ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Α. Θωμά Θεοδοσίου, Προσ. Ε.Δ.

                                                                                             Αρ. Aγ.: 118/2017

Α.G. LITHOTECHNIC LIMITED (HE15303)

Εναγόντων

και

1.    NUOVAVISTA ENTERTAINMENT LTD (HE194397)

2.    ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ([ ])

Εναγομένων

 

Ημερομηνία: 31.5.2024

Εμφανίσεις:

Για τους Ενάγοντες: κ. Νεκτάριος Λαζάρου για Αντωνάκης Σωτηρίου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

Για τον Εναγόμενο 2: κ. Ανδρέας Μ. Κλεάνθους

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Με την παρούσα αγωγή οι Ενάγοντες ζητούν απόφαση υπέρ τους για το ποσό των €12.156,12, ως υπόλοιπο χρεωπιστωτικού λογαριασμού που αφορά υπηρεσίες εκτύπωσης και σχετικά εμπορεύματα τα οποία κατ’ ισχυρισμόν αυτοί παρείχαν στην Εναγόμενη 1 εταιρεία επί πιστώσει, και τα οποία παρέμειναν ανεξόφλητα.

 

Μέσω της δικογραφίας ισχυρίζονται ότι κατά ή περί τα τέλη του 2015 και αρχές του 2016 πληροφορήθηκαν και/ή ήρθε εις γνώση τους ότι ο Εναγόμενος 2 - ο οποίος ήταν και εξακολουθεί να είναι διευθυντής της Εναγόμενης 1 - ανέλαβε ο ίδιος προσωπικά τις δραστηριότητες, την επιχείρηση και τις υποχρεώσεις της Εναγόμενης 1 εταιρείας, συμπεριλαμβανομένων και των περιουσιακών της στοιχείων (παρ.4 της Έκθεσης Απαίτησης).

 

Περαιτέρω, οι Ενάγοντες αναφέρουν ότι καταχώρησαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας εναντίον των Εναγόμενων 1 και 2 ιδιωτική ποινική υπόθεση υπ. αρ. 11404/2015, η οποία αφορούσε αδικήματα έκδοσης ακάλυπτων επιταγών. Στα πλαίσια της εν λόγω υπόθεσης, οι Εναγόμενοι 1 και 2, κατ’ ισχυρισμόν, κατέβαλαν το ποσό των €2100 προς πλήρη συμμόρφωση των κατηγοριών που αντιμετώπιζαν.

 

Θέση τους είναι ότι, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις προς τους Εναγόμενους 1 και 2, το υπόλοιπο του λογαριασμού ακόμη εκκρεμεί.

 

Παρά το γεγονός ότι το Κλητήριο Ένταλμα επιδόθηκε δεόντως στην Εναγόμενη 1 εταιρεία, δεν καταχωρίστηκε εκ μέρους της σημείωμα εμφάνισης. Γι’ αυτό τον λόγο οι Ενάγοντες αιτήθηκαν, και στις 4.7.2018 επέτυχαν, την έκδοση απόφασης υπέρ τους για όλο το ποσό το οποίο αξιώνουν, πλέον δικηγορικά έξοδα.

 

Αντίθετα, ο Εναγόμενος 2 επέλεξε να συμμετάσχει στη διαδικασία.

 

Μέσω της Υπεράσπισης που καταχώρισε, ήγειρε προδικαστική ένσταση υποστηρίζοντας ότι καταχρηστικά και/ή εκδικητικά συμπεριλήφθηκε ως διάδικος στην Αγωγή,  γιατί σύμφωνα με τις αρχές της υπόθεσης Salomon v. Salomon & Co (1897) AC22, η Εναγόμενη 1 εταιρεία αποτελεί ξεχωριστό νομικό πρόσωπο και ο ίδιος ως διευθυντής της, προστατεύεται από το εταιρικό πέπλο η άρση του οποίου δεν δικαιολογείται ούτε και ζητείται με την παρούσα αγωγή.

 

Αρνούμενος τα όσα δικογραφούνται από πλευράς των Εναγόντων, ισχυρίζεται ότι δεν είναι ο μοναδικός διευθυντής της Εναγόμενης 1 και ουδέποτε ο ίδιος ανέλαβε προσωπικά τις δραστηριότητες, την επιχείρηση, τις υποχρεώσεις και τα περιουσιακά της στοιχεία.

 

Παραπονιέται ότι οι δικογραφημένοι ισχυρισμοί των Εναγόντων αποτελούν τέχνασμα που αποσκοπεί στο να τον εξαναγκάσουν - μέσω της παρούσας αγωγής και της πίεσης που αυτή ασκεί - να αποπληρώσει τις οφειλές της Εναγόμενης 1 γιατί αυτή είναι πλέον ανενεργή και εκκρεμεί διαδικασία διαγραφής της στον Έφορο Εταιρειών, στην οποία πιστωτές της έχουν ενστεί.

 

Δικογραφημένη θέση του Εναγόμενου 2 επιπλέον είναι ότι ουδέποτε προέβη σε οποιεσδήποτε διαβεβαιώσεις ή έδωσε οποιεσδήποτε εγγυήσεις προς τους Ενάγοντες σε σχέση με τις υποχρεώσεις της Εναγόμενης 1 εταιρείας. Ως εκ τούτου καμία οφειλή δεν έχει προς αυτούς.

 

Τέλος, σε σχέση με τους ισχυρισμούς που προβάλλονται για αποπληρωμή από τον ίδιο ακάλυπτων επιταγών, αρνείται ότι αυτός εξέδωσε τέτοιες επιταγές καθώς και ότι πλήρωσε οποιοδήποτε ποσό προς συμμόρφωση.

 

Μέσω της απάντησής τους, οι Ενάγοντες ξεκαθαρίζουν ότι ο Εναγόμενος 2 δεν έχει εναχθεί υπό την ιδιότητά του ως διευθυντής της Εναγόμενης 1 εταιρείας.

 

Μετά από συγκατάθεση των δύο πλευρών, η υπόθεση εκδικάστηκε ως «ταχείας διαδικασίας» σύμφωνα με τη Δ.30 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, με τις δύο πλευρές να καταθέτουν γραπτή μαρτυρία μέσω ενόρκων δηλώσεων.

 

Από πλευράς των Eναγόντων, μαρτυρία έδωσε ένας εκ των διευθυντών τους, o κ. Γεώργιος Γεωργίου. Ανέφερε ότι ο Εναγόμενος 2 ήταν κατά τον επίδικο χρόνο και εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να είναι διευθυντής της Εναγόμενης 1 εταιρείας. Σχετικώς, επισύναψε ως Τεκμήριο Α έρευνα από την επίσημη ιστοσελίδα του Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη. Ανέφερε ότι η Εναγόμενη 1 εταιρεία ήταν πελάτισσα των Εναγόντων και αγόραζε από αυτούς κατά καιρούς εμπορεύματα και υπηρεσίες επί πιστώσει δυνάμει τιμολογίων - πληρωτέα σε πρώτη ζήτηση - και προς τούτο οι Ενάγοντες άνοιξαν και διατηρούσαν χρεωπιστωτικό λογαριασμό στο όνομά της με αριθμό D188.

 

Επαναλαμβάνοντας τη δικογραφημένη θέση των Εναγόντων, ο μάρτυρας ισχυρίστηκε ότι κατά ή περί τα τέλη του 2015 και αρχές του 2016, οι Ενάγοντες πληροφορήθηκαν ότι ο Εναγόμενος 2 ανέλαβε ο ίδιος προσωπικά τις δραστηριότητες, την επιχείρηση, τις υποχρεώσεις και τα περιουσιακά στοιχεία της Εναγόμενης 1. Προς απόδειξη των πιο πάνω αναφερόμενων ισχυρισμών, παρουσίασε ως Τεκμήριο Β επιστολή η οποία υποστηρίζει ότι εστάλη από την Εναγόμενη 1 εταιρεία προς τους Ενάγοντες.

 

Κατά τον ενόρκως δηλούντα, η ανάληψη των δραστηριοτήτων της Εναγόμενης 1 εταιρείας από τον Εναγόμενο 2 επιβεβαιώθηκε μέσω της λήψης αντίγραφου τιμολογίου άλλης εταιρείας, το οποίο εκδόθηκε από τον Εναγόμενο 2 στα πλαίσια των εργασιών του και επί του οποίου αναγράφονται τα ίδια στοιχεία με τα στοιχεία της Εναγόμενης 1 εταιρείας ενώ προσφέρονται τα ίδια προϊόντα προς πώληση (Τεκμήριο Γ).

 

Σε σχέση με το πως ήλθε στην κατοχή των Εναγόντων το εν λόγω Τεκμήριο, αυτός ανέφερε ότι τους είχε δοθεί από πελάτες τους οι οποίοι τους επιβεβαίωσαν ότι ο Εναγόμενος 2 συνέχιζε να τους προμηθεύει με τα ίδια προϊόντα που τους προμήθευε η Εναγόμενη 1.

 

Ο ενόρκως δηλούντας επιπρόσθετα ισχυρίστηκε ότι ο Εναγόμενος 2 - στα πλαίσια των δραστηριοτήτων που οι Ενάγοντες του καταλογίζουν, δηλαδή ανάληψη και συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας της Εναγόμενης 1 προσωπικά - προχώρησε σε εγγραφή στο Τμήμα Φορολογίας (Τεκμήριο Δ).

 

Περαιτέρω, ανέφερε ότι οι Ενάγοντες καταχώρησαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας εναντίον των Εναγόμενων 1 και 2 ιδιωτική ποινική υπόθεση υπ. αρ. 11404/2015, η οποία αφορούσε αδικήματα έκδοσης ακάλυπτων επιταγών, στα πλαίσια της οποίας οι Εναγόμενοι κατέβαλαν το ποσό των €2100 προς πλήρη συμμόρφωση των κατηγοριών που αντιμετώπιζαν.

 

Ο κ. Γεωργίου επιβεβαίωσε ενόρκως ότι στις 29.12.2016 ο επίδικος λογαριασμός παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο ύψος €12.156,12, ενώ επισύναψε προς απόδειξη τούτου κατάσταση λογαριασμού (Τεκμήριο Ε).

 

Τέλος,  επαλήθευσε τη δικογραφημένη θέση των Εναγόντων ότι παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις τους οι οποίες έλαβαν και μορφή επιστολής ημερ. 4.11.2016 (Τεκμήριο ΣΤ), οι Εναγόμενοι 1 και 2 μέχρι και σήμερα δεν έχουν εξοφλήσει την οφειλή τους.

 

Στην αντιπέρα όχθη, εκ μέρους του Εναγόμενου 2 μαρτυρία έδωσε ο ίδιος προσωπικά.

 

Επιβεβαίωσε ότι από την ίδρυση της Εναγόμενης 1 ήταν και είναι μέχρι και σήμερα ένας εκ των διευθυντών της. Αρνήθηκε οποιαδήποτε προσωπική εμπλοκή σε σχέση με την απαίτηση και ισχυρίστηκε ότι η αξίωση αφορά τιμολόγια τα οποία εκδόθηκαν προς την Εναγόμενη 1 εταιρεία πριν από το 2013, για προϊόντα και υπηρεσίες που παρασχέθηκαν από τους Ενάγοντες.

 

Αυτός - σύμφωνα με τα λεγόμενά του - ενεργούσε πάντα ως διευθυντής της Εναγόμενης 1 εταιρείας. Ισχυρίστηκε ότι η Εναγόμενη 1 δεν διεξάγει πλέον εργασίες και δεν έχει περιουσιακά στοιχεία περίπου από τα τέλη του 2012, αρχές του 2013.

 

Παραδέχεται ότι η Εναγόμενη 1 εταιρεία ήταν πελάτισσα των Εναγόντων και αγόραζε όντως κατά καιρούς εμπορεύματα και υπηρεσίες δύναμη τιμολογίων, ενώ επίσης παραδέχεται ότι αυτή οφείλει μέχρι και σήμερα συγκεκριμένα ποσά ως η κατάσταση λογαριασμού που παρουσιάστηκε από τους Ενάγοντες.

 

Αρνείται ότι περί τα τέλη του 2015 και αρχές του 2016 ανέλαβε προσωπικά τις δραστηριότητες, την επιχείρηση, τις υποχρεώσεις και τα περιουσιακά στοιχεία της Εναγόμενης 1 εταιρείας. Επιπλέον δηλώνει ότι ουδέποτε προσωπικά είχε συνεργασία ή παρείχε υπηρεσίες ή προϊόντα στους Ενάγοντες και ισχυρίζεται ότι δεν έχει καμία οφειλή προς αυτούς.

 

Σε σχέση με το Τεκμήριο Β, θέση του είναι ότι έλαβε για πρώτη φορά γνώση της ύπαρξής του στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης, ενώ δηλώνει πρώτον, ότι η εν λόγω επιστολή δεν απεστάλη από τον ίδιο ούτε και συμφώνησε ποτέ με το περιεχόμενό της, δεύτερον, ότι η εν λόγω επιστολή αναφέρεται σε αλλαγή ονόματος της Εναγόμενης 1 εταιρείας σε Ανδρέας Κυριακού και όχι οποιαδήποτε ανάληψη υποχρέωσης από τον ίδιο και τρίτον, η επιστολή φαίνεται να απεστάλη από τον κ. Στέλιο Κυριάκου και όχι από τον ίδιο. 

 

Η εξήγηση που δίνει σε σχέση με το Τεκμήριο Γ, τιμολόγιο, το οποίο εξέδωσε ο ίδιος προς άλλη εταιρία είναι ότι μετά το τέλος των εργασιών της Εναγόμενης 1 εταιρείας, δηλαδή περί τα τέλη του 2012, ξεκίνησε να εργάζεται μόνος του παρέχοντας προϊόντα και υπηρεσίες σε πελάτες με τους οποίους άρχισε συνεργασία προσωπικά από τις αρχές του 2013 μέχρι περίπου τα τέλη του 2016. Αυτός ήταν και ο λόγος που είχε εγγραφεί στο Φ.Π.Α (Τεκμήριο Δ). Ένας απ’ αυτούς τους πελάτες ήταν και η εταιρεία το όνομα της οποίας αναγράφεται στο Τεκμήριο Γ. 

 

Προς απάντηση των ισχυρισμών των Εναγόντων για ακάλυπτες επιταγές ανέφερε ότι η Εναγόμενη 1 εταιρεία όντως εξέδωσε επιταγές οι οποίες είχαν επιστραφεί ως ακάλυπτες, πλην όμως αυτές είχαν εκδοθεί αποκλειστικά από την Εναγόμενη 1 προς τους Ενάγοντες. Επιβεβαίωσε περαιτέρω ότι οι Ενάγοντες καταχώρησαν ιδιωτική ποινική εναντίον της Εναγόμενης 1 και του ίδιου ως διευθυντή της εταιρείας, όμως το ποσό των επιταγών κατεβλήθη από την Εναγόμενη 1 προς διευθέτηση της υπόθεσης. 

 

Θέση του είναι ότι η παρούσα αγωγή προωθείται από τους Ενάγοντες εναντίον και των δύο Εναγόμενων, αποσκοπώντας στο να τους ασκήσουν πίεση να συμβιβάσουν την υπόθεση για να «αγοράσουν τον μπελά», όμως κάτι τέτοιο δεν είναι αποδεκτό από τον ίδιο.

 

Δηλώνει ότι ουδέποτε συμφώνησε οτιδήποτε με την Εναγόμενη 1 εταιρεία ούτε και με τους Ενάγοντες αναφορικά με την ανάληψη υποχρεώσεων της Εναγόμενης 1 εταιρείας από τον ίδιο, είτε προφορικά είτε γραπτώς.

 

Τέλος, παραπονιέται ότι οι Ενάγοντες διαστρέβλωσαν τα γεγονότα ενώπιον του Δικαστηρίου και προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν το γεγονός ότι ο ίδιος για ένα διάστημα είχε ξεκινήσει νέες εργασίες με άλλες εταιρείες και όχι με τους Ενάγοντες. 

 

Καμιά πλευρά δεν άσκησε το δικαίωμα που παρέχει η Δ.30 Θ.7(β) για αντεξέταση των ενόρκως δηλούντων. 

 

Πριν την παράδοση στο Δικαστήριο των τελικών αγορεύσεων, με αίτημα του δικηγόρου των Εναγόντων και συγκατάθεση του δικηγόρου του Εναγόμενου 2, κατατέθηκε εξ συμφώνου δισέλιδο έγγραφο ως επιπρόσθετο Τεκμήριο, με ρητή όμως δήλωση του δικηγόρου του Εναγόμενου 2 ότι η εν λόγω κατάθεση γίνεται χωρίς αποδοχή του περιεχομένου του εγγράφου το οποίο η πλευρά τους θεωρεί άσχετο με τα επίδικα θέματα. Επιφύλαξε δε το δικαίωμά του να το σχολιάσει στις τελικές αγορεύσεις. Σύμφωνα με τον δικηγόρο των Εναγόντων, το εν λόγο έγγραφο εντοπίστηκε μετά τη λήψη της γραπτής μαρτυρίας του Εναγόμενου 2 και κατατέθηκε καθ’ αυτόν τον τρόπο προς αποφυγή περαιτέρω διαδικασιών.

 

Έχω μελετήσει με προσοχή όλο ανεξαιρέτως το μαρτυρικό υλικό το οποίο τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, ανεξαρτήτως αν δεν εκφράζεται ρητώς στο παρόν σκεπτικό. Συγκεκριμένη αναφορά σε αυτό θα κάνω μόνο οπότε κρίνω ότι βοηθά στην επίλυση των επίδικων θεμάτων και την καλύτερη κατανόηση της νομικής ανάλυσης και του σκεπτικού του Δικαστηρίου. Έχω επίσης διεξέλθει των ικανότατων αγορεύσεων των συνηγόρων των μερών, οι οποίες οφείλω να επισημάνω ότι παρείχαν πολύτιμη βοήθεια στο Δικαστήριο κατά την εξέταση της υπόθεσης.

 

Ξεκινώ την αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας με την επισήμανση ότι, η ύπαρξη εκκρεμούσας οφειλής προς τους Ενάγοντες και το ύψος αυτής δεν αμφισβητούνται από τον Εναγόμενο 2.

 

Για τα πιο πάνω, κάνω ανάλογα ευρήματα υπό την διευκρίνηση βέβαια ότι το ζήτημα του ποιος είναι νομικά υπόλογος για καταβολή της οφειλής παραμένει ως επίδικο θέμα προς απόφανση.

 

Εστιάζοντας στη δικογραφία της παρούσας αγωγής, είναι προφανές ότι οι Ενάγοντες έχουν κινηθεί εναντίον του Εναγόμενου 2 προσωπικά, δηλαδή υπό την ιδιότητά του ως φυσικό πρόσωπο.

 

Άρα, τo κύριο επίδικο θέμα επί του οποίου καλείται το Δικαστήριο να αποφανθεί είναι ουσιαστικά το κατά πόσον ο Εναγόμενος 2 είναι, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, προσωπικά δεσμευμένος για την καταβολή της εκκρεμούσας οφειλής.

 

Υπενθυμίζω ότι η θέση των Εναγόντων επί του προκειμένου είναι ότι μέσω της επιστολής Τεκμήριο Β, «κατά ή περί τα τέλη του 2015 και αρχές του 2016 οι Ενάγοντες πληροφορήθηκαν ότι ο εναγόμενος 2 ανέλαβε ο ίδιος προσωπικά τις δραστηριότητες, την επιχείρηση και τις υποχρεώσεις της εναγόμενης 1 εταιρείας συμπεριλαμβανομένου και των περιουσιακών στοιχείων της εναγόμενης εταιρείας 1». (Η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)

 

Αυτή η γραμμή φαίνεται να προωθείται και μέσω των υπολοίπων Τεκμηρίων που έχουν προσκομίσει.

 

Αντίθετη είναι η θέση του Εναγόμενου 2 σε σχέση με το Τεκμήριο Β. Ισχυρίζεται ότι έλαβε για πρώτη φορά γνώση της ύπαρξής του στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, η επιστολή δεν εστάλη από τον ίδιο αλλά από τον κ. Στέλιο Κυριάκου ενώ ουδέποτε συμφώνησε με το περιεχόμενό της. Τέλος, υποστηρίζει ότι η επιστολή δεν αναφέρεται σε οποιαδήποτε ανάληψη υποχρέωσης από τον ίδιο προσωπικά αλλά σε αλλαγή ονόματος της εταιρείας.

 

Αξιολογώντας το Τεκμήριο Β, παρατηρώ ότι η εν λόγω επιστολή ημερ.12.5.2016 φέρεται να έχει αποσταλεί όντως από κάποιο τρίτο πρόσωπο επ’ονόματι Στέλιος Κυριάκου, ο οποίος υπογράφει ως διευθυντής της Εναγόμενης 1 εταιρείας. Επιπλέον, η επιστολή έχει ως θέμα «ΑΛΛΑΓΗ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ».

 

Το περιεχόμενο της επιστολής το οποίο θεωρώ σημαντικό για την επίλυση της ενώπιον μου διαφοράς παρατίθεται αυτούσιο διατηρώντας την ορθογραφία και τη σύνταξη του κειμένου.

 

 

 

«Κύριε

 

Διά της παρούσης σας πληροφορούμε ότι η εταιρεία NUOVA VISTA ENTERTAINMENT Εχει αλλάξει ονομασία από 1/1/2016 και εχει μετονομαστη σε ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ.

 

Για αυτό σας παρακαλούμε όπως μεταφέρεται όλες τις δραστηριότητες τις εταιρείας κάτω Από αυτό το όνομα.

 

Eίμαι στην δίαθεση σας για οποιαδήποτε διευκρήνηση

 

Mετά τιμής

 

Στέλιος Κυριάκου

Διευθυντής

Nuova Vista Entertainment

Τηλ 99349103»

 

(Η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)

 

Από το πιο πάνω κείμενο προκύπτει αβίαστα ότι αυτό που κοινοποιείται στους Ενάγοντες είναι ότι η εταιρεία NUOVA VISTA ENTERTAINMENT έχει «αλλάξει ονομασία» από την 1.1.2016 και έχει «μετονομαστεί» σε ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ. Δηλαδή, οι δραστηριότητες της εταιρείας θα διεξάγονται πλέον υπό άλλο όνομα. Όχι όμως από άλλο νομικό ή φυσικό πρόσωπο.

 

Περαιτέρω, δεν φαίνεται επί του εν λόγω Τεκμηρίου ο ίδιος ο Εναγόμενος 2 να βεβαιώνει με οποιοδήποτε τρόπο το περιεχόμενο της επιστολής ή να κοινοποιεί ότι αναλαμβάνει ο ίδιος προσωπικά τις υποχρεώσεις της εταιρείας.

 

Συνεπώς, η μαρτυρία που οι Ενάγοντες έχουν προσκομίσει μέσω του Τεκμηρίου Β, αντικρούει παρά υποστηρίζει τους δικογραφημένους τους ισχυρισμούς.

 

Πέρα από τα πιο πάνω, δεδομένου ότι το Τεκμήριο B - το οποίο σημειωτέον είναι το κύριο Τεκμήριο επί του οποίου οι Ενάγοντες βασίζονται για να αποδείξουν τη θέση τους για προσωπική ανάληψη υποχρέωσης - αμφισβητείται πλήρως από τον Εναγόμενο 2, είναι προφανές ότι υπήρχε πρόσφορο έδαφος για αντεξέταση του Εναγόμενου 2 επί των ισχυρισμών του.

 

Αφ’ ης στιγμής ο Εναγόμενος 2 δηλώνει άγνοια για την επιστολή Τεκμήριο Β και διαφωνία με το περιεχόμενό της ενώ ταυτόχρονα, είναι προφανές από την ίδια την επιστολή ότι δεν είναι ο αποστολέας της, υπήρχε απόλυτη ανάγκη είτε αυτός είτε ο συντάκτης της να αντεξεταστούν ούτως ώστε να διασαφηνιστούν ενώπιον του Δικαστηρίου τα πραγματικά γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση.

 

Οι Ενάγοντες δεν το έπραξαν όμως. Ως εκ τούτου οι ισχυρισμοί τους έμειναν ατεκμηρίωτοι.

 

Υπενθυμίζω ότι νομολογιακά έχει καθιερωθεί ότι η παράλειψη αντεξέτασης μαρτύρων σε ουσιώδες μέρος της μαρτυρίας τους ισοδυναμεί με αποδοχή της (βλ. Κ. Λ. ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 547, Frederickou Schools Co Ltd v. Acuac Inc (2002) 1(Γ) A.A.Δ.1527, Αdidas v. Jonitexo Ltd (1987) 1 C.L.R. 383) και ΛΕΟΝΤΙΟΥ ΚΩΣΤΡΙΚΗ ν. 4 ΜΟΤΙΟN AUTOMOTIVES LTD κ.α., Ποινική Έφεση Αρ. 226/2014, 10/7/2015).

 

Άγνωστο παραμένει στο Δικαστήριο το ποιος είναι ο κ. Στέλιος Κυριάκου ο οποίος υπογράφει την εν λόγω επιστολή, ενώ η ιδιότητα με την οποία την υπογράφει, δηλαδή ως κατ’ ισχυρισμόν διευθυντής της Εναγόμενης 1, δεν υποστηρίζεται ούτε από μαρτυρία των μερών αλλά ούτε και από το Τεκμήριο Α που έχουν προσκομίσει οι Ενάγοντες, αφού αυτός δε φαίνεται να συμπεριλαμβάνεται στο αρχείο του Εφόρου Εταιρειών ως ένας εκ των διευθυντών της.

 

Ούτε τα λοιπά προσκομισθέντα Τεκμήρια, είτε στο σύνολό τους είτε χωριστά, αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς των Εναγόντων και κατ’ επέκταση την ύπαρξη συμβατικής σχέσης μεταξύ των μερών.

 

Κρίνω απαραίτητο να στρέψω πρώτα την προσοχή μου στο εξ συμφώνου κατατεθέν έγγραφο το οποίο συμπεριλήφθηκε στο μαρτυρικό υλικό πριν την προσκόμιση των τελικών αγορεύσεων. Το έγγραφο στην πρώτη σελίδα φέρει τον τίτλο “WAY BILL TO CUSTOMERGOODS ON CONSIGNMENT”, ημερ.29.9.2015, σε επιστολόχαρτο της Εναγόμενης 1 και στη δεύτερη σελίδα φέρει τον τίτλο “CREDIT NOTE”, ημερ.4.12.2015 και πάλι σε επιστολόχαρτο της Εναγόμενης 1.

 

Οι Ενάγοντες ισχυρίζονται μέσω των γραπτών τους αγορεύσεων ότι μετά την μελέτη της μαρτυρίας του Εναγόμενου 2, εντόπισαν το εν λόγω έγγραφο από την εταιρεία που τους είχε προσκομίσει το Τεκμήριο Γ. Κατά την άποψή τους το έγγραφο, εάν συγκριθεί με τα Τεκμήρια Β και Γ αποδεικνύει τη μεταβίβαση και μεταφορά των δραστηριοτήτων της εταιρείας στον Εναγόμενο 2, γιατί στο σύνολο των εγγράφων φαίνεται ότι η επιχείρηση συνέχισε να δραστηριοποιείται στον ίδιο χώρο, με τα ίδια τηλέφωνα επικοινωνίας και προσφέροντας ίδιας φύσης προϊόντα που έχουν τους ίδιους κωδικούς αναφοράς. Επιπλέον, κατά τους ίδιους αποδεικνύεται η ημερομηνία μεταφοράς των δραστηριοτήτων, δηλαδή η 1.1.2016, καθώς και το ότι ο Εναγόμενος 2 ψεύδεται γιατί αντικρούει τη θέση του ότι η Εναγόμενη 1 σταμάτησε τις εργασίες της περί τα τέλη του 2012.

 

Κατ’ αρχάς, η αναφορά των Εναγόντων για τον τρόπο που ήλθε στην κατοχή τους το εν λόγω Τεκμήριο αποτελεί μαρτυρία γεγονότων η οποία επιχειρήθηκε να προσκομιστεί αποκλειστικά μέσω των τελικών αγορεύσεων, πρακτική σαφώς ανεπίτρεπτη. Γι’ αυτό τον λόγο η συγκεκριμένη αναφορά θα αγνοηθεί.

 

Ως αποτέλεσμα του τρόπου κατάθεσης του Τεκμηρίου, ασαφές παραμένει - πέρα από την προέλευσή του - το ποιος το υπογράφει εκ μέρους της Εναγόμενης 1 εταιρείας. Τέλος, δεν έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου μέσω μαρτυρίας οποιαδήποτε επεξήγηση σε σχέση με το περιεχόμενό του. Τα πιο πάνω κενά αναπόφευκτα αποδυναμώνουν την αποδεικτική του αξία. Επιπλέον, εξανεμίζουν τη δυναμική του επιχειρήματος των Εναγόντων ότι το Δικαστήριο μπορεί και οφείλει να καταλήξει, και δη με ασφάλεια, σε συμπέρασμα ότι ο Εναγόμενος 2 ψεύδεται, βασίζοντας την κρίση του εξ ολοκλήρου επί του εν λόγω Τεκμηρίου. Λόγω των αδυναμιών του εγγράφου ως αυτές έχουν επισημανθεί ανωτέρω, η εισήγησή τους αυτή δεν γίνεται αποδεκτή.

 

Πέρα από τα πιο πάνω, εξετάζοντας για σκοπούς πληρότητας και την ουσία του επιχειρήματος των Εναγόντων, επισημαίνω ότι και πάλι η εισήγησή τους δε με βρίσκει σύμφωνη. Οι Ενάγοντες υποστηρίζουν ότι Εναγόμενος 2 πρέπει να κριθεί αναξιόπιστος και η εκδοχή τους να γίνει αποδεκτή γιατί σε αντίθεση με όσα ανέφερε στη μαρτυρία του, το υπό αξιολόγηση έγγραφο αποδεικνύει ότι η Εναγόμενη 1 συνέχισε μέχρι την 1.1.2016, ECLI:CY:AD:2016:D147 τις εργασίες της. Με όλον τον σεβασμό, διαφωνώ με την εν λόγω συλλογιστική. Η αξιοπιστία ενός μάρτυρα αξιολογείται σε σχέση με τα επίδικα θέματα της διαφοράς. Στην παρούσα αντιδικία επίδικο θέμα δεν αποτελεί το πότε τερμάτισε τις εργασίες της η Εναγόμενη 1 εταιρεία αλλά το κατά πόσον έχει αποδειχθεί ότι ο Εναγόμενος 2 έχει με οποιοδήποτε τρόπο καταστεί νομικά υπόλογος για τις οφειλές της Εναγόμενης 1. Ελλείψει μαρτυρίας από πλευράς των Εναγόντων η οποία να αποσείσει το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού τους ότι ο Εναγόμενος 2 ανέλαβε όντως τις υποχρεώσεις της εταιρείας, το Δικαστήριο δεν μπορεί να καταλήξει σε ένα τέτοιο συμπέρασμα με παλινδρόμηση∙ δηλαδή βασιζόμενο επί κατ’ ισχυρισμόν αναξιοπιστία του Εναγόμενου σε παρεμφερές θέμα.

 

Ούτε τα υπόλοιπα συμπεράσματα τα οποία οι Ενάγοντες εισηγούνται ότι προκύπτουν από το περιεχόμενο του υπό αξιολόγηση εγγράφου, κρίνω ότι δεικνύουν ή αποδεικνύουν δημιουργία νομικής υποχρέωσης από πλευράς του Εναγόμενου 2 προσωπικά για κάλυψη των οφειλών της Εναγόμενης 1. Ο Εναγόμενος 2 δεν αρνείται το γεγονός ότι στις αρχές του 2013 αυτός ξεκίνησε να εργάζεται μόνος του παρέχοντας προϊόντα και υπηρεσίες. Αυτός ήταν και ο λόγος που εγγράφηκε στο ΦΠΑ ως αποδεικνύει το Τεκμήριο Δ των Εναγόντων. Υποστήριξε όμως ότι δεν είχε καμία συνεργασία με την Ενάγουσα προσωπικά ούτε και παρείχε σε αυτή προϊόντα ή υπηρεσίες. Ο ισχυρισμός του αυτός επιβεβαιώνεται μέσω της μαρτυρίας των ίδιων των Εναγόντων (Τεκμήριο Ε) όπου διαφαίνεται ότι η τελευταία συναλλαγή των Εναγόντων με την Εναγόμενη 1 έλαβε χώρα στις 12.6.2012. Το γεγονός ότι ο Εναγόμενος 2 συνέχισε ατομικά να ασχολείται με τις ίδιες δραστηριότητες και να παρέχει τα ίδια προϊόντα τα οποία πωλούνταν από την Εναγόμενη 1 σε τρίτα πρόσωπα δεν τον καθιστά αυτόματα υπόλογο για τις εκκρεμούσες οικονομικές υποχρεώσεις της Εναγόμενης 1 προς του Ενάγοντες, η οποία αποτελεί ξεχωριστή νομική οντότητα με τις δικές της αυτοτελείς υποχρεώσεις (βλ. Salomon v. Salomon & Co Ltd [1896], Michaelides v. Gavrielides (1980) 1 CLR 244).

 

Ούτε το γεγονός ότι η διεύθυνση που καταγράφεται στο Τεκμήριο Γ - που όντως φαίνεται να προσομοιάζει με το εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας ως αναγράφεται στο Τεκμήριο Α και στο εξ συμφώνου κατατεθέν Τεκμήριο - είναι επαρκές στοιχείο για να αποδειχθεί είτε προσωπική υποχρέωση του Εναγόμενου 2 για τις οικονομικές υποχρεώσεις της Εναγόμενης 1 εταιρείας είτε δημιουργία συμβατικής σχέσης μεταξύ των μερών.

 

Υπενθυμίζω ότι οι Ενάγοντες δεν υποστήριξαν ενώπιον του Δικαστηρίου ότι ο ίδιος ο Εναγόμενος 2 με οποιοδήποτε τρόπο, είτε προφορικά είτε γραπτώς ανέλαβε να αποπληρώσει τις οικονομικές υποχρεώσεις της Εναγόμενης 1. Θέση τους είναι ότι μέσω του Τεκμηρίου Β ενημερώθηκαν από την ίδια την εταιρεία ότι «ανέλαβε ο ίδιος προσωπικά τις δραστηριότητες, την επιχείρηση και τις υποχρεώσεις της εναγόμενης εταιρείας 1», Τεκμήριο το οποίο έχει ήδη αξιολογηθεί από το Δικαστήριο και έχει κριθεί ότι δεν υποστηρίζει την εκδοχή και την ερμηνεία τους.

 

Πέρα από τα πιο πάνω όμως, και οι ίδιες οι πράξεις και ο χειρισμός των Εναγόντων σε σχέση με την όλη διαφορά έρχονται σε σύγκρουση με τους ισχυρισμούς τους.

 

Αξιολογώντας την επιστολή απαίτησης Τεκμήριο ΣΤ παρατηρώ ότι, ενώ αυτή απεστάλη περίπου έξι μήνες μετά την παραλαβή του Τεκμηρίου Β μέσω του οποίου οι Ενάγοντες ισχυρίζονται ότι είχαν ενημερωθεί ότι ο Εναγόμενος 2 ανέλαβε προσωπικά τις υποχρεώσεις της Εναγόμενης 1, αυτή απευθύνεται αποκλειστικά προς την Εναγόμενη 1 εταιρεία αξιώνοντας αποπληρωμή. Καμία αναφορά δε γίνεται στον Εναγόμενο 2 ούτε και αξιώνεται οτιδήποτε εναντίον του.

 

Επιπλέον, παρά τους ισχυρισμούς τους ότι με το Τεκμήριο Β αποδεικνύεται ότι ο Εναγόμενος 2 είναι σήμερα υπεύθυνος για τις οικονομικές εκκρεμότητες της Εναγόμενης 1, αυτοί όχι μόνο επέλεξαν να καταστήσουν την Εναγόμενη 1 ως διάδικο μέρος στην παρούσα, αλλά αξίωσαν και εξασφάλισαν και απόφαση εναντίον της σε προκαταρκτικό στάδιο για το πλήρες ποσό που αξιώνουν εναντίον του Εναγόμενου 2, πριν το Δικαστήριο προβεί σε αξιολόγηση των επίδικων θεμάτων για να καταλήξει πάνω σε ποιου τους ώμους βρίσκεται η υποχρέωση καταβολής της οφειλής. Αυτή τους η δικονομική επιλογή κρίνω ότι από μόνη της συγκρούεται και αναιρεί τη θέση που προέβαλαν κατά την κυρίως ακροαματική διαδικασία.

 

Εάν το παράπονο των Εναγόντων είναι στον πυρήνα του ότι ο Εναγόμενος 1, ως διευθυντής της Εναγόμενης 1, με σκοπό να ξεγελάσει τους πιστωτές της εταιρείας οικειοποιήθηκε την επιχείρηση, την πελατεία και τα περιουσιακά της στοιχεία συνεχίζοντας τις δραστηριότητές της και γι’ αυτό τον λόγο πρέπει το Δικαστήριο να τον καταστήσει προσωπικά υπεύθυνο και για τις υποχρεώσεις της θα μπορούσαν να εγείρουν αγωγή εναντίον των μετόχων ή των διευθυντών της Εναγομένης 1 εταιρείας επί αυτής της νομικής βάσης. Η δικογράφηση όμως της παρούσας Αγωγής δεν επιτρέπει στο Δικαστήριο να εξετάσει κάτι τέτοιο ούτε και έχει προσφερθεί επαρκής μαρτυρία προς αυτή την κατεύθυνση.

 

Εν όψει των ανωτέρω καταλήξεων κρίνω ότι δεν έχει προσφερθεί από τους Ενάγοντες μαρτυρία επαρκής και ικανή να αποδείξει ότι ο Εναγόμενος 2 είναι προσωπικά υπόλογος για τις οφειλές της Εναγόμενης 1 εταιρείας.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η Αγωγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του Εναγόμενου 2 και εναντίον των Εναγόντων, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή στην κλίμακα της αγωγής και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

                                                                    …………………………….....……

       (Υπ.) Α. Θωμά Θεοδοσίου, Προσ. Ε.Δ. 

 

Πιστό Αντίγραφο 

 

 

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο