ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ 

ΕΝΩΠΙΟΝ: Α. Θωμά Θεοδοσίου, Προσ. Ε.Δ. 

                                                                                                                    Αρ. Aγ.: 1144/2019

 

Διαχειριστική Επιτροπή της Πολυκατοικίας LARNACA BEACH HOUSE

 

Ενάγοντες - Αιτητές 

και 

 

Larnaca Beach House Limited 

 

Εναγόμενοι - Καθ’ ων η Αίτηση 

 

Αίτηση ημερ. 6.7.2023 για έκδοση προσωρινού διατάγματος  

Ημερομηνία: 2.4.2024 

Εμφανίσεις:  

Για τους Αιτητές: κ. Χριστίνα Ι. Ζίκκου

Για τους Καθ’ ων η Αίτηση: κ. Κυριάκος Κουκούνης για Γεώργιος Κουκούνης Δ.Ε.Π.Ε. 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ 

 

Με την παρούσα αίτηση οι Εναγόμενοι – Αιτητές ζητούν από το Δικαστήριο παρεμπίπτον διάταγμα το οποίο να διατάζει τους Ενάγοντες – Καθ’ ων η Αίτηση, διαχειριστική επιτροπή πολυκατοικίας, να διευθετήσουν όπως ο ανελκυστήρας που τοποθετήθηκε στην πολυκατοικία μετά από ανακαίνισή της να ανεβαίνει μέχρι τον έκτο όροφο, όπου κατ’ ισχυρισμόν αυτοί διατηρούν ρετιρέ διαμέρισμα.

Θέση τους είναι ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση εκδικητικά περιορίζουν τη χρήση του ανελκυστήρα μέχρι τον πέμπτο όροφο, λόγω διαφορών που έχουν μεταξύ τους.

Το ιστορικό των διαφορών των μερών είναι πολυετές και εκτείνεται σε αριθμό δικαστικών διαδικασιών, ολοκληρωθείσες και μη. Αναφορά σε αυτό θα γίνεται μόνο όπου κρίνεται αναγκαίο για αποσαφήνιση των θέσεων που εξετάζονται και των συμπερασμάτων του Δικαστηρίου. Διευκρινίζω περαιτέρω ότι έχω εξετάσει και αξιολογήσει πλήρως και με προσοχή όλους ανεξαιρέτως τους ισχυρισμούς και τις θέσεις των δύο πλευρών. Και πάλι όμως, αναφορά σε αυτές θα γίνεται μόνο όπου κρίνω αυτό απαραίτητο για επίλυση του υπό εκδίκαση ζητήματος.

Οι Καθ’ ων η Αίτηση, με μια πλειάδα λόγων ένστασης οι οποίοι εκτείνονται σε έξι σελίδες, υποστηρίζουν ότι το παρόν αίτημα πρέπει να απορριφθεί. Δε κρίνω πρόσφορό να παραθέσω τους λόγους ένστασης στην ολότητα τους. Αναφορά σε αυτούς θα γίνει όπου κρίνεται σκόπιμο.

Η προώθηση των θέσεων των δύο πλευρών έγινε μέσω ένορκων δηλώσεων και γραπτών και προφορικών αγορεύσεων, χωρίς αντεξέταση των ενόρκως δηλούντων. 

Οι Αιτητές, κυρίως βασιζόμενοι επί του άρθρου 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60, εισηγούνται ότι τα περιστατικά της υπόθεσης πληρούν τις σχετικές υπό του άρθρου προϋποθέσεις, δηλαδή ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, ότι υπάρχει πιθανότητα ο αιτών διάδικος να δικαιούται θεραπεία και ότι θα είναι δύσκολη ή αδύνατη η πλήρης απονομή δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο. Συνεπώς αιτούνται όπως το Δικαστήριο ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια για απόδοση του ενδιάμεσου διατάγματος.  

Ξεκινώ υπενθυμίζοντας ότι η παροχή οποιασδήποτε θεραπείας, είτε σε ενδιάμεσο είτε σε τελικό στάδιο, εξαρτάται από την γενική προϋπόθεση ότι ο αιτών διάδικος έχει ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι κατέχει αναγνωρισμένο δικαίωμα είτε από τον νόμο (legal right) είτε από το δίκαιο της επιείκειας (equitable right) (βλ. άρθρο 31, Ν.14/60, Άνθιμου (1991) 1 ΑΑΔ 41). Η νομολογία περαιτέρω επισημαίνει ότι αξίωση για ενδιάμεσο διάταγμα δεν μπορεί να θεωρηθεί αγώγιμο δικαίωμα. Αντίθετα, αποτελεί θεραπεία.

Διάδικος ο οποίος αιτείται απόδοση ενδιάμεσης θεραπείας θα αποτύχει εάν δεν πείσει το Δικαστήριο ότι έχει αγώγιμο δικαίωμα (βλ. Ζhigachov Igor και Άλλοι (Αρ. 1) (2013) 1 ΑΑΔ 133).

Το αιτούμενο παρεμπίπτον διάταγμα, ως αυτό είναι διατυπωμένο, θεωρώ ότι εμπίπτει στην κατηγορία των προστακτικών διαταγμάτων.

Ως γενική αρχή, παρεμπίπτοντα προστακτικά διατάγματα παραχωρούνται με φειδώ (βλ. Starport Nominees Ltd και Άλλη (Aρ. 1) (2010) 1 ΑΑΔ 1271, Σταυράκης Χάρης και Άλλος ν. Δήμου Λευκωσίας (2015) 1 ΑΑΔ 731).

Συνήθως εκδίδονται όταν υπάρχουν ειδικές περιστάσεις ή για να υποβοηθήσουν τον ορθή απονομή της δικαιοσύνης ή ακόμη και ως επικουρικά του έργου του Δικαστηρίου για να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα άλλου διατάγματος ή απόφασης του Δικαστηρίου (βλ. Σύγγραμμα Ερωτοκρίτου & Αρτέμη «Διατάγματα», 2016, σελ. 92).

Οι Καθ’ ων η Αίτηση, μεταξύ άλλων, παραπονιούνται ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 για έκδοση του επίδικου διατάγματος.

Αξιολογώντας την πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 32, υπενθυμίζω ότι σύμφωνα με πάγια νομολογία, η εξέταση του κατά πόσον υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση εδράζεται στα δικόγραφα. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο οφείλει να στρέψει την προσοχή του στη νομική πτυχή της υπόθεσης και να εξετάσει το αγώγιμο δικαίωμα που ο αιτών διάδικος ισχυρίζεται ότι παραβιάζει η άλλη πλευρά, ως αυτό εγείρεται μέσω της δικογραφίας. Ενδεικτικά αναφέρω την απόφαση Odysseos vPieris Estates Ltd and Others (1982) 1 C.L.R. 557 όπου το Ανώτατο Δικαστήριο μεταξύ άλλων έκανε αναφορά σε «συζητήσιμη υπόθεση με βάση τη δύναμη των δικογράφων» και στα όσα αντικειμενικά προκύπτουν από αυτά (βλ. Hellenic Bank Public Co Ltd v. Alpha Panareti Public Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ.145/11, ημερ.13.6.2013.)

Ο Αιτητής, στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο, δεν χρειάζεται να αποδείξει το ουσιαστικό του δικαιώματός του αλλά να πείσει το Δικαστήριο ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις υπέρ της ύπαρξής του (βλ. Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita -Aluminium Co Ltd (2002) 1Γ ΑΑΔ 2015, 2039).

Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης, η αξίωση των Καθ’ ων η Αίτηση αφορά κατ’ ισχυρισμόν οφειλόμενο υπόλοιπο των Αιτητών προς αυτούς ως διαχειριστική επιτροπή, για έκτακτα έξοδα συντήρησης και ανακαίνισης πολυκατοικίας επί της οποίας οι Αιτητές κατέχουν ως ιδιοκτήτες δύο καταστήματα στο ισόγειο.

Μέσω της Υπεράσπισης, οι Αιτητές, πέρα από δύο προδικαστικές ενστάσεις οι οποίες αμφισβητούν τη νομική υπόσταση των Καθ’ ων η Αίτηση και του αγώγιμου δικαιώματός τους, αρνούνται όλους τους υπόλοιπους ισχυρισμούς της απαίτησης, συμπεριλαμβανομένου και του ισχυρισμού ότι οι ίδιοι είναι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες των δύο ισόγειων καταστημάτων, χωρίς όμως να προβάλλουν οποιοδήποτε άλλο ισχυρισμό, θέση ή αξίωση. Παρενθετικά εδώ να σημειώσω ότι εκ διαμέτρου αντίθετη είναι η θέση τους επί του ζητήματος της ιδιοκτησίας των καταστημάτων στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση αίτηση, όπου οι ίδιοι αναφέρουν ότι είναι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες.

Επαναλαμβάνω ότι, το αιτούμενο διάταγμα αφορά στη δυνατότητα των Αιτητών να έχουν πρόσβαση μέσω ανελκυστήρα - πέρα από την πρόσβαση που έχουν μέσω κλιμακοστασίου - στον έκτο όροφο της πολυκατοικίας, όπου ισχυρίζονται ότι διατηρούν γραφείο.

Πολύς λόγος έχει γίνει και από τις δύο πλευρές για τo νομικό καθεστώς του εν λόγω σημείου της πολυκατοικίας. Οι Αιτητές υποστηρίζουν ότι για το διαμέρισμα έχει εκδοθεί πιστοποιητικό μη εξουσιοδοτημένων εργασιών το οποίο έχει επικυρωθεί από το Δικαστήριο μετά από Αίτηση-Έφεση. Οι Καθ’ ων η Αίτηση από την άλλη ισχυρίζονται ότι η πολυκατοικία δε διαθέτει έκτο όροφο και ότι οι Αιτητές, παρανόμως ανηγείραν στην ταράτσα της πολυκατοικίας σε κοινόχρηστο χώρο, διαμέρισμα. Έχουν παραθέσει μαρτυρία ότι γι’ αυτή τους την ενέργεια έχουν καταδικαστεί από το Ποινικό Δικαστήριο, το οποίο εξέδωσε ταυτόχρονα διάταγμα κατεδάφισης με το οποίο η Αιτητές δεν συμμορφώθηκαν. Τέλος, υποστηρίζουν ότι η αναφερόμενη Αίτηση-Έφεση έχει εφεσιβληθεί και εκκρεμεί.

Όποια και να είναι όμως η νομική «απάντηση» στην πιο πάνω διαφορά, ένα πράγμα είναι ξεκάθαρο. Αυτή τους η αντιδικία δεν εμπίπτει στα επίδικα θέματα, ως αυτά έχουν δικογραφηθεί από τα μέρη στην παρούσα Αγωγή.

Οι Καθ’ ων η Αίτηση καμία αναφορά δεν κάνουν στην Έκθεση Απαίτησής τους στον έκτο όροφο της πολυκατοικίας ενώ δεν διεκδικούν κάποιο ποσό για αυτόν. Ακόμη πιο σημαντικό όμως, ούτε οι ίδιοι οι Αιτητές έχουν καταστήσει με οποιοδήποτε τρόπο επίδικο θέμα το διαμέρισμα. Στην Υπεράσπισή τους δεν αναφέρουν οτιδήποτε για αυτό, ούτε και έχουν προωθήσει σχετική ανταπαίτηση για τα όποια κατ’ ισχυρισμόν δικαιώματα πιστεύουν ότι έχουν σε σχέση με το διαμέρισμα, τα οποία θεωρούν ότι παραβιάζονται από τους Καθ’ ων η Αίτηση. Το γεγονός ότι βασίζουν την παρούσα αίτηση και επί του άρθρου 23 του Συντάγματος, δε διαφοροποιεί το νομικό σκηνικό. Ως έχω ήδη επισημάνει, η νομική βάση αξιούμενου ενδιάμεσου διατάγματος δεν μπορεί να αποτελέσει αγώγιμο δικαίωμα.

Για τους ίδιους λόγους ανυπόστατο κρίνεται και το επιχείρημα των Αιτητών στις αγορεύσεις τους ότι το δικαίωμα για έγκριση του αιτήματος αντλείται από το γεγονός ότι το πρόβλημα με τον ανελκυστήρα προέκυψε μετά την καταχώριση της αγωγής. Υπενθυμίζω ότι παρεμπίπτοντα διατάγματα εκδίδονται πρωτίστως για να διαφυλάξουν μια «κατάσταση πραγμάτων» (status quo) μέχρι την τελική εκδίκαση της αγωγής (βλ. Ιωάννου v. Μανώλη κ.α. (1998) 1Γ ΑΑΔ 1423).

Η εξασφάλιση ενδιάμεσης θεραπείας δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά ασφαλιστικό μέτρο συνδεδεμένο με την πιθανότητα να δοθεί ανάλογη θεραπεία στη δίκη η οποία εξ αντικειμένου είναι αδύνατο να διεξαχθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα. Γι’ αυτό τον λόγο το Δικαστήριο παρεμβαίνει με ασφαλιστικά μέτρα ώστε να καταστεί κατά το δυνατό τελέσφορο το αποτέλεσμα της δίκης (Louis Vuitton v. Δέρμοσακ κ.α. (1992) 1Β ΑΑΔ 1453, Goodys Evagorou Ltd v. Lani Restaurants Ltd (1998) 1Γ ΑΑΔ 1572). Οι Αιτητές δεν έχουν εκφράσει πρόθεση για τροποποίηση της Υπεράσπισής τους ή την έγερση ανταπαίτησης σε σχέση με εξέλιξη την οποία οι ίδιοι θεωρούν σχετική με τα επίδικα θέματα της παρούσας αγωγής. Για όλους τους πιο πάνω λόγους, το αιτούμενο διάταγμα πόρρω απέχει από το να πληροί ανωτέρω αρχές. Τυχόν έκδοσή του δεν μπορεί να υποβοηθήσει με οποιοδήποτε τρόπο την ορθή απονομή της δικαιοσύνης σύμφωνα με τα δεδομένα που σήμερα έχει το Δικαστήριο ενώπιόν του, ούτε και να βοηθήσει το έργο του Δικαστηρίου διασφαλίζοντας την τελική του απόφαση.

Εν όψει των πιο πάνω, καταλήγω ότι η αιτούμενη θεραπεία δεν πηγάζει ούτε και συνδέεται με το αγώγιμο δικαίωμα των Καθ’ ων η Αίτηση, ενώ οι Αιτητές δεν έχουν αποδείξει την ύπαρξη δικού τους αγώγιμου δικαιώματος το οποίο να παρέχει δικαίωμα σε ουσιαστική θεραπεία (βλ. Ζhigachov Igor και Άλλοι (Αρ. 1) (ανωτέρω)). Για όλους τους πιο πάνω λόγους κρίνω ότι το αιτούμενο παρεμπίπτον διάταγμα δεν ικανοποιεί την πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 32.

Παραπέμπω επίσης στην υπόθεση Safarino Shoes Industry & Trading Co Ltd v. Βιομηχανίας Υποδημάτων Ε. Σταυρινού Λτδ (1991) 1 ΑΑΔ 1059, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε προσωρινό διάταγμα διότι κρίθηκε ότι το αντικείμενό του δεν αποτελούσε επίδικο θέμα της αγωγής.

Σύμφωνα με την νομολογία, όταν διαπιστωθεί ότι δεν υπάρχει συζητήσιμο θέμα, περιττεύει η εξέταση των υπόλοιπων προϋποθέσεων του άρθρου 32. Αχρείαστος είναι επίσης ο προβληματισμός για το που κλίνει το ισοζύγιο της ευχέρειας (βλ. Σεβαστού v. Σεβαστού (2002) 1Γ ΑΑΔ 1980, 1988) και αυτό γιατί οι τρεις προϋποθέσεις της νομοθεσίας πρέπει να ικανοποιούνται σωρευτικά (βλ. Odysseos (ανωτέρω)).

Για όλους τους πιο πάνω λόγους κρίνω ότι η εξέταση των υπόλοιπων προϋποθέσεων του άρθρου 32 καθώς και των λοιπών λόγων ένστασης παρέλκει.

Η Αίτηση απορρίπτεται. Τα έξοδα αυτής επιδικάζονται υπέρ των Καθ΄ ων η Αίτηση και εναντίον των Αιτητών, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

                                                                                         …………………………………… 

                                                                  (Υπ.) Α. Θωμά Θεοδοσίου, Προσ. Ε.Δ.  

 

  

Πιστό Αντίγραφο  

  

 

Πρωτοκολλητής 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο