ECLI:CY:EDLEF:2008:A14
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Δικαιοδοσία Πτωχεύσεων
Αρ. Αίτησης: 349/07
Ενώπιον: Χ. Σολομωνίδη, Α.Ε.Δ.
Αναφορικά με τον Κώστα Χατζηγαβριήλ,
Κωνσταντίνου Παλαιολόγου αρ. 18,
Έγκωμη, Λευκωσία (Αρ. Ταυτότητας: 580461)
. . . . . .
Ημερομηνία: 30 Ιανουαρίου, 2008
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για τον Αιτητή: κα. Καρή για κ.κ. Γεωργιάδης & Πελίδης.
Για τον Καθ΄ου η αίτηση: κα. Μ. Κυπριανίδου.
. . . . . .
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο Αιτητής (στη συνέχεια «ο Πιστωτής») αιτείται την έκδοση διατάγματος παραλαβής (receiving order) σε σχέση με την περιουσία του Καθ΄ου η αίτηση (στη συνέχεια «ο Χρεώστης») για το λόγο ότι ο τελευταίος οφείλει, κατ΄ισχυρισμό, το ποσό των £127.357,25 με τόκο 6% από 17.1.02, πλέον ποσό £70.000.- με τόκο 6% από 30.9.01, πλέον έξοδα £805,50 έξοδα με τόκο 8% από 9.11.06, πλέον 15% Φ.Π.Α. και £4,50 έξοδα επίδοσης δυνάμει δικαστικής απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας η οποία εξεδόθη στην αγωγή αρ. 7356/06.
Ο Πιστωτής υποστηρίζει περαιτέρω ότι δεν έχει οποιαδήποτε εξασφάλιση επί της περιουσίας του Χρεώστη για την πληρωμή των πιο πάνω ποσών.
Η αίτηση στηρίζεται στο γεγονός ότι ο Χρεώστης παρέλειψε να συμμορφωθεί με την ειδοποίηση πτώχευσης που εκδόθηκε από τον Πιστωτή και επιδόθηκε στον Χρεώστη σε προγενέστερο στάδιο. Στην αίτηση, αναφέρεται επίσης ότι ο Χρεώστης κατά το μεγαλύτερο μέρος των έξι μηνών προ της καταχώρισης της παρούσας αίτησης είχε τη μόνιμη διαμονή του στη Λευκωσία.
Ο Χρεώστης καταχώρισε ένσταση στην παρούσα αίτηση.
Οι αντιρρήσεις του Χρεώστη είναι οι εξής:
(α) Η αίτηση είναι παράτυπη και/ή αντικανονική και/ή απαράδεκτη και δεν συνάδει με τις πρόνοιες των περί Πτωχεύσεως Κανονισμών και του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ. 5.
(β) Δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο Νόμος και η νομολογία για την έκδοση διατάγματος παραλαβής.
(γ) Στην αίτηση δεν αναφέρονται οι Νόμοι και οι Κανονισμοί στους οποίους στηρίζεται.
(δ) Το πρόσωπο, το οποίο προέβη στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης, δεν μπορούσε να ορκιστεί με βάση τη δική του γνώση για την αλήθεια των γεγονότων για τα οποία καταθέτει.
(ε) Η αίτηση είναι εκδικητική και εκβιαστική και αποτελεί κατάχρηση των εξουσιών του Δικαστηρίου.
Στην ένορκη δήλωση του που συνοδεύει την ένσταση ο Χρεώστης ουσιαστικά επαναλαμβάνει και αναπτύσσει τους λόγους ένστασης. Επιπρόσθετα ισχυρίζεται ότι ο Πιστωτής δεν εξάντλησε όλα τα μέσα εκτέλεσης που προβλέπει ο περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμος, Κεφ. 6, το ποσό που αναφέρεται στην αίτηση είναι υπερβολικό και απαράδεκτο και αποτελεί προϊόν παράνομου ανατοκισμού. Τέλος, αμφισβητεί το ισχυριζόμενο χρέος.
Κατά την ακρόαση της αίτησης έδωσαν μαρτυρία εκ μέρους του Πιστωτή η Γιόλη Μακρίδου, Πρωτοκολλητής στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας και ο Πιστωτής, οι οποίοι επιβεβαίωσαν τα πιο πάνω. Μαρτυρία έδωσε και ο Χρεώστης. Η πρώτη κατέθεσε ως Τεκμήριο 1 την Ειδοποίηση Πτώχευσης με αρ. 596/07, η οποία καταχωρίστηκε από τον Πιστωτή εναντίον του Χρεώστη στις 3.4.07 και η οποία επιδόθηκε προσωπικά στον τελευταίο στις 2.5.07. Ο Χρεώστης καταχώρισε αίτηση για ακύρωση της πιο πάνω Ειδοποίησης Πτώχευσης την οποία όμως απέσυρε στις 12.6.07. Ο δεύτερος επιβεβαίωσε ότι ο Χρεώστης διαμένει στην Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, Λευκωσία εδώ και πολλά χρόνια, γεγονός το οποίο απεδέχθη και ο τελευταίος στη μαρτυρία του. Ανέφερε επίσης ότι ο Χρεώστης εξακολουθεί να του οφείλει ολόκληρο το ποσό της πιο πάνω απόφασης, πιστό αντίγραφο της οποίας κατέθεσε ως Τεκμήριο 2. Ο Πιστωτής ανέφερε πως δεν έχει οποιαδήποτε εξασφάλιση εναντίον της περιουσίας του Χρεώστη, ότι με την παρούσα αίτηση ζητεί να προστατευθεί το ποσό που του οφείλει ο τελευταίος και ότι είναι η πρώτη φορά που καταχωρίζει αίτηση πτώχευσης εναντίον του Χρεώστη.
Κατά την ακροαματική διαδικασία της αίτησης ο Χρεώστης δεν έκανε αναφορά στις αντιρρήσεις του υπό στοιχεία (α), (β), (γ) και (δ) που περιλαμβάνονται στην γραπτή ένσταση.
Όπως έχω αναφέρει και πιο πάνω ο Χρεώστης στη μαρτυρία του δεν αμφισβήτησε τα όσα κατέθεσε ο Πιστωτής. Περαιτέρω ανέφερε ότι του έχει επιδοθεί προσωπικά η αίτηση πτώχευσης και ότι τηλεφώνησε ο ίδιος προσωπικά στον Πιστωτή αρκετές φορές για εξεύρεση λύσης σχετικά με το οφειλόμενο ποσό.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι στις σύντομες αλλά περιεκτικές γραπτές αγορεύσεις τους υποστήριξαν τις εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις τους. Η συνήγορος του Χρεώστη περιόρισε την γραπτή αγόρευση της μόνο στην υπό στοιχείο (ε) αντίρρηση, ότι, δηλαδή, η διαδικασία πτώχευσης στην οποία προέβη ο Πιστωτής είναι καταπιεστική σε βάρος του Χρεώστη και έγινε καθαρά για να εξαναγκασθεί ο τελευταίος να πληρώσει το χρέος του και όχι για προστασία της περιουσίας του. Ως αποτέλεσμα της μη προώθησης των υπό στοιχεία (α), (β), (γ) και (δ) αντιρρήσεων θεωρώ ότι αυτές έχουν εγκαταλειφθεί με αποτέλεσμα η εξέταση τους να καθίσταται αχρείαστη. Μπορεί ωστόσο σε συντομία να λεχθεί ότι η παρούσα αίτηση συντάχθηκε σύμφωνα με τον Τύπο 7, ο οποίος βασίζεται στους Κανονισμούς 44-46 των Πτωχευτικών Κανονισμών (οι πιο πάνω κανονισμοί αναφέρονται στο πάνω μέρος της αίτησης). Άλλωστε, η αίτηση για έκδοση διατάγματος παραλαβής δεν συνιστά ενδιάμεση αλλά πρωτογενή διαδικασία προσδιοριστική των επίδικων θεμάτων που τίθενται προς εξέταση και δεν χρειάζεται να αναφέρονται σε αυτή οι νόμοι και κανονισμοί στους οποίους στηρίζεται όπως συμβαίνει με ενδιάμεσες αιτήσεις (Μαχλουζαρίδης ν. Ιωαννίδη κ.α. (1990) 1 Α.Α.Δ. 965, Τράπεζα Κύπρου Λτδ ν. Dynacon Ltd (1998) 1(Δ) Α.Α.Δ. 1978). Το τι αποτελεί θεμελιώδες και σημαντικό μέρος μιας αίτησης πτώχευσης είναι τα ουσιαστικά γεγονότα που θεμελιώνουν και ενδεχομένως δικαιολογούν την έκδοση διατάγματος παραλαβής (Σιάτης ν. Λοϊζου (Αρ.2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 226). Εξάλλου το Άρθρο 102(1) του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ. 5 προνοεί ότι καμιά πτωχευτική διαδικασία δεν ακυρώνεται εξ αιτίας τυπικού ελαττώματος ή αντικανονικότητας εκτός αν το Δικαστήριο θεωρεί ότι έχει δημιουργηθεί ουσιαστική αδικία (substantial injustice) από το ελάττωμα ή την αντικανονικότητα και που δεν μπορεί να διορθωθεί με οποιαδήποτε διαταγή του Δικαστηρίου. Ομοίως και ο Πτωχευτικός Κανονισμός 2 προβλέπει ότι η μη συμμόρφωση με οποιονδήποτε από τους κανονισμούς ή με κανόνα πρακτικής που ακολουθείται κατά καιρούς δεν επιφέρει ακυρότητα στη διαδικασία εκτός αν το Δικαστήριο το διατάξει και κάθε τέτοια διαδικασία μπορεί να παραμεριστεί είτε εξολοκλήρου είτε μερικώς ως αντικανονική ή και να τροποποιηθεί κατά τον τρόπο και την έκταση που το Δικαστήριο ήθελε θεωρήσει σωστό.
Προϋπόθεση της δικαιοδοτικής δυνατότητας του Δικαστηρίου να εκδίδει διατάγματα παραλαβής είναι η ύπαρξη πράξης πτώχευσης (βλ. άρθρο 4 του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ. 5). Αλλά η προς τούτο πρόσβαση στο Δικαστήριο υποβάλλεται σε όρους: Ένας από αυτούς διασφαλίζει ότι ο βαρύς μηχανισμός της πτώχευσης δεν τίθεται σε λειτουργία για ασήμαντο λόγο. Το άρθρο 5(1) του Κεφ. 5 δίδει το δικαίωμα σε πιστωτή να υποβάλει αίτηση πτώχευσης εναντίον χρεώστη όταν το χρέος που οφείλεται από τον χρεώστη προς αυτόν υπερβαίνει τις £500.-, το χρέος είναι εκκαθαρισμένο ποσό, πληρωτέο είτε αμέσως είτε σε καθορισμένο μελλοντικό χρόνο, η πράξη πτώχευσης στην οποία στηρίζεται η πτώχευση συνέβη μέσα σε τρεις μήνες πριν την υποβολή της αίτησης. Περαιτέρω ο χρεώστης θα πρέπει να έχει τη συνήθη διαμονή του ή να κατοικεί στην Κύπρο.
Η παρούσα αίτηση στηρίζεται στην παράλειψη του Χρεώστη να συμμορφωθεί ή να ανταποκριθεί θετικά μέσα σε 7 ημέρες μετά την επίδοση σε αυτόν της ειδοποίησης πτώχευσης (Τεκ. 1), με αποτέλεσμα να ενεργοποιηθούν οι διατάξεις του άρθρου 3(1)(ζ) του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ. 5. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι τυπικές προϋποθέσεις του άρθρου 5(1) του Νόμου έχουν πλήρως ικανοποιηθεί στην υπό κρίση αίτηση, γεγονός που δεν αμφισβήτησε άλλωστε η κ. Κυπριανίδου.
Δεν υπάρχει επίσης αμφιβολία ότι ο Χρεώστης στερείται περιουσιακών στοιχείων που θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν τον Πιστωτή, γι΄αυτό και αναφέρεται στην παράγραφο 3 της αίτησης ότι ο τελευταίος δεν έχει οποιαδήποτε ασφάλεια επί της περιουσίας του Χρεώστη. Ούτε αυτό το γεγονός έχει άλλωστε αμφισβητηθεί από τον Χρεώστη ή την συνήγορο του.
Η πτωχευτική διαδικασία, σύμφωνα με τη νομολογία, δεν αποτελεί μέτρο εκτέλεσης και δεν εμπίπτει στα μέτρα εκτέλεσης που διαλαμβάνει το άρθρο 14, Κεφ. 6. Στον περί Πτωχεύσεως Νόμο, Κεφ. 5, που είναι στην ουσία αντιγραφή του αγγλικού Bankruptcy Act 1914, η πτώχευση έχει χαρακτήρα οιωνεί ποινικό και αποτελεί δυσμενή εξέλιξη στην υπόσταση του χρεώστη (βλ. Williams & Hunter on Bankruptcy, 19th Ed., σελ. 1). Την έκδοση διατάγματος παραλαβής το οποίο, βέβαια, αποβλέπει στην προστασία της περιουσίας του χρεώστη προς όφελος των πιστωτών, ακολουθούν διαδικασίες ελέγχου και διερεύνησης των υποθέσεων του χρεώστη προορισμένες να περιφρουρήσουν, όσο προσφέρεται καλύτερα, το οικονομικά συμφέροντα των πιστωτών.
Η προσπάθεια ενός πιστωτή, με την πτωχευτική διαδικασία, να κηρύξει ένα χρεώστη πτωχεύσαντα με δικαστική απόφαση, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως κατάχρηση εφόσον αυτή προνοείται από το Νόμο και νοουμένου ότι η αίτηση δεν καταχωρίζεται για αλλότριους σκοπούς. Κατάχρηση διαδικασίας θα μπορούσε να θεωρηθεί η κατ΄εξακολούθηση καταχώριση αιτήσεων πτώχευσης με αλλότριο κίνητρο την εκ μέρους του χρεώστη αποδοχή αυξημένων μηνιαίων δόσεων στα πλαίσια παράλληλης διαδικασίας. Ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούνται οι διαδικασίες γενικά μπορεί να ελεγχθεί δικαστικά (Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμου (2002) 2 Α.Α.Δ. 522) αλλά δεν ασκείται έλεγχος για τα εσωτερικά ελατήρια μιας αίτησης (Μερκής ν. Intertobacco (Cyprus) Ltd (2006) 1(B) Α.Α.Δ. 788, 792). Η υπόθεση London Clubs Ltd κ.ά. ν. Παπαδόπουλου (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1699 στην οποία αναφέρθηκε η κα. Κυπριανίδου, ήταν μια περίπτωση κατάχρησης της διαδικασίας, κρινόμενη όμως κάτω από τα ιδιαίτερα περιστατικά της. Δεν τυγχάνει όμως εφαρμογής στην παρούσα αίτηση η οποία δεν παρουσιάζει κανένα στοιχείο που να προσεγγίζει την έννοια της κατάχρησης κατά τα πιο πάνω ή άλλως πως. Έχω εξετάσει, με ιδιαίτερη προσοχή, τα πρακτικά της υπόθεσης και πουθενά δεν έχω εντοπίσει οποιαδήποτε δήλωση του Πιστωτή ότι αν του καταβαλλόταν κάποιο ποσό από τον Χρεώστη και γινόταν διευθέτηση για το υπόλοιπο θα απέσυρε την αίτηση πτώχευσης όπως ήταν η θέση της κ. Κυπριανίδου.
Ό,τι ενδιαφέρει εδώ είναι το κατά πόσο επήλθε μεταξύ του Πιστωτή και του Χρεώστη οποιαδήποτε διευθέτηση που να συνεπάγεται την αναίρεση της υπόστασης της παρούσας αίτησης ή που να καθιστά άδικη την προώθηση της. Από τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιον μου, προκύπτει ότι, ενώ ο Πιστωτής επιδείκνυε κατανόηση προς τα προβλήματα του Χρεώστη και επιθυμούσε να του παράσχει την ευκαιρία να πληρώσει σταδιακά το χρέος του με προοπτική να αποφευχθεί η έκδοση διατάγματος παραλαβής, αυτή η τοποθέτηση του είχε πάντοτε ως προϋπόθεση τη δυνατότητα αναβολής της αίτησης. Σε καμιά περίπτωση δεν παρέστησε ο Πιστωτής ότι θα απέσυρε την αίτηση. Το ποια μπορεί να ήταν η εξέλιξη αν ο Χρεώστης είχε τηρήσει τους όρους για πληρωμή μικρότερου ποσού από το οφειλόμενο και διακανονισμό του υπολοίπου θα αποτελούσε, όπως έχουν τα πράγματα, αχρείαστη πιθανολόγηση. Πάντως, η παράλειψη του Χρεώστη να τηρήσει τους όρους που ο Πιστωτής είχε θέσει προκειμένου να συναινέσει σε αναβολή ή αναβολές δεν σχετίζεται με την όποια στάση του Πιστωτή όπως και αν την χαρακτηρίσει κανείς. Φαίνεται καθαρά πως ο Χρεώστης απλά δεν είχε τη δυνατότητα να ανταποκριθεί.
Κατά τη συμπλήρωση της ακρόασης πληρούνταν όλες οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για την έκδοση διατάγματος παραλαβής. Πρώτο, είχε καταδειχθεί η τοπική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Δεύτερο, είχε αποδειχθεί το χρέος του Χρεώστη προς τον Πιστωτή, χρέος το ύψος του οποίου υπερέβαινε το προβλεπόμενο κατώτατο όριο. Και, τρίτο, είχε αποδειχθεί ότι ο Χρεώστη διέπραξε πράξη πτώχευσης μέσα στα προβλεπόμενα χρονικά όρια: η πράξη πτώχευσης διαπράχθηκε την 12.6.07, κατόπιν της παράλειψης του Χρεώστης να συμμορφωθεί με ειδοποίηση πτώχευσης που του επιδόθηκε προσωπικά την 2.5.07. Τέλος, η εκτενής παράταση της εκκρεμότητας της αίτησης παράτασης, που κατά κύριο λόγο οφειλόταν στις ανάγκες του Χρεώστη, δεν νομίζω ότι θα έπρεπε να μετρήσει υπέρ του.
Θα εξέδιδα διάταγμα παραλαβής. Ωστόσο, σήμερα η συνήγορος του Πιστωτή υποβάλλει παράκληση για απόσυρση της αίτησης άνευ βλάβης με έξοδα υπέρ του Πιστωτή και εναντίον του Χρεώστη ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.
Ενόψει των πιο πάνω η αίτηση απορρίπτεται ως αποσυρθείσα άνευ βλάβης. Τα έξοδα της παρούσας αίτησης, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ του Πιστωτή και εναντίον του Χρεώστη. Το αντίστοιχο ποσό των Λ.Κ.110 σε Ευρώ να επιστραφεί στους δικηγόρους του Πιστωτή.
(Υπ.) ………………………………..
Χ. Σολομωνίδης, Α.Ε.Δ.
Πιστόν αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
ΜΝ