ:

 

Είναι η κατάληξη μου ότι εφόσον όπως καταδείχθηκε το Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει την Αγωγή η παρούσα υπόθεση θα πρέπει να απορριφθεί στην ολότητα της τόσο σε σχέση με τους εναγόμενους 6  - 9 και 12, όσο και σε σχέση με τους υπόλοιπους εναγόμενους 1 - 5 καθότι η προώθηση της (με ή χωρίς τις Αιτήτριες ως εναγόμενες) έχει ως ξεκάθαρο και αποκλειστικό σκοπό την επιβολή εμποδίων σε μέτρα εκτέλεσης εναντίον του Maksat Arip παραβιάζοντας την αποκλειστική δικαιοδοσία των αγγλικών (ή άλλων) δικαστηρίων στα οποία τυχόν θα ληφθούν μέτρα. Επομένως η μη εμφάνιση τους και εναντίωση τους στην αγωγή δεν έχει οποιανδήποτε σημασία στις σχέσεις των εναγόντων και των εναγόμενων 1 – 5. 

 

Η αγωγή φανερά προωθείται καταχρηστικά από τους  Ενάγοντες/Καθ’ ων η αίτηση σε συνεννόηση με τη μητέρα τους Sholpan Arip και τον πατέρα τους Maksat Arip με μοναδικό σκοπό την προβολή εμποδίων στις Αιτήτριες στη διεκδίκηση των νόμιμων δικαιωμάτων τους για ικανοποίηση της απόφασης υπέρ τους για US$300 εκατομμύρια στην αγωγή για δόλο και απάτη εναντίον του Maksat Arip.

 

Έχει καταδειχθεί ότι η συνέχιση της αγωγής όχι μόνο αντίκειται στους Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς, αλλά έχει καταστεί άνευ αντικειμένου και οδηγεί σε κατάχρηση διαδικασίας ως αποτέλεσμα της έκδοσης της Αγγλικής Απόφασης ημερ. 21.12.2021 και του Διατάγματος ημερ. 11.04.2022 τα οποία επιλύουν τελικώς όλα τα ζητήματα που αφορούν την εκτέλεση των υπό αναφορά ακινήτων στο Λονδίνο τα οποία και έχουν πωληθεί.

 

Η μη καταχώριση της Έκθεσης Απαιτήσεως 5 ½ σχεδόν χρόνια από την καταχώριση της Αγωγή καθώς η αναστολή της σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου της 29.01.2019 δεν είναι λόγος αποτρεπτικός της προώθησης της όταν αυτή έπαυσε να ισχύει με την έκδοση της Αγγλικής Απόφασης την 21.12.2021 και έκτοτε και μέχρι την καταχώριση της παρούσας στις 06.06.2023 παρήλθε και πάλι χρονικό διάστημα 1 ½ χρόνου.

 

 

Για τους λόγους που εξήγησα πιο πάνω  το Διάταγμα ημερ. 14.09.2018 θα πρέπει να  ακυρωθεί εφόσον πλέον δεν έχει κανένα λόγο ύπαρξης.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ/ΕΞΟΔΑ:

 

Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω πιο πάνω, η απόφαση μου είναι να εγκρίνω την Αίτηση.  Αντίθετα δεν με βρίσκουν σύμφωνο και απορρίπτονται όλες οι αιτιάσεις που προβλήθηκαν ως λόγοι ένστασης εκ μέρους των Εναγόντων/ Καθ’ ων η αίτηση. 

 

Εκδίδονται διατάγματα ως το αιτητικό Α της αίτησης με το οποίο παραμερίζεται και/ή απορρίπτεται η με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο αγωγή και ως το αιτητικό Β της αίτησης με το οποίο παραμερίζεται και/ή ακυρώνεται το διάταγμα επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας ημερ. 14.09.2018.     

 

Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των Εναγομένων 6 - 9 και 12/ Αιτητριών  και εναντίον των Εναγόντων/ Καθ’ ων η αίτηση ομού και/ή κεχωρισμένως, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

(Υπ.) .........................................

                                                                 Χρ. Γ. Φιλίππου, Π.Ε.Δ.

 

 

Πιστό αντίγραφο

 

 

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο