ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ 

ΕΝΩΠΙΟΝ: Α. Θωμά Θεοδοσίου, Προσ. Ε.Δ. 

                                                                                                                      Αρ. Aγ.: 503/2023 

1.    Aιμίλιος Νυχίδης

2.    Maya Zimring  

Ενάγoντες - Αιτητές 

και 

M.A. CHRISTODOULOU INVESTMENTS LTD

 

Εναγόμενη - Καθ’ ης η Αίτηση 

 

Αίτηση ημερ. 12.5.2023 για έκδοση συνοπτικής απόφασης 

 

Ημερομηνία: 23.5.2024 

Εμφανίσεις:  

Για τους Αιτητές: κ. Ραφαήλ Ανδρέου για G. Kaimakliotis & CO LLC 

Για την Καθ’ ης η Αίτηση: κ. Ιωάννης Γ. Iωάννου 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ 

 

Με την παρούσα Αίτηση, οι Ενάγοντες - Αιτητές ζητούν την έκδοση συνοπτικής απόφασης ως η απαίτησή τους επί του Κλητηρίου Εντάλματος ημερ.12.4.2024, βασιζόμενοι κυρίως επί της Δ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Η αίτηση προωθήθηκε μετά την καταχώριση σημειώματος εμφάνισης αλλά πριν την καταχώριση Υπεράσπισης εκ μέρους της Εναγόμενης.

 

Το πραγματικό υπόβαθρο της αξίωσής τους - σύμφωνα πάντα με τους Ενάγοντες - έχει ως εξής.

 

Μετά από διαφήμιση που εντόπισαν στο διαδίκτυο για ενοικίαση οικίας η οποία δεν είχε ολοκληρωθεί, σύναψαν με την Εναγόμενη συμφωνία ημερ.24.3.2022 («η πρώτη συμφωνία») για ενοικίασή της για €1000 μηνιαίως.

 

Μεταξύ άλλων, η συμφωνία προνοούσε ότι η περίοδος ενοικίασης θα άρχιζε την 1.6.2022, ημερομηνία παράδοσης του ακινήτου σε αυτούς. Προς συμμόρφωση με τους όρους της εν λόγω συμφωνίας, στις 26.4.2022 κατέβαλαν €2.000, ποσό το οποίο αντικατόπτριζε την προκαταβολή (ντεπόζιτο) και το πρώτο ενοίκιο.

 

Περί τον Μάη του 2022, ο διευθυντής της Εναγόμενης τους ενημέρωσε ότι το  ακίνητο δε θα ήταν έτοιμο τον Ιούνιο ως ο ρητός κατά τους ίδιους όρος της συμφωνίας τους. Ως αποτέλεσμα της στάση της Εναγόμενης, πρότειναν να υπογραφεί τροποποιητική συμφωνία της πρώτης συμφωνίας ενοικίασης, συμφωνία η οποία υπογράφηκε στις 8.5.2022 («η τροποποιητική συμφωνία»).

 

Σύμφωνα με την τροποποιητική συμφωνία, η περίοδος ενοικίασης θα ήταν από την 1.6.2022 και θα άρχιζε από τη μέρα που το ακίνητο θα θεωρείτο κατοικήσιμο, δηλαδή με την σύνδεση του ηλεκτρικού ρεύματος και την ολοκλήρωση των εργασιών στο εσωτερικό και εξωτερικό του ακινήτου. Περαιτέρω, οι ίδιοι θα κατέβαλλαν το ποσό των €6.000 εντός έξι ημερών από την μετακόμιση στο ακίνητο ως προκαταβολή, με σκοπό την επίσπευση των εργασιών του ακινήτου και το καταβληθέν ποσό θα εξισωνόταν με έξι μήνες ενοίκιο. Δικαίωμα τερματισμού της σύμβασης χωρίς καμία ποινή και με δικαίωμα επιστροφής των προκαταβολών θα είχαν σε περίπτωση εγκληματικής ή βίαιης αιτίας και παράβασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους χωρίς δική τους υπαιτιότητα.

 

Ο όρος σε σχέση με το δικαίωμα τερματισμού, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, προστέθηκε γιατί ο διευθυντής της εταιρείας ήταν ασυνεπής και ως φάνηκε εκ του αποτελέσματος προσπαθούσε να τους παραπλανεί με ψευδή γεγονότα.

 

Με την υπογραφή της τροποποιητικής συμφωνίας, η Εναγόμενη τους παρέδωσε τα κλειδιά του επίδικου ακινήτου και ξεκίνησαν να εξοπλίζουν το ακίνητο με έπιπλα.

 

Προς όφελος της εταιρείας κατέβαλαν συνολικά το ποσό των €10.000, δηλαδή €2000 ως πρώτο ενοίκιο και προκαταβολή, €2000 ενοίκιο για τους επόμενους δύο μήνες και το ποσό των €6000 ως η συμφωνία τροποποίησης ημερ.8.5.2023. Επιπλέον, εξόπλισαν το σπίτι με έπιπλα αξίας €5.300.

 

Μετά την προσθήκη του εξοπλισμού, θέση τους είναι ότι το σπίτι κατέστη πλήρως λειτουργικό πλην όμως, ο διευθυντής της Εναγόμενης καθυστερούσε εσκεμμένα να κλείσει ραντεβού για ηλεκτροδότηση της οικίας. Τελικά ραντεβού διευθετήθηκε εντός του Ιουλίου 2022.

 

Στις 7.6.2022, ο διευθυντής της Εναγόμενης με γραπτό μήνυμα που απέστειλε στους Ενάγοντες ζήτησε την καταβολή επιπρόσθετου ποσού ύψους €500 χωρίς καμία αιτιολογία.

 

Στις 15.7.2022 οι Ενάγοντες ολοκλήρωσαν οι ίδιοι τη διαδικασία σύνδεσης ηλεκτρικού ρεύματος και κατέβαλαν για σκοπούς σύνδεσης το ποσό των €200.

 

Σύμφωνα με τους Ενάγοντες, παρά την ηλεκτροδότηση της οικίας και παρά το γεγονός ότι το ακίνητο ήταν πλέον πλήρως λειτουργικό, ο διευθυντής της εταιρείας αρνείτο την παράδοση προβάλλοντας διάφορες δικαιολογίες και ενώ ήδη η ημερομηνία παράδοσης είχε παρέλθει κατά πολύ.

 

Στη συνέχεια και ενώ απουσίαζαν σε ταξίδι, ο διευθυντής, χωρίς συγκατάθεση άλλαξε την κλειδαριά του σπιτιού και παρά το γεγονός ότι είχαν ήδη πληρώσει ενοίκια για τουλάχιστον έξι μήνες και το είχαν εξοπλίσει.

 

Σε τηλεφωνική επικοινωνία μαζί του, αυτός παραδέχτηκε ότι άλλαξε κλειδαριά και αρνήθηκε να τους δώσει αντικλείδι υποστηρίζοντας ότι μετάνιωσε για τη γραπτή συμφωνία και ότι το ακίνητο πλέον άξιζε περισσότερα από το συμφωνηθέν ποσό. Επιπλέον, τους ενημέρωσε ότι δε θα τηρήσει τους όρους της συμφωνίας.

 

Προχώρησε δε σε ανάρτηση αγγελίας για ενοικίαση του ακινήτου που συμπεριελάμβανε τον δικό τους εξοπλισμό για €1400 μηνιαίως.

 

Στις 31.10.2022 οι Ενάγοντες έστειλαν επιστολή μέσω δικηγόρου ζητώντας €15.300, δηλαδή το σύνολο των ποσών που καταβλήθηκαν στην Εναγόμενη πλέον η αξία του εξοπλισμού τους που παρέμεινε στην οικία.

 

Επιπλέον, προχώρησαν σε καταγγελία στην Αστυνομία και επ’ αυτής, ο διευθυντής της εταιρείας κατηγορήθηκε γραπτώς για διερευνόμενα αδικήματα απάτης, εξασφάλισης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις και κλοπής με τέχνασμα

 

Από πλευράς τους έγινε προσπάθεια για εξώδικο συμβιβασμό της διαφοράς που συμπεριελάμβανε καταβολή σε αυτούς μηνιαίως ενός ποσού μέχρι την πλήρη εξόφληση καθώς και επιστροφής των επίπλων. Στην εν λόγω πρόταση η εταιρεία συγκατατέθηκε πλην όμως καθυστερούσε εσκεμμένα κατά τους ίδιους.

 

Τέλος, σημειώνουν ότι έχουν ενημερωθεί από την Αστυνομία ότι επίδικο σπίτι ενοικιάστηκε και η συμφωνία που έγινε με τους νέους ενοικιαστές συμπεριελάμβανε και τον εξοπλισμό τους.

 

Ενόρκως περαιτέρω δηλώνουν ότι θεωρούν ότι η Εναγόμενη δεν έχει υπεράσπιση στην παρούσα Αγωγή.

 

Η Εναγόμενη εταιρεία ενίσταται στο αίτημα των Εναγόντων με τα επιχειρήματά της να περιστρέφονται γύρω από τους πιο κάτω άξονες:-

 

1.    Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και της νομολογίας για επιτυχία της αίτησης,

 

2.    Η Αγωγή είναι πρόωρη,

 

3.    Έχει καλή και καλόπιστη υπεράσπιση στην Αγωγή,

 

4.    Η αξίωση των Εναγόντων δεν αποτελεί καθαρή περίπτωση,

 

5.    Οι Ενάγοντες δεν έχουν αποκαλύψει πλήρως και ειλικρινώς τα γεγονότων της αντιδικίας.

 

Εκ μέρους της Εναγόμενης, ένορκη υποστήριξη για τα πιο πάνω έδωσε ο διευθυντής της εταιρείας.

 

O ενόρκως δηλών απορρίπτει όλους τους ισχυρισμούς της έκθεσης απαίτησης καθώς και τις θέσεις που προβάλλονται στις παραγράφους 7 - 44 της υποστηρικτικής ένορκης δήλωσης.

 

Θέση του είναι ότι τα όσα αναφέρονται δεν είναι ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και ότι τα πραγματικά και πλήρη γεγονότα της υπόθεσης είναι τα ακόλουθα.

 

Σύμφωνα με τον ίδιο, πρόθεση των Εναγόντων ήταν να αγοράσουν την επίδικη οικία εξού και είχαν ζητήσει να γίνουν κάποιες μετατροπές. Συγκεκριμένα του ζήτησαν να γίνει προσθήκη τοιχοποιίας στο σαλόνι της οικίας και ανέγερση υπερυψωμένου προστατευτικού εκτός της κατοικίας (μεταλλικός φράχτης ύψους 2.10μ αντί 1.20 μ που ήταν ο υφιστάμενος). Οι εν λόγω αλλαγές όπως εξήγησε στους Ενάγοντες, θα καθυστερούσαν την ολοκλήρωση της κατοικίας και αυτοί συμφώνησαν. Αυτός ήταν και ο λόγος που υπεγράφη η τροποποιητική συμφωνία ημερ.8.5.2022, η οποία όμως σημειώνει ότι δεν υπεγράφη και από τους δύο Ενάγοντες.

 

Λόγω των εργασιών που εκκρεμούσαν, δεν παρέδωσε ποτέ τα κλειδιά αλλά ούτε και την κατοχή της οικίας γιατί πάγια πρακτική της εταιρείας είναι οι οικίες να παραδίδονται ολοκληρωμένες στους ένοικους και μετά από την ηλεκτροδότησή τους. Ο εξοπλισμός των Εναγόντων μεταφέρθηκε στην οικία πάντα στην παρουσία των υπαλλήλων της εταιρείας ενώ υποστηρίζει ότι δεν έγινε ποτέ αλλαγή των κλειδαριών του σπιτιού.

 

Οι εργασίες που οι Ενάγοντες ζήτησαν ολοκληρώθηκαν τον Ιούνιο του 2022. Όταν όμως τους ενημέρωσε ότι βάσει του προγράμματος της ΑΗΚ ο έλεγχος των ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων της οικίας θα γινόταν τον Ιούλιο, η στάση των Εναγόντων άλλαξε με αποκορύφωμα ένα απειλητικό τηλεφώνημα που δέχθηκε από άγνωστο αριθμό κατά το οποίο ένας άντρας του είπε «για την υπόθεση του Νυχίδη, εντός 1 βδομάδας να του παραδώσεις το σπίτι αλλιώς θα έχεις να κάνεις μαζί μου». Όταν τον ρώτησε ποιος είναι αυτός του απάντησε «καλύτερα να μην μάθεις, εγώ θα σε βρω». Σε σχέση με το συμβάν προέβη σε καταγγελία στην Αστυνομία.

 

Κατά τον ίδιο, η συμπεριφορά και οι πράξεις των Εναγόντων αποτελούν παραβίαση της συμφωνίας σε βαθμό που τους αποστερεί το δικαίωμα να έχουν αξιώσεις εναντίον της Εναγόμενης. Η Εναγόμενη από πλευράς της δεν παραβίασε τη συμφωνία και έδειξε κάθε επιμέλεια για ολοκλήρωση της συμφωνίας μέχρι το σημείο που δέχθηκε απειλές.

 

Σε σχέση με τα έξοδα σύνδεσης της οικίας με την Α.Η.Κ, παραδέχεται ότι αυτά καταβλήθηκαν από την Ενάγουσα 2. Επιπλέον, παραδέχεται ότι κάποια έπιπλα και εξοπλισμός των Εναγόντων βρίσκονται εντός της οικίας. Σε σχέση με τα έπιπλα δηλώνει «όσο αφορά τα έπιπλα δεν έχω κανένα πρόβλημα να τα πάρουν πίσω και αυτό το ανέφερα στους Ενάγοντες. Ακόμα και τώρα, κατόπιν συνεννοήσεως μπορούν οι Ενάγοντες να παραλάβουν τα έπιπλα/αντικείμενα τους».

 

Πέρα από τα πιο πάνω, δεν αμφισβητεί ότι οι Ενάγοντες κατέβαλαν χρήματα έναντι της συμφωνίας όμως θέση του είναι ότι με τη συμπεριφορά και τις πράξεις τους οι ίδιοι παραβίασαν τη συμφωνία. Αντίθετα, καμία παραβίαση ανθρώπινων δικαιωμάτων των Εναγόντων δεν έλαβε χώρα από πλευράς της Εναγόμενης, ούτε υπάρχει οποιαδήποτε εγκληματική ή βίαιη αιτία που με βάση τα συμφωνηθέντα να τους να δίδει δικαίωμα να εγείρουν την παρούσα Αγωγή.

 

Ο διευθυντής της Εναγόμενης παραδέχεται περαιτέρω ότι κλήθηκε από τον Αστυνομικό Σταθμό Κοφίνου να δώσει κατάθεση, όμως υποστηρίζει ότι μέχρι σήμερα καμία δίωξη δεν ασκήθηκε εναντίον του, ούτε έχει κατηγορηθεί για οτιδήποτε.

 

Παραδέχεται περαιτέρω ότι διαφήμισε την οικία για ενοικίαση αλλά όχι για πώληση αλλά για να περιορίσει τη ζημιά της Εναγόμενης. Δεν προέβη όμως σε διαδικασία πώλησής της γιατί επί της επίδικης συμφωνίας υπάρχει πρόνοια για πώληση της κατοικίας στους Ενάγοντες.

 

Εισηγείται μετά από νομική συμβουλή του δικηγόρου του ότι οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί που πλαισιώνουν την παρούσα αντιδικία θα πρέπει να αξιολογηθούν στα πλαίσια Ακροάσεως συνεπώς η παρούσα διαδικασία δεν είναι κατάλληλη. Επιπλέον, τυχόν έγκριση της αίτησης θα καταστρατηγήσει το δικαίωμα της Εναγόμενης να ακουστεί.

 

Σύμφωνα με τον ίδιο, οι Ενάγοντες παρουσίασαν στον Δικαστήριο τα γεγονότα επιλεκτικά και αυτή η παρουσίαση δεν αντικατοπτρίζει τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης αλλά ούτε και τη δική τους συμπεριφορά ενώ ταυτόχρονα αναφέρουν ψευδή γεγονότα για σκοπούς δημιουργίας εντυπώσεων.

 

Θεωρεί ειλικρινά ότι έχει καλή υπεράσπιση αλλά και ανταπαίτηση, χωρίς όμως να συγκεκριμενοποιεί ποια είναι αυτή η αξίωση πέρα από μια αναφορά για αναγνωριστική απόφαση του Δικαστηρίου ότι η Εναγόμενη δεν ευθύνεται για την παράβαση της επίδικης σύμβασης και αποκλειστικοί υπαίτιοι της παράβασης είναι οι Ενάγοντες.

 

Η προώθηση των θέσεων των δύο πλευρών έγινε μέσω ένορκων δηλώσεων και εμπεριστατωμένων γραπτών αγορεύσεων, χωρίς αντεξέταση των ενόρκως δηλούντων. 

 

Διευκρινίζω ότι έχω εξετάσει και αξιολογήσει πλήρως και με προσοχή όλους ανεξαιρέτως τους ισχυρισμούς και τις θέσεις των δύο πλευρών ως αυτές εκτίθενται στο σύνολο των γραπτών παραστάσεων της παρούσας Αίτησης. Αναφορά σε αυτούς όμως, θα γίνεται μόνο όπου κρίνω αυτό απαραίτητο για επίλυση των επίδικων ζητημάτων. 

 

Οι βασικές αρχές στη βάση των οποίων κρίνονται και αποφασίζονται οι αιτήσεις για συνοπτική απόφαση έχουν συνοψιστεί στην υπόθεση Νεάρχου κ.α. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 818, καθώς και σε πιο πρόσφατες αποφάσεις όπως η Atlaspantou Co Ltd v. Angelos Nicolaides Holdings Ltd (2013) 1(Γ) 2553, Γλαύκος Μιχαηλίδης κ.α. ν. Τράπεζα Κύπρου Δηµόσια Εταιρεία Λτδ, Πολ. Έφ. 60/11, ηµερ. 12.7.16 και Ευθύμιου Μπουλουτά v. Eπιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, Π.Ε. Αρ. Ε68/2017, ημερ. 3.11.2023.

 

Ως διευκρινίστηκε στη Νεάρχου (ανωτέρω): 

 

«Ο σκοπός της διαδικασίας για συνοπτική απόφαση είναι κυρίως η ταχύτητα, δηλαδή να λαμβάνει ο ενάγων έγκαιρα απόφαση εκεί που τα γεγονότα είναι τέτοια που δείχνουν ότι η απαίτηση του είναι τόσο καθαρή που να μην χρειάζεται κανονική δίκη, ενώ αντίθετα να δείχνουν ότι η υπεράσπιση δεν προβάλλεται καλόπιστα, αλλά απλώς για σκοπούς καθυστέρησης της υπόθεσης.  

 

Επειδή όμως η διαδικασία αυτή αποστερεί ουσιαστικά τον εναγόμενο από του να υπερασπίσει την υπόθεση σε κανονική δίκη, η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου για έκδοση συνοπτικής απόφασης ασκείται πολύ προσεκτικά, σπάνια και με βάση ορισμένα κριτήρια τα οποία περιέχονται στη Δ.18 κκ.1-5, όπως αυτά εξηγήθηκαν τόσο σε αγγλική νομολογία όσο και σε νομολογία του δικού μας Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. μεταξύ άλλων Robert v. Plant [1895] 1 Q.B.597, το Αγγλικό Σύγγραμμα The Annual Practice 1957 σελ. 171, Κυπριανίδης ν. Ιωάννου (1966) 1 Α.Α.Δ. 265, Spyros Stavrinides v. Ceskoslovenska Obchondi Banka A.S. (1972) 1 C.L.R. 130, Hermes Insurance Co Ltd v. Joulios Theodorides (1983) 1 C.L.R. 333, Τrans Middle East Trading (T.M.E.T) Limited v. Abdul Aziz Tlais (1991) 1 A.A.Δ. 239,  Αθηνούλλα Δημητρίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 782, Rck Sports v. Persona Advertising Ltd. (1996) 1 A.A.Δ. 1074, Subotic v. Στυλιανίδη  (1998) 1 Α.Α.Δ. 22, Ευάγγελος Λαζάρου και άλλος ν. Γιάννη Π. Μακεδόνα (1999) 1 Α.Α.Δ. 817, Παναγιώτης Ζερβός ν. Euroinvestment & Finance Ltd., (2003) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1968 και Sigma Radio T.V. Ltd. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 1 A.A.Δ. 408). 

 

Τα εν λόγω κριτήρια, όπως εξάγονται τόσο από το λεκτικό της Δ.18 όσο και από τις πιο πάνω αυθεντίες, περιληπτικά είναι τα εξής:- 

 

(α) Το κλητήριο πρέπει να είναι ειδικά οπισθογραφημένο σε Δ.2, Κ.6. 

 

(β)   Ο εναγόμενος να έχει καταχωρήσει εμφάνιση στην αγωγή. 

 

(γ)  Η ένορκη δήλωση για υποστήριξη της αίτησης για συνοπτική απόφαση πρέπει να συμμορφώνεται προς ορισμένα κριτήρια π.χ. να είναι από τον ίδιο τον ενάγοντα ή άλλο πρόσωπο που να μπορεί να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα της υπόθεσης, και τη βάση της αγωγής και περαιτέρω να δηλώνει ρητά ότι απ' ότι  πιστεύει δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή. 

 

Από πλευράς Εναγομένου (εκτός από το θέμα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου που μπορεί να εγερθεί σε όλες τις περιπτώσεις), και νοουμένου ότι ο ενάγων ικανοποιεί τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις, θα πρέπει και αυτός να ικανοποιήσει το Δικαστήριο με τα ακόλουθα: 

 

(α) ότι έχει καλή υπεράσπιση στην αγωγή ή 

 

(β) ότι αποκαλύπτονται τέτοια γεγονότα που του δίνουν το δικαίωμα να  υπερασπισθεί ή τουλάχιστον η υπεράσπιση να μπορεί να περιγραφεί ως κάτι περισσότερο από σκιώδης αλλά λιγότερο από πιθανή. (Λαζάρου ν. Μακεδόνας, πιο πάνω). 

 

Υπενθυμίζω ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, στα πλαίσια αίτησης για συνοπτική απόφαση, δεν αρκεί ο εναγόμενος να προβεί σε γενική άρνηση της απαίτησης ή σε αόριστους νομικούς ή πραγματικούς ισχυρισμούς. Θα πρέπει να δώσει τέτοιες λεπτομέρειες με την ένορκη του δήλωση που να καταδεικνύεται το βάσιμο της υπεράσπισης του επί της ουσίας της αγωγής και να αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που θα θεωρηθούν επαρκή για να του δώσουν το δικαίωμα να υπερασπιστεί.  

 

Στο Annual Practice 1967 σελ. 250 αναφέρεται συγκεκριμένα ότι «the defendant’s affidavit must “condescend upon particulars”. It is not enough merely to deny the debt, or allege fraud, or state a legal objection»  

(η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου).  

 

Τα πιο πάνω επιβεβαιώθηκαν και στην απόφαση Hermes Insurance Co Ltd (ανωτέρω). 

 

Προχωρώ τώρα να εξετάσω τις προϋποθέσεις που θέτει η Δ.18, αντιπαραβάλλοντάς τες με τα δεδομένα της περίπτωσης που έχω ενώπιον μου.

 

Είναι ξεκάθαρο από το σύνολο των γραπτών παραστάσεων ότι οι τρεις προϋποθέσεις όντως πληρούνται. Η παρούσα Αγωγή προωθείται με ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα (Δ.2 Κ.6) και η Εναγόμενη έχει καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης στην Αγωγή. Επιπλέον δεν αμφισβητείται από την Εναγόμενη το γεγονός ότι η υποστηρικτική στην επίδικη αίτηση ένορκη δήλωση έγινε από έναν εκ των δύο Εναγόντων, ο οποίος εκπροσωπώντας και τους δύο Ενάγοντες ορκίζεται θετικά για τα γεγονότα της υπόθεσης και τη βάση της Αγωγής καθώς επίσης εκφράζει ρητά την άποψη ότι δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή. 

 

Ενόψει των ανωτέρω, το βάρος απόδειξης μετατοπίζεται στην Εναγόμενη για να αποδείξει ότι έχει καλή υπεράσπιση ή ότι υπάρχουν τέτοια γεγονότα που να του δίνουν δικαίωμα να υπερασπιστεί (BRAINVIBES LTD κ.α. ν. ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ, ECLI:CY:AD:2018:A235, Πολιτική Έφεση Αρ. 504/2012, 17/5/2018, ECLI:CY:AD:2018:A235).  

 

Μελετώντας τόσο την σχετική νομολογία επί της Δ.18 όσο και το ερμηνευτικό σύγγραμμα Annual Practice του 1957, καθίσταται ξεκάθαρο ότι για να επιτύχει αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης πρέπει να συνυπάρχουν προϋποθέσεις οι οποίες αφορούν συνδυαστικά και τα δύο μέρη.

 

Από πλευράς των Εναγόντων, πέρα από τα πιο πάνω ρητά αναφερόμενα στην Δ.18 κριτήρια, αυτοί πρέπει να μπορούν να αποδείξουν την αξίωσή τους ξεκάθαρα. Ταυτόχρονα, η Εναγόμενη πρέπει να αποτύχει να θέσει καλόπιστη υπεράσπιση ή να εγείρει ζήτημα το οποίο πρέπει να εκδικαστεί.

 

Συγκεκριμένα, τo Annual Practice 1957 στη σελ. 171 αναφέρει υπό τον τίτλοJudgment for the Plaintiff”:

 

 “The purpose of 0.14 is to enable a plaintiff to obtain summary judgment without trial, if he can prove his claim clearly and if the defendant is unable to set up a bona fide defence, or raise an issue against the claim which ought to be tried”.

 

(η υπογράμμιση και ο τονισμός είναι του Δικαστηρίου)

 

(βλ. επίσης CY.E.M.S. Co. v. Central Co-operative Industries (1982) 1 C.L.R. 897).

 

Επεκτείνοντας τα πιο πάνω, στην ίδια σελίδα, υπό τον τίτλοDefendant's rights” διευκρινίζεται ότι:-

 

 Summary judgment under this Rule should not be granted when any serious conflict as to matter of fact or any real difficulty as to matter of law arises (Crawford v. Gilmore, 30 L.R.Ir. 238; Electric & General Contract Corporation v. Thomson-Houston Co., 10 T.L.R. 103)”.

 

Στρέφοντας την προσοχή μου στα δεδομένα της παρούσας περίπτωσης, υπενθυμίζω ότι οι αξιώσεις των Εναγόντων εδράζονται επί ισχυρισμών για «παράβαση σύμβασης, παράνομη κατακράτηση ποσών και/ή αδικαιολόγητο πλουτισμό».

 

Μελετώντας τις ένορκες θέσεις των δύο πλευρών και αντιπαραβάλοντάς τες με τα τεκμήρια που παρουσιάστηκαν συμπεριλαμβανομένων και των δύο συμφωνιών μεταξύ τους, προκύπτει ότι το πλαίσιο των γεγονότων που οδήγησε στη ρήξη της συνεργασίας τους σε αυτό το στάδιο είναι ασαφές και αμφισβητούμενο.

 

Μεταξύ άλλων, από τις ένορκες δηλώσεις των μερών δεν προκύπτει ξεκάθαρα κατά πόσον έλαβε χώρα η παράδοση του ακινήτου στους Ενάγοντες σύμφωνα με τις πρόνοιες των συμφωνιών μεταξύ τους. Ούτε είναι σαφές αν οι Ενάγοντες μετακόμισαν στο ακίνητο. Ο Εναγόμενος 1 δηλώνει ρητά ότι στις 15.7.2022 ολοκληρώθηκε η διαδικασία σύνδεσης ηλεκτρικού ρεύματος όμως, παρά το γεγονός ότι το ακίνητο ήταν πλέον πλήρως λειτουργικό, ο διευθυντής της Εναγόμενης αρνείτο την παράδοση του ακινήτου προβάλλοντας διάφορες δικαιολογίες (παρ.24 ε.δ. ημερ.12.5.2023). Ταυτόχρονα, παραδεκτό γεγονός αποτελεί ότι οι Ενάγοντες κατέβαλαν στους Εναγόμενους €6.000, ποσό το οποίο όμως σύμφωνα με την τροποποιητική συμφωνία ο ενοικιαστής θα έπρεπε να πληρώσει «κατά τη μετακόμισή του στο ακίνητο» (η υπογράμμιση δική μου), καταβολή που δημιουργεί ερωτήματα έχοντας υπόψη το παράπονο των Εναγόντων ότι η εταιρεία αρνείτο να τους παραδώσει το ακίνητο. Ακόμη περισσότερη συσκότιση στο πραγματικό και κατ’ επέκταση στο νομικό πλαίσιο δημιουργεί το Τεκμήριο 6 των Εναγόντων, το οποίο δείχνει ότι κατέβαλαν τις €6.000 πριν από την ημερομηνία κατά την οποία η Εναγόμενη είχε υποχρέωση να παραδώσει την οικία βάσει των δύο συμφωνιών, δηλαδή πριν από την 1.6.2022.

 

Σε συνάρτηση με τα πιο πάνω, το ίδιο σκιώδες είναι και το ζήτημα του κατά πόσον είχαν παραδοθεί τα κλειδιά της οικίας στους Ενάγοντες. Οι ίδιοι υποστηρίζουν ότι τους είχαν παραδοθεί όμως στη συνέχεια, απροειδοποίητα, η Εναγόμενη άλλαξε την κλειδαριά της οικίας. Σε πλήρη αντίθεση είναι η ένορκη μαρτυρία του διευθυντή της Εναγόμενης ο οποίος υποστηρίζει ότι η εταιρεία δεν παρέδωσε τα κλειδιά στους Ενάγοντες και ο εξοπλισμός που παραδέχεται ότι βρίσκεται στο σπίτι τοποθετήθηκε στην παρουσία εκπροσώπων της εταιρείας. Περαιτέρω, ουδέποτε κατά το ίδιο άλλαξαν τις κλειδαριές του σπιτιού.

 

Πέρα από τα πιο πάνω, έλλειψη στερεού πραγματικού πλαισίου εντοπίζω και στο σκέλος που αφορά το ύψος των αξιώσεων των Εναγόντων. Παρά την προβαλλόμενη θέση ότι η οικία δεν τους παραδόθηκε, οι Ενάγοντες, πέρα από το ποσό των €2.000 το οποίο ισχυρίζονται ότι καταβλήθηκε στα πλαίσια της πρώτης συμφωνίας ως πρώτο ενοίκιο και προκαταβολή (ντεπόζιτο), αξιώνουν επιπλέον €2.000 το οποίο λεν ότι κατέβαλαν ως τα επόμενα δύο ενοίκια. Παρότι, η πληρωμή του ποσού φαίνεται να είναι παραδεκτή, δεν είναι ξεκάθαρο στο παρόν στάδιο από που προέκυψε η υποχρέωση καταβολής του εν λόγω ποσού και γιατί καταβλήθηκε στο στάδιο που καταβλήθηκε.

 

Πέρα από την ανάγκη αποσαφήνισης του πραγματικού υποβάθρου της παρούσας αντιδικίας, παρατηρώ ότι η Εναγόμενη εγείρει νομικά επιχειρήματα τα οποία άπτονται του πραγματικού πλαισίου.

 

Μεταξύ άλλων, η Εναγόμενη υποστηρίζει ότι οι Ενάγοντες ευθύνονται για τη διάρρηξη των μεταξύ τους συμφωνιών, η οποία επήλθε ως αποτέλεσμα απειλών που κατ’ ισχυρισμόν εξαπέλυσαν μέσω αγνώστου εναντίον του διευθυντή της. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι οι Ενάγοντες δεν νομιμοποιούνται σε επιστροφή των καταβληθέντων ποσών καθότι οι συμφωνίες μεταξύ τους προνοούσαν επιστροφή των προκαταβολών μόνο σε περίπτωση που καταδειχθεί  παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων των Εναγόντων ή εγκληματική ή βίαιη αιτία.

 

Στρέφοντας την προσοχή μου στις δύο επίδικες συμφωνίες παρατηρώ ότι o όρος 19 στην αρχική συμφωνία προνοεί ότι:

 

«The tenant has the right to terminates the contract without any penalty and get the deposit in full ONLY in case of criminal or violent cause and violation of his/her human rights with the tenant is not responsible then» 

 

Στη συνέχεια, ο όρος 25 αναφέρει ότι:

 

«All the terms of this contract are material terms and the breaking of any of the terms will give the innocent party a right for damages».

 

(έχει διατηρηθεί η σύνταξη και η ορθογραφία της συμφωνίας)

 

 Η τροποποιητική συμφωνία, στο μέρος 2.3 αναφέρει ότι:

 

«Τα μέρη συμφωνούν να αντικαταστήσουν το ΑΡΘΡΟ (19) της Συμφωνίας για ενοικίαση με το ακόλουθο:

 

Ο ενοικιαστής έχει το δικαίωμα να τερματήσει τη σύμβαση χωρίς καμία ποινή και να λάβει ολόκληρη της προκαταβολή και το ποσό που ο ενοικιαστής προκαταβάλλει για τους υπόλοιπους μήνες ΜΟΝΟ σε περίπτωση εγκληματικής ή βίαιης αιτίας και παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του/της με την προιπόθεση ότι δεν ευθύνεται ο ενοικιαστής.»

 

(Και πάλι έχει διατηρηθεί η σύνταξη και η ορθογραφία της συμφωνίας)

 

Ο συνδυασμός των όσων έχω αναφέρει πιο πάνω οδηγούν κατά την κρίση μου στο συμπέρασμα ότι η παρούσα περίπτωση δεν πληροί της προϋποθέσεις για έκδοση συνοπτικής απόφασης. Η αξίωση των Εναγόντων σε αυτό το στάδιο δεν αποδεικνύεται ξεκάθαρα και χρήζει διευκρινίσεων ενώ από την εκατέρωθεν προσκομισθείσα μαρτυρία προκύπτουν ερωτήματα σε σχέση με το χρονοδιάγραμμα των συνδιαλλαγών των μερών καθώς και για κάποια πιθανόν κρίσιμα για την τελική απόφανση ζητήματα τα οποία είναι αμφισβητούμενα. Η Εναγόμενη επίσης εγείρει νομικά επιχειρήματα η εξέταση των οποίων δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο σε συνάρτηση με την εξέταση των γεγονότων της αντιδικίας.

 

Στο παρόν στάδιο δεν προκύπτει ξεκάθαρα σε ποιο στάδιο προέκυψε η παραβίαση των συμφωνιών μεταξύ τους, ποιος ευθυνόταν για αυτή την παραβίαση και ποια δικαιώματα και ποιες υποχρεώσεις απορρέουν από τη διάρρηξη αυτή σύμφωνα τόσο με τα συμφωνηθέντα όσο και με την κείμενη νομοθεσία και νομολογία επί του ζητήματος. Ως αποτέλεσμα, θα πρέπει να ακουστεί μαρτυρία μέσα στα πλαίσια πλήρους Ακροαματικής διαδικασίας για αποσαφήνισή όλων των πιο πάνω.

 

Ομολογουμένως, οι Ενάγοντες έχουν προσκομίσει στο Δικαστήριο αριθμό τεκμηρίων προς υποστήριξη της εκδοχής τους, σε αντίθεση με την Εναγόμενη της οποίας η μαρτυρία δεν συνοδεύεται από οποιοδήποτε αποδεικτικό έγγραφο. Πλην όμως, τα προσκομισθέντα Τεκμήρια δεν είναι επαρκή για να δώσουν φως στα σκιώδη και αμφισβητούμενα σημεία τα οποία επισήμανα πιο πάνω. Υπενθυμίζω ότι, σύμφωνα με πάγια νομολογία, το Δικαστήριο μπορεί να καταλήξει ότι δεν δικαιολογείται η δίκη μόνο όταν τέτοιο συμπέρασμα είναι προφανές και όχι ως εγχείρημα αξιολόγησης και στάθμισης μαρτυρίας (βλ. LCA DOMIKI LIMITED ν. ICE DEVELOPERS LTD, ECLI:CY:AD:2017:A323, Πολιτική Έφεση Αρ. 473/2011, 28/9/2017). 

 

Σημειώνω τέλος ότι, μέρος των αξιώσεων των Εναγόντων αποτελεί απαίτηση για επιδίκαση γενικών και τιμωρητικών αποζημιώσεων εναντίον της εταιρείας, διατακτικά τα οποία επίσης καταλήγω ότι δεν δύναται να εξεταστούν χωρίς να προηγηθεί πλήρης αποσαφήνιση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση.

 

Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω καταλήγω ότι η μαρτυρία και οι ισχυρισμοί που έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου σε αυτό το στάδιο δεν επιτρέπουν τελική απόφανση επί των επίδικων θεμάτων στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας. Κρίνω ότι δεν υπάρχει ξεκάθαρο πραγματικό και νομικό υπόβαθρο που να πληροί τόσο τις προϋποθέσεις της Δ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας όσο και της κείμενης νομολογίας που την ερμηνεύει, για έκδοση συνοπτικής απόφασης, χωρίς την ανάγκη πλήρους Ακροάσεως ενώ η Εναγόμενη έχει επιτύχει να εγείρει νομικά και πραγματικά ζητήματα τα οποία πρέπει να εκδικαστούν.

 

Από την πιο πάνω νομική ανάλυση εξαιρείται ένα μέρος της αξίωσης των Εναγόντων το οποίο είναι παραδεκτό και μη αμφισβητούμενο και για το οποίο κρίνω ότι το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα στο παρόν στάδιο, επιλύοντας την μεταξύ των διαδίκων διαφορά επ’ αυτού. [1]

 

Συγκεκριμένα, εν όψει της ρητής και ξεκάθαρης τοποθέτησης του διευθυντή της Εναγόμενης ότι «όσον αφορά τα έπιπλα δεν έχω κανένα πρόβλημα να τα πάρουν πίσω και αυτό το ανέφερα στους Ενάγοντες. Ακόμα και τώρα, κατόπιν συνεννοήσεως μπορούν οι Ενάγοντες να παραλάβουν τα έπιπλα/αντικείμενα τους» η αξίωση των Εναγόντων υπό την παράγραφο 34Β της Έκθεσης Απαίτησης επιτυγχάνει.

 

Εκδίδεται διάταγμα όπως η Εναγόμενη, εντός 15 ημερών από την επίδοση σε αυτή της απόφασης του Δικαστηρίου, επιστρέψει στους Ενάγοντες τον εξοπλισμό ως αυτός καταγράφεται στην παράγραφο 17 της ένορκης δήλωσης του Ενάγοντα 1 ημερ.12.5.2023.

 

Η Εναγόμενη να καταχωρίσει την Υπεράσπισή της σε σχέση με τις εναπομείνασες αξιώσεις μέχρι τις 16.9.2024. Κατά τα λοιπά να ακολουθηθούν οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας.

 

Eν όψει της μερικής επιτυχίας των αξιώσεων των Εναγόντων-Αιτητών και χωρίς να παραγνωρίζω τα όσα αναφέρονται στη Δ.18 Θ.9, κρίνω ορθό και δίκαιο όπως τα έξοδα της αίτησης επιδικαστούν και επιδικάζονται κατά το ήμισυ υπέρ των Εναγόντων-Αιτητών και εναντίον της Εναγόμενης-Καθ’ ης η Αίτηση ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, πληρωτέα στο τέλος της αγωγής.

 

                                                                          ……………………………………  

 (Υπ.) Α. Θωμά Θεοδοσίου, Προσ. Ε.Δ.   

Πιστό Αντίγραφο   

   

Πρωτοκολλητής  



[1]Βλ. Annual Practice 1957 σελ.189, “Judgment for part of the claim - If it appear that the defence set up by the defendant applies only to a part of the plaintiff’s claim, or that any part of his claim is admitted, the plaintiff shall have judgment forthwith for such part of his claim as the defence does not apply to or as is admitted, subject to such terms, if any, as to suspending execution, or the payment of the amount levied or any part thereof into Court by the sherrif, the taxation of costs or otherwise, as the Judge might think fit. And the defendant may be allowed to defend as to the residue of the plaintiff’s claim.”


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο